ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
9. «Εκ πασών γενεών εξελέξατο σε την καλλονήν Ιακώβ, ην ηγάπησε» (Π).
Η Εκκλησία, με τη βοήθεια των χριστολογικών ψαλμών 41 και 131 στοχάζεται το μυστήριο της εκλογής της Παρθένου από τον Θεό. «Την σωτηρίαν των ανθρώπων ηδύνατο να εργασθή και ενεργήση μόνον ο Θεός. Ο άνθρωπος όμως έπρεπε να συνεργασθή με τον εργαζόμενον Θεόν δια την σωτηρίαν του... Και αυτό ακριβώς είναι το νόημα όλης της... οικονομίας της σωτηρίας... Ο Θεός καλεί. Εις την κλήσιν του αυτήν υπακούουν και απαντούν ελευθέρως ολίγοι ίσως άνθρωποι, οι οποίοι όμως γίνονται τοιουτοτρόπως 'εκλογή’ του Θεού, δια της οποίας προετοιμάζει ο Θεός και την σωτηρίαν των άλλων.
«Η κατ’ εξοχήν 'εκλελεγμένη’ και 'υπήκοος’ εις τον Θεόν υπήρξε η Παναγία, η οποία υπηρέτησε και... συνείργησε εις την οικονομίαν της σωτηρίας ως ουδείς άλλος απ’ αιώνος... Οι άγιοι Πατέρες βλέπουν όλην την Π. Διαθήκην ως μίαν συνεχιζομένην δια των γενεών προετοιμαστικήν 'κλήσιν’ και 'εκλογήν’ (Ρωμ. ια' 5, 7 ) του Θεού, ως μίαν δηλαδή γενεαλογίαν της Παναγίας, εκ της οποίας θα γεννηθή ο Σωτήρ του κόσμου Χριστός, Σωτήρ ασφαλώς πρώτον αυτών των στελεχών της γενεαλογίας και της ίδιας της κορυφής της, της Παναγίας και δι’ αυτής και όλων των ανθρώπων» (Ιερ. Αθανάσιος, βλ. Δ, 28 –29).
Με αλλά λόγια, η εκλογή του Θεού βασίζεται στην εκούσια υπακοή και συνεργασία του ανθρώπου. Γι΄ αυτό και ο άνθρωπος μπορεί να δεχθή ή ν’ απορρίψη την εκλογή και την κλήσι αυτή του Θεού.
Η πρώτη Εύα είχε το προνόμιο να εκλεγή. Επειδή όμως δεν «υπήκουσε», δεν δέχθηκε δηλαδή την κλήσι, έχασε την εκλογή. Το ίδιο συνεχίσθηκε σ΄ ολόκληρη την Π. Διαθήκη. Άλλοι «δια της ανυπακοής» χάνουν και άλλοι «δια της υπακοής» κερδίζουν το προνόμιο να γίνουν «εκλεκτοί του Θεού». Η Παναγία είναι στην κορυφή του γενεαλογικού δένδρου των κλητών και εκλεκτών του Θεού.
Στο γενεαλογικό δένδρο του Χριστού ανήκουν μόνο όσοι μαζί με τη Θεοτόκο και τον Ιησού υπακούουν εκούσια κι ελεύθερα στην εκλογή και κλήσι του Θεού. Ο ίδιος ο Κύριος είπε ότι «πολλοί εισί οι κλητοί ολίγοι οι εκλεκτοί» (Ματ. κ' 16), σε πολλούς δηλαδή απευθύνει ο Θεός την κλήσι του, λίγοι όμως την αποδέχονται και γίνονται «εκλεκτοί Θεού» (Κολ. γ' 12).
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 30-31 )
339- ΟΙ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΙΣ ΤΟΥ.
Αν είχα τις πεποιθήσεις σου θα’ μουν καλύτερος άνθρωπος, παρετήρησε ένας ανήθικος κύριος στον Πασκάλ.
-Άρχισε να γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος και θα’ χης τις πεποιθήσεις μου, είπε ο σοφός.
341- ΤΑ ΚΑΛΥΝΤΙΚΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ.
Ένας διάσημος ξένος ιεροκήρυξ συνιστούσε στις νεαρές χριστιανές που βρίσκονταν ανάμεσα στο ακροατήριό του, να χρησιμοποιούν τα εξής καλλυντικά για να είναι πραγματικά ωραίες:
Για τα μάτια: Την αγνότητα. Για τα χείλη: Την αλήθεια. Για το στήθος: Την αγάπη. Για τα χέρια και τα πόδια: Την ακούραστη φιλανθρωπία.
344- Ο ΠΙΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ.
Ποιος είναι κατά τη γνώμη σου ο πιο ευτυχισμένος; ρώτησε ο Κάρολος ο 9ος βασιλιάς της Γαλλίας τον Τουρκουάτο Τάσσο, διάσημο ιταλό ποιητή.
-Ο Θεός, απήντησε ο ποιητής.
-Καλά ο Θεός, αλλά μεταξύ των ανθρώπων;
-Εκείνος που μοιάζει περισσότερο στο Θεό.
-Και τι είναι εκείνο που μας κάνει να μοιάζουμε περισσότερο στο Θεό; Η δύναμις ίσως;
-Όχι, απάντησε ο Τάσος, είναι η επίμονη εξάσκησις της αρετής.
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 153-154)
ΈΒΑΛΕ κάποτε στον νου της μια γυναίκα της αμαρτίας και στοιχημάτισε με τους φίλους της πώς θα το πετύχαινε χωρίς άλλο να παρασύρει στα δίχτυα της τον Ερημίτη που ζούσε στο βουνό, μακριά από την πόλη, και που όλοι έλεγαν γι’ αυτόν πως ήταν Άγιος άνθρωπος. Φόρεσε ένα πυκνό πέπλο, που έκρυβε την ομορφιά της, κι ανέβηκε στο βουνό. Οι φίλοι της την περίμεναν στα μισά του δρόμου. Μόλις βράδιασε, χτύπησε την πόρτα της σπηλιάς του Ερημίτη. Εκείνος, όταν την είδε, ταράχτηκε. Πώς βρέθηκε τάχα γυναίκα τέτοια ώρα σ’ αυτή την έρημο;
- Πλάνη σου είναι τούτη, διάβολε, συλλογίστηκε.
Τη ρώτησε ποιά ήταν και τί γύρευε. Εκείνη έβαλε τα κλάματα.
- Ώρες ολόκληρες πλανιέμαι σ’ αυτές τις ερημιές, Αββά. Έχασα τον δρόμο και την συντροφιά μου, κι ούτε κατάλαβα πώς βρέθηκα εδώ. Μα για τ’ όνομα του Θεού, μην με αφήσεις να με φάνε τα θηρία.
Ο Ερημίτης βρέθηκε σε δίλημμα. Να βάλει γυναίκα στην κατοικία του; Τέτοιο πράγμα δεν του είχε συμβεί ποτέ. Μα ν’ αφήσει πάλι το πλάσμα του Θεού να φαγωθεί από τα θηρία; Αυτό θα ήταν απάνθρωπο, σχεδόν έγκλημα. Νικήθηκε τέλος από την συμπάθεια και την έβαλε μέσα. Εκείνη τότε τράβηξε δήθεν με αφέλεια τον πέπλο της και του φανέρωσε τα θέλγητρά της. Ο πειρασμός άρχιζε να φλογίζει τις επιθυμίες του αγωνιστή, αφού η πράξη δεν ήταν πια δύσκολη.
Έριξε καταγής μερικά ξερά φύλλα κι είπε στην γυναίκα να πλαγιάσει, ενώ αυτός τράβηξε στο βάθος της σπηλιάς. Γονάτισε κι έκανε, θερμή προσευχή.
- Απόψε, συλλογίστηκε, έχω να δώσω την πιο σκληρή μάχη εναντίον του ορατού και αοράτου εχθρού. ή θα νικήσω ή θα χάσω όλους μου τους κόπους.
Όσο προχωρούσε η νύχτα, τόσο η φλόγα της επιθυμίας τον κατέκαιγε. Για μια στιγμή ένιωσε να λυγίζει η αντίστασή του και τρόμαξε.
- Αυτοί που μολύνουν το σώμα με πράξεις αμαρτωλές πηγαίνουν στην κόλαση, είπε σχεδόν φωναχτά. Για κάνε δοκιμή αν θα υπομένεις στην βασανιστική φωτιά.
Άναψε το λυχνάρι του κι έβαλε το δάχτυλό του στην φλόγα. Μα η άλλη φλόγα, που του κατέκαιγε την σάρκα, ήταν πιο δυνατή και δεν τον άφηνε να νιώσει τον πόνο από το κάψιμο. αφού αχρηστεύτηκε το πρώτο δάχτυλο, έβαλε στην φλόγα του λυχναριού το δεύτερο, το τρίτο. Ώσπου να ξημερώσει έκαψε και τα πέντε δάχτυλα του χεριού του.
Εκείνη η άθλια παρακολουθούσε κρυφά τον υπεράνθρωπο αγώνα του δούλου του Θεού, και βλέποντας τον να καίει με πείσμα όλα του τα δάχτυλα το ένα πίσω από το άλλο, τόσο πολύ ταράχτηκε, που από τον τρόμο της ξεψύχησε.
Οι φίλοι της στο μεταξύ έκαναν αιφνιδιασμό στην σπηλιά του Ερημίτη για να γελάσουν εις βάρος του. Τον βρήκαν όμως απ’ έξω να προσεύχεται.
- Μήπως φάνηκε από δω χτες βράδυ καμιά γυναίκα; τον ρώτησαν.
- Μέσα είναι και κοιμάται, τους αποκρίθηκε εκείνος.
Μπήκαν και την βρήκαν νεκρή.
- Αββά, πέθανε, φώναξαν τρομαγμένοι.
Εκείνος τότε ξεσκέπασε το χέρι του και τους έδειξε τα δάχτυλά του.
- Για δέστε εδώ, τι μου έκανε η θυγατέρα του διαβόλου! Η εντολή του Χριστού όμως με προστάζει να αποδίδω καλό αντί κακού.
Στάθηκε και προσευχήθηκε πάνω από το άψυχο σώμα και το επανέφερε στην ζωή.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 32-34 )
«Ο κόσμος όμως ήρθε και φεύγει και μαζί του η επιθυμία που προκαλεί. Ενώ, όποιος εκτελεί το θέλημα του Θεού μένει αιώνια» (Α’ Ιωάννου 2:17)
Τα πρόσκαιρα και τα αιώνια
Ο μεγάλος ποιητής και δραματουργός Ουίλλιαμ Σαίξπηρ γράφει πως μια μέρα ο Άμλετ πέρασε από ένα νεκροταφείο και την προσοχή του έλκυσαν δύο τάφοι. Ο ένας ήταν του διασημότερου δικηγόρου της Αγγλίας και ο άλλος της ομορφότερης ηθοποιού της Αγγλίας. Και καθώς τους κοιτούσε είπε: «Και τώρα πού είναι οι ακαταμάχητες ενστάσεις σου κύριε συνήγορε; Κι εσύ μεγάλη λαίδη, που είναι η καταπληκτική ομορφιά σου και τα χειροκροτήματα των θαυμαστών σου;». Χάθηκαν για πάντα!
Δε συμβαίνει το ίδιο μ’ εκείνους που ο Θεός τους συγχώρησε και τους έσωσε μέσω του λυτρωτικού έργου του Χριστού. Αυτοί, όπως και τα έργα τους, μένουν αιώνια. Αυτοί, εδώ κάτω στη γη εκτελούν το θέλημα του θεού, παράγουν καρπούς για τη δόξα του Θεού κι όταν πεθάνουν πηγαίνουν στην παρουσία του Θεού. Αυτούς τους μακαρίζει ο Λόγος του Θεού με τα λόγια: «Είναι από τώρα μακάριοι εκείνοι που πεθαίνουν πιστοί στον Κύριο. Ναι! Αυτό βεβαιώνει το Πνεύμα. Γιατί έτσι θα αναπαυτούν από τους κόπους τους. Και τα έργα τους ακολουθούνε κατόπι τους» (Αποκ. 14:13).
(Σ.Α.Ι.)
«Τον καλό αγώνα τον αγωνίστηκα, τον δρόμο τον τελείωσα, την πίστη τη διατήρησα. Τώρα πια μένει φυλαγμένο για μένα το στεφάνι της δικαιοσύνης…» (Β’ Τιμ. 4:7-8).
Συνήθως ο κόσμος ζηλεύει τους μεγάλους άνδρες με τα πολλά κατορθώματα στη ζωή. Όμως το εσωτερικό πολλών απ’ αυτούς που θεωρούνται μεγάλοι, μόνο ο Θεός το ξέρει. Να μερικά αποκαλυπτικά λόγια του Πρίγκιπα Βίσμαρκ, που υπήρξε ξακουστός για τις επιτυχίες του: «Στη μακρόχρονη ζωή μου», λέει, «σπάνια υπήρξα ευτυχισμένος. Αν αθροίσω τις σπάνιες στιγμές της ευτυχίας μου, μόλις που θα συγκεντρώσω 24 ώρες. Και στην πολιτική δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να δοκιμάσω ευτυχία. Έπρεπε πάντα και συνεχώς να μάχομαι, και όταν νικούσα, μαζί με τις νίκες έρχονταν οι φροντίδες, πώς ν’ αποκομίσω το μεγαλύτερο κέρδος απ’ αυτές».
Ελάτε τώρα να συγκρίνετε τα λόγια αυτά με κείνα ενός άλλου αδάμαστου πολεμιστή, αλλά στον πνευματικό τομέα, του αποστόλου Παύλου. Ξαναδιαβάστε τα προσεκτικά και βγάλτε τα συμπεράσματά σας.
Ο πιστός κερδίζει δύο ζωές. Τη ζωή τη γήινη και τη ζωή την αιώνια, τ’ ουρανού. Ο άπιστος τις χάνει και τις δύο, όσες δόξες κι αν αποκτήσει εδώ. «Η ευσέβεια είναι σε όλα ωφέλιμη, επειδή περιέχει υποσχέσεις και για την τωρινή ζωή και για την μελλοντική…» (Α’ Τιμ. 4:8).
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
34. Πολλοί άνθρωποι αγνοούν τον Θεό, τον εαυτό τους και τους εχθρούς της σωτηρίας τους, που έτσι εύκολα κυριεύουν αυτές τις αφώτιστες ψυχές και τις τραβούν προς την απώλεια.
35. Όταν η Γραφή λέγη στον εσωτερικό μας άνθρωπο: «Έγειρε ο καθεύδων και ανάστα εκ των νεκρών» (Εφεσ. ε' 14), εννοεί τον πραγματικό ύπνο της ψυχής, που μοιάζει πολύ με τον συνηθισμένο ύπνο του σώματος. Και όταν η Εκκλησία ψάλλη: «Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις;», εννοεί τον πραγματικό ύπνο της καρδιάς και δεν μιλά καθόλου αλληγορικά. Όταν το σώμα κοιμάται, παύει να έχει συναίσθησι. Έτσι και η ψυχή. Όταν κοιμάται, παύει να έχη συναίσθησι. Έτσι και η ψυχή. Όταν κοιμάται τον ύπνο της αμαρτίας, είναι αναίσθητη σε κάθε τι που αφορά την πίστι, την ελπίδα και την αγάπη.
Και όμως, ο Υιός του θεού ήλθε στον κόσμο για να μας ξυπνήση απ’ αυτόν τον πνευματικό ύπνο. Γι’ αυτόν τον σκοπό δίδαξε, θαυματούργησε, πέθανε πάνω στον Σταυρό, ανέστη, ανελήφθη. Η ψυχή του αμετανόητου αμαρτωλού δεν είναι σε θέσι να τα καταλάβη και να τα εκτιμήση αυτά. Δεν έχει την ικανότητα να νοιώση τις ευεργεσίες του Θεού. Κοιμάται βαθειά και δεν την απασχολούν καθόλου η πίστις, η ελπίδα και η αγάπη. Δεν φοβάται τον αδέκαστο Κριτή, τον ακοίμητο σκώληκα, το πυρ το εξώτερο. Κοιμάται και δεν ακούει, δεν βλέπει, δεν αισθάνεται. Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο σωματικός ύπνος αρχίζει με το θόλωμα της διανοίας. Πρώτη η διάνοια αποκοιμάται και ύστερα το σώμα. Τα μάτια κλείνουν και παύουν να βλέπουν. Τα αφτιά δεν ακούνε. Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή που κοιμάται τον ύπνο της αμαρτίας. Αλλά η ψυχή είναι ικανή πάντως να βλέπη με τα μάτια τα δικά της, ακόμη και κατά τον ύπνο, καθώς είναι γραμμένο στο Άσμα Ασμάτων: «Εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί» (ε’ 2).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 32-33)
32. Συλλογίσου, πως βλέπεις το απρόσιτο Φως, από το οποίο πηγάζει το φως του ήλιου, της σελήνης και των άστρων. Ότι βλέπεις την άπειρο Αγάπη, που έστειλε τον Μονογενή Υιό της στον κόσμο για να σώση τον κόσμο από τον αιώνιο θάνατο (Ιω. γ’ 16, 17). Ότι ατενίζεις την Άναρχο Ωραιότητα, από την οποία προέρχονται όλες οι ομορφιές της κτίσεως και, μαζί τους, εκείνη του ανθρώπου. Συλλογίσου, πως βλέπεις τον Δημιουργό του ουρανού και της γης, όλον αγάπη και λάμψι, μέσα στο απρόσιτο φως της τελειότητός του. Τι θα αισθανόσουν σ’ αυτή την περίπτωση; Η χριστιανική πίστη μας ετοιμάζει γι’ αυ4ή τη θέα.
Παρατήρησε τα φυτά. Σ’ αυτά είναι έκδηλος μία θαυμαστή σοφία, που εμφανίζεται σε κάθε μέρος τους. Μία ζωοποιός δύναμις, ενισχύοντας και διατηρώντας κάθε μέρος του φυτού, μέσα σε ιδιαίτερες συνθήκες. Μία παντοδυναμία, με την οποία η Άναρχος Σοφία αλλάζει την όψι της αμόρφου ύλης τόσο αβίαστα και ομαλά, κάνοντας να φανούν οι σκοποί μιας υπερβατικής Πρόνοιας. «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας!» (Ψαλμ. ργ’ 24).
33. Ένα αντικείμενο, που το ηλιακό φως δεν πέφτει πάνω του, παραμένει αόρατο. Ένα άλλο, έστω και μικρό και πολύ μακρυνό, είναι ορατό, γιατί αντανακλά τον ήλιο. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Όσοι, με τη ζωή τους, δεν αντανακλούν τον Ήλιο της Δικαιοσύνης, τον Χριστό, δεν διακρίνονται. Όσοι όμως τον αντανακλούν, είναι ορατοί και από πολύ μεγάλη απόστασι. Λάμπουν στον κόσμο σαν φωστήρες. Πρόκειται για τους Αγίους. Μερικοί απ’ αυτούς λάμπουν σαν τον ήλιο, άλλοι σαν το φεγγάρι, άλλοι σαν τα άστρα.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 31-32)
678.Ερώτηση.
Επειδή έχει γραφεί, «μακάριοι είναι οι ειρηνοποιοί»13, άραγε είναι καλό να φροντίζομε για την ειρήνη όλων;
Απόκριση
Είναι καλύτερο το να ειρηνοποιεί κάνεις την καρδιά του. Και αυτό αρμόζει στον καθένα, και μακάριος είναι εκείνος που κάνει αυτό. Το να ειρηνοποιεί όμως εκείνους που μάχονται δεν είναι του καθενός, αλλά εκείνων που μπορούν να παρέλθουν αυτό χωρίς βλάβη. Ο ασθενής οφείλει να χαίρεται με την ειρήνη όλων, να μη επιχειρεί όμως να μεσιτεύει για την ειρήνη του καθενός, παρά μόνο των αγαπητών του κατά Θεόν, και αυτό να το κάνει, όταν δεν υπάρχει γι’ αυτόν ζημία ψυχής.
(Βαρσανουφίου Έργα, ΕΠΕ, Φιλοκαλία, τομ. 18Γ, σελ.283)
Ο ηγούμενος κάποιου κοινοβίου, πολύ ευλαβής και ενάρετος, έκανε κάθε μέρα την προσευχή:
- Σε παρακαλώ, Κύριε, μή με χωρίσεις από τα πνευματικά μου παιδιά στην άλλη
ζωή, αλλά αξίωσέ με να απολάυσουμε όλοι μαζί την ουράνια μακαριότητα.
Κάποτε όμως τον πληροφόρησε ο Θεός, με τον ακόλουθο τρόπο, ότι ο καθένας ετοιμάζει μόνος, με τα έργα του, τη μελλοντική του αποκατάσταση.
Πλησίαζε η πανήγυρη μιας γειτονικής μονής και τον προσκάλεσαν, αυτόν και τη συνοδεία του. Αποφάσισε να μην πάει, αποφεύγοντας έτσι τις τιμές που συνήθως του απέδιδαν εκεί. Την παραμονή όμως άκουσε στον ύπνο του μια μυστηριώδη φωνή να τον διατάζει να πάει οπωσδήποτε, αφού στείλει νωρίτερα τους υποτακτικούς του . Ο ηγούμενος υπάκουσε στη θεία προσταγή.
Μόλις ξημέρωσε, πρόσταξε τους μαθητές του να ξεκινήσουν για τον γειτονικό κοινόβιο. Στον δρόμο τους συνάντησαν, πεσμένο κάτω, ένα δυστυχισμένο γέρο. Τον ρώτησαν τί του συνέβει.
- Είμαι άρρωστος, τους αποκρίθηκε με κόπο, και δεν άπαυσε ν’ αναστενάζει. Πήγαινα στο γιατρό με το ζώο μου, αλλά όταν έφτασα σε αυτό το μονοπάτι, μ’ έριξε κάτω και έφυγε. Τί έγινε και εγώ δεν ξέρω. Και δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να με βοηθήσει να σηκωθώ!
Τα τελευταία λόγια τα πρόφερε με πολύ παράπονο.
-Τί να σου κάνουμε γέροντα; του είπαν οι μοναχοί. Είμαστε και εμείς πεζοί και βιαστικοί.
Συνέχισαν έτσι το δρόμο τους για να φτάσουν στην ώρα τους στην πανήγυρη, αφήνοντας στη μέση του δρόμου αβοήθητο τον φτωχό γέρο...
Σε λίγο, να και ο ηγούμενος. Είδε τον άνθρωπο σε κακή κατάσταση. Έσκυψε πάνω του με συμπόνια. Άκουσε τα βάσανά του και έκπληκτος τον ρώτησε:
-Μα καλα, δεν πέρασαν από εδώ πριν από λίγο κάτι νέοι μοναχοί; Γιατί δεν τους σταμάτησες να σε βοηθήσουν; Θα πρέπει, χωρίς άλλο, να σε είδαν.
- Με είδαν και με ρώτησαν, αββά, είπε με λύπη και ο γέρος. Μου είπαν όμως πως ήταν πεζοί και βιαστικοί, και δεν μπορούσαν να μου κάνουν τίποτε.
Ο ηγούμενος αναστέναξε βαθιά ντροπιαζμένος από τη συμπεριφορά των υποτακτικών του.
- Αν στηριχτείς πάνω μου, θα μπορέσεις να περπατήσεις λίγο;
- Αδύνατο να κινηθώ, πάτερ.
- Έλα λοιπόν να σ’ ανεβάσω στους ώμους μου, είπε ο ηλικιωμένος ηγούμενος αποφασιστικά, και ο Θεός θα βοηθήσει να φτάσουμε εκεί που πηγαίνεις.
- Δεν μπορείς να με κουβαλήσεις τόσο δρόμο πάνω στους ώμους σου. Μήπως
είσαι και εσύ νέος; Πήγαινε αββά, στη δουλειά σου και μη χασομεράς άδικα για εμένα. Ευχήσου μόνο να μ’ελεήσει ο Θεός.
- Δεν σ’αφήνω έτσι, σε τέτοια κατάσταση διαμαρτυρήθηκε ο άνθρωπος του
Θεού. Θα σε πάω στην πόλη!
Με πολύ κόπο ανέβασε τον άρρωστο στους αδύνατους ώμους του. Το βάρος στην αρχή του φάνηκε ασήκωτο. Με μεγάλη δυσκολία κατόρθωνε να σέρνει τα πόδια του. Προχωρούσε πολύ αργά. Σε λίγο όμως έγινε κάτι παράδοξο. Το φορτίο σιγά σιγά ελάφρυνε, ώσπου σε μια στιγμή του φάνηκε πως του έφυγε από την πλάτη. Σήκωσε το κεφάλι να δει τί συμβαίνει. Στη θέση του φτωχού γέρου, που είχε πάρει στους ώμους του, στεκόταν ένας άγγελος.
- Μ’ έστειλε ο Κύριος να σε πληροφορήσω, του είπε, πως μόνο τότε θ’ αξιωθούν
οι μαθητές σου να βρεθούν μαζί σου στη βασιλεία Του, όταν ακολουθήσουν τα ίχνη σου. Διαφορετικά, άδικα κοπιάζεις και προσεύχεσαι γι’ αυτούς. O Θεός αμείβει τον καθένα κατά τα έργα του.
Αυτά είπε ο άγγελος και πέταξε στον ουρανό. Ο ηγούμενος, συλλογισμένος, γύρισε πίσω στο μοναστήρι του για να αρχίσει να κάνει καινούργιο αγώνα. Χρειαζόταν ακόμη κοπιαστική δουλειά για να καλλιεργήσει την αγάπη στους υποτακτικούς του.
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος γ᾽, σελ.24-26)
- Γέροντα, γιατί πέφτω συνέχεια στην γαστριμαργία;
- Γιατί εκεί έχεις αδυναμία. Ο διάβολος πολεμάει το φυλάκιο που είναι αδύνατο· τα άλλα που είναι οχυρωμένα καλά δεν τα χτυπάει. «Αν καταλάβω αυτό το φυλάκιο, λέει, εύκολα θα καταλάβω ένα-ένα και όλα τα άλλα φυλάκια». Γι’ αυτό, το αδύνατο φυλάκιο πρέπει να οχυρώσης καλά.
- Γέροντα, πελαγώνω, όταν βλέπω τα πάθη μου.
- Να μην πελαγώνης ούτε να δειλιάζης. Με θάρρος να παίρνης ένα-ένα τα πάθη σου, αρχίζοντας τον αγώνα σου από το πιο μεγάλο. Στην αρχή βοηθάει να μην τα λεπτολογής, αλλά να χτυπάς και να ξερριζώνης τα πιο χοντρά που βλέπεις. Και καθώς θα αχρηστεύωνται οι ρίζες των μεγάλων παθών, θα ξεραίνωνται και οι λεπτές ρίζες από τα μικρότερα πάθη. Επομένως, όταν ξερριζώσης ένα μεγάλο πάθος, μαζί με αυτό θα ξερριζωθούν και άλλα μικρότερα.
- Γιατί, Γέροντα, ενώ παίρνω πολλές αποφάσεις να αγωνισθώ με ζήλο κατά των παθών μου, τελικά δεν τις πραγματοποιώ;
- Γιατί παίρνεις πολλές αποφάσεις μαζί. Τα πάθη, όπως και οι αρετές, αποτελούν μια αλυσίδα. Το ένα πάθος είναι συνδεδεμένο με το άλλο και η μία αρετή είναι συνδεδεμένη με την άλλη, όπως τα βαγόνια του τραίνου είναι ενωμένα το ένα με το άλλο και όλα ακολουθούν το πρώτο. Αν λοιπόν αποφασίσης να αγωνισθής για αρκετό διάστημα, για να κόψης ένα συγκεκριμένο πάθος και να καλλιεργήσης την αντίστοιχη αρετή, θα το πετύχης. Και μαζί μ’ αυτό το πάθος που θα κόψης, θα απαλλαγής και από άλλα πάθη και θα αναπτυχθούν οι αντίστοιχες αρετές. Ας πούμε ότι ζηλεύεις· αν αγωνισθής να μη ζηλεύης, θα καλλιεργήσης την αγάπη, την καλωσύνη, και συγχρόνως θα απαλλαγής από τον θυμό, από την κατάκριση, από την κακία, από την λύπη.
- Γέροντα, ένα πάθος ή μία κακή συνήθεια είναι καλύτερα να τα κόψης μια και έξω ή σιγά-σιγά;
- Αν μπορής να τα κόψης μια και έξω, είναι καλύτερα, γιατί διαφορετικά αφήνουν... δέκατα. Δεν χρειάζεται καθυστέρηση. Όταν περνάη κανείς ένα ποτάμι, ιδίως χειμώνα καιρό, προσπαθεί να το περάση όσο πιο γρήγορα μπορεί, γιατί θα παγώση. Αν το περάση γρήγορα, μέχρι να κρυώση, θα ζεσταθή πάλι. Βλέπεις, και τα άλογα, όταν τα δένουν, αν θέλουν να ελευθερωθούν, κόβουν το σχοινί απότομα. Με τον πειρασμό θέλει απότομα κόψιμο το σχοινί.
- Γέροντα, ο Αββάς Ισαάκ λέει: «Απάθεια είναι, όχι το να μην αισθάνεται κανείς τα πάθη, αλλά το να μη δέχεται αυτά». Μπορεί και ο απαθής να έχη προσβολή από πάθη;
- Μπορεί αλλά, ό,τι και να του πετάξη ο διάβολος, καίγεται από την θεία φλόγα που έχει ανάψει μέσα του. Ο διάβολος δεν παύει να προσβάλλη τον άνθρωπο, αλλά, όταν ο άνθρωπος δεν δέχεται τις προσβολές του εχθρού, τότε καθαρίζει η καρδιά του και κατοικεί πια μέσα του ο Χριστός. Η καρδιά του μετατρέπεται σε καμίνι, σε «βάτο καιομένη», καί, ό,τι και αν πέση μετά μέσα, καίγεται.
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ.31-33)
ΈΝΑΣ ΑΔΕΛΦΟΣ, ενώ έπιασε να ράψει τα χερούλια στα ζεμπίλια που είχε έτοιμα για την αγορά, άκουσε τον γείτονά του να μονολογεί:
- Τί να κάνω που έφτασε η αγορά και δεν έχω ετοιμάσει ακόμη τα χερούλια για τα ζεμπίλια μου ο αμελής;
Τότε ο αδελφός πήρε τα δικά του χερούλια και τα πἠγε στον γείτονά του.
- Αυτά μου περισσεύουν, του είπε. Μήπως σου χρειάζονται; Εκείνος τα δέχτηκε με ανακούφιση, σαν δώρο σταλμένο από τον Θεό, χωρίς να υποπτεύεται καν πως ο αδελφός του άφησε ατέλειωτο το εργόχειρό του για να τον αναπαύσει.
ΔΥΟ συνασκητές αγρυπνούσαν μια νύχτα στο εργόχειρο. Έφτιαχναν κλωστή από καννάβι, για να πλέξουν ύστερα σχοινί. Μα η κλωστή του ενός διαρκώς κοβόταν. Άρχισε κι αυτός να χάνει την υπομονή του και να θυμώνει με τον άλλον που η δουλειά του προχωρούσε ομαλά. Εκείνος όμως το κατάλαβε και, για να μην στενοχωριέται ο, αδελφός του, κάθε φορά που του έσπαζε η κλωστή, έκοβε με τρόπο και την δική του. Έτσι έμεναν στο ίδιο σημείο και οι δύο και η δουλειά τελείωσε χωρίς να συμβεί μεταξύ τους δυσαρέσκεια.
ΈΝΑΣ ΑΡΧΑΡΙΟΣ μοναχός πήγε σε κάποιον Γέροντα να πάρει οδηγίες. Συνομίλησαν πολλή ώρα για πολλά πράγματα γύρω από τήν ζωή τους. Ωφελημένος ο νέος και με ψυχική ικανοποίηση σηκώθηκε να φύγει.
- Συγχώρεσέ με, Αββά, είπε, καθώς έβαζε μετάνοια στον Γέροντα, σε εμπόδισα από την προσευχή σου με την επίσκεψή μου σήμερα.
- Δική μου προσευχή, παιδί μου, αποκρίθηκε με καλοσύνη ο αγαθός Γέροντας, είναι να σε αναπαύσω και να σε στείλω ωφελημένο ψυχικά πίσω στο κελλί σου.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 22-23)