ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΈΝΑΣ Ερημίτης κάποτε νήστεψε συνέχεια εβδομήντα εβδομάδες και παρακαλούσε τον Θεό να του φανερώσει την έννοια κάποιου γραφικού ρητού, που δεν μπορούσε να καταλάβει. Επειδή όμως δεν του την φανέρωσε ο Θεός, είπε μια μέρα στον εαυτό του:

- Γιατί να κοπιάζω και να περιμένω άσκοπα; Δεν πάω να ρωτήσω τον γείτονά μου Γέροντα; Ίσως εκείνος να γνωρίζει.

Μόλις όμως ξεκίνησε να πάει, του έστειλε ο Θεός Άγγελο και του φανέρωσε εκείνο που ζητούσε.

- Γιατί τόσον καιρό δεν ερχόσουν; τον ρώτησε ο Γέροντας.

- Για να ταπεινωθείς και να ζητήσεις την συμβουλή άλλου, αποκρίθηκε ο Άγγελος.

ΠΗΓΕ ένα βράδυ βιαστικός στην καλύβα του Αββά Ιωάννου του Κολοβού κάποιος γείτονάς του Ερημίτης να του ζητήσει κάτι.
Όρθιοι στην πόρτα οι δυο συνασκητές, άρχισαν κάποια πνευματική συζήτηση και ξημέρωσε χωρίς να το καταλάβουν.

ΈΝΑΣ νέος μοναχός ρώτησε κάποιο Γέροντα τι ήταν προτιμότερο να κάνει: να επισκέπτεται τους Πατέρες για να διδάσκεται ή να ησυχάζει στο κελλί του;

- Η επίσκεψη στους Πατέρες, αποκρίθηκε ο Γέροντας, ήταν παλαιά συνήθεια των μοναχών.

(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.148)

Ένας μοναχός ρώτησε κάποιο μεγάλο γέροντα:
-Πώς ο διάβολος καταφέρνει και κινεί πόλεμο στους αγίους;
Κι εκείνος του διηγήθηκε το ακόλουθο επεισόδιο:
Στο όρος Σινά ασκήτευε ο μοναχός Νίκων. Έτυχε κάποτε ένας άνδρας να μπη στη σκηνή ενός φαρανίτη, όπου βρήκε την κόρη του μονάχη. Κι αφού αμάρτησε μαζί της, της παρήγγειλε:
-Να πης στους δικούς σου, πως ο αναχωρητής Νίκων ήρθε και σε διέφθειρε.
Όταν γύρισε στη σκηνή ο πατέρας και του είπε η κόρη αυτό το πράγμα, άρπαξε γρήγορα ένα σπαθί κι έτρεξε στο κελλί του γέροντα. Χτύπησε την πόρτα, και μόλις εκείνος βγήκε, όρμησε με το σπαθί να τον σκοτώση. Μα ξαφνικά το χέρι του ξεράθηκε! Φεύγει τότε και πάει στην εκκλησία, για να πη τα καθέκαστα στους πρεσβυτέρους. Εκείνοι κάλεσαν αμέσως τον ερημίτη. Μόλις ήρθε τον έδειραν τόσο πολύ, που το σώμα του γέμισε πληγές! Μετά ήθελαν να τον διώξουν. Εκείνος τους παρακάλεσε:
-Αφήστε με, πατέρες εδώ, να μετανοήσω.
Με τα πολλά, τον έβαλαν χωριστά απ’ όλους, κι έδωσαν εντολή, για τρία χρόνια να μην τον επισκεφθή κανείς!
Έκανε ο αββάς Νίκων τρία ολόκληρα χρόνια, ζώντας απομονωμένος. Μόνο τις Κυριακές ερχόταν στη σκήτη κι έδειχνε τη μετάνοιά του, παρακαλώντας όλους τους αδελφούς:
-Σας παρακαλώ, προσευχηθήτε για μένα!
Κάποτε όμως, εκείνος που είχε αμαρτήσει με την κόρη του φαρανίτη κι έριξε το κρίμα πάνω στον αναχωρητή, δαιμονίστηκε! Παρουσιάστηκε λοιπόν και ομολόγησε μπροστά σε όλους:
-Εγώ έκανα την αμαρτία, μα είπα στην κοπέλα να συκοφαντήση τον δούλο του Θεού.
Ξεκίνησαν όλοι τότε, πήγαν στον γέροντα Νίκωνα και του είπαν:
-Συγχώρεσε μας, σε παρακαλούμε, αββά Νίκων!
Κι εκείνος πρόθυμα τους συγχώρησε.

Τελειώνοντας την αφήγηση του επεισοδίου, λέει ο γέροντας στο μοναχό:
-Βλέπεις τώρα πώς καταφέρνει ο διάβολος και κινεί τον πόλεμο των πειρασμών στους αγίους;

(Έαρ της ερήμου)

( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ. 278-279)

ΤΟ ΔΗΛΗΤΉΡΙΟ ΤΗΣ ΖΉΛΕΙΑΣ


Όποιος θάβει τα δικά του χαρίσματα, ζηλεύει τα χαρίσματα των άλλων


-    Γέροντα, πώς θα βοηθηθή κάποιος που ζηλεύει να ξεπεράση την ζήλεια;
-    Αν γνωρίση τα χαρίσματα με τα οποία τον έχει προικίσει ο Θεός και τα αξιοποιήση, τότε δεν θα ζηλεύη και η ζωή του θα είναι Παράδεισος. Πολλοί δεν βλέπουν τα δικά τους χαρίσματα· βλέπουν μόνον τα χαρίσματα των άλλων και τους πιάνει η ζήλεια. Θεωρούν τον εαυτό τους αδικημένο, μειωμένο, κι έτσι βασανίζονται και κάνουν την ζωή τους μαύρη. «Γιατί αυτός να έχη αυτά τα χαρίσματα κι εγώ να μην τα έχω;», λένε. Μά εσύ έχεις άλλα χαρίσματα, εκείνος άλλα. Θυμάστε τον Κάιν και τον Άβελ; Δεν έψαξε ο Κάιν να βρη τα δικά του χαρίσματα, αλλά κοιτούσε τα χαρίσματα του Άβελ· οπότε καλλιέργησε τον φθόνο προς τον αδελφό του, μετά τα έβαλε και με τον Θεό και τελικά από τον φθόνο έφθασε στον φόνο. Και μπορεί αυτός να είχε περισσότερα και μεγαλύτερα χαρίσματα από τον Άβελ.
-    Γέροντα, πώς μπορεί κανείς, όταν βλέπη τα χαρίσματα των άλλων, να μη ζηλεύη, αλλά να χαίρεται;
-    Αν αξιοποιή τα δικά του χαρίσματα και δεν τα θάβη, τότε θα χαίρεται με τα χαρίσματα των άλλων. Χρόνια τώρα βλέπω εδώ μια αδελφή τί φωνή έχει, τί ευλάβεια, και όμως δεν πάει να ψάλη. Και επειδή το δικό της χάρισμα το θάβει και δεν ψάλλει, μαραζώνει, όταν ακούη την άλλη που δεν έχει και τόσο καλή φωνή να ψάλλη. Δεν σκέφτεται ότι σ’ αυτήν έδωσε ο Θεός καλύτερη φωνή, αλλά δεν την καλλιεργεί.
Γι’ αυτό, λέω, ο καθένας να ψάξη να δη μήπως το χάρισμα που βλέπει στον άλλον και το ζηλεύει το έχει και αυτός, αλλά δεν το καλλιεργεί, ή μήπως ο Θεός του έδωσε άλλο χάρισμα. Γιατί ο Θεός δεν αδικεί κανέναν· στον καθέναν έχει δώσει ένα διαφορετικό χάρισμα που θα τον βοηθήση στην πνευματική του πρόοδο.
Όπως ο ένας άνθρωπος δεν μοιάζει με τον άλλο, έτσι και το χάρισμα του ενός δεν μοιάζει με του άλλου. Προσέξατε καμμιά φορά τα αγριομπίζελα που έχετε εκεί κάτω στον φράχτη; Όλα είναι από μία ρίζα, αλλά έχουν διαφορετικά χρώματα και το ένα είναι πιο όμορφο από το άλλο. Και όμως το ένα δεν ζηλεύει το άλλο... Το καθένα χαίρεται με το χρώμα που έχει. Βλέπετε και τα πουλιά; Το καθένα έχει την χάρη του, το δικό του κελάηδημα.
Ας βρη λοιπόν ο καθένας τα χαρίσματα που του έδωσε ο Θεός, ας δοξάζη τον Καλό Θεό, όχι εγωιστικά, φαρισαϊκά, αλλά ταπεινά, αναγνωρίζοντας ότι δεν έχει ανταποκριθή στις δωρεές του Θεού, και ας τα αξιοποιήση στο εξής.
-    Γέροντα, ζηλεύω μερικές αδελφές, γιατί έχουν ορισμένα χαρίσματα που εγώ δεν τα έχω.
-    Σ’ εσένα ο Θεός έδωσε τόσα χαρίσματα κι εσύ ζηλεύεις τα χαρίσματα των άλλων; Μου θυμίζεις την κόρη ενός ζαχαροπλάστη που είχαμε στην Κόνιτσα. Ο πατέρας της της έδινε κάθε μέρα ένα μικρό κομμάτι ραβανί, για να μην την πειράξη το μεγάλο, και αυτή έβλεπε τα παιδιά στο σχολείο που έτρωγαν μεγάλο κομμάτι μπομπότα και τα ζήλευε. «Τί μεγάλο κομμάτι τρώνε αυτά! έλεγε. Εμένα ο πατέρας μου μικρό μου δίνει». Ζήλευε την μπομπότα που έτρωγαν τα άλλα παιδιά, ενώ αυτή είχε ολόκληρο ζαχαροπλαστείο και έτρωγε ραβανί! Θέλω να πώ, κι εσύ δεν εκτιμάς τα μεγάλα χαρίσματα που σού έδωσε ο Θεός, αλλά βλέπεις τα χαρίσματα των άλλων και ζηλεύεις.
Ας μην είμαστε αχάριστοι προς τον Καλό Πατέρα μας Θεό, ο Οποίος έχει προικίσει όλα τα πλάσματά Του με χαρίσματα διάφορα, γιατί Αυτός γνωρίζει τί χρειάζεται ο καθένας μας, ώστε να μη βλαφθούμε. Εμείς όμως πολλές φορές κάνουμε σαν τα μικρά παιδιά και παραπονιόμαστε, γιατί δεν έδωσε και σ’ εμάς ο Πατέρας ένα φράγκο ή ένα δίφραγκο, όπως έδωσε στα αδέλφια μας, ενώ σ’ εμάς έχει δώσει ολόκληρο εκατοστάρικο. Νομίζουμε ότι αυτό που έδωσε σ’ εμάς δεν είναι τίποτε, γιατί περνάμε το εκατοστάρικο για χαρτί, και μας συγκινεί το φράγκο ή το δίφραγκο που έδωσε στα αδέλφια μας και κλαίμε και αγανακτούμε με τον Καλό Πατέρα μας .

(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 123-125)

ΌΠΟΙΟΣ μπαίνει σε μυροπωλείο, έλεγε κάποιος Γέροντας, κι αν ακόμη δεν αγοράσει κανένα άρωμα, βγαίνει έξω γεμάτος ευωδία.
Το ίδιο συμβαίνει σ’ εκείνον που συναναστρέφεται αγίους ανθρώπους. Παίρνει επάνω του το πνευματικό άρωμα της αρετής τους.

ΤΡΕΙΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ είχαν συνήθεια να πηγαίνουν μια φορά τον χρόνο στον Αββά Αντώνιο, για να διδάσκονται από τον Μέγα Όσιο.
Οι δύο του έκαναν διάφορες ερωτήσεις. Έτσι, έδιναν αφορμή στον Άγιο να ξεχύνει τον ποταμό της θείας σοφίας που τον κατεκλυζε.
Ο τρίτος άκουγε πάντοτε σιωπηλός χωρίς να ρωτά.
Κάποτε τον ρώτησε ο Όσιος:

- Τόσα χρόνια μ’ επισκεπτέσαι, αδελφέ, και ποτέ δεν μου έκανες την παραμικρή ερώτηση. Δεν θέλεις να μάθεις τίποτε;

- Μου αρκεί που σε βλέπω, Αββά. Κι αυτό ακόμη μ’ έχει πολλά διδάξει, αποκρίθηκε με σεβασμό ο Γέροντας.


Ο ΑΒΒΑΣ Παφνούτιος ασκήτευε σ’ ένα απόμερο σπήλαιο, δώδεκα μίλια μακριά από την σκήτη των Πατέρων. Είχε όμως την συνήθεια να επισκέπτεται την σκήτη δυο φορές τον μήνα για να ωφελείται από την διδασκαλία εκείνων. Τύπωσε μάλιστα βαθιά στην μνήμη του και έλεγε ύστερα στους μαθητές του τον λόγο που του έλεγαν συχνότερα οι Γέροντες:

- Όπου κι αν βρεθείς, παιδί μου, μην συγκρίνεις τον εαυτό σου με άλλο πρόσωπο, για να έχεις ανάπαυση στην ψυχή. Διαφορετικά, σε ξεγελά ο διάβολος να νομίζεις πως είσαι καλύτερος από τους άλλους.


(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.147)

Κάποιος γέροντας έμενε στη Θηβαΐδα, σ’ ένα σπήλαιο, κι είχε μαζί του έναν υποτακτικό, δόκιμο. Ο γέροντας είχε συνήθεια κάθε βράδυ να λέη διάφορες συμβουλές στον μαθητή του. Μετά του έδινε ευχή και τον έστελνε να κοιμηθή. Μια μέρα έτυχε να έρθουν μερικοί ευλαβείς κοσμικοί, που είχαν ακούσει για τη μεγάλη αρετή του γέροντα. Ήθελαν να τον επισκεφθούν και να του προσφέρουν και κάτι.
Όταν αναχώρησαν οι επισκέπτες, κάθησε πάλι μετά το απόδειπνο ο γέροντας και άρχισε, κατά τη συνήθεια του, να συμβουλεύη τον μαθητή του. Μα καθώς του μιλούσε, κουρασμένος όπως ήταν, τον πήρε ο ύπνος. Ο μαθητής του όμως δεν έφυγε αλλά καθόταν εκεί και τον περίμενε να ξυπνήση, για να του δώση την ευχή του. Η ώρα περνούσε, κι ο γέροντας δεν ξυπνούσε. Οι λογισμοί άρχισαν να ενοχλούν τον υποτακτικό, προτείνοντάς του να φύγη για ύπνο, έστω δίχως την ευχή. Αυτός όμως βίασε τον εαυτό του, αντιστάθηκε στο λογισμό κι έμεινε. Ήρθε πάλι ο ενοχλητικός λογισμός μα πάλι εκείνος δεν έφυγε. Με τον ίδιο τρόπο τον πολέμησε ο λογισμός επτά φορές, μα και τις επτά εκείνος αντιστάθηκε.
Ύστερα, όταν προχώρησε πολύ η νύχτα, ξύπνησε ο γέροντας, βλέπει τον μαθητή του στον ίδιο πάντα τόπο, και του λέει:
-Ακόμη δεν έφυγες για ύπνο;
-Όχι, αποκρίθηκε εκείνος, γιατί δεν μου έδωσες την ευχή σου και δεν με απέλυσες.
-Και γιατί δεν με ξύπνησες;
-Δεν τόλμησα να σε ξυπνήσω, για να μη σ’ ενοχλήσω.
Τότε σηκώθηκαν και άρχισαν την ακολουθία του όρθρου. Μετά ο γέροντας έδωσε την ευχή και έστειλε το μαθητή του ν’ αναπαυθή. Και καθώς καθόταν μόνος του, είδε σε όραμα κάποιον να του δείχνει ένα λαμπρό θρόνο που είχε πάνω του επτά στεφάνια. Τότε τον ρώτησε: « Τίνος είναι ο θρόνος αυτός και τα στεφάνια;». Εκείνος του απάντησε: « Του μαθητού σου. Τον θρόνο, του τον χάρισε ο Θεός από την ώρα που άφησε τον κόσμο και ήρθε στην έρημο. Τα επτά στεφάνια, όμως, πρέπει να ξέρης, τα κέρδισε αυτή τη νύχτα». Απόρησε ο γέροντας ακούγοντας τον και τον έπιασε φόβος. Φωνάζει λοιπόν τον μαθητή και του λέει:
-Πες μου, τί έκανες αυτή τη νύχτα;
-Συγχώρεσε με , γέροντα. Δεν έκανα τίποτε.
Κι ο γέροντας, νομίζοντας πως από ταπεινοφροσύνη δεν ομολογεί, του λέει:
-Δεν θα σ’ αφήσω, αν δεν μου πης τί έκανες.
Κι ο μαθητής, χωρίς να έχη συνείδηση ότι κάτι έκανε, δεν είχε τί να πη. Λέει λοιπόν:
-Συγχώρεσε με, αββά μου. Τίποτε άλλο δεν έκανα παρά τούτο μονάχα: Ήρθε ο λογισμός και μ’ ενόχλησε επτά φορές, να φύγω δίχως την ευχή σου και να πάω για ύπνο. Μα εγώ δεν έφυγα.
Μόλις το άκουσε αυτό ο γέροντας εξήγησε μέσα του όσα είχε δει στο όραμα του : Κάθε φορά που πολεμούσε ο υποτακτικός και νικούσε το λογισμό, ο Θεός τού χάριζε κι ένα στεφάνι. Βέβαια, δεν είπε τίποτε στον ίδιο, μα τα διηγήθηκε για ψυχική ωφέλεια στους άλλους πατέρες, για να μάθουνε πως ακόμη και για μικρές μάχες και νίκες ο Θεός μας χαρίζει στεφάνια!

( Έαρ της ερήμου)

( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄,σελ.275-277)

ΤΟ ΔΗΛΗΤΉΡΙΟ ΤΗΣ ΖΉΛΕΙΑΣ


Η ζήλεια μας αποδυναμώνει


-    Γέροντα, δεν έχω καθόλου κουράγιο.
-    Ζηλεύεις, γι’ αυτό δεν έχεις κουράγιο. Όταν ζηλεύη κανείς, στενοχωριέται, δεν μπορεί να φάη, οπότε αδυνατίζει και χάνει το κουράγιο του· και οι άλλοι μπορεί να νομίζουν πώς είναι μεγάλος ασκητής!
-    Γέροντα, αισθάνομαι πολύ φτωχή πνευματικά και αδύναμη.
-    Εσύ έχεις πολλές δυνάμεις, αλλά τις χαραμίζεις με την χαζή ζήλεια καί, ενώ είσαι ένα αρχοντόπουλο, βασανίζεσαι σαν κακόμοιρο γυφτάκι. Θα είχες προχωρήσει πολύ στην πνευματική ζωή, αν δεν σκάλωνες στην ζήλεια. Πρόσεξε, γιατί η ζήλεια σού ρουφάει όλες τις ψυχικές και σωματικές σου δυνάμεις, που θα μπορούσες να τις προσφέρης θυσία στον Θεό. Εάν έδιωχνες την ζήλεια, και η προσευχή σου θα είχε δύναμη.
Με την ζήλεια αποδυναμώνεται κανείς πνευματικά. Γιατί, νομίζετε, οι Απόστολοι δεν μπόρεσαν να βγάλουν το δαιμόνιο από το δαιμονισμένο παιδί, ενώ είχαν λάβει αυτήν την εξουσία από τον Χριστό και είχαν βγάλει άλλα δαιμόνια; Επειδή ζήλεψαν, που ο Χριστός πήρε στην Μεταμόρφωση μόνον τους τρεις Μαθητές, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Μπορούσε ο Χριστός να πάρη όλους τους Μαθητές, αλλά δεν ήταν όλοι σε κατάσταση να χωρέσουν αυτό το μυστήριο, γι’ αυτό πήρε αυτούς που μπορούσαν να το χωρέσουν. Λέτε να μην αγαπούσε τους άλλους Μαθητές; Ή μήπως αγαπούσε τον Ιωάννη περισσότερο από τους άλλους; Όχι, αλλά ο Ιωάννης αγαπούσε περισσότερο από τους άλλους Μαθητές τον Χριστό και γι’ αυτό καταλάβαινε την αγάπη του Χριστού καλύτερα. Είχε πολλή χωρητικότητα· η μπαταρία του ήταν μεγάλη. Βλέπετε πώς η ζήλεια απομάκρυνε την Χάρη του Θεού από τους άλλους Αποστόλους και δεν μπόρεσαν να γιατρέψουν το δαιμονισμένο παιδάκι; Γι’ αυτό ο Χριστός είπε: «Ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! έως πότε έσομαι μεθ υμών; έως πότε ανέξομαι υμών;»!

(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 122-123)

ΈΝΑΣ Επίσκοπος κάποτε, περιοδεύοντας τα χωριά της επαρχίας του, έφτασε σ’ ένα πολύ μακρινό μικρό χωριουδακι. Ζήτησε να δει τον Ιερέα. Ύστερα από αρκετή ώρα παρουσιάστηκε μπροστά του ένας απλοϊκός χωρικός, που μόλις είχε γυρίσει από το χωράφι και φορούσε τα ρούχα της δουλειάς. Ήταν ο ιερέας του χωριού. Ο Επίσκοπος δεν έμεινε ικανοποιημένος. Ήθελε πιο ευπαρουσίαστο τον Λειτουργό του Υψίστου.
Η επομένη ήταν Κυριακή. Ο Ιερέας ετοιμάστηκε να λειτουργήσει κι ο Επίσκοπος δεν τον άφηνε από τα μάτια του. Ήθελε να τα παρακολουθήσει όλα. Θα έβρισκε ίσως πολλά σφάλματα στον αγροίκο εκείνο χωρικό.
Παράδοξο όμως! Από την στιγμή που άρχισε η Θεία Λειτουργία, ο Ιερέας κυκλώθηκε από ένα ουράνιο φώς, που τον θέρμαινε και τον λάμπρυνε χωρίς να τον καίει. Κι αυτό κράτησε ως το τέλος της Λειτουργίας.
Αφού μοίρασε ο Ιερέας το αντίδωρο στους χωρικούς, τον φώναξε στο Άγιο Βήμα ο Επίσκοπος και πέφτοντας στα γόνατα του ζήτησε να τον ευλογήσει. Ο απλοϊκός Ιερέας σάστισε.
- Πώς είναι δυνατόν ο ανώτερος να ευλογηθεί από τον κατώτερό του; Εσύ ευλόγησέ με, άγιε Δέσποτα.
- Αδύνατον να ευλογήσω εκείνον που στεκεται μέσα σε θεϊκή φλόγα και προσφέρει την αναίμακτη Θυσία. «Το έλαττον υπό του κρείττονος ευλογείται» (Εβρ. ζ' 7).
- Υπάρχει τάχα, άγιε Δέσποτα, Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος και Διακονος ακόμη που να πλησιάζει το άγιο Θυσιαστήριο και να μην περικυκλώνεται από ουράνιο φως; είπε με απορία ο απλοϊκός Ιερέας.
Τί να απαντήσει ο Επίσκοπος σ’ εκείνον που έβλεπε το υπερφυσικό σαν το φυσικώτερο πράγμα του κόσμου; Θαύμασε την καθαρότητα της καρδιάς του κι έφυγε από το μικρό χωριό ωφελημένος.



(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.145-146)

"Επιστήμη και Θρησκεία", Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας

«Όταν εξετάζουμε τη σύγχρονη επιστήμη όπως αυτή δημιουργήθηκε από επιστήμονες σαν τον Λαμάρκ και τον Δαρβίνο, βλέπουμε την αντίθεση και θα έλεγα την απόλυτη ασυμφωνία που υπάρχει μεταξύ επιστήμης και θρησκείας σε θέματα που αφορούν τα βασικότερα προβλήματα της ύπαρξης και της γνώσης. Γι' αυτό, νους φωτισμένος και λογικός δεν μπορεί να δέχεται ταυτόχρονα και το ένα και το άλλο και πρέπει να επιλέξει μεταξύ θρησκείας και επιστήμης».

Τα λόγια αυτά τα έγραψε 65 χρόνια πριν ένας γνωστός Γερμανός ζωολόγος, θερμός οπαδός του Δαρβίνου, ο Γέκκελ στο βιβλίο του «Τα μυστικά του κόσμου» που γνώρισε μεγάλη επιτυχία και όπως φαινόταν απέδειξε ότι η πίστη είναι ένας παραλογισμός. Λέει, λοιπόν, ο Γέκκελ ότι κάθε άνθρωπος με φωτισμένη διάνοια πρέπει να διαλέξει μεταξύ επιστήμης και θρησκείας και να ακολουθήσει είτε το ένα είτε το άλλο. Και θεωρεί απαραίτητο να αρνηθούν αυτοί οι άνθρωποι την θρησκεία διότι ένας άνθρωπος λογικός δεν μπορεί να αρνηθεί την επιστήμη.

Πραγματικά αυτό είναι απαραίτητο; Όχι, καθόλου, διότι γνωρίζουμε ότι πολλοί και μεγάλοι επιστήμονες ήταν ταυτόχρονα και πολύ πιστοί άνθρωποι. Τέτοιος ήταν για παράδειγμα ο Πολωνός αστρονόμος Κοπέρνικος που έθεσε το θεμέλιο όλης της σύγχρονης αστρονομίας. Ο Κοπέρνικος δεν ήταν μόνο πιστός αλλά ήταν και κληρικός. Ένας άλλος μεγάλος επιστήμονας, ο Νεύτων, πάντα όταν έλεγε τη λέξη Θεός έβγαζε το καπέλο του. Ήταν πολύ πιστός άνθρωπος. Ένας μεγάλος βακτηριολόγος της εποχής μας και σχεδόν σύγχρονός μας, ο Παστέρ, που έθεσε τις βάσεις της σύγχρονης βακτηριολογίας, όλα τα επιστημονικά του έργα άρχιζε με τη θερμή προσευχή στον Θεό. Πριν 10 χρόνια άφησε αυτή τη ζωή ένας μεγάλος επιστήμονας και συμπατριώτης μας, ο φυσιολόγος Παύλοβ, που ήταν δημιουργός της καινούριας φυσιολογίας του εγκεφάλου. Ήταν και αυτός πολύ πιστός άνθρωπος. Θα τολμούσε, λοιπόν, ο Γέκκελ να πει ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν φωτισμένη διάνοια επειδή πιστεύουν στον Θεό;

Τι συμβαίνει λοιπόν; Γιατί και σήμερα υπάρχουν, και τους γνωρίζω προσωπικά, μερικοί επιστήμονες καθηγητές πανεπιστημίου που είναι πολύ πιστοί άνθρωποι; Γιατί την θρησκεία δεν την αρνούνται όλοι οι επιστήμονες αλλά μόνο ένα μέρος τους που έχουν τρόπο σκέψεως όμοιο μ' αυτόν που έχει ο Γέκκελ;

Γιατί αυτοί οι άνθρωποι πιστεύουν μόνο στην ύλη και αρνούνται τον πνευματικό κόσμο, δεν πιστεύουν στη μετά θάνατον ζωή, δεν δέχονται την αθανασία της ψυχής και βεβαίως δεν δέχονται την ανάσταση των νεκρών. Λένε ότι η επιστήμη τα καταφέρνει όλα, ότι δεν υπάρχει στην φύση μυστικό που η επιστήμη δεν μπορεί να ανακαλύψει. Εμείς τι μπορούμε να απαντήσουμε σ' αυτά;

Θα τους απαντήσουμε το εξής: Έχετε απόλυτο δίκαιο. Δεν μπορούμε να περιορίσουμε την ανθρώπινη διάνοια που ερευνά την φύση. Ξέρουμε ότι σήμερα η επιστήμη γνωρίζει μόνον ένα μέρος απ' αυτά που θα έπρεπε εμείς να ξέρουμε για την φύση. Γνωρίζουμε επίσης ότι οι δυνατότητες της επιστήμης είναι μεγάλες. Σ' αυτό έχουν δίκαιο και δεν το αμφισβητούμε. Τι λοιπόν αμφισβητούμε εμείς; Γιατί δεν αρνούμαστε την θρησκεία όπως το κάνουν αυτοί και δεν την θεωρούμε αντίθετη προς την επιστημονική γνώση;

Μόνο γιατί με όλη την καρδιά μας πιστεύουμε πως υπάρχει ο πνευματικός κόσμος. Είμαστε σίγουροι πως εκτός από τον υλικό κόσμο υπάρχει άπειρος και ασύγκριτα υψηλότερος πνευματικός κόσμος. Πιστεύουμε στην ύπαρξη των πνευματικών όντων που έχουν διάνοια πολύ πιο υψηλή από ότι έχουμε εμείς οι άνθρωποι. Πιστεύουμε, με όλη την καρδιά μας, ότι πάνω απ' αυτό τον πνευματικό και τον υλικό κόσμο υπάρχει Μέγας και Παντοδύναμος Θεός.

Αυτό που εμείς αμφισβητούμε είναι το δικαίωμα της επιστήμης να ερευνά με τις μεθόδους της τον πνευματικό κόσμο. Διότι ο πνευματικός κόσμος δεν ερευνάται με τις μεθόδους που ερευνούμε τον υλικό κόσμο. Οι μέθοδοι αυτές είναι εντελώς ακατάλληλες για να ερευνούμε μ' αυτές τον πνευματικό κόσμο.

Από που γνωρίζουμε ότι υπάρχει ο πνευματικός κόσμος; Ποιος μας είπε ότι υπάρχει; αν μας το ρωτήσουν οι άνθρωποι που δεν πιστεύουν στη θεία αποκάλυψη θα τους απαντήσουμε το εξής, «μας το είπε η καρδιά μας». Διότι υπάρχουν δύο τρόποι το να γνωρίσει κανείς κάτι, ο πρώτος είναι αυτός για τον οποίο μιλάει ο Γέκκελ και τον οποίο χρησιμοποιεί η επιστήμη για να γνωρίσει τον υλικό κόσμο. Υπάρχει όμως και ένας άλλος τρόπος που η επιστήμη δεν τον ξέρει και δεν θέλει να τον ξέρει. Είναι η γνώση μέσω καρδιάς. Η καρδιά μας δεν είναι μόνο το κεντρικό όργανο του κυκλοφοριακού συστήματος, είναι και όργανο με το οποίο γνωρίζουμε τον άλλο κόσμο και αποκτάμε την ανώτατη γνώση. Είναι το όργανο που μας δίνει την δυνατότητα να επικοινωνούμε με τον Θεό και τον άνω κόσμο. Σ' αυτό μόνο εμείς διαφωνούμε με την επιστήμη.

Εκτιμώντας τις μεγάλες επιτυχίες και τα κατορθώματα της επιστήμης, καθόλου δεν αμφισβητούμε την μεγάλη της σημασία και δεν περιορίζουμε την επιστημονική γνώση. Εμείς λέμε μόνο στους επιστήμονες, «δεν έχετε εσείς την δυνατότητα με τις μεθόδους σας να ερευνάτε τον πνευματικό κόσμο, εμείς όμως μπορούμε να το κάνουμε με την καρδιά μας».

Υπάρχουν πολλά ανεξήγητα φαινόμενα τα οποία όμως είναι αληθινά (όπως είναι αληθινό κάποιο φυσικό φαινόμενο) και που αφορούν τον πνευματικό κόσμο. Υπάρχουν λοιπόν φαινόμενα, τα οποία η επιστήμη ποτέ δεν θα μπορέσει να τα εξηγήσει γιατί δεν χρησιμοποιεί τις κατάλληλες μεθόδους.

Ας μας εξηγήσει η επιστήμη πως εμφανίστηκαν οι προφητείες για την έλευση του Μεσσία, οι οποίες όλες πραγματοποιήθηκαν. Μπορεί να μας πει πως ο μεγάλος προφήτης Ησαΐας, 700 χρόνια πριν την γέννηση του Χριστού προείπε τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής του, και γι' αυτό ονομάστηκε ευαγγελιστής της Παλαιάς Διαθήκης; Να μας εξηγήσει την διορατική χάρη που έχουν οι άγιοι και να μας πει με ποιες φυσικές μεθόδους απέκτησαν οι άγιοι αυτή την χάρη και πως μπορούσαν μόλις έβλεπαν έναν άνθρωπο άγνωστο, αμέσως να καταλαβαίνουν την καρδιά του και να διαβάζουν τις σκέψεις του; Έβλεπαν τον άνθρωπο πρώτη φορά και τον καλούσαν με το όνομά του. Χωρίς να περιμένουν από τον επισκέπτη ερώτηση έδιναν απάντηση σ' αυτά που τον προβλημάτιζαν.

Αν μπορούν ας μας το εξηγήσουν αυτό. Ας εξηγήσουν με ποιον τρόπο προέλεγαν οι άγιοι τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα τα οποία με τον καιρό πραγματοποιούνταν ακριβώς όπως τα είχαν προφητέψει. Να μας εξηγήσουν τις επισκέψεις από τον άλλο κόσμο και τις εμφανίσεις των νεκρών στους ζωντανούς.

Δεν θα μας το εξηγήσουν ποτέ γιατί βρίσκονται μακριά απ' αυτό που είναι η βάση της θρησκείας - από την πίστη. Αν διαβάσετε τα βιβλία εκείνων από τους επιστήμονες που επιχειρούν να ανασκευάσουν τη θρησκεία θα δείτε πόσο επιφανειακά αυτοί βλέπουν τα πράγματα. Δεν καταλαβαίνουν την ουσία της θρησκείας και όμως την κρίνουν. Η κριτική τους δεν αγγίζει την ουσία της πίστεως, την οποία αδυνατούν να καταλάβουν αλλά τους τύπους, τις εκδηλώσεις δηλαδή του θρησκευτικού συναισθήματος. Την ουσία της θρησκείας και της πίστεως δεν την καταλαβαίνουν. Γιατί όμως; Γιατί ο Κύριος Ιησούς Χριστός λέει, «Ουδείς δύναται ελθείν προς με, εάν μη ο πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν» (Ιω. 6, 44).

Πρέπει λοιπόν να μας ελκύσει ο επουράνιος Πατέρας, πρέπει η χάρη του Αγίου Πνεύματος να φωτίσει την καρδιά και το νου μας. Να κατοικήσει στην καρδιά και το νου μας, μέσω αυτής της φώτισης, το Άγιο Πνεύμα και πρέπει αυτός που αξιώθηκε να λάβει αυτό το δώρο να αποκτήσει την αγάπη του Χριστού τηρώντας τις εντολές του. Μόνο αυτοί που απέκτησαν το Άγιο Πνεύμα, αυτοί που στην καρδιά τους κατοικεί ο Χριστός μαζί με τον Πατέρα του, γνωρίζουν την ουσία της πίστεως. Οι άλλοι, οι έξω άνθρωποι, δεν την καταλαβαίνουν καθόλου.

Ας ακούσουμε την κριτική κατά του Γέκκελ ενός Γάλλου φιλοσόφου του Μπούτρου. Λέει λοιπόν το εξής ο Μπούτρου, «Η κριτική του Γέκκελ πιο πολύ αφορά τους τύπους παρά την ουσία και τους τύπους τους βλέπει από μια ματιά τόσο υλιστική και τόσο στενή που δεν μπορούν να τους παραδεχτούν ούτε οι άνθρωποι που θρησκεύουν. Έτσι η κριτική της θρησκείας από τον Γέκκελ δεν αναφέρεται ούτε σε μία από τις αρχές που πρεσβεύει η θρησκεία».

Αυτή λοιπόν είναι η γνώμη μας σχετικά με το βιβλίο του Γέκκελ «Τα μυστικά του κόσμου», το οποίο και μέχρι σήμερα θεωρείται «ευαγγέλιο» για όλους αυτούς που ασκούν κριτική κατά της θρησκείας, που την αρνούνται και την βρίσκουν αντίθετη προς την επιστήμη. Βλέπετε πόσο φτωχά και ανούσια είναι τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν; Μην σκανδαλίζεστε όταν ακούτε αυτά που λένε κατά της θρησκείας, αφού αυτοί που τα λένε δεν καταλαβαίνουν την ουσία της. Εσείς οι απλοί άνθρωποι που δεν έχετε πολλή σχέση με την επιστήμη και δεν γνωρίζετε πολλά από την φιλοσοφία να θυμάστε πάντα την βασικότερη αρχή, την οποία πολύ καλά την γνώριζαν οι πρώτοι χριστιανοί. Αυτοί θεωρούσαν δυστυχισμένο τον άνθρωπο που γνωρίζει όλες τις επιστήμες, δεν γνωρίζει όμως τον Θεό. Και αντίθετα θεωρούσαν μακάριο αυτόν που γνωρίζει τον Θεό, έστω και να μην γνώριζε απολύτως τίποτα από τα ανθρώπινα.

Να φυλάγετε αυτή την αλήθεια σαν το μεγαλύτερο θησαυρό της καρδιάς σας, προχωράτε ευθεία και μην κοιτάζετε δεξιά και αριστερά. Ας μην μας κάνουν, αυτά που ακούμε κατά της θρησκείας, να χάνουμε τον προσανατολισμό μας. Να κρατάμε την πίστη μας που είναι αλήθεια αιώνια και αναμφισβήτητη. Αμήν.

(Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, "Λόγοι και Ομιλίες", Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη", Θεσσαλονίκη)

1,29. «εις ο και κοπιώ αγωνιζόμενος κατά την ενέργειαν αυτού την ενεργουμένην εν εμοί εν δυνάμει». 

…Αυτός είναι ο Θεανθρώπινος κανόνας, της Θεανθρώπινης συνεργίας, στο Θεανθρώπινο σώμα της Eκκλησίας.

Ο άγιος Απόστολος, με όλο του το «είναι», αγωνίζεται, αλλά και η ισχύς του Χριστού, από την άλλη πλευρά, ενεργεί κατά τρόπο κραταιό και εντυπωσιακά δυνατό. Έτσι μόνο επιτελείται ο αγώνας της ευαγγελικής Θεανθρώπινης τελειοποιήσεως του ανθρώπου.

Στον άνθρωπο «εναπόκειται» να αγωνίζεται (για την σωτηρία), και στον Χριστό να δίνει, για τον σκοπό αυτό, την απαραίτητη δύναμη.

Αυτό πάντα γίνεται σε δίκαιη αναλογία, έτσι ώστε: ούτε ο άνθρωπος να γίνεται αυτόματο, ούτε όμως και ο Θεός να θεωρείται μη αναγκαίος.

O άνθρωπος θα γινόταν αυτόματο, όταν οι κεχαριτωμένες δυνάμεις του Χριστού, χωρίς την συμμετοχή της θέλησής του και του αγώνα του, θα πραγματοποιούσαν την τελειοποίησή του, την σωτηρία του, την ενχριστοποίησή του, την Θεάνθρωποποίησή του!

Αλλά και ο Θεός θα «εθεωρείτο» μη αναγκαίος, όταν ο άνθρωπος θα ήθελε, χωρίς την συμμετοχή των κεχαριτωμένων δυνάμεων του Χριστού, μόνο με τον αγώνα του, να φθάσει στην τελειότητα και στην σωτηρία!

Αλλά επειδή η τελειοποίηση, η σωτηρία του ανθρώπου, είναι Θεανθρώπινος αγώνας και προσπάθεια, απαραίτητο είναι και το ένα και το άλλο. Αυτή είναι η Θεανθρώπινη ισορροπία στην Θεανθρώπινη συνεργασία.

Αυτός ο Θεανθρώπινος αγώνας της τελειοποίησης του ανθρώπου, είναι μία αδιάκοπη μάχη· μάχη με τις αμαρτίες, μάχη με τα πάθη, μάχη με τα ακάθαρτα πνεύματα.

Στην μάχη αυτή ο χριστιανός, πάντα καταφέρνει να νικά, αν μάχεται με την βοήθεια των δυνάμεων που του δίνει ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Και μάχεται μόνο, αν προσφέρει, σ’ αυτή την μάχη, όλη την ψυχή του και όλο του το θέλημα.

Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος δίνει τον «μαχητή», τα όπλα όμως τα παίρνει από τον Κύριο Ιησού Χριστό. Σε αυτή την μάχη αγωνίζεται και βασανίζεται η ψυχή του, η συνείδησή του, το σώμα του, το θέλημά του και διαμέσου του αγώνα του λαμβάνει την δύναμη και την δραστηριότητα «την ενεργουμένην εν δυνάμει», που ενεργείται στον «έσω άνθρωπο» με την δύναμη του Χριστού.

(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σ. 65-66)

"Δανείζετε μηδέν απελπίζοντες" (Λκ. 6,35)

Ένας φίλος, για να βοηθήσει κάποιον, του έδωσε ένα σεβαστό ποσόν ως άτοκο δάνειο.
Όταν συζήτησε το θέμα αυτό με τον Γέροντα, εκείνος του είπε: "Πάνε τα χρήματα αυτά, μην τα περιμένεις.
Είναι προτιμότερο να χαρίζεις παρά να όταν δανείζεις. Όταν δανείζεις, το πρώτο που πρέπει να σκεφθείς είναι,
ότι δεν θα σου τα επιστρέψουν. Έτσι ησυχάζεις και δεν έχεις αγωνία μήπως τα χάσεις.
Αν σου τα δώσει πίσω, να τα πάρεις • αν δεν σου τα δώσει, να πείς στον εαυτό σου: αυτά τα 'χω χαρισμένα,
λογαριάζονται στις ελεημοσύνες μου". Εκείνος του είπε: "Σωστά αυτά που μου λέτε, Γέροντα •
μπορεί όμως ο άνθρωπος να μην έχει να μου τα επιστρέψει τώρα και να έχει μετά από μερικά χρόνια".
Κι ο Γέροντας:"Το ίδιο είναι. Πάλι τα χαρίζεις. Αν περάσουν τριάμισι χρόνια, του τα χαρίζεις,
με τον τόκο που δεν παίρνεις". Ο φίλος σου έκανε ένα πρόχειρο υπολογισμό και διαπίστωσε,
ότι απαιτείται περισσότερος χρόνος. Ο Γέροντας διέκοψε: "Τέτοιο λογαριασμό κάνεις;
Βγάζεις τους τόκους έξω από τα ποσά, πού τοκίζονται κάθε χρόνο;"
Ο Γέροντας είχε δίκαιο. Ο φίλος είχε ξεχάσει τον ανατοκισμό. Πάλι τον ρώτησε: "Και πώς είσθε βέβαιος,
ότι απαιτούνται τριάμισι χρόνια;" Κι ο Γέροντας: "Νά, έτσι λέω. Δεν έκανα κανένα λογαριασμό,
αλλά μου φαίνεται ότι έτσι είναι". Όταν ο φίλος βρέθηκε στο γραφείο του έκανε με το κομπιούτερ ακριβή υπολογισμό.
Το αποτέλεσμα ήταν τρία χρόνια και επτά μήνες.
Όταν τον ξανασυνάντησε, του είπε: "Γέροντα κάνατε λάθος στον υπολογισμό του χρόνου".
Ο Γέροντας ξαφνιάσθηκε και ρώτησε: "Πόσο λάθος έκανα"; Και του απάντησε: "Μόνο ένα μήνα".
Ο Γέροντας γέλασε ικανοποιημένος και είπε: "Είδες, μωρέ, πόσο κοντά έπεσα; Νά, έτσι μου ήρθε και είπα τριάμισι χρόνια".
Το περιστατικό έδειξε, για μιa ακόμη φορά, πόση θεία φώτιση είχε ο Γέροντας, ακόμη και σε μαθηματικούς υπολογισμούς
και πόσο οι συμβουλές του βρίσκονταν στο λόγο του Χριστού: "δανείζετε μηδέν απελπίζοντες".
[Γ 346π.]

(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ.142-143)

katafigioti

lifecoaching