ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Ο Άγιος Τύχων του Ζάντονσκ είχε φύση εκρηκτική. Θύμωνε συχνά με τους ανθρώπους, μετάνιωνε, και πάλι θύμωνε. Αυτή την αδυναμία του όμως την συναισθανόταν πιο έντονα απ’ ότι οποιοσδήποτε άλλος. Πολύ προσευχόταν στο Θεό, να τον διορθώσει και να τον σώσει ο Θεός από τον τόσο οργίλο χαρακτήρα του. Και πράγματι, κατά την Πρόνοια του Θεού του συνέβη κάτι που θα τιθάσευε για πάντα το θυμό του και θα τον οδηγούσε στην ταπεινοφροσύνη και τη συντριβή. Μετά από μία προσευχή στην οποία ζητούσε απ’ το Θεό μια αρρώστια που να τον θεραπεύσει απ’ το θυμό, κοιμήθηκε, και στο όνειρο του είδε τον εαυτό του μέσα σ’ ένα ναό. Βγαίνει ο ιερέας από το ιερό κρατώντας στα χέρια του ένα μικρό παιδί, σκεπασμένο με διαφανές μαντίλι. Ο Άγιος πλησίασε το παιδί, το κοίταξε, και ρώτησε τον ιερέα «ποιο είναι τ’ όνομα του παιδιού»; Ο ιερέας του απάντησε. «Βασίλειος» (που στα ελληνικά σημαίνει Βασιλιάς). Τότε ο Τύχων κατέβασε το μαντίλι απ’ το παιδί και το φίλησε στο δεξί μάγουλο. Εκείνη τη στιγμή το παιδί τον χτύπησε με το δεξί του χέρι στ’ αριστερό μάγουλο τόσο δυνατά, ώστε φώναξε απ’ τον πόνο και ξύπνησε. Αισθάνθηκε ότι τον πονά ολόκληρη η αριστερή πλευρά από την κορυφή ως τα νύχια. Ευχαρίστησε το Θεό, και από τότε ποτέ πια δε θύμωνε σε κανέναν και για τίποτα.

(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, "Εμμανουήλ", Εκδόσεις ΧΡΟΕΣ)

"Μέχρι πότε προοδεύουν; Και τι συμβαίνει στο τέλος σ΄ αυτούς και στους απογόνους τους; Αναρωτήθηκες ποτέ;

Να μη σκοντάφτουν οι σκέψεις σου όταν βλέπεις ότι κάποιος καυχιέται με τη δύναμη και ξεχνά το Δωρητή της δύναμης.

Θυμήσου πώς ο υπερήφανος και καυχόμενος Γολιάθ σκοτώθηκε από τη σφεντόνα ενός αγοριού, του Δαβίδ. Να μη συγχύζεται η καρδιά σου όταν βλέπεις πως κάποιος πλουτίζει με άδικο τρόπο.

Θα τρώει και δεν θα χορταίνει, θα αρπάζει και δεν θα του φτάνουν.

Θυμήσου τους πλούσιους πολίτες στα Σόδομα, πώς σε μία στιγμή ρίχτηκε πάνω τους φωτιά και έγιναν στάχτη μ’ όλο τους τον πλούτο.

Εσύ είσαι χριστιανός, και ο χριστιανός παρατηρεί τα γεγονότα στην άλλη γραμμή, στην ολότητα και όχι επί μέρους. Την πρόοδο του αδίκου ο χριστιανός δεν εκτιμά σαν κάποιο τετελεσμένο γεγονός αλλά περιμένει να δει τι ακολουθεί. Αυτός ξέρει πως ο άδικος δεν προοδεύει ούτε με τη δική του δύναμη ούτε με το δικό του μυαλό αλλά μόνο επειδή ο Θεός του επιτρέπει να προοδεύει, μπας και κάποια στιγμή θυμηθεί το Θεό.

Αφού είναι ανείπωτα ελεήμων ο Θεός μας, και επιτρέπει στους αδίκους εκείνο που αυτοί επιθυμούν, μπας και κάποια στιγμή σκεφθούν, ότι αυτό είναι από το Θεό και ντραπούν για την αδικία τους και διορθωθούν. Στο Θεό είναι αγαπητοί οι μετανοούντες, είναι πολύ αγαπητοί σ’ Αυτόν όσοι μετανοούν ταπεινά για τις άδικες πράξεις τους.

Ο Δημιουργός δεν θέλει πάντα να τιμωρήσει αμέσως μόλις κάποιος ξεκινήσει σε λάθος δρόμο. Εκείνος περιμένει τον πλανημένο να γυρίσει μόνος του στον σωστό δρόμο. Εκείνος βλέπει και σιωπά. Περιμένει και δεν αργεί. Είναι θαυμαστός στη σοφία, πανθαύμαστος στο έλεός Του. Γι’ αυτό ο προορατικός Ψαλμωδός ενθουσιασμένα λέει στον Κύριο: «Τα κρίματά σου ωσεί άβυσσος πολλή» (Ψαλμ. 35,7). Ποιος θα ερευνήσει όλο το βάθος της πρόνοιας του Θεού;

Οι ανόητοι θυμώνουν επειδή ο Θεός δεν διοικεί τον κόσμο κατά τη δική τους λογική, και οι λογικοί κοπιάζουν ασταμάτητα να μπουν στη λογική του Θεού. Είναι δύσκολο καμιά φορά και στο λογικότατο να κατανοήσει το γιατί σ’ έναν άνθρωπο συμβαίνει έτσι, ενώ στον άλλον αλλιώς· γιατί ο νέος που επιθυμεί τη ζωή πεθαίνει, ενώ ο γέρος που επιθυμεί τον θάνατο ζει – γιατί ο ευσεβής βασανίζεται, ενώ ο άθεος καλοπερνά.

Και οι αγιότατες ψυχές καμιά φορά βρίσκονται σε αμηχανία μπροστά στο αίνιγμα των γεγονότων. Στην Ιερά παράδοση υπάρχει γραμμένη η εξής περίπτωση: πέθανε κάποιος αμαρτωλός πλούσιος, του οποίου οι αμαρτίες ήταν γνωστές σε όλους, και ο ενταφιασμός του ήταν πανηγυρικός, με τον επίσκοπο και πολλούς Ιερείς. Λίγο μετά απ’ αυτό επιτέθηκε ύαινα σ’ έναν ασκητή στην έρημο και τον κατασπάραξε.

Κάποιος μοναχός, ο οποίος είχε δει εκείνη την πανηγυρική νεκρώσιμη πομπή του αμαρτωλού και τα ματωμένα υπολείμματα του δίκαιου, στη σύγχυση του άρχισε να κλαίει και φώναξε: «Κύριε, πώς έγινε αυτό και γιατί; Πώς εκείνος ο αμαρτωλός είχε και απαλή ζωή και απαλό θάνατο, ενώ αυτός ο δίκαιος πικρή ζωή και πικρό θάνατο;».

Σ’ αυτό του εμφανίστηκε άγγελος του Θεού και εξήγησε: «Εκείνος ο κακός πλούσιος είχε στη ζωή του μόνο μία καλή πράξη, ενώ αυτός ο ασκητής είχε στη ζωή του μόνο μία πιο βαριά αμαρτία. Με την εορταστική και τιμητική νεκρώσιμη πομπή ο Ύψιστος ήθελε στον κακό πλούσιο να ξεπληρώσει εκείνο το καλό έργο, ώστε να μην περιμένει τίποτα άλλο σ’ εκείνον τον κόσμο, ενώ με τον φρικτό θάνατο του ασκητή ήθελε να τον απαλλάξει από εκείνη τη μία αμαρτία, ώστε να του δώσει πλήρες βραβείο στους ουρανούς».

Γι’ αυτό εσύ να σκέπτεσαι περί των κρίσεων του Θεού και τοποθέτησε όλη την ελπίδα στον Δημιουργό σου. «Μη φθονείς την ευτυχία εκείνων που σκέφτονται το πονηρό και μη ζηλεύεις εκείνους που κάνουν το κακό» (Ψαλμ. 36,1).

Έτσι γράφει ο δίκαιος βασιλιάς Δαβίδ, τον οποίον για πολύ καιρό βασάνιζε εκείνο που βασανίζει και σένα, ώσπου ο Κύριος του αποκάλυψε το λόγο για να καταλάβει. Ο ίδιος λέει και αυτή την παρήγορη εμπειρία του: «Ήμουν νέος και τώρα γέρασα και δεν είδα δίκαιο να εγκαταλείπεται από το Θεό, ούτε τα παιδιά του να ζητιανεύουν ψωμί» (Ψαλμ. 36,25).

Διάβαζε συχνά το Ψαλτήρι, και θα καταλάβεις και θα παρηγορηθείς.

Ειρήνη και η ευλογία από τον Κύριο".

"Παράδεισος είναι η αγάπη του Θεού. Μέσα σ’ αυτήν υπάρχει η τρυφή όλων των μακαρισμών. Σ’ αυτόν τον παράδεισο ο μακάριος Παύλος τράφηκε με υπερφυσική τροφή. Και αφού γεύθηκε εκεί το ξύλο της ζωής, έκραξε λέγοντας: «αυτά που μάτι δεν τα είδε, ούτε αυτί τα άκουσε, κι ούτε που τα’ βαλε ο λογισμός του ανθρώπου, όσα ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούν» (1 Κορ. 2, 9). Από αυτό το ξύλο της ζωής εμποδίστηκαν ο Αδάμ με τη συμβουλή του διαβόλου.
Το ξύλο της ζωής είναι η αγάπη του Θεού, από την οποία εξέπεσε ο Αδάμ και δεν μπόρεσε πια να χαρεί, παρά δούλευε και έχυνε τον ιδρώτα του στη γη των αγκαθιών.

Όσοι στερήθηκαν την αγάπη του Θεού, δηλ. τον παράδεισο, τρώνε με την εργασία τους, μέσα στ’ αγκάθια, το ψωμί του ιδρώτα, και αν ακόμη βαδίζουν στον ίσιο δρόμο των αρετών. Είναι το ψωμί που επέτρεψε ο Θεός στον πρωτόπλαστο να φάει μετά την έκπτωσή του. Μέχρι να βρούμε λοιπόν την αγάπη, η εργασία μας είναι στη γη των αγκαθιών και μέσα σ’ αυτά σπέρνουμε και θερίζουμε, κι ας είναι ο σπόρος μας σπόρος δικαιοσύνης. Συνέχεια, λοιπόν, μας κεντάνε τα αγκάθια και, όσο και να δικαιωθούμε, ζούμε μέσα σ’ αυτά με τον ιδρώτα του προσώπου μας.

Όταν όμως μέσα στον έμπονο και δίκαιο αγώνα μας, βρούμε την αγάπη του Θεού, τρεφόμαστε με ουράνιο άρτο και δυναμώνουμε, χωρίς να εργαζόμαστε με αγωνία και χωρίς να κουραζόμαστε, όπως οι χωρίς αγάπη άνθρωποι. Ο ουράνιος άρτος είναι ο Χριστός, που ήρθε κάτω σε μας από τον ουρανό και δίνει στον κόσμο την αιώνια ζωή. Και αυτή η ζωή είναι η τροφή των αγγέλων.

Όποιος βρήκε των αγάπη, κάθε μέρα και ώρα τρώγει το Χριστό κι από αυτό γίνεται αθάνατος (Ιω. 6, 58). Διότι «ο τρώγων – λέει – από τον άρτο που εγώ θα του δώσω, ποτέ (“εις τον αιώνα”) δε θα πεθάνει». Μακάριος λοιπόν είναι εκείνος που τρώγει από τον άρτο της αγάπης, που είναι ο Ιησούς. Ότι βέβαια, αυτός που τρώγει από την αγάπη, τρώγει το Χριστό, το Θεό των πάντων, το μαρτυρεί ο απόστολος Ιωάννης, όταν λέει ότι «ο Θεός είναι αγάπη» (1 Ιω. 4, 8). Λοιπόν όποιος ζει στην αγάπη, λαμβάνει από το Θεό ως καρπό τη ζωή, και σ’ αυτό τον κόσμο οσφραίνεται από τώρα εκείνο τον αέρα της ανάστασης, στον οποίο εντρυφούν οι κοιμηθέντες δίκαιοι."

Κάθε φορά που φαντάζομαι τον πατέρα μου, τον βλέπω με τον ζυγό γύρω από το λαιμό του, ζευγμένον με το πετραχήλι. Τον βλέπω ζευγμένον, σαν ένα άλογο του Ιησού Χριστού. Ποδεμένον με τις πεταλωμένες μπότες του, να τρέχει από τη μια στην άλλη άκρη της ενορίας, τριάντα ορεινά χιλιόμετρα, που έπρεπε να διατρέξει δύο φορές τη μέρα μερικές φορές. Γι’ αυτό ήταν πάντα αποκαμωμένος. Έτοιμος να σωριαστεί απ’ την κούραση. Όπως κάθε ζευγμένο πλάσμα. Κι όμως δε σταματούσε ποτέ.

Ο πατέρας μου λοιπόν αναχωρούσε, χωρίς καμιά καθυστέρηση, μαζί με τον χριστιανό που ερχόταν να τον ζητήσει. Έβγαινε από το πρεσβυτέριο, πριν ακόμη ο άνθρωπος χτυπήσει την πόρτα. Διότι πάντα ήταν κάτι το επείγον: κάπου ένα ανθρώπινο πλάσμα περίμενε τον Θεό. Και ο πατέρας μου βιαζόταν. Ο πατέρας μου βάδιζε δίπλα στον άνθρωπο μέχρι την πόρτα. Βγαίνοντας απ’ τον περίβολο, τον ιερό χώρο, ο άνθρωπος που είχε έλθει να ζητήσει τον πατέρα μου ανέβαινε στο άλογο. Και ο πατέρας μου βάδιζε πίσω απ’ το άλογο.

Ένας ιερεύς ποτέ δεν ανεβαίνει στο άλογο. Αυτή είναι η παράδοση στα ορεινά μέρη μας. Ο πατέρας μου λοιπόν μεταφέροντας τον σάκο, μέσα στον οποίο βρίσκονταν το Σώμα και το Αίμα του Ιησού Χριστού, ο σταυρός και ο «ζυγός», οδοιπορούσε πίσω από τον άνθρωπο που πήγαινε καβάλα. Οδοιπορούσε ο φτωχός μου πατέρας, αν και ήταν τόσο εύθραυστος, τόσο αδύνατος, βάδιζε σαν ένα άλογο, πίσω από τον έφιππο άνθρωπο. Ακολουθώντας τις οπλές του αλόγου με τις πεταλωμένες μπότες του, χωρίς να μένει πίσω καθόλου.

Μερικές φορές, πολύ σπάνια, έλεγε σε μας τα παιδιά, χαμογελώντας:

–Είμαι το άλογο του Ιησού Χριστού. Ο Θεός καβαλικεύει πάνω μου, σαν σε άλογο…

Κι έλεγε την αλήθεια. Γιατί αυτό δεν ήταν ένα αστείο, όπως εμείς το παίρναμε, όταν ήμασταν μικροί. Ο πατέρας μου μετέφερε το Αίμα και το Σώμα του Θεού, όπως ένα άλογο μεταφέρει τον καβαλάρη του. Παντού. Μέρα και νύχτα. Ο Θεός καβαλίκευε πάνω στους ώμους του πατέρα μου, κάθε στιγμή και πήγαινε μέχρι τα βάθη των σκοτεινών δασών με τα έλατα και μέχρι τη σιωπηλή καρδιά των άγριων βουνών.

–Δεν σ’ αγαπούν οι γυιοι και οι θυγατέρες σου εν Χριστώ, έλεγα στον πατέρα μου, βλέποντάς τον τσακισμένο απ’ την κούραση. Μόλις επέστρεψες στο πρεσβυτέριο κι ήλθαν ξανά να σε φωνάξουν. Μόλις ξάπλωσες και έφτασαν. Σε ξυπνούν. Σε αναγκάζουν να βγαίνεις έξω οποιαδήποτε στιγμή, με οποιονδήποτε καιρό και σε κάνουν να περπατάς ώρες και ώρες με τα πόδια πίσω τους, ενώ εκείνοι προχωρούν καβάλα. Σε σέρνουν έξω χωρίς σταματημό, μέσα στη νύχτα, μέσα στη βροχή, μέσα στη λάσπη και το χιόνι. Οι πιστοί σου σ’ αγαπούν λιγότερο απ’ τα ζώα τους. Διότι ποτέ δε ζητούν απ’ τα κτήνη τους αυτό που ζητούν απ’ τον πατέρα τους, τον ιερέα τους. Γιατί δε σε λυπήθηκαν ποτέ; Γιατί δε σε ευσπλαχνίσθηκαν ποτέ;

–Η ευσπλαχνία ταιριάζει συνήθως στους ανθρώπους, τα ζώα, τα πράγματα, μα όχι στον «ιερέα», απάντησε ο πατέρας μου. Θα ’ταν κουτό, παράλογο και ασεβές μαζί να τον λυπούνται οι άνθρωποι. Κάθε χριστιανός χτυπώντας την πόρτα του ιερέως, χτυπά στην πραγματικότητα, την πόρτα του Θεού. Διότι ο ιερεύς είναι «αφομοιωμένος τω υιω του Θεού» (Εβρ. ζ΄ 3). Δεν μπορεί να έλθει στη σκέψη ενός χριστιανού αυτή η ασεβής ιδέα πως ο Θεός κουράστηκε, πως ο Θεός νυστάζει, πεινάει ή του πονούν τα πόδια. Απ’ τον Θεό μπορεί κανείς να ζητάει τα πάντα οποιαδήποτε ώρα και χωρίς να χτυπά την πόρτα.

–Όμως ο ιερεύς είναι κι αυτός άνθρωπος, είπα.

–Όχι, απάντησε ο πατέρας μου. Ο ιερεύς δεν είναι άνθρωπος, αλλά η θυσία ενός ανθρώπου, που προστίθεται στη θυσία του Θεού. Κι αυτό είναι η ιεροσύνη.

Η απάντηση ήταν ωραία. Έξοχη. Κοκκίνισα απ’ την ευχαρίστηση. Αλλά πρόσθεσα:

–Ωστόσο, πρέπει να ’χεις μερικές ώρες τουλάχιστον για ανάπαυση.

–Όχι, απάντησε ο πατέρας μου. Ο ιερεύς δεν είναι όπως είναι κανείς γεωργός, υπάλληλος ή τεχνίτης. Δε γίνεται κανείς ιερεύς για να έχει ώρες γραφείου με διαλείμματα και μέρες αδείας. Είναι κανείς ιερεύς μόνιμα. Χωρίς διακοπή. Χωρίς ρεπό. Χωρίς καμιά ανάπαυλα. Μέρα και νύχτα. Και όπως μπορεί κανείς να απευθύνεται στον Θεό οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας και για οποιοδήποτε αίτημα, χωρίς φόβο να τον ενοχλήσει, έτσι μπορεί να ’ρθει στο σπίτι του ιερέως οποτεδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο. Βέβαια δεν φθάνομε στο σημείο να έχουμε ιερείς που να μην κοιμούνται, να μην τρώνε και να μην τους πονούν τα πόδια. Αλλά αυτό είναι μια ατέλεια που οφείλομε να τη δεχθούμε όπως είναι, διότι η λατρεία δεν είναι παρά μια εικόνα, μια σκιά των ουρανίων πραγματικοτήτων, όπως αποκαλύφθηκε και στον Μωυσή, όταν επρόκειτο να κατασκευάσει τη Σκηνή. Κοίταξε, του ελέχθηκε, θα φτιάξεις τα πάντα σύμφωνα με το υπόδειγμα που σου φανερώθηκε πάνω στο βουνό (Εβρ. η΄ 5).

Η ιεροσύνη, μίμηση της ιεροσύνης του Χριστού, αποκλείει τις διακοπές. Ισχύει μόνιμα και για την αιωνιότητα (Εβρ. στ΄ 7). Ούτε και ο φυσικός θάνατος του ιερέως δεν μπορεί να τη διακόψει. Και αφού η ιεροσύνη δεν μπορεί να διακοπεί με τον θάνατο, πώς θέλεις να τη διακόψει η πείνα, ο κόπος ή ο ύπνος;

–Είναι κανείς ιερεύς κι ύστερα απ’ τον θάνατο; ρώτησα την πρώτη φορά που το άκουσα αυτό.

–Είναι κανείς ιερεύς για την αιωνιότητα, Αφομοιωμένος τω υιω του Θεού, μένει ιερεύς εις το διηνεκές. (Εβρ. ζ΄ 3)

Επειδή λοιπόν ο ιερεύς είναι αφομοιωμένος με τον Θεό, δεν μπορεί να πεθάνει. Μένει ιερεύς και μέσα στο θάνατο και παρά τον θάνατο. Στην αιωνιότητα. Γι’ αυτό ακριβώς και ενταφιάζουν τον ιερέα ντυμένο με όλα τα ιερατικά του άμφια, που φορεί όταν τελεί την θεία Λειτουργία. Ο ιερεύς ενταφιάζεται με τον Σταυρό, με το Επιτραχήλι, το Φελόνι, το Στιχάρι, τα Επιμανίκια… Όλα και ολόκληρη τη στολή, όπως γίνεται για την πιο επίσημη ακολουθία. Διότι ο νεκρός ιερεύς θα πάει να λειτουργήσει στην αληθινή ουράνια Εκκλησία, με τον επίσκοπό του, τον Χριστό. Για κάθε ιερέα ο θάνατος είναι μια προαγωγή. Περνάει απ’ τη μικρή του επίγεια εκκλησία στον καθεδρικό ναό του ουρανού, για να τελεί την παγκόσμια λειτουργία γύρω απ’ τον Χριστό. Ποτέ λοιπόν δεν πρέπει να θρηνείται ο θάνατος ενός ιερέως. Διότι δεν πεθαίνει ποτέ. Ο θάνατος είναι ο προβιβασμός του.

Και επειδή ο ιερεύς μένει ιερεύς παρά τον φυσικό θάνατο, όταν τον βάζουν στον τάφο, ντυμένο με τα άμφια που φοράει για την τέλεση της Λειτουργίας, καλύπτουν το πρόσωπό του με τα ιερά Καλύμματα ή τον Αέρα, το πανί εκείνο με το οποίο καλύπτουν κατά τη λειτουργία το Άγιο Ποτήριο, που περιέχει το Σώμα και το Αίμα του Θεού. Ο Αήρ συμβολίζει τον λίθο, που έκλεινε τον τάφο του Ιησού Χριστού. Η πέτρα αυτή που έκλεισε τον τάφο του Χριστού, σφραγίζει επίσης και τον τάφο κάθε ιερέως. Διότι κάθε ιερεύς είναι αφομοιωμένος με τον Υιό του Θεού.

Ακούγοντάς τον, άφησα τα δάκρυα να κυλήσουν πάνω στο άγιο χέρι του πατέρα μου, που έσκυψα και το φίλησα ευλαβικά. Έτσι .λοιπόν κατάλαβα γιατί ο Φραγκίσκος της Ασίζης διηγείται πως αν συναντούσε στο δρόμο έναν άγγελο ή έναν ιερέα, να βαδίζουν ο ένας πλάι στον άλλον, θα γονάτιζε πρώρα εμπρός στον ιερέα, φιλώντας του το χέρι και μόνον ύστερα θα γονάτιζε εμπρός στον άγγελο, για να τον χαιρετίσει. Διότι οι άγγελοι είναι κατώτεροι απ’ τους ιερείς σε τούτο, στο ότι δεν μπορούν να μεταμορφώσουν το ψωμί και το κρασί σε σάρκα και αίμα του Θεού. Τα χέρια όμως του ιερέως το μπορούν…

Παρά την ασύγκριτη ευτυχία να είναι υπηρέτης στον ουρανό, ο πατέρας μου ζούσε την επίγεια ζωή του μέσα σε αφάνταστη σκληρότητα και οδύνη. Κάθε χρόνο ο πατέρας μου γινόταν πιο αδύνατος. Πιο άσαρκος. Πιο άυλος. Στα τριάντα του χρόνια τα μαλλιά του πατέρα μου είχαν ασπρίσει. Στα τριάντα χρόνια ο πατέρας μου είχε γεράσει. Τα δόντια του έπεφταν. Εξ αιτίας της αθλιότητας, εξ αιτίας του υποσιτισμού, εξ αιτίας του κόπου και του μόχθου.

Αντίθετα όμως το βλέμμα του γινόταν κάθε χρόνο πιο όμορφο, πιο φωτεινό, πιο ακτινοβόλο και τόσο έντονο ώστε το κεφάλι του έμοιαζε να φωτίζεται μ’ ένα φωτοστέφανο. Παρακολουθούσα ένα ασυνήθιστο γεγονός: όταν ο πατέρας μου παρατηρούσε κάτι τι, το φώτιζε με το βλέμμα του, σαν με κάποιους μυστικούς προβολείς. Βλέποντας αυτό ένοιωσα για πρώτη φορά το γεγονός ότι οι άγιοι, παρατηρώντας τον κόσμο, τον φωτίζουν και τον αγιάζουν.

–Τι κοιτάζεις, ρώτησε ο πατέρας μου, βλέποντάς με βυθισμένο στις σκέψεις.

–Είσαι φωτεινός σαν μια εικόνα, του είπα, κοκκινίζοντας.

Ο πατέρας μου γέλασε. Δεν ήταν ούτε υπερήφανος ούτε ταπεινός. Για να ’σαι υπερήφανος ή ταπεινός πρέπει πρώτα να ’σαι ένα γήινο πλάσμα. Και εκείνος ήταν όλο και λιγότερο γήινος. Γέλασε γιατί η φωνή μου έφθασε στα αυτιά του κι αυτό τον είχε ευχαριστήσει. Ο πατέρας μου σπάνια γελούσε. Όταν κανείς είναι κουρασμένος δεν μπορεί να γελάσει. Μα τώρα είχε χαμογελάσει. Κι’ όταν ο πατέρας μου χαμογελούσε έβλεπε κανείς πως είχε χάσει σχεδόν όλα του τα δόντια. Η καρδιά μου σφιγγόταν. Λυπόμουνα τόσο πολύ για την αθλιότητά του που μόλις μπορούσα να κρατήσω τα δάκρυά μου. Και έλεγα πως αν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αποφάσιζε μια μέρα να προσφέρει στον ιερέα του, που ήταν και άλογό του μαζί, τον π. Κωνσταντίνο Gheorghiu, που υπέφερε σ’ όλη του τη ζωή απ’ την πείνα, την δυνατότητα να έχει ξαφνικά ψωμί πάνω στο τραπέζι του, ο προλετάριος πατέρας, ο σεβαστός μου πατέρας θα συνέχιζε – παρά το θαύμα- να πεινάει, όπως και στο παρελθόν. Διότι κι αν είχε κάτι δε θα μπορούσε να το φάει, γιατί δεν είχε πια δόντια… Και ούτε σκέψη πως θα μπορούσε να βάλει ξένα. Ήμαστε τόσο φτωχοί που ούτε στο όνειρό μας δεν θα τολμούσαμε να πάμε στον οδοντογιατρό

Απόσπασμα από το βιβλίο «Από την 25η ώρα στην αιώνια ώρα» του Βιργκίλ Γκεωργκίου

-Ένα από κείνα τα τρισευδαίμονα παιδιά, που έκλεισες στην αγκαλιά Σου και τα ευλόγησες με τ' άγιο χέρι Σου...
-Ένας κι' εγώ στην ακρογιαλιά να σ' ακούω, να σ' ακούω και να μη σε χορταίνω...
-Ένας απ' τους πεντακισχιλίους, που έφαγαν απ' τα ευλογημένα από Σένα και πολλαπλασιασμένα ψωμιά και ψάρια...
-Ένας απ' τους ευγνώμονες θεραπευμένους Σου, να τρέξω να διαλαλήσω ότι Συ μου χάρισες την πολυτιμότατη υγεία...
-Ένας απ' αυτούς που σε φιλοξένησε στο σπίτι του...
-Ένας απ' τους απεσταλμένους μαθητές Σου, που έκαναν, μαζί με το κήρυγμα, και θαυματουργικές ευεργετικές ιάσεις...
-Ένας μ' ευλαβική ψυχή, που να σ' ακολουθώ και να σου προσφέρω απ' τα υπάρχοντα μου...
-Ένας, που να καθόμουν μαζί Σου στο Μυστικό Σου Δείπνο...
-Ένας, που να σήκωνα λίγο το βαρύ σταυρό Σου, σαν το Σίμωνα τον Κυρηναίο...
-Ένας, που να στεκόμουν κάτω απ' το σταυρό Σου, πλάϊ στη Μητέρα και τον αγαπημένο Μαθητή Σου, την ώρα της πικρής οδύνης...
-Ένας, που θα 'τρεχα μαζί με τον Ιωάννη και τον Πέτρο και θα 'βλεπα το κενό μνημείο...
-Ένας, που θ' αξιωνόμουν ν' ακούσω, σαν τη Μαρία, το ουράνιο, το αναστάσιμο ΧΑΙΡΕ στον ανοιξιάτικο κήπο απ' τα χείλη Σου.
-Ένας, που με την πύρινη γλώσσα του Αγίου Πνεύματος θα κήρυττα την Ανάστασή Σου...

Μα αν τίποτε απ' αυτά δεν μπορώ να είμαι, κάνε, Θεέ μου, κάτι απ' τη χάρη και την ευλογία τους να έχω στην ψυχή μου. Αμήν.
Γέρων Ιωσήφ

Άκουσε Κύριε! Νύχτα. Θα Σου πω,
χωρίς τραγούδι απόψε και σκοπό,
απλά δυο λόγια μεσ’ απ’ την καρδιά μου,
στη νύχτα που σωπαίνει ολόγυρά μου.
Τ’ ορνίθι λάλησε, μα εγώ δεν κλείνω μάτι.
Είν’ η ψυχή μου προσευχή γεμάτη.
Θέλω Π α τ έ ρ α να Σε πω ξανά,
χωρίς κυμβάλων ήχους κι ωσαννά.
Πατέρα, σαν παιδί Σου, να Σε κράξω,
και μόνο απλά κι αθώα να Σε κοιτάξω.

Ο πόθος μου δε σού μεινε κρυφός.
Τον έστησα μπροστά Σου μεσ’ στο φως.
Κι ουδέ τα λάθη μου έμειναν κρυμμένα,
σε Σένα τα φανέρωσα ένα- ένα.
Το κάθε δάκρυ που έσταξε καυτό,
δεν έλεε πως γοργά θα γιατρευτώ;;
Πατέρα μου, τ’ αλέτρι Σου έχει οργώσει
βαθιά, με τ’ ατσαλένιο του γυνί.
Ας στάξουν χάρης δρόσο οι ουρανοί,
καρπούς γλυκούς κι αμέτρητους να δώσει!

Τακ- τακ μετρούν οι χτύποι της καρδιάς
τον πόνο της αμίλητης βραδιάς.
Και πένθιμες αργά περνούν οι ώρες,
σφιγμένες στην οδύνη μυροφόρες.
Νεκρούς αγαπημένους κλαιν εδώ,
και σκύβω μεσ’ στα στήθη μου να δω…
Καλές προθέσεις πού σβησαν νωρίς,
και πόθοι αγνοί που μού μελλε να πέσουν
σαν άνθη, κι ω ψυχή δεν καρτερείς
στην ώρα τους να φτάσουν και να δέσουν!

Γιατί ‘ναι τούτη νύχτα μελανή
και πιότερο απ’ τις άλλες βουρκωμένη;;
Τα στήθια μου πλακώσαν οι ουρανοί
κι αγγίζουν ως τη γη μαυροντυμένοι.
Μπουρίνι θα ξεσπάσει;; Ποιος το ξέρει;
Μα ποιος μπορεί να πει για την αυγή,
σαν τι παρηγοριές θε να μου φέρει;;
Ας έρθει κι η βροχή και το χαλάζι,
κι ας σπάσουν οι ουρανοί μ’ ορμή στη γη.
Εσένα έχω Πατέρα!!! Τι με νοιάζει;;

Και τούτο θέλω πάλι να Σου πω,
χωρίς τραγούδι απόψε και σκοπό…

Γ. Βερίτης

Από το Γεροντικό

Ένας  γέροντας είπε:
Υπάρχει άνθρωπος που νομίζει ότι σωπαίνει, μα η καρδιά του κατακρίνει τους άλλους. Αυτός πάντοτε μιλάει. Και υπάρχει άλλος που μιλάει απ' το πρωί ως το βράδυ, μα φυλάει τη σιωπή, γιατί δεν λέει τίποτα που να μην είναι ωφέλιμο.

Ρώτησαν ένα γέροντα:
Ποια είναι η σημασία του ρητού, "πάν ρήμα αργόν ο εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, αποδώσουσι περί αυτόν λόγον" (Ματθ. 12: 36);
Και αποκρίθηκε:
Κάθε λόγος που αναφέρεται σε υλικά πράγματα, εκτός από τα απαραίτητα, είναι αργολογίας. Μόνο η ομιλία για σωτηρία ψυχής δεν είναι αργολογία. Ωστόσο, και σ' αυτή την περίπτωση, είναι καλύτερο ν' αποφεύγει κανείς τα πολλά λόγια. Γιατί καθώς μιλάς για το καλό, έρχεται και το κακό.


Πήγε κάποιος αδελφός σ' ένα γέροντα και του λέει:
Αββά, πες μου μια συμβουλή για τη σωτηρία μου.
Αν επισκεφθείς κάποιον, του απάντησε εκείνος, μη βιαστείς να μιλήσεις, πριν σκεφτείς καλά (αυτά πού πρόκειται να πεις).
Ο αδελφός κατανύχθηκε από τη συμβουλή και του έβαλε μετάνοια, λέγοντας:
Πραγματικά, πολλά βιβλία διάβασα, αλλά τέτοια σοφία πουθενά δεν συνάντησα. Και έφυγε ωφελημένος.

Ο αββάς Ησαΐας είπε:
Σοφία δεν είναι το να μιλήσεις. Σοφία είναι το να γνωρίζεις πότε πρέπει να μιλήσεις και τι να πεις. Κι αν έχεις γνώση, δείξε πως δεν γνωρίζεις τίποτα, για να ξεφύγεις από πολλούς κόπους· γιατί εκείνος που εμφανίζεται σαν γνωστικός, φορτώνει τον εαυτό του με κόπους. Να μην καυχιέσαι για τις γνώσεις σου, γιατί (στην πραγματικότητα) κανείς δεν γνωρίζει τίποτα.

Ο αββάς Ποιμήν είπε:

Αν ο άνθρωπος θυμηθεί το ρητό που είναι γραμμένο (στο Ευαγγέλιο), "εκ των λόγων σον δικαιωθήση και εκ των λόγων σου καταδικασθήση" (Ματθ. 12:37), θα προτιμήσει μάλλον τη σιωπή.

Ο ίδιος (αββάς) είπε:
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Παμβώ, αν είναι καλό να επαινούμε τον πλησίον. Και του είπε: Καλύτερα είναι να σωπαίνουμε".

Ο αββάς Σισώης είπε:
- Έχω τριάντα χρόνια τώρα, που δεν παρακαλώ το Θεό για αμαρτία, δηλαδή για οποιαδήποτε άλλη, παρά για τούτο μόνο προσεύχομαι: "Κύριε Ιησού", λέω, "φύλαξε με από τη γλώσσα μου". Και όμως, μέχρι σήμερα, καθημερινά πέφτω και αμαρτάνω με τη γλώσσα.

Του αγίου Έφραίμ
Εκείνος που λέει πολλά λόγια, (όταν βρίσκεται) ανάμεσα σε αδελφούς, θα προκαλέσει πολλές φιλονικίες και πολλή αντιπάθεια εναντίον του. "Αν όμως δύσκολα ανοίγει τα χείλη του, θα γίνει αγαπητός.
Αδελφέ, όταν ο αθλητής αγωνίζεται, κρατάει σφιχτό το στόμα του. Σφίγγε κι εσύ το στόμα σου, (συγκρατώντας το) από τα περιττά (λόγια), και θα έχεις (ψυχική) ανάπαυση.
Όποιος λέει πολλά λόγια, γίνεται αντιπαθητικός. "Όποιος όμως προσέχει το στόμα του, γίνεται αγαπητός.
Όποιος φυλάει το στόμα του, φυλάει Και την ψυχή του. Απεναντίας, ο αυθάδης αυτοκαταστρέφεται ή (πάντως) "εγγίζει συντριβή", όπως είναι κάπου γραμμένο (Παροιμ. 10:14).
Ο κήπος που δεν έχει φράχτη, ποδοπατιέται Και ερημώνεται.
Κι αυτός που δεν φράζει το στόμα του, χάνει τους (πνευματικούς) καρπούς του.

Αντιόχου του Πανδέκτη
Σ όλες τις περιστάσεις μας συμφέρει η σιωπή. "Αν πάλι ρωτήσει κανείς, γιατί ο Παύλος "παρέτεινε τον λόγον μέχρι μεσονυκτίου" (Πράξ. 20:7), θα μπορούσαμε να του απαντήσουμε: Πρώτα-πρώτα, επειδή έμελλε να φύγει. Κι έπειτα, επειδή (οι ακροατές του) ήταν νεοκατήχητοι. Το κήρυγμα δηλαδή βρισκόταν τότε ακόμα στην αρχή του, Και γι' αυτό είχαν ανάγκη από πιο πολλή στήριξη. Πέρα απ' αυτά όμως, ο Παύλος ήταν γεμάτος από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, κι έτσι δεν μιλούσε εκείνος, αλλά το Πνεύμα με το στόμα εκείνου, καθώς Και ο ίδιος λέει: "...δοκιμήν ζητείτε του εν εμοι λαλούντος Χριστοῦ..." (Β' Κορινθίους 13:3).
Οι, πνευματοφόροι λοιπόν δεν μιλάνε οπότε θέλουν αυτοί, μα όταν τους παρακινεί το Άγιο Πνεύμα, που κατοικεί μέσα τους. Και αν κάποτε πουν πολλά, δεν βλάπτονται καθόλου, γιατί έχουν τη χάρη του Πνεύματος, πού τους φωτίζει και διατηρεί το νου τους αθόλωτο. Ωστόσο Και γι' αυτούς είναι μάλλον πιο ωφέλιμη η σιωπή, πού επιβάλλεται στη συγκεκριμένη ώρα από τις περιστάσεις. Όσο για τα γνωρίσματα εκείνου που έχει μέσα του το Άγιο Πνεύμα, είναι η πραότητα, η ησυχαστικότητα, η ταπεινοφροσύνη, συνδυασμένη με πολλή σοφία Και (πνευματική) γνώση, η έλλειψη επιθυμίας για κάθε ηδονή και δόξα του κόσμου τούτου, καθώς Και η ακόρεστη επιθυμία για τα επουράνια.

Του αγίου Διαδόχου
Όπως όταν ανοίγονται συνεχώς Οι πόρτες των λουτρών, διώχνουν γρήγορα την εσωτερική θερμότητα προς τα έξω, έτσι Και η ψυχή, όταν θέλει να λέει πολλά, ακόμα Και καλά, διασκορπίζει την περισυλλογή της από τη φωνητική πύλη (δηλαδή το στόμα). Γι' αυτό στερείται τα θεμελιώδη (πνευματικά) νοήματα και γίνεται ενοχλητική, μιλώντας στους τυχόντες για τους ανόητους λογισμούς της, καθώς δεν έχει πια το Άγιο Πνεύμα, πού της διατηρεί το νου χωρίς φαντασίες. Γιατί το αγαθό (Πνεύμα) αποφεύγει την πολυλογία, πού προξενεί κάθε ταραχή και φαντασία. Καλή είναι λοιπόν ή σιωπή, πού γίνεται στον κατάλληλο καιρό, γιατί δεν είναι τίποτ' άλλο παρά μητέρα πολύ σοφών νοημάτων.

Του αγίου Μαξίμου
Εκείνος πού υποκρίνεται σιωπή για να πράξει κάτι κακό, μηχανεύεται απάτη κατά του πλησίον. Αν αποτύχει σ' αυτήν, φεύγει, προσθέτοντας στο πάθος του οδύνη (για την αποτυχία του). Αντίθετα, εκείνος πού σωπαίνει για να ωφελήσει, αυξάνει τη φιλία Και φεύγει με χαρά, γιατί έλαβε φωτισμό πού διώχνει το σκοτάδι.
Εκείνος πού σε μια συγκέντρωση διακόπτει με αυθάδεια την ακρόαση των λόγων, δεν κρύβει ότι πάσχει από φιλοδοξία. Και, υποδουλωμένος σ' αυτήν, παρουσιάζει μύριους λόγους και προτάσεις, θέλοντας να διασπάσει τον ειρμό των λεγομένων (από τους άλλους).

Του αββα Ισαάκ
Αν φυλάξεις τη γλώσσα σου, θα λάβεις από το Θεό τη χάρη της καρδιακής κατανύξεως, μέσα στην οποία θ' αντικρίσεις την ψυχή σου· δηλαδή θα λάβεις το φωτισμό του νου και θα γεμίσεις με τη χαρά του Πνεύματος. "Αν όμως σε νικά η γλώσσα σου, ποτέ δεν θα μπορέσεις να βγεις από το σκοτάδι (του νου). "Αν δεν έχεις καθαρή καρδιά, έχε τουλάχιστον καθαρό στόμα, όπως είπε κάποιος άγιος.

Είπεν ο άφρων εκείνος. Δεν υπάρχει Θεός. Αλλά τότε τι συμβαίνει με τον σηματοδότη του σακχάρου στο πάγκρεας. Συγκρατεί μια στάθμη σακχάρου στο αίμα επαρκεί για την αναγκαία ενέργεια. Χωρίς αυτό, όλοι μας θα πέφταμε σε κώμα και θα πεθαίναμε. Η ανθρώπινη καρδιά χτυπάει για -70-με 80-χρόνια χωρίς να σπάσει. Πως ξεκουράζεται ανάμεσα στα χτυπήματα::
Τα νεφρά φιλτράρουν τα δηλητήρια από το αίμα αφήνοντας να περάσουν μόνον τα ωφέλιμα συστατικά. Πως μπορούν και τα ξεχωρίζουν
Αυτή την τέλεια σοφία του οργανισμού, ποιος την σκέφτηκε; Τύχη ή δημιουργία;;;

Ένα πουλάκι ρωτάει.
Επειδή είμαι μικρό και όπως λέτε σεις άμυαλο, πόσο απ’ αυτό να χωρέσει το μικρούτσικο κεφαλάκι μου» μήπως ξέρετε σεις οι μεγάλοι και μυαλωμένοι να μου πείτε; Πως βρέθηκα μες στ’  αυγό, και ποιος έβαλε μέσα σ’ αυτό την τροφή μου και τον αέρα που χρειαζόμουν; Ποιος είπε στην άμυαλη μάνα μου να κάθεται πάνω στ’ αυγά της, τόσες μέρες και να τα γυρίζει μάλιστα; Και θα ξέρετε σεις οι σπουδαγμένοι πως αν δεν τα γύριζε θα έβγαινα ανάπηρο;
Ποιος και πως μου είπε να σπάσω το αυγό με τη μύτη μου και να βγώ έξω τότε που έπρεπε; Και ποιος και πως με δίδαξε να χτίζω στον καιρό που πρέπει τόσο ωραία και κατάλληλα τη φωλιά μου; Ποιος τα έδωσε όλα αυτά κι’ άλλα ακόμη πολλά και θαυμάσια σε μένα και σ’ όλο το γένος μας; Ποιος;;;;

Η ζωή μας εξαρτάται από το είδος των λογισμών που καλλιεργούμε. Αν οι λογισμοί μας είναι ειρηνικοί και ήρεμοι, αν έχουν πραότητα και καλοσύνη, τότε έτσι είναι και η ζωή μας. Αν η προσοχή μας είναι στραμμένη στις συνθήκες του βίου μας, τότε μας καταπίνει μια δίνη λογισμών, και δεν μπορούμε να έχουμε ούτε ειρήνη ούτε γαλήνη.

Το σημείο εκκίνησής μας είναι πάντοτε εσφαλμένο. Αντί να ξεκινούμε με τον εαυτό μας, εμείς θέλουμε πάντοτε να αλλάξουμε πρώτα τους άλλους και τελευταίους εμάς. Αν ο καθένας ξεκινούσε πρώτα με τον εαυτό του, θα είχαμε παντού τριγύρω ειρήνη! Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει ότι κανείς δεν μπορεί να βλάψει τον άνθρωπο εκείνο που δεν βλάπτει τον εαυτό του — ούτε κι ο ίδιος ο διάβολος. Βλέπετε; Εμείς είμαστε οι αρχιτέκτονες, οι μοναδικοί αρχιτέκτονες, του μέλλοντός μας.

Με τους λογισμούς του ο άνθρωπος αναστατώνει ενίοτε την τάξη της Δημιουργίας. Έτσι καταστράφηκαν οι πρώτοι άνθρωποι —με έναν κατακλυσμό— εξαιτίας των κακών λογισμών και προθέσεών τους. Αυτό αληθεύει ακόμα και σήμερα — οι λογισμοί μας είναι κακοί και γι’ αυτό δεν αποκομίζουμε καλή καρποφορία. Πρέπει να αλλάξουμε. Καθένας μας πρέπει να αλλάξει, αλλά είναι κρίμα που δεν έχουμε παραδείγματα να μας καθοδηγήσουν, ούτε στις οικογένειές μας ούτε στην κοινωνία μας.

Ο Κύριος πήρε πάνω του όλες μας τις οδύνες και τις μέριμνες, και είπε ότι θα μας παράσχει καθετί που χρειαζόμαστε. Και παρόλα αυτά εμείς κρατιόμαστε τόσο σφιχτά από τις μέριμνές μας, που δεν αφήνουμε το νου και την καρδιά μας, τις οικογένειες και καθένα τριγύρω μας, να βρει ανάπαυση.

Όποτε τα προβλήματα πέφτουν πάνω μου σαν άχθος δυσβάσταχτο κι εγώ προσπαθώ να σηκώσω όλες τις μέριμνες του μοναστηριού και της αδελφότητας μόνος μου, συσσωρεύω μπελάδες σε μένα και την αδελφότητα. Ακόμα και το ευκολότερο έργο επιτελείται με τεράστια δυσκολία. Όταν όμως εναποθέτω τον εαυτό μου, την αδελφότητα και καθετί άλλο στον Κύριο, τότε ακόμα και τα δυσκολότερα έργα επιτελούνται με ευκολία. Δεν υπάρχει πίεση και βασιλεύει ειρήνη στην αδελφότητα.

Ο άνθρωπος εκείνος που ζει μέσα του τη Βασιλεία των Ουρανών ακτινοβολεί άγιους λογισμούς. Θείους λογισμούς. Η Βασιλεία του Θεού δημιουργεί μέσα μας μια ατμόσφαιρα παραδείσου, εν αντιθέσει προς την ατμόσφαιρα της κολάσεως, την οποία ακτινοβολεί όποιος έχει τον Άδη στην καρδιά του. Ο ρόλος των χριστιανών στον κόσμο είναι να φιλτράρουν την ατμόσφαιρα της γης, ώστε να κερδίζει διαρκώς έδαφος η ατμόσφαιρα της Βασιλείας του Θεού.

Mπορούμε να περιφρουρούμε ολόκληρο τον κόσμο περιφρουρώντας την ατμόσφαιρα του παραδείσου μέσα μας, διότι αν χάσουμε τη Βασιλεία των Ουρανών, δεν θα σώσουμε ούτε τον εαυτό μας ούτε τους άλλους. Εκείνος που έχει μέσα του τη Βασιλεία του Θεού θα τη μεταδώσει ανεπαίσθητα και στους άλλους. Οι άνθρωποι θα ελκύονται από την εντός μας ειρήνη και ζεστασιά˙ θα θέλουν να είναι κοντά μας, και η ατμόσφαιρα του ουρανού θα περάσει σταδιακά και σε κείνους. Σχεδόν δεν είναι καν απαραίτητο να μιλάμε στους ανθρώπους γι’ αυτή. Η ατμόσφαιρα του παραδείσου θα ακτινοβολεί από μέσα μας ακόμα κι όταν σιωπούμε ή μιλάμε για πράγματα καθημερινά. Θα ακτινοβολεί από μέσα μας ακόμα κι αν δεν έχουμε συναίσθηση ότι το κάνει.

Ο Κύριος κάλεσε τον καθένα από μας στην ύπαρξη με ένα συγκεκριμένο στόχο και σχέδιο. Και το παραμικρό χορταράκι αυτού του πλανήτη έχει ένα είδος αποστολής εδώ στη γη. Και πόσο αληθεύει αυτό για τα ανθρώπινα όντα! Ωστόσο, εμείς διαταράσσουμε ενίοτε και εμποδίζουμε το σχέδιο του Θεού. Έχουμε την ελευθερία είτε να αποδεχτούμε το θέλημά Του είτε να το απορρίψουμε˙ ο Θεός που είναι αγάπη, δεν θέλει να άρει αυτή την ελευθερία από μας. Μάς δόθηκε απόλυτη ελευθερία, αλλά εμείς, πάνω στην τρέλα μας, ποθούμε συχνά άχρηστα πράγματα.

Δεν μπορούμε να επιτύχουμε τη σωτηρία με κανέναν τρόπο πέρα από τη μεταμόρφωση του νου μας, τη μεταμόρφωσή του σε κάτι διαφορετικό από αυτό που ήταν. Ο νους μας θεώνεται από μια ιδιάζουσα ενέργεια της χάριτος του Θεού. Γίνεται απαθής και άγιος. Ένας θεωμένος νους ζει ακατάπαυστα με τη μνήμη του Θεού. Γνωρίζοντας ότι ο Θεός είναι μέσα μας κι εμείς εν Αυτώ, ο θεωμένος νους είναι ολότελα οικείος με τον Θεό. Ο Θεός είναι παντού κι εμείς είμαστε σαν ψάρια μέσα στο νερό όταν είμαστε εν Θεώ. Τη στιγμή που οι λογισμοί μας Τον εγκαταλείπουν, αφανιζόμαστε πνευματικά.


Από το βιβλίο
«Οι λογισμοί καθορίζουν τη ζωή μας - Βίος και διδαχές του Γέροντα Θαδδαίου της Βιτόβνιτσα».

Βλέπεις τον εαυτό σου ευτυχισμένο και ακόμα βεβαιώνεις πως την ευτυχία σου την έφτιαξες μόνος σου, χωρίς τον Θεό και τους ανθρώπους. Γι’ αυτό απωθείς την άποψη που πρεσβεύουμε, ότι δηλαδή κάθε άνθρωπος χρωστά προσευχή στον Θεό και ελεημοσύνη στον πλησίον του. «Ούτε προσευχές στον Θεό ούτε ελεημοσύνη στον πλησίον», λες και μ’ αυτό τείνεις να θεωρείς τον εαυτό σου ευτυχισμένο.

Για μένα πράγματι είναι αδύνατον να σκεφθώ την ευτυχία έξω από τον Θεό και τους ανθρώπους. Νομίζω ότι ούτε καν άγγιξες την ευτυχία αλλά συγχέεις τα φαινόμενα και αποκαλείς ευτυχία την ανέμελη επιβίωση. Μάζεψες πολλά από εκείνα που μπορεί να δώσει η γη, χόρτασες και ήπιες και νομίζεις ότι δεν σου χρειάζεται κανείς από τον περίγυρο.

Γνώριζε όμως πάνω απ’ όλα, ότι η γη δεν δίνει τίποτα σε κανέναν χωρίς την εντολή του Θεού. Και όσα σου έδωσε στα έδωσε κατ’ εντολή του Θεού. Μια βαθύτερη αντίληψη μας διδάσκει ότι εμείς δεν έχουμε στην πραγματικότητα τίποτα δικό μας, που να διαρκεί σ’ αυτόν τον κόσμο. Όλα είναι έωλα και δανεισμένα- γρήγορα φεύγουν και έρχονται σαν στρόβιλος. Η υγεία, η δύναμη, η ομορφιά, η ιδιοκτησία, η τιμή, η εξουσία, η μεγάλη γνώση, το καλλιτεχνικό ταλέντο, όλα τα χαρίσματα είναι δώρα. Και η δοκιμασία με την οποία ο Δημιουργός εξετάζει τους ανθρώπους έχει σχέση με την πίστη, το έλεος, τον σεβασμό και κάθε καλό χαρακτηριστικό.

Η δοκιμασία έγκειται στο να καταδείξει δύο πράγματα: Πρώτον, αν ο άνθρωπος γνωρίζει από που του δόθηκε το όποιο χάρισμα, και δεύτερον, αν αποδίδει δόξα και ευχαριστία στον Δωροδότη του. Άκου αυτή τη φοβερή συμβουλή του μεγάλου προφήτη Ιερεμία που φωνάζει: «δότε τω Κυρίῳ Θεώ υμών δόξαν προ του συσκοτάσαι» (Ιερ. 13, 16). Άρχισε και συ γρήγορα να δοξάζεις τον Θεό και να Τον ευχαριστείς πριν πέσει το σκοτάδι στη ζωή σου. Γιατί όταν έρθει το σκοτάδι, τα βάσανα, η ταλαιπωρία και η αρρώστια, η πτώση και η τρέλα, τι θα κάνεις τότε; Ποιον θα παρακαλέσεις; Και ποιος από τους ανθρώπους θα σε ελεήσει αφού εσύ ήσουν χωρίς ίχνος ελεημοσύνης;

Για να μην πέσει στη ζωή σου φοβερό και βαρύ σκοτάδι άσκουσε και θυμήσου αυτές τις άγιες λέξεις της Βίβλου: «Ου λιμοκτονήσει Κύριος ψυχὴν δικαίαν, ζωὴν δε ασεβών ανατρέψει».


Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
από το βιβλίο: «Δεν φτάνει μόνο η πίστη»

katafigioti

lifecoaching