ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ-
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 7.20-9 βράδυ
Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται
στον Άγιο Σώστη
και
ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.
Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα
«Ίδε υγιής γέγονας· μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρόν σοί τι γένηται» (Ιω. 5, 14)
«ΠΡΟΣΕΞΕ, έχεις γίνει καλά· από δω και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτα χειρότερο».
Αυτή τη συμβουλή έδωσε ο Κύριος στον παράλυτο που θεράπευσε, όπως ακούσαμε σήμερα στο Ευαγγέλιο.
Αγαπητοί αδελφοί! Η συμβουλή του Κυρίου έχει και για μας πολύ μεγάλη σημασία. Κι αυτό, γιατί μας πληροφορεί ότι για τις ασθένειες και τα άλλα δεινά της επίγειας ζωής μας ευθύνονται οι αμαρτίες μας.
Και όταν ο Θεός μας απαλλάξει από μιαν ασθένεια ή άλλη δυστυχία, τότε, αν αρχίσουμε πάλι να ζούμε αμαρτωλά, θα μας βρουν νέα δεινά, χειρότερα από τα πρώτα, που ήταν παιδαγωγικές και σωφρονιστικές θείες τιμωρίες.
Η αμαρτία είναι η αιτία όλων των θλίψεων του ανθρώπου στον χρόνο και στην αιωνιότητα. Οι θλίψεις αποτελούν τη φυσική συνέπεια της αμαρτίας, όπως οι πόνοι αποτελούν τη φυσική συνέπεια των σωματικών ασθενειών, τη χαρακτηριστική τους ενέργεια. Η αμαρτία με την πλατιά της έννοια, δηλαδή η πτώση της ανθρωπότητας και ο αιώνιος θάνατός της, περιλαμβάνει όλους τους ανθρώπους χωρίς καμιάν εξαίρεση.
Κάποιες αμαρτίες αποτελούν θλιβερή κληρονομιά ολόκληρων κοινοτήτων ανθρώπων. Κάθε άνθρωπος, τέλος, έχει τα προσωπικά του πάθη και, συνακόλουθα, τα προσωπικά του αμαρτήματα, αμαρτήματα που ανήκουν αποκλειστικά στον ίδιο.
Η αμαρτία σ’ όλες αυτές τις μορφές της είναι η αιτία και η αρχή των θλίψεων και των δεινών της ανθρωπότητας γενικά, των επιμέρους ανθρωπίνων κοινωνιών και κάθε ανθρώπου ξεχωριστά.
Η δηλητηριασμένη από την αμαρτία φύση μας απέκτησε την ιδιότητα να αμαρτάνει, απέκτησε τη ροπή προς την αμαρτία, υποτάχθηκε στην τυραννική εξουσία της αμαρτίας, παράγει μέσα της την αμαρτία και δεν μπορεί ν’ απαλλάξει καμιά μορφή της δραστηριότητάς της από την παρουσία της αμαρτίας.
Ο μη ανακαινισμένος άνθρωπος δεν μπορεί να μην αμαρτάνει, ακόμα κι αν θέλει να μην αμαρτάνει (βλ. Ρωμ. 7, 14-25).
Τρεις τιμωρίες έχει ορίσει η θεία δικαιοκρισία για τις αμαρτίες όλης της ανθρωπότητας. Οι δύο έχουν επιβληθεί ήδη· απομένει η επιβολή της τρίτης.
Η πρώτη τιμωρία ήταν ο αιώνιος θάνατος, που επιβλήθηκε στη ρίζα της ανθρωπότητας, τους προπάτορες, για την παράβαση της εντολής του Θεού στον παράδεισο (βλ. Γεν. 2, 16-17· 3, 1-19).
Η δεύτερη ήταν ο παγκόσμιος κατακλυσμός (βλ. Γεν. 7, 10-24), που επιβλήθηκε επειδή οι άνθρωποι άφησαν τη σάρκα να κυριαρχήσει στο πνεύμα τους (βλ. Γεν. 6, 3), διαπράττοντας όλο και περισσότερες αμαρτίες (βλ. Γεν. 6, 5) και εξομοιώνοντας έτσι τον εαυτό τους με τα άλογα ζώα (Πρβλ. Ψαλμ. 48, 13, 21).
Η τελευταία τιμωρία θα είναι η διάλυση και το τέλος του ορατού κόσμου για την αποστασία των ανθρώπων από τον Σωτήρα Χριστό, για την παράδοσή τους στα πονηρά πνεύματα και τη διαρκή κοινωνία τους μ’ αυτά.
Όχι σπάνια κάποια συγκεκριμένη αμαρτία κυριεύει ολόκληρες κοινότητες ανθρώπων, επισύροντας τη θεία τιμωρία. Έτσι, οι Σοδομίτες κάηκαν με φωτιά που έπεσε από τον ουρανό για την άνομη ικανοποίηση της σάρκας τους (βλ. Γεν. 19, 12-25).
Οι Ισραηλίτες κατατροπώθηκαν αρκετές φορές από αλλόφυλους εχθρούς για την αποστασία τους από τον αληθινό Θεό και τη μεταστροφή τους στην ειδωλολατρία (Βλ. Κριτ. 2,11-15· 3, 1-8· 6, 1-6· 10, 6-9).
Και στη μεγαλόπρεπη Ιερουσαλήμ, την οικοδομημένη με διαλεχτές πέτρες, δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα, καθώς οι Ρωμαίοι την κατέσκαψαν, σφάζοντας ή αιχμαλωτίζοντας όλους τους κατοίκους της, με επιταγή του Θεού, για την απόρριψη και τη θανάτωση του Σωτήρα.
Είναι μεταδοτική ασθένεια η αμαρτία. Δεν είναι εύκολο ν’ αντισταθεί ένας άνθρωπος σε κάποιαν αμαρτία, όταν έχει παρασυρθεί σ’ αυτήν μια ολόκληρη κοινωνία.
Παράδειγμα προσωπικής τιμωρίας από τον Θεό για προσωπικό αμάρτημα αποτελεί η πολύχρονη ασθένεια του παραλύτου που θεράπευσε ο Κύριος (βλ. Ιω. 5, 1-15).
Αφού είπαμε μόνο όσα είναι αναγκαία να γνωρίζουμε και όσα ήταν δυνατό ν’ αναφέρουμε εδώ για την αμαρτωλότητα όλου του ανθρωπίνου γένους και των επιμέρους ανθρωπίνων κοινωνιών, θα εξετάσουμε πιο αναλυτικά την προσωπική αμαρτωλότητα του κάθε ανθρώπου.
Αυτή η εξέταση είναι απολύτως απαραίτητη και εξαιρετικά ωφέλιμη για μας, καθώς μπορεί να έχει σωτήρια επίδραση στη διαγωγή μας, μεταβάλλοντάς την από άνομη σε θεάρεστη.
Ο θείος νόμος θα μας φωτίσει, διδάσκοντάς μας ότι ο Κύριος δεν είναι μόνο ελεήμων αλλά και δικαιοκρίτης, γι’ αυτό στην αμαρτωλή ζωή θα επιβάλει την ανάλογη τιμωρία.
Γνωρίζοντάς το, λοιπόν, θα καταβάλουμε κάθε προσπάθεια για ν’ απαλλαγούμε από τα προσωπικά μας πάθη και ν’ αντισταθούμε στις επιλήψιμες συνήθειες της κοινωνίας, ώστε, συνακόλουθα, να λυτρωθούμε τόσο από τις πρόσκαιρες όσο και από τις αιώνιες τιμωρίες του Θεού.
Οι άγιοι πατέρες επισημαίνουν (βλ. Αββά Δωροθέου, Διδασκαλία Α’, 1-3) ότι μέχρι τη λύτρωση του ανθρωπίνου γένους από τον Θεάνθρωπο όλοι οι άνθρωποι βρίσκονταν κάτω από την κυριαρχία της αμαρτίας και έκαναν, θέλοντας και μη, το θέλημά της.
Μετά τη λύτρωση, όσοι πίστεψαν στον Χριστό και αναγεννήθηκαν με το άγιο Βάπτισμα, δεν εξουσιάζονται πια τυραννικά από την αμαρτία, αλλά έχουν την ελευθερία είτε ν’ αντισταθούν σ’ αυτήν είτε ν’ ακολουθήσουν εκούσια τις υποβολές της.
Αν κάνουν το δεύτερο, χάνουν πάλι την ελευθερία τους και μπαίνουν κάτω από τον ζυγό της αμαρτίας (βλ. Ματθ. 12, 43-45). Αν, με τη χειραγωγία του λόγου του Θεού, κάνουν το πρώτο, με τον καιρό θα νικήσουν πλήρως την αμαρτωλότητά τους. Και νικώντας την αμαρτωλότητά τους, νικούν συγχρόνως και τον αιώνιο θάνατο.
Όποιος νικά τη δική του αμαρτωλότητα, τα προσωπικά του πάθη, μπορεί εύκολα ν’ αντισταθεί και στις επιλήψιμες συνήθειες, στα κοινά πάθη, στις γενικευμένες πλάνες της κοινωνίας.
Αυτό το βλέπουμε στους άγιους μάρτυρες: Έχοντας νικήσει την αμαρτία στον εαυτό τους, αντιστέκονταν αποτελεσματικά στην ειδωλολατρική πλάνη του λαού, ομολογούσαν τον Ιησού Χριστό και επισφράγιζαν την ομολογία τους με το αίμα τους.
Απεναντίας, όποιος παρασύρεται και τυφλώνεται από την προσωπική του αμαρτωλότητα, δεν είναι δυνατό να μην παρασυρθεί από την εμπάθεια ή την πλάνη του κοινωνικού περίγυρου· δεν τη βλέπει καθαρά, δεν την αντιλαμβάνεται πλήρως και, προπάντων, δεν μπορεί να της εναντιωθεί με αυταπάρνηση, επειδή της ανήκει με την καρδιά.
Η ουσία του πνευματικού μας αγώνα έγκειται στη διάλυση της φιλίας μας με την αμαρτία, στον πόλεμο εναντίον της αμαρτίας, στην κατανίκηση της αμαρτίας μέσα στον νου και την καρδιά μας, κατανίκηση με ευεργετικά αποτελέσματα και για το σώμα.
«Ο αληθινός θάνατος», λέει ο όσιος Μακάριος ο Μέγας, «είναι κρυμμένος μέσα στην καρδιά. Από τον θάνατο αυτό ο άνθρωπος νεκρώνεται εσωτερικά (αν και εξωτερικά φαίνεται ότι ζει).
Όποιος, όμως, “έχει περάσει από τον θάνατο στη ζωή” (Ιω. 5, 24) μυστικά (μέσα στην καρδιά του), αυτός πραγματικά ζει αιώνια και δεν πεθαίνει ποτέ. Μολονότι τα σώματα τέτοιων ανθρώπων λιώνουν πρόσκαιρα, θα αναστηθούν ένδοξα (Πρβλ. Α’ Κορ. 15, 43), γιατί έχουν αγιαστεί. Γι’ αυτό και τον θάνατο των αγίων τον ονομάζουμε κοίμηση» (“Περί φυλακής καρδίας”, 2).
Όλοι οι άγιοι, χωρίς καμιάν εξαίρεση, μολονότι από την παρούσα πρόσκαιρη ζωή είχαν νικήσει τον αιώνιο θάνατο και είχαν αποκαλύψει την αιώνια ζωή μέσα τους, πέρασαν πολλές βαριές θλίψεις και δοκιμασίες (Βλ. Εβρ. 12, 4-11) Γιατί, άραγε;
Φυσική και δίκαιη είναι η επιβολή θείων τιμωριών στους αμαρτωλούς. Γιατί, όμως, το ραβδί του Θεού πέφτει πολλές φορές βαρύ πάνω στους εκλεκτούς Του; Την απάντηση μας τη δίνουν η Αγία Γραφή και οι θεοφόροι πατέρες:
Είναι αλήθεια ότι στους ανθρώπους που έχουν ορθή πίστη και θεάρεστη διαγωγή, η αμαρτωλότητα έχει νικηθεί. Είναι αλήθεια ότι το Άγιο Πνεύμα έχει ενοικήσει στους ανθρώπους αυτούς και έχει νεκρώσει μέσα τους τον αιώνιο θάνατο.
Ωστόσο, δεν τους έχει επιβληθεί ισόβια παραμονή τους στο καλό και αδυναμία διαπράξεως του κακού, δεν τους έχει αφαιρεθεί η ελευθερία επιλογής είτε του καλού είτε του κακού (Βλ. Οσίου Μακαρίου του Μεγάλου, Περί ελευθερίας νοός λόγος 3).
Η αμετάπτωτη παραμονή στο καλό είναι χαρακτηριστικό του μελλοντικού κόσμου. Η επίγεια ζωή μέχρι την τελευταία της στιγμή είναι πεδίο αγώνων εκούσιων και ακούσιων.
«Με σκληρές ασκήσεις ταλαιπωρώ το σώμα μου και το υποδουλώνω, από φόβο μήπως, ενώ θα έχω κηρύξει στους άλλους, εγώ ο ίδιος κριθώ ακατάλληλος», λέει ο μέγας Παύλος (Α’ Κορ. 9, 27).
Και το λέει για ένα σώμα στολισμένο και αγιασμένο από τη θεία χάρη, ένα σώμα που δεν το έβλαπταν τα δηλητήρια των φιδιών (Βλ. Πράξ. 28, 3-6), ένα σώμα που και τα ρούχα του επιτελούσαν θεραπείες (Βλ. Πράξ. 19, 12).
Ακόμα κι ένα τέτοιο σώμα, λοιπόν, χρειαζόταν διαρκή και σκληρή άσκηση, ώστε να διατηρείται η νέκρωσή του ως προς την αμαρτία, ώστε να μην αναζωογονηθούν από τη ραθυμία και τη λήθη τα νεκρωμένα του πάθη, ώστε να μην αναστηθεί μέσα του ο αιώνιος θάνατος.
Όσο ο χριστιανός —ακόμα κι αν είναι εκλεκτό σκεύος του Αγίου Πνεύματος— βρίσκεται σ’ αυτόν τον κόσμο, ο αιώνιος θάνατος μπορεί ν’ αναστηθεί μέσα του και η αμαρτωλότητα μπορεί να κυριέψει πάλι την ψυχή και το σώμα του.
Ο προσωπικός αγώνας του δεν επαρκεί για την αποτροπή της πτώσεως στην αμαρτία, που φωλιάζει στην ίδια του τη φύση και επιδιώκει διαρκώς να ξανακυριαρχήσει πάνω του. Του χρειάζεται και η βοήθεια του Θεού.
Ο Θεός, λοιπόν, θα τον βοηθήσει με τη χάρη Του αλλά και με κάποια πατρική δοκιμασία. Το είδος και η ένταση της δοκιμασίας ποικίλλουν κατά περίπτωση.
Στον μεγάλο Παύλο δόθηκε, όπως μαρτυρεί ο ίδιος, «ένα αγκάθι στο σώμα του, ένας υπηρέτης του σατανά, για να τον ταλαιπωρεί, ώστε να μην υπερηφανεύεται» (Πρβλ. Β’ Κορ. 12, 7) για τα υψηλά πνευματικά του μέτρα, για τις μεγάλες οπτασίες και αποκαλύψεις που του χάρισε ο Κύριος (βλ. Β’ Κορ. 12, 1), για το πλήθος των πνευματικών του χαρισμάτων, για τα εξαίσια θαύματα που επιτελούσε.
Τόσο έχει αλλοιωθεί η φύση μας από το δηλητήριο της αμαρτίας, ώστε ακόμα και η αφθονία της θείας χάριτος μπορεί να γίνει αιτία υπερηφάνειας και απώλειάς μας.
Έτσι, ούτε τιμή ούτε δόξα ούτε αναντίρρητη υπακοή περίμεναν τον Παύλο, όταν κήρυσσε τον Χριστό στην οικουμένη, αποδεικνύοντας την αλήθεια του κηρύγματός του με θαύματα.
Ο σατανάς του ετοίμαζε παντού εναντιώσεις, εξευτελισμούς, διωγμούς, συμφορές, θάνατο. Κατανοώντας ότι όλα αυτά γίνονταν με παραχώρηση του Θεού, ο απόστολος αναφωνεί: «Γι’ αυτό χαίρομαι για τα παθήματά μου, για τις βρισιές, τις θλίψεις, τους διωγμούς και τις στενοχώριες που πέρασα για χάρη του Χριστού» (Β’ Κορ. 12, 10).
Ο Παύλος έβλεπε την ανάγκη της εξασθενίσεως του σώματος για την καταστολή των σαρκικών παθών και ο Οφθαλμός της θείας πρόνοιας έβλεπε την ανάγκη των θλίψεων για την προφύλαξη της ψυχής του Παύλου από την υπερηφάνεια.
Ακόμα και η πιο καθαρή ανθρώπινη ψυχή έχει μέσα της κάποιαν, ελάχιστη έστω, τάση προς την υπερηφάνεια (Πρβλ. Οσίου Μακαρίου του Μεγάλου, Περί ελευθερίας νοός λόγος 4).
Να γιατί οι δούλοι του Θεού υποβάλλουν τον εαυτό τους σε εκούσιες στερήσεις και κόπους. Να γιατί, επίσης, υποβάλλονται σε ακούσιες θλίψεις και δοκιμασίες με παραχώρηση της θείας πρόνοιας, η οποία με τον τρόπο αυτό προφυλάσσει την άσκησή τους από τον μολυσμό της αμαρτίας.
Ο δρόμος της επίγειας ζωής ήταν για όλους τους αγίους γεμάτος αγκάθια και τριβόλια, γεμάτος δυσκολίες και κινδύνους. «Άλλοι», λέει ο απόστολος, «βασανίστηκαν ως τον θάνατο… Άλλοι δοκίμασαν εξευτελισμούς και μαστιγώσεις, ακόμα και δεσμά και φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν δοκιμασίες, θανατώθηκαν με μαχαίρι, περιπλανήθηκαν ντυμένοι με προβιές και κατσικίσια δέρματα, έζησαν με στερήσεις, υπέφεραν καταπιέσεις, θλίψεις και κακουχίες —ο κόσμος δεν ήταν άξιος να έχει τέτοιους ανθρώπους—, πλανήθηκαν σε ερημιές και σε βουνά, σε σπηλιές και σε τρύπες της γης» (Εβρ. 11, 35-38).
Ο όσιος Συμεών ο Μεταφραστής σημειώνει στον βίο του αγίου Ευσταθίου: «Δεν είναι ευάρεστο στον Θεό να τιμώνται και να δοξάζονται πρόσκαιρα και ανώφελα σ’ αυτόν τον κόσμο της πλάνης και της ματαιότητας οι δούλοι Του, για τους οποίους Εκείνος έχει ετοιμάσει στους ουρανούς ασφαλή τιμή και αιώνια δόξα» (βλ. Συναξάρι αγίου μάρτυρος Ευσταθίου, 20 Σεπτεμβρίου).
Γιατί; Επειδή, όπως λέει ο αββάς Ισαάκ, με πολύ μεγάλη δυσκολία βρίσκεται άνθρωπος που μπορεί να σηκώσει την τιμή, ίσως μάλιστα δεν βρίσκεται καθόλου, ούτε ακόμα κι αν γίνει κανείς ισάγγελος (Πρβλ. Αββά Ισαάκ του Σύρου, Λόγοι Ασκητικοί Α’, 1).
Μετά την προπατορική πτώση οι ψυχές μας έγιναν ασταθείς και ευμετάβλητες. Όταν μεταβάλλονται τα πράγματα, οι περιστάσεις και η κατάστασή μας, το πνεύμα μας μεταβάλλει ανάλογα τη διάθεσή του, η οποία επηρεάζεται και διαμορφώνεται από τις εξωτερικές συνθήκες (Πρβλ. Αββά Ισαάκ του Σύρου, Λόγοι Ασκητικοί Α’, 8).
«Κολλήθηκε στο χώμα η ψυχή μου» (Ψαλμ. 118, 25), λέει στον Θεό ο προφήτης, εκπροσωπώντας κάθε πεσμένο άνθρωπο. Από το χώμα θα με σηκώσει και θα με οδηγήσει στη σωτηρία «το δεξί Σου χέρι» (Ψαλμ. 17, 36), το πανάγιο θέλημά Σου και η θεία πρόνοιά Σου, διαλύοντας με τις θλίψεις την πρόσκαιρη ευτυχία μου και συνάμα παρηγορώντας με πνευματικά με τη χάρη Σου, που κάνει την καρδιά μου να τείνει προς τα ουράνια. Χωρίς αυτή τη βοήθειά Σου, εξαιτίας της ροπής μου προς το κακό, την οποία δεν μπορώ να χαλιναγωγήσω με τις δικές μου μόνο δυνάμεις, θα προσηλωνόμουν ολόψυχα στα υλικά, τα μάταια και ολέθρια, και θα απατούσα τον εαυτό μου, έχοντας λησμονήσει την αιωνιότητα. Έτσι, θα έχανα οριστικά και τα αιώνια αγαθά.
Με υποταγή στον Θεό, με ευχαριστία προς τον Θεό, με δοξολόγηση του Θεού δέχονταν οι αληθινοί υπηρέτες Του τις θλίψεις που τους έβρισκαν με παραχώρηση της θείας πρόνοιας. Γνώριζαν, όπως ο απόστολος Παύλος, πως αυτές ήταν ωφέλιμες και αναγκαίες, δικαιολογημένες και ευεργετικές.
Έτσι, ταύτιζαν το θέλημά τους με το θείο θέλημα, γι’ αυτό όχι μόνο δεν δυσανασχετούσαν, αλλά και χαίρονταν με τα παιδαγωγικά χτυπήματα του Κυρίου. Τέτοια ήταν η διάθεση της καρδιάς, τέτοιος ήταν ο τρόπος σκέψεως των αγίων μπροστά στις συμφορές.
Πνευματική παρηγοριά και χαρά, ανακαίνιση της ψυχής με αισθήματα της μελλοντικής αιωνιότητας -αυτοί ήταν οι καρποί της ταπεινοφροσύνης τους.
Τι να πούμε εμείς, οι αμαρτωλοί, για τις θλίψεις μας; Και πρώτα-πρώτα, ποια είναι η αιτία τους; Πρωταρχική αιτία των βασάνων των ανθρώπων είναι, όπως είδαμε, η αμαρτία.
Πολύ καλά θα κάνει, λοιπόν, κάθε αμαρτωλός, αν, κάθε φορά που τον βρίσκει μια θλίψη, αναλογίζεται τις αμαρτίες του, ομολογεί τις αμαρτίες του, αποδοκιμάζει τις αμαρτίες του, κατηγορεί τον εαυτό του για τις αμαρτίες του και αναγνωρίζει τη θλίψη σαν δίκαιη τιμωρία του Θεού για τις αμαρτίες του.
Αλλά υπάρχει άλλη μία αιτία των θλίψεων: Είναι η ευσπλαχνία του Θεού προς τον αδύναμο άνθρωπο. Παραχωρώντας θλίψεις για τους αμαρτωλούς, ο Θεός τους ταρακουνά, προκειμένου να συνέλθουν, να εναντιωθούν στα πάθη τους, να θυμηθούν την αιωνιότητα, να στραφούν σ’ Εκείνον.
Οι θλίψεις αποδεικνύουν ότι ο Θεός δεν έχει ακόμη λησμονήσει τους αμαρτωλούς αυτούς, ότι δεν τους έχει ακόμη αποστραφεί, ότι διακρίνει ακόμη στις ψυχές τους κάποια δυνατότητα μετάνοιας, διορθώσεως και σωτηρίας.
Αμαρτωλοί που τιμωρείστε από τον Θεό, παραδεχθείτε το! «Όποιον αγαπά ο Κύριος, τον διαπαιδαγωγεί, και μαστιγώνει καθέναν που παραδέχεται για παιδί Του» (Εβρ. 12, 6). Αυτό εξαγγέλλει η Αγία Γραφή, νουθετώντας μας, παρηγορώντας μας, ενισχύοντάς μας.
«Αρπάξτε και κρατήστε σφιχτά τη (φρόνηση που σας χαρίζει η) διαπαιδαγώγησή σας (με τις θλίψεις) από τον Κύριο, μην τυχόν (για την αμέλειά σας) οργιστεί κάποτε ο Κύριος, και καταστραφείτε για την παρέκκλισή σας από τον ίσιο δρόμο» (Ψαλμ. 2, 12).
Δεχθείτε την τιμωρία, αναγνωρίζοντας- πως την αξίζετε. Δεχθείτε την τιμωρία, δοξολογώντας τον δικαιοκρίτη αλλά και εύσπλαχνο μέσα στη δικαιοκρισία Του Θεό. Δεχθείτε την τιμωρία, εξετάζοντας χωρίς αυτοδικαίωση τη μέχρι τώρα διαγωγή σας.
Δεχθείτε την τιμωρία με δάκρυα μετάνοιας, με Εξομολόγηση των αμαρτιών σας, με διόρθωση του βίου σας. Για την εξωτερική διόρθωση δεν χρειάζεται συνήθως πολύς χρόνος και μεγάλος κόπος, όπως, απεναντίας, για την εσωτερική διόρθωση —τη διόρθωση του τρόπου σκέψεως, τη διόρθωση των αισθημάτων, τη διόρθωση της προαιρέσεως.
Έχετε ξεφύγει από τον δρόμο της αρετής με τα αμαρτήματά σας; Μην τον χάσετε τελειωτικά με τον γογγυσμό, με την ενοχοποίηση άλλων, με τη δικαιολόγηση του εαυτού σας απέναντι στη συνείδηση που σας ελέγχει, με την απελπισία, με τη βλασφημία του Θεού.
Το δοσμένο από τον Θεό μέσο βοήθειας για την επάνοδό σας στον δρόμο της ευσέβειας, δηλαδή τη θλίψη, την οποία δοκίμασε ακόμα και ο αναμάρτητος Σωτήρας μας, μην το μετατρέψετε σε μέσο καταστροφής σας.
Διαφορετικά, δίκαια θα οργιστεί ο Κύριος μ’ εσάς και θα σας εγκαταλείψει. Δεν θα ασχολείται μαζί σας, σαν να είστε ξένοι προς Αυτόν. Δεν θα σας στέλνει παιδαγωγικές θλίψεις, σαν να είστε νόθα και όχι γνήσια παιδιά Του (πρβλ. Εβρ. 12, 8).
Θα σας αφήσει να σπαταλήσετε την επίγεια ζωή σας σύμφωνα με τις αμαρτωλές επιθυμίες της εμπαθούς καρδιάς σας, και θα προστάξει τον θάνατο να σας θερίσει ξαφνικά σαν ζιζάνια, που έγιναν αυτοπροαίρετα τροφή της φωτιάς της γέεννας (πρβλ. Ματθ. 13, 40-42).
Όσοι υπομένουν, όπως πρέπει, ως το τέλος τις δοκιμασίες, στις οποίες τους υποβάλλει παιδαγωγικά ο Θεός, αποκτούν παρρησία σ’ Αυτόν, γίνονται παιδιά Του, όπως μαρτυρεί ο απόστολος: «Αν δείχνετε υπομονή κατά τη διαπαιδαγώγησή σας, ο Θεός σας μεταχειρίζεται σαν παιδιά Του» (Εβρ. 12, 7).
Γεμίζει με πνευματικά αγαθά ο Κύριος τον άνθρωπο που υπομένει μια δοκιμασία με ταπεινό πνεύμα και κατανυκτική προσευχή. Και όταν εκπληρωθεί ο πνευματικός σκοπός της δοκιμασίας, της δίνει τέλος.
Αυτό έκανε ο Κύριος και στην περίπτωση του παραλύτου, ο οποίος τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια κειτόταν, ανάμεσα σε πλήθος άλλων αρρώστων, σε μια στοά της δεξαμενής Βηθεσδά, ελπίζοντας να θεραπευθεί.
«Γιατί, από καιρό σε καιρό, ένας άγγελος κατέβαινε στη δεξαμενή και ανατάραζε τα νερά· όποιος, λοιπόν, έμπαινε πρώτος (στη δεξαμενή) μετά την αναταραχή του νερού, αυτός γινόταν καλά όποια κι αν ήταν η αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε» (Ιω. 5, 4).
Πόσο μαρτυρική ήταν η ζωή εκείνου του παραλύτου από την αρρώστια και τη φτώχεια! Μην έχοντας άλλο μέσο θεραπείας, περίμενε μόνο ένα θαύμα.
Η παράλυσή του, πάντως, ήταν προφανώς τιμωρία για κάποιες αμαρτίες, όπως δείχνει η συμβουλή που του έδωσε ο Κύριος, όταν τον θεράπευσε: «Βλέπεις, έχεις γίνει καλά· από δω και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτα χειρότερο».
Την ίδια συμβουλή έδωσε αργότερα και στην αμαρτωλή γυναίκα, που τη συγχώρησε. «Πήγαινε» της είπε, μολονότι, σύμφωνα με τον νόμο, έπρεπε να θανατωθεί με λιθοβολισμό, «πήγαινε, κι από δω και πέρα μην αμαρτάνεις πια» (Ιω. 8, 11).
Η θεραπεία τόσο της ψυχής όσο και του σώματος δίνεται από τον εύσπλαχνο Κύριο μ’ έναν όρο, μόνο μ’ έναν όρο: την αποδέσμευση από την αμαρτία, και μάλιστα από τη θανάσιμη αμαρτία.
Η αμαρτία της γυναίκας ήταν θανάσιμη. Φαίνεται ότι και του παραλύτου η αμαρτία τέτοια ήταν. Αυτές ακριβώς οι αμαρτίες είναι που αιχμαλωτίζουν την ψυχή και την οδηγούν στην αιώνια κόλαση.
Όποιος, λοιπόν, έχει βυθιστεί στον βούρκο των θανάσιμων αμαρτιών, προκειμένου να βγει από κει, χρειάζεται ιδιαίτερη θεία βοήθεια. Και η βοήθεια αυτή παρέχεται από τον Θεό με κάποια δοκιμασία, η οποία εξωτερικά φαίνεται ως σωφρονιστική τιμωρία, αλλά μυστικά αποτελεί κλήση σε μετάνοια.
Σε μετάνοια καλείται ο άνθρωπος είτε με κάποιαν αρρώστια, όπως έγινε στην περίπτωση του παραλύτου, είτε με διωγμό από ανθρώπους, όπως έγινε στην περίπτωση του Δαβίδ (Βλ. Α’ Βασ. 19, 1 κ. ε.), είτε με οποιονδήποτε άλλον τρόπο.
Όποια κι αν είναι η θεία τιμωρία, πρέπει να τη δεχθούμε με ταπείνωση και αμέσως να επιδιώξουμε την εκπλήρωση του σκοπού για τον οποίο την έστειλε ο Θεός: Να σταματήσουμε τη διάπραξη της αμαρτίας, που αποτελεί την αιτία της τιμωρίας μας, και να φροντίσουμε για τη θεραπεία της ψυχής μας με το φάρμακο της μετάνοιας.
Η αμαρτία μας υποδεικνύεται αξιόπιστα από την ίδια τη συνείδησή μας. Η άφεσή της και η λύτρωση από τη συνέπειά της, τη θλίψη, μας παρέχονται από τον Θεό με τον μοναδικό όρο που αναφέραμε πιο πάνω: την οριστική εγκατάλειψή της. Και η εγκατάλειψη της αμαρτίας γίνεται πιο εύκολη, όταν έχουμε αντιληφθεί και διαπιστώσει πόσο ολέθρια είναι για μας και πόσο βδελυκτή στον Θεό.
Η επανάληψη μιας αμαρτίας για την οποία, αφού τιμωρηθήκαμε σωφρονιστικά από τον Κύριο, μετανοήσαμε και συγχωρηθήκαμε, συνεπάγεται ακόμα μεγαλύτερα δεινά, και μάλιστα δεινά αιώνια μετά τον σωματικό θάνατο.
Τριάντα οκτώ χρόνια ταλαιπωρήθηκε ο παράλυτος για την αμαρτία του. Αυστηρή, πολύ αυστηρή τιμωρία! Αλλά ο Κύριος προαναγγέλλει ακόμα πιο αυστηρή τιμωρία για την επιστροφή στην αμαρτία.
Ποια τιμωρία μπορεί να είναι πιο αυστηρή από μια τριανταοκτάχρονη παράλυση με όλες τις επακόλουθες στερήσεις;
Καμιά άλλη παρά μόνο τα αιώνια βάσανα του άδη, που περιμένουν όλους τους αμετανόητους και αδιόρθωτους αμαρτωλούς.
Αμήν.
("Ασκητικές ομιλίες Α’" Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, επισκόπου Καυκάσου και Μαύρης Θάλασσας, Εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής)
Αγώνας αρχαρίου
Το 1933 που προσήλθε ο Γέροντας, βρήκε τον γερο-Εφραίμ υπερήλικα, πάνω από τα 80, τον παπα-Νικηφόρο και τον π. Προκόπιο μεσήλικες. Τους είχε γνωρίσει ήδη στη Θήβα, είχε συνδεθεί μαζί τους και γι’ αυτό ήρθε κοντά τους.
Ο γερο-Εφραίμ ήταν καλός αλλά σκληροτράχηλος μοναχός. Η υποταγή του νεαρού, μορφωμένου και μαθημένου στην αγάπη της οικογένειας Ευάγγελου παρουσίασε εξαρχής τις δυσκολίες της. Θυμόταν ο Γέροντας ότι τον ανέπαυε, όταν εξομολογούνταν τους λογισμούς του, αλλά στα καθημερινά ήταν απαιτητικός, αυστηρός και δηκτικός πέραν του δέοντος.
− Δεν ξέρεις να ζυμώνεις; Δεν ξέρεις να ζυμώνεις; ρωτούσε απαιτητικά ο παππούς.
−Βρε, αυτός θα με γηροκομήσει εμένα; γκρίνιαζε αποδοκιμαστικά.
−Και τι μου ήρθες να κάνεις εδώ; συνέχιζε πληγώνοντας ακόμη περισσότερο τον εγωισμό του νέου.
−Ευλόγησον, ψιθύριζε ταπεινά ο Ευάγγελος. Θα προσπαθήσω να μάθω.
−Τι να τα κάνω τα γράμματα εγώ; παρατηρούσε άλλοτε με συννεφιασμένο βλέμμα, θίγοντας μια πολύ ευαίσθητη χορδή της καρδιάς του υποτακτικού.
«Έκανα υπομονή», έλεγε αργότερα ο Γέροντας, «αλλά κάποτε με πολέμησε ο λογισμός να του τα κοπανήσω: Τέλειωσα γυμνάσιο εγώ, δεν είμαι κούτσουρο απελέκητο σαν εσένα. Όμως συγκρατήθηκα, δεν μίλησα».
Άλλοτε βέβαια ο παππούς έπαιρνε το αντίθετο ύφος: «Βρε, αυτός με τα γράμματα που ξέρει, άμα μπει στη βιβλιοθήκη, αλλοίμονό μας». Και καμάρωνε για τη μόρφωση του παιδιού του.
------------------
Θυμόταν ο Γέροντας μέχρι τέλους μια γκάφα του ως αρχάριου και γελούσε. Ο γερο-Εφραίμ όμως τον είχε κάνει σκουπίδι τότε: «Τι "φέρ. τα παρ." μου λες» φώναζε αγριεμένος, «τι "φέρ. τα παρ."; Άνοιξε τα μάτια σου να δεις τι γράφει το βιβλίο!»
Ήταν παραμονή των Αγίων Τεσσαράκοντα και ο παππούς ζητούσε από τον αρχάριο να δει το βιβλίο της εκκλησίας και να του πει τι πρέπει να ψάλλουν. Πράγματι, το πρώτο τροπάριο ήταν το «Φέροντες τα παρόντα γενναίως», αλλά η τυπική διάταξη είχε τη συντομογραφία «Φέρ. τα παρ.» Ακόμη αγριεύει ο γερο -Εφραίμ και ακόμη γελάει ο παπα-Εφραίμ διηγούμενος παραστατικότατα το επεισόδιο.
--------------
Του δίδαξε ότι μετά την προσκύνηση των εικόνων στην εκκλησία, πρέπει, όπως όλοι οι μοναχοί να κάνει τρεις υποκλίσεις προς το εκκλησίασμα. Στην πρώτη Θ. Λειτουργία ο Ευάγγελος βλέποντας τον προηγούμενό του αρχάριο να κάνει βαθιές μετάνοιες τον μιμήθηκε. Έτσι, δικαίως απέσπασε την ελεγκτική παρατήρηση του γερο-Εφραίμ: «Ώστε προτίμησες να μιμηθείς τον ξένο αρχάριο και όχι να ακούσεις τον γέροντά σου;»
Έτσι μαθαίνοντας, υπομένοντας, υπακούοντας, αγωνιζόμενος με εξωτερικές και εσωτερικές δυσκολίες άρχισε τη μοναχική του ζωή. Εξάλλου όλοι οι αρχάριοι έχουν τον αγώνα τους.
------------------
Κάποτε επιθύμησε να δει την τόσο γλυκιά μητέρα του. Η καρδιά του του έλεγε: «Να δω τη μητέρα μου και ας πεθάνω!» Ανέβηκε στην εκκλησία, στάθηκε απέναντι στην Παναγία του τέμπλου, την «Κυρία των Αγγέλων», και είπε: «Παναγία μου, από τότε που ήρθα στο Άγιον Όρος, εσένα έχω μητέρα μου!» Αμέσως κόπηκε απ’ την καρδιά του ο λογισμός που τον ενοχλούσε.
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Συνέβη στην Ιερά Μονή Σταυροβουνίου της Κύπρου, την οποία, ως γνωστόν, ίδρυσε η Αγία Ελένη κατά την επιστροφή της από τους Αγίους Τόπους, όταν λόγω θαλασσοταραχής εστάθμευσε στην Κύπρο το 329 μ.Χ.. Την προίκισε δε με τεμάχιο του Ζωοποιού Σταυρού του Κυρίου, τον Οποίον ανεύρε ερευνώντας στην περιοχή του Γολγοθά.
Πριν μερικές δεκαετίες, συγκεκριμένα παραμονή της Αγίας Βαρβάρας του 1956, ο Γέροντας της Μονής, ενώ βρισκόταν σ’ ένα Μετόχι στους πρόποδες του βουνού, έστειλε έναν υποτακτικό του ιερέα για να λειτουργήσει επάνω στην Μονή, ενώ πλέον είχε βραδιάσει. Εκτός από αυτό, προμηνυόταν θύελλα. Ο καιρός είχε αγριέψει. Όταν πήρε την εντολή ο υποτακτικός, στην αρχή εξέφρασε την ανησυχία του:
- Πώς θα ανέβω το βουνό, Γέροντα; Έρχεται πολλή βροχή και σε λίγο θα βραδυάσει!
- Πήγαινε, ευλογημένε και μη φοβάσαι! Κάνε υπακοή και ο Θεός θα βοηθήσει.
Χωρίς άλλο λόγο, ο χαριτωμένος αυτός ιερομόναχος έκανε τον σταυρό του, πήρε την ευχή του Γέροντά του και ξεκίνησε.
Πέφτοντας όμως το σκοτάδι, έχασε τον δρόμο. Από την άλλη ο καιρός φαινόταν απειλητικώτερος. Από στιγμή σε στιγμή θα ξεσπούσε η καταιγίδα. Τι να κάνει μόνος κι έρημος μες στην νύχτα;
Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και φώναξε:
- Τίμιέ μου Σταυρέ, δι’ ευχών του Γέροντά μου, βοήθει μοι!
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την επίκληση του Τιμίου Σταυρού και εμφανίστηκε μπροστά του ολοφώτεινος, με Θείο υπερουράνιο φως, ο Τίμιος Σταυρός, φωτίζοντάς του να βρη τον δρόμο! Μα και τον συνόδεψε προπορευόμενος, μέχρι που έφθασε στην πύλη της Μονής. Μόλις μπήκε στο Μοναστήρι, ξέσπασε μια φοβερή καταιγίδα, λες κι άνοιξαν οι καταρράκτες του ουρανού!
Άλλο ένα θαυμαστό γεγονός, που φανερώνει την δύναμη και την προστασία που παρέχει ο Σταυρός του Κυρίου μας σ’ εκείνους που υπακούουν στο άγιο θέλημα του Σταυρωθέντος Σωτήρος και πιστεύουν στην ακατάλυτη δύναμή του!
("Εκφράσεις του Πνευματικού Κόσμου", έκδοσις Ιεράς Γυναικείας Μοναστικής Αδελφότητος Παναγίας Βαρνάκοβας, σσ. 23-24, Ευπάλιο Δωρίδος Φωκίδος 2009)
Μη νομίζεις ότι τις προσευχές, τη Θεία Μετάληψη
και τους άλλους πνευματικούς σου αγώνες,
τα χρησιμοποιείς για να πετάξεις το σταυρό απο πάνω σου,
αλλά για να τον σηκώνεις με περισσότερη δύναμη
και για μεγαλύτερη δόξα του Χριστού.
Αγ. Νικόδημος Αγιορείτης
Κατουνάκια Αγίου Όρους τη 21 Νοεμβρίου 1980
Πολυσεβαστή μου- πολυαγαπημένη μου
χρυσή μου- γλυκειά μου Μαννούλα,
Μάννα μου γλυκειά,
Με πολύν σεβασμόν και με μεγάλην αγάπην γονατίζω νοερώς μπροστά σου, και φιλώ τα δυο σου χεράκια, φιλώ τα δυο σου ματάκια που ολο κλαιν, φιλώ και την Μητρικήν σου καρδία, που όλο πάσχει, που όλο πονάει, για να πάρω την ευχούλα σου.
Πήρα το γράμμα σου, από τους Αμπελοκήπους και αφού το διάβασα, πολύ πόνεσα. Ήτο γραμμένο με πολλά δάκρυα- με πολλά αίματα, και είπα:
Αυτή η ψυχή, ποτέ δεν χάρηκε σ’ αυτόν τον κόσμο. Μόνον λύπες- μόνον στεναχωρίες- μόνον πίκρες αισθάνθηκε και τίποτε άλλο.
Πώς να μπορούσα να την κάνω να χαρή ολίγον; Να αναπνεύση ολίγον; Να ξεκουρασθή ολίγον; Πώς να την βοηθήσω; Και καταλήγω και πάλιν στο ίδιο συμπέρασμα.
Να προσεύχομαι δι’ αυτήν την ψυχή όσο μπορώ, και όπως μπορώ, και το κάνω πρόθυμα, και το κάνω ολόθερμα, ολόψυχα.
Μόνη σου σ’ αυτόν τον κόσμον, χωρίς κανέναν σύντροφον, χωρίς κανέναν βοηθόν.
Και δεν είναι μόνον αυτά, αλλά και να βάλλεσαι από παντού, με διάφορα βέλη· βέλη φαρμακερά - βέλη απογνώσεως.
Τα κρίματα του Θεού άβυσσος.
Αλλά και ποιος χάρηκε σ’ αυτήν την ζωήν;
Όλοι μας - αυτή είναι η αλήθεια- δοκιμάσαμε τα ίδια αισθήματα, τις ίδιες καταστάσεις.
Δυστυχώς αυτά έχει αυτή η ζωή η επίγειος.
Αλλά και όλα τα υπομένουμε, με μίαν ελπίδα, με μίαν υπομονήν, βασιζόμενοι στο ρητό του Χριστού: «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς» (Λουκ. 21,19).
«Μακάριοι οι κλαίοντες νυν, ότι γελάσετε» (Λουκ. 6,21).
Ας αφήσουμε, γλυκειά μου Μαννούλα, τον Θεόν Αυτός να μας κυβερνήση όπως Αυτός θέλει.
Ετοίμασα ολίγο αντίδωρο και σου το στέλνω με τον Νίκο.
Και τελειώνω εδώ, ίνα προλάβω, γιατί φεύγει το παιδί, και θέλω να του δώσω αυτό μου το γράμμα: Καλή Σαρακοστή.
Και πάλιν σου φιλώ τα ματωμένα σου ματάκια,
το αμαρτωλό παιδί,
Εφραίμ
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Το πιο βαθύ θεμέλιο της ελπίδας και της χαράς που πλημμυρίζουν την Ορθόδοξη λατρεία και που χαρακτηρίζουν την Ορθοδοξία είναι η ανάσταση του Χριστού μας.
Η εορτή του Πάσχα, που αποτελεί το κέντρο της ορθόδοξης λατρείας, είναι μια έκρηξη χαράς, όμοια μ’ εκείνη που ένοιωσαν οι μαθητές όταν είδαν τον αναστημένο Κύριο. Είναι η έκρηξη της χαράς του κόσμου μπροστά στον θρίαμβο της ζωής, μετά την δυσβάστακτη θλίψη του θανάτου, που και ο ίδιος ο Κύριος της ζωής δοκίμασε για να γίνει άνθρωπος. «Ουρανοί μεν επαξίως ευφραινέσθωσαν, γη δε αγαλλιάσθω· εορταζέτω γουν πάσα κτίσις την έγερσιν Χριστού… Χριστός γαρ εγήγερται, ευφροσύνη αιώνιος».
Όλα είναι γεμάτα από την βεβαιότητα της ζωής, αφού προηγουμένως όλα είχαν βαδίσει αμείλικτα προς τον θάνατο. Ο Ρώσος θεολόγος Alexandre Schmemann λέει ότι η χαρά της Ανάστασης είναι στην πραγματικότητα η αληθινή χαρμόσυνη αγγελία. Είναι το Ευαγγέλιο που έφερε ο χριστιανισμός και το κηρύττει στον κόσμο. Αν ο χριστιανισμός δεν έδινε πια αυτή την μοναδική χαρά στον κόσμο, θα έπαυε να υπάρχει ο λόγος της ύπαρξής του.
Αυτή την χαρά της Ανάστασης αναγγέλλει η Εκκλησία κάθε Κυριακή, αφού κάθε Κυριακή είναι αφιερωμένη στην Ανάσταση. Στην πραγματικότητα ολόκληρη η λατρεία συγκλονίζεται από την χαρά της Ανάστασης, γιατί την διαπερνά η εσχατολογική τάση της ελπίδας στην Ανάσταση. «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια», ανακράζει η Εκκλησία την νύχτα της Ανάστασης.
Όταν ο κόσμος υποδουλωμένος στον θάνατο είχε χάσει το νόημά του και αγνοώντας το σχέδιο του ουρανού βάδιζε προς το χείλος της καταστροφής, προς το άλογο, τότε αναπήδησε από το μνημείο η ζωή. Η ζωή αυτή γέμισε τον κόσμο ολόκληρο και τον χρόνο με νόημα. Μας αποκάλυψε και πάλι την ευδοκία των ουρανών για τον κόσμο, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα στους ίδιους τους αγγέλους το νόημα της δημιουργίας.
Ο χρόνος μεταμορφώνεται τώρα, από ένα χρόνο προσανατολισμένο στον θάνατο, από ένα χρόνο που κυλιέται μέσα στο σκοτάδι του ανοήτου, σ’ ένα χρόνο προσανατολισμένο στην Ανάσταση, σε μια φωτεινή εξέλιξη, μια ατέλειωτη γιορτή. Κάθε περίοδος του χρόνου, όλες οι ημέρες του έτους έγιναν γιορτές, δίνοντάς μας την βεβαιότητα ότι μας οδηγούν προς την Ανάσταση, όπως οδήγησαν στην δοξασμένη ζωή και τους αγίους που γιορτάζουμε μ’ αυτές. Για να το πούμε καλλίτερα, όλες οι ημέρες έγιναν παραμονή της αιώνιας Κυριακής, όπως οι ημέρες της Εβδομάδας έγιναν παραμονές της Κυριακής. Γιατί μας καλούν ακόμη σε μια προσπάθεια παρόμοια μ’ εκείνη των αγίων στην επίγεια ζωή τους, για να καταλήξουμε στην μακάρια ανάπαυση.
Η Ορθοδοξία υπογραμμίζει με ιδιαίτερη επιμονή την πίστη στον θρίαμβο της ζωής. Ο αγώνας μεταξύ θανάτου και ζωής, τόσο καιρό αμφίβολος, τερματίστηκε τώρα με τον οριστικό θρίαμβο της ζωής. Δεν φοβόμαστε πια τον θάνατο. Ο θάνατος δεν μας λυπεί πια, γιατί είναι το πέρασμα στην αληθινή ζωή, της οποίας έχουμε κιόλας την πρόγευση.
Η ανάμειξη του λογικού και του άλογου, αποτυπωμένη σ’ όλα τα δημιουργήματα με το γεγονός ότι, από την μια πλευρά υπήρχαν και από την άλλη ήταν υποταγμένα στον θάνατο, έδωκε τώρα την θέση της σε μια κατάσταση μοναδική, γεμάτη νόημα. Η ζωή θριάμβευσε πέρα για πέρα και οριστικά πάνω στην ανυπαρξία και την θλίψη. Με την Ανάσταση ολόκληρη η δημιουργία βρήκε τον προορισμό της στην αιώνια ζωή, αφού ανακτήθηκε από τον δημιουργό της. Αντίθετα στον δυτικό χριστιανισμό, είναι τόσο ισχυρή η αίσθηση του τρόμου από την πτώση του ανθρώπου και από το μέγεθος της θυσίας, που έπρεπε να υποστεί γι’ αυτήν, ώστε να μη μπορεί κανείς να νοιώσει εύκολα την χαρά και το φως που έφερε στην ζωή μας η Ανάσταση του Χριστού.
(Πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Στανιλοάε, “Η Ορθοδοξία”, εκδ. Τήνος, Αθήνα 1995, σσ. 37-40)
Μόνον στην ανάσταση του Χριστού λαμβάνουν την πλήρη εξήγησή τους
όλα τα θαύματα του Χριστού, όλες οι αλήθειές Του, όλα τα λόγιά Του,
όλα τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης…
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Ώρα έντεκα το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου! Το Άγιον Πάσχα της Ορθοδοξίας! Οι πιστοί συγκεντρώνονται ήσυχα στους σκοτεινούς ναούς, ενώ ο αναγνώστης διαβάζει από το βιβλίο των Πράξεων. Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα ο ιερεύς βάζει «Ευλογητός» για να αρχίσει η σύντομη Ακολουθία του Μεσονυκτικού…
Μέσα στο σκοτάδι, ο ιερεύς εμφανίζεται και πάλι, κρατώντας αναμμένη τη λαμπάδα του. Το φως της περνά από χέρι σε χέρι, μέχρις ότου όλη η εκκλησία, όπως ο κόσμος κατά τη στιγμή της δημιουργίας του, πλημμυρίζει από νέο φως…Καθώς το πλήθος συγκεντρώνεται έξω από τις κλειστές πόρτες της εκκλησίας, ο ιερεύς διαβάζει τη διήγηση της εκ νεκρών Αναστάσεως του Χριστού από το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο.
Κέντρο της περικοπής ο κενός Τάφος και η αναγγελία του αγγέλου στις γυναίκες «ουκ έστιν ώδε αλλ’ ηγέρθη». Για την εμπειρία των γυναικών αυτών, που πρώτες στάθηκαν μάρτυρες της αναστάσεως, αυτά τα λόγια αποτελούν την επιτομή του χαρμόσυνου μηνύματος. Για περίπου τρία χρόνια συνόδευαν τον Ιησού και τη μικρή ομάδα των μαθητών Του. Τον καλωσόρισαν στα σπίτια τους, έστρωσαν το τραπέζι γι Αυτόν και με ποικίλους τρόπους Τον διακόνησαν μαζί με εκείνους που Τον ακολουθούσαν. Όταν τελικά συνελήφθει, στάθηκαν από απόσταση, μάρτυρες της κακοποίησης που υπέστη· ζάρωσαν με την άρνηση του Πέτρου και θρήνησαν για την αδικία που έγινε σε βάρος Εκείνου που ήξεραν δίκαιο και άγιο: του Υιού της Μαρίας αλλά και Υιού του Θεού.
Όταν η καταδίκη εγκρίθηκε, οι γυναίκες συνέχισαν να τον παρακολουθούν: μαστιγώθηκε κτηνώδως, δέθηκε και οδηγήθηκε έξω από την πόλη για να σταυρωθεί. Είχαν δεί και άλλους να βασανίζονται και να φονεύονται με τον ίδιο τρόπο – ήταν η χαρακτηριστική Ρωμαϊκή εκτέλεση, και τα βασανιστήρια που επεφύλασσε για τους πολιτικούς κρατουμένους, τους δολοφόνους και όσους καταδικάζονταν ως προδότες και επικίνδυνοι δημαγωγοί. Είχαν ακούσει τα ουρλιαχτά και είχαν – τρομοκρατημένες και άναυδες – παρακολουθήσει τους σταυρωμένους κατάδικους να σπαρταρούν πάνω στους αυτοσχέδιους σταυρούς τους, προσπαθώντας απεγνωσμένα να αναπνεύσουν, καθώς το κουράγιο τους έσβηνε. Και αυτές, όπως και τόσοι παρατρεχάμενοι τον καιρό της ρωμαϊκής κατοχής, είχαν δει τι σημαίνει να πεθαίνει κανείς με τον αργό και μαρτυρικό σταυρικό θάνατο: ένα θάνατο που ερχόταν από ασφυξία, καθώς το θύμα έχανε το κουράγιο να κρατήσει το σώμα του στητό. Τελικά, το κεφάλι έπεφτε μπροστά, κόβοντας τη δίοδο του αέρα και επισπεύδοντας την τελευταία αναπνοή. Η σταύρωση ήταν μία απίστευτα απάνθρωπη μέθοδος εκτέλεσης. Οι γυναίκες αυτές το ήξεραν από την πείρα τους, καθώς τόσοι πολλοί κατάδικοι είχαν εκτελεστεί έξω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ. Τώρα ήταν η σειρά του Ιησού να υποστεί το ίδιο μαρτύριο και να υπομείνει την ίδια άφατη οδύνη.
Καθώς ο Ιησούς κρεμόταν στο σταυρό, προσπαθώντας απεγνωσμένα να σηκώσει το κεφάλι για να μπορέσει ο αέρας να εισχωρήσει στα πονεμένα πνευμόνια του, οι γυναίκες παρακολουθούσαν και περίμεναν. Οι μαθητές Του, εκτός από τον νεώτερο είχαν διασκορπιστεί, φοβούμενοι ότι θα έχουν και αυτοί την τύχη Του. Οι γυναίκες παρά ταύτα παρέμειναν πιστές. Όλο το απόγευμα επαγρυπνούν, θρηνώντας απελπισμένες για τη σκληρότητα και ασπλαχνία που αναγκάσθηκε να υποστεί ο Αθώος. Όταν πλέον το τέλος έρχεται, αυτές μαζί με άλλους θα αφαιρέσουν τα καρφιά από τη βασανισμένη σάρκα Του και θα κατεβάσουν το νεκρό Του σώμα απο το σταυρό. Ο από Αριμαθαίας Ιωσήφ, ίσως και ο Ιωάννης, μετέφεραν το άψυχο σώμα του Ιησού σε ένα καινούριο τάφο, λαξευμένο στην πέτρα. Επειδή το Σάββατο πλησίαζε, ήταν αναγκασμένες να αφήσουν το σώμα χωρίς να αποτελειώσουν το τελετουργικό της ταφής. Ένας μεγάλος λίθος κυλίστηκε για να κλείσει το άνοιγμα του τάφου και οι άνδρες γύρισαν στα σπίτια τους. Οι γυναίκες, όμως, είδαν που ακριβώς τοποθετήθηκε και, παρότι υποχρεωμένες να επιστρέψουν κι αυτές στα σπίτια τους, συνέχισαν να αγρυπνούν.
«Λίαν πρωί» την επομένη του Σαββάτου, η Μαρία η Μαγδαληνή και άλλες γυναίκες επέστρεψαν στον τάφο, φέρνοντας μαζί τους αρώματα για να ετοιμάσουν το σώμα σύμφωνα με την ιουδαϊκή πρακτική. Μετέφεραν μύρα, τέλεια εκπλήρωση της προφητικής χειρονομίας των Μάγων κατά τη γέννηση του Ιησού. Έκπληκτες που ο λίθος είχε ήδη αποκυλισθεί, μπήκαν στον τάφο, μόνο και μόνο για να βρούν τα άδεια οθόνια και τον «νεανίσκο», την αγγελική μαρτυρία.
«Ηγέρθη» ανήγγειλε ο νεανίσκος, «ουκ έστιν ώδε».
Κάνουν οι άγγελοι λάθος; Αν υπάρχει μία αλήθεια που στέκεται πάνω από κάθε άλλη στο μήνυμα του Ευαγγελίου, είναι αυτή: στο σκοτάδι εκείνου του τάφου και κάθε τάφου, είναι παρών ο Ζωοδότης Χριστός. «Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον Εσταυρωμένον. Ουκ έστιν ώδε…». Εσταυρωμένος και Αναστημένος· Αναστημένος αλλά και πάντα Εσταυρωμένος, φέρει στο σώμα Του την καταδίκη και τον θάνατο όλων εκείνων που, σαν τις γυναίκες, παραμένουν πιστοί σ’ Αυτόν και αναζητούν το Πρόσωπό Του, τη διαρκή παρουσία Του.
Ως Αναστάς, το ομολογούμε κι εμείς μαζί με τον άγγελο: «Ουκ έστιν ώδε»!
Ως Εσταυρωμένος, όμως, είναι και παραμένει στο σκοτάδι του τάφου, στην άβυσσο του Άδη, απλώνοντας τα χέρια για να κρατήσει, να αγκαλιάσει και να υψώσει μαζί Του ζώντες και νεκρούς. Παρ’ ότι αναστημένος, ο Ιησούς δεν παύει να είναι παρών και σ’ εκείνο τον τάφο. Και θα παραμένει εκεί, όσο βρισκόμαστε κι εμείς εκεί μέσα.
( π. Ιωάννης Μπρέκ, Στα χέρια του Θεού, Εκδ. Εν πλω, 2009 σ. 145-150)
Κυριακή των Βαΐων σήμερα και η Εκκλησία μας εορτάζει τη θριαμβευτική είσοδο του Ι. Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Πολύς κόσμος είχε μαζευτεί στην πόλη, όχι μόνο για να δουν τον Χριστό, αλλά και το φίλο του Λάζαρο, που τον είχε αναστήσει πριν από λίγες ημέρες. Κρατώντας στα χέρια κλαδιά από φοίνικες, ρίχνοντας κάτω τα ρούχα τους Τον επευφημούσαν κατά την είσοδό Του, καθισμένο πάνω σε πουλάρι και προπορευόμενο των μαθητών του, με τα λόγια: “Ωσαννά τω Υιώ Δαυΐδ. Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου”! Η πόλη πράγματι σείστηκε από τον παλμό και το πλήθος των συγκεντρωμένων, μεγάλων και μικρών, ανδρών, γυναικών και παιδιών.
Αλλά το γεγονός αυτό δημιουργεί και προβλήματα και απορίες, δύο από τις οποίες θα δούμε και θα σχολιάσουμε.
1. Το πλήθος που σήμερα επευφημεί τον Κύριο και Τον δοξολογεί, το ίδιο σε λίγες ημέρες θα καταφέρεται εναντίον Του και θα κραυγάζει μανιασμένο, καθοδηγούμενο βεβαίως από τους αρχιερείς των Ιουδαίων και τους εγκαθέτους τους : “άρον, άρον, σταύρωσον Αυτόν!” Κι αυτό θα πει: δεν μπορεί κανείς να έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στις εκδηλώσεις του πλήθους. Το πλήθος εύκολα παρασύρεται, γινόμενο όχλος, όταν ευρεθούν κάποιοι επιτήδειοι λαοπλάνοι. Κι αυτό γιατί δυστυχώς γνώρισμα του πλήθους - όχλου είναι η ακρισία. Οι πολλοί, μαζεμένοι και φανατισμένοι συνήθως, δεν θέτουν σε λειτουργία το νου και το μυαλό τους. Αφήνονται στους λίγους που έχουν σκοπό την καθοδήγησή τους και που γνωρίζουν πολύ καλά να εξάπτουν τα συναισθήματα και τις πιο σκοτεινές παρορμήσεις τους. Γι’ αυτό και ο Κύριος δεν έδωσε - και δεν έδινε γενικότερα - ιδιαίτερη σημασία στις εκδηλώσεις αυτές θριάμβου του πλήθους απέναντί Του. “Ούκ επίστευεν εαυτόν αυτοίς, δια το Αυτόν γινώσκειν πάντα. Αυτός γαρ εγίνωσκε τι ην εν τη καρδία αυτών”!
2. Το πλήθος που ζητωκραύγαζε τον Χριστό, αποθέωνε κάποιον που η αληθινή εικόνα Του δεν ήταν αυτή που είχε κατά νου εκείνο. Τι θέλουμε να πούμε; Οι Ιουδαίοι των δύο κυρίως τελευταίων αιώνων προ Χριστού, επομένως και όλοι οι συγκεντρωμένοι, ακόμη και οι ίδιοι οι μαθητές του Χριστού, προσδοκούσαν έναν Μεσσία που θα ερχόταν ως θριαμβευτής, ως βασιλιάς δυνατός, κατεβαίνοντας από τους ουρανούς και φέρνοντας μαζί του δυνάμεις και πλούτη πολλά, διώχνοντας μάλιστα και τις ξενικές δυνάμεις κατοχής, εν προκειμένω τους Ρωμαίους. Τις προφητείες των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, ιδίως του Ησαΐα, περί του Μεσσία ως “του πάσχοντος δούλου του Θεού”, ως εκείνου που θα υφίστατο δεινά από τους ανθρώπους, τις είχαν ξεχάσει, μάλλον τις είχαν διαστρεβλώσει. Ένας Μεσσίας πάσχων εθεωρείτο πια ως σκάνδαλο και ως βλασφημία. Αντέβαινε προφανώς και στη λογική της παντοδυναμίας του Θεού. Έπρεπε κανείς να αλλάξει ριζικά, να μετανοήσει, να μπει στο χώρο της χάρης της κλήσεως του Χριστού, για να Τον δει όπως πράγματι είναι: ως τον Υιό του Θεού που έγινε άνθρωπος και 'έδει παθείν’ προκειμένου να σώσει την πεσμένη στην αμαρτία ανθρωπότητα. Ένας Θεός αδύναμος και πάνω στον Σταυρό δεν μπορεί να σταθεί στην λογική του όποιου ανθρώπου, ακόμη και του Ιουδαίου. Θα παραμένει πάντοτε Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, "Ελλησι δε μωρία’.
3. Τα παραπάνω σημεία που πράγματι προβληματίζουν λειτουργούν παραδειγματικά και σε μας.
Το πρώτο: Κριτήριο πάντοτε στη ζωή μας δεν πρέπει να έχουμε τη γνώμη των πολλών, όταν μάλιστα αυτοί οι πολλοί κινούνται στο επίπεδο του όχλου, διότι δυστυχώς τις περισσότερες φορές ακολουθούν 'την πλατείαν οδόν, την απάγουσαν εις την απώλειαν’. Ο Θεός και το άγιο θέλημά Του είναι το ρυθμιστικό στοιχείο της ζωής του Χριστιανού , όταν μάλιστα αυτό το θέλημά Του είναι γνωστό και από την πρώτη αποκάλυψη του Θεού, στο χώρο της Π. Διαθήκης, πολύ περισσότερο όμως μετά τον ερχομό του Ιησού Χριστού, του ενανθρωπήσαντος Θεού μας. 'Συνιέντες τι το θέλημα του Κυρίου’ μας προτρέπει ο απ. Παύλος, ακολουθώντας βεβαίως αυτό που ο ίδιος ο Κύριος έλεγε: 'γενηθήτω το θέλημά Σου’ και 'Μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν’. Στην περίπτωση αυτή ο Χριστιανός γίνεται αληθώς ακόλουθος του Χριστού, κι αυτό θα πει ότι είναι έτοιμος να συγκρουστεί με τον πεσμένο στην αμαρτία και υποταγμένο στο διάβολο κόσμο, συνεπώς θα πρέπει να είναι έτοιμος και να ανέβει μαζί με Eκείνον στον σταυρό. Έί εμέ έδίωξαν, και ύμας διώξουσι’. 'Πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται’.
Το δεύτερο: Θα πρέπει πάντοτε να προβληματιζόμαστε, αν η εικόνα του Ιησού Χριστού που έχουμε εμείς πια οι Χριστιανοί είναι πράγματι αυτή που φανέρωσε ο Ιησούς Χριστός. Και τούτο γιατί πολύ συχνά η εικόνα αυτή διαστρεβλώνεται από δικές μας απόψεις. Δεν είναι λίγες δυστυχώς οι φορές που το προσωπικό μας στοιχείο είναι αυτό που έχει την προτεραιότητα, κάτι που το βλέπουμε κάθε φορά στην τραγική ιστορία των αιρέσεων. Οι διάφοροι αιρετικοί ανά τους αιώνες αυτό ακριβώς έκαναν: έθεταν υπό τη δική της κρίση αυτό που ο λόγος του Θεού αποκάλυπτε. Κι αντί να κρίνονται από το λόγο του Θεού, έκριναν εκείνοι αυτόν. Έτσι τον διαστρέβλωναν, οπότε ο Χριστός ήταν για εκείνους περισσότερο μια ιδέα του μυαλού τους και όχι η ιστορική πραγματικότητα. Ο αρειανισμός, ο νεστοριανισμός, ο μονοφυσιτισμός, ακόμη οι εικονομάχοι είναι κλασικά δείγματα ιστορικών αποκλίσεων από την αλήθεια του προσώπου του Χριστού.
Τι είναι αυτό που διαφυλάσσει την αλήθεια του Χριστού και μας κρατάει επομένως 'ανοιχτούς’ στην πραγματικότητα της σχέσης Του; Μόνον η Εκκλησία και η παραμονή εν τη Εκκλησία. Εκείνη ως το ζωντανό σώμα του κρατάει ανόθευτη την εικόνα Του και μας Τον προσφέρει όπως φανερώθηκε. Κι αυτό σημαίνει: κάθε φορά πρέπει να επιβεβαιώνουμε τη χριστιανοσύνη μας με το βαθμό της εκκλησιαστικότητάς μας. Η ζωή στην Εκκλησία, η ένταξή μας στο ρυθμό της μέσα από τις άγιες ακολουθίες της και η μίμηση των κατεξοχήν εκκλησιαστικών ανθρώπων, των αγίων, είναι εκείνο που πρέπει ν’ αποτελεί τη διαρκή έγνοια μας. Τελικά, δεν αρκεί - δεν χρειάζεται καθόλου - να ζητωκραυγάζουμε (για) τον Χριστό, αλλά να έχουμε την αγωνία να αφουγκραζόμαστε την αλήθεια της ζωής Του. Κι αυτό παραπέμπει σ’ ένα εντελώς διαφορετικό ύφος και ήθος: παραπέμπει σε απόφαση θανάτου του εγωισμού μας, για να μετάσχουμε στο Σταυρό Του, που θα πει να αναστηθούμε και μαζί Του, ήδη από το εδώ και το τώρα.
(π. Γεώργιος Δορμπαράκης, "του Πάθους και της Ανάστασης", σσ. 161-165)
Ο Θεός μας χάρισε τη ικανότητα του λόγου, για να μπορούμε να επικοινωνούμε μεταξύ μας, γιατί αν είχαμε μόνο ψυχή και δεν είχαμε σώμα, τότε θα επικοινωνούσαμε με τις σκέψεις πολύ πιο γρήγορα. Και επειδή τις περισσότερες αμαρτίες τις κάνουμε με τη σκέψη, γι αυτό όρισε ως πιο σημαντική την καθαρότητα της σκέψης, η οποία θέλει περισσότερη προφύλαξη και φροντίδα, όπως ο γιατρός προφυλάγει περισσότερο τα αδύνατα σώματα με προληπτικές συνταγές.
Οι αμαρτίες που γίνονται με το σώμα απαιτούν χρόνο, ευκαιρία, κόπο, συνεργάτες και μπορούν να διακοπούν και να μην ολοκληρωθούν. Αντίθετα οι αμαρτίες που γίνονται με τη σκέψη, λόγω της ταχύτητας της σκέψης ολοκληρώνονται πολύ γρήγορα. Για παράδειγμα: Με τη φαντασία του κάποιος στο κρυφό εργαστήρι της καρδιάς διαπράττει μια αμαρτία, η οποία μπορεί να μείνει άγνωστη για πολύ καιρό, ίσως και για όλη του τη ζωή. Στην άλλη όμως τη ζωή όπου τα κρυπτά δημοσιεύονται και φανερώνονται, θα κριθεί γι αυτήν την αμαρτία. Επομένως στα αμαρτήματα της σκέψης όπου η αμαρτία γίνεται γρήγορα, γρήγορα πρέπει να γίνεται και η προληπτική αντιμετώπισή της.
Άγιος Βασίλειος ο Μέγας