ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
112. Τί είναι η θεωρία των Κλάδων (Branch Theory);
Είναι και αυτή προτεσταντική περί Εκκλησίας θεωρία. Έχει την προέλευσή της από την αγγλικανική θεολογία. Σήμερα αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της εκκλησιολογίας του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, έχοντας σκοπό να δικαιολογήσει την εκκλησιολογική υπόσταση του Προτεσταντισμού.
Κατά τη θεωρία αυτή στον κορμό της Εκκλησίας υπάρχουν πολλά κλαδιά. Κάθε κλαδί αντιπροσωπεύει ένα τμήμα της Εκκλησίας νόμιμο, ισότιμο και ισόκυρο με τα αλλά, χωρίς όμως να ενσαρκώνει μονάχο του ολόκληρη την Εκκλησία, την οποία για να βρούμε πρέπει να τη δούμε στο σύνολό της, αθροίζοντας τα επί μέρους κομμάτια της. Η Εκκλησία του Χριστού είναι το ολικό άθροισμα των επί μέρους τμημάτων της, έστω κι αν αυτά διαφέρουν μεταξύ τους.
Το ίδιο συμβαίνει και με την αλήθεια την οποία φανέρωσε ο Χριστός στον κόσμο. Καμιά επί μέρους Εκκλησία, κανένα από τα ιστορικά τμήματά της, δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι κατέχει ολόκληρη τη θεία αλήθεια όπως τη δίδαξε ο Χριστός, γιατί στην ιστορία καμιά ιδέα, κανένα θεώρημα δεν μπορεί να παραμένει αμετάβλητο και αναλλοίωτο στη ροή του χρόνου και στη συνεχή εξέλιξη των πραγμάτων του κόσμου τούτου. Επομένως καμία από τις λεγόμενες καθολικές Εκκλησίες (Ορθόδοξη και Ρωμαϊκή) - λιγότερο φυσικά οι Προτεσταντικές - δεν μπορεί να ισχυρισθεί για τον εαυτό της ότι είναι η Εκκλησία του Χριστού ή ότι κατέχει καθαρό και ακέραιο το θησαυρό της αποκαλυφθείσας θείας αλήθειας. Τί άλλο βέβαια θα έλεγε μια χριστιανική εκκλησιαστική κοινότητα, η οποία έχει χάσει την έννοια της καθολικότητας, του κύρους και της αυθεντίας της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού;
Η περί Κλάδων θεωρία είναι πολύ της μόδας σήμερα και συζητιέται πλατιά στα σαλόνια του θεολογικού διαλόγου των Εκκλησιών. Για μας τους Ορθοδόξους όμως κρύβει παγίδες πολλές και είναι αφάνταστα επικίνδυνη. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί από το θανάσιμο εναγκαλισμό της, ο οποίος μπορεί να μας οδηγήσει σε άμβλυνση της ορθόδοξης εκκλησιαστικής μας συνειδήσεως, της οποίας είναι απρόβλεπτες οι ολέθριες συνέπειες.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 159-160)
111. Τί φρονούν περί Εκκλησίας οι Διαμαρτυρόμενοι;
Η περί Εκκλησίας προτεσταντική εκδοχή είναι αντίθετη από την ορθόδοξη και τη ρωμαιοκαθολική. Θα λέγαμε ότι είναι μόνο κατά το ήμισυ αληθής. Το κυριότερό της γνώρισμα είναι ο τονισμός του αόρατου στοιχείου της Εκκλησίας σε βάρος του ορατού και του εξωτερικού. Κατά την Αυγουσταία Ομολογία η Εκκλησία είναι «societas fidei et spiritus sancti in cordibus (κοινωνία πίστεως και αγίου Πνεύματος στις καρδιές) ή κατά έναν άλλο ορισμό «κοινωνία των αγίων στην οποία διδάσκεται ορθώς το ευαγγέλιο και τελούνται τα μυστήρια». Είναι φανερό ότι μια τέτοια κοινωνία αγίων διακεχυμένη σε όλο τον κόσμο και αποτελούμενη από μέλη άγια γνωστά μόνο στο Θεό, δεν μπορεί να είναι η ορατή και εξωτερική Εκκλησία, η ιεραρχικώς διοργανωμένη και έχουσα σταθερό σύστημα δογματικών, ηθικών και τελετουργικών διατάξεων, αλλά κάτι άλλο εσωτερικό, πνευματικό και αόρατο. Φυσικά μια τέτοια Εκκλησία, στο βαθμό που τα μέλη της, έστω ενωμένα μυστικώς με τον Κύριο, δεν παύουν ωστόσο να είναι άνθρωποι ιστορικοί και ορατοί, δεν μπορεί παρά να λαμβάνει και ορατή μορφή. Όμως σ’ αυτή δεν μπορεί ν’ ανακλά η αληθινή Εκκλησία, καθόσον στους κόλπους της δεν περιλαμβάνονται μόνο πιστοί και άγιοι, αλλά και ασεβείς και υποκριτές. Στην ορατή αυτή Εκκλησία δεν μπορούν να κατηγορηθούν οι ιδιότητες του ιερού Συμβόλου της πίστεως: «μία, αγία, καθολική και αποστολική».
Στην ιδέα της αόρατης Εκκλησίας κατέληξαν οι Διαμαρτυρόμενοι από μια μεγάλη εκκλησιολογική ανάγκη. ‘Ως γνωστό, δια της Διαμαρτυρήσεως αυτοί βρέθηκαν έξω από τα όρια της ορατής Εκκλησίας. Αυτό τους έκανε μεγάλη ζημιά. Έπρεπε να βρουν κάποιο τρόπο να στεγασθούν και πάλι κάτω από την ιστορική Εκκλησία. Τί να έκαναν; Να γύριζαν πίσω στην ορατή Εκκλησία από την οποία αποσπάσθηκαν, θα ήταν η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης. Να ίδρυαν εξαρχής νέα Εκκλησία μετά πάροδο τόσων αιώνων, θα ήταν καθαρή απόνοια. Έπρεπε λοιπόν, να βρουν μια τέτοια όψη της Εκκλησίας στην οποία εντασσόμενοι αφενός μεν θα πετύχαιναν τους σκοπούς της Διαμαρτυρήσεως, τη ρήξη δηλαδή με την ορατή Εκκλησία του Ρωμαιοκαθολικισμού, αφετέρου δε θα διατηρούσαν την αίσθηση είναι ενταγμένοι μέσα στην αληθινή Εκκλησία του Κυρίου. Τέτοια Εκκλησία ήταν μόνο η αόρατη και πνευματική. Σ’ ένα τέτοιο ακαθόριστο και ομιχλώδες καταπέτασμα, χωρίς εξωτερικά σύνορα και διαχωριστικές γραμμές, θα μπορούσαν θαυμάσια να ενταχθούν με το στοιχείο της πίστεως και τον εσωτερικό φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Και το έκαναν.
Τα γνωματεύματα όμως αυτά των Διαμαρτυρομένων είναι αυθαίρετα και αναληθή. Όπου η Γραφή ομιλεί περί Εκκλησίας εννοεί κοινωνία ανθρώπων ευρισκομένων σε ενότητα μετά του Χριστού, γνώρισμα της θείας αποστολής του Κυρίου. Ότι είναι κοινωνία συγκεκριμένη εκφράζουν οι περί Εκκλησίας εικόνες της Γραφής ως οίκου Θεού, ως σώματος και ως νύμφης Χριστού. Ένα τέτοιο καθίδρυμα οικοδόμησε ο Χριστός, το οποίο θα άντεχε στο χρόνο και θα νικούσε και αυτόν ακόμη τον Άδη, ίδρυμα ορατό και περιγραπτό, ιεραρχικό συγκροτημένο, το οποίο θα αντιμαχόταν την κακότητα του κόσμου και στο οποίο ο πιστός είχε την υποχρέωση να καταγγέλλει τον αμαρτάνοντα αδελφό του. Όλα αυτά —και αλλά ακόμη— δεν συμβιβάζονται με την προτεσταντική εκδοχή. Βέβαια κι εμείς δεχόμαστε την αόρατη όψη της Εκκλησίας, την οποία όμως πάντοτε εναρμονίζουμε με την ορατή. Επιλήψιμος είναι μόνο ο υπερτονισμός της όψεως αυτής σε βάρος του ορατού στοιχείου της Εκκλησίας, που υιοθετούν για λόγους ευνόητους, όπως είδαμε, οι Διαμαρτυρόμενοι.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 157-159)
110. Τι είναι το παπικό αλάθητο;
Είναι και αυτό παπική αίρεση συνημμένη με το πρωτείο, το οποίο θέλει να κατοχυρώσει δογματικά. Ο Πάπας δεν είναι απλά πρώτος στην Εκκλησία αλλά και αλάθητος, μη δεχόμενος κοντά του άλλες εκκλησιαστικές αυθεντίες και εξουσίες. Η σύνοδος του Βατικανού ορίζει: «Όταν ο επίσκοπος Ρώμης αποφαίνεται από καθέδρας (ex cathedra), δηλαδή όταν ασκώντας το έργο του σαν ποιμένας και διδάσκαλος όλων των χριστιανών, ορίζει με την ύψιστη αποστολική του αυθεντία κάποια διδασκαλία περί πίστεως ή πράξεως που πρέπει να γίνη αποδεκτή από την Εκκλησία, βάσει της θείας βοήθειας που του δόθηκε σαν υπόσχεση στο πρόσωπο του μακαρίου Πέτρου, έχει το αλάθητο με το οποίο ο θείος λυτρωτής θέλησε να είναι εφοδιασμένη η Εκκλησία του στον καθορισμό κάποιας διδασκαλίας περί πίστεως ή πράξεως. Δια τούτο όλες οι οριστικές αποφάσεις των Ρωμαίων επισκόπων είναι από μόνες τους αλάθητες και όχι από τη συναίνεση της Εκκλησίας».
Βεβαίως το αλάθητο του Πάπα δεν είναι δύναμη απεριόριστη και ανεξέλεγκτη. Η σύνοδος θέτει περιορισμούς. Ο Πάπας δεν είναι αλάθητος όταν αποφαίνεται ως ιδιώτης, αλλ΄ όταν αποφαίνεται επίσημα από καθέδρας, δηλαδή σαν εκπρόσωπος όλης της Εκκλησίας. Ο περιορισμός αυτός εφευρέθηκε για να καλύψει το φαινόμενο πλάνης Παπών στην εκκλησιαστική ιστορία (Λιβέριος, Ονώριος). Οι διακρίσεις όμως αυτές, άλλοτε να είναι αλάθητος ο Πάπας και άλλοτε όχι, δεν έχουν μεγάλη σημασία. Σημασία έχει ότι ο Πάπας σφετερίσθηκε στο πρόσωπό του την αλάθητη φωνή με την οποία ο Σωτήρας εφοδίασε την Εκκλησία του. Η συμπύκνωση του αλαθήτου σε μία μόνο ανθρώπινη κεφαλή φορτισμένη με πολλή εγωπάθεια και αλαζονεία, καθιστά —κυρίως στις ημέρες μας— το δόγμα αυτό του Παπισμού πολύ αποκρουστικό και απαράδεκτο.
Τέλος πολύ προβληματική είναι η σχέση του αλαθήτου του Πάπα με το αλάθητο των οικουμενικών συνόδων, το οποίο αποδέχεται η Ρωμαϊκή Εκκλησία. Ή θα έχουμε δυο παράλληλα αλάθητα, ή για το αλάθητο των οικουμενικών συνόδων (που είναι πολλές στη Ρωμαϊκή Εκκλησία) απαιτείται και η συναίνεση του Πάπα, οπότε δεν εννοούμε τη φύση του αλαθήτου των συνόδων που τελικά μεταβάλλονται σε απλό διάκοσμο της Ρωμαϊκής έδρας.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 156-157)
109. Τί είναι το πρωτείο του Πάπα;
Είναι αίρεση της Ρωμαϊκής Εκκλησίας αναφερόμενη στο διοικητικό σύστημα της Εκκλησίας. Ενώ κατά την ορθόδοξη διδασκαλία όλοι οι Επίσκοποι είναι ίσοι μεταξύ τους, την δε ανώτατη αρχή και εξουσία συγκεντρώνει το σύνολο των επισκόπων της, οι οποίοι είναι ο νόμιμος και αλάθητος φορέας της εξουσίας αυτής, στη Ρωμαϊκή Εκκλησία φορέας όλων των εξουσιών είναι ο επίσκοπος Ρώμης. Ο Πάπας κατέχει την πλήρη και ύψιστη δύναμη δικαιοδοσίας σ’ ολόκληρη την Εκκλησία, όχι απλώς σε ζητήματα πίστεως και ήθους, αλλά και στην πειθαρχία και τη διοίκηση της Εκκλησίας (δόγμα de fide). Την πίστη τους αυτή στηρίζουν στο ότι ο Πάπας είναι διάδοχος του απ. Πέτρου στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης, σ’ αυτόν δε μεταβιβάζει εκείνος όλες τις προνομίες που είχε από το Διδάσκαλο. Τω όντι πιστεύουν ότι ο Χριστός κατέστησε τον Πέτρο πρώτο μεταξύ των άλλων Αποστόλων και ορατή κεφαλή της όλης Εκκλησίας, παραχωρήσας σ’ αυτόν άμεσα και προσωπικά (στο πρόσωπό του) το πρωτείο δικαιοδοσίας πάνω σε όλη την Εκκλησία (De fide). Το πρωτείο αυτό του επισκόπου Ρώμης, στη διατύπωση του οποίου ωθείτο η Ρωμαϊκή Εκκλησία από το εξουσιαστικό και απολυταρχικό πνεύματα της, στην αρχή εκδιπλωνόταν επί της κοσμικής εξουσίας, βραδύτερα όμως και ιδίως από τον Θ’ αιώνα άρχισε να στοχεύει εμφανέστερα και την πνευματική επί της Εκκλησίας κυριαρχία.
Τα δόγματα όμως αυτά των Παπικών κάθε άλλο παρά σωστά είναι. Το χωρίο Ματθ. 16,18: «Συ, εί Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν» στο οποίο στηρίζονται κυρίως οι παπικές αξιώσεις, δεν σημαίνει ό,τι συνήθως αντιλαμβάνονται οι Ρωμαιοκαθολικοί. Η λέξη πέτρα με οποιαδήποτε έννοια κι αν νοηθεί, είτε σημαίνουσα τον Πέτρο σαν βράχο της πίστεως είτε -το κυριότερο- την ομολογία πίστεως του μαθητή, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να σημαίνει ότι η Εκκλησία του Χριστού θα κτιζόταν επί μόνου του Αποστόλου Πέτρου. Και η εξουσία του «δεσμείν και λύειν αμαρτίας», που χορηγείται στη συνέχεια του χωρίου στον Πέτρο (Ματθ. 16,19: «Και δώσω σοι τας κλείς της βασιλείας των ουρανών, και ο εάν δήσης επί της γης, εσται δεδεμένον εν τοις ούρανοίς...») χορηγείται επίσης από τον Κύριο και στους άλλους μαθητές: Αν τινων άφήτε τας αμαρτίας, άφίενται αύτοίς, αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται», όπως και η εποικοδόμηση της Εκκλησίας πάνω στον Πέτρο σαν σε λίθο μερικότερο (Ακρογωνιαίος είναι ο Χριστός: Α' Κορ. 3,11), δεν αποκλείει του προνομίου αυτού και τους άλλους μαθητές: «Ούκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού, εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού» (Έφεσ. 2,19-20).
Όπως όμως μαρτυρούν οι Πράξεις των Αποστόλων και οι άλλες επιστολές, ο Πέτρος δεν είχε λάβει από τον Κύριο καμιά υπεροχή έναντι των άλλων Αποστόλων. Αλλά και αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ουδέποτε το προνόμιό αυτό θα μεταβιβαζόταν στον επίσκοπο Ρώμης ως διάδοχο του Πέτρου, απλούστατα γιατί ο Πέτρος μαρτύρησε μεν Ρώμη, ποτέ όμως δεν εχρημάτισε πρώτος επίσκοπος αυτής. Και βέβαια είχε πρεσβεία ο Ρώμης στην αρχαία Εκκλησία, αυτά όμως δεν ήταν πρεσβεία εξουσίας και εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, αλλ΄ απλά πρεσβεία τιμής, επειδή ήταν επίσκοπος της Ρώμης, της λαμπράς και δοξασμένης πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της μητέρας των Αγίων και των μαρτύρων.
Εάν πάλι ο επίσκοπος Ρώμης είχε jure divino την εξουσία του επί της Εκκλησίας ως διάδοχος δήθεν του Πέτρου στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης, τότε και άλλοι επίσκοποι κατασταθέντες από τον Πέτρο (μάλιστα ο Αντιόχειας) έπρεπε με το αυτό σκεπτικό να ήταν μέτοχοι σε ίση μοίρα στην υποτιθέμενη εξουσία και τα πρωτεία του πάπα Ρώμης. Τέλος, αν οι Πάπες, εκχριστιανίζοντες τα βάρβαρα φύλα της Δυτικής Ευρώπης είχαν όντως εξουσία επ’ αυτών και παράλληλα ηύξαναν την κοσμική επιρροή τους δια των σχέσεων που είχαν με τους ηγεμόνες της Ευρώπης, η Ανατολική Εκκλησία έμενε πάντοτε ελεύθερη και ανεξάρτητη από τη Ρώμη, αποκρούουσα πάντοτε τις φίλαρχες αξιώσεις των Παπών.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 154-156)
Αμέλεια
για τον εαυτό μας
Δεν καταργώ τον έλεγχο, ούτε απαγορεύω τη διόρθωση,
αλλ’ απαγορεύω ν’ αδιαφορούμε για την πνευματική
δική μας ζωή και ν’ ασχολούμαστε με τους άλλους,
διαπομπεύοντάς τους.
Ε.Π.Ε. 10,74
μέχρι πότε;
Μέχρι πότε θα ‘μαστε ράθυμοι (οκνηροί);
Μέχρι πότε αδιάφοροι;
Μέχρι πότε θα καταφρονούμε και το δικό μας συμφέρον
και των συνανθρώπων μας;
Εκείνος, ο Χριστός, χαρίζει σε μας πλούσια
τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Ε.Π.Ε. 24,116
τα φταίει όλα
Βλέπεις, ότι απ’ την ανόητη αμέλεια και τη ραθυμία,
κι όχι από βίαιη επίθεση γίνεται η απάτη της απώλειας μας;
Ε.Π.Ε. 31,118
Αμετάβλητα
και ευμετάβλητα
Όποιος προτιμά τον πλούτο εκείνο,
δεν θα πάθη κανένα κακό.
Όποιος προτιμά την πρόοδο στην αρετή,
την αληθινή δόξα, την αληθινή τιμή, την αληθινή ηδονή.
Εκεί όλα αυτά είναι σταθερά, χωρίς καμμιά μεταβολή.
Ενώ όλα τα εδώ αλλάζουν και υπόκεινται σε μετατροπή.
Όλα μεταβάλλονται.
Ε.Π.Ε. 23,450
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 161)
Το επάγγελμα δεν κάνει τον άνθρωπο
-Γέροντα, όταν κάποιος ζορίζεται σε μια δουλειά, τί φταίει;
-Μήπως δεν την αντιμετωπίζει με καλούς λογισμούς; Αν την αντιμετωπίζη όμορφα,
τότε, όποια δουλειά και αν κάνη, θα είναι πανηγύρι.
-Γέροντα, και όταν κανείς στενοχωριέται, γιατί κάνει μια δουλειά βαρειά ή καταφρονητική,
λ.χ. χτίζει ή πλένει κατσαρόλες σε κάποιο μαγειρείο κ.λπ., πώς πρέπει να τοποθετηθή;
-Αν σκεφθή ότι ο Χριστός έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του, θα πάψη να στενοχωριέται.
Με αυτό που έκανε ο Χριστός ήταν σαν να μας έλεγε: «Έτσι πρέπει να κάνετε και εσείς».
Είτε κατσαρόλια πλένει κανείς είτε σκάβει, να χαίρεται. Αλλος καθαρίζει υπονόμους,
γιατί δεν έχει άλλη δουλειά και είναι ο καημένος συνέχεια μέσα στα μικρόβια.
Αυτός δεν είναι άνθρωπος; Δεν είναι εικόνα Θεού; Ήταν ένας οικογενειάρχης που είχε σαν επάγγελμα
να καθαρίζη υπονόμους και είχε φθάσει σε μεγάλη πνευματική κατάσταση.
Είχε πάθει φυματίωση καί, ενώ είχε την δυνατότητα να φύγη, δεν ήθελε, επειδή σκεφτόταν,
γιατί να παιδεύεται κάποιος άλλος; Αγαπούσε την περιφρονημένη ζωή, γι’ αυτό ο Θεός τον χαρίτωσε.
Το επάγγελμα δεν κάνει τον άνθρωπο. Εγώ γνώρισα έναν αχθοφόρο που είχε αναστήσει νεκρό.
Όταν ήμουν δικαίος, στην Σκήτη των Ιβήρων, με επισκέφθηκε μια μέρα κάποιος που ήταν περίπου πενήντα πέντε χρονών.
Είχε έρθει αργά το απόγευμα και δεν χτύπησε, για να μην ενοχλήση τους Πατέρες και κοιμήθηκε έξω.
Όταν τον είδαν οι Πατέρες, τον πήραν μέσα και με ειδοποίησαν.
«Καλά, του είπα, γιατί δεν χτύπησες το καμπανάκι, για να σού ανοίξουμε και να σε τακτοποιήσουμε;».
«Τί λές, Πάτερ μου, πώς να ενοχλήσω τους Πατέρες;», μου είπε. Βλέπω, το πρόσωπό του είχε μία λάμψη.
Κατάλαβα ότι θα ζούσε πολύ πνευματικά. Μου είπε μετά ότι είχε μείνει μικρός ορφανός από πατέρα και γι’ αυτό,
όταν παντρεύτηκε , αγαπούσε πάρα πολύ τον πεθερό του.
Πρώτα περνούσε από το σπίτι των πεθερικών του και μετά πήγαινε στο σπίτι του.
Στενοχωριόταν όμως, γιατί ο πεθερός του έβριζε πολύ.
Πολλές φορές τον είχε παρακαλέσει να μη βρίζη, αλλά εκείνος γινόταν χειρότερος.
Κάποτε αρρώστησε βαριά ο πεθερός του. Τον πήγαν στο νοσοκομείο και μετά από λίγες μέρες πέθανε.
Εκείνος δεν ήταν κοντά του την ώρα που ξεψύχησε, γιατί έπρεπε να ξεφορτώση ένα πλοίο.
Όταν πήγε στο νοσοκομείο και τον βρήκε στο νεκροστάσιο, προσευχήθηκε με πολύ πόνο:
«Θεέ μου, Σε παρακαλώ, είπε, ανάστησέ τον, για να μετανοήση, και μετά πάρ’ τον».
Αμέσως ο νεκρός άνοιξε τα μάτια του και άρχισε να κουνάη τα χέρια του.
Το προσωπικό, μόλις τον είδαν, εξαφανίσθηκαν. Τον τακτοποίησε και τον πήγε στο σπίτι του εντελώς καλά.
Έζησε πέντε χρόνια με μετάνοια και μετά πέθανε. «Πάτερ μου, μου είπε, ευχαριστώ πολύ τον Θεό,
που μου έκανε αυτήν την χάρη. Ποιός είμαι εγώ, για να μου κάνη ο Θεός τέτοια χάρη;».
Είχε πολλή απλότητα και τέτοια ταπείνωση, που ούτε καν του περνούσε από το μυαλό ότι ανέστησε νεκρό.
Είχε διαλυθή από ευγνωμοσύνη προς τον Θεό γι’ αυτό που του έκανε.
Πολλοί άνθρωποι βασανίζονται, γιατί δεν κατορθώνουν να δοξασθούν με μάταιες δόξες ή να πλουτίσουν με μάταια πράγματα.
Δεν σκέφτονται ότι αυτά στην άλλη, την αληθινή, ζωή ούτε χρειάζονται, αλλά ούτε και μεταφέρονται.
Εκεί μόνον τα έργα μας θα μεταφέρουμε, τα οποία θα μας βγάλουν από εδώ και το ανάλογο διαβατήριο
για το μεγάλο και αιώνιο ταξίδι μας.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 174-176)
Η Άκτιστη Εκκλησία
Ο πατήρ Πορφύριος, όταν μας μιλούσε για τον άνθρωπο, για το Θεό,
για τον κόσμο, για την αγάπη, για την προσευχή, για τη δημιουργία ολόκληρη,
μιλούσε με θεολογικά κριτήρια (πτυχιούχος ων της… Β' του Δημοτικού Σχολείου).
Είχε όντως το χάρισμα της Θεολογίας, που πηγάζει από την ζώσα πηγή,
τη νοερά, του Αγίου Πνεύματος. Και μάλιστα της Μυστικής Θεολογίας, όπου βλαστάνει
η κατά Χριστόν φιλοσοφία. Ήταν ένας Μυστικός Θεολόγος χωρίς κοσμικές σπουδές,
παρά μόνο με τις σπουδές της ασκήσεως, της ησυχίας, της νοεράς εργασίας.
Έλεγε: Είθε να μπούμε όλοι στην επίγεια Άκτιστη Εκκλησία, γιατί, αν δεν μπούμε σ' αυτήν,
δεν θα μπούμε και στην ουράνια". "Μπορούμε να ενωθούμε, αν κάνουμε μυστική ζωή."
"Η καλή δύναμη πάει πλούσια, αλλά απαλά ως "θρούς", όπως λέει η Παλαιά Διαθήκη".
Να γίνεσθε Άγιοι…"
[Ί 101]σελ.162-163
Απασχολούσε έντονα έναν αδελφό μου το θέμα της Εκκλησίας του Χριστού, "από πότε υπάρχει",
γιατί ήθελε να το χρησιμοποιεί στα κηρύγματά του και για ένα βιβλίο που έγραφε.
Είχε πάει μιά απ' αυτές τις ημέρες στον Παππούλη και πήγε να φύγει όταν τελείωσε μαζί του,
χωρίς όμως να του πει το πρόβλημα του. Παίρνοντας την ευχή του, του λέει ο Γέροντας.
"Άντε πήγαινε τώρα και να ξέρεις ότι η Εκκλησία είναι προαιώνιος και άκτιστος,
και άσε τους θεολόγους να λένε ό,τι θέλουν". Έμεινε έκπληκτος ο αδελφός με την αποκάλυψη
που του έκανε ο Παπούλης στον προβληματισμό που είχε.
[Τζ 173]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ. 162-163)
Οι χριστιανοί ζούμε σε μια διαρκή πολιορκία, ο αόρατος πόλεμος είναι ανελέητος και ασταμάτητος. Ένας πολιορκητικός κλοιός μας περικυκλώνει απειλητικά και ακούραστα με απώτερο σκοπό τον αφανισμό μας. Η συμπόρευση και η συστράτευση με το Χριστό ενεργοποίησε αυτόματα και την κήρυξη πολέμου από τον αιώνιο εχθρό του Χριστού, το διάβολο. Ο Κύριος είπε: ‘Ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστί’ Δηλαδή ‘ Συμβιβασμούς με την παράταξη του διαβόλου δε δέχομαι. Εκείνος που δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου.’ ( Ματθ. ιβ΄,30) Ο διάβολος φυσικά δεν είναι μαζί Του αλλά εναντίον Του και ενάντια σε όποιον Τον ακολουθεί. Και γι’ αυτό άλλωστε οι χριστιανοί διαχρονικά διώκονταν και θα εξακολουθούν να διώκονται μέχρι συντελείας του αιώνος τούτου. Γι’ αυτό και στις μέρες μας δε θα πρέπει να μας ξαφνιάζει αυτός ο πόλεμος. Η μελέτη της ιστορίας του χριστιανισμού θα μας διαφώτιζε και θα μας προετοίμαζε.
Ο Κύριος είπε ‘ Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή’ Δηλαδή ‘ Εγώ είμαι ο μοναδικός δρόμος διά του οποίου μπορεί κάποιος να φθάσει στον ουρανό. Διότι συγχρόνως είμαι και η απόλυτος αλήθεια και η πραγματική και πηγαία ζωή.’ ( Ιω. ιδ΄, 6) Και αλλού ‘Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς’ Δηλαδή ‘ Θα μάθετε την αλήθεια και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει από τη δουλεία της αμαρτίας’ ( Ιω.η΄32) Εκείνος θα μας ανοίγει δρόμους και θα μας βοηθάει να αποτινάζουμε από πάνω μας την αμαρτία η οποία συνιστά και το δούρειο ίππο του διαβόλου στη ζωή μας.
Είναι πολλές οι μεθοδείες και τα τεχνάσματα του εχθρού και είναι και πολλοί οι υπηρέτες και οι ακόλουθοι του. Έχει κι αυτός τους δικούς του. Γι’ αυτό χρειάζεται επαγρύπνηση, εγρήγορση και νήψη γιατί ο αντίπαλος καραδοκεί προκειμένου να πετύχει τα πλήγματα του. Το Χριστό δεν μπόρεσε να Τον πλήξει. Γι’ αυτό έβαλε στο στόχαστρο την Εκκλησία Του και το ποίμνιο Του. Τί τιμή όμως να σε πολεμάει ο διάβολος! Καλούμαστε λοιπόν να δώσουμε μάχες με έναν αντίπαλο που είναι ήδη ηττημένος από τον Αρχηγό μας. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να φοβόμαστε και να λιποψυχούμε. Καλούμαστε με τον αγώνα μας να δείξουμε ότι είμαστε γνήσια τέκνα Του και άξιοι στρατιώτες Του. Κι έτσι ευρισκόμενοι μέσα στην πολιορκία μας μαζί με το Χριστό δε θα νιώθουμε φυλακισμένοι αλλά ελεύθεροι γιατί θα είμαστε με την ίδια την Ελευθερία και με το Νικητή οπότε και οι δικές μας νίκες θα είναι εξασφαλισμένες!
Δεν θα θέλαμε να μη φοβόμαστε; Να έχουμε θάρρος, να μην τα χάνουμε, να μην απελπιζόμαστε; Δε θα θέλαμε να είμαστε ικανοποιημένοι και με τα λίγα; Να έχουμε μέσα μας πληρότητα, ειρήνη και χαρά; Δε θα θέλαμε να μένουμε μέσα μας ανεπηρέαστοι από τα εξωτερικά ερεθίσματα; Δε θα θέλαμε και οι γύρω μας να είναι ήρεμοι και γαλήνιοι; Ακόμη δε θα θέλαμε να αισθανθούμε και να πιστέψουμε ότι η ζωή μας δε σταματάει με το θάνατο μας αλλά ότι αντίθετα ξεκινάει με το θάνατο μας η ζωή, η αιώνια και αληθινή; Δε θα θέλαμε να ξυπνάμε το πρωί γεμάτοι δύναμη και αισιοδοξία και να κοιμόμαστε το βράδυ με ήσυχη και καθαρή συνείδηση; Να βλέπουμε πέρα από τα φαινόμενα και να επικοινωνούμε με έναν ολόκληρο πνευματικό κόσμο που βρίσκεται εκεί για να μας αγαπά και να μας βοηθά; Δε θα θέλαμε να βλέπουμε το Φως; Να ζούμε μέσα στο Φως; Να ζούμε μέσα στη μόνη Αλήθεια;
Αν πραγματικά θα τα θέλαμε όλα αυτά είναι ώρα να πάρουμε το δρόμο για Αυτόν που θα μας τα δώσει όλα αυτά… το Χριστό. Ο Χριστός θα μας τα δώσει όλα αυτά και άλλα ακόμη πολλά. Μας περιμένει υπομονετικά από καιρό! Αυτά δεν τα υπόσχομαι εγώ που τώρα γράφω αυτές τις γραμμές. Μας τα υποσχέθηκε ο ίδιος ο Χριστός. Αρκεί να ανοίξουμε την Καινή Του Διαθήκη για να το διαπιστώσουμε. Η Καινή Διαθήκη είναι το κληροδότημα του Χριστού σε όλους εμάς. Εκεί μέσα κρύβεται και αποκαλύπτεται η σπουδαιότερη περιουσία που θα μπορούσε ποτέ άνθρωπος να θελήσει! Τί περισσότερο ή τί ανώτερο να θελήσει ο άνθρωπος από την ίδια τη Ζωή; Ο Χριστός μας καλεί να μην ποθήσουμε ποτέ τίποτα λιγότερο από Αυτόν! Κι εμείς αναλωνόμαστε σε μάταιους, παροδικούς και ευτελείς πόθους που αντί να μας ανυψώνουν, μας καθιστούν χαμερπείς και ανόητους.
Ας αναρωτηθούμε όλοι μας ποιοι είναι οι πόθοι και οι επιθυμίες μας γιατί από αυτές εξαρτάται τελικά και ο τρόπος που βιώνουμε τη ζωή μας. Και αν νιώθουμε ότι δεν είμαστε ευτυχισμένοι τότε είναι καιρός να επαναπροσδιοριστούμε. Η ευτυχία υπάρχει! Και έχει όνομα…. Χριστός! Εύχομαι όλοι μας να καταφέρουμε να συναντηθούμε με αυτό το πρόσωπο της ευτυχίας και τότε είμαι σίγουρη πως τίποτα πια δε θα είναι το ίδιο!(Α.Κ.Β)
Εκτός από το πολύ γνωστό μας πάθος της κατάκρισης υπάρχει και η απλή κρίση, η οποία όχι μόνο δεν είναι πάθος αλλά –όταν είναι δίκαιη- είναι και εντολή του Χριστού μας. Μας είπε ‘ Μη κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε’. Δηλαδή ‘ Μη δικάζετε και μη σχηματίζετε κρίσεις με επιπολαιότητα σύμφωνα με την εξωτερική όψη και τα εξωτερικά φαινόμενα. Αλλά κρίνετε δίκαια. ( Ιω. ζ΄,24) Και πότε είναι δίκαιη η κρίση μας; Όταν δε γίνεται ‘ κατ’ όψιν’, δηλαδή επιφανειακά. Δυστυχώς πολλές φορές μένουμε στην επιφάνεια και δεν ψάχνουμε τα πράγματα σε βάθος. Ακούμε αποσπασματικά μια φράση κάποιου ή βλέπουμε μια ενέργεια του κα σπεύδουμε να τον κρίνουμε και να τον χαρακτηρίσουμε όπως μας βολεύει, με περισσή ευκολία. Αγνοώντας σίγουρα πολλές σημαντικές παραμέτρους, δικάζουμε και καταδικάζουμε. Και δε φτάνει μόνο αυτό! Πολλοί άνθρωποι έχουμε και το δαιμόνιο της πληροφόρησης που στην ουσία γίνεται παραπληροφόρηση. Αυτά τα λάθος και βεβιασμένα μας συμπεράσματα σπεύδουμε να τα διαδώσουμε και στους άλλους. Και αν αυτοί που δέχονται την πληροφορία έχουν το χάρισμα της δικαιοσύνης, της ευθυκρισίας και της διάκρισης, το κακό σταματά εκεί. Αν όχι όμως, αν είναι εμπαθείς και αδιάκριτοι το κακό συνεχίζεται και μετατρέπεται σ’ ένα γαϊτανάκι ψεύδους και παραπληροφόρησης!
Πολλοί τρέχουν να προλάβουν την ‘είδηση’ στους ανωτέρους τους και για να ικανοποιήσουν τη ζήλεια τους διαβάλλοντας αυτούς τους οποίους ζηλεύουν και για να δηλώσουν την αφοσίωση τους στους προϊσταμένους τους. Το έχουμε δει αυτό πολλές φορές στον εργασιακό χώρο. Και ύστερα όταν απολύεται κάποιος ή παραιτείται αηδιασμένος, αναρωτιόμαστε γιατί έφυγε! Και δυστυχώς αυτά συμβαίνουν όχι μόνο στον εργασιακό χώρο αλλά και σ’ όλους τους χώρους ακόμα και μέσα στην Εκκλησία. Και πώς θα μπορούσε να εκλείπει η παραπληροφόρηση από τους κόλπους της από τη στιγμή που ο διάβολος που την πολεμάει είναι ο πατέρας και ο άρχοντας του ψεύδους; Παίρνει μισή αλήθεια, τη μπολιάζει με εικασίες και αισχρά ψεύδη και φτιάχνει μια δικιά του ΄αλήθεια’ θανατηφόρα.
Κι ενώ ο Χριστός μας είναι η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή, αυτός αντίστοιχα είναι το αδιέξοδο, το ψέμα και ο θάνατος. Αυτός και όσοι ακολουθούν τις μεθόδους του! Όταν ο διάβολος βλέπει αυτούς τους ανθρώπους, τους πληροφοριοδότες, τρίβει τα χέρια του. Απ’ τον καιρό που πλάνεψε την Εύα και τον Αδάμ μέχρι σήμερα πολεμάει το Θεό και την Εκκλησία του Υιού Του με διαβολές. Στις μέρες μας δε, που έχουμε την τηλεόραση και το ίντερνετ, η διαβολή έχει γίνει ένα επικερδέστατο επάγγελμα. Ο διάβολος για να υλοποιήσει τα σχέδια του πλησιάζει αυτούς που επηρεάζουν την κοινή γνώμη και αφού διαβάλει πρώτα αυτούς ύστερα μπορεί να απλώσει το κακό παγκόσμια και με μεγάλη ευκολία. Ας μας λυπηθεί ο Κύριος και ας μη μας αφήσει ποτέ να γίνουμε κρίκος αυτής της ντροπιαστικής αλυσίδας ψεύδους! (Κ.Δ.Κ)