ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Η προφητεία της δαιμονισμένης. 
Ο παπα-Χρυσόστομος μας διηγήθηκε πως πριν από πολλά χρόνια είχε μεταβεί ως Πνευματικός στην Κεφαλληνία και επισκέφθηκε το γυναικείο Μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου του Νέου. Όταν έφθασε εκεί, ήταν μεσημέρι και στην είσοδο του μοναστηριού βρέθηκε μία γυναίκα. Ο Πνευματικός ρώτησε τη γυναίκα που βρισκόταν στην είσοδο: «Δεν είναι ’δω κανείς άλλος;». Εκείνη απάντησε: «Όχι, εδώ είμαι μόνον εγώ! Οι άλλοι πάνε όλοι στο Άγιον Όρος».
Ο Πνευματικός, όταν άκουσε αυτά, ξαφνιάστηκε και ρώτησε πάλι τη γυναίκα: «Και τι πάνε να κάνουν εκεί;». Η γυναίκα, με πολλή παρρησία και αναίδεια, του είπε: «Εκεί, σε λίγο, θα κάνουν κάθε Μοναστήρι Μητρόπολη, κάθε Κελλί Σύνοδο και κάθε Καλύβη Πατριαρχείο!».
Όταν η γυναίκα εκείνη έλεγε αυτά στον παπα-Χρυσόστομο, φάνηκε από το βάθος της αυλής της μονής να έρχεται προς την είσοδο βιαστικά μία μοναχή. Η μοναχή αυτή διέκοψε τη συζήτηση και είπε στον Πνευματικό ότι η γυναίκα αυτή έχει φοβερό δαιμόνιο και να μη δίνει σημασία σ’ αυτά που του λέει.
Στην πραγματικότητα όμως, όλα όσα είπε η δαιμονισμένη εκείνη, κατά παραχώρηση Θεού, στον παπα-Χρυσόστομο βγήκαν σωστά, γιατί ύστερα από λίγο, το 1924-25, «φύτρωσε» το ημερολογιακό ζήτημα, που κατατάραξε κυριολεκτικά το Άγιον Όρος με τους λεγομένους «ζηλωτές».

(Το Γεροντικόν από το περιβόλι της Παναγιάς, εκδ. Άθως, σελ. 274-275)

Βλέπεις, αδελφέ, ότι τίποτε εντελώς δεν έχει ένας τέτοιος άνθρωπος; Εσύ λοιπόν να έχεις στη μνήμη σου τα λόγια που ακούς, και να βαδίσεις ορθά το δρόμο σου. Πρόσεχε μήπως αφήσεις τα πετεινά του ουρανού να κατέβουν και να φάνε το σπόρο του Υιού του Θεού. Διότι ο ίδιος είπε ότι «ο σπόρος είναι ο λόγος που ακούσατε». Κρύψε το σπόρο στα σπλάχνα της γης· δηλαδή, κρύψε το λόγο μέσα στην καρδιά σου, για να καρποφορήσεις για τον Κύριο με το φόβο σου. Όταν μάλιστα διαβάζεις, να διαβάζεις με επιμέλεια και κόπο, προχωρώντας το στίχο με πολλή προσοχή· και μη δείξεις προθυμία να περνάς μόνο τα φύλλα, αλλά αν είναι ανάγκη, μην οκνήσεις να περάσεις το στίχο και δυο και τρεις και πολλές φορές, για να καταλάβεις το νόημά του. Όταν επίσης πρόκειται να σταθείς να διαβάσεις ή να ακούσεις εκείνον που διαβάζει, παρακάλεσε πρώτα τον Θεό, λέγοντας:

«Κύριε Ιησού Χριστέ, άνοιξε τα αυτιά και τα μάτια της καρδιάς μου για να ακούσω τα λόγια σου, και να τα συναισθανθώ, και να κάνω το θέλημά σου, διότι εγώ είμαι προσωρινός στη γη. Κύριε, μην κρύψεις από μένα τις εντολές σου, αλλά πάρε το κάλυμμα από τα μάτια μου, και θα αντιληφθώ τα θαυμαστά νοήματα που πηγάζουν από το νόμο σου. Διότι σ’ εσένα ελπίζω, Θεέ μου, για να φωτίζεις εσύ την καρδιά μου».

Ναι, αδελφέ μου, παρακαλώ, έτσι πάντοτε να προσεύχεσαι στον Θεό, για να φωτίσει το νου σου και να φανερώσει σ’ εσένα το νόημα των λόγων του· διότι πολλοί οδηγήθηκαν σε πλάνη, επειδή εμπιστεύθηκαν στη σύνεσή τους, και ενώ ισχυρίζονταν ότι είναι σοφοί, κατάντησαν ανόητοι, επειδή δεν καταλάβαιναν αυτά που είναι γραμμένα, και έπεσαν σε βλασφημίες, και οδηγήθηκαν στην απώλεια.

Αν λοιπόν καθώς διαβάζεις συναντήσεις κάποια φράση δυσκολονόητη, πρόσεχε μήπως σε διδάξει ο Πονηρός να λες μέσα σου ότι «άλλο σημαίνει αυτή η φράση· διότι πώς μπορεί να σημαίνει αυτό;»· και τα παρόμοια. Όμως, αν πιστεύεις στον Θεό, να πιστεύεις και στα λόγια Του. Και να λες στον Πονηρό:

«Φύγε από μπροστά μου, Σατανά. Διότι εγώ γνωρίζω ότι τα λόγια του Θεού είναι λόγια καθαρά, όμοια με ασήμι που πυρακτώθηκε και δοκιμάσθηκε στη γη, και που έχει καθαρισθεί εντελώς, και μέσα του δεν υπάρχει τίποτε άδικο ή διεστραμμένο, αλλά όλα είναι αγαθά μπροστά σ’ εκείνους που τα κατανοούν, και όλα είναι ορθά για κείνους που αποκτούν γνώση. Εγώ όμως είμαι ανόητος και δεν τα καταλαβαίνω. Γνωρίζω λοιπόν ότι είναι γραμμένα με πνευματικό νόημα διότι ο Απόστολος λέει ότι ο νόμος είναι πνευματικός».

Στη συνέχεια λοιπόν σήκωσε το βλέμμα σου στον ουρανό και πες:

«Κύριε, πιστεύω στα λόγια σου και δεν αντιλέγω, αλλά έχω εμπιστοσύνη στα λόγια του Αγίου Πνεύματος. Εσύ λοιπόν, Κύριε, σώσε με, για να βρω χάρη μπροστά σου· διότι εγώ δε ζητώ άλλο τίποτε παρά μόνο τη σωτηρία, για να βρω το έλεος σου, εύσπλαχνε».

(Οσίου Εφραίμ του Σύρου έργα, τόμος Δ΄, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, σελ. 173-175)


Επί τέλους ενηλικιώθηκαν τα δίδυμα αδελφάκια Κοσμάς και Δαμιανός. Απόφοιτοι ήδη ανωτέρων σπουδών. Ο Κοσμάς διορίζεται δημοδιδάσκαλος και ο Δαμιανός δημόσιος υπάλληλος. Αποδεσμευμένος τώρα ο Χαράλαμπος, ετοιμάζεται πλέον για το μεγάλο όνειρο της ζωής του. Όμως και πάλιν αλλά προσκόμματα. Τώρα από μέσα στον θρησκευτικόν κύκλο. Συναντά την αντίδρασιν των ομοφρόνων του παλαιοημερολογιτών.
- Βρε καταλαβαίνετε; έδωσα υπόσχεσι στον Θεόν.
- Όχι, έχεις καθήκον χάριν του αγώνος να παραμείνης στον κόσμο. Κι εδώ αφιερωμένος είσαι.
Έτσι λοιπόν και πάλιν κωλυσιεργείται η αναχώρησις. Αυτό εβάσταξε μέχρι το έτος 1950. Μέχρι τότε εφέρετο ως ένα από τα ηγετικά στελέχη του παλαιοημερολογιτικού αγώνα. Ο Χαράλαμπος διακατεχόταν από υπερβολικόν ζήλον, ωστόσον όμως, είχε και την διάκρισιν να ξεχωρίζη όρια. Εξιστορεί λοιπόν ο αείμνηστος Γέροντας τα εξής σχετικά:
«Όταν διαχωρίσαμε την θέσιν μας από την επίσημην Εκκλησίαν, επειδή ακλουθούσε το νέον ημερολόγιον, αντιμετωπίσαμε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Ήμασταν ακέφαλοι. Προσχώρησαν στους παλαιοημερολογίτες αρκετοί κληρικοί. Κατέβηκαν και μερικοί παπάδες από το Άγιον Όρος. Όμως κεφαλή δεν είχαμε. Το 1935, ο Φλωρίνης Χρυσόστομος αποχώρησε από την επίσημην Εκκλησίαν και προσχώρησε σ’ εμάς τους παλαιοημερολογίτες. Το γεγονός αυτό, το χαιρετήσαμε με μεγάλη χαρά. Μέσα στους κόλπους όμως των παλαιοημερολογιτών υπήρχε μία διχογνωμία. Οι μεν πίστευαν ότι με την αλλαγήν του ημερολογίου εχάθηκε και η χάρις, οι άλλοι έλεγαν, ότι η χάρις υπάρχει και ότι η θέση μας είναι θέσις διαμαρτυρίας. Με τους δεύτερους ήμουν κι εγώ σύμφωνος.
Όταν προσχώρησεν ο Φλωρίνης, και αυτός το ίδιο υποστήριζε. Μάλιστα με εγκύκλιον, απ’ ότι θυμάμαι, διακήρυξε: “Μητέρα μας είναι η Εκκλησία της Ελλάδος και απ’ εκεί αντλούμε χάριν. Όμως διαμαρτυρόμαστε και διαχωρίζουμε τις ευθύνες μας για την αλλαγήν του ημερολογίου”. "Όμως κατά το 1950 υπερίσχυσαν οι φανατικοί. Μαζευτήκαμε με πρόεδρον τον δεσπότη σε συνέδριον. Τους εξηγούσεν ο ίδιος και τους παρακαλούσε:
Σας παρακαλώ μη πιάνετε τα άκρα. Ακούστε με και σας υπόσχομαι, ότι θα κερδίσουμε τον αγώνα. Εγώ δέκα ολόκληρα χρόνια ήμουν νεοημερολογίτης επίσκοπος. Αν υποστηρίξω ότι με το νέον εχάθηκε η χάρις, τότε και εγώ δεν έχω χάριν είμαι ψευδεπίσκοπος.
Οι φανατικοί τίποτε. Του απαντούσαν:
- Εσύ είσαι δεσπότης• έχεις χάριν γιατί είσαι παλιοημερολογίτης(9) . Όμως οι νεοημερολογίτες δεν έχουν μυστήρια.
Προσπάθησα κι εγώ να συζητήσω• είδα όμως, ότι δεν έβγαινε τίποτε. Ασυνεννοησία και σύγχυσις. Στο τέλος υποχρεώνουν και τον Χρυσόστομον να υπογράψη ως πρόεδρος μιαν εγκύκλιον, ότι η επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος με την προσχώρησι στο νέον ημερολόγιον αυτομάτως έγινεν αιρετική και έχασε την χάριν. Ακούστηκε μάλιστα να λέη ο επίσκοπος: “Υπογράφω αυτό που δεν φρονώ”. Κι όμως υπόγραψε . Μόλις έπεσεν στα χέρια μου αυτό το χαρτί (η εγκύκλιος) τόσο πολύ στενοχωρέθηκα, τόσον έκλαυσα, τόσον απογοητεύτηκα ώστε έλεγα μόνος μου: “Αχ ταλαίπωρε, ο Θεός σε κάλεσε για την αγγελική ζωή και συ έκατσες να σώσης τον κόσμον. Να και τ’ αποτελέσματα. Όσο, λοιπόν, πιο γρήγορα μπορείς, τρέξε στον προορισμό σου, μη τυχόν σε βρη απότομα κανένας θάνατος και φανής ασυνεπής στην υπόσχεσιν που έδωκες στον Θεόν”».
(9). Ο συνετός και έξυπνος αυτός αρχιερέας, εννόησεν ότι την εποχής εκείνην, εκτός των δεδηλωμένων Παλ/γιτών, και η συντριπτική πλειοψηφία του λαού τασσόταν υπέρ του παλαιού ημερολογίου. Θα ήταν αναπόφευκτο να μην επανερχόταν η επίσημη Εκκλησία με το παλαιόν ημοερολόγιον, αν με μια συντηρητική και συνετή στάσιν, η ηγεσία των παλ/γιτων αποσπούσεν την πλειοψηφίαν του ορθοδόξου ποιμνίου. Τουναντίον ο φανατισμός, ο εγωισμός, οι φιλοδοξίες και ο διχασμός των ηγετών, επέφεραν τ’ αντίθετα αποτελέσματα....

....Σε άλλον αδελφόν, που απορούσε για την τόσο μεγάλη μεταδοτικότητα του Γέροντα, του απάντησεν ως εξής:
«Το χάρισμα αυτό εγώ το κληρονόμησα από τους γονείς μου. Ότι βλέπεις από μικρός, το μαθαίνεις. Ο πατέρας μου ήταν πολύ ελεήμων. Ακόμα παραδειγματίστηκα πολύ στην Δράμα, πριν γίνω μοναχός, από μια γυναίκα. Η γυναίκα αυτή, δεν σταματούσε να μοιράζει στους φτωχούς. Που τα εύρισκε, ήταν κι αυτό άλλο ένα θαύμα. Όλοι οι φτωχοί της λέγανε κάθε μέρα: “Ν’ αγιάση το χέρι σου, ν’ άγιάση το χέρι σου”. Ήλθεν επιτέλους ο καιρός της να πεθάνει. Εγώ τόσο πολύ την εκτιμούσα, ώστε ήθελα να πάω στην κηδεία της. Τι να πης, όμως; Οι παλαιοημερολογίτες μου λένε: “Όχι, απαγορεύεται. Αυτή είναι με το νέον”. Έδωσα τόπο στην οργή, δεν πήγα. Όμως τί έγινε; Μετά από καιρόν, έκαμαν το λείψανό της εκταφήν. Έ, λοιπόν, εκείνο το χέρι το δεξί, που ελεούσε, ήταν ολοκίτρινο, όπως τ’ άγια λείψανα, και μοσχοβολούσε. Αυτό, όταν το έμαθα, δεν άκουσα κανέναν. Επήγα ο ίδιος και το είδα με τα μάτια μου. Μάλιστα αυτό μου στερέωσε πολύ τον λογισμόν, ότι η χάρις υπάρχει και με το νέον ημερολόγιον και το ’λεγα πάντα σε μερικούς φανατικούς παλαιοημερολογίτες».

(Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης, Ιωσήφ Μ.Δ. σελ. 53-55 και 301-302)

Το ωμοφόριο του πατριάρχη. 
Ο πατριάρχης Αντιοχείας Εφραίμιος (527-546) είχε θερμό ζήλο για την ορθόδοξη πίστη. Όταν λοιπόν άκουσε ότι στην περιοχή της Ιεραπόλεως ασκήτευε κάποιος αιρετικός στυλίτης, πήγε κοντά του για να τον επαναφέρη στην Ορθοδοξία.
Αφού συζήτησαν αρκετά, ο στυλίτης επέμενε και ζήτησε έμπρακτες αποδείξεις.
- Δηλαδή τι θέλεις; Με τι τρόπο να σου αποδείξω την ορθότητα των δογμάτων μας;
- Να, κύριε πατριάρχη, αποκρίθηκε ο στυλίτης. Ν’ ανάψουμε μια φωτιά και να μπούμε και οι δύο μέσα! Όποιος δεν καή, αυτός θα είναι πραγματικά ορθόδοξος.
Τότε ο θειος Εφραίμιος του λέει:
- Έπρεπε, παιδί μου, να μ’ ακούσης σαν πατέρα και τίποτε περισσότερο να μη ζητήσης. Επειδή όμως ζήτησες απόδειξη που ξεπερνά τις δικές μου δυνάμεις, θα εμπιστευθώ στον Κύριό μου και θα το κάνω αυτό για τη σωτηρία της ψυχής σου!
Γυρίζει μετά στους ακολούθους του και τους παραγγέλλει:
- Ευλογητός ο Θεός. Φέρτε εδώ μερικά ξύλα.
Και αφού τα έφεραν, ανάβει φωτιά ο πατριάρχης μπροστά στον στύλο και απευθύνεται στον στυλίτη.
- Κατέβα λοιπόν να μπούμε και οι δύο στη φωτιά αυτή, όπως ζήτησες.
Κατάπληκτος εκείνος για την πίστη του πατριάρχη, αρνείται να κατεβή.
- Εσύ δεν το πρότεινες αυτό; Του λέει ο πατριάρχης. Πώς τώρα αρνείσαι να κατέβης;
Τότε ο θείος Εφραίμιος έβγαλε το ωμοφόριο του, πλησίασε τη φωτιά και προσευχήθηκε:
- Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μας, ο οποίος σαρκώθηκες για τη σωτηρία μας από τη Δέσποινά μας, Αειπάρθενη Θεοτόκο, φανέρωσέ μας την αληθινή πίστη.
Μόλις τελείωσε την προσευχή αυτή, πέταξε το ωμοφόριο στη μέση της φωτιάς. Η φωτιά άναβε πολλή ώρα και αποτέφρωσε όλα τα ξύλα. Μόλις έσβησε, πλησίασαν και πήραν το ωμοφόριο σώο και άβλαβές, χωρίς ίχνος καψίματος.
Ο στυλίτης, συγκλονισμένος, αναθεμάτισε την αίρεση στην οποία πίστευε, προσήλθε στην Ορθοδοξία και σύντομα κοινώνησε από τα χέρια του πατριάρχη.
(Λειμωνάριον, στο Χαρίσματα και χαρισματούχοι,τόμος  Γ , εκδ. Ι Μ Παρακλήτου, σελ191-192)

(ο διάβολος εμφανίζεται στον ηγούμενο της μονής Νιαμέτς γέροντα Σωφρόνιο και του λέει πως οι δαίμονες δεν φοβούνται πλέον τους μοναχούς. Εξηγεί όμως το λόγο...). 

... Μετά το θάνατό του όμως τα πράγματα άλλαξαν κάπως και μπορέσαμε ν’ αποδεσμεύσουμε απ' αυτό το φρούριο δέκα χιλιάδες δικούς μας. Έτσι μείναμε εδώ πενήντα χιλιάδες. Όταν οι μοναχοί άρχισαν ν' αμελούν τον κανόνα τους ενδιαφέρονται περισσότερο για τους αγρούς,τα κτίρια τ' αμπέλια, απαλλάξαμε άλλους δέκα χιλιάδες από τα καθήκοντά τους εδώ και οι υπόλοιποι σαράντα χιλιάδες μείναμε για να συνεχίσουμε τις προσβολές μας. Λίγα χρόνια αργότερα, από τους μοναχούς αποφάσισαν ν’ αλλάξουντο τυπικό πού Παϊσίου, διαφώνησαν μεταξύ τους και μερικοί έφυγαν. Στο μεταξύ δόθηκε άδεια σε λαϊκούς να νοικιάζουν δωμάτια στο μοναστήρι και όταν μάλιστα έφεραν και τις γυναίκες τους μέσα, κάναμε γιορτή για τη νίκη μας και μειώσαμε το στρατό μας κατά δέκα χιλιάδες ακόμα. Αργότερα πού άνοιξαν και τα σχολεία για νεαρά αγόρια ο πόλεμος πλησίαζε προς το πέλος του πια και μπορέσαμε να μειώσουμε τις δυνάμεις μας κατά δέκα χιλιάδες ακόμα, αφήνοντας εδώ μόνο είκοσι χιλιάδες δικούς μας να επιβλέπουν τους μοναχούς».
Μόλις ο γέροντας Σωφρόνιος άκουσε όλ’ αυτά αναστέναξε μέσα του και ρώτησε το μαύρο δαίμονα:
- Τι ανάγκη έχετε να μένετε ακόμα στο μοναστήρι αφού βλέπετε, όπως ο ίδιος ομολογείς, πως οι μοναχοί έχουν παραιτηθεί από τον πόλεμο; Τι άλλη δουλειά έμεινε εδώ για σάς;
Και κείνος ο παγκάκιστος, εξαναγκασμένος από τη δύναμη τού Θεού, αποκάλυψε το μυστικό του.
- Είναι αλήθεια πώς δεν υπάρχει κανένας πια να μάς πολεμήσει όπως παλιά, αφού η αγάπη σας έχει ψυχραθεί κι’ έχετε προσκολληθεί σ' επίγειες και κοσμικές υποθέσεις. Υπάρχει όμως κάτι ακόμα στο μοναστήρι πού μας ενοχλεί και μάς ανησυχεί. Είναι αυτά τα κουρελόχαρτα, τα βιβλία -στον όλεθρο να πάνε!-πού έχετε στη βιβλιοθήκη σας. Ζούμε με το φόβο και τον τρόμο μήπως κάποιος από τους νεότερους μοναχούς τα πιάσει στα χέρια κι αρχίσει να τα διαβάζει. Μόλις αρχίσουν να διαβάζουν τα καταραμένα αυτά κουρελόχαρτα, μαθαίνουν την αρχαία ευλάβεια εχθρότητά σας εναντίον μας κι οι νεαροί αρχαρίου ξεσηκώνονται. Μαθαίνουν άπ’ αύτα πως οι παλιοί χριστιανοί, μοναχοί και λαϊκοι, συνήθιζαν να προσεύχονται αδιάλειπτα, να νηστεύουν, να εξετάζουν και να έξαγορεύονται τους λογισμούς, ν’ αγρυπνούν και να ζουν σαν ξένοι και παρεπίδημοι σ' αυτόν τον κόσμο. Μετά, απλοϊκοί όπως είναι, αρχίζουν να θέτουν τις ανοησίες αυτές σ' εφαρμογή. Ακόμα παίρνουν στα σοβαρά όλη την Αγία Γραφή. Μας βρίζουν και ωρύονται εναντίον μας σαν άγρια θηρία. Αρκεί να σου πω, πως ένας άπ’ αυτούς τους ανόητους θερμοκέφαλους είναι αρκετός για να μας διώξει όλους από δω. Είναι τόσο ανηλεείς κι ασυμβίβαστοι εναντίον μας όσο ο θανατωμένος αρχηγός σας (ο Σωτήρας). Επί τέλους έχουμε τόση ειρήνη και ηρεμία μαζί σας. Αυτά τα αποκαλούμενα πνευματικά βιβλία σας όμως είναι μια διαρκής πηγή εχθρότητας και ταραχής. Γιατί δεν μπορούμε να έχουμε ειρήνη; Γιατί εσείς δε διαβάζετε τα βιβλία μου; Δεν είναι κι αυτά πνευματικά; Κι εγώ πνεύμα δεν είμαι; Κι εγώ εμπνέω ανθρώπους να γράφουν βιβλία. Δε φτάνει παρά να πέσει ένα άπ’ αυτά τα παλιόχαρτα, που τα λέτε περγαμηνές, στα χέρια ενός απλού κι ανόητου κι αρχίζει εκ νέου καινούργιος πόλεμος από την αρχή. Έτσι αναγκαζόμαστε να φεύγουμε και v’ αρπάζουμε πάλι τα όπλα εναντίον σας.
Ανήμπορος πια να κρατήσει σιωπή, ο φτωχός ηγούμενος τον ρώτησε:
- Ποιο είναι το μεγαλύτερο όπλο σας εναντίον των μοναχών στους καιρούς μας;
Και κείνος απάντησε:
- Όλο το ενδιαφέρον μας σήμερα στρέφεται στο να κρατήσουμε τους μοναχούς και τις μοναχές μακριά από πνευματικές ενασχολήσεις, ιδιαίτερα δε από την προσευχή και τη μελέτη αυτών των καπνισμένων βιβλίων. Γιαπί δε δαπανάτε περισσότερο χρόνο στη φροντίδα των κήπων και των αμπελιών, στο ψάρεμα, στασχολεία για τους νέους, στη φιλοξενία όλων αυτών των καλών ανθρώπων πού έρχονται εδώ το καλοκαίρι για καθαρό αέρα και υγιεινό νερό; Οι μ,μοναστές πού ασχολούνται με τέτοια πράγματα πιάνονται στα δίχτυα μας όπως οι μύγες στον ιστό τής αράχνης. Ως ότου όλα αυτά βιβλία καταστραφούν ή φθαρούν από το χρόνο, δε θα ειρηνέψουμε. Είναι σαν σαΐτες και βέλη για μας.
Δεν είχε καλά καλά τελειώσει τα λόγια αυτά και σήμανε το σήμαντρο την ακολουθία τού όρθρου. 'Ο αρχηγός των δαιμόνων εξαφανίστηκε αμέσως σαν καπνός. Ο γέροντας ξεκίνησε με μεγάλο πόνο ψυχής, εξαιτίας των αποκαλύψεων αυτών, και μπήκε στην εκκλησία. Όταν μαζεύτηκαν οι μοναχοί τους διηγήθηκε με δάκρυα στα όλα όσα είδε κι άκουσε κατά τη διάρκεια τής φοβερής αυτής οπτασίας. Και μετά έδωσε εντολή να καταγραφούν όλα αυτά να ωφεληθούν οι επιγενόμενοι.

(Γεροντικό του Βορρά τόμος Β, Πέτρου Μπότση, Αθήνα 2005, σελ. 160-162)

Πώς έμαθα να διαβάζω. 
« Διάβαζα πολύ, μού είπε μια μέρα ο Γέροντας. Ήμουν πολύ μελετηρός. Μυστικώς διάβαζα. Ξέκλεβα χρόνο, όπου μπορούσα. "Έμαθα απ' έξω το ευαγγέλιο τού Ματθαίου, τού Λούκα και το μισό τού Ιωάννη. Επίσης τους Ψαλμούς. Μελετούσα τους Πατέρες. Πολύ διάβαζα. 'Έκανα πνευματική εργασία. Και να ξέρεις ότι εγώ γράμματα δεν ήξερα. Μόλις τής Β' Δημοτικού ήμουνα.
Όταν πρωτοπήγα στο Μοναστήρι, μού δίνουν στον εσπερινό το Ψαλτήρι να διαβάσω.
Εγώ άρχισα να συλλαβίζω «Μά-κά-ρι-ος α-νήρ».
Καλά, μού λένε, φτάνει. Θα πάρεις το Ψαλτήρι, θα το διαβάσεις καλά να το μάθεις. Θα διαβάζεις και τα συναξάρια των Αγίων. Τίποτε άλλο. Δια9αζα άλλα δεν καταλάβαινα. Λεξικά δεν είχα. Πχ. δεν ήξερα ότι οίκος θα πει σπίτι. "Έτσι εύρισκα την ίδια λέξη και αλλού, και τα συμφραζόμενα εύρισκα το νόημα των λέξεων. Αποστήθιζα κομμάτια ολόκληρα και όλη μέρα, καθώς έτρεχα στα βράχια, τα απάγγελλα δυνατά, με νόημα.
Αργότερα έπιασα την Παρακλητική,το Τριώδιο,τα Μηναία. Διάβαζα με μανία.

(Ανθολόγιο Συμβουλών)

Για άλλη μία φορά βυθίζεσαι μέσα στη μελαγχολία και την απόγνωση! Έχεις μήπως ξεχάσει ότι το ίδιο εκείνο Χέρι που στέλνει τις τιμωρίες ,στέλνει και τις πιο μεγάλες δωρεές ;<<Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός και εις το πρωί αγαλλίασις >>(Ψαλμ. 29:6).Όταν είμαστε ανίκανοι ν’ αναρριχηθούμε στις βουνοκορφές της αρετής, εκείνο που πρέπει να κάνουμε είναι να κατεβούμε τουλάχιστον στο φαράγγι της ταπεινώσεως. Η ταπείνωση είναι ο πιο σίγουρος μεσολαβητής μας μπροστά στο θρόνο του Κυρίου. Το ταπεινό φρόνημα και η αυτομεμψία είναι που θα κάνουν τους έσχατους να γίνουν πρώτοι. Πάρε Λοιπόν κουράγιο.
* * *
Η θεία βούληση εκδηλώνεται με δύο τρόπους, γι’αυτό και δεν μας δεσμεύει, δεν περιορίζει την ελευθερία μας: O Θεός επιθυμεί ορισμένα πράγματα και ανέχεται άλλα. Αυτός ο δεύτερος τρόπος γίνεται φανερός όταν επιμένουμε να γίνονται τα πράγματα όπως εμείς θεωρούμε καλύτερα Όταν όμως εγκαταλειφθούμε αβίαστα και μ'εμπιστοσύνη στο θέλημα του, ο Θεός μάς δείχνει τον πρώτο τρόπο, που τελικά είναι πιο ωφέλιμος για μας.

5. Πνευματική ελευθερία
Αν χρειαστεί να πάρεις μια γρήγορη απόφαση, και καταλαβαίνεις ότι πρέπει να συμβουλευτείς κάποιον για το θέμα που σ’ απασχολεί, αλλά δεν έχεις κανένα κοντά σου που θα μπορούσε να σε συμβουλέψει, στρέψου στο Θεό και, όπως μας διδάσκουν οι Πατέρες, επικαλέσου τη βοήθειά Του τρεις φορές. Έπειτα κάνε ό,τι σε φωτίσει Εκείνος.
* * *
Δεν μπορώ να επιδοκιμάσω το πάθος που έχεις να καπνίζεις πούρα. Σκέψου τούτο: Προηγουμένως θα μπορούσες να θεωρήσεις τον εαυτό σου σαν μια ελεύθερη γυναίκα. Ενώ τώρα είσαι μιά σκλάβα, υποδουλωμένη σε μιάν ανόητη ιδιοτροπία. Σκέψου όμως και τι χρήματα σπαταλάς. Αλλά και πόσο κακό κάνεις στην υγειά σου. Μ’ άλλα λόγια: Πληρώνεις για τη σκλαβιά σου! Πληρώνεις και για το θάνατό σου! Μα τι λογική είν’ αυτή;
Πρόσεξε, εγώ δεν σου απαγορεύω αυτή την «απόλαυση». Κάνε ό,τι νομίζεις. Αλλά η συμβουλή μου είναι: Κόψε την! Κόψε την για το δικό σου καλό.
* * *
Πραγματικά, δεν έχω απολύτως τίποτα να παρατηρήσω στις ατελείωτες περιγραφές σου για την καταδεκτικότητα του Μονάρχη μας απέναντι σε σένα και την οικογένειά σου, για την προσφορά της εικόνας, για το επεισόδιο με το πορτραίτο του αγίου Σεραφείμ ή τη γνώμη σου για το δεσπότη του Κιέβου. Όλ’ αυτά τα ζητήματα απέχουν πολύ από τα ενδιαφέροντα ενός ταπεινού μονάχου, που τον έχουν καταβάλει τα χρόνια, τον βασανίζουν ένα σωρό αρρώστιες και τον πνίγουν πολλές και σκληρές εργασίες.
Όσο για την επιθυμία της κόρης σου, συζήτησέ την μαζί της, όχι μαζί μου. Είναι αρκετά μεγάλη για να ξέρει τι θέλει.
Άκουσε τι θα κάνεις:
Ρώτησέ την, και παρατήρησε πιο προσεκτικά πώς απαντάει. Αν η επιθυμία της παραμένει σταθερή και ακλόνητη, αν η διάταξη και η αλληλουχία των συλλογισμών της έχει συνοχή και διαύγεια, και αν σ’ ολόκληρη τη συζήτησή σας διατηρεί απόλυτη γαλήνη, ηρεμία και αυτοκυριαρχία, τότε όλ’ αυτά θα πρέπει να τα εκλάβεις σαν γνήσια σημάδια ότι ο Θεός έχει επισφραγίσει την επιθυμία της με την έγκρισή Του. Οφείλεις τότε να σταματήσεις οριστικά πια τις αντιρρήσεις. Όχι μόνο να μην τις δημιουργείς προβλήματα, αλλά και να της δώσεις την ευχή σου.

(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ. 40-42)

ζ'. Πήγε κάποτε ο μακάριος Αρχιεπίσκοπος Θεόφιλος στον Αββά Αρσένιο, μαζί με κάποιον άρχοντα. Και ζητούσε από τον γέροντα να τους πη κάποιο λόγο ωφέλιμο. Μετά από σύντομη σιωπή λοιπόν, ο γέρων του αποκρίνεται : « Και αν σας πω κάτι, θα το τηρήσετε ; ». Και αυτοί υποσχέθηκαν ότι θα το τηρήσουν. Τότε τους λέγει ο γέρων : « Όπου ακούσετε ότι βρίσκεται ο Αρσένιος, μη πλησιάσετε ».
η’. Άλλοτε πάλι, θέλοντας ο Αρχιεπίσκοπος να τον επισκεφθή, έστειλε πρώτα άνθρωπο για να πληροφορηθή αν θα ανοίξη την πόρτα του ο γέρων. Και εκείνος του εμήνυσε : « Αν έλθης, θα σου ανοίξω. Και αν ανοίξω σε σένα, σε όλους θα ανοίγω. Έτσι, δεν θα μπορώ να μένω εδώ ». Ακούοντάς τα δε αυτά ο Αρχιεπίσκοπος, είπε : « Αν πάω για να τον διώξω από εκεί, δεν πηγαίνω ποτέ σ’ αυτόν ».
θ'. Ένας αδελφός ζήτησε από τον Αββά Αρσένιο να του πη ωφέλιμο λόγο. Και του απαντά ο γέρων : « Όσο μπορείς αγωνίσου, ώστε η εσωτερική ζωή σου να είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. Έτσι θα νικήσης τα εξωτερικά πάθη ».
ι'. Είπε πάλι : « Αν τον Θεό ζητήσουμε, θα μας φανερωθή. Και αν τον κρατήσουμε, θα παραμείνη σ’ εμάς ».
ια'. Είπε κάποιος στον Αββά Αρσένιο : « Οι λογισμοί μου με βασανίζουν, λέγοντάς μου : Δεν μπορείς να νηστεύης ούτε να εργασθής. Τουλάχιστο, ας επισκέπτεσαι τους αρρώστους. Γιατί και αυτό αγάπη είναι ». Τότε ο γέρων, καταλαβαίνοντας τί έσπερναν στον νου του ανθρώπου εκείνου οι δαίμονες, του λέγει : « Πήγαινε, φάγε, πιες, κοιμήσου και μη εργασθής. Μονάχα από το κελλί σου να μη απομακρυνθής ». Γιατί ήξερε ότι η υπομονή του κελλιού φέρνει τον μοναχό στην ισορροπία του.
ιβ'. Έλεγε ο Αββάς Αρσένιος : « Ξένος μοναχός σε άλλον από τον δικό του τόπο να μη παρεμβαίνη. Και έτσι θα έχη ανάπαυση ».
ιγ'. Είπε ο Αββάς Μάρκος στον Αββά Αρσένιο : « Γιατί μας αποφεύγεις ; ». Του λέγει ο γέρων : « Ο Θεός ξέρει ότι σας αγαπώ. Αλλά δεν μπορώ να είμαι με τον Θεό και με τους ανθρώπους. Οι Ασώματες Δυνάμεις, οι Άγγελοι, οπού, καθώς λέγει η Γραφή, είναι χιλιάδες και μυριάδες, ένα θέλημα έχουν. Ενώ οι άνθρωποι πολλά θελήματα έχουν. Δεν μπορώ λοιπόν να αφήσω τον Θεό και να πάω με τους ανθρώπους ».
ιδ’ . Έλεγε ο Αββάς Δανιήλ για τον Αββά Αρσένιο, ότι περνούσε όλη τη νύχτα αγρυπνώντας. Και όταν, όπως ήταν φυσικό, τον έπιανε κατά την αυγή νύστα, έλεγε στον ύπνο : « Έλα, κακέ δούλε ». Και κοιμόταν για λίγο, καθισμένος και κατόπιν ευθύς σηκωνόταν.
ιε’ . Έλεγε ο Αββάς Αρσένιος, ότι είναι αρκετό στον προχωρημένο μοναχό να κοιμάται μια ώρα, αν είναι αγωνιστής.
ιστ'. Έλεγαν οι γέροντες : «Κάποτε, προσφέρθηκαν στη Σκήτη λίγα ξερά σύκα. Και επειδή το δώρο ήταν μηδαμινό, δεν έστειλαν στον Αββά Αρσένιο, για να μη τον προσβάλουν. Ο γέρων όμως, σαν το έμαθε, δεν ήλθε στη σύναξη, λέγοντας : Δεν είμαι άξιος να λάβω την ευλογία οπού έστειλε ο Θεός στους αδελφούς. Κρατήστε με λοιπόν απ’ έξω. Και το άκουσαν όλοι και ωφελήθηκαν από την ταπείνωση του γέροντος. Πήγε τότε ο πρεσβύτερος και του έφερε τα σύκα και τον ωδήγησε στη σύναξη με χαρά ».
ιζ’ . Έλεγε ο Αββάς Δανιήλ : « Τόσα χρόνια έμεινε μαζί μας και μονάχα ένα ζεμπίλι σιτάρι του ετοιμάζαμε κάθε έτος. Και όταν του κάναμε επίσκεψη, απ’ αυτό τρώγαμε ».
ιη’ . Έλεγε πάλι για τον Αββά Αρσένιο : « Ούτε μια φορά τον χρόνο δεν άλλαζε το νερό από τα φοινικόφυλλα, αλλά μόνο πρόσθετε. Γιατί έφτιαχνε πλεξούδα και έρραβε έως τις έξη. Και τον παρακάλεσαν οι γέροντες, λέγοντας : Γιατί δεν αλλάζεις το νερό από τα φοινικόφυλλα, μια και μυρίζει ; Και τους είπε : Γιατί, αντί τα θυμιάματα και τα αρώματα που απήλαυσα στον κόσμο, πρέπει να απολαύσω τώρα αυτή τη μυρουδιά ».
ιθ’ . Είπε πάλι : « Σαν μάθαινε ότι ωρίμασε κάθε λογής καρπός, έλεγε μόνος του : Φέρτε μου απ’ αυτό. Και δοκίμαζε μια μόνο φορά από όλα για λίγο, ευχαριστώντας τον Θεό ».
κ'. Αρρώστησε κάποτε ο Αββάς Αρσένιος και χρειαζόταν κάτι σε ασήμαντη ποσότητα. Και μη έχοντας να το αγοράση, το έλαβε από κάποιον οπού προσφέρθηκε από αγάπη να τον εξυπηρέτηση. Και είπε : « Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, οπού με αξίωσες να γίνω αντικείμενο αγάπης για χάρη του ονόματός σου ».
κα’ . Έλεγαν γι’ αυτόν ότι το κελλί του απείχε μιλιά τριάντα δυό. Δεν έβγαινε δε εύκολα. Γιατί άλλοι τον εξυπηρετούσαν. Όταν δε ερημώθηκε η Σκήτη, βγήκε κλαίοντας και έλεγε : « Έχασε ο κόσμος τη Ρώμη και οι μοναχοί τη Σκήτη ».
κβ’ . Ρώτησε ο Αββάς Μάρκος τον Αββά Αρσένιο : «Είναι σωστό να μη έχη τινάς στο κελλί του κάποια παρηγοριά ; Γιατί είδα κάποιον αδελφό οπού είχε κάτι λιγοστά χορταρικά και τα ξερρίζωνε ». Του λέγει ο Αββάς Αρσένιος : « Καλό βέβαια είναι, αλλά ανάλογα με την ψυχική δύναμη του ανθρώπου. Γιατί, αν δεν αντέχη σε τέτοια συνήθεια, πάλι φυτεύει άλλα ».
κγ'. Διηγήθηκε ο Αββάς Δανιήλ, ο μαθητής του Αββά Αρσενίου, λέγοντας : « Βρέθηκα κάποτε κοντά στον Αββά Αλέξανδρο. Και τον έπιασε πόνος και ξάπλωσε, βλέποντας προς τα άνω, εξ αιτίας του πόνου. Συνέβη δε να έλθη σ’ αυτόν ο μακάριος Αρσένιος, για να του μιλήση. Και τον είδε ξαπλωμένο. Αφού λοιπόν μίλησε, του λέγει : Και ποιος ήταν ο λαϊκός οπού είδα εδώ ; Του λέγει ο Αββάς Αλέξανδρος : Που τον είδες ; Και αποκρίθηκε : Καθώς κατέβαινα από το όρος, κοίταξα εδώ κατά το σπήλαιο και είδα κάποιον ξαπλωμένο να βλέπη προς τα άνω. Και του έβαλε μετάνοια και του είπε : Συγχώρησε με, εγώ ήμουν. Γιατί με έπιασε πόνος. Και του λέγει ο γέρων : Ώστε συ ήσουν ; Καλά. Εγώ νόμισα ότι λαϊκός ήταν και γι’ αυτό ρώτησα ».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 19-22)

Πώς ψεύτισε ο κόσμος
Η κακία των ανθρώπων έχει ξεπεράσει τα όρια. Κοιτάζουν πώς να ξεγελάση ο ένας τον άλλον. Και το θεωρούν κατόρθωμα που τον ξεγελούν. Αλήθεια, πώς ψεύτισε ο κόσμος! Όλα ψεύτικα τα φτιάχνουν. Χρήματα εν τω μεταξύ παίρνουν περισσότερα απ' όσα έπαιρναν οι παλιοί, οι καημένοι. Γενικά όλα τα ψεύτισαν. Μία μέρα μου έφερε κάποιος ντοματιές. Κάθε φυτό ήταν σε ένα σακκουλάκι μικρούτσικο με χώμα χοντρό, μέλαγγα, αμμούδα χοντρή, για να κρατάη την υγρασία. Βαριούνται να ρίξουν λίγο νερό! Ούτε καν να βάλουν κοπριά, μόνον επάνω-επάνω είχε λίγη σαν το μαυροπίπερο! Όποτε, όταν τις έβγαλα από το σακκουλάκι, όλη η ρίζα ήταν σάπια. Έρριξα ένα στρώμα χώμα από πάνω, για να βγάλουν νέες ρίζες.
Και πώς ξεγελούν τον κόσμο! Να δήτε, μου είχαν φέρει ένα κουτί μεγάλο με γλυκά. «Θα το ανοίξω, είπα, όταν θα 'ρθή καμμιά παρέα μεγάλη. Ας μην το ανοίξω τώρα και πάνε μυρμήγκια». Μία μέρα μαζεύτηκαν κάμποσοι, υπολόγισα ότι θα φθάσουν και θα περισσέψουν κιόλας. Μόλις το ανοίγω, βλέπω μέσα φελιζόλ από 'δω, φελιζόλ από 'κει... Και ήταν τόοοσο μικρό αυτό που είχε τα γλυκά. Όλο το άλλο ήταν άδειο! Μία άλλη φορά μου έφεραν ένα επίσημο κουτί γλυκά δεμένο με κορδέλλες. «Θα το φυλάξω, είπα, για τα παιδιά της Αθωνιάδος». Και τελικά ήταν κάτι λουκούμια σκληρά, παλιά λουκούμια! Εγώ τέτοια λουκούμια δεν τα δίνω. Δίνω στον κόσμο κανένα μαλακό λουκούμι.
- Γέροντα, δεν καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι αδικία;
- Το θεωρούν κατόρθωμα. Γιατί η αμαρτία έχει γίνει μόδα τώρα και η αδικία θεωρείται εξυπνάδα. Το κοσμικό πνεύμα δυστυχώς τροχάει το μυαλό στην πονηριά, και το θεωρεί κατόρθωμα εκείνος που αδικεί τον συνάνθρωπό του. Παίρνει μάλιστα και τον τίτλο: «Αυτός είναι διάβολος, τα καταφέρνει», ενώ εσωτερικά υποφέρει από τον έλεγχο της συνειδήσεως, την μικρή κόλαση.
Ο δίκαιος έχει τον Θεό με το μέρος του
Όλοι οι άνθρωποι δεν χωράνε σ' αυτόν τον κόσμο σήμερα. Αν κάποιος θέλη να ζήση τίμια και πνευματικά, δεν χωράει μέσα στον κόσμο.
- Γέροντα, γιατί δεν χωράει;
- Όταν είναι κανείς ευαίσθητος και βρεθη σε ένα σκληρό περιβάλλον και του κάνουν την ζωη μαύρη, πώς να αντέξη; η πρέπει να βρίζη κ.λπ. η να φύγη. Αλλά και να φύγη δεν μπορεί, γιατί χρειάζεται να ζηση. Του λέει το αφεντικό: «Σού έχω εμπιστοσύνη, γιατί δεν κλέβεις, πρέπει όμως να βάζης και σάπια ανάμεσα στα καλά. Μέσα στις καλές μπάλες τριφύλλι πρέπει να βάλης και λίγες χωνεμένες»! Τον βάζει και διευθυντή, για να τον κρατηση, πρέπει όμως να κάνη και έτσι, γιατί αλλιώς θα τον πετάξη από την δουλειά. Μετά ο καημένος δεν κοιμάται, αρχίζει τα χάπια. Ξέρετε τί τραβάνε οι καημένοι οι άνθρωποι; Τί δυσκολίες, τί εκβιασμούς συναντούν πολλοί στις δουλειές του από τους προϊσταμένους; Τους κάνουν την ζωη μαύρη. Να παρατησουν την δουλειά; Έχουν οικογένεια. Να καθησουν; Βάσανα. Μπρός βαθύ και πίσω ρέμα, και τα δυο στενά. Πάει να σκάση κανείς. Κάνει υπομονη, παλεύει.
Σε άλλον του αφηνουν όλη την δουλειά και πάει ο συνάδελφος μόνο για να πληρωθη. Γνωρίζω έναν που ηταν κάπου διευθυντης. Όταν άλλαξαν τα πράγματα, τον έβγαλαν από διευθυντη και έβαλαν άλλον του κόμματος, που ούτε το Λύκειο δεν είχε τελειώσει. Τον έκαναν διευθυντη, αλλά δεν ηξερε την δουλειά, και έτσι δεν μπορούσαν να πάνε σε άλλη θέση τον προηγούμενο. Λοιπόν, τί κάνουν; Βάζουν στον ίδιο χώρο και δεύτερο γραφείο! Την δουλειά την έκανε ο παλιός διευθυντης και ο νέος καθόταν, τσιγάρο, καφέ, κουβέντα... Τελείως αναιδης! Δεν του έκοβε κιόλας, έλεγε ό,τι του ερχόταν, και έπεφτε η ευθύνη μετά στον παλιό. Μέχρι που αναγκάσθηκε να φύγη ο καημένος. «Μηπως πρέπει να πάω κάπου αλλού; Ο χώρος είναι μικρός, δεν χωράνε δυο γραφεία. Καλύτερα, κάθησε εσύ εδώ», του είπε και σηκώθηκε και έφυγε, γιατί του έκανε και την ζωη μαύρη. Και δεν είναι μία μέρα, δυό. Κάθε μέρα να έχης έναν τέτοιον στο κεφάλι σου, είναι βάσανο!
Τον δίκαιο άνθρωπο συνηθως οι άλλοι τον σπρώχνουν στην τελευταία θέση η ακόμη του παίρνουν και την θέση. Τον αδικούν, τον πατούν -»πατούν επί πτωμάτων», έτσι δεν λέγεται; Αλλά, όσο οι άνθρωποι τον σπρώχνουν προς τα κάτω, τόσο ο Θεός τον ανεβάζει προς τα άνω σαν τον φελλό. Θέλει όμως πάρα πολλη υπομονη. Η υπομονη ξεκαθαρίζει πολλά πράγματα. Αυτός που θέλει να ζηση με αρετη και να είναι τίμιος στην δουλειά του, είτε εργάτης είναι είτε έμπορος είτε οτιδηποτε είναι, πρέπει να το πάρη απόφαση ότι, όταν αρχίση την δουλειά του, θα φθάση σε σημείο να μην έχη να πληρώση λ.χ. ούτε τα ενοίκια, αν έχη μαγαζί, για να του έρθη η ευλογία του Θεού. Όχι όμως να πηγαίνη με τον σκοπό: «Αν φθάσω μέχρις εκεί, μετά θα έχω πελατεία»! Να μην πάη με τέτοιο σκοπό, γιατί τότε ο Θεός δεν θα του δώση. Αλλά όταν πη: «Θα ζησω κατά Θεόν, δεν θα κάνω αδικίες, θα πω ότι αυτό αξίζει πενηντα δραχμές και εκείνο διακόσιες δραχμές», ο Θεός δεν θα τον αφηση. Κάποιος άλλος εν τω μεταξύ εκείνο που θα το δίνη αυτός πενηντα δραχμές, θα το δίνη πεντακόσιες δραχμές και θα πλουτίση. Τελικά όμως ο απατεώνας αυτός θα φθάση σε σημείο να μην έχη να πληρώση ούτε τα ενοίκια και θα το κλείση το μαγαζί του, γιατί ο κόσμος πληροφορείται, ενώ σιγά-σιγά ο τίμιος δεν θα μπορη να τα βγάλη πέρα από την πελατεία που θα έχη, θα παίρνη συνέχεια υπαλληλους! Αλλά στην αρχη θα δοκιμασθη. Ο καλός δοκιμάζεται στα χέρια των κακών, περνάει από τα λανάρια .
Όταν πάη κανείς με τον διάβολο, με πονηριές, δεν ευλογεί ο Θεός τα έργα του. ό,τι κάνουν οι άνθρωποι με πονηριά, δεν ευδοκιμεί. Μπορεί να φαίνεται ότι προχωράει, αλλά τελικά θα σωριάση. Το κυριώτερο είναι να ξεκινά κανείς από την ευλογία του Θεού για ό,τι κάνει! Ο άνθρωπος, όταν είναι δίκαιος, έχει τον Θεό με το μέρος του. και όταν έχη και λίγη παρρησία στον Θεό, τότε θαύματα γίνονται. Όταν κανείς βαδίζη με το Ευαγγέλιο, δικαιούται την θεία βοήθεια. Βαδίζει με τον Χριστό. Πώς να το κάνουμε; την δικαιούται. Όλη η βάση εκεί είναι. Από 'κει και πέρα να μη φοβάται τίποτε. Αυτό που έχει σημασία είναι να αναπαύεται ο Χριστός, η Παναγία και οι Αγιοι στην κάθε ενέργειά μας, και τότε θα έχουμε την ευλογία του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων μας, και το Αγιο Πνεύμα θα επαναπαύεται σ' εμάς. Η τιμιότης του ανθρώπου είναι το ανώτερο Τιμιόξυλο. Αν ένας δεν είναι τίμιος και έχη Τιμιόξυλο, είναι σαν να μην έχη τίποτε. Ένας και Τιμιόξυλο να μην έχη, αν είναι τίμιος, δέχεται την θεία βοήθεια. Και αν έχη και Τιμιόξυλο, τότε!...

(Λόγοι τόμος Α σελ.95-98)

λβ. Ο ίδιος ο αββάς Αντώνιος είπε : « Να έχης μπροστά στα μάτια σου τον φόβο του Θεού. Να θυμάσαι Αυτόν όπου θανατώ¬νει και ζωογονεί. Μισήστε τον κόσμο και όλα όσα ανήκουν σ΄αυτόν. Μισήστε κάθε σαρκική ανάπαυση. Απαρνηθήτε αυτήν εδώ τη ζωή, για να ζήσετε με τον Θεό. Να θυ¬μάστε τί υποσχεθήκατε στον Θεό. Γιατί, κατά τη μέρα της κρίσεως, θα σας το ζητήση. Περάστε τον βίο σας με πείνα, με δίψα, με γύμνια, με αγρυπνίες, με πένθος, με κλάμα, με στεναγμούς μες από τα βάθη της καρδιάς. Δοκιμάστε να δείτε αν είστε άξιοι του Θεού. Περιφρονήστε τη σάρκα, για να σώσετε τις ψυχές σας ».
λγ . Πήγε κάποτε ο Αββάς Αντώνιος στον Αββά Αμμούν, στο όρος της Νιτρίας. Και όταν συναντήθηκαν, του λέγει ο Αββάς Αμμούν : « Επειδή, με τις δίκες σου ευχές, πληθύνθηκαν οι αδελφοί και θέλουν μερικοί απ’ αυτούς να χτίσουν κελλιά σε μακρινό μέρος, για να ησυχάζουν, τί διάστημα προστάζεις να απέχουν τα νέα κελλιά από τα εδώ; ». Και εκείνος είπε : « Ας βάλουμε κά¬τι στο στόμα μας κατά την ενάτη ώρα και βγαίνον¬τας, ας διασχίσουμε την έρημο και ας εξετάσουμε τον τόπο ». Και αφού βάδισαν στην έρημο έως το ηλιοβασίλεμα, του λέγει ο Αββάς Αντώνιος : « Ας κάμουμε προσευχή και ας στήσουμε εδώ ένα σταυρό, ώστε εδώ να χτίσουν όσοι θέλουν να χτίσουν. Λοιπόν, οι από εκεί, όσοι έρχονται σε αυτούς εδώ, αφού γευθούν τη λιγοστή τροφή τους κατά την ενάτη ώρα, έτσι θα έρχονται. Και όσοι από εδώ φεύγουν, κάνοντας το ίδιο, θα είναι απερίσπαστοι όταν συναντώνται». Είναι δε αυτό το διάστημα δώδεκα οδομετρικές στήλες.
λδ. Είπε ο Αββάς Αντώνιος : « Αυτός όπου χτυ¬πά το αναμμένο σίδερο, πρώτα βάζει με τον νου του τί πρόκειται να φτιάξη, δρεπάνι, μαχαίρι, τσεκούρι. Έτσι και εμείς. Οφείλουμε να σκεφθούμε ποιά αρετή επιδιώκου¬με, για να μη κοπιάζουμε άσκοπα».
λε. Είπε πάλι : « Η υποταγή, συνδυασμένη με την εγκράτεια, δαμάζει θηρία ».
λστ. Είπε πάλι : « Γνωρίζω μοναχούς, όπου ύστερα από πολλούς κόπους έπεσαν και τους σάλεψαν τα λογικά, επειδή στήριξαν ελπίδες στον εαυτό τους και δεν λογά¬ριασαν τη Θεία εντολή, όπου λέγει : «Επερώτησον τον πατέρα σου και αναγγελεί σοι ».
λζ . Είπε πάλι : «Άμποτε να ήταν δυνατόν, όσα βή¬ματα κάνει ο μοναχός ή όσες σταγόνες πίνει στο κελλί του, τόσες φορές να έχει θάρρος και εμπιστοσύνη στους γέροντες. Φυσικά, αν δεν φταίει απέναντι τους ».

Του Αββά Αρσενίου
α’ . Ο Αββάς Αρσένιος, ενώ ακόμη ήταν στο παλάτι, προσευχήθηκε στον Θεό, λέγοντας : «Κύριε, οδήγησέ με πως να σωθώ ». Και άκουσε φωνή οπού του έλεγε : « Απόφευγε τους ανθρώπους και σώζεσαι ».
β’. Ο ίδιος, όταν αποσπάσθηκε από τον κόσμο και εισήλθε στον μοναστικό βίο, πάλι έκανε την ίδια προσευχή. Και άκουσε φωνή να του λέγη : « Αρσένιε, να φεύγης, να σιωπάς, να ησυχάζης. Γιατί αυτές είναι οι ρίζες της αναμαρτησίας ».
γ’. Αντιμετώπισε κάποτε ο Αββάς Αρσένιος επίθεση των δαιμόνων. Βρισκόταν στο κελλί του και εκείνοι τον έθλιβαν. Έφθασαν λοιπόν αυτοί οπού τον υπηρετούσαν, στάθηκαν έξω από το κελλί και τον άκουσαν να φωνάζη στον Θεό και να λέγη : « Θεέ μου, μη με εγκατάλειψης, τίποτε το καλό δεν έπραξα ενώπιόν σου. Αλλά αξίωσέ με, με την καλωσύνη σου, να βάλω αρχή νέας ζωής».
δ'. Έλεγαν γι’ αυτόν : «Όπως κανείς στο παλάτι δεν ντυνόταν ρούχα καλύτερα από τα δικά του, έτσι και στην εκκλησία κανείς φτωχότερα απ’ αυτόν δεν φορούσε ».
ε’. Είπε κάποιος στον μακάριο Αρσένιο : « Πώς εμείς, από τόσα γράμματα οπού μάθαμε και τόση σοφία οπού πήραμε, τίποτε δεν έχουμε, ενώ αυτοί οι χωριάτες και οι Αιγύπτιοι κατέχουν τόσες αρετές ; ». Του λέγει ο Αββάς Αρσένιος : « Εμείς, από την κοσμική μόρφωση, τίποτε δεν έχουμε. Αυτοί όμως οι ξωμάχοι και Αιγύπτιοι από τους δικούς τους κόπους απόχτησαν τις αρετές ».
στ'. Κάποτε ο Αββάς Αρσένιος ρωτούσε για τους δικούς του λογισμούς έναν Αιγύπτιο γέροντα. Τον βλέπει λοιπόν ένας τρίτος και του λέγει : « Αββά Αρσένιε, συ οπού έχεις τόση μόρφωση λατινική και ελληνική, πώς ρωτάς για τους λογισμούς σου αυτόν τον απελέκητο άνθρωπο ; ». Και εκείνος του είπε : « Βέβαια, είμαι καταρτισμένος στη ρωμαϊκή και την ελληνική μόρφωση. Αλλά ούτε το αλφάβητο αυτού του απλοϊκού ανθρώπου δεν ενώ μάθει ακόμη ».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 16-18)

katafigioti

lifecoaching