ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ
Καμπάνας ήχοι αρμονικοί,
γλυκοί, γοργοί, αναπαιστικοί,
ξυπνούν το μοναστήρι.
Και στης νυχτιάς τη σιγαλιά
σα μάτια ανοίγουν τα κελιά
ή πόρτα ή παραθύρι.
Το πνεύμα της αρχαίας μονής,
πνεύμα αγρυπνίας και προσμονής,
ξυπνά τους μοναχούς της.
Είναι φρουρός, και το φυλά
σα να βιγλίζει εκεί ψηλά
ο νέος καμπανοκρούστης.
Τώρα, απ’ την κάθε μια γωνιά
γλιστράνε μεσ’ στη σκοτεινιά
ψυχές που παν να προσκυνήσουν.
Για τη ματοβρεχτή μας γη
που σπαρταρά μεσ’ στη σφαγή
τον έλεο να ζητήσουν.
Στην εκκλησιά τη θολωτή
που στ’ όνειρό της ζει και αυτή,
θρόνοι και παραθρόνια
μας φέρνουν πάλι στα παλιά
(μαρμαρωμένε βασιλιά!)
στης προσευχής τα χρόνια.
Μεσ’ στους αιώνες που κυλούν,
τούτες οι πλάκες μας μιλούν
για κάποιο μεγαλείο,
κι είναι πανάρχαιο και ιερό,
κι είν’ αγιασμένο απ’ τον καιρό
προγονικό βιβλίο.
Μεσ’ στα στασίδια τους σκυφτές,
σεμνά θυμήματα του χτές,
̶ έπηξε η φλόγα στο καντήλι!
Μαυροντυμένες οι ψυχές
κάνουν τον πόνο τους ευχές
που ξεψυχούν στα χείλη.
Τρισένδοξη κληρονομιά
φέρνουν απάνω τους, μια – μια,
που τους λυγάει τον ώμο.
είναι βαρύ να περπατάς
και κάθε τόσο να κοιτάς
κάθετο μπρός το δρόμο.
Η νύχτα μάκρυνε πολύ,
̶ χειμώνας, και ξαναλαλεί
το γελασμένο ορνίθι.
και ξαναζούν στη σιγαλιά
ιδέες και πράγματα παλιά
θαμμένα μεσ’ στη λήθη.
Τα καντηλάκια στο Ιερό,
σα ναν’ από παλιό καιρό
κι απ’ άλλο μοναστήρι,
σταθήκαν στους αγίους μπροστά
̶ κόκκιν’ αστράκια γελαστά
πεσμένα στο ποτήρι.
Όλα σ’ αγγίζουν απαλά,
σεμνά κι αθώα και σιγαλά,
κι οι θόλοι στάζουνε γαλήνη.
Τέτοια γαλήνη ας απλωθεί,
κι όλου του κόσμου που πενθεί
τον πόνο ας απαλύνει!
Άγρυπνη μέσα μου, η ψυχή
ρουφά της χάρης τη βροχή
σα διψασμένο ελάφι,
και ζωντανεύουν ξαφνικά
κάποια θαμμένα μυστικά
κι ανοίγουν κάποιοι τάφοι.
Μέσα μου κάτι ξαναζεί
που μεγαλώσαμε μαζί
και το ‘χα λησμονήσει.
Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ, πολύ
που βάζεις μιαν ανατολή
μετά από κάθε δύση.
Να κι οι ψυχές μας π’ αγρυπνούν
και στ’ άγιο Δείπνο σου δειπνούν
απόψε, λατρευτέ μας.
Ακόμα δεν ξημέρωσε
κι είμαστε πάρωρα με Σε,
και θα ‘μαστε, Χριστέ μας!
Όρθρος δε χάραξε, κι εγώ
βάλθηκα να σε κυνηγώ
στους κάμπους και στα όρη.
Το σώμα στέκει˙ μα η ψυχή
βγήκε στο δρόμο ανήσυχη
σα μυροφόρα κόρη.
Βγήκε απ’ τη νύχτα, σκοτεινά,
γύρισε λόγγους και βουνά
για να σε συναντήσει,
ξυπόλητη να περπατά
και της Περσίας αρώματα
στον τάφο σου να χύσει.
Και να, βρεθήκαμε ξανά
σ’ αυτή τη σκοτεινή γωνιά
αντίκρυ απ’ τ’ άγιο Βήμα.
Ώ, τι χαρά σου να θωρείς
πως εκυλίστηκε νωρίς
ο λίθος απ’ το Μνήμα!
Ευλογητή ναν’ η στιγμή
που παίρνουν τέλος οι λυγμοί
και κάτι ορθρίζει εντός μου,
κάτι απ’ την άρρητην αυγή
π’ άστραψ’ ο τάφος σου στη γη,
Ήλιε και Φως του κόσμου.
Νεκρό θαρρούσα να τον βρω,
καθώς απάνω στο σταυρό
στερνή φορά τον είδα.
Κι ω των αγγέλων η χαρά,
πώς ήρθε μεσ’ στη συμφορά
η αναστημένη ελπίδα!
Στης εκκλησιάς τα τζαμωτά
σαν κάποιο φως λαφροπετά
Και κάποι’ αβέβαιη λάμψη.
μέρας προμήνυμα γλυκό,
και ψάλλουν το χερουβικό
με την πανάρχαια τάξη.
Κάποι’ αφροκαμώματα φτερά
σκορπούν του θόλου τα όνειρα
και στ’ Άγια φτερουγίζουν.
Στα παραμύθια του Ιερού
και στις δυό κόχες του χορού
τριανταφυλλιές ανθίζουν.
Τα μάρμαρα γυαλοκοπούν
και κάτι θέλουν να μου πουν
γι’ αυτό που τώρα νιώθουν,
ώς ν’ αποσώσουν οι ψυχές
τις απονύχτερες ευχές
του πιο κρυφού των πόθου.
Οι όψεις των αγίων γελούν
καθώς απάνω τους κυλούν
χαρούμενες οι αχτίνες.
Ως και οι μορφές οι ασκητικές
που δε γελάσανε ποτές
τώρα γελούν κι εκείνες!
Στην αγία Τράπεζα, το φως
τον ήλιο ξεπερνά καθώς
χτυπά στ’ άγιο Ποτήρι.
Κι ω θαύμα! Μέσα του κλειστός
ο αναστημένος μου Χριστός
καλεί σε πανηγύρι.
Ω Νικητή των νικητών
στο ρημαγμένο σπίτι αυτό
θα ΄ρθείς να κατοικήσεις;
Ωραίο, γλυκόλαλο πουλί,
στ’ αραχνιασμένο μου κελί
και πως θα κελαδήσεις;
«Ιδού θυσία μυστική…»
Κι είν’ η καρδιά μου νηστική
για φως, χαρά κι αλήθεια.
εσύ το ξέρεις πως πεινώ,
Συ μόνο βλέπεις το κενό
που κλείνω μεσ’ στα στήθια.
«Ιδού θυσία μυστική…»
Και ξημερώνει Κυριακή
κι όλα γιορτάζουν τώρα.
Ο μόσχος δίνεται πολύς,
κι Εσύ, Χριστέ, με προσκαλείς
στ’ ατίμητά σου δώρα.
Στην ανθισμένη μυγδαλιά
δε λένε τόσα τα πουλιά
όσα η καρδιά μου νιώθει.
Κι ουδέ μπορούν να σου τα πουν
τριγύρω σου ως φτεροκοπούν
οι ακοίμητοι μου πόθοι.
Γιατ’ είσαι απέραντα καλός,
πατέρας μου και δάσκαλος
και φίλος και αδερφός μου.
Μόνο το χέρι σου ας κρατώ,
και ρίχνομαι να περπατώ
στα πέρατα του κόσμου!
Ποιος θα μπορούσε να το πει
πώς τόσο γρήγορα οι καρποί
θα πρόβαιναν στους κλώνους;
Χαράς ανάβλυσαν πηγές
απ’ τις δικές σου τις πληγές
κι απ’ τους δικούς σου πόνους.
Με τη δική σου τη θανή
διάπλατ’ ανοίξαν οι ουρανοί,
κι απ’ το δικό σου μνήμα
ζωή καινούργια ξεχειλά
όπως ροχθίζει και κυλά
το ποντοπόρο κύμα.
Δεύτε πιστοί! Με την καρδιά
απλή κι αθώα σαν τα παιδιά,
την πανδαισία γευθείτε.
κι ως αναστήθηκε ο Χριστός,
όμοια κι ο λόγος του πιστός
κι εσείς θ’ αναστηθείτε.
Στην αναστάσιμη χαρά
φυτρώνουν μέσα μας φτερά,
κι αντάμα ξεκινάμε
για κάποιες χώρες μακρινές,
που τόσες γνώριμες φωνές
μας προσκαλούν να πάμε.
Όλοι μαζί! Κι είν’ η φωτιά
στην τρισευδαίμονη ματιά,
και λάμπει γύρω η πλάση.
Δόξα, ωσαννά στον πλαστουργό
πού ‘ρθε με λόγο και σταυρό
τον κόσμο ν’ αναπλάσει.
Τουτ’ η χαρούμενη πομπή
στα φωτοπάλατα θα μπει
με τα χρυσά στεφάνια,
κι η νικητήρια της κραυγή
θα συγκλονίσει όλη τη γη,
θα σείσει τα επουράνια.
Χριστός ανέστη! Τι ζητούν
τούτες οι κάργες που πετούν
και παν κατά τη Δύση;
Ποιος θα βρεθεί να τους το πει
πως η φυγή φέρνει ντροπή,
και ποιος θα τις γυρίσει;
Ανάσταση ‘ναι. Κι η ψυχή
δε νιώθει τώρα μοναχή
καθώς εχτές και πρώτα.
Κάποιος βαδίζει στο πλευρό,
της απαλαίνει το σταυρό,
σπογγίζει τον ιδρώτα.
Το βάρος έχει μοιραστεί,
και τον ξεκάμαν το ληστή
που σπερνέ ολούθε τρόμο.
Κάποιος πονόψυχος φτωχός
διαβάτης της Ιεριχώς
λευτέρωσε το δρόμο.
Χριστός ανέστη! Το χαρτί
σκίστηκε πάνω στη γιορτή
κι ο άνεμος το πήρε.
Πάτε παλιοί λογαριασμοί,
μαύρης βλαστήμιας πειρασμοί
και λογισμοί συ, στείρε.
Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η αγράμπελη μοσκοβολά
κι η πασχαλιά ευωδιάζει.
Πήδα και χόρευε ψυχή
που σ’ έλιωσ’ η απαντοχή
και το πικρό μαράζι.
Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η θάλασσα παιζογελά
κι ανθίζουν οι κήποι εντός μου.
Πλάκες, που στέκατε βαριές
στα μνήματα και στις καρδιές,
σας έσπασε ο Χριστός μου!
Βερίτης Γεώργιος
Ότι κι αν γράψεις λόγια θα’ναι.
Αυτά τα λόγια που ζητώ να εξαφανίσω
Κι είναι γι’αυτό που έχω κόψει το χέρι μου.
Κι είναι γι’αυτό που ζυμώνομαι
Νύχτα μέρα με τη φωτιά, που πατήθηκα
κ’ έλιωσα κάτω όπως ένα
τριαντάφυλλο κόκκινο.
Θέλω να γίνω ένα άλλου είδους
νερό. Μια άλλου είδους γλώσσα.
Σαν αχτίνες χρυσές να τρυπώνω τα λόγια μου
μες απ’ τους πόρους σας, δίχως να ξέρετε,
προχωρώντας και φέγγοντας, βαθύτερα, όλο
Και βαθύτερα μες τις καρδιές σας, καθώς
Τις μαύρες στοές της γης
κατεβαίνοντας
ο ανθρακωρύχος με το λυχνάρι του.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Η όψις αυτού ως αστραπή
υπέρ τη λάμψη του ηλίου,
κτυπά γαλάζιος κεραυνός
νικά μονάχα με το φως,
χωρίς να πολεμήσει.
Ελευθέριος Μάινας
Καλότυχοι οι νεκροί που της ζωής την πίκρα
λησμονούνε,
αν ξεψυχούν με του Κυρίου τ’ όνομα στα χείλη.
Αγγέλους με λευκά φτερά Εκείνος θα τούς στείλει
στην αγκαλιά Του να τους φέρουν κι ήσυχα να
κοιμηθούνε.
Μακάριοι, στον ύπνο τους σαν τα μικρά παιδιά
γελούνε.
Ελευθέριος Μάινας
Ανάψαμε τα κεριά στα κόλλυβα
κι ο ιερέας τ’ όνομά σου μνημονεύει.
Εμείς από δώ, εσύ από κεί
όριο που κανείς δεν υπερβαίνει.
Καλά το δικό μας δάκρυ,
Τα κεριά γιατί να δακρύζουν;
- Εγώ εδώ, εσείς από κεί
αλλά το γεφύρι της αγάπης
είναι αμφίδρομο και το διαβαίνω
κάθε φορά που με καλείτε,
μόνο που δεν μπορείτε να με δείτε.
Γι’ αυτό δακρύζει η φλόγα στα κεριά.
Ελευθέριος Μάινας
Άξιος όποιου η καρδιά προσφέρεται βωμός,
όταν κατέρχεται σαν ήλιος το Αγιο Πνεύμα,
κι ο Άρτος Σώμα γίνεται κι ο οίνος Αίμα,
και το δικό του σώμα διάφανο, το χέρι φως,
σαν ηλιαχτίδα τρέμει, των Αγίων λειτουργός.
Ελευθέριος Μάινας
Το χέρι Σου στο χέρι μου κρατώ και προχωρώ
στους δρόμους της ζωής –τα μάτια μου κλειστά.
Μα φράχτης ξύλινος μού βρέθηκε μπροστά.
Τα χέρια μου απλώνω κάποιο πέρασμα να βρω
και ψηλαφώ γνωστό σχήμα στο ξύλο: το Σταυρό.
Ελευθέριος Μάινας
Σ’ ανεπίγραφο σταυρό
καρφωμένος
απ’ τους πόνους
παραληρώ.
Μέσα στον ίλιγγο
βλέπω τα γράμματα
Ι.Ν.Β.Ι.
αριστερά μου ή δεξιά;
Ελευθέριος Μάινας
Ο ήλιος που δύει εισδύει
δια των θυρίδων ειρηνικά
στο παρεκκλήσι της καρδιάς
Αρχιερέας και ψάλλει σιωπηλός
στις άγιες εικόνες το φως ιλαρόν.
Ελευθέριος Μάινας
Ο ιερέας που εσταύρωσε τον Άρτο
δίχτυ άπλωσε τα λόγια στο ποτήρι
κι ετελειώθη το μυστήριο σε θαύμα,
Ιχθύς αιχμάλωτος ασπαίρει ο Θεός.
Διαμελίζει με τη λόγχη τον Ι-Χ-Θ-Υ
μερίδες άτμητες που ακαίριο τον κρατάνε
και με λαβίδα πιάνει άνθρακες πυρός
τους πεινασμένους όλους Ηλιο να χορτάσει.
Κλεισμένος στης καρδιάς το στρείδι
Μαργαρίτης
θάλασσα ερυθρά το αίμα καταυγάζει
και φθάνει ως τη διαφάνεια της σαρκός
στα πρόσωπα που λάμπουν παραδείσιο φως.
Ελευθέριος Μάινας
Βασίλισσά μας, των αγγέλων η Κυρία,
τους εφιάλτες μας η κοίμησή Σου
σε εικόνες μεταβάλλει Παραδείσου.
Τώρα κοιμόμαστε σχεδόν αγγελικά
τις νύχτες μας στη γη με όνειρα γλυκά.
Μεσίτριά μας, στην Εδέμ πραγματικά
αξίωσέ μας να τα ζήσουμε μαζί Σου.
Ελευθέριος Μάινας
Ο Πατέρας βρήκε τον καθρέφτη
για το πρόσωπο του Υιού Του
στην ομορφιά της Παρθένου.
Ανοιξε το ατλάζι τ’ ουρανού
να μας δείξει την Κεχαριτωμένη
και η χάρη Της θάμπωσε τον ήλιο.
Παρέστη Βασίλισσα εκ δεξιών Του
η θυγατέρα του Βασιλέως.
Ελευθέριος Μάινας
Μου βάσταξες τις σκαλωσιές του ήλιου – ώσπου αναλήφθηκα.
Είδα τον κόσμο από το ύψος του τελευταίου φωτός.
Είσαι συ, που με βοήθησες ν' ανακαλύψω λοιπόν
πως ο κόσμος γυρίζει έξω απ' τη νύχτα.
Πως ο άνθρωπος είναι ένα σύστημα ήλιου. Πως όλα
τα κύτταρά μου είναι λίμνες που αναδίνουνε φως.
Κι είσαι συ που με βοήθησες ν' ανακαλύψω πως τ' αστέρια είναι
πεντάγραμμα,
πως τ' αυτιά δεν ακούν, πως δε νιώθουν τα δάχτυλα
τη μωβ απόχρωση της πέτρας όταν δύει ο ήλιος.
Και πως ο ήλιος αυτός είναι ο μέγας εξουσιοδοτημένος του στερεώματος,
να 'ναι ο πανταχού παρών – σ' όλα τα βάθη του.
Να βρίσκει χιλιάδες φλεβίτσες και να διακλαδίζεται μες στο γρανίτη,
να φορεί στέφανο χρυσό στο κεφαλάκι του βρέφους
που περιμένει το πλήρωμά του στο σκοτάδι της μήτρας,
ν' αναβλύζει απ' τα βάθη των θαλασσών,
να κυκλοφορεί μες στα χρώματα των ζωγράφων
και μες στους στίχους των ποιητών
και μες στα πόδια που χορεύουν
και μες στους ήχους του «αλληλούια».
Κι η σιωπηλή παρουσία σου μ' έμαθε πως σιωπή δεν υπάρχει.
Άκουσα να θροΐζει η ψυχή σου όπως ένας πευκώνας το καλοκαίρι.
Τα δάχτυλά σου μ' αγγίξαν σαν ένα σμήνος πουλιών.
Κι όταν χαμογελάς ακούω μιαν άρπα.
Κι όταν σκέφτεσαι ακούω που σκέφτεσαι.
Κι όταν αγαπάς τα παιδιά που ευλόγησεν ο Ιησούς, πάλι, ακούω.
Κι ακούω το ρόδινο σύννεφο όταν ακουμπάει στο βουνό.
Κι ακούω το στάχυ όταν πίνει μια σταγόνα νερού.
Κι όταν τη νύχτα κοιτάζεις τον ουρανό
ακούω τ' αστέρι που πλέει μες στο βλέμμα σου.
Κι είναι αυτό που ακούω πολύ δυνατότερο
απ' αυτό που γράφω κι απ' αυτό που μπορώ να σου ειπώ.
Όλα είναι γραμμένα. Αρκεί να μπορεί να διαβάζει η καρδιά
τα ψηφία της κτίσεως. Οι στίχοι είναι αντίλαλοι.
Απόψε τελειώσανε όλες οι λέξεις μου.
Ακούω το ποτάμι ζητώντας να ξεκλέψω τα λόγια του.
Αφουγκράζομαι στο άπειρο το χαίρε των κόσμων
που παραπλέουν ο ένας τον άλλο – χαιρετιώνται κι αποχωρίζονται.
Αλλά η γλώσσα του σύμπαντος έχει μια μόνο λέξη.
Όλα λένε: «Αγάπη». Κι όταν γράφω «αγάπη» δεν έχω πια άλλο.
Αλλά εγώ σ' αγαπώ. Και γι' αυτό κομματιάζω
τη λέξη «αγάπη» σε χιλιάδες ρινίσματα
και ζυμώνω τα χρώματα, όχι σα να 'ναι να ειπώ ή να γράψω,
αλλά
σα να 'μαι ο παντοκράτορας ενός μεγάλου περβολιού
και να θέλουν τα χέρια μου να υφάνουνε κρίνα.
Είσαι εσύ, που με φύσηξες σαν ένας αγέρας απ' τα ανοιχτά του Θεού.
Το νερό σου περίσσεψε κάτω στις ρίζες μου κι έκαμε
ν' ανοίξει η ψυχή μου σαν μια φωτεινή φυλλωσιά,
κι είμ' εγώ που σου ετοίμασα στέγη.
Το Μάρτη σε στεφάνωσα με χελιδόνια.
Κι έκαμα να φυτρώσουνε κάτω στο γύρο του φουστανιού σου αγριολούλουδα,
που κυνηγιούνται σαν φώτα πολύχρωμα όταν χορεύεις
ή όταν ονειρεύεσαι πως χορεύεις και τινάζεσαι ανάλαφρα
σα να ζητάς να πιαστείς απ' το υπέρτατο φως.
Δεν ξέρω τι θα 'πρεπε να σου γράψω, τι να σου ειπώ.
Πρέπει να 'ναι μεγάλος ο κήπος που θα σε περπατήσω.
Κι ευτυχώς που είναι ο κόσμος απέραντος και τον έχουμε όλοι μαζί
και μπορεί να διαλέξει κανείς ό,τι θέλει.
Θα τυλίξω στα δάχτυλά μου τα νήματα του νερού,
θα ξεδιαλέξω το μετάξι του ήλιου απλώνοντάς τον πάνω σε άνθη
αχλαδιάς,
θα βγάλω το μπρισίμι απ' το ζέφυρο,
να σου φτιάξω ένα ένδυμα γάμου.
Απόψε σε παντρεύω με την αιωνιότητα.
Περνώ το χρυσό δαχτυλίδι της ποίησής μου στο δάχτυλό σου.
Περνώ στα μαλλιά σου ένα στέφανο λεμονιάς
που στάζει χαραυγή και δροσιά, που στάζει αγάπη.
Το 'χω κομμένο από την παιδική αστροφεγγιά της καρδιάς μου.
Ο ουρανός μοναχά το' χει αγγίξει. Σ' το πρόσφερα σήμερα.
Περπάτησα όλο το Μάη μ' ανοιγμένα τα χέρια μου.
Η ψυχή μου ξεχείλιζε και τη μάζευα
όπως ξεχειλίζει μια κούπα νερό,
όπως ξεχειλίζει το φως σ' έναν κόρφο ξεκούμπωτο.
Δίπλωσα στην παλέτα μου το ουράνιο τόξο,
ανάλυσα της δύσης το βυσσινί μέσα στη φούχτα μου,
να σε φτιάξω να ταιριάζεις με τη δημιουργία του Θεού.
Κι όχι όπως μοιάζει το ένα αστέρι με το άλλο.
Να ξεχωρίζεις στην παγκόσμια τάξη.
Και πάντοτε να χορεύεις μ' ένα φουστάνι ουρανό,
μ' έναν θύσανο ήλιου ολόγυρα στα μαλλιά σου,
με τα χέρια σου ν' ανεβαίνουν ανάλαφρα, όμοια
με δυο κρίνους που προσφέρονται στην Παναγία την άνοιξη.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Το πιθανότερο είναι πως δε θα με ρωτήσει κανείς
τί την έκαμα την ψυχή μου. Όμως, εγώ
χρωστώ μιαν απόκριση πριν κλείσω τον έμμετρο
μονόλογό μου.
Λοιπόν,
Την ψυχή μου την έκοψα με οδυνηρό ψαλίδι σε μικρά
φύλλα, μικρά χαρτιά, αστραπές μικρές
και τη μοιράζω στους περαστικούς.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Απλά πράγματα όλα. Η τάξη τους είναι
φροντισμένη απ' το χέρι σου. Μια δέσμη από χρώματα
στο βάζο του χρόνου.
Άλλωστε, τι
θαρρείς πως στο βάθος είναι η ποίηση; Είναι η γύρη
των πραγμάτων του σύμπαντος. Η γύρη σε πράξεις,
η γύρη σε οδύνη, σε φως, σε χαρά, σε αλλαγές,
σε πορεία, σε κίνηση.
Η ζωή κι η ψυχή
σ' ένα αιώνιο καθρέφτισμα μέσα στο χρόνο.
Τι νομίζεις λοιπόν· κατά βάθος η ποίηση
είναι μι' ανθρώπινη καρδιά φορτωμένη όλον τον κόσμο.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Ο ουρανός και η γης με τίμησαν με τον πόνο.
Το έμαθα αργότερα, όταν κατάλαβα
πως το καλύτερο φως γίνεται απ’ το σκοτάδι’
μετά που ξεχείλισε μέσα μου η ποίηση
κι αρχίσαν ν’ ανάβουνε κεριά από χρόνο.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Πάνε τώρα δυό μήνες. Δεν κάνω άλλο τίποτε.
Τα χέρια μου βρίσκονται σε αδιάκοπη κίνηση:
Ξεφορτώνω ουρανό στις ψυχές των ανθρώπων.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Στον Πέτρο Δήμα
Οι πρώτοι φθόγγοι που άκουσα στη ζωή μου, οι πρώτες λέξεις
δεν ήταν το νανούρισμα της μάνας μου και το κελάηδημα της σιταρήθρας.
Πάνω απ' το λίκνο μου άρθρωνε ρήματα το γαλάζιο
κι έμπαζε μέσ' απ' τ' ανοιχτό παράθυρο η σιωπή
ένα ποτάμι υπέροχα λόγια. Μιας θαυμαστής
γλώσσας το χρυσό αλφάβητο διακλαδιζόταν μέσα μου.
Περνώντας μέσ' από κοιτάσματα χρυσαφιού
στα βάθη μου εξακολουθεί το θείο αυτό ποτάμι
να ρέει, σιγά, σαν τα νερά των βυθισμένων ποταμιών,
που τρέχαν μ' ένα βούισμα μελισσιών κάτω απ' τους βράχους
του Ταϋγέτου, όταν οι ωραίες νύχτες τον νανουρίζαν
σαν ένα βρέφος κι ο λαγός όρθιος άκουγε το άπειρο!
Ό,τι καλύτερο άκουσα στον κόσμο αυτό δεν ήταν
παρά τα δάκρυα των απλών ανθρώπων κι η σιωπή.
Ακούστε το παλλόμενο πρωινό χαμόγελό μου!
Είμαι μια τόσο φλύαρη ψυχή! Ω, μη μου λέτε
πως δε μιλώ. Ούτε στιγμή δε σταματά η φωνή μου.
Σύννεφο εντός μου υψώνονται του θέρου οι σιταρήθρες
όταν σιωπώντας σας κοιτώ στα μάτια. Ένα μελτέμι
που βγαίνει μέσ' από χρυσά φλάουτα είναι η σιωπή μου.
Η κάθε λέξη της σιωπής μου ανθίζει άγραφα χρώματα
κι είναι στημένα μέσα μου άπειρα ουράνια τόξα
που βρέχουνε χρωματιστές λέξεις μες στη σιωπή μου.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Έπεσε ξάφνω η πόρτα μου
και φάνη ο μέγας κόσμος·
μέσα στο λίκνο της χαράς,
έχασα τη φωνή μου.
Τρέκλιζα ενώ χορεύανε
γύρω μου οι μαργαρίτες
και για να πάω στην εκκλησιά
κρατιόμουν απ’ τα στάχυα.
Και στην ποδιά της Παναγιάς
έγειρα το κεφάλι μου
που έξω απ’ την πόρτα μάζευε
για τα μαλλιά της ρόδα.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Κύριε, που στέλνεις τη βροχή στους σπόρους και τον ήλιο στη μήτρα της μητέρας,
που αποκρίνεσαι στο βέλασμα του αρνιού
με το ουράνιο τόξο πάνω απο τη χλόη,
που απο ψηλά ευλογείς, μέρα και νύχτα,
των έναστρων αχτών την ανανέωση
το φως και την ανάπτυξη μυριάδων
διάφορων λουλουδιών -
ας μήν ακούσεις ποτέ το βέλασμά μου!...
Όμως, Κύριέ μου, τη δύση αυτή μπορείς
να μου στερήσεις μ' όποια σου δυστυχία;
Τα δάκρυα τούτα που βγαίνουν απο βάθη
πιο γαλάζια κι' απ' τις πηγές της άνοιξης,
μπορείς, Κύριε, να τα εμποδίσεις;
Κύριε...
είναι μάταιο να με κουράζεις πιότερο.
Άφησέ με, με ήσυχη αναπνοή,
κάτω από το κλήμα των άστρων σου
να κλάψω...
Δεν μπορώ, Κύριε μου, να μισήσω.
Αγάπησέ με
Νικηφόρος Βρεττάκος
Νιώθω απόψε το στήθος μου σα να πήρε ένα δάσος
φωτιά και να κάηκαν τα εικοσιτέσσερα γράμματα.
Και πώς να σου γράψω.
Πέφτουν ανταύγειες
ρόδινες στα έλατα. Κ’ η δύση είναι όμορφη.
Αν πλάθονταν σαν κερί τα βουνά,
Μεταθέτοντας τότε τις γραμμές τους, λυγώντας τες,
θα μπορούσα να σούγραφα
λέξεις
μεγάλες
απάνω στη γη.
Ενώ τώρα σου κάνω
κόκκινα σήματα
με απέραντο φως: «Σ’ αγαπώ».
Νικηφόρος Βρεττάκος
Με ανακαλύπτεις και σε ανακαλύπτω.
Δυό κόσμοι ατελεύτητοι: Ουρανοί που διαδέχονται
ο ένας τον άλλο. Τοπία που κρύβουν πίσω τους
άλλα τοπία. Ήλιοι κι’ αστέρια σε σχήματα
ποταμιών, που διαγράφοντας λάμπουσες
μεγάλες
στροφές
κατεβαίνουν
στα βάθη μας –
Ας μας άφηνε ο Θεός
δέκα αιώνες φωτός αντιμέτωπους!
Δεν τελειώνει ο άνθρωπος
όπως κι ο κόσμος.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Δε με κατάλαβες όλη τη νύχτα
ήμουνα πλάϊ σου, προσπαθούσα να κλείσω
τα παράθυρα, πάλευα – όλη τη νύχτα.
Ο αγέρας επέμενε.
Άπλωσα τότε
τις παλάμες μου πάνω σου σαν
δυό φύλλα ουρανού, και σε σκέπασα.
‘Έπειτα βγήκα στον εξώστη και κοίταζα
δίχως χέρια τον κόσμο.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Δεν ξέρω, μα δεν έμεινε καθόλου σκοτάδι.
Ο ήλιος χύθηκε μέσα μου από χίλιες πληγές.
Και τούτη τη λευκότητα που σε περιβάλλω
δε θα την βρεις ούτε στις Άλπεις, γιατί αυτός ο αγέρας
στριφογυρνά ως εκεί ψηλά και το χιόνι λερώνεται.
Και στο λευκό τριαντάφυλλο βρίσκεις μια ιδέα σκόνης.
Το τέλειο θαύμα θα το βρεις μοναχά μες στον άνθρωπο:
λευκές εκτάσεις που ακτινοβολούν αληθινά
στο σύμπαν και υπερέχουν.
Το πιο καθαρό
πράγμα λοιπόν της δημιουργίας δεν είναι το λυκόφως,
ούτε ο ουρανός που καθρεφτίζεται μες στο ποτάμι, ούτε
ο ήλιος πάνω στης μηλιάς τα άνθη.
Είναι η αγάπη.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα να σου στείλω λίγο ψωμί,
μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ότι έμεινε απ' τον ήλιο
να σου το στείλω να ντυθείς. Έμαθα πως κρυώνεις.
Την πράσινή σου φορεσιά να την φορέσεις την Λαμπρή!
Θα τρέξουν μ' άνθη τα παιδιά. Θα βγουν τα περιστέρια,
κ' η μάνα σου με μια ποδιά, πλατιά, γεμάτη αγάπη!
Πάρε όποιο δρόμο, όποια κορφή, ρώτα όποιο δένδρο θέλεις.
Μ' ακούς; Οι δρόμοι όλης της γης
βγαίνουνε στην καρδιά μου!
Μην ξεχαστείς κοιτάζοντας το φως. Τ' ακούς; Ναρθείς!
Νικηφόρος Βρεττάκος
... Καλοκαίρι, μην πίστεψες πως δε συλλογιέμαι!
Η σκέψη μου είναι αγάπη κι η αγάπη μου σκέψη.
Μυστηριακή θεία δύναμη που αναθρώσκει
απ' τα βάθη μου, αντανακλά και στολίζει
με την εξαίσιά της λάμψη το μηδέν και τη νύχτα.
Μη ρωτήστε πού πέφτουν τα ποτάμια της γης
τι στηρίζουν οι κορφές των βουνών
τι κρύβει από πάνω μας η μεγάλη φωτιά.
Δε ρωτώ γι' άλλο τίποτα.
Τραγουδώ σαν πουλί στ' ακρινότερο δέντρο του κόσμου:
Αγαπώ, άρα υπάρχω.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Φίλη μου,
μόνος κατάμονος
χωρίς καταφύγιο
κοιτάζω με σπασμένα μάτια
τον απέραντο ουρανό.
Ζητώ άσυλο
στις λίμνες των ματιών σου
ζητώ στέγη στους κάμπους της ψυχής σου
μα το πρόσωπό σου, που μπαίνοντας μέσα μου
αραιώνει τη νύχτα της υπάρξεώς μου,
μόλις μου στέλνει μιαν αναλαμπή
από το σπίτι των αγγέλων.
Βουνά που ταξιδεύουν στους ορίζοντες
οι αιώνιες συννεφιές,
φαντάσματα που χορεύουν πατώντας
στα λεπίδια των κεραυνών,
τόξα τεντωμένα που παραφυλούν
μη βγω και δω τον ήλιο.
Σαν τον ωκεανό
που ταραγμένος περιστρέφεται
μελανιασμένος απ' τη δίνη της καρδιάς του
γυρεύω ν' αναρριχηθώ
πατώντας στα γαλάζια δάχτυλα,
να σπάσω των νεφών το τείχος
και ν' αλαλάξω εμπρός στον ήλιο.
Μα πέφτω με σπασμένο στήθος.
Φεύγει ο καπνός
από τα συγκρουσμένα σπλάχνα μου
κι η σελήνη της μορφής σου
ρίχνει λάδι στις πληγές μου.
Ακόμη
απ' το διάστημα
μου απλώνουν το χέρι τους
η θωπεία των θαλασσών
κι η ευλογία των άστρων.
Μα η σκοτεινή οροσειρά του Ταϋγέτου
άκαμπτη και ζωντανή
σαν παραταγμένος θάνατος
φρουρεί μες στα σύννεφα
το σιωπηλό μου ερημητήριο
αναφέροντας στους ουρανούς
όταν δύει ο ήλιος
την κατάσταση του εκπτώτου.
Όρη μεγαλοπρεπή
που οι λευκές κορυφές σας
κοιτάζουν μέσ' απ' τα γαλάζια πρίσματα
το μεγαλείο της δημιουργίας,
Ωκεανέ,
που αρχίζεις απ' τον ουρανό
και συνεχίζεσαι στ' άπειρο της ψυχής μου
στολίζοντας τη δυστυχία μου
με τα μαργαριτάρια των αφρών σου,
ρόδα των δύσεων
που σβήνατε
στα ποτήρια των αγγέλων
και στην ψυχή μου,
όλα όσα χορέψαμε μαζί
στο λευκό γάμο
της ενώσεώς μου με το σύμπαν
γιατί δεν γυρίζετε
στην πρωτινή κατοικία σας
γιατί εγκαταλείψατε
την παιδική μου ψυχή;
Είμαι η τύψη του αγγέλου
που αδίκησε ο Θεός...
Νικηφόρος Βρεττάκος
Ο γιος της σκοτώθηκε πριν έξι μήνες
Τώρα κάθε πρωί που ανοίγει την πόρτα της,
είναι ένα πένθος. Νομίζεις πως βλέπεις,
έξω από χρόνο και χώρο: το πένθος.
Το βράδυ, το ίδιο:
Σπρώχνει την πόρτα
σα να σωριάζεται. Μπαίνει τρεκλίζοντας
ανάβει το φως. Η μαύρη της μπόλια
είναι λυμένη. Οι άκρες της κρέμονται
ως κάτου στο πάτωμα. Στον τοίχο, αντίκρυ της
η εικόνα ταράζεται. Η Παναγία τη βλέπει,
τρέμουν τα χέρια της, θα της φύγει θαρρείς,
θα της πέσει το βρέφος της.
Τα χείλη της σφίγγονται, η κόκκινη
μαντίλα της παίζει. Θέλει να την
βοηθήσει, αλλά – το σπίτι είναι έρημο.
Δεν έχει σε ποιον ν’ αφήσει σ’ αυτόν
τον κόσμο για μια στιγμή το παιδί της.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Είμαι κι εγώ
μια μικρή λεπτομέρεια
μέσα στην τραγική
ιστορία του σύμπαντος.
Τα κύτταρά μου διεχώρισα
σε άπειρα πολλοστημόρια
για να τ' αγαπήσω όλα
όσα κινούνται στη γη,
όσα στων θαλασσών τα βάθη αναπαύονται
κι όσα στ' αχανή μού διαφεύγουν.
Μα δε βρέθηκε τίποτε
μέσα στ' άπειρα πλάσματα
μιαν αχτίδα τού ήλιου
να μου βάλει στο μέτωπο.
Χάνομαι τόσο νωρίς
στη γλαυκή απεραντοσύνη
γιατί δε μ' αγάπησε τίποτε.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Καὶ τὶς ἀχτίδες σου, ἥλιε, θὰ στὶς ἐπιστρέψω.
Στοῦ σύμπαντος τὸν ὀργασμό θὰ ζεσταθῶ,
θἄχω ἐξοφλήσει πιὰ στὴ γῆ κάθε μισθό –
καὶ τὶς ἀχτίδες σου θὰ σοῦ τὶς ἐπιστρέψω.
Τίποτα λογαριάζω πώς δὲν σοῦ χρωστῶ.
Μέσα στὸν τάφο μου τὸ σῶμα θ’ ἀντιστρέψω –
καὶ τὶς ἀχτίδες σου θὰ σοῦ τὶς ἐπιστρέψω,
στὴ σκληρὴ πλάκα μου διαθλῶντας σου τὸ φῶς.
Νικηφόρος Βρεττάκος