ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
ΣΥΓΓΡΑΦΗ: ΕΛΕΝΗ ΚΟΝΔΥΛΗ Φιλόλογος, Κατηχήτρια
(Μπορεί να προηγηθεί πολύ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ, για τη ζωή και το μαρτύριο της αγίας Μαρίνας, ώστε να καταλάβουν όλα τα παιδιά την παράσταση που θα ακολουθήσει).
ΠΡΟΣΩΠΑ:
Η αγία Μαρίνα και πέντε φίλες της Χριστιανές, που την επισκέπτονται στο κελί της κρυφά, λίγο πριν το αποκεφαλισμό της.
-ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ
-ΠΑΥΛΑ (μεγαλύτερη από τις άλλες φίλες σε ηλικία, που μαζί με την Αγνή έχει οργανώσει την επίσκεψη στο κελί της Αγίας Μαρίνας)
-ΑΓΝΗ (από τις μεγάλες, φίλη της Παύλας)
-ΘΕΟΔΩΡΑ
-ΚΑΛΛΙΣΤΗ
-ΦΙΛΑΡΕΤΗ
( μπορούν να χρησιμοποιηθούν άλλα δύο πρόσωπα για τις εισαγωγές και την απαγγελία στο τέλος)
+ΧΟΡΩΔΙΑ (αν υπάρχει, αλλιώς τα ίδια πρόσωπα ψάλλουν το Απολυτίκιο)
Α΄ΣΚΗΝΗ
(Κρατητήριο.
Στη σκηνή μπαίνουν σιγά σιγά οι φίλες της νεαρής Μαρίνας. (Πρώτες οι Παύλα και η Αγνή). Περνούν σα να διαβαίνουν από κάποιο κρυφό άνοιγμα και φαίνονται να περπατούν ψηλαφώντας με τα χέρια διστακτικά και ακουμπώντας με την πλάτη σε ένα αόρατο τοίχο πίσω τους. Πατούν στις μύτες, λίγο σκυφτές, φοβισμένες, κοιτώντας γύρω τους με προφύλαξη. Μετά από τις πρώτες δύο κοπέλες (Αγνή και Παύλα), οι οποίες κρατιούνται από το χέρι, έρχονται κι άλλες, μια μια. Μαζεύονται σε μία γωνία της σκηνής.(Προαιρετικά, για να δηλώσουν τα σκοτάδια της φυλακής, κάποιες κοπέλες μπορεί να κρατούν κεριά ή φανάρια.
Οι πρώτες μιλούν ψιθυριστά σε αυτές που μπαίνουν, καθώς οι άλλες τις πλησιάζουν λίγο)
ΑΓΝΗ: Ήρθες, Φιλαρέτη;
ΠΑΥΛΑ: Θεοδώρα, χαίρε!
(Mπαίνει μια τελευταία κοπέλα και απευθύνεται στις άλλες όλες)
ΚΑΛΛΙΣΤΗ: Χαίρετε, αδελφές μου!
ΑΓΝΗ: Ας μείνουμε εδώ, να περιμένουμε μέχρι να έρθει ο φρουρός.
ΦΙΛΑΡΕΤΗ: Του έχετε εμπιστοσύνη;
ΠΑΥΛΑ: Είναι προσήλυτος. Κατηχούμενος. Εύφορο έδαφος στο Λόγο του Χριστού μας. Υποσχέθηκε να μας βοηθήσει να δούμε τη Μαρίνα.
ΑΓΝΗ: Όμως ας είμαστε προσεκτικές! Ησυχία! Όλη η πόλη βουίζει για τη φίλη μας!
ΘΕΟΔΩΡΑ: Πως αρνήθηκε τις απειλές και τις προτάσεις γάμου του ειδωλολάτρη έπαρχου, του Ολύμβριου.
ΦΙΛΑΡΕΤΗ: Την κάλεσε για να την ανακρίνει, γιατί έμαθε πως ήταν Χριστιανή. Και μετά, βλέποντάς τη, θέλησε να την κάνει γυναίκα του. Και τι δεν της έταξε ο Ολύμβριος!
ΠΑΥΛΑ: Και κείνη, σε κάθε λόγο του, απαντούσε ήρεμα, χωρίς φόβο: «Είμαι Χριστιανή!» .Τίποτα άλλο…
ΑΓΝΗ: Ναι, η Αντιόχεια, η Πισιδία ολόκληρη, βουίζει για την ανδρεία της. Τη βασάνισαν τη Μαρίνα. Αλλά εκείνη δεν αρνήθηκε το Χριστό μας. Την χτύπησαν με ραβδιά, την κρέμασαν με το κεφάλι κάτω για ώρες, τη φυλάκισαν!
ΠΑΥΛΑ: Και το χειρότερο! Όταν είδαν πως δεν αλλαξοπιστούσε, πως δεν προσκυνούσε τα είδωλα, της έκαψαν το κορμί με αναμμένες λαμπάδες Πώς θα είναι άραγε; Πώς θα τη δούμε;
ΦΙΛΑΡΕΤΗ: Τρέμω και μόνο που το ακούω! Τι περιμένει τους Χριστιανούς; Κύριε, βάλε το χέρι σου! Αλλά, έχεις δίκιο, για την Μαρίνα θα έπρεπε να ανησυχούμε τώρα, κι όχι για μας τους υπόλοιπους.
ΠΑΥΛΑ: Κι όμως! Η Μαρίνα μας έχει θάρρος απεριόριστο! Ο φύλακας μάς είπε πράγματα φοβερά. Πως στο κελί της τα έβαλε, όχι με απλούς βασανιστές, αλλά με τον ίδιο το Σατανά! Πως της εμφανίστηκε σαν άγριος δράκος , σαν φίδι τεράστιο. Αλλά εκείνη στράφηκε στο Θεό και προσευχήθηκε θερμά. Και ο δράκοντας μεταμορφώθηκε σε μαύρο σκύλο. Η Μαρίνα τότε άρπαξε ένα σφυρί και τον χτύπησε στο κεφάλι και στη ράχη, τον ταπείνωσε! Ας διδαχτούμε από την πίστη της και ας μη δειλιάζουμε! Η Μαρίνα, η μικρή μας φίλη, με τη δύναμη του Θεού, νίκησε τον αρχέκακο όφι!
ΑΓΝΗ: Ελάτε! Ο φύλακας μας κάνει νόημα να προχωρήσουμε! Μπορούμε να τη δούμε στο κελί της…
Β΄ΣΚΗΝΗ
(Το κελί της αγίας Μαρίνας.
Φαίνεται στο βάθος η Μαρίνα. Είναι γονατισμένη, στραμμένη προς την αντίθετη κατεύθυνση από την οποία έρχονται τα κορίτσια. Στάση έντονης αλλά ήρεμης προσευχής. Προσεύχεται γονατιστή, με τα δυο χέρια σφιχτά δεμένα, σταυρωμένα ψηλά, με το βλέμμα καρφωμένο στον ουρανό.
Οι φίλες της μπαίνουν στο κελί.
Μια από τις φίλες φωνάζει:)
ΑΓΝΗ: Μαρίνα!
Η Μαρίνα γυρίζει αργά, τις κοιτάζει ήσυχα. Χαμογελά και το πρόσωπό της φωτίζεται (δε μοιάζει καθόλου δυστυχισμένη, τις υποδέχεται όπως αν έμπαιναν στο δωμάτιό της). Σηκώνεται, και, χωρίς να μιλά, ανοίγει σε όλες την αγκαλιά της. Είναι στη μέση της σκηνής, κοιτάζει το κοινό, και είναι σαν να ανοίγει στο κοινό την αγκαλιά της. Οι φίλες βρίσκονται από τις δυο μεριές χωρίς να έχουν πλάτη στο κοινό. Αγκαλιάζονται. Μετά οι κοπέλες απομακρύνονται λίγο κοιτάζοντάς την σαν παραξενεμένες.
ΠΑΥΛΑ: Μαρίνα! Εσύ είσαι; Θεέ μου, δεν σε βασάνισαν; Δεν σε έκαψαν; Ούτε ένα σημάδι δεν βλέπω στο σώμα ή στο πρόσωπό σου! Πώς είναι δυνατόν; Κύριε των δυνάμεων!
ΜΑΡΙΝΑ: Χαίρετε, αδελφές μου! Καλώς ορίσατε! Σίγουρα μπήκατε εδώ με κίνδυνο. Ησυχάστε, καθίστε, έχετε ειρήνη! Ξαφνιάζεστε που με βλέπετε άθικτη; Ας δοξάσουμε τον Παντοδύναμο για το θαύμα Του! Καλές μου! Δεν είμαι μόνη στα βασανιστήριά τους! Κανένας Χριστιανός δεν είναι μόνος! Θυμηθείτε τους τρεις παίδες στο αναμμένο καμίνι του Ναβουχοδονόσωρα! Είχαν κι έναν τέταρτο μαζί τους!
ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΙΛΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΖΙ: Το Χριστό!
ΜΑΡΙΝΑ: Το Χριστό, ναι! Ο Χριστός μας είναι μαζί μου συνέχεια! Με δυναμώνει και με στηρίζει. Εκείνος θέλησε να γιατρευτούν οι φοβερές πληγές στο σώμα μου. Κι οι βασανιστές δεν ξέρουν τι άλλο να κάνουν. Έχουν απελπιστεί. Όμως πολλοί ειδωλολάτρες έχουν πιστέψει από τότε. Γιατί είδαν το θαύμα του Κυρίου μας πάνω στην ταπεινή Του δούλη.
ΘΕΟΔΩΡΑ: Μαρίνα! Εσύ αντιμετώπισες τον ίδιο το Διάβολο! Δε φοβήθηκες;
ΜΑΡΙΝΑ: Φοβήθηκα πολύ! Αλλά στράφηκα στην προσευχή. Και έτσι δεν τον αντιμετώπισα μόνη μου. Ο Χριστός άκουσε την προσευχή μου και Εκείνος ήταν που τον νίκησε τον διάβολο. Ο Χριστός δεν μας είπε «Σας δίνω τη δύναμη να πατάτε επάνω όφεων και σκορπίων»; Μας έδωσε τη δύναμη να πατάμε το διάβολο στο κεφάλι!
ΘΕΟΔΩΡΑ: Είναι τρομαχτικό! Απίστευτα δύσκολο!
ΜΑΡΙΝΑ: Μην τρομάζεις, αδελφή μου. Έχε πίστη, πάντα. Δεν επιτρέπει ο Κύριος δυσκολίες πάνω από τις δυνάμεις μας. Κι έπειτα, τι νομίζετε; Ποιος Χριστιανός δεν έχει πειρασμούς; Ποιος σας είπε πως μάρτυρας είμαι μόνο εγώ; Κάθε Χριστιανός είναι, και πρέπει να είναι, μάρτυρας! Κάθε Χριστιανός αντιμετωπίζει τα μαρτύρια της ψυχής!
Μαρτύριο δεν είναι να πατάμε τον εγωισμό μας κάτω;
Μαρτύριο δεν είναι να μη θυμώνουμε αλλά να λύνουμε με ψυχραιμία και αγάπη τα προβλήματα με τους άλλους;
Μαρτύριο δεν είναι, αδελφές μου, να ζητάμε συγγνώμη όταν πέφτουμε και να γινόμαστε συνέχεια καλύτερες;
Κι ακόμα, μαρτύριο δεν είναι να σταματάμε το κακό σε μας, να μην του επιτρέπουμε να μας νικήσει; Να μένουμε μακριά από τη ζήλια, την οργή, τους κακούς λογισμούς, το ψέμα;
Μαρτύριο δεν είναι να συγχωρούμε τον αμαρτωλό, και μεις οι ίδιες να αποφεύγουμε κάθε αμαρτία;
(Μιλούν τώρα οι άλλες κοπέλες, μια μια)
ΠΑΥΛΑ: Αλήθεια πόσες αμαρτίες μας τριγυρίζουν… Θεάματα που μας αποχαυνώνουν, μας κατευθύνουν σε απαράδεκτα πρότυπα και φθείρουν την ψυχή μας…
ΑΓΝΗ: Διασκεδάσεις χωρίς νόημα, που όλοι οι άλλοι σαν πρόβατα τις ακολουθούν, νομίζοντας πως τους κάνουν και καλό…
ΠΑΥΛΑ: Φιλαρέσκεια που μας κάνει να επιδιώκουμε την επιδερμική ομορφιά και όχι την ωραιότητα της ψυχής μας.
ΘΕΟΔΩΡΑ: Απληστία, φιλαυτία που μας κάνει να ξεχνάμε τους φτωχούς και όσους έχουν ανάγκη…
ΚΑΛΛΙΣΤΗ: Κι ο κόσμος γύρω μας υλικός, άδικος, μπερδεμένος… Κόσμος χωρίς ελπίδα και αξίες…
ΜΑΡΙΝΑ: Μαρτύριο δεν είναι λοιπόν, αδελφές μου, να διατηρούμε την αγνότητά μας, τη σεμνότητα, την απλότητα, την καθαρή σκέψη, όταν οι άλλοι παρασύρονται; Να αγωνιζόμαστε να δώσουμε το καλό παράδειγμα, όταν μας ειρωνεύονται για την πίστη μας; Να βλέπουμε τους συνανθρώπους μας με ακακία, με αγάπη πάντα; Να βλέπουμε στους άλλους την εικόνα του Θεού, ακόμα και όταν μας διώκουν, μας προσβάλλουν, επιδιώκουν να μας κάνουν κακό;
ΠΑΥΛΑ: Συγκρίνονται όμως αυτά με τα μαρτύριά σου Μαρίνα;
ΜΑΡΙΝΑ: Είναι ο δρόμος του Θεού να γίνεσαι καλύτερος , να ενώνεσαι μαζί Του. Να κάνεις το θέλημά Του. Να φέρνεις την ειρήνη Του, να αγιάζεις το όνομά Του.
Τόσο στο μαρτύριο και στη φυλακή, όσο και στην καθημερινή ζωή.
Αγαπημένες μου αδελφές, Χριστιανές της Αντιόχειας! Φεύγοντας από εδώ, με τη δύναμη του Χριστού, αντισταθείτε στο κακό όπως και εγώ. Ενωθείτε όσο μπορείτε με τον Κύριο, μέσα στην Εκκλησία και στα Μυστήρια. Μελετήστε το Λόγο Του. Γίνετε άξιες σύζυγοι, μητέρες, ασκήτριες, ιεραπόστολοι! Φέρτε στον κόσμο το μήνυμα της σωτηρίας! Εμείς οι Χριστιανοί είμαστε το μικρό προζύμι που θα ζυμώσει το ψωμί της αγιότητας για την οικουμένη ολόκληρη!
(Η ατμόσφαιρα έχει αλλάξει. Οι κοπέλες χαμογελούν. Κοιτάζουν με θάρρος μπροστά ή ψηλά).
ΑΓΝΗ : Αχ, Μαρίνα, η ψυχή μας αναγάλλιασε που σε ακούσαμε!
ΠΑΥΛΑ: Ήρθαμε να σε στηρίξουμε και πήραμε εμείς δύναμη!
ΘΕΟΔΩΡΑ: Νιώθω τώρα μεγάλη χαρά μέσα μου! Έχουμε και εμείς ένα έργο, έναν αγώνα…
ΜΑΡΙΝΑ: Καθημερινό αγώνα!
ΚΑΛΛΙΣΤΗ: Και εσύ, Μαρίνα;
ΜΑΡΙΝΑ: Εμένα, φίλες μου, η καρδιά μου ξεχειλίζει από ευφροσύνη! Το κελί μου είναι ο τόπος της μεγαλύτερης χαράς που γνώρισα. Ξέρω πως σε λίγο θα με θανατώσουν. Το μαρτύριό μου, η θεραπεία μου, θα γίνει κήρυγμα Χριστιανισμού σε όλη την Πισιδία. Δεν τους συμφέρει να συνεχιστεί άλλο αυτό. Θα βρουν κάποιο μέσο. Δεν τα κατάφεραν με τη φωτιά, θα χρησιμοποιήσουν το τσεκούρι.
Και ανυπομονώ!
ΚΑΛΛΙΣΤΗ: Ανυπομονείς;
ΜΑΡΙΝΑ: Ναι, ανυπομονώ να βρεθώ κοντά στο Νυμφίο μου. Στον αγαπημένο μου Χριστό! Να βρεθώ αιώνια κοντά Του! Μην παραξενεύεστε. Ο χριστιανικός θάνατος δεν είναι θάνατος. Είναι γέννηση. Και ζωή αιώνια στη Βασιλεία. Τώρα κάνουμε τους αγώνες μας. Καθένας κατά τη δύναμή του. Στον ουρανό μας περιμένουν τα στεφάνια και τα βραβεία.
ΠΑΥΛΑ: Ο φύλακας μας κάνει νόημα να βιαστούμε! Έρχονται! Χαίρε Μαρίνα!
(όλες την αποχαιρετάνε): Χαίρε Μαρίνα!
ΜΑΡΙΝΑ: Στο καλό, Χριστιανές γυναίκες! Γη ευλογημένη που θα βλαστήσει τα δέντρα του Παραδείσου! Χαίρετε και μη φοβάστε! Χαίρετε, γιατί βρήκατε το πολύτιμο μαργαριτάρι. Ό, τι πιο πολύτιμο μπορεί ο άνθρωπος να βρει στη ζωή του: Το Χριστό μας!
(Οι κοπέλες φεύγουν τρέχοντας.
Η Αγία μένει να κοιτάει μπροστά χαμογελώντας.
Μετά φεύγει και αυτή αργά).
Ακολουθεί
1. ΜΙΚΡΟΣ ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ για το τέλος της αγίας Μαρίνας και
2. Απαγγελία της απόδοσης του Απολυτίκιου της Αγίας στα Νέα Ελληνικά από κάποιο παιδί
3. Το Απολυτίκιο της αγίας Μαρίνας από Χορωδία.
Απόδοση του Απολυτίκιου της Αγίας Μαρίνας (απαγγελία):
Μνηστεύθηκες το Χριστό και Λόγο του Θεού, Μαρίνα ένδοξη,
Και γι’ αυτό εγκατέλειψες κάθε σχέση με τα επίγεια αγαθά,
Και αγωνίστηκες αγώνα λαμπρό ως άξια παρθένα.
Γιατί πάτησες στο κεφάλι με δύναμη τον αόρατο εχθρό που σου εμφανίστηκε, και βγήκες νικήτρια.
Τώρα πηγάζεις στον κόσμο ως δώρα τις θεραπείες.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ
Ψάλλει ΧΟΡΩΔΙΑ:
Μνηστευθεῖσα τῷ Λόγῳ, Μαρίνα ἔνδοξε, τῶν ἐπιγείων τὴν σχέσιν πᾶσαν κατέλιπες, καὶ ἐνήθλησας λαμπρῶς ὡς καλλιπάρθενος· τὸν γὰρ ἀόρατον ἐχθρὸν κατεπάτησας στερρῶς ὀφθέντα σοὶ, Ἀθληφόρε. Καὶ νῦν πηγάζεις τῷ κόσμῳ τῶν ἰαμάτων τὰ χαρίσματα.
Ευσπλαχνία για την κτίση, τα ζώα, τα φυτά…
«Μια αρκούδα, ιδιαίτερα, συνήθιζε να έρχεται τακτικά προς τον όσιο Σέργιο του Ραντονέζ (1314-1392) . Βλέποντας ο όσιος ότι το ζώο ερχόταν μόνο για να βρει λίγη τροφή, τοποθετούσε ένα μικρό κομμάτι ψωμί πάνω σε ένα κούτσουρο κι έτσι η αρκούδα έμαθε να έρχεται για το γεύμα που τής είχε προετοιμαστεί.
Τον πρώτο καιρό ο όσιος δεν είχε ποικιλία τροφών, παρά μόνο ψωμί και νερό από την πηγή κι αυτά σε πολύ μικρή ποσότητα. Πολύ συχνά δεν υπήρχε ούτε ψωμί και τόσο ο όσιος όσο και η αρκούδα έμεναν νηστικοί. Μερικές φορές ο όσιος, για να μην απογοητεύσει την αρκούδα, τής έδινε ακόμη και το μοναδικό του μερίδιο.
Ας μη δυσπιστήσει κανένας με τη συμφιλίωση αυτή, γιατί όταν το άγιο Πνεύμα κατοικήσει σε έναν άνθρωπο όλα τα δημιουργήματα του υποτάσσονται, όπως συνέβαινε πριν την παρακοή και στον Αδάμ…» (Η Βηβαϊδα του Βορρά, Πέτρου Μπότση σελ. 41)
«Αγαπάτε τη δημιουργία του Θεού και στην ολότητά της μα και στο κάθε της κομματάκι. Αγαπάτε το κάθε φυλλαράκι, στην κάθε αχτίδα του Θεού. Αγαπάτε τα ζώα, αγαπάτε τα φυτά, αγαπάτε το κάθε τι. Όταν θα αγαπήσεις το κάθε τι, θ’ ανακαλύψεις μέσα σ’ αυτά τα πράγματα το μυστικό του Θεού. Και μια και θα το ανακαλύψεις, θα το κατανοείς όλο και πιο πολύ με την κάθε μέρα που θα περνάει. Και στο τέλος θ’ αγαπήσεις όλο τον κόσμο με μια ακέραια, παγκόσμια αγάπη.
Ν’ αγαπάτε τα ζώα. Ο Θεός τους έδωσε λίγη νοημοσύνη και ασυννέφιαστη χαρά. Μην την καταστρέφετε λοιπόν, μην τα βασανίζετε, μην αφαιρείτε τη χαρά τους, μην πάτε ενάντια στη σκέψη του Θεού. Άνθρωπε, μην επαίρεσαι αντίκρυ στα ζώα: αυτά είναι αναμάρτητα μα εσύ μ’ όλο σου το μεγαλείο ρυπαίνεις τη γη με την εμφάνισή σου και αφήνεις πίσω τα σαπρά σου ίχνη». (Ντοστογιέβσκη, Αδελφοί Καραμαζώφ, τόμ. Β σελ. 253)
«Όταν βρισκόμασταν στην Αλεξάνδρεια, στο Ένατο σημείο, επισκεφθήκαμε το μοναστήρι του αββά Ιωάννη, του Ευνούχου, για ψυχική ωφέλεια. Βρήκαμε κάποιον άνδρα που είχε γεράσει μένοντας στο μοναστήρι περίπου ογδόντα χρόνια, και που ήταν ελεήμονας, τέτοιος που άλλο δεν είχαμε δει όχι μόνο προς τους ανθρώπους αλλά και προς τα άλογα ζώα.
Τι έκαμνε λοιπόν ο γέροντας; άλλο έργο δεν είχε παρά μόνον αυτό. Κάθε πρωί που σηκωνόταν πήγαινε και έδινε τροφή σ’ όλα τα σκυλιά που υπήρχαν μέσα στη λαύρα, παρόμοια έβαζε σεμιγδάλι στα μικρά μυρμήγκια, σιτάρι στα μεγάλα, έβρεχε και παξιμάδια και τα έριχνε στις αυλές, για να φάνε τα πετεινά.
Ζώντας έτσι δεν άφησε στο μοναστήρι του ούτε πόρτα, ούτε παράθυρο, ούτε παραθυράκι, ούτε κανδήλι, ούτε πιάτο, και για να μη μακρυγορώ αναφέροντας τα όλα, δεν άφηνε τίποτα από τα επίγεια και ούτε κράτησε πότε και έστω και μια ώρα, ούτε αντικείμενα αξίας, ούτε χρήματα, ούτε ρούχα, αλλ’ όλα τα έδινε σ’ εκείνους που τα είχαν ανάγκη, καταβάλλοντας κάθε φροντίδα μόνο για τα μελλοντικά αγαθά». (Λειμωνάριο, εκδ. ΕΠΕ σελ. 184)
«Αν ο νους του δεν είναι στον Χριστό, δεν δουλεύει η καρδιά του, γι’ αυτό δεν αγαπάει ούτε τον Χριστό ούτε τον συνάνθρωπό του, πόσο μάλλον τη φύση, τα ζώα, τα δένδρα, τα φυτά. Έτσι όπως κινείσθε που να φθάσετε να έχετε επικοινωνία με τα ζώα, με τα πουλιά! Αν πέση κανένα πουλί από την σκέπη, θα το ταϊσετε. Αν δεν πέση από την σκέπη, δεν σκέφτεσεθε να το ταϊσετε.
Εγώ βλέπω τα πουλιά, λέω «θέλουν τάισμα, τα καημένα», ρίχνω ψίχουλα κ.λ.π., βάζω νεράκι να πιούν. Βλέπω άρρωστα κλαδιά στα δένδρα, αμέσως σκέφτομαι να τα κόψω, για να μην κολλήσουν και τα άλλα. Ή χτυπάει μια πόρτα, ένα παράθυρο, πάει εκεί ο νους μου. Θα ξεχάσω τον εαυτό μου, αν μου χρειάζεται κάτι, αλλά θα κοιτάξω την πόρτα, το παράθυρο, να μη σπάση, να μη γίνει καμμιά ζημιά. Παρεμπιπτόντως σκέφτομαι για μένα.
Και αν κανείς σκέφτεται και πονάει για τα δημιουργήματα, πόσο μάλλον θα σκέφτεται τον Δημιουργό τους! Αν δεν κινήται έτσι ο άνθρωπος, πώς θα συντονισθή με τον Θεό;» (Γέροντος Παϊσίου Λόγοι Β σελ. 33)
«Αναφέρει ο Γέρων Σωφρόνιος για τον αγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη:
Ιδού, εν πράσινον φύλλον επί του δένδρου, και σύ απέσπασες αυτό άνευ ανάγκης. Αν και δεν είναι αμαρτία, όμως, πώς να ειπώ, προκαλεί τον οίκτον, η καρδία, ήτις έμαθε να αγαπά, λυπείται και το φύλλον και πάσαν την κτίσιν… Όντως ήτο καταπληκτική αφ’ ενός μεν η προς πάσαν κτίσμα ευσπαλχνία αυτού (του οσίου Σιλουανού), περί ης δυνατόν να συμπεράνωμεν εκ της διηγήσεως αυτού, πόσον πολύ έκλαυσε δια την «τραχύτητα αυτού προς την κτίσιν», ότε «άνευ ανάγκης» εφόνευσε μυϊάν τινα, ή ότε έρριψε ζεστόν ύδωρ εις νυκτερίδα κατοικήσαν εις τον εξώστην του καταστήματος αυτού, ή πως «ελυπήθη την κτίσιν και παν πάσχον δημιούργημα», ότε καθ’ οδόν είδεν άντικρυς όφιν κατακεκομμένον… Περί των ζώων και των θηρίων εσκέπτετο ότι είναι «γη», εις την οποίαν δεν πρέπει να προσκολλάται ο νους του ανθρώπου… Ο άνθρωπος δεν πρέπει να έχη πάθος προς τα ζώα, αλλά μόνον καρδίαν οικτίρουσαν παν δημιούργημα». (Αγκαλιά με τον εαυτό μας, Ντέμη Σταυροπούλου σελ. 55)
«Θλιβότανε για τον πόνο των άλλων (ο γέροντας Ιάκωβος) και δε λυπότανε για τον δικό του. Είναι χαρακτηριστικό, ότι τον άκουσαν, στο βαρύ χειμώνα, που ιδιαίτερα υπέφερε πολύ, να μιλάει σε ένα πουλάκι:
-Πόσο σε λυπάμαι που κρυώνεις. Εγώ φοράω κάλτσες, έχω σκεπάσματα και θέρμανση. Αχ, να μπορούσα να σας μάζευα όλα τα πουλάκια σ’ ένα δωμάτιο, να σας έριχνα και τροφή και να σας είχα και θέρμανση… Αλλά βλέπετε με φοβόσαστε…
Κατόπιν είδε το πουλάκι που έχωνε το κεφαλάκι του στα φτερά του και συνέχισε:
-Έχει φροντίσει και για σας ο Θεός… Σας έχει δώσει τα φτερά…» (Ιάκωβος Τσαλίκης, Στυλιανού Παπαδοπούλου, σελ. 163)
Προσευχή με εύσπλαχνη καρδιά
«Από το βιβλίο: Περιπέτειες ενός προσκυνητή
Ρώσος χωρικός: «Όταν… προσευχόμουν με όλη μου την καρδιά», γράφει, «το κάθε τι γύρω μου φαινόταν τόσο όμορφο και θαυμαστό. Τα δένδρα, το γρασίδι, τα πουλιά, η γη, ο αέρας, το φως φαίνονταν να μου λένε πως υπάρχουν για χάρη του ανθρώπου, πως μαρτυρούν την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο, πως το καθετί αποδεικνύει την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο, πως όλα τα πράγματα προσεύχονται στο Θεό και Τον εξυμνούν. Κι έτσι έφτασα στο σημείο να καταλάβω αυτό που Η Φιλοκαλία αποκαλεί, «γνώση της ομιλίας κάθε κτίσματος»… Αισθάνθηκα μια πυρωμένη αγάπη για τον Ιησού Χριστό και για όλα τα κτίσματα του Θεού» (Η εντός ημων βασιλεία, Καλλίστου Ware 39).
«Ο ίδιος Γέροντας Ιερώνυμος έλεγε: «Εγώ θυσιάζω τον εαυτό μου για όποιον προσεύχομαι. δεν μπορώ να προσεύχομαι και να μη θυσιάζω από τον εαυτό μου. Θεωρώ πως η προσευχή εκείνη που γίνεται χωρίς να ματώνει η καρδιά από αγάπη και πόνο, δεν φτάνει στο Θεό. Γι’ αυτό λιώνω στην προσευχή και δεν έχω αντοχή μετά να μιλήσω σε άνθρωπο». (Διδαχές Γερόντων, πρεσβ. Διονυσίου Τάτση σελ. 32)
«Ο Άγιος Σιλουάνος προσηύχετο συχνά ως εξής: -Ω Κύριε, δώσε μου δάκρυα, για να κλαίει η ψυχή μου ημέρα και νύκτα από αγάπη για τον αδελφό!» (Αθωνικό Γεροντικό, Ιωαννικίου Κοτσώνη σελ. 298)
Ευσπλαχνία για τα πάντα
«Και τι είναι καρδία ελεήμων; Και είπε:
Καρδία ελεήμων είναι να καίγεται η καρδιά υπέρ όλης της κτίσεως, δηλαδή υπέρ των ανθρώπων και των όρνεων και των ζώων και των δαιμόνων και υπέρ παντός κτίσματος, από τη θύμηση και τη θεωρία των οποίων τρέχουν από τα μάτια δάκρυα και από την πολλή συμπάθεια και την ελεημοσύνη μικραίνει η καρδιά του ελεήμονος και δε μπορεί να υποφέρει να δει ή να ακούσει κάποια βλάβη ή κάτι λυπητερό να γίνεται στην κτίση.
Γι΄ αυτό και υπέρ των αλόγων ζώων και υπέρ των εχθρών της αληθείας και υπέρ εκείνων, που τον βλάπτουν, εύχεται την κάθε ώρα με δάκρυα, όπως τους φυλάξει ο Θεός και τους ελεήσει. Επίσης εύχεται και υπέρ των ερπετών από την πολλή του ελεημοσύνη, η οποία κινείται στην καρδιά του χωρίς μέτρο, κατά ομοίωση του Θεού» (άγιος Ισαάκ ο Σύρος).
«Οι πόνοι της αγάπης είναι γλυκύτεροι από όλες τις άλλες απολαύσεις» (Ντρυντέν)
«Η υπηρέτρια είδε τον κύριό της μία ημέρα να δίνει σε έναν ζητιάνο τη μάλλινη φανέλα του που είχε αγοράσει την παραμονή.
- Μα τέλος πάντων, κύριε, ήταν ανάγκη να δώσεις στο ζητιάνο τη φανέλα που αγόρασες μόλις χθες; Μπορούσες να είχες δώσει την παλιά.
Και ο πονετικός και φιλεύσπλαχνος κύριος τής έδωσε μια υπέροχη απάντηση:
- Ο δυστυχής αυτός είναι αρκετά πλούσιος σε κουρέλια. Ήταν περιττό να τού προσθέσουμε και ένα άλλο» (Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας)
«Η ανάγκη για στενή ανθρώπινη επαφή μπροστά στο θάνατο περιγράφεται με σπαρακτικό τρόπο σε μια πρόσφατη παρουσίαση ενός νέου έργου της Anna Deavere Smith, που λέγεται Let Me Down Easy (Άφησέ με απαλά). Στο έργο αυτό ένα από τα πρόσωπα είναι μια αξιοθαύμαστη γυναίκα η οποία φροντίζει παιδάκια της Αφρικής που έχουν προσβληθεί από το Έιτζ.
Στο καταφύγιό της δε μπορεί να προσφέρει και πολλή βοήθεια. Τα παιδιά πεθαίνουν κάθε μέρα. Όταν τη ρωτάνε τι κάνει για να ανακουφίσει τον τρόμο των ετοιμοθάνατων παιδιών, απαντάει με δύο φράσεις: «Δεν τα αφήνω ποτέ να πεθάνουν μόνα τους στα σκοτεινά και τους λέω, ‘Θα είσαι πάντα εδώ μαζί μου μέσα στην καρδιά μου’» (Ιρβιν Γιάλομ, Στον κήπο του Επίκουρου, σελ. 142)
«έλεγε ο αββάς Αγάθων: «Αν ήταν δυνατόν να βρω κάποιον λεπρό και να τού δώσω το σώμα μου και να πάρω το δικό του, θα μου ήταν ευχάριστο. Γιατί αυτή είναι η τελεία αγάπη» (Είπε Γέρων, σελ. 37)
Να πονάς και να πενθείς για τους κακούς & το κακό
«Αναφέρει ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης: «ήταν φοβερή η εποχή. Συνέλαβαν από τα βουνά κάποιον αντάρτη -τον ξέρουν οι παλαιοί Κοζανίτες- και δεμένο τον έσερναν μέσα στην πόλη. Κάποιοι άνανδροι Κοζανίτες, που όταν εκείνος ήταν στα πράγματα κάθονταν κλαρίνο μπροστά του, τώρα βλέποντάς τον σαν χτυπημένο σκυλί να τον μεταφέρουν στην πόλη, τον έφτυναν. Αυτός ήταν εχθρός μου, επανειλημμένως επιχείρισε να με σκοτώσει. Τον πιάσανε , λοιπόν, και σε άθλια κατάσταση τον έριξαν στη φυλακή. Όταν το έμαθα στενοχωρήθηκα. Πήγα στις φυλακές για να τον δω. Οι υπεύθυνοι των φυλακών δεν με άφηναν να μπω.
- Σε αυτόν έρχεσαι και του φέρνεις φαγητό; Όχι φαγητό, αλλά δηλητήριο να τού δώσεις, μου είπαν.
- Όπως ερχόμουν σε εσάς και έφερνα φαγητό στη φυλακή και όχι δηλητήριο, το ίδιο θα κάνω και σε αυτόν τον φυλακισμένο, τούς απάντησα.
Με άφησαν και μπήκα. Όταν άνοιξε η πόρτα και με είδε, έκλαψε. Ήταν σε άθλια κατάσταση. Και είπε: Πάτερ Αυγουστίνε, εσύ ήλθες να με δεις! Ούτε η γυναίκα μου ούτε τα παιδιά μου δεν με επισκέφτηκαν. Τώρα πιστεύω ότι υπάρχει Χριστός!» (Ο ήχος των θεϊκών βημάτων, αρχ. Ιωάννου Κωστώφ, σελ.25-26)
«Μου έλεγε κάποια μέρα ο Γέρων Πορφύριος: έρχονται σε μένα καμιά φορά και αγόρια και κορίτσια. Τα καημένα τα παιδιά και τι δεν έχουν κάνει, όλες τις αμαρτίες τις σαρκικές τις έχουν κάνει, μα εγώ τα αγαπώ» (Ανθολόγιο Συμβουλών, Γέροντος Πορφυρίου σελ. 321)
«έχουμε ένα άλλο παράδειγμα κάποιου που επέστρεψε από το Buchenwald (στρατόπεδο συγκέντρωσης Γερμανών). Αυτός όταν τον ρώτησαν, για τα όσα τράβηξε εκεί, είπε ότι τα παθήματά του δεν μπορούσαν καθόλου να συγκριθούν με τη θλίψη που ένιωθε μέσα του για εκείνους τους αξιολύπητους νεαρούς Γερμανούς, οι οποίοι ήταν τόσο σκληροί. Και ότι αυτή η σκέψη, για την κατάντια των ψυχών τους, δεν τον άφηνε καθόλου να ησυχάσει.
Δεν ανησυχούσε για τον εαυτό του, αν και είχε μείνει εκεί τέσσερα ολόκληρα χρόνια, ούτε για τους αμέτρητους ανθρώπους οι οποίοι υπέφεραν και πέθαιναν γύρω του. Αλλά ήταν ανήσυχος για την ψυχική κατάσταση των βασανιστών. Εκείνοι που υπέφεραν ήταν κοντά στο Χριστό, οι εγκληματίες όμως ήταν μακριά του! (αρχιεπ. Antony Bloom, Ζωντανή Προσευχή, σελ. 28)
ΤΑ ΔΥΟ ΔΑΚΡΥΑ
Από τη γη δυο δάκρυα: θερμά μαργαριτάρια,
Ανέβηκαν και στάλαξαν στου Πλάστου τα ποδάρια.
Κι είπε το πρώτο τρέμοντας εμπρός στο θείο θρόνο
«-Εμένα μ’ έβγαλε η καρδιά για το δικό της πόνο»
Κι ο Πλάστης αποκρίθηκε: «-Ούτε στιγμή μη χάνης!
Σύρε να γίνης βάλσαμο, τον πόνο της να γιάνης».
Κι είπε και τ΄ άλλο τρέμοντας εμπρός στο θείο θρόνο:
«-Εμένα μ΄ έβγαλε η καρδιά για κάποιο ξένο πόνο»!
Κι ο πλάστης αποκρίθηκε: «Εσύ μαζί μου μείνε!
Της ευσπλαχνίας τα δάκρυα, δικά μου δάκρυα είναι». (Ι. Πολέμης)
Από άνθρωπος, απάνθρωπος, θηρίο, διάβολος…
«Όλα είναι υπέροχα, όταν βγαίνουν από τα χέρια του Θεού, και όλα εκφυλίζονται στα χέρια του ανθρώπου» (Ζαν Ζακ Ρουσώ)
«Ο κόσμος είναι κτηνωδία, για αυτούς που σκέφτονται, και τραγωδία, για αυτούς που αισθάνονται» (Οράτιος Γουώλπολ)
«Από το «homo homini res sacra» (ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο πράγμα ιερό) του Σενέκα στο «homo homini lupus» (ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο λύκος)».
«Ο άνθρωπος είναι κατά βάση άγριο, απαίσιο θηρίο. Εμείς τον ξέρουμε μόνο στην κατάσταση του δαμασμού και της εξημέρωσης που ονομάζεται πολιτισμός. Για τούτο μας τρομάζουν τα ξεσπάσματα της φύσης του όταν τύχει να εκδηλωθούν. Οποτε όμως και όπου οι φραγμοί και οι αλυσίδες της έννομης τάξης πέφτουν και επικρατεί αναρχία, γίνεται αμέσως φανερό τι είναι ο άνθρωπος…» (Σοπενάουερ, εκδόσεις Στιγμή σελ. 30)
«Ο Φον Σίραχ, που καταδικάστηκε στη Νυρεμβέργη σε είκοσι χρόνια κάθειρξη, είπε για το Χίτλερ, που όπως είναι γνωστό, εφάρμοσε στην πράξη το Νιτσεϊσμό:
«Ως το 1933 ήταν άνθρωπος,
από το 1933-39 ήταν υπεράνθρωπος
κι από το 1940 ήταν απάνθρωπος». (Με Θεό ή δίχως Θεό, Μιχαήλ Μιχαηλιδη σελ. 100)
«Έλα και γίνε σωστός άνθρωπος, για να μη διαψευσθεί με σένα η ονομασία της φύσεως. Άραγε καταλάβατε καλά αυτό που σας είπα; Είναι, λέγει, άνθρωπος, πολλές φορές όμως άνθρωπος στο όνομα και όχι άνθρωπος στο εσωτερικό φρόνημα.
Γιατί, όταν σε δω να ζεις παράλογα, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι βόδι; Όταν σε δω να αρπάζεις, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι λύκο; Όταν σε δω να πορνεύεις, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι γουρούνι; Όταν σε δω δόλιο, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι φίδι; Όταν σε δω να βγάζεις δηλητήριο από το στόμα σου, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι κόμπρα; Όταν σε δω ανόητο, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι όνο; Όταν σε δω να μοιχεύεις, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι άλογο παθιασμένο από επιθυμία για το θηλυκό; Όταν σε δω απείθαρχο και ασύνετο, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι πέτρα;
Ο Θεός σου χάρισε ευγένεια, γιατί προδίδεις την αρετή της φύσεώς σου; Η Αγ. Γραφή λέγει: «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική μας εικόνα και με τη δυνατότητα να μας μοιάσει». Κατανόησε άνθρωπε, σύμφωνα με την εικόνα ποιού δημιουργήθηκες και μην καταντήσεις στην αθλιότητα των αλόγων ζώων». (Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Ιωάννου Χρυσοστόμου, Χαρώνη Β, κειμενο Νο. 844)
«Δεν ονόμασε ματαίως ο Χριστός τον βασιλέα Ηρώδη αλώπεκα (αλεπού). Γενικά ο χαρακτήρας του Ηρώδη ήταν χαρακτήρας αλεπούς. Εκείνος ήταν ύπουλος όπως η αλεπού, περίφοβος όπως η αλεπού και σκληρός επί των αδυνάτων όπως η αλεπού.
Ο χαρακτήρας πολλών κακών ανθρώπων, τους οποίους αποθανάτισε η ιστορία, εκφράζεται σαφώς δια του χαρακτήρα είτε ενός άγριου ζώου είτε δι’ ενός φοβερού φυσικού φαινομένου – της θύελλας, του χαλαζιού, του λοιμού. Ο χαρακτήρας, αντιθέτως, πολλών αγαθών ανθρώπων τους οποίους αποθανάτισε η ιστορία, εκφράζεται σαφώς δια του χαρακτήρα είτε ενός ηπίου ζώου, είτε δι’ ενός καρποφόρου φυτού, είτε δι’ ενός ευχάριστου και ευεργετικού φαινομένου. «Ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων, γίνεσθε ουν φρόνιμοι ως οι όφεις και ακέραιοι ως αι περιστεραί» (Ματθ. 10, 16)
Η ιστορία σημειώνει μόνον τους επώνυμους εκπροσώπους του καλού και του κακού. Αλλά και όλοι οι άνθρωποι, οι ακολουθήσαντες αυτούς τους επώνυμους εκπροσώπους του καλού και του κακού και οι οποίοι από τους ιστορικούς ωνομάσθησαν αγέλη ή μάζα του λαού – όλοι αυτοί έχουν έκαστος τον χαρακτήρα του». (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Στοχασμοί περί του καλού και του κακού, εκδ. Μεταμορφώσεως Μήλεσι, σελ. 235)
«Ο άνθρωπος είναι μια ύπαρξη με τις πλέον μεγάλες διαστάσεις: εκτείνεται από το διάβολο μέχρι το Θεό, και δύναται να γίνει και Θεός κατά χάρη, και διάβολος κατά την ελεύθερη βούληση του. Μέσα σε κάθε αμαρτία υπάρχει και ολίγον τι του διαβόλου. Δια της φιλαμαρτίας και της εκούσιας και επιμόνου παραμονής εις την αμαρτία, ο άνθρωπος βαθμιαίως διαβολοποιείται, μεταβάλλεται βαθμιαίως εις διαβολάνθρωπο και δημιουργεί θεληματικώς την κόλαση δια τον εαυτό του. Διότι κάθε αμαρτία είναι μια μικρή κόλαση.
Αντιθέτως, μέσα εις την εκκλησία του Χριστού, γίνεται βαθμηδόν θεάνθρωπος κατά χάριν, και κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκτά μέσα εις την ψυχή του τον παράδεισο. Διότι κάθε μια αγία ευαγγελική αρετή είναι μικρός παράδεισος δια την ψυχή». (άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, Ανθρωπος και Θεάνθρωπος σελ. 96)
Τα σπλάχνα του άσπλαχνου Ιούδα! Πράξεις Αποστόλων
Πραξ. 1,15 Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἀναστὰς Πέτρος ἐν μέσῳ τῶν μαθητῶν εἶπεν· ἦν τε ὄχλος ὀνομάτων ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὡς ἑκατὸν εἴκοσιν· (=Και κατά τας ημέρας αυτάς εσηκώθηκε ο Πετρος στο μέσον των μαθητών και είπε· ήσαν δε εκεί συνηθροισμένοι εκατόν είκοσι περίπου πρόσωπα·)
Πραξ. 1,16 ἄνδρες ἀδελφοί, ἔδει πληρωθῆναι τὴν γραφὴν ταύτην ἣν προεῖπε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ στόματος Δαυΐδ περὶ Ἰούδα τοῦ γενομένου ὁδηγοῦ τοῖς συλλαβοῦσι τὸν Ἰησοῦν, (=“άνδρες αδελφοί, έπρεπε να εκπληρωθή ακριβώς η προφητεία της Γραφής, την οποίαν προείπε το Πνεύμα το Αγιον με το στόμα του Δαυίδ δια τον Ιούδαν, ο οποίος έγινε οδηγός εκείνων, που συνέλαβαν τον Ιησούν).
Πραξ. 1,17 ὅτι κατηριθμημένος ἦν σὺν ἡμῖν καὶ ἔλαχε τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης. (Η προφητεία λέγει, ότι είχε και αυτός συμπεριληφθή στον αριθμόν μας και έλαβεν εκ μέρους του Θεού ως τιμητικήν δωρεάν, ωσάν θείον λαχνόν, μέρος εις την αποστολικήν αυτήν διακονίαν).
Πραξ. 1,18 οὗτος μὲν οὖν ἐκτήσατο χωρίον ἐκ μισθοῦ τῆς ἀδικίας, καὶ πρηνὴς γενόμενος ἐλάκησε μέσος, καὶ ἐξεχύθη πάντα τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ· (Αυτός μεν, λοιπόν, απέκτησε με τα χρήματα της προδοσίας του κάποιο χωράφι. Και όταν εκρεμάσθη, έπεσε πρηνής κάτω στο χώμα, διερράγη στο μέσον του σώματός του και εχύθηκαν έξω όλα τα σπλάγχνα του»).
Καθολική Επιστολή Ιακώβου:
«Ιακ. 2,13 ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος· κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως. (Μη παρασύρεσθε από από την προσωποληψίαν και φαίνεσθε σκληροί και άσπλαγχνοι απέναντι των πτωχών και ασήμων, διότι η κρίσις του Θεού θα είναι χωρίς έλεος, δι' εκείνον, που δεν έδειξε έλεος προς τους αδελφούς του. Το έλεος και η ευσπλαγχνία κατανικά και εξουδετερώνει την καταδίκην»).
«Ρώτησαν τον φιλόσοφο Στίλπωνα, αν υπάρχει κάτι πιο ψυχρό από ένα άγαλμα.
«Ναι», είπε, «ένας αναίσθητος άνθρωπος». (Αρχαία Ελληνικά ανέκδοτα, Σωκράτη Γκίκα σελ. 30)
«Έλεγαν για τον αββά Σεραπίωνα ότι στην Αλεξάνδρεια συνάντησε έναν φτωχό που έτρεμε από το κρύο, στάθηκε την ώρα εκείνη και συλλογίσθηκε: «Πώς εγώ που έχω την ιδέα ότι είμαι ασκητής φορώ χιτώνα, και αυτός ο φτωχός –καλύτερα ο Χριστός- πεθαίνει από το κρύο; Σίγουρα αν τον αφήσω και πεθάνει, θα κριθώ την ημέρα της κρίσεως ως φονιάς».
Και ξεντύθηκε ως καλός αθλητής και έδωσε το ρούχο που φορούσε στον φτωχό και καθόταν έχοντας στη μασχάλη του το μικρό ευαγγέλιο,που το κρατούσε πάντοτε. Περνώντας από κει αυτός που αποκαλείται ο επί της τάξεως, σαν τον είδε γυμνό, του λέει:
«Αββά Σεραπίων, ποιος σε ξέντυσε;» Βγάζει ο αββάς το μικρό ευαγγέλιο και του λέει: «Αυτός με ξέντυσε».
Σηκώνεται κατόπιν από κει και ανταμώνει κάποιον που κρατούνταν για χρέος από άλλον, γιατί δεν είχε να του το εξοφλήσει. Πουλάει λοιπόν ο αθάνατος Σεραπίων το μικρό ευαγγέλιο και δίνει το χρέος του ανθρώπου που βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Και επέστρεψε στο κελί του γυμνός. Σαν τον είδε ο μαθητής του γυμνό, του λέει: «Αββά, που είναι το κοντό σου κολόβιο;»
Και απάντα ο Γέροντας: «Το έστειλα παιδί μου, εκεί που θα το χρειασθούμε». «Και το μικρό σου ευαγγέλιο –ρωτά ο αδελφός- που είναι;» Κι ο γέροντας αποκρίνεται: «Να παιδί μου, αυτόν που μου έλεγε καθημερινά, πούλησε ό,τι έχεις και δώσε τα στους φτωχούς, αυτόν πούλησα και έδωσα σε φτωχούς, ώστε την ημέρα της Κρίσεως να βρούμε μεγαλύτερη παρρησία ενώπιον του». (Μέγα Γεροντικό τόμος Γ σελ. 417)
Η ευσπλαχνία του Χριστού και των αγίων…
«Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἶδε πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀῤῥώστους αὐτῶν.
(=Και όταν εβγήκεν ο Ιησούς από εκεί που έμενεν, είδε πολύν λαόν, επλαγχνίσθη αυτούς και εθεράπευσεν όλους όσοι ήσαν άρωστοι) (Κατά Ματθαίον 14,14)
«Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ εἶπε· σπλαγχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλον, ὅτι ἤδη ἡμέραι τρεῖς προσμένουσί μοι καὶ οὐκ ἔχουσι τί φάγωσι· καὶ ἀπολῦσαι αὐτοὺς νήστεις οὐ θέλω, μήποτε ἐκλυθῶσιν ἐν τῇ ὁδῷ. (=Ο δε Ιησούς επροσκάλεσε τους μαθητάς του και είπε• “σπλαγχνίζομαι τον λαόν αυτόν, ότι τρεις τώρα ημέρας μένουν κοντά μου και δεν έχουν τι να φάγουν. Δεν θέλω δε να τους αφήσω να γυρίσουν εις τα σπίτια των νηστικοί, μήπως και παραλύσουν στον δρόμον και πέσουν από την πείναν”. (Κατά Ματθαίον 15,32)
«ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· (=Μολις δε επλησίασε εις την πύλην της πόλεως και ιδού εγίνετο η εκφορά ενός νεκρού, ο οποίος ήτο μονογενής υιός εις μητέρα χήραν και αποστράτευτον και πολύς λαός με πολλήν συμπάθειαν προς αυτήν παρακολουθούσε μαζή της την κηδείαν. Και όταν την είδε ο Κυριος, την ευσπλαγχνίσθη και της είπε• “μη κλαίεις”) (Κατά Λουκάν ζ 12,13).
«καὶ ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾿ αὐτῇ,… (Και καθώς επλησίασε προς την Ιερουσαλήμ και είδε την πόλιν, ανελύθη εις δάκρυα και λυγμούς δι' αυτήν) (Κατά Λουκάν 19,41)
«Προς Φιλιππησίους Επιστολη Απ. Παύλου 1,8: μάρτυς γάρ μού ἐστιν ὁ Θεός, ὡς ἐπιποθῶ πάντας ὑμᾶς ἐν σπλάγχνοις Ἰησοῦ Χριστοῦ. ( =Διότι είναι μάρτυς μου ο Θεός, πόσον πολύ σας ποθώ και σας αγαπώ με την καρδίαν μου, η οποία ανήκει εξ ολοκλήρου στον Χριστό).
Ἐνδύσασθε οὖν, ὡς ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ ἅγιοι καὶ ἠγαπημένοι, σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ (Προς Κολασσαείς επιστολή Παύλου. γ 12)
Ευσπλαχνία και με ένα βλέμμα
«Ελληνας δημοσιογράφος, που βρέθηκε στην Αμερική, διηγείται τα εξης: Στο υπόγειο του μετρό της Ν. Υόρκης, καθόταν μια κοπέλα σε άθλια κατάσταση, ζητώντας ελεημοσύνη. Ο δημοσιογράφος της πλησίασε. Την κοίταξε με συμπόνοια. Και έδωσε τον οβολό του. «Σ' ευχαριστώ που γύρισες να με κοιτάξεις», του είπε. Προσέξτε: Δεν είπε: «σε ευχαριστώ που μου έδωσες κάτι», αλλά «που γύρισες να με κοιτάξεις». (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Τεστ προσωπικότητας σελ. 17)
Η ευσπλαχνία είναι φυσική αρετή
«Ω του θαύματος, αύτη η κυριωτέρα πασών των αρετών φυσική εστίν» (οσίου Πέτρου Δαμασκηνού)
«Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά Παμβώ: «Γιατί με εμποδίζουν οι δαίμονες να κάνω καλό στον πλησίον μου;» Και ο Γέροντας του λέει: «Μη μιλάς έτσι, γιατί πας να βγάλεις ψεύτη τον Θεό.
Καλύτερα πες: Δεν έχω καθόλου την επιθυμία να σπλαχνίζομαι. Γιατί μας πρόλαβε ο Θεός και είπε: Σας έχω δώσει εξουσία να πατάτε πάνω σε φίδια και σκορπιούς και να κυριαρχείτε πάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού». (Μέγα Γεροντικό τόμος Γ σελ. 139)
«Δεν υπάρχει αγάπη εκεί όπου δεν υπάρχει θέληση» (Γκάντι)
«Τι να πει κανείς; Είναι και μια αγωγή που είχε δοθεί παλιότερα από μερικούς πνευματικούς κύκλους. Χρόνια τώρα θυμάμαι ένα περιστατικό και δεν μπορώ να το ξεχάσω.
Σε ένα βρεφοκομείο υπηρετούσαν αφιερωμένες νοσοκόμες. Σε κάποιο άρρωστο παιδάκι έπρεπε να κάνει ο γιατρός μια εξέταση με ραδιενέργεια και ζήτησε να πάει μια νοσοκόμα να τον βοηθήσει, αλλά δεν πήγε καμία από αυτές, γιατί φοβόνταν μήπως πάθουν τίποτε από την ραδιενέργεια.
Κατ’ αρχάς , αφού ήταν αφιερωμένες, δεν υπήρχε θέμα. Αν σκέφτονταν να παντρευτούν, τότε θα πείραζε. Αλλά και να σκέφτονταν να δημιουργήσουν οικογένεια, πάλι έπρεπε να κάνουν μια θυσία σαν πνευματικοί άνθρωποι που ήταν. Κανονικά, έπρεπε να μαλώνουν ποια να πάει. Και τελικά, έτρεξε να βοηθήσει τον γιατρό μια άλλη, που ούτε πνευματικά ζούσε, άλλα και σκεφτόταν να παντρευτεί, γιατί λυπήθηκε το παιδάκι». (Γέροντος Παϊσίου Λόγοι, τόμος Γ σελ. 108)
Είναι το πιο σπουδαίο από όλα
«Αυτό είναι εκείνο, στο οποίο μπορούμε να μοιάσουμε στο Θεό, η ελεημοσύνη και η ευσπλαχνία, όταν λοιπόν δεν έχουμε αυτή την ομοιότητα, είμαστε στερημένοι από κάθε αρετή.
Δεν είπε ο Κύριος, «αν νηστεύετε, θα είσθε όμοιοι με τον ουράνιο Πατέρα σας», δεν είπε, «αν παρθενέψετε», ούτε είπε» αν προσεύχεσθε, θα είσθε όμοιοι με τον ουράνιο Πατέρα σας», γιατί κανένα από αυτά δεν αναφέρεται στο Θεό, ούτε ο Θεός ασχολείται με κάποιο από αυτά.
Αλλά τι λέγει; «Να είσθε σπλαχνικοί προς τους ανθρώπους, όπως είναι σπλαχνικός προς όλους ο ουράνιος Πατέρας σας». Αυτό είναι το έργο του Θεού».
«Αυτή η τέχνη (της ευσπλαχνίας) είναι ανώτερη από όλες εκείνες.
Το εργαστήριό της έχει κτιστεί στους ουρανούς. Τα εργαλεία της δεν είναι κατασκευασμένα από σίδερο και χαλκό, αλλά από αγαθότητα και καλή διάθεση. Αυτής της τέχνης δάσκαλος είναι ο Χριστός και ο Πατέρας Του.
Γιατί λέγει ο Χριστός: «Γίνεσθε ευσπλαχνικοί, όπως και ο ουράνιος Πατέρας σας». Και το θαυμαστό βέβαια είναι, ότι παρόλο που είναι τόσο πολύ ανώτερη από τις άλλες τέχνες, δεν χρειάζεται ούτε κόπο, ούτε χρόνο, για να την κατορθώσει κανείς, αρκεί να θελήσει, και το παν κατορθώθηκε». (Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Ιωάννου Χρυσοστόμου, Χαρώνη Β. κείμενα Νο 3256, 3257)
Τα Μνημόσυνα και η Θ. Λειτουργία ωφελούν τους νεκρούς
«Περιοριζόμαστε σ’ ένα τέτοιο γεγονός, που αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος:Σ’ ένα μοναστήρι ήταν ένας μοναχός, ονόματι Ιούστος, που έπασχε από τη νόσο της φιλαργυρίας. Αρρώστησε και απέθανε αμετανόητος. Ο ηγούμενος έδωσε εντολή να κάνουν για την ψυχή του, τριάντα συνεχείς Θ. Λειτουργίες. Όταν τελείωσαν οι Θ. Λειτουργίες, ο νεκρός φανερώθηκε μια νύχτα στον κατά σάρκα αδερφό του, ονόματι Καπιόσο.
- Πως είσαι εκεί που βρίσκεσαι; (τον ρώτησε ο Καπιόσος)
- Μέχρι τώρα ήμουν πολύ άσχημα. Τώρα όμως είμαι καλά.
Ο Καπιόσος πήγε στο μοναστήρι. Ανήγγειλε στους μοναχούς το όραμα που είδε. Μέτρησαν μια μια τις ημέρες και βρήκαν, πως την ημέρα που εμφανίσθηκε ο νεκρός, συμπληρώθηκαν οι τριάντα Θ. Λειτουργίες». (Ευεργετινός. Τομ. Β’, σελ. 109).
Οι ψυχές & η συγχώρεση μεταξύ μας
«Ένας μοναχός έφτιαξε αντικλείδι και με αυτό άνοιγε το κελί ενός Γέροντα και του έπαιρνε τα λίγα χρήματα που είχε. Το είδε ο γέροντας και έγραψε ένα σημείωμα, που έλεγε: «κύριε, αδελφέ μου, όποιος και αν είσαι, σε παρακαλώ, δείξε αγάπη και άφησε τα μισά χρήματα για τις ανάγκες μου». Χώρισε λοιπόν τα χρήματα σε δύο ίσα μέρη, κι έβαλε και το σημείωμα. Όμως, και πάλι ο κλέφτης πήρε όλα τα χρήματα, σκίζοντας το σημείωμα.
Μετά δύο χρόνια έρχεται στα πρόθυρα του θανάτου ο κλέφτης μοναχός, μα παιδευότανε και η ψυχή του δεν έβγαινε. Τότε κάλεσε τον Γέροντα και τού λέει:
- Συγχώρεσέ με και προσευχήσου για μένα, Γέροντα. Εγώ ήμουν που σου έκλεβα τα χρήματα. Και του λέει ο Γέροντας.
- Μα, γιατί ευλογημένε δεν το ‘λεγες νωρίτερα; Ωστόσο, προσευχήθηκε ο Γέροντας, κι έτσι ο μοναχός παρέδωσε το πνεύμα του» (Έρως Ερήμου, Μικρό Γεροντικό Δ Π.Β. Πάσχου, εκδ. Ακρίτας σελ. 64)
«Σε περιοχή της Ναυπακτίας Αιτωλ/νίας, ένα ανδρόγυνο, ο Κωνσταντίνος και η Παρασκευή, δεν ζούσε ειρηνικά. Η σύζυγος Παρασκευή απέθανε, χωρίς να συγχωρηθεί με το σύζυγο της. Οπότε φανερώνεται στο σύζυγο της και του λέει: « Δεν συγχωρηθήκαμε. Πήγαινε στον τάφο μου, και πες τρεις φορές: «Παρασκευή, σε συγχωρώ!» (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, ο.π. σελ 136)
«Η κ. Χ. διηγήθηκε κάτι που συνέβη σε συγγενικό της περιβάλλον. Μια γυναίκα-θεία κατηγορούσε συνεχώς και με πάθος τις ανιψιές τις. Έτσι, μια απ’ αυτές, πάνω στην αγανάχτηση της, ξεστόμισε εις βάρος της θείας της κατάρα. «Να μην ξεψυχήσει (είπε), αν δεν την ποτίσω η ίδια νερό με τη χούφτα μου». Η θεία της έφτασε στη δύση του επίγειου βίου τη. Επί δεκαπέντε (!) ημέρες «χαροπάλευε», αλλά δεν ξεψυχούσε. Η ανιψιά (που είπε την κατάρα) κατάλαβε τι έφταιγε. Συγχώρεσε εκ βάθους την ετοιμοθάνατη, της έδωσε νερό με τη χούφτα της, και ευθύς ξεψύχησε εν ειρήνη!» (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Μετά θάνατον σελ. 51)
Πρόγνωση θανάτου προειδοποιήσεις & σημάδια
«Στην Καλαμάτα ένα ανδρόγυνο είχε ένα μικρό παιδί. Μαζί τους ζούσε και ο πατέρας τους. Πέθανε ο πατέρας τους. Οι γονείς έκρυψαν το παιδί τους, για να μην δει τον παππού νεκρό. Εγινε η κηδεία. Και ετάφη ο νεκρός. Το παιδί όμως αναζήτησε τον παππού. Και οι γονείς του για να το καθησυχάσουν, τού είπαν: «Πάει ταξίδι μακριά στην Αθήνα. Θα γυρίσει μετά από ένα εξάμηνο». Ο μικρός ησύχασε προς το παρόν. Αλλά ξαναρωτά: «Πού είναι ο παππούς;» Και έλαβε πάλι την ίδια απάντηση.
Το παιδί αρρώστησε. Και μάλιστα σοβαρά. Μεταφέρθηκε επειγόντως στο νοσοκομείο. Η κατάστασή του κρίσιμη. Και θυμάται τον… παππού! Ξαναρωτά για αυτόν. Και οι γονείς του απαντάνε: «Θα του γράψουμε να έρθει επειγόντως!» Αλλά έλαβαν την απάντηση έκπληξη: «Μην του γράφετε! Θα πάω εγώ να τον βρω!» Τάχασαν οι γονείς! Σαστισμένοι, τον ρωτάνε: «Πότε θα πας;». Και απάντησε ο μικρός: «Σήμερα έχουμε Δευτέρα. Και συνεχίζει: Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σαββάτο, Κυριακή ώρα 1.10 μ.μ. θα πάω να βρω τον παππού!» Πράγματι. Κυριακή ώρα 1.10 μ.μ. ξεψύχησε!... (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Το μεγάλο Σόκ! Σελ. 36-37))
«Στην κυρία Ο. από του Γκούτσε.
Προειδοποιήσεις για τον θάνατο κάποιου προσώπου αναμφισβήτητα υπάρχουν. Και μάλιστα είναι τόσο συχνές και πολυάριθμες που θα μπορούσαμε να τις εκλάβουμε ως κανόνα. Οπωσδήποτε θα έχετε ακούσει για το ότι ραγίζουν τα ποτήρια ή τα τζάμια του παράθυρου ή ότι η φωτογραφία κάποιου νεκρού συγγενή πέφτει σε άλλο σημείο. Και το δικό σας όνειρο για το θάνατο κάποιου πολύ σημαντικού προσώπου είναι ξεκάθαρη προειδοποίηση. Ανάψτε κερί και μοιράστε ελεημοσύνη για την ψυχή του». (αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,Δεν φτάνει μόνο η πίστη, σελ. 304)
Οι νεκροί νοιάζονται για τις ανάγκες μας…
«Έλεγε ο αββάς Σισώης: «όταν ήμουν σε σκήτη με το Μακάριο, ανεβήκαμε να θερίσουμε μαζί εφτά ονόματα, και να μια χήρα σταχομαζώχτρα πίσω μας έκλαιε ασταμάτητα. Φώναξε , ο γέρων τον κάτοχο του χωραφιού και του είπε: Τι έχει αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα και όλο κλαίει; Του απαντά: Στον άνδρα της είχε εμπιστευτεί κάποιος ένα ποσό, αλλά πέθανε ξαφνικά και δεν είπε πού το είχε κρύψει. Θέλει, λοιπόν, τώρα ο κύριος του ποσού να πάρει αυτήν και τα παιδιά της και να τους κάμη δούλους του».
Του λέγει ο Γέρων: «Πες της να έλθει σε εμάς, εκεί όπου αναπαυόμαστε από το λιοπύρι. Και σαν ήλθε η γυναίκα, τής είπε ο γέρων: Γιατί κλαίς έτσι ασταμάτητα! Και απαντά: Στον άνδρα μου εμπιστεύτηκε κάποιος ένα ποσό. Αλλά πέθανε και δεν πρόλαβε να μου πει πού το είχε βάλει. Και τής λέγει ο γέρων: Πάμε να μου δείξεις πού τον έθαψες. Και παίρνοντας τους αδελφούς κοντά του, βγήκε μαζί με εκείνην. Σαν ήλθαν δε στον τάφο, τής είπε ο γέρων: Πήγαινε στο σπίτι σου.
Και αφού προσευχήθηκαν φώναξε ο γέρων το νεκρό και τού λέει: Πού έβαλες το ποσό που σού εμπιστεύθηκαν; «Και εκείνος αποκρίνεται και του λέει: Στο σπίτι μου είναι κρυμμένο, κάτω από το πόδι του κρεββατιού. Και του λέει ο γέρων: Κοιμήσου πάλι έως την ημέρα της αναστάσεως»
(Είπε Γέρων, Το Γεροντικόν, σελ. 150-151)
«Έλεγαν πάλι ότι μια ανύπανδρη κόρη, ευλαβική και αυτή όπως ο πατέρας της, ονόματι Ειρήνη. Σ’ αυτήν, κάποιος γνωστός εμπιστεύτηκε ένα πολύτιμο κόσμημα. Και εκείνη, για να το ασφαλίσει καλύτερα, το έκρυψε στη γη. Ύστερα δε από λίγο, έφυγε από αυτήν εδώ τη ζωή. Ήλθε δε μετά από καιρό εκείνος που της είχε εμπιστευθεί το κόσμημα. Και μη βρίσκοντας τη κόρη, απευθύνθηκε στον πατέρα της, τον Αββά Σπυρίδωνα. Του μιλούσε δε πότε με το κακό και πότε με το καλό.
Λυπημένος λοιπόν ο γέρων για τη ζημία του ανθρώπου εκείνου, πήγε στο μνήμα της θυγατέρας του και παρακαλούσε το Θεό να του δείξει πριν της ώρας της την υποσχεμένη ανάσταση. Και πραγματικά, η ελπίδα του δε διαψεύσθηκε. Γιατί, πάλι ζωντανή η κόρη παρουσιάζεται στον πατέρα της. Και αφού φανέρωσε τον τόπο, όπου ήταν κρυμμένο το κόσμημα, πάλι χάθηκε. Και παίρνοντας ο γέρων το κόσμημα, το έδωσε στον κάτοχο του».
(Είπε Γέρων, Γεροντικό, σελ. 262)
«Η κ. Κων. Κ., κάτοικος Πατρών, τον Ιούνιο του 1997 μού διηγήθηκε: Όταν ήταν μικρή, έμεινε ορφανή από πατέρα. Μεγάλωσε, παντρεύτηκε. Δημιούργησε μια φτωχή οικογένεια. Μια Παρασκευή ημέρα τής εμφανίζεται ο νεκρός πατέρας της και τής λέει: «Την Δευτέρα γίνεται κλήρωση του λαχείου. Πάρε ένα λαχείο με τον αριθμό αυτό:…».
Ξύπνησε. Δεν έδωσε σημασία. Όνειρο ήταν, είπε. Την Δευτέρα διαπίστωσε μετ’ εκπλήξεως πως ο τυχερός αριθμός (που κέρδισε τα εκατομμύρια…) ήταν ο αριθμός που υπέδειξε ο νεκρός πατέρας της» (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Μετά θάνατον σελ. 108-109)
«Ο Αλέξιος Χομιάκοβ, ξαφνικά έχασε τη σύζυγο του, με την οποία ζούσε σε ευτυχέστατο γάμο. Παρόλο που ήταν δυνατός στην πίστη ο Χομιάκοβ έπεσε σε απελπισία εξαιτίας τούτου του χωρισμού. Όμως κάποια νύχτα εμφανίστηκε στον ύπνο του η συγχωρεμένη και του είπε :
«Μην απελπίζεσαι!».
Αυτό ενθάρρυνε πλήρως τον Χομιάκοβ, ώστε συνέχισε και άλλο να μάχεται για την πίστη του Χριστού με την ίδια σφοδρότητα όπως και πριν. Άραγε, δεν είναι κι αυτή επιρροή εκείνου του κόσμου σ’ αυτόν εδώ, από τον Χριστό και μέσω του Χριστού; Και που βρίσκεται το τέλος στον ανεξάντλητο πλούτο τέτοιων παραδειγμάτων, από τα οποία δεν γίνεται να μην βρείτε κι εσείς τουλάχιστον ένα στην δική σας ζωή;»
(αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,Δεν φτάνει μόνο η πίστη σελ. 53)
Γράφει ο Γρηγόριος για τον φίλο του Βασίλειο…
«…Και τώρα εκείνος (ο Μέγας Βασίλειος) είναι εις τον ουρανόν και εκεί προσφέρει τας θυσίας του δι ημάς, καθώς νομίζω, και προσεύχεται δια τον λαόν· εγκαταλείποντας μας δεν μας έχει εγκαταλείψει ολότελα. Και ο Γρηγόριος μισοπεθαμένος και εις τα μισά κομμένος, απεσπασμένος από την μεγάλη συζυγία και σέρνων βίον πονεμένον και όχι καλοτάξιδον, αυτός είναι ο φυσικός δρόμος μακράν από εκείνον, δεν γνωρίζω που θα καταλήξω, έπειτα από την παιδαγωγία εκείνου.
Και τώρα ακόμα με νουθετεί και με σωφρονίζει με εμφανίσεις του κατά την νύκτα, εάν κάποτε πέσω έξω από το πρέπον».
(Γρηγορίου Θεολόγου,Εις Μέγαν Βασίλειον, εκδ. ΕΠΕ τομ. 6 σελ. 267)
«Η Παναγία θαυματουργεί σε προσκυνητές…
Τον φετινό Δεκαπενταύγουστο επισκέφθηκα για προσκύνημα την ιερά Μονή των Ιβήρων. Εκεί ο ευλαβής προσκυνητής κ. Στέργιος Κισκίνης, κάτοικος Σταγείρων Χαλκιδικής, μας διηγήθηκε το ακόλουθο περιστατικό:
«Πριν από εφτά ολόκληρα χρόνια βρισκόμουνα σε ολονύκτια αγρυπνία της μονής και προσευχόμενος μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, που λένε «Πορταΐτισσα» , κάθισα για λίγο στο στασίδι απέναντι από την εικόνα. Εκεί από την κούραση μου ήρθε ένας πολύ ελαφρός ύπνος, τόσο που δεν καταλάβαινα αν κοιμόμουν ή αν ήμουν ξύπνιος. Στην κατάσταση αυτή βρισκόμενος, βλέπω μπροστά μου τη γυναίκα μου Χρυσάνθη, η οποία είχε πεθάνει πριν από 15 και πλέον χρόνια, και μου λέει: « Στέργιο, σήκω και φύγε αμέσως, γιατί το παιδί μας ο Άγγελος χτύπησε σε δυστύχημα».
Εγώ τότε είπα στη γυναίκα μου: «Πώς να φύγω Χρυσάνθη από δω»; Εκείνη μου είπε: «Έλα να πάμε. Έχω το άλογο μπροστά στην εκκλησία της Παναγίας». Την ακολούθησα και καβαλήσαμε στο άλογο. Κάθισε εκείνη στη σέλα, πήρε τα γκέμια και οδηγούσε, και εγώ κάθισα στα καπούλια του αλόγου. Έτσι φτάσαμε στο σπίτι της πεθεράς μου, στη Θεσσαλονίκη.
Μέσα στη κουζίνα βρήκαμε τη μάνα της και η γυναίκα μου τη ρώτησε που έχουν τον Άγγελο. Εκείνη απάντησε πως δεν γνώριζε. Φύγαμε από εκεί και πήγαμε στο σπίτι του πατέρα μου Δημήτριου Κισκίνη. Η γυναίκα μου ρώτησε την πεθερά της: «Μητέρα ο Άγγελος είναι στο σπίτι;» Εκείνη απάντησε αρνητικά. Τότε γυρίσαμε πάλι στο μοναστήρι, όπου ξύπνησα πολύ ταραγμένος από την ολοζώντανη οπτασία αυτή.
Αμέσως έτρεξα στον Πνευματικό παπά-Μάξιμο και, αφού του είπα όσα είδα στο όραμα μου, τον ρώτησα τι να κάνω στην προκειμένη περίπτωση. Εκείνος μου είπε να κάνω όπως με φωτίσει ο Θεός.
Η μέρα είχε φέξει, η Θεία Λειτουργία, μόλις άρχιζε. Βγήκα αναστατωμένος έξω από το μοναστήρι, δεν με χωρούσε ο τόπος. Βλέπω κάτω στην παραλία ένα καΐκι, τρέχω στη θάλασσα. Ήταν ναυλωμένο για την Ιερισσό· εκεί βρήκα ταξί και το μεσημέρι σχεδόν είχα φτάσει στην Θεσσαλονίκη. Πήγα στο σπίτι της πεθεράς μου (Πλάτωνος 27) και τη ρώτησα που βρίσκεται ο Άγγελος και πως χτύπησε.
Η πεθερά μου ξαφνιάστηκε, επειδή ήξερε πως ήμουν στο Άγιο Όρος και με ρώτησε: «Πως το ξέρεις εσύ; Πότε ήρθες; Ποιος σε ειδοποίησε; Ο Άγγελος τώρα το πρωί χτύπησε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα». Της απάντησα ότι ήρθε η κόρη της η Χρυσάνθη και μου το είπε και τη ρώτησα που ήταν το παιδί. Εκείνη δεν ήξερε λεπτομέρειες. Μόνο μου είπε πως είναι στο Δημοτικό Νοσοκομείο βαριά τραυματισμένος.
Φεύγω αμέσως, πηγαίνω στο Νοσοκομείο και βρίσκω εκεί το παιδί μου να το έχουνε βάλει στο γύψο, όπου έμεινε έξι μήνες και στη συνέχεια για ένα χρόνο φορούσε σιδερένιο νάρθηκα, γιατί είχε θλάση του σπονδυλικού αυχένος.
Ότι γλύτωσε το τρίτο αυτό παιδί μου από βέβαιο θάνατο, το θεώρησα θαύμα της Παναγίας της «Πορταΐτισσας» στην οποία προσευχόμουν κείνη την ολονυκτία. Γι’ αυτό γύρισα αμέσως στο Μοναστήρι των Ιβήρων, παρακάλεσα τους πατέρες και κάναμε σαρανταλείτουργο και ευχαρίστησα έτσι την κυρία Θεοτόκο, με την πρεσβεία και την επέμβαση της οποίας σώθηκε το παιδί μου.
(το Γεροντικό από το περιβόλι της Παναγιάς, π. Ανδρέου Θεοφιλόπουλου σελ. 347-350)
Α. Μεταφορά ζωντανών στην άλλη ζωή…
Ενας νέος πόθησε να αφιερώσει τη ζωή του στο Θεό, ακολουθώντας τον ερημικό βίο. Η μητέρα του όμως δεν τον άφηνε κι έκανε ό,τι μπορούσε να τον εμποδίσει.
- Αμαρτάνεις στο Θεό, τής έλεγε συχνά εκείνος, βάζοντας στο δρόμο μου τόσα προσκόμματα. Θέλω να φύγω, να σώσω την ψυχή μου.
Τέλος, με τα πολλά κατάφερε να την πείσει. Εφυγε ευθύς στην έρημο, βρήκε μια καλύβα και έμεινε εκεί να ασκητεύει μόνος. Υστερα από λίγο καιρό πέθανε και η μητέρα του που δεν ήταν καθόλου καλή χριστιανή. Στην αρχή ο νέος ερημίτης πήγαινε καλά, αγωνιζόταν. Με τον καιρό όμως άρχισε να χάνει τον πρώτο ζήλο του. Βαρέθηκε τη μοναξιά, παραμέλησε τα καθήκοντά του που είχε σαν μοναχός και στο τέλος κατάντησε να μη δίνει σημασία για τη σωτηρία του.
Κάποτε αρρώστησε βαριά και λίγο έλειψε να πεθάνει. Ενας αδελφός που από αγάπη τον φρόντιζε, τον είδε να πέφτει εξαντλημένος σε βαθειά λιποθυμία. Ο ίδιος, όπως διηγείτο αργότερα, ένιωσε να χωρίζεται βίαια η ψυχή από το σώμα του και να βυθίζεται στη σκοτεινή άβυσσο της κολάσεως. Εκεί, ανάμεσα στους άλλους κολασμένους, βρήκε τη μητέρα του. Τον είδε και αυτή η δυστυχισμένη και σάστισε.
- Κι εσύ, γιε μου, τού είπε θρηνώντας, σε τούτο τον καταραμένο τόπο της απελπισίας καταδικάστηκες; Πού είναι λοιπόν τα λόγια που μου έλεγες, πως θέλεις να σώσεις την ψυχή σου; Εγινες καλόγηρος, μα δεν την έσωσες.
Τόσο ντροπιάστηκε ο μοναχός από την δίκαιη εκείνη παρατήρηση, που δεν έβρισκε λόγια να δικαιολογηθεί. Ευχόταν τη στιγμή εκείνη να άνοιγε πιο βαθειά ο Αδης να τον κρύψει, παρά να ακούει τον έλεγχο της μάνας του. Στην δύσκολη θέση που βρισκόταν, του φάνηκε πως άκουσε την προσταγή:
- Πάρτε τον πίσω. Τού χαρίζεται λίγη προθεσμία να διορθωθεί.
Υστερα από αυτό ήρθε στις αισθήσεις του. Τρομαγμένος διηγήθηκε στον Αδελφό του όσα είχε δει και ακούσει. Σε λίγες μέρες έγινε καλά από την αρρώστια του, αλλά και ψυχικά αναγεννήθηκε. Κλείστηκε στην καλύβα του και φρόντιζε με φόβο και τρόμο για τη σωτηρία της ψυχής του. Κάθε μέρα έκλαιγε με δάκρυα πικρά, βαθειά μετανοημένος για την περασμένη του αμέλεια.
- Μην κάνεις έτσι, αδελφέ, τού έλεγαν οι γέροντες, θα αρρωστήσεις πάλι από την υπερβολική σου θλίψη.
- Αν δεν υπέφερα, πατέρες μου, τους έλεγε εκείνος, το ντρόπιασμα της μητέρας μου, πώς θα υπομείνω τάχα την καταισχύνη που θα μου κάνει ο Κριτής μπροστά στους αγγέλους, στους δικαίους και σε όλους τους συνανθρώπους μου τη φοβερή στιγμή που θα με κρίνει; Με την μελέτη αυτή ο πρώην αμελής ερημίτης έφτασε σε αγιότητα.
(Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη, σελ. 163-164)
- «Ενας Ρώσος άθεος (που ήθελε να μείνει στην ανωνυμία), δεν πίστευε κι αυτός σε τίποτε, ούτε σε Παράδεισο, ούτε σε Κόλαση. Και απέθανε. Όμως, ο Πανάγαθος Θεός, που επιποθεί την σωτηρία όλων των ανθρώπων (προπαντός των άθεων!..) ενήργησε ως εξής: πήρε την ψυχή του, και την «ξενάγησε» στον άλλο κόσμο. Και είδε, ότι δεν πίστευε. Τον ωραιότατο Παράδεισο και την αγριότατη Κόλαση. Κατόπιν ο Παντοκράτωρ Κύριος «ξαναφύτεψε» την ψυχή στο σώμα, και ο άθεος ζωντάνεψε, κάνοντας στροφή 180˚. Από άπιστος έγινε πιστός Χριστιανός! Και όχι μόνο. Έγινε και μοναχός!!!».
(αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Μετά θάνατον σελ. 17-8)
Μηνύματα από τις ψυχές…
- «Ενας πολύ μορφωμένος άνθρωπος εδώ στην Αθήνα, πνευματικό τέκνο του Γέροντος Πορφυρίου, που για χρόνια, όποιο πρόβλημα και αν είχε, πήγαινε στο Γέροντα ή τού τηλεφωνούσε για να τον συμβουλευτεί, τις ημέρες που εκοιμήθη ο Γέρων Πορφύριος, έλειπε στο εξωτερικό και έτσι δεν πληροφορήθηκε την κοίμησή του.
Όταν λοιπόν επέστρεψε στην Αθήνα, αντιμετώπισε ένα οικογενειακό πρόβλημα και θέλησε να συμβουλευτεί, όπως πάντα, το Γέροντα. Σήκωσε λοιπόν το τηλέφωνο, σχημάτισε τον αριθμό του τηλεφώνου, που ήταν στο δωμάτιο του Γέροντος και ακούει να του απαντά ο ίδιος ο Γέρων Πορφύριος. Αφού τον χαιρέτησε και ζήτησε την ευχή του, τού μίλησε για το πρόβλημά του και τού ζήτησε τη συμβουλή του.
Ο Γέρων Πορφύριος τού είπε τι έπρεπε να κάνει και τι να αποφύγει. Το πνευματικό αυτό τέκνο του, τον ευχαρίστησε και του είπε:
«Θα έρθω, Γέροντα, να σας δω μόλις μπορέσω».
Του λέει τότε ο Γέρων Πορφύριος:
«Να μη με ξαναπάρεις στο τηλέφωνο, διότι έχω αποθάνει».
(Κλείτου Ιωαννίδη, ο Γέρων Πορφύριος σελ. 137-138)
Ιδιότητες της ψυχής…
- «Ερώτηση: Είναι δυνατό κανείς να βλέπει με τις αποκαλύψεις και το θεϊκό φως στην ψυχή;
Απάντηση: Όπως αυτά τα μάτια βλέπουν τον ήλιο, έτσι και αυτοί που έχουν φωτισθεί βλέπουν την εικόνα της ψυχής, αυτά όμως τα βλέπουν λίγοι Χριστιανοί.
Ερώτηση: Έχει μορφή η ψυχή;
Απάντηση: Έχει εικόνα και μορφή που μοιάζει με άγγελο. Όπως οι άγγελοι έχουν εικόνα και μορφή, και όπως ο σωματικός άνθρωπος έχει εικόνα, έτσι και ο εσωτερικός άνθρωπος έχει εικόνα όμοια με άγγελο, και μορφή όμοια με το σωματικό άνθρωπο».
(Οσίου Μακαρίου Αιγυπτίου, εκδ. ΕΠΕ Φιλοκαλία τόμ. 7 σελ. 151)
- […] Την ίδια νύχτα αρκετοί μοναχοί που δεν ήξεραν πως ο Γέροντας Ιωσήφ της Οπτινα είχε ήδη αναπαυτεί, τον είδαν στον ύπνο τους φωτεινό, λαμπρό και χαρούμενο. Με τον ίδιο τρόπο εμφανίστηκε τις επόμενες μέρες σε πολλούς. Κάποιοι τον ρώτησαν:
- Τι έγινε Γέροντα; Αλήθεια πέθανες;
- Όχι, απάντησε εκείνος, δεν πέθανα. Αντίθετα τώρα είμαι τελείως καλά».
(στάρετς Ιωσήφ της Οπτινα, Πέτρου Μπότση σελ. 215)
Επικοινωνούν οι ψυχές και των ζωντανών…
- «Ο δόκιμος Γαβριήλ Χατζηγιώργης στην Καλύβη του «Αγίου Γεωργίου» στα Καυσοκαλύβια έκανε την κατά μόνας προσευχή του, τον λεγόμενο «Κανόνα» και κατά παράδοση, όταν ο Γέροντας βρίσκεται σε ταξίδι, όλοι οι υποτακτικοί του προσεύχονται και γι αυτόν. Πάνω λοιπόν στην προσευχή του αυτή άκουσε και την φωνή του Γέροντα του να του λέγει: «Καλογέρια μου σώστε με! Πεθαίνω».
Το χιόνι έξω είχε περάσει το ένα μέτρο σε ύψος. Ο δόκιμος Γαβριήλ έτρεξε αμέσως στον παράδελφο του και του είπε για ην φωνή που άκουσε. Αυτός αμέσως τον επίπληξε: « Πήγαινε, πλανεμένε να κάνεις τον Κανόνα σου, που άκουσες την φωνή του Γέροντα!» ο Γαβριήλ έκανε υπακοή στον μεγαλύτερο του και γύρισε στο κελί του να συνεχίσει την προσευχή του, αλλά η φωνή του Γέροντα του ακούστηκε πάλι, εντονότερη και επιτακτικότερη αυτή τη φορά:
« Παιδιά μου, βρίσκομαι κοντά στον Σταυρό που είναι στο ζυγό πριν από την Κερασιά και κινδυνεύω. Βοηθήστε με».
Τότε πήγε και πάλι ο Γαβριήλ στο μεγαλύτερο του παραδελφό και του είπε πως άκουσε και πάλι τον Γέροντα να του λέγει που βρίσκεται και πως κινδυνεύει. Ο παράδελφος του επέπληξε για άλλη μια φορά τον Γαβριήλ: «Μα επιτέλους, είσαι τόσο πλανεμένος! Είναι δυνατόν να ακουστεί η φωνή του Γέροντα από τόσο μακριά;».
Τότε ο γαβριήλ εξαναγκάστηκε να του πει: «Πάτερ μου, κάμε το σταυρό σου, δώσε προσοχή και θα ακούσεις και συ τη φωνή». Πράγματι, όταν έδωσε βάση και πίστη στα λόγια του αρχάριου Γαβριήλ, άκουσε κι αυτός την φωνή του Γέροντα τους που ζητούσε βοήθεια. Αμέσως κατασκεύασαν πλεκτά πέδιλα από κλαδιά, για να μην βουλιάζουν στο χιόνι, που είχε περάσει στο ύψος το ένα μέτρο και ξεκίνησαν.
Πέρασαν από ην Κερασιά, πήραν κι από κει ανθρώπους και κατευθύνθηκαν στο μέρος που προσδιόριζε η φωνή του Γέροντα τους, που τους καλούσε απεγνωσμένα να τον βοηθήσουν. Όταν φτάσανε στο Σταυρό μετά από την Κερασιά, εκεί που αρχίζει να κατηφορίζει για τη Σκήτη της Αγίας Άννης, λίγο μετά τον Σταυρό, βρήκαν τον Γέροντα τους λιπόθυμο και πεσμένο στο χιόνι. Είχε εξαντληθεί στην προσπάθεια του να βγάλει τον ανήφορο μέσα στο χιόνι.
Όλοι μαζί, τον παρέλαβαν, τον μετέφεραν στην Κερασιά, όπου του παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες, και έτσι με την προσευχή του Γαβριήλ, που ήταν ακόμα αρχάριος, σώθηκε ο Γέροντας του παπά Νεόφυτος από βέβαιο θάνατο».
(Το Γεροντικόν από το περιβόλι της Παναγιάς, π. Ανδρέου Θεοφιλόπουλου, σελ. 269-270)
Από το Θεό αλλά και από το Διάβολο…
«Μερικές ψυχές φαίνεται ότι έχουν μια φυσική ευαισθησία σε παρόμοιες εμπειρίες, ακόμα και όταν εξακολουθούν να βρίσκονται μέσα στο σώμα.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Μέγας αναφέρει ότι «άλλοτε η ίδια δύναμη των ψυχών με την λεπτότητα της προορά σε κάτι» σε αντίθεση με αυτούς που προβλέπουν το μέλλον μέσω θεϊκής αποκάλυψης. Όμως τα άτομα με τέτοιες ικανότητες πέφτουν πάντοτε σε πλάνη όταν αρχίζουν να ερμηνεύουν ή να καλλιεργούν αυτό το ταλέντο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τον κατάλληλο τρόπο μόνο από άτομα μεγάλης αγιότητας και φυσικά, Ορθόδοξης πίστης.
Ο Αμερικανός «ψυχικός» Έντγκαρ Κέυση είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα των παγίδων που ενέχει η «υπέρ-αισθητική αντίληψη»: από τη στιγμή που ανακάλυψε ότι διέθετε το χάρισμα να κάνει ακριβείς ιατρικές διαγνώσεις σε κατάσταση ύπνωσης, άρχισε να εμπιστεύεται όλα τα μηνύματα που λάμβανε ευρισκόμενος σε αυτή την κατάσταση και κατέληξε να αυτοχρισθεί προφήτης του μέλλοντος, μερικές φορές με θεαματική αποτυχία, όπως στην πρόβλεψη του κατακλυσμού που θα συνέβαινε –και δε συνέβη – στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ το 1969, παρέχοντας αστρολογικές ερμηνείες, και εντοπίζοντας τις «περασμένες ζωές» ανθρώπων στην «Ατλαντίδα» στην αρχαία Αίγυπτο και αλλού. Συνεπώς, οι «φυσικές» εμπειρίες της ψυχής στην περίπτωση που έχει κάποια σχετική ειδική ευαισθησία, ή που έχει απομακρυνθεί από το σώμα – είτε πρόκειται για εμπειρίες «γαλήνης» και τέρψης, φωτός, είτε «υπέρ-αισθητικής αντίληψης» - αποτελούν μόνο την «πρώτη ύλη» της διευρυμένης συνείδησης, παρέχοντας ωστόσο, όπως και πάλι τονίζουμε, ελάχιστες συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τη μεταθανάτια κατάσταση της ψυχής, και πάρα πολύ συχνά οδηγούν τον άνθρωπο στη διαμόρφωση αναξιόπιστων ερμηνειών για τον «άλλο κόσμο», καθώς επίσης και στην άμεση επαφή με τα πεπτωκότα πνεύματα που κυριαρχούν εκεί.
Τέτοιες εμπειρίες ανήκουν όλες στον αστρικό κόσμο και δεν ενυπάρχει σε αυτές τίποτα το πνευματικό ή το ουράνιο ακόμα και όταν η ίδια η εμπειρία είναι πραγματική, οι ερμηνείες που της αποδίδονται είναι αναξιόπιστες».
(π. Σεραφείμ Ρόουζ, Η ψυχή μετά το θάνατο, σελ. 190-191)
- «Εφαρμόζοντας κάποιες από αυτές τις τεχνικές στην πράξη, ανακαλύψαμε ότι μπορούμε να αποκτήσουμε κάποια ιδιαίτερη σχέση με κάποια, ακατανόητα για μας, αλλά οπωσδήποτε πραγματικά όντα. Αυτές οι καινούργιες, μυστήριες γνωριμίες, με τις οποίες κάναμε ολονύχτιες συζητήσεις, εμφανίζονταν με ποικίλους τρόπους. Είτε ως Ναπολέων, είτε ως Σωκράτης ή ως η πρόσφατα αποβιώσασα γιαγιά ενός από τους φίλους μας.
Αυτά τα πρόσωπα μας διηγούνταν πότε- πότε ασυνήθιστα ενδιαφέροντα πράγματα. Και προς απέραντη έκπληξη μας, ήξεραν τα μυστικά καθενός από τους παρόντες.
Αλλά μας τύχαιναν και «αποκαλύψεις» ακόμα και πιο εκπληκτικές. […] ένας από τους φίλους μου, ιδιαίτερα συνεπαρμένος από αυτές τις εμπειρίες, μας έπιασε έναν-έναν και με κόκκινα από την αϋπνία μάτια, μας ρώταγε ψιθυριστά και γεμάτος περιέργεια αν ξέρουμε κάτι για κάποιον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ. Βλέποντας πως δεν είχαμε ακούσει ποτέ κανέναν με αυτό το επώνυμο, ο φίλος μας εξήγησε: « Χθες το βράδυ ρωτήσαμε τον «Στάλιν» ποιος θα κυβερνήσει τη χώρα και μας απάντησε: «κάποιος Γκορμπατσώφ. Θέλω να μάθω τι τύπος είναι!». Μετά από τρείς μήνες ξαφνιαστήκαμε όταν ακούσαμε στις ειδήσεις κάτι που θα μας άφηνε νωρίτερα αδιάφορους: υποψήφιος ανάμεσα στα μέλη του πολίτ μπιρό είχε εκλεγεί ο Μιχαήλ Σεργκέεβιτς Γκορμπατσώφ, πρώην Γραμματέας της τοπικής Επιτροπής του Κ.Κ.Σ.Ε. στη Σταυρούπολη…
Αλλά όσο περισσότερο παθιαζόμασταν με αυτά τα συναρπαστικά πειράματα, τόσο πιο ξεκάθαρα νιώθαμε ότι μας συνέβαινε κάτι ανησυχητικό και φοβερό: μας κυρίευε άνευ λόγου και αιτίας μια ολοένα και πιο ανεξήγητη θλίψη και ένα σκοτεινό αδιέξοδο. Νιώθαμε να χάνονται όλα μέσα από τα χέρια μας. Μας κυρίευε σκληρή απόγνωση.
[…] Εκείνη τη φορά οι φίλοι μου επανέλαβαν τη συνεδρία που είχε διακοπεί την προηγούμενη νύχτα «με την ψυχή του Γκόγκολ». Αυτή η προσωπικότητα προφήτευε πάντα με εξαιρετική παραστατικότητα στο γλωσσικό ιδίωμα των αρχών του 19ου αιώνα. Αλλά σήμερα, για κάποιο λόγο δεν απαντούσε στις ερωτήσεις μας. Παραπονιόταν. Τον ακούγαμε να αναστενάζει, να βασανίζεται, και μας σπάραζε την καρδιά. Διηγούταν πόσο αφόρητα άσχημα ένιωθε. Και το βασικότερο, ζητούσε βοήθεια.
«Μα τι σας συμβαίνει;» απορούσαν οι φίλοι μου.
«Βοηθήστε με! Φοβάμαι, φοβάμαι!..» ικέτευε το μυστήριο ον. «Πόσο ανυπόφορα δύσκολα είναι! Σας εκλιπαρώ. βοηθήστε με!»
[….] «Βοηθήστε, σας παρακαλώ. Μη με εγκαταλείπετε! Φοβερές φλόγες, θειάφι και μαρτύρια …Αχ, είναι ανυπόφορο, βοηθήστε με..»
«Μα, πως; Πως μπορούμε να σας βοηθήσουμε;»
«Στ’ αλήθεια θέλετε να με σώσετε; Είστε έτοιμοι;»
«Ναι, ναι έτοιμοι!» αποκρινόμασταν ένθερμα εμείς.
«Αλλά τι πρέπει να κάνουμε; Αφού είστε σε άλλο κόσμο;».
Η ψυχή σώπασε και απάντησε προσεκτικά:
«Καλοί μου νεαροί! Αν είστε στ’ αλήθεια έτοιμοι να με λυπηθείτε τον καημένο…»
«Φυσικά! Πείτε μας μόνο πως».
«Αχ, αφού είναι έτσι…τότε…τότε θα σας έδινα δηλητήριο…»
Στο άκουσμα αυτών των λόγων πετρώσαμε. Σηκώσαμε το βλέμμα και κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον. Ακόμα και στο φως των κεριών, είδαμε μα πρόσωπα μας άσπρα σαν το πανί. Αναποδογυρίζοντας τις καρέκλες, βγήκαμε από το δωμάτιο τρέχοντας.
Αφού συνήλθα, είπα:
«Τώρα βγαίνει νόημα: Για να τον βοηθήσουμε, χρειάζεται να γίνουμε ίδιοι μ’ αυτόν. Δηλαδή….νεκροί!».
«Ναι», συμφώνησε ο Σάσα Ολκόφ, χτυπώντας τα δόντια του από φόβο. «Θέλει να αυτοκτονήσουμε».
«Εγώ ακόμα και τώρα πιστεύω ότι θα γυρίσω στο δωμάτιο και θα δω στο τραπέζι κάποιο χάπι», πρόσθεσε κίτρινος απ’ τον φόβο του ο Ιβάν Λόσιλιν. «Και φοβάμαι ότι θα με κυριεύσει η παράδοξη παρόρμηση να το καταπιώ. Ή θα θελήσω να πέσω από το παράθυρο… Αυτοί θα μας αναγκάσουν να το κάνουμε».
Δεν μπορέσαμε να κλείσουμε μάτι όλο το βράδυ και το πρωί τρέξαμε στην γειτονική εκκλησία της ιερής εικόνας της Παναγίας του Τιβχίν. Δεν ξέραμε που αλλού να αναζητήσουμε συμβουλή και βοήθεια».
(από το βιβλιο Σχεδόν άγιοι, π. Τύχων Σεβκούνωφ σελ 17-19 (αποσπάσματα))
Απάντηση σε σύγχρονα ξένα ντοκιμαντέρ (BBC, National Geographic κ.α.) και σε σύγχρονα βιβλία και άρθρα διαφόρων «ερευνητών» και «μελετητών», αλλά ποτέ δυστυχώς εγνωσμένου κύρους επιστημόνων θεολόγων και ιστορικών, τα οποία διακρίνονται για την προχειρότητα, την αμάθεια και ημιμάθεια, την πρόκληση εντυπώσεων που μένουν αδιευκρίνιστες και χωρίς κανένα αντίλογο, τις ανακρίβειες, την απουσία παράθεσης σοβαρών επιστημονικών πηγών ή και πηγών γενικώς, την παντελή έλλειψη των επιστημονικών δεδομένων της Θεολογικής και Βιβλικής Αρχαιολογικής επιστήμης, αλλά και της ιστορικής και φιλολογικής κριτικής των κειμένων, και την σκόπιμη και υστερόβουλη απόκρυψη της ιστορικής αλήθειας και τοποθέτηση της συγγραφής των Ευαγγελίων και των βιβλίων της Καινής Διαθήκης δεκαετίες ή και αιώνες ακόμη!!! (έτσι λένε και δείχνουν) αργότερα από τον πραγματικό χρόνο συγγραφής τους.
Σκοπός απώτερος είναι να τα παρουσιάσουν ως ιστορικά αναξιόπιστα και μη αυθεντικά, αφού απέχουν τόσο πολύ χρονικά από τα γεγονότα που περιγράφουν (όσο πιο αργότερα γράφτηκαν, τόσο το καλύτερο για αυτούς) και άρα δεν γράφτηκαν, προφανώς, ούτε από αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες και βεβαίως, εννοείται, ούτε από τους ευαγγελιστές και Αποστόλους, που φέρονται ως συγγραφείς, οι οποίοι όλοι τους είχαν ήδη πεθάνει τις χρονολογίες τις οποίες οι ερευνητές αυτοί αναφέρουν.
Για αποκατάσταση λοιπόν της αλήθειας, παραθέτουμε τις χρονολογίες συγγραφής όλων των βιβλίων της Καινής Διαθήκης στις οποίες συμφωνούν, με μικρές διαφοροποιήσεις ελάχιστων χρόνων, οι περισσότεροι επιστήμονες που ασχολούνται σοβαρά (και όχι ερασιτεχνικά!) με τη βιβλική αρχαιολογία και την κριτική των κειμένων.
Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι ΟΛΑ τα ευαγγέλια γράφτηκαν ελάχιστα χρόνια μετά την Ανάσταση του Χριστού, με το κατά Μάρκον να γράφεται, σύμφωνα με ισχυρά επιχειρήματα, μόλις 15-19 χρόνια αργότερα!!! Επίσης, ΟΛΑ τα βιβλία της Κ.Δ., κατά τον κ. Βούλγαρη, είναι γραμμένα πριν το 70 μ.Χ (άλωση Ιεροσολύμων)!
Όσο για το κατά Ιωάννην, που σκόπιμα τοποθετείται από αυτούς πολύ αργά και δεν θέλουν με τίποτα να γράφτηκε από τον απόστολο Ιωάννη, για να αμβλυνθεί έτσι και να πολεμηθεί η διδασκαλία του Ιωάννη για τη θεότητα του Ιησού Χριστού, που σε αυτό το ευαγγέλιο προβάλλεται εντόνως και ξεκάθαρα, πάλι κάποιοι επιστήμονες το τοποθετούν ακόμη και πριν το 70 μ.Χ., ο κ. Χρήστος Βούλγαρης προτείνει το 65-66 μ.Χ.! άρα βρισκόμαστε χρονολογικά στη γενιά του Ιησού Χριστού! Και οι συγγραφείς και οι αναγνώστες, είναι αυτόπτες και αυτήκοοι του Ιησού Χριστού!
Οταν δηλαδή κυκλοφορούν τα κείμενα αυτά, ζουν οι περισσότεροι από τους σύγχρονους του Χριστού, άρα και οι εχθροί του Φαρισαίοι κ.α., οι οποίοι κάλλιστα θα μπορούσαν να ελέγξουν και να αρνηθούν την αξιοπιστία των γραφομένων, αν ήταν ψευδή ή ανακριβή, κάτι όμως που ουδέποτε έγινε, αν και θα είχαν συμφέρον από αυτό!
(από την Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Χρήστου Βούλγαρη, Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Αθηνών, τόμοι Α΄& Β΄ Εν Αθήναις 2003, όπου και εκτίθενται τα επιχειρήματα γιατί προτείνονται αυτές οι χρονολογίες)
Χρόνος Συγγραφής:
1) Κατά Ματθαίον 55-60 μ.Χ.
2) Κατά Μάρκον 48-52 μ.Χ.
3) Κατά Λουκάν 57-61 μ.Χ.
4) Κατά Ιωάννην 65-66 μ.Χ.
Πράξεις Αποστόλων 62 μ.Χ.
Επιστολές Αποστόλου Παύλου
(κατά χρονολογική σειρά συγγραφής)
1) Α΄προς Θεσσαλονικείς 50 μ.Χ.
2) Β΄προς Θεσσαλονικείς 50-51 μ.Χ.
3) Προς Γαλάτας 53 μ.Χ.
4) Α΄ προς Κορινθίους 56 μ.Χ.
5) Β΄προς Κορινθίους 56 μ.Χ.
6) Προς Ρωμαίους 57 μ.Χ.
7) Προς Εφεσίους 60-62 μ.Χ.
8) Προς Κολοσσαείς 60-62 μ.Χ
9) Προς Φιλιππησίους 60-62 μ.Χ.
10) Προς Φιλήμονα 60-62 μ.Χ.
11) Προς Εβραίους 60-62 μ.Χ.
12) Προς Τίτον 63 μ.Χ.
13) Α΄προς Τιμόθεον 63/64 μ.Χ.
14) Β΄προς Τιμόθεον 65 μ.Χ.
1) Καθολική Επιστολή Ιακώβου 43 - 44 μ.Χ.
2) Καθολική Επιστολή Α΄Πέτρου 63-64 μ.Χ.
3) Καθολική Επιστολή Β΄Πέτρου 64 μ.Χ.
4) Καθολική Επιστολη Α΄Ιωάννου 60-63 μ.Χ.
5) Καθολική Επιστολη Β΄Ιωάννου 60-63 μ.Χ.
6) Καθολική Επιστολη Γ΄Ιωάννου 60-63 μ.Χ.
7) Καθολική Επιστολή Ιούδα 60 μ.Χ.
Αποκάλυψη Ιωάννου 68 μ.Χ.
Ο ευγενικός ζαχαροπλάστης είπε στο κοριτσάκι
Που κοιτούσε επίμονα στη βιτρίνα ένα κουτί με καραμέλες.
-Πάρε όσες χωράει η χούφτα σου.
Η μικρή δίστασε για λίγο κι έπειτα απάντησε:
-Μου τις δίνετε εσείς, σας παρακαλώ;
Το δικό σας χέρι είναι μεγαλύτερο από το δικό μου!
Διαβάζουμε και μελετούμε μέσα στο Λόγο του Θεού
Τις άφθονες υποσχέσεις Του για μας.
Θαυμάζουμε και απορούμε αν στ΄αλήθεια
Μπορούν αυτά να γίνουν πραγματικότητα στη ζωή μας.
Στρέφουμε τα μάτια πάνω μας:
Αδυναμία, πίστη που κάθε τόσο κλονίζεται
Πληγές από τον αγώνα μας με την αμαρτία μέχρι τώρα.
Μετά στρέφουμε τα μάτια γύρω μας:
Ποιος τα ζει όλα αυτά;
Ποιος τα κατάφερε ως τώρα;
Υπάρχει κανείς;
Κι έπειτα έρχεται και ο εχθρός της ψυχής μας και γελάει ξοπίσω μας τρίβοντας τα χέρια του με τις αμφιβολίες μας:
Μην είσαι κουτός, αυτά δεν γίνονται, είναι το τέλειο, το ιδανικό, εσύ δεν το μπορείς.
Τότε είναι ώρα να υψώσουμε τη ματιά προς τον Πατέρα.
Να ζητήσουμε τη δύναμη του Χριστού μέσα μας.
Να δείξουμε τις χούφτες μας, μικρές και αδύναμες, και να του πούμε:
Με το δικό Σου το χέρι να μου τα δώσεις , Κύριε μου, γιατί είναι μεγάλο και δυνατό.
Όπως το κοριτσάκι με τις καραμέλες.
Ο Απόστολος Παύλος έφτανε να καυχιέται με άφθαστη ευχαρίστηση για τις αδυναμίες του
Γιατί ακριβώς τότε φαίνεται η δύναμη του Θεού ολοκάθαρη στη ζωή μας.
Εμπιστέψου Τον απόλυτα.
Όσα έχει γράψει στο Λόγο Του, για μας τά΄γραψε.
Είναι αλήθεια, όχι ανεκπλήρωτα όνειρα.
Είναι βλάσφημο να λέμε πως δεν γίνονται.
Όλα δικά μας με την πίστη.
Κύριε μου, πάρε Εσύ με το χέρι Σου και δώσε μου
Σκέψου Εσύ με το μυαλό Σου και πες μου
Φώτησε Εσύ με το φως Σου και οδήγησέ με.
Εσύ μπορείς, όσα εγώ ούτε να φανταστώ ποτέ δεν μπόρεσα.
αναδημοσίευση από: orthodoxfatherrs
1. Είπε ο αββάς Απολλώς για την υποδοχή των αδελφών:
"Καθώς έρχονται οι αδελφοί, πρέπει να υποκλινόμαστε με σεβασμό, την ώρα εκείνη στον Θεό υποκλινόμαστε και όχι σ΄αυτούς. Γιατί λέει "είδες τον αδελφό σου, είδες τον Θεό σου". Και αυτό, κατά τη μαρτυρία της Γραφής, το έχουμε παραλάβει από τον Αβραάμ. Ακόμη όταν τους υποδέχεσθε, να σπεύδετε μ΄όλη σας την καλή διάθεση να τους αναπαύσετε. Και αυτό το γνωρίζουμε από το παράδειγμα του Λώτ που με την επιμονή του φιλοξένησε τους αγγέλους".
2. Έλεγε ο μακαριστός Επιφάνιος ότι με πάρα πολύ μικρό αντάλλαγμα πουλάει ο Θεός τα αγαθά του σ΄εκείνους πού σπεύδουν να τα αγοράσουν, για ένα κομματάκι ψωμί, ένα τιποτένιο ρούχο, ένα ποτήρι κρύο νερό, έναν οβολό.
Πρόσθετε και τούτο: Όταν ο άνθρωπος δανείζεται από άλλον άνθρωπο, είτε γιατί είναι πολύ φτωχός είτε για να βελτιώσει κάπως τη ζωή του, την ώρα που επιστρέφει το δάνειο εκφράζει βέβαια την μεγάλη του ευγνωμοσύνη, αλλά το εξοφλεί κρυφά, επειδή ντρέπεται. Ενώ ο δεσπότης Θεός ενεργεί αντίστροφα. Δανείζεται κρυφά αλλά τα επιστρέφει ενώπιον αγγέλων, αρχαγγέλων και δικαίων ψυχών.
13. Αδελφός είπε στον αββά Ποιμένα:
- "Εάν δώσω στον αδελφό μου λίγο ψωμί ή κάτι άλλο, οι δαίμονες μολύνουν την πράξη αυτή σαν να γίνεται από ανθρωπαρέσκεια".
Απαντά ο Γέροντας:
- "Κι αν ακόμη γίνεται από ανθρωπαρέσκεια, εμείς θα δώσουμε στον αδελφό ό,τι χρειάζεται".
Και του είπε την εξής παραβολή:
- "Δυο άνθρωποι ήσαν γεωργοί και κατοικούσαν στην ίδια πόλη. Ο ένας απ΄αυτούς έσπειρε και είχε λίγη σοδειά και ακάθαρτη.
Ο άλλος αμέλησε και δεν έσπειρε, γι΄αυτό δεν είχε καθόλου σοδειά. Αν έπεφτε πείνα, ποιος από τους δυο θα είχε να ζήσει;"
- "Αυτός που έβγαλε τη λίγη και ακάθαρτη σοδειά" αποκρίθηκε ο αδελφός.
- "Έτσι λοιπόν κι εμείς -λέει ο Γέροντας- ας σπέρνουμε λίγα, έστω και ακάθαρτα, για να μην πεθάνουμε από την πείνα".
14. Αδελφός επισκέφθηκε τον αββά Ποιμένα μετά από τις δυο πρώτες εβδομάδες της Σαρακοστής.
Εξαγόρευσε τους λογισμούς του και καθώς αναπαύθηκε η ψυχή του, του λέει:
- "Παρά λίγο θα εμπόδιζα τον εαυτό μου να έρθει σήμερα εδώ".
- "Γιατί;" τον ρωτά ο Γέροντας.
- "Σκέφθηκα -του λέει ο αδελφός- μην τυχόν δεν μου ανοίξετε, επειδή είναι η περίοδος της Σαρακοστής".
Και ο αββάς Ποιμήν αποκρίνεται:
- "Εμείς δεν μάθαμε να κλείνουμε την ξύλινη θύρα, αλλά μάλλον τη θύρα της γλώσσας"
15. Παρακάλεσε ο αββάς Θεόδωρος της Φέρμης τον αββά Παμβώ:
- "Πές μου έναν λόγο".
Και με πολλή δυσκολία ο Γέροντας του είπε:
- "Θεόδωρε, πήγαινε και να ΄σαι σπλαχνικός προς όλους. Γιατί η ευσπλαχνία βρίσκει πάντα παρρησία ενώπιον του Θεού".
26. Αδελφός επισκέφθηκε κάποιον αναχωρητή και φεύγοντας του λέει:
- "Συγχώρεσέ με, αββά, γιατί σε εμπόδισα από τον κανόνα σου".
- "Ο δικός μου κανόνας -αποκρίθηκε- είναι να σε αναπαύσω και να σε στείλω ειρηνικό".
27. Κάποιος αναχωρητής έμενε πολύ κοντά σε κοινόβιο και έκανε πολλή άσκηση.
Συνέβη να πάνε κάποιοι στο κοινόβιο και πίεσαν κι αυτόν να φάει εκτός της ορισμένης ώρας του.
Κατόπιν τον ρώτησαν οι αδελφοί:
- "Την ώρα εκείνη δεν στενοχωρήθηκες, αββά;"
Κι εκείνος είπε:
- "Η στενοχώρια η δική μου είναι, αν κάνω το δικό μου θέλημα".
31. Δυο αδελφοί επισκέφθηκαν κάποτε έναν Γέροντα, ο οποίος συνήθιζε να μην τρώει κάθε μέρα. Όταν όμως είδε τους αδελφούς χάρηκε και είπε ότι η νηστεία έχει μισθό, αλλά εκείνος πού τρώει χάριν της αγάπης εκπληρώνει δυο εντολές, μία γιατί παραιτείται από το δικό του θέλημα και άλλη γιατί εφαρμόζει την κατεξοχήν εντολή του Θεού, αναπαύοντας τους αδελφούς.