ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Ένας από τους γέροντες της σκήτης αρρώστησε κάποτε και επιθύμησε να φάει λίγο φρέσκο ψωμί. Πού να βρεθεί όμως τέτοιο πράγμα σε εκείνη την έρημο;
Όταν το έμαθε ένας από τους νέους μοναχούς, έβαλε στο δισάκι του όλα τα ξερά ψωμία που είχε, και ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια. Η πόλη απείχε δυο ημερών δρόμο από την έρημο. Ο καλός νέος αψήφησε τον κόπο! Κατέβηκε, άλλαξε τα ψωμιά, κι επέστρεψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στη σκήτη.
- Πού βρήκες φρέσκο ψωμί; τον ρωτούσαν με απορία οι αδελφοί.
- Στην Αλεξάνδρεια, απαντούσε με πολλή φυσιολογικότητα εκείνος, σαν να επρόκειτο για το γειτονικό χωριό.
Όταν το άκουσε ο γέροντας δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να το κρατήσει .
-Πώς να το φάω; έλεγε. Αυτό είναι το αίμα του αδελφού μου!
Οι άλλοι όμως τον ανάγκασαν να το φάει, για να μην πάει χαμένη η θυσία του αδελφού.
(Γεροντικόν, Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος γ, σελ. 21-22)
- Γέροντα, υπάρχει, περίπτωση να μη με ακούει ο Θεός, όταν Του ζητάω να με βοηθήσει να απαλλαγώ από ένα πάθος;
- Τί, Βάαλ είναι ο δικός μας ο Θεός; Ο Θεός ακούει και μας βοηθάει. Ίσως να μη νιώθεις την βοήθειά Του· αιτία όμως δεν είναι ο Θεός, αλλά εσύ η ίδια που διώχνεις την βοήθειά Του με την υπερηφάνεια.
Αν δεν υπάρχει κίνδυνος να το πάρουμε επάνω μας και να υπερηφανευθούμε, είναι αδύνατο να μη βοηθήσει ο Θεός. Ο Καλός Θεός θέλει να απαλλαγούμε από τα πάθη μας, αλλά, αν έχουμε υπερηφάνεια ή προδιάθεση υπερηφανείας, δεν μας βοηθάει να απαλλαγούμε, γιατί θα νομίζουμε ότι το κατορθώσαμε χωρίς την δική Του βοήθεια.
Γι’ αυτό, όταν παρακαλούμε τον Θεό με όλη την καρδιά μας να μας βοηθήσει να απαλλαγούμε από ένα πάθος και δεν μας βοηθάει, πρέπει αμέσως να καταλάβουμε ότι πίσω από αυτό το πάθος κρύβεται άλλο μεγαλύτερο, και αυτό είναι η υπερηφάνεια. Επειδή δηλαδή δεν βλέπουμε την υπερηφάνεια, αφήνει ο Θεός να παραμένει το πάθος που βλέπουμε, π.χ. η γαστριμαργία, η φλυαρία, ο θυμός κ.λπ., για να ταπεινωνώμαστε. Όταν σιχαθούμε πια τα πάθη μας από τις συνεχείς πτώσεις μας, γνωρίσουμε την αδυναμία μας και ταπεινωθούμε, τότε μας βοηθάει ο Θεός και ανεβαίνουμε δύο-δύο τα πνευματικά σκαλιά.
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ.29)
ΔΩΔΕΚΑ μοναχοί περνούσαν για πρώτη φορά μια άγνωστη έρημο. Όταν νύχτωσε, παραπλανήθηκε ο οδηγός τους και τράβηξε τον αντίθετο δρόμο. Οι αδελφοί το κατάλαβαν γρήγορα, αλλά ο καθένας τους ξεχωριστά αγωνίστηκε ολόκληρη την νύχτα να μην το φανερώσει, για να μην λυπήσει τον οδηγό. Όταν ξημέρωσε, είδε πια το λάθος του εκείνος.
- Συγχωρήστε με, αδελφοί, είπε σαστισμένος. Μου φαίνεται πως πήρα τον αντίθετο δρόμο.
- Το ξέρουμε, του αποκρίθηκαν εκείνοι, αλλά μην στενοχωριἐσαι- γυρίζουμε πίσω.
Και χωρίς να δείξουν καμιά απολύτως δυσαρέσκεια, που είχαν περπατήσει όλη νύχτα άσκοπα, μια απόσταση δώδεκα μιλίων, άρχισαν καινούργια πορεία.
Ο οδηγός, θαυμάζοντας την ευγένειά τους, έλεγε και ξανάλεγε:
- Μέχρι θανάτου μπορούν να συγκροτηθούν οι άνθρωποι του Θεού, για να μην λυπήσουν τον αδελφό τους.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 20-21 )
489.
Κάποτε κάποιος γέροντας από τους πατέρες κατοίκησε σε κοινόβιο, στο οποίο ήταν οι άγιοι γέροντες• και όταν ερωτούσε εκείνος που τον υπηρετούσε, ‘τί θέλεις να σου κάνω να φάγεις’, του έλεγε με οργή, ‘αν θέλεις κάνε κάτι’• και στενοχωριόταν ο αδελφός, επειδή δεν ήξερε τι να κάνει. Και ερωτήθηκε ο ίδιος μεγάλος Γέροντας, αν άραγε κάνει καλά να λέγει έτσι ή όχι.
Και αποκρίθηκε: Σε μένα δεν είναι δυνατό να κατακρίνω κάποιον• διότι ο καθένας βαστάζει το δικό του φορτίο. Αλλά, όπως μου φαίνεται, αυτή η απόκριση παρέχει θλίψη στον πλησίον, ακόμα και αν το κάνει αυτό προς άσκηση. Πρέπει λοιπόν να λέγει στον αδελφό με ταπείνωση, ότι ‘αυτό το πράγμα δέχεται τώρα η διάθεση μου’, κι αν ακόμα ο αδελφός του το κάνει άσχημα• και οφείλει να τον ευχαριστεί, κι αν ακόμα τον υπηρετεί άσχημα. Εάν, όταν κάνει ο αδελφός το πράγμα, είτε καλά είτε άσχημα, εκείνος κινείται σε οργή, αυτό είναι το χειρότερο από όλα τα πάθη. Διότι αυτός οργίζεται χωρίς λόγο, και αυτή δεν είναι γνώση Θεού, αλλά μάλλον διαβολική ενέργεια. Όμως αυτός που υπηρετεί οφείλει να μακροθυμεί• διότι σε όποιον βαστάζει τον αδελφό του κατά φόβο Θεού, σ’ αυτόν αναπαύεται το Πνεύμα του Θεού.
(Βαρσανουφίου Έργα, ΕΠΕ, Φιλοκαλία, τομ. 18B, σελ.,445-447)
Πόσο πολύ έχω ταλαιπωρηθεί από τους λογισμούς! Λογισμοί κάθε είδους, με μορφή χιονοστιβάδων που με τάραζαν και με εξουθένωναν τόσο πολύ! Από μια απλή κουβέντα ή μια απλή χειρονομία ή από το τίποτα, ο διάβολος μού έπαιζε ολόκληρες ταινίες που έπαιζαν μέσα μου ολόκληρες μέρες και μήνες… Κάποια στιγμή, δεν ξέρω πώς έγινε και γιατί, αυτές οι ταινίες σταμάτησαν! Είχα ησυχία του νου και ένιωθα υπέροχα και γαλήνια σαν να είχα αποφυλακισθεί…
Μέσα σ’αυτήν την ησυχία, επειδή ήξερα ότι ο διάβολος αλλά και το μυαλό μου από μόνο του θα ‘ξαναχτυπήσουν’ κάποια στιγμή, προετοιμάστηκα. Σκέφτηκα , αφού το μυαλό μου είναι τόσο σινεφίλ, ας του δείχνω εγώ ταινίες που θέλω. Όταν ο λογισμός μου μού λέει ότι αποκλείεται να σωθώ, σκέφτομαι αμέσως το Έλεος του Κυρίου μας και τη Ζωή Του, τα Πάθη Του και την Ανάσταση Του! Σκέφτομαι πόσοι αμαρτωλοί σαν και μένα σώθηκαν και αγίασαν με τη Χάρη του Τριαδικού μας Θεού! Και έτσι φεύγουν οι σκοτεινοί λογισμοί της απελπισίας!
Όταν άλλος λογισμός μου λέει ‘ τί φοβερός χριστιανός είσαι, είσαι σχεδόν άγιος!’ τότε αμέσως παίζω μια πολύωρη ταινία με τα πάθη μου και τις αμαρτίες μου που τελειωμό δεν έχουν… ύστερα από αυτή την προβολή οι λογισμοί υπερηφάνειας μόνο γέλιο μπορούν να μου προκαλέσουν! Όταν έχω λογισμούς καχυποψίας απέναντι στους ανθρώπους, ιδίως αυτούς που αγαπώ περισσότερο, όταν ο διάβολος μου λέει ‘ κοίτα, αυτός σε αδίκησε, σε περιφρονεί, θέλει το κακό σου’, τότε παίζω το φιλμ με τις ευεργεσίες που μου έχει κάνει αυτός ο άνθρωπος, το πόσο αγαπάει το Χριστό, τις αρετές του και πόσα καλά πράγματα έχει κάνει κρυφά από όλους! Έτσι γεμίζει από αγάπη η καρδιά μου γι’αυτόν και λέω ‘Μα αυτός είναι άγιος… αποκλείεται να έκανε κάτι κακό! Κι αν έκανε τί πειράζει; Αναμάρτητος είναι μόνο ο Χριστός!’
Και έτσι δε βγαίνω από την Αγάπη του Χριστού! Και σε κάθε περίσταση, όταν βλέπω ότι αρχίζουν οι σκοτεινοί λογισμοί, στρέφω αλλού την προσοχή μου. Λέω μέσα μου ‘ Βλέπεις, σταμάτησες να σκέφτεσαι το Χριστό και σου ήρθαν κακοί λογισμοί! Νου μου μπες πάλι στο ασφαλές λιμάνι σου, στην Αγκαλιά του Χριστού!’ Αυτή η προβολή των ταινιών, της πνευματικής παραγωγής, είναι κατάλληλη για όλους και διαφυλάττουν την πνευματική μας υγεία και την ειρηνική σχέση μας με το Χριστό, τους συνανθρώπους μας και τον εαυτό μας. Εμένα προσωπικά πολύ με έχουν βοηθήσει να εκπαιδεύσω το μυαλό μου να μην τρέφεται με σκουπίδια αλλά με υγιεινά, ώσπου να φτάσω στο στάδιο της ησυχίας, όπου το μυαλό μου, κορεσμένο πια από εικόνες, αναπαύεται ελεύθερο στη μνήμη του Θεού! (Κ.Δ.Κ).
Απόφαση για την επιλογή τρόπου ζωής
Τα χρόνια περνούν γρήγορα. Καλά είναι ο νέος να μη μένη για πολύ καιρό στο σταυροδρόμι αναποφάσιστος.
Να διαλέξη έναν σταυρό - έναν από τους δύο δρόμους της Εκκλησίας μας - ανάλογα με την κλίση του και το φιλότιμο του
και να προχωρήση σ’ αυτόν με εμπιστοσύνη στον Χριστό. Ας ακολουθήση τον Χριστό στην Σταύρωση, εάν θέλη να χαρή αναστάσιμα.
Και στις δύο ζωές υπάρχουν φαρμάκια, αλλά, όταν βρίσκεται κανείς κοντά στον Θεό, τα γλυκαίνει ο γλυκύς Ιησούς.
Όταν περάση κανείς τα τριάντα, αρχίζει να δυσκολεύεται να αποφασίση. Και όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο πολύ δυσκολεύεται.
Ο νέος προσαρμόζεται ευκολώτερα σε όποια ζωή κι αν ακολουθήση. Ο μεγάλος όλα τα εξετάζει με την λογική του.
Έχει πια διαμορφωθή ο χαρακτήρας του και δύσκολα αλλάζει• είναι χυμένο μπετόν. Και βλέπεις, αυτοί που τακτοποιούνται σε μικρή ηλικία,
είτε στην έγγαμη είτε στην μοναχική ζωή, μέχρι τα γεράματά τους διατηρούν μια παιδική απλότητα και συνδέονται εύκολα μεταξύ τους.
Είδα ένα ανδρόγυνο που παντρεύτηκαν μικροί. Όπως μιλούσε ο άνδρας, έτσι μιλούσε και η γυναίκα• ό,τι έκανε ο άνδρας, έκανε και η γυναίκα.
Επειδή παντρεύτηκαν μικροί, ο ένας πήρε όλες τις συνήθειες του άλλου, και στην ομιλία και στην συμπεριφορά,
αλλά και συνδέθηκαν ευκολώτερα.
Η παροιμία λέει: «Ή μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου».
Ειδικά η κοπέλα καλά είναι μέχρι τα είκοσι πέντε της χρόνια να αποφασίζη ποιά ζωή θα ακολουθήση.
Μετά τα είκοσι πέντε αρχίζει να γίνεται λίγο δύσκολη η αποκατάστασή της, γιατί σκέφτεται πώς θα υποταχθή.
Εν τω μεταξύ, όσο μεγαλώνει, αποκτάει και ιδιοτροπίες και ποιός θα την πάρη;
Έπειτα ζητάει κυρίως προστασία στον γάμο και όχι να κάνη οικογένεια.
Είναι παρατηρημένο ότι όποιος αναβάλλει συνέχεια να παντρευτή, όταν περάσουν τα χρόνια, ψάχνει και δεν βρίσκει.
Όταν ήταν νέος, διάλεγε αυτός• ύστερα τον διαλέγουν οι άλλοι! Γι’ αυτό λέω ότι σ’ αυτό το θέμα χρειάζεται καμμιά φορά και λίγη τρέλλα.
Να παραβλέψη μερικά που δεν είναι ουσιώδη, γιατί δεν πρόκειται ποτέ να του έρθουν όλα όπως τα περιμένει.
Μια φορά έβρεχε και ένας χείμαρρος άρχισε να κατεβάζη νερό. Ένας τρελλός και ένας γνωστικός ήθελαν να περάσουν στην άλλη μεριά.
Ο γνωστικός είπε: «Θα σταματήση η βροχή, θα λιγοστέψη το νερό και ύστερα θα περάσω». Ο τρελλός δεν περίμενε• έδωσε μια και πέρασε απέναντι.
Βράχηκαν λίγο τα ρούχα του, αλλά πήγε εκεί που ήθελε. Η βροχή, αντί να σταματήση, όλο και δυνάμωνε.
Το νερό στον χείμαρρο αυξήθηκε και τελικά ο γνωστικός δεν μπόρεσε να περάση απέναντι, γιατί ύστερα ήταν και επικίνδυνο.
Σε μερικούς υπάρχει μεγάλη υπερηφάνεια, πολύς εγωισμός, γι’ αυτό και ο Θεός δεν τους βοηθάει. Χρόνια έρχονται μερικοί εκεί στο Καλύβι και με ρωτούν: «Τί θέλει από μένα ο Θεός, Πάτερ μου;».
Λές και ο Θεός έχει ανάγκη από αυτούς. Ούτε μοναχοί έγιναν, ούτε παντρεύτηκαν.
Σαν να είναι φτιαγμένοι από χρυσάφι και φοβούνται μην τους βάλουν για βέργα στο μπετόν!
Αλλοι πάλι μου λένε: «Γέροντα, τί να κάνω; Να γίνω μοναχός ή να παντρευτώ; Πές μου, για που είμαι».
«Εσύ τί θέλεις;», τους ρωτάω. «Και το ένα και το άλλο», μου λένε. Θέλουν και τα δύο.
Αν τους πω τον λογισμό μου, λ.χ. ότι είναι για τον γάμο, και παντρευτούν, μπορεί να μην αναπαυθούν και θα έρχωνται ύστερα να λένε:
«Εσύ μου είπες να ακολουθήσω αυτήν την ζωή, και τώρα ταλαιπωρούμαι».
-Γέροντα, πώς μπορεί να γίνη αυτό;
-Ένας νέος, ας υποθέσουμε, έχει κλίση για την έγγαμη ζωή, αλλά σκέφτεται και τον Μοναχισμό. Αν δεν προσέξη, ώστε να κάνη μια καλή οικογένεια,
και δημιουργηθούν αργότερα προβλήματα και δεν τα αντιμετωπίση πνευματικά, τότε ο πονηρός θα τον πολεμήση με λογισμούς.
Θα του λέη: «Εσύ ήσουν για τον Μοναχισμό, αλλά, αφού παντρεύτηκες, καλά να πάθης», και δεν θα τον αφήνη ήσυχο μέρα-νύχτα.
Μερικοί άνθρωποι δεν ξέρουν τί ζητούν.
Νά, πριν από λίγα χρόνια είχε έρθει εδώ μια κοπέλα και μου είπε: «Γέροντα, δεν μπορώ να αποφασίσω ποιόν δρόμο να ακολουθήσω.
Θέλω να παντρευτώ, αλλά σκέφτομαι και τον Μοναχισμό. Τί να κάνω;». «Δές τί σε αναπαύει περισσότερο, της λέω, και αυτό να κάνης».
«Δεν ξέρω, μου λέει, αλλά μερικές φορές μου φαίνεται ότι κλίνω περισσότερο προς τον γάμο.
Σε παρακαλώ, Γέροντα, πές μου εσύ τί να κάνω». «Έ, αφού βλέπεις ότι κλίνεις περισσότερο προς τον γάμο, της λέω,
καλύτερα να παντρευτής και ο Θεός θα σε οικονομήση». «Με την ευχή σου, Γέροντα, έτσι θα κάνω», μου λέει.
Έρχεται λοιπόν σήμερα και μου λέει: «Γέροντα, παντρεύτηκα. Πήρα έναν ναυτικό, καλός άνθρωπος, δόξα τω Θεώ, δεν μπορώ να πώ, αλλά πολύ ταλαιπωρούμαι.
Υποφέρω, γιατί έξι μήνες ζούμε μαζί και έξι μήνες χωριστά• τον μισό χρόνο ταξιδεύει».
«Ευλογημένη ψυχή, της λέω, εσύ δεν μου έλεγες ότι σού άρεσε και η έγγαμη και η μοναχική ζωή; Να τώρα που τα έχεις και τα δύο!
Γιατί δεν δοξάζεις τον Θεό που σε οικονόμησε έτσι;».
-Σήμερα όμως, Γέροντα, ζούμε σε δύσκολα χρόνια, γι’ αυτό μερικοί νέοι διστάζουν να κάνουν οικογένεια.
-Όχι, δεν είναι σωστή αυτή η αντιμετώπιση. Αν υπάρχη εμπιστοσύνη στον Χριστό, δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν.
Τα χρόνια των διωγμών δεν ήταν δύσκολα; Μήπως οι Χριστιανοί είχαν σταματήσει τότε να κάνουν οικογένεια;
Πόσους Αγίους έχουμε που μαρτύρησαν μαζί με την γυναίκα τους και τα παιδιά τους!
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 25-28)
Άψογη παράσταση.
(Στοχασμοί περί καλού και κακού, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σελ. 21-22).
Η φιλομάρτυς Κλεοπάτρα.
Όταν αυτοκράτορας στη Ρώμη ήταν ο Μαξιμιανός, μαρτύρησε στην Αίγυπτο γύρω στα 304 ο άγιος Ούαρος, νέος ακόμη αξιωματικός κάποιας ρωμαϊκής λεγεώνας. Ζηλωτής χριστιανός, συνελήφθη μέσα στις φυλακές που πήγαινε κρυφά, για να ανακουφίζει και να δίνει θάρρος στους μάρτυρες. Ήρθε έτσι και η δική του σειρά να χύσει το αίμα του για την αγάπη του Χριστού. Στον τόπο μαρτυρίου του βρέθηκε, σταλμένη από τη θεία πρόνοια, μια πολύ ευσεβής χριστιανή, η Κλεοπάτρα. Ήταν χήρα, αλλά πλουσιωτάτη κι είχε κοντά της τον μικρό μοναχογιό της. Η ευγενής κυρία παρακολούθησε με βαθύ πόνο τα σκληρά βασανιστήρια, που έκαναν στο νέο για να αρνηθεί την πίστη του. Όταν έμεινε πια άψυχο το μαρτυρικό σώμα, η Κλεοπάτρα έδωσε πολλά χρήματα στους δημίους και το πήρε. Με μεγάλη ευλάβεια το μετέφερε στο αρχοντικό της και το έθαψε.
Ύστερα από λίγα χρόνια, όταν βασίλεψε ο Μ. Κωνσταντίνος και σταμάτησαν οι διωγμοί εναντίον των χριστιανών, η Κλεοπάτρα άφησε την Αίγυπτο για να γυρίσει πίσω στη Παλαιστίνη, και πήρε μαζί της το λείψανο του μάρτυρος, σαν πολύτιμο θησαυρό. Εκεί ξόδεψε ένα μεγάλο μέρος από την περιουσία της και έκτισε μεγαλοπρεπέστατη εκκλησία στο όνομα του αγίου Ουάρου και αφιέρωσε σε αυτή το τίμιο λείψανο που φύλαγε μέσα σε ολόχρυση λάρνακα.
Όταν ήταν πια όλα έτοιμα, προσκάλεσε τον επίσκοπο και τους κληρικούς της επαρχίας για τα εγκαίνια. Ύστερα από τη θεία λειτουργία, φιλοξένησε όλους τους πιστούς και τους έστρωσε πλούσιο τραπέζι. Η χήρα μαζί με τον νεαρό γιό της, περιποιήθηκαν με τα ίδια τους τα χέρια όλους τους προσκαλεσμένους, χωρίς να βάλουν ψωμί στο στόμα τους. Σα νύχτωσε και το σπίτι άδειασε από τον κόσμο, τσακισμένος από την κούρση ο νέος, πήγε στο δωμάτιό του να ξεκουραστεί. Σε λίγο πήγε και η μητέρα να του πάει φαγητό. Τον βρήκε όμως να καίγεται στον πυρετό! Ανήσυχη του έκανε τις περιποιήσεις που ήξερε, ξεχνώντας την πείνα και την κούρασή της. Αλλά όσο περνούσε η ώρα ο πυρετός ανέβαινε και πριν προφτάση να έρθει ο γιατρός, ο νέος ξεψύχησε στην αγκαλιά της μάνας. Αλλόφρονη εκείνη από την απροσδόκητη συμφορά, σήκωσε το νεαρό σώμα και το πήγε στην εκκλησία του μάρτυρος. Το ακούμπησε πάνω στη λάρνακα των λειψάνων και πέφτοντας στα γόνατα, ξέσπασε σε σπαρακτικό θρήνο. Με πονεμένα λόγια θύμιζε στον μάρτυρα, σαν να τον είχε μπροστά της, όσα είχε κάνει για χάρη του και απαιτούσε από αυτόν να κάνει ό,τι ο Ελισσαίος για τη Σωμανίτιδα, να αναστήσει δηλαδή τον γιό της!
Ανάμεσα στα δάκρυά της και στ’ αναφυλλητά, συντριμμένη από τον πόνο και τον κόπο, αποκοιμήθηκε. Είδε τότε ένα θαυμάσιο όνειρο, που παρηγόρησε τη μητρική καρδιά της.
Άνοιξε μπροστά στα μάτια της ο ουρανός, και μέσα από φως υπέρλαμπρο παρουσιάσθηκε ο μάρτυς του Χριστού, στεφανωμένος μ’ ολόχρυσο στεφάνι! Κρατούσε από το χέρι, σαν φίλος τον φίλο του, τον γιο της χήρας, που φορούσε κι αυτός ολάνθιστο στεφάνι στο όμορφο κεφάλι του.
-Μη με κατηγορείς για αγνωμοσύνη, Κλεοπάτρα, της είπε ο μάρτυς με γλυκύτητα. Θυμάσαι πόσες φορές γονατιστή μπροστά στα λείψανά μου, γύρευες χάριτες για το παιδί σου; Τι ποιο μεγάλο χάρισμα μπορούσα να του ανταποδώσω από τούτη τη δόξα που βλέπεις; Αν ύστερα από αυτό, εξακολουθείς να τον γυρεύεις κοντά σου, είναι ελεύθερος να έρθει.
Και γυρίζοντας στο νεό, του έδειξε την πονεμένη μητέρα του.
-Φίλε μου μπορείς να πας μαζί της.
Εκείνος όμως έπεσε στην αγκαλιά του μάρτυρος, σαν να μην ήθελε ποτέ να τον αποχωρισθεί, και στρέφοντας στη μητέρα του ελαφρά το κεφάλι, της είπε:
-Επιμένεις λοιπόν να μου στερήσεις αυτή την ευτυχία; Θέλεις ποτέ να με ξαναφέρεις από τα αιώνια στα πρόσκαιρα κι από τη χαρά στη λύπη; Πάψε, μητέρα, να πενθείς και ετοιμάσου να μας συναντήσεις.
Βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στην πληγωμένη καρδιά της χήρας, ύστερα από την οπτασία. Αφού έθαψε το παιδί της στην καινούργια εκκλησία, μοίρασε στους φτωχούς όλη την περιουσία της, φόρεσε ταπεινά ρούχα και έμεινε κοντά στον τάφο του μάρτυρος και του παιδιού της. Επτά ολόκληρα χρόνια περιποιήθηκε τον ναό και πέθανε με φήμη αγίας.
(Γεροντικόν)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σελ. 18-21).
Προετοιμασία για την μοναχική ζωή.
Έκτοτε άρχισε να αγωνίζεται με περισσότερο ζήλο και να σκέπτεται έντονα το θέμα της αφιερώσεώς του στον Θεό. Πήγε στην Μητρόπολη Ιωαννίνων και ρώτησε τον Πρωτοσύγκελλο, αν μπορούσε σε εκείνη την ηλικία να γίνη μοναχός. Εκείνος του απάντησε: «Τώρα δεν μπορείς· αργότερα, να μεγαλώσης». Ήταν τότε δεκαπέντε ετών.
Είχε υψηλή ιδέα για τον μοναχισμό και προετοιμαζόταν όσο το δυνατόν καλύτερα. Ζούσε και αγωνιζόταν σαν μοναχός. Σε όσους του πρότειναν συνοικέσια, τα ξέκοβε μια και καλή· «εγώ θα γίνω καλόγηρος», απαντούσε. Σ’ ένα γάμο ο πατέρας του, του ευχήθηκε «και στην χαρά σου». Από τότε δεν του ξαναφίλησε το χέρι, όχι από έλλειψη σεβασμού, αλλά ως σιωπηρή διαφωνία, δείχνοντας ότι δεν επιθυμούσε να πραγματοποιηθή η ευχή του, αλλά η προφητεία του οσίου Αρσενίου. Για τον Αρσένιο ένας δρόμος ανοιγόταν μπροστά του, η αγγελική ζωή των μοναχών.
Σιγά-σιγά το συνειδητοποίησαν οι δικοί του. Δεν χρειαζόταν άλλωστε να τους πείση με λόγια. Η ζωή και οι αγώνες του ήταν απόδειξη των αναζητήσεων του, και έδειχναν τι έμελλε να γίνη ο χαριτωμένος νέος.
Σύχναζε τον ελεύθερο χρόνο του στο εξωκκλήσι της άγιας Βαρβάρας και συναναστρεφόταν άλλους ευλαβείς νέους. Ανάμεσά τους ήταν ο μετέπειτα Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους π. Παύλος Ζησάκης, και ο π. Κύριλλος Μάνθος, Γέροντας του Κελλιού αγίου Νικολάου Μπουραζέρι, στο Άγιον Όρος. Κάθε ημέρα διάβαζαν ακολουθία. Το απόγευμα έκαναν Εσπερινό, Απόδειπνο με Χαιρετισμούς και ύστερα μελετούσαν την Αγία Γραφή και βίους Αγίων.
Επειδή δεν υπήρχαν στην περιοχή του μοναστήρια επανδρωμένα, ο Αρσένιος αναζητούσε εναρέτους γέροντες πιο μακρυά. Κάποτε πήγαν με τον μετέπειτα π. Παύλο Ζησάκη και γνώρισαν τον π. Ιάκωβο Μπαλοδήμο. Έλεγε ο Γέροντας ότι ήταν άγιος άνθρωπος και άριστος Πνευματικός, και διηγείτο πολλά αξιοθαύμαστα γι’ αυτόν.
Ο Αρσένιος προσπαθούσε να συνηθίση τις συνθήκες της μοναχικής ζωής. Προτιμούσε τα άνοστα φαγητά. Δεν έβαζε αλάτι στο φαγητό, για να μην πίνη πολύ νερό. Έπλενε τα ρούχα του ο ίδιος. Δεν άφηνε την μητέρα και τις αδελφές του να τα πλένουν.
Μια περίοδο που πήγαινε με τα αδέλφια του και εργαζόταν στα χωράφια, σε ένα σημείο τους άφηνε να προχωρήσουν και αυτός παρέμενε πίσω. Από περιέργεια τον παρατήρησαν κρυφά και τι να δουν! Έβγαζε τα παπούτσια του και ξυπόλυτος περνούσε τρέχοντας ένα χωράφι με κομμένο τριφύλλι. Ήταν σαν να έτρεχε πάνω σε λεπτά καρφιά. Το κομμένο τριφύλλι τρυπούσε τα πόδια του και έμπαινε μέσα στις σάρκες. Αιμάτωναν τα πέλματα των ποδιών του. Υπέμενε όμως με χαρά τον πόνο μιμούμενος τους Μάρτυρες, όπως διάβαζε στα Συναξάρια, προσπαθώντας να γίνη και αυτός συγκοινωνός και συμμέτοχος των παθημάτων τους. Με τέτοιο μαρτυρικό φρόνημα και θείο έρωτα ήταν πυρακτωμένη η παιδική του ψυχή.
Είχε συνήθεια μια ημέρα την εβδομάδα να ανεβαίνη στο βουνό. Εκεί στην ησυχία περνούσε με νηστεία, προσευχή, μελέτη και μετάνοιες. Τον είλκυε η ησυχία και επιθυμούσε να αξιωθή να ζήση όπως οι ασκητές και οι ερημίτες. Μαζί του κρατούσε τον Σταυρό. «Είχα τέτοια πίστη τότε, που ανέβαινα στο βουνό με τον Σταυρό, που δεν φοβόμουν τίποτε».
Ο Ραφαήλ, ο μεγαλύτερος του αδερφός, βλέποντας τον να επιδίδεται σε μεγάλους αγώνες, προσπαθούσε να τον εμποδίση. Αλλά ενώ μέχρι την ηλικία των δεκαπέντε ετών δεχόταν σιωπηλά την κηδεμονία του, τώρα «ύψωσε ανάστημα» και αντέδρασε. Έκτοτε δεν τόλμησε να τον εμποδίση. Αργότερα, όταν τον συνάντησε ως μοναχό, του ζήτησε συγχώρεση. Οι γονείς όμως χαίρονταν και καμάρωναν τον Αρσένιο. Επειδή είχαν ευλάβεια, καταλάβαιναν τους αγώνες του και δεν ανησυχούσαν.
Ο Αρσένιος δεν αγωνιζόταν μόνο με νεανικό ενθουσιασμό, αλλά και με γεροντική σύνεση. Συνώδευε τις ασκήσεις του με πολλή προσοχή και αυτοέλεγχο· κάθε ημέρα εξέταζε τον εαυτό του τι έκανε, πώς μίλησε, αν πλήγωσε κάποιον με την συμπεριφορά του.
(Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, ιερομ. Ισαάκ, σελ. 53-55).
463.Ερώτηση
Κάποιος φιλόχριστος ερώτησε τον ίδιο γέροντα, εάν πρέπει να πολυεξετάζει τα σχετικά με τα θεία μυστήρια• και εάν ο αμαρτωλός, όταν προσέρχεται σ’ αυτά, κατακρίνεται ως ανάξιος.
Απόκριση: Όταν προσέρχεσαι στα Άγια, πρόσεχε δεχόμενος το σώμα και το αίμα του Χρίστου, και πίστευε αδίστακτα ότι είναι αλήθεια. Το πώς είναι αλήθεια, μη το πολυεξετάζεις, σύμφωνα μ’ εκείνον που είπε, «λάβετε, φάγετε, διότι αυτό είναι το σώμα μου και το αίμα μου»• και αυτά μας τα έδωσε για συγχώρηση αμαρτιών. Αυτός που πιστεύει έτσι, ελπίζουμε ότι δεν κατακρίνεται• αυτός που δεν πιστεύει, ήδη έχει την κατάκριση. Επομένως να μη εμποδίσεις τον εαυτό σου να προσέλθει, επειδή τον κρίνεις ως αμαρτωλό, αλλά να γνωρίζεις ότι ο αμαρτωλός που προσέρχεται στο Σωτήρα, αξιώνεται συγχώρηση αμαρτιών, όπως βρίσκουμε στη Γραφή, σχετικά με εκείνους που προσήλθαν σ’ αυτόν με πίστη και άκουσαν τη θεία φωνή• «συγχωρούνται οι πολλές αμαρτίες σου». Εάν λοιπόν ήταν άξιος να προσέλθει σ’ αυτόν, δεν θα είχε αμαρτίες• επειδή ήταν αμαρτωλός και χρεώστης, πήρε συγχώρηση των οφελημάτων. Και άκουσε και τον ίδιο τον Κύριο που λέγει• «δεν ήρθα να σώσω δικαίους, αλλά αμαρτωλούς»• και πάλι, «δεν έχουν ανάγκη ιατρού οι υγιείς αλλά οι ασθενείς». Θεώρει λοιπόν τον εαυτό σου αμαρτωλό και ασθενή και πρόσελθε σ’ εκείνον που μπορεί να σώσει αυτόν που βρίσκεται στην απώλεια.
... Η εντολή πάλι να τους εμποδίζει κάνεις (από την Θεία Κοινωνία) σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη (τον Χρυσόστομο), εννοούσε με διδασκαλία και επιτίμηση, σχετικά με την κρίση και κόλαση• διότι δεν είπε να τους ωθήσεις, ούτε να τους κόψεις από την Εκκλησία, αφού ούτε ο Ιησούς έκανε κάτι τέτοιο στον Ιούδα. Εάν όμως μείνουν στα ίδια πταίσματα και προσέρχονται με αδιαντροπιά, γίνονται αυτοκατάκριτοι, αποχωρίζοντας τους εαυτούς τους από τη δόξα του Θεού. Τους αμαρτωλούς που προσέρχονται στα άγια μυστήρια σαν τραυματισμένοι και χρειαζόμενοι έλεος, τους θεραπεύει ο Κύριος και τους κάνει άξιους των μυστηρίων του, αυτός που είπε, «δεν ήρθα να καλέσω δικαίους, αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια», και πάλι, «δεν έχουν ανάγκη ιατρού οι υγιείς, αλλά οι άρρωστοι».
Πάλι όμως λέγω εκείνο που έλεγε ο άγιος Ιωάννης, η εμπόδιση των αμαρτωλών από τα άγια μυστήρια είναι η μαρτυρία της συνειδήσεως τους ότι είναι αξιοκατάκριτοι• διότι «αυτός που τρώγει και πίνει ανάξια τρώγει και πίνει κρίμα για τον εαυτό του», και αυτός είναι απομακρισμένος από την Εκκλησία του Θεού• διότι δεν έλαβε τίποτε, παρά μόνο κρίμα. Και γι’ αυτό είπε, να μη τους κόψουμε, για να αποφασίσουν μόνοι τους• κανένας δεν μπορεί να πει τον εαυτό του άξιο της μεταλήψεως• αλλά ότι είμαι ανάξιος και πιστεύω ότι αγιάζομαι όταν μεταλαμβάνω. Και γίνεται σ’ αυτόν έτσι σύμφωνα με την πίστη του με τη βοήθεια του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας...
(Βαρσανουφίου Έργα, ΕΠΕ, Φιλοκαλία, τομ. 18B, σελ.403-405. 407-409)