ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους).
Ιω. 5,17 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο(1) αὐτοῖς· ὁ πατήρ μου(2) ἕως ἄρτι(3) ἐργάζεται(4), κἀγὼ ἐργάζομαι(5).
Ιω. 5,17 Ο Ιησούς όμως απεκρίθη στους Ιουδαίους, που αυτά εκέπτοντο εναντίον του• “ο Πατήρ μου εργάζεται ακατάπαυστα έως τώρα (διότι δεν εδημιούργησε μόνον αλλά και κυβερνά τον κόσμον). Και εγώ ο Υιός του εργάζομαι συνεχώς δια την σωτηρίαν των ανθρώπων (μετάφραση Κολιτσάρα Ι).
Στον ακόλουθο λόγο του προς τους Ιουδαίους ο Κύριος δικαιολογεί το θαύμα που συντελέστηκε 1) με την τέλεια υπακοή του προς τον Πατέρα (σ. 17-30), του οποίου παρουσιάζει τον εαυτό του εργάτη, 2) με την μαρτυρία του Πατέρα (σ. 31-40), η οποία αποτελεί εγγύηση για την πραγματικότητα των στενών αυτών σχέσεων του Ιησού με τον Πατέρα, και 3) με την αποκάλυψη της αληθινής αιτίας, στην οποία οφειλόταν η απιστία των Ιουδαίων (σ. 41-47)(g).
(1) Είναι φανερό ότι οι άρχοντες των Ιουδαίων επεδίωξαν συνάντηση με τον Ιησού, για να ζητήσουν από αυτόν λόγο για την παράβαση του Σαββάτου (κ). Ενώ το «απεκρίθη» συναντιέται στον Ιωάννη 50 φορές, το «απεκρίνατο» μόνο εδώ και στο ε 19 (ίσως και στο ιβ 23). Ίσως διότι κρύβει μέσα του την έννοια της δημόσιας και σαφούς απάντησης σε κατηγορία που απευθύνθηκε εναντίον του (g).
Δες και το «ουδέν απεκρίνατο» στο Μάρκ. ιδ 61, Ματθ. κζ 12, Λουκ. κγ 9. Το επιχείρημα, το οποίο εδώ επικαλείται ο Ιησούς υπέρ της θεραπείας κατά το Σάββατο, είναι διαφορετικό από τα επιχειρήματα που σε διάφορες περιπτώσεις χρησιμοποίησε ο Ιησούς, σύμφωνα με τους συνοπτικούς, για την αθέτηση του Σαββάτου (στο Μάρκ. γ 4, Λουκ. στ 9 επιχείρημα είναι η αγαθοεργία κατά το Σάββατο· στο Ματθ. ιβ 11, Λουκ. ιγ 15 επιχείρημα είναι η κατά το Σάββατο φροντίδα για τα ζώα· στο Μάρκ. β 25,Λουκ. στ 3,Ματθ. ιβ 3, επιχείρημα είναι συγκεκριμένη περίπτωση από την Π.Δ. στην οποία η ανάγκη επέβαλλε την παραβίαση ορισμένου νόμου· στο Ματθ. ιβ 7, επιχείρημα είναι, ότι ο Θεός έλεον θέλει και όχι θυσία). Όμως στο Μάρκ. β 28,Ματθ. ιβ 8 και Λουκ. στ 5 («ο υιός του ανθρώπου είναι Κύριος και του σαββάτου») εκφράζεται σπερματικά το ίδιο επιχείρημα, το οποίο αναπτύσσεται εδώ πλήρως (β).
Το επιχείρημα αυτό είναι πραγματικά ισχυρό μόνο με προϋπόθεση την εκδοχή, ότι σε αυτό τονίζει ο Κύριος την ιδιαίτερη σχέση του με τον ουράνιο Πατέρα «απολογούμενος με τρόπο που αρμόζει σε Θεό» και διακηρύττοντας «τον εαυτό του ίσο με το Θεό» (Ζ).
«Επειδή λοιπόν είναι ομότιμος με τον Πατέρα και έχει την ίδια εξουσία, λέει, ότι όπως ακριβώς ο Θεός και Πατέρας μου εργάζεται και το Σάββατο και δεν τον κατηγορείτε, έτσι ούτε εμένα» (Θφ).
Αξιόλογη όμως και η επόμενη εκδοχή: Ο λόγος για τον οποίο πρέπει να τηρείται η αργία του Σαββάτου, είναι, ότι σε αυτό σταμάτησε ο Θεός τα έργα της δημιουργίας. Και ο λαός λοιπόν του Θεού πρέπει να συμμετέχει σε αυτήν την ανάπαυση, μη εργαζόμενος και αυτός, όπως δεν εργάζεται και ο Θεός. Ο Κύριος όμως αποκρούει και αποκηρύττει την ιδέα και σκέψη, ότι η κατάπαυση αυτή του Θεού πήρε τη μορφή της αμέλειας και της ράθυμης αδράνειας. Ο Πατέρας, λέει, έως τώρα εργάζεται. Η κατά το Σάββατο ανάπαυση αυτή του Πατέρα είναι δραστήρια ενέργεια αγάπης και το σάββατό μας πρέπει να είναι απομίμηση και συμμετοχή της δραστικής αυτής και ευεργετικής ανάπαυσης του Πατέρα (τ).
(2) Όχι ο πατέρας μας, «διακηρύττει ότι ο Θεός είναι δικός του πατέρας» (Ζ).
(3) «Το «ως τώρα» αναζητεί σαν νόημα το «από τότε». Επειδή όμως το «από τότε» ανήκει στο χρόνο, αφήνοντας το «από τότε», λέγοντας μονάχα το «έως τώρα», φανέρωσε ότι πάντοτε συνέπραττε μαζί του τα πάντα» (Γν). «Φανερώνει το παντοτινό της εργασίας» (Ζ).
(4) «Η εργασία, όσον αφορά το Θεό, εννοείται με διπλό τρόπο· η μεν δηλαδή σημαίνει την δημιουργία των φύσεων στην αρχή· ενώ η άλλη, την μετά την αρχή φροντίδα και πρόνοια και συντήρησή τους· όσον αφορά την πρώτη μεν σημασία, σταμάτησε την ημέρα την εβδόμη από τα έργα του· όσον αφορά όμως τη δεύτερη σημασία, πάντοτε εργάζεται» (Ζ).
«Το «ο Πατέρας μου έως τώρα εργάζεται» δεν ειπώθηκε με την έννοια του δημιουργεί, αλλά του προνοεί» (Γν). «Διότι εργάζεται έως τώρα, γεννώντας, ζωογονώντας, αυξάνοντας, κυβερνώντας τα πάντα και δεν θα παύσει ποτέ. Διότι δεν θα είναι πρέπον στο Θεό το να πέσει σε αργία, ούτε θα κουραστεί εργαζόμενος, ώστε να σταματήσει» (Γν).
Με το εργάζεται «θέλει βεβαίως κατά κάποιο τρόπο να δηλώσει κάτι τέτοιο. Εάν, άνθρωπε, πιστεύεις ότι με νεύμα και θέληση του Θεού, που συγκρότησε και κατασκεύασε τα πάντα, κυβερνιέται η κτίση και κατά το Σάββατο, ώστε να ανατέλλει τον ήλιο και να κάνει να αναβλύζουν όμοια οι πηγές το νερό, να φυτρώνουν καρποί από τη γη και να μην σταματούν την αύξησή τους λόγω του Σαββάτου… οπωσδήποτε βεβαίως θα ομολογήσεις ότι ο Πατέρας κάνει αυτά που είναι θεοπρεπή και κατά την ημέρα του Σαββάτου» (Κ).
(5) «Δείχνει τον εαυτό του ίσο με το Θεό… Διότι δεν είπε· Εκείνος μεν εργάζεται, ενώ εγώ υπηρετώ, αλλά όπως ακριβώς εκείνος εργάζεται, έτσι και εγώ» (Χ). «Για τους λόγους, λέει, για τους οποίους απαλλάσσετε το Θεό από τις κατηγορίες, για τους ίδιους λόγους και εμένα» (Χ).
Είμαστε τόσο μικροί και πεπερασμένοι, ώστε πολύ λίγα γνωρίζουμε για τον απερινόητο Θεό. Είμαστε όμως απολύτως βέβαιοι για το ότι ο Θεός και κατά την ημέρα του Σαββάτου δεν παραμένει αργός και αδρανής. Δεν παραμένει σε απόκεντρη δόξα ακούγοντας τους ύμνους των αγγέλων. Με το μάτι του που βλέπει τα πάντα παρακολουθεί και την ελάχιστη κίνηση στο σύμπαν, από το αυτί του δεν διαφεύγει ούτε ο παραμικρός ήχος, το ακούραστο χέρι του εργάζεται πάντοτε υποβαστάζοντας την δημιουργία του. Όταν η μικρή διάνοιά μας είναι ανίκανη να συλλάβει το πολλοστημόριο του τρομερού αυτού συνόλου, το οποίο με τόση ευκολία αποκαλούμε σύμπαν, ας θυμόμαστε ότι ολόκληρο αυτό συλλήφθηκε από τον Πάνσοφο Νου και διαμορφώθηκε από το παντοδύναμο δεξί του χέρι. Ολόκληρο το σύμπαν με τις σε αυτό αναρίθμητες σχέσεις και προσαρμογές, για τις οποίες η επιστήμη μας λέει κάθε μέρα ολοένα περισσότερα, είναι έργο του Θεού.
Αλλά το σύμπαν δεν είναι μηχανή, η οποία χρειάστηκε μόνο να γίνει και αφού μπήκε σε κίνηση μπορεί μόνη της να λειτουργεί. Καθετί σε αυτό, μικρό ή μεγάλο, επιβλέπεται από το μάτι του Θεού, βρίσκεται κάτω από την επιμέλεια και υποστήριξη του χεριού του Θεού. Και το έργο της απολύτρωσής μας; Και τα τρία πρόσωπα της θεότητας συνεργάζονται σε αυτό. Ο Πατέρας τόσο μας αγάπησε, ώστε έστειλε τον Υιό του στον κόσμο. Ο Υιός αφού έγινε άνθρωπος ήλθε και έζησε σαν ένας από εμάς και τελικά πέθανε στο Σταυρό. Και το Άγιο Πνεύμα απλώνει την απολύτρωση και σωτηρία σε κάθε μία ψυχή. Σε κάθε μία ψυχή ξεχωριστά τι εργασία διεξάγεται, για να αφυπνιστεί αυτή και να ξαναβρεί το δρόμο, που θα την επαναφέρει στην ποίμνη του Καλού Ποιμένα! Να λοιπόν το σημαίνουν οι λέξεις: Ο Πατέρας μου εργάζεται, και εγώ εργάζομαι.
Ιω. 5,18 διὰ τοῦτο(1) οὖν μᾶλλον(2) ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι, ὅτι οὐ μόνον ἔλυε τὸ σάββατον, ἀλλὰ καὶ πατέρα(3) ἴδιον ἔλεγε(4) τὸν Θεόν, ἴσον ἑαυτὸν ποιῶν τῷ Θεῷ(5).
Ιω. 5,18 Δι' αυτά τα λόγια που ήκουσαν εζητούσαν ακόμη περισσότερον οι Ιουδαίοι να τον φονεύσουν, διότι όχι μόνον κατέλυε την αργίαν του Σαββάτου, αλλά και έλεγε ότι έχει ιδικόν του, κατά ένα αποκλειστικόν και μοναδικόν τρόπον, Πατέρα τον Θεόν και έκαμνε τον ευατόν του ίσον με τον Θεόν.
(1) Το «για αυτό» εξηγείται αμέσως με το «ότι», το οποίο ακολουθεί (g).
(2) Τον καταδίωκαν αλλά ο Ιησούς ξέφευγε. Τώρα τον αναζητούν ακόμη περισσότερο ωθούμενοι από τη φονική διάθεση, από την οποία κυριαρχούνται ήδη.
(3) Ότι ο Ιησούς παραβίαζε το Σάββατο ήταν η πρώτη αιτία του εναντίον του μίσους των Ιουδαίων. Το ότι διεκδικούσε θεία δικαιώματα και ισότητα με το Θεό ήταν δεύτερη ακόμη σοβαρότερη αιτία, η οποία θεωρούνταν ως φοβερή βλασφημία (δες ι 36). Αλλά οι Ιουδαίοι όφειλαν να ελέγξουν τα τεκμήρια και τις αποδείξεις, πάνω στα οποία ο Κύριος βάσιζε τις αξιώσεις του αυτές και να εξετάσουν επιπλέον τις προφητείες των προφητών σχετικά με το Μεσσία (Ησ. θ 6,Δαν. ζ 13-14,Ζαχ. ιγ 7). Όμως κλείνουν τα μάτια τους μπροστά στα θαύματα του Ιησού και ως βλάσφημο ζητούν να τον θανατώσουν (ο).
(4) Αποκαλούσε το Θεό Πατέρα με ιδιαίτερη και αποκλειστική έννοια.
«Διότι λέγοντας «ο πατέρας μου», φανέρωνε τη γνησιότητα» (Ζ). Εάν έλεγε «ο πατέρας μας», οι Ιουδαίοι δεν θα τον θεωρούσαν βλάσφημο (δες Ιω. η 41)(g). «Ναι που οι Ιουδαίοι καταλαβαίνουν ό,τι οι Αρειανοί δεν καταλαβαίνουν… Δεν καταλαβαίνουν αυτόν ότι είναι ο Χριστός, ούτε καταλάβαιναν αυτόν ότι ήταν ο Υιός του Θεού. Όχι λιγότερο όμως καταλαβαίνουν, ότι στα λόγια αυτά κάποιος τέτοιος υιός του Θεού υπονοούνταν, ο οποίος θα ήταν ίσος με το Θεό» (Αυ).
(5) Έκανε τον εαυτό του ίσο με το Θεό αποκαλώντας το Θεό πατέρα του με έννοια αποκλειστική. «Αυτός του οποίου ο Θεός είναι ιδιαίτερος Πατέρας, αυτός είναι ίσος κατά φύση με αυτόν» (Κ). Αλλά ο Ιησούς «δεν έκανε τον εαυτό του ίσο με τον Πατέρα, αλλά ο Πατέρας γέννησε αυτόν ίσο. Εάν έκανε τον εαυτό του ίσο, θα συνέβαινε αυτό με αρπαγή» (Αυ).
Ιω. 5,19 ἀπεκρίνατο οὖν ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ δύναται(1) ὁ υἱὸς ποιεῖν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ(2) οὐδέν, ἐὰν μή τι βλέπῃ τὸν πατέρα ποιοῦντα(3)· ἃ γὰρ ἂν ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα(4) καὶ ὁ υἱὸς ὁμοίως(5) ποιεῖ(6).
Ιω. 5,19 Απεκρίθη τότε ο Ιησούς και τους είπε• “σας διαβεβαιώνω, ότι δεν ημπορεί ο Υιός να πράττη από τον ευατόν του τίποτε, εάν δεν βλέπη τον Πατέρα να πράττη. Υπάρχει απόλυτος ομοφωνία μεταξύ Πατρός και Υιού, διότι εκείνα που ενεργεί ο Πατήρ, κατά τον αυτόν τρόπον, τα ίδια πράττει και ο Υιός.
(1) Δεν φανερώνει αδυναμία ουσίας, αλλά ηθική αδυναμία, απολύτως ελεύθερη. «Όπως λέμε ότι είναι αδύνατον ο Θεός να είναι πονηρός, ή να μην υπάρχει, διότι αυτό θα ήταν αδυναμία μάλλον του Θεού παρά δύναμη… έτσι ακριβώς είναι αδύνατο και απίθανο να κάνει κάτι ο Υιός, από όσα δεν κάνει ο Πατέρας» (Γ).
(2) «Καλά είπε ότι δεν μπορεί από μόνος του να κάνει τίποτα. Διότι εκεί όπου είναι κοινά και αυτά που γίνονται και ο τρόπος της εργασίας, πώς θα μπορούσε να διασπαστεί η θέληση και η πρόθεση αυτού που γίνεται;» (Θμ).
Δεν φανερώνει εξάρτηση που κάνει κατώτερο τον Υιό από τον Πατέρα, αλλά απόλυτη αρμονία θέλησης και ενέργειας (ο).
Αυτό «φανερώνει κατεξοχήν την ισότητα και την πολλή συμφωνία και δείχνει ότι αυτό που γίνεται, γίνεται σαν από μία γνώμη και εξουσία και δύναμη» (Χ). Ο Υιός χρησιμοποιεί τη δημιουργική του δύναμη σε κοινωνία και συμφωνία απόλυτη με τον Πατέρα.
(3) Αυτό δεν περιορίζει αλλά επεξηγεί το «δεν μπορεί από μόνος του να κάνει τίποτα». Με το «βλέπει» δείχνει με ανθρωποπαθή τρόπο, σύμφωνα με αυτά που συμβαίνουν στους ανθρώπους, την εσωτερική σχέση του Υιού με τον Πατέρα, την συνεχή και παντοτινή συμφωνία του με αυτόν.
«Για να μη φαίνεται μόνο ότι είναι ίσος σε δύναμη με τον Πατέρα, αλλά ότι έχει την ίδια γνώμη σε όλα, και ότι έχει μία θέληση σε όλα μαζί με αυτόν, δεν μπορεί, λέει, να κάνει από τον εαυτό του τίποτα, εάν δεν βλέπει τον Πατέρα να κάνει κάτι» (Κ). Η ομογνωμοσύνη αυτή και συμφωνία και ενότητα της θέλησης είναι παντοτινή και συνεχής.
«Διότι δεν είπε ότι έκανε εκείνα που ε ί δ ε να κάνει ο Πατέρας, αλλά ότι «εάν δεν β λ έ π ε ι να τα κάνει ο Πατέρας» δεν τα κάνει αυτός, παρατείνοντας τον λόγο σε όλο το χρόνο» (Χ).
«Και βλέπει τον Πατέρα πώς κάνει κάτι και έτσι το κάνει και αυτός, όπως άραγε οι ζωγράφοι και οι γραφείς, οι οποίοι δεν μπορούν να επιτύχουν το ακριβές με άλλο τρόπο, παρά μόνο αν βλέπουν το πρωτότυπο και χειραγωγούνται από αυτό; [Όχι]. Μα πώς η Σοφία χρειάζεται διδάσκαλο;… Ή μήπως είναι ολοφάνερο ότι ο μεν Πατέρας διαγράφει τα πρωτότυπα των ίδιων πραγμάτων, ενώ ο Λόγος τα εκτελεί, όχι ως δούλος ούτε ως αμαθής, αλλά ως γνώστης και Κύριος, και για να εκφραστούμε οικειότερα, όπως ο πατέρας; Εγώ έτσι δέχομαι το «αυτά ακριβώς που κάνει ο Πατέρας, αυτά κάνει ομοίως και ο Υιός». Όχι ότι τα δημιουργήματα έχουν τα όμοιά τους, αλλά ότι η εξουσία είναι ισότιμη» (Γ).
Ο Υιός δεν είναι όμοιος με τους προφήτες της Π.Δ., οι οποίοι είχαν ανάγκη να διδαχτούν. Έχει άμεση εποπτεία της θέλησης του Πατέρα και σε ό,τι ο Πατέρας πράττει (μ). Η φράση αυτή του Κυρίου εξηγείται με την ακόλουθη η οποία λέγεται ως αιτιολογία της.
(4) «Όχι αφού ο Πατέρας κάνει έργα, κάνει ο Υιός άλλα έργα με όμοιο τρόπο, αλλά αυτά που εκείνος πράττει, αυτά και ο Υιός ομοίως κάνει. Εάν όμως αυτά ο Υιός κάνει, τα οποία και ο Πατέρας, τότε ο Πατέρας μέσω του Υιού τα κάνει… Δεν κάνει κάποια ο Πατέρας και άλλα ο Υιός. Αλλά τα έργα του Πατέρα και του Υιού είναι τα ίδια έργα» (Αυ). «Η καθολική πίστη δεν λέει, ότι ο Θεός Πατέρας έκανε κάτι και ο Υιός έκανε κάτι άλλο, αλλά ό,τι ο Πατέρας έκανε, το ίδιο έκανε και ο Υιός, το ίδιο και το Πνεύμα το άγιο» (Αυ).
«Ο Πατέρας έκανε τον κόσμο, ο Υιός έκανε τον κόσμο, το Άγιο Πνεύμα έκανε τον κόσμο. Εάν είναι τρεις Θεοί, τότε είναι και τρεις κόσμοι· εάν όμως είναι ένας Θεός, ο Πατέρας, ο Υιός και το άγιο Πνεύμα, τότε ο ένας κόσμος έγινε από τον Πατέρα μέσω του Υιού με το Άγιο Πνεύμα» (Αυ).
(5) «Και πώς κάνει ο Υιός τα ίδια και «όμοια»;… Και πώς θα μπορούσε να κάνει τα ίδια αλλά όχι όμοια; Πάρε για παράδειγμα… Όταν γράφουμε επιστολές, αυτές πρώτα σχηματίζονται από τις καρδιές μας και έπειτα από τα χέρια μας… Οι επιστολές γίνονται πρώτα από τη διάνοιά μας, και έπειτα από το σώμα μας· το χέρι υπηρετεί, η διάνοια προστάζει· χέρι λοιπόν και διάνοια κάνουν τις ίδιες επιστολές. Μη φανταστείς ότι η διάνοια κάνει κάποιες επιστολές και το χέρι άλλες. Τα ίδια πράττει και το χέρι, αλλά όχι με όμοιο τρόπο. Οι διάνοιές μας κάνουν τις επιστολές νοητά, ενώ τα χέρια μας κάνουν αυτές ορατά… Αλλά ο Υιός αυτά τα κάνει με όμοιο τρόπο… Ο υιός είναι ίσιος με τον Πατέρα» (Αυ).
Με το «όμοια» τονίζεται όχι μόνο η ισότητα στη δύναμη, αλλά και η ίδια ενέργεια.
«Το γεγονός δηλαδή ότι μπορεί να κάνει απαράλλακτα τα έργα του Θεού και Πατέρα και να ενεργεί όμοια με αυτόν που τον γέννησε, μαρτυρεί ότι έχει την ίδια ουσία με αυτόν… Ως Θεός αληθινός (ο Υιός) από Θεό Πατέρα αληθινό, λέει ότι μπορεί να κάνει αυτά όμοια με εκείνον» (Κ).
«Διότι δεν έχει άλλη δύναμη ή κατώτερη ή ανώτερη από την πατρική, αλλά στον Πατέρα και τον Υιό υπάρχει μία ουσία, μία δύναμη, μία ενέργεια» (Θφ).
«Διότι αυτοί που έχουν ίδιες ενέργειες, αυτοί έχουν και μία ουσία. Η ενέργεια όμως του Πατέρα και του Υιού είναι μία. Διότι αυτά που ο Πατέρας κάνει, αυτά ομοίως και ο Υιός κάνει. Άρα και η ουσία είναι μία του Πατέρα και του Υιού» (Β). Το «ομοίως» λοιπόν δεν σημαίνει απλή απομίμηση, αλλά ισότητα δύναμης και απαράλλακτη ενέργεια.
«Πρόσθεσε το «όμοια», ώστε να δείξει ότι όχι μόνο τα έργα, αλλά είναι ίδια και ο τρόπος της εργασίας και η δύναμη και η βούληση» (Θμ).
(6) «Μοιάζει σαν να λέει καθαρότερα σε εκείνους που επιχείρησαν να τον διώξουν· νομίζετε ότι έχει καταργηθεί η τιμή του Σαββάτου επειδή ένας άνδρας θεραπεύτηκε το Σάββατο, αλλά δεν θα το έκανα ποτέ αυτό, εάν δεν έβλεπα να κάνει το ίδιο και ο Πατέρας· διότι ενεργεί αυτά που είναι αναγκαία για τη συγκρότηση του κόσμου και κατά το Σάββατο, έστω και αν το κάνει μέσω εμού» (Κ).
Ιω. 5,20 ὁ γὰρ πατὴρ φιλεῖ τὸν υἱὸν(1) καὶ πάντα δείκνυσιν(2) αὐτῷ ἃ αὐτὸς ποιεῖ(3), καὶ μείζονα τούτων(4) δείξει(5) αὐτῷ ἔργα(6), ἵνα ὑμεῖς θαυμάζητε(7).
Ιω. 5,20 Διότι ο Πατήρ αγαπά τον Υιόν και φανερώνει εις αυτόν πλήρως και τελείως όλα όσα πράττει στον ουρανό και την γην. Και του δίδει το δικαίωμα τα ίδια και αυτός να πράττη. Και θα του φανερώση ακόμη μεγαλύτερα και σπουδαιότερα από αυτά, που έως τώρα είδατε, δια να θαυμάζετε και σεις ακόμη, που μένετε εις την απιστίαν σας.
(1) Η συνεργασία και το ενιαίο της θέλησης και ενέργειας Πατέρα και Υιού βασίζεται στην αγάπη, η οποία συνδέει τον πατέρα με τον γιο.
«Αγαπά όμως ο Πατέρας τον Υιό, όχι μόνο επειδή είναι μονογενής, αλλά και επειδή κάνει τα ίδια και δεν ενεργεί τίποτα που να μην το θέλει ο πατέρας» (Ζ).
Το ρήμα φιλεῖ φανερώνει αγάπη τρυφερή και εκφράζει περισσότερο από το απλό αγαπώ, την ιδιαίτερη αγάπη, για την οποία γίνεται εδώ λόγος (g). Είναι λοιπόν τόσο μεγάλη η αγάπη του Πατέρα προς τον Υιό, ώστε ο Πατέρας όλα όσα κάνει, τα δείχνει στον Υιό (β). Εφόσον όμως σύμφωνα με τον προηγούμενο στίχο ο Υιός κάνει όσα βλέπει τον Πατέρα να κάνει, έπεται από αυτό, ότι ο Υιός κάνει ό,τι κάνει και ο Πατέρας. Ο σ. λοιπόν αυτός επιβεβαιώνει πάλι την ενότητα και συμφωνία της θέλησης και ενέργειας Υιού και Πατέρα, με μόνη τη διαφορά, ότι βασίζει αυτήν και στην ιδιαίτερη αγάπη, η οποία συνδέει τον Πατέρα με τον Υιό (ο).
(2) «Ούτε πιο πάνω το «βλέπει» αναφορικά με τον Υιό, ούτε εδώ το «δείχνει» αναφορικά με τον Πατέρα, πρέπει να τα καταλάβουμε με ανθρώπινο τρόπο, αλλά όπως αρμόζει σε Θεό και υπερφυσικά. Διότι ούτε ο Υιός βλέπει σαν μαθητής, ούτε ο Πατέρας δείχνει σαν δάσκαλος» (Ζ).
«Δείχνει ο Πατέρας στον Υιό αυτά που κάνει αυτός, όχι παραθέτοντάς τα ζωγραφισμένα σαν σε πίνακα, ή διδάσκοντάς τον σαν να τα αγνοεί (διότι όλα τα γνωρίζει ως Θεός), αλλά ζωγραφίζοντας όλο τον εαυτό του στη φύση του Υιού, και δείχνοντας σε αυτόν τα ιδιαίτερα από τη φύση του προσόντα του, έτσι ώστε από αυτά που αυτός υπάρχει και φαίνεται, να γνωρίσει από ποιον κατάγεται και ποιος είναι ως προς τη φύση του αυτός που τον γέννησε» (Κ).
Κάτω από τις ανθρωποπαθείς εκφράσεις «αγαπά» και «δείχνει» κρύβεται η ακατανόητη εκείνη και φυσική σχέση του Θεού Πατέρα με τον Υιό του, που χαρακτηρίζεται ως προαιώνια γέννηση, και η ανέκφραστη εκείνη, σταθερή και διαρκής, μυστηριώδης, μακάρια κοινωνία του Υιού με τον Πατέρα (κ).
(3) «Ό,τι ο Πατέρας πρόκειται να κάνει το δείχνει ως κάτι που εντός ολίγου θα γίνει, ώστε να μπορεί να γίνει αυτό μέσω του Υιού. Διότι εάν ο Υιός κάνει ό,τι ο Πατέρας δείχνει σαν να έχει ήδη γίνει, τότε ασφαλώς όχι μέσω του Υιού ο Πατέρας έκανε όλα, τα οποία έτσι έδειξε» (Αυ).
(4) Τα οποία μέχρι τώρα είδατε. «Θεραπεύτηκε ο παράλυτος… Και είναι μεν θαυμαστή όντως η δύναμη αυτού που θεράπευσε, και πολύ θεοπρεπής η εξουσία». Αλλά «είναι ανάγκη να μάθετε ότι δεν θα σταματήσουν εδώ, τα σχετικά με την εξουσία και δύναμή μου· διότι θα δείτε μεγαλύτερα παράδοξα, έστω και αν δεν θέλετε» (Κ).
(5) «Αυτός ο οποίος μιλούσε πριν από λίγο ως Θεός, τώρα αρχίζει να μιλά ως άνθρωπος» (Αυ). Ο μέλλοντας «θα δείξει», σημαίνει, ότι υπονοείται όχι η αιώνια σχέση Θεού και Λόγου, αλλά ότι προσελκύεται η προσοχή των ακροατών στην σε συγκεκριμένο χρόνο ιστορική αποστολή του Ιησού (χ).
(6) Πολλές φορές στον Ιωάννη σημαίνουν τα θαύματα του Ιησού (ε 36,ζ 3,21,ι 25,32,38,ιδ 12,ιε 24), όπως και τα έργα του Θεού (δ 34,θ 3,ιζ 4). Για το Θεό δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ φυσικών και υπερφυσικών έργων. Και τα έργα τα οποία ο Χριστός έκανε τότε, ήταν έργα, τα οποία «ο πατέρας μένοντας μέσα μου, κάνει τα έργα του» (ιδ 10).
(7) Εσείς με έμφαση=Εσείς οι Ιουδαίοι που τώρα απιστείτε. Τα θαύματα των υπερφυσικών θεραπειών δεν προκαλούν τόσο τον θαυμασμό σας, όσο προκαλούν την από ζήλεια αγανάκτησή σας. Τα μεγαλύτερα όμως θαύματα, τα οποία θα γίνουν στο μέλλον, όπως η ανάσταση των νεκρών και η καθολική κρίση, θα προκαλέσουν την κατάπληξή σας.
«Θα γίνετε θεατές μεγαλύτερων θαυμάτων, έστω και αν δεν θέλετε, δηλαδή της ανάστασης των νεκρών, και τότε θα εκπλαγείτε περισσότερο, βλέποντας τη δύναμη και δόξα που ταιριάζει στο Θεό, να βρίσκεται σε εμένα, τον οποίο τώρα περιβάλλετε με την κατηγορία της βλασφημίας και τον οποίο δεν ντρέπεστε να διώκετε» (Κ).
Τα έργα, τα οποία ο Κύριος υπονοεί εδώ ότι θα ενεργήσει στο μέλλον, πρέπει να διακριθούν σε έργα που αναφέρονται στην πνευματική ανάσταση και ηθική κρίση, την οποία εργάζεται το ευαγγέλιο και για τα οποία γίνεται λόγος στους σ. 24-27, και στα έργα της τελικής ανάστασης των νεκρών και της καθολικής κρίσης (σ. 27-29). Οι σ. 21-23 δηλώνουν μαζί και γενικά τα έργα αυτά ως έργα του να ζωοποιεί και να κρίνει (g).
Ιω. 5,21 ὥσπερ γὰρ(1) ὁ πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ(2), οὕτω καὶ ὁ υἱὸς οὓς θέλει ζωοποιεῖ.
Ιω. 5,21 Διότι, όπως ο Πατήρ ανασταίνει τους νεκρούς και τους δίδει ζωήν, έτσι και ο Υιός έχει απεριόριστον εξουσίαν να δίδη ζωήν εις οποίον θέλει και κρίνει άξιον.
(1) Το να ανασταίνει τους νεκρούς είναι έργο πολύ μεγαλύτερο και θαυμαστότερο από τη θεραπεία ενός παραλύτου. Για αυτό ο σ. αυτός καθορίζοντας πού συνίστανται τα μεγαλύτερα έργα, τα οποία ο Πατέρας θα δείξει στον Υιό, αποτελεί αιτιολογία του «θα δείξει σε αυτόν μεγαλύτερα έργα από αυτά» του προηγούμενου σ.
(2) Είναι ζήτημα σπουδαίο μεταξύ των ερμηνευτών εάν πρέπει αυτή η έγερση και ζωοποίηση των νεκρών να θεωρηθεί με ηθική ή φυσική σημασία. Οι Τερτυλλιανός Χ., Ζ, και άλλοι αρχαίοι και νεώτεροι εννόησαν όλο το χωρίο για τη φυσική ανάσταση που θα γίνει κατά την εσχάτη ημέρα. Ο Αυγουστίνος όμως και οι περισσότεροι από τους νεώτερους διαίρεσαν την περικοπή σε δύο και δέχτηκαν ότι μέχρι μεν το σ. 27 ο λόγος είναι για ηθική ζωοποίηση, ενώ από το σ. 28-30 για φυσική (δ).
Ή, πιο σωστά, οι λέξεις «νεκρούς» και «ζωοποιεί» χρησιμοποιούνται εδώ με πολύ περιεκτική έννοια και πρέπει να εννοηθούν τόσο με φυσική όσο και με πνευματική έννοια (μ).
Για αυτό, για τον σ. αυτόν υπάρχουν 2 ερμηνείες: Κατά την πρώτη, η οποία συμφωνεί και με την ερμηνεία των πατέρων, τόσο το «ζωοποιεί», που λέγεται για τον πατέρα, όσο και το ζωοποιεί που αποδίδεται στον υιό, αναφέρονται στη μελλοντική καθολική ανάσταση των νεκρών. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή το χωρίο έχει την έννοια: Ο πατέρας εγείρει τους νεκρούς και ζωοποιεί μέσω του υιού. Και πλατύτερα:
«Ιδιαίτερο βέβαια γνώρισμα της ουσίας του Θεού είναι το να μπορεί να δίνει ζωή, πράγμα που υπάρχει με όμοιο τρόπο στον Πατέρα και στον Υιό. Και ζωογονεί βέβαια πάλι όχι κάποιους ξεχωριστά και από μόνος του ο Πατέρας, και ιδιαίτερα κάποιους και ξεχωριστά ο Υιός… αλλά ενεργεί τα πάντα μέσω του υιού ο πατέρας». (Κ).
Και με το « «όπως ακριβώς ο Πατέρας εγείρει» δείχνει το απαράλλακτο της δύναμης, ενώ με το «αυτούς που θέλει» δείχνει την ισότητα της εξουσίας» (Χ).
Δεν θέλει λοιπόν να σημάνει με το «όποιους θέλει ζωοποιεί», ότι κατά την μέλλουσα ανάσταση θα αναστηθούν μόνο κάποιοι, εκείνοι δηλαδή, τους οποίους ο Υιός θα θελήσει να αναστήσει. Αλλά με την έκφραση αυτή θέλησε να σημάνει, ότι ο Υιός δεν είναι τυφλό και υποδεέστερο όργανο του Πατέρα. Επίσης δεν θέλησε να σημάνει με αυτό αντίθεση της θέλησης του Υιού με αυτήν του Πατέρα. Διότι όπως ήδη είπε ο Κύριος, ο υιός «δεν μπορεί από μόνος του να κάνει τίποτα». Στον Πατέρα και τον Υιό «υπάρχει μία και η ίδια δύναμη και θέληση» (Ζ).
«Για να μην πει ποτέ κάποιος ότι ο Πατέρας εγείρει τους νεκρούς μέσω του Υιού, σαν ισχυρός και σαν δυνατός, ενώ ο Υιός σαν με δύναμη άλλου, σαν δούλος ή σαν άγγελος, έδειξε και την δύναμή Του λέγοντας· Ο υιός αυτούς που θέλει τους ζωοποιεί. Το οποίο σημαίνει όχι ότι ο Πατέρας θέλει άλλα σε σχέση με τον Υιό, αλλά ότι ο Πατέρας και ο Υιός όπως έχουν μία ουσία, έτσι έχουν και μία θέληση» (Αυ).
Σύμφωνα με την άλλη ερμηνεία: Με το «ο πατέρας εγείρει και ζωοποιεί» δηλώνεται η δημιουργική και συντηρητική και επανορθωτική ενέργεια, την οποία ενεργεί ο Θεός από την αρχή του κόσμου και στη σφαίρα της όλης φύσης και στο πεδίο της θεοκρατίας του Ισραήλ ιδιαιτέρως. Ο Θεός «θανατώνει και ζωογονεί» (Α΄ Βασ. β 6) και αυτός είναι «Θεός που θανατώνει και ζωοποιεί» (Δ΄ Βασ. ε 7). Προς το έργο αυτό της φυσικής και ηθικής συντήρησης και ανόρθωσης που εργάζεται ο Θεός προστίθεται ήδη και το έργο του Ιησού, ως σαρκωμένου Λόγου και μάλιστα ως μεσίτη μεταξύ Θεού και ανθρώπων.
Το έργο αυτό του θεανθρώπου Ιησού θα περάσει προοδευτικά από διάφορα στάδια. Όσο ζούσε ανάμεσα στους ανθρώπους έκανε μεμονωμένα θαύματα σωματικών και πνευματικών αναστάσεων. Όταν μετά την ανάσταση αναλήφθηκε, με την κατάπεμψη του Αγίου Πνεύματος εργάστηκε την ηθική ανάσταση ολόκληρης της ανθρωπότητας. Όταν όμως επιστρέψει και πάλι, θα αναστήσει μεν πρώτον τους πιστούς, έπειτα όμως και όλους γενικώς, οπότε αφού ολοκληρωθεί το έργο του θα παραδώσει αυτό στον Πατέρα σύμφωνα με το Α΄ Κορ. ιε 28. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, το «όποιους θέλει ζωοποιεί», αναφέρεται μεν γενικά στην ζωοποίηση, με την έννοια ότι ο Χριστός ως θεάνθρωπος και αιώνιος αρχιερέας μεταδίδει σε όσους θέλει, δηλαδή σε εκείνους, τους οποίους θα βρει αρεστούς σε αυτόν, πρώτα την ηθική ζωοποίηση, στην οποία πρόκειται εν καιρώ να ακολουθήσει και η σωματική αντίστοιχη. Για αυτό το ρήμα βρίσκεται σε ενεστώτα για να σημάνει, ότι η ζωοποίηση βρίσκεται ολοένα σε εξέλιξη, δηλαδή δίνεται το πρώτο τμήμα της για να επακολουθήσει και το δεύτερο (β,g). Και οι δύο ερμηνείες σοβαρές.
Ιω. 5,22 οὐδὲ γὰρ(1) ὁ πατὴρ κρίνει(2) οὐδένα(3), ἀλλὰ τὴν κρίσιν πᾶσαν(4) δέδωκε τῷ υἱῷ(5),
Ιω. 5,22 Εχει δε ακόμη το δικαίωμα ο Υιός να κρίνη τους πάντας, διότι ο Πατήρ δεν κρίνει και δεν δικάζει κανένα, αλλά όλην την εξουσίαν της κρίσεως την έχει δώσει στον Υιόν.
(1) Αιτιολογεί το «όποιους θέλει ζωοποιεί» του προηγούμενου σ. Μεταβίβασε ο Πατέρας στον Υιό την εξουσία να ζωοποιεί, διότι ομοίως μεταβίβασε σε αυτόν και την εξουσία να κρίνει και να διαχωρίζει τους άξιους ζωοποίησης από τους μη άξιους, τους αγαθούς από τους κακούς (g).
(2) Το «κρίνει» λοιπόν εδώ όχι με την έννοια του κατακρίνω και καταδικάζω, αλλά γενικότερα με την έννοια του ασκεί το έργο του υπέρτατου Κριτή όλων. Για αυτό και το ακόλουθο «την κρίση όλη» «λέγοντας, φανέρωσε την κρίση και στο να τιμωρεί και στο να τιμά, όποιους θέλει» (Ζ).
(3) Παρά μόνο μέσω του Υιού (ο). «Δεν απέκλεισε βεβαίως τον Πατέρα από την εξουσία του να κρίνει… (αλλά) θα κρίνει ο Υιός με την ευαρέσκεια μεν του Πατέρα και τη συνεργεία του Αγίου Πνεύματος» (Ζ).
«Και πάλι ακούγοντας κάποιος, ότι ο Πατέρας δεν κρίνει κανέναν, δεν θεωρούμε ότι μάχεται με τον εαυτό της η Γραφή. Διότι αυτός που κρίνει όλη τη γη, το κάνει αυτό μέσω του Υιού, στον οποίο έδωσε όλη την κρίση. Και καθετί που γίνεται από τον Μονογενή, έχει την αναφορά στον Πατέρα, ώστε και κριτής του παντός να είναι αυτός (ο Πατέρας), και να μην κρίνει κανέναν διότι έδωσε, όπως ειπώθηκε, όλη την κρίση στον Υιό, και όλη η κρίση του Υιού δεν είναι αποξενωμένη από το πατρικό θέλημα» (Γν).
(4) Αυτό συνυπονοεί ότι ο Υιός είναι ο μόνος κριτής (ο).
(5) Ή, αναφέρεται στον Υιό που ενανθρώπησε, στον Υιό του ανθρώπου, ο οποίος σύμφωνα με τους συνοπτικούς (Ματθ. κε 34,40) πρόκειται να κρίνει τον κόσμο ολόκληρο. Και τονίζεται έτσι το βασιλικό αξίωμα του Κυρίου ως θεανθρώπου, ως Λυτρωτή και Σωτήρα και Κριτή.
(«Λέει ότι η κρίση έχει δοθεί στον εαυτό του από τον Πατέρα, όχι σαν να βρισκόταν έξω από την εξουσία σχετικά με αυτό, αλλά ως άνθρωπος κατ’ οικονομίαν… Εφόσον μεν είναι Λόγος και Θεός, εκ φύσεως έχει την εξουσία σε όλα· επειδή όμως έγινε άνθρωπος… ομολογεί, όπως είναι πρέπον, ότι την έχει λάβει την εξουσία» (Κ)).
Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή ο πατέρας έδωσε όλη την κρίση στον Υιό, «έτσι ώστε αυτός που έγινε άνθρωπος, να κρίνει τους ανθρώπους, όχι μόνο ως Θεός που γνωρίζει τη φύση των ανθρώπων, αλλά και ως άνθρωπος που την έχει δοκιμάσει» (Ζ).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία «το «έδωσε» πρέπει να το εννοήσουμε με τρόπο που αρμόζει σε Θεό» (Ζ). Και αποδίδεται στη θεία φύση του Κυρίου, όπου το ««έδωσε» μπήκε, για να μην υποπτευθείς ότι ο Υιός είναι αγέννητος και να μην νομίσεις ότι είναι δύο Πατέρες» (Χ). Και ισοδυναμεί το «έδωσε» με το: «τον γέννησε κριτή» (Χ). Διότι έδωσε σε αυτόν την κρίση «με το που γεννήθηκε. Πότε όμως γεννήθηκε αυτός;… Δεν είναι δυνατόν να βρούμε κάποια έννοια χρόνου ή αιώνα, σύμφωνα με την οποία θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε κάποιο άκρο» (Ζ). Άναρχα γέννησε αυτόν και άναρχα έδωσε σε αυτόν. Η πρώτη ερμηνεία είναι πιο σωστή.
Ιω. 5,23 ἵνα(1) πάντες τιμῶσι(2) τὸν υἱόν(3), καθὼς(4) τιμῶσι τὸν πατέρα. ὁ μὴ τιμῶν τὸν υἱὸν οὐ τιμᾷ τὸν πατέρα(5) τὸν πέμψαντα(6) αὐτόν.
Ιω. 5,23 Και έδωκεν όλα αυτά στον Υιόν, δια να τιμούν και προσκυνούν τον Υιόν όλοι, όπως τιμούν και προσκυνούν τον Πατέρα. Εκείνος που δεν τιμά τον Υιόν, δεν τιμά ούτε τον Πατέρα, ο οποίος τον έστειλεν στον κόσμον.
(1) Δηλώνεται ο σκοπός για τον οποίο δόθηκε το προνόμιο της κρίσης στον Υιό που ενανθρώπησε (ο).
(2) Το ρήμα τιμώ στον Ιωάννη και στο η 49,ιβ 26 είναι με την έννοια της τιμής που οφείλεται στο Χριστό ή στον Πατέρα του (β). Η τιμή εδώ μπορεί να εννοηθεί και ως αυτή η ίδια η πράξη της λατρείας (Reuss). Πιο σωστά όμως, πρέπει να την θεωρήσουμε ως το εσωτερικό συναίσθημα της προς το Χριστό ευλάβειας και τιμής, της οποίας εξωτερική εκδήλωση είναι η λατρεία (g).
(3) «Αυτό αναφέρεται στην ανάσταση των ψυχών. Για να τιμούν όλοι τον Υιό. Πώς; Όπως τιμούν τον Πατέρα. Διότι ο Υιός εργάζεται την ανάσταση των ψυχών με τον ίδιο τρόπο όπως και ο Πατέρας. Ο Υιός ζωοποιεί όπως και ο Πατέρας. Λοιπόν στην ανάσταση των ψυχών ας τιμούν τον Υιό όπως τιμούν τον Πατέρα» (Αυ).
(4) Πρέπει «να τιμούν τον Υιό με ισότητα και ομοιότητα προς τον Πατέρα» (Κ). «Βλέπεις πώς συμπλέκεται η τιμή του Υιού με αυτήν του Πατέρα;… Επειδή μία είναι η ουσία και η δόξα» (Χ).
«Δηλαδή, για να μην θεωρήσουμε, ακούγοντας ότι ο Πατέρας είναι αίτιος του Υιού, ότι αυτός είναι αίτιός του όπως ακριβώς και των κτισμάτων, και για αυτό εισάγουμε ελάττωση της τιμής, λέει, ότι δεν υπάρχει καμία παραλλαγή του Υιού με τον Πατέρα» (Θφ).
«Μην τιμάς τον Πατέρα ως μεγαλύτερο και τον Υιό ως μικρότερο… Ο ίδιος ο Υιός… σε ανακαλεί στην τάξη λέγοντας: Για να τιμούν όλοι τον Υιό όπως τιμούν τον Πατέρα… Εγώ, λες, επιθυμώ να τιμήσω περισσότερο τον Πατέρα και λιγότερο τον Υιό… Αλλά όταν σκέφτεσαι έτσι, πρέπει πράγματι να φαίνεται σε εσένα, ότι ο Πατέρας ή δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να γεννήσει Υιό ίσο με τον εαυτό του· εάν δεν ήθελε, στερούνταν αγαθής θέλησης· εάν δεν μπορούσε, στερούνταν δύναμης. Δεν βλέπεις λοιπόν, ότι σκεπτόμενος έτσι, με εκείνο, με το οποίο θέλεις να δώσεις μεγαλύτερη τιμή στον Πατέρα, με αυτό μέμφεσαι τον Πατέρα;» (Αυ).
(5) «Αυτός που δεν τιμά (τον Υιό) έτσι, όπως είπα, δηλαδή όπως και τον Πατέρα. Επειδή, αν κάποιος λέει, ότι είναι κτίσμα μεν ο Υιός, αλλά είναι ανώτερος από όλα τα κτίσματα, και νομίζει ότι χαρίζει στον Υιό αυτήν την ψεύτικη και μάταιη τιμή, ατιμάζει οπωσδήποτε και τον Πατέρα, που τον έστειλε» (Θφ).
«Δεν μπορεί κάποιος λοιπόν να πει τίμησα τον Πατέρα, διότι δεν γνώρισα τον Υιό. Εάν δεν τίμησες ακόμη τον Υιό, ούτε τον Πατέρα τίμησες. Διότι τι σημαίνει τιμώ τον Πατέρα, αν όχι ότι τον τιμώ για το ότι έχει Υιό; Διδαχτήκατε να τιμάτε το Θεό, διότι είναι Θεός. Αλλά άλλο είναι όταν διδαχτήκατε να τιμάτε αυτόν, διότι είναι Πατέρας. Όταν διδάχτηκες να τιμάς αυτόν ως Θεό, τιμάς αυτόν ως τον δημιουργό, τον Παντοδύναμο, ως το Υπέρτατο, αιώνιο, αόρατο, αναλλοίωτο Πνεύμα… Αλλά όταν διδάχτηκες να τιμάς αυτόν ως Πατέρα, είναι το ίδιο σαν να διδάχτηκες να τιμάς τον Υιό. Διότι δεν μπορεί να ονομαστεί Πατέρας, εάν δεν υπάρχει Υιός, όπως δεν μπορεί να ονομαστεί Υιός χωρίς Πατέρα» (Αυ).
(6) «Οι Ιουδαίοι τιμούν τον Πατέρα, περιφρονούν όμως τον Υιό… Ας δοθεί στον Ιουδαίο η απάντηση: Αυτός που δεν τιμά τον Υιό δεν τιμά τον Πατέρα που τον έστειλε… Ο Πατέρας έστειλε τον Υιό και περιφρονείς εκείνον, τον οποίο έστειλε ο Πατέρας. Πώς μπορείς να τιμάς τον αποστολέα, όταν βλασφημάς τον απεσταλμένο;» (Αυ).
Ιω. 5,24 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν(1) ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων(2) καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με(3) ἔχει ζωὴν αἰώνιον(4), καὶ εἰς κρίσιν(5) οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν(6) ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν(7).
Ιω. 5,24 Σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος ο οποίος ακούει την διδασκαλίαν μου και πιστεύει στον Πατέρα, που με έστειλε, αυτός έχει κερδήσει την αιώνιον ζωήν και δεν θα περάση από δίκην και κρίσιν, αλλά έχει μεταβή πλέον από τον πνευματικόν θάνατον της αμαρτίας εις την αιώνιον ζωήν.
(1) Με τη διαβεβαίωση αυτή προαναγγέλλεται το μεγαλείο του γεγονότος, το οποίο πρόκειται να αναγγελθεί. Είναι αυτό πρωτάκουστο (g).
(2) =ακούγοντας και αποδεχόμενος. Εννοεί την πνευματική και φυσική ταυτόχρονα ακρόαση (g). Όχι απλώς ακούει, αλλά ακούσει και προσέχει σε αυτόν, όπως οι μαθητές στις διδασκαλίες των διδασκάλων τους, όπως οι υπηρέτες στις διαταγές των κυρίων τους. Πρέπει να ακούμε και να υπακούμε αυτόν, πρέπει να εγκολπωθούμε το ευαγγέλιο ως κανόνα οριστικό και τέλειο της πίστης και της ηθικής.
(3) «Με αυτά τα λόγια γλυκαίνει τις γνώμες τους αφού ακούνε ότι στο Θεό πρόκειται να πιστεύουν, ακούγοντας τα λόγια του. Διότι δεν είπε, ότι αυτός που πιστεύει σε εμένα, αλλά σε αυτόν που με έστειλε» (Θφ), «για να μην αγριέψουν σαν θηρία και εδώ. Αυτό λοιπόν δεν έκανε λίγο ευκολοπαράδεκτο το λόγο, το να μάθουν δηλαδή, εννοώ, ότι στον Πατέρα πιστεύουν αυτοί που τον ακούνε» (Χ). Πίστη στον Ιησού Χριστό, αλλά και πίστη στο Θεό που τον έστειλε είναι απαραίτητη για σωτηρία. Πίστη προς τον Πατέρα ως αποστολέα του Υιού. Τονίζεται και πάλι η ενότητα Υιού και Πατέρα και ότι είναι το ίδιο το έργο του Υιού και του Πατέρα (ο). Ο σκοπός του Χριστού είναι να οδηγήσει εμάς στο Θεό. Και όπως ο Θεός είναι η αρχική πηγή κάθε χάριτος, έτσι είναι και το ύψιστο και έσχατο τέλος κάθε πίστης. Ο Χριστός είναι η οδός μας, ο Θεός είναι η ανάπαυσή μας.
(4) «Ο Ιερεμίας, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στην επιστολή του προς αυτούς που ήταν στη Τυβίγγη (Προτεστάντες του πανεπιστημίου της Τυβίγγης), γράφει: Έχει ζωή αιώνια και δεν έρχεται σε κρίση. Βλέπεις; Έχει αυτήν αμέσως και όχι απλώς θα έχει» (b). Έχει ζωή αιώνια, από τη στιγμή ήδη που πίστεψε. Έχει την αιώνια ζωή ως κτήμα του ήδη από την παρούσα ζωή.
(5) Ή, «σε καταδίκη κόλασης» (Ζ), η λέξη κρίση δηλαδή με την έννοια της κατάκρισης (καταδίκης). Ο όρος κρίσις σημαίνει κυρίως την δικαστική κρίση κατά του ενόχου, που οδηγεί σε καταδίκη του. Για αυτό και η φράση ανάσταση κρίσεως αντιτίθεται στη φράση ανάσταση ζωής. Όταν μάλιστα ληφθεί υπ’ όψη ότι η κρίση στρέφεται κατά του ενόχου, τότε κατανοεί κάποιος και τη φράση στο παρόν χωρίο «εις κρίσιν ουκ έρχεται». Δες και Ιω. ιστ 8,11 μαζί με το ιβ 31, όπως και το ε 22 (C).
Ή, πιο σωστά, δεν θα υποβληθεί στην μελλοντική κρίση· δεν χρειάζεται άλλη απόφαση που να κρίνει για την αιώνια τύχη του.
«Και ισχυρίζεται ότι αυτοί που πιστεύουν, δεν θα γίνουν μόνο μέτοχοι της αιώνιας ζωής, αλλά θα διαφύγουν και τον κίνδυνο της κρίσης, δηλαδή θα πετύχουν τη δικαίωσή τους» (Κ).
(6) Αυτό που εκφράζεται με τον Παρακείμενο, συμφωνεί πλήρως με το αμέσως προηγούμενο «έχει ζωήν αιώνιον».
(7) «Θάνατο, δεν εννοεί τον εδώ, αλλά τον αιώνιο, όπως ακριβώς λοιπόν και ζωή εννοεί εκείνη την αθάνατη» (Χ).
«Ζει αιώνια ζωή, χωρίς να υφίσταται τον ψυχικό και αιώνιο θάνατο, παρόλο που θα υποστεί τον φυσικό και πρόσκαιρο» (Θφ).
«Αυτός που μετέβη από το θάνατο στη ζωή, αναμφίβολα αναστήθηκε πάλι… Ήταν νεκρός και έζησε πάλι· ήταν χαμένος και βρέθηκε. Οπότε ανάσταση γίνεται ήδη, και οι άνθρωποι μεταβαίνουν από το θάνατο στη ζωή· από το θάνατο της απιστίας στη ζωή της πίστης· από το θάνατο του ψεύδους στη ζωή της αλήθειας· από το θάνατο της αδικίας στη ζωή της δικαιοσύνης» (Αυ).
Δεν πρόκειται λοιπόν για σωματική ανάσταση και για μετάβαση από το σωματικό θάνατο στη ζωή. Αλλά θάνατος και ζωή πρέπει να εννοηθούν με έννοια πνευματική. Όλοι οι άνθρωποι σύμφωνα με το Εφεσ. β 1, είναι «νεκροί από τα παραπτώματα και τις αμαρτίες». Αλλά ο θάνατος του Χριστού απομάκρυνε από αυτούς που πιστεύουν σε αυτόν την κατάρα του νόμου (Γαλ. γ 13), οι οποίοι μέσω της πίστης ζωοποιήθηκαν μαζί με το Χριστό (Εφεσ. β 5).
«Σε ποιά ζωή; Σε ζωή αιώνια. Όχι λοιπόν όπως το σώμα του Λαζάρου. Διότι μεταφέρθηκε αυτό από το θάνατο του τάφου στη ζωή των ανθρώπων, αλλά όχι σε ζωή αιώνια» (Αυ).
Ιω. 5,25 (1)ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν(2) ὅτι ἔρχεται ὥρα(3), καὶ νῦν ἐστιν(4), ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς(5) τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες(6) ζήσονται·
Ιω. 5,25 Αληθώς σας λέγω, ότι έρχεται ώρα, και η ώρα αυτή είναι τώρα, που οι νεκροί πνευματικώς άνθρωποι θα ακούσουν την διδασκαλίαν του Υιού του θεού και όσοι θα την ακούσουν και θα την δεχθούν, θα ζήσουν εις αιώνας αιώνων πλησίον του Θεού.
(1) Με διάφορους τρόπους ερμηνεύτηκε ο σ. αυτός. Σύμφωνα με τον Κ υπήρχαν αυτοί που ερμήνευαν το χωρίο:
«Θα έρθει καιρός, κατά τον οποίο οι νεκροί θα ακούσουν τη φωνή εκείνου που θα τους ανασταίνει… ή, όπως ο Λάζαρος ίσως που άκουσε τη φωνή του Σωτήρα, ή λέγοντας ότι νεκροί είναι εκείνοι που δεν έχουν ακόμα κληθεί με την πίστη στην αιώνια ζωή, οι οποίοι όμως επρόκειτο οπωσδήποτε να ανεβούν σε αυτήν αποδεχόμενοι τη διδασκαλία του Σωτήρα».
Ο ίδιος όμως ο Κύριλλος δέχεται ότι το μεν «οι νεκροί θα ακούσουν τη φωνή του Θεού» ότι αναφέρεται «στον καιρό της ανάστασής μας, κατά τον οποίο λέει ότι οι νεκροί θα αναστηθούν με τη φωνή του δικαστή για να απολογηθούν για τη ζωή τους στον κόσμο»· ενώ το «αυτοί που θα ακούσουν θα ζήσουν» ότι αναφέρεται στον «παρόντα καιρό κατά τον οποίο πρέπει να πιστεύουν σε αυτόν», δηλαδή όσοι άκουσαν και αποδέχτηκαν κατά τον παρόντα καιρό τη διδασκαλία του Υιού του Θεού θα ζήσουν τότε την αιώνια και μακαρία ζωή.
Πιο σωστή φαίνεται η ερμηνεία, κατά την οποία νεκροί εδώ είναι αυτοί που εννοούνται και στο σ. 24 ότι μεταβέβηκαν από το θάνατο στη ζωή, δηλαδή οι πνευματικά νεκροί από την αμαρτία. Συνεπώς ο Κύριος προαναγγέλλει εδώ την πνευματική ανάσταση της ανθρωπότητας, που είναι νεκρή από τις αμαρτίες της, και η οποία ανάσταση επρόκειτο να αρχίσει, την εποχή που ο Κύριος μιλούσε και να συντελεστεί από αυτόν (g).
Οι αμαρτωλοί λοιπόν είναι πνευματικά νεκροί· στερούνται πνευματικής ζωής, αίσθησης, δύναμης και κίνησης και έχουν πεθάνει για το Θεό, αλλά είναι και άθλιοι τόσο περισσότερο, όσο, μη συναισθανόμενοι την αθλιότητά τους, αδυνατούν να βοηθήσουν τους εαυτούς τους να απαλλαγούν από αυτήν.
(2) Χωρίς σύνδεση η φράση για περισσότερη έμφαση. Η επανάληψη ξανά της βεβαίωσης του προηγούμενου σ. γίνεται ήδη πιο έντονη (g). «Πάλι επιστρέφει στην ανάσταση των ψυχών» (Αυ).
(3) Αναφέρεται στην μετά την ανάσταση του Κυρίου πλήρη ολοκλήρωση της πνευματικής ανάστασης αυτών που αποδέχονται τη διδασκαλία του Κυρίου, με την κάθοδο του αγίου Πνεύματος στην εκκλησία (g).
(4) Ο σιναϊτικός και δύο μικρογράμματοι κώδικες αποσιωπούν το «καὶ νῦν ἐστιν». «Για να μην υποθέσουμε ότι είναι μακριά ο χρόνος, λέει: Και τώρα ήλθε. Δηλαδή τώρα που εγώ είμαι μαζί σας» (Θφ).
«Δεν είπε αυτό για την έσχατη ώρα, όταν με διαταγή, με φωνή αρχαγγέλου και με σάλπιγγα Θεού ο ίδιος ο Κύριος θα κατέβει από τον ουρανό και οι νεκροί με πίστη στο Χριστό θα αναστηθούν πρώτα… Η ώρα εκείνη θα έλθει, αλλά δεν είναι «τώρα»» (Αυ).
(5) Δηλαδή τη φωνή της διδασκαλίας, η οποία παρουσιάζεται ως πρόσκληση που απευθύνεται προς τους νεκρούς δηλαδή τους αμαρτωλούς και καλεί αυτούς στη ζωή (g).
(6) Το άρθρο διαιρεί τους νεκρούς αυτούς σε 2 τάξεις, σε αυτούς που άκουσαν και σε όσους δεν άκουσαν, δηλαδή σε αυτούς που έχουν και εσωτερικά αυτιά, για να ακούσουν και να καταλάβουν και αποδέχονται με την πίστη την διδασκαλία του Κυρίου και σε αυτούς που δεν έχουν τέτοια (g). Αυτοί που άκουσαν τη φωνή εδώ, είναι αυτοί που υπάκουσαν σε αυτήν και πράττουν ό,τι αυτή λέει. Δες την ίδια έκφραση στο ιη 37 (δ).
«Διότι ως προς την ακρόαση του αυτιού, δεν θα ζήσουν όλοι όσοι άκουσαν. Πολλοί πράγματι ακούνε αλλά δεν πιστεύουν· αλλά ακούγοντας και μη πιστεύοντας, δεν υπακούνε· αφού όμως δε υπάκουσαν, δεν ζουν» (Αυ).
Η επιστροφή μιας ψυχής στο Θεό είναι ανάστασή της από το θάνατο στη ζωή. Με τη φωνή του Υιού του Θεού λοιπόν οι ψυχές ανασταίνονται σε πνευματική ζωή. Η ζωοποιός δύναμη του Χριστού μεταδίδεται με το λόγο του, τον οποίο πρέπει να ακούσουμε, να κατανοήσουμε, να δεχτούμε και να πιστέψουμε.
«Είδες αυθεντία εδώ και εξουσία ανείπωτη; Διότι όπως ακριβώς στην ανάσταση, έτσι και τώρα θα γίνει, λέει. Διότι πράγματι τότε, αφού ακούσουμε φωνή που διατάζει, θα αναστηθούμε. «Διότι με διαταγή, λέει, Θεού, οι νεκροί θα αναστηθούν» (Α΄ Θεσ. δ 16)» (Χ).
Ιω. 5 ,26 ὥσπερ γὰρ(1) ὁ πατὴρ ἔχει ζωὴν ἐν ἑαυτῷ(2), οὕτως(3) ἔδωκε καὶ τῷ υἱῷ(4) ζωὴν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ(5)·
Ιω. 5,26 Διότι όπως ο Πατήρ έχει αιωνίως ζωήν μέσα του και είναι η ζωή και η πηγή της ζωής, έτσι έδωκε και στον Υιόν του, που έγινε άνθρωπος, και αυτό το μοναδικόν μέσα εις όλην την άλλην δημιουργίαν προσόν, να έχη ζωήν μέσα του και να μεταδίδη ζωήν στους άλλους.
(1) Στο σ. αυτόν επαναλαμβάνεται η ιδέα του σ. 21, και δηλώνεται πώς ο Υιός ζωοποιεί και αιτιολογείται το «αυτοί που θα ακούσουν θα ζήσουν». Θα ζήσουν, διότι ο Υιός έχει μέσα του ζωή και είναι πηγή ζωής. Ο τόνος λοιπόν σε αυτόν το σ. είναι στο «ἐν ἑαυτῷ», το οποίο και επαναλαμβάνεται με έμφαση (g).
(2) «Δεν έχει αλλού τη ζωή αλλά μέσα στον εαυτό του. Η ζωή του είναι σε Αυτόν, και δεν πηγάζει από κάποιον άλλο σαν να δανειζόταν ζωή ή να γινόταν μέτοχος ζωής… Και οι ψυχές ζουν. Αλλά η ζωή του Θεού είναι αναλλοίωτη, ενώ η ζωή των ψυχών υπόκειται σε μεταβολές. Στο Θεό ούτε αύξηση ούτε μείωση υπάρχει, αλλά είναι πάντοτε ο ίδιος μέσα στον Εαυτό του· όχι αλλιώς τώρα και αλλιώς έπειτα, και αλλιώς προηγουμένως. Αλλά η ζωή της ψυχής είναι υπερβολικά ποικίλη. Ενδέχεται να ζούσε ασύνετα, ζει τώρα συνετά· ενδέχεται να ζούσε στην αδικία, ζει τώρα με δικαιοσύνη· τώρα θυμάται άλλοτε λησμονεί· τώρα μαθαίνει· τώρα δεν μπορεί να μάθει» (Αυ).
Ο Πατέρας δεν είναι μόνο Αυθύπαρκτος, μη εξαρτώμενος ή προερχόμενος από κάποιον άλλον, αλλά είναι και ο μοναδικός και ύψιστος χορηγός ζωής. Έχει μέσα του τον θησαυρό της ζωής και κάθε αγαθού. Το παν από αυτόν πηγάζει και από αυτόν εξαρτάται. Είναι για τα δημιουργήματά του πηγή ζωής και κάθε καλού, ο δημιουργός της ύπαρξής τους και της ευτυχίας τους, ο ζωντανός Θεός και Θεός κάθε ζωής.
(3) «Δείχνει ότι ο Υιός είναι ίσος με τον Πατέρα» (Αυ). Όπως ο Πατέρας είναι η αρχή κάθε ζωής, διότι είναι ο μέγας δημιουργός, έτσι και ο Υιός ως Λυτρωτής είναι η αρχή κάθε πνευματικής ζωής. Είναι αυτός για την εκκλησία του ό,τι είναι και ο Πατέρας για τον κόσμο. «Ένας Θεός, ο Πατέρας, από τον οποίο τα πάντα και εμείς σε αυτόν· και ένας Κύριος Ιησούς Χριστός, μέσω του οποίου τα πάντα και εμείς μέσω αυτού» (Α΄Κορ. η 6). Το βασίλειο της χάριτος και όλη η ζωή αυτού του βασιλείου βρίσκονται στο χέρι του Λυτρωτή, όπως το βασίλειο της Πρόνοιας βρίσκεται στο χέρι του Δημιουργού.
(4) Ή «το έδωσε λέγεται από ταπείνωση και από συγκατάβαση» (Ζ) και πρέπει να το εννοήσουμε όπως αρμόζει στο Θεό αναφορικά με την προαιώνια γέννηση του Λόγου «με σκοπό να δείξει μόνο ότι ο μεν είναι Πατέρας, ο δε Υιός, ενώ σε όλα τα άλλα φανερώνει ότι είναι ίσος και απαράλλακτος με τον Πατέρα» (Σχ). «Διότι δεν θα τα αποδώσεις ως επίκτητα, αλλά ως συνυπάρχοντα από την αρχή, και με την έννοια των εκ φύσεως προσόντων και όχι των εκ χάριτος» (Γ).
«Για αυτό λέει ότι «έδωσε και στον Υιό να έχει ζωή μέσα στον εαυτό του». Ακριβώς σαν να έλεγε. Ο Πατέρας ο οποίος έχει ζωή στον εαυτό του γέννησε τον Υιό για να έχει ζωή στον εαυτό του. Το «έδωσε» πρέπει να εννοηθεί σαν να ήταν «γέννησε»» (Αυ).
Ή, πιο σωστά «ας λεχθεί ότι, το ότι αυτός παίρνει ζωή ή κρίση· ή εξουσία κάθε σάρκας ή δόξα… ή όσα λέγονται, ότι και αυτό είναι γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης» (Γ). Αναφέρεται δηλαδή στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου, το οποίο προσαρμόζεται περισσότερο και σε αυτά που αναφέρονται στον επόμενο στίχο. Δες και Ιω. ιζ 2. «Ότι βέβαια ο Μονογενής είναι από τη φύση του ζωή, και δεν είναι μέτοχος της ζωής από άλλον, και δίνει ζωή έτσι, όπως ακριβώς και ο Πατέρας, νομίζω ότι είναι περιττό να το πω» (Κ).
Εδώ όμως «εξηγώντας αμέσως την αιτία του ότι έχει δεχτεί (από τον Πατέρα), προβάλλει την ανθρώπινη φύση του η οποία δεν έχει τίποτα από μόνη της, λέγοντας «επειδή είναι υιός ανθρώπου»» (Κ). Το γενικότερο νόημα του σ. έχει ως εξής: «Μη θαυμάζετε… εάν ενώ τώρα είμαι σαν εσάς και με βλέπετε ως άνθρωπο, υπόσχομαι ότι θα αναστήσω τους νεκρούς και απειλώ ότι θα τους οδηγήσω σε κρίση. Ο Πατέρας μού έδωσε το να μπορώ να τους ζωογονώ, μου έδωσε το να κρίνω με εξουσία» (Κ).
(5) «Βλέπεις πώς φανερώνει το απαράλλακτο και το ότι μόνο αυτή είναι η διαφορά, ότι δηλαδή ο μεν είναι Πατέρας ενώ ο άλλος Υιός; Διότι η λέξη «έδωσε» μόνο αυτήν την διαίρεση εισάγει, ενώ όλα τα άλλα δείχνει ότι είναι ίσα και απαράλλακτα. Από όπου είναι φανερό ότι όλα τα κάνει με τόση εξουσία και δύναμη, με όση ο Πατέρας και όχι παίρνοντας δύναμη από αλλού. Διότι έτσι έχει ζωή, όπως ακριβώς ο Πατέρας» (Χ).
Ιω. 5,27 καὶ(1) ἐξουσίαν(2) ἔδωκεν αὐτῷ καὶ κρίσιν ποιεῖν(3), ὅτι υἱὸς ἀνθρώπου(4) ἐστί(5).
Ιω. 5,27 Και του έδωκε ακόμη την εξουσίαν να κρίνη και να δικάζη τους ανθρώπους. Διότι αυτός ο μονογενής υιός του έλαβε σάρκα και έγινε άνθρωπος.
(1) «Μίλησε ήδη για την ανάσταση των ψυχών. Απομένει να μιλήσει σαφέστερα για την ανάσταση των σωμάτων. Και έδωσε σε αυτόν εξουσία όχι μόνο να ανασταίνει τις ψυχές μέσω της πίστης και της σοφίας, αλλά ακόμα και να εκτελεί και κρίση» (Αυ).
(2) Είναι η εξουσία που στο Ιω. ιζ 2 και Ματθ. κη 18 καθορίζεται από τον ίδιο τον Κύριο ότι του δόθηκε από τον Πατέρα (β).
(3) Αξιοσημείωτη και η επόμενη: Ο Λυτρωτής μας περιβλήθηκε και με την εξουσία να εκτελεί την κρίση. Δεν έχει μόνο νομοθετική και δικαστική δύναμη, αλλά και εκτελεστική. Η φράση εδώ μπήκε ειδικά για την καταδικαστική κρίση και απόφαση. Ο Χριστός παραδίδει σε όλεθρο τους αμαρτωλούς και αυτός κάνει εκδίκηση με φωτιά φλογισμένη (Β΄ Θεσ. α 8). Και δεν υπάρχει καμία διαφυγή για εκείνους, τους οποίους θα καταδικάσει. Ο όλεθρός τους θα είναι αναπόφευκτος και ανεπανόρθωτος.
(4) «Αλλά γιατί αυτό; (Γιατί έδωσε σε αυτόν εξουσία;) Διότι είναι Υιός ανθρώπου. Διότι αυτός είναι ο Χριστός. Υιός Θεού ταυτόχρονα και Υιός ανθρώπου… Ως Υιός του ανθρώπου πήρε εξουσία να κάνει κρίση. Ποια κρίση; Την κατά τη συντέλεια του κόσμου. Και τότε θα είναι ανάσταση, αλλά ανάσταση σωμάτων. Έτσι λοιπόν ο Θεός ανασταίνει τις ψυχές μέσω του Χριστού, του Υιού του Θεού· αλλά και τα σώματα μέσω του ίδιου Χριστού, του Υιού του ανθρώπου. Έδωσε σε αυτόν εξουσία. Δεν θα είχε την εξουσία αυτή, εάν δεν έπαιρνε αυτήν. Και θα ήταν άνθρωπος χωρίς εξουσία. Αλλά ο ίδιος, ο οποίος είναι Υιός Θεού είναι και Υιός ανθρώπου» (Αυ).
Η έλλειψη του άρθρου προκάλεσε δυσκολίες στους νεώτερους ερμηνευτές, οι οποίοι εισηγήθηκαν διάφορες ερμηνείες. Οι σοβαρότερες είναι οι εξής: Το «υιός ανθρώπου» είναι τίτλος, τον οποίο όχι μόνο οι συνοπτικοί αποδίδουν στον Κύριο, αλλά και στο τέταρτο ευαγγέλιο παρουσιάζεται ο ίδιος ο Κύριος να τον αποδίδει στον εαυτό του (Ιω. α 52,γ 13,στ 27,53 κλπ). Δεν είναι καθόλου παράδοξο λοιπόν προκειμένου για επίσημο τίτλο, εάν αυτός μπήκε άναρθρα. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή θα ερμηνεύσουμε: Δόθηκε σε αυτόν το δικαίωμα να κρίνει, διότι είναι ο Μεσσίας, ο υιός του ανθρώπου, ο οποίος σύμφωνα με τις προφητείες του Ισραήλ (Δανιήλ κεφ. ζ) πρόκειται να έχει και του Κριτή το αξίωμα (β). Και τόσο περισσότερο δικαιολογείται η παράλειψη του άρθρου, διότι το υιός ανθρώπου είναι εδώ κατηγορούμενο, που δηλώνει ιδιότητα μάλλον παρά το πρόσωπο. Σύμφωνα με άλλη ερμηνεία: Αυτός, όντας άνθρωπος, σώζει τους ανθρώπους. Αυτός άνθρωπος δικάζει τους ανθρώπους (b).
Όπως άνθρωπος έπρεπε να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη για την αμαρτία των ανθρώπων, έτσι άνθρωπος πρέπει να είναι και ο κριτής· είτε διότι λόγω της συγγένειάς του με τους κρινόμενους θα αποδώσει δικαιοσύνη ως δοκιμασμένος σε όλα όμοια χωρίς αμαρτία (Lange)· είτε διότι το να δικάζει την ανθρωπότητα είναι τιμή που αποδίδεται στην αγιότητα του Θεού και συνεπώς η τιμή αυτή, για να επανορθώσει πραγματικά την ασεβή ύβρη που με την αμαρτία αποτολμήθηκε, πρέπει να προέρχεται από την ίδια την ανθρωπότητα, η οποία παρασύρθηκε στην προσβολή (g). –Οι γύρω από τον Χρυσόστομο συνδέουν το «ὅτι υἱὸς ἀνθρώπου ἐστί» με το ακόλουθο «μη θαυμάζετε αυτό»= το ότι είναι άνθρωπος, ας μη σας προκαλεί το θαυμασμό. «Μη θαυμάζετε όμως, το ότι είναι υιός ανθρώπου» (Θφ). Η σύνδεση αυτή δεν είναι φυσική.
(5) Ανέθεσε ο Πατέρας όλη την κρίση σε αυτόν για την ταπείνωση και συγκατάβαση, την οποία έδειξε γενόμενος άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι σκουλήκι. Την φύση αυτή πήρε πάνω του ο Λυτρωτής για εκτέλεση των βουλών και σχεδίων της θείας αγάπης. Για ανταμοιβή λοιπόν αυτής της θαυμαστής ταπείνωσης και υπακοής, ο Θεός ύψωσε αυτόν και στη θέση του Κριτή. Επί πλέον ο Πατέρας του ανέθεσε την κυβέρνηση και κρίση των ανθρώπων λόγω της συγγένειάς του προς αυτούς. Έχει την ίδια φύση, την οποία και εκείνοι χάριν των οποίων ως αρχηγός της σωτηρίας τους υψώθηκε στο σταυρό. Επειδή έχει όμως την ίδια φύση είναι και ο μόνος φυσικός Κριτής τους, για τον οποίο κανείς δεν μπορεί βάσιμα να ισχυριστεί ότι υπάρχουν λόγοι για να εξαιρεθεί από δικαστής.
Ιω. 5,28 μὴ θαυμάζετε τοῦτο(1)· ὅτι(2) ἔρχεται ὥρα(3) ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις(4) ἀκούσονται τῆς φωνῆς(5) αὐτοῦ,
Ιω. 5,28 Μη θαυμάζετε δι' αυτό που σας είπα. Θα συμβούν και άλλα πολύ περισσότερον αξιοθαύμαστα, διότι έρχεται ώρα, που όλοι οι νεκροί, οι οποίοι ευρίσκονται θαμμένοι εις τα μνημεία, θα ακούσουν την φωνήν του Θεού.
(1) Μίλησε για μεγάλα και αξιοθαύμαστα από το σ. 21 και εξής. Μεγαλύτερα όμως και πιο αξιοθαύμαστα είναι τα ακόλουθα. Το «αυτό» πρέπει να αναφερθεί στα προηγούμενα. Ο Ιησούς αντιλήφθηκε έκπληξη που προκλήθηκε στη διάνοια των Ιουδαίων (b).
(2) Η σύνδεση με τα προηγούμενα: «Καθοδηγεί… την γεμάτη από άγνοια διάνοια των Ιουδαίων στο να μπορέσει να καταλάβει με σαφήνεια, ότι θα κάνει και μεγαλύτερα θαύματα… και παρουσιάζει μεγαλύτερη και πιο αξιόλογη την ενέργεια για κατάλυση του θανάτου και κατάργηση της φθοράς όλων» (Κ).
Ο Υιός του Θεού θα ενεργήσει πολύ καταπληκτικότερα έργα. Αφού αναστήσει ηθικά και πνευματικά αυτούς που πιστεύουν σε αυτόν ( σ. 24,25), θα αναστήσει έπειτα όλους τους νεκρούς από αιώνων, για να δικάσει αυτούς κατά τα έργα τους (β).
(3) «Ώρα λέει τον καιρό της συντέλειας του κόσμου, αυτόν της παγκόσμιας κρίσης» (Ζ). Για αυτό δεν προσθέτει πάλι εδώ το «και τώρα είναι αυτή η ώρα» όπως στο σ. 25.
(4) «Και οι δίκαιοι και οι άδικοι θα ακούσουν τη φωνή του και θα βγουν… Εδώ τόσο με την αναφορά των τάφων, όσο και με τη φράση «θα βγουν από τα μνημεία» σαφώς καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για την ανάσταση των σωμάτων» (Αυ). Εφόσον λοιπόν με αυτό κυρίως θέλησε να σημάνει του πεθαμένους, «από αυτούς που είναι στους τάφους, φανέρωσε και αυτούς που δεν είναι στους τάφους… και αυτούς δηλαδή που δεν έτυχαν φυσικής ταφής» (Ζ).
(5) Δηλαδή «τη διαταγή που θα φωνάξει τότε ο αρχάγγελος» (Ζ) σύμφωνα με το Α΄Θεσ. δ 16.
Ιω. 5,29 καὶ ἐκπορεύσονται(1) οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες(2) εἰς ἀνάστασιν ζωῆς(3), οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως(3).
Ιω. 5,29 Και θα αναστηθούν και θα βγουν από τα μνημεία• και όσοι μεν κατά την επίγειον ζωήν των έπραξαν τα αγαθά, θα αναστηθούν δια να απολαύσουν την αιωνίαν και μακαρίαν ζωήν. Οσοι όμως έπραξαν τα κακά, θα αναστηθούν, δια να κριθούν και καταδικασθούν.
(1) Από τους τάφους τους. Λέγεται για τους νεκρούς οι οποίοι αποκαθιστάμενοι στη ζωή εγκαταλείπουν τους τάφους τους (G).
(2) «Αυτοί που διέπρεψαν στις αρετές» (Κ).
«Επειδή δηλαδή είπε παραπάνω ότι «αυτός που ακούει το λόγο μου και πιστεύει σε αυτόν που με έστειλε, δεν κρίνεται», για να μη νομίσει κάποιος, ότι αυτό αρκεί για σωτηρία μόνο, πρόσθεσε και τα σχετικά με τον τρόπο ζωής» (Χ). «Δεν δικαιώνει επομένως η πίστη μόνη χωρίς έργα, αλλά πρέπει να συνυπάρχουν και τα έργα, διότι τότε είναι κυρίως πίστη» (Θφ).
Οποιοδήποτε όνομα και αν έχουν οι κρινόμενοι, οποιοδήποτε ένδοξο αξίωμα ή επάγγελμα και αν άσκησαν, τίποτα δεν θα τους ωφελήσει, και μόνο εάν έπραξαν το αγαθό στον επίγειο βίο τους ευαρεστώντας το Θεό και γινόμενοι ωφέλιμοι και ευεργετικοί στους άλλους, μόνο αυτό θα τους δικαιώσει.
(3) Η λέξη ανάσταση συχνά στους Ο΄, αλλά με την έννοια με την οποία και εδώ και στα Β΄Μακ. ζ 14,ιβ 43. Δύο λοιπόν αναστάσεις, οι οποίες αναφέρονται και στο Δανιήλ ιβ 2 (β). Η φράση εις ανάστασιν ζωής=σε ανάσταση, σε ζωή, για να ακολουθήσει σε αυτήν η ζωή (G), σε μία ανάσταση η οποία οδηγεί στη ζωή. Οι δίκαιοι αφού έγιναν κοινωνοί της πνευματικής ζωής ήδη από την παρούσα ζωή, θα εξακολουθούν να έχουν αυτήν τελειοποιημένη και μετά την ανάσταση.
Η φράση εις ανάστασιν κρίσεως= «σε ανάσταση κατάκρισης… στο να κολάζονται παντοτινά» (Ζ). Ο όρος κρίση με την έννοια της έσχατης κρίσης, στην οποία οι αμαρτωλοί θα καταδικαστούν. Ανάσταση κρίσης= Ανάσταση την οποία θα ακολουθήσει η καταδίκη (G). Ή, και απλώς εννοεί την δίκη (= «για να κριθούν και να δώσουν λόγο για όσα έπραξαν»g), αλλά οπωσδήποτε με την έννοια, ότι θα επακολουθήσει καταδίκη.
Ιω. 5,30 (1)οὐ δύναμαι ἐγὼ ποιεῖν(2) ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ(3) οὐδέν. καθὼς ἀκούω(4) κρίνω(5), καὶ ἡ κρίσις(6) ἡ ἐμὴ δικαία ἐστίν· ὅτι οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν(7), ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός(8).
Ιω. 5,30 Εγώ θα είμαι ο κριτής των, αλλά εγώ δεν ημπορώ να πράττω τίποτε από τον εαυτόν μου, το οποίον να μη το θέλη ο Πατήρ. Απόλυτος αρμονία υπάρχει μεταξύ εμού και του Πατρός. Δι' αυτό, καθώς ακούω από τον Πατέρα, κρίνω, και η κρίσις μου είναι πάντοτε δικαία. Διότι εγώ δεν ζητώ να κάμνω το θέλημά μου, αλλά το θέλημα του Πατρός, που με έστειλεν στον κόσμον.
(1) Ο σ. αυτός δεν συνδέεται άμεσα με τον προηγούμενο, όπως φαίνεται από τα ρήματα σε χρόνο ενεστώτα. Δεν μιλά δηλαδή σε αυτόν αποκλειστικά για την δίκαιη κρίση του υπέρτατου κριτή κατά την μέλλουσα κρίση, διότι τότε θα έπρεπε να μιλήσει σε μέλλοντα όπως στο σ. 29. Μάλλον επανέρχεται σε αυτά που ειπώθηκαν στο σ. 19 (g).
(2) «Δηλαδή από εμένα δεν θα δείτε να γίνεται κάτι ή θα ακούσετε να λέγεται κάτι ξένο, παραλλαγμένο, που να μην το θέλει ο Πατέρας» (Χ). «Να κάνω», άρα λοιπόν και να κρίνω.
(3) Χρησιμοποιείται στον Ιωάννη ότι λέγεται από τον Ιησού 16 φορές. Στους συνοπτικούς μόνο στο Ματθ. η 9 και Λουκ. ζ 7,8 λέγεται από τον εκατόνταρχο για τον εαυτό του (β).
(4) Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, αναφέρεται στην θεία φύση του Κυρίου, σχετικά με την προαιώνια ζωή του Λόγου, οπότε θα ερμηνευτεί ως εξής:
«Αποδίδει στον Πατέρα τη δύναμη των δικών του έργων, όχι βέβαια τοποθετώντας τον εαυτό του στη θέση του ανήμπορου, αλλά αποδίδοντας τα πάντα στην ενέργεια της μίας θεότητας… και παρουσιάζει τον εαυτό του με σαφήνεια φιλοπάτορα και ομογνώμονα σε όλα με εκείνον που τον γέννησε» (Κ). Και «μιλά σαν άνθρωπος και εκφράζεται σύμφωνα με την αντίληψη των ακροατών», «αλλά δεν εννοεί διδασκαλία εδώ, διότι δεν είπε, όπως διδάσκομαι, αλλά όπως ακούω· αλλά ούτε επειδή έχει ανάγκη να ακούσει, τα λέει αυτά… αλλά για να φανερώσει την ομόνοια και το απαράλλακτο της κρίσης» (Χ).
«Όπως ακριβώς δηλαδή πιο πάνω το «βλέπω», έτσι και εδώ το «ακούω» πρέπει να το εννοήσουμε, ότι λέγεται από συγκατάβαση μεν, αλλά με τρόπο που πρέπει σε Θεό. Διότι δεν έχει ανάγκη να ακούει, αφού ο Θεός δεν έχει καμία ανάγκη» (Ζ). Φανερώνει «το απαράλλακτο και στα έργα και στα λόγια και στις κρίσεις» (Θφ).
Ή, πιο σωστά, αναφέρεται στον Κύριο που έγινε άνθρωπος, τόσο περισσότερο, όσο γίνεται λόγος και για κρίση, αλλά την κρίση τη μελλοντική θα την κάνει ο Κύριος ως Υιός του ανθρώπου.
«Επειδή λοιπόν έγινε άνθρωπος και πήρε τη μορφή του δούλου… συζητά τώρα με τους Ιουδαίους ως φύλακας του νόμου και άνθρωπος που δεν ξέρει να παραβαίνει τις εντολές που έχουν οριστεί από ψηλά, ούτε ανέχεται να κάνει κάτι από δική του γνώμη, το οποίο δεν συμβαδίζει με το θείο νόμο» (Κ).
«Όταν διαπραγματευόταν για την ανάσταση των ψυχών, δεν είπε Ακούω, αλλά Βλέπω. Διότι το Ακούω αναφέρεται στην παραγγελία του Πατέρα που προστάζει. Τώρα λοιπόν ως άνθρωπος λέει «όπως ακούω κρίνω», του οποίου ο Πατέρας είναι μεγαλύτερος μιας και πήρε ο Υιός μορφή δούλου και δεν τα λέει αυτά με τη μορφή του Θεού» (Αυ).
(5) «Όπως ακούω από τον Πατέρα» (Ζ). «Έτσι κρίνω, σαν να ήταν ο ίδιος ο Πατέρας που κρίνει» (Χ). Πριν πω ή εκφέρω κάποια κρίση, ακούω τη φωνή του Πατέρα και όπως εκείνη μιλά προς εμένα, έτσι και εγώ μιλώ ή κρίνω. Αυτό όμως αποτελεί εγγύηση ότι «και η κρίση η δική μου είναι δίκαιη». Κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει τον Πατέρα, ότι δεν κρίνει δίκαια. Συνεπώς η υπακοή μου προς τον Πατέρα εγγυάται για το ότι και εγώ κρίνω δίκαια (g).
(6) Περιλαμβάνει μεν και τη μέλλουσα κρίση, αλλά έχει και γενικότερη έννοια. «Υπόσχεται ότι θα είναι δίκαιος κριτής όχι μόνο κατά τον καιρό εκείνο, κατά τον οποίο θα γίνει η ανάσταση των νεκρών, αλλά ισχυρίζεται ότι θα κρίνει σωστά και δίκαια και τα πράγματα σε αυτή τη ζωή» (Κ).
(7) Ως άνθρωπος ο Κύριος είχε δικό του θέλημα, ανθρώπινο, όπως φαίνεται άλλωστε αυτό και από τα δικά του λόγια στη Γεθσημανή: «αλλά όχι το θέλημά μου, αλλά το δικό σου να γίνει» (Λουκ. κβ 42, δες Ματθ. κστ 39, Μάρκ. ιδ 36). Το θέλημα όμως αυτό υποτάχτηκε απόλυτα και πλήρως στο θείο θέλημα (g). Η έννοια των λόγων αυτών, είτε τα εφαρμόσουμε στην ανθρώπινη φύση είτε στη θεία, είναι η εξής:
«Δεν υπάρχει σε εμένα θέλημα διαφορετικό και ξεχωριστό από αυτό του Πατέρα, αλλά ό,τι εκείνος θέλει, αυτό και εγώ… Όπως ακριβώς λοιπόν τον Πατέρα κανείς δεν θα μπορούσε να τον κατηγορήσει που κρίνει, έτσι ούτε εμένα» (Χ). Εάν η φράση εφαρμοστεί στη θεία φύση, θα προσθέσουμε: «διότι δεν έχω ξεχωριστό θέλημα… διότι ένα και το ίδιο είναι το θέλημα πατέρα και υιού» (Ζ).
(8) «Διότι αυτός μεν που θέλει να στηρίξει τα δικά του, θα μπορούσε ίσως να υποπτευθεί από πολλούς ότι έτσι φθείρει το δίκαιο. Αυτός όμως που δεν αποβλέπει στα προσωπικά του, ποια αιτία έχει για να μην αποφασίσει δίκαια;» (Χ).
Ιω. 5,31 Ἐὰν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ ἐμαυτοῦ(1), ἡ μαρτυρία μου οὐκ ἔστιν ἀληθής(2).
Ιω. 5,31 Εάν δε εγώ μόνος μου δίδω δια τον ευατόν μου μίαν τέτοιαν μαρτυρία, θα πήτε ίσως ότι η μαρτυρία μου δεν είναι αληθινή και αξιόπιστος.
(1) «Επρόκειτο οι Ιουδαίοι να πουν στο Χριστό: Εάν εσύ μαρτυρείς για τον εαυτό σου η μαρτυρία σου δεν είναι αληθινή. Για αυτό προλαβαίνοντας αυτά, είπε, σαν να έλεγε· Οπωσδήποτε θα μου πείτε ότι δεν σε πιστεύουμε· Διότι κανείς ποτέ που μαρτυρεί για τον εαυτό του δεν είναι αξιόπιστος στους ανθρώπους» (Χ), «διότι τον υποπτεύονται για φιλαυτία» (Ζ).
Η ένσταση και το ακόλουθο επιχείρημα υπαινίσσεται επικρατούσα και στους Ιουδαίους αρχή, σύμφωνα με την οποία «ο άνθρωπος δεν είναι αξιόπιστος για τον εαυτό του» (Mishna, Ketuboth II 9), η οποία ενισχυόταν πολύ περισσότερο από την καθιερωμένη και από το νόμο αρχή (Δευτ. ιθ 15), κατά την οποία πάνω σε δύο ή τρεις μάρτυρες θα σταθεί κάθε λόγος (δες και Β΄ Κορ. ιγ 1,Α΄Τιμ. ε 19)(β).
(2) «Το είπε αυτό όχι σαν δική του γνώμη, αλλά ως κάτι που αυτοί σκέφτονταν να πουν» (Ζ), «δηλαδή, ότι για εσάς δεν είναι αληθινός» (Χ). Για αυτό και πιο κάτω (η 14) διαβεβαιώνει, ότι «και αν εγώ μαρτυρώ για τον εαυτό μου, είναι αληθινή η μαρτυρία μου». Ολοφάνερα λοιπόν αυτό που λέει στον παρόντα σ. «προερχόταν από τη δική τους αντίθεση, ενώ αυτό (στο η 14) ήταν της δικής του γνώμης» (Ζ). Για να ανατρέψει αυτήν την ένσταση «παρέχει τρεις αποδείξεις σαφείς και αναντίρρητες, φέρνοντας μάρτυρες των λεγομένων, τα έργα που γίνονται από αυτόν, τη μαρτυρία του Πατέρα, το κήρυγμα του Ιωάννη» (Χ).
Το «δεν είναι αληθινός» συνυπονοεί μομφή εναντίον της φιλαλήθειας και ακεραιότητας των ανθρώπων. Ασφαλώς μπορούμε μαζί με τον Δαβίδ να επαναλάβουμε το: «Κάθε άνθρωπος είναι ψεύτης», και σε αυτό οφείλεται το αξίωμα, ότι η μαρτυρία του καθενός μας για τον εαυτό του είναι ύποπτη. Η αγάπη, την οποία έχουμε για τον εαυτό μας είναι ισχυρότερη από την αγάπη μας για την αλήθεια. Αλλά το «δεν είναι αληθινή» συνυπονοεί και τιμή προς τον Υιό του Θεού, διότι υπενθυμίζει την άκρα συγκατάβασή του. Παρόλο που αυτός είναι ο «μάρτυρας ο πιστός» και η ίδια η αλήθεια, όμως ευδόκησε να αδειάσει τον εαυτό του και να συγκαταριθμηθεί μαζί με τους υιούς των ανθρώπων δεχόμενος, να αμφισβητείται από αυτούς η μαρτυρία του.
Ιω. 5,32 ἄλλος(1) ἐστὶν ὁ μαρτυρῶν περὶ ἐμοῦ, καὶ οἶδα(2) ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία ἣν μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ(3).
Ιω. 5,32 Ομως άλλος είναι εκείνος που μαρτυρεί δι' εμέ, ο Πατήρ μου ο επουράνιος, και γνωρίζω άριστα και κάλλιστα ότι είναι απολύτως αληθινή η μαρτυρία, την οποίαν μαρτυρεί δι' εμέ.
(1) Οι γύρω από τον Χρυσόστομο θεωρούν ότι ο άλλος εδώ είναι ο Ιωάννης. «Αναφέρει πρώτα την κατώτερη μαρτυρία, αυτήν του Ιωάννη» (Χ).
Ο Κύριλλος όμως διαφορετικά: «Με αυτό υποδηλώνει το Θεό και Πατέρα που βρίσκεται στους ουρανούς, ο οποίος με πολλούς ήδη τρόπους επιβεβαίωσε τη γνησιότητα της ουσίας του Υιού του». Έτσι ερμηνεύει και ο Κυπριανός (Epist. 66,2). Αν λάβουμε υπ’ όψη ότι χρησιμοποιεί εδώ ενεστώτα (μαρτυρῶν= εξακολουθεί και τώρα να μαρτυρεί), ενώ για τη μαρτυρία του Ιωάννου στο σ. 33 χρησιμοποιεί παρακείμενο, και επιπλέον ότι στο σ. 34 και 36 διακηρύττει σαφώς ότι δεν έχει ανάγκη ανθρώπινης μαρτυρίας (ο) μάλλον παρουσιάζεται σωστότερο, ότι εδώ εννοεί ο Κύριος ότι αυτός που μαρτυρεί είναι ο Πατέρας του.
(2) =Έχω μέσα μου την εσωτερική συνείδηση της σχέσης αυτής πατέρα-υιού, για την οποία ο Πατέρας μαρτυρεί (g). Κανείς άλλος δεν μπορούσε να γνωρίζει το αληθινό και βέβαιο αυτής της μαρτυρίας, όσο ο ίδιος ο Κύριος, διότι «εγώ γνωρίζω αυτόν, διότι από αυτόν είμαι» (Ιω. ζ 29)(β). Υπάρχει και η γραφή οίδατε, η οποία προήλθε από την ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία αυτός που μαρτυρεί σύμφωνα με αυτόν τον σ., είναι ο Ιωάννης (g).
(3) Παρόλο που η μαρτυρία του Ιησού για τον εαυτό του ως μαρτυρία σύμφωνη με τη μαρτυρία του Πατέρα του που αντηχούσε στη συνείδησή του, ήταν επαρκής, για τους Ιουδαίους όμως, οι οποίοι θεωρούσαν ότι οι αξιώσεις του ότι είναι Κριτής προέρχονταν από εγωισμό και αλαζονεία, ήταν ανεπαρκής. Οι Ιουδαίοι ζητούσαν εξωτερικές αποδείξεις και ζητούν ο Ιησούς να κατονομάσει τους μάρτυρές του. Αυτό πράττει τώρα και ο Κύριος. Ο Ιωάννης έδωσε μαρτυρία για αυτόν. Τα έργα του ακόμη ήταν ορατοί μάρτυρες της θείας του εξουσίας. Και οι Γραφές της Π.Δ. μαζί με τον Μωϋσή μαρτυρούν για αυτόν. Η συμφωνία των ξεχωριστών αυτών μαρτυριών παρέχει το κριτήριο, με το οποίο η αλήθεια μπορεί να διακριθεί από την πλάνη (χ).
Ιω. 5,33 ὑμεῖς(1) ἀπεστάλκατε πρὸς Ἰωάννην, καὶ μεμαρτύρηκε τῇ ἀληθείᾳ(2)·
Ιω. 5,33 Σας υπενθυμίζω δε, ότι σεις εστείλατε πρεσβείαν στον Ιωάννην τον Βαπτιστήν και εκείνος έχει δώσει βαρυσήμαντον μαρτυρίαν δια την αλήθειαν.
(1) Αντιθέτει αυτούς, που ζητούν μαρτυρία αξιόπιστων ανθρώπων για να πιστέψουν, με τον εαυτό του («Εγώ όμως δεν παίρνω από ανθρώπους τη μαρτυρία»), ο Οποίος έχοντας τη μαρτυρία του Πατέρα, δεν έχει ανάγκη τη μαρτυρία ανθρώπων (g). Επιπλέον με το να μπαίνει μπροστά με έμφαση το «εσείς», τονίζεται, ότι «ο Ιωάννης έδωσε ελεύθερα τη μαρτυρία όχι από μόνος του… αλλά ερωτώμενος από εκείνους» (Κ). «Εσείς στείλατε… και δεν θα στέλνατε, αν δεν τον θεωρούσατε αξιόπιστο» (Χ). «Επομένως δεν μπορείτε να παραγράψετε τη μαρτυρία του» (Ζ).
(2) Δες α 20, 27,29 για τη μαρτυρία του Ιωάννη. Χρησιμοποιεί παρακείμενο, διότι ο Ιωάννης είχε ήδη φυλακιστεί, αν όχι και θανατωθεί, αλλά η μαρτυρία του έμενε ως γεγονός συντελεσμένο (g).=Έχει δώσει μαρτυρία για χάρη, για όφελος της αλήθειας και η μαρτυρία του σώζεται και μένει στη συνείδησή σας (δ).
Ιω. 5,34 ἐγὼ(1) δὲ οὐ παρὰ ἀνθρώπου(2) τὴν μαρτυρίαν λαμβάνω, ἀλλὰ ταῦτα(3) λέγω ἵνα(4) ὑμεῖς σωθῆτε(5).
Ιω. 5,34 Εγώ όμως, που έχω κατ' ευθείαν την μαρτυρίαν του Πατρός, δεν έχω ανάγκην να στηριχθώ εις την μαρτυρίαν ανθρώπου, έστω και αν ο άνθρωπος αυτός είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο μέγας μεταξύ των προφητών. Αλλά σας τα λέγω αυτά και σας υπενθυμίζω την μαρτυρίαν του Ιωάννου, δια να πεισθήτε σεις εις αυτόν, που τον θεωρείτε, και πολύ δικαίως, ως αξιόπιστον, και βρήτε έτσι την σωτηρίαν.
(1) Αντίθετα με εσάς.
(2) «Έστω και αν αυτός είναι ο Ιωάννης» (b). «Δεν απορρίπτονται ως άχρηστα τα λεγόμενα του Ιωάννη, ούτε παρουσιάζει αργό τον μάρτυρα της αλήθειας» (Κ). Άλλωστε «και η μαρτυρία του Ιωάννη ήταν μαρτυρία του Θεού, διότι αφού έμαθε από εκείνον, έλεγε αυτά που έλεγε» (Χ).
Αλλά η εσωτερική πληροφορία και η μαρτυρία, την οποία έδινε ο Πατέρας του άμεσα στο εσωτερικό της συνείδησής του και όσον αφορά την ανθρώπινη φύση του, έκανε για τον Κύριο περιττή τη μαρτυρία οποιουδήποτε άλλου, έστω και απεσταλμένου του Θεού. Διότι η μαρτυρία του Ιωάννη ή οποιουδήποτε απεσταλμένου προερχόταν μεν από έμπνευση θεία, εφόσον όμως περνούσε η έμπνευση αυτή από στόμα ανθρώπινο, μπορούσε να τεθεί υπό αμφισβήτηση (g). «Διότι τη φωνή του ανθρώπου είναι δυνατόν να την παρακούσει κανείς πολλές φορές ως μη αληθινή, ακόμα και αν κάποιος ανήκει τυχόν στους καταταγμένους μεταξύ των αγίων» (Κ).
(3) «Τα σχετικά με τη μαρτυρία του Ιωάννη» (Ζ).
(4) Η φλογερή θέλησή του για τη σωτηρία των ανθρώπων εκφράζεται εδώ (b). Παρόλο που σε εμένα δεν χρειάζεται αυτή η μαρτυρία, όμως την επικαλούμαι για το καλό σας, «επειδή αυτόν περισσότερο προσέξατε και τον θεωρούσατε αξιοπιστότερο όλων και τρέξατε σε εκείνον σαν σε προφήτη» (Χ), «για αυτό υπενθυμίζω τη μαρτυρία του Ιωάννη» (Θφ).
(5) «Να σωθείτε, δίνοντας εμπιστοσύνη σε αυτόν που θεωρείτε αξιόπιστο» (Ζ). «Όλα τα κάνω και τα δέχομαι και τα ανάξια της θεότητάς μου, για να σωθείτε εσείς» (Θφ).
Ιω. 5,35 ἐκεῖνος ἦν ὁ λύχνος(1) ὁ καιόμενος καὶ φαίνων(2), ὑμεῖς δὲ ἠθελήσατε ἀγαλλιαθῆναι(3) πρὸς ὥραν(4) ἐν τῷ φωτὶ(5) αὐτοῦ.
Ιω. 5,35 Εκείνος ήτο απλώς ο λύχνος, που το Πνεύμα το Αγιον τον ήναψε και έτσι εφώτιζε. Σεις δε ηθελήσατε να χαρήτε με το φως της διδασκαλίας του, αλλά δι' ολίγον μόνον χρόνον.
(1) «Δεν ήταν εκείνος το φως» (Ιω. α 8). Ονομάζει αυτόν λυχνάρι σε σχέση με τον Κύριο, «διότι επισκιάστηκε από το υπερβολικό φως του ήλιου της δικαιοσύνης» (Ζ) και δείχνει «ότι ο Ιωάννης δεν είχε το φως από τον εαυτό του, αλλά από τη χάρη του Πνεύματος» (Χ), «και πρόσκαιρο» (Θφ).
«Εκείνος κατείχε τη θέση του λυχναριού, το οποίο, όταν δεν είναι παρών ο ήλιος, εξυπηρετεί την ανάγκη αυτών που είναι στο σκοτάδι, όταν όμως έλθει εκείνος, είναι περιττό αφού δεν βοηθά σε τίποτα» (Θμ). Δες και Β΄Πέτρ. α 19, όπου ο προφητικός λόγος παρομοιάζεται με λυχνάρι που φωτίζει σε σκοτεινό τόπο, έως ότου γλυκοχαράξει η ημέρα (β).
Όχι χωρίς αντίρρηση η γνώμη, σύμφωνα με την οποία «νομίζω ότι ο Θεός μέσω του Δαβίδ προείπε για αυτόν με τη φράση: Ετοίμασες λυχνάρι για τον Χριστό μου» (Ζ). Πολύ περισσότερο η γνώμη του b., κατά την οποία υπαινίσσεται το Σειράχ μη 1 «και σηκώθηκε ο Ηλίας ο προφήτης σαν φωτιά και ο λόγος του καιγόταν σαν λαμπάδα» (β). Ο παρατατικός ἦν υποδηλώνει, ότι η αποστολή του Ιωάννη είχε ήδη λήξει (ο).
(2) =το λυχνάρι που ανάβει και δεν καλύπτεται ώστε να σβήσει, αλλά καίει και φωτίζει. Έχει λοιπόν το φως όχι από τον εαυτό του, αλλά από αυτόν που το άναψε και το τροφοδότησε (ο). Χαρακτηριστικά απαραίτητα, ώστε το λυχνάρι να ανταποκρίνεται στον προορισμό του. Για αυτό πρέπει αυτό να καίει και δεύτερον να διαχέει το φως του ανεμπόδιστα (κ).
«Αυτός που καίγεται από τη φωτιά του θείου πνεύματος και φωτίζει αυτούς που είναι στο σκοτάδι της αμαρτίας» (Ζ). Ήταν ο Ιωάννης λυχνάρι που φώτιζε, διότι το έργο του ήταν να φωτίζει κόσμο που βρισκόταν στο σκοτάδι, πληροφορώντας αυτόν για την έλευση του Μεσσία, σε σχέση με τον οποίο ο Ιωάννης ήταν το αστέρι ο αυγερινός. Ήταν λυχνάρι που έκαιγε και αυτό υποδηλώνει την ειλικρίνεια του Ιωάννη. Κατανάλωνε τον εαυτό του ο Ιωάννης, για να φωτίζει τους γύρω του. Υποδηλώνει ακόμη το ζήλο του και τη θερμότητά του, τα οποία έκαιγαν αυτόν με αγάπη προς το Θεό και προς τις ψυχές των ανθρώπων. Ήταν και φως που έλαμπε ο Ιωάννης. Υποδηλώνει αυτό παραδειγματική συμπεριφορά και αναστροφή, με την οποία το φως μας λάμπει μπροστά στους ανθρώπους. Παρόλο που είχε αποσυρθεί στην έρημο, υπήρξε όμως τέτοια η διδασκαλία του και η ζωή του, ώστε τον έκαναν σεβαστό και επιβλητικό σε ολόκληρο το έθνος.
(3) Λόγια που μαρτυρούν τη δημοτικότητα του Ιωάννη (Μάρκ. α 5,Ματθ. γ 5, ια 7,κα 26) αλλά και το άστατο των Ιουδαίων, οι οποίοι ελκύστηκαν ως ιπτάμενα έντομα γύρω από τη λαμπερή λυχνία (β). Χαρακτηρίζεται άριστα η μάταιη και παιδαριώδης περιέργεια και ο πρόσκαιρος ενθουσιασμός, τα οποία εκδηλώθηκαν από το λαό στην καταπληκτική εμφάνιση του Ιωάννη (g).
«Διότι θαύμαζαν μεν στις αρχές τον άγιο βαπτιστή ως ασκητή, ως φιλόθεο, ως πρότυπο κάθε ευλάβειας» (Κ).
(4) «Δηλαδή για πολύ λίγο καιρό» (Κ). «Αυτό φανερώνει την ευκολία τους και ότι γρήγορα απομακρύνθηκαν από αυτόν» (Χ). «Διότι αν μία και καλή πίστευαν με βεβαιότητα σε εκείνον, αυτός θα τους οδηγούσε γρήγορα στην πίστη στον Κύριο» (Θφ).
(5) «Το φως της διδασκαλίας του» (Ζ). Θέλησαν οι Ιουδαίοι να χαρούν. Θεώρησαν τους εαυτούς τους υπερήφανους, διότι τέτοιος άνδρας φάνηκε μεταξύ τους. Και όπως τα παιδιά στήνουν χορούς κοντά σε φωτιά που άναψε για διασκέδαση, έτσι και αυτοί θέλησαν να χαρούν. Ο ενθουσιασμός τους όμως υπήρξε παροδικός. Και πολύ σύντομα είπαν για αυτόν ότι έχει δαιμόνιο. Αλίμονο! Πολλοί από εκείνους, οι οποίοι φαίνονται να αρέσκονται κατ’ αρχάς στο ευαγγέλιο και επηρεάζονται από αυτό, μετά περιφρονούν και απορρίπτουν αυτό.
Ιω. 5,36 ἐγὼ(1) δέ ἔχω τὴν(2) μαρτυρίαν μείζω τοῦ Ἰωάννου(3)· τὰ γὰρ ἔργα(4) ἃ ἔδωκέ μοι(5) ὁ πατὴρ ἵνα τελειώσω(6) αὐτά, αὐτὰ τὰ ἔργα(7) ἃ ἐγὼ ποιῶ, μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ(8) ὅτι ὁ πατήρ με ἀπέσταλκε.
Ιω. 5,36 Εγώ, που ως άλλος ήλιος είμαι από τον ευατόν μου φως, έχω μαρτυρίαν μεγαλυτέραν από την μαρτυρίαν του Ιωάννου και αυτή είναι τα καταπληκτικά θαύματα, που έδωκε την εξουσίαν εις εμέ τον ενανθρωπήσαντα Υιόν ο Πατήρ, να πραγματοποιήσω στον τέλειον βαθμόν. Αυτά λοιπόν τα έργα, τα οποία εγώ κάμνω, μαρτυρούν δι' εμέ, ότι ο Πατήρ με έχει στείλει στον κόσμον.
(1) Σε αντίθεση με το προηγούμενο «εσείς» (g).
(2) Η προσθήκη του άρθρου τονίζει τη σημασία της λέξης=την απόλυτη μαρτυρία (g).
(3) Ή, μεγαλύτερη από τη μαρτυρία, την οποία ο Ιωάννης έδωσε για εμένα (b)· ή, ταυτίζει τον Ιωάννη με τη μαρτυρία του (g). Τα έργα του Ιησού παρείχαν σοβαρότερη σειρά εξωτερικών μαρτυριών για τη θεία του αποστολή παρά η μαρτυρία του Ιωάννη (χ). Αλλά και η εσωτερική μαρτυρία του Πατέρα του ήταν βεβαιότερη από αυτήν του Ιωάννη.
(4) Κυρίως «η θεραπεία του παραλύτου και τα υπόλοιπα θαύματα» (Ζ). Διότι αυτά γινόμενα ορατά στα μάτια όλων και προκαλώντας την εντύπωσή τους αποτελούσαν καταπληκτική και επίσημη μαρτυρία. Όμως εφόσον στο σ. 20 μιλώντας για έργα, δέχεται αυτά με ευρύτερη έννοια, περιλαμβάνοντας σε αυτά και την ζωοποίηση και κρίση, την οποία από την παρούσα ζωή ως Μεσσίας ενεργεί, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και τα έργα της όλης Μεσσιακής του δράσης και μάλιστα την επιστροφή των αμαρτωλών, την κρίση των απίστων, το όλο ηθικό θαύμα της ζωής του και γενικά το έργο για το οποίο ο Κύριος λέει προς τον Πατέρα του στο ιζ 4 «τελείωσα το έργο το οποίο μου έδωσες να κάνω», επαναλαμβάνοντας τα ίδια λόγια τα οποία και εδώ (ο). Η φράση τα έργα τα οποία εγώ κάνω, περιλαμβάνει την όλη δράση του Λόγου, όταν έγινε σάρκα (τ).
(5) Δηλαδή «μου ανέθεσε ο Πατέρας» (Θφ) μου επέτρεψε και μου έδωσε τη δύναμη· μου ανέθεσε, δίνοντας συγχρόνως σε εμένα και τη δύναμη να τα φέρω σε πέρας (g). Αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου. Μπορεί όμως να αποδοθεί και στη θεία φύση οπότε λέγεται με ανθρωποπαθή τρόπο και θα ερμηνεύσουμε: «δείχνει, ότι δεν κάνει τίποτα αντίθετο με τον Πατέρα» (Χ).
(6) Για να κάνω αυτά μέχρι τέλους (b)· για να συντελέσω αυτά πλήρως. Τα έργα αυτά είναι και τα μέσα με τα οποία ο υιός δοξάζει τον Πατέρα (Ιω. ιζ 4) και προς τα οποία αναφερόμενος θα φωνάξει μια μέρα: Τετέλεσται (τ).
(7) Επανάληψη που ταιριάζει και δίνει έμφαση (b).
(8) «Μαρτυρούν σαν έργα που προέρχονται μόνο από θεία δύναμη· διότι τέτοια δεν μπορούσε να κάνει κάποιος αντίθεος» (Ζ). Η μαρτυρία μέσω αυτών των έργων, ήταν ανώτερη από αυτήν του Ιωάννη, διότι «τα λόγια του Ιωάννη θα μπορούσε κάποιος από αυτούς να πει ότι ήταν αλαζονεία και ότι τα είπε χάριν της φιλίας…, τα έργα όμως δεν μπορούσαν να έχουν αυτήν την υποψία ούτε ακόμη και από τους πλέον μανιακούς» (Χ). «Τα έργα που είναι απαλλαγμένα από κάθε υποψία, βουλώνουν κάθε φιλόνικο στόμα» (Ζ).
Ιω. 5,37 καὶ(1) ὁ πέμψας(2) με πατήρ, αὐτὸς(3) μεμαρτύρηκε(4) περὶ ἐμοῦ. οὔτε φωνὴν αὐτοῦ(5) ἀκηκόατε(6) πώποτε οὔτε εἶδος αὐτοῦ(5) ἑωράκατε(6),
Ιω. 5,37 Και ο Πατήρ, που με έστειλε έχει από πολύ καιρόν μαρτυρήσει δι' εμέ μέσα εις τα βιβλία της Αγίας Γραφής. Αλλά σεις ούτε την φωνήν αυτού έχετέ ποτέ έως τώρα ακούσει ούτε την μορφήν του είδατε.
(1) Ανεξαρτήτως της μαρτυρίας των έργων, και αυτός που με έστειλε έχει μαρτυρήσει. Πρόκειται λοιπόν για νέα μαρτυρία, άλλη από αυτήν που αναφέρεται στο σ. 36 (g). Η μαρτυρία εκείνη με τα έργα είναι μάλλον έμμεση, αυτή για την οποία μιλά εδώ παρουσιάζεται περισσότερο άμεση (β).
(2) Έχει την ίδια έννοια με το «αποστέλλω» του προηγ. σ. Δες και γ 17 (β).
(3) Τονίζει έντονα τον προσωπικό, άρα και άμεσο χαρακτήρα αυτής της μαρτυρίας, η οποία έχει ήδη λάβει χώρα στο παρελθόν (g).
(4) «Και πού μαρτύρησε για αυτόν;». Ή «στον Ιορδάνη» (Χ). Ή, πιο σωστά «στις Γραφές. Και βεβαίως και όταν βαπτιζόταν μαρτύρησε για αυτόν… και όταν πάλι μεταμορφωνόταν. Αλλά όταν βαπτιζόταν μεν, αν και άκουσαν, αμφέβαλλαν, ενώ όταν μεταμορφωνόταν ούτε άκουσαν αυτοί. Για αυτό, προσπερνώντας αυτές τις μαρτυρίες, τους παραπέμπει στις Γραφές, που είχαν πάντοτε στα χέρια τους και ήταν αναντίρρητες» (Ζ).
(5) Τονίζει το αθέατο και γενικά το πάνω από αίσθηση του Θεού, για να τονίσει συγχρόνως, ότι την μαρτυρία, την οποία ο Θεός δίνει για αυτόν, δεν πρέπει να περιμένουν να ακούσουν αυτήν άμεσα, αλλά πρέπει να αναζητήσουν αυτήν στη Γραφή:
«Για να μην απαιτήσουν μαρτυρία του Θεού με την ίδια του τη φωνή και αυτοπροσώπως… ομολογεί και αυτός… ότι στο Θεό δεν υπάρχει ούτε φωνή ούτε μορφή, διότι αυτά μεν ανήκουν στα σώματα, ενώ ο Θεός είναι ασώματη φύση, ή μάλλον υπερσώματη και υπερφυσική» (Ζ).
Αλλά «τις Γραφές που μαρτυρούν για εμένα δεν τις ξέρετε, έστω και αν νομίζετε ότι τις γνωρίζετε και καυχιέστε ότι σας εμπιστεύθηκε ο Θεός τα λόγια του» (Θφ). Με τις εξωτερικές μεν αισθήσεις ο Θεός ούτε ακούγεται ούτε βλέπεται. Βλέπεται και ακούγεται με την καρδιά και η για τον Υιό του μαρτυρία αντηχεί και παραμένει στις καρδιές των πιστών (β). Και οι φράσεις «ακούω τη φωνή» «βλέπω τη μορφή» σημαίνουν γνώση ζωντανή και εσωτερική του Θεού (g). Όλων αυτών ήταν ξένοι οι Ιουδαίοι. Για αυτό σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή η φράση «ούτε φωνήν…» κρύβει και την έννοια της μομφής κατά των Ιουδαίων.
(6) «Και όμως πολλοί πολλές φορές και τη φωνή του άκουσαν και μορφή του είδαν» (Ζ). «Και λέγεται ότι τον είχαν δει και ο Ησαΐας και ο Ιερεμίας και ο Ιεζεκιήλ και άλλοι πολλοί» (Χ). Αλλά όμως στις περιστάσεις αυτές ο Θεός «συμμορφώνεται στις δικές μας ανάγκες και μιλά όμοια με εμάς κατ’ οικονομίαν» (Κ). Αυτοί λοιπόν που άκουσαν και είδαν, άκουσαν και είδαν «φωνή και μορφή όχι όσον αφορά τη φύση του Θεού, αλλά καθ’ ομοίωσιν ανθρώπου» (Ζ). «Διότι η θεία και απόρρητη φύση δεν γίνεται κατά το δυνατόν κατανοητή από εμάς με άλλο τρόπο, παρά μόνο με αυτά που κάνει και εργάζεται» (Κ). «Είναι όμως ανώτερος και από μορφές και από λέξεις» ο Θεός (Χ).
Ιω. 5,38 καὶ τὸν λόγον(1) αὐτοῦ(2) οὐκ ἔχετε μένοντα ἐν ὑμῖν, ὅτι(3) ὃν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος, τούτῳ ὑμεῖς οὐ πιστεύετε(4).
Ιω. 5,38 Και τον λόγον του Θεού, που περιέχεται εις τας Γραφάς δεν τον έχετε δεχθή με όλην σας την καρδιά, ώστε να μένη μέσα σας. Και απόδειξις ότι δεν πιστεύετε εις εκείνον, τον οποίον ο Πατήρ έστειλε στον κόσμον.
(1) «Αυτόν που λέχθηκε μέσω του νόμου και των προφητών» (Ζ). Στον Ιωάννη σημαίνει και την εντολή, ή την αποκάλυψη την οποία ο Θεός έδωσε (δες ι 35).
(2) «Και γιατί λέω αυτά; λέει. Όχι μόνο ούτε φωνή του έχετε ακούσει και ούτε μορφή του έχετε δει, αλλά ούτε και αυτό για το οποίο κατεξοχήν καυχιέστε και για το οποίο κατεξοχήν όλοι είστε σίγουροι» (Χ), «ούτε τον λόγο του δεν έχετε να μένει μέσα σας» (Ζ). Ο λόγος του Θεού δεν έγινε μόνιμο κτήμα σας, δεν έριξε ρίζες στις καρδιές σας, ώστε να αποβεί σωτήριος για τις ψυχές σας (μ).
Ο λόγος του Θεού ήταν ανάμεσά τους, στη χώρα τους, στα χέρια τους, αλλά όχι και μέσα τους, μέσα στις καρδιές τους. Αντηχούσε στα αυτιά τους αλλά δεν κυβερνούσε τις ψυχές τους. Σημείωσε, ότι σε πολλούς έρχεται ο λόγος του Θεού και ακουόμενος από αυτούς προκαλεί σε αυτούς κάποια εντύπωση, δεν μένει όμως σε αυτούς. Για να μείνει ο λόγος μέσα μας πρέπει με πυκνή μελέτη του να ζούμε με αυτόν, να συμβουλευόμαστε αυτόν σε κάθε περίσταση και να συμμορφωνόμαστε με αυτόν.
(3) Το «ότι» είναι αιτιολογικό. «Στηρίζει αυτό που είπε, αποδεικνύοντάς το» (Ζ). Εάν η ζωή τους είχε τραφεί με τον λόγο εκείνον, θα ήταν προετοιμασμένοι να υποδεχτούν εκείνον, για την έλευση του οποίου ο λόγος του Θεού στην Π.Δ. αποτελούσε προετοιμασία (μ).
(4) «Εάν συχνά και πυκνά αυτό λένε οι Γραφές, ότι δηλαδή πρέπει να πιστεύετε σε εμένα, αλλά εσείς δεν πιστεύετε, είναι φανερό ότι και ο λόγος του απομακρύνθηκε από εσάς» (Χ).
Ιω. 5,39 ἐρευνᾶτε(1) τὰς γραφάς(2), ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε(3) ἐν αὐταῖς(4) ζωὴν αἰώνιον ἔχειν· καὶ ἐκεῖναί(5) εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ·
Ιω. 5,39 Λοιπόν, σεις πρέπει να ερευνάτε τας Γραφάς και να συλλαμβάνετε τα βαθύτερα αυτών νοήματα, διότι και σεις οι ίδιοι πιστεύετε ότι με την έρευναν και την πίστιν εις αυτάς θα έχετε ζωήν αιώνιον. Και αυταί ακριβώς αι Γραφαί είναί που μαρτυρούν δι' εμέ.
(1) Σύμφωνα με τους ερμηνευτές γύρω από τον Χρυσόστομο, είναι προστακτική πτώση. «Προστάζει να ερευνούν» (Ζ).
«Διότι δεν είπε· να διαβάζετε τις Γραφές… αλλά τους προστάζει τώρα να σκάβουν με ακρίβεια, για να μπορέσουν να βρουν αυτά που βρίσκονται στο βάθος» (Χ). «Διάβαζαν μεν τις Γραφές» οι Ιουδαίοι, «αλλά δεν τις ερευνούσαν» (Ζ). Ως προστακτική πήρε αυτό και ο Ωριγένης (κατά Κέλσου V 16) και ο Τερτυλλιανός (de Praescript. 8).
Πιο σωστά όμως, είναι οριστική πτώση σύμφωνα με τον Κύριλλο:
«Ας διαβάσουμε λοιπόν, αποβλέποντας στο χρησιμότερο, και αυτό που ακολουθεί σε αυτά που προηγήθηκαν, όχι βέβαια υπό μορφήν προσταγής, αλλά με σύνεση μάλλον και με κόμμα» (Κ). Και για να στηρίξει πιο πολύ την εκδοχή αυτή ο Κύριλλος προσθέτει ότι στο σ. 40 «βάζοντας ενδιάμεσα σύνδεσμο, και εννοώ το «και», το ενώνει με το «δεν θέλετε να έρθετε σε εμένα». Είναι φανερό λοιπόν ότι δηλώνει κάτι άλλο, συγγενικό βέβαια με αυτά που έχουν λεχθεί».
Εάν δεχτούμε ότι το ρήμα εκφέρεται σε οριστική, η έννοια του ερευνώ είναι διαφορετική από εκείνη, με την οποία αποδίδεται από τον Χρυσόστομο· και είναι μάλλον κακή και σημαίνει τον Ραββινικό τρόπο της εξέτασης των γραφών=Εξετάζετε τις συλλαβές, τις λέξεις· μετράτε τα γράμματα, χωρίς όμως να ενδιαφέρεστε να εισδύσετε στο νόημά τους (g, β).
«Επειδή δηλαδή είδε αυτούς να τρέχουν πάντοτε στα συγγράμματα του Μωϋσή και να συλλέγουν από αυτά με τρόπο απαίδευτο τις αφορμές των αντιρρήσεων, και να μη ζητούν τίποτα άλλο… αποδεικνύει σε αυτούς άχρηστο και ανώφελο τον κόπο της έρευνάς τους για αυτά» (Κ).
Διαβάζετε το νόμο κάθε μέρα στις συναγωγές σας, έχετε ραββίνους και διδασκάλους και γραμματείς, οι οποίοι έργο έχουν να σπουδάζουν τις Γραφές, αλλά η έρευνά σας αυτή ελατήριο έχει τη δική σας δόξα. Σημείωσε, ότι είναι δυνατόν οι άνθρωποι να είναι επιμελείς ερευνητές του γράμματος της Γραφής, συγχρόνως όμως να είναι ξένοι με το πνεύμα και τη δύναμή της.
(2) «Τις νομικές και προφητικές» (Ζ). Στον πληθυντικό λέγεται για όλο τον κανόνα της Π.Δ. (Ματθ. κα 42,Λουκ. κδ 27), στον ενικό όμως λέγεται σε σχέση με ορισμένο χωρίο της Γραφής.
(3) «Νομίζετε μεν ότι έχετε, αλλά δεν έχετε» (Ζ), «περιμένετε ότι θα σωθείτε από μόνη την ανάγνωση… και καυχιέστε μόνο για τη σκέτη ανάγνωση» (Χ).
(4) = «Απλώς και μόνο από το γεγονός, ότι ερευνάτε αυτές νομίζετε ότι θα έχετε ζωή αιώνια» (b).
(5) Με έμφαση= Ε! λοιπόν αυτές, τις οποίες ερευνάτε, αυτές μαρτυρούν για μένα (g). Οι Γραφές μαρτυρούν για το Χριστό και μέσω αυτών ο Θεός δίνει μαρτυρία για αυτόν. Πρέπει λοιπόν να ερευνούμε τις Γραφές, διότι με την έρευνα αυτή θα πετύχουμε ζωή αιώνια. «Αυτή η ζωή βρίσκεται στον υιό του. και αυτός που έχει τον υιό έχει ζωή αιώνια» (Α΄Ιω. ε 11). Ο Χριστός είναι ο θησαυρός και το πολύτιμο μαργαριτάρι που είναι κρυμμένο στον αγρό. Είναι το νερό, που υπάρχει στα βαθιά πηγάδια των Γραφών, το Γάλα που ρέει από τους κόλπους τους.
Ιω. 5,40 καὶ(1) οὐ θέλετε ἐλθεῖν(2) πρός με ἵνα(3) ζωὴν(4) ἔχητε.
Ιω. 5,40 Αλλά σεις, παρ' όλα όσα λέγουν αι Γραφαί, δεν θέλετε να έλθετε με πίστιν προς εμέ, δια να έχετε ζωήν αιώνιον.
(1) Συχνά στον Ιωάννη βρίσκεται με έννοια αντιθετική. Αντιθέτει την απιστία τους με την έρευνα των Γραφών= Μολονότι ερευνάτε τις γραφές, όμως… (g,ο).
(2) «Σύμφωνα με ό,τι ζητά η μαρτυρία των γραφών σχετικά με εμένα» (b). Η αποξένωσή τους από το Χριστό υπήρξε σφάλμα όχι μόνο της διάνοιας, όσο της θέλησης. Ο Χριστός τους πρόσφερε τη ζωή και αυτοί δεν θέλησαν να την πάρουν. «Δεν είπε ότι δεν μπορείτε να έλθετε, αλλά ότι δεν θέλετε να έλθετε» (Θφ).
(3) Το αποτέλεσμα αυτής της προσέλευσης (ο).
(4) «Ζωή αιώνια δηλαδή» (Ζ), όπως φαίνεται και από τον προηγούμενο σ. Από το Χριστό θα λάβουμε τη ζωή της άφεσης και της χάρης, της παρηγοριάς και της δόξας. Η ζωή αυτή είναι η τελειοποίηση της ύπαρξής μας και περιλαμβάνει την ευτυχία και μακαριότητά μας. Όσοι λοιπόν ποθούν αυτή τη ζωή, πρέπει να έλθουν στο Χριστό, πιστεύοντας σε αυτόν, κατανοώντας τη διδασκαλία του και κάνοντάς την δική τους, ώστε η θέλησή τους και η όλη ζωή τους να διέπεται από το Χριστό και το θέλημά του.
Ιω. 5,41 (1)δόξαν(2) παρὰ ἀνθρώπων οὐ λαμβάνω(3)·
Ιω. 5,41 Εγώ δεν ζητώ να λάβω δόξαν εκ μέρους των ανθρώπων,
(1) Στους σ. 41-44 εκθέτει την αιτία της εναντίον του αντιπάθειας των Ιουδαίων, ενώ στους σ. 45-47 τις ολέθριες συνέπειες της απιστίας τους (g).
(2) «Επειδή ήταν λογικό πολλοί να υποπτευθούν ότι έλεγε αυτά από αγάπη για τη δόξα… προσθέτει, ότι «δεν παίρνω δόξα από ανθρώπους»» (Χ). Δηλαδή «δεν καλώ να γίνουν μαθητές μου αυτοί που με ακούνε, ούτε κυνηγάω τις δικές σας ή των άλλων τις τιμές» (Κ). Εάν σας ελέγχω, διότι δεν έρχεστε προς εμένα, αυτό δεν προέρχεται από πληγωμένο εγωισμό, επειδή δηλαδή δεν δέχεστε τις αξιώσεις μου και δεν με τιμάτε (β).
(3) «Δηλαδή δεν έχω ανάγκη» (Χ), «δεν την αγαπώ, επειδή δεν την χρειάζομαι· διότι ούτε ο ήλιος χρειάζεται λυχνάρι φωτός» (Ζ), δεν επιδιώκω. Δεν επιζήτησε ποτέ τις επευφημίες των ανθρώπων. Και απέφυγε πάντοτε τις κοσμικές πομπές και επιδείξεις, με τις οποίες περίμεναν οι σαρκικοί Ιουδαίοι να εμφανιστεί ο Μεσσίας. Μάλωνε αυτούς που θεράπευε για να μην γνωστοποιούν αυτόν που τους θεράπευσε και έφυγε μακριά από εκείνους, οι οποίοι ήθελαν να τον ανακηρύξουν βασιλιά. Δεν χρειαζόταν άλλωστε τις επιδοκιμασίες και τα χειροκροτήματα των ανθρώπων. Τι θα πρόσθεταν αυτά στη δόξα του; Οι άγγελοι όλοι τον λατρεύουν. Αλλά εξάλλου δεν αρέσκεται στη δόξα αυτή παρά μόνο εφόσον είναι σύμφωνη με το θέλημα και τη δόξα του Πατέρα του και οδηγεί στη μακαριότητα εκείνους, οι οποίοι τον τιμούν, για να πάρουν από αυτόν μεγαλύτερη τιμή.
Ιω. 5,42 ἀλλ᾿ ἔγνωκα ὑμᾶς(1) ὅτι τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ(2) οὐκ ἔχετε ἐν ἑαυτοῖς(3).
Ιω. 5,42 Αλλά σας εγνώρισα πολύ καλά και είδα ότι δεν έχετε μέσα σας την αληθινήν αγάπην προς τον Θεόν.
(1) Σας γνώρισα καλά από την προσωπική πείρα, την οποία έχω από την συναναστροφή μαζί σας (β) σας μελέτησα, σας ψυχολόγησα και έτσι σας έχω γνωρίσει (g). Ή, με τις φωτεινές εκείνες ακτίνες, με τις οποίες εισχωρεί στις καρδιές των ακροατών του (b). Ο Χριστός γνωρίζει τους ανθρώπους περισσότερο από όσο τους γνωρίζουν οι πλησιέστατοι σε αυτούς. Ο λαός νόμιζε, ότι οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι ήταν ευσεβέστατοι και αγιότατοι. Αλλά ο Χριστός γνώριζε, ότι δεν είχαν ούτε ελάχιστη αγάπη προς το Θεό. Ο Χριστός γνωρίζει τους ανθρώπους καλύτερα από όσο οι ίδιοι γνωρίζουν τους εαυτούς τους. Οι Ιουδαίοι αυτοί, για τους οποίους μιλά ο Χριστός, είχαν υψηλή ιδέα για τον εαυτό τους. Αλλά ο Χριστός γνώριζε πόσο διεφθαρμένο ήταν το εσωτερικό τους. Είναι δυνατόν να εξαπατούμε τους εαυτούς μας, ουδέποτε όμως εξαπατάται και Εκείνος.
(2) Την αγάπη προς το Θεό. «Αφού είστε έρημοι από την αγάπη προς το Θεό, πώς είναι δυνατόν να έρθετε κοντά σε εμένα τον Μονογενή Θεό που γεννήθηκα από το Θεό;» (Κ). «Θα έπρεπε να τρέξετε προς εμένα, εάν βεβαίως αγαπάγατε το Θεό. Αλλά δεν τον αγαπάτε» (Χ). «Μάταια καυχιέστε ότι με αποστρέφεστε επειδή αγαπάτε το Θεό. Διότι επειδή το κάνετε αυτό από φθόνο, επιχειρείτε να τον αποκρύψετε» (Ζ). Τα ελατήρια, από τα οποία κινείστε, είναι ιδιοτελή και εγωιστικά.
(3) Όχι απλώς στα χείλη αλλά στην καρδιά (g). Ισχυρίζονταν, ότι είχαν μεγάλη αγάπη προς το Θεό και φαντάζονταν, ότι έδειχναν αυτήν με το ζήλο τους για το νόμο, για το ναό και για το Σάββατο. Και όμως στερούνταν τελείως αυτής της αγάπης. Πολλοί φαίνονται ζηλωτές και όμως στην πραγματικότητα αποδεικνύονται ότι δεν έχουν αγάπη προς το Θεό. Όταν όμως κάποιος δεν έχει αγάπη προς το Θεό, ασφαλώς, παραμένει μακριά και από το Χριστό, ο οποίος είναι η ζωντανή και απαράλλακτη Εικόνα του Θεού και μέσω του οποίου οδηγούμαστε προς το Θεό και αποκτούμε πάλι την αγάπη και τη χάρη του Θεού. Σημείωσε ακόμη ότι η αγάπη προς το Θεό εδρεύει στην καρδιά ως ζωντανή και ενεργητική αρχή σε αυτήν· «Μέσα σας». Αυτήν και μόνη την αγάπη δέχεται ο Θεός, διότι και η δική του αγάπη «μέσα στις καρδιές μας έχει χυθεί μέσω του Αγίου Πνεύματος που μας δόθηκε» (Ρωμ. ε 5).
Ιω. 5,43 (1)ἐγὼ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου(2), καὶ(3) οὐ λαμβάνετέ με(4)· ἐὰν ἄλλος ἔλθῃ(5) ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ(6), ἐκεῖνον(7) λήψεσθε.
Ιω. 5,43 Και τούτο μαρτυρείται από το γεγονός ότι ενώ εγώ έχω έλθει εξ ονόματος του Πατρός μου, σεις εν τούτοις δεν με δέχεσθε και δεν πιστεύετε εις την θείαν μου αποστολήν και διδασκαλίαν. Εάν όμως έλθη κανένας ψευδομεσσίας, που θα κινήται από ιδιοτέλειαν και προσωπικήν φιλοδοξίαν, εκείνον θα τον δεχθήτε διότι θα κολακεύη τας αδυναμίας σας.
(1) Στο στίχο αυτό παρουσιάζεται το θλιβερό αποτέλεσμα, το οποίο ήλθε στους Ιουδαίους λόγω του ότι οι καρδιές τους ήταν κενές από την αγάπη προς το Θεό. «Ότι δεν διαψεύδομαι όταν λέω ότι είστε έρημοι από την αγάπη προς το Θεό, θα σας το παραστήσω με ένα πράγμα» (Κ).
(2) «Αφού στάλθηκα από τον Πατέρα μου» (Ζ), και «έχω έλθει σύμφωνα με τη θέληση εκείνου» (Χ), και «σας προτρέπω να επιδιώκετε να κάνετε τα πάντα προς δόξα του Θεού και Πατέρα» (Κ).
(3) Αντιθετικός σύνδεσμος=Και όμως· και μ’ όλα αυτά.
(4) Δεν πιστεύετε στη θεία αποστολή μου. «Επειδή ακριβώς σας ανεβάζω προς το Θεό, και δεν σας υπόσχομαι τίποτα το ένδοξο στη ζωή, αποφεύγετε τη δυσκολία των λόγων μου» (Θμ).
(5) Ή, «τον αντίχριστο υπαινίσσεται εδώ» (Χ), «ο οποίος θα έλθει στο δικό του όνομα» (Ζ), «και δεν αναθέτει στο Θεό και Πατέρα τη δόξα και απαιτεί την πίστη από εμάς, αλλά αγωνίζεται για το δικό του όνομα» (Κ).
Ή, πιο σωστά, λέγεται γενικά για τους ψευδομεσσίες σύμφωνα με τα Ματθ. κδ 5,24,Μάρκ. ιγ 6,22 («πολλοί θα έλθουν χρησιμοποιώντας το όνομά μου λέγοντας ότι εγώ είμαι και θα πλανήσουν πολλούς»). Αποτελεί ένα από τα λίγα χωρία, στα οποία ο Ιωάννης αναφέρει λόγια του Κυρίου σχετικά με αυτά που διασώθηκαν και από τους Συνοπτικούς και αποτελούν προφητείες για αυτά που θα συμβούν στις έσχατες ημέρες. Η ιστορία επιβεβαίωσε την προφητεία αυτή του Κυρίου, διότι μιλά για 64 ψευδομεσσίες, οι οποίοι από τότε μέχρι τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν στο Ισραήλ και πέτυχαν να προσελκύσουν οπαδούς. Η γενικότητα με την οποία εκφέρονται από τον Κύριο αυτά τα λόγια, αποκλείει, ότι λέχθηκαν αποκλειστικά σε σχέση με τον Βαρκοχέβα, όπως θέλησαν να υποστηρίξουν κάποιοι από τους νεώτερους, στη βιασύνη τού να βρουν επιχείρημα για τη συγγραφή του κατά Ιωάννην κατά τον δεύτερο αιώνα (g).
(6) Δεν σημαίνει ότι οι αυτόκλητοι Μεσσίες για τους οποίους γίνεται λόγος, δεν θα εμφανίζονταν και αυτοί ότι στάλθηκαν από το Θεό, αλλά ότι στην αξίωσή τους αυτή δεν θα ανταποκρίνονταν τα έργα τους… επειδή θα επεδίωκαν το δικό τους συμφέρον και τη δόξα τους (κ).
(7) «Εκείνος, επειδή ακριβώς παρουσιάζει όλη του τη δόξα σε αυτήν τη ζωή και υπόσχεται σε όσους τον πιστεύουν πολλή εδώ στη γη άνεση και επισημότητα, από επιθυμία της παρούσας δόξας θα τρέξετε σε αυτόν» (Θμ).
Όσοι έρχονται στο δικό τους όνομα είναι ψευδοπροφήτες, δεν έχουν αποστολή από το Θεό, αλλά δουλεύουν μόνο στα δικά τους συμφέροντα και το δικό τους εγώ. Παραχωρεί όμως ο Θεός να αποπλανώνται από τους ψευδοπροφήτες όλοι όσοι «δεν δέχτηκαν την αγάπη της αλήθειας ώστε να σωθούν» (Β΄Θεσ. β 10,11). Οι πλάνες του αντιχρίστου είναι η δίκαιη τιμωρία εκείνων, οι οποίοι δεν υπακούουν στη διδασκαλία του Χριστού. Εκείνοι, οι οποίοι κλείνουν τα μάτια στο φως της αλήθειας, πλανώνται ασταμάτητα από ψεύτικα φώτα και παρασύρονται πίσω από κάθε είδους ολέθρια φωτιά. Αποτελεί χονδροειδή πλάνη πολλών το να απωθούν παλαιές και δοκιμασμένες αλήθειες, την ώρα που τους αρέσουν καινοφανείς θεωρίες υφασμένες με το ψεύδος και την πλάνη. Όταν οι Ιουδαίοι απέρριψαν το Χριστό και το ευαγγέλιό του, παρασύρονταν συνεχώς από ψευδόχριστους και ψευδοπροφήτες, πράγμα το οποίο προκαλούσε τις στάσεις και εξεγέρσεις εκείνες, οι οποίες επέσπευσαν την καταστροφή τους.
Ιω. 5,44 πῶς δύνασθε(1) ὑμεῖς(2) πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ ἀλλήλων(3) λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ(4) οὐ ζητεῖτε;
Ιω. 5,44 Και πως είναι δυνατόν να πιστέψετε εις την αλήθειαν σεις, οι οποίοι επιδιώκετε να παίρνετε δόξαν και τιμήν ο ένας από τον άλλον και δεν ζητείτε την αληθινήν δόξαν, η οποία προέρχεται από τον έναν και μόνον Θεόν;
(1) Τους κατηγορεί όχι για φυσική αλλά για ηθική αδυναμία, για την οποία και ήταν υπεύθυνοι. «Αναφέρει την αιτία της απιστίας τους» (Χ). Η αιτία λοιπόν αυτή συνίσταται στο ότι οι Φαρισαίοι και οι άπιστοι Ιουδαίοι ήταν κυριευμένοι από την επιθυμία της ανθρώπινης δόξας.
«Ελέγχει τους Φαρισαίους που επιδίωκαν την εξουσία και είχαν περί πολλού τις τιμές των ανθρώπων… Είναι λοιπόν φυσικό, σαν από ανάγκη, να συμβαίνει σε εκείνους που κυνηγούν τις τιμές από τους ανθρώπους, το να πέφτουν από την ουράνια δόξα» (Κ). Τα εμπόδια για να πιστέψουμε, προέρχονται από τους εαυτούς μας και από τη δική μας διαφθορά. Εμείς οι ίδιοι κάνουμε το έργο της πίστης βαρύ και δύσκολο στους εαυτούς μας και παραπονιόμαστε έπειτα, ότι αυτό είναι ανεφάρμοστο.
(2) Με έμφαση=Άνθρωποι τέτοιοι, όπως είστε εσείς (g).
(3) «Εφόσον οι μεν άρχοντες επιδιώκετε την δόξα από τους λαούς, οι δε λαοί αγαπάτε την τιμή από τους άρχοντες, απομακρύνεστε από την πίστη σε εμένα» (Απ).
«Και από αυτό δείχνει πάλι ότι δεν φρόντιζαν για τα του Θεού, αλλά με ένα τέτοιο πρόσχημα ήθελαν να εκπληρώσουν το προσωπικό τους πάθος· διότι πράγματι τόσο πολύ απείχαν από το να κάνουν αυτά για τη δική του δόξα, αφού προτιμούσαν μάλλον τη δόξα των ανθρώπων παρά την εκείνου» (Χ).
Η ρίζα της πνευματικής αυτής πτώσης ήταν, όπως πάντοτε, η υπερηφάνεια. Ο καθένας τους επιζητούσε να είναι καλός Φαρισαίος ή καλός Σαδδουκαίος για να επαινείται από αυτούς που ανήκαν στην ίδια μερίδα. Τα μάτια τους ήταν στραμμένα προς τους πλησίον τους, των οποίων επεδίωκαν την επιδοκιμασία (τ). Ο ευαγγελιστής μιλά και για τη γενική εκείνη προτίμηση, την οποία εκδηλώνουν οι άνθρωποι, όταν ακολουθούν εκείνους, των οποίων τις αβάσιμες αξιώσεις αποδέχονται και υιοθετούν, επειδή ανταποκρίνονται ζωηρά στις δικές τους επιθυμίες (χ).
(4) Ο βατικανός κώδικας και δύο μικρογράμματοι αποσιωπούν το: Θεού. «Πάλι ονομάζει το Θεό «μόνο», αντιδιαστέλλοντάς τον με τους θεούς των εθνών» (Κ). Δεν θα ερμηνεύσουμε λοιπόν· «δόξα από μόνον το Θεό», αλλά «δόξα από τον μόνο Θεό». Και μολονότι εδώ δεν τονίζει κυρίως ο Χριστός το ενιαίο του Θεού, αλλά το ότι η μόνη πηγή αληθινής δόξας είναι ο Θεός σύμφωνα με το η 54, παρ’ όλα αυτά και πάλι η απόδοση της έννοιας του χωρίου ευοδώνεται= Ο Θεός είναι το μόνο Ον, από το οποίο πρέπει να ζητά κάποιος δόξα (ο).
Αληθινή δόξα είναι μόνο εκείνη, η οποία προέρχεται από το Θεό, διότι αυτή είναι δόξα διαρκής και πραγματική. Και εκείνοι μόνοι είναι άξιοι τιμής και δόξας, τους οποίους ο Θεός εκλέγει και δέχεται σε κοινωνία και διαθήκη μαζί του. Την δόξα λοιπόν αυτή κληρονομούν όλοι οι άγιοι, όλοι που πιστεύουν στο Χριστό και υποτάσσονται σε αυτόν. Σε όλους αυτούς ανεξαιρέτως παρέχει ο Θεός τη δόξα του. Διότι δεν είναι προσωπολήπτης, αλλά θα δώσει δόξα παντού όπου παρέχει ήδη χάρη. Αυτοί όμως που δεν έρχονται στο Χριστό, αλλά επιδιώκουν την κοσμική δόξα, αποδεικνύονται ότι δεν ζητούν την από το Θεό δόξα και αυτό αποτελεί παραφροσύνη που οδηγεί στον όλεθρο.
Ιω. 5,45 μὴ δοκεῖτε(1) ὅτι ἐγὼ(2) κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν πατέρα· ἔστιν(3) ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Μωϋσῆς(4), εἰς ὃν(5) ὑμεῖς ἠλπίκατε(6).
Ιω. 5,45 Μη νομίζετε ότι εγώ θα σας κατηγορήσω στον Πατέρα. Υπάρχει άλλος που σας κατηγορεί και αυτός είναι ο Μωϋσής, στον οποίον σεις έχετε στηρίξει τας ελπίδας σας.
(1) Το ρήμα αυτό στον Ιωάννη λέγεται πάντα για γνώμη πλανεμένη. Δες και στ 39 (β).
(2) Ιδιαιτέρως και μόνον εγώ, σαν ο Μωϋσής να ήταν στο πλευρό σας. Εγώ είμαι λυτρωτής (b)· δεν ήλθα, για να κατακρίνω τον κόσμο. Δεν θέλει εδώ να αρνηθεί, ότι αυτός θα είναι ο Κριτής. Αλλά «συλλαμβάνει αυτούς παντού από τα δικά τους» και βεβαιώνει ότι δεν υπάρχει ανάγκη «άλλου κατηγόρου, αλλά θα επαρκέσει μόνο (ο Μωϋσής) και ο νόμος που δόθηκε από αυτόν… και με αυτά που δείχνουν ανυπακοή σε αυτόν θα βρεθούν εύλογα στην ανάγκη να κατηγορηθούν, έστω και αν σιωπήσει η φωνή εκείνου που κρίνει, δηλαδή του Χριστού» (Κ). Με άλλα λόγια το κύριο νόημα του στίχου θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: Είμαι μεν ο Κριτής του κόσμου, προκειμένου όμως για εσάς, κατήγορός σας θα είναι ο Μωϋσής και εάν εγώ σιγήσω. «Πριν από εμένα υβρίζετε τον Μωϋσή, με όσα κάνετε εναντίον μου· διότι περισσότερο απιστήσατε στον Μωϋσή παρά σε εμένα» (Χ).
(3) Το «ἔστιν» αναδεικνύει έντονα τον κατήγορο.
(4) «Στέκεται εναντίον σας γραπτή κατηγορία ο νόμος του Μωϋσή, ο οποίος θα σας κατηγορήσει επειδή απιστείται από εσάς» (αμ).
(5) «Σαν σε οδηγό του λαού και προστάτη και μεσίτη για τα σχετικά με το Θεό» (Ζ).
(6) Παρακείμενος, για να δηλωθεί, ότι η ελπίδα αφού άρχισε από το παρελθόν εξακολουθεί και τώρα να υφίσταται. Με εθνική υπερηφάνεια τόνιζαν, ότι ήταν του Μωϋσή μαθητές (θ 28, δες και ζ 19), και ότι μέσω του Μωϋσή είχε δοθεί σε αυτούς ο νόμος για το Σάββατο, από τη δήθεν παράβαση του οποίου προκλήθηκε η συζήτηση αυτή (β).
Αλλά ο Κύριος «δείχνει ότι απιστούν» αυτοί στο Μωϋσή «και πάντα τους γυρνά κατακέφαλα, αυτά ακριβώς που νόμιζαν ότι πρόβαλλαν υπέρ του εαυτού τους. Τόσο πολύ δηλαδή απέχω, λέει, από το να σας απομακρύνω από το νόμο, ώστε να καλώ ως κατήγορό σας και τον ίδιο τον νομοθέτη» (Χ).
Σε εξωτερικά προνόμια και πλεονεκτήματα στηρίζονται συνήθως εκείνοι, οι οποίοι απορρίπτουν το Χριστό και τη χάρη του. Οι Ιουδαίοι στήριζαν την ελπίδα και πεποίθησή τους στο Μωϋσή και φαντάζονταν, ότι επειδή είχαν τους νόμους του και τις εντολές του θα σώζονταν. Αλλά όλοι εκείνοι οι οποίοι στηρίζουν την πεποίθησή τους σε τέτοια προνόμια, έστω και αν τους τα έφερε η αγαθή πρόνοια του Θεού, και δεν φροντίζουν πώς να επωφεληθούν από αυτά με συνεργασία διάθεσης και θέλησης πρόθυμης και αγαθής, όχι μόνο θα διαψευστούν στις ελπίδες τους, αλλά και τα προνόμια αυτά θα είναι μάρτυρες που θα τους κατηγορούν.
Ιω. 5,46 (1)εἰ γὰρ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, ἐπιστεύετε ἂν ἐμοί· περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν(2).
Ιω. 5,46 Διότι εάν επιστεύατε στον Μωϋσέα, θα επιστεύατε και εις εμέ• Επειδή εκείνος πολλά έγραψε και προεικόνισε και προδιετύπωσε δι' εμέ.
(1) Οι σ. 46,47, αποδεικνύουν τη θέση του σ. 45. Η έννοιά τους είναι η εξής: Κάθε αληθινός Ιουδαίος βρίσκεται και στο δρόμο, ο οποίος θα τον οδηγήσει στην πίστη στο Χριστό. Κάθε Ιουδαίος που δεν πιστεύει στον Μωϋσή, ούτε στα λόγια του Χριστού θα πιστέψει. Το να αποδέχεται κάποιος ή να απωθεί την αποκάλυψη της σωτηρίας στο πρώτο της στάδιο, συνυπονοεί και αποδοχή ή απόρριψή της και στην τέλειά της μορφή (g). Οι Ιουδαίοι καυχιόντουσαν για τον Μωϋσή και στηρίζονταν με πεποίθηση στο όνομά του, αλλά δεν εγκολπώνονταν την διδασκαλία του στην αληθινή της έννοια. Δεν κατανοούσαν σωστά ούτε έδιναν εμπιστοσύνη σε εκείνα, τα οποία περιέχονταν στα συγγράμματα του Μωϋσή για τον Μεσσία.
(2) «Εγώ σκιαγραφούμαι στα βιβλία εκείνου» (Κ). Ή, ο Κύριος αναφέρεται στο Δευτερ. ιη 18-19. Ή, πιο σωστά. Δεν υπάρχει μέρος στα συγγράμματά του, όπου (ο Μωϋσής) να μην έγραψε (b). Στο γ 14 μνημονεύεται το χάλκινο φίδι ως τύπος του Χριστού και στο η 56 γίνεται λόγος για την πρόβλεψη του Αβραάμ. Αλλά και το γενικότερο πνεύμα του νόμου οδηγούσε στο Χριστό, τόσο με τις προεικονίσεις και τους διάφορους τύπους, όσο και με τη διέγερση του συναισθήματος της βαριάς ενοχής και του από αυτήν τρεφομένου πόθου για σωτηρία (g,β).
Η κατάκριση και καταδίκη της αμαρτίας, τα οποία είναι έργα του νόμου, συνοδεύονται στο νόμο από την υπόσχεση της από το Θεό χάρης και συγχώρεσης. Και κατά το πνεύμα λοιπόν του νόμου η ελπίδα έπρεπε να μη στηρίζεται στο Μωϋσή, αλλά σε εκείνον για τον οποίο ο Μωϋσής είχε μιλήσει. Δεν αναφέρεται άρα εδώ σε κάποιο ειδικό χωρίο της Πεντατεύχου, όπως το Δευτ. ιη 15, αλλά στο όλο πανόραμα των Γραφών της Π.Δ., οι οποίες συγκεντρώνονται γύρω από το όνομα του Μωϋσή, διότι όλες αυτές εκτυλίσσονται γύρω από το νόμο του Μωϋσή, η φυσιογνωμία του οποίου κυριαρχεί σε όλη την μετά από αυτόν ιουδαϊκή γραμματεία (χ).
«Διότι πράγματι το «Προφήτη θα αναστήσει για σας ο Κύριος» ήταν για το Χριστό, και άλλα πολλά, άλλα μεν με λόγια, άλλα πάλι με σημάδια και σύμβολα» (Θφ).
Ιω. 5,47 εἰ δὲ τοῖς ἐκείνου(1) γράμμασιν οὐ πιστεύετε(2), πῶς τοῖς ἐμοῖς(1) ῥήμασι πιστεύσετε;
Ιω. 5,47 Εάν, λοιπόν, εις τα γραμμένα από εκείνον δεν πιστεύετε, πως θα πιστεύσετε εις τα ιδικά μου λόγια;”
(1) Η αντίθεση είναι κυρίως μεταξύ του «τα εκείνου» και του «τα δικά μου», και τελείως δευτερευόντως και κατά σύμπτωση ανάμεσα στο «γράμματα» και το «ρήματα». Η απόδειξη από το ισχυρότερο=Εάν σε εκείνον δεν πιστεύετε, πολύ περισσότερο δεν θα πιστέψετε σε εμένα. Είναι αλήθεια ότι με την εκδοχή αυτή «ο λόγος… παρέχει αξιολογότερη την εκτίμηση στα γραφόμενα του Μωϋσή παρά στους λόγους του Σωτήρα» και παρουσιάζει «τα γραφόμενα εκείνου να βρίσκονται σε ανώτερη θέση από εκείνη που βρίσκονται οι δικοί του λόγοι (του Κυρίου)» (Κ). Την δυσκολία αυτή ο Κ. ζητά να αποφύγει καθορίζοντας την αντίθεση ότι υπάρχει όχι ανάμεσα στο «τα εκείνου» και στο «τα δικά μου», αλλά ανάμεσα στο «γράμματα» και το «ρήματα» και ερμηνεύει ως εξής:
«Εάν έχοντας το νόμο που έχει γραφτεί από τον Μωϋσή, και μελετώντας διαρκώς τα συγγράμματα εκείνου, δεν δίνετε καμία σημασία για την παράβαση αυτών… πώς θα μπορούσατε… να φανείτε πιο υπάκουοι στα δικά μου λόγια, τα οποία δεν ακούτε πολλές φορές, ούτε και πάντοτε, αλλά εκ παραδρομής και πολλές φορές μόνο μία φορά δέχεστε αυτά μέσα στα αυτιά σας;» (Κ).
Δεν υπάρχει όμως ανάγκη να καταφύγουμε σε μια τέτοια ερμηνεία. Είναι αρκετό το να λάβουμε υπ’ όψη, ότι ο Κύριος δεν απευθύνει τα λόγια του αυτά προς Χριστιανούς, ούτε προς εθνικούς, αλλά προς Ιουδαίους που δείχνουν απεριόριστη εμπιστοσύνη στον Μωϋσή (β). Το επιχείρημα λοιπόν του Κυρίου είναι ισχυρότατο για εκείνους μόνο με τους οποίους συζητά.
(2) «Τα συγγράμματα του Μωϋσή παρέχουν κάποια παιδαγωγία, και τον υπό μορφή τύπου σχηματισμό των μυστηρίων του Χριστού, και κατά κάποιο τρόπο κάποια στοιχεία για τη γνώση αυτού, και όσα σκιαγραφούνται με εκείνον… τέλος όμως της παιδαγωγίας του νόμου είναι ο Χριστός» (Κ). Όποιος παρανοεί την Π.Δ. αυτός κατά φυσικό λόγο δεν μπορεί να καταλάβει και την Κ.Δ. (μ). Η αλήθεια της χριστιανικής θρησκείας, η οποία προέρχεται άμεσα από θεία αποκάλυψη, εξαρτάται από το θείο κύρος της Γραφής. Εάν λοιπόν δεν δεχόμαστε τη θεοπνευστία των ιερών αυτών συγγραφών, πώς θα δεχτούμε τη διδασκαλία του Χριστού;
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 180-205 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
Zούμε στη γη και δεν βλέπουμε το Θεό, δεν μπορούμε να Tον δούμε. Αλλά σαν έρθει το Άγιο Πνεύμα στην ψυχή, τότε θα δούμε το Θεό, όπως Tον είδε ο άγιος Στέφανος (Πραξ. 7:55-56). Η ψυχή και ο νούς αναγνωρίζουν αμέσως με το Άγιο Πνεύμα ότι Aυτός είναι ο Κύριος.
Έτσι ο άγιος Συμεών ο Θεοδόχος, με το Άγιο Πνεύμα, αναγνώρισε στο μικρό βρέφος τον Κύριο (Λουκ. 2:25-32). Έτσι και ο άγιος Ιωάννης ο Bαπτιστής, με το Άγιο Πνεύμα επίσης, αναγνώρισε τον Κύριο και Tον υπέδειξε στους ανθρώπους.
Καί στον ουρανό και στη γη ο Θεός γνωρίζεται μόνο με το Άγιο Πνεύμα, όχι με την επιστήμη. Καί τα παιδιά που δεν σπούδασαν καθόλου, γνωρίζουν τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα. Xωρίς το Άγιο Πνεύμα κανείς δεν μπορεί να γνωρίσει το Θεό και πόσο πολύ μας αγαπάει.
Ακόμα κι αν διαβάζουμε ότι μας αγάπησε και έπαθε από αγάπη για μας, σκεφτόμαστε γι’ αυτά μόνο με το νού, αλλά δεν καταλαβαίνουμε όπως πρέπει, με την ψυχή, την αγάπη του Xριστού. Όταν όμως μας διδάξει, τότε γνωρίζουμε με ενάργεια και αισθητά την αγάπη· τότε γινόμαστε όμοιοι με τον Κύριο.
Καθένας μας μπορεί να κρίνει για το Θεό κατά το μέτρο της χάριτος του Αγίου Πνεύματος που γνώρισε. Γιατί πως είναι δυνατό να σκεφτόμαστε και να κρίνουμε για πράγματα που δεν είδαμε ή δεν ακούσαμε και δεν ξέρουμε; Oι άγιοι λένε πως είδαν το Θεό. Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που λένε ότι δεν υπάρχει Θεός. Eίναι φανερό πως μιλούν έτσι, γιατί δεν Τον γνώρισαν· αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου πως ο Θεός δεν υπάρχει.
Oι άγιοι μιλούν για πράγματα που πραγματικά είδαν και γνωρίζουν. Δεν λένε, για παράδειγμα, πως είδαν ένα άλογο μήκους ενός χιλιομέτρου ή ένα πλοίο δέκα χιλιομέτρων, που δεν υπάρχουν. Κι εγώ νομίζω, πως, αν δεν υπήρχε Θεός, δεν θα μιλούσαν καν γι’ Aυτόν στη γη. Oι άνθρωποι όμως θέλουν να ζούν σύμφωνα με το δικό τους θέλημα και γι’ αυτό λένε πως δεν υπάρχει Θεός, βεβαιώνοντας έτσι μάλλον πως υπάρχει.
Όποιος δεν γνωρίζει τη χάρη, δεν την επιζητεί. Oι άνθρωποι προσκολλήθηκαν στη γη, γι’ αυτό οι πιο πολλοί δεν ξέρουν πως τίποτα το γήινο δεν μπορεί να συγκριθεί με τη γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος.
Tα επίγεια μαθαίνονται με την επίγεια διάνοια, ενώ ο Θεός και όλα τα επουράνια γνωρίζονται μόνο με το Άγιο Πνεύμα. Γι’ αυτό παραμένουν απρόσιτα στο νού που δεν αναγεννήθηκε. Η απιστία προέρχεται από την υπερηφάνεια.
Ο υπερήφανος ισχυρίζεται πως θα γνωρίσει τα πάντα με το νού του και την επιστήμη, αλλά η γνώση του Θεού παραμένει ανέφικτη γι’ αυτόν, γιατί ο Θεός γνωρίζεται μόνο με αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος.Ο Κύριος αποκαλύπτεται στις ταπεινές ψυχές. Σ’ αυτές δείχνει τα έργα Tου, που είναι ακατάληπτα για το νού μας. Mε τον φυσικό μας νού μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο τα γήινα πράγματα, κι αυτά μερικώς, ενώ ο Θεός και όλα τα ουράνια γνωρίζονται με το Άγιο Πνεύμα.
Πολλοί άνθρωποι λένε σήμερα πως δεν υπάρχει Θεός. Mιλούν έτσι γιατί στην καρδιά τους ζεί υπερήφανο πνεύμα, που τους υποβάλλει ψέματα εναντίον της Αλήθειας και της Εκκλησίας του Θεού. Nομίζουν πως είναι σοφοί, ενώ στην πραγματικότητα δεν αντιλαμβάνονται καν ότι τέτοιοι λογισμοί δεν είναι δικοί τους, αλλά προέρχονται από τον εχθρό. Αν όμως κανείς τους δεχθεί στην καρδιά του και τους αγαπήσει, τότε γίνεται συγγενής με το πονηρό πνεύμα. Καί είθε να μη δώσει ο Θεός σε κανένα να πεθάνει σε τέτοια κατάσταση.
Η υπερηφάνεια εμποδίζει την ψυχή να μπεί στο δρόμο της πίστεως. Στον άπιστο δίνω μια συμβουλή. Ας πεί: “Κύριε, αν υπάρχεις, φώτισέ με, και θα Σε υπηρετήσω μ’ όλη μου την καρδιά και μ’ όλη μου την ψυχή”. Καί ο Κύριος θα φωτίσει οπωσδήποτε μια τέτοια ταπεινή σκέψη…
Γιά να σωθείς, είναι ανάγκη να ταπεινωθείς. Γιατί τον υπερήφανο, και με τη βία να τον βάλεις στον παράδεισο, κι εκεί δεν θα βρεί ανάπαυση. Κι εκεί δεν θα είναι ικανοποιημένος και θα λέει: “Γιατί δεν είμαι εγώ στην πρώτη θέση;”. Αντίθετα, η ταπεινή ψυχή είναι γεμάτη αγάπη και δεν επιδιώκει πρωτεία, αλλά επιθυμεί για όλους το καλό και ευχαριστιέται με όλα.
(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Ζ, σελ. 444-445 ).
Αναφέρερεται στον γάλλο λόγιο Μονταίνι (1533-1592)
3. Τα δοκίμια
Το ευνοούμενόν του καταφύγιον ήτο η βιβλιοθήκη εις τον τρίτον όροφον του πύργου, ο οποίος υψούτο εις την πρόσοψιν του ανακτόρου του.
(Το ανάκτορον κατεστράφη υπό πυρκαϊάς το 1885, αλλά ο πύργος επέζησε). Ηγάπα την βιβλιοθήκην του όπως τον εαυτόν του, το έτερον εγώ του:
"Το σχήμα της ήτο στρογγύλον και δεν είχεν επίπεδον πλευράν παρά μόνον ότι μου εχρησίμευεν ως τράπεζα και ως κάθισμα• κατά τον τρόπον τούτον μου παρέχει με εν βλέμμα την πλήρη όψιν όλων μου των βιβλίων... Ιδού το κάθισμά μου, ιδού ο θρόνος μου. Επιχειρώ να κάμω την κυριαρχίαν μου εντός αυτής απόλυτον , και ν’ αποσπάσω αυτήν την γωνίαν από την κοινότητα της συζύγου, των τέκνων και των γνωρίμων".
Σπανίως άνθρωπος ηγάπησε τόσον πολύ την μόνωσιν, η οποίο είναι σχεδόν ο άμεσος φόβος μας.
"Ο άνθρωπος πρέπει να απομονούται και ν’ ανακτά τον εαυτόν του από τον εαυτόν του. . . Θα έπρεπε να φυλάσσωμεν μίαν γωνίαν διά τους εαυτούς μας... εντελώς ιδικήν μας. . . εντός της οποίας να δυνάμεθα να περισυλλεγώμεν και να εγκαταστήσωμεν την πλήρη ημών ελευθερίαν. Το μεγαλύτερον πράγμα διά τον άνθρωπον εις αυτόν τον κόσμον είναι να μάθη πώς ν’ ανήκη ο ίδιος εις τον εαυτόν του".
Εις την βιβλιοθήκην αυτήν είχε χίλια βιβλία, τα πλείστα εξ αυτών δεμένα με δέρμα.
Τα απεκάλει «meas delicias» (απολαύσεις μου).
Εις αυτά ηδύνατο να εκλέγη την συντροφιάν του και να ζη με τους σοφωτέρους και τους καλυτέρους. Μόνον εις τον Πλούταρχον, «δεδομένου ότι ωμίλει γαλλιστί» (χάρις εις την μετάφρασιν του Αμυό), ηδύνατο να εύρη εκατόν μεγάλους άνδρας, οι οποίοι θα ήρχοντο να συνομιλήσουν μαζί του, και εις τας Επιστολάς του Σενέκα ηδύνατο ν’ απολαύση ένα ευχάριστον στωϊκισμόν μελωδικώς διατυπωμένον• αυτοί οι δύο (συμπεριλαμβανομένων και των Ηθικών του Πλουτάρχου) ήσαν οι ευνοούμενοι του συγγραφείς,
«από τους οποίους, όπως αι Δαναΐδες, αντλώ το ύδωρ μου, και γεμίζουν αδιακόπως με την ιδίαν ταχύτητα που κενούνται... Η οικειότης που έχω με αυτούς και η βοήθεια που μου παρέχουν εις την γεροντικήν μου ηλικίαν, και το βιβλίον μου που απλώς πλαισιώνεται από τα εξ αυτών λάφυρα, με υποχρεώνουν να τους τιμώ.».
Επιστολή 24 - ΣΤΟΝ ΔΙΑΚΟΝΟ ΕΥΤΟΝΙΟ.
Στο «Πάτερ ημών».
Συ βέβαια φαίνεσαι να θαυμάζεις τη συντομία της προσευχής, εγώ όμως θαύμαζα πάντοτε και θαυμάζω την με λίγα λόγια εξαίσια φιλοσοφία.
Γιατί, αν και η απαγγελία των λόγων είναι εύκολη, δεν είναι όμως εύκολη και η ερμηνεία των νοημάτων. Γιατί δεν είναι μόνο ακρατής των λόγων, αλλά και ποιητής των έργων.
Θεωρώ λοιπόν ότι προχωρεί πέρα από κάθε τόλμη αυτός που από τη μια δεν κάνει αυτά που ταιριάζουν σε ευδόκιμο υιό, και από την άλλη τολμά να αποκαλεί και πατέρα τον Δεσπότη,
και ενώ κάνει αυτά από τα οποία θα δυσφημισθεί το όνομα του Θεού, επιχειρεί όμως να λέγει, «Ας τιμάται το όνομά σου»,
και ενώ είναι επισημότατος δορυφόρος του τυράννου, να λέγει, «Ας έρθει η βασιλεία σου», δηλαδή εμφανίσου σ’ αυτούς που τυραννιούνται βασιλιάς νικηφόρος, δίνοντας την ανίκητη συμμαχία εναντίον της αμαρτίας.
Και ακόμα, ενώ δεν κάνει τίποτε από αυτά που θέλει ό Θεός, υποκρίνεται την αρετή και λέγει,« Ας γίνει το θέλημά σου, όπως στον ουρανό, έτσι και στη γη»,
και ενώ επιδίδεται στην απόλαυση και στην ασωτία και αποθηκεύει πολλά όχι μόνο για την τροφή του, αλλά και ως εφόδια για τη γαστριμαργία του, εύχεται: «Το καθημερινό μας άρτο» (δηλαδή ή αυτό που είναι κατάλληλο για την ψυχή, ή εκείνο που αρκεί για το σώμα) «δώσε το μας σήμερα». Γιατί το «σήμερα» σημαίνει τα καθημερινά απαιτούμενα αγαθά. Αφού δηλαδή οδήγησε τη νοερή ψυχή στην ύψιστη φιλοσοφία, ορίζει και τον χρόνο για τον οποίο κάνει το αίτημα.
Έπειτα, αν και είναι αδιάλλακτος και σκληρός, λέγει: «Συγχώρησε τα αμαρτήματα μας»,
και ενώ είναι εκδικητικός και υπερασπίζεται τον εαυτό του πέρα από το απαιτούμενο, λέγει: «Όπως και εμείς συγχωρούμε εκείνους που μας έχουν κάνει κακό»,
και αυτός που ρίχνει τον εαυτό του σε πειρασμούς και ενώ βαδίζει κάθε δρόμο που οδηγεί σε κινδύνους», λέγει, «Και μη επιτρέψεις να πέσουμε σε πειρασμό», πράγμα που φαίνεται να είναι γελοίο, ή μάλλον άξιο κάθε αγανάκτησης.
Αλλά και ενώ ακολουθεί με ευχαρίστηση τον εχθρό (γιατί δεν κατέχεται με τη βία, ούτε με τυραννία, αλλά με απάτη), λέγει, «Αλλά σώσε μας από τον πονηρό», που ξεπερνά κάθε ειρωνεία.
Το να λέγει πάλι, «Γιατί δική σου είναι η βασιλεία και η δύναμη και η δόξα», και να περιφρονεί εκείνον που είναι η πηγή κάθε δύναμης και δόξας, υπερβαίνει τα όρια της συγγνώμης.
Μόνο λοιπόν εκείνοι, ύστερα από τους θαυμάσιους πόνους κατά το άγιο βάπτισμα και τον παράξενο και παράδοξο νόμο των τοκετών, δικαιούνται να λένε το, «Πατέρα μας», δείχνοντας ότι είναι γνήσιοι υιοί του,
και το, «Ας τιμάται το όνομά σου», αυτοί που δεν κάνουν τίποτε το βδελυρό,
και το, «Ας έρθει η βασιλεία σου», εκείνοι που αποφεύγουν αυτά που προκαλούν ηδονή στον τύραννο,
και το, «Ας γίνει το θέλημά σου», αυτοί που το αποδεικνύουν με τα έργα τους,
και «Τον καθημερινό μας άρτο δώσε μας τον σήμερα», αυτοί που απαρνιούνται τις απολαύσεις και τις ασωτίες,
και το, «συγχώρησε μας ότι κακό έχουμε κάνει», αυτοί που συγχωρούν εκείνους που τους έχουν φταίξει,
και το, «Μη επιτρέψεις να πέσουμε σε πειρασμό», αυτοί που ούτε τους εαυτούς τους, ούτε τους άλλους βάζουν σε πειρασμό,
και το, «Σώσε μας από τον πονηρό», αυτοί που έχουν αδιάλλακτο πόλεμο με τον Σατανά,
και το, «Γιατί δική σου είναι η βασιλεία και η δύναμη και η δόξα», εκείνοι που τρέμουν τα λόγια του και τα επιδεικνύουν με έργα.
Γιατί, ως από τη φύσης της, δεν τα κατορθώνει τόσο η καλή γνώση της προσευχής, όσο η συμπεριφορά και ο τρόπος ζωής του προσευχομένου
(οσίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου, εκδ. ΕΠΕ, τόμος 4, σελ. 47-51)
Επιστολή 31- ΣΤΟΝ ΣΟΦΙΣΤΗ ΑΣΚΛΗΠΙΟ.
Αξιάκουστη αντίθεση προς Έλληνα, για την ανάσταση του Σωτήρα.
Γνώρισα κάποτε έναν ειδωλολάτρη με φοβερή ικανότητα στο λόγο, που είχε πολύ μεγάλη φήμη για τη δύναμη αυτή του λόγου του μεταξύ των πολλών, τον οποίο αποστόμωσα με λίγα λόγια. Όταν δηλαδή εκείνος πρόβαλε τα πάθη και τον σταυρό, προκαλώντας πλατειά γέλια, του απάντησα εγώ με ηρεμία:
“Από που μπορείς να αποδείξεις ότι σταυρώθηκε;”
Καθώς λοιπόν όλοι οι ακροατές εξεπλάγησαν και σκέφτονταν, τι άραγε ήθελα να επιτύχω λέγοντάς το αυτό, εκείνος απάντησε, σίγουρος ότι θα κερδίσει τη νίκη χωρίς κόπο,
“Είναι γραμμένο στα Ευαγγέλια”.
Σ’ αυτόν αμέσως ανταπάντησα:
“Ασφαλώς σ’ αυτά είναι γραμμένο και ότι αναστήθηκε και ανέβηκε στους ουρανούς. Εφόσον λοιπόν πιστεύεις στα Ευαγγέλια, τα οποία αναφέρουν και αυτό και εκείνο, πίστεψέ τα και τα δύο. Αν πάλι όχι, τότε κάνεις μεγάλο ατόπημα, εγκρίνοντας το ένα και απορρίπτοντας το άλλο.
Μη λοιπόν έχετε ανοιχτά και τεντωμένα τα αυτιά σας για τις ύβρεις, ενώ για τα ολοφάνερα και θεϊκά φραγμένα, και μάλιστα, επειδή αυτοί, που από σένα λέγονται θεοί, νικήθηκαν από τον σταυρωμένο.
Εάν λοιπόν σταυρώθηκε, είναι φανερό ότι και ανέβηκε στους ουρανούς. Και αν παραγράφεις τα ολοφάνερα, τότε να μην αναφέρεις ούτε τα υβριστικά.
Γιατί το ένα εξαρτάται από το άλλο, και δεν επιδέχονται χωρισμό”.
Όταν λοιπόν ειπώθηκαν αυτά, ξέσπασε τόσος κρότος, ώστε να κοκκινίσουμε και εγώ και εκείνος.
Εγώ βέβαια επειδή η επιδοκιμασία ήταν για τη δική μου αξία, εκείνος πάλι, επειδή δέθηκε με τα δικά του λόγια.
Ανακοινώνοντας τα αυτά σε σένα, νομίζω πως απάντησα με σαφήνεια σ’ εκείνα που με ρώτησε η σύνεσή σου.
(οσίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου, εκδ. ΕΠΕ, τόμος 4, σελ. 61-63)
(Πώς ο Θεός έσωσε τον Μέγα Βασίλειο από την εξορία που ήταν έτοιμος να υπογράψει ο αυτοκράτορας Ουάλης).
... Ο Βασίλειος με όλα τούτα τα θαυμαστά σημάδια συγκίνησε βαθειά τον Ουάλη. Αυτό φανερώνει η γενναία του χειρονομία να δωρήσει στο Βασίλειο πλούσια κτήματά του, για την περίθαλψη πτωχών και αρρώστων, ίσως μάλιστα λεπρών.
Παρ’ όλα τούτα, παρ’ όλη τη συγκίνηση του Ουάλη δεν απογοητεύθηκαν οι αρειανοί. Κοντά του, στο παλάτι του, είχαν πολλές κάθε μέρα ευκαιρίες για να διαβάλουν τον αδιάβλητο, να λασπώνουν το λευκό Βασίλειο, να παρουσιάζουν σαν λύκο το αγαθό αρνί. Η μέθοδός τους δε λάθεψε.
Κατάφεραν να γίνει το νέο διάταγμα της εξορίας του Βασιλείου. Πάλεψε κι ο Ουάλης πολύ με τον εαυτό του. Για πολλές μέρες ανέβαλε την υπογραφή του.
Ένα πρωινό άνοιξε προσεκτικά την τυλιγμένη μεμβράνη και πήρε τον «κάλαμων» να βάλει την υπογραφή.
Μόλις όμως ο κάλαμος ακούμπησε στη μεμβράνη τσακίστηκε.
Του δίνουν δεύτερο κάλαμο. Σπάζει κι αυτός αμέσως.
Λίγος ιδρώτας φάνηκε στο πρόσωπο του βασιλιά. Ταράσσονται κάπως και οι παλατιανοί αρειανόφρονες.
Θέλουν να τελειώσουν το γρηγορότερο. Σπασμωδικά του βάζουν στο χέρι τρίτο κάλαμο. Είχε κι αυτός την ίδια περίεργη τύχη!
Όλα τώρα στον Ουάλη έγιναν φανερά. Δεν έπρεπε. Το Βασίλειο τον προστάτευε ο Θεός.
Το δεξί του χέρι έτρεμε πολύ. Κυριεύθηκε ολόκληρος από φόβο και δέος.
Πήρε οριστικά την απόφαση να μην ενοχλήσει το Βασίλειο, ποτέ πια, ποτέ κόντρα στον εκλεκτό του Θεού.
Έτσι αποφάσισε τρομαγμένος ο κοσμικός άρχοντας. Κι ένοιωθε πώς τον κυνηγούσε το θειο πνεύμα του Βασιλείου.
Μέχρις εδώ έφθανε. Δεν προχώρησε θαρρετά. Δεν είχε τόλμη. Δεν εγκολπώθηκε δηλαδή το πνεύμα του Βασιλείου, μόνο το φοβήθηκε, το θαύμασε.
(πηγή:Θεοδωρήτου,Εκκλησιαστική Ιστορία ΣΤ 16)
(βιβλίο: Η ζωή ενός Μεγάλου, Παπαδόπουλου Στυλιανο΄θ, εκδ. Αποστο. Διακονία σελ. 349-350)
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους).
Ιω. 4,46 Ἦλθεν οὖν πάλιν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Κανᾶ(1) τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ἐποίησε τὸ ὕδωρ οἶνον. καὶ ἦν τις βασιλικός(2), οὗ ὁ υἱὸς(3) ἠσθένει ἐν Καπερναούμ(4)·
Ιω. 4,46 Ηλθε, λοιπόν, πάλιν ο Ιησούς εις την Κανά της Γαλιλαίας, όπου είχε μεταβάλει το νερό εις κρασί. Υπήρχε δε εκεί κάποιος αυλικός του βασιλέως Ηρώδου, του οποίου το παιδί εις την Καπερναούμ ήτο άρρωστον.
(1) «Κάνοντας την πίστη που είχε γεννηθεί από το θαύμα που είχε προηγηθεί» (Ζ) «ισχυρότερη με την παρουσία του και με σκοπό να τους προσελκύσει περισσότερο» (Χ).
Το έδαφος ήταν ήδη προετοιμασμένο από την πρώτη επίσκεψη και συνεπώς εκεί ο λαός θα ήταν περισσότερο διατεθειμένος να ακούσει τη διδασκαλία του. Αυτό ίσως υπαινίσσεται και ο ευαγγελιστής με την επεξηγηματική προσθήκη «ό π ο υ έ κ α ν ε τ ο ν ε ρ ό κ ρ α σ ί», με την οποία υπενθυμίζει στον αναγνώστη την αφήγηση στο β 1 (g).
(2) «Αποκαλούνταν έτσι ή επειδή είχε καταγωγή βασιλική ή επειδή κατείχε κάποιο αξίωμα, από το οποίο ονομαζόταν βασιλικός, ή επειδή ήταν υπηρέτης βασιλικός» (Ζ). Η τελευταία έννοια, σύμφωνα με την οποία η λέξη σημαίνει το ίδιο με το αυλικός, είναι η περισσότερο πιθανή. Ο Ηρώδης Αντίπας που βασίλευε στη Γαλιλαία δεν είχε επίσημα τον τίτλο του βασιλιά αλλά του τετράρχη. Απέδιδε όμως σε αυτόν ο λαός τον τίτλο του βασιλιά τον οποίο είχε δικαιωματικά ο πατέρας του (g).
Η χρήση της λέξης στον Ιώσηπο δείχνει, ότι αυτή σημαίνει όχι συγγενή του βασιλιά, αλλά έναν από τους αξιωματούχους του (μ) ή και τους δούλους του, όπως και τα στρατεύματα των μεγιστάνων του Ηρώδη (Αρχ. ΧΧ 214,ΧV 289, Ιουδ. Πολ. ΙΙ 431,483,596, V 474)(χ). Ποιός ήταν αυτός ο βασιλικός; Κάποιοι ταύτισαν αυτόν με τον επίτροπο του Ηρώδη, τον Χουζά, που αναφέρεται στο Λουκ. η 3, άλλοι πάλι με τον Μαναήν, σύντροφο του Ηρώδη στο Πράξ. ιγ 1. Αλλά αυτά είναι μόνο εικασίες (β). Πάντως ο βασιλικός αυτός πρέπει να μην μπερδεύεται με τον εκατόνταρχο που αναφέρεται στο Ματθαίο (η 5) και στο Λουκά (ζ 2).
«Διότι, για να αφήσουμε τις άλλες διαφορές τους, εκείνος μεν ήταν εκατόνταρχος, ενώ αυτός βασιλικός και εκείνου μεν ο δούλος ασθενούσε, ενώ αυτού ο υιός» (Ζ).
«Και εκείνου μεν ο δούλος έπασχε από παράλυση, ενώ ο γιος αυτού από πυρετό» (Θφ) «εκείνος, αν και ήθελε ο Χριστός να έλθει στο σπίτι του, έχει την αξίωση να παραμείνει εκεί, ενώ αυτός… τραβά το Χριστό στο σπίτι… και επείγεται λέγοντας «κατέβα»… και εκεί μεν αφού κατέβηκε από το βουνό μπήκε στην Καπερναούμ, ενώ εδώ ήρθε από τη Σαμάρεια και δεν πήγε στην Καπερναούμ, αλλά αυτός έφτασε όταν ο Χριστός ήλθε στην Κανά» (Χ). Επιπλέον ο ένας καθορίζεται ως βασιλικός, ο άλλος ως εκατόνταρχος. Ο εκατόνταρχος δείχνει πίστη πολύ μεγαλύτερη από του βασιλικού, για αυτό και ο Χριστός επαινεί αυτήν, ενώ εδώ σιγά.
(3) Με άρθρο, το οποίο κάνει πιθανόν, ότι επρόκειτο για μονογενή (ο). Ή, το άρθρο δεν φανερώνει τον μόνο, αλλά τον συγκεκριμένο, για να γίνει διάκριση από κάθε άλλον συγγενή ή ανθρώπου του συγγενή (δ). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
(4) Τονίζει ιδιαιτέρως το ότι η άφιξη του Ιησού γνωστοποιήθηκε αμέσως σε όλη τη Γαλιλαία, ώστε, ενώ αυτός βρισκόταν στην Κανά, έρχονταν από την Καπερναούμ να ζητήσουν την υπερφυσική επέμβασή του (g).
Ιω. 4,47 οὗτος ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς ἥκει ἐκ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἀπῆλθε πρὸς αὐτὸν(1) καὶ ἠρώτα(2) αὐτὸν ἵνα καταβῇ(3) καὶ ἰάσηται αὐτοῦ τὸν υἱὸν· ἤμελλε γὰρ ἀποθνήσκειν(4).
Ιω. 4,47 Αυτός, όταν ήκουσε ότι ο Ιησούς είχεν έλθει από την Ιουδαίαν εις την Γαλιλαίαν, έφυγε από την Καπερναούμ, ήλθε προς τον Ιησούν και τον παρακαλούσε να κατεβή από την Κανά εις την Καπερναούμ και να θεραπεύση το παιδί του• διότι αυτό εκινδύνευε να αποθάνη.
(1) Αφού άφησε προς στιγμήν τον γιο του που κινδύνευε (β).
(2) «Δηλαδή παρακαλούσε» (Ζ).
(3) Δες και β 12. Η Κανά βρισκόταν σε ψηλότερη θέση (b) σε σχέση με την Καπερναούμ την παραθαλάσσια.
(4) Η φράση συναντιέται και στα ια 51,ιβ 33,ιη 32 για το θάνατο του Ιησού που πρόκειται βέβαια και αναπόφευκτα να συμβεί. Εδώ όμως σημαίνει απλώς αυτό που πρόκειται να συμβεί, όχι όμως και το αναπόφευκτο (β).
Ιω. 4,48 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτόν(1)· ἐὰν μὴ σημεῖα καὶ τέρατα(2) ἴδητε(3), οὐ μὴ πιστεύσητε(4).
Ιω. 4,48 Είπε, λοιπόν, ο Ιησούς προς αυτόν• “εάν δεν ίδετε θαύματα μεγάλα και παράδοξα έξω από τους φυσικούς νόμους, δεν θα πιστεύσετε”.
(1) Η παρατήρηση αυτή του Κυρίου απευθύνεται όχι μόνο προς τον αυλικό, αλλά και προς τους Γαλιλαίους γενικά.
«Είπε όμως αυτό, γενικά μεν για να υποβιβάσει τους Ιουδαίους σε σχέση με τους Σαμαρείτες, αφού εκείνοι πίστεψαν χωρίς σημεία και τέρατα (δ 41,42), ειδικά δε για να ελέγξει τον βασιλικό» (Ζ). Διότι «αν και αυτός πίστευε, αλλά δεν πίστευε πλήρως ούτε υγιώς» (Χ).
«Διότι πράγματι, το να πει, Κατέβα πριν πεθάνει ο γιος μου, φανερώνει την ασθένεια της πίστης του, αφού δεν πίστευε ότι και αν συνέβαινε να πεθάνει, ήταν δυνατός να τον αναστήσει» (Θφ).
Ο βασιλικός άλλωστε αυτός οδηγήθηκε στην πίστη από την επιθυμία του να λυτρωθεί από τη στενοχώρια και την θλίψη που τον κυρίευε. Η πίστη όμως που γεννιέται κάτω από τέτοιες και παρόμοιες επιθυμίες, δεν είναι αληθινή πίστη. Δες Ιω. στ 26,29-33,Μάρκ. η 12,Ματθ. ιβ 39,ιστ 4 (χ). Με αφορμή τον έλεγχο αυτόν, σημείωσε, ότι ο Κύριος ταπεινώνει με τη δυσαρέσκειά του εκείνους, τους οποίους έχει την πρόθεση να τιμήσει με τις χάρες του.
(2) Χρησιμοποιεί και τους δύο σχεδόν συνώνυμους όρους για να εκφράσει ζωηρότερα τη δυσκολία των Γαλιλαίων να πιστέψουν. Η λέξη «σημείο» σημαίνει το θαύμα κατά την ηθική του σημασία και το σκοπό, προς τον οποίο αποβλέπει. Η λέξη «τέρατα» σημαίνει πάλι το θαύμα κατά τον εξαιρετικό του χαρακτήρα σε σχέση με την εξωτερική φυσική τάξη, την οποία φαίνεται να παραβιάζει (g).
Σημείο είναι κάθε θαύμα για αυτό ακριβώς, επειδή είναι σημείο, σημάδι, δείγμα της δύναμης του Θεού. Το ελληνικό «τέρας», του οποίου η ρίζα τερ συγγενεύει με το τρε του τρέμω, φανερώνει το θαύμα ως προς το αποτέλεσμά του για εμάς, σαν κάτι δηλαδή που εμπνέει φόβο και τρόμο και κατάπληξη (δ). Η έννοια της όλης φράσης:=θέλετε θαύματα για να πιστέψετε. Αλλά και τα θαύματα πρέπει να είναι εξαιρετικά και μεγάλα, διότι αλλιώς δεν θα επιφέρουν κανένα αποτέλεσμα σε σας. Η διάκριση σημείων και τεράτων γίνεται κάπως ακριβέστερα στον Ωριγένη. «Νομίζω ότι τέρατα ονομάζονται οι παράδοξες και τεράστιες δυνάμεις ακριβώς επειδή είναι παράδοξα και θαυμαστά που ξεφεύγουν τη συνήθεια και γίνονται πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα· ενώ σημεία λέγονται αυτά που δηλώνουν κάποια άλλα γεγονότα που γίνονται έξω από τα συνηθισμένα· για αυτό και σε αυτά που δεν είναι παράδοξα βρίσκουμε την ονομασία του σημείου» (Ω).
(3) Αντιθέτει την δυσκολία του απίστου που θέλει με τις δικές του αισθήσεις να πληροφορηθεί, με την καλή διάθεση του πιστού, σαν αυτή που έδειξαν και οι Σαμαρείτες που πίστεψαν στη λαλιά της γυναίκας (ο).
(4) «Ακούσαμε στην πραγματικότητα τα λόγια αυτού που ικέτευε. Δεν είδαμε όμως και την καρδιά αυτού που αμφέβαλλε. Αλλά εκείνος, ο οποίος και άκουσε τα λόγια και είδε και την καρδιά, είπε αυτό σε εμάς» (Αυ). Ο βασιλικός ικετεύει, αλλά η καρδιά του δεν είναι ακλόνητα στηριγμένη στην πίστη.
Ιω. 4,49 λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ βασιλικός(1)· Κύριε, κατάβηθι πρὶν ἀποθανεῖν(2) τὸ παιδίον μου(3).
Ιω. 4,49 Λεγει προς αυτόν ο βασιλικός• “Κυριε, σε παρακαλώ, κατέβα γρήγορα εις την Καπερναούμ πριν πεθάνη το παιδί μου”.
(1) Ο αυλικός βλέποντας ότι ο Κύριος δεν έδωσε σε αυτόν κάποια άμεση απάντηση στην παράκλησή του, παρά αυτά που ειπώθηκαν από τον Ιησού για αυτόν και τους παρισταμένους, εφόσον αυτά δεν αποτελούσαν ξεκάθαρη άρνηση του Κυρίου προς αυτήν την παράκληση, παίρνει το θάρρος και για δεύτερη φορά να διατυπώσει αυτήν (β,g). Δέχτηκε τον έλεγχο καρτερικά και μίλησε προς τον Ιησού με ευλάβεια.
(2) Με παρόμοιο τρόπο και η Μάρθα και η Μαρία φρονούσαν, ότι, για να θεραπεύσει ο Κύριος τον αδελφό τους, ήταν ανάγκη να είναι παρών. Αλλά η ασθένεια στην πίστη του αυλικού που παρακαλά, είναι διπλή· σαν ο Κύριος να χρειαζόταν να είναι παρών και να μην μπορούσε να αναστήσει εξίσου τον νεκρό (b).
«Προσδοκούσε δηλαδή ότι θα μπορέσει αν είναι παρών» (Κ) και «ότι μετά το θάνατο δεν μπορεί να αναστήσει» (Ζ). Είναι δύσκολο να πείσουμε τους εαυτούς μας, ότι η απόσταση του χρόνου και του τόπου δεν αποτελούν εμπόδια στη δύναμη και γνώση του Κυρίου μας. Αυτός όμως βλέπει από μακριά, διότι το μάτι του επιβλέπει τα πάντα, ακόμα επίσης και ενεργεί και από μακριά, διότι ο λόγος του είναι γρήγορος.
(3) Το μικρό παιδί μου. Εκφράζει έτσι τη στοργή του και την αγωνία που τον κυριεύει (β,g).
Ιω. 4,50 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου(1)· ὁ υἱός σου ζῇ(2). καὶ ἐπίστευσεν ὁ ἄνθρωπος τῷ λόγῳ ᾧ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(3), καὶ ἐπορεύετο(4).
Ιω. 4,50 Λεγει εις αυτόν ο Ιησούς• “πήγαινε, το παιδί σου ζη και είναι καλά”. Και επίστευσεν ο άνθρωπος στον λόγον, που του είπεν ο Ιησούς, και επέστρεψε ειρηνικός και χαρούμενος εις την Καπερναούμ.
(1) «Για ποιο λόγο τέλος πάντων στην περίπτωση μεν του εκατόνταρχου αυτοπροσκαλούμενος υποσχόταν να πάει στο σπίτι, ενώ εδώ ούτε και όταν προσκαλείται δεν πάει; Διότι εκεί μεν η πίστη ήταν ολοκληρωμένη (για αυτό και υποσχόταν ότι θα πάει, για να μάθουμε την ευσέβεια του άνδρα), ενώ εδώ, επειδή αυτός ήταν ατελής» (Χ).
Η απάντηση αυτή αποβλέπει στο να δοθεί μάθημα πίστης στον αυλικό. Ο Κύριος βάζει σε δοκιμασία την πίστη του επιδιώκοντας να την ενισχύσει. «Διότι με το «πήγαινε», υποδηλώνεται η πίστη» (Κ). Ο αυλικός «δεν γνώριζε ακόμη με σαφήνεια, ότι και απών μπορεί ο Ιησούς να θεραπεύσει» (Χ). Προκαλεί λοιπόν αυτόν να πιστέψει αυτό.
(2) Στη φράση αυτή περικλείεται «η εκπλήρωση των ποθουμένων, η οποία εκφράζεται με πολλή και θεοπρεπή εξουσία» (Κ). Το «ζει» λέγεται σε αντίθεση με το «πριν πεθάνει» του σ. 49 (b). Η νόσος είχε τόσο πολύ προχωρήσει, ώστε αναμενόταν ο θάνατος. Η διαβεβαίωση λοιπόν, ότι ο γιος σου ζει ισοδυναμεί και με βεβαίωση ότι η νόσος υποχώρησε (ο).
Ο Κύριος παρέχει εδώ δείγμα της δύναμής του. Δεν μπορούσε μόνο να θεραπεύει, αλλά θεράπευε εύκολα, χωρίς να υποβληθεί σε κόπο επίσκεψης. Στην προκειμένη περίπτωση δεν ειπώθηκε τίποτα, αλλά ούτε και κάποια διαταγή δόθηκε για να πραχθεί κάτι, και όμως η θεραπεία συντελέστηκε. Ο ήλιος της δικαιοσύνης εκπέμπει τις ιαματικές ακτίνες του και σκορπίζει μέσω αυτών τις ευεργεσίες του από το ένα άκρο του ουρανού και της γης μέχρι το άλλο. Και τώρα αν και είναι στον ουρανό μπορεί από εκεί να καταπέμψει τα ελέη του και τις δωρεές του στην εκκλησία του.
(3) Ο βασιλικός πίστεψε αφ’ ενός μεν στην υπερφυσική δύναμη του Χριστού, αφ’ ετέρου δε στην υπερφυσική γνώση του. Είχε αφήσει τον γιο του να παλεύει με το θάνατο. Και όμως ο Χριστός του είπε, ότι ο γιος σου ζει. Και ο αυλικός παρ’ ελπίδα πίστεψε με ελπίδα. Πίστεψε στο λόγο του Χριστού. Στην κοινωνία εάν δεν δώσεις πίστη σε βεβαίωση ή σε λόγο του ανθρώπου με τον οποίο συμβιώνεις, υβρίζεις αυτόν, και επιπλέον εάν η δυσπιστία αυτή γενικευτεί περιλαμβάνοντας όλα τα μέλη της κοινωνίας, κοινωνική συνεννόηση και συμβίωση δεν μπορεί να υπάρξει. Σκέφτηκες λοιπόν ποτέ, τι ύβρη και βλασφημία αποτολμάς μη πιστεύοντας στα λόγια του Κυρίου; Και αμφιβάλλεις για το ότι η απιστία αποτελεί μιαρή και μισητή αμαρτία ενώπιον του Θεού;
(4) Ο παρατατικός δείχνει την συνεχή πρόοδο του ταξιδιού του αυλικού χωρίς κάτι έκτακτο ή κάποια βιασύνη. Η πίστη, την οποία ο αυλικός έδωσε στα λόγια του Κυρίου, έδωσε πίσω σε αυτόν την ειρήνη απαλλάσσοντάς τον από κάθε αγωνία και ανησυχία. Από αυτό εξηγείται, πώς δεν επισπεύδει το ταξίδι του, για να γυρίσει κατά την ίδια νύχτα στην Καπερναούμ. Δεδομένου, ότι η θεραπεία, σύμφωνα με τις ενδείξεις του σ. 52, έγινε γύρω στη μία το μεσημέρι, ότι επίσης η Καπερναούμ απείχε από την Κανά πάνω από 20 μίλια, ο αυλικός και εάν κατά την ίδια στιγμή αναχωρούσε, οπωσδήποτε δεν θα πρόφταινε πριν τα μεσάνυχτα να φτάσει στην Καπερναούμ. Εφόσον λοιπόν δεν επέσπευσε το ταξίδι του, έφθασε εκεί το επόμενο πρωί. Όλοι λοιπόν οι χρονικοί καθορισμοί της άφιξης επαληθεύονται πλήρως (β).
Ιω. 4,51 ἤδη δὲ αὐτοῦ καταβαίνοντος οἱ δοῦλοι αὐτοῦ ἀπήντησαν αὐτῷ(1) καὶ ἀπήγγειλαν λέγοντες ὅτι ὁ παῖς σου ζῇ(2).
Ιω. 4,51 Ενώ δε αυτός κατέβαινε προς την πόλιν, τον προϋπήντησαν οι δούλοι του και του ανήγγειλαν ότι “το παιδί σου ζη”.
(1) Το ότι ο κύριός τους δεν επέστρεψε εντός της νύχτας, συντέλεσε ώστε οι δούλοι να σπεύσουν να τον συναντήσουν. Και πολύ περισσότερο αφού ο άρρωστος είχε μπει στην ανάρρωση τόσο γρήγορα και επιθυμούσαν να γνωστοποιήσουν το συμβάν και να χαροποιήσουν τον κύριό τους με την είδηση της θεραπείας του γιου του (b). «Αμέσως απαλλάχτηκε από την αρρώστια, πράγμα το οποίο λοιπόν έκανε εντύπωση και στους δούλους» (Χ).
(2) Αναγγέλλουν το γεγονός με τις ίδιες λέξεις, τις οποίες και ο Ιησούς είπε (b). Αντικαθιστούν μόνο το υιος με το παῖς, το οποίο είναι όνομα πιο εύχρηστο στην οικογενειακή ζωή. Έτσι θα αποκαλούσαν συνήθως οι δούλοι το γιο του κυρίου τους (g).
Ιω. 4,52 ἐπύθετο οὖν παρ᾿ αὐτῶν τὴν ὥραν(1) ἐν ᾗ κομψότερον(2) ἔσχε. καὶ εἶπον αὐτῷ ὅτι χθὲς ὥραν ἑβδόμην ἀφῆκεν αὐτὸν ὁ πυρετός(3).
Ιω. 4,52 Εζήτησε τότε από αυτούς να πληροφορηθή, ποίαν ώραν το παιδί του επήρε το καλύτερον και εκείνοι του είπαν ότι, χθες κατά την εβδόμην ώραν, δηλαδή την μίαν μετά το μεσημέρι το αφήκεν εντελώς ο πυρετός.
(1) «Ρωτά με τη σειρά του να μάθει από αυτούς την ώρα της μεταβολής του αρρώστου προς το καλύτερο, εξετάζοντας αν συμπίπτει με το χρόνο της χάριτος» (Κ). Η ερώτηση αυτή αποδεικνύει, ότι ο αυλικός ενδιαφερόταν όχι μόνο για το αποτέλεσμα της θεραπείας που επιτεύχθηκε, αλλά και για την ενίσχυση της πίστης του στον Ιησού (ο).
Είναι καλό να αναζητούμε με αγαθή διάθεση επιχειρήματα και αποδείξεις για ενίσχυση και πρόοδο της πίστης μας. Η επιμελής σύγκριση των έργων του Θεού με τα λόγια του είναι ωφελιμότατη σε εμάς για στήριξη της πίστης μας. Όπως ο λόγος του Θεού όταν διαβάζεται με αγαθή και πρόθυμη διάθεση θα μας βοηθήσει στην κατανόηση των έργων της πρόνοιάς του, έτσι και η πρόνοια του Θεού αν παρακολουθείται με μάτι που πιστεύει θα μας βοηθήσει στο να κατανοήσουμε το λόγο του, διότι ο Θεός κάθε μέρα εκπληρώνει και επαληθεύει την Γραφή.
(2) «Ελαφρύτερα, καλύτερα» (Ησύχιος). Από αυτά που λέγονται μία και μοναδική φορά στην Κ.Δ. και είναι πιο χαριτωμένη έκφραση από το απλό «καλύτερα» (δ). Ο πατέρας υπέθετε, ότι μόνο ο κίνδυνος του θανάτου παρακάμφθηκε (b), αφού σημειώθηκε κάποια σοβαρή βελτίωση στην κατάσταση του παιδιού.
(3) Αλλά οι δούλοι αναγγέλλουν σε αυτόν ότι «τον άφησε ο πυρετός» τελείως. «Δεν απαλλάχτηκε από τον πυρετό με τρόπο απλό και τυχαίο, αλλά αμέσως, ώστε να δειχτεί ότι το πράγμα δεν ήταν φυσικό επακόλουθο, αλλά οφειλόταν στη δύναμη του Χριστού» (Θφ).
Ο λόγος του Θεού δεν ενεργεί όπως η φύση, η οποία έχει ανάγκη μακρού χρόνου για να συντελέσει τα έργα της. Ο Χριστός «είπε και έγινε». Και όχι: Είπε και άρχισε να γίνεται. Όταν εργάζονται οι άνθρωποι η απόσταση επιφέρει επιβράδυνση και απώλεια χρόνου. Στα έργα όμως του Χριστού δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η συγχώρεση και ειρήνη, η ενίσχυση και η πνευματική ίαση διατάσσεται από αυτόν στον ουρανό και εφόσον εκείνος ευδοκεί, κατά την ίδια στιγμή και αμέσως στέλνονται κάτω στις ψυχές αυτών που στη γη πιστεύουν.
Ιω. 4,53 ἔγνω οὖν ὁ πατὴρ ὅτι ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ ἐν ᾗ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ὁ υἱός σου ζῇ· καὶ ἐπίστευσεν(1) αὐτὸς καὶ ἡ οἰκία αὐτοῦ ὅλη(2).
Ιω. 4,53 Εκατάλαβε, λοιπόν, ο πατέρας ότι το παιδί του έγινε καλά κατά την ώρα ακριβώς που ο Ιησούς του είχεν είπει ότι ο υιός σου ζη.
(1) «Τώρα πίστεψε με υγιή τρόπο» (Ζ). «Διότι η προηγούμενη πίστη του ήταν ατελής. Τότε όμως πίστεψε πλήρως» (Θφ). Ανυψώθηκε τελικά στον ανώτερο βαθμό πίστης (g). Το ρήμα λέγεται με απόλυτη έννοια όπως στο α 7, για να σημάνει την πλήρη πίστη (β). Πίστεψε ήδη, ότι ο Ιησούς δεν ήταν ένας συνηθισμένος προφήτης, αλλά ο ίδιος ο Μεσσίας (ο).
(2) Άρα και οι δούλοι. «Αυτοί που ούτε παρόντες ήταν ούτε άκουσαν το Χριστό να μιλά ούτε γνώριζαν τον καιρό, αυτοί αφού έμαθαν από τον κύριό τους ότι αυτός ήταν ο καιρός, είχαν αναμφισβήτητη απόδειξη της δύναμής του. Για αυτό και αυτοί πίστεψαν» (Χ).
Ιω. 4,54 Τοῦτο πάλιν δεύτερον(1) σημεῖον(2) ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐλθὼν ἐκ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
Ιω. 4,54 Αυτό πάλιν ήτο το δεύτερον θαύμα που έκαμεν ο Ιησούς (το πρώτον ήτο η μεταβολή του ύδατος εις οίνον κατά τον γάμον της Κανά) όταν ήλθεν από την Ιουδαίαν εις την Γαλιλαίαν.
(1) Δεν είναι ταυτολογία και πλεονασμός, διότι το «δεύτερον» δεν είναι επίρρημα, αλλά επίθετο. Δεν θα ερμηνεύσουμε λοιπόν· πάλι για δεύτερη φορά, αλλά πάλι ως δεύτερο θαύμα (g).
(2) Είχε κάνει θαύματα στην Ιερουσαλήμ σύμφωνα με το β 23. Αυτό λοιπόν ήταν το δεύτερο, το οποίο έκανε στη Γαλιλαία, όταν είχε έλθει εκεί από την Ιουδαία (b). «Το αποκάλεσε δεύτερο, όχι διότι μετά το πρώτο» στο γάμο της Κανά, «δεν έγινε κανένα άλλο εκτός από αυτό σε όλη την Παλαιστίνη, αλλά εννοεί ότι μετά το πρώτο, αυτό έγινε δεύτερο στην Κανά» (Ζ). Το «δεύτερο» εκφράζει δύο ιδέες, δηλαδή δεύτερο μετά από αυτό που έγινε στο γάμο στην ίδια πόλη, και όταν ήλθε από την Ιουδαία στη Γαλιλαία. Διότι και το πρώτο το έκανε μετά από επιστροφή του από την Ιουδαία (g).
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 165-169 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα. )
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας, Θφ = Θεοφύλακτος
Αμ = Αμμώνιος, Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος, Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας, Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης, Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας, Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός, Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
Οσίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου επιστολή 106 - ΣΤΟΝ ΔΙΑΚΟΝΟ ΙΣΙΔΩΡΟ.
Ακούοντας ίσως βέβαια να μη πιστέψεις, όταν όμως σκεφθείς γνωρίζω καλά, ότι όχι μόνο θα θαυμάσεις, αλλά και θα το επικροτήσεις. Τι είναι λοιπόν αυτό που αρχικά βέβαια θα φανεί απίστευτο, και μετά από αυτά, όχι μόνο θα φανεί αξιοθαύμαστο, αλλά και άξιο χειροκροτημάτων; Θα το πω σύντομα με λίγες λέξεις, φανερώνοντας νοήματα μεγαλύτερα από τα πελάγη.
Στους παλιούς ο Θεός δεν μιλούσε με γράμματα, αλλά απ’ ευθείας ο ίδιος, όταν εύρισκε τη διάθεση τους καθαρή και άξια να δεχθεί διδασκαλία χωρίς μεσίτη.
Και αυτό είναι φανερό από αυτά πού έλεγε προφορικά και στον Νώε, και στον Αβραάμ, και στους διακεκριμένους απογόνους του, ένας από τους οποίους ήταν και ο πιο κορυφαίος, αυτός πού κατέκοψε όλη τη δύναμη του διαβόλου, και κατέστρεψε τα βέλη του, και άδειασε τη φαρέτρα του, εννοώ ο αείμνηστος Ιώβ .
Όταν όμως το άθλιο πλήθος των Ιουδαίων κατέβηκε στον πυθμένα της κακίας, τότε λοιπόν θεωρήθηκε ότι ήταν απαραίτητα και τα γράμματα και η υπενθύμιση μέσω αυτών.
Αν όμως νομίζεις, ότι μόνο στην Παλαιά Διαθήκη έγινε αυτό, και στην Καινή δεν επικυρώθηκε, θα μπορούσα να σου πω, ότι αυτό φαίνεται περισσότερο σ’ αυτήν.
Γιατί ούτε στους θεόπνευστους αποστόλους δόθηκε κάτι γραπτό, αλλά αντί γραμμάτων δόθηκε η υπόσχεση της χάριτος του αγίου Πνεύματος. Γιατί λέγει• «Εκείνος θα σας τα υπενθυμίσει όλα».
Εάν όμως νομίζεις ότι οι γραπτοί νόμοι είναι πιο έγκυροι από τους άγραφους, άκουσε τι λέγει ο ίδιος ο βασιλιάς• «Θα τους δώσω καινούργια διαθήκη, δίνοντας τους νόμους μου στη διάνοιά τους, και θα τους αναγράψω στις καρδιές τους» . - «Και θα γίνουν όλοι διδαγμένοι από τον Θεό».
Γι’ αυτό και ο Παύλος, ισχυριζόμενος ότι του εμπιστεύθηκε περισσότερα από ότι στον Μωυσή, έλεγε ότι έλαβε τον νόμο, όχι γραμμένο σε λίθινες πλάκες, αλλά τυπωμένον στις σάρκινες πλάκες της καρδιάς, τον οποίο, αυτός που τον περιφρονεί, δεν θα λιθοβοληθεί, σύμφωνα με τον παλιό νόμο, αλλά θα παραδοθεί σε πολύ οδυνηρή κόλαση.
Επειδή όμως, καθώς ο χρόνος περνά σαν έφιππος και τρέχει σαν ταχύτατο άλογο, άλλοι λοξοδρόμησαν εξαιτίας δογματικών διδασκαλιών, και άλλοι εξαιτίας της ζωής τους, έγινε απαραίτητη η διόρθωσή τους με γράμματα. Γιατί, εφόσον παραβιάζονταν οι άγραφοι νόμοι, στράφηκε δικαιολογημένα στους γραπτούς, αυτός που με κάθε τρόπο ήθελε να επαναφέρει στην αρετή τους υπάκουους.
Πρέπει λοιπόν να κατανοήσουμε πόσο μεγάλη είναι η κατηγορία, αφού αυτοί που έπρεπε να ζουν τόσο ειλικρινά, ώστε να μην έχουν ανάγκη γραφών,
αλλά αντί βιβλίων να παραχωρούν τις ψυχές τους στο θείο Πνεύμα,
επειδή χάσαμε αυτή την τιμή και φτάσαμε στην ανάγκη των γραπτών,
να μη χρησιμοποιούμε ούτε και το δεύτερο αυτό βοήθημα όσο πρέπει.
Γιατί, εάν είναι αμάρτημα το να χρειαζόμαστε γραπτά, και να μην προσελκύουμε τη διδασκαλία τού αγίου Πνεύματος με καθαρό βίο,
είναι σωστό να εξετάσουμε πόσο μεγάλο κακό είναι, το να μη θέλουμε να κερδήσουμε ούτε μετά από τόσο μεγάλη βοήθεια (γιατί λέγει, «έδωσε νόμο προς βοήθειά μας»), αλλά να περιφρονούμε τα γραπτά σαν είναι άσκοπα και ανώφελα, και να γινόμαστε αίτιοι μεγαλύτερης κόλασης.
(οσίου Ισιδώρου Πηλουσιώτου, εκδ. ΕΠΕ, τόμος 3, σελ. 131-135)
(Durant Will, Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος Ζ, σελ. 383-392).
IV. Η ΣΦΑΓΗ.
Αλλά θα συγκατετίθετο η μήτηρ του Ερρίκου ; Η Ιωάννα ντ’ Αλμπρέτ ήτο Ουγενότη ψυχή τε και σώματι. Όταν ήλθεν εις την αυλήν το 1561, εδήλωσεν ότι
«δεν επρόκειτο να μεταβή εις την λειτουργίαν ακόμη και αν θα την εφόνευον, επροτίμα να ρίψη τον υιόν της και το βασίλειόν της εις την θάλασσαν παρά να ενδώση˙» αντιθέτως είχε τον Ουγενότον ιερέα της να κηρύττη προς αυτήν με όλας τας θύρας ανοικτάς˙ και ηγνόει προκλητικώς τας διαμαρτυρίας του όχλου των Παρισίων. Όταν ο σύζυγός της προσεχώρησεν εις τον καθολικισμόν, αύτη τον εγκατέλειψε καθώς και την αυλήν (1562), επανήλθεν εις το Μπεάρν και συνεκέντρωσε χρήματα και στρατιώτας δια τον Κονδέ. Μετά τον θάνατον του συζύγου της κατέστησε τον προτεσταντισμόν υποχρεωτικόν εις το Μπεάρν (το οποίον περιελάμβανε τας πόλεις Πω, Νεράκ, Τάρμπ, Ορθέζ και Λούρντ)˙ οι καθολικοί κληρικοί επαύθησαν από τας θέσεις των και αντικατεστάθησαν δι’ Ουγενότων ιερέων˙ επί πεντήκοντα έτη έκτοτε δεν ηκούσθη καθολική λειτουργία εις το Μπεάρν.
Ο πάπας Πίος ο IVος την αφώρισε και ήθελε να την καθαιρέση, αλλά η Αικατερίνη τον απέτρεψε. Όταν η Ιωάννα απεδέχθη την προσφοράν να συνδέση Βαλουά και Βουρβώνους δια του γάμου, πρέπει να ενεθυμήθη τούτο και τους μακρούς αγώνας της Αικατερίνης υπέρ της ειρήνης. Επί πλέον οι υιοί της Αικατερίνης ήσαν ασθενικοί˙ δεν ήτο δυνατόν ν’ αποθάνουν όλοι και ν’ αφήσουν τον θρόνον της Γαλλίας εις τον Ερρίκον της Ναβάρρας ; Ο αστρολόγος Νοστραδάμος δεν είχε προφητεύσει ότι η δυναστεία των Βαλουά θα ετελείωνε συντόμως ;
Ο ασθενικώτερος εκ των υιών, Κάρολος ο ΙΧος, θα ηδύνατο να είναι αξιαγάπητος νέος εάν δεν είχε κάτι αιφνιδίας εκρήξεις σκληρότητος και οργής, αι οποίαι έφθανον ενίοτε εις πάθος πλησιάζον την παραφροσύνην. Μεταξύ των θυελλών τούτων ήτο ως κάλαμος εις τον άνεμον έχων σπανίως ιδικήν του γνώμην. Ίσως να είχεν εξασθενήσει ο ίδιος τον εαυτόν του με σεξουαλικάς καταχρήσεις. Ήτο νυμφευμένος με την Ελισάβετ,, θυγατέρα του αυτοκράτορος Μαξιμιλιανού του ΙΙου˙ αλλά ο παράνομος και σταθερός έρως του ήτο δια την Ουγενότην ερωμένην του Μαρίαν Τουσέ. Ήτο ευαίσθητος εις την τέχνην, την ποίησιν, και την μουσικήν˙ ηρέσκετο ν’ απαγγέλη ποιήματα του Ρονσάρ, και ο ίδιος έγραψε προς τιμήν του Ρονσάρ στίχους εξ ίσου ωραίους με τους στίχους του Ρονσάρ :
Tous deux egalement nous portons des couronnes,
Mais roi je la recus; poete, tu la donnes;
Ta lvre, qui ravit par de si doux accords,
Te soumet, les esprits, dont je n’ai que les corps;
Εlle amollit les coeurs, et soumet la beaute;
Je puis donner la mort, toi l’immortalite.
Και οι δύο φορούμε στέμματα το ίδιο,
Αλλά εγώ ως βασιληάς το έλαβα˙ συ, ποιητής˙ το δινεις˙
Η λύρα σου, που γοητεύει με τους γλυκούς της τόνους,
Σου υποτάσσει τα πνεύματα, ενώ εγώ δεν έχω παρά τα σώματα˙
Μαλακώνει τις καρδιες˙ και υποτάσσει την ομορφιά˙
Εγώ μπορώ να δώσω το θάνατο, συ την αθανασία.
Όταν ο Κολινύ προσήλθεν εις την αυλήν εις το Μπλουά (Σεπτέμβριος 1571), ο Κάρολος προσεκολλήθη εις αυτόν όπως η αδυναμία υποδέχεται την δύναμιν. Ήτο ανήρ διαφέρων κατά παρασάγγας από τους τόσους άλλους που περιεστρέφοντο πέριξ του θρόνου: ευπατρίδης, αριστοκράτης, αλλά ήρεμος και σοβαρός, κρατών το ήμισυ της Γαλλίας με την δύναμιν του λόγου του. Ο νεαρός βασιλεύς απεκάλει τον γηραιόν ηγέτην «mon pere», τον διώρισεν αρχηγόν του στόλου, του έδωσεν από το βασιλικόν ταμείον 100.000 λίβρας δια να τον αποζημιώση δια τας ζημίας που είχεν υποστή κατά τους πολέμους. Ο Κολινύ έγινε μέλος του συμβουλίου και προήδρευεν αυτού οσάκις ο βασιλεύς απούσιαζε. Ο Κάρολος εζηλοτύπει πάντοτε και εφοβείτο τον Φίλιππον τον ΙΙον˙ ηγανάκτει δια την εξάρτησιν της καθολικής Γαλλίας από την Ισπανίαν. Ο Κολινύ του επρότεινεν ότι εις πόλεμος με την Ισπανίαν θα παρείχεν εις την Γαλλίαν μίαν αιτίαν δι’ ενοποίησιν και θα εβελτίωνε τα βορειονατολικά σύνορα, τα οποία η Ισπανία κατεπάτει. Τώρα ήτο ο κατάλληλος καιρός, διότι ο Γουλιέλμος της Οράγγης ηγείτο μιας εξεγέρσεως των Κάτω Χωρών εναντίον του Ισπανού επικυριάρχου των˙ μία καλή ώθησις και η Φλάνδρα θα εγίνετο γαλλική. Ο Κάρολος ήκουε μετά συμπάθειας. Την 27ην Απριλίου έγραψε προς τον δούκα Λουδοβίκον του Νασσάου, ο οποίος ηγείτο της προτεσταντικής εξεγέρσεως εις το Χαινώ, ότι
«ήτο αποφασισμένος …..να χρησιμοποιήση τας δυνάμεις που ο Θεός έθεσεν εις τας χείρας του δια την απελευθέρωσιν των Κάτω Χωρών από την καταπίεσιν υπό την οποίαν εστέναζον.»
Ο Λουδοβίκος και ο αδελφός του Γουλιέλμος της Οράγγης προσεφέρθησαν να παραχωρήσουν την Φλάνδραν και το Αρτουά εις την Γαλλίαν ως αντάλλαγμα δι’ αποφασιστικήν βοήθειαν εναντίον της Ισπανίας. Το φθινόπωρον του ιδίου έτους ο Κάρολος διεπραγματεύθη με τον εκλέκτορα της Σαξωνίας Αύγουστον δια την σύναψιν αμυντικής συμμαχίας μεταξύ της Γαλλίας και της προτεσταντικής Γ ερμανίας.
Η Αικατερίνη κατεδίκασε τας προτάσεις του Κολινύ ως φανταστικάς και ανεφαρμόστους. Τώρα που είχε την ειρήνην την οποίαν η Γαλλία τόσον πολύ εχρειάζετο, θα ήτο παραφροσύνη να εξαπολύση και πάλιν τα δεινά του πολέμου τόσον συντόμως. Η Ισπανία ήτο χρεοκοπημένη εξ ίσου με την Γαλλίαν, αλλ’ εξηκολούθει να είναι η ισχυροτέρα δύναμις εις την Χριστιανοσύνην˙ μόλις προ ολίγου είχε καλυφθή από δόξαν με την ήτταν των Τούρκων εις την Ναύπακτον˙ θα είχε το πλείστον της καθολικής Ευρώπης — και το πλείστον της καθολικής Γαλλίας — παρά το πλευρόν της δια να βοηθήση εάν η Γαλλία θα μετείχεν εις μίαν προτεσταντικήν συμμαχίαν. Εις ένα τοιούτον πόλεμον ο Κολινύ θα ήτο αρχιστράτηγος και, δια της επιρροής του επί του ευκόλως επηρεαζομένου Καρόλου, θα ήτο κατ’ ουσίαν βασιλεύς˙ η Αικατερίνη θα περιωρίζετο εις το Σενονσώ εάν δεν απεστέλλετο εις την Ιταλίαν. Ο Ερρίκος ντε Γκύζ και ο Ερρίκος ντ’ Ανζού – αδελφός του βασιλέως – έμαθον με αγανάκτησιν ότι ο Κάρολος επέτρεψεν εις τον Κολινύ ν’ αποστείλη ουγενοτικά στρατεύματα να ενωθούν με τον Λουδοβίκον του Νασσάου. Ο Άλβα, ειδοποιηθείς από τους φίλους του εις την γαλλικήν αυλήν, κατενίκησεν αυτήν την δύναμιν (10 Ιουλίου 1572).
Το Συμβούλιον του βασιλέως εν ολομελεία ήκουσε τον Κολινύ να υποστηρίζη τας προτάσεις του δια πόλεμον με την Ισπανίαν ( 6-9 Αυγούστου 1572)˙ αύται απερρίφθησαν παμψηφεί˙ ο Κολινύ επέμεινε. «Υπεσχέθην δια λογαριασμόν μου», είπε, «να βοηθήσω τον πρίγκιπα της Οράγγης˙ ελπίζω ότι δεν θα κακοφανή εις τον βασιλέα εάν δια μέσου των φίλων μου, ή ίσως και αυτοπροσώπως, εκπληρώσω την υπόσχεσίν μου.» Είπεν εις την βασιλομήτορα, «Κυρία, ο βασιλεύς σήμερον αποφεύγει ένα πόλεμον, ο οποίος θα του παρείχε πολλά πλεονεκτήματα˙ να μη δώση ο Θεός να εκραγή κανείς άλλος πόλεμος τον οποίον δεν θα δυνηθή ν’ αποφύγη.» Το Συμβούλιον διελύθη υπό το κράτος εξάψεως και αγανακτήσεως δι’ εκείνο που εφαίνετο ως απειλή ενός άλλου εμφυλίου πολέμου. «Η βασίλισσα ας φυλαχθή» συνέστησε ο στρατάρχης ντε Ταβάν, « από τας μυστικάς συμβουλάς του βασιλέως υιού της, τα σχέδια και τους λόγους του˙ εάν δεν προσέξη, οι Ουγενότοι θα τον παρασύρουν με το μέρος των.» Η Αικατερίνη εκάλεσε τον Κάρολον ιδιαιτέρως και τον κατηγόρησεν ότι είχε παραδώσει την σκέψιν του εις τον Κολινύ˙ εάν θα επέμενεν εις το σχέδιον του πολέμου με την Ισπανίαν, αύτη θα του εζήτει την άδειαν ν’ αποσυρθή με τον έτερον υιόν της εις την Φλωρεντίαν. Ο βασιλεύς της εζήτησε συγγνώμην και υπεσχέθη υιϊκήν υπακοήν, αλλά παρέμεινεν αφωσιωμένος φίλος του Κολινύ.
Αύτη ήτο η ατμόσφαιρα όταν η Ιωάννα ντ’ Αλμπρέτ έφθασεν εις το Μπλουά δια τας προετοιμασίας του γάμου, ο οποίος θα ήνωνε την καθολικήν και την προτεσταντικήν Γαλλίαν. Επέμεινεν όπως ο καρδινάλιος ντε Μπουρμπόν τελέση την ιεροτελεστίαν όχι ως ιερεύς αλλά ως πρίγκιψ, όχι εντός μιας εκκλησίας αλλ’ έξωθι αυτής και ότι ο Ερρίκος δεν θα έπρεπε να συνοδεύση την σύζυγόν του εντός της εκκλησίας δια να παρακολουθήση την λειτουργίαν. Η Αικατερίνη συνεφώνησεν αν και τούτο θα επροκάλει πολλάς δυσχερείας με τον πάπαν, ο οποίος είχεν αρνηθή να επιτρέψη εις την Μαργαρίταν να νυμφευθή τον προτεστάντην υιόν μιας αφωρισμένης προτεστάντιδος. Κατόπιν η Ιωάννα μετέβη εις τους Παρισίους δια προμηθείας, ησθένησεν εκ πλευρίτιδος και απέθανε (9 Ιουνίου 1572). Οι Ουγενότοι υπώπτευσαν ότι εδηλητηριάσθη, αλλ’ η υπόθεσις αυτή δεν στηρίζεται πλέον.
Παρ’ όλας τας ιδικάς του υποψίας και την λύπην του, ο Ερρίκος της Ναβάρρας∙ ήλθεν από το Μπλουά εις τους Παρισίους τον Αύγουστον συνοδευόμενος υπό του Κολινύ και οκτακοσίων Ουγενότων. Τέσσαρες χιλιάδες ένοπλοι Ουγενότοι τους ηκολούθησαν εντός της πρωτευούσης˙ εν μέρει δια να ίδουν τας εορτάς και εν μέρει δια να προστατεύσουν τον νεαρόν βασιλέα των. Οι καθολικοί Παρίσιοι, διεγερθέντες υπό την εισροήν ταύτην και πλείστα όσα εμπρηστικά κηρύγματα, κατήγγειλαν τον γάμον ως παράδοσιν της Κυβερνήσεως εις την προτεσταντικήν δύναμιν. Παρ’ όλα ταύτα, η τελετή έλαβε χώραν (18 Αυγούστου) χωρίς την παπικήν άδειαν. Η Αικατερίνη έλαβε τα μέτρα της ώστε να εμποδίση το ταχυδρομείον να φέρη μίαν παπικήν απαγόρευσιν. Ο Ερρίκος ωδήγησε την σύζυγόν του εις τας πύλας της Παναγίας των Παρισίων, αλλά δεν εισήλθε μετ’ αυτής εντός της εκκλησίας. Οι Παρίσιοι δεν ήσαν ακόμη άξιοι μιας λειτουργίας. Προσωρινώς εγκατεστάθη με την Μαργαρίταν εις το Λούβρον.
Σπανίως οι Παρίσιοι είχον συνταραχθή από τόσην έξαψιν. Ο Κολινύ, εξακολουθών να πιέζη δι’ απροκάλυπτον βοήθειαν εκ μέρους της Γαλλίας προς τας επαναστατημένας Κάτω Χώρας, επιστεύετο ότι ήτο έτοιμος ν’ αναχωρήση δια το μέτωπον. Μερικοί καθολικοί προειδοποίησαν την Αικατερίνην ότι οι Ουγενότοι εσχεδίαζον νέαν απόπειραν δια να την απαγάγουν μαζί με τον βασιλέα. Τα σφυροκοπήματα των ακμόνων εις όλην την πόλιν απεκάλυπτον την εσπευσμένην κατασκευήν όπλων. Εις το σημείον τούτο, κατά το λέγειν του υιού της Ερρίκου, η Αικατερίνη έδωσε την συγκατάθεσίν της δια την δολοφονίαν του ναυάρχου.
Την 22αν Αύγουστου, καθώς ο Κολινύ εβάδιζεν από το Λούβρον προς την οικίαν του, δύο πυροβολισμοί ριφθέντες εκ τίνος παραθύρου απέκοψαν τον δείκτην της αριστεράς του χειρός και έθραυσαν τον βραχίονά του εις τον αγκώνα. Οι σύντροφοί του εισώρμησαν εις το κτίριον, αλλ’ εύρον μόνον εν καπνίζον αρκεβούζιον˙ ο δολοφόνος είχε διαφύγει από την οπισθίαν θύραν. Ο Κολινύ μετεφέρθη εις την οικίαν του. Ο βασιλεύς όταν επληροφορήθη το γεγονός ανέκραξεν θυμωμένος «Δεν πρόκειται λοιπόν να έχω ποτέ ησυχίαν;» Απέστειλε τον προσωπικόν ιατρόν του, τον Ουγενότον Αμβρόσιον Παρέ, να περιποιηθή τα τραύματα, διέταξε την εγκατάστασιν βασιλικών φρουρών εις την οικίαν του Κολινύ, διέταξε τους καθολικούς να εκκενώσουν τα παραπλεύρως οικήματα και επέτρεψεν εις Ουγενότους να εγκατασταθούν εις αυτά. Η βασίλισσα, ο βασιλεύς και ο αδελφός του Ερρίκος ήλθον να παρηγορήσουν τον τραυματίαν, και ο Κάρολος ωρκίσθη «τρομερώτατον όρκον» να εκδικήση την επίθεσιν. Ο Κολινύ παρεκίνησε και πάλιν τον Κάρολον να εξέλθη εις πόλεμον δια την απόκτησιν της Φλάνδρας. Λαβών αυτόν ιδιαιτέρως, του εψιθύρισε κάποιο μυστικόν.
Όταν η βασιλική οικογένεια επέστρεφεν εις το Λούβρον, η Αικατερίνη επέμεινεν εις τον βασιλέα να της αποκαλύψη το μυστικόν. «Πολύ καλά, λοιπόν, Mort de Dieux» απήντησε, «αφού θέλετε να μάθετε, ο ναύαρχος μου είπε τα εξής: ότι όλη η εξουσία συνετρίβη εις τας χείρας σας και από αυτό θα προκύψη κακόν δι’ εμέ.» Εις κατάστασιν μανίας ο βασιλεύς εκλείσθη εις τα ιδιαίτερα διαμερίσματά του. Η Αικατερίνη εμελέτα δεινά υπό το κράτος φοβέρας μνησικακίας.
Ο Ερρίκος της Ναβάρρας επεσκέφθη τον Κολινύ και συνεζήτησε μέτρα αμύνης. Μερικοί από την ακολουθίαν του ναυάρχου ήθελον να μεταβούν αμέσως και να δολοφονήσουν τους Γκύζ ηγέτας˙ ούτος το απηγόρευσε. «Εάν δεν θ’ απεδίδετο ευρεία δικαιοσύνη», είπον οι Ουγενότοι, «θα το έπραττον ασφαλώς οι ίδιοι.» Ολόκληρον την ημέραν εκείνην, Ουγενότοι περιεφέροντο πέριξ του Λούβρου˙ εις εξ αυτών είπεν εις την βασίλισσαν ότι αν δεν απεδίδετο συντόμως δικαιοσύνη θ’ ανελάμβανον τον νόμον εις τας χείρας των. Ομάδες ενόπλων Ουγενότων διήλθον επανειλημμένως προ του Μεγάρου της Λορραίνης, ένθα διέμενον οι Γκύζ, και εκραύγαζον απειλάς θανάτου. Οι Γκύζ απετάθησαν προς τον βασιλέα δια προστασίαν και ωχυρώθησαν εντός της κατοικίας των. Ο Κάρολος υποπτευόμενος ότι αυτοί είχον μισθώσει τον δολοφόνον, συνέλαβεν αρκετούς εκ των υπηρετών των και ηπείλησε τον δούκα ντε Γκύζ. Ο Ερρίκος και ο αδελφός του, ο δουξ ντ’ Ωμάλ, εζήτησαν άδειαν ν’ αναχωρήσουν εκ Παρισίων˙ αύτη εχορηγήθη˙ ούτοι επροχώρησαν μόνον μέχρι της πύλης του Αγίου Αντωνίου˙ κατόπιν εστράφησαν και επανήλθον κρυφίως εις το Μέγαρον της Λορραίνης.
Την 23ην Αύγουστου συνήλθε το Συμβούλιον δια να εξετάση σχετικώς προς το έγκλημα. Εκ της εξετάσεως προέκυψεν ότι η οικία εκ της οποίας προήλθον οι πυροβολισμοί ανήκεν (αν και δεν κατείχετο) εις την δούκισσαν μητέρα ντε Γκύζ, η οποία είχεν ορκισθή να εκδικήση τον θάνατον του συζύγου της Φραγκίσκου˙ ότι ο δολοφόνος είχε διαφύγει επί ίππου ληφθέντος από τους σταύλους των Γκύζ˙ ότι το όπλον ανήκεν εις ένα εκ των φρουρών του δουκός ντ’ Ανζού. Ο δολοφόνος δεν συνελήφθη ποτέ. Συμφώνως προς μεταγενεστέραν αφήγησιν του Ανζού, αυτός και ο Ερρίκος ντε Γκύζ απεφάσισαν τώρα ότι ο Κολινύ και μερικοί άλλοι Ουγενότοι έπρεπε να φονευθούν. Η Αικατερίνη και μερικά μέλη του Συμβουλίου είχον συγκεντρωθή εις τον Κεραμεικόν οπότε ο πράκτωρ του Ανζού Μπουσαβάν εισώρμησεν εντός της αιθούσης με την πληροφορίαν ότι οι Ουγενότοι εις την κατοικίαν του Κολινύ εσχεδίαζον βιαίαν εξέγερσιν, πιθανώς δια την εσπέραν της επομένης. Εις την αντιπάθειαν της Αικατερίνης δια τον ναύαρχον, εις την οργήν της δι’ εκείνο που της εφαίνετο ως εκμαυλισμός του βασιλέως να εκφύγη εκ της καθοδηγήσεώς της, εις την, πεποίθησίν της ότι η πολιτική του πολέμου με την Ισπανίαν θα ήτο ολεθρία δια την Γαλλίαν και την δυναστείαν της, προσετέθη τώρα ο φόβος ότι η ζωή της διέτρεχεν άμεσον κίνδυνον και ότι πάσα εξουσία επρόκειτο εντός ολίγου να περιέλθη εις χείρας του Κολινύ και των φίλων του. Συνεφώνησεν ότι οι ηγέται των Ουγενότων έπρεπε να φονευθούν.
Αλλά η συγκατάθεσις του βασιλέως ήτο επιθυμητή αν όχι αναγκαία˙ αυτός όμως εξηκολούθει ν’ απαιτή την δίωξιν όλων των ενεχομένων εις την απόπειραν κατά του Κολινύ. Περί την δεκάτην εσπερινήν εκείνης της ημέρας, της 23ης Αυγούστου, η βασιλομήτωρ απέστειλε τον κόμιτα ντε Ρέτς να ειδοποιήση τον Κάρολον περί της υποτιθεμένης ανταρσίας. Μετ’ ολίγον η Αικατερίνη και οι σύμβουλοί της περιεστοίχισαν τον νεαρόν μονάρχην, του οποίου η έξαψις τον είχε φέρει τώρα εγγύς της παραφροσύνης. Η Αικατερίνη τον διεβεβαίωσεν ότι τριάκοντα χιλιάδες Ουγενότοι εσχεδίαζον να τον συλλάβουν την επομένην και να τον απαγάγουν εις κάποιο προτεσταντικόν φρούριον, όπου θα ήτο αιχμάλωτος και ανίσχυρος˙ μήπως δεν είχον δις προηγουμένως αποπειραθή εν τοιούτον εγχείρημα; Εάν επετύγχανον θα τον εφόνευον υποπτευόμενοι ότι είχε διατάξει ή επιτρέψει την επίθεσιν εναντίον του ναυάρχου.
Προ του εικοσιτριετούς νέου ετέθη το δίλημμα να εκλέξη μεταξύ της ζωής μητρός του και της ζωής των Ουγενότων. Εάν ηρνείτο την συγκατάθεσίν του και οι καθολικοί Παρίσιοι κατέστελλον την στάσιν, θα παρεμερίζετο ως άνανδρος και ανόητος. Ο βασιλεύς αντέστη εις αυτά τα επιχειρήματα˙ ηρώτησε διατί δεν ήρκει να συλληφθούν οι Ουγενότοι ηγέται και να δικασθούν νομίμως˙ οι σύμβουλοι απήντησαν ότι ήτο πολύ αργά δια ν’ αποτρέψουν την στάσιν με τοιαύτην ενέργειαν. Η Αικατερίνη ηπείλησε ν’ αποσυρθή εις την Ιταλίαν και να τον αφήση εις την τύχην του. Τέλος, περί το μεσονύκτιον, εις μίαν κρίσιν νευρικής καταπτώσεως και μανίας, ο Κάρολος εκραύγασε,
Mort de Dieux, εφ’ όσον απεφασίσατε να φονεύσετε τον ναύαρχον, συγκατατίθεμαι! Αλλά τότε πρέπει να φονεύσετε όλους τους Ουγενότους εις την Γαλλίαν, ώστε να μη μείνη κανείς δια να με κατηγορήση……. Φονεύσατέ τους όλους! Φονεύσατέ τους όλους!»
Εκστομίζων βλασφημίας εγκατέλειψε τους συμβούλους και εκλείσθη εις το δωμάτιόν του.
Εάν οι συνωμόται είχον σχεδιάσει να φονεύσουν μόνον ολίγους, επωφελήθησαν τώρα από την τρελλήν διαταγήν του βασιλέως δια να κάμουν την σφαγήν των Ουγενότων όσον το δυνατόν πληρεστέραν. Η Αικατερίνη επέμεινε να προστατεύση τον Ερρίκον της Ναβάρρας˙ ο νεαρός πρίγκιψ Κονδέ-Ερρίκος ο Ιος - και οι Μονμορανσύ εξηρέθησαν ως πάρα πολύ ευγενείς δια να σφαγούν˙ ο χειρουργός Αμβρόσιος Παρέ διεσώθη από τον βασιλέα αλλ’ εστάλη διαταγή εις τους διαμερισματάρχας των Παρισίων να οπλίσουν τους ανθρώπους των και να είναι έτοιμοι προς δράσιν με την κρούσιν των κωδώνων της εκκλησίας την τρίτην πρωινήν της 24ης Αυγούστου, εορτής του Αγίου Βαρθολομαίου.
Εδόθη ελευθερία ενεργείας εις τους Γκύζ να πραγματοποιήσουν την επί μακρόν αναβληθείσαν εκδίκησίν των κατά του ναυάρχου. Ο Ερρίκος ντε Γκύζ έδωσε διαταγήν εις τους αξιωματικούς της πολιτοφυλακής όπως με την κρούσιν των κωδώνων οι άνδρες των φονεύουν οιονδήποτε Ουγενότον που θα εύρισκον. Αι πύλαι της πόλεως θα εκλείοντο δια να εμποδίσουν πάσαν διαφυγήν.
Ενώ ήτο ακόμη νυξ ο Γκύζ ωδήγησεν αυτοπροσώπως τριακοσίους στρατιώτας εις το κτίριον όπου εκοιμάτο ο Κολινύ. Πλησίον του ήσαν ο ιατρός του Παρέ, ο γραμματεύς του Μερλέν και ο υπηρέτης του Νικόλας. Ούτοι εξύπνησαν από τον θόρυβον των βημάτων των στρατιωτών που επλησίαζον˙ ήκουσαν κραυγάς και πυροβολισμούς — οι φρουροί του Κολινύ εφονεύοντο. Εις φίλος ώρμησεν εντός του δωματίου κραυγάζων, «είμεθα χαμένοι!»
Ο ναύαρχος απήντησε, «Έχω προ πολλού προπαρασκευασθή δια τον θάνατον. Σωθήτε. Δεν θέλω εκείνοι που σας αγαπούν να δυνηθούν ποτέ να με κατηγορήσουν δια τον θάνατόν σας. Εμπιστεύομαι την ψυχήν μου εις το έλεος του Θεού.»
Εκείνοι έφυγον. Οι στρατιώται του Γκύζ έθραυσαν την θύραν. Εύρον τον Κολινύ γονυκλινή και προσευχόμενον. Εις στρατιώτης τον διεπέρασεν με το ξίφος του, άλλοι τον εκάρφωσαν με τα εγχειρίδιά των˙ ενώ ήτο ακόμη ζωντανός τον έρριψαν από το παράθυρον εις τον δρόμον εις τους πόδας του Γκύζ. Όταν εβεβαιώθη ότι ο Κολινύ ήτο νεκρός, ο δούξ διέταξε τους άνδρας του να διασκορπισθούν εις τους Παρισίους και να μεταδώσουν το σύνθημα
«Tuez! Tuez!» Φονεύετε! φονεύετε! Ο βασιλεύς το διατάσσει.»
Η κεφαλή του ναυάρχου απεκόπη και εστάλη εις το Λούβρον — μερικοί είπον εις την Ρώμην. Το σώμα παρεδόθη εις τον όχλον, ο οποίος το ηκρωτηρίασεν αγρίως, απέκοψαν τας χείρας και τα γεννητικά του όργανα και τα προσέφερον προς πώλησιν, το υπόλοιπον σώμα το εκρέμασαν από τας πτέρνας.
Εν τω μεταξύ η βασίλισσα, αισθανομένη κάποιαν τύψιν ή φόβον, απέστειλε διαταγήν προς τους Γκύζ να σταματήσουν την σφαγήν˙ ούτοι απήντησαν ότι ήτο πολύ αργά˙ εφ’ όσον εφονεύθη ο Κολινύ, οι Ουγενότοι πρέπει να θανατωθούν, άλλως θα επαναστατήσουν ασφαλώς. Η Αικατερίνη ενέδωσε και διέταξε να κρούσουν οι κώδωνες. Επηκολούθησε τοιαύτη σφαγή, ομοίαν της οποίας αι πόλεις σπανίως εγνώρισαν ακόμη και εις την φρενίτιδα των πολέμων. Ο όχλος εχάρη δια την ελευθερίαν που εδόθη εις τα κατεσταλμένα ένστικτά του να κτυπήση, να προκαλέση πόνον, να φονεύση. Εκυνήγησε και εφόνευσεν από δύο έως πέντε χιλιάδας Ουγενότους και άλλους˙ φόνοι προηγουμένως μελετηθέντες ηδύναντο τώρα να εκτελεσθούν ατιμωρητί. Ταλαιπωρημένοι ή φιλόδοξοι σύζυγοι αμφοτέρων των φύλων εύρον την ευκαιρίαν ν’ απαλλαγούν από ανεπιθυμήτους συντρόφους˙ έμποροι εφονεύθησαν από ανταγωνιστάς˙ συγγενείς βραδύνοντες ν’ αποθάνουν υπεδείχθησαν ως Ουγενότοι από πιθανούς κληρονόμους των. Ο φιλόσοφος Ραμύς εφονεύθη καθ’ υπόδειξιν ενός ζηλοτύπου καθηγητού. Κάθε οικία δια την οποίαν υπήρχε υποψία ότι εστέγαζον Ουγενότους, υπέστη βιαίαν εισβολήν και έρευναν. Ουγενότοι και τα τέκνα των εσύροντο εις τας οδούς και εσφάζοντο˙ έμβρυα εξήχθησαν από τας κοιλίας των νεκρών μητέρων των και συνεθλίβησαν επί των τοίχων. Εντός ολίγου τα καταστρώματα των οδών εγέμισαν πτώματα˙ παιδία έπαιζον επ’ αυτών.
Οι καθολικοί Ελβετοί φρουροί του βασιλέως μετέσχον εις το ανθρωποκυνήγιον και εφόνευον αδιακρίτως από την ευχαρίστησιν και μόνον της σφαγής. Ο δούξ ντε-λα Ροσεφουκώ, ο οποίος είχε παίξει τέννις με τον βασιλέα την προηγουμένην, εφονεύθη από προσωπιδοφόρους, οι οποίοι, όπως υπέθεσεν, είχον έλθει δια να τον προσκαλέσουν δια κάποιαν βασιλικήν διασκέδασιν. Ουγενότοι ευγενείς και αξιωματικοί, οι οποίοι είχον εγκατασταθή εις το Λούβρον ως ακολουθία του βασιλέως της Ναβάρρας, εκλήθησαν εις την αυλήν και εφονεύθησαν ανά εις καθώς προσήρχοντο. Ο ίδιος ο Ερρίκος αφυπνισθείς την αυγήν, εξήλθε δια να παίξη τέννις. Ο Κάρολος τον εκάλεσε μαζί με τον Κονδέ και τους έθεσε το ερώτημα «λειτουργία ή θάνατος;» Ο Κονδέ επροτίμησε τον θάνατον, αλλά εσώθη υπό της βασιλίσσης. Ο βασιλεύς της Ναβάρρας υπεσχέθη συμμόρφωσιν και του επετράπη να ζήση. Η σύζυγός του Μαργαρίτα, κοιμωμένη ανήσυχον ύπνον, αφυπνίσθη από ένα τραυματισμένον Ουγενότον, ο οποίος εισώρμησεν εις το δωμάτιόν της και την κλίνην της. Έπεισε τους διώκτας του να μη τον φονεύσουν.
«Τώρα που γράφω», ανέφερεν ο Ισπανός πρέσβυς «τους φονεύουν όλους, τους γυμνώνουν... μη φειδόμενοι ούτε των παιδίων. Δόξαν να έχη ο Θεός!»
Τώρα που και ο ίδιος ο νόμος έγινεν εκτός νόμου, η λεηλασία ωργίασε και ο βασιλεύς επληροφορήθη ότι μέλη της αυλής του μετέσχον εις την λεηλασίαν της πόλεως. Περί την μεσημβρίαν, μερικοί κατατρομαγμένοι πολίται τον παρεκάλεσαν να σταματήση την σφαγήν και εν μέρος της αστυνομίας της πόλεως προσεφέρθη να βοηθήση δια την αποκατάστασιν της τάξεως. Εξέδωσε διαταγάς να σταματήση η σφαγή˙ έδωσεν εντολήν εις την αστυνομίαν να φυλακίζη Προτεστάντας δια να τους προστατεύση˙ μερικούς εξ αυτών έσωσε˙ άλλοι, κατά διαταγήν του, ερρίφθησαν εις τον Σηκουάναν και επνίγησαν. Επί τι διάστημα η σφαγή εκόπασε. Αλλά την Δευτέραν, εικοστήν πέμπτην του μηνός, μία λευκάκανθα ήνθισεν, εντελώς εκτός εποχής, εις το Κοιμητήριον των Αθώων˙ ο κλήρος εχαρακτήρισε τούτο ως θαύμα˙ οι κώδωνες των εκκλησιών των Παρισίων ήχησαν δια να πανηγυρίσουν το γεγονός˙ ο όχλος εξέλαβε την κωδωνοκρουσίαν ως πρόσκλησιν να επαναλάβη την σφαγήν˙ ο φόνος ανέζησε και πάλιν.
Την εικοστήν έκτην ο βασιλεύς μετέβη επισήμως μετά της αυλής του εις το Ανάκτορον της Δικαιοσύνης, διασχίσας τους πλήρεις πτωμάτων δρόμους, και εβεβαίωσεν υπερηφάνως το Παρλαμέντον των Παρισίων ότι αυτός είχε διατάξει την σφαγήν. Ο πρόεδρος απήντησε με ένα μακρόν συγχαρητήριον λόγον. Το Παρλαμέντον εψήφισεν οι κληρονόμοι του Κολινύ να τεθούν εκτός νόμου, η οικία του εις το Σαντιγιόν να κατεδαφισθή, τα υπολείμματα της περιουσίας του να δημευθούν υπό του δουκός του Ανζού. Την εικοστήν ογδόην ο βασιλεύς, η βασιλομήτωρ και η αυλή επεσκέφθησαν πολλάς εκκλησίας εις ένα θρησκευτικόν εορτασμόν ευχαριστιών δια την λύτρωσιν της Γαλλίας από την αίρεσιν και την διαφυγήν της βασιλικής οικογένειας από τον θάνατον.
Αι επαρχίαι εμιμήθησαν τους Παρισίους κατά τον ερασιτεχνικόν των τρόπον. Εμπνευσθείσαι από ειδήσεις εκ της πρωτευούσης η Λυών, η Ντιζόν, η Ορλεάνη, το Μλπουά, η Τούρ, η Τρουά, το Μω, η Μπούρζ, το Ανζέ, η Ρουένη, η Τουλούζ ωργάνωσαν εξάλλους σφαγάς (24 - 26 Αυγούστου). Ο Ζακ ντε Θου υπελόγισεν 800 θύματα εις την Λυών, 1000 εις την Ορλεάνην. Ο βασιλεύς ενεθάρρυνε και κατόπιν απεθάρρυνεν αυτά τα ολοκαυτώματα. Την εικοστήν έκτην απέστειλε προφορικάς οδηγίας προς διοικητάς επαρχιών να φονεύσουν όλους τους εξέχοντας Ουγενότους˙ την εικοστήν εβδόμην απέστειλε προς αυτούς εγγράφους διαταγάς να προστατεύσουν τους φιλησύχους και νομοταγείς Προτεστάντας. Συγχρόνως έγραψεν εις τον εν Βρυξέλλαις αντιπρόσωπόν του να ζητήση την συνεργασίαν του Άλβα:
Ο δούξ έχει πολλούς από τους στασιαστάς υπηκόους μου εις τας χείρας του και τα μέσα να καταλάβη την Μόνς και να τιμωρήση τους πολιορκημένους εντός αυτής. Εάν σας απαντήση ότι αυτό σημαίνει σιωπηρώς ότι ζητείται από αυτόν να φονεύση αυτούς τους αιχμαλώτους και να σφάξη τους εις Μόνς ευρισκομένους, να του είπετε ότι αυτό πρέπει να κάμη.
Ο Άλβα απέρριψε την αίτησιν. Όταν κατέλαβε την Μόνς, επέτρεψεν εις την γαλλικήν φρουράν ν’ αναχωρήση άθικτος. Ιδιωτικώς κατέκρινε την Σφαγήν του Αγίου Βαρθολομαίου ως ευτελές μέσον διεξαγωγής πολέμου˙ δημοσία, διέταξε πανηγυρισμόν της σφαγής ως θρίαμβον της μόνης αληθούς Χριστιανοσύνης.
Μερικοί εκ των επαρχιακών διοικητών ετήρησαν τους όχλους των υπό πολιτικόν έλεγχον. Δεν έλαβον χώραν φόνοι εις την Καμπανίαν, την Πικαρδίαν ή την Βρεττάνην και πολύ ολίγοι εις την Ωβέρνην, το Λαγκεντόκ, την Βουργουνδίαν ή το Ντωφινέ. Εις την Λυών, πολλοί καθολικοί κατήγγειλαν την σφαγήν, οι δε στρατιώται ηρνήθησαν να λάβουν μέρος εις αυτήν˙ εις την Βιέννην ο επίσκοπος έλαβε τους Προτεστάντας υπό την προστασίαν του και πολλαί καθολικαί οικογένειαι απέκρυψαν κινδυνεύοντας Ουγενότους. Αλλά εις την Τρουά και την Ορλεάνην, οι επίσκοποι έδωσαν πλήρη ελευθερίαν δια την σφαγήν˙ εις το Βορδώ, εις Ιησουίτης ανήγγειλεν ότι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ είχε διατάξει τας σφαγάς και κατεδίκασε την αργοπορίαν των αρχόντων να διατάξουν τας εκτελέσεις. Πιθανώς αι επαρχίαι συνεισέφεραν 5000 θύματα και οι Παρίσιοι περί τας 2000˙ αλλά διάφοροι εκτιμήσεις περί του συνολικού αριθμού κυμαίνονται από 5000 μέχρι 30.000.
Οι καθολικοί εδικαιολόγησαν γενικώς την σφαγήν ως μίαν έκρηξιν αγανακτήσεως και εκδικήσεως μετά πολλά έτη διώξεων των καθολικών εκ μέρους των Ουγενότων. Ο Φίλιππος ο IΙος εγέλασε όταν ήκουσε την είδησιν˙ τώρα δεν θα υφίστατο κίνδυνος παρεμβάσεως της Γαλλίας εις τας Κάτω Χώρας. Ο εν Παρισίοις παπικός νούντσιος έγραψεν εις την Ρώμην˙
«Συγχαίρω την Αγιότητά του εκ βάθους καρδίας διότι ηυδόκησεν η Θεία Μεγαλειότης, κατά την έναρξιν της αρχιερωσύνης του, να κατευθύνη τας υποθέσεις του βασιλείου τούτου τόσον ευτυχώς και τόσον εντίμως και να έχη προστατεύσει τον βασιλέα και την βασίλισσαν μητέρα, ώστε να εξοντώσουν την μολυσμένην ρίζαν με τόσην σύνεσιν και εις τόσον επίκαιρον στιγμήν όταν όλοι οι στατιασταί ήσαν κλεισμένοι εις τον κλωβόν».
Όταν αι ειδήσεις έφθασαν εις την Ρώμην, ο Καρδινάλιος της Λορραίνης, από ασυγκράτητον ευτυχίαν, έδωσεν εις τον κομίσαντα την αγγελίαν χιλίας κορώνας. Μετ’ ολίγον ολόκληρος η Ρώμη είχε φωταγωγηθή˙ κανονιοβολισμοί ερρίφθησαν από τον Πύργον του Αγγέλου˙ οι κώδωνες ήχησαν χαρμοσύνως˙ ο Γρηγόριος ο XIIΙος και οι καρδινάλιοί του παρέστησαν εις επίσημον λειτουργίαν ευχαριστιών προς τον Θεόν δια «την σημαντικήν εύνοιαν που επέδειξε προς τον χριστιανικόν λαόν», η οποία έσωσε την Γαλλίαν και την Αγίαν Έδραν από μέγαν κίνδυνον. Ο πάπας διέταξε να κοπή ειδικόν μετάλλιον εις ανάμνησιν της Ugonotornm strages — της ήττης και της σφαγής των Ουγενότων — και ανέθεσεν εις τον Βαζάρι να ζωγραφίση εις την Σκάλα Ρέγκια του Βατικανού, μίαν εικόνα της σφαγής, φέρουσαν τας λέξεις
Pontifex Colignii necem probat —«Ο Ποντίφηξ εγκρίνει τον φόνον του Κολινύ.
Η Προτεσταντική Ευρώπη εχαρακτήρισε την σφαγήν ως άνανδρον βαρβαρότητα. Ο Γουλιέλμος της Οράγγης είπεν εις τον Γάλλον πρεσβευτην ότι ο Κάρολος ο ΙΧος δεν θα ηδύνατο ποτέ να εκπλύνη το αίμα από τας χείρας του. Εις την Αγγλίαν η Ελισάβετ κατεκλύσθη από αιτήσεις δια εκδίκησιν, επίσκοποι δε τινές την συνεβούλευσαν ότι ο μόνος τρόπος δια να κατευνάση την μανίαν του πλήθους ήτο να θανατώση αμέσως όλους τους καθολικούς που ευρίσκοντο εις τας φυλακάς ως αρνηθέντες να δώσουν τον όρκον της πίστεως˙ τουλάχιστον η βασίλισσα των Σκώτων έπρεπε να εκτελεσθή αμέσως. Η Ελισάβετ συνεκρατήθη. Ενεδύθη με βαρύ πένθος δια να δεχθή τον Γάλλον πρέσβυν και ήκουσε με προφανή δυσπιστίαν τας διαμαρτυρίας του ότι η σφαγή είχεν επιβληθή ένεκα αμέσου συνωμοσίας των Ουγενότων. Αλλ’ εξηκολούθησε να παίζη την Γαλλίαν εναντίον της Ισπανίας και να χρονοτριβή με την υπόθεσιν του γάμου της με τον Αλανσόν, τον δε Νοέμβριον συγκατετέθη να γίνη ανάδοχος της θυγατρός του Καρόλου του ΙΧου.
Η Αικατερίνη εξήλθεν από το σφαγείον εύθυμος και ανανεωμένη˙ ο βασιλεύς ήτο τώρα και πάλιν υποτελής της, το δε ουγενοτικόν πρόβλημα εφαίνετο ότι είχε λυθή. Είχεν απατηθή. Παρ’ όλον ότι πολλοί Γάλλοι προτεστάνται είχον δεχθή την εξωμοσίαν ως εναλλακτικήν λύσιν αντί του θανάτου, αι αλλαξοπιστίαι αυταί απεδείχθησαν παροδικαί˙ εντός δύο μηνών από της σφαγής οι Ουγενότοι ήρχισαν τον Τέταρτον Θρησκευτικόν Πόλεμον. Η Ροσέλ και πολλαί άλλαι πόλεις έκλεισαν τας πύλας των εις τα βασιλικά στρατεύματα και αντέστησαν επιτυχώς εις την πολιορκίαν. Την 6ην Ιουλίου 1573, ο Κάρολος υπέγραψε την Ειρήνην της Ροσέλ, εγγυώμενος εις τους Ουγενότους θρησκευτικήν ελευθερίαν. Πολιτικώς η σφαγή δεν επέτυχε τίποτε.
Και τώρα οι Ουγενότοι διανοούμενοι οι οποίοι μέχρι τούδε εδήλουν πίστιν εις τον βασιλέα, απεστράφησαν με φρίκην από τον Κάρολον τον ΙΧον και ημφισβήτουν όχι μόνον το θείον δικαίωμα των βασιλέων, αλλά και αυτόν τούτον τον θεσμόν της μοναρχίας. Ο Φραγκίσκος Χότμαν, Ουγενότος νομομαθής, είχε καταφύγει εις την Ελβετίαν μετά την σφαγήν˙ μετά εν έτος εδημοσίευσε μίαν εμπαθή επίθεσιν κατά του Καρόλου, De furoribus Gallicis: τα εγκλήματα του βασιλέως τούτου είχον απαλλάξει τον λαόν του από τον όρκον πίστεως˙ ήτο εγκληματίας και έπρεπε να καθαιρεθή. Πριν παρέλθη το έτος, ο Χότμαν εξέπεμψεν εκ Γενεύης το έργον του Franco - Gallia, την πρώτην απόπειραν συνταγματικής ιστορίας κατά τους νεωτέρους χρόνους. Η Γάλλο - Φραγκική μοναρχία, υπεστήριζεν ούτος, ήτο αιρετή˙ ο βασιλεύς ήτο υποκείμενος, μέχρι του Λουδοβίκου του Χίου, εις μίαν εθνικήν συνέλευσιν του ενός είδους ή του άλλου˙ τα ήδη αηδή Παρλαμέντα και αι από μακρού παρημελημέναι Γενικαί Συνελεύσεις ήσαν τα ασθενή κατάλοιπα της εκλογικής αυτής δυνάμεως˙ η δε δύναμις αύτη είχε παραχωρηθή εις αυτά τα σώματα υπό του λαού. «Μόνον εις τον λαόν ανήκει το δικαίωμα να εκλέγη και να καθαιρή βασιλείς.» Εζήτει την περιοδικήν σύγκλησιν της Γενικής Συνελεύσεως˙ μόνον αυτό το σώμα έπρεπε να έχη την εξουσίαν να εκδίδη νόμους και να κηρύττη πόλεμον ή να συνάπτη ειρήνην, να διορίζη εις τα ανώτερα αξιώματα, να κανονίζη την διαδοχήν και να καθαιρή κακούς βασιλείς. Εδώ ευρίσκετο ήδη ο κεραυνός του 1789.
Η ιδία η ζωή καθήρεσε μετ’ ολίγον τον Κάρολον τον ΙΧον. Το αγαθόν και το κακόν εντός αυτού είχον παλαίσει μέχρι του σημείου που εις οργανισμός απ’ αρχής υπονομευμένος, συνετρίβη από την έντασιν. Ενίοτε εκαμάρωνε δια την σκληρότητα και το μέγεθος του εγκλήματος του˙ άλλοτε κατηγορεί τον εαυτόν του διότι είχε συγκατατεθή εις την σφαγήν, αι δε κραυγαί των σφαζομένων Ουγενότων αντήχουν εις τα ώτα του, αφαιρούσαι τον ύπνον του. Ήρχισε να κατηγορή την μητέρα του:
«Ποιος άλλος από σας είναι η αιτία όλων αυτών; Jang de Dieu, σεις είσθε η αιτία όλων αυτών!»
Αύτη παρεπονείτο ότι είχον ένα παράφρονα ως υιόν. Κατέστη μελαγχολικός και σύνοφρυς, αδύνατος και ωχρός. Είχε πάντοτε τάσιν προς την φυματίωσιν˙ τώρα, με την εξασθένησιν της αντιστάσεως του οργανισμού του, αύτη τον κατέστρεψε. Το 1574 έπτυεν αίμα. Την άνοιξιν, αι αιμορραγίαι του έγιναν ισχυρότεραι και είχε πάλιν οράματα των θυμάτων του.
«Τί αιματοχυσία! Τί δολοφονίαι!» εκραύγαζεν εις την νοσοκόμον του. «Ποιαν κακήν συμβουλήν ηκολούθησα! Ω, Θεέ μου, συγχώρησέ με!» «Είμαι χαμένος!».
Κατά την ημέραν του θανάτου του, την 30ην Μαΐου 1574, εκάλεσε τον Ερρίκον της Ναβάρρας, τον οποίον ενηγκαλίσθη με αγάπην. «Αδελφέ», του είπε, «χάνεις ένα καλόν φίλον. Εάν είχον πιστεύσει όλα όσα μου είχον είπει, δεν θα ήσο ζωντανός. Αλλά εγώ πάντοτε σε ηγάπων… Μόνον εις σε έχω εμπιστοσύνην ότι θα φροντίσης δια την σύζυγον και την κόρην μου. Ικέτευε τον Θεόν δι’ εμέ. Χαίρε» Ολίγον κατόπιν απέθανε˙ Δεν ήτο ακόμη είκοσι τεσσάρων ετών.
Κάθε ιερός ναός είναι και ένα κομμάτι του ουρανού επάνω στην γη.
Και όταν είσαι μέσα στον ναό, ήδη βρίσκεσαι στον ουρανό.
Έτσι, όταν ή γη σε συνθλίβει με την κόλαση της, τρέξε στον ναό, μπες μέσα και να, είσαι μέσα στον παράδεισο.
Αν οι άνθρωποι σε ενοχλούν με την κακία τους, να προσφεύγεις στον ναό,
να γονατίζεις μπροστά στον Θεό και Εκείνος θα σε προσλάβει κάτω από την γλυκιά και παντοδύναμη προστασία Του.
Αν πάλι συμβεί να πέσουν επάνω σου ολόκληρες λεγεώνες δαιμόνων, εσύ τρέξε στον ναό,
ανάμεσα στους Αγγέλους, επειδή ό ναός είναι πάντοτε γεμάτος από Αγγέλους και οι Άγγελοι του Θεού θα σε προστατεύσουν από όλα τα δαιμόνια του κόσμου αυτοί και τίποτα δεν μπορούν να σου κάμουν.
ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ (1894-1979) ΕΚΛΟΓΑΙ ΑΠΟ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ, ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ