ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
"...Ενώ τον Βαραββά τον απαίτησαν ως αντίτυπο του Αντιχρίστου και τον απέλυσαν" (ΕΠΕ,ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19Β,σελ. 279)
«Έτσι λοιπόν, πιστεύοντας ολόψυχα και μετανοώντας θερμά, συλλαμβάνουμε… στις καρδιές μας τον Λόγο του Θεού, όπως η Παρθένος, με το να διατηρούμε δηλαδή τις ψυχές μας παρθένες και αγνές. Κι όπως εκείνη, επειδή ήταν υπεράμωμη, δεν την έφλεξε το πυρ της θεότητας, έτσι ούτε εμάς μας καταφλέγει, όταν διατηρούμε αγνές και καθαρές τις καρδιές· αλλά γίνεται δροσιά από τον ουρανό και πηγή ύδατος και αθάνατης ζωής, που ρέει μέσα μας. Το ότι δεχόμαστε κι εμείς παρομοίως το αφόρητο πυρ της θεότητας, άκουσε τον Κύριο που λέγει· «ήλθα να βάλω πυρ πάνω στη γη». Ποιο άλλο είναι, παρά το ομοούσιο της θεότητός του Πνεύμα, με το οποίο συνεισέρχεται και συνθεωρείται και ο ίδιος μαζί με τον Πατέρα και ευρίσκεται μέσα μας;
Αφού όμως ο Λόγος του Θεού σαρκώθηκε μία φορά από την Παρθένο και γεννήθηκε σωματικώς από αυτήν ανεκφράστως και υπέρ λόγον, δεν μπορεί όμως αυτός να σαρκωθεί ή να γεννηθεί σωματικώς και πάλι από τον καθένα μας, τι κάνει; Από εκείνη την άχραντη σάρκα του, την οποία προσέλαβε από τις αγνές λαγόνες της πανάχραντης και Θεοτόκου Μαρίας, δια της οποίας γεννήθηκε σωματικώς, από αυτήν την σάρκα μας μεταδίδει για βρώση και τρώγοντάς την, έχουμε μέσα μας όλον τον σαρκωμένο Θεό και Κύριό μας Ιησού τον Χριστό, αυτόν τον Υιό του Θεού και υιό της παρθένου και πανάμωμης Μαρίας, τον καθισμένο δεξιά του Θεού και Πατρός, ο καθένας από μας τους πιστούς τρώγοντας αυτή την σάρκα του, τον έχομε μέσα μας, κατά το λεγόμενο από τον ίδιο· «εκείνος που τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει μέσα μου κι εγώ μέσα σ’ αυτόν», χωρίς να προέρχεται ή να γεννάται σωματικώς και να χωρίζεται από εμάς. Πράγματι, δεν γνωρίζεται όντας κατά σάρκα σ’ εμάς ως βρέφος αλλά ευρίσκεται ασωμάτως σε σώμα, αναμιγνυόμενος κατά τρόπο ανέκφραστο με τις ουσίες και φύσεις και θεοποιώντας μας ως συσσώμους του και ως όντες σάρκα από την σάρκα του και οστούν από τα οστά του.
Αυτό είναι μέσα μας το θαυμαστό της ανέκφραστης οικονομίας αυτού κι επάνω από λόγο συγκαταβάσεως, αυτό το μυστήριο το γεμάτο από μεγάλη φρίκη, αυτό που ανέβαλλα να το γράψω κι έτρεμα να το επιχειρήσω» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ, 19Β, σελ. 177-179)
«Ασχολούμενος με το διακόνημα του κελλαρίτη ο Αρσένιος, μία ημέρα έπλυνε σιτάρι με νερό και το άπλωσε στον πρόναο, αφού άφησε ανοικτή μία από τις θύρες για ν’ αερίζεται. Κουρούνες που επέταξαν μέσα, κατέφαγαν, όσο μπορούσαν, το σιτάρι κι’ εφώναζαν από χαρά. Όταν λοιπόν άκουσε τις φωνές ο Αρσένιος, έτρεξε αμέσως και ευρήκε αυτές μεν με τα στόματα γεμάτα σιτάρι, το δε σιτάρι σκορπισμένο εδώ κι εκεί. Καθώς λοιπόν είδε τούτο, έκλεισε την θύρα γεμάτος θυμό εναντίον των πτηνών και τις έρριψε όλες στο έδαφος συντρίβοντάς τις με κοντάρι. Σαν να είχε κάμει μάλιστα μεγάλο κατόρθωμα ανήγγειλε το γεγονός στον μακάριο Συμεών. Αυτός δε, προφασισμένος ότι ενέκρινε την πράξη, λέγει· «ας πάμε, να ιδώ και εγώ πόσο καλά έκανες που τις σκότωσες». Καθώς λοιπόν επήγε ο άγιος και είδε τα πτηνά να είναι στρωμένα στο έδαφος νεκρά, σκυθρώπασε από λύπη για τον παράλογο θυμό τούτου και προσκαλώντας έναν από τους υφισταμένους του πρόσταζε να φέρει σχοινί, να δεθούν όλες οι κουρούνες και να κρεμασθούν στον τράχηλο του Αρσενίου. Καθώς δε το πρόσταγμα εκτελέσθηκε γρηγορότερα από λόγο, διατάσσει να σύρουν τούτον και να τον περιφέρουν στο μοναστήρι, για να θεατρίζεται στο μέσο των μοναχών. Αυτός δε υπέμεινε την αισχύνη της πράξεως με τόσο καταβεβλημένο φρόνημα, ώστε να χύνει ποταμούς δακρύων και ν’ αποκαλεί τον εαυτό του φονέα.» (εκδ. ΕΠΕ τόμος 19Α, σελ. 113-115)
«Κάποτε παρουσιάσθηκαν στον μακαρίτη (όσιο Συμεών) φίλοι του. Eπειδή δε ένας από αυτούς χρειαζόταν να φάγη κρέας λόγω σωματικής νόσου, και μάλιστα κρέας από περιστεράκια, παρήγγειλε ο συμπονετικός και μακάριος Συμεών να ψηθούν τα πτηνά και να προσφερθούν στον έχοντα ανάγκη. Καθώς δε έτρωγε ο ασθενής, ο Αρσένιος που καθόταν κι αυτός στην τράπεζα τον κύτταζε σκυθρωπός. Αντιλήφθηκε λοιπόν ο μακάριος την διάθεσί του αυτή και θέλοντας να τον διδάξη να προσέχει μόνο τον εαυτό του και να μη νομίζη ότι υπάρχουν φαγώσιμα που με την μετάληψή τους μιαίνουν (διότι, λέγει, «όλα είναι καθαρά για τους καθαρούς» και «δεν υπάρχει τίποτε από τα εισερχόμενα που μπορεί να μιάνη την ψυχή»), συγχρόνως δε να δείξη στους συνδαιτημόνες και το ύψος της ταπεινώσεώς του, ώστε να μάθουν ότι υπάρχουν ακόμη τέκνα υπακοής στον Θεό και αληθινοί εργάτες της αρετής, λέγει προς αυτόν· «για ποιόν λόγο, Αρσένιε, δεν προσέχεις μόνο στον εαυτό σου και δεν τρώγεις σκυμμένος κάτω από τον άρτο σου, αλλά προσέχεις αυτόν που λόγω ασθενείας τρώγει κρέας; Κοπιάζεις με τους λογισμούς και νομίζεις ότι υπερβάλλεις εκείνον σ’ ευσέβεια, επειδή τρώγεις λάχανα και σπέρματα της γης και όχι σαν τους αετούς περιστέρια και πέρδικες; Δεν άκουσες τον Χριστό να λέγη ότι δεν είναι τα εισερχόμενα δια του στόματος που μιαίνουν τον άνθρωπο, αλλά τα εξερχόμενα από αυτόν, δηλαδή οι πορνείες, οι μοιχείες, οι φόνοι, οι φθόνοι, οι πλεονεξίες και τα λοιπά; Γιατί δεν είσαι συνετός; γιατί δεν βλέπεις και δεν σκέπτεσαι με γνώσι, αλλά κατέκρινες κατά διάνοια τόσο ασύνετα τον εσθίοντα, λυπούμενος τάχα την σφαγή των ορνίθων, και λησμόνησες αυτόν που είπε, «ο μη εσθίων να μη κρίνη τον εσθίοντα;». Αλλά φάγε και συ από αυτά και μάθε ότι περισσότερη μίανση υπέστης από τον λογισμό παρά από την βρώσι των πτηνών». Και παίρνοντας ένα από τα πτηνά το έρριψε προς αυτόν ο άγιος παραγγέλλοντας να φάγει. Αυτός δε, καθώς ήκουσε τούτο, φοβούμενος το βάρος του επιτιμίου και γνωρίζοντας ότι η παρακοή της κρεοφαγίας είναι χειρότερη, βάλλοντας μετάνοια και ζητώντας το «ευλόγησε», πήρε το πτηνό και άρχισε να το καταμασά και να το τρώγει με δάκρυα. Όταν δε ο άγιος είδε άτι είχε αρκετά εκλεπτύνει με τα δόντια την τροφή και τώρα επρόκειτο να την καταπιεί, λέγει, «αρκεί, πτύσε το τώρα διότι τώρα που άρχισες να τρώγεις και συ, όπως είσαι γαστρίμαργος, ούτε ολόκληρος ο περιστερώνας δεν μπορεί να σε χορτάση και να σου σταματήση την ορμή προς αυτό». Έτσι με το να μη αρνηθή την δοκιμή ο αοίδιμος μαθητής του μεγάλου τούτου πατρός, τήρησε την υπακοή, την οποία υποσχέθηκε ενώπιον του Θεού να φυλάξει μέχρι θανάτου» (19Α, 115-119)
«Προσέφερε (ο Συμεών) πάντοτε την αναίμακτη θυσία στον Θεό, θεωρώντας το Πνεύμα και λαμβάνοντας αγγελοειδή μορφή στο πρόσωπο. Πραγματικά, όσο σταθερός κι αν ήταν στην ψυχή όποιος τον ατένιζε στην ώρα της λειτουργίας του δεν μπορούσε να βλέπει ατενώς την λαμπρότητα του προσώπου του, όταν έδινε στον λαό την ειρήνη, σκοτιζόμενος στα μάτια από τις εκπεμπόμενες απ’ εκεί ακτίνες· όπως δηλαδή όποιος κυττάζει ξαφνικά προς τον δίσκο του ήλιου παθαίνει αμαύρωση του φωτός που έχει, έτσι συστελλόταν προς τον εαυτό του οποίος εκύτταζε το πρόσωπό του. Διότι η χάρις του Πνεύματος, διαδομένη όλη σ’ όλο το σώμα του τον κατέστησε ολόκληρο πυρ κι ήταν σχεδόν απρόσιτος στους ανθρώπινους οφθαλμούς κατά την ώρα της λειτουργίας του. Έλεγε δε και Συμεών ο Εφέσιος, που ήταν και αυτός μαθητής του ανδρός, διηγούμενος σ’ άλλους τις εντυπώσεις του, ότι «συλλειτουργώντας με τον άγιο, ανοίχθηκαν οι νοεροί οφθαλμοί μου και τον είδα εκείνη την ώρα της λειτουργίας του μέσα στο θυσιαστήριο ενδυμένο πατριαρχική στολή με ωμοφόριο και ασχολούμενο με το θεία μυστήρια». Ο δε Μελέτιος, που είχε καρεί μοναχός με τα χέρια του, μ’ εβεβαίωσε ότι «πολλές φορές βλέπαμε φωτεινή νεφέλη να τον καλύπτη ολόκληρο, καθώς στεκόταν στο βήμα την ώρα της αγίας αναφορας». Και ευλόγως διότι όσοι διαπρέπουν με το ύψος των αρετών καταξιώνονται και της ενθέου δόξης» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19Α,σελ.87-9)
«Τι σημαίνει λοιπόν το να προσέχουμε και να επισκεπτόμαστε τον εαυτό μας; Το να προσέχει ο καθένας τον εαυτό του σημαίνει αυτό, το να λέγει μέσα του· ‘Μήπως άραγε με κατέχει το οποιοδήποτε τυχόν πάθος; Διότι, όπως ακούω στις θείες Γραφές, και εκείνος που έχει ένα μόνο πάθος δεν εισέρχεται στη βασιλεία των ουρανών σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί «εάν κάποιος τηρήσει όλον το νόμο, αμαρτήσει όμως σε κάτι, έγινε ένοχος όλων»(Ιακ.2,10). Όμοια λοιπόν και το να έπισκεπτόμαστε τον εαυτό μας σημαίνει αυτό, το να λέμε μέσα μας· ‘Μήπως κάποτε παραμέλησα αυτήν ή την άλλη εντολή, ή άμελω και καταφρονώ αυτήν και δεν την εφαρμόζω;» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19Δ, σελ.439)
«Εάν είναι δυνατό, να μη παύσομε ποτέ να ανακρίνουμε και να εξετάζουμε με κάθε προθυμία τον εαυτό μας κάθε ημέρα και κάθε ώρα, αλλά, όπως είπαμε, διερχόμενοι όλες τις εντολές να εξετάζουμε και να παρατηρούμε στην κάθε μία από αυτές τον εαυτό μας. Και εάν βέβαια διαπιστώσουμε ότι την εκπληρώσαμε, να ευχαριστήσουμε τον Δεσπότη και Θεό και στο εξής να την φυλάξουμε ασφαλώς. Εάν όμως δεν τη θυμηθήκαμε ή δεν την εκτελέσαμε, να τρέξουμε, παρακαλώ, ως που να την πιάσουμε και να την κρατήσουμε για να μη συμβεί, καταφρονώντας την, να ονομασθούμε ελάχιστοι στη βασιλεία των ουρανών» (19Δ,449)
«Να βλέπεις τα μικρά παιδιά
σαν να είναι τέλειοι άντρες
και σάμπως να ’ναι επίσημοι
να τα υπηρετείς»
(ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19ΣΤ,σελ.193 στιχ.122-123)
«Όλα αυτά τα πιστεύομε πραγματικά μόνο με τον λόγο, ενώ με τα έργα τα άρνούμαστε. Δεν διακηρύσσεται παντού το όνομα του Χριστού, στις πόλεις, στις κωμοπόλεις, στα κοινόβια και στα όρη; Αναζήτησε, εάν θέλεις, και ερεύνησε με προσοχή, εάν τηρούν τις εντολές του. Και μόλις θα μπορέσεις, πράγματι, να βρεις μέσα στις χιλιάδες και μυριάδες έναν να είναι Χριστιανός με έργα και λόγια. Δεν είπε ο Κύριός μας και Θεός με το άγιο Ευαγγέλιο, «οποίος πίστεψε σε εμένα, τα έργα που κάμνω εγώ θα τα κάνει και εκείνος, αλλά και περισσότερα από αυτά θα κάνει»; Ποιος λοιπόν από εμάς τολμά να πει, «Εγώ κάμνω έργα του Χριστού και πιστεύω ορθώς στον Χριστό»; Δεν βλέπετε, αδελφοί, ότι πρόκειται να βρεθούμε άπιστοι κατά την ημέρα της κρίσεως και θα υποστούμε χειρότερη τιμωρία από εκείνη που θα υποστούν εκείνοι που δεν γνώρισαν καθόλου τον Κύριο;»(ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19Δ, σελ,263-265)
«Σε όλους ομολογώ πως σ’ έχω Θεό μου, αλλά με τα έργα μου σ’ αρνούμαι όλη τη μέρα» (19Ε, 83,στίχ. 73-74)
«Αυτοί (όσοι είδαν το φως) και στο κορύφωμα της δόξας νιώθουν ταπεινοί και μες στη φτώχεια τους είναι όλοι δόξα. Αυτοί έχουν βασιλεία τη φτωχοζωή τους κι ως φτώχεια τη βασιλεία θεωρούν… Αυτοί πρόσωπο ανθρώπου δεν φοβούνται, γιατί το πρόσωπο ατενίζουν του Κυρίου… Τον ασύληπτο έχουν πλούτο αποκτήσει και κοπριά όλα του κόσμου λογαριάζουν» (19Ε,273, στίχ. 87-90,96-7 & 100-101)
«Ποιος δε θα με κλάψει και σφοδρά δε θα πενθήσει, που ενώ απ’ τον κόσμο έφυγα και τα δικά του, τα αισθήματα δεν εγκατέλειψα του κόσμου; Έχω περιβληθεί των μοναχών το σχήμα κι ως κοσμικός τα κοσμικά αγαπώ, δόξα και πλούτο και ηδονές και τέρψεις. Το σταυρό του Χριστού πάνω στους ώμους μου σηκώνω μα να υποφέρω του σταυρού τις ταπεινώσεις αρνιέμαι ολότελα, καθόλου δεν τις θέλω, αλλά με τους επιφανείς θέλω ν’ ανακατεύομαι και να συνδοξαστώ μ’ αυτούς επιθυμώ» (19Ε, 371, στίχ. 344-355)
«Κι αν Χριστιανός στ’ αλήθεια είσαι, να μην αμφιβάλλεις, όπως ο Χριστός μας είναι επουράνιος και συ έτσι, τέτοιος χρεωστείς να γίνεις. Κι αν δεν είσαι επουράνιος Χριστιανό πώς θα σε πούνε; Γιατί, αν όπως ο Κύριος επουράνιος είναι αλήθεια και αν τέτοιοι λέει πώς είναι σ’ αυτόν όσοι έχουν πιστέψει επουράνιοι στ’ αλήθεια, όσοι κοσμικά φρονούνε, όσοι κατά σάρκα ζούνε δεν είναι του Θεού Λόγου που απ’ τον ουρανό κατέβη, μα του χοϊκού ανθρώπου, που απ’ την γην είναι πλασμένοι. Τέτοιο φρόνημα εσύ να ’χεις, έτσι πίστευε, έτσι ζήτα κι εσύ τέτοιος για να γίνεις, επουράνιος καθώς είπε» (19ΣΤ, 251)
«Γιατί όσοι από νήπια το βάφτισμά σου πήραν κι ανάξια ζήσανε γι’ αυτό στο μάκρος της ζωής τους, πιότερη απ’ τους αβάπτιστους κατάκριση θε νά ’χουν, ως είπες, γιατί πρόσβαλαν την άγια τη στολή σου· και τούτο ξέροντας σωστό, Σωτήρα μου, και βέβαιο μας έδωσες για δεύτερη κάθαρση τη μετάνοια, αλλ’ έβαλες σαν όρο της του Πνεύματος τη χάρη, τη χάρη που στο βάπτισμα είχαμε πρωτοπάρει» (19Ε,383, στίχ. 28-35)
«Γιατί είναι τούτο αληθινό σημείο για τους ανθρώπους, ότι έχουν γίνει του Θεού παιδιά και κληρονόμοι· ότι έχουνε λάβει και κρατούν το θείο μου το Πνεύμα και από αυτό και Χριστιανοί στ’ αλήθεια έχουνε γίνει, στ’ αλήθεια και πραγματικά και όχι στ’ όνομα μόνο» (19ΣΤ, 391, στίχ. 160-165)
«(Μιλά ο Χριστός) Όλα καλά ’ναι όσα για μένα πράττει έργα κανένας και η προς τον πλησίον συμπάθεια και η ελεημοσύνη, μα πρώτο να οικτίρει τον εαυτό του, τους λόγους μου πρόθυμα να φυλάξει, τέλος μετάνοια αληθινή να δείξει για όλα τα προηγούμενά του έργα κι ακόμα σ’ αυτά πια να μη γυρίσει, μα στου Κυρίου του, εμέ, τους λόγους να επιμείνει, στις προσταγές και νόμους της αλήθειας κι έτσι απαράβατα όλα να τα πράττει μέχρι θανάτου και παραμικρό ένα λόγο, ούτε στα γραμμένα μια κεραία, να παραδεί· θυσία αυτό για μένα, θυμίαμα αυτό και προσφορά και δώρο· χωρίς αυτά, απ’ τους εθνικούς πιο κάτω» (19ΣΤ, 403-405)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
«Διότι, όπως ακριβώς ο χρυσός που έχει σκουριάσει σε βάθος δεν είναι δυνατό αλλιώς να καθαριστεί καλά και να επανέλθει στην λαμπρότητά του, παρά μόνο εάν ριχτεί στη φωτιά και χτυπηθεί πολλές φορές με τα σφυριά, έτσι και η ψυχή που διαβρώθηκε με τον ιό της αμαρτίας και αχρηστεύθηκε σε βάθος, δεν μπορεί με άλλον τρόπο και να καθαριστεί και να ξαναπάρει το αρχαίο κάλλος της, παρά μόνο εάν παλέψει με πολλούς πειρασμούς και εισέλθει στο χωνευτήρι των θλίψεων» (τ. 19Δ, σελ. 51-53).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
425. Όταν είσαι άρρωστος και, μη νοιώθοντας καλά τον εαυτό σου, δεν κατορθώνης να προσεύχεσαι θερμά και ευχάριστα, μην αποκαρδιώνεσαι, μην πέφτεις σε απόγνωσι. Ο Κύριος γνωρίζει ότι είσαι άρρωστος, σε τι επώδυνες συνθήκες βρίσκεσαι. Προσευχήσου όσο μπορείς πιο θερμά, προσπαθώντας να μη λαμβάνης υπ’ όψι τις δυσκολίες που σου φέρει η ασθένεια της σαρκός. Και ο Κύριος δεν θα υποτιμήση την προσευχή σου.
426. Όταν νιώθης τον εαυτό σου ακάθαρτο από την αμαρτία και σαν λεπρό, μην υποκύψης στη σκέψι ότι δεν πρέπει να πλησιάσης και να προσευχηθής στην Παναγία Δέσποινά μας. Τότε ακριβώς είναι ευκαιρία να έλθης μπροστά στην εικόνα της και να της δεηθής. Επειδή ακριβώς νοιώθεις τόσο αμαρτωλός, πρέπει να προσευχηθής στη Χάρι της. Η Παναγία θα είναι μπροστά σου για να σε ελεήση, να σε καθαρίση από την πνευματική λέπρα. Θα σε καθαρίση, όπως και ο Υιός της καθάρισε τους δέκα λεπρούς.
("Η εν Χριστώ ζωή μου" - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδ. Παπαδημητρίου, σ. 183)
423. Πόσο αγαθός είσαι, Κύριε! Και πόσο κοντά μου σε έχει φέρει η αγαθότης σου! Τόσο κοντά, που μπορώ να σου μιλώ και να μου μιλάς. Να στηρίζωμαι από σένα. Να αναπνέω μέσα σε σένα. Να νοιώθω ενωμένος μαζί σου, Κύριε, αξίωνέ με να αγαπώ εσένα και τον πλησίον μου με άδολο αγάπη, ώστε να βρίσκωμαι πάντοτε μαζί σου και να αποκομίζω ειρήνη από σένα. Κύριε, φύλαξέ με, ώστε ούτε για μία στιγμή να μην ακολουθήσω τον μιαρό εχθρό, τον Διάβολο, να μην πέσω ούτε για μία στιγμή στις παγίδες της αμαρτίας, που εκείνος μου στήνει. Κάνε, Κύριε, ώστε πάντοτε να είμαι εξ ολοκλήρου δικός σου.
424. Πολυέυσπλαχνε Κύριε Ιησού Χριστέ, πόσα και πόσα χαρίσματα μου έδωσες έως τώρα, κατά τη διάρκεια του επί γης βίου μου! Σ’ ευχαριστώ, Πανάγαθε. Αλλά αν τα επί γης χαρίσματα είναι τόσο πολλά, τόσο ποικίλα, τόσο γλυκά, τι θα είναι εκείνα που με περιμένουν στη βασιλεία σου; Θα είναι απείρως πιο πολλά και πιο γλυκά. Μη μου τα στερήσης, ελεήμον και φιλάνθρωπε. Μη τα στερήσης και από τους άλλους. Κάμε να σε γνωρίσουν όλοι πάνω στη γη. Γιατί όλα σου τα πλάσματα τα αγαπάς. Και αξίωνέ με, Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, να υπομένω με καρτερία κάθε θλίψι του βίου μου εδώ κάτω. Οι θλίψεις είναι αναγκαίες για τον «παλαιό» άνθρωπο, που φέρω μέσα μου. Φιλάνθρωπε, δίδαξε και τον υπόλοιπο λαό σου να τις δέχεται με καρτερία και φώτισέ τον να βλέπη τη χρησιμότητά τους. «Τη θλίψει υπομένοντες» (Ρωμ. ιβ’ 12). «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε» (Ιω. ιστ’ 33).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 182-183)