ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.


(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά!, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
1 Ἦν δέ(1) τις ἀσθενῶν(2) Λάζαρος(3) ἀπὸ(4) Βηθανίας(5), ἐκ(4) τῆς κώμης Μαρίας καὶ Μάρθας(6) τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς.
1 Κάποιος που ονομαζόταν Λάζαρος αρρώστησε. Ήταν από τη Βηθανία, το χωριό όπου κατοικούσαν η Μαρία και η αδερφή της η Μάρθα. (Μετάφραση Βιβλικής Εταιρείας, δες https://www.bible.com/el/bible/173/JHN.11.TGV)
Καμία άλλη σκηνή στο ευαγγέλιο αυτό δεν παρουσιάζεται με τρόπο τόσο λεπτομερή και τόσο δραματικό όσο η παρούσα. Ούτε υπάρχει κάποια άλλη, από την οποία να ξεπηδά ζωηρότερα και σαφέστερα ο χαρακτήρας του Ιησού ο τελείως θείος ταυτόχρονα και τελείως ανθρώπινος, που να δικαιολογεί πληρέστερα την στον Πρόλογο του ευαγγελίου κεντρική διακήρυξη «και ο Λόγος έγινε σάρκα». Σύμφωνα με όσα λέει ο Deutinger, η αφήγηση αυτή διακρίνεται μεταξύ όλων των αφηγήσεων του δ΄ ευαγγελίου για την ιδιαίτερή της ζωηρότητα και τη δραματική της κίνηση. Τα πρόσωπα ιχνογραφούνται σε αυτήν με χέρι ταυτόχρονα σταθερό και λεπτό. Πουθενά η σχέση του Χριστού με τους μαθητές του δεν εκτίθεται τόσο ζωηρά. Και αυτοί οι Ιουδαίοι, οι πεισματικά αντιτιθέμενοι με τον Ιησού, εμφανίζονται από μία άποψη λιγότερο αρνητικοί, ως φίλοι των δύο θλιμμένων αδελφών. Αλλά προ παντός πόσο είναι καθαρή και λεπτή η σκιαγραφία του χαρακτήρα των δύο γυναικών· με τι λεπτότητα και με τι βάθος ψυχολογικό διαγράφεται η διαφορά της συμπεριφοράς τους! Στα χαρακτηριστικά αυτά της αφήγησης βρίσκουμε την πρώτη εσωτερική απόδειξη της αυθεντικότητας και αξιοπιστίας της. «Δεν επινοούν με αυτόν τον τρόπο», μάλιστα κατά τον β΄αιώνα, όπως αποδεικνύουν τα απόκρυφα ευαγγέλια.
Εξάλλου τα δάκρυα του Ιησού, η ηθική και φυσική συγκίνησή του, η προσευχή προς τον Πατέρα του και η ευχαριστία του διότι εισακουόταν από αυτόν, αποτελούν χαρακτηριστικά εξ’ ολοκλήρου ανθρώπινα, που αποκλείουν ολοτελώς την υπόθεση, ότι η αφήγηση επινοήθηκε με σκοπό να διδάξει και να δώσει παράδειγμα για την θεωρία περί Λόγου. Ως προς την ένσταση τέλος που βγαίνει από την αποσιώπηση του θαύματος αυτού από τους συνοπτικούς, θα μπορούσε να παρατηρηθεί, ότι οι αφηγήσεις των συνοπτικών διαιρούνται στους δύο αυτούς μεγάλους κύκλους 1) τα γεγονότα της προφητικής δράσης του Κυρίου στη Γαλιλαία και 2) τα γεγονότα της εβδομάδας του Πάθους στην Ιερουσαλήμ, και μόλις που σταχυολογούν κάποια από την ενδιάμεση διαμονή του Κυρίου στην Περαία. Αλλά η ανάσταση του Λαζάρου ανήκει στην τελευταία αυτή μεταβατική και ενδιάμεση εποχή και για αυτό εύκολα μπορούσε να μη βρει θέση στη γενική παράδοση. Και πολύ περισσότερο, από τη στιγμή που τον καιρό που σχηματιζόταν η προφορική αποστολική παράδοση, που περιλήφθηκε στα συνοπτικά ευαγγέλια, υπήρχε φόβος να εκτεθούν τα μέλη της οικογένειας του Λαζάρου στην εκδίκηση των αρχηγών του Ιουδαϊκού λαού, όπως φαίνεται από το Ιω. ιβ 10, όπου αναφέρεται, ότι οι αρχιερείς είχαν αποφασίσει να φονεύσουν και το Λάζαρο (g).
(1) Μεταβατικός σύνδεσμος. Μεταβαίνει στην εξιστόρηση γεγονότος, για το οποίο διακόπηκε η διαμονή του Ιησού στην Περαία.
(2) Επειδή η ασθένεια του Λαζάρου έγινε αφορμή όλων όσων επακολούθησαν στην αφήγηση, η λέξη ἀσθενῶν προηγείται.
(3) Από συγκοπή του Ελεάζαρ. Όνομα Εβραϊκό που σημαίνει: τον οποίο ο Θεός βοηθά (F).
(4) Έτσι και στο α 45 ο Φίλιππος περιγράφεται ότι είναι «από Βηθσαϊδά, από την πόλη του Ανδρέου…». Συχνά μία πρόθεση επαναλαμβάνεται στην παράθεση χωρίου, είτε η ίδια πρόθεση είτε κάποια άλλη συνώνυμη με αυτή (b). Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, η μεν πρόθεση (από) δηλώνει την διαμονή, ενώ η άλλη (εκ) την καταγωγή (g)=ο Λάζαρος διέμενε στη Βηθανία, από την οποία και καταγόταν.
(5) «Το οποίο ερμηνεύεται: σπίτι υπακοής» (Ω). Χωριό στην ανατολική βουνοπλαγιά του όρους των Ελαιών, που απείχε γύρω στα τρία τέταρτα της ώρας από τα Ιεροσόλυμα. Ονομάζεται σήμερα Ελ-Αζαριέχ δηλαδή η χώρα του Λαζάρου (F).
(6) Για πρώτη φορά αναφέρονται στο ευαγγέλιο αυτό τα ονόματα αυτά. Προϋποτίθεται λοιπόν, ότι οι δύο αδελφές ήταν πολύ γνωστές στους αναγνώστες του δ΄ ευαγγελίου (g). «Επίτηδες λοιπόν αναφέρει τα ονόματα των γυναικών ο ευαγγελιστής, δείχνοντας ότι ήταν πολύ γνωστές λόγω της ευσέβειάς τους» (Κ). Η Μαρία αναφέρεται πριν τη Μάρθα ενώ αλλού (Ιω. ια 5,19,Λουκ. ι 38) η Μάρθα ως οικοδέσποινα ονομάζεται πριν τη Μαρία. Κατά το χρόνο της συγγραφής του δ ευαγγελίου η Μαρία διακρινόταν περισσότερο από τη Μάρθα στη χριστιανική παράδοση, όπως αναφέρεται και στο Μάρκ. ιδ 9 (β), λόγω των πράξεών της που αναφέρονται στο σ. 2 (b).

2 Ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ(1) καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει(2).
2 Η Μαρία ήταν εκείνη που αργότερα άλειψε τον Κύριο με μύρο και σκούπισε τα πόδια του με τα μαλλιά της. Ο Λάζαρος που αρρώστησε, ήταν αδερφός της.
(1)  Το γεγονός αναφέρεται εδώ κατά πρόληψη (προλαμβάνεται), διότι το επεισόδιο δεν είχε λάβει ακόμα χώρα, αφού αφηγείται αυτό ο Ιωάννης στο ιβ 3. «Επειδή επρόκειτο στη συνέχεια της διήγησης να αναφέρει και αυτό ότι έγινε, προλαβαίνοντας κατά κάποιο τρόπο το μέλλον και εξηγώντας το ποια είναι η γυναίκα για την οποία εδώ μιλά, επισημαίνει ότι και τώρα είναι η ίδια που έκανε και εκείνο στο Λάζαρο» (Θμ). Ο Ιωάννης αποδεικνύει στο παρόν την ευσεβή αφοσίωση της Μαρίας στον Ιησού, με πράξη μεταγενέστερη (b). Οι αφηγήσεις του Ματθ. κστ 6 και εξής και Μάρκ. ιδ 3 και εξής, οι οποίες αναφέρονται στο γεγονός αυτό, αποδεικνύουν, ότι η προφορική παράδοση γενικώς δεν ανέφερε το όνομα της Μαρίας στην αφήγηση του αλείμματος του Ιησού με μύρο. Ίσως η αποσιώπηση αυτή εξηγεί τη μορφή της αφήγησης του Ιωάννη σε αυτόν τον σ. (g). Το ότι όμως ο Ιωάννης παραπέμπει στο γεγονός αυτό, αποδεικνύει πάλι, ότι αποτελούσε πολύ γνωστό και οικείο επεισόδιο στο βίο του Χριστού (ο). Για αυτό και την Μαρία «αυτή η πράξη την έκανε γνωστή και περιβόητη» (Ζ). «Διότι πρώτα μεν εκείνο ήταν αναγκαίο να μάθουμε, ότι δηλαδή δεν είναι αυτή η πόρνη… που είναι στον Λουκά. Άλλη δηλαδή είναι αυτή εδώ… σεμνή και σπουδαία» (Χ).
(2)  Με τη φράση αυτή ξαναπιάνει ο ευαγγελιστής το νήμα της αφήγησης για το Λάζαρο.

3 Ἀπέστειλαν(1) οὖν(2) αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι· Κύριε(3), ἴδε ὃν(4) φιλεῖς(5) ἀσθενεῖ.
3 Έστειλαν, λοιπόν, οι αδερφές του μήνυμα στον Ιησού, και του έλεγαν: «Κύριε, ο αγαπημένος σου φίλος είναι άρρωστος».
(1)  «Όπου ο Κύριος ήταν. Διότι είχε αναχωρήσει πέρα από τον Ιορδάνη. Έστειλαν αγγελιαφόρους» (Αυ).
(2)  Η αποστολή επήλθε ως συνέπεια της ανησυχητικής ασθένειάς του (ο).
(3)  Η προσφώνηση αυτή υπαινίσσεται την θαυματουργική δύναμη του Ιησού (g).
(4)  «Δεν λένε: Έλα και θεράπευσε αυτόν… αλλά μόνο: Κύριε, δες, αυτός που αγαπάς ασθενεί. Είναι αρκετό να μάθεις. Διότι δεν είσαι από εκείνους που αγαπούν και απαρνούνται» (Αυ). Το μήνυμα είναι πλήρες λεπτότητας. Είναι σαν να του έλεγαν: Κρίνε εσύ ο ίδιος τι πρέπει να κάνεις (g). «Το «Δες, αυτός που αγαπάς» το λένε, θέλοντας να κερδίσουν τον οίκτο του Κυρίου, με το να του υπενθυμίσουν το όνομα της φιλίας» (Θφ).
(5)  Στο σ. 5 χρησιμοποιεί το ρήμα αγαπώ. Παρόλο που δεν υπάρχει πραγματική διαφορά στη σημασία μεταξύ των δύο αυτών ρημάτων, δες γ 35,ε 20,κα 17 (β), παρ’ όλα αυτά δεν είναι άστοχη η παρατήρηση, σύμφωνα με την οποία το αγαπώ από τη ρίζα άγαμαι σημαίνει εύνοια, η οποία γεννιέται από θαυμασμό, σεβασμό, εκτίμηση, ενώ το φιλώ σημαίνει την κλίση της ψυχής που διεγείρεται από αίσθημα και τρυφερότητα (G). «Υπενθυμίζουν την αγάπη την οποία είχε στον άρρωστο, τραβώντας τον εκεί κατεξοχήν με αυτό· διότι ήξεραν ότι φρόντιζε για αυτόν» (Κ). «Θέλει να διδάξει, ποτέ να μην αγανακτούμε ούτε να δυσανασχετούμε, αν τυχόν συμβεί κάποια ασθένεια στους σπουδαίους άνδρες και φίλους του Θεού» (Χ).

4 Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν(1)· αὕτη ἡ ἀσθένεια(2) οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον(3), ἀλλ' ὑπὲρ(4) τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ(5), ἵνα(4) δοξασθῇ ὁ υἱὸς(6) τοῦ Θεοῦ(7) δι' αὐτῆς(8).
4 Ο Ιησούς, όταν το έμαθε, είπε: «Αυτή η αρρώστια δεν είναι για να φέρει το θάνατο, αλλά για να φανεί η δύναμη του Θεού, για να φανερωθεί μέσω αυτής η δόξα του Υιού του Θεού».
(1)  Δεν λέει απάντησε. Τα λόγια του Κυρίου δεν αποτελούν άμεση απάντηση στο μήνυμα των αδελφών του Λαζάρου, αλλά μάλλον παρατήρηση για την ασθένεια και τα αποτελέσματά της που απευθύνθηκε στους παρόντες μαθητές. «Λέει όμως αυτά ο Κύριος, όχι για να φύγουν οι άνθρωποι και να αναγγείλουν αυτά στις αδελφές του Λαζάρου, αλλά ως Θεός προλέγει αυτό που θα γίνει» (Κ). Οπωσδήποτε είναι αναμφίβολο, ότι λόγια τέτοιας βαθειάς και μυστηριώδους σημασίας θα διαβιβάστηκαν πιστά από τους απεσταλμένους στις αδελφές του Λαζάρου (ο).
(2)  Η έκφραση του Κυρίου εδώ παρουσιάζεται αμφίβολη και σε κάποιο βαθμό ακατανόητη για τον χρόνο πριν το θαύμα. Η έννοιά τους έγινε σαφής μετά το θαύμα. «Είναι αξιοπαρατήρητη η μέθοδος, με την οποία ο Ιησούς ετοίμαζε τους μαθητές του και τις αδελφές του Λαζάρου και το λαό, για να αντιμετωπίσουν με απλότητα το μέγιστο των θαυμάτων (b).
(3)  Η φράση «προς θάνατον» υπάρχει εδώ μόνο και στο Α΄Ιω. ε 16, ενώ στους Ο΄ μόνο στα Δ΄Μακ. ιδ 4 και ιζ 1. Είναι εντονότερη από τη συνήθως χρησιμοποιούμενη «εις θάνατον», η οποία σημαίνει ότι η ασθένεια δεν θα είχε ποτέ ως τελική της έκβαση τον θάνατο· ενώ η φράση «προς θάνατον» σημαίνει μάλλον, ότι ο ασθενής δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο (β).
«Αν όμως αυτός είπε ότι η αρρώστια του Λαζάρου δεν είναι για θάνατο, αλλά συνέβη ο θάνατος, δεν είναι καθόλου θαυμαστό. Διότι βλέποντας την κατάληξη του πράγματος και ότι επρόκειτο μετά από λίγο να αναστηθεί, δεν εξετάζουμε τι συνέβη στο μεταξύ, αλλά σε ποιο τέλος κατέληξε» (Κ).
«Δεν είναι προς θάνατον, διότι και ο θάνατος που επακολούθησε προς στιγμήν, δεν ήταν προς θάνατον, αλλά συνέβη για τον σκοπό να διαπράξει ο Κύριος θαύμα, μέσω του οποίου οι άνθρωποι θα οδηγούνταν στην πίστη και έτσι θα διέφευγαν τον πραγματικό θάνατο» (Αυ).
Μη λησμονούμε όμως ότι ο θάνατος του σώματος στον κόσμο αυτόν είναι γέννηση της ψυχής στον άλλο κόσμο. Όταν λοιπόν εμείς ή οι φίλοι μας είμαστε ασθενείς οι ελπίδες μας για το ότι θα ανακάμψουμε από την ασθένεια, είναι δυνατόν να διαψευστούν. Για αυτό πρέπει μάλλον να χτίζουμε πάνω σε θεμέλιο ελπίδας αδιάψευστης. Εάν δηλαδή ανήκουμε στο Χριστό, το φθαρτό ας καταλήξει στη φθορά. Το αθάνατο ας μείνει ανέπαφο από κάθε μολυσμό, οπότε η βλάβη που ήλθε στο φθαρτό «δεν είναι προς θάνατον», διότι ο δεύτερος θάνατος, ο αιώνιος και πραγματικός θα παραμείνει ξένος και άγνωστος στην αθάνατη ψυχή μας.
Γενικότερα ως προς τις ασθένειες, οι οποίες συνηθέστατα προσβάλλουν τον καθένα μας κατά την διάρκεια της επίγειας ζωής του, θεωρούνται από όλους αυτές ως ατυχήματα και δοκιμασίες της ζωής. Αλλά ο Χριστιανός, όσο προάγεται στην πίστη, αλλάζει εντελώς αντιλήψεις για αυτές καταλήγοντας να θεωρεί αυτές ως το γήινο θυσιαστήριο, στη φωτιά του οποίου εξαγνίζεται η ψυχή του και ως προπύλαιο και σκάλα που οδηγεί προς τον ουρανό. Αλήθεια· πόσοι, όταν άρχιζαν να δοκιμάζουν το πικρό ποτήρι της ασθένειας, ήταν νήπιοι πνευματικά και κατά τη διάρκειά της γιγαντώθηκαν και σφυρηλατήθηκαν σε ήρωες του Χριστού. Πόσοι αγνοώντας τον ουράνιο Πατέρα έμαθαν στο κρεβάτι της ασθένειας να απευθύνονται προς αυτόν κράζοντας Αββά, δηλαδή Πατέρα. Και για πόσους η ασθένεια δεν δόθηκε αληθινά υπέρ της δόξας του Θεού!
(4)  Ή «και εδώ το ὑπὲρ και το ἵνα, δεν είναι αιτιολογικά, αλλά φανερώνουν αυτό που θα συμβεί τελικά» (Ζ), «δεν συνέβη για αυτό η νόσος, για να δοξαστεί δηλαδή· διότι είναι ανοησία να πει κανείς αυτό· αλλά αφού ακριβώς συνέβη, απέβλεπε και σε θαυμαστό σκοπό» (Κ). «Δηλαδή συνέβη μεν από άλλη αιτία η αρρώστια, χρησιμοποιήθηκε όμως για δόξα του Θεού» (Χ).
Ή, και το λεγόμενο εκβατικό «ἵνα», εξακολουθεί να διατηρεί την τελική (του σκοπού δηλαδη) του έννοια. Ο ιερός συγγραφέας από άκρα ευλάβεια τονίζοντας την τέλεση της βουλής του Θεού στα συμβαίνοντα, παρουσιάζει αυτά ότι γίνονται με θείο θέλημα και ότι κατά κάποιο τρόπο ο Θεός ενεργεί αυτά. «Διότι συνηθίζει η Γραφή κάποια που οφείλουν να ειπωθούν με τη μορφή έκβασης (αποτελέσματος), να τα λέει αιτιολογικά» (Δαμασκηνός στον G).
(5)  «Το αποτέλεσμα του πράγματος απέβλεπε στη δόξα του Θεού» (Κ). Με την ανάσταση του Λαζάρου θα αποκαλυπτόταν η δόξα του Θεού. Αυτή θα ήταν περισσότερο από ένα απλό θαύμα· θα ήταν σημάδι της δόξας του Θεού (β). Δόξα του Θεού είναι η λάμψη, την οποία διαχύνει στις καρδιές η φανέρωση των τελειοτήτων του, ειδικά μάλιστα της δύναμής του που ενεργεί για υπηρεσία της αγιότητάς του ή της αγάπης του (g).
Αλλά και οι θλίψεις των αγίων αποσκοπούν στη δόξα του Θεού, διότι σε αυτές παρέχεται ευκαιρία, ώστε τελικά να επιδείξει σε αυτούς ο Θεός τα ελέη του και τις χάριτές του. Και πράγματι, οι γλυκύτεροι από τους οικτιρμούς είναι εκείνοι, οι οποίοι προκαλούνται από τη στενοχώρια των δοκιμασιών και των θλίψεων.
(6)  Η φανέρωση αυτή της θείας δύναμης θα έκανε λαμπρό και εκείνον, μέσω του οποίου θα γινόταν το θαύμα. Το ἵνα λοιπόν δεν σημαίνει κάποιον δεύτερο σκοπό που προστίθεται στον πρώτο ο οποίος εκφράζεται με το υπέρ, αλλά εξηγεί το μέσον με το οποίο ο πρώτος σκοπός επιτυγχάνεται (g).
«Πρόσεξε πώς πάλι λέει ότι είναι μία η δόξα αυτού και του Πατέρα· διότι αφού είπε «του Θεού» πρόσθεσε στη συνέχεια: «Για να δοξαστεί ο Υιός του Θεού»» (Χ). Τόσο στενή και ουσιώδης ήταν η ένωση μεταξύ αυτού και του Πατέρα, ώστε η δόξα του ενός ήταν και δόξα του άλλου. Για αυτό η δόξα και των δύο, Πατρός και Υιού, παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα ενός και του ίδιου γεγονότος, της ασθένειας του Λαζάρου (ο).
Πώς θα δοξαζόταν; Ή, ελάχιστα πιθανή εκδοχή. «Κάποιοι ερμηνεύουν το «δόξα» εννοώντας το σταυρό,… για να σταυρωθεί ο υιός του Θεού μέσω αυτής (της αρρώστιας). Διότι επρόκειτο οι Ιουδαίοι μαθαίνοντας την ανάσταση του Λαζάρου, λόγω της υπερβολής αυτού του θαύματος, να εξαφθούν σε ακάθεκτη μανία και να ξεσηκωθούν έντονα για να τον φονεύσουν» (Ζ).
Ή, πιο σωστά, η ανάσταση του Λαζάρου περισσότερο από κάθε άλλο θαύμα θα άνοιγε τα μάτια πολλών στο να αντιληφθούν ότι ο Ιησούς δίκαια διεκδικούσε το Μεσσιακό αξίωμα (ο). Το αληθινό παράλληλο χωρίο της εδώ φράσης είναι το Ιω. η 54 (β). «Διότι δεν είχε τόσο μεγάλη δόξα και θαυμασμό το να σηκώσει τον Λάζαρο από την ασθένεια, όσο το να τον αναστήσει από τους νεκρούς» (αμ).
(7)  Δεν λέει απλώς ο Χριστός, αλλά ο Υιός του Θεού σημαίνοντας με αυτό, όπως και στο ι 30, ότι η δόξα του ενός είναι και δόξα του άλλου (g). «Διότι είναι απαράλλακτη η δόξα του Θεού, εννοώ βεβαίως του Πατέρα, με αυτήν του Υιού… αυτών όμως που η δόξα είναι μία, μία είναι και η ουσία» (Θφ).
(8) «Μέσω της ασθένειας αυτής» (Αυ).

5 (1)Ἠγάπα(2) δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν Μάρθαν(3) καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον(4).
5 Ο Ιησούς αγαπούσε τη Μάρθα και την αδερφή της, καθώς και το Λάζαρο.
(1)  Αποτελεί παρενθετική πρόταση, στην οποία εξηγείται «η κινητήρια αιτία της ανάστασης του νεκρού και του όλου τρόπου της ενέργειας του Κυρίου πριν την ανάσταση αυτή» (b). Η λεπτομέρεια αυτή συμπληρώνει τα προηγούμενα και ετοιμάζει για τα επόμενα (F). Εάν ο Ιησούς δεν αναχώρησε αμέσως στη Βηθανία, δεν οφειλόταν σε αδιαφορία. Τελείως αντίθετα, αγαπούσε την όλη οικογένεια.
(2)  Ο Ιωάννης χρησιμοποιεί εδώ το αγαπώ αντί για το φιλώ είτε διότι πρόκειται για την αγάπη του Ιησού προς τις δύο αδελφές είτε μάλλον διότι το αγαπώ ως ευγενέστερος όρος αρμόζει περισσότερο στην γραφίδα του ευαγγελιστή, ενώ η έκφραση της τρυφερότητας με το φιλώ (στο σ. 3) άρμοζε περισσότερο στο στόμα των δύο γυναικών (g).
(3)  Μπαίνει πρώτη εδώ, όπως και στο σ. 19, από όπου βγήκε το συμπέρασμα, ότι ήταν και η μεγαλύτερη σε ηλικία. Ο Λάζαρος τρίτος, από το οποίο και θεωρήθηκε ως το νεώτερο μέλος της οικογένειας.
(4)  «Ο ένας από τη μία ήταν ασθενής, οι άλλες από την άλλη ήταν θλιμμένες, όλοι αγαπημένοι. Αλλά αυτός που τους αγαπά ήταν ταυτόχρονα ο Σωτήρας του ασθενή ή μάλλον αυτός που ανάστησε τον νεκρό και ο παρήγορος των θλιμμένων» (Αυ).

6 Ὡς οὖν(1) ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε(2) μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ(3) δύο ἡμέρας(4)·
6 Κι όμως, όταν έμαθε πως είναι άρρωστος, έμεινε στον τόπο όπου βρισκόταν δυο μέρες ακόμα.
(1)  Συνδέεται ή με το ηγάπα=Ο Ιησούς αγαπούσε την Μάρθα, την Μαρία και τον Λάζαρο. Όταν λοιπόν έμαθε… έμεινε μεν δύο ημέρες, αλλά στη συνέχεια είπε· Ας πάμε (g). Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, συνδέεται με τον σ. 4=Επειδή είχε πεποίθηση, ότι η ασθένειά του δεν ήταν προς θάνατον, δεν έσπευσε λοιπόν να αναχωρήσει (β).
(2)  Παρόλο που οι άλλοι θα νόμιζαν, ότι συνέτρεχε μέγιστος λόγος βιασύνης (b).
(3)  Αναβάλλει την αναχώρηση. Κινούμενος πάντοτε από την θέληση του Πατέρα περίμενε να λάβει το σύνθημα της αναχώρησης από αυτόν (Meyer).
Ο Πατέρας λοιπόν «ανέβαλε τη άφιξη, έτσι ώστε… αφού πεθάνει να τον αναστήσει· το οποίο είναι απόδειξη μεγαλύτερης δύναμης, ώστε να δοξαστεί και περισσότερο» (Κ).
«Έμεινε, για να ξεψυχήσει (ο Λάζαρος) και να ταφεί, ώστε κανείς να μην μπορεί να λέει ότι τον ανέστησε χωρίς να έχει ακόμη πεθάνει· ότι ήταν νάρκη, ότι ήταν ατονία, ότι ήταν επαναφορά από την κατάσταση αυτή και όχι θάνατος» (Χ).
Εάν ο Κύριος ερχόταν αμέσως στη Βηθανία και θεράπευε τον Λάζαρο, δεν θα έπραττε κάτι περισσότερο από εκείνο, το οποίο είχε επιτελέσει σε πολλούς. Εάν πάλι ανέσταινε αυτόν αμέσως κατά την ίδια ημέρα του θανάτου του, δεν θα έπραττε κάτι περισσότερο από εκείνο, το οποίο έπραξε και για μερικούς άλλους. Αναβάλλοντας όμως την άφιξή του στη Βηθανία, θα ενεργούσε θαύμα μοναδικό, το οποίο σε κανέναν άλλον μέχρι τότε δεν είχε κάνει. Μη λησμονούμε λοιπόν, ότι ο Θεός αναβάλλοντας να μας εισακούσει, πράττει αυτό όχι διότι παραμένει κουφός ή αδιάφορος στις αιτήσεις μας, αλλά διότι έχει καλύτερους σκοπούς για εμάς και αποβλέπει σε μεγαλύτερη ωφέλειά μας και σε πλουσιότερη έκχυση των χαρίτων του προς εμάς.
(4)  Εάν ληφθεί υπ’ όψη ότι το διάστημα από Βηθανία ή Βηθαβαρά πέρα από τον Ιορδάνη (Ιω. α 28) μέχρι τη Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα απαιτούσε πεζοπορία 8 περίπου ωρών, ο Κύριος ξεκινώντας από την Περαία την μία ημέρα, εφόσον δεν εμποδίστηκε στο δρόμο, θα έφθασε μπροστά στον τάφο του Λαζάρου την επομένη. Εφόσον λοιπόν ο Λάζαρος ήταν τετραήμερος στον τάφο, μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι ο Λάζαρος ξεψύχησε και ετάφη την ημέρα που οι απεσταλμένοι έφεραν προς τον Ιησού το μήνυμα των δύο αδελφών.

7 ἔπειτα(1) μετὰ τοῦτο(1) λέγει τοῖς μαθηταῖς· ἄγωμεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν(2) πάλιν(3).
7 Έπειτα, αφού πέρασαν αυτές οι δυο μέρες, λέει στους μαθητές: «Ας ξαναγυρίσουμε στην Ιουδαία».
(1)  Δεν είναι πλεονασμός, αλλά δείχνει, πόσο η αναμονή αυτή φάνηκε μακρά και στις δύο αδελφές και στον ίδιο τον Ιησού (g). Το μετὰ τοῦτο υπονοεί ένα σύντομο διάλειμμα (β)· μετά την αναβολή των δύο ημερών (b).
(2)  Υπαινίσσεται τον κίνδυνο, τον οποίο διέτρεχε στη χώρα αυτή. Έτσι προκαλεί την εκ μέρους των μαθητών εκδήλωση του φόβου, ο οποίος κυρίευε το βάθος της καρδιάς τους και τον οποίο ο Χριστός ήθελε να υπερνικήσει πριν αναχωρήσουν. «Προλέγει αυτό, και για να ελέγξει την από απιστία δειλία τους και έτσι ώστε, μαθαίνοντάς το από πριν, να μην ταραχθούν απότομα τότε με το απροσδόκητο της διαταγής» (Ζ), και «οδηγούμενοι ξαφνικά σε χώρα, την οποία φοβούνταν» (Θφ). Ο Ιησούς σιγά-σιγά ανύψωνε την πίστη των μαθητών, ώστε να ξεκινήσουν για την Ιουδαία άφοβα και έτσι να δουν το μέγιστο των θαυμάτων (b). Το ξεκίνημα για επιστροφή στην Ιουδαία αποτελεί δοκιμασία για τους μαθητές. Αλλά ο Χριστός δεν λέει Πηγαίνετε στην Ιουδαία και εγώ θα μείνω εδώ. Όχι. Αλλά τι λέει; Ας πάμε στην Ιουδαία. Μη λησμονούμε λοιπόν, ότι ο Χριστός ουδέποτε ωθεί τον λαό του σε κίνδυνο, αλλά πάντοτε βρίσκεται δίπλα του και συνοδεύει αυτόν και όταν βαδίζει ανάμεσα στην κοιλάδα του κλαυθμώνος.
(3)  Και αυτό υπενθυμίζει τους κινδύνους, τους οποίους τελευταία είχαν διατρέξει στην Ιερουσαλήμ. «Ας πάμε στην Ιουδαία πάλι, από όπου είχε αναχωρήσει αποφεύγοντας τον λιθοβολισμό. Διότι αναχώρησε ως άνθρωπος· αλλά επέστρεφε, για να δείξει τη δύναμή του» (Αυ). Ερχόταν σε στιγμή, κατά την οποία η θλίψη των δύο αδελφών στη Βηθανία είχε κορυφωθεί και είχαν αυτές δοκιμάσει τον σκληρό αποχωρισμό από τον αδελφό τους. Ο Χριστός σηκώνεται για βοήθεια του λαού του, όταν φτάσει ο καιρός να δείξει σε αυτόν τις εύνοιές του. Και συχνά ο χρόνος τον οποίο εμείς θεωρούμε ως χειρότερο, αυτός είναι για την επέμβαση της θείας προστασίας ο καταλληλότερος. Όταν «χάθηκε η ελπίδα μας, φωνάξαμε», τότε «λέει ο Κύριος θα σας βγάλω από τους τάφους σας και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος, με το να ανοίξω τους τάφους σας και να βγάλω από τους τάφους το λαό μου» (Ιεζ. λζ 11,13). Στην άβυσσο της θλίψης, ας διώχνουμε μακριά τα νέφη της απόγνωσης, ενθυμούμενοι ότι οι κίνδυνοι και οι έσχατες δυσκολίες του ανθρώπου είναι κατάλληλοι καιροί για την προστατευτική επέμβαση του Κυρίου.

8 Λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί· ραββί(1), νῦν(2) ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱἸουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις(3) ἐκεῖ(4);
8 Του λένε τότε οι μαθητές: «Διδάσκαλε, μόλις τώρα οι Ιουδαίοι ζητούσαν να σε λιθοβολήσουν, κι εσύ θες να πας πάλι εκεί;»
(1)  Δες α 38.
(2)  «Με την έννοια του πριν λίγο» (Ζ). Αναφέρονται στην περίπτωση που εξιστορείται στο ι 31,39.
(3)  Για την χρήση του υπάγω στον Ιωάννη δες ζ 38.
(4)  Οι μαθητές «φοβόντουσαν μεν και για αυτόν, αλλά περισσότερο, μάλλον για τους εαυτούς τους· διότι δεν ήταν ακόμα ολοκληρωμένοι» (Χ). Όταν τα ιδιωτικά μας συμφέροντα συμπίπτουν με τα κοινά συμφέροντα, είμαστε έτοιμοι να επιδείξουμε περίσσιο ζήλο φαινομενικά μεν για τη δόξα του Κυρίου και για προαγωγή των κοινωνικών συμφερόντων και του γενικού καλού, στην πραγματικότητα όμως διότι προσπαθούμε να υπερασπίσουμε την ευμάρεια και την ασφάλειά μας. Είναι λοιπόν αναγκαίο στις περιστάσεις αυτές να διακρίνουμε καλά τα βαθύτερα ελατήριά μας.

9 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας(1); Ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει(2), ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει(3)·
9 Ο Ιησούς αποκρίθηκε: «Δώδεκα ώρες δεν έχει η μέρα; Αν περπατάει κανείς τη μέρα δε σκοντάφτει, γιατί βλέπει το φως αυτού του κόσμου.
(1)  Ή, το όλο στάδιο της ζωής, σε όλα του τα μέρη, συγκρίνεται με ημέρα. Το στάδιο της ζωής του Ιησού ήταν ήδη προχωρημένο· βρισκόταν σε ώρα προχωρημένη της ημέρας του. Αλλά οπωσδήποτε ήταν ακόμη ημέρα (b). Η έννοια της ερώτησης και του όλου στίχου: Μπορώ να μεταβώ άφοβα στην Ιουδαία, όπου το καθήκον με καλεί. Οι 12 ώρες οι οποίες μου παραχωρήθηκαν από τον Πατέρα μου για την εκπλήρωση του έργου μου, δεν συμπληρώθηκαν ακόμη. Οι Ιουδαίοι δεν μπορούν να μου αφαιρέσουν ούτε ένα δευτερόλεπτο από τον χρόνο αυτόν. Για όσο ο ήλιος του θείου θελήματος φωτίζει τον δρόμο μου, δεν διατρέχω κανέναν κίνδυνο (g).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, ημέρα εδώ εννοεί «το φως της αρετής» (Ζ). Η έννοια λοιπόν του όλου σ.: «όπως ακριβώς εάν κάποιος περπατά σε κάθε μία από τις δώδεκα ώρες της ημέρας, δεν σκοντάφτει… έτσι και εάν κάποιος περπατά στο φως της αρετής, δεν σκοντάφτει σε κίνδυνο, διότι βλέπει το φως της αρετής και οδηγείται» (Ζ). «Αυτός που δεν συναισθάνεται για τον εαυτό του τίποτα το πονηρό δεν θα πάθει τίποτα κακό, αυτός όμως που πράττει τα κακά, θα πάθει. Επομένως εμείς δεν πρέπει να φοβόμαστε διότι τίποτα άξιο θανάτου δεν πράξαμε» (Χ).
(2)   Όπως ο άνθρωπος ο οποίος απολαμβάνει το φως της ημέρας, περπατά άφοβα και με ασφάλεια, έτσι και ο Κύριός μας διαβεβαιώνει, ότι μπορεί να επισκεφτεί την Ιουδαία με ασφάλεια, για όσο διαρκεί ο προδιαγεγραμμένος χρόνος της αποστολής του (ο).
(3)   Που εκπέμπεται από τον ήλιο. Υπαινίσσεται την πρόνοια του Πατέρα ως προς τον Ιησού και την πρόνοια του Χριστού ως προς τους πιστούς (b). Η έννοια είναι ότι ο Ιησούς θα απολαύσει την προστατευτική φροντίδα του Πατέρα του, εφόσον ακολουθεί την οδό του καθήκοντος, και όταν ακόμη η οδός αυτή τον φέρνει ανάμεσα στους πιο κακεντρεχείς εχθρούς του (ο). Κάτω από την γραμματική έννοια αυτών των λόγων κρύβεται μία μυστική έννοια. Είναι γραμματικά αλήθεια, ότι ο άνθρωπος βαδίζοντας κατά τη διάρκεια της ημέρας δεν σκοντάφτει, διότι βλέπει το φως του κόσμου αυτού, δηλαδή τον ήλιο. Αλλά ο Ιησούς μίλησε για τον εαυτό του ως φως του κόσμου (η 12) και υπαινίσσεται εδώ, ότι αυτός που περπατά στο φως του Χριστού δεν διατρέχει κάποιο κίνδυνο (β). «Αυτός που βλέπει το φως αυτού του κόσμου, είναι σε ασφάλεια. Αν όμως αυτός που βλέπει το φως αυτού του κόσμου, πολύ περισσότερο αυτός που είναι μαζί μου, εάν δεν απομακρύνει τον εαυτό του από εμένα» (Χ).
Οι μαθητές δεν έπρεπε να φοβούνται μεταβαίνοντας στην Ιουδαία μαζί με τον διδάσκαλό τους, διότι πρώτον είχε ακόμη καιρό δράσης προτού να φτάσει ο προσδιορισμένος χρόνος του πάθους του, και δεύτερον το να είναι κάποιος μαζί με το Χριστό ισοδυναμεί με το να είναι πάντοτε στο φως (τ). Εάν κάποιος περπατά μακριά από αυτόν σκοντάφτει όπως και στη νύχτα, διότι δεν έχει μέσα του φως (χ). Η ζωή του ανθρώπου είναι ημέρα που διαιρείται σε διάφορες ηλικίες, περιόδους και εποχές, σαν σε ώρες μακρύτερες ή συντομότερες κατά τον καθορισμό της αγαθής και σοφής πρόνοιας του Θεού. Η αλήθεια αυτή πρέπει να καθιστά εμάς πολύ επιμελείς και ακούραστους ως προς την επιτέλεση του έργου της ζωής μας. Εάν 12 είναι οι ώρες της ημέρας της ζωής μας, κάθε μία από αυτές πρέπει να γεμίζει με την επιτέλεση των καθηκόντων μας και καμία από αυτές δεν πρέπει να κατασπαταλάται. Επί πλέον εάν η διάρκεια της ζωής μας είναι καθορισμένη από την πρόνοια του Θεού, μην καταπτοούμαστε από τους κινδύνους και τα φόβητρά τους. Η ημέρα της ζωής μας θα παραταθεί έως ότου το έργο για το οποίο σταλθήκαμε εκπληρωθεί και η μαρτυρία μας επιτελεσθεί.

10 ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει(1), ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ(2).
10 Αν όμως περπατάει κανείς τη νύχτα, σκοντάφτει, γιατί, βέβαια, το φως δεν είναι μέσα του».
(1)  Ή, εκφράζεται εδώ σαφέστατα η μυστική έννοια (β)=αυτός που δεν περπατά στο φως του Υιού του Θεού, αλλά στο σκοτάδι, σκοντάφτει. Για όσο λοιπόν ο Χριστός είναι στον κόσμο (θ 5) οι μαθητές πρέπει να ακολουθούν αυτόν και όταν ακόμη βαδίζει προς τον κίνδυνο και τον θάνατο (χ).
Ή, με τη φράση «περπατά στη νύχτα» εδώ εννοεί την αυθαίρετη και παρά το θέλημα του Πατέρα απόπειρα για παράταση της ζωής του=Ο κίνδυνος του να σκοντάψω και να πέσω αρχίζει για εμένα, από τη στιγμή που, αποφεύγοντας από δειλία κάποιον προβλεπόμενο κίνδυνο, θα ήθελα να παρατείνω αυθαίρετα τον χρόνο της ζωής μου και να προσθέσω και μία άλλη, 13η ώρα στις 12 ώρες οι οποίες μου έχουν οριστεί. Ο ήλιος πλέον της θείας θέλησης δεν θα φώτιζε την πορεία μου (g). Και οι δύο ερμηνείες σοβαρές. Εάν κάποιος περπατά κατά την οδό της καρδιάς του και κατά την όψη των ματιών του και κατά την πορεία του κόσμου αυτού, εάν συμβουλεύεται τους σαρκικούς λογισμούς του μάλλον παρά το θέλημα και τη δόξα του Θεού, πέφτει σε πειρασμούς και παγίδες, τρέμει σαν σειόμενο φύλλο δένδρου και φεύγει χωρίς κανείς να τον διώκει.
(2)  Οι λόγοι του Κυρίου στους δύο αυτούς σ. είναι αντίστοιχοι με αυτούς στο θ 4. Μόνο, όπως παρατηρεί σωστά ο Lange, εκεί ήταν απόγευμα και ο Ιησούς έβλεπε τον ήλιο να δύει. Για αυτό και έλεγε: Δεν πρέπει να χάνω ούτε στιγμή, από όσες μου απομένουν για να φωτίζω τον κόσμο. Εδώ ήταν πρωί. Για αυτό παρατηρεί: Ο χρόνος, ο οποίος μου ορίστηκε, είναι αρκετός για να τελειώσω το έργο μου. Δεν πρέπει από δειλία να ζητήσω να προσθέσω κάποια ώρα στην ημέρα της εργασίας, η οποία από το Θεό μου καθορίστηκε (g).

11 Ταῦτα εἶπε(1), καὶ μετὰ τοῦτο(2) λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν(3) κεκοίμηται(4)· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνίσω(5) αὐτόν.
11 Αυτά είπε, κι αμέσως ύστερα τους λέει: «Ο Λάζαρος ο φίλος μας κοιμήθηκε, πηγαίνω όμως να τον ξυπνήσω».
(1)  Με αυτό δηλώνεται, ότι τα λεγόμενα εφαρμόστηκαν στην παρούσα περίσταση. Η εφαρμογή αυτή βρίσκεται στα λόγια «αλλά πορεύομαι για να τον ξυπνήσω» (g). «Αφού έδωσε θάρρος σε αυτούς, προσθέτει στη συνέχεια και την αναγκαία αιτία της εκεί άφιξης και δείχνοντας ότι δεν πρόκειται να πάνε στα Ιεροσόλυμα, αλλά στη Βηθανία» (Χ). «Πρέπει να τρέξουμε στη σωτηρία του φίλου, παραβλέποντας τις κακές διαθέσεις των Ιουδαίων» (Κ).
(2)  Κάποιο διάλειμμα μεσολάβησε ανάμεσα στα λεγόμενα στους σ. 8-20 και σε αυτά στο σ. 11 (β,ο).
(3)  «Αξιόλογη αιτία με τραβά στην Ιερουσαλήμ· το ότι δηλαδή ο φίλος μας έχει κοιμηθεί» (Κ). «Δεν πηγαίνω για τα ίδια, για να συζητήσω δηλαδή πάλι και να συγκρουστώ με τους Ιουδαίους, αλλά για να ξυπνήσω το φίλο μου» (Χ). Κάνει έκκληση στα αισθήματα της φιλίας τους με το Λάζαρο (g). Διότι ο Λάζαρος ήταν φίλος των μαθητών, όπως και του διδασκάλου. Και υπαινίσσεται ότι εάν ο Ιησούς αναλάμβανε τον κίνδυνο του ταξιδιού στα Ιεροσόλυμα, έπρεπε και αυτοί να είναι έτοιμοι για αυτό (β). «Για αυτό είπε «ο φίλος μας», για να δείξει αναγκαία την παρουσία» (Χ). Υπάρχει συνθήκη φιλίας μεταξύ του Χριστού και των πιστών και κοινωνία αγάπης και δεσμοί εγκάρδιοι, τους οποίους ο Κύριος αναγνωρίζει χωρίς να ντρέπεται αυτούς. Εκείνους όμως τους οποίους ο Χριστός ευαρεστείται να αναγνωρίζει φίλους του, όλοι οι μαθητές του αναγνωρίζουν αυτούς και ως δικούς τους φίλους. Ο Χριστός μιλά εδώ στους μαθητές του για τον Λάζαρο σαν για κοινό φίλο. Αυτού του είδους την φιλία ούτε ο θάνατος ο ίδιος δεν είναι ικανός να την διαλύσει. Ο Λάζαρος έχει κοιμηθεί λέει ο Κύριος· και όμως πηγαίνω για να ξυπνήσω αυτόν.
(4)  Κανείς δεν είχε αναγγείλει το θάνατο του Λαζάρου. Και όμως ο Ιησούς γνώριζε αυτόν (b) υπερφυσικά. Ο θάνατος ονομάζεται με πιο όμορφο τρόπο ύπνος τόσο στην Π.Δ. (Δευτ. λα 16, Β΄Βασ. ζ 12,Γ Βασ. α 21,Ιώβ γ 13,ιδ 12,κα 13,26,Ιεζ. λβ 20,21,28, όπως και στη συνηθισμένη φράση «κοιμήθηκε μαζί με τους πατέρες του»), όσο και στην Κ.Δ. (Μάτθ. κζ 52,Πράξ. ζ 60,ιγ 36,Α΄Κορ. ζ 39,ια 30,ιε 6,20,51,Β΄Πέτρ. γ 4 κλπ). Αλλά και στους μη Ιουδαίους συγγραφείς. Παρόλο όμως που η χρήση αυτή της λέξης δεν αποτελεί πρωτοτυπία του Χριστιανισμού ή και του Ιουδαϊσμού, όμως έγινε συχνότατη κατά τους χριστιανικούς χρόνους (β). «Διότι όντως ο πρόσκαιρός μας θάνατος του σώματος είναι ύπνος για το Θεό και τίποτα άλλο, ο οποίος καταργείται με ένα απλό και μόνο νεύμα… του Χριστού» (Κ). Εάν όντως ο θάνατος ονομάζεται ύπνος για τους πιστούς λόγω της επιβίωσης της ψυχής και της ανάστασης του σώματος στο μέλλον, πολύ περισσότερο θα μπορούσε να αποκληθεί έτσι στην παρούσα περίπτωση (F). «Ό,τι ο Κύριος είπε ήταν αληθινό. Για τις αδελφές του ο Λάζαρος ήταν νεκρός. Για τον Κύριο κοιμόταν. Ήταν νεκρός για τους ανθρώπους οι οποίοι δεν μπορούσαν να τον αναστήσουν· αλλά ο Κύριος ανέστησε αυτόν με τόση ευκολία από τον τάφο, με όση σηκώνεται από το κρεβάτι του ένας που κοιμάται» (Αυ).
Ο θάνατος για κάθε γνήσιο Χριστιανό είναι ύπνος. Αναπαύεται αυτός από τους κόπους της περασμένης ημέρας και παίρνει δυνάμεις για την επόμενη αιώνια και ανέσπερη ημέρα. Ο τάφος λοιπόν, ο οποίος για τους πονηρούς είναι φυλακή στην οποία φυλάσσονται για την ημέρα της εκτέλεσής τους, για τους δίκαιους είναι κρεβάτι ανάπαυσης ύπνου ήσυχου και ειρηνικού. Παρόλο που στον τάφο το σώμα φθείρεται, θα αναστηθεί κατά το πρωινό της ένδοξης ημέρας σώο και άφθαρτο, σαν να μην είχε ποτέ υποστεί την παραμικρή φθορά. Ο φίλος σας έχει κοιμηθεί, λέει και σε εμάς ο Κύριος για τους αγαπημένους μας που έφυγαν. Και δεν είναι δυνατόν ποτέ ο Κύριος να μας αποπλανά. Έχει κοιμηθεί ο γιος σας, ο πατέρας σας, η μητέρα σας, ο αδελφός σας. Έχει κοιμηθεί. Και ο μόχθος του τελείωσε, οι πόνοι του έλαβαν τέλος, οι λύπες του σταμάτησαν. Είναι πλέον μακριά από τις αθλιότητες του παρόντος αμαρτωλού κόσμου. Και πορεύομαι για να τον ξυπνήσω. Ναι· έρχεται. Και είναι πολύ κοντά. Χίλια έτη στα μάτια του Κυρίου είναι σαν η μέρα η χθεσινή. Και το διάστημα μεταξύ του τάφου και της ανάστασης των αγαπημένων μας, οσοδήποτε μακρό και αν φαίνεται σε εμάς, οι οποίοι μετά από λίγο θα τους συναντήσουμε, είναι απαλλαγμένο για του εν Κυρίω κεκοιμημένους από κάθε αγωνιώδη αναμονή και ελπίδα που για πολύ αναβάλλεται. Ζουν αυτοί στο φως. Και ο Κύριος εντός ολίγου θα τους αναστήσει.
(5)  «Υποδηλώνει την ευκολία της ανάστασης» (Ζ).

12 Εἶπον οὖν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Κύριε, εἰ κεκοίμηται(1), σωθήσεται(2).
12 Του είπαν τότε οι μαθητές: «Κύριε, αν κοιμήθηκε, θα γίνει καλά».
(1)  Έχουν ήδη υπ’ όψη την βεβαίωση του Ιησού στο σ. 4, ότι αυτή η ασθένεια δεν είναι προς θάνατον. Ακούγοντας λοιπόν τώρα ότι ο Λάζαρος έχει κοιμηθεί, «μη κατανοώντας την δύναμη του λόγου, νόμισαν ότι ο Ιησούς μιλούσε για κοίμηση ύπνου, το οποίο πολλές φορές συμβαίνει στους αρρώστους και φέρνει ξεκούραση» (Κ), και «είναι για τους ασθενείς συνήθως σημάδι ανάρρωσης» (Αυ).
(2)  Θα θεραπευτεί από μόνος του χωρίς την παρέμβασή σου. «Αυτό δεν το είπαν άσκοπα, αλλά επειδή ήθελαν να εμποδίσουν την εκεί παρουσία. Λες, λένε, ότι κοιμάται; Επομένως δεν είναι επείγον το να πας εκεί» (Χ). Για την χρήση του σώζω στην περίπτωση ανάκτησης της υγείας δες Ιω. γ 17 (β).

13 Εἰρήκει δὲ ὁ Ἰησοῦς(1) περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως(2) τοῦ ὕπνου λέγει.
13 Ο Ιησούς όμως είχε μιλήσει για το θάνατό του, ενώ εκείνοι νόμισαν πως μιλάει για το συνηθισμένο ύπνο.
(1)  Παρενθετική επεξήγηση από εκείνες, οι οποίες συνήθως χρησιμοποιούνται στο δ΄ευαγγέλιο. Ο συγγραφέας εφιστά την προσοχή στην παρανόηση των μαθητών, οι οποίοι νόμισαν, ότι ο Ιησούς χρησιμοποίησε τη λέξη κοιμάμαι για τον φυσικό ύπνο, ενώ στην πραγματικότητα χρησιμοποίησε αυτήν για το θάνατο (β).
(2)  Όρος γενικότερος, που καθορίζεται ειδικότερα με την ακόλουθη λέξη: «ύπνος» (g). Λέξη από αυτές που λέγονται μοναδική φορά στην Κ.Δ.. Στους Ο΄ συναντιέται κατ’ ευφημισμό για δήλωση του ύπνου του θανάτου στο Σοφ. Σειράχ μστ 19, μη 13 και πουθενά αλλού με οποιαδήποτε έννοια (β).

14 Τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς παρρησίᾳ(1)· Λάζαρος ἀπέθανε(2),
14 Τότε λοιπόν ο Ιησούς τους μίλησε καθαρά: «Ο Λάζαρος πέθανε», τους λέει,
(1) = «Φανερά» (Ζ)· «το φανέρωσε καθαρότερα λέγοντας ότι πέθανε» (Κ). Μιλά τώρα με σαφήνεια και όχι αινιγματικά. Για αυτήν την έννοια της λέξης παρρησία δες ζ 4 και ιστ 25.
(2) Πρόκειται για γνώση την οποία ο Ιησούς δεν ήταν δυνατόν να έχει από ανθρώπινη πηγή, αλλά έλαβε αυτήν υπερφυσικά αντλώντας αυτήν από την παντογνωσία της θείας φύσης μέσα του. Ως τέτοια η γνώση αυτή ήταν κατάλληλη για να εμπνεύσει στους μαθητές θαυμασμό και φόβο (ο). Ο Χριστός λαμβάνει γνώση του θανάτου των αγίων του, διότι «είναι τίμιος στα μάτια του Κυρίου ο θάνατος των οσίων του» (Ψαλμ. ριε 6). Ασφαλώς λοιπόν δεν ευαρεστείται ο Κύριος, εάν και εμείς δεν θεωρούμε ως τίμιο και ένδοξο και ως θριαμβευτική έξοδο από τον κόσμο αυτόν τον θάνατο των εκλεκτών του, αλλά θλιβόμαστε υπερβολικά για αυτόν.

15 καὶ χαίρω δι' ὑμᾶς(1), ἵνα πιστεύσητε(2), ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ(3)· ἀλλ' ἄγωμεν(4) πρὸς αὐτόν(5).
15 «και χαίρομαι για σας, για να πιστέψετε, επειδή δεν ήμουν εκεί όταν πέθανε· ας πάμε όμως κοντά του».
(1)  Επεξηγείται από το «για να πιστέψετε». Παρόλο που ο φίλος του Λάζαρος ήταν νεκρός και οι αδελφές του βρίσκονταν σε θλίψη, ο Ιησούς χαίρεται, διότι είχε πεποίθηση όχι μόνο ότι ο Λάζαρος θα ανακαλούνταν στη ζωή, αλλά και διότι το θαύμα αυτό της ανάστασης του Λαζάρου θα αύξανε την πίστη των μαθητών του (β).
(2)  «Λέει για τον εαυτό του ότι χαίρεται, όχι λόγω φιλοδοξίας, επειδή επρόκειτο να κάνει θαύμα, αλλά διότι αυτό επρόκειτο να γίνει αιτία στο να πιστέψουν οι μαθητές» (Κ).
«Για να πιστέψετε περισσότερο, όταν δείτε αυτόν να ανασταίνεται» (Ζ). Το ««για να πιστέψετε» πρέπει να θεωρήσουμε ότι σημαίνει: για να γίνει η πίστη σας τελειότερη και ισχυρότερη» (Αυ). «Για να σταθεροποιηθείτε στην πίστη» (Ω).
«Θα στηριχτείτε περισσότερο στην πίστη σε εμένα, όταν με δείτε να μπορώ και αυτό το οποίο δεν είχα επιδείξει πιο πριν, να αναστήσω δηλαδή νεκρό στον οποίο έχει ήδη αρχίσει η αποσύνθεση και βρωμάει» (Θφ). Οι μαθητές πίστευαν ήδη, διότι αλλιώς δεν θα ήταν μαθητές. Αλλά η πίστη τους αύξανε και οι 12 αισθάνονταν τώρα, ότι αυτή ήταν επιδεκτική αύξησης. Δες Λουκ. ιζ 5 (β). Στην αύξηση λοιπόν αυτήν της πίστης κάθε νέος βαθμός που αποκτιέται κάνει αισθητό στον πιστό τον προηγούμενο βαθμό ως κατάσταση απιστίας (g).
«Και όταν μεν έλεγε: Έχει κοιμηθεί, λέει Πορεύομαι για να τον ξυπνήσω, όταν όμως είπε: Πέθανε, δεν πρόσθεσε πλέον Πορεύομαι για να τον αναστήσω· διότι δεν ήθελε να προαναγγείλει με τα λόγια, αυτά που με τα έργα επρόκειτο να βεβαιώσει, διδάσκοντάς μας παντού να μην κενοδοξούμε» (Χ).
(3)  «Το να πει «διότι δεν ήμουν εκεί», φανερώνει το εξής: αν ήμουν εκεί, δεν επρόκειτο να πεθάνει, διότι θα τον σπλαχνιζόμουν και λίγο άρρωστος που θα ήταν· τώρα όπως που εγώ απουσιάζω συνέβη ο θάνατος, έτσι ώστε αφού τον αναστήσω, να προξενήσω σε εσάς μεγάλη ωφέλεια με την πίστη σε εμένα» Κ). Όταν συμφορές, που προκαλούν δάκρυα και θρήνους, πέφτουν πάνω μας, ας μη νομίζουμε, ότι αυτές μας συνέβησαν, διότι ο Κύριος δεν είναι μαζί μας. Η πρόνοια του Θεού δεν είναι ξένη με αυτές. Υποκρύπτεται σε αυτές το θέλημα του Θεού, «ο οποίος προβλέπει για εμάς κάτι καλύτερο». Ας τις δεχόμαστε ότι προέρχονται από την αγάπη του και ας υπομένουμε αυτές σκεφτόμενοι ότι ετοιμάζουν κάτι καλύτερο για εμάς, από όσο εάν ήμασταν απαλλαγμένοι από αυτές. Οι φίλοι του Ιησού καταλήγουν σε ευλογημένο τέρμα σε όλες τις θλίψεις τους. Ειρήνευε λοιπόν εν Κυρίω και περίμενε αυτόν, βέβαιος ότι θα έλθει ημέρα, κατά την οποία θα πεις και εσύ: Ο Κύριος ήταν πάντοτε μαζί μου και με έβγαλε σε αναψυχή.
(4)  «Για να μην φανούμε αφιλόστοργοι» (Ζ). Με αυτό ζητά να νικήσει τελείως και το τελευταίο λείψανο αντίρρησής τους (g). «Το «δεν ήμουν» και το «ας πάμε» και τα παρόμοια, τα λέει ως άνθρωπος» (Ζ).
(5)  Ή, στον τόπο όπου βρίσκεται νεκρός (b). Ή, πιο σωστά «Το «ας πάμε προς αυτόν» το λέει σαν να πρόκειται για ζωντανό· διότι ζουν για αυτόν, ως Θεός που είναι, οι νεκροί, επειδή πρόκειται να ζήσουν» (Κ), και πολύ περισσότερο ο Λάζαρος, του οποίου η ανάσταση πλησίαζε. Δεν λέει: Ας πάμε προς τις αδελφές του Λαζάρου, για να παρηγορήσουμε αυτές, αλλά Ας πάμε προς αυτόν. Διότι ο Χριστός μπορεί «στους νεκρούς να κάνει θαυμάσια». Ο θάνατος ο οποίος χωρίζει εμάς από όλους τους άλλους φίλους μας, δεν μπορεί να χωρίσει εμάς από την αγάπη και την δύναμη του Χριστού, ούτε να μας απομακρύνει από αυτόν ώστε να μην φθάνει στα αυτιά μας η φωνή της κλήσης του.

16 Εἶπεν οὖν(1) Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος(2) τοῖς συμμαθηταῖς(3)· ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ' αὐτοῦ(4).
16 Τότε ο Θωμάς, που λεγόταν Δίδυμος, είπε στους άλλους μαθητές: «Πάμε κι εμείς, να πεθάνουμε μαζί του».
(1)  Σε συνέχεια της προτροπής του Ιησού «ας πάμε σε αυτόν», είπε ο Θωμάς.
(2)  Το όνομα Θωμάς είναι αραμαϊκό και εβραϊκό και μεταφραζόμενο στην ελληνική σημαίνει Δίδυμος. Ίσως δόθηκε σε αυτόν το όνομα αυτό «διότι γεννήθηκε την ίδια ώρα μαζί με αδελφό» (Ζ). Τρεις φορές στον Ιωάννη (δες και κ 24,κα 2) προστίθεται στο όνομα Θωμάς η φράση ο λεγόμενος Δίδυμος, ονομασία που δεν συναντιέται στους Συνοπτικούς. Αυτό υπαινίσσεται (δες δ 25) ότι ο απόστολος αποκαλούνταν Δίδυμος στους κύκλους των Ελλήνων· διότι, εάν ο Ιωάννης είχε την πρόθεση μόνο να ερμηνεύσει το όνομα Θωμάς, θα έλεγε πιθανότερα «το οποίο ερμηνεύεται Δίδυμος», όπως στο α 42 (β). Κάποιοι από τους νεώτερους ερμηνευτές βλέπουν μέσα στο όνομα Δίδυμος υπαινιγμό για το ότι ο Θωμάς είχε μέσα του δύο ανθρώπους, έναν πιστό και έναν άπιστο, έναν Ιακώβ και έναν Ησαύ! Ήταν άνθρωπος δίψυχος! (g).
(3)  Από τις λέξεις που λέγονται μοναδική φορά στην Κ.Δ. Μάλλον αναφέρεται στους 12 παρά στον ευρύτερο κύκλο των μαθητών, όπως φαίνεται από τα συμφραζόμενα (β).
(4)  «Ο λόγος του Θωμά έχει μεν προθυμία, έχει όμως και δειλία. Και ειπώθηκε μεν από φιλόθεο φρόνημα, αλλά έχει αναμιχτεί με την ολιγοπιστία. Διότι δεν ανέχεται να αφήσουν μόνο τον Ιησού, αλλά πείθει και τους άλλους. Όμως θεωρεί ότι πρόκειται να πάθουν από τους Ιουδαίους… Λέει λοιπόν ότι δεν πρέπει να χωριστούν από τον διδάσκαλο παρόλο που βρίσκεται μπροστά αναμφίβολος κίνδυνος» (Κ).
Ο λόγος αυτός του Θωμά προδίδει περισσότερη αγάπη προς το πρόσωπο του Ιησού παρά πίστη στη σοφία των διαβημάτων του. Να η έννοια: Εάν θέλει να τον φονεύσουν, ας πάμε να φονευτούμε και εμείς μαζί του.
«Θα ήταν μεν καλό, λέει, να πειστεί και να μείνει και να αποφύγει την επιβουλή των εχθρών· αλλά αφού αυτό φάνηκε οπωσδήποτε καλό σε αυτόν, το να πάει δηλαδή, ας πάμε και εμείς μαζί· διότι είναι καλύτερο, αν πεθάνει να συμμετέχουμε στο θάνατο, παρά φροντίζοντας για τη δική μας σωτηρία, να εγκαταλείψουμε τον διδάσκαλο» (Θμ).
Ο Θωμάς, που μιλά εδώ, είναι ακριβώς εκείνος, όπως τον ξαναβρίσκουμε και στο Ιω. ιδ 5 και κ 25. Τόσο εδώ όσο και εκεί τα λόγια του μαρτυρούν πολλή ειλικρίνεια και αποφασιστικότητα, αλλά λίγη διάθεση να υποτάξει το ορατό στο αόρατο. Η συμφωνία αυτή η μη προμελετημένη στο ρόλο προσώπων δευτερευόντων αποτελεί ένα από τα ζωηρά χαρακτηριστικά της αφήγησης του Ιωάννη και μία από τις καλύτερες αποδείξεις για την ιστορική αλήθεια του δ΄ ευαγγελίου (g). «Για να πεθάνουμε μαζί του». Είναι προτιμότερο να πεθάνουμε και να πάμε μαζί με τους εν Χριστώ φίλους μας και αδελφούς μας προς τον κόσμο εκείνο, ο οποίος έχει εμπλουτιστεί από την ομήγυρή τους, η οποία αποτελεί πανηγύρι πρωτοτόκων, παρά να μένουμε πίσω από αυτούς στον κόσμο αυτόν, ο οποίος ολοένα γίνεται για μας φτωχότερος και γυμνότερος με την αναχώρησή τους από αυτόν. Όσο περισσότεροι φίλοι μας φεύγουν για τον κόσμο εκείνον, τόσο ασθενέστεροι γίνονται οι δεσμοί, που μας συνδέουν με τον παρόντα υλικό κόσμο και τόσο περισσότερο έλκονται οι καρδιές μας προς τον ουρανό.

17 Ἐλθὼν(1) οὖν ὁ Ἰησοῦς εὗρεν αὐτὸν τέσσαρας ἡμέρας ἤδη ἔχοντα(2) ἐν τῷ μνημείῳ.
17 Όταν λοιπόν έφτασε ο Ιησούς, ο Λάζαρος βρισκόταν κιόλας τέσσερις μέρες στο μνήμα.
(1)  Η εκφορά με τη μετοχή προσδίδει εξ’ ολοκλήρου την έμφαση στο ρήμα που ακολουθεί (ο).
(2)  «Για αυτό και λέει το διάστημα των ημερών μετά το θάνατο του Λαζάρου, για να θαυμαστεί ακόμη περισσότερο το θαύμα» (Κ). Για τον υπολογισμό των 4 ημερών δες σ. 6. Οι ο,F, υπολογίζουν τις 4 ημέρες δεχόμενοι, ότι ο Λάζαρος ξεψύχησε αμέσως μετά την αναχώρηση του απεσταλμένου προς τον Ιησού=Μία ημέρα του ταξιδιού του απεσταλμένου, 2 ημέρες διαμονής του Ιησού στον ίδιο τόπο και μία του ταξιδιού του Ιησού. Σύμφωνα με τον μ. η ταφή συνήθως στην Ανατολή γινόταν την ίδια την ημέρα του θανάτου.

18 Ἦν(1) δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν Ἱεροσολύμων(2) ὡς ἀπὸ(3) σταδίων δεκαπέντε(4),
18 Η Βηθανία ήταν κοντά στα Ιεροσόλυμα, σε απόσταση δεκαπέντε περίπου στάδια.
(1)  Από τη χρήση του παρατατικού Ἦν… κάποιοι εξηγητές συμπεραίνουν, ότι την εποχή που έγραφε ο ιερός Ευαγγελιστής, αρκετά μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, είχε υπ’ όψιν και αυτήν εδώ την Βηθανία ως καταστραμμένη επίσης (κ).
(2)  «Από εδώ φαίνεται ότι ήταν λογικό να παραβρίσκονται πολλοί από τα Ιεροσόλυμα» (Χ). «Διότι δεν ήταν πολλή η απόσταση του δρόμου που εμπόδιζε τους αγαπημένους φίλους να είναι μαζί με την Μάρθα και τους δικούς της, δηλαδή επειδή το θαύμα έγινε ξακουστό στην Ιερουσαλήμ σε όλους και στα περίχωρα, αναφέρει την αιτία, ότι δηλαδή επειδή ήταν πολλοί εκεί (κατά το θαύμα), όπως ήταν λογικό διαδόθηκε παντού ο λόγος»» (Κ).
(3)  Η απόσταση υπολογίζεται για πρόσωπο που αναχωρεί από τα Ιεροσόλυμα· έτσι εξηγείται η χρήση της πρόθεσης από (g).
(4)  Το στάδιο εξισωνόταν με 185 μέτρα (F). Δεκαπέντε στάδια λοιπόν αποτελούσαν απόσταση 40 περίπου λεπτά της ώρας (g).

19 καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν Ἰουδαίων(1) ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ(2) Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται(3) αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν(4).
19 Πολλοί από τους Ιουδαίους της πόλης είχαν έρθει στη Μάρθα και τη Μαρία, να τις παρηγορήσουν για το θάνατο του αδερφού τους.
(1)  Στον Ιωάννη (δες α 19,ε 10) ο όρος Ιουδαίοι σημαίνει τους εχθρικά διακείμενους προς τον Ιησού (β). Η συνέχεια αποδεικνύει, ότι διατηρεί και εδώ την κακή αυτή έννοια (g).
(2)  Υπάρχει και η γραφή που μαρτυρείται επαρκώς: προς την Μάρθαν και Μαρίαν. Αλλά και η παρούσα γραφή είναι σοβαρή επειδή παρουσιάζει την Μάρθα και την Μαρία να περιβάλλονται από το υπηρετικό προσωπικό του σπιτιού τους. Προϋποθέτει λοιπόν ότι οι δύο αδελφές ήταν κάπως εύπορες (g).
(3)  «Πώς εξηγείται ότι τις παρηγορούσαν ενώ ήταν αγαπημένες του Χριστού, παρόλο που είχαν συμφωνήσει (το Συνέδριο των Ιουδαίων), εάν κάποιος ομολογήσει τον Χριστό να γίνει αποσυνάγωγος; Ή, λόγω της ανάγκης της συμφοράς, ή επειδή τις σέβονταν λόγω τις ευγένειάς τους, ή ήταν παρόντες οι μη πονηροί· διότι πολλοί και από αυτούς πίστεψαν» (Χ). Η οικία της Μάρθας ήταν οικία, όπου κυριαρχούσε ο φόβος του Θεού και όπου οι θείες ευλογίες αναπαύονταν. Παρ’ όλα αυτά να που τώρα είναι οικία πένθους. Η χάρη διώχνει τη θλίψη από τις καρδιές, όχι όμως και από τα σπίτια.
(4)  Δες Α΄ Βασ. λα 13,Α΄Παρ. ι 12, Ιουδ. ιστ 24, όπου γίνεται λόγος για πένθος 7 ημερών για θάνατο όμως βασιλιάδων. Από αυτό συμπέραναν, ότι επικρατούσε γενικώς στους Ιουδαίους η συνήθεια, να τηρείται περίοδος τριήμερου μεν πένθους αυστηρότατου, μετά από το οποίο ακολουθούσε τετραήμερο πένθος λιγότερο αυστηρό, και έπειτα συμπληρωνόταν τριακονθήμερο συνολικά πένθος (Lightfoot στον β). Εάν δεχτούμε τη συνήθεια αυτή ως μαρτυρημένη εξηγείται η συρροή επισκεπτών και κατά την τέταρτη ημέρα από το θάνατο του Λαζάρου.
Όπου υπάρχουν θλιβόμενοι, εκεί πρέπει να συρρέουν και αυτοί που παρηγορούν. Είναι υποχρέωσή μας να κλαίμε με αυτούς που κλαίνε και να παρηγορούμε αυτούς. Όταν βρισκόμαστε κάτω από το βάρος της θλίψης, εύκολα λησμονούμε εκείνα, τα οποία είναι ικανά να μας παρηγορήσουν, και για αυτό έχουμε ανάγκη από εκείνους, οι οποίοι θα μας τα υπενθυμίσουν. Είναι πραγματικό έλεος και αληθινή ευσπλαχνία να έχουμε τέτοιους ανθρώπους όταν βρισκόμαστε σε θλίψη, και είναι καθήκον και υποχρέωσή μας να γινόμαστε και εμείς κομιστές τέτοιας παρηγοριάς σε αυτούς που βρίσκονται σε δοκιμασία.

20 Ἡ οὖν Μάρθα(1) ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ(2)· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο(3).
20 Όταν όμως η Μάρθα έμαθε ότι έρχεται ο Ιησούς, πήγε να τον προϋπαντήσει, ενώ η Μαρία έμεινε στο σπίτι.
(1)  Η Μάρθα είχε ζωηρό και υπηρετικό χαρακτήρα και ήταν αεικίνητη, για αυτό και πρώτη άκουσε… την είδηση της άφιξης του Σωτήρα και έτρεξε μάλλον να τον προϋπαντήσει (δ). «Ακούγοντας αυτή μόνη αυτό, δεν το μοιράστηκε και με την αδελφή» (Ζ).
(2)  Τον συνάντησε έξω από το σπίτι και έξω από τη Βηθανία. Η Μάρθα σπεύδει για συνάντηση του Ιησού ενεργώντας με την δραστηριότητα η οποία διακρίνει τον χαρακτήρα της σύμφωνα με το κατά Λουκάν ευαγγέλιο (χ). Παραβίασε τους τύπους της ευγένειας και άφησε τους επισκέπτες της και μολονότι ήταν θλιμμένη έτρεξε να προϋπαντήσει τον Διδάσκαλο. Όταν ο Κύριος έρχεται με τη χάρη του ή με την πρόνοιά του προς εμάς μέσα από δρόμους ελέους και παρηγοριάς, οφείλουμε να σπεύδουμε και εμείς προς αυτόν με πίστη ελπίδα και αγάπη.
(3)  Η Μαρία που είχε σταθερό βίο και ήρεμο χαρακτήρα καθόταν στο σπίτι (δ), «δεχόμενη τις φροντίδες αυτών που την παρηγορούσαν» (Κ). Πάντως δεν γνώριζε ότι ο Ιησούς ήλθε. Διότι αμέσως μόλις έμαθε αυτό, άφησε τους επισκέπτες και έσπευσε για συνάντηση του Ιησού. Όποιες οι δύο αδελφές μάς περιγράφονται στο Λουκ. ι 38 και εξής, τέτοιες βρίσκονται και εδώ (g). Η Μάρθα ασχολείται και εκεί με τις οικιακές φροντίδες, ενώ η Μαρία κάθεται στα πόδια του Ιησού. Συνολικά λοιπόν η εικόνα της Μαρίας παρουσιάζει κάποια αντίθεση με αυτήν της Μάρθας· «Η Μαρία ήταν πιο συνετή… είχε πιο αισθηματική ψυχή, ενώ η Μάρθα ήταν πιο απλή, ήταν μεν μεθυσμένη από το πάθος (της λύπης), αλλά το υπέμενε πιο γενναία» (Κ).

21 Εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν Ἰησοῦν(1)· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε(2), ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει(3).
21 Είπε τότε η Μάρθα στον Ιησού: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δε θα πέθαινε ο αδερφός μου.
(1)  Με τον ίδιο τρόπο εκφράζεται και η Μαρία στο σ. 32. Από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι τα λόγια αυτά επαναλάμβανε η κάθε μία από τις δύο πριν το θάνατο του αδελφού τους (b), αλλά και κατά τις 4 ημέρες που ακολούθησαν τον θάνατο (F,β).
(2)  Ή, «ελαφρώς τον κατηγορεί εμμέσως, επειδή άργησε και δεν ήλθε αμέσως όταν μπορούσε να βοηθήσει» (Κ). Ή, πιο σωστά, η Μάρθα δεν παραπονιέται, ότι ο Ιησούς άργησε να ξεκινήσει, αλλά μόνο εκφράζει τη θλίψη της, ότι το προς τον Ιησού μήνυμα δεν έφθασε νωρίτερα (τ). Από αυτό συμπεραίνουν κάποιοι από τους νεώτερους ερμηνευτές (g,κ), ότι η Μάρθα είχε υπ όψιν, ότι ο Λάζαρος πέθανε πριν ακόμη το μήνυμα της ασθένειάς του φθάσει στον Ιησού.
(3)  Υπάρχει και η γραφή απέθανε. Ο υπερσυντέλικος=δεν θα ήταν κατά τη στιγμή αυτή βυθισμένος στο θάνατο (g).

22 Ἀλλὰ καὶ νῦν(1) οἶδα(2) ὅτι ὅσα ἂν(3) αἰτήσῃ(4) τὸν Θεόν(5), δώσει σοι ὁ Θεός(5).
22 Ξέρω όμως πως και τώρα, ό,τι κι αν ζητήσεις από το Θεό, αυτός θα σου το δώσει.
(1)  Με έμφαση=Ακόμη και τώρα που ο Λάζαρος έπαυσε να ζει (F). Υπάρχει και η γραφή χωρίς το «αλλά», το οποίο δεν είναι αναγκαίο, αφού το «και» χρησιμοποιείται πολλές φορές από τον Ιωάννη αντιθετικά· δες α 10 (β).
(2)  Η Μάρθα από τη μία είχε σχηματίσει κάποια ελπίδα από τα λόγια του Κυρίου στο σ. 4 «αυτή η ασθένεια δεν είναι προς θάνατον», τα οποία αναμφίβολα διαβιβάστηκαν στη Μάρθα (b), από την άλλη βεβαίως είχε υπόψη την θαυματουργική δράση του Κυρίου και τις νεκραναστάσεις που κατά το παρελθόν συντελέστηκαν από αυτόν, όπως αυτές του γιου της χήρας της Ναΐν και της κόρης του Ιαείρου.
(3)  «Ντρέπεται κατά βάθος να ζητήσει φανερά αυτό που θέλει» (Κ). Η αόριστη έκφραση ὅσα ἂν, υπονοεί ότι το ζητούμενο είναι κάτι εξαιρετικά μεγάλο για να εκφραστεί. Υπάρχει μία συστολή γεμάτη λεπτότητα στην έμμεση αυτή αίτηση (g).
(4)  Ο Ιησούς, όταν μιλά για τον εαυτό του λέει εδεήθην (Λουκ. κβ 32) και ερωτήσω (Ιω. ιδ 16,ιστ 26,ιζ 9,15,20) αλλά ουδέποτε αιτούμαι… το οποίο φαίνεται να είναι λέξη λιγότερο αρμοστή (b) σε Θεό. «Είχε η Μάρθα πίστη στο Χριστό, αλλά όχι όση έπρεπε. Για αυτό και» (Θφ) «σφάλλει όσον αφορά την αλήθεια αφού δεν μιλά σαν σε Θεό, αλλά σαν σε κάποιον από τους αγίους, θεωρώντας ότι, λόγω της σάρκας (ανθρώπινης φύσης) που έβλεπε, όσα τυχόν ζητήσει ως άγιος τα παίρνει από το Θεό» (Κ). «Διότι δεν είπε: Όσα θέλεις θα κάνεις, αλλά όσα ζητήσεις, θα σου τα δώσει» (Θφ). Η Μάρθα με πολύ πόθο εκφράζει πίστη στον Ιησού ως τον Υιό του Θεού (στο σ. 27). Καταλαβαίνει, αμυδρά όμως, ότι ο Ιησούς βρισκόταν σε ειδική σχέση με το Θεό (β).
(5)  Η επανάληψη του «ο Θεός» στο τέλος της πρότασης είναι με έμφαση.

23 Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου(1).
23 «Ο αδερφός σου θ’ αναστηθεί», της λέει ο Ιησούς.
(1)  «Απάντηση διφορούμενη» (Αυ). Ο Ιησούς δεν καθορίζει αμέσως το χρόνο, αλλά δοκιμάζει την πίστη της Μάρθας (b). Τι θέλει να διδάξει αυτήν;
Ή, «σχεδόν την ελέγχει ελαφρώς και λέει: θα αναστηθεί όπως θέλεις, αλλά όχι όπως εσύ νομίζεις· εσύ κάνε την προσευχή, αλλά μη δίνεις εντολή σε εμένα τον θαυματουργό, ο οποίος μπορώ με δική μου δύναμη να αναστήσω το νεκρό» (Κ)· «δεν χρειάζομαι άλλη βοήθεια, όλα από μόνος μου τα κάνω» (Χ). «Δεν είπε σε αυτήν, Ναι θα ζητήσω από το Θεό και θα μου δώσει… αλλά χρησιμοποίησε μία ενδιάμεση μεν λέξη, αλλά με όσα ακολουθούν κάνει φανερότερη την δική του αυθεντία και εξουσία» (Θφ).
Ή, ο Κύριος διαφωτίζει αυτήν πρώτον ως προς την πνευματική και ζωοποιό δύναμή του, η οποία εξασφαλίζει την ανάσταση και τη ζωή των πιστών και απαλλάσσει αυτούς για πάντα και όχι προσωρινά μόνο από τη δύναμη και κυριαρχία του θανάτου (ο). Η γενικότητα της απάντησης συντελεί ώστε η Μάρθα να θεωρήσει αυτήν ότι αναφέρεται στην καθολική ανάσταση. Η πίστη στην ανάσταση των ευσεβών Ισραηλιτών, που διακηρυττόταν ήδη στα Δαν. ιβ 2,Β΄ Μακ. ζ 9,14 και εξής, όπως και στους Ψαλμούς Σολομώντος (γ 16), οι οποίοι συγγράφηκαν γύρω στο 80 π.Χ., ήταν γενικώς διαδεδομένη στους Ισραηλίτες. Καθόλου απίθανο την ίδια φράση να είχαν επαναλάβει στις δύο αδελφές κατά τις 4 τελευταίες ημέρες και πολλοί από αυτούς που τις παρηγορούσαν (g,β). Είναι εξαιρετικά παρήγορο για εμάς, όταν έχουμε αγαπητούς στον τάφο, να θυμόμαστε ότι αυτοί οπωσδήποτε μία ημέρα θα αναστηθούν. Να φέρνεις πάντοτε στη σκέψη σου τον Ιησού να λέει: Οι γονείς σου, το παιδί σου, η σύζυγός σου, ο φίλος σου θα αναστηθούν. Τα ξηρά αυτά οστά θα ζήσουν πάλι.

24 Λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα(1) ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇἐσχάτῃ ἡμέρᾳ(2).
24 «Το ξέρω πως θ’ αναστηθεί, όταν θα γίνει η ανάσταση στην έσχατη ημέρα», του απάντησε η Μάρθα.
(1)  Οι Ιουδαίοι λοιπόν πίστευαν στην ανάσταση (b). «Γνωρίζω αυτό· πιστεύω δηλαδή ότι ανασταίνονται οι νεκροί» (Κ). Δεν εκδηλώνει ολιγοπιστία, αλλά όπως συνήθως και πολλοί θλιμμένοι αδυνατεί να αντλήσει επαρκή άμεση παρηγοριά από την πίστη στην καθολική ανάσταση. Η εσχάτη ημέρα φαίνεται να είναι πολύ μακριά (β). Η πίστη της Μάρθας είναι μεν ισχυρή, δεν έχει όμως ακόμη σε αρκετό βαθμό αντικείμενό της το πρόσωπο του Κυρίου (g).
(2)  Η τελευταία όλων των ημερών, η αμέσως προηγούμενη της εγκαθίδρυσης του ενδόξου αιώνος του Χριστού· δες Ιω. στ 39,44 και ιβ 48 (G).

25 Εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς(1)· ἐγώ εἰμι(2) ἡ ἀνάστασις(3) καὶ ἡ ζωή(4). Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται(5)·
25 Τότε ο Ιησούς της είπε: «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή· εκείνος που πιστεύει σ’ εμένα, και αν πεθάνει, θα ζήσει·
(1)  «Πρώτα μεν λοιπόν είπε με μέτριο τρόπο «θα αναστηθεί ο αδελφός σου», επειδή όμως εκείνη δεν κατάλαβε, αποκαλύπτει λοιπόν την κρυμμένη εξουσία του και ανεβάζει το νου της» (Ζ).
(2)  Στο παρόν και όχι περιορισμένα στο μέλλον. Μην υποθέτεις, Μάρθα, ότι σε παραπέμπω στο απώτερο μέλλον (b).
(3)  Αυτούσιος δηλαδή η ανάσταση και η ζωή, η πλήρης και τέλεια ενσάρκωσή τους, και κατά συνέπειαν και ο μόνος ασφαλής φορέας τους στους ανθρώπους (κ). Εγώ είμαι «η δύναμη της ανάστασης και η πηγή της ζωής, αυτός που ανασταίνει και δίνει ζωή ως Θεός» (Ζ).
(4)  «Ο Κύριος είπε τον εαυτό του ζωή, όχι ζώο. Διότι το μεν ζώο είναι δεκτικό ζωής, η ζωή όμως παρέχει το να ζει κάποιος. Όπως η σοφία και ο σοφός· ο μεν σοφός λαμβάνει, η δε σοφία δίνει» (αμ).
Ή, λέγεται για την μακάρια ζωή μετά την ανάσταση. «Καρπός βεβαίως και τιμή της πίστης στο Χριστό, είναι η αιώνια ζωή… Διότι παρόλο που λόγω του Χριστού ανασταινόμαστε όλοι, αλλά ζωή αληθινή είναι αυτή, το να ζει δηλαδή κάποιος χωρίς τέλος με μακαριότητα· διότι δεν διαφέρει σε τίποτα από θάνατο τα να ζει κάποιος στην κόλαση μόνο» (Κ).
Ή, με την έννοια, με την οποία λέγεται ο Κύριος και στο ε 26. Σύμφωνα με αυτήν, η φράση «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή»=Είμαι η ανάσταση επειδή είμαι η ζωή (Stier). Η ζωοποιός δύναμη του Ιησού, ως ζωής του κόσμου, εξασφαλίζει την τελική ανάσταση, της οποίας είναι η μεγάλη αιτία (ο). Για αυτό και η πνευματική ζωή, την οποία ο Κύριος μεταδίδει στους δικούς του, είναι για αυτούς, εάν έχουν ήδη πεθάνει, εγγύηση και για τη σωματική τους ανάσταση· εάν πάλι είναι τώρα ζωντανοί ανυψώνονται μέσω αυτής πάνω από το παροδικό περιστατικό του φυσικού θανάτου. Αυτή είναι η έννοια των σ. 25 και 26 (g). Και οι δύο ερμηνείες είναι σοβαρές.
(5)  «Και αν πεθάνει τώρα τον εδώ θάνατο, θα ζήσει την εκεί ζωή, την μακάρια» (Ζ). Ή, πιο σωστά, θα ζήσει και με το σώμα (b), αφού θα αναστηθεί εν καιρώ από εμένα.
«Λέγοντας λοιπόν ο Σωτήρας ότι «εάν πεθάνει θα ζήσει», δεν κατάργησε το θάνατο στην τωρινή ζωή· αλλά του επιτρέπει να έχει δύναμη εναντίον των πιστών τόσο, όσο στο να συμβεί μόνο, διότι στον κατάλληλο καιρό έχει επιφυλάξει τη χάρη της ανάστασης. Λέει λοιπόν, ότι δεν θα είναι άμοιρος του σωματικού θανάτου, λόγω της ανθρώπινης φύσης, αυτός που πιστεύει σε εμένα, αλλά όμως δεν θα πάθει τίποτα το φοβερό από αυτόν, αφού ο Θεός μπορεί εύκολα να ζωοποιεί όποιον θέλει» (Κ).
Είναι ανείπωτη παρηγοριά για όλους τους αγαθούς χριστιανούς το ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η ανάσταση και η ζωή και θα είναι και για αυτούς πηγή ζωής, η οποία θα τους αναστήσει. Θα αναστήσει το σώμα τους. Παρόλο που αυτό θα νεκρωθεί και θα διαλυθεί, παρόλο που θα αποσυντεθεί και τα στοιχεία από τα οποία αποτελούνταν, όταν ήταν ζωοποιημένο, θα διασκορπιστούν και θα αναμιχθούν με το κοινό χώμα, μέχρι σημείου, ώστε κανείς πλέον να μην μπορεί να τα διαχωρίσει ή και να τα διακρίνει, όμως είμαστε βέβαιοι, ότι το σώμα αυτό θα ζήσει πάλι και θα αναστηθεί ένδοξο και άφθαρτο σώμα. Ως προς την ψυχή, της οποίας η φύση είναι να μην πεθαίνει, αλλά να είναι αθάνατη, εάν ήδη με την πίστη ζει την αληθινά πνευματική ζωή, και όταν το σώμα κυριευτεί από το θάνατο, αυτή θα εξακολουθεί να απολαμβάνει την ευτυχία αυτής της ζωής και αντίθετα με το σώμα το οποίο θα κυριευτεί από το θάνατο, αυτή θα μπει ολόκληρη στην ουράνια και μακάρια ζωή. Είναι μακάριος εκείνος, ο οποίος μέσω της πίστης ενσωματώθηκε στο Χριστό, ο οποίος είναι η ανάσταση και η ζωή, και έτσι μετέσχε ήδη από την παρούσα ζωή στην εν Χριστώ ζωή και έλαβε μέρος στην ανάσταση από τα νεκρά έργα της αμαρτίας. Διότι πλέον πάνω του καμία εξουσία δεν θα έχει ο δεύτερος θάνατος, ο οποίος θα είναι και αιώνιος χωρισμός από το Θεό. Μη λησμονούμε εξάλλου, ότι η ζωή στην οποία από την παρούσα ζωή μπαίνει ο πιστός με την σχέση του με το Χριστό, δεν είναι άλλη και διαφορετική από τη ζωή την οποία θα απολαύσει μετά το θάνατο και την ανάστασή του. Είναι μία και η ίδια. Ο θάνατος δεν είναι το τέλος της μίας ούτε η ανάσταση η αρχή της άλλης, αλλά διαμέσου της παρούσας ζωής και του θανάτου και της ανάστασης ρέει μία ατελεύτητη και άφθαρτη ζωή. Το φως του σήμερα και το φως του αύριο δεν είναι δύο αλλά μία ενιαία και συνεχής ακτινοβολία. Το φως του σήμερα δεν σβήνει με τη δύση του ηλίου για να ανάψει και πάλι το επόμενο πρωί, αλλά είναι συνεχές, που στέλνεται ασταμάτητα από τον δίσκο του ηλίου που διαρκώς φωτίζει. Έτσι και η ζωή της ψυχής, η οποία ενώθηκε με το Χριστό και έζησε μέσω αυτού. Δεν διακόπτεται ποτέ. Η ψυχή του πιστού ζει πριν το θάνατο, εξακολουθεί να ζει και στο θάνατο και ζει πληρέστερα, ευτυχέστερα και με ισχυρότερη ενέργεια μετά το θάνατο και την ανάσταση.

26 καὶ πᾶς ὁ ζῶν(1) καὶπιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ(2) εἰς τὸν αἰῶνα(3). Πιστεύεις τοῦτο(4);
26 και καθένας που ζει κι εμπιστεύεται σ’ εμένα δε θα πεθάνει ποτέ. Το πιστεύεις αυτό;»
(1)  «Αυτός που ζει ακόμα την εδώ ζωή» (Ζ). Εάν ο σ. 25 αναφερόταν στους ήδη πεθαμένους, άρα λοιπόν και στον Λάζαρο, ο σ. 26 αναφέρεται σε αυτούς που δεν έχουν ακόμη πεθάνει, αλλά ζουν ακόμη τη φυσική ζωή, άρα λοιπόν και στις δύο αδελφές. Με τους δύο αυτούς στίχους λέει ο Κύριος: «Ούτε αυτός (ο Λάζαρος) πέθανε, ούτε εσείς [οι αδελφές του] θα πεθάνετε» (Χ). Αυτός που πιστεύει στο Χριστό είτε είναι ζωντανός είτε νεκρός απολαμβάνει αιώνια ζωή και βρίσκεται σε κατάσταση ατελεύτητης ευτυχίας που εκτείνεται και πέραν του τάφου (ο).
(2)  Τον θάνατο «τον ψυχικό» (Θφ). «Παρόλο που θα πεθάνει πρόσκαιρα λόγω του θανάτου της σάρκας, δεν θα πεθάνει ποτέ λόγω της ζωής του πνεύματος και της αθανασίας της ανάστασης» (Αυ). «Αυτός που πίστεψε σε αυτόν, στη μέλλουσα ζωή θα έχει ατελεύτητη ζωή με μακαριότητα και ολόκληρη αφθαρσία» (Κ).
(3)  Δες δ 14 και η 51. Ή, ουδέποτε θα πεθάνει, δεδομένου ότι ο ειρηνικός προσωρινός θάνατος του πιστού δεν είναι ο πικρός θάνατος, τον οποίο οι μακριά από το Χριστό τρέμουν. Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, «δεν θα πεθάνει τον εκεί θάνατο, τον άθλιο» (Ζ). Με το να πει δηλαδή «εις τον αιώνα, μίλησε για τον μελλοντικό αιώνα» (Κ).
(4)  «Λέγοντας στην Μάρθα «πιστεύεις;», απαιτεί την ομολογία της πίστης η οποία είναι μητέρα και πρόξενος της ζωής» (Κ). Ποιό «αυτό»; «Το ότι εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή και τα επόμενα» (Ζ). Με την ερώτηση λοιπόν αυτή συγχρόνως επανέρχεται στο θέμα, από το οποίο η Μάρθα είχε απομακρυνθεί, δηλαδή στην ανάσταση του Λαζάρου (g). Και πριν ακόμη ενεργήσει προκαλεί ζωηρότατα την πίστη της Μάρθας, η οποία πρέπει τώρα να καταλάβει ότι ο Ιησούς είναι πολύ ισχυρότερος από όσο αυτή νόμιζε (F).
«Διότι το ζητούμενο δεν ήταν μόνο να αναστηθεί ο Λάζαρος, αλλά έπρεπε και αυτοί και οι παρόντες να οδηγηθούν στην πίστη» (Σχ). Πιστεύεις αυτό; Όταν διαβάζουμε ή ακούμε το λόγο του Χριστού αναφορικά με τα μεγάλα και θαυμαστά της μελλοντικής ζωής και του ουράνιου κόσμου που ξεπερνούν κάθε κατανόηση, πρέπει να θέτουμε στους εαυτούς μας σοβαρά το ερώτημα: Πιστεύουμε αυτό; Ειδικά πιστεύουμε στην αλήθεια αυτή, την οποία διακηρύττει εδώ ο Χριστός και η οποία παρουσιάζει τόσες δυσκολίες; Αισθανόμαστε την πίστη αυτή και μεταδίδει αυτή στις ψυχές μας πληροφορία και βεβαιότητα, ώστε να μπορούμε να πούμε: Πιστεύω αυτό και το πιστεύω έτσι, όπως βεβαιώνεται σε μένα από το λόγο του Θεού; Οι σταυροί και οι δοκιμασίες της παρούσας ζωής δεν θα φαίνονται σε εμάς βαριές και ανυπόφορες, εάν πιστεύουμε στις αλήθειες και τα ελπιζόμενα αγαθά του μελλοντικού βίου, όσο πρέπει να πιστεύουμε.

27 Λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε(1), ἐγὼ(2) πεπίστευκα(3) ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ(4) ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος(5).
27 «Ναι, Κύριε», του λέει, «εγώ έχω πιστέψει πως εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, που περιμέναμε να ’ρθεί στον κόσμο».
(1)  Με την απάντησή της αυτή αποδέχεται ό,τι ο Κύριος βεβαίωσε για τον εαυτό του.
(2)  Ή, «μου φαίνεται ότι η γυναίκα δεν κατάλαβε το λόγο. Αλλά ότι ήταν μεν κάτι μεγάλο το λεγόμενο, το κατάλαβε, δεν κατανόησε όμως το παν. Για αυτό, ενώ άλλο ρωτήθηκε, άλλο απαντά» (Χ).
Ή, κατανόησε μεν τα λεγόμενα από τον Κύριο, αλλά δεν αισθάνεται τον εαυτό της σε θέση να διατυπώσει το περιεχόμενο της πίστης της για αλήθειες τόσο νέες για αυτήν και χρησιμοποιεί φράσεις οικείες σε αυτήν για να εκφράσει, ότι ο Ιησούς είναι για αυτήν ό,τι μέγιστο και οτιδήποτε και αν βεβαίωνε για το πρόσωπό του ο Ιησούς, δεν θα έλεγε ποτέ κάτι υπερβολικό (g).
Ή, με το Εγώ έχω πιστέψει ότι… δείχνει την αιτία, για την οποία χωρίς κάποιο δισταγμό αποδέχεται την διακήρυξη του Κυρίου για τον εαυτό του (F). Οι δύο τελευταίες ερμηνείες είναι οι πιο σοβαρές. Ό,τι είπε ο Χριστός, δηλαδή ο λόγος του Χριστού, υπήρξε ο καθοδηγητής και ο κανόνας της πίστης της Μάρθας. Χωρίς κάποια αλλοίωση ή εξαίρεση ή επιφύλαξη, δέχεται αυτόν, όπως τον είπε ο Κύριος. «Ναι Κύριε» και με τις δύο αυτές λέξεις υπογράφει την αλήθεια για ό,τι ο Κύριος υποσχέθηκε. Η πίστη είναι η ηχώ της θείας αποκάλυψης και αυτός που πιστεύει επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια, όπως αυτά λέγονται στην θεία αποκάλυψη, και είναι αποφασισμένος να εμμείνει στα λόγια αυτά.
(3)  Το εγώ με παρακείμενο προσδίδει έμφαση (β). Ο παρακείμενος δηλώνει πίστη παλαιά, που παραμένει και είναι θεμελιωμένη (F,ο).
(4)  Ή, ο υιός του Θεού με ευρεία έννοια, τίτλος συνώνυμος με το Χριστός ή Μεσσίας (F). Ή, πιθανότερο, πρόκειται για τίτλο που φανερά σημαίνει κάτι άλλο από τον τίτλο Χριστός, διότι αλλιώς θα είχαμε κάποια περιττή ταυτολογία (g). «Ομολογεί με ακρίβεια ότι δεν πιστεύει απλώς ότι είναι Χριστός και υιός του Θεού· διότι χριστός (=χρισμένος) μπορεί να είναι και ένας προφήτης επειδή χρίστηκε, και ο ίδιος μπορεί να εννοηθεί και υιός· αλλά λέγοντας με το άρθρο Ο Χριστός ο Υιός του Θεού, ομολόγησε τον έναν και εξαίρετο και αληθινά Υιό» (Κ). Ευγενής και θερμή ομολογία, που μοιάζει πού με αυτήν του Πέτρου. Δες Ματθ. ιστ 16 (F).
(5)  Με αυτόν τον τρόπο ο ερχόμενος προφήτης περιγραφόταν στις λαϊκές συνομιλίες. Δες Ιω. στ 14,Ματθ. ια 3,Λουκ. ζ 19-20. Ο Ιησούς χρησιμοποίησε την φράση αυτή για τον εαυτό του περισσότερες από μία φορές. Δες Ιω. θ 39,ιστ 28,ιη 37 (β).

28 Καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε(1) καὶ ἐφώνησε Μαρίαν(2) τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρᾳ(3) εἰποῦσα· ὁ διδάσκαλος(4) πάρεστι καὶ φωνεῖ σε(5).
28 Αφού τα είπε αυτά, έφυγε και ειδοποίησε κρυφά την αδερφή της τη Μαρία, λέγοντας: «Ο Διδάσκαλος έφτασε και σε ζητάει».
(1)  «Για να καλέσει την αδελφή της ώστε και αυτή να γίνει κοινωνός της χαράς για το προσδοκώμενο γεγονός» (Κ).
(2)  Χωρίς άρθρο, όπως κάλεσε αυτήν η Μάρθα με το όνομά της (β).
(3)  «Για να μην το μάθουν οι παρόντες» (Ζ). Ή, «επειδή κάθονταν εκεί δίπλα κάποιοι από τους Ιουδαίους που φθονούσαν το Χριστό επειδή θαυματουργούσε» (Κ) και καλεί αυτήν μυστικά, έτσι ώστε αυτοί «να μην τον φανερώσουν στους εχθρούς του» (Ζ). Ή, πιο σωστά, διότι η Μάρθα επιθυμούσε να δει η αδελφή της τον Ιησού ιδιαιτέρως (β) και να συνομιλήσει μαζί του κατ’ ιδίαν χωρίς να διακόπτεται στη συνομιλία αυτή από την παρουσία άλλων (ο). Πιθανώς ο ίδιος ο Ιησούς παράγγειλε αυτό στη Μάρθα (g). Οι άγιοι καλούνται στην μυστική κοινωνία με τον Κύριο με κλήση μυστική, που μεταδίδεται σε αυτούς και δεν είναι γνωστή στους άλλους. Έχουν αυτοί άρτο για φαγητό, τον οποίο ο κόσμος αγνοεί, και καλούνται σε απόλαυση χαράς, στην οποία κανείς ξένος δεν μπορεί να αναμιχθεί.
(4)  Έτσι συνήθιζαν να ονομάζουν τον Ιησού όταν μιλούσαν για αυτόν μεταξύ τους (b). Δες Ιω. α 39,ιγ 13,κ 16. Ο Διδάσκαλος είναι παρών. Αυτός του οποίου την άφιξη ποθήσαμε, ο Οποίος είναι ο καλύτερος των φίλων και έχει μέσα του άφθονα καθετί που θα αναπληρώσει τις απώλειές μας και θα μας παρηγορήσει για αυτές. Ήλθε ο Διδάσκαλος ο οποίος θα μας μάθει και με το νόμο του θα μας διδάξει (ψαλμ. 93, 12) πώς από το θλιβερό να βγάζουμε το χαρμόσυνο και από το πικρό το γλυκό.
(5)  «Είναι αξιοσημείωτο ότι ο ευαγγελιστής δεν είπε πού ή πότε ή πώς ο Κύριος κάλεσε την Μαρία» (Αυ). Ή, «η Μάρθα λέει αυτό, εκλαμβάνοντας ως διαταγή και φωνή την απαραίτητη ανάγκη του πράγματος και το χρέος της παρουσίας» (Κ). Ή, πιο σωστά, είτε ο Ιησούς ξεκάθαρα διέταξε να κληθεί η Μαρία, είτε η Μάρθα με την άδειά του κάλεσε την Μαρία (b) και ο ευαγγελιστής «αποσκοπώντας να διατηρήσει την βαρύτητα της αφήγησης, άφησε να εννοηθεί η πρόσκληση αυτή από τα λόγια της Μάρθας» (Αυ). «Ο ευαγγελιστής το παρέλειψε, διότι μόνο ένα θεωρούσε σημαντικό, να πει μόνα τα αναγκαία» (Θμ).

29 Ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται(1) ταχὺ(2) καὶ ἔρχεται(1) πρὸς αὐτόν.
29 Εκείνη, μόλις το άκουσε, σηκώθηκε γρήγορα κι έτρεξε να πάει κοντά του,
(1)  Η ζωηρή συγκίνηση της Μαρίας στο άκουσμα της είδησης αυτής απεικονίζεται στα ρήματα που εκφέρονται σε ενεστώτα (g). Υπάρχει όμως και η γραφή ηγέρθη… και ήρχετο. Πάντως η βιασύνη («ταχύ») της Μαρίας παρουσιάζει αυτήν «ότι έχει θερμό φρόνημα ευσέβειας και πολλή αγάπη σε αυτόν (τον Ιησού)» (Κ). Σπεύδει η Μαρία «από πολλή κατεξοχήν τιμή προς αυτόν» (Ζ).
(2)  Σηκώνεται από τη θέση της που καθόταν δεχόμενη τα συλλυπητήρια και τις παρηγοριές των επισκεπτών. Δες σ. 20. «Ενώ όλοι κάθονταν κοντά της και αυτή πενθούσε και θρηνούσε, δεν περίμενε να έλθει ο διδάσκαλος προς αυτήν, ούτε τήρησε την αξία, ούτε κατανικήθηκε από το πένθος… αλλά με το που άκουσε, έρχεται αμέσως προς αυτόν» (Χ). «Και που σηκώθηκε, δεν σηκώθηκε απλώς, αλλά γρήγορα» (Ω). Η Μαρία παραβιάζει τους τύπους της κατά κόσμον καλής συμπεριφοράς, εφόσον αφήνει απότομα τους επισκέπτες της και φεύγει έξω από το σπίτι. Ας μην εμποδιζόμαστε και εμείς από υποχρεώσεις ευγένειας και τιμητικών προσκλήσεων του κόσμου από το να αρπάζουμε τις σε οποιοδήποτε χρόνο ευκαιρίες για να επικοινωνήσουμε με το Χριστό.

30 Οὔπω δὲ ἐληλύθει(1) ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ' ἦν ἐν τῷ τόπῳ(2) ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα.
30 γιατί ο Ιησούς δεν είχε φτάσει ακόμα στο χωριό, αλλά βρισκόταν στον τόπο όπου τον συνάντησε η Μάρθα.
(1)  Λεπτομέρεια που υποδηλώνει, ότι αυτός που εξιστορεί το γεγονός υπήρξε αυτόπτης (F). Ο σ. χρησιμεύει για να συνδέσει τα τμήματα της διήγησης και να δείξει γιατί οι Ιουδαίοι υπέθεσαν ότι η Μαρία πήγαινε στο μνημείο του αδελφού της. Ο τάφος του Λαζάρου βρισκόταν έξω από το χωριό. Για την ταφή των νεκρών έξω από τα όρια των πόλεων και των χωριών δες Λουκ. ζ 12 (ο). Υπάρχει και η γραφή: ην έτι εν τω τόπω…
(2)  «Ήταν ακόμη εκεί… περιμένοντας αυτές, για να μην δώσει την εντύπωση ότι ορμά στο θαύμα από φιλοδοξία» (Ζ). Ήθελε αυτός μόνος μαζί με τις δύο αδελφές να επισκεφτεί τον τάφο (μ). Ο Κύριος ήθελε να αποφύγει οτιδήποτε μπορούσε να διεγείρει την προσοχή του κόσμου. Ήθελε και εδώ να ενεργήσει αθόρυβα όπως στα Ματθ. θ 30,Μάρκ. ζ 24,36. Η θέληση όμως του Πατέρα έδωσε στο θαύμα αυτό την μεγαλύτερη δυνατή λαμπρότητα (g). Δες εδώ την σπουδή και τον ζήλο του Χριστού για το έργο του. Στεκόταν έξω από την πόλη, όπου κοντά θα ήταν και ο τάφος του Λαζάρου, για να είναι έτοιμος να μεταβεί εκεί. Και δεν προτίμησε να μεταβεί στην πόλη για ανάπαυση μετά την κοπιαστική πορεία του, εφόσον είχε ακόμη έργο να επιτελέσει. Κουρασμένος όπως ήταν, παρέμεινε έξω από την πόλη και δεν μπήκε σε αυτήν για να μην προκληθεί συρροή του λαού, όταν πάλι θα έβγαινε για επίσκεψη του τάφου, και αποκτήσει έτσι το θαύμα και χαρακτήρα επίδειξης. Ο θεάνθρωπος αποφεύγει την επίδειξη, αλλά ο Πατέρας του οικονομεί έτσι τα πράγματα, ώστε το θαύμα να γίνει μπροστά στα μάτια του πλήθους.

31 Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι(1) οἱ ὄντες μετ' αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶπαραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν ὅτι ταχέως ἀνέστη(2) καὶἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ(3), λέγοντες(4) ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ(5) ἐκεῖ.
31 Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, που ήταν στο σπίτι και την παρηγορούσαν, όταν είδαν τη Μαρία να σηκώνεται βιαστικά και να βγαίνει από το σπίτι, την ακολούθησαν, νομίζοντας πως πηγαίνει στο μνήμα για να κλάψει εκεί.
(1)  «Για ποια αιτία ο ευαγγελιστής αφηγείται αυτό σε εμάς; Για να δείξει σε εμάς τι προκάλεσε την πολυάριθμη συρροή του λαού, όταν ο Λάζαρος αναστήθηκε» (Αυ). «Είπε την αιτία λόγω της οποίας πολλοί έτρεξαν στο μνήμα, και βρέθηκαν και έγιναν θεατές του θαύματος» (Κ).
(2)  «Δείχνει ότι έτσι έτρεξε, ώστε να τον προφθάσει που ερχόταν» (Χ). Οι Ιουδαίοι όμως που ήταν μαζί της, την αιφνίδια αυτή και ορμητική κίνηση της Μαρίας την εξέλαβαν ως έκρηξη θλίψης που την ωθούσε στον τάφο του αδελφού της.
(3)  «Την ακολουθούν μαζί, κάνοντας αυτό με εσωτερική προσταγή Θεού, έτσι ώστε να μαζευτούν ώστε να δουν το θαύμα έστω και αν δεν ήθελαν» (Κ). «Ακολούθησαν για να την συγκρατήσουν μήπως τυχόν επρόκειτο να διαπράξει κάτι κακό στον εαυτό της» (Ζ) φοβούμενοι τις συνέπειες της υπερβολικής λύπης, με σκοπό να παρηγορήσουν και να πείσουν αυτήν να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι (ο). Όπως φαίνεται από το σ. 39 ακολούθησε μαζί και η Μάρθα.
(4)  Υπάρχει και η γραφή δόξαντες=νόμισαν.
(5)  Φανερώνει όχι το σιωπηλό (= «δάκρυσε» σ. 35) αλλά το ασυγκράτητο κλάμα. Δες Μάρκ. ε 38,Λουκ. ζ 13,Πράξ. θ 39,Ματθ. β 18 και Ιω. κ 11,13,15 (β).

32 Ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ Ἰησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας(1) λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε(2), οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου(3) ὁ ἀδελφός.
32 Η Μαρία όμως, όταν ήρθε εκεί που ήταν ο Ιησούς, καθώς τον αντίκρυσε, έπεσε στα πόδια του και του έλεγε: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δε θα πέθαινε ο αδερφός μου».
(1)  Υπάρχει και η γραφή: προς τους πόδας. «Ήταν πιο θερμή από την αδελφή στην τιμή προς αυτόν, διότι πράγματι αυτή έπεσε στα πόδια του» (Ζ). «Δεν ντράπηκε τον όχλο, ούτε την υπόνοια που είχαν για αυτόν (διότι ήταν εκεί πολλοί και από τους εχθρούς…) αλλά απομάκρυνε όλα τα ανθρώπινα μπροστά στην παρουσία του Διδασκάλου και για ένα μόνο ενδιαφερόταν, για την τιμή στον διδάσκαλο» (Χ). Η θέση κοντά στα πόδια του Ιησού ήταν αγαπητή στη Μαρία. Δες Λουκ. ι 39,Ιω. ιβ 3(g). Η Μαρία σε παλαιότερο χρόνο κάθισε δίπλα στα πόδια του Ιησού και άκουγε το λόγο του. Τώρα κάτω από άλλες περιστάσεις βρίσκεται δίπλα στα ίδια πόδια. Εκείνοι, οι οποίοι σε ώρες ειρήνης θέτουν τους εαυτούς τους στα πόδια του Ιησού, για να διδαχτούν από αυτόν, μπορούν με εμπιστοσύνη και ελπίδα σε ημέρες δοκιμασίας και θλίψης να πέφτουν στα ίδια πόδια, βέβαιοι ότι θα βρουν ενίσχυση και άφθονους οικτιρμούς. Έπεσε η Μαρία στα πόδια του Ιησού εκδηλώνοντας την υπακοή της σε ό,τι ο Κύριος είχε ήδη κάνει και εμπιστευόμενη τον εαυτό της στην καλή του θέληση για ό,τι τώρα επρόκειτο να γίνει. Όταν είμαστε σε θλίψη πρέπει να ρίχνουμε τους εαυτούς μας στα πόδια του Χριστού με συντριβή μετάνοιας ενθυμούμενοι τις αμαρτίες μας, και με υπομονετική υποταγή στο θέλημα του Κυρίου. Η Μαρία έπεσε στα πόδια του Ιησού, μολονότι ήταν παρόντες οι Ιουδαίοι, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν εχθρικές διαθέσεις προς τον Κύριο. Δεν δοκίμασε την παραμικρή ντροπή εκδηλώνοντας τον σεβασμό της προς τον Διδάσκαλο, ούτε φοβήθηκε μήπως δυσαρεστήσει αυτούς που ήλθαν για παρηγοριά της. Δουλεύουμε σε έναν Κύριο, τον οποίο δεν έχουμε κανέναν λόγο να ντρεπόμαστε, και ο οποίος δέχεται με τόση καλή διάθεση τις ταπεινές μας υπηρεσίες, ώστε αξίζει για την ευμένεια αυτή να μην λογαριάζουμε καμία αποδοκιμασία ή δυσμένεια εκ μέρους των ανθρώπων.
(2)  Επαναλαμβάνει τα ίδια ακριβώς λόγια, τα οποία και στο σ. 21 η Μάρθα. Καθόλου παράδοξο, όταν σκεφτούμε, ότι και οι δύο αδελφές είχαν εκφράσει το ίδιο αίσθημα πολλές φορές, εκδηλώνοντας την λύπη τους για την απουσία του Ιησού κατά την ασθένεια του Λαζάρου (ο).
(3)  Η σφοδρότητα του αισθήματος της Μαρίας φανερώνεται και στην με περισσότερο πάθος (σε σχέση με την Μάρθα) έκφρασή της: ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός (κ). Το ότι προηγείται η αντωνυμία πριν το αδελφός και μάλιστα σύμφωνα με την Αλεξανδρινή γραφή πριν το απέθανε, παρουσιάζει την Μαρία να αισθάνεται, ότι ένα τμήμα του εαυτού της αποχωρίστηκε με το θάνατο του Λαζάρου (g). Ο σ. αυτός παρουσιάζει «την Μαρία μεθυσμένη από τη λύπη» (Κ), και να εκδηλώνει ευαισθησία παραδομένη, χωρίς το ελάχιστο ίχνος αντίδρασης στο αίσθημα που την απορροφά, αντίθετα με την Μάρθα, η οποία παρουσιάστηκε να έχει φύση πρακτική και γεμάτη ελαστικότητα, ικανή να αντιδρά με ενεργητικότητα σε καταπιεστικό συναίσθημα. Πόση αλήθεια σε κάθε χαρακτηριστικό αυτής της εικόνας!(g). «Η Μαρία έχει πιο αισθηματική ψυχή, ενώ η Μάρθα είναι μεν μεθυσμένη από το πάθος (της λύπης), αλλά το υπομένει πιο γενναία» (Κ).

33 Ἰησοῦς οὖν(1) ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν(2) καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ Ἰουδαίους κλαίοντας(2), ἐνεβριμήσατο(3) τῷ πνεύματι(4) καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν(5),
33 Ο Ιησούς, όταν την είδε να κλαίει, να κλαίνε κι οι Ιουδαίοι που είχαν έρθει μαζί της, λυπήθηκε βαθιά και ταράχτηκε.
(1)  Ο σύνδεσμος αυτός (οὖν) δηλώνει σχέση αιτιότητας μεταξύ της λύπης της Μαρίας και αυτών που την συνόδευαν και της έκτακτης συγκίνησης, από την οποία κυριεύεται ο Ιησούς. Η σχέση αυτή δηλώνεται επίσης και με τις λέξεις «ὡς εἶδεν», όπως και με την επανάληψη της μετοχής «κλαίουσαν» «κλαίοντας» σαν επωδό στο τέλος κάθε μίας από τις δύο προτάσεις (g).
(2)  «Επειδή ο Χριστός δεν ήταν μόνο Θεός από τη φύση του, αλλά και άνθρωπος, πάσχει μαζί με τους άλλους το ανθρώπινο» (Κ). Κινείται «η ανθρώπινη φύση μέσα του σε συμπάθεια· διότι το να βλέπουν άλλους να δακρύζουν ερεθίζει τους φιλάνθρωπους σε οίκτο» (Ζ).
(3)  Στους Ο΄ το εμβριμώμαι σημαίνει δείχνω αγανάκτηση (Δαν. ια 30 σύμφωνα με τον κώδικα Chisianus) και η λέξη εμβρίμημα χρησιμοποιείται για την οργή του Ιεχωβά στο Θρήνοι Ιερεμίου β 6. Στο Μάρκ. ιδ 5 («ἐνεβριμῶντο αὐτῇ») το ρήμα έχει ομοίως την ιδέα της αγανάκτησης (β). Και στα χωρία Ματθ. θ 30 και Μάρκ. α 43 μπορεί να εφαρμοστεί η έννοια αυτή, διότι και σε αυτά η λέξη σημαίνει τον αυστηρό τόνο της απειλής, με την οποία ο Κύριος συνοδεύει την προσταγή του (g). Εδώ το όλο χωρίο προξένησε δυσκολίες στους ερμηνευτές. Οι κυριότερες ερμηνείες:
Ή, δηλώνει την εσωτερική συγκίνηση του Ιησού· και οι 3 περιπτώσεις, στις οποίες η σπάνια αυτή λέξη εφαρμόζεται στον Ιησού (Μάρκ. α 43,Ματθ. θ 30,Ιω. ια 33,38), υπήρξαν περιπτώσεις έντονης συγκίνησης του Ιησού. Και το ρήμα εμβριμώμαι μπορεί καλά να εκφράζει το φυσικό αποτέλεσμα της ισχυρής συγκίνησης στη φωνή του. Πιθανώς η καλύτερη μετάφραση της φράσης θα ήταν «αναστέναξε βαριά με το πνεύμα» (β), κυριεύτηκε από λύπη (Lucke), στέναξε βαθιά (Ewald).
Ή, με την έννοια του συγκινήθηκε με αγανάκτηση· αγανάκτησε με θεία οργή. Η αιτία της ιερής αυτής αγανάκτησης υπήρξε πιθανώς πολυσύνθετη. Οργιζόταν εναντίον του θανάτου, ο οποίος προκαλούσε τόσο μεγάλη θλίψη και επιπλέον εναντίον της κακεντρέχειας των Ιουδαίων, οι οποίοι αν και συγκινημένοι τώρα, επρόκειτο μετά από λίγο με αφορμή την ανάσταση του Λαζάρου να σκληρύνουν και να ετοιμάσουν το θάνατό του (F).
Ή, αγανάκτησε διότι από τη μία οι λυγμοί αυτών που ήταν γύρω του τόν παρορμούσαν στο να αναστήσει τον φίλο του, αλλά από την άλλη αντιλαμβανόταν, ότι πράττοντας αυτό υπέγραφε την σε θάνατο καταδικαστική του απόφαση. Μία μερίδα από εκείνους ακριβώς, των οποίων οι λυγμοί τον ανάγκαζαν τώρα να ενεργήσει, επρόκειτο να είναι μεταξύ εκείνων, οι οποίοι θα του αφαιρούσαν τη ζωή διότι νίκησε το θάνατο (g).
Ή, πιο σωστά «μαλώνει κατά κάποιο τρόπο την ίδια του τη σάρκα» (Κ). «Όταν άρχιζε να ενεργοποιείται μέσα του η λύπη και η αγία σάρκα του να κάνει νεύμα στο δάκρυ» (Κ), «μάλωσε το πάθος αναχαιτίζοντας αυτό, έριξε ένα δριμύ και αυστηρό βλέμμα στην ταραχή, για να μην κάνει την ερώτηση με δάκρυα» (Ζ), «βεβαιώνοντας από τη μία ότι ήταν άνθρωπος αληθινά και όχι κατά φαντασίαν, και διδάσκοντάς μας από την άλλη και βάζοντας όρια και μέτρα στη λύπη και στην απουσία λύπης. Διότι και η έλλειψη συμπάθειας και η απουσία δακρύων είναι θηριώδες, και τα πολλά δάκρυα και η αγάπη στους θρήνους και η πολλή λύπη είναι γυναικώδες» (Θφ).
(4)   Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία «με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος» (Κ), όπως κάποιοι «ερμηνεύουν ότι με τη λέξη πνεύμα εννοείται η θεότητά του, ότι μάλωσε την ανθρώπινη φύση με τη θεότητα» (Ζ).
Ή, «πνεύμα εδώ εννοείται το πάθος της σύγχυσης» (Ζ)· το αδιάβλητο (ακατηγόρητο) πάθος της εσωτερικής σφοδρής συγκίνησης.
Ή, πιο σωστά, «το ίδιο του το πνεύμα» (Κ)· η λογική ψυχή ως έδρα, με την οποία κάποιος πράττει ή πάσχει κάτι (G). Δες και ιβ 27· («η ψυχή μου έχει ταραχτεί») και στο ιγ 21 («ο Ιησούς ταράχτηκε στο πνεύμα του»). Παραθέτοντας τα χωρία αυτά διαπιστώνουμε, ότι δεν είναι εύκολη η διάκριση ανάμεσα στη χρήση των όρων ψυχή και πνεύμα. Σε κάθε μία από τις περιπτώσεις αυτές η ψυχή του Ιησού ταράχτηκε (β). Πιθανώς προτιμά τον όρο πνεύμα «για δήλωση εσωτερικής λύπης που αντιτίθεται στην πιο εξωτερική εκδήλωσή της, η οποία έγινε στον τάφο» (ο).
(5)  Ή, η σάρκα του «μη μπορώντας να αντέξει την ενέργεια της ενωμένης με αυτήν θεότητας, τρέμει και παίρνει της μορφή της ταραχής» (Κ), «φοβούμενη την επίπληξη» (Ζ) της θεότητας.
Ή, κυριεύτηκε από σφοδρή λύπη (G).
Ή, πιο σωστά «κούνησε δυνατά· διότι συμβαίνει να τινάζονται τα ανώτερα μέρη του σώματος αυτών που έτσι συγκρατούνται» (Ζ). Υποδηλώνει την ενεργητική αντίδραση με την οποία ο Ιησούς αποτίναξε από πάνω του την συγκίνηση, η οποία προς στιγμήν τον κυρίευσε και ανέκτησε την πλήρη κυριαρχία του εαυτού του (g) «και συγκρατεί τη λύπη» (αμ), «ώστε να μην γίνει με κλάμα η ερώτηση» (Θφ). «Αυτά δεν είναι γνωρίσματα ούτε της σάρκας που δεν έχει νόηση, ούτε της θεότητας που δεν μεταβάλλεται, αλλά της ψυχής, που έχει νόηση και λυπάται και ταράζεται και αγωνιά και νοερά αισθάνεται το πάθος» (Α). Ο Κύριος είχε όλα τα αδιάβλητα πάθη και τις συγκινήσεις της ανθρώπινης φύσης, διότι «όφειλε να ομοιωθεί σε όλα με τους ανθρώπους». Αλλά είχε τέλεια και απόλυτη κυριαρχία πάνω σε αυτά τα πάθη.

34 καὶ(1) εἶπε(2)· ποῦ τεθείκατε αὐτόν(3); Λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε(4).
34 «Πού τον έχετε βάλει;» τους ρώτησε. Του λένε: «Κύριε, έλα και δες».
(1)  Τα αλλεπάλληλα «και» παρουσιάζουν τον εσωτερικό σύνδεσμο των διαφόρων αυτών συγκινήσεων, οι οποίες διαδέχονται η μία τις άλλες τόσο αστραπιαία στο εσωτερικό του Ιησού (g).
(2)  «Συγκράτησε την ταραχή και έτσι ρωτά, ώστε να μην γίνει με κλάμα η ερώτηση» (Χ).
(3)  Ή «δεν ρωτά επειδή αγνοούσε· διότι αυτός που ήταν σε άλλο τόπο και ήξερε ότι πέθανε, πώς αγνοούσε το μνήμα;… Από συγκατάβαση λοιπόν είπε και αυτό, τραβώντας με το λόγο πολλούς στον τόπο και κάνει πως αγνοεί, χωρίς καθόλου να αρνείται την φτώχεια της ανθρώπινης φύσης αυτός που είναι από τη φύση του Θεός και ξέρει τα πάντα… Και το ότι ρωτά δεν συνεπάγεται καμία άγνοια για αυτόν που έγινε άνθρωπος σαν εμάς για χάρη μας» (Κ).
Ή, «ως άνθρωπος μεν ρωτά και δακρύζει και τα άλλα κάνει, όσα βεβαιώνουν ότι είναι άνθρωπος· ως Θεός όμως, ανασταίνει τον τετραήμερο… και ενεργεί τα υπόλοιπα, όσα μαρτυρούν, ότι είναι Θεός. Διότι θέλει να γίνουν γνωστές και οι δύο του φύσεις και για αυτό παρουσιάζει τα μεν με τρόπο που αρμόζει σε άνθρωπο, τα δε με τρόπο που αρμόζει σε Θεό» (Ζ).
(4)  Δες α 39.

35 (1)Ἐδάκρυσεν(2) ὁ Ἰησοῦς(3).
35 Τότε ο Ιησούς δάκρυσε.
(1)  Ο συντομότερος από τους στίχους της Βίβλου, αλλά που εκφράζει τόμους ολόκληρους ως προς τις ανθρώπινες συμπάθειες του Ιησού (ο). Διδασκόμαστε από αυτόν, ότι ο Χριστός ήταν πραγματικά και αληθινά άνθρωπος και μαζί με τα παιδιά του κοινώνησε και μετείχε όχι μόνο στη σάρκα και το αίμα τους, αλλά και στην ψυχή που είναι επιδεκτική της χαράς και της λύπης και στα άλλα ανθρώπινα συναισθήματα. Ο Χριστός απέδειξε την ανθρώπινη φύση του και δάκρυσε και με τις δύο έννοιες της λέξης. Δηλαδή ως άνθρωπος μπορούσε να δακρύσει και ως ευαίσθητος και πονετικός άνθρωπος έπρεπε να δακρύσει προτού αποδείξει και την θεότητά του. Πόσο ο Θεός της αγάπης συμπαθεί τους πόνους και τα δάκρυα των τέκνων του στη γη δεν θα το ξέραμε τόσο σαφώς ούτε θα το πληροφορούμασταν τόσο πολύ, εάν ο Υιός του δεν έπαιρνε και σάρκα ανθρώπινη. Τα δάκρυα των ανθρώπων τον συγκινούσαν αμέσως, όπως και οι αθλιότητές τους τον έφεραν από τον ουρανό στη γη. Τα αυτιά του υπήρξαν και είναι πάντοτε ανοιχτά για να ακούνε τους στεναγμούς τους και ο ήχος των θρήνων τους βρίσκει αμέσως απήχηση στην καρδιά του.
(2)  «Ο ευαγγελιστής τονίζει συνέχεια με τόση επιμονή και λέει ότι δάκρυσε και ότι συγκινήθηκε, για να μάθεις, ότι αληθινά ντύθηκε την φύση μας» (Χ).
«Επειδή δηλαδή λέει μεγάλα σχετικά με αυτόν περισσότερο από τους άλλους ευαγγελιστές, και στα σωματικά μιλά πολύ ταπεινότερα. Για αυτό και στο πένθος λέει ότι ήταν πολύ ανθρώπινος, φανερώνοντας από αυτό την αλήθεια της ενανθρώπησης» (Σχ). Δάκρυσε, σε αντίθεση με την χρήση του ρήματος κλαίω που χρησιμοποιήθηκε πριν. Δεν ξέσπασε σε λυγμούς και θρήνους, αλλά απλώς δάκρυσε.
«Δακρύζει μόνο και αμέσως συγκρατεί το δάκρυ, για να μην δώσει την εντύπωση ότι είναι κανένας ωμός και απάνθρωπος, και εμάς στις ίδιες περιπτώσεις μάς διδάσκει να μην παραλύουμε ψυχικά για τους πεθαμένους. Διότι το μεν (δάκρυ) είναι αποτέλεσμα συμπάθειας· ενώ το άλλο είναι γυναικείο και άνανδρο» (Κ).
«Δάκρυσε, αποφεύγοντας από τη μία την έλλειψη συμπάθειας και τη θηριωδία και αρνούμενος από την άλλη ως αγένεια την αγάπη στη λύπη και το πολύ κλάμα. Διότι με το να δακρύσει για τον φίλο ο ίδιος και φανέρωσε την κοινωνικότητα της ανθρώπινης φύσης και μας απάλλαξε από τις ακρότητες προς το ένα και το άλλο, μη επιτρέποντας ούτε να εκθηλυνόμαστε μπροστά στα πάθη, ούτε να γινόμαστε αναίσθητοι μπροστά στα λυπηρά» (Β).
Πουθενά δεν αναφέρεται ότι ο Κύριος γέλασε ποτέ. Αντιθέτως όμως περισσότερες από μία φορές βλέπουμε αυτόν να κλαίει. Έτσι δείχνει ότι το πένθος συμβιβάζεται με την αγάπη προς το Θεό και ότι αυτοί που σπέρνουν με το Πνεύμα καλούνται συχνά να σπείρουν και με δάκρυα. Τα δάκρυα της συμπάθειας αρμόζουν στους Χριστιανούς και κάνουν αυτούς όμοιους με το Χριστό. Είναι ανακούφιση για τους θλιμμένους να έχουν στο πλευρό τους τούς φίλους να συμπονούν και να συμπενθούν.
(3)  Γιατί δάκρυσε;
Ή «δάκρυσε σπλαχνιζόμενος όλη την ανθρώπινη φύση… συλλογιζόμενος ότι όλη η ανθρωπότητα υποτάχτηκε στο θάνατο, πέφτοντας δίκαια σε αυτού του είδους την τιμωρία» (Κ).
Ή, ο Ιησούς δοκιμάζει τρυφερή συμπάθεια για τη λύπη, η οποία καταπλημμύρησε την καρδιά του φίλου του κατά τη στιγμή του σκληρού χωρισμού, και για την θλίψη την οποία δοκίμαζαν κατά την ώρα εκείνη οι δύο αδελφές (g). Το ερώτημα που μερικές φορές μπαίνει, γιατί ο Κύριος δάκρυσε, από τη στιγμή που επρόκειτο να αναστήσει από τον τάφο τον φίλο του, προδίδει τόσο λίγη συμπάθεια προς τη θλιβερή αυτή σκηνή, ώστε μόλις είναι ανάγκη να δοθεί σε αυτό απάντηση (ο).
Οι θλιβόμενοι ανάμεσα στους Χριστιανούς δεν θα μπορούσαν να σταματήσουν τα δάκρυά τους, εάν γνώριζαν ότι ο Χριστός δεν έχυσε ποτέ δάκρυα και δεν θα παρηγορούνταν από τα γεμάτα συμπάθεια λόγια του «Μην κλαις», εάν αγνοούσαν τα αναφερόμενα εδώ λόγια «ο Ιησούς δάκρυσε». Τι συμπάθεια προς τους ανθρώπους δείχνουν τα λόγια αυτά για τον Λυτρωτή! Εμφανίζεται με αυτό το «δάκρυσε», άνθρωπος με όλη την ανθρώπινη συμπάθεια, που συμπονά μαζί μας, κλαίει μαζί μας, συλλυπείται στις θλίψεις μας και αναμιγνύει μαζί με τα δικά μας και τα δικά του δάκρυα. Πόσο αληθινά, πόσο πραγματικά, αλλά και πόσο παρηγορητικά είναι τα θεόπνευστα λόγια της προς Εβραίους επιστολής: «Διότι δεν έχουμε αρχιερέα που δεν μπορεί να συμπαθήσει τις ασθένειές μας, αλλά επειδή έπαθε αυτός πειραζόμενος, μπορεί να βοηθήσει αυτούς που πειράζονται».

36 Ἔλεγον οὖν(1) οἱ Ἰουδαῖοι· ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν(2)·
36 «Δες πόσο τον αγαπούσε!» έλεγαν οι Ιουδαίοι.
(1)  «Βλέποντάς τον που δάκρυσε» (Ζ)
(2)  Το μέγεθος της αγάπης του διαπιστωνόταν από το μέγεθος της θλίψης του. Φαίνεται επίσης από εδώ, ότι πρέπει να δάκρυσε για κάποια λεπτά, ώστε έτσι να δοθεί ευκαιρία για τις παρατηρήσεις που έγιναν από τους Ιουδαίους που θαύμαζαν (ο). Είναι πρέπον και εμείς να δείχνουμε την αγάπη μας προς τους φίλους μας και στη ζωή και στο θάνατο. Και είναι φυσικό να λυπόμαστε για τους αδελφούς μας, που κοιμούνται εν Χριστώ ως πρόσωπα γεμάτα αγάπη για αυτούς, αν και όχι χωρίς ελπίδα. Είναι πρέπον να κλαίμε για αυτούς όπως οι άνδρες οι ευλαβείς, οι οποίοι έθαψαν τον Στέφανο (Πράξ. η 2). Πάντοτε όμως πρέπει να θυμόμαστε, ότι αυτοί που κοιμήθηκαν εν Χριστώ έχουν μεταβεί από το θάνατο στη ζωή, για να μην λυπόμαστε και εμείς, «όπως και οι υπόλοιποι οι οποίοι δεν έχουν ελπίδα».

37 τινὲς δὲ(1) ἐξ αὐτῶν εἶπον(2)· οὐκ ἠδύνατο οὗτος(3), ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς(4) τοῦ τυφλοῦ(5), ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ(6);
37 «Δε θα μπορούσε αυτός, που άνοιξε τα μάτια του τυφλού, να κάνει κάτι, ώστε κι αυτός εδώ να μην πεθάνει;» έλεγαν μερικοί απ’ αυτούς.
(1)  Αντιθετικός σύνδεσμος=αλλά. Αυτοί που αναφέρονται σε αυτόν τον σ. αποτελούν τάξη προσώπων διαφορετική από εκείνη, η οποία μίλησε παραπάνω με συμπάθεια για την αγάπη του Ιησού προς τον Λάζαρο. Αυτοί έχουν αρνητικές διαθέσεις προς τον Ιησού. Η παρουσία τους όμως πρόσθεσε στην αξιοπιστία του θαύματος (ο).
(2)  «Τον κοροϊδεύουν για αδυναμία και μιλάνε ειρωνικά» (Ζ)· «το λένε αυτό σαν να χαίρονται που βλέπουν κατά κάποιο τρόπο να εξασθενεί η δόξα του» (Κ).
(3)  Η έννοια των λόγων αυτών: «Είναι σαν να λένε το εξής. Πού είναι η δύναμή σου θαυματουργέ; Διότι να, παρόλο που δε το θέλεις εσύ, πέθανε ο αγαπημένος από σένα. Διότι το ότι τον αγαπούσες φαίνεται από το γεγονός ότι δακρύζεις. Εάν λοιπόν το θαύμα του τυφλού προερχόταν από τη δική σου δύναμη, μπορούσες και το θάνατο να σταματήσεις» (Κ). «Και δεν αποδεικνύονται μόνο από αυτό ότι ήταν όλοι διεφθαρμένοι, αλλά και από το ότι, πριν ακόμη έλθει και πριν δείξει την δύναμή του, τον κατηγορούν εκ των προτέρων και δεν περιμένουν το τέλος του πράγματος» (Χ).
(4)  «Από αυτά που έπρεπε να θαυμάζουν τη δύναμή του, από αυτά τον κατηγορούν. Κατ’ αρχήν ομολογούν ότι άνοιξε τα μάτια του τυφλού και ενώ πρέπει να τον θαυμάζουν για εκείνο, από αυτό [το ότι δηλαδή δεν πρόλαβε το θάνατο του Λαζάρου] συκοφαντούν και εκείνο, σαν να μην συνέβη» (Χ).
(5)  Αναφέρονται στο θαύμα του τυφλού, επειδή αυτό ήταν πρόσφατο και πολύ γνωστό από την εξέταση που έγινε για αυτό και από την ερεθιστική επίδραση, που είχε πάνω στους Φαρισαίους και άρχοντες των Ιουδαίων. Στις νεκραναστάσεις της Ναΐν και της κόρης του Ιαείρου, οι οποίες συνέβησαν στην Γαλιλαία, δεν δινόταν μεγάλη σημασία από τους Ιεροσολυμίτες, οι οποίοι ίσως θεωρούσαν αυτές ως θρύλους ή επινοήσεις των μαθητών (ο). Εάν η αφήγηση της ανάστασης του Λαζάρου ήταν επινόηση, ο επινοητής θα ήταν πολύ δύσκολο να αντισταθεί στο να αναφερθεί στις νεκραναστάσεις στη Γαλιλαία που εξιστορούνται στα Μάρκ. ε 35 και Λουκ. ζ 11 (β).
(6)  Δεν σκέφτονται, ότι η θεία δύναμη διευθύνεται πάντοτε στις ενέργειές της από τη θεία σοφία, η οποία δεν ενεργεί σύμφωνα με τις επισφαλείς βουλές των ανθρώπων, αλλά σύμφωνα με τις πάνσοφες θείες βουλές. Εάν λοιπόν οι φίλοι του Χριστού, που αγαπιούνται από αυτόν, πεθαίνουν, εάν η εκκλησία του, υπέρ της οποίας θυσιάστηκε, διώκεται και θλίβεται, δεν πρέπει να αποδίδουμε αυτά σε κάποια αδυναμία του Κυρίου ή σε έλλειψη ενδιαφέροντος και αγάπης εκ μέρους του, αλλά στο ότι αποβλέπει στην ωφέλεια των μελών της εκκλησίας που πεθαίνουν και διώκονται.

38 Ἰησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος(1) ἐν ἑαυτῷ(2), ἔρχεται εἰς τὸμνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον(3), καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ' αὐτῷ(4).
38 Ο Ιησούς, ταραγμένος πάλι και θλιμμένος μέσα του, έρχεται στο μνήμα. Αυτό ήταν μια σπηλιά, που την είσοδό της την έφραζε μια μεγάλη πέτρα.
(1)  Ή, αγανακτώντας εναντίον της κακεντρέχειας που εκδήλωσαν οι Ιουδαίοι (g). Ή, επειδή συγκινήθηκε εσωτερικά περισσότερο και κατέληξε από δάκρυα σε στεναγμούς και λυγμούς, προσεγγίζοντας στο μνήμα του πεθαμένου φίλου του (ο,β).
Ή, πιο σωστά, «πάλι μαλώνει το πάθος» (Χ) «και πιο άγρια επέπληξε τη λύπη, και το δάκρυ που επρόκειτο να χυθεί από τη λύπη» (Κ), «το εμπόδισε να πέσει χωρίς μέτρο» (Ζ). «Πάλι λοιπόν μαλώνει το πάθος, για να μάθουμε ότι έγινε άνθρωπος χωρίς αλλοίωση, όπως εμείς» (Ω). Αξιοσημείωτη η παρατήρηση του Θεοφυλάκτου: Ο Ιωάννης «επειδή περισσότερο από όλους τους ευαγγελιστές λέει υψηλότερα πράγματα για τον Κύριο και θεολογεί κάποια μεγάλα, για αυτό και στα σωματικά μιλά πολύ ταπεινότερα… Διότι όπως ακριβώς ο Λουκάς από την αγωνία και τον θρόμβο και τον ιδρώτα, έτσι και αυτός από το πένθος πιστοποιεί, ότι αληθινά φόρεσε σάρκα» (Θφ).
(2)  Δηλώνει την εσωτερική προσπάθεια και «την ταραχή του σώματος την κρυμμένη… Και αυτό φανερώνει εδώ το ενεβριμήσατο, αντί να πει δηλαδή: με σχηματισμό του σώματος φανέρωνε την κρυμμένη ταραχή» (Κ).
«Όταν ήταν μακριά από το μνήμα επέπληξε το πνεύμα. Όταν όμως πλησιάζει τον νεκρό, δεν επιπλήττει πλέον το πνεύμα του, αλλά συγκρατεί μέσα του την επίπληξη» (Ω).
(3)  «Διότι τοποθετήθηκε σε κάποιο μνήμα που δεν είχε χτιστεί αλλά είχε σκαφτεί στο βράχο» (Ω). Ο τάφος ήταν σπηλιά ανοιγμένη στο βράχο είτε οριζόντια είτε κάθετα. Στην πρώτη περίπτωση η πέτρα ήταν από πάνω, όπως και στα δικά μας συνηθισμένα μνήματα, σκεπάζοντας σαν κάλυμμα το στόμιο του τάφου. Στην δεύτερη περίπτωση η πέτρα ήταν στημένη και γερμένη σαν πόρτα μπροστά στο άνοιγμα του τάφου, ενώ ο νεκρός τοποθετούνταν σχεδόν όρθιος. Γύρω από την Ιερουσαλήμ διασώζονται μέχρι σήμερα πολυάριθμοι τάφοι και των δύο μορφών. Εάν ο τάφος, που δείχνεται σήμερα ως ο τάφος του Λαζάρου, είναι πράγματι αυτός –ο Robinson αμφισβήτησε αυτό σοβαρά- πρόκειται για τάφο που ήταν κάθετα ανοιγμένος στο βράχο, στον οποίο κατεβαίνει κάποιος με στενή σκάλα 26 σκαλιών (g).
(4)  Δες Ιω. κ 1,Μάρκ. ιε 46,Ματθ. κζ 60,Λουκ. κδ 2. Ο λίθος ήταν βαρύς, για να προφυλάσσει τον νεκρό στον τάφο από τα άγρια ζώα που τη νύχτα από έξω επιζητούσαν λεία.

39 Λέγει ὁ Ἰησοῦς· ἄρατε τὸν λίθον(1). Λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦτεθνηκότος(2) Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει(3)· τεταρταῖος(4) γάρ ἐστι.
39 «Βγάλτε την πέτρα», λέει ο Ιησούς. Του λέει η Μάρθα, η αδερφή του νεκρού: «Κύριε, τώρα πια θα μυρίζει άσχημα, γιατί είναι τέσσερις μέρες στο μνήμα».
(1)  «Δεν αποκύλισε τον λίθο από μόνος του… διδάσκοντας ότι είναι περιττό να κάνει κάποιος θαύματα στα μη αναγκαία» (Κ). «Γιατί τέλος πάντων δεν τον κάλεσε απών… ή μάλλον γιατί δεν τον ανάστησε ενώ ο λίθος βρισκόταν πάνω στον τάφο;… Για να κάνει αυτούς τους ίδιους μάρτυρες του θαύματος, για να μην λένε αυτό, το οποίο είπαν και για τον τυφλό, ότι δηλαδή «αυτός είναι· δεν είναι αυτός»» (Χ). Το ίδιο ρήμα αίρω, χρησιμοποιείται και για τον λίθο του τάφου του Κυρίου (δες κ 1). Η προστακτική του αορίστου εκφράζει εξουσιαστική εντολή (β). Διέταξε να απομακρύνουν τον λίθο, για να μπορούν όλοι οι παρόντες να δουν το νεκρό σώμα να βρίσκεται στον τάφο και έτσι, όταν ο Λάζαρος θα έβγαινε ζωντανός από τον τάφο, να διαπιστώσουν, ότι ήταν αυτός ο ίδιος ο νεκρός που ζωοποιήθηκε και όχι φάντασμα ή κάποια σκιά. Ζήτησε λοιπόν άλλοι να απομακρύνουν τον λίθο, για να υπάρχουν μάρτυρες, οι οποίοι και από την δυσωδία, την οποία θα είχε ο νεκρός, θα επιβεβαίωναν το θαύμα που ακολούθησε.
(2)  Υπάρχει και η γραφή: του τετελευτηκότος. «Επειδή τιμούσε πολύ το Χριστό, είπε το Βρωμάει πλέον, για να μην αηδιάσει από την δυσωδία του νεκρού ή το λέει αυτό σαν ντροπή. Διότι σπεύδουν οι συγγενείς των νεκρών, πριν το σώμα αποκτήσει δυσωδία, να το κατακρύψουν στη γη, ντρεπόμενοι τους ζωντανούς και θεωρώντας ατιμία του νεκρού το να τον σιχαίνονται κάποιοι» (Κ). Με τη φράση καθορίζεται η αιτία του ζωηρότατου αισθήματος αυτόματης φρίκης που προκαλείται από τη φύση και από το δεσμό της συγγένειας (b).
(3)  Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία: «Και επομένως είναι αδύνατον να αναστηθεί αυτός αφού έχει αρχίσει η αποσύνθεση» (Ζ). «Δικαιολογημένα επομένως έλεγα, ότι η γυναίκα δεν καταλάβαινε τίποτα από αυτά που είπε ο Χριστός, ότι και αν πεθάνει θα ζήσει» (Χ).
Ή, πιο σωστά «δεν είναι καθόλου θαυμαστό αν, ενώ ομολόγησε την πίστη, πάλι κλυδωνίζεται από ολιγοπιστία εξαιτίας της υπερβολής του θαύματος» (Κ). Η Μάρθα είχε πιστέψει. Αλλά σημειώθηκε σε αυτήν μία πάλη μεταξύ λογικού και φυσικής αγάπης από τη μία και πίστης από την άλλη (b). Το (όζει) είναι λέξη από αυτές που λέγονται μοναδική φορά στην Κ.Δ.. Αναφέρεται στη δυσοσμία που αναδίδεται από το πτώμα που αποσυντίθεται. Έτσι και στο Εξόδου η 14 λέγεται για την δυσωδία από τους νεκρούς βατράχους. Προκλήθηκε ζήτημα, εάν η Μάρθα εικάζει, ότι ο νεκρός μυρίζει από το ότι ήταν ήδη τετραήμερος, ή διαπίστωσε αυτό από προσωπική αντίληψη. Οι λέξεις που ακολουθούν «διότι είναι τεσσάρων ημερών» δηλώνουν την αιτία της δυσοσμίας και όχι απόδειξη του ότι οι φροντίδες των αδελφών δεν μπόρεσαν να προλάβουν την αποσύνθεση του νεκρού. Σύμφωνα με τη συνήθεια που επικρατούσε στους Ιουδαίους αλείφονταν οι νεκροί με μύρα και άλλα ευώδη μίγματα, με αυτά όμως δεν γινόταν δυνατόν να προληφθεί για πολύ χρόνο η αποσύνθεση. Ο σ. 44 δείχνει ότι ο Λάζαρος είχε τα μέλη δεμένα όπως και οι υπόλοιποι νεκροί, το οποίο καθιστά πιθανό ότι και είχε αρωματιστεί (g). Επιπλέον όπως μπορεί να βγει ως συμπέρασμα από το σ. 31 οι αδελφές επισκέπτονταν στο μεταξύ τον τάφο του αδελφού τους. Η ιδέα, την οποία εισηγήθηκε ο Olshausen, ότι εάν η αποσύνθεση είχε ήδη αρχίσει, το θαύμα θα έπαιρνε τερατώδη χαρακτήρα, είναι χωρίς κάποια σοβαρότητα. Η παντοδύναμη φωνή, που με απλό πρόσταγμα ανάστησε το Λάζαρο, σε τι δεν θα μπορούσε να αποκαταστήσει και το σώμα του από την αποσύνθεση σε ακμή και σε πλήρη υγεία; (ο).
(4)  Λέξη που λέγεται μοναδική φορά.

40 Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· οὐκ εἶπόν σοι(1) ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς(2), ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ(3);
40 Της λέει ο Ιησούς: «Δε σου είπα πως, αν πιστέψεις, θα δεις τη δύναμη του Θεού;»
(1)  Κάποιοι από τους ερμηνευτές υπέθεσαν ότι υπαινίσσεται ο Κύριος την στο σ. 4 παρατήρηση στους μαθητές για τη δόξα του Θεού με το θαύμα, την οποία θα διαβίβασε ασφαλώς ο απεσταλμένος στις αδελφές (έτσι λέει ο g). Αλλά οι λόγοι στο σ. 4 λέχθηκαν στην Περαία στους μαθητές και καμία ένδειξη δεν έχουμε από το κείμενο, ότι διαβιβάστηκαν και στη Μάρθα. Πιο πιθανό φαίνεται, ότι ο Ιησούς αναφέρεται στα λόγια στους σ. 25-27, όπου αυτή διακήρυξε την πίστη της σε αυτόν ως το Χριστό. Σε τέτοιου είδους ομολογίες αλλού (δες α 51) ανταποκρίνεται ο Χριστός με ευλογία, στην οποία υπόσχεται στον πιστό να δει την έλευση του υιού του ανθρώπου με δόξα. Είναι πιθανόν μία τέτοια υπόσχεση, παρόλο που δεν αναφέρεται από τον ευαγγελιστή, να έδωσε ο Κύριος και στη Μαρία (β).
(2)  «Της θυμίζει αυτά που της είπε, σχεδόν μαλώνοντάς την, σαν να τα λησμόνησε» (Χ).
(3)  «Αποφεύγοντας την κενοδοξία ο Χριστός δεν είπε Θα δεις την δόξα μου, αλλά του Θεού, και είναι δόξα του Θεού το να ανασταίνει νεκρό» (Κ)· την από την ανάσταση του Λαζάρου δόξα του Θεού, ο οποίος «μπορεί να αναστήσει και αυτόν που βρωμάει και είναι νεκρός τέσσερις ημέρες» (Αυ). Του Θεού η δόξα ή η μεγαλειότητα θα εκδηλωνόταν με την θαυμαστή δύναμη του Ιησού πάνω στο θάνατο και με την αλήθεια που θα αποδεικνυόταν και επιβεβαιωνόταν από το θαύμα αυτό, ότι ο Χριστός είναι η πηγή της ζωής και κάθε πνευματικής ανάστασης (μ). Το θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου όμως θα έβλεπαν τώρα και πολλοί από τους μη πιστούς, οι οποίοι όμως δεν θα κατανοούσαν την βαθύτερη έννοια και σημασία του. Μόνο αυτός που πιστεύει στον Ιησού θα μπορούσε να δει την εσωτερικότερη έννοια του θαύματος αυτού και να διακρίνει σε αυτό την φανέρωση της θείας δόξας (β). Το μάτι του σώματος δεν βλέπει παρά το εξωτερικό θαύμα. Την θεία αγάπη που τίθεται στην υπηρεσία του ανθρώπου για να νικήσει αυτός το θάνατο, μόνο ο πιστός βλέπει με τα μάτια της ψυχής (g). Η φράση λοιπόν αυτή δεν θα περιοριστεί στη φανέρωση της θείας δόξας στην ανάσταση του Λαζάρου, αλλά περιλαμβάνει ομοίως και την δόξα του Θεού από την κοινή ανάσταση όλων των πιστών, της οποίας το θαύμα αυτό ήταν σύμβολο (ο).

41 Ἦραν οὖν τὸν λίθον(1) οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος(2). Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω(3) καὶ εἶπε· πάτερ(4), εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου(5).
41 Έβγαλαν, λοιπόν, την πέτρα από το μνήμα του νεκρού. Τότε ο Ιησούς σήκωσε τα μάτια ψηλά και είπε: «Πατέρα, σ’ ευχαριστώ που με άκουσες.
(1)  Αφού η Μάρθα μετά την παρατήρηση του Κυρίου δεν πρόβαλλε πλέον κάποια αντίρρηση, σήκωσαν λοιπόν οι παριστάμενοι τον λίθο. Το νεκρό σώμα του Λαζάρου έτσι εκτέθηκε σε θέα και κάθε υπόνοια ότι δεν ήταν πράγματι νεκρός αποκλείστηκε (ο). Εάν θέλουμε να δούμε την δόξα του Θεού, πρέπει να αφήνουμε το Χριστό να ακολουθεί την οδό και τις μεθόδους του, υποτασσόμενοι ταπεινά σε ό,τι αυτός θέλει και μην επιχειρώντας να προδιαγράψουμε εμείς σε αυτόν εκείνο, το οποίο πρέπει να γίνει. Σήκωσαν την πέτρα και αυτό ήταν όλο, το οποίο μπορούσαν να κάνουν. Μόνος ο Χριστός μπορούσε να δώσει ζωή. Ο άνθρωπος τίποτα άλλο δεν μπορεί να κάνει παρά να προετοιμάζει την οδό του Κυρίου, όπως εδώ σηκώνουν τον λίθο από το μνήμα.
(2)  Η φράση δεν μαρτυρείται από όλους τους κώδικες και θεωρήθηκε από πολλούς ως κείμενο παρέμβλητο.
(3)  Σύμφωνα με τη συνήθεια που είχε. Δες Ιω. ιζ 1, Μάρκ. στ 41. Το «άνω» είναι ισοδύναμο με το «στον ουρανό» και ο ουρανός λέγεται με την έννοια του φυσικού και ηθικού ανταγωνισμού του με τη γη και με την έννοια της απόστασης από αυτήν (C). Ο ουρανός είναι για τον άνθρωπο ο πιο εύγλωττος μάρτυρας του πλούτου και της αόρατης δύναμης του Θεού. Βυθίζοντας τα βλέμματά του ο Ιησούς στα άπειρα βάθη του, αναζητά εσωτερικά το πρόσωπο του Πατέρα. Τι πιο ανθρώπινο από αυτό! Πράγματι ο Λόγος έγινε σάρκα (g).
«Μετέφερε τη διάνοιά του από την ομιλία με τους κάτω και ανέβασε και ύψωσε αυτήν οδηγώντας την στην προσευχή προς τον Πατέρα που είναι υπεράνω όλων. Αλλά και… αυτός που θα προσευχηθεί μιμούμενος με ζήλο το Χριστό είναι ανάγκη, αφού σηκώσει τα μάτια της ψυχής ψηλά και αφού τα ανεβάσει από τα εδώ πράγματα και την ανάμνηση και τις έννοιες και τους λογισμούς, έτσι να πει στο Θεό τα λόγια της προσευχής» (Ω).
«Βλέπει ψηλά και ευχαριστεί διότι στάλθηκε από το Θεό» (Ζ). Προλαβαίνει κάθε υπόνοια των παρόντων, ότι το θαύμα έγινε με πράξη προσωπική, χωρισμένη από τον Πατέρα (ο).
(4)  Δεν λέει Πατέρα μας, αλλά Πατέρα ή Πατέρα μου (δες ε 17) διότι η σχέση του με την θεότητα είναι διαφορετική από τη σχέση των υπόλοιπων ανθρώπων γενικά (β). Διδασκόμαστε όμως από το παράδειγμα του Κυρίου στις προσευχές μας να επικαλούμαστε τον Θεό Πατέρα και να πλησιάζουμε προς αυτόν ως παιδιά προς τον πατέρα τους με ταπεινό σεβασμό και βαθύτατη ευλάβεια, αλλά και με άγιο θάρρος.
(5)  Το θαύμα είναι ήδη συντελεσμένο μπροστά στα μάτια του Ιησού. «Ο Χριστός όμως από συγκατάβαση μιλά με επίπεδο χαμηλό ως άνθρωπος, όχι σύμφωνα με την υπεροχή της θεότητας και αποδίδει στον Πατέρα τη χάρη όχι για το Λάζαρο μόνο, αλλά για τη ζωή όλων» (Κ).
«Ποιος λοιπόν προσευχήθηκε ποτέ έτσι; Διότι πριν ακόμη πει κάτι, λέει σε ευχαριστώ, δείχνοντας, ότι δεν χρειάζεται προσευχή» (Χ). Αυτό που διακρίνει τον Ιησού από τους άλλους απεσταλμένους του Θεού, οι οποίοι συντέλεσαν με την προσευχή παρόμοια έργα, είναι η τέλεια πεποίθηση για το ότι θα εισακουστεί, με την οποία ο Ιησούς απευθύνεται προς το Θεό (g). «Διότι και οι δύο έχουν το ίδιο θέλημα, την ίδια γνώμη» (Ζ). Διδασκόμαστε από αυτό να ευχαριστούμε και υμνούμε το Θεό όταν τον πλησιάζουμε για να ζητήσουμε και νέους οικτιρμούς και χάριτες, πάντοτε ευγνώμονες για τις στο παρελθόν δωρεές που μας παρείχε. Η ευχαριστία η οποία διακηρύττει του Θεού την δόξα και όχι τη δική μας όπως το «σε ευχαριστώ» του Φαρισαίου, είναι η αρμόζουσα μορφή, με την οποία πρέπει να υποβάλουμε στο Θεό τις ικεσίες μας.

42 Ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις(1)· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον(2) τὸν περιεστῶτα(3) εἶπον(4), ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας(5).
42 Εγώ το ήξερα ότι πάντα με ακούς· το είπα όμως για χάρη του πλήθους που στέκει εδώ γύρω, για να πιστέψουν πως εσύ με έστειλες».
(1)  «Διότι η μία φύση της θεότητας δεν είναι ανυπάκουη στον ίδιο της τον εαυτό, επειδή ακριβώς ένας είναι ο νους της Τριάδας, του Πατέρα, του Υιού και του Πνεύματος» (Κ). Είχε μεν και ανθρώπινο θέλημα ο Κύριος, επειδή πήρε πάνω του πλήρη την ανθρώπινη φύση, αλλά το θέλημα αυτό υποτασσόταν ελεύθερα σε όλα στο θείο θέλημα. Ο Ιησούς δείχνει στο λαό, ότι ευχαριστούσε τον Πατέρα, όχι διότι επρόκειτο για κάτι νέο προς αυτόν, του οποίου δεν είχε πείρα προηγουμένως. Η υιϊκή οικειότητα, με την οποία σχετιζόταν με τον Πατέρα, ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν θα μπορούσε πλήρως να εκφραστεί με λόγο στους ανθρώπους (b). «Το «άκουσες» λέγεται στην περίπτωση και των φίλων και αυτών που έχουν την ίδια τιμή» (Χ).
(2)  «Προσθέτει και την αιτία αυτής της ευχαριστίας και των ταπεινών λόγων » (Ζ). Οι προσευχές του Κυρίου απέβαιναν και σε μεγάλο όφελος των ακολούθων του (ο).
(3)  =που στέκεται γύρω μου. Υπάρχει και η γραφή παρεστῶτα=που παρίσταται, που είναι παρών.
(4)  «Το «σε ευχαριστώ που με άκουσες»» (Ζ). Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία «σχεδόν λέει ότι έχω προσποιηθεί την εξωτερική εικόνα της προσευχής και από συγκατάβαση είπα ότι ευχαριστώ» (Κ)· διότι «για να γίνει το θέλημά μου δεν χρειάζομαι προσευχή» αλλά «για τους πνευματικά αδύνατους και προσκολλημένους στην ύλη παρουσιάζει την εξωτερική εικόνα ανθρώπου που προσεύχεται» (Χ). Η εκδοχή όμως αυτή δεν συμφωνεί με την καρτερία του Κυρίου στην προσευχή που μαρτυρείται από τα ευαγγέλια και την προς Εβραίους. Ο Κύριος ζούσε με προσευχή και αναμφίβολα προσευχόταν προς τον Πατέρα του από τη στιγμή που διαβιβάστηκε σε αυτόν το μήνυμα για το Λάζαρο. Τώρα προς στιγμήν αποκαλύπτει την προσευχή του και φανερώνει την πεποίθηση και πληροφορία την οποία πλέον είχε σχηματίσει για το ότι η προσευχή του εισακούστηκε (τ).
Πιο σωστή λοιπόν είναι η εκδοχή, σύμφωνα με την οποία «ο τρόπος της προσευχής οφείλεται στη συγκατάβαση του Χριστού και αρμόζει στην εξωτερική εικόνα τη σωματική, όχι στην υπεροχή και ασύγκριτη λαμπρότητα της θεότητας. Διότι και μόνο το να ζητήσει και να πάρει, θα έπρεπε μάλλον σε δούλο και συνηθίζεται από κάποιον που είναι υπήκοος. Και αυτό όμως θα το πράξει βεβαίως ο Χριστός χωρίς να μπορεί να κατηγορηθεί, διότι αυτός που καταδέχτηκε να γίνει άνθρωπος, πώς θα μπορούσε να αρνηθεί τα ανθρώπινα» (Κ).
Αυτό που γίνεται εδώ για τον όχλο είναι η με δυνατή φωνή και ακουστή από όλους ευχαριστία, στην οποία εκφραζόταν η απόλυτη εμπιστοσύνη του προς τον Πατέρα και αποκλειόταν κάθε αμφιβολία για το ότι θα εισακουόταν από τον Πατέρα (ο). Ο Ιησούς επιθυμούσε να εκτιμήσουν οι παρόντες το αληθινό μυστικό της δύναμής του. Η προσευχή του Ηλία στο Γ΄ Βασ. ιη 37, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικό παράλληλο περιστατικό, διότι ο Ηλίας δεν είχε την βεβαιότητα, για το ότι θα εισακουόταν η προσευχή του, την οποία είχε ο Ιησούς (β).
(5)  «Για να μην πουν πλέον ότι με τον Βεελζεβούλ κάνει τα θαύματα» (Κ). «Για να μην με νομίσουν αντίθεο, για να μη λένε· Δεν είναι από το Θεό· για να δείξω ότι το έργο γίνεται σύμφωνα με τη δική σου γνώμη» (Χ). «Διότι έχω έλθει όχι από μόνος μου, όπως οι ψευδοπροφήτες, αλλά με τη δική σου ευαρέσκεια και θέληση άδειασα τον εαυτό μου παίρνοντας μορφή δούλου» (Κ). Εσύ με έστειλες όχι για να χάσω ψυχές, αλλά για να σώσω αυτές. Ο Μωϋσής απέδειξε άλλη μία φορά ότι ήταν απεσταλμένος του Θεού, όταν άνοιξε η γη και κατάπιε τον Δαθάν και Αβειρών (Αριθμ. ιστ 29,30). Ο Ηλίας απέδειξε, ότι ήταν προφήτης του αληθινού Θεού κατεβάζοντας φωτιά από τον ουρανό και καίγοντας με αυτό και ανθρώπους. Αυτά γινόντουσαν στην εποχή του νόμου, ο οποίος ήταν οικονομία τρόμου και θανάτου. Ο Χριστός όμως παρέχει αποδείξεις της αποστολής του όχι αφαιρώντας τη ζωή κάποιου αλλά ζωογονώντας τον νεκρό Λάζαρο και επιστρέφοντας την χαμένη ζωή στο άψυχο σώμα του.

43 Καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ(1) ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω(2).
43 Κι όταν τα είπε αυτά, κραύγασε με φωνή δυνατή: «Λάζαρε, έλα έξω!»
(1)  «Με αυθεντία και ως δεσπότης» (Θφ). «Έτσι ώστε όλοι οι παρόντες να ακούσουν την εξουσιαστική αυτή διαταγή και όταν την δουν να αποβαίνει σε πράξη, να καταλάβουν κάτι υψηλό και θεοπρεπές για αυτόν» (Ζ). Όχι όπως αυτοί που κάνουν μαγικά, αυτοί που ψιθυρίζουν τα ξόρκια τους (b). Η μεγάλη φωνή εκφράζει θέληση σταθερή και αποφασιστική, που συνοδεύεται από το αίσθημα της κυριαρχίας και της απεριόριστης εξουσίας (g). Κραύγασε με μεγάλη φωνή για να δηλώσει το μεγαλείο του έργου που θα συντελεστεί και της δύναμης που χρησιμοποιήθηκε για αυτό. Κραύγασε κατά κάποιο τρόπο διεγείροντας τον εαυτό του για να ορμήσει εναντίον των πυλών του θανάτου, όπως οι στρατιώτες κάνουν έφοδο για κατάληψη του οχυρού, στο οποίο αμύνεται ο εχθρός. Κραύγασε για να δειχτεί ότι αυτός είπε και γεννήθηκε, αυτός διέταξε και ο νεκρός ξανάζησε. Η μεγάλη αυτή κραυγή ήταν τύπος πρώτον της κλήσης του ευαγγελίου, με την οποία νεκρές από την αμαρτία ψυχές ανασταίνονται από τον πνευματικό θάνατο στη ζωή. «Ξύπνα εσύ που κοιμάσαι και αναστήσου από τους νεκρούς» (Εφεσ. ε 14). Δεύτερον, ήταν τύπος της σάλπιγγας του αρχαγγέλου, η οποία θα ακουστεί κατά τη συντέλεια του κόσμου και η οποία «θα προαναγγείλει τη διαταγή τη δεσποτική και θα ηχήσει από πριν το σύνθημα της ανάστασης» (Κ). Τότε ο Χριστός θα κατέβει με σύννεφο από τον ουρανό και θα καλέσει τους ουρανούς να δώσουν πίσω τις ψυχές των πεθαμένων και τη γη να δώσει πίσω τα σώματά τους, και έτσι να μαζευτεί όλο το ανθρώπινο γένος μπροστά του για κρίση.
(2)  «Δεν είπε… Ανάστησέ τον Πατέρα, αλλά αφήνοντας όλα αυτά… φανερώνει με τα έργα την αυθεντία… Και δεν είπε Αναστήσου, αλλά έλα έξω, μιλώντας στο νεκρό σαν να ήταν ζωντανός» (Χ). Στην ανάσταση της κόρης του Ιαείρου το εξουσιαστικό πρόσταγμα του Χριστού ήταν «Κορίτσι, σε σένα λέω, σήκω» (Μάρκ. ε 41), ενώ στην περίπτωση της Ναΐν «Νέε, σε σένα λέω, σήκω πάνω» (Λουκ. ζ 14)· αυτό βεβαίως διότι οι νεκροί βρίσκονταν μπροστά του ξαπλωμένοι στο κρεβάτι ή το φέρετρο. Εδώ λέει έλα έξω, διότι ο Λάζαρος είναι κλεισμένος στον τάφο. Η απλότητα και η συντομία των δύο αυτών λέξεων αντιτίθεται μεγαλόπρεπα στην αποτελεσματικότητά τους (g). Σύμφωνα με τη γνώμη κάποιων νεώτερων ερμηνευτών που διατυπώθηκε ήδη από τον Ω («αντί για προσευχή ευχαρίστησε, διότι κατάλαβε ότι η ψυχή του Λαζάρου μπήκε στο σώμα και χρειαζόταν τη δύναμη που θα δινόταν στο σώμα από το πρόσταγμα του Ιησού, για να βγει από το μνήμα») η διαταγή αφορούσε στην έξοδο μόνο του Λαζάρου από το μνήμα αφού είχε ήδη αναστηθεί σε αυτό με τη δύναμη της προσευχής του Ιησού (κ).

44 Καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας(1) κειρίαις(2), καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ(3) περιεδέδετο. Λέγει αὐτοῖς ὁἸησοῦς· λύσατε(4) αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν(5).
44 Βγήκε ο νεκρός με δεμένα τα πόδια και τα χέρια σε πάνινες λουρίδες, και το πρόσωπό του περιτυλιγμένο με το σουδάριο. Τους λέει τότε ο Ιησούς: «Λύστε τον κι αφήστε τον να περπατήσει».
(1)  «Με επιδέσμους με τους οποίους στόλιζαν τους νεκρούς» (Ζ) σύμφωνα με τη συνήθεια την οποία είχαν οι Ιουδαίοι να ετοιμάζουν τους νεκρούς. Η έξοδος δεν εμποδίστηκε από τα δεσμά αυτά είτε διότι ήταν αυτά αρκετά χαλαρά, ώστε να επιτρέπουν, έστω και με κάποια δυσκολία, τις κινήσεις των άκρων, είτε διότι το καθένα από τα άκρα ήταν τυλιγμένο χωριστά, όπως αυτό γινόταν στους Αιγυπτίους (g).
(2)  Λέξη που λέγεται μοναδική φορά στην Κ.Δ. Στους Ο΄ λέγεται μόνο στο Παροιμ. ζ 16 για καλύμματα του κρεβατιού. Σύμφωνα με τους Moulton-Milligan συναντιέται η λέξη σε ιατρικό πάπυρο (β). Στο Ιω. ιθ 40 και Λουκ. κδ 12 συναντιέται άλλη λέξη (οθόνια) για δήλωση της ίδιας έννοιας (ο). «Κειρία· είδος ζώνης από σχοινιά, που μοιάζει με ιμάντα με την οποία δένουν τα κρεβάτια» (Σχολ. Στον Αριστοφ. 817), επίδεσμος (κοινώς φασκιά), με τον οποίο είτε τα κρεβάτια στηρίζονται είτε τα πτώματα των ανθρώπων δένονται (G).
(3)  «Μαντήλι κεφαλιού μικρό σαν αυτό που χρησιμοποιούν μέχρι και τώρα οι Εβραίοι για κάλυμμα στο κεφάλι» (Ζ). Η χρήση ενός είδους μαντηλιού για σύσφιγξη των σαγονιών του νεκρού, πριν ακόμα αυτός παγώσει, είναι και σε εμάς γνωστή. Εδώ όμως το σουδάριο παρουσιάζεται ότι καλύπτει την όλη όψη (ο). Η όλη φράση «δεδεμένος…σουδαρίω περιεδέδετο» υποδηλώνει τον αυτόπτη και υπενθυμίζει την ανεξάλειπτη εντύπωση, που παράχθηκε στους παριστάμενους από το θέαμα ζωντανού ντυμένου με νεκροστολή (g).
(4)  «Εσείς, ώστε και η αφή να μαρτυρήσει ότι δεν είναι φάντασμα, αλλά είναι όντως εκείνος» (Ζ). «Χρήσιμα λοιπόν επέτρεψε σε αυτούς με τα ίδια τους τα χέρια να τον λύσουν, για να μην έχουν καμία αφορμή συκοφαντίας, αλλά να είναι μάρτυρες του θαύματος» (Κ).
(5)  Υπάρχει και η γραφή: άφετε αυτόν υπάγειν. «Είδες που αποφεύγει την καύχηση; Δεν συνοδεύει αυτόν, ούτε τον διατάζει να μείνει μαζί του» (Χ), «για να μην, περπατώντας μαζί του, γίνεται σε αυτόν αίτιος δόξας και φήμης» (Ζ). Το (υπάγειν) αντιτίθεται στον περιορισμό και την ακινησία στον τάφο (ο). Κρύβει μέσα του κάτι το θριαμβευτικό όπως και η εντολή στον θεραπευμένο παράλυτο «σήκωσε το κρεβάτι σου και περπάτα» (g). Το θαύμα συντελέστηκε γρήγορα, χωρίς να μεσολαβήσει κάποιος χρόνος ανάμεσα στο παράγγελμα Δεύρο έξω και στο «βγήκε ο πεθαμένος». Έτσι και στην καθολική ανάσταση θα συμβεί· «σε ένα κλάσμα, όσο χρειάζεται να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα» (Α΄Κορ. ιε 52). Η άπειρη δύναμη που μπορεί να συντελέσει αυτήν την ανάσταση, είναι ικανή να συντελέσει αυτήν και σε μία και μόνη στιγμή.
Το θαύμα επίσης συντελέστηκε τελείως. Ζωοποιήθηκε εξ’ ολοκλήρου και πήρε πάλι τη ζωή σε τέτοιο βαθμό, ώστε βγήκε μόνος από το μνήμα όπως θα σηκωνόταν από το κρεβάτι του μετά την ανάπαυση του ύπνου και παρουσιάστηκε ανάμεσα στους παριστάμενους με πλήρη υγεία. Εάν πάλι κάποιος ρωτήσει για το εάν ο Λάζαρος, όταν αναστήθηκε, προέβη σε κάποια περιγραφή για το τι αισθάνθηκε κατά τον αποχωρισμό της ψυχής του από το σώμα και τι είδε στον πέραν του τάφου κόσμο, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε, ότι ως προς μεν τις μεταβολές που συντελέστηκαν κατά τον θάνατο και την ανάσταση που επακολούθησε στο Λάζαρο, ούτε ο ίδιος ο Λάζαρος δεν θα αντιλήφθηκε καλά αυτές, αλλά συνέβη σε αυτόν κάτι ανάλογο με τον Παύλο που αρπάχτηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό, ο οποίος αφηγούμενος τα σχετικά με την αρπαγή του αυτή έγραφε: «Είτε με το σώμα είτε εκτός του σώματος δεν ξέρω, ο Θεός ξέρει». Ως προς αυτά τώρα που ο Λάζαρος κατά το τετραήμερο που παρέμεινε το σώμα του νεκρό είδε ή άκουσε στον πέραν του τάφου κόσμο, ισχύει πάλι ό,τι για τον εαυτό του είπε ο Παύλος: «Και άκουσε (ο Παύλος που αρπάχτηκε μέχρι τρίτου ουρανού) ανέκφραστα λόγια, τα οποία δεν επιτρέπεται σε άνθρωπο να πει». Στον αισθητό κόσμο δεν μπορούμε να σχηματίσουμε επαρκή εικόνα για τα υπέρ αίσθηση, και πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να ανακοινώσουμε αυτήν στους άλλους.

45 Πολλοὶ(1) οὖν ἐκ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ἐλθόντες(1) πρὸς τὴν Μαρίαν(2) καὶθεασάμενοι(1) ἃ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν(3) εἰς αὐτόν.
45 Πολλοί, λοιπόν, από τους Ιουδαίους, αυτοί που είχαν έρθει να επισκεφθούν τη Μαρία, και είδαν τι έκανε ο Ιησούς, πίστεψαν σ’ αυτόν.
(1)  Ο τρόπος αυτός της εκφοράς των μετοχών υπονοεί, ότι όλοι οι Ιουδαίοι που επισκέφτηκαν τις αδελφές για παρηγοριά και έγιναν μάρτυρες του θαύματος, πίστεψαν. Οι μετοχές σε ονομαστική πτώση επακολουθούν ως επεξήγηση του Πολλοί. Δεν θα ερμηνεύσουμε λοιπόν πολλοί από αυτούς που ήλθαν και είδαν. Διότι τότε θα έπρεπε να εκφέρεται έτσι: Πολλοί εκ των Ιουδαίων των ελθόντων και θεασαμένων (g,β). Είχαν έλθει για να παρηγορήσουν τη Μαρία, και για την πράξη αυτή της αγάπης ευεργετήθηκαν και αυτοί, διότι πίστεψαν στο Χριστό. Όταν πράττουμε το αγαθό στους άλλους, βάζουμε τους εαυτούς μας στο δρόμο των χαρίτων και των δωρεών του Θεού και μας παρουσιάζονται ευκαιρίες να ευεργετηθούμε και εμείς.
(2)  Γιατί αναφέρεται το όνομα μόνης της Μαρίας και όχι και της αδελφής της; Η απάντηση, ότι η Μαρία ήταν η ευγενέστερη και δημοτικότερη από τις δύο αδελφές, δεν είναι πλήρως ικανοποιητική. Φυσικότερο είναι να σχετίσουμε την αναφορά της Μαρίας στον σ. αυτόν με τον σ. 31, όπου η Μαρία παρουσιάζεται θλιμμένη και ότι βγήκε για να πάει στο μνήμα και να κλάψει εκεί, όπως νομίστηκε από τους επισκέπτες της, οι οποίοι σαν ένα σώμα ακολουθούν αυτήν, για να την παρηγορήσουν. Για αυτό τελείως φυσικά συσταίνονται αυτοί σε εμάς ότι αποτελούν συνοδεία της Μαρίας (ο,g).
(3)  Και προηγουμένως είχαν δει αυτοί θαύματα του Ιησού. Και όμως μόλις τώρα πιστεύουν. Όσο περισσότερο βλέπουμε τον Ιησού, τόσες περισσότερες ευκαιρίες και αφορμές μας παρέχονται για να τον αγαπήσουμε και να στηρίξουμε ολόκληρη την εμπιστοσύνη μας σε αυτόν.

46 Τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν(1) ἀπῆλθον πρὸς τοὺς Φαρισαίους(2) καὶ εἶπον αὐτοῖς ἃ(3) ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς.
46 Μερικοί όμως απ’ αυτούς έφυγαν και πήγαν στους Φαρισαίους και τους είπαν αυτά που έκανε ο Ιησούς.
(1)  «Είναι μεν κάπως αμφίβολο τι εννοεί η λέξη» (Ω)= Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, κάποιοι από αυτούς που πίστεψαν. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή δεν πήγαν στους Φαρισαίους από κακή πρόθεση, αλλά «θέλοντας να προκαλέσουν ντροπή σε αυτούς που είχαν εχθρικές διαθέσεις εναντίον του με την αναγγελία σχετικά με τον Λάζαρο» (Ω).
Ή, πιο σωστά, κάποιοι από αυτούς, από αυτούς που είδαν, και οι οποίοι δεν ήλθαν εξεπίτηδες για την Μαρία αλλά είτε ήταν κάτοικοι της Βηθανίας (g) είτε τυχαία βρέθηκαν εκεί. Η πρόθεση αυτών δεν ήταν αγαθή. «Όχι από θαυμασμό αλλά για να συκοφαντήσουν» (Ζ) «και προκαλώντας την πονηρή ζήλεια που είχαν μέσα τους εναντίον του οι Φαρισαίοι» (Ω), οι οποίοι «αφού πληγώθηκαν από το φθόνο παίρνουν ως αφορμή το θαύμα για να διαπράξουν αυτά που γίνονται από τους φθονερούς» (Κ). «Τον συκοφαντούσαν ότι είχε τάχα τολμήσει να διαπράξει κάτι ανίερο, αφού διέταξε να ανοίξουν τον τάφο του θαμμένου» (αμ). «Αυτοί είναι που είπαν· Δεν μπορούσε αυτός, που άνοιξε τα μάτια του τυφλού και τα υπόλοιπα» (Ζ). «Είπε λοιπόν από τη μία ότι ήταν πολλοί αυτοί που πίστεψαν βλέποντας τα σχετικά με το Λάζαρο· από την άλλη είπε ότι ήταν λιγότεροι αυτοί που δεν ήταν τέτοιοι, λέγοντας «κάποιοι όμως από αυτούς πήγαν»» (Ω).
(2)  Δηλαδή στους θρησκευτικούς αρχηγούς, οι οποίοι αποτελούσαν την μερίδα του συνεδρίου που ήταν πιο ορθόδοξη και εκδήλωνε περισσότερο ζήλο. «Ανάγγειλαν το γεγονός στους άρχοντες, έτσι ώστε αφού και εκείνοι θα λυπούνταν για όσα εργάστηκε ο Χριστός, να έχουν κάποια παρηγοριά της δικής τους λύπης… και ώστε αφού οι ίδιοι δεν μπορούσαν να βλάψουν αυτόν που δεν έκανε τίποτα το άδικο, να ερεθίσουν εναντίον του τους πιο δυνατούς» (Κ).
(3)  Ο πληθυντικός (ἃ) αναφέρεται ή στο γεγονός της ανάστασης του Λαζάρου και σε όλα τα περιστατικά σε αυτό (ο), ή, όχι μόνο στην ανάσταση του Λαζάρου αλλά και στα άλλα θαύματα του Ιησού τα οποία είτε είχαν δει, είτε είχαν ακούσει και για τα οποία γίνεται λόγος στο σ. 47 (β). Υπάρχει και η γραφή «ο».

47 Συνήγαγον οὖν(1) οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι(2) συνέδριον(3) καὶ ἔλεγον· τί ποιοῦμεν(4), ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος(5) πολλὰ σημεῖα ποιεῖ(6);
47 Συγκάλεσαν τότε οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι συμβούλιο και έλεγαν: «Τι θα κάνουμε; Πολλά σημεία κάνει αυτός ο άνθρωπος.
(1)  Μετά την αναφορά, την οποία έδωσαν σε αυτούς αυτοί που γύρισαν από τη Βηθανία (ο).
(2)  Οι τελευταίοι αυτοί κατονομάζονται ειδικά ως υποκινητές της εχθρικής αυτής συνάθροισης· η επίσημη όμως σύγκληση του συνεδρίου έγινε από τους αρχιερείς (g), οι οποίοι ανήκαν στην τάξη των Σαδδουκαίων. Έτσι οι Σαδδουκαίοι και οι Φαρισαίοι, οι δύο αυτές μερίδες, που κατά την εποχή εκείνη ήταν οι άρχοντες του Ισραήλ (F), συγκάλεσαν συνέδριο.
(3)  Χωρίς άρθρο· μάλλον με την γενική έννοια της συνέλευσης ή του συμβουλίου (g).
(4)  Αντί για μέλλοντα=Τι θα κάνουμε; Υποδηλώνει επικείμενο κίνδυνο (g).
«Δεν λένε· ας πιστέψουμε. Διότι ασχολούνταν μάλλον με το τι κακό θα μπορούσαν να πράξουν για καταστροφή του παρά με το να συσκεφτούν σχετικά με τη δική τους σωτηρίας. Και όμως φοβούνταν και συσκέπτονταν» (Αυ). Οι συσκέψεις του συνεδρίου απέβλεπαν στο κοινό καλό, αλλά στην προκειμένη περίπτωση υπό το πρόσχημα της κοινής ωφέλειας, η μέγιστη βλάβη και αδικία διαπράττεται εναντίον του λαού. Το συνέδριο αυτό συγκλήθηκε όχι για να συσκεφθεί τις ωφέλιμες για την ιουδαϊκή συναγωγή λύσεις, αλλά για να εξαφθούν αμοιβαία τα μέλη του. Όπως ο χάλυβας οξύνει και τροχίζει τον χάλυβα και όπως τα αναμμένα κάρβουνα ανάβουν τα σβησμένα κάρβουνα που έρχονται σε επαφή με αυτά, έτσι και αυτοί διεγείρονται εναντίον του Ιησού ο ένας από τον άλλον και μεταδίδουν αμοιβαία την λύσσα και μανία την οποία τρέφουν εναντίον του Ιησού.
(5)  «Τον αποκαλούν ακόμη άνθρωπο, αυτοί που πήραν τόσο μεγάλη απόδειξη της θεότητάς του» (Χ). Κρύβει κάτι το περιφρονητικό η φράση (β) «και (νομίζω) ότι το «Αυτός ο άνθρωπος» το είπαν για να γκρεμίσουν τη δόξα του» (Ω).
(6)  Για τα πολλά θαύματα του Ιησού στα Ιεροσόλυμα δες β 23. Σύμφωνα με αυτά η ανάσταση του Λαζάρου δεν υπήρξε η αιτία του θανάτου του Ιησού, αλλά επέσπευσε την απόφαση της καταδίκης του. Το ποτήρι ήταν ήδη γεμάτο και με το θαύμα του Λαζάρου υπερξεχείλισε (g).
«Από τα λεγόμενα από τους Φαρισαίους και τους αρχιερείς μπορούμε να κατανοήσουμε και την αντίφαση και τυφλότητα της κακίας τους· αντίφαση διότι μαρτυρούσαν για αυτόν και ότι έχει κάνει πολλά θαύματα και ότι μπορούν σε αυτόν που έχει κάνει τόσα πολλά θαύματα να κάνουν κακό, σαν να μην μπορεί να κάνει τίποτα για τον εαυτό του όταν τον επιβουλεύονταν· αλλά αυτό το ίδιο ήταν εξίσου και τυφλό· ήταν τυφλό όσον αφορά και αυτόν που έκανε πολλά θαύματα και ως προς το ότι ήταν ανώτερος από την επιβουλή αυτών που δεν ήθελαν να τον αφήσουν· εκτός και αν πίστευαν επομένως, ότι κάνει θαύματα και υπονοούσαν ότι αυτά δεν γίνονται από θεία δύναμη, επομένως λόγω αυτού δεν μπορεί αυτός να κάνει τα πάντα, ούτε μπορεί να σωθεί από την επιβουλή εκείνων» (Ω). Δεν αρνούνται τα θαύματά του, αλλά απιστούν στη Μεσσιακή του ιδιότητα από τη μία επειδή είχαν παχυλές και σαρκικές περί Μεσσία αντιλήψεις, αναμένοντας αυτόν ως επίγειο άρχοντα, από την άλλη διότι απέδιδαν τα θαύματά του στη συνέργεια του άρχοντα των δαιμονίων (ο). Παραδέχονται τα πιστοποιητικά και διαπιστευτήριά του, αρνούνται όμως την αποστολή του.

48 Ἐὰν ἀφῶμεν αὐτὸν οὕτω(1), πάντες(2) πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, καὶἐλεύσονται οἱ Ρωμαῖοι(3) καὶ ἀροῦσιν(4) ἡμῶν(5) καὶ τὸν τόπον(6) καὶ τὸ ἔθνος(7).
48 Αν τον αφήσουμε να συνεχίσει έτσι, όλοι θα πιστέψουν σ’ αυτόν, και τότε θα επέμβουν οι Ρωμαίοι και θα καταστρέψουν και το ναό μας και το έθνος μας».
(1)  «Με την έννοια: αν τον αφήσουμε ζωντανό και να θαυματουργεί» (Κ). Έτσι όπως μέχρι τώρα αφήσαμε αυτόν, χωρίς να επέμβουμε και να περιορίσουμε τη δράση του. Μιλούν σαν η επιτυχία και η επικράτηση του Χριστού εξαρτιόταν από αυτούς και σαν να μην μπορούσε ο Ιησούς να ενεργήσει θαύματα και να προσελκύσει στον εαυτό του νέους μαθητές, εάν αυτοί δεν τον άφηναν ελεύθερο. Σαν να ήταν στην εξουσία τους να κατακτήσουν εκείνον, ο οποίος νίκησε το θάνατο, ή σαν να μπορούσαν να πολεμήσουν εναντίον του Θεού και να νικήσουν αυτόν. Αλλά «αυτός που κατοικεί στους ουρανούς θα γελάσει μαζί τους».
(2)  Η υπερβολή αρμόζει στην έξαψη της διάνοιάς τους, που προκλήθηκε από τις πληροφορίες που μεταδόθηκαν σε αυτούς. Διότι κάποιοι από αυτούς που συγκαταλέγονταν ανάμεσα στους αδιάλλακτους εχθρούς του Ιησού είχαν πιστέψει (ο). «Θα έχει πολύ όχλο πίσω του που θα οδηγείται προς αυτόν από την παρουσίαση των θαυμάτων» (Θφ). Οι φόβοι των Ιουδαίων αρχόντων βασίζονταν στην υπόνοια ότι ήταν ενδεχόμενο να σημειωθεί θορυβώδης υποδοχή του Ιησού που θα θεωρούνταν από το λαό ως ο προσδοκώμενος Μεσσίας, Εάν όλοι τον πίστευαν σαν Μεσσία μία τέτοια ασυγκράτητη έκρηξη ήταν αναπόφευκτο να εκδηλωθεί στην πρωτεύουσα του Ισραήλ (χ).
(3)  Ο φόβος τους αυτός δεν ήταν αβάσιμος. «Εάν όλοι πιστέψουν σε αυτόν, θα υποπτευθεί ότι μελετά τυραννία» (Ζ) και «εάν μάθουν οι Ρωμαίοι ότι ξεσηκώνει το λαό, θα υποπτευθούν εμάς και θα έλθουν και θα κυριεύσουν την πόλη μας» (Χ). Οι άρχοντες των Ιουδαίων φοβούνται μήπως η φήμη του Ιησού αυξηθεί περισσότερο και οι Ιουδαίοι πείθονταν, ότι αυτός ήταν ο ελευθερωτής (δες στ 15) και έτσι θα προκαλούνταν κάποια επανάσταση γύρω του (β). Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία «ήταν δυνατόν και όλος ο λαός ο ιουδαϊκός να οδηγηθεί στην πίστη σε αυτόν και αφού οδηγηθεί σε αυτήν, να περιφρονήσει την σε αυτόν τον τόπο σωματική Λευϊτική και ιερατική λατρεία· αυτό το γεγονός θα γινόταν αιτία, μιας και δεν θα φρόντιζαν οι Ιουδαίοι τον τόπο, ο τόπος να μπει στη εξουσία των Ρωμαίων από το Χριστό» (Ω).
(4)  Το αίρω εδώ σημαίνει αφαιρώ, αποσπώ κάτι από άλλον, στον οποίο αυτό ανήκει ή στον οποίο ανατέθηκε (G).
(5)  Μπαίνει μπροστά με έμφαση. «Θα φύγουν λοιπόν τα δικά μας» (Κ). Η ανησυχία τους αναφέρεται κυρίως στην κατάλυση της εξουσίας τους.
(6)  Ή, «την πόλη» (Χ) ως πρωτεύουσα και έδρα της κυβέρνησής τους (g). Ή, το ναό, την κύρια έδρα της δύναμης των αρχιερέων και Φαρισαίων (ο).
(7)  «Δεν θα αφήσουν να εξουσιάζουμε το ίδιο μας το έθνος» (Κ). Επειδή μιλούν από άποψη πολιτική, χρησιμοποιούν τον όρο έθνος και όχι τον όρο λαός, με τον οποίο εκφράζεται η αξία του Ισραηλιτικού λαού (g). Σύμφωνα με άλλη όχι απίθανη εκδοχή η λέξη τόπος δηλώνει την ίδια την αρχή και εξουσία των αρχιερέων και των Φαρισαίων, ενώ η λέξη έθνος την σφαίρα της εξάσκησης αυτής, τους Ιουδαίους. Με όμοια σημασία συναντιέται η λέξη στον Ιγνάτιο τον θεοφόρο στην προς Πολύκαρπον επιστολή κεφ. α (κ). «Φοβήθηκαν μήπως χάσουν τις πρόσκαιρες κτήσεις τους και δεν σκέφτηκαν για την αιώνια ζωή. Έτσι όμως έχασαν και τα δύο» (Αυ). Πράγματι· «αυτά…πραγματοποιήθηκαν και χωρίς να το περιμένουν αυτοί· (οι Ρωμαίοι) πήραν και το έθνος και την πόλη επειδή φόνευσαν αυτόν» (Χ). Και «έπαθαν (αυτά), όχι διότι πίστεψαν στο Χριστό, αλλά διότι δεν πίστευαν» (Ζ). Διότι αν πίστευαν, «για ποιο λόγο οι Ρωμαίοι» θα κυρίευαν την πόλη τους; «Μήπως δηλαδή δίδασκε αποστασία; Δεν επέτρεψε να δίνουν φόρο στον Καίσαρα; Δεν θέλησαν να τον κάνουν βασιλιά και έφυγε; Δεν παρουσίαζε τον άσημο και απλό τρόπο ζωής;» (Χ).

49 Εἷς δέ τις ἐξ αὐτῶν(1) Καϊάφας(2), ἀρχιερεὺς ὢν(3) τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου(4), εἶπεν αὐτοῖς(5)· ὑμεῖς οὐκ οἴδατε οὐδέν(6),
49 Τότε ένας απ’ αυτούς, ο Καϊάφας, που ήταν αρχιερέας για κείνη τη χρονιά, τους είπε: «Μιλάτε σαν να μην καταλαβαίνετε τίποτα.
(1)  Η φράση αυτή δεν επιτρέπει να δεχτούμε ότι ο Καϊάφας προήδρευσε του συνεδρίου. Παρόλο που ο αρχιερέας ήταν και πρόεδρος του συνεδρίου, δεν πρέπει όμως να λησμονούμε, ότι επρόκειτο για έκτακτη και ανεπίσημη συνεδρίαση.
(2)  «Που ονομαζόταν δηλαδή» (Ζ).
(3)  «Μαζί με τα άλλα και αυτό είχε διαφθαρεί· διότι δεν ιεράτευαν πλέον για όλο το χρόνο της ζωής τους, αλλά για ένα χρόνο, από τότε που ήταν δυνατόν να πληρώνονται οι εξουσίες» (Χ). Παρόλο που σύμφωνα με τον Μωσαϊκό νόμο η αρχιερωσύνη ήταν ισόβια, οι Ρωμαίοι όπως άλλοτε οι Σύριοι (Β΄Μακ. δ 7 και εξής, 23 και εξής) αυθαίρετα αντικαθιστούσαν συχνά τους αρχιερείς. Έτσι ο επίτροπος της Ρώμης Βαλέριος Gratus αφαιρώντας την αρχιερωσύνη από τον Άννα έδωσε αυτήν στον Ισμαήλ· μετά όμως από κάποιο χρόνο αντικατέστησε και αυτόν με τον Ελεάζαρο, γιο του Άννα και μετά ένα χρόνο διόρισε αρχιερέα τον Σίμωνα, τον οποίο μετά από ένα έτος διαδέχτηκε ο Ιωσήφ, ο επονομαζόμενος Καϊάφας, (Ιωσήπου Αρχ. ΧVΙΙΙ 2,2) γαμπρός του Άννα, ο οποίος διατήρησε την αρχή από το 18 μέχρι το 36 μ.Χ. (β). «Όμως παρόλο που ήταν τόσο διεφθαρμένο το αξίωμα, όμως ακόμα και τότε ήταν παρόν το Πνεύμα το Άγιο που ενεργούσε μέσα από τους χρισμένους» (Θφ).
(4)  Αυτό επαναλαμβάνεται για τον Καϊάφα και στο σ 51 και στο ιη 13. Δεν πρέπει να υποτεθεί ότι ο Ιωάννης φρονούσε πλανεμένα, ότι κάθε χρόνο αντικαθιστούνταν ο αρχιερέας απαραιτήτως, αλλά με τη φράση θέλησε να εξάρει το έτος εκείνο ως αξιομνημόνευτο, επειδή σε αυτό πέθανε ο Χριστός. Και πριν το έτος αυτό και μετά από αυτό ο Καϊάφας ήταν αρχιερέας. Κατά το χρόνο στον οποίο ο Ιωάννης έγραφε το ευαγγέλιό του, μνημονευόταν, πόσο μεγάλο και πόσο αξιοσημείωτο υπήρξε το έτος εκείνο, και τι πρωτεύοντα ρόλο έπαιξε ο Καϊάφας μεταξύ αυτών που αντιτίθονταν στο ευαγγέλιο (b).
(5)  «Επειδή ήταν πιο αναίσχυντος από τους υπόλοιπους… αυτό που εκείνοι αμφέβαλλαν και το διατύπωσαν υπό μορφή σκέψης προς συζήτηση (διότι έλεγαν Τι να κάνουμε;) αυτό το φώναξε αυτός με αναισχυντία και ανεπιφύλακτα και με θρασύτητα» (Χ). Η τραχύτητα και αγένεια, με την οποία εκφράζεται ο Καϊάφας, είναι σύμφωνη με τα από αλλού γνωστά χαρακτηριστικά των Σαδδουκαίων (δες Πράξ. δ 6,ε 17 και Ιωσ. Αρχ. ΧΧ,9,1,Ιουδαϊκή πολιτεία ΙΙ 8,14).
(6)  «Δεν είναι καθόλου συμφέρον, καθόλου χρήσιμο, αν το αντιμετωπίζετε τόσο ράθυμα» (Ζ). Μέμφεται την αναποφασιστικότητα και την χαλαρότητά τους. «Εσείς κάθεστε· και βλέπετε το πράγμα ακόμη με αδιαφορία» (Χ).

50 οὐδὲ διαλογίζεσθε(1) ὅτι συμφέρει(2) ἡμῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος(3) ἀποθάνῃ(4) ὑπὲρ τοῦ λαοῦ(5) καὶ μὴ ὅλον(6) τὸ ἔθνος(5) ἀπόληται(7).
50 Και δε σκέφτεστε πως είναι συμφέρον μας να πεθάνει ένας άνθρωπος για χάρη του λαού, για να μην αφανιστεί ολόκληρο το έθνος».
(1)  Η γραφή αυτή είναι προτιμότερη από το απλό λογίζεσθε το οποίο γράφουν οι κώδικες σιναϊτικός, βατικανός, ο του Βέζα και κάποιοι άλλοι. Διότι μαζί με την πρόθεση σημαίνει βαθειά σκέψη (ο). «Είστε αργοί στο να καταλάβετε» (Θφ). Ούτε βάζετε στο νου, ούτε σκέφτεστε μέσα σας (δ).
(2)  Ο Καϊάφας σκέφτεται με απλή πολιτική σκοπιμότητα. Αλλά το Πνεύμα της προφητείας καθοδηγεί αυτόν στο να χρησιμοποιήσει λέξεις κατάλληλες να εκφράσουν ό,τι ήταν πνευματικά σκόπιμο και ωφέλιμο (b). Ο Καϊάφας έδινε πολιτική συμβουλή, παρόλο που αυτή ήταν κυνική (β). «Αυτό και αυτός μεν το είπε με πονηρό λογισμό, αλλά η χάρη του Πνεύματος χρησιμοποίησε το στόμα εκείνου για την προφητεία του μέλλοντος» (Θφ).
(3)  Ο Καϊάφας στο χωρίο αυτό μαρτυρεί για τον αρχιερατικό χαρακτήρα του θανάτου του Χριστού (b) χρησιμοποιώντας ασυναίσθητα την ίδια γλώσσα, την οποία και οι συγγραφείς της Κ.Δ για το θάνατο του Χριστού. Δες Ρωμ. ε 6-8,Β΄Κορ. ε 14,15,Α Θεσ. ε 10 (ο). Ο Καϊάφας δεν λέει, ας του κλείσουμε το στόμα, ας του απαγορεύσουμε να μιλά, ας τον φυλακίσουμε, ας τον εξορίσουμε, παρόλο που με αυτά θα ήταν δυνατόν να προληφθεί ο κίνδυνος, τον οποίο φοβόταν. Αλλά λέει: Ας πεθάνει· ας θανατωθεί βίαια. Εκείνοι οι οποίοι αντιτίθενται κατά του Χριστιανισμού, συνήθως αποβάλλουν τα συναισθήματα της ευσπλαχνίας και φιλανθρωπίας και γίνονται διαβόητοι για τη σκληρότητά τους.
(4)  Ως κακοποιός. Αναφέρεται προφανώς σε βίαιο και όχι σε φυσικό θάνατο (ο). «Χάριν του λαού λοιπόν πέθανε αυτός ο άνθρωπος, το πιο καθαρό από όλα τα πλάσματα, ο οποίος σήκωσε τις αμαρτίες μας και τις ασθένειες, επειδή μπορούσε παίρνοντας πάνω του όλη την αμαρτία όλου του κόσμου να την καταργήσει και να την αφανίσει και να την εξαφανίσει, επειδή δεν διέπραξε αμαρτία, ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του» (Ω). « Πρόσεξε λοιπόν πόση είναι η δύναμη του Πνεύματος, διότι από πονηρή διάνοια έκανε να βγουν λόγια που είχαν προφητεία θαυμαστή» (Θφ).
(5)  Ο όρος έθνος αναφέρεται στους Ιουδαίους, ως πολιτικό σώμα που αντιτίθεται σε ξένη εθνότητα, αυτήν των Ρωμαίων (g). Ο όρος λαός αναφέρεται στη σχέση των Ιουδαίων με το Θεό και σημαίνονται αυτοί ως θεοκρατικό σύνολο και ως ο εκλεκτός λαός του Θεού. Είναι όμως αμφίβολο εάν στο σ. αυτόν τονίζεται η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών όρων (β).
(6)  Χρησιμοποιείται για να τονίσει ακόμη περισσότερο την καθολικότητα της καταστροφής, η οποία θα ερχόταν στο έθνος, εάν ο Ιησούς δεν θανατωνόταν, και για να κάνει ζωηρότερη την αντίθεση μεταξύ ενός ολόκληρου λαού και ενός ατόμου (ο).
(7)  «Χάσιμο του έθνους ονομάζει το να βρεθούν κάτω από την ρωμαϊκή εξουσία» (Κ). Αναφέρεται στα λόγια στο σ. 48: οι Ρωμαίοι θα πάρουν τον τόπο και το έθνος μας (b). Βεβαίως το να θυσιάζεται κάποιος αυθόρμητα υπέρ του κοινού καλού αποτελεί πράξη ευγενέστατη και άξια κάθε επαίνου. Το να συμβουλεύει όμως κάποιος άλλος, ότι συμφέρει να θυσιαστεί η ζωή ενός αθώου υπέρ της κοινής ασφάλειας, προέρχεται από πολιτική σατανική. Ο Καϊάφας με πανουργία και υποκριτικά διαστρέφει την αλήθεια, ότι ο μεγαλύτερος και αγαθότερος άνθρωπος οφείλει να θεωρεί το σύνολο της κοινωνίας πολύ ανώτερο από τον εαυτό του και να σκέφτεται ότι η ζωή του καταναλώνεται ωφέλιμα και χρήσιμα, εάν διατίθεται υπέρ του συνόλου. Αλλά ο Χριστός ήταν η μεγαλύτερη ευλογία του επουράνιου Πατέρα, που στάλθηκε στη γη. Ο Καϊάφας λοιπόν όφειλε να σκεφτεί, εάν έπρεπε και αν είχε δικαίωμα να θυσιάσει την ευλογία αυτή για κίνδυνο φανταστικό και όχι πραγματικό του ιουδαϊκού έθνους. Ήταν ορθό, δίκαιο, ωφέλιμο και πρέπον να επισύρει πάνω του και πάνω σε ολόκληρο το έθνος την ευθύνη του χυσίματος αθώου αίματος, του αίματος του Μεγάλου Προφήτη για πρόληψη κινδύνου, ο οποίος πραγματικά δεν υφίστατο;

51 Τοῦτο(1) δὲ ἀφ' ἑαυτοῦ οὐκ εἶπεν(2), ἀλλὰ ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου(3) προεφήτευσεν(4) ὅτι ἔμελλεν(5) ὁ Ἰησοῦς ἀποθνήσκειν ὑπὲρ τοῦ ἔθνους(6),
51 Αυτό, βέβαια, δεν το είπε από μόνος του, αλλά ως αρχιερέας εκείνης της χρονιάς, προφήτεψε πως ο Ιησούς θα πέθαινε για χάρη του έθνους·
(1)  «Ποιο; Το να πεθάνει ένας άνθρωπος υπέρ του λαού» (Ζ).
(2)  «Από αυτό νομίζω ότι μαθαίνουμε εμείς, ότι κάποια μεν οι άνθρωποι τα λέμε από μόνοι μας, χωρίς να ενεργεί σε εμάς καμία δύναμη στο να μιλήσουμε, άλλα όμως τα λέμε σαν ακριβώς κάποια δύναμη να αντηχεί και να υπαγορεύει σε εμάς τα λεγόμενα, ακόμα και αν δεν το συνειδητοποιούμε τελείως και δεν παρακολουθούμε τους εαυτούς μας, αλλά νομίζουμε ότι παρακολουθούμε αυτά που λέμε, και είναι ενδεχόμενο ενώ παρακολουθούμε τον εαυτό μας σε όσα λέμε, να μην παρακολουθούμε τη σημασία των λεγομένων· όπως ακριβώς τώρα ο Καϊάφας ο αρχιερέας και από τον εαυτό του δεν μίλησε και δεν είπε το νόημα σαν προφητεία και την προφητεία αυτού που ειπώθηκε δεν την δεχόταν» (Ω).
Όπως οι καρδιές των ανθρώπων είναι στα χέρια του Θεού, έτσι και οι γλώσσες τους. Πλανιούνται όσοι λένε «Το στόμα μας είναι σε εμάς», ώστε να λέμε ό,τι θέλουμε χωρίς να υποκείμεθα στην κρίση του Θεού ή χωρίς να διατελούμε κάτω από τους περιορισμούς της πρόνοιάς του και της δύναμής του.
(3)  «Δεν προφήτευσε επειδή ήταν άξιος, αλλά επειδή ήταν αρχιερέας του έτους εκείνου. Όχι λόγω προσωπικής του αρετής, αλλά λόγω του αρχιερατικού αξιώματος» (Ζ). Ο Καϊάφας προφήτευσε όχι ως απλός αρχιερέας, αλλά ως αρχιερέας του έτους εκείνου (g). Οι Ιουδαίοι απέδιδαν σε κάποιο βαθμό προφητική ιδιότητα στον αρχιερέα, όταν ντυμένος ζητούσε από τον Ιεχωβά τα σχετικά με τη σωτηρία (Εξόδ. κη 30,31,Λευϊτ. η 8,9,Αρ. κζ 21). Του έτους εκείνου του περίφημου, το οποίο είχε προοριστεί ως έτος κατά το οποίο θα σημειωνόταν τόσο άφθονα η έκχυση των δωρεών του Αγίου Πνεύματος.
(4)  Αυθεντική γραφή: επροφήτευσε, που είναι πιο σωστή. Η αύξηση πρέπει να μπαίνει πριν την πρόθεση, διότι δεν υπάρχει το απλό ρήμα φητεύω.
«Ο Καϊάφας είπε αυτό που είπε από παράνομη μεν διάθεση· όμως ο λόγος έγινε ερμηνευτικός πράγματος αληθινού αφού εκφράστηκε με τη μορφή προφητείας. Διότι προαναγγέλλει πόσων αγαθών έγινε αίτιος ο θάνατος του Χριστού, λέγοντας αυτό που δεν γνώριζε» (Κ).
«Όχι όποιος προφητεύει, εκείνος είναι προφήτης… Αν λοιπόν είναι μεν κάποιος προφήτης, οπωσδήποτε προφητεύει, αν όμως κάποιος προφητεύει, δεν είναι οπωσδήποτε προφήτης… Διότι από αυτά που έχουν γραφτεί για τον Καϊάφα, ο οποίος προφήτευσε για τον Σωτήρα, μπορούμε να πούμε ότι και μοχθηρή ψυχή είναι ενδεχόμενο κάποτε να προφητεύει» (Ω). Στον Καϊάφα λοιπόν «το στόμα μόνο χρησιμοποίησε η χάρις, την μιαρή καρδιά όμως δεν την άγγιξε» (Χ). Οι λόγοι της προφητείας στο στόμα δεν αποτελούν αλάνθαστη απόδειξη ότι βρίσκεται και η χάρη στην καρδιά.
«Και δοξάζει (ο Καϊάφας) το Θεό όπως ο Βαλαάμ εξαναγκαζόμενος, επειδή ακριβώς είχε το ιερατικό αξίωμα, οπότε η προφητεία δεν δόθηκε σε αυτόν, αλλά στο σχήμα της ιερωσύνης» (Κ). Η διαφορά με την προφητεία του Βαλαάμ είναι ότι ο μεν Καϊάφας προφήτευσε ασυνείδητα, ενώ ο Βαλαάμ παρά τη θέλησή του (ο). Χωρίς να αποδίδει μόνιμο προφητικό χάρισμα στον Καϊάφα ο Ιωάννης λέει απλώς, ότι κατά την υπέρτατη αυτή στιγμή και για την θεοκρατία και για την ανθρωπότητα, όχι χωρίς επέμβαση της θείας ενέργειας διακηρύχτηκε από αυτόν το μυστηριώδες σχέδιο του Θεού κάτω από τη μορφή απεχθέστατου αξιώματος. Ως προς την αναξιότητα του Καϊάφα θα μπορούσε να παρατηρηθεί, ότι τίποτα δεν είναι πιο αντάξιο του Αγίου Πνεύματος από το να καταδικάζει το ξεπεσμένο όργανό του να εξαγγείλει την θεία αλήθεια, τη στιγμή που μιλά ως όργανο των δικών του συμφερόντων (g). Ο Θεός μπορεί να χρησιμοποιεί πονηρούς ανθρώπους ως όργανα των δικών του σκοπών, πολλές φορές παρά τις προθέσεις τους, διότι κατέχει αυτούς όχι μόνο με κάποια αλυσίδα, ώστε να συγκρατεί αυτούς, για να μην διαπράττουν τις υπερβολές του κακού που σχεδιάζουν, αλλά και με χαλινάρι, ώστε να τους κατευθύνει όπου αυτός θέλει.
(5)  Υπονοεί αυτό που είναι αναπόφευκτο κατά τρόπο και προδιατεταγμένο και προορισμένο (β).
(6)  Προτιμά ο Ιωάννης τον όρο αυτόν ίσως, για να υπαινιχθεί, ότι οι Ιουδαίοι απορρίπτοντας τον Ιησού αποξενώθηκαν από τα προνόμια που είχαν ως λαός του Θεού (β).

52 καὶ οὐχ ὑπὲρ τοῦ ἔθνους μόνον(1), ἀλλ' ἵνα καὶ τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ(2) τὰ διεσκορπισμένα(3) συναγάγῃ εἰς ἕν(4).
52 κι όχι μόνο για χάρη του έθνους, αλλά για να συνάξει σε μια ενότητα και τα διασκορπισμένα παιδιά του Θεού.
(1)  «Ο μεν Καϊάφας λοιπόν έλεγε ότι ο θάνατος του Χριστού θα γίνει μόνο χάριν των Ιουδαίων, ενώ ο ευαγγελιστής λέει ότι έγινε αυτός για όλη την ανθρωπότητα» (Κ). Ο Ιωάννης παντού προλαβαίνει το ενδεχόμενο παρερμηνείας. Στο παρόν χωρίο με την προσθήκη του αποβλέπει στο να μην συμπεράνει κάποιος από τα λόγια του Καϊάφα, ότι ο Ιησούς πέθανε μόνο για τους Ιουδαίους (b). Ήταν όμως φυσικό σε ευαγγέλιο που γράφτηκε σε περιβάλλον ελληνικό και για Έλληνες αναγνώστες να δοθεί η εξήγηση αυτή (β).
(2)  «Ο ευαγγελιστής ονομάζει τα έθνη παιδιά του Θεού από αυτό που πρόκειται να γίνει» (Ζ).
(3)  Στον παρόντα στίχο αναφέρεται πιθανότατα και το χωρίο της Διδαχής θ 4: «Όπως αυτό το κομμάτι του άρτου ήταν σκορπισμένο πάνω στα βουνά και αφού συγκεντρώθηκε έγινε ένα, έτσι να συγκεντρωθεί η Εκκλησία σου από τα πέρατα της γης στη βασιλεία σου».
(4)  «Ποίμνιο» (Ζ) ή σώμα. «Διότι έκανε ένα σώμα αυτούς που βρίσκονταν κοντά και μακριά, και αυτός που κάθεται στη Ρώμη θεωρεί ότι οι Ινδοί είναι μέλος δικό του» (Χ). Για την ενότητα αυτή και τη φύση της δες Ιω. ιζ 21 και Εφεσ. β 14. Ο Κύριος πέθανε για να συγκεντρώσει εκείνους, οι οποίοι πλανιούνταν, και να συγκεντρώσει αυτούς σε ένα. Πέθανε για να καλέσει προς τον εαυτό του εκείνους, οι οποίοι βρίσκονταν μακριά του και να ενώσει και μεταξύ τους εκείνους, οι οποίοι βρίσκονταν απομακρυσμένοι και χωρισμένοι μεταξύ τους. Ο Κύριος λοιπόν με το θάνατό του έγινε ο μέγας μαγνήτης των καρδιών μας. Διότι για αυτό ακριβώς υψώθηκε στο σταυρό, για να μας ελκύσει όλους στον εαυτό του. Η επιστροφή των ψυχών είναι η συγκέντρωση αυτών στο Χριστό ως κυβερνήτη και καταφυγή τους. Έγινε επίσης με το θάνατό του ο Κύριος το μέγα κέντρο της ένωσής μας μεταξύ μας. Όλοι γίνονται ένα μαζί του. Ένα σώμα, ένα πνεύμα και ένα μεταξύ τους. Όλοι οι άγιοι παντού και σε όλες τις εποχές συναντιούνται στο Χριστό όπως όλα τα μέλη συναντιούνται στο κεφάλι τους και όπως όλα τα κλαδιά στη ρίζα τους.

53 Ἀπ' ἐκείνης οὖν(1) τῆς ἡμέρας συνεβουλεύσαντο(2) ἵνα ἀποκτείνωσιν αὐτόν.
53 Από εκείνη λοιπόν την ημέρα αποφάσισαν να τον θανατώσουν.
(1)  Υποδηλώνει αυτό ότι η πρόταση του Καϊάφα έγινε δεκτή πιθανώς σιωπηρά και χωρίς ψηφοφορία. Η απόφασή τους ήλθε ως συνέπεια της συμβουλής του Καϊάφα. «Όπως ακριβώς κάποιοι από τους ετεροδόξους παρανοούν το νόημα της γραφής, έτσι οι Φαρισαίοι αυτό που ειπώθηκε από τον Καϊάφα το παίρνουν σύμφωνα με το δικό τους νου» (Ω).
(2)  «Δηλαδή αυτό ακριβώς που φαινόταν καλό στον καθένα χωριστά, άρεσε σε όλους μαζί» (Κ). «Βεβαίως και προηγουμένως ζητούσαν να τον φονεύσουν όπως προειπώθηκε (Ιω. ε 18,ζ 19)· αλλά τώρα επικύρωσαν την άποψη με συμβουλή και σύσκεψη» (Ζ). Υπάρχει και η γραφή εβουλεύσαντο=έλαβαν απόφαση. Πονηροί άνθρωποι στηρίζουν και ενθαρρύνουν τους εαυτούς τους και άλλους σε πονηρές ενέργειες με τις συσκέψεις και συζητήσεις τους. Και διεφθαρμένες διάνοιες αποβάλλουν κάθε χαλινάρι στις κακές τους σκέψεις, όταν συναντιούνται με άλλες διεφθαρμένες διάνοιες. Τότε η κακία και το έγκλημα το οποίο προηγουμένως φαινόταν σε αυτούς απραγματοποίητο, παρουσιάζεται σε αυτούς όχι μόνο δυνατό αλλά και εύκολο.

54 Ἰησοῦς οὖν(1) οὐκέτι παρρησίᾳ(2) περιεπάτει(3) ἐν τοῖς Ἰουδαίοις(4), ἀλλὰ ἀπῆλθεν(5) ἐκεῖθεν εἰς τὴν χώραν ἐγγὺς τῆς ἐρήμου(6), εἰς Ἐφραὶμ λεγομένην πόλιν(7), κἀκεῖ διέτριβε μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ(8).
54 Γι’ αυτό ο Ιησούς δεν κυκλοφορούσε πια ελεύθερα ανάμεσα στους Ιουδαίους, αλλά έφυγε από ’κει και πήγε στην περιοχή κοντά στην έρημο, σε μια πόλη που λεγόταν Εφραίμ. Εκεί έμενε μαζί με τους μαθητές του.
(1)  Λόγω των κακών σχεδίων και των κακών προθέσεων των εχθρών του. Η αναχώρηση αυτή του Ιησού επήλθε ως συνέπεια της παραπάνω απόφασης του συνεδρίου.
(2)  «Φανερά» (Ζ). Κυρίως σημαίνει η λέξη την ελευθεροστομία, οπότε η έννοια είναι: με φανερή ελευθερία όχι μόνο στην άσκηση του λόγου, αλλά και στην προσωπική παρουσία κάποιου (ο). Ο τρόπος που προσφέρεται κάποιος στους ανθρώπους, με τον οποίο είναι σε όλους φανερός (G).
(3)  Δες ζ 1.
(4)  =Μεταξύ των Ιουδαίων που είχαν εχθρικές διαθέσεις προς αυτόν. Δες α 19,ε 10.
(5)  «Πάλι με ανθρώπινο τρόπο σώζει τον εαυτό του και το κάνει αυτό συνεχώς» (Χ).
«Υποχωρεί όχι επειδή δείλιασε, αλλά για να μην δώσει την εντύπωση ότι τους ερεθίζει με το να τον βλέπουν, παρόλο που είχαν φονικές διαθέσεις. Διδάσκει όμως και εμάς να υποχωρούμε στις εξάψεις αυτών που οργίζονται και να μην ρίχνουμε τους εαυτούς μας στους κινδύνους» (Κ).  
«Έφυγε αναμένοντας τον κατάλληλο καιρό του πάθους» (αμ).
«Διότι είναι μεν καλό αν πέσουμε στον αγώνα του να ομολογήσουμε τον Ιησού, να μην απαρνούμαστε την ομολογία… αλλά όχι μικρότερο από αυτό καλό είναι, και το να μην δίνουμε αφορμή σε αυτόν τον τόσο μεγάλο πειρασμό, αλλά με κάθε τρόπο να αποφεύγουμε αυτόν, όχι μόνο διότι είναι άγνωστη σε εμάς η έκβαση αυτού του πειρασμού, αλλά και για να μην γίνουμε εμείς αιτία του να γίνουν αμαρτωλότεροι και ασεβέστεροι αυτοί που… έγιναν ένοχοι για το χύσιμο του αίματός μας» (Ω).
(6)  Η έρημος αυτή είναι σύμφωνα με τον Lange η δυτική εσχατιά της άγονης άκρης, με την οποία το οροπέδιο των βουνών της φυλής Βενιαμίν χωρίζεται σε όλο του το μήκος από την κοιλάδα του Ιορδάνη και τη Νεκρά θάλασσα. Από το μέρος αυτό ο Ιησούς μπορούσε ανάλογα με το τι ήθελε πλησιάζοντας το Πάσχα ή να συνενωθεί μαζί με τους προσκυνητές της Γαλιλαίας, οι οποίοι πήγαιναν κατ’ ευθείαν στην Ιερουσαλήμ μέσω της Σαμάρειας, ή να κατεβεί στην Ιεριχώ, στην πεδιάδα του Ιορδάνη και να ακολουθήσει το καραβάνι, το οποίο ερχόταν από την Περαία (g).
(7)  Δεν αναφέρεται αλλού στην Κ.Δ. Αναφέρεται από τον Ιώσηπο (Ιουδ. Πολ. 4,9,9) σε συνέχεια μαζί με την ορεινή στα βόρεια των Ιεροσολύμων ως μικρή πόλη και συνδεδεμένη με την Βαιθήλ όπως και στο Β΄Παρ. ιγ 19, όπου ονομάζεται Εφρών. Ταυτίζεται γενικά με την Ελ-Ταγιβέχ, που βρίσκεται 4 μίλια βορειοανατολικά της Βαιθήλ (β). Σύμφωνα με τον Ευσέβιο βρισκόταν 8 ρωμαϊκά μίλια, ενώ κατά τον Ιερώνυμο 20 βορειοανατολικά των Ιεροσολύμων (g).
(8)  Η (μετά) δεν είναι συνώνυμη με την (συν)=ανάμεσα στην συντροφιά των μαθητών του, και όχι μόνος· ήταν μαζί τους (g). «Και δεν πήγε βεβαίως εκεί μόνος, αλλά πήρε μαζί του και τους μαθητές, για να μην δώσει καμία αφορμή σε αυτούς που τον ζητούσαν» (Ω). Υπάρχει και η γραφή: κακεί έμεινε μετά των μαθητών, όπου αποσιωπείται και το αὐτοῦ.

55 Ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ πάσχα τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβησαν πολλοὶ εἰς Ἱεροσόλυμα ἐκ τῆς χώρας(1) πρὸ τοῦ πάσχα ἵνα ἁγνίσωσιν(2) ἑαυτούς.
55 Πλησίαζε όμως το Πάσχα των Ιουδαίων. Και πολλοί απ’ όλη τη χώρα ανέβηκαν στα Ιεροσόλυμα πριν από το Πάσχα, για να τελέσουν τους καθορισμένους καθαρμούς.
(1)  Δεν αναφέρεται ειδικά στη χώρα, όπου βρισκόταν και η Εφραίμ, αλλά σε όλη την Ιουδαία και Γαλιλαία σε αντίθεση με την πρωτεύουσα.
(2)  «Εξαγνίζονταν από πριν σύμφωνα με παλαιά συνήθεια αυτοί που είχαν διαπράξει θελημένα ή αθέλητα αμαρτήματα» (Κ). Ο νόμος δεν καθόριζε ειδικές καθάρσεις πριν το Πάσχα, αλλά σε πολλά σημεία της Π.Δ. ορίζεται να εξαγνίζεται ο λαός στις παραμονές σοβαρών περιπτώσεων (Γε. λε 2,Εξ. ιθ 10,11 κτλ.). Για αυτό και το μέτρο αυτό εφαρμόστηκε και στη γιορτή του Πάσχα (Β΄Παρ. λ 16-20) (g). Δες στο ιη 28 για την σοβαρότητα που αποδιδόταν στον τελετουργικό εξαγνισμό. Δες και Πράξ. κα 24 (β).

56 Ἐζήτουν οὖν τὸν Ἰησοῦν(1) καὶ ἔλεγον μετ' ἀλλήλων ἐν τῷ ἱερῷ(2) ἑστηκότες(3)· τί δοκεῖ ὑμῖν, ὅτι οὐ μὴ ἔλθῃ εἰς τὴν ἑορτήν(4);
56 Αναζητούσαν, λοιπόν, τον Ιησού, κι εκεί που στέκονταν, στο χώρο του ναού, έλεγαν μεταξύ τους: «Τι νομίζετε, δε θα ’ρθει στη γιορτή;»
(1)  Όπως και άλλοτε με ευκαιρία τη γιορτή της σκηνοπηγίας (ζ 12). Την περιέργειά τους αύξησε τώρα η φήμη από το θαύμα του Λαζάρου. Για τις προθέσεις των προσκυνητών αυτών υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Ή, λιγότερο πιθανή, «θαυμαστός εξαγνισμός με αιμοβόρα πρόθεση, με σκέψη για ανθρωποκτονία, με χέρια ματωμένα» (Χ). «Διότι τη γιορτή την έκαναν παγίδα για αυτόν» (Ζ). Ή, πιο σωστά, οι επαρχιώτες αυτοί επιθυμούσαν να δουν και να ακούσουν τον Ιησού, όπως και άλλοτε, έχοντας όμως υπ’ όψη τα ληφθέντα μέτρα για σύλληψή του, εξέφραζαν αμφιβολία για το αν θα ερχόταν.
(2)  Στις αυλές ή κάτω από τις στοές του ναού (F), όπου επρόκειτο να διεξαχθούν και οι τελετές της κάθαρσης και του εξαγνισμού τους (μ).
(3)  Στη στάση της αναμονής (g).
(4)  Πιο φυσικό είναι να χωρίσουμε τις δύο προτάσεις σε δύο χωρισμένες μεταξύ τους ερωτήσεις (g)= Τι νομίζετε; Νομίζετε ότι δεν θα έλθει; (b).

57 Δεδώκεισαν δὲ καὶ(1) οἱ ἀρχιερεῖς(2) καὶ οἱ Φαρισαῖοι(3) ἐντολὴν(4) ἵνα ἐάν τις γνῷ ποῦ ἐστι, μηνύσῃ(5), ὅπως πιάσωσιν αὐτόν(6).
57 Μάλιστα οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι είχαν δώσει εντολές, αν μάθει κανείς πού είναι, να ειδοποιήσει για να τον συλλάβουν.
(1)  Δεν μαρτυρείται από πολλούς μεγαλογράμματους κώδικες. Δεν φαίνεται αυθεντικό, οπότε ο σ. αυτός εκφράζει το λόγο, για τον οποίο ο λαός εξέφραζε αμφιβολίες για το να θα ερχόταν ο Ιησούς. Εάν δεχτούμε το (και) ως αυθεντικό, τότε στους λόγους, για τους οποίους ο λαός εξέφραζε τέτοιες αμφιβολίες και οι οποίοι βασίζονταν πιθανότατα στην αργοπορία του Ιησού να εμφανιστεί στο συνηθισμένο τόπο, προστίθεται και άλλη αιτία, που έκανε απίθανη την έλευση του Ιησού.
(2)  Μπαίνουν πρώτοι διότι είχαν την εξουσία να εκδίδουν τέτοιες εντολές.
(3)  Ακολουθούν και οι Φαρισαίοι ως οι πραγματικοί υποκινητές, αυτοί που ξεσήκωσαν τους αρχιερείς. Δες ζ 45 (g)
(4)  Πιθανώς η εντολή αυτή κυκλοφόρησε κυρίως μεταξύ των εμπίστων, των εχθρών του Ιησού. Εάν δεχτούμε ότι η εντολή αυτή δημοσιεύτηκε, τότε νωρίς παραθεωρήθηκε, διότι αλλιώς δεν θα εξηγούνταν, πώς ο Ιησούς κατά την εβδομάδα του πάθους μπήκε επίσημα στα Ιεροσόλυμα και παρέμεινε στη Βηθανία και τα Ιεροσόλυμα για πέντε ολόκληρες ημέρες, χωρίς κανείς να καταγγείλει τον τόπο της διαμονής του (ο). Υπάρχει και η γραφή: εντολάς.
(5)  Μηνύω=κάνω το κρυφό φανερό, γνωστό· και με γενική έννοια δείχνω, αναφέρω που είναι (G). Έτσι ο Κύριος παρουσιάστηκε στο λαό ως επιβλαβής και επικίνδυνος, ως εκτός του νόμου, τον οποίο ο καθένας θα μπορούσε να πλήξει. Και ο Σαούλ στο παρελθόν τέτοια εντολή είχε δώσει για τον Δαβίδ, όπως και ο Αχαάβ για τον Ηλία. Ασφαλώς επιβαρύνουν την ενοχή τους και κάνουν πιο ολέθριο το έγκλημά τους οι κακοί άρχοντες, όταν καθιστούν τους υφισταμένους τους όργανα της αδικίας και κακίας τους. Δες και εδώ πώς οι Φαρισαίοι επιζητούν να καταστήσουν και τους άλλους συνενόχους των φονικών τους αποφάσεων.
(6)  «Είναι θαυμαστή η εντολή των αρχιερέων, προδοσία για θάνατο. Ω οι ανίεροι! Πώς ξεκινούν να τιμούν τη γιορτή! Με τι ψυχές, που έπνεαν φόνο, πρόκειται να γιορτάζουν» (Ζ).

(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 397-434 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940

Η αγάπη του Θεού.

55. Τα νέφη του κακού, το ένα σκοτεινότερο από το άλλο, σωρεύονται κάποτε πάνω από την ψυχή μας. Είναι κάτι το αναπόφευκτο. Αλλά είναι κινούμενα νέφη και περαστικά. Δε θα μείνουν οριστικά εκεί, όπως συμβαίνει και με τα σύννεφα του υλικού ορίζοντος. Θα επακολουθήση η ευδία. Και ο Ήλιος της Δικαιοσύνης θα ξαναλάμψη στην ψυχή και θα την ξαναθερμάνη.

73. Όταν λέμε «Πάτερ ημών», ας θυμόμαστε και ας πιστεύουμε ότι ο Ουράνιος Πατέρας μας ποτέ δεν μας ξεχνά και ποτέ δεν θα μας ξεχάση, αφού και ένας γήινος καλός πατέρας ποτέ δεν ξεχνά και ποτέ δεν περιφρονεί τα παιδιά του. « Οίδεν ο Πατήρ υμών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων» (Ματθ. στ΄ 32). Βάλε αυτά τα λόγια στην καρδιά σου . Θυμήσου ότι ο Ουράνιος Πατέρας σε περιβάλλει αδιάκοπα με στοργή και φροντίδα και ότι δεν λέγεται Πατέρας σου χωρίς αιτία. Πατέρας δεν είναι μια κενή λέξις , χωρίς εννοια και δύναμη. Είναι μία λέξις γεμάτη από έννοια και δύναμι.
512. Σαν τους νεοσσούς που βρίσκονται κάτω από τα φτερά της μητέρας τους, έτσι και όλο το σύμπαν , οι τάξεις των Αγγέλων, των ανθρώπων, των αλόγων ζώων , όλων των υλικών κόσμων, βρίσκονται υπό τας πτέρυγας του Κυρίου. Αυτός φωτίζει και θερμαίνει τα πάντα, αλλά με το πνευματικό φως και άλλα με το κτιστό φως. Και όπως το πουλί – μητέρα ακούει τους κρωγμούς των νεοσσών της που βρίσκονται κάτω από τα δικά της φτερά, έτσι και ο Κύριος ακούει τις δεήσεις μας , τους ύμνους μας, τους στεναγμούς μας και βλέπει όλες τις ανάγκες μας. Όλοι είμαστε υπό τας πτέρυγας της αγάπης του.
257. Η καρδιά πλάσθηκε για να είναι κατοικητήριο του Πνεύματος. Μην τη μολύνεις με τις σαρκικές ροπές και τα σκοτεινά πάθη. Η καρδιά είναι ναός του Θεού. «Ει τις τον ναό του Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ο Θεός» ( Α΄Κορ. Γ΄17)
650. « Μη επιλήσεται γυνή του παιδίου αυτής του μη ελεήσαι τα έκγονα της κοιλίας αυτής; Ει δε και ταύτα επιλάθοιτο γυνή, άλλ’ εγώ ουκ επιλήσομαί σου, είπε Κύριος» (Ης. Μθ 15). Υπάρχει στον κόσμο αγάπη μεγαλύτερη από την αγάπη της μάνας ; είναι δυνατόν μια μητέρα να μη λυπηθή το παιδί της , να το ξεχάση; Ας υποθέσουμε ότι αυτό το απίθανο πράγμα συμβαίνει. Αλλά εγώ- λέγει ο Κύριος-σας έχω αγάπη που υπερβαίνει απείρως την αγάπη της μητέρας προς το παιδί της. Εγώ ποτέ δεν θα σας ξεχάσω και δεν θα σας παραπετάξω. Τι πεποίθηση, τι ελπίδα ο Ίδιος ο Κύριος μας εμπνέει μ’ αυτά του τα λόγια ως προς την Πρόνοιά του, που πάντοτε γνοιάζεται για μας και ποτέ δεν μας εγκαταλείπει!
662. Τι σημαίνει η ακηδία που μας πιάνει κάποτε κατά τη διάρκεια της προσευχής ή άλλου θεαρέστου έργου; Σημαίνει ότι η χάρις του Κυρίου μας αφήνει. Και ο Κύριος το κάνει αυτό όχι γιατί έπαυσε να μας αγαπά, αλλά ακριβώς για το αντίθετο: θέλει να δείξουμε στα πράγματα τη δική μας καλή προαίρεσι. Άλλοτε, η θεία χάρις μας υποβαστάζει όπως η μητέρα το μικρό παιδί της. « Έπι χειρών αίρει ημάς» ( Ψαλμ. 7΄12). Τότε , μας είναι διπλά εύκολο να ασκούμε την αρετή. Άλλοτε όμως μας αφήνει να βγούμε μόνοι μας από την ακηδία και με τα έργα μας να αξιωθούμε αυτή τη χάρι. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ας λέμε με υπομονή για τον Κύριο: « Ο Κύριος έδωκε (δηλαδή τη χάρι του), ο Κύριος αφείλατο είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον» ( Ιώβ α΄21).

(εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 2016 )


κα. Είπε ο Αββάς Αντώνιος : « Σκέφτομαι ότι το σώμα έχει μια φυσική κίνηση, όπου είναι συνυφασμένη μ’ αυτό. Αλλά δεν ενεργεί, όταν δεν θέλη η ψυχή. Και είναι σαν μια απαθής κίνηση στο σώμα. Υπάρχει δε και μια άλλη κίνηση. Αυτή προέρχεται από το ότι τρέφεται και θάλπεται το σώμα, τρώγοντας και πίνοντας. Εξ αιτίας αυτού, το ζεστό αίμα οιστρηλατεί το σώμα προς ενέργεια. Γι’ αυτό και έλεγε ο απόστολος : "Μη μεθύσκεσθε οίνω, εν ώ έστιν ασωτία. Και πάλι ο Κύριος στο Ευαγγέλιο, εντελλόμενος στους μαθητές του, είπε: «Βλέπετε μήπως βαρυνθώσιν υμών αι καρδίαι εν κραιπάλη και μέθη» . Υπάρχει δε και μια ακόμη κίνηση σε όσους αγωνίζονται, όπου συμβαίνει με αιτία την επιβουλή και τον φθόνο δαιμόνων. Έτσι, πρέπει να ξέρουμε, ότι τρεις σωματικές κινήσεις υπάρχουν : Μια, φυσική. Άλλη, που προέρχεται από την απροσεξία στη διατροφή μας. Και τρίτη, από τους δαίμονες ».
κβ. Είπε πάλι : « Ο Θεός δεν επιτρέπει τους πειρασμούς σ’ αυτήν εδώ τη γενεά, όπως συνέβαινε στις παλαιές γενεές. Γιατί γνωρίζει ότι οι άνθρωποι, τώρα, είναι αδύνατοι και δεν αντέχουν ».
κγ . Στον Αββά Αντώνιο, ενώ βρισκόταν στην έρημο, φανερώθηκε το εξής : « Στην πόλη υπάρχει κάποιος όμοιος σου, γιατρός στο επάγγελμα, όπου ό,τι του περισσεύει το δίνει σε όσους έχουν ανάγκη και όλη τη μέρα ψάλλει τον τρισάγιο ύμνο μαζί με τους Αγγέλους ».
κδ. Είπε ο Αββάς Αντώνιος : « Έρχεται καιρός όπου οι άνθρωποι θα παραλογίζονται. Και αν δουν κάποιον να μη παραλογίζεται, θα ξεσηκωθούν εναντίον του, λέγοντας : « Συ είσαι παράλογος. Και αυτό θα συμβεί, γιατί δεν θα είναι όμοιος τους ».
κε. Κάποιοι αδελφοί πήγαν στον Αββά Αντώνιο και του ανέφεραν ένα ρητό από το Λευϊτικο. Βγήκε λοιπόν ο γέρων στην έρημο και τον ακολούθησε ο Αββάς Αμμωνάς κρυφά, γνωρίζοντας τη συνήθειά του. Ο γέρων απομακρύνθηκε πολύ, στάθηκε για προσευχή και φώναξε δυνατά « Θεέ μου, στείλε μου τον Μωϋσή να μου εξηγήσει αυτό το ρητό ». Και ακούσθηκε φωνή, όπου μιλούσε μαζί του. Είπε λοιπόν ο Αββάς Αμμωνάς : « Τη φωνή όπου μιλούσε μαζί του, την άκουσα. Άλλα το νόημα του λόγου δεν το έμαθα».
κστ. Τρεις από τους πατέρες είχαν τη συνήθεια να πηγαίνουν κάθε χρονιά στον μακάριο Αντώνιο. Και οι μεν δυο τον ρωτούσαν σχετικά με τους λογισμούς και τη σωτηρία της ψυχής. Ο άλλος όμως σιωπούσε πάντα, μη ρωτώντας τίποτε. Μετά λοιπόν από πολύ καιρό, του λέγει ο Αββάς Αντώνιος : « Τόσο καιρό έρχεσαι εδώ και τίποτε δεν με ρωτάς ». Και εκείνος του αποκρίνεται και του λέγει : « Μου αρκεί μόνο να σε βλέπω, πάτερ ».
κζ. Έλεγαν, ότι κάποιος από τους γέροντες ζήτησε τη χάρη από τον Θεό να δη τους πατέρες. Και τους είδε, χωρίς τον Αββά Αντώνιο. Λέγει λοιπόν στον Άγγελο που τους έδειχνε : « Που είναι ο Αββάς Αντώνιος ;». Και εκείνος του αποκρίνεται : «Στον τόπο όπου , βρίσκεται ο Θεός, εκεί είναι».
κη . Συκοφαντήθηκε κάποιος αδελφός σε Κοινόβιο για σαρκικό αμάρτημα. Σηκώθηκε λοιπόν και πήγε στον Αββά Αντώνιο. Και ήλθαν οι αδελφοί από το Κοινόβιο, να τον συνεφέρουν και να τον παραλάβουν. Και άρχισαν να τον κατηγορούν, λέγοντας ότι έτσι είχε πράξει. Εκείνος όμως απαντούσε απολογούμενος και έλεγε : « Δεν έκαμα τέτοιο πράγμα ». Έτυχε δε εκεί και ο Αββάς Παφνούτιος ο Κεφαλάς και είπε την εξής παραβολή : « Είδα στην ακροποταμιά έναν άνθρωπο χωμένο στη λάσπη έως τα γόνατα του. Και σαν ήλθαν μερικοί να του δώσουν χέρι, τον βούλιαξαν έως τον λαιμό ». Και τους λέγει ο Αββάς Αντώνιος για τον Αββά Παφνούτιο : « Να άνθρωπος αληθινός, όπου μπορεί να γιατρέψει και να σώσει ψυχές ». Τότε εκείνοι κατανύχθηκαν με τα λόγια των γερόντων και έβαλαν μετάνοια στον αδελφό. Και στηριγμένοι από τους πατέρες, πήραν τον αδελφό στο Κοινόβιο.
κθ. Έλεγαν μερικοί για τον Αββά Αντώνιο, ότι τον φώτιζε σε όλα το Άγιο Πνεύμα, αλλά δεν ήθελε να μιλά, εξ΄ αιτίας των ανθρώπων. Γιατί και όσα γίνονταν στον κόσμο και όσα έμελλαν να συμβούν, τα γνώριζε.
λ. Κάποτε ο Αββάς Αντώνιος έλαβε γράμμα του βασιλέως Κωνσταντίνου, όπου τον καλούσε να πάη στην Κωνσταντινούπολη. Σκεπτόταν λοιπόν τί να κάμη. Και λέγει στον Αββά Παύλο, τον μαθητή του : « Τί λες, να πάω ;» Και εκείνος του αποκρίνεται : « Αν πας, θα λέγεσαι Αντώνιος. Αν δεν πας, Αββάς Αντώνιος ».
λα. Είπε ο Αββάς Αντώνιος : « Εγώ δεν φοβάμαι πια τον Θεό, αλλά τον αγαπώ. Γιατί, καθώς λέγει η Γραφή, « η αγάπη έξω εκβάλλει τον φόβο ».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 14-16)

«Τω τον φόρον τον φόρον...». 
- Γέροντα, όταν αγοράζουμε κάτι για το Μοναστήρι, μερικοί δεν δέχονται να μας κόψουν τιμολόγιο. Τί να κάνουμε;
- Τιμολόγια να σάς κόβουν πάντοτε και εσείς να κόψετε τις απαιτήσεις σας. Να περιορίσετε τις ανάγκες σας και να φτιάχνετε μόνον ό,τι είναι απαραίτητο. Εγώ έτσι θα έκανα. Θα τα στείλη ο Θεός. Αν εμείς οι μοναχοί ζητάμε να μη μας κόβουν τιμολόγια, κάνουμε και τους άλλους να αμαρτάνουν. Λένε: «Αφού έτσι κάνουν τα Μο-ναστήρια...» Αν εμείς που θέλουμε να τηρήσουμε τις εντολές, κινούμαστε έτσι, ξέρετε πόσο σκανδαλίζουμε; «Τω τον φόρον τον φόρον», λέει η Γραφή. Εγώ, όταν στέλνω γράμμα όχι με το ταχυδρομείο αλλά με άνθρωπο, πάλι βάζω τα γραμματόσημα. Οι κοσμικοί δικαιολογούν τον εαυτό τους, αλλά και τα Μοναστήρια, αν κινούνται έτσι, δεν έχουν ειλικρίνεια και πάει το Ευαγγέλιο στην άκρη... Όταν δεν δίνουμε τα υλικά πράγματα -, αν σού αφαιρέση ένας τον χιτώνα, άφησε και το ιμάτιο»42 -, κάνουμε αρνητικό κήρυγμα και οι κοσμικοί μετά δικαιολογούν τις πτώσεις τους. Κοιτάζουν να βρουν κάτι, για να αναπαύσουν λίγο την συνείδησή τους. Να προσέχουμε, γιατί θα είμαστε αναπολόγητοι την ημέρα της Κρίσεως. Σκοπός είναι εμείς να αμυνθούμε κυρίως στα πνευματικά και όχι μόνο στα υλικά. Όταν για κάποιο λόγο δεν σάς κόβουν τιμολόγια, να το θεωρήτε ζημιά πνευματική.
- Συμβαίνει καμμιά φορά, Γέροντα, να δώση κάποιος ένα μικρό ποσό ως δωρεά και να ζητήση απόδειξη για μεγαλύτερο. Τί να κάνουμε;
- Να πήτε: «Δεν κόβουμε αποδείξεις για μεγαλύτερο ποσό. Αν δεν θέλετε έτσι, να σάς επιστρέψουμε τα χρήματα, μήπως κάπου αλλού μπορούν να σάς εξυπηρετήσουν». Μη σάς κολλήση καμμιά τέτοια αρρώστια.
- Κάποιος μάστορας, Γέροντα, ζήτησε να τον απολύσουμε από την δουλειά, να μπή στο Ταμείο Ανεργίας και να συνεχίση να δουλεύη σ' εμάς.
- Όχι, βρέ παιδί, δεν είναι σωστό! Λίγη συνείδηση να έχη κανείς, δεν το κάνει αυτό! Δεν ταιριάζει σε Μοναστήρι να κάνη τέτοιο πράγμα! Προτιμότερο είναι, και ανάγκη να έχη το Μοναστήρι, να τον πληρώση διπλό μισθό, για να μην το κάνη. Τόσο βαρύ είναι! Η ευλογία φέρνει ευλογία και η αδικία φέρνει την καταστροφή. Αυτό πολύ να το προσέξετε. Ούτε να κάνετε παζάρια με τους μάστορες. Γι' αυτό μετά γίνονται πυρκαγιές και καταστροφές στα Μοναστήρια. Ένας υπάλληλος ορκίζεται να κάνη τίμια την δουλειά του. εμείς σαν μοναχοί δεν δίνουμε έναν τέτοιο όρκο αλλά διπλό, είναι πνευματική η υπόσχεση που δίνουμε καί, αν την παραβούμε, είναι διπλή η αμαρτία για μας. Προσέξτε να κρατήσετε μία ισοροπία, να υπάρχη κάτι διαφορετικό. Βλέπω μία πληγή να ωριμάζη. Θα σπάση, θα καθαρίση. Δεν δίνει την Χάρη Του ο Θεός σε λανθασμένη κατάσταση. Έτσι θα ήταν σαν να βοηθούσε τον διάβολο. Κοιτάξτε να υπάρχη ειλικρίνεια, τιμιότης. Αυτή η κατάσταση πάει σαν τον μεθυσμένο που τρικλίζει. Μπορεί να σταθή; Θα 'ρθει η οργή του Θεού. Θα δώσουμε εξετάσεις. Πρώτη φάση, θα χωρίση το μπακίρι από το χρυσάφι. Δεύτερη φάση, θα φανή πόσων καρατιών χρυσάφι είναι ο καθένας.
Ο κόσμος κινείται στην ψευτιά. Οι άνθρωποι γίνονται ψεύτες. Έχουν φτιάξει άλλη συνείδηση. Δεν μπορώ να γίνω ψεύτης, να αλλάξω εαυτό, επειδή το απαιτεί η κοινωνία. Καλύτερα να ταλαιπωρηθώ. Θέλει προσοχή να μην μπή κανείς σ' αυτήν την
κοσμική τροχιά. Αλλά και όλο το οικονομικό σύστημα που υπάρχει σήμερα, δεν βοηθάει καθόλου. Οι άνθρωποι αναγκάζονται να δηλώνουν λιγότερα κ.λπ. Μάλλωσα κάτι εφοριακούς που ήταν πιστοί άνθρωποι. «Τι κάνετε; τους είπα. Κοιτάξτε να κρατηθή λίγο προζύμι. Έχω υπ' όψιν μου γεγονότα πολλά! Ένας πάει στην Εφορία και λέει: «Έχω εισοδήματα ένα εκατομμύριο». Του βάζει ο εφοριακός ότι έχει τρία εκατομμύρια, γιατί υπάρχουν ορισμένοι που παρουσιάζουν το ένα τρίτο από τα εισοδήματά τους, όποτε με αυτό τους πιάνει όλους. Έτσι όμως, αν υπάρχη ένας ευσυνείδητος και εσείς τον κοπανάτε τριπλασιάζοντας τα έσοδά του, τον αναγκάζετε να γίνη κλέφτης. Δηλαδή, αντί να βοηθήσετε να αλλάξη λίγο η κατάσταση, κάνετε το αντιθετο». «Δεν καταλαβαίνουμε πότε μας λένε την αλήθεια», μου απαντούν. «Θα το καταλαβαίνετε, τους λέω, αν ζήτε πνευματικά. Τότε θα μπορήτε να κάνετε αυτήν την διάκριση. Θα σάς πληροφορή ο Θεός, για να καταλαβαίνετε».

(Λόγοι Α σελ. 92-95)

Αφού στ’ αλήθεια θέλεις να είμαι ευθύς και ειλικρινής μαζί σου , σου λέω καθαρά ότι δεν βρίσκω σωστό να εγκαταλείψεις την υπηρεσία σου στα ανάκτορα(προφανώς απευθύνεται σε αυλικό τσάρου), και να περιορίσεις τις δραστηριότητές σου σε μιαν άλλη ξέγνοιαστη και σχεδόν αμέριμνη απασχόληση. Θυμήσου την παραβολή των ταλάντων (Ματθ. 25:14-30 Λουκ. 19:11-27)
Λαμβάνοντας υπόψη την ευμένεια που ο τσάρος σου δείχνει, ποιος μπορεί ν’αμφιβάλλει ότι θα είσαι πολύ περισσότερο χρήσιμος στους συνανθρώπους σου ,αν μείνεις στη θέση που κατέχεις ;
<< Στη Βασιλική αυλή >>,λες, <<με κυριεύει η ματαιοδοξία>>. Είναι καλό που τη φοβάσαι. Αλλά μην επιτρέψεις στο φόβο να σου αφαιρέσει τη σύνεση. Κάνε δεκτή την προαγωγή σου με χαρά, αλλά και με ταπείνωση. Όχι σαν τροφή της υπερηφάνειας, αλλά σαν ευκαιρία διακονίας των άλλων ανθρώπων. Ν’ ακούς πάντοτε προσεκτικά τη φωνή της συνειδήσεως, που αντηχεί μέσα στην καρδιά σου ,και να εκτελείς πρόθυμα όσα αυτή σου υποδεικνύει .Τότε ότι η ψυχή σου θα είναι υγιής, όπως λέει ο όσιος Μάρκος, και θα βρεις μεγάλη ωφέλεια .Ο Θεός πάλι δεν θα σου αρνηθεί τη βοήθεια Του.
Όσο για αυτή την κοπέλα, που τόσο πολύ σε έχει εντυπωσιάσει, γιατί να μην παντρευτείς; Λες πως δεν ζητάς ούτε ομορφιά ούτε πλούτη, αλλά ευγένεια, νοημοσύνη και προπαντός πίστη στο Θεό. Η κυρία, στο σπίτι της οποίας συναντηθήκατε, επιβεβαιώνει την εντύπωση που σχημάτισες, ότι δηλαδή έχει όλα αυτά τα προσόντα ,συμπληρώνοντας μάλιστα ότι διαθέτει και αρκετή μόρφωση- όχι ασήμαντο προτέρημα για σύζυγο και μητέρα .
Δεν τολμώ όμως ν’ ασκήσω επάνω σου κάποια επιρροή σε ενα τοσο σπουδαιο ζητημα .Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σε εμπιστευτώ στο Θεό.Προσευχήσου να σου δώσει φώτιση για να <<διαβάσεις>> το θέλημα Του, και αφού το <<διαβάσεις>> να το αποδεχθείς.
Αν εκείνος συμφωνεί με αυτό το γάμο ,η επιθυμία σου θα αυξηθεί μετά την προσευχή. Σ’ αυτή την περίπτωση ,πήγαινε στην εκκλησία και ζήτησε από τον ιερέα μία παράκληση, με την οποία θα πάρεις και την ειδική για την περίπτωση ευλογία του Κυρίου και της Παναγίας μας .Μετά προχώρησε στην υλοποίηση του σκοπού σου χωρίς καθυστέρηση.
Αν όμως μετά την προσευχή η επιθυμία σου αδυνατίσει ,δέξου το σαν σημείο αποδοκιμασίας του Θεού. Και μην προχωρήσεις
* * *
Έχεις στα αλήθεια κερδίσει τη βαθύτατη συμπάθειά μου .Όμως η δική σου στάση απέναντι στο ατύχημα σου θ’ αποδειχθεί τελικά πιο ευεργετική για την επανάκτηση της ισορροπίας και της αυτοκυριαρχίας σου, από τα οποιαδήποτε δικά μου αισθήματα .Έχεις δίκιο: Eσύ ο ίδιος με τα χέρια σου ,έφτιαξες το σταυρό που πρέπει τώρα να σηκώσεις. Ένας άγιος είπε κάποτε <<Το ξύλο του σταυρού ,που τώρα σου τσακίζει την πλάτη με το βάρος του, πρώτα φύτρωσε στο χώμα της καρδιάς σου>>. Και είχε δίκιο.
Οι τιμωρίες είναι πάντα οδυνηρές .Αλλά όταν γίνονται δεκτές με ταπεινό φρόνημα ,μας φέρνουν πιο κοντά στο Θεό. Και τι άλλο μπορεί να μας ενδιαφέρει περισσότερο από αυτό;
Αν ,κάτω από όλες τις περιστάσεις, αποφεύγεις προσεκτικά τόσο την αυτοδικαίωση όσο και την απελπισία, ο Θεός θα σου χορηγεί την ευλογία του.
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ. 37-40)

ιγ. Κάποιος που κυνηγούσε στην έρημο άγρια ζώα, είδε τον Αββά Αντώνιο να αστειεύεται με τους αδελφούς και σκανδαλίσθηκε. Θέλοντας δε ο γέρων να τον διδάξη ότι είναι ανάγκη που και που να συγκαταβαίνη τίνας στους αδελφούς, του λέγει : « Βάλε μια σαΐτα στο τόξο σου και τέντωσε το». Το έκαμε εκείνος. Του λέγει : « Τέντωσε το πιο πολύ ». Και το τέντωσε. Και πάλι του λέγει : « Ακόμη πιο πολύ ». Του απαντά τότε ο κυνηγός : « Αν το τεντώσω υπερβολικά, θα σπάση το τόξο ». Και ο γέρων του λέγει : « Έτσι και στο έργο του Θεού. Αν τεντώσουμε υπερβολικά τη συμπεριφορά μας απέναντι στους αδελφούς, θα σπάσουν και αυτοί. Πρέπει λοιπόν που και που να συγκαταβαίνουμε στους αδελφούς ». Ακούοντας τα αυτά ο κυνηγός, ένοιωσε κατάνυξη. Και έφυγε πολύ ωφελημένος από τον γέροντα. Οι δε αδελφοί, στηριγμένοι, έφυγαν και πήγαν στον τόπο τους.
ιδ. Κάποιος μοναχός επαινέθηκε από τους αδελφούς στον Αββά Αντώνιο. Ο γέρων, όταν εκείνος ήλθε σ’ αυτόν, τον δοκίμασε αν υπομένη εξευτελισμό. Και διαπιστώνοντας ότι δεν αντέχει, του είπε : « Μοιάζεις με χωριό όπου μπροστά είναι περιποιημένο και στολισμένο, από πίσω δε το λεηλατούν ληστές ».
ιε . Ένας αδελφός είπε στον Αββά Αντώνιο: « Προσευχήσου για μένα ». Του λέγει ο γέρων : « Ούτε εγώ σε σπλαχνίζομαι ούτε ο Θεός, αν ο ίδιος δεν σπεύσης να παρακαλέσης τον Θεό ».
ιστ. Πήγαν κάποτε μερικοί γέροντες στον Αββά Αντώνιο και ήταν ο Αββάς Ιωσήφ μαζί του. Και θέλοντας ο γέρων να τους δοκιμάση, τους πρόβαλε ένα ρητό της Γραφής και άρχισε, από τους πιο νέους, να τους ρωτά για το νόημα του. Και καθένας απαντούσε, κατά τη δύναμη του. Ο δε γέρων έλεγε στον καθένα: « Δεν το βρήκες ». Ύστερα από όλους, λέγει στον Αββά Ιωσήφ: « Συ τί έχεις να πής πάνω σ’ αυτό το ρητό;». Αποκρίνεται εκείνος: « Δεν ξέρω ». Λέγει λοιπόν ο Αββάς Αντώνιος : « Πάντως ο Αββάς Ιωσήφ βρήκε τον δρόμο, γιατί είπε δεν ξέρω ».
ιζ. Κάποιοι αδελφοί ξεκίνησαν από μια Σκήτη να πάνε στον Αββά Αντώνιο. Μπήκαν λοιπόν σ’ ένα καΐκι για να έλθουν σ’ αυτόν. Βρίσκουν τότε κάποιον γέροντα, άγνωστο τους, όπου ήθελε και αυτός να πάη εκεί. Καθισμένοι λοιπόν στο πλοίο, έλεγαν μεταξύ τους λόγια πατέρων και από τη Γραφή και πάλι για τα εργόχειρα τους. Ο δε γέρων σιωπούσε. Όταν το πλοίο άραξε, διεπίστωσαν ότι και ο γέρων πήγαινε στον Αββά Αντώνιο. Και όταν ήλθαν σ’ αυτόν, τους λέγει : « Καλή συνοδία βρήκατε αυτόν εδώ τον γέροντα». Λέγει δε και στον γέροντα : « Καλούς αδελφούς είχες μαζί σου, Αββά ». Και ο γέρων αποκρίνεται : « Καλοί βέβαια είναι. Αλλά η αυλή τους δεν έχει πόρτα και όποιος θέλει μπαίνει στον στάβλο και λύνει τον όνο ». Και αυτό το είπε γιατί έλεγαν ό,τι τους ερχόταν στο στόμα.
ιη. Πήγαν κάποιοι αδελφοί στον Αββά Αντώνιο και του λέγουν : « Πες μας κάτι, πώς να σωθούμε ». Τους αποκρίνεται ο γέρων: « Ακούσατε τη Γραφή; Σας αρκεί αυτή ». Εκείνοι δε του λέγουν : « Και από σένα θέλουμε να ακούσουμε κάτι, πάτερ ». Τους λέγει τότε ο γέρων : « Το Ευαγγέλιο λέγει : « Εάν τις σε ραπίση εις την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην ». Του λέγουν : « Δεν μπορούμε να το κάμουμε αυτό ». Τους αποκρίνεται ο γέρων : « Αν δεν μπορήτε να στρέψετε και την άλλη, τουλάχιστο ας υπομείνετε το ράπισμα στη μια ». Του λέγουν : «Ούτε αυτό μπορούμε ». Λέγει ο γέρων : « Αν και αυτό δεν το μπορήτε, μη ανταποδώσετε το χτύπημα ». Και του είπαν : « Ούτε αυτό το μπορούμε ». Τότε λέγει ο γέρων στον μαθητή του : « Κάμε τους λίγη κουρκούτη, γιατί είναι ανήμποροι ». Και τους λέγει : « Αν αυτό δεν το μπορήτε και εκείνο δεν το θέλετε, τί να σας κάμω ; Προσευχή χρειάζεται ».
ιθ. Ένας αδελφός απαρνήθηκε τα του κόσμου. Μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς. Κράτησε δε μόνο κάτι λιγοστά για τον εαυτό του. Όταν έφθασε στον Αββά Αντώνιο και τα έμαθε αυτά ο γέρων, του λέγει : « Πήγαινε στο τάδε κεφαλοχώρι, αγόρασε κρέας, τύλιξε μ’ αυτό το κρέας το σώμα σου γυμνό και έτσι έλα εδώ ». Το έκαμε αυτό ο αδελφός, οπότε τα σκυλιά και τα πουλιά του καταξέσχιζαν το σώμα. Μόλις τον αντίκρισε ο γέρων, τον ρώτησε αν έκαμε ό,τι τον συμβούλευσε. Και όταν εκείνος του έδειξε το σώμα του καταξεσχισμένο, του λέ-γει ο άγιος Αντώνιος : « Όσοι απαρνήθηκαν τον κόσμο και θέλουν να έχουν υλικά αγαθά, έτσι καταξεσχίζονται από τους δαίμονες όπου τους πολεμούν ».
κ. Σ’ έναν αδελφό κάποτε συνέβη πειρασμός, στο Κοινόβιο του Αββά Ηλία. Και διωγμένος από εκεί, έφυγε για την ορεινή περιοχή, στον Αββά Αντώνιο. Αφού λοιπόν έμεινε ο αδελφός κοντά του ένα χρονικό διάστημα, ο γέρων τον έστειλε στο Κοινόβιο από όπου προερχόταν. Αλλά μόλις πήγε εκεί, τον ξαναδιώξαν. Γύρισε έτσι στον Αββά Αντώνιο, λέγοντας : «Δεν θέλησαν να με δεχθούν, πάτερ ». Τον ξανάστειλε λοιπόν ο γέρων, λέγοντας : «Ένα πλοίο ναυάγησε στο πέλαγος. Έχασε το φορτίο του. Και με πολύ κόπο σώθηκε στη στεριά. Και σεις, όποιον σώθηκε πάνω στη στεριά, θέλετε να τον καταποντίσετε; ». Και εκείνοι, μαθαίνοντας ότι τον είχε στείλει ο Αββάς Αντώνιος, ευθύς τον δέχθηκαν.

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 11-14)

Του αγίου Αντωνίου του Μεγάλου
α. 0 άγιος Αββάς Αντώνιος, διαμένοντας κάποτε στην έρημο, βρέθηκε σε ακηδία και σε πολύ σκοτείνιασμα των λογισμών του. Έλεγε λοιπόν στον Θεό : « Κύριε, θέλω να σωθώ, αλλά δεν με αφήνουν οι λογισμοί μου. Τί να κάμω μέσα σ’ αυτή τη θλίψη μου; Πώς να σωθώ; » Βγαίνει λοιπόν για λίγο έξω από το κελλί του. Και βλέπει κάποιον σαν τον εαυτό του. Εκείνος ο άνθρωπος καθόταν και εργαζόταν. Ύστερα άφηνε το εργόχειρο του, σηκωνόταν και προσευχόταν. Και πάλι καθόταν και έφτιαχνε πλεξούδες. Κατόπιν δε, ξανασηκωνόταν για να προσευχηθή. Και ήταν Άγγελος Κυρίου, σταλμένος για να διορθώση και να ασφαλίση τον Αντώνιο. Άκουσε λοιπόν τον Άγγελο να του λέγη: «Έτσι κάνε και θα σωθής». Ακούοντας δε αυτά τα λόγια, πολλή χαρά πήρε και θάρρος. Και έτσι κάνοντας, σωζόταν.
β. Ο ίδιος ο Αββάς Αντώνιος, ατενίζοντας στο βάθος των κρίσεων του Θεού, ρώτησε: «Κύριε, πώς συμβαίνει, μερικοί να ζουν λίγο στη γη και άλλοι να φθάνουν σε βαθειά γηρατειά; Και γιατί άλλοι να βρίσκωνται μέσα σε πενία και άλλοι να είναι πλούσιοι; Και πώς οι άδικοι μεν πλουταίνουν, ενώ οι δίκαιοι πένονται;». Και άκουσε φωνή να του λέγη : « Αντώνιε, κοίτα τον εαυτό σου. Αυτά τα κανονίζει ο Θεός κατά την κρίση του και δεν συμφέρει να τα μάθης ».
γ. Ρώτησε κάποιος τον Αββά Αντώνιο, λέγοντας : «Τί να τηρήσω, για να είμαι αρεστός στον Θεό; ». Και του αποκρίθηκε ο γέρων και του είπε : « Να τηρής όσα σου εντέλλομαι. Και όπου και αν πηγαίνης, τον Θεό να έχης πάντα μπροστά στα μάτια σου. Και ό,τι κάνεις ή λέγεις, ας είναι σύμφωνο με την Αγία Γραφή. Και σε όποιο τόπο μένεις, μη φεύγεις γρήγορα από εκεί. Αυτά τα τρία να φυλάς και σώζεσαι».
δ. Είπε ο Αββάς Αντώνιος στον Αββά Ποιμένα : «Να τι είναι το μεγάλο έργο του ανθρώπου : Να αναλαμβάνη, μπροστά στον Θεό, την ευθύνη των σφαλμάτων του και να περιμένη πειρασμούς έως τη στερνή του πνοή ».
ε . 0 ίδιος είπε : « Κανείς δεν μπορεί να εισέλθη στη βασιλεία των ουρανών, χωρίς να δοκιμάση πειρασμούς. Βγάλε από τη μέση τους πειρασμούς και τότε κανείς δεν θα υπάρχη όπου να σώζεται ».
στ. Ρώτησε ο Αββάς Παμβώ τον Αββά Αντώνιο: « Τί να κάμω; ». Και του λέγει ο γέρων: « Να μη έχης πεποίθηση στην αρετή σου. Μήτε να μεταμελήσαι για πράγμα όπου πέρασε πια. Και να κυριαρχής στη γλώσσα σου και στην κοιλιά σου ».
ζ . Είπε ο Αββάς Αντώνιος: « Είδα όλες τις παγίδες του εχθρού ( ήγουν του διαβόλου ) απλωμένες πάνω στη γη. Και στέναξα και είπα : Ποιός άρα θα τις προσπέραση χωρίς να τον πιάσουν; Και άκουσα φωνή να μου λέγη : Η ταπεινοφροσύνη».
η . Είπε πάλι : « Είναι μερικοί που έλυωσαν τα σώματα τους με την άσκηση, επειδή όμως τους έλειπε η διάκριση, μακριά από τον Θεό βρέθηκαν ».
θ. Είπε πάλι : « Από τον πλησίον μας εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος. Αν κερδίσουμε τον αδελφό μας, τον Θεό κερδίζουμε. Αν σκανδαλίσουμε τον αδελφό μας, στον Χριστό αμαρτάνουμε ».
ι . Είπε πάλι: « Καθώς τα ψάρια, αν χρονοτριβήσουν στη στεριά, πεθαίνουν, έτσι και οι μοναχοί, χρονοτριβώντας έξω από το κελλί τους ή με λαϊκούς περνώντας την ώρα τους, χάνουν τη δύναμη του ησυχασμού τους. Πρέπει λοιπόν, όπως έχει το ψάρι ανάγκη να ξαναβρεθή γρήγορα στη θάλασσα, έτσι και εμείς να σπεύδουμε να γυρίσουμε στο κελλί. Γιατί, καθυστερώντας έξω, μπορεί να λησμονήσουμε την εσωτερική ζωή ».
ια. Είπε πάλι : « Όποιος κάθεται στην έρημο και ησυχάζει, από τρεις πολέμους είναι απαλλαγμένος : της ακοής, της ομιλίας και της δράσεως. Και ένα μόνο πόλεμο έχει: τον πόλεμο της καρδιάς ».
ιβ. Μερικοί αδελφοί πήγαν στον Αββά Αντώνιο για να του αναγγείλουν φαντασίες όπου έβλεπαν και να μάθουν απ’ αυτόν αν ήταν αληθινές ή προέρχονταν από δαίμονες. Είχαν δε και έναν όνο, όπου τους ψόφησε στον δρόμο. Μόλις λοιπόν έφθασαν στον γέροντα, τούς πρόλαβε και τους είπε : «Πώς ψόφησε το γαϊδουράκι στον δρόμο;». Του λέγουν : «Πού το ξέρεις, Αββά;» Και εκείνος τους λέγει: « Οι δαίμονες μου το φανέρωσαν ». Και του απαντούν: « Εμείς γι’ αυτό ήλθαμε να σε ρωτήσουμε, γιατί βλέπουμε φαντασίες και πολλές φορές γίνονται αληθινές, μήπως πλανιόμαστε». Και τους πληροφόρησε ο γέρων, με την απόδειξη όπου πήρε από τον όνο, ότι από δαίμονες προέρχονταν οι φαντασίες τους.

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 9-11)

- Γέροντα, όταν έφυγα για μοναχή, οι δικοί μου φέρθηκαν άδικα. Μπορώ να ζητήσω αυτό που μου δίνεται από τον νόμο;
- Όχι, δεν ταιριάζει.
- Φοβάμαι μήπως τους βρη κανένα κακό από την αδικία.
- Νά, αυτό είναι το καθαρό φιλότιμο! Αν ήμουν εγώ στην θέση σου, θα τους έλεγα: «Εγώ για τον εαυτό μου δεν θέλω τίποτε. Το μερίδιο όμως που μου ανήκει, θα ήθελα να το μοιράσετε με τα χέρια σας στους φτωχούς. Δώστε πρώτα στους φτωχούς συγγενείς. Σάς το λέω αυτό, για να μη φθάση στα παιδιά σας η οργή του Θεού». Γ ιατί μπορεί καμμιά φορά ο πατέρας να δώση κάτι για την ψυχή του, για να γίνη λ.χ. ένα Ίδρυμα, και να μην αφήση κάτι στο παιδί του.
Μπορεί σε μία οικογένεια ο παππούς ή η γιαγιά να έκαναν αδικίες και αυτοί να είναι καλά. Όμως τα παιδιά ή τα εγγόνια τους παιδεύονται. Αρρωσταίνουν και ανα-γκάζονται να δίνουν στους γιατρούς όσα μαζεύτηκαν με αδικίες, για να εξοφλήσουν οι παππούδες τους. Κάποτε σε μία γνωστή μου οικογένεια συνέβαιναν πολλές δοκιμασίες. Είχε αρχίσει από τον αρχηγό της οικογενείας αρρώστια βαρειά, ταλαιπωρία, έμεινε κατάκοιτος λίγα χρόνια και μετά πέθανε. Στην συνέχεια πέθανε η γυναίκα του και ύστερα τα παιδιά του, το ένα κοντά στο άλλο. Πρόσφατα πέθανε και το τελευταίο, το πέμπτο παιδί. Από πολύ πλούσια οικογένεια που ήταν, κατήντησε η πιο φτωχή, γιατί πουλούσαν τα κτήματα όσο-όσο, για να πληρώνουν γιατρούς και έξοδα διάφορα. Απορούσα γι' αυτήν την οικογένεια: «Πώς συμβαίνουν τόσες αρρώστιες και ατυχήματα σ' αυτούς!». Στα άτομα της οικογένειας που γνώρισα, δεν φαινόταν η καλή περίπτωση, δηλαδή να τους δοκιμάζη ο Θεός σαν εκλεκτούς, αλλά μάλλον να λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι του Θεού. Για να είμαι πιο σίγουρος, προσπάθησα να μάθω από αξιόλογα γεροντάκια, συμπατριώτες τους, και έμαθα τα εξής: Ο άνθρωπος αυτός είχε βρει μία σχετική περιουσία από τον πατέρα του, αλλά στην συνέχεια την αύξησε με αδικίες. Δηλαδή, εάν του ζητούσε μία χήρα δανεικά, για να παντρέψη την κόρη της, και θα του τα έδινε όταν θα αλώνιζε, αυτός της ζητούσε ένα οικόπεδο που είχε. Και εκείνη επάνω στην ανάγκη το έδινε όσο-όσο. Αλλος του ζητούσε δάνειο να πληρώση την Τράπεζα και θα του το επέστρεφε μόλις μάζευε τα βαμβάκια. Εκείνος του ζητούσε ένα χωράφι που είχε, και στην ανάγκη ο άλλος το έδινε όσο-όσο, για να μην τον κυνηγήση η Τράπεζα. Αλλος του ζητούσε λίγα δανεικά, για να πληρώση τους γιατρούς, και αυτός του ζητούσε την αγελάδα που είχε. Εκείνος ο καημένος την έδινε όσο-όσο. Με αυτόν τον τρόπο μάζεψε μία μεγάλη περιουσία.
Όλος όμως ο γογγυσμός των πονεμένων ανθρώπων χτύπησε όχι μόνο σ' αυτόν και στην γυναίκα του, αλλά και στα παιδιά του ακόμη. Έτσι λειτούργησαν οι πνευματικοί νόμοι και έκαναν και εκείνοι το ίδιο, για να πληρώσουν δηλαδή τους γιατρούς και τα έξοδα από τις αρρώστιες, τα ατυχήματα κ.λπ., πουλούσαν όσο-όσο τα κτήματα, και από πολύ πλούσιοι έγιναν φτωχοί, και ένας-ένας έφυγαν όλοι. Ο Θεός φυσικά θα τους κρίνη με την πολλή Του αγάπη και δικαιοσύνη ανάλογα. Οι άλλοι πάλι που αναγκάσθηκαν, επάνω στην ανάγκη που βρίσκονταν, να πουλήσουν ό,τι είχαν, για να ξεχρεώσουν χρέη σε γιατρούς κ.λπ. και φτώχεψαν, θα ανταμειφθούν για την αδικία που δοκίμασαν ανάλογα. Βέβαια και οι άδικοι εξοφλούν και αυτοί ανάλογα.
Αυτός που μας αδικεί, μας ευεργετεί
- Γέροντα, πώς να βλέπουμε αυτόν που μας αδικεί;
- Πώς να τον βλέπουμε; Σαν έναν μεγάλο ευεργέτη μας, που μας κάνει καταθέσεις στο Ταμιευτήριο του Θεού.Μας κάνει πλούσιους αιώνια. Μικρό πράγμα είναι αυτό; Τον ευεργέτη μας δεν τον αγαπούμε; Δεν του εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας; Έτσι και αυτόν που μας αδικεί να τον αγαπούμε και να τον ευγνωμονούμε, γιατί μας ευεργετεί αιώνια. Οι άδικοι αδικούνται αιώνια, ενώ όσοι δέχονται με χαρά την αδικία δικαιώνονται αιώνια.
Ένας ευλαβής οικογενειάρχης δοκίμασε πολλές αδικίες στην δουλειά του. είχε όμως πολλή καλωσύνη και όλα τα υπέμεινε χωρίς να γογγύση. Ήρθε κάποτε στο Καλύβι και μου τα είπε. Μετά με ρωτάει: «Τί με συμβουλεύεις να κάνω;». «Έτσι να κάνεις, του λέω, να αποβλέπης στην θεία δικαιοσύνη και στην θεία ανταπόδοση και να υπομένης. Τίποτε δεν πάει χαμένο. Με αυτόν τον τρόπο αποταμιεύεις στο Ταμιευτήριο του Θεού. Στην άλλη ζωή σίγουρα θα έχης να λάβης γι' αυτήν την δοκιμασία που περνάς. Αλλά να ξέρης, ο Καλός Θεός και σ' αυτήν την ζωή αμείβει τον αδικημένο. Αν όχι πάντοτε τον ίδιο, οπωσδήποτε τα παιδιά του. Ξέρει ο Θεός. Έχει πρόνοια για το πλάσμα Του». Αμα κάνη κανείς υπομονή, έρχονται τα πράγματα στην θέση τους. Τα οικονομάει ο Θεός. Χρειάζεται όμως υπομονή χωρίς λογική. Αφού ο Θεός βλέπει, παρακολουθεί, να παραδίνεται εν λευκώ στον Θεό. Βλέπεις, ο Ιωσήφ δεν μίλησε, όταν τον πούλησαν οι αδελφοί του για δούλο. Μπορούσε να πή: «Είμαι αδελφός τους». Δεν μίλησε όμως, και μετά μίλησε ο Θεός και τον έκανε βασιλιά. Αμα όμως κανείς δεν κάνη υπομονή, είναι βάσανο. Από 'κει και πέρα θέλει να του έρχωνται τα πράγματα όπως του ταιριάζει, όπως αναπαύεται. Και ανάπαυση φυσικά δεν βρίσκει και ούτε του έρχονται όλα έτσι όπως τα θέλει.
Εάν κανείς αδικηθή σ' αυτήν την ζωή από ανθρώπους ή από δαίμονες, δεν ανη-συχεί ο Θεός, γιατί κέρδος προξενείται στην ψυχή. Πολλές φορές όμως λέμε ότι μας αδι¬κούν, ενώ στην ουσία αδικούμε εμείς. Εδώ θέλει προσοχή να πιάνουμε τον εαυτό μας.

(Λόγοι τόμος Α σελ. 89-92)

(Αναστασίου Γιαννουλάτου, αρχιεπισκόπου Τιράνων, Ισλάμ, εκδ.Ακρίτας 2006, σελ.95-138)
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
α) Αμφισβητήσεις σχετικά με τις πηγές
Για τον Μωάμεθ έχουν γραφεί πολυάριθμα έργα διά μέσου των αιώνων, τα οποία μπορούν γενικώς να ταξινομηθούν σε δύο βασικές κατηγορίες: πρώτον, στις βιογραφίες που έγραψαν αφοσιωμένοι οπαδοί του και, δεύτερον, σ’ αυτές που οφείλονται σε μη μουσουλμάνους επιστήμονες. Οι πρώτες διακρίνονται για τον ενθουσιασμό τους και την τάση εξιδανικεύσεως του χαρακτήρα του Μωάμεθ˙ οι δεύτερες εμφανίζονται περισσότερο κριτικές και -κατά τη γνώμη τουλάχιστον των συγγραφέων- αντικειμενικές.
(i) Για την κατανόηση των μεθοδολογικών δυσκολιών σχετικά με τη βιογραφία του Μωάμεθ, πρέπει εν πρώτοις να επισημανθεί ένα ουσιώδες πρόβλημα που αφορά στη χρήση του Κορανίου ως βιβλιογραφικής πηγής. Για τους μη μουσουλμάνους συγγραφείς, το ιερό βιβλίο του Ισλάμ αποτελεί την κατεξοχήν δεξαμενή ειδήσεων για τον Μωάμεθ, ως προϊόν του κηρύγματός του, στο οποίο αντανακλώνται η προφητική του δράση καθώς και οι αντιδράσεις του περιβάλλοντός του. Για τους οπαδούς όμως του Προφήτη μια τέτοια υπόθεση θεωρείται βλασφημία και επομένως κρίνεται ως εντελώς απαράδεκτη μεθοδολογική αρχή, διότι γι’ αυτούς δημιουργός του Κορανίου δεν είναι ο Μωάμεθ αλλά ο Αλλάχ.
Όπως θα δούμε εκτενέστερα στο επόμενο κεφάλαιο, το Κοράνιο για τους μουσουλμάνους είναι βιβλίο αιώνιο που προϋπάρχει της ιστορίας και δεν εξαρτάται από την προσωπικότητα του Προφήτη και τις ιστορικές συνθήκες της ζωής του. Συνεπώς, αποκλείεται να χρησιμοποιηθεί ως κλειδί κατανοήσεως της μορφής και της εποχής του Μωάμεθ. Πρόκειται για μια απόλυτα θρησκευτική στάση που δεν ανέχεται ιστορική και φιλολογική κριτική. Η θεμελιώδης αυτή μεθοδολογική διάσταση μεταξύ των -μουσουλμάνων και μη- ιστορικών δεν είναι εύκολο να γεφυρωθεί, εφόσον συναρτάται με βασική θέση της «ορθόδοξης» μουσουλμανικής θεολογίας. Την επισημαίνουμε πάντως από την αρχή για να συνειδητοποιηθούν οι δυσχέρειες που αντιμετωπίζει ο ενδιαφερόμενος για μία έκθεση «αντικειμενική», κοινής αποδοχής.
(ii) Η μορφή του Προφήτη μαγνήτισε, όπως ήταν φυσικό, την προσοχή των οπαδών του και πολλές διηγήσεις γύρω απ’ αυτόν άρχισαν να διαδίδονται από τους συντρόφους του. Η αφήγηση ηρωικών κατορθωμάτων αποτελούσε ανέκαθεν προσφιλή ενασχόληση των Αράβων˙ η μορφή λοιπόν του ήρωα που τους ένωσε και τους οδήγησε στην οδό της δόξας ήταν επόμενο να γίνει κέντρο των διηγήσεών τους. Τα πολεμικά κατορθώματα (maghazi) ήσαν στο προσκήνιο των ενδιαφερόντων ενός λαού που βρισκόταν διαρκώς στα πεδία των μαχών. Έτσι διαμορφώθηκαν, κατά τον πρώτο μουσουλμανικό αιώνα, σχετικές με τον Προφήτη συλλογές διηγήσεων, γνωστές ως maghazi φιλολογία, από την οποία όμως μόνο μικρό τμήμα διασώθηκε. Στις ευρωπαϊκές γλώσσες έχουν μεταφρασθεί λίγα αποσπάσματα από το απολεσθέν έργο του Musa ibn Uqba , ο οποίος ανήκει στην τρίτη μετά τον Προφήτη γενεά. Αξιόλογα στοιχεία για τον Μωάμεθ, τους συνεργάτες και τους διαδόχους του περιέχει το έργο του Ibn Sa’d, που είναι προσιτό προς το παρόν μόνο στα αραβικά.
(iii) Πλούσιο υλικό για τη δόμηση της βιογραφίας του Προφήτη , αλλά συγχρόνως και για τον υπομνηματισμό του Κορανίου, προσφέρουν οι συλλογές Hadith (βλ. κεφ. Ι/Δ'). Η σημασία τους όμως ως αυθεντικής πηγής για τον βίο του Μωάμεθ είναι συζητήσιμη. Το γεγονός ότι οι πρώτοι συλλέκτες των Hadith (παραδόσεων) αναγκάσθηκαν να απορρίψουν το μεγαλύτερο μέρος των γνωστών στην εποχή τους αφηγήσεων, δείχνει αφενός μεν την ευσυνειδησία των συλλεκτών, αφετέρου όμως την κεκτημένη ταχύτητα παραγωγής χιλιάδων πλαστών «ανεκδότων» και γνωμικών. Η νεότερη κριτική επισήμανε πολλά ιστορικά προβλήματα και κενά στο σώμα των παραδόσεων .
(iv) Η παλαιότερη βιογραφία του Μωάμεθ υπήρξε το έργο του Urwa b. Al-Zubair (643-712), γιου του φημισμένου συντρόφου του . Ως η σπουδαιότερη όμως εξιστόρηση της ζωής του αναγνωρίζεται το έργο του Ibn Ishaq (θ. 767), ο οποίος, γέννημα και θρέμμα της Μεδίνας, συγκέντρωσε συστηματικά τις ιστορίες που κυκλοφορούσαν στην «πόλη του Προφήτη» (5). Το έργο αυτό υπήρξε κεντρική πηγή της μουσουλμανικής ιστοριογραφίας· ο διακεκριμένος ιστορικός της πρώτης ισλαμικής περιόδου al-Tabari οφείλει πολλά στον Ibn Ishaq. Σημαντικότατος μετά από αυτόν βιογράφος του Μωάμεθ θεωρείται ο Umar al-Waqidi (797-874). Στη Δύση, για μεγάλο διάστημα ήταν γνωστή μόνο μία μεταγενέστερη βιογραφία γραμμένη από τον Abu l-Fida.
(ν) Παρά το αμείωτο ενδιαφέρον για το πρόσωπο του Μωάμεθ, επί πολλούς αιώνες δεν δημοσιεύθηκε άλλο σπουδαίο βιογραφικό κείμενο γι’ αυτόν. Η κίνηση των σούφι (βλ. κεφ. ΙΙΙ/Γ’) έδωσε νέα διάσταση και ώθηση στο παλαιό θέμα της ζωής του Προφήτη, γιατί οι μουσουλμάνοι μυστικοί -ενδιαφερόμενοι να στηρίξουν ορισμένες θέσεις τους-, ανέτρεξαν στο παράδειγμά του. Η ασκητική φιλολογία που αναπτύχθηκε γύρω απ’ αυτό το θέμα διακρίνεται για ιδιότυπη ευαισθησία και συγκινησιακή ένταση. Ιδιορρυθμίες παρουσιάζει επίσης η σηιτική παράδοση. Οι σηίτες (βλ. κεφ. ΙΙΙ/Β’) κατηγορούν τους σουννίτες ότι σκοπίμως παραλείπουν ή αλλοιώνουν ορισμένες πληροφορίες για τη ζωή του Προφήτη, οι οποίες φανερώνουν την προτίμησή του να τον διαδεχθεί στην ηγεσία της μουσουλμανικής κοινότητας ο εξάδελφός του Αli .
(vi) Διάφορα βιογραφικά στοιχεία για τον Μωάμεθ περιλαμβάνονται στις αντιρρητικές πραγματείες των Βυζαντινών (11). Αυτά βεβαίως θεωρούνται απαράδεκτα από τους μουσουλμάνους. Εντούτοις, παρά τον προφανή πολεμικό χαρακτήρα των έργων αυτών, είναι ενδιαφέρουσα η παράθεση κάποιων βυζαντινών απόψεων σχετικά με τον βίο του θεμελιωτή του Ισλάμ, δεδομένου ότι ορισμένες απ’ αυτές τις πραγματείες προέρχονται από τους πρώτους μουσουλμανικούς αιώνες (8ο και 9ο μ.Χ.) και αντανακλούν τις αντιλήψεις των αντιπάλων της εν λόγω θρησκείας. Στη Δύση, οι θρύλοι που κυκλοφορούσαν για τον ιδρυτή του Ισλάμ περιέγραφαν συνήθως τη μορφή του με σκοτεινά χρώματα.
β) Κριτικές μελέτες κατά τον 19ο και 20ό αιώνα
Το ενδιαφέρον για την προσωπικότητα του Μωάμεθ αναζωπυρώθηκε από τα μέσα του 19ου αιώνα.
(i) Οι παλαιότεροι ιστορικοί, παρά τις κάποιες επιφυλάξεις τους, δέχονται τις προαναφερθείσες μουσουλμανικές πηγές. Η κριτική περίοδος άρχισε με τα έργα των Sir William Muir και A. Sprenger , κυρίως όμως με τις έρευνες του Ούγγρου Goldziher , ο οποίος απέδειξε ότι πολλά από τα αποδιδόμενα στον Μωάμεθ αποφθέγματα ήσαν μεταγενέστερα κατασκευάσματα ανταγωνιζομένων ομάδων, που επιδίωκαν να στηρίξουν τις θέσεις τους. Η επαναστατική αυτή διαπίστωση του Goldziher ώθησε πολλούς ανατολιστές - αντιπροσωπευτικότερος των οποίων υπήρξε ο Η. Lammens - στην υιοθέτηση της απόψεως ότι η Παράδοση προσφέρει αμφίβολο υλικό και ότι μόνο το Κοράνιο αποτελεί έγκυρη πηγή για τη βιογραφία του Μωάμεθ.
Σταθμό στη διερεύνηση της προσωπικότητας του ιδρυτή του Ισλάμ αποτέλεσαν τα έργα του Σουηδού Tor Andrae , τα οποία διακρίνονται για συμπάθεια και σεβασμό προς αυτόν. Ο Andrae τόνισε την εσχατολογική διάσταση του κηρύγματος του Μωάμεθ, τις υπάρχουσες ομοιότητες της διδασκαλίας του προς τον συριακό Μονοφυσιτισμό και τις αποχρώσεις που πήρε η μορφή του με τις εναλλαγές φωτισμού της μουσουλμανικής ευσέβειας. Σε παράλληλη κατεύθυνση κινήθηκε και ο R. Bell . Άλλη ομάδα ερευνητών, ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής που γοητευόταν από την αναζήτηση ιστορικών επιδράσεων στην ανέλιξη θρησκευτικών ιδεών και κινημάτων, υπογράμμισε ιδιαιτέρως την εξάρτηση του Μωάμεθ από τον Ιουδαϊσμό . Νέες προοπτικές στο θέμα της βιογραφίας του Μωάμεθ άνοιξαν οι εργασίες του Άγγλου W. Montgomery Watt, του Δανού Fr. Buhl και του Γάλλου R. Blachere. Στα ελληνικά εκδόθηκε, μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, από ανώνυμο (με το ψευδώνυμο Ερημίτης) βιογραφία του Μωάμεθ με χαρακτήρα αντιρρητικό.
(ii) Η έντονη αυτή ζύμωση στη Δύση προκάλεσε την αντίδραση των μουσουλμάνων διανοουμένων, οι οποίοι υποστήριξαν ότι οι Ευρωπαίοι με τις επιστημονικές τους μεθόδους αλλοίωσαν την εικόνα του Προφήτη. Έτσι, κατά τα τελευταία εκατό χρόνια γράφηκαν από μουσουλμάνους συγγραφείς περισσότερες βιογραφίες του Μωάμεθ από όσες είχαν δημοσιευθεί τους προηγούμενους δώδεκα αιώνες. Η γνωστότερη από αυτές, η οποία και βρήκε μεγάλη απήχηση στον ισλαμικό κόσμο, ήταν το έργο του Sayed Ameer Ali, The spirit of Islam. Από το πλήθος των εν λόγω βιογραφιών επισημαίνουμε τα βιβλία των al-Hajj Qassim Ali Jairazbhoy, Hafiz Ghulam Sarwar, Athar Husain. Το ύφος τους έχει χαρακτήρα απολογητικό και ρητορικό.
Κλείνοντας τη σύντομη αυτή ανασκόπηση των βιογραφιών του Μωάμεθ και των σχετικών με την αξιοπιστία των πηγών προβλημάτων, υπογραμμίζουμε ότι οι γνώσεις μας για τον ιδρυτή του Ισλαμισμού δεν είναι τόσο σταθερές και ασφαλείς, όσο συνήθως νομίζεται, εφόσον αμφισβητούνται κρίσιμα σημεία των πηγών και άλλα καλύπτονται από πέπλο αγνοίας.
Για να δώσουμε ενιαία, αδρή εικόνα της ζωής του Μωάμεθ, παραθέτουμε στη συνέχεια τις κύριες φάσεις της, όπως τις συνέθεσαν οι επικρατέστερες εκδοχές, και θίγουμε ενδεικτικά κάποιες πλευρές της επιστημονικής προβληματικής.
2. ΥΠΟΤΎΠΩΣΗ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΟΥ ΜΩΑΜΕΘ
α) Η περίοδος της ιδιωτικής ζωής (570;-610)
(i) Μεταξύ των αριστοκρατικών αραβικών φυλών, που είχαν το προνόμιο να υπηρετούν ως φύλακες του κεντρικού ιερού, της Κάαμπα (Ka’bah), διακρινόταν η φυλή των Κουραϊσιτών (Quraish). Στους κόλπους της, και συγκεκριμένα από το γένος των Hashim, γεννήθηκε κατά την αραβική παράδοση το έτος 570 μ.Χ.(28) (στις 12 του μηνός Rabi al-Awwal) ο Μωάμεθ (Muhammad). Πατέρα δεν γνώρισε, γιατί αυτός φτωχός αλλά ευυπόληπτος Abd Allah, πέθανε προτού γεννηθεί ο μοναχογιός του. Ο Μωάμεθ ήταν έξι ετών όταν ορφάνεψε για δεύτερη φορά(29) , χάνοντας και τη μητέρα του Aminah. Τον ανέλαβε τότε ο παππούς του Abd al-Muttalib, ο οποίος υπεραγαπούσε το ορφανό και το είχε συνεχώς κοντά του˙ όμως μετά από δύο χρόνια πέθανε κι αυτός. Οκταετής ο Μωάμεθ ετέθη υπό την κηδεμονία του εμπόρου θείου του Αμπού Τάλιμπ (Abu Talib) και πέρασε την παιδική του ηλικία ζώντας ως επί το πλείστον κοντά στους βεδουΐνους ως βοσκός, διατρέχοντας την αμμώδη έρημο κάτω από τον αίθριο ουρανό. Στην πρώτη φάση της ζωής του ο Μωάμεθ συμμεριζόταν τις αντιλήψεις των συμπατριωτών του(30), τις οποίες είδαμε συνοπτικά στο προηγούμενο κεφάλαιο. Κατά τη μαρτυρία μάλιστα του Ibn al-Kalbi, κάποτε θυσίασε πρόβατο στη θεά al-Uzza.
Σύμφωνα με τη μουσουλμανική παράδοση, ο Μωάμεθ σε ηλικία δώδεκα ετών συνόδευσε τον θείο του Αμπού Τάλιμπ στη Συρία. Λέγεται ότι στο ταξίδι αυτό φιλοξενήθηκαν στο κελλί ενός χριστιανού μοναχού, του Bahira, ο οποίος μόλις είδε τον νεαρό Μωάμεθ αναφώνησε, «αυτός είναι ο μέγας προφήτης». Ο Αμπού Τάλιμπ εξέφρασε την απορία του γι’ αυτήν τη φράση, αλλά ο μοναχός απάντησε ότι είδε μία νεφέλη να τους ακολουθεί˙ και για να βεβαιωθεί ότι η προαίσθησή του ήταν αληθινή εξέτασε το παιδί και ανακάλυψε στην ωμοπλάτη του «τη σφραγίδα της προφητείας». Η λεπτομέρεια αυτή της αραβικής παραδόσεως υπενθυμίζει την αναγνώριση και τη χρίση του Δαβίδ από τον Σαμουήλ, αλλά ανεξάρτητα από τον ιστορικό της πυρήνα αποκαλύπτει το κύρος που είχαν μεταξύ των Αράβων οι χριστιανοί μοναχοί. Αργότερα ανέλαβε υπηρεσία στα καραβάνια των εμπόρων ως καμηλοδηγός. Με τα ταξίδια αυτά απέκτησε νέες γνώσεις και εμπειρίες. Έμαθε να υπομένει την πορεία στην άμμο κάτω από τον καυτό ήλιο της έρημου, καθώς και στην παγερή σιωπή της νύχτας.
Από την πλευρά της ιστορικής κριτικής είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς για τον βαθμό αυθεντικότητας των ισλαμικών αφηγήσεων σχετικά με την παιδική ηλικία του Μωάμεθ και τα ταξίδια του σε γειτονικές χώρες. Γεγονός είναι ότι αναφέρονται από πολύ νωρίς, με διάφορες παραλλαγές, τόσο από τους μουσουλμάνους βιογράφους του Προφήτη, όσο και από τους Βυζαντινούς συγγραφείς(33) . Νεότεροι εντούτοις ερευνητές τις θεωρούν θρύλους (34) που ανταποκρίνονταν σε διάφορους σκοπούς. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η αφήγηση π.χ. περί του μοναχού Bahira αποσκοπεί στο να τονίσει ότι οι «κάτοχοι των Γραφών» είχαν πληροφορίες από δικές τους πηγές για την προφητική αποστολή του Μωάμεθ. Αντιθέτως οι Βυζαντινοί, με τις δικές τους παραλλαγές, επιχειρούν να δείξουν ότι ο Μωάμεθ είχε στενή σχέση με χριστιανούς αιρετικούς μοναχούς και άμεση εξάρτηση από τη διδασκαλία τους(36) . Αναμφισβήτητο πάντως παραμένει ότι και οι δύο πλευρές δέχονται την επικοινωνία του Μωάμεθ με χριστιανούς μοναχούς.
(ii) Αποφασιστική σημασία για τη ζωή του Μωάμεθ είχε η γνωριμία του με την, κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερή του, πλουσιότατη χήρα Χαντίτζα (Khadljah). Ο Μωάμεθ ξεκίνησε ως οικονόμος της, εξελίχθηκε σε διεκπεραιωτή των επιχειρήσεών της και τελικά σε σύζυγό της. Την παντρεύτηκε σε ηλικία είκοσι πέντε ετών (το 595), ενώ η Χαντίτζα ήταν σαράντα και είχε παιδιά από δύο προηγούμενους γάμους της. Με τη Χαντίτζα έζησε αρμονικά επί μία εικοσαετία αποκτώντας τέσσερις θυγατέρες και μερικούς γιούς, οι οποίοι όμως πέθαναν σε νηπιακή ηλικία.
Ο πλούτος, η επιρροή και η βοήθεια της γυναίκας αυτής -που διακρινόταν για τον ισχυρό χαρακτήρα, τη φιλολογική καλλιέργεια και τη θρησκευτική της ευαισθησία-, υπήρξαν αποφασιστικά για την εξέλιξή του. Ο γάμος του τον έφερε σε επαφή με τους υψηλούς κοινωνικούς κύκλους της Μέκκας. Ο εξάδελφος της Χαντίτζα Waraqa ibn Nauval άσκησε μεγάλη επίδραση στη θρησκευτική εξέλιξη του Μωάμεθ. Γι’ αυτόν διατυπώθηκαν ποικίλες υποθέσεις: κατά μία εκδοχή ήταν Ιουδαίος, κατ’ άλλη hanif, κατά μία τρίτη ήταν απλώς ένας διανοούμενος ανικανοποίητος από την παλαιά θρησκεία και, κατά την πιθανότερη, τέταρτη άποψη, χριστιανός. Είχε ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση˙ γνώριζε εβραϊκά και ελληνικά και μετέφρασε τμήματα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, τα οποία συχνά διάβαζε ενώπιων του νεαρού εμπόρου.
Ως ιδιάζουσα θρησκευτική φύση, ο Μωάμεθ αφομοίωνε με τον δικό του τρόπο τις ιερές ιστορίες που άκουγε στα ταξίδια του και στο οικογενειακό του περιβάλλον. Έτρεφε βαθύ σεβασμό για τη «Βίβλο» (39), δεν ήταν όμως σε θέση να διαβάζει το πρωτότυπο και δεν υπήρχαν στην εποχή του μεταφράσεις της Αγίας Γραφής στα αραβικά (40). Αργότερα οι εχθροί του, αντιδρώντας στο κήρυγμά του, τον κατηγορούσαν ότι είχε ξένους διδασκάλους, πράγμα το οποίο δεν απέρριπτε εντελώς. Οι πληροφορητές του από το ιουδαϊκό και χριστιανικό περιβάλλον, ανήκοντας καθώς φαίνεται σε διάφορες αιρετικές παραφυάδες, δεν στηρίζονταν στα κανονικά βιβλία της Αγίας Γραφής, αλλά αντλούσαν ποικίλο αφηγηματικό υλικό από λαϊκές παραδόσεις -όπως αυτή για τους επτά κοιμωμένους παίδες-, από Μιδρασικά και απόκρυφα κείμενα, ακόμη και από πηγές που υιοθετούσαν μανιχαϊκές και γνωστικές ιδέες.
Από την περίοδο αυτή του βίου του Μωάμεθ η αραβική παράδοση αναφέρει ότι σε ηλικία τριάντα πέντε ετών διευθέτησε με σοφία κάποια διαφορά, η οποία προέκυψε κατά την επισκευή της Ka’bah μεταξύ των φρατριών της φυλής των Κουραϊσιτών, για το ποιος θα μετέφερε τον μέλανα λίθο. Ο Μωάμεθ άπλωσε ένα μανδύα, ζήτησε να τοποθετηθεί επάνω του ο ιερός λίθος και παρήγγειλε στους αρχηγούς των φρατριών να κρατήσουν τον μανδύα από τις άκρες του. Μ’ αυτό τον τρόπο ικανοποιήθηκαν οι πάντες και αποφεύχθηκε η σύγκρουση. Σημειωτέον ότι από τη νεότερη κριτική αμφισβητείται ο ιστορικός χαρακτήρας αυτής της παραδόσεως. Όσοι τον γνώριζαν εκτιμούσαν την τιμιότητά του, πολλοί μάλιστα τον ονόμαζαν al-Amin, δηλαδή ο αξιόπιστος.
β) Η περίοδος της προφητικής δράσεώς του στη Μέκκα (610-622)
(i) Ο Μωάμεθ αποσυρόταν συχνά στη γεμάτη παιδικές αναμνήσεις προσφιλή του έρημο και βυθιζόταν σε στοχασμούς πάνω στα προβλήματα της ζωής, του Θεού, της τελικής παγκόσμιας κρίσεως. Συνήθης τόπος της περισυλλογής του ήταν ένα σπήλαιο στο όρος Hira(44), κοντά στη Μέκκα. Εκεί ο Μωάμεθ, σε ηλικία σαράντα ετών (το 610), βίωσε μια συγκλονιστική πνευματική εμπειρία(45), την oποία αισθάνθηκε ως κλήση στο προφητικό έργο.
Οραματίσθηκε ένα άγγελο, ο οποίος τον πλησίασε και τον διέταξε:
«Διάβασε».
«Δεν μπορώ, δεν γνωρίζω ανάγνωση», απάντησε. Ο άγγελος τότε τον κράτησε ζωηρά και επανέλαβε:
«Διάβασε! διάβασε! διάβασε!».
Κατόπιν άρχισε να διαβάζει και ο Μωάμεθ επαναλάμβανε. Η πρώτη αποκάλυψη, η οποία αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του Κορανίου, έχει ως εξής:
«Ανάγνωθι [iqra] εν ονόματι του Κυρίου σου, όστις έκτισε τα πάντα [ή: όλους τους κόσμους]. / Όστις έπλασε τον άνθρωπον εκ θρόμβου αίματος. / Ανάγνωθι, διότι ο Κύριός σου είναι ο γενναιότερος [ή: ο πλέον γενναιόδωρος]. / Ούτος συνέστησε τω ανθρώπω την χρήσιν της γραφίδος,/ διδάξας αυτόν ο,τι πρότερον ηγνόει» (Θρόμβος Αίματος, 96:1-5).
Κατεχόμενος από δέος και αμφιβάλλοντας για το νόημα της οπτασίας ο Μωάμεθ επέστρεψε στο σπίτι του και διηγήθηκε στη σύζυγό του την εμπειρία που είχε μέσα στο σπήλαιο. Η Χαντίτζα εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι ο άγγελος που είχε δει ο Μωάμεθ ήταν ο αρχάγγελος Γαβριήλ και τον βοήθησε να υπερνικήσει την ταραχή του. Για να αποσαφηνισθεί μάλιστα περισσότερο το νόημα του γεγονότος τον παρακίνησε να συναντήσει τον συγγενή της Ουάρακα. Αυτός, όταν άκουσε το περιστατικό, αποφάνθηκε ότι πρόκειται για κλήση στο προφητικό αξίωμα. Από αυτές τις αφηγήσεις, τις οποίες με ευλάβεια διηγούνται οι μουσουλμάνοι, καθίσταται σαφές ότι τη βεβαιότητα για την προφητική του αποστολή (Ressaliyah) σταθεροποίησαν η Χαντίτζα και ο Ουάρακα.
Ως προς τη φύση των οραμάτων του Μωάμεθ διατυπώθηκαν διάφορες υποθέσεις. Για τους μουσουλμάνους αυτά έχουν αναμφισβήτητα θεϊκή προέλευση. Μερικοί από τους μη μουσουλμάνους μιλούν για παραισθήσεις, άλλοι για κρίσεις επιληψίας. Οι Βυζαντινοί είχαν αναπτύξει ιδιαιτέρως την τελευταία θεωρία (47) και ορισμένοι από τους νεότερους δέχθηκαν αυτό το ενδεχόμενο. Τα ιστορικά πάντως τεκμήρια είναι ανεπαρκή για να τη θεμελιώσουν ή να την ανατρέψουν πλήρως. Πιθανότερη παρουσιάζεται η ύπαρξη έντονων θρησκευτικών βιωμάτων που κατείχαν το υποσυνείδητο και εκφράζονταν στο συνειδητό και τον λόγο με σύμβολα.
(ii) Για τρία χρόνια ο Μωάμεθ περιορίσθηκε να μιλάει για το προφητικό μήνυμά του μόνο σε λίγους φίλους. Η επίσημη έναρξη της δράσεώς του έγινε το 613 στον λόφο Safa, στο κέντρο της Μέκκας. Το κήρυγμά του, με το οποίο καλούσε τους ανθρώπους να τον ακολουθήσουν στον δρόμο του «ισλάμ», της υποταγής δηλαδή στον Αλλάχ, προκάλεσε τα ειρωνικά σχόλια της ανώτερης τάξεως της Μέκκας που γνώριζε το παρελθόν του. Η επιμονή του στην ιδέα της μεταθανάτιας ζωής και κρίσεως τάραζε επικίνδυνα τα λιμνάζοντα θρησκευτικά ύδατα του κατεστημένου, ενώ το κήρυγμα περί ενός Θεού υπονόμευε τα εμπορικά συμφέροντα πολλών ατόμων. Γενικά οι κάτοικοι της Μέκκας αποκόμιζαν μεγάλα κέρδη από τους πολλούς προσκυνητές, που επισκέπτονταν την περιοχή της για να τιμήσουν τον πολιούχο θεό Hubal και, στα περίχωρα, τις δημοφιλείς θεές, al-Lata, al-Uzza, Manat.
Το θεολογικό περιεχόμενο του κηρύγματος του Μωάμεθ εξετάζεται εκτενέστερα στο κεφάλαιο για τη θεολογία του Κορανίου (ΙΙ/Α’).
Η στάση των δυσαρεστημένων απέναντι στον Προφήτη (Rassul) και τους φίλους του άρχισε να γίνεται απειλητική. Κατά το 615 μερικοί από τους οπαδούς του αναζήτησαν καταφύγιο στην έναντι της Αραβίας περιοχή της χριστιανικής Αιθιοπίας. Ο Μωάμεθ και οι στενοί σύντροφοί του παρέμειναν στη Μέκκα, αλλά τον επόμενο χρόνο (616) άρχισε εντονότερη η εναντίον του πολεμική από την ίδια του την πατριά (Bani Hashim). Η θέση του κατέστη δυσχερέστατη, ιδίως όταν το έτος 619 ο θάνατος έπληξε τα δύο βασικά στηρίγματά του, τη γυναίκα του Χαντίτζα και τον θειο του Αμπού Τάλιμπ. Οι αλλεπάλληλες αυτές αντιξοότητες συγκλόνισαν τον Προφήτη, δίχως όμως να τον κάμψουν.
Ιδιαιτέρως τον στήριξε στη δοκιμασία αυτή μια οπτασία: Λέγεται ότι μεταφέρθηκε με θαυμαστό τρόπο από τη Μέκκα στην Ιερουσαλήμ και από εκεί στον ουρανό ενώπιον του θρόνου του Θεού. Καθ’ οδόν οι προφήτες των προηγουμένων γενεών τον χαιρετούσαν. Τότε, αναφέρει η ισλαμική παράδοση, διδάχθηκε το τελετουργικό της προσευχής που παρέδωσε στους οπαδούς του. Το εδάφιο του Κορανίου, το οποίο υπήρξε η αφετηρία των σχετικών διηγήσεων, λέγει:
«Δόξα τω μετενεγκόντι νύκτωρ τον δούλον αυτού εκ του ιερού ναού της Μέκκας εις τον μεμακρυσμένον ναόν των Ιεροσολύμων, ούτινος ηυλογήσαμεν τον περίβολον όπως αποδείξωμεν αυτώ τα θαύματα ημών» (Η νυκτερινή Οδοιπορία, 17:1). Κατά τη μουσουλμανική παράδοση η μετακίνηση του Μωάμεθ από τη Μέκκα στην Ιερουσαλήμ και ακολούθως στον έβδομο ουρανό έγινε με τη συνοδεία του αρχαγγέλου Γαβριήλ επάνω σ’ ένα μυστηριώδες ζώο που είχε σώμα ίππου, μορφή γυναίκας και ουρά παγωνιού. Άστραφτε από τη λάμψη πολυτίμων λίθων και διέσχιζε το στερέωμα σαν αστραπή.
Από τις ποικίλες ερμηνείες που δόθηκαν στο ανωτέρω κορανικό εδάφιο, επικρατέστερες μεταξύ των μουσουλμάνων σχολιαστών είναι: Πρώτον, η κατά κυριολεξία˙ δηλαδή ότι το ταξίδι έγινε πράγματι σωματικά, με αστραπιαία ταχύτητα. Δεύτερον, η μεταφορική˙ επρόκειτο δηλαδή για οπτασία, η οποία αποδεικνύεται από το ότι η σύζυγός του Aishah, που εκείνη τη νύχτα κοιμόταν με τον Προφήτη, βεβαίωσε ότι το σώμα του δεν μετακινήθηκε. Τρίτον, η συνδυαστική˙ δηλαδή από τη Μέκκα μέχρι τα Ιεροσόλυμα πραγματοποιήθηκε όντως από τον Μωάμεθ νυκτερινή οδοιπορία, ενώ το αναφερόμενο στον ουρανό δεύτερο τμήμα της διηγήσεως ήταν απλή οπτασία.
Το πεδίο δράσεως του Μωάμεθ στη Μέκκα φαινόταν πλέον κλειστό. Τα κηρύγματά του εντούτοις είχαν επηρεάσει ορισμένους προσκυνητές από την πόλη Γιαθρίμπ (Yathrib) που βρισκόταν σε απόσταση 320 περίπου χιλιομέτρων βορείως της Μέκκας, η οποία αργότερα έγινε γνωστή σε ολόκληρο τον κόσμο ως Μεδίνα. Το έτος 620 έξι κάτοικοι της τελευταίας είχαν ασπασθεί το Ισλάμ, ενώ τον επόμενο χρόνο προστέθηκαν άλλοι δώδεκα και το 622 οι πιστοί έφθασαν τους εβδομήντα πέντε. Οι πρώτοι αυτοί οπαδοί, γνωστοί ως «βοηθοί» (ansar ή ansar al-Nabi), κάλεσαν τον Προφήτη να μεταναστεύσει με τους συντρόφους του στην πόλη τους, η οποία την εποχή εκείνη μαστιζόταν από ταραχές εξαιτίας βιαίων αντιθέσεων μεταξύ των τοπικών αραβικών φρατριών. Ο Μωάμεθ δίστασε προς στιγμήν να αποφασίσει. Μόλις όμως αποκαλύφθηκε ότι στη Μέκκα σχεδιαζόταν η δολοφονία του, αναχώρησε για τη Γιαθρίμπ, αφού προηγουμένως έστειλε εκεί τους αφοσιωμένους συντρόφους του κατά μικρά κύματα (ανά δύο ή τρεις).
Η αποφασιστικότητα των πρώτων αυτών οπαδών του Προφήτη φαίνεται σε ένα περιστατικό, με το οποίο η μουσουλμανική παράδοση έχει συνδέσει το όνομα ενός Έλληνα. Πρόκειται για τον Suhayb, τον οποίο ο Μωάμεθ ονόμαζε «πρώτο καρπό της Ελλάδος». Είχε φθάσει στη Μέκκα ως δούλος, αλλά κατόπιν, αφού απελευθερώθηκε από τον κύριό του, ασχολήθηκε με το εμπόριο και έγινε πάμπλουτος. Ενώ ετοιμαζόταν να φύγει μαζί με τον Προφήτη, οι κάτοικοι της Μέκκας του υπενθύμισαν με αυστηρότητα ότι είχε έρθει στην πόλη τους πάμπτωχος και τώρα όχι μόνον έφευγε αλλά έπαιρνε μαζί του και τα πολλά αγαθά του. «Εάν παραιτηθώ από την περιουσία μου, θα με αφήσετε ελεύθερο να αναχωρήσω;»,τους ρώτησε. Αυτοί συμφώνησαν και ο πλούσιος Έλληνας άφησε στη Μέκκα τα υπάρχοντά του. Όταν έμαθε το περιστατικό ο Μωάμεθ, παρατήρησε: «Πράγματι ο Suhayb έκανε μία επικερδή συμφωνία!».
γ) Οριστική διαμόρφωση του Ισλαμισμού - Περίοδος Μεδίνας (622-632)
Οι πηγές δεν συμφωνούν απολύτως ως προς τον καθορισμό της ημερομηνίας της μεταναστεύσεως του Μωάμεθ από τη Μέκκα στη Μεδίνα, της περίφημης Hijrah. Συνήθως την τοποθετούν στην 8η ή τη 12η του μηνός Rabi al-Awwal (20ή ή 24η Σεπτεμβρίου 622). Πιθανότερο φαίνεται ότι οι ανωτέρω προσδιορισμοί σχετίζονται με την άφιξη του Μωάμεθ στη Μεδίνα. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, επί χαλίφη Όμαρ (Umar),το έτος της Hijrah θεσπίσθηκε ως αφετηρία της ισλαμικής χρονολογίας. Ως πρώτη όμως ημέρα του έτους ορίσθηκε όχι η πραγματική ημέρα της «μεταναστεύσεως», αλλά η 1η του μηνός Muharram (Παρασκευή) που συμπίπτει με τη 16η Ιουλίου του 622. Στα ελληνικά η αραβική λέξη Hijrah υιοθετήθηκε ως Εγίρα, Έγιρα ή Εγείρα, από τη λατινική Hegira.
(i) Την άφιξη στη Μεδίνα ακολούθησε αλλαγή στη συμπεριφορά του Μωάμεθ. Ο πύρινος προφήτης της Μέκκας, αυτός που αδιάκοπα κήρυττε την επικείμενη τελική κρίση, αυτός που υπέμενε με θρησκευτική εγκαρτέρηση τις επιθέσεις των αντιπάλων του και ανέθετε στον Θεό την υπεράσπισή του, εγκαινιάζει στη Μεδίνα ρεαλιστική τακτική, αναπτύσσοντας εκπληκτική πολιτική και στρατιωτική ευστροφία. Η ένταση που προκαλούσαν οι ετερογενείς ομάδες της πόλεως ευνοούσε την ανάδειξη του διπλωματικού του δαιμονίου. Πολύ σύντομα πέτυχε να συνενώσει τόσο τις διάφορες αραβικές φυλές και φρατρίες, όσο και τους Εβραίους αποίκους σε μία ομοσπονδία, σε μία κοινότητα.
Για να προσεταιρισθεί τον δυναμικό εβραϊκό πληθυσμό της πόλεως, υιοθέτησε αρχικώς διάφορα στοιχεία της λατρείας του: Θέσπισε ως ημέρα νηστείας τη 10η του μηνός Muharram, κατά μίμηση της εβραϊκής νηστείας της «Ημέρας του Εξιλασμού», εισήγαγε τις προ της προσευχής νίψεις και τη μεσημβρινή τελετουργική προσευχή (salah). Επίσης ο προσανατολισμός κατά την ώρα της προσευχής προς την κατεύθυνση της Ιερουσαλήμ, η καθιέρωση της μεσημβρίας της Παρασκευής ως χρόνου κοινής λατρείας, καθώς και η ανέγερση ευκτήριου οίκου, κατά μίμηση της συναγωγής, σχετίζονται μάλλον με διάθεση προσεγγίσεως των Ιουδαίων, μολονότι για τα τελευταία υπάρχουν και άλλες εκδοχές (56).
Σύντομα όμως ο Μωάμεθ κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να υπολογίζει στη φιλία των Ιουδαίων. Οι εκ μέρους του παρανοήσεις διαφόρων ιστοριών της Π.Δ. προκαλούσαν τα ειρωνικά σχόλιά τους, γεγονός που πλήγωνε ιδιαιτέρως τον Άραβα προφήτη. Στο παρελθόν είχε επανειλημμένα επικαλεσθεί το επιχείρημα ότι η διδασκαλία του βρισκόταν σε συμφωνία με τις θρησκείες που είχαν γραπτή αποκάλυψη˙ η αμφισβήτηση λοιπόν των προφητειών του από τους επαΐοντες Ιουδαίους ήταν σοβαρό πρόσκομμα. Το υπερπήδησε όμως τεχνηέντως με το να διακηρύξει: Πρώτον, ότι οι Εβραίοι μέρος μόνον της αποκαλύψεως είχαν λάβει και μάλιστα σε σχέση με συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες˙ δεύτερον, ότι απέκρυπταν πολλά από όσα τους είχαν αποκαλυφθεί˙ τρίτον, ότι είχαν αλλοιώσει το περιεχόμενο της Γραφής(57), με αποτέλεσμα να ωφελούνται από τα ιερά τους κείμενα όσο «όνος φορτωμένος βίβλους» (58) . Ανάλογη κριτική -αν και ηπιότερη σε ύφος- εξαπέλυσε αργότερα εναντίον των χριστιανών, ισχυριζόμενος ότι παρανόησαν και παραποίησαν τη διδασκαλία του Ιησού. Το γεγονός ότι οι οπαδοί του δεν ήσαν σε θέση να διαβάσουν το πρωτότυπο ή μεταφράσεις της Αγίας Γραφής για να κρίνουν, εξασφάλιζε τη θέση του.
Μετά τη διακήρυξη για τον εκφυλισμό των προηγουμένων εξ αποκαλύψεως θρησκειών και τη δημόσια καταγγελία των φορέων τους, ο Μωάμεθ έθεσε ως έργο της ζωής του την κάθαρση και αποκατάσταση της θρησκείας, την οποία από την αρχή ο Θεός είχε δώσει στην ανθρωπότητα διά των προφητών Του. Παρακάμπτοντας αφενός τον Μωυσή και τον Ιησού, τους οποίους ιδιαιτέρως επικαλούνταν οι Ιουδαίοι και οι χριστιανοί, αναζητώντας αφετέρου σημείο κοινής αποδοχής και αναμφισβήτητου κύρους, πρόβαλε ως τύπο της ανακαινιστικής -όπως πρέσβευε- προσπάθειάς του τη θρησκεία του Αβραάμ (millat Ibrahim). Αυτόν ύψωσε ως το κατεξοχήν πρότυπο, διότι «δεν ήτο ούτε εβραίος ούτε χριστιανός, αλλ’ ήτο μουσουλμάνος και ουχί πολυθεϊστής» (Ο Οίκος Εμράν, 3:60) (59) . Με τον Αβραάμ λοιπόν και τον γιό του Ισμαήλ συνδέθηκε τώρα η Μέκκα και τα ισχύοντα σε αυτήν τελετουργικά έθιμα(60) . Δεν είναι ιστορικώς βέβαιο εάν η θεωρία περί Αβραάμ ήταν έμπνευση του Μωάμεθ ή προϋπήρχε ήδη μεταξύ των ιουδαϊζόντων Αράβων ή των εξαραβισθέντων Ιουδαίων (61). Είναι πάντως αναμφισβήτητο ότι με τη θεολογική αυτή τοποθέτηση ο Μωάμεθ κατόρθωσε να υπερκεράσει το κενό που είχε δημιουργήσει η σύγκρουσή του με τους οπαδούς των θρησκειών της Βίβλου και συγχρόνως να γεφυρώσει τις παλαιές αντιθέσεις του με τους πιστούς στο πατροπαράδοτο αραβικό ιερό της Μέκκας.
Παράλληλα με την κριτική του εναντίον Εβραίων και χριστιανών ολοκλήρωσε τον καθορισμό των αρχών της μουσουλμανικής κοινότητας, στρεφόμενος περισσότερο προς τα πατροπαράδοτα αραβικά πρότυπα, δίνοντας σε αυτά νέα θεολογική ερμηνεία. Τη μεταβολή αυτή εκφράζει χαρακτηριστικά η αλλαγή της Qiblah, του προσανατολισμού δηλαδή των πιστών κατά την ώρα της προσευχής. Μέχρι το δεύτερο έτος της Εγίρας (Ιουλ. 623 - Ιουν. 624) οι προσευχόμενοι στρέφονταν προς την Ιερουσαλήμ, από τότε όμως και μετά προς τη Μέκκα (Ο Οίκος Εμράν, 3:139-145). Σύντομα ακολούθησε σειρά θεσπισμάτων, τα οποία σταθεροποίησαν τον εθνικό, αραβικό προσανατολισμό της θρησκευτικής κινήσεως του Μωάμεθ. Αρχικά, λόγω της δυσκολίας μεταβάσεως στην Ka’bah, αποφασίσθηκε τη 10η του μηνός Dhul-Hijjah να γίνει -ως υποκατάστατό της- ζωοθυσία στον ιερό χώρο musalla της Μεδίνας. Τον επόμενο χρόνο θέσπισε το προσκύνημα στη Μέκκα (Hajj) ως υποχρέωση των μουσουλμάνων(63) . Αντί της νηστείας που είχε ορισθεί παλαιότερα (στις 10 του Muharram), επέβαλε τη νηστεία του μηνός Ramadan, εποχή κατά την οποία, όπως έλεγε, δέχθηκε τη βασική αποκάλυψη από τον Αλλάχ (64). Στην Παρασκευή έδωσε τον χαρακτήρα «καταπαύσεως της εργασίας», όπως συμβαίνει με το εβραϊκό Σάββατο (65). Στη φάση αυτή, με διάφορες προφητείες, καθορίσθηκε ένα είδος ειδικού «πρωτοκόλλου» σεβασμού προς τον Μωάμεθ(66). Αν και οι σχετικές διατάξεις δεν είναι αντικειμενικά υπερβολικές, εκφράζουν εντούτοις την απαίτηση ιδιαίτερου σεβασμού. Ο τονισμός της υπακοής στον Αλλάχ, ως πρωταρχικού χρέους των μουσουλμάνων, ήταν αναπόφευκτο να συνδεθεί πρακτικά στην καθημερινή ζωή της Μεδίνας με την απόλυτη υπακοή στον εκφραστή των βουλών Του, τον Προφήτη(67). Έτσι, μαζί με την πίστη στον Αλλάχ συμβάδισε και η πίστη στον Μωάμεθ(68).
Το συμπέρασμα από τη σύντομη αυτή αναδρομή στα πρώτα χρόνια μετά την Εγίρα (Hijrah) είναι ότι ουσιαστικά κατά την περίοδο αυτή διαμορφώθηκε ο Ισλαμισμός ως ιδιαίτερη θρησκεία. Συνεπώς, η εκλογή του έτους της μεταναστεύσεως στη Μεδίνα ως αρχής της μουσουλμανικής χρονολογήσεως, αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται κάπως αυθαίρετη, είναι βασικά πολύ επιτυχής.
(ii) Ο προσανατολισμός προς τη Μέκκα την ώρα της προσευχής έστρεφε με μεγαλύτερη ένταση τη σκέψη και τον πόθο προς τη γενέτειρα, η οποία, ενώ είχε δεχθεί τις πρώτες αποκαλύψεις, είχε απορρίψει το κήρυγμα του Μωάμεθ. Εφόσον η ιερή πόλη βρισκόταν ακόμη στα χέρια των εχθρών του, δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί το πρόγραμμα που είχε θεσπισθεί˙ όσον καιρό οι αντίπαλοί του παρέμεναν ατιμώρητοι, η αξιοπιστία του βρισκόταν υπό αμφισβήτηση, και αυτό βεβαίως δεν ήταν δυνατόν να αφεθεί μόνο στον Θεό και να παραταθεί μέχρι την τελική κρίση. Ο Μωάμεθ, καθορίζοντας με αποφασιστικότητα και ρεαλισμό όχι μόνο τους στόχους του, αλλά και τους τρόπους πραγματοποιήσεώς τους, καθιέρωσε τη δυναμική στρατιωτική τακτική.
Η πρώτη ουσιαστική επιδρομή των μουσουλμάνων πραγματοποιήθηκε τον ιερό μήνα Rajab, κατά τον οποίο απαγορεύονταν οι εχθροπραξίες. Ο Μωάμεθ απέστειλε ομάδα κρούσεως στη Nakhlah, από όπου επρόκειτο να περάσει εμπορικό καραβάνι της Μέκκας, ενώ έδωσε στον αρχηγό της αποστολής σφραγισμένη εντολή να ενεργήσει κατά την κρίση του. Εκείνος, γνωρίζοντας να διαβάζει κάτω από τις διφορούμενες φράσεις τις σκέψεις του εντολοδότη, επιτέθηκε και συγκέντρωσε πλούσια λάφυρα. Η προκλητική αυτή καταπάτηση της ιερότητας του μηνός Rajab, και γενικότερα των αραβικών εθίμων, προκάλεσε αρχικά την κατακραυγή και αυτών ακόμη των κατοίκων της Μεδίνας. Τελικά όμως τα πνεύματα ηρέμισαν με την εξής προφητεία:
«Θα σ’ ερωτήσωσιν, αν κατά την διάρκειαν του ιερού μηνός επιτρέπηται το πολεμείν˙ αποκρίθητι˙ το πολεμείν διαρκούντος του μηνός τούτου είναι μέγιστον κακόν, αλλά το εγκατελείπειν την οδόν του Θεού, το απαρνείσθαι αυτόν και το ιερόν προσευκτήριον, το διώκειν εκ του περιβόλου αυτού τους κατοικούντας εν αυτώ, εισίν αμαρτήματα πολλώ βαρύτερα ή το φονεύειν κατά τον ιερόν μήνα. Οι άπιστοι δεν θα παύσωσι πολεμούντες, εν όσω δεν αναγκάσωσιν υμάς να αρνηθήτε την θρησκείαν υμών, εάν δυνηθώσιν. Αλλ’ όσοι εξ υμών αρνηθώσι την θρησκείαν και αποθάνωσιν άπιστοι, αι πράξεις αυτών ούτε εις την παρούσαν, ούτε εις την μέλλουσαν ζωήν θα ωφελήσωσιν αυτούς. Είναι προορισμένοι εις το αιώνιον πυρ της κολάσεως» (Η Βούς, 2:214).
Αποφασιστική αφετηρία των στρατιωτικών επιτυχιών των μουσουλμάνων θεωρείται γενικώς η σύγκρουση που πραγματοποιήθηκε κοντά στο Badr κατά το δεύτερο μετά την Εγίρα έτος (624 μ.Χ.). Στρατός της Μέκκας, αποτελούμενος από 950 άνδρες, κατευθύνθηκε προς τη Μεδίνα για να εκδικηθεί τους προκλητικούς βόρειους γείτονες. Οι μουσουλμάνοι δεν κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν παρά μόνο 324 άνδρες (86 «μετανάστες» από τη Μέκκα και 238 «βοηθούς» από τη Μεδίνα)˙ τελικά όμως στη μάχη που ακολούθησε πέτυχαν να κατατροπώσουν τις δυνάμεις της Μέκκας. Ο Μωάμεθ δεν έλαβε προσωπικά μέρος στη σύγκρουση, αλλά ενίσχυε τους πολεμιστές του βεβαιώνοντάς τους για τη συνδρομή στη μάχη χιλίων αγγέλων, απειλώντας τους δειλούς με τις φλόγες του Άδη και υποσχόμενος στους ανδρείους τις απολαύσεις του Παραδείσου. «Τέλος πήρε μια χούφτα άμμο και εκστομίζοντας κατάρα την έριξε εναντίον των εχθρών˙ με τον τρόπο αυτό λέγεται ότι κρίθηκε η μοίρα τους» (69). Η νίκη αυτή θεωρήθηκε ιδιαίτερη εύνοια του Θεού και αποτέλεσε αποφασιστική καμπή στην ιστορία του Ισλάμ. Τότε για πρώτη φορά οι πεσόντες στο πεδίο της μάχης μουσουλμάνοι ανακηρύχθηκαν μάρτυρες και καθορίσθηκε η μέθοδος κατανομής των λαφύρων, δηλαδή το ένα πέμπτο «τω Θεώ και τω Αποστόλω, τοις συγγενέσι, τοις ορφανοίς, τοις πένησι, τοις οδοιπόροις» (Τα Λάφυρα, 8:42), και τα υπόλοιπα σε ίσα μερίδια μεταξύ των πολεμιστών. Μετά τη νίκη στο Badr αναπτύσσεται πλέον σταθερά η ιδέα ότι, όταν το κήρυγμα δεν αποδειχθεί αποτελεσματικό, οι αντίπαλοι πρέπει να εξαναγκάζονται διά του πολέμου να υποταχθούν στον λόγο του Αλλάχ. «Πολεμείτε αυτούς μέχρις ου δεν θα υπάρχη πλέον πειρασμός, μέχρις ου δεν θα υπάρχη άλλη θρησκεία ή του μόνου Θεού» (Τα Λάφυρα,8:40). Το ήθος «του ιερού πολέμου» λαμβάνει πλέον θεολογική κατοχύρωση (70).
Οι συγκρούσεις με τον στρατό της Μέκκας συνεχίσθηκαν και το γόητρο της Μεδίνας ανυψώθηκε. Ο Μωάμεθ πέτυχε να συγκεντρώσει νέες δυνάμεις δημιουργώντας φιλικές σχέσεις με φυλές που ζούσαν γύρω από την πόλη. Τις σχέσεις αυτές τις έκανε στενότερες λαμβάνοντας ως συζύγους γυναίκες από διάφορες φυλές. Επιπλέον νυμφευόταν χήρες γενναίων πολεμιστών που φονεύθηκαν στους αγώνες υπέρ του Ισλάμ. Κατά την τελευταία περίοδο είχε, εκτός από τις δούλες, εννέα νόμιμες συζύγους. Για τη συντήρηση τους έπαιρνε ειδικό επίδομα. Διάφορες εκδοχές διατυπώνονται σχετικά με το πλήθος των συζύγων του Προφήτη. Πάντως, για την αντιμετώπιση επικίνδυνων ψιθύρων ο Προφήτης φρόντιζε να επικαλείται θείες αποκαλύψεις:
«Ω Προφήτα! επιτρέπεταί σοι να συζευχθής μετά των γυναικών ας επροικοδότησας, των αιχμαλώτων ας διά της δεξιάς σου απέκτησας, των θυγατέρων των θείων σου και των ακολουθησασών σε, ως και μετά πάσης γυναικός ευσεβούς, αφιερωσάσης την εαυτής ψυχήν σοι τω Προφήτη, εάν θέλησης να συζευχθής μετ’ αυτής. Τουτό έστι προνόμιον όπερ εις σε ιδίως δίδομεν επί των άλλων πιστών» (Οι Ομόσπονδοι, 33:49) (71). Όταν ο Μωάμεθ, γοητευμένος από το κάλλος της Ζέναμπ (Zainab bint Jahsh), συζύγου του θετού του γιου Ζάιδ (Zaid b. Hariiha), τελικά τη νυμφεύθηκε (αφού προηγουμένως εκείνος, για να ευχαριστήσει τον Προφήτη, τη διεζεύχθη πρόθυμα), δέχθηκε και εξήγγειλε ειδική για την περίπτωση προφητεία. Με αυτήν ο Θεός όχι μόνον τονίζει ότι «δεν ημάρτησεν ο προφήτης», αλλά ακόμη έκανε παρατήρηση στον Μωάμεθ διότι υπολόγισε τις δυσμενείς κρίσεις του κοινωνικού του περιβάλλοντος και «εφοβήθη τους ανθρώπους». Ο γάμος με τη Zainab -τονίζει η προφητεία- έγινε κατ’ εντολήν του Θεού, «ίνα μάθωσιν οι πιστοί ότι δεν αμαρτάνουσι νυμφευόμενοι τας γυναίκας των θετών υιών των, αφού ούτοι διαζευχθώσι απ’ αυτών». Και για να μη μείνει περιθώριο για καμία αμφισβήτηση της αθωότητας του Προφήτη, προστίθεται ότι, σε τελευταία ανάλυση «ο Μωάμεθ ουδενός υμών είναι πατήρ» (και άρα ο Zaid δεν λογίζεται γιός του), «αλλ’ είναι απόστολος του Θεού και η σφραγίς πάντων των προφητών» (Οι Ομόσπονδοι, 33:37-40) (72). Δεν είναι σπάνιο στην ιστορία οι ισχυροί να παρακάμπτουν την παρανομία με τη θέσπιση νόμων.
Όπως είδαμε, στην πρώτη μουσουλμανική κοινότητα της Μεδίνας μετείχαν και Εβραίοι, οι οποίοι όμως δεν άργησαν να δημιουργήσουν στον Μωάμεθ σοβαρά προβλήματα. Γι’ αυτό οι Άραβες μουσουλμάνοι επιτέθηκαν εναντίον τους με σφοδρότητα και εξεδίωξαν από την περιοχή τους πολλές εβραϊκές οικογένειες. Το έτος 625 εξόρισαν τους Bani Qaynuqa’ με την κατηγορία ότι προκάλεσαν ταραχές και ότι πρόσβαλαν μουσουλμανίδα γυναίκα˙ το 626 τους Bani Nadir με την κατηγορία συνωμοσίας˙ τέλος, το έτος 627 την τρίτη εβραϊκή φυλή, τους Bani Qurayza, διότι κατά την πολιορκία της Μεδίνας από τον στρατό της Μέκκας οι Εβραίοι, βοηθούμενοι από βεδουΐνους, είχαν έρθει σε συνεννοήσεις με τους επιτιθέμενους. Και οι μεν άνδρες της φυλής Qurayza, που αριθμούσαν πολλές εκατοντάδες, εκτελέστηκαν, τα δε γυναικόπαιδα εξανδραποδίσθηκαν (73) . Με το ανωτέρω γεγονός παύει οριστικά πλέον η αμφιταλάντευση του Μωάμεθ ως προς τις σχέσεις του με τον Ιουδαϊσμό, στον οποίο αρχικά είχε προσβλέψει ως σύμμαχο.
(iii) Μετά την επιτυχία του να επιβληθεί ως αρχηγός θεοκρατικού κράτους και τη συντριβή των αντιπάλων του στη Μεδίνα, ο Μωάμεθ άρχισε να προσβλέπει σε ευρύτερους ορίζοντες. Η συζήτηση σχετικά με την αυτοσυνειδησία του Μωάμεθ ως προς την καθολικότητα της θρησκείας, την οποία κήρυττε, δεν έχει ουσιαστικώς λήξει. Τόσο η άποψη ότι τα θρησκευτικά του σχέδια περιορίζονταν στον αραβικό κόσμο, όσο και η αντίθετη, ότι η προοπτική του ήταν παγκόσμια, έχουν συνηγόρους διάσημους ερευνητές. Άλλωστε δεν είναι το μόνο ισλαμικό θέμα για το οποίο υπάρχουν αντιθέσεις και διχογνωμίες. Για τους μουσουλμάνους βεβαίως δεν υφίσταται δίλημμα.
Με το σημείο αυτό συνδέεται εμμέσως η παράδοση ότι ο Μωάμεθ έστειλε επιστολές στους ηγέτες των κρατών που γειτόνευαν με την Αραβία, ζητώντας από αυτούς να αναγνωρίσουν και να ασπασθούν το Ισλάμ(75). Ανεξάρτητα από τα πολλά φιλολογικά και ιστορικά τεκμήρια που ορθώνονται κατά της απόψεως αυτής (76), είναι νομίζουμε αβάσιμη η σκέψη ότι ένας πολιτικός με την οξυδέρκεια και τον ρεαλισμό του ώριμου πλέον Μωάμεθ, πριν ολοκληρώσει την κατάληψη της Μέκκας και σταθεροποιήσει την ηγεμονία του στην Αραβία, θα ανέπτυσσε ένα τόσο μεγαλεπίβολο θρησκευτικό σχέδιο. Η ανωτέρω παράδοση υποθέτουμε ότι δημιουργήθηκε εκ των υστέρων, για να εκφράσει την ποιότητα των υφισταμένων σχέσεων της μουσουλμανικής κοινότητας με τους γείτονές της.
Πάντως είναι βέβαιο ότι το 629 οργάνωσε επιδρομή εναντίον των πλησίον της Αραβίας ευρισκομένων βυζαντινών επαρχιών. Αλλά κατά τη μάχη που έγινε στην πεδιάδα Mu’ta της Ιορδανίας, τους «Μοθούς» των Βυζαντινών χρονογράφων, οι μουσουλμάνοι κατατροπώθηκαν από τον βυζαντινό στρατό, τον οποίο διοικούσε ο αδελφός του Ηρακλείου Θεόδωρος ο Βικάριος (77). Στη σύγκρουση εκείνη, η οπαία για τους Βυζαντινούς υπήρξε ένα απλό συνοριακό επεισόδιο, φονεύθηκε μαζί με άλλους ηγέτες των Αράβων και ο εξάδελφος του Μωάμεθ Γκιάφαρ. Αργότερα στο μέρος εκείνο στήθηκε μνημείο, το οποίο εξελίχθηκε σε προσκύνημα.
(iv) Έχοντας επιτύχει απόλυτη κυριαρχία στη Μεδίνα, ο Μωάμεθ επιζήτησε να θέσει το συντομότερο υπό την εξουσία του και τη Μέκκα, προς την οποία δεν έπαψε να έχει στραμμένη την προσοχή του. Το σχέδιο αυτό το πραγματοποίησε αναίμακτα με εξαιρετική διπλωματική ευστροφία. Το έτος 628 συνήψε τη συνθήκη του Hudaibiyah, σύμφωνα με την οποία τον επόμενο χρόνο μετέβη στη Μέκκα μαζί με τους οπαδούς του ως προσκυνητής. Τελικά στις 11 Ιανουαρίου του 630 ο Προφήτης ακολουθούμενος από 10.000 άνδρες μπήκε αμαχητί στην «αγία» πόλη. Μία από τις πρώτες ενέργειές του υπήρξε η καταστροφή των ειδώλων που βρίσκονταν γύρω από την Κάαμπα. «Ειπέ˙ Η αλήθεια επεφάνη και το ψεύδος εξηφανίσθη. Το ψεύδος ωρίσθη εις εξαφάνισιν», γράφει το Κοράνιο, αναφερόμενο σ’ αυτό το γεγονός (Η Νυκτερινή Οδοιπορία, 17:83). Ενώ όμως ο Προφήτης ήταν αμείλικτος έναντι των παλαιών θεών και των ειδώλων τους, προς τους ανθρώπους υπήρξε επιεικής και παραχώρησε γενική αμνηστία.
Ορισμένες φυλές που ζούσαν σε γειτονικές περιοχές, νόμισαν ότι η αναίμακτη κατάληψη της Μέκκας οφειλόταν σε αδυναμία αντιστάσεως και άρχισαν να περιπολούν στα περίχωρα με την ελπίδα ότι θα επιτύχουν εύκολη λεία. Λέγεται ότι συναθροίστηκαν έτσι 20.000 περίπου άνδρες. Ο ετοιμοπόλεμος Μωάμεθ στράφηκε με ταχύτητα εναντίον τους και στη μάχη του Ηunain (το 630) τους κατατρόπωσε. Η νέα επιτυχία και η γενναιοδωρία που επέδειξε προς τους ηττημένους -αποφεύγοντας το φυλετικό έθιμο της αντεκδικήσεως- σταθεροποίησαν το γόητρο του Προφήτη στις άλλες αραβικές φυλές και προσέλκυσαν νέες αραβικές ομάδες στον «οίκο της πίστεως». Η πολιτική, στρατιωτική και πολεμική δύναμη του Μωάμεθ βρισκόταν τώρα σε ανιούσα γραμμή. Το 630 μX. (9ο έ. Εγ.) έφθασαν στη Μεδίνα αντιπροσωπείες διαφόρων αραβικών φυλών για να εκφράσουν τον σεβασμό τους στον Προφήτη και να δηλώσουν ότι δέχονται το Ισλάμ. Άλλες εντούτοις φυλές πρόβαλαν κάποια αντίσταση, η οποία όμως εξουδετερώθηκε εύκολα με τη δράση μικρού στρατιωτικού αποσπάσματος, όπως π.χ. στην περίπτωση της φυλής Tay, όπου επενέβη ο Αli.
Στο τέλος του θέρους του 630 μ.Χ. (9ο έ. Εγ.) ο Μωάμεθ, που δεν είχε λησμονήσει την ήττα των στρατευμάτων του από τους Βυζαντινούς και τους συμμάχους τους χριστιανούς Άραβες, οργάνωσε εκστρατεία εναντίον τους. Στο κάλεσμα του Προφήτη ανταποκρίθηκαν 30.000 εθελοντές και συγκεντρώθηκαν 10.000 ίπποι. Πολλοί επίσης πρόσφεραν με γενναιοδωρία υλικά αγαθά, π.χ. ο Όμαρ τη μισή του περιουσία, ενώ ο Abu Bakr
ολόκληρη (79). Συγχρόνως παρουσιάσθηκε και σημαντική απροθυμία. Στους διατακτικούς και σ’ αυτούς που προφασίζονταν «τον θερινό καύσωνα», ο Μωάμεθ -κατ’ εντολήν εννοείται του Θεού- διακήρυξε ότι «το πυρ της Γεέννης είναι καυστικώτερον» (Η Μετάνοια, 9:82) και τους κατακεραύνωσε με λόγους αυστηρούς (80). Επικεφαλής των μουσουλμανικών στρατευμάτων τέθηκε ο ίδιος ο Προφήτης. Τον Οκτώβριο έφθασαν στην όαση Tabuk, που βρισκόταν στο μέσον της αποστάσεως μεταξύ Μεδίνας και Δαμασκού, στη συνοριακή ζώνη της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Εκεί παρέμειναν περίπου δέκα ημέρες (κατ’ άλλους είκοσι τέσσερις) και κατόπιν πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Για τα αίτια της αιφνίδιας αυτής διακοπής της εκστρατείας δεν υπάρχουν νύξεις στο Κοράνιο ούτε στο βιογραφικό έργο του Ibn Ishaq. Το πιθανότερο είναι ότι οι πληροφορίες που πήραν τους έπεισαν πως μια σύγκρουση με τους Βυζαντινούς την εποχή εκείνη θα ήταν ατελέσφορη και ότι πρυτάνευσε και πάλι ο ρεαλισμός του Μωάμεθ. Η «εκστρατεία» πάντως αυτή -ευτυχώς χωρίς θύματα- είχε και κάποια συγκεκριμένα αποτελέσματα. Οι κάτοικοι των χριστιανικών πόλεων της περιοχής (Aila, Adhruh Garba), για να αποφύγουν τις περιπέτειες της συγκρούσεως με τον μουσουλμανικό στρατό, έσπευσαν να δηλώσουν υποταγή και εξασφάλισαν τη θρησκευτική τους ελευθερία έναντι ετήσιου κεφαλικού φόρου, ενώ οι Ιουδαίοι κάτοικοι του λιμένα της Maqna υποτάχθηκαν με σκληρότερους όρους -καταβολή φόρων σε είδος, παράδοση όπλων, ίππων και δούλων.
Αν και ήταν κυρίαρχος των δύο μεγάλων αραβικών κέντρων, ο Μωάμεθ δεν έλαβε μέρος κατά τα 8ο και 9ο έ. Εγ. στο ιερό προσκύνημα της Μέκκας. Έδωσε όμως εντολή στον Abu Bakr κατά τη Hajj του 9ου έ. Εγ. (αρχές 631 μ.Χ.) να διακηρύξει ότι στο εξής απαγορεύονταν αυστηρώς οι ειδωλολατρικές τελετουργίες στο ιερό της Κάαμπα, καθώς και η είσοδος σ’ αυτό παντός μη μουσουλμάνου. Στους Άραβες ειδωλολάτρες δόθηκε προθεσμία τεσσάρων μηνών για να διαλέξουν μεταξύ αποδοχής του Ισλάμ ή πολέμου (Η Μετάνοια, 9:1-5).
Στο τέλος του 10ου έ. Εγ. (Μάρτιος 632 μ.Χ.),μετά την πλήρη εκκαθάριση της ιερής πόλεως από τα ειδωλολατρικά μιάσματα, είχε φθάσει πλέον η ώρα για το πρώτο -και τελευταίο- επίσημο προσκύνημα του Μωάμεθ, με βάση τις αρχές που ο ίδιος είχε θεσπίσει αναβιώνοντας -όπως κήρυττε- τις τελετές οι οποίες είχαν εγκαινιασθεί από τον Αβραάμ. Είναι αυτό που έμεινε γνωστό στην ιστορία ως «Προσκύνημα του Ισλάμ» ή «Αποχαιρετιστήριο προσκύνημα» και αποτελεί το «αλληλούια» της προφητικής δράσεως του Μωάμεθ. «Σήμερον [λέγει στο Κοράνιο ο Θεός, αναφερόμενος στην εν λόγω Hajj] ετελειοποίησα την θρησκείαν υμών, εξεπλήρωσα προς υμάς τα ευεργετήματά μου, δους υμίν ως θρησκείαν τον Ισλαμισμόν» (Η Τράπεζα, 5:5).
Μετά την πάροδο λίγων μηνών, ενώ σχεδίαζε μια εκστρατεία στην Ιορδανία, ο Μωάμεθ αρρώστησε αιφνιδίως σοβαρά.
Στο πλαίσιο των προαισθήσεων ενός θανάτου που έφθανε καλπάζοντας και της θρησκευτικής ευαισθησίας που μέχρι τέλους διατηρούσε, ανήκει και το εξής περιστατικό, το οποίο αναφέρεται σε μια ευσεβή παράδοση: Μια νύχτα, νιώθοντας αιφνίδια παρόρμηση, σηκώθηκε, πήρε μαζί του τον Abu Muwaihaba -ένα αφοσιωμένο πρώην δούλο του- και κατευθύνθηκε στο νεκροταφείο. «Ειρήνη σε σάς, άνθρωποι των τάφων!» ψιθύρισε ο Προφήτης βαδίζοντας ανάμεσα στα μνήματα. «Ασφαλώς είστε ευτυχέστεροι από τους ζωντανούς. Γιατί θα έλθουν στους ανθρώπους πειρασμοί σαν κλέφτες σε σκοτεινή νύχτα, οι τελευταίοι θα είναι χειρότεροι από τους πρώτους». Κατόπιν, στρεφόμενος στον συνοδοιπόρο του, πρόσθεσε: «Ω Abu Muwaihaba! Ο Αλλάχ μου προσέφερε το κλειδί αυτού του κόσμου, προφήτευσε για μένα μακροζωία και μετά από αυτήν τον Παράδεισο˙ μου επέτρεψε να διαλέξω εάν επιθυμούσα αυτό ή να συναντήσω αμέσως τον Κύριό μου. Προτίμησα το δεύτερο» .
Ο Μωάμεθ διατηρούσε μέχρι την τελευταία στιγμή ευλάβεια, αλλά και ιδιότυπο «χιούμορ», στο οποίο ανταποκρινόταν με ευστροφία η Άισα. Επιστρέφοντας από τη νυκτερινή του επίσκεψη στα μνήματα βρήκε την προσφιλή του σύζυγο να παραπονείται για ισχυρό πονοκέφαλο. Ο Προφήτης παρατήρησε ότι εκείνος υπέφερε περισσότερο και κατέληξε χαμογελώντας: «Και αν τελείωνες πριν από μένα, τι θα πείραζε; Θα σε τύλιγα σ’ ένα σάβανο, θα προσευχόμουν πάνω σου και θα σε έθαβα!» «Νομίζω ότι μπορώ να φαντασθώ τι θ’ ακολουθούσε», παρατήρησε η Άισα. «Θα επέστρεφες στο σπίτι και θα τελούσες αμέσως γάμο με μια καινούργια σύζυγο». Ο Προφήτης χαμογέλασε.
Όταν αργότερα, για να τον ανακουφίσουν από τον υψηλό πυρετό, του έδωσαν ένα φάρμακο το οποίο τον ενόχλησε, διέταξε να λάβουν όλες του οι σύζυγοι την ίδια δόση. Παρά την πρόσκαιρη βελτίωση της υγείας του, που του επέτρεψε να πάει και στο τέμενος, η κατάσταση του επιδεινώθηκε και, στις 8 Ιουνίου 632 (13η του μηνός Rabi al-Awwal του 11ου έ. Εγ.), ο δυναμικός Άραβας προφήτης εξέπνευσε στην αγκαλιά της Άισα σε ηλικία 62 ετών (84).
Ο στενός συνεργάτης του Abu Bakr, ο μετέπειτα διάδοχός του στην ηγεσία της μουσουλμανικής θρησκευτικοπολιτικής κοινότητας , ανήγγειλε, όπως λέει η παράδοση, τον θάνατό του με αυτά τα λόγια: «Ας μάθει όποιος λατρεύει τον Μωάμεθ, ότι ο Μωάμεθ πέθανε. Αλλά όποιος λατρεύει τον Θεό, ας μάθει ότι ο Θεός ζει και ουδέποτε αποθνήσκει».
Συνοπτικά, ο Μωάμεθ άρχισε τη ζωή του ως βοσκός, εξελίχθηκε κατόπιν σε έμπορο, ο έμπορος σε προφήτη και τέλος ο προφήτης σε αρχηγό θεοκρατικού κράτους. Τα χαρακτηριστικά του είναι πολύπλευρα: τον αντικρίζουμε ως ένθερμο οραματιστή, επιτυχημένο επιχειρηματία, δικαστή, ευαίσθητο ποιητή, δυναμικό θρησκευτικό αναμορφωτή, πανούργο στρατηγό, ικανό πολιτικό ηγέτη. Οι εχθροί του -και μεταξύ τους πρωτεύουσα θέση κατείχαν οι Βυζαντινοί- δεν δίστασαν να τον χαρακτηρίσουν ηδονιστή, νευρωτικό, επιληπτικό, αδίστακτο, φιλόδοξο και τα παρόμοια. Για πολλούς μουσουλμάνους πάντως εξακολουθεί να είναι ο τέλειος άνθρωπος, το «προαιώνιο φως», η «κόρη του οφθαλμού» και η ζωή του αποτελεί γι’ αυτούς πρότυπο προς μίμηση.

Σημειώσεις (κατ' επιλογήν)
(5) Είναι πιο γνωστή με τη συντετμημένη μορφή, που εξέδωσε ο Ibn Ηisham, ο οποίος ανήκει στην επόμενη του Ibn Ishaq γενεά. Μετάφραση του έργου του Hisham στα αγγλικά υπάρχει στο βιβλίο του A. Guillaume που αναφέρθηκε στη σημ. 1. Για την έκδοση του πρωτοτύπου και μετάφραση στα γερμανικά βλ. σημ. 53 κεφ. Ι/Α'.
(11) Βλ. έργα που μνημονεύονται στην Εισαγωγή σημ. 7-15. Οι Βυζαντινοί γνωρίζουν ασφαλώς πολλές σελίδες του βίου του Μωάμεθ. Επειδή όμως ασκούν πολεμική και όχι έρευνα, έχουν την τάση να επενδύουν τα γεγονότα με υποτιμητικές φράσεις, όπως εξάλλου οι μουσουλμανικές παραδόσεις στολίζουν πολλά περιστατικά με άνθη. Παραμερίζοντας τα μεν και τα δε, ανακαλύπτουμε συχνά κοινό ιστορικό πυρήνα. Πρβλ. πιο κάτω περίπτωση σχέσεων Μωάμεθ με χριστιανούς μοναχούς.
(28) Η αραβική παράδοση δέχεται ότι ο Μωάμεθ γεννήθηκε το «έτος του ελέφαντα», το οποίο ταυτίζει με το έτος της εισβολής του Αβράμου στη Μέκκα (βλ. κεφ. 1/Α'). Πρόκειται όμως, όπως υποστηρίζει η σύγχρονη κριτική έρευνα, για ιστορική σύγχυση, διότι η επίθεση του Αβησσυνού στρατηγού πρέπει να πραγματοποιήθηκε πολύ νωρίτερα από το 570. Γενικότερα, για το έτος γεννήσεως του Μωάμεθ υπάρχουν σοβαρές επιφυλάξεις, ενώ από μερικούς θεωρείται εξίσου πιθανό ότι γεννήθηκε περί το 580˙ Buhl, Muhammad (1961), 391.
(29) Τα περισσότερα από όσα λέγονται για τους προγόνους του Μωάμεθ είναι αβέβαια. Αναμφισβήτητο πάντως θεωρείται ότι από μικρή ηλικία ήταν ορφανός. «Ήσο ορφανός και σε περιέθαλψεν», λέει το Κοράνιο αναφερόμενο στον Μωάμεθ˙ «ήσο πένης και σε επλούτισε» (Ο Εωθινός, 93:6,8).
(30) Όπως φαίνεται και από τη διδασκαλία του Κορανίου, το οποίο θα εξετάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο (Ι/Γ’), ο Μωάμεθ συμμεριζόταν τη διδασκαλία για τα jinn και τους κακούς οιωνούς (Τα Συμβάντα, 28:57, Η Αράχνη, 29:67 κ.ά.), πίστευε στην ιερότητα της Μέκκας και θεωρούσε ότι οι θυσίες που εγίνοντο εκεί ήταν ευάρεστες στον Θεό (Το Κάουθερ, 108:2). Πρβλ. κορανικό στίχο: «Ήσο απολωλώς και σε καθωδήγησεν» (Ο Εωθινός, 93:7, και: «τη εντολή ημών, απεκαλύφθη το Πνεύμα εις σε, όστις ηγνόεις την Βίβλον ή την θρησκείαν» (Η Συνδιάσκεψις, 43:52).
(33) «Ερχόμενος δε εν Παλαιστίνη συνανεστρέφετο Ιουδαίοις τε και Χριστιανοίς, εθηράτο δε παρ’ αυτών τινά γραφικά»˙ Θεοφάνους, Χρονογραφία, τόμ. I, 334. Την άποψη αυτή επαναλαμβάνουν αργότερα και άλλοι Βυζαντινοί συγγραφείς: «Παραγενόμενος εις Παλαιστίνην συνέτυχεν Εβραίοις, είτα Αρειανοίς, έπειτα και Νεστοριανοίς. Και δόξας φιλομαθής είναι, αρύσατο ταχέως εξ Εβραίων μεν την μοναρχίαν, εξ Αρειανών δε Λόγον και πνεύμα κτιστά, από δε Νεστοριανών ανθρωπολατρίαν. Κάι σύνθετον εξ αυτών θρησκείαν εαυτώ συνεστήσατο»˙ «Κατά Μωάμεθ»: PG, 104,1449Α (στην PG με το όνομα του Βαρθολομαίου του Εδεσσηνού˙ νεότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι ανήκει σε άλλο συγγραφέα). Πρβλ. Γεωργίου Αμαρτωλού, «Χρονικόν σύντομον», Βίβλος Δ', «Περί του αρχηγού των Σαρακηνών Μωάμεθ του και Μουχούμετ»: PG, 110,865Β: «συνανεστρέφετο Ιουδαίοις και Χριστιανοίς και εθηράτο λόγους και γραφικάς τινας ρήσεις». Πρβλ. Ευθυμίου Ζιγαβηνού, «Πανοπλία δογματική», 28: PG, 130, 1333Β.
(34) Κατά τον Buhl [Muhammad (1961), 391] «θα ήταν πιο φρόνιμο να παραθεωρηθούν τα δήθεν εμπορικά ταξίδια του, τα οποία λέγεται ότι είχε επιχειρήσει στις γύρω χώρες, ήδη ως παιδί με τον Abu Talib και αργότερα στην υπηρεσία της Khadijah»
(36) Οι Βυζαντινοί συγγραφείς αναφέρονται πολλές φορές στις σχέσεις του Μωάμεθ με αιρετικό χριστιανό μοναχό, (α) Μερικοί τον θεωρούν αρειανό [Θεοδώρου Αβουκαρά, «Κατά αιρέσεων Ιουδαίων και Σαρακηνών»:PG,97,1560Α: «Ο γαρ τε ψευδοπροφήτης αυτών Αρειανού ακροατής άτε γεγονώς, τούτο αυτοίς το άθεον και δυσσεβές παρέδωκε δόγμα...»˙ πρβλ. Γεωργίου Αμαρτωλού, «Χρονικόν», Βιβλ. Δ' 235:PG, 110.865D]˙ άλλοι (β) μονοφυσίτη ιακωβίτη [«Κατά Μωάμεθ» (Ανωνύμου;):PG, 104,1457C: «Προσεκολλήθη δε τω Μαχούμετ τις Ιακωβίτης ονόματι Βαειρά, επεί αυτός ιδιώτης ην, και αγράμματος»]˙ ενώ οι περισσότεροι (γ) νεστοριανό [Βαρθολομαίου του Εδεσσηνού, «Έλεγχος Αγαρηνού »:PG, 104,1428Α: «Εν δε τω βόσκειν τας καμήλους εν τω δρει υπήρχεν έκεϊσέ τις μοναχός ησυχαστής Νεστοριανώ έχων δόγματι, τούνομα Παχυράς». Πρβλ. Ιωάννου του Καντακουζηνού, «Κατά Μωαμεθανών»; PG, 154,417C]. Ο Βαρθολομαίος ο Εδεσσηνός αναφέρεται λεπτομερώς στις σχέσεις αυτές: «Ην δε τω κελλίω αυτού φρέαρ, και εν τω εισέρχεσθαι, και εξέρχεσθαι τον Μουχάμετ ανέβαινεν προς το ύδωρ, και ιδών τον ησυχαστήν συνετύγχανεν αυτώ και ηρώτα περί της πίστεως των χριστιανών. Ο δε ησυχαστής εξείπεν αυτώ περί πάντων, και συνετυγχανεν αυτώ, και αυτός εκτίθου εμάνθανεν. Και εν τω εισέρχεσθαι εις τα ίδια διελέγετο μετά των Αρράβων, ότι Τάδε λέγει Κύριος». Και πιο κάτω: «Ούτοι δε ουκ εννόησαν, ότι εκ του καλογήρου διδάσκεται και τρέφεται, αλλ’ ουδέ ο μοναχός ετόλμησε προς τινα των Αρράβων εξειπείν, ότι σχολάζει παρ’ αυτού ο Μουχάμετ, ίνα και βαπτίση αυτόν, και διδάξη, και διαφύγη, από των Αρράβων τον κίνδυνον»˙ «Έλεγχος Αγαρηνού»; PG, 104,1428Α, 1429Β.
(39) «Εάν αμφιβάλης, δι’ ο,τι σοι επέμφθη άνωθεν, ερώτησον τους αναγινώσκοντας τας προ σου αποσταλείσας Γραφάς» (Ιωνάς, 10:94).
(40) Κατά την επίσημη ορθόδοξη μουσουλμανική άποψη, ο Προφήτης δεν γνώριζε γραφή και ανάγνωση. Κατά τον R. Blachere υπάρχουν ενδείξεις ότι γνώριζε, αλλά αναμφιβόλως δεν κατέγραψε αυτός προσωπικά κορανικές προφητείες˙ Introduction au Coran (Paris 1947), 7,11.
(44) Κατά τους βιογράφους του Μωάμεθ, για πολλά χρόνια πριν από την έναρξη του προφητικού του έργου βυθιζόταν σε αναχωρητική σιωπή. Πρβλ. Νούρ. Κοράνιον (1970), 75-76.
(45) Για τη βίωση της κλήσεως βλ. R. Bell, «Mohammed’s Call», MW 24 (1934), 13-19. Montgomery Watt, Mecca (1953),39-52. Andrae, Mohammed (1960), 43-52. Paret, Mohammed (1957), 42-46.
(47) Ο Θεοφάνης (+817) στη Χρονογραφία του -στηριζόμενος συνήθως σε παλαιότερες πηγές, που έχουν χαθεί- δίνει μια ερμηνεία της «κλήσεως του Μωάμεθ», η οποία κινείται σε γραμμές προσφιλείς στη σύγχρονη ψυχανάλυση˙ μιλάει για συζυγικές δυσκολίες με τη Χαντίτζα, λόγω επιληψίας του Μωάμεθ, και για μεσολάβηση χριστιανού αιρετικού ασκητή: «και νοήσασα η τούτου γυνή [Χαδίγα] σφόδρα ελυπείτο, ως ευγενής ούσα και τω τοιούτω συναφθείσα, ου μόνω απόρω, όντι, αλλά και επιληπτικώ˙ τροπούται δε αυτός θεραπεύσαι αυτήν ούτω λέγων, ότι “οπτασίαν τινά αγγέλου λεγομένου Γαβριήλ θεωρώ, και μη υποφέρων την τούτου θέαν ολιγωρώ και πίπτω”, αύτη δε έχουσα μοναχόν τινα διά κακοπιστίαν εξόριστον εκείσε οικούντα, φίλον αυτής, ανήγγειλεν αυτώ πάντα και το όνομα του αγγέλου, κακείνος θέλων πληροφορήσαι αυτήν είπεν αυτή ότι “αλήθειαν είρηκεν˙ και γαρ ούτος ο άγγελος εκπέμπεται προς πάντας προφήτας”. αύτη δε πρώτη δεξαμένη τον λόγον του ψευδαββά επίστευσεν αυτω, και εκήρυξεν άλλαις γυναιξίν ομοφύλοις αυτής προφήτην αυτόν είναι. Και ούτως εκ γυναικών (η φήμη) ήλθεν εις άνδρας...»˙ Χρονογραφία, εκδ. C. de Boor (1883), Ι,334. Την άποψη αυτή υιοθέτησε η μεταγενέστερη βυζαντινή πολεμική προσθέτοντας διάφορα συμπληρωματικά στοιχεία: «Ην δε αυτοίς φίλος μοναχός τις εξόριστος εις εκείνα τα μέρη διά το εαυτού δόγμα. Ούτος εξ υποθήκης του Μωάμεθ επληροφόρησεν την τούτου σύζυγον, ως ουκέτι κοινή νόσος εστίν η κατέχουσα τον Μωάμεθ, λέγει προς αυτήν ο μοναχός, αλλ’ οσάκις ίδοι τον αρχάγγελον Γαβριήλ, μη φέρων αυτού την φοβεράν επιφάνειαν εις τούτο καταπίπτει... Αποστέλλεται δε, φησί, και προς τον Μωαμέδ άνδρα τον σον, ως μέγαν προφήτην». (Ανωνύμου) «Κατά Μωάμεθ»: PG, 1049Β. Πρβλ. Γεωργίου Αμαρτωλού, «Χρονικόν», βιβλ. Δ', 235: PG, 110,865BC. Πρβλ. Βαρθολομαίου του Εδεσσηνού, «Έλεγχος Αγαρηνού»: PG, 104,1428BC. Ευθυμίου του Ζιγαβηνού, «Πανοπλία δογματική»: PG, 130,1333Β.
(56) Και άλλες θρησκευτικές ομάδες, όπως οι Εβιωνίτες και οι Ελκεσαΐτες, στρέφονταν προς την κατεύθυνση της Ιερουσαλήμ. Η καθιέρωση της μεσημβρίας της Παρασκευής ως ώρας κοινής λατρείας σύμφωνα με άλλη άποψη είχε ήδη γίνει πριν από την Εγίρα˙ Buhl, Muhammad (1961), 398. Τέλος, το οίκημα, το οποίο ο Μωάμεθ ανήγειρε (το δήθεν «τέμενος»), δεν ήταν κατά τον Caetani αποκλειστικά τόπος προσευχής, αλλά αυλή (dar) του Μωάμεθ και της οίκογένειάς του, την οποία χρησιμοποιούσαν για ποικίλους σκοπούς, ενώ οι σημαντικότερες λατρευτικές συνάξεις εγίνοντο στο musalla. Περισσότερα βλ. A.J. Wensink, «Musalla», SEI (1961),416-417 και Buhl, Leben (1961), 216-218.
(57) Η Βους,2:38-39: «Πιστεύσατε εις την Βίβλον... γινώσκετε αυτήν»˙ πρβλ. στίχ. 170-171. «Ω οπαδοί της Βίβλου! διατί περιβάλλετε την αλήθειαν με τον χιτώνα του ψεύδους; διατί καλύπτετε αυτήν καίτοι γινώσκοντες ταύτην;» (Ο Οίκος Εμράν,3:64. Πρβλ. Η Τράπεζα.5:13, 47). «Παρήλλαξαν τους λόγους ους εδιδάχθησαν» (Αλ-Ααράφ, 7: 162). Και αλλού.
(58) «Οι αναλαβόντες την Πεντάτευχον και μη τηρούντες αυτήν ομοιάζουσι προς όνον φορτωμένον βίβλους» (Η Παρασκευή, 62:5).
(59) «Λέγουσι˙ έστε εβραίοι ή χριστιανοί ίνα ήσθε εν τη ευθεία οδώ. Αποκρίθητε αυτοίς˙ εσμέν οπαδοί του ορθοδόξου Αβραάμ όστις δεν ήτο πολυθεϊστής» (Η Βους, 2:129. Βλ. και στίχ. 130-131). Επίσης: «ακολουθήσατε όθεν την θρησκείαν του θεοσεβούς Αβραάμ, όστις δεν ήτο πολυθεϊστής» (Ο Οίκος Εμράν,3:89. Πρβλ. Η Βους,2,123- 147). Πρβλ. Buhl, Leben (1961), 229-230.
(60) «Ο πρώτος οικοδομηθείς ναός παρά τοις ανθρώποις είναι ο ναός της Μπέκκας (Μέκκας), ναός ευλογημένος προς οδηγίαν εκάστου» (Ο Οίκος Εμράν, 3:90). «Ότε ο Αβραάμ μετά του Ισμαήλ ήγειρον τα θεμέλια του οίκου, ανεβόησαν˙ Δέχθητι, Κύριε, αυτόν˙ συ ακούεις, συ γινώσκεις τα πάντα, / Ποίησον ημάς, Κύριε, και τους απογόνους ημών μουσουλμάνους» (Η Βους, 2:121-122).
(61) Κατά την επικρατούσα άποψη, η περί Αβραάμ «θεωρία» δεν εμφανίζεται στην περίοδο των προφητειών της Μέκκας˙ J. Eisenberg - A.J. Wensinck, «Ibrahim»,SEI (1961), 155,όπου και βιβλιογραφία. Πρβλ. C. Snouck Hurgronje, Het Mekkaansche Feest (Leiden 1880), 20 εξ. Εντούτοις, νεότεροι μελετητές επισήμαναν το γεγονός ότι ο Αβραάμ παρουσιάζεται ως εκπρόσωπος της αληθινής θρησκείας σε πολλά κορανικά εδάφια που χρονολογούνται πριν από την Εγίρα και ακόμη ότι η σύνδεσή του με το ιερό στη Μέκκα ανάγεται μάλλον στην πρώτη περίοδο της δράσεως του Μωάμεθ˙ Ε. Beck, «Die Gestalt des Abraham am Wendepunkt der Entwicklung Mohammeds», Le Museon 65 (1952), 73-94. Paret, Mohammed (1957), 109-110.

(63) «Η δε προσκύνησις των ιερών τούτων τόπων είναι χρέος απαραίτητον προς τον Θεόν, παρά τοις ανθρώποις τοις δυναμένοις ποιήσαι αυτήν» (Ο Οίκος Εμράν, 3:91). Πρβλ. Ιερά Αποδημία, 22:28-31 κ.α.
(64) «Ο μην Ραμαζάν (Ramadan), κατά τον οποίον κατέβη άνωθεν το Κοράνιον... είναι ο ωρισμένος χρόνος της αποχής από των τροφών» (Η Βους, 2:181). Κατά τον Montgomery Watt, μετά τη μάχη του Badr καθιερώθηκε και σε ανάμνηση της ιστορικής εκείνης νίκης: « it was then intended to be a celebration of the victory, as the Jewish fast was of the deliverance of the Israelites from Pharaoh and his host at the Red Sea»˙ Muhammad (1964), 114.
(65) Κατά τη διακήρυξη του Κορανίου, ο Θεός λέει: «Επλάσαμεν τους ουρανούς, την γην και τα αναμέσον αυτών εις εξ ημέρας. Ο κόπος δεν κατέβαλεν ημάς» (Κάφ, 50:37). Πρβλ. Buhl, Leben (1961), 228. Για την καθιέρωση της Παρασκευής ως ημέρας λατρείας βλ. κεφ. ΙΙ/Γ’ .
(66) Π.χ. «Ω πιστοί! μη εισέρχησθε εις τον οίκον του προφήτου άνευ αδείας, εκτός αν ούτος προσκαλέση υμάς, ίνα συμφάγητε μετ’ αυτού. Πορεύθητε παρ’ αυτώ προσκαλούμενοι. Εξέλθετε δε αποχωριζόμενοι αμέσως μετά το φαγητόν, και μη βαττολογήτε εις τας μετ’ αυτού συνδιαλέξεις σας˙ τούτο δύναται να θεωρηθή ως προσβολή προς αυτόν. Ούτος αισχύνεται να το είπη υμίν, αλλ' ο Θεός δεν αισχύνεται λέγων την αλήθειαν. Εάν επιθυμήτε να αιτήσητέ τι παρά των γυναικών αυτού, αιτήσατε τούτο κεκρυμμένοι όπισθεν παραπετάσματος. Ούτως αι καρδίαι υμών θέλουσι διατηρηθή άσπιλοι. Προσπαθήσατε ίνα μη δυσαρεστηθή ο απόστολος του Θεού»˙ και πιο κάτω, «Ω πιστοί! ικετεύσατε τον Θεόν υπέρ αυτού προφέροντες το όνομα αυτού μετά σεβασμού» (Οι Ομόσπονδοι,33:53,56). Οι μουσουλμάνοι, εφαρμόζοντας την προτροπή του τελευταίου στίχου, όταν αναφέρουν το όνομα του Μωάμεθ προφορικώς ή γραπτώς προσθέτουν: «Ειη αυτώ ο Θεός ίλεως και φυλάττοι αυτόν εν ειρήνη» (Sallallahu ‘alayhi wa salam, qala). Πρβλ. Τα Δώματα, 49:2-3˙ Η Προσφωνήσασα, 58:13.
(67) «Υπακούετε εις τον Θεόν και εις τον Απόστολον αυτού, ίνα ελεηθήτε» (Ο Οίκος Εμράν, 3:126. Πρβλ. στίχ. 166 και στίχ. επόμενης σημειώσεως).
(68) «Αληθώς πιστοί είσιν οι πιστεύοντες τω Θεώ και τω αποστόλω αυτού» (Το Φώς,24:62. Πρβλ. Η Νίκη,48:9˙ Αμοιβαία Απάτη, 64:8˙ κ.α).
(69) Buhl, Leben (1961), 242. Κατά μία άποψη ο Μωάμεθ μετά τη νίκη του Badr «κατέσφαξε με ωμότητα άπαντας τους αιχμαλώτους. Όταν δε εις εκ των αιχμαλώτων εφώναξε: “Ποιος θα φροντίση δια τα παιδιά μου;” ο Μωάμεθ εις έξαλλον κατάστασιν είπε προς αυτόν: “Το πυρ της κολάσεως”»˙ Κ. Γεωργούλη, «Μουσουλμανισμός», ΘΗΕ, τόμ. 9 (1966), 117-118 χωρίς αναφορά της πηγής. Κατά τον Τ. Andrae [Mohammed (1960), 146], «ο σκληρόκαρδος Όμαρ ήθελε να σκοτώσει όλους τους αιχμαλώτους, αλλά ο Μωάμεθ πρόσταξε να πληρώσουν λύτρα οι Κουραϊσίτες για την απελευθέρωσή τους. Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν και ο γαμπρός του Προφήτη Abu’l-Ass, ο οποίος είχε νυμφευθεί τη θυγατέρα του Zainab». Τελικώς, ως λύτρο για την απελευθέρωσή του, ο Μωάμεθ πήρε από την κόρη του το περιδέραιο της συζύγου του Khadijah -το οποίο εκείνη της είχε δώσει ως γαμήλιο δώρο-και χάρισε τη ζωή στον γαμπρό του. Ο Montgomery Watt [Muhammad (1964), 122-123], μιλάει επίσης για λύτρα, -και όχι για γενική σφαγή-, τα οποία μάλιστα πρέπει να έφθασαν σε σοβαρά ύψη, διότι πολλοί αιχμάλωτοι ανήκαν σε πλούσιες οικογένειες της Μέκκας. Προσθέτει όμως τη λεπτομέρεια ότι και ο ίδιος ο Μωάμεθ «εκτέλεσε δύο αιχμαλώτους» (από τους 68 ή 69). Απ’ αυτούς «ο ένας είχε γράψει στίχους κατά του προφήτη και ο άλλος είχε πει ειρωνικά ότι οι δικές του ιστορίες για τα περσικά πράγματα ήσαν τόσο καλές, όσο και τα παραμύθια του Κορανίου». Για τις σύγχρονες μουσουλμανικές απόψεις βλ. S.M. Iqbal, «The Battle of al-Badr», JRA1 2, No 6 (1975), 30-39.
(70) Πρβλ.: «Ω Προφήτα! παρόρμα τους πιστούς εις την μάχην. Είκοσιν άνδρες ισχυροί εκ των πιστών θα καταβάλωσι διακοσίους απίστους. Εκατόν δε θα νικήσωσι χιλίους απίστους, καθότι οι τελευταίοι είσι λαός απερίσκεπτος... / Ουδείς εκ των Προφητών ηδυνήθη ποτέ να ζωγρήση εν τη γη άνευ σφαγών» (Τα Λάφυρα,8:66,68). Πρβλ. σχετική παράγραφο στο κεφ. ΙΙ/Δ'. Ο Θεοφάνης [Χρονογραφία, έκδ. de Boor, 1, 334] συνοψίζοντας εύστοχα τη σχετική διδασκαλία του Μωάμεθ παρατηρεί: «εδίδαξε δε τους εαυτού υπηκόους, ότι ο αποκτέννων εχθρόν, ή υπό εχθρού αποκτεννόμενος εις παράδεισον εισέρχεται».
(71) Και η προφητεία συνεχίζει: «Γινώσκομεν τους νόμους της συζεύξεως ους ωρίσαμεν δια τους πιστούς. Μη φοβού μήπως ενοχοποιηθής, μεταχειριζόμενος τα δικαιώματά σου. Ο Κύριός έστιν επιεικής και μακρόθυμος. / Δύνασαι υποσχόμενος ο,τι θέλεις να δεχθής εν τη κοίτη σου οιανδήποτε θέλησης ως και εκείνην, ην ήθελες και αύθις επιθυμήσει, αφού παρημέλησας ήδη αυτήν. Δεν αμαρτάνεις εάν πράξης ούτω. Τοιουτοτρόπως ράον δροσίζονται οι οφθαλμοί αυτών. Μη καταθλίβητε αυτάς, άπασαι οφείλουσι να ευχαριστηθώσιν εκ του υπό σου παραχωρουμένου αυταίς. Ο Κύριος έγνω τα εν τη καρδία υμών και είναι πολυμαθής και φιλάνθρωπος. / Δεν σοι επιτρέπεται να λάβης άλλας γυναίκας, εκτός εκείνων ας ήδη έχεις, ούτε ν’ ανταλλάξεις αυτάς με ετέρας, καίπερ ερασθείς της καλλονής των, εκτός εκείνων ας ήθελες κυριεύσει δια της δεξιάς σου [δηλ. τις αιχμάλωτες και αργυρώνητες]. Ο Κύριος τα πάντα εφορά» (Οι Ομόσπονδοι, 33:50-52).
(72) Αξιοσημείωτο είναι ότι οι Βυζαντινοί γνωρίζουν επακριβώς και αναφέρουν συχνά το περιστατικό αυτό ως τεκμήριο ότι ο Μωάμεθ, για να δικαιολογήσει τις πράξεις του, συνήθιζε να επικαλείται θείες αποκαλύψεις˙ Ιωάννου του Δαμασκηνού,«Κατά αιρέσεων»: PG, 94,769C. Ανωνύμου, «Κατά Μωάμεθ »:PG, 104,1452ΑΒ˙ Νικήτα του Χωνιάτου, «Θησαυρός Ορθοδοξίας», 20, Περί της θρησκείας των Αγαρηνών: PG, 140.109D-112A.
(73) «Η παράδοση προσπάθησε εντούτοις να μεταθέσει την ευθύνη για τη σφαγή των Quraiza στον Sa’d b. Mu’adh… Αλλ’ υπάρχουν ενδείξεις ότι ο ίδιος ο Προφήτης πήρε την απόφαση και ίσως παρότρυνε τους Ιουδαίους να παραδοθούν»˙ Buhl, Muhammad (1961), 401.
(75) Σύμφωνα με αυτή την παράδοση έγραψε στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου, στους βασιλείς της Περσίας και της Αβησσυνίας, στους ηγεμόνες των Γασανιδών και της Υεμένης και στον κόπτη διοικητή της Αιγύπτου, προτείνοντας σ’ αυτούς να δεχθούν τη νέα θρησκεία˙ Arnold, Preaching (1965), 28. Buhl, Muhammad (1961), 401. Ο Ηράκλειος, κατά την παράδοση αυτή, απέφυγε να απαντήσει, δέχθηκε όμως την επιστολή ευγενώς˙ ο Χοσρόης συμπεριφέρθηκε προς τους απεσταλμένους με σκαιότητα και την έσκισε˙ ο βασιλέας της Αβησσυνίας δεν απάντησε με σαφήνεια˙ ο κόπτης διοικητής έστειλε δώρα, βεβαίωσε για τα φιλικά του αισθήματα, αλλ’ απέφυγε ν’ απαντήσει στο θέμα της αποδοχής του Ισλάμ. Οι Άραβες ηγεμόνες των κρατών του βορρά και του νότου δεν έλαβαν υπ’ όψη τις παροτρύνσεις του Μωάμεθ. (Πρβλ. Ν. Μοσχοπούλου, «Αραβία», ΜΕΕ, 5,301).
(76) Την παράδοση αυτή παραθέτουν ως γεγονός οι δικοί μας: Στ. Ζαμπέλιος [Βυζαντιναί Μελέται, εκδ. Χ.Ν. Φιλαδελφέως (Αθήναι 1857), 174-176], Ν. Μοσχόπουλος [«Αραβία», ΜΕΕ, 5,301]. Με σειρά όμως ιστορικοφιλολογικών επιχειρημάτων έχει αμφισβητηθεί η γνησιότητά της˙ Caetani, Annali (1905),1,731-734. Buhl, Muhammad (1961), 401-402. Vasiliev, Ιστορία (1954), 262.
(77) Θεοφάνους, Χρονογραφία, εκδ. C. de Boor, 1,335: «και ήλθον κατέναντι Μουχέων κώμης λεγομένης, όν η υπήρχε Θεόδωρος ο βικάριος, θέλοντες επιρρίψαι κατά των Αράβων τη ημέρα της ειδωλοθυσίας αυτών, μαθών δε τούτο ο βικάριος παρά τίνος κορασηνού, Κουταβά λεγομένου και μισθίου αυτού γενομένου, συνάγει πάντας τους στρατιώτας των παραφυλάκων της ερήμου, και ακριβωσάμενος παρά του Σαρακηνού την ημέραν και την ώραν, εν η ήμελλον επιρρίπτειν αυτοίς, αυτός επιρρίψας αυτοίς εν χωρίω επιλεγομένω Μόθους αποκτέννει τρεις αμηραίους και το πλήθος του λαού. Εξήλθε δε εις αμηράς ο Χάλεδος, ον λέγουσι την μάχαιραν του Θεού». Πρβλ. Χρ. Παπαδοπούλου, Εκκλ. Αντιοχείας (1951), 727-728. Χ.Α. Νομικού, «Η μάχη των Μοθών και ο τάφος του Γκιάφαρ αλ Ταγιάρ», ΕΕΒΣ 3 (1926),94 εξ. Buhl, Leben (1961),302.
(79) Σύμφωνα με άποψη που υιοθετείται από τον Husain (αυτόθι), η εκστρατεία έγινε διότι είχαν φθάσει στη Μεδίνα ειδήσεις για επικείμενη επίθεση των Γασανιδών.
(80) «Ω πιστοί! τί συνέβη υμίν όταν σας είπον˙ “μάχεσθε υπέρ πίστεως;” Εφάνητε βαρείς και ως προσηλωμένοι επί της γης. Επροτιμήσατε την ζωήν του κόσμου τούτου αντί της μελλούσης˙ αι απολαύσεις του βίου τούτου είναι μηδαμιναί παραβαλλόμεναι προς τας του μέλλοντος. / Εάν δεν σπεύσητε εις την μάχην, ο Θεός θα τιμωρήση υμάς δια σκληρών βασάνων, θα αντικαταστήση υμάς δι’ ετέρου λαού τον οποίον δεν θα δυνηθήτε να βλάψητε, διότι ο Κύριος είναι παντοκράτωρ. / ... / Ελαφροί ή φέροντες βάρη, πορευόμενοι, μάχεσθε υπέρ πίστεως θυσιάζοντες πλούτον και υμάς αυτούς. Τούτο έσται μάλλον ωφέλιμον, εάν εννοήτε. / Εάν επρόκειτο περί τίνος λίαν προσεχούς επιτυχίας, ή περί εκστρατείας ωρισμένον εχούσης σκοπόν, θα σε ηκολούθουν άνευ δυσκολίας˙ αλλ’ η οδός εφάνη αυτοίς μακρά, και εν τούτοις ωρκίζοντο εις τον Θεόν, λέγοντες˙ “Εάν ηδυνάμεθα ηθέλαμεν εκστρατεύσει μετά σου”. Μόνοι των απόλλυνται. Ο Θεός γινώσκει τα ψεύδη αυτών. / Ο Θεός συγχωρήσαι σοι! διότι επέτρεψας αυτοίς να μείνωσι πριν ή εξακριβώσης την αλήθειαν και γνωρίσης τους ψευδομένους. / Όσοι πιστεύουσιν εις τον Θεόν και εις την ημέραν της κρίσεως δεν θα ζητήσωσι παρά σου την άδειαν όπως μη πολεμήσωσι, μη θυσιάζοντες ουδ’ εαυτούς, ουδέ την περιουσίαν αυτών εις τον υπέρ πίστεως πόλεμον. Ο Κύριος έγνω τους φοβουμένους αυτόν» (Η Μετάνοια, 9:38-39,41-44).
(84) Andrae, Mohammed (1960), 171-172. Κατά μία εκδοχή η επιδείνωση της ασθένειάς του οφειλόταν σε δηλητήριο, το οποίο οργισμένη Εβραία έριξε στην τροφή του˙ J.B. Taylor, Thinking about Islam (London 1971), 31.

Υποταγή στο θέλημα του Θεού.
Βαθιά συγκινημένος από τις θλίψεις σου, δεν βρίσκω κατάλληλα λόγια να σου απευθύνω. Τούτο μόνο σε συμβουλεύω: Άνοιξε την καρδιά σου και άφησέ τη ν’ αντιληφθεί και να διακρίνει το θέλημα του Θεού.Ζήτησε από Κείνον βοήθεια. Ζήτησε από Κείνον παρηγοριά.
Να πιστεύεις ακράδαντα ότι το δράμα που ζεις δεν είναι η συνέπεια μιας τυχαίας αλληλουχίας γεγονότων. Ο ίδιος ο Θεός -ο Θεός που οι βουλές Του είναι ανεξιχνίαστες- έχει επικυρώσει αυτά τα δραματικά γεγονότα με τη σφραγίδα της θεϊκής Του σκοπιμότητος. Ποιας σκοπιμότητος; Είτε τα στέλνει σαν τιμωρία -αλλά όχι οπωσδήποτε δικών σου αμαρτιών- είτε δοκιμάζει τη δύναμη της πίστεως σου και τη χαλυβδώνει. Τι γράφει ο Απόστολος Ιάκωβος; "Πάσαν χαρά ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις ,γινώσκοντες ότι το δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν ' η δε υπομονή έργον τέλειον εχέτω, ίνα ήτε τέλειοι και ολόκληροι, εν μηδενί λειπόμενοι"(Ιακ.1:2-4).
Oποιαδήποτε πάντως κι αν είναι η αιτία των θλίψεων σου, η όλη κατάσταση είναι μία ακόμη απόδειξη της αγάπης Του για σένα, αφού "ον αγαπά Κύριος παιδεύει ,μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται...Ει δε χωρίς έστε παιδείας, ης μέτοχοι γεγόνασι πάντες, άρα νόθοι έστε και ούχ υιοί"(Εβρ.12:6,8) Δεν είναι δικά μου τα λόγια τούτα .Είναι ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος που πιστοποιεί με αυτά πως είσαι ένα αγαπημένο παιδί του Θεού.
Αγωνίσου σκληρά να αντιμετωπίσεις τα πράγματα με υπομονή και καρτερία. Μη λιποψυχείς. Κάθε στιγμή να δοξάζεις και να ευχαριστείς το Θεό "πάντων ένεκεν". Κι Εκείνος θα φροντίσει για όλα. Έτσι το καλό θα προέλθει από τη δική σου σωστή στάση.
Δέξου το κάθε τί, ακόμα και το πρόσφατο τραγικό γεγονός, σαν επέμβαση του Θεού. Εσύ θαυμάσια έκανες και συγχώρεσες εκείνο τον άνθρωπο. Δεν επιδιώξες να του επιβληθεί οποιαδήποτε τιμωρία για το κακό που σου έκανε. Όμως η δικαιόκρισία του Θεού τον επισήμανε, τον ακολούθησε και του πήρε τη ζωή. Ποιος ξέρει πόσους τρόπους θα είχε επινοήσει, για να συνδράμει το σατανά στα σκοτεινά του έργα πάνω στη γη, αν έμενε κι άλλο ζωντανός ανάμεσά μας; Ενώ τώρα, η αναχώρηση του είναι για τους ανθρώπους ένα τρομακτικό παράδειγμα θείας δίκης. Αν είχες επιδιώξει την τιμωρία του ,τότε θα είχες λόγους να τα βάζεις με τον εαυτό σου. Έτσι όπως έγιναν όμως τα πράγματα, δεν έχεις κανένα λόγο .
Σ’ εμπιστεύομαι στην προστασία του κυρίου μας. Και εύχομαι Εκείνος -ο μόνος που μπορεί -να στερέψει την πηγή των θλίψεων και των βασάνων σου.
* * *
Ο πόθος της αναζητήσεως και της προσεγγίσεως του Θεού είναι πράγματι ένα χάρισμα.Ένα χάρισμα που, για να το αποκτήσουμε ,πρέπει πρώτα-πρώτα να έχουμε τεντωμένα τα πνευματικά μας αυτιά, για να ακούσουμε το κάλεσμα Εκείνου. Και όταν τ’ ακούσουμε, είναι επιτακτική ανάγκη ν’ ανταποκριθούμε ενεργητικά.
Με τι τρόπο; Μόνο ένας τρόπος υπάρχει: η ακριβής τήρηση των εντολών Tου.Δεν έχει σημασία που ζούμε και κάτω από ποιες συνθήκες. Είτε μόνοι είτε μαζί με άλλους, είτε σε μοναστήρι είτε μέσα στον κόσμο, παντού και πάντοτε οφείλουμε να τηρούμε τις εντολές Του. Κι αυτό πουθενά δεν είναι εύκολο. Γιατί σε κάθε τόπο και τρόπο ζωής ο εχθρός προσπαθεί να εμποδίσει την ανταπόκρισή μας στο κάλεσμα του Κυρίου.
Προσευχήσου στο Θεό για ενίσχυση. Ποτέ δεν θα σου την αρνηθεί. Αλλά πρόσεξε μην τυχόν, αφού λάβεις τη θεία βοήθεια ,εμφανιστεί μέσα σου υπερηφάνεια η απόκτησεις τη συνήθεια της κατακρίσεως των άλλων, έστω και στα μυστικά βάθη της καρδιάς σου.
Προσοχή! Γιατί αυτό θα κάνει όλους τους καρπούς των καλών έργων σου να σαπίσουν.

(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ.35-37)

katafigioti

lifecoaching