ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Γ. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΚΔ 1-53
Υπόμνημα στο κατά Λουκάν, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 654-682 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Θφ = Θεοφύλακτος
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας Σγ = Σεβηριανός
Ζ = Ζιγαβηνός Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Η = Ησύχιος Ω = Ωριγένης
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
F. Godet, Commentaire sur l’ Evangile de S. Luc 1888 (σημειώνεται με το g)
M.J. Lagrange. Evangile selon s. Luc, Deuxieme edition Paris 1921 (σημειώνεται με το L)
Alf. Plummer. A critical and exegetical commentary on the Gospel according to S. Luc, Fifth edition (1928) (σημειωνεται με το p)
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by A. Fausset. Τόμ. II (σημειώνεται με το b)
J. Owen, A Commentary on the Gospel of Luc, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
Λουκ. 24,1 Τῇ δὲ(1) μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος(2) ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα(3) φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν(4) ἀρώματα, καί τινες(5) σὺν αὐταῖς.
Λουκ. 24,1 Κατά την πρώτην δε ημέραν της εβδομάδος, ενώ ήσαν ακόμη βαθειά χαράματα, ήλθον στο μνήμα οι γυναίκες με τα αρώματα, που είχαν ετοιμάσει, και μερικαί άλλαι μαζή των.
(1) Το δε ανταποκρίνεται στο μεν του προηγούμενου ημιστιχίου= Ησύχασαν μεν κατά το σάββατο, την πρώτη όμως ημέρα… (p). Το κεφάλαιο έχει διαιρεθεί κακώς, διότι ο παρών στίχος είναι συνέχεια του προηγούμενου (L).
(2) Υπάρχει και η γραφή βαθέως, που μαρτυρείται από όλα τα αλεξανδρινά χειρόγραφα. Αυτό δεν είναι επίρρημα, αλλά γενική του επιθέτου σύμφωνα με την ασυνήθιστη στους μεταγενέστερους και σπάνια και στην Κ.Δ. άγνωστη γραφή (δ). «Όρθρος βαθύς είναι αυτό που λέει ο Ματθαίος «πολύ αργά το σάββατο»· διότι ο βαθύς όρθρος καταλήγει να σημαίνει το ίδιο με το πολύ αργά (της προηγούμενης νύχτας)» (Θφ). Αμέσως μόλις η αργία του σαββάτου τούς επέτρεψε, το ταχύτερο, πριν ακόμη ξημερώσει, έρχονται στο μνημείο. Η αγάπη και ο σεβασμός, τον οποίο έτρεφαν προς τον Ιησού τις αφυπνίζει και τις θέτει σε κίνηση. Ο ζήλος τους παραμένει άσβεστος και για τα αρώματα, τα οποία από το απόγευμα της Παρασκευής, πριν ακόμη αρχίσει το Σάββατο, είχαν αγοράσει με μεγάλη δαπάνη, μολονότι πέρασαν δύο νύχτες, δεν άλλαξαν σκέψεις. Κοιμήθηκαν στο μεταξύ και ξύπνησαν επανειλημμένα, και δεν μετέβαλλαν απόφαση, ώστε να πουν: «Γιατί να γίνει η απώλεια αυτή του μύρου;». Ό,τι πρετοιμάστηκε για τον Ιησού, για αυτόν πρέπει και να χρησιμοποιείται. Και οι ευσεβείς γυναίκες αυτό ακριβώς σκοπεύουν να πράξουν ερχόμενες στο μνημείο.
(3) Αν εξαιρέσουμε τα Μάρκ. ε 3, 5, ιε 46 και Αποκ. ια 9 η λέξη είναι χαρακτηριστική στο Λουκά, αφού συνηθισμένη στην Κ.Δ. είναι η λέξη μνημείο (p).
(4) Είναι κάπως παράδοξο, ότι ο Λουκάς δεν αναφέρει ευθύς εξ αρχής τα ονόματα των γυναικών. Προτιμά να αναφέρει αυτά πιο κάτω πιθανώς διότι τα ονόματά τους βαρύνουν περισσότερο, όταν μαρτυρούν για τα γεγονότα του τάφου (L).
(5) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν τη φράση «καί τινες σὺν αὐταῖς» = και κάποιες άλλες, οι υπόλοιπες δηλαδή που ήταν μαζί με τις τρεις (δ).
Λουκ. 24,2 εὗρον δὲ τὸν λίθον(1) ἀποκεκυλισμένον(2) ἀπὸ τοῦ μνημείου,
Λουκ. 24,2 Ευρήκαν δε τον λίθον, που έκλειε το μνημείον, κυλισμένον πέρα από αυτό.
(1) Ο Λουκάς δεν ανέφερε τίποτα προηγουμένως για το λίθο, αλλά θεωρεί ως δεδομένο και γνωστό, ότι λίθος κυλίστηκε στο στόμιο του μνήματος. Δες Ιω. ια 38 (b).
(2) Και οι τρεις συνοπτικοί χρησιμοποιούν το αποκυλίω για τον λίθο, ενώ ο Ιωάννης γράφει «ηρμένον εκ (=σηκωμένο από)». Το ρήμα δεν συναντιέται πουθενά αλλού στην Κ.Δ. (p). Το ρήμα υποδηλώνει, ότι ο λίθος ήταν μέγας έτσι ώστε μόνο κυλιόμενος μπορούσε να μετακινηθεί από τόπο σε τόπο (ο).
Λουκ. 24,3 καὶ εἰσελθοῦσαι(1) οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ(2).
Λουκ. 24,3 Και όταν εμπήκαν, δεν ευρήκαν το σώμα του Κυρίου Ιησού.
(1) Υπάρχει και η γραφή: εἰσελθοῦσαι δε.
(2) Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο συνδυασμός της λέξης Κύριος με το όνομα Ιησούς, όπως γράφεται παραπάνω, πουθενά αλλού στα ευαγγέλια δεν συναντιέται, ίσως δε και στο Μάρκ. ιστ 19, όπου πάλι πρόκειται για γεγονός που έγινε μετά την Ανάσταση. Είναι όμως συχνός στις Πράξεις και στις επιστολές. Μετά το πάθημα και την Ανάσταση το όνομα Ιησούς υπερυψώθηκε. Δες Φιλιπ. β 9-11
Λουκ. 24, καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι(1) αὐτὰς περὶ τούτου καὶ ἰδοὺ ἄνδρες(2) δύο(3) ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν(4) ἀστραπτούσαις(5).
Λουκ. 24,4 Ενώ δε ευρίσκοντο εις απορίαν δια το γεγονός αυτό και ιδού παρουσιάσθησαν έξαφνα εις αυτάς δύο άνδρες με στολάς, που άστραφταν από λαμπρότητα.
(1) Υπάρχει και η γραφή: απορεῖσθαι. Η πρόθεση «δια» επιτείνει την έννοια του ρήματος.= Ενώ οι γυναίκες βρίσκονταν σε μεγάλη απορία μη μπορώντας να εξηγήσουν το πράγμα αυτό (δ), δηλαδή την αποκύλιση του λίθου και μάλιστα την εξαφάνιση του σώματος του Ιησού (ο). Η σύνταξη είναι εξόχως εβραϊκή (p). Αγαθοί και ευσεβείς Χριστιανοί συχνά απορούν για εκείνο, από το οποίο θα έπρεπε να ενισχύονται και να ενθαρρύνονται.
(2) Για τη λέξη ανήρ (=άνδρας) που χρησιμοποιείται για άγγελο που εμφανίζεται με μορφή άνδρα δες και Πράξ. α 10 και ι 30 (p).
(3) Οι άλλοι δύο συνοπτικοί μιλούν για ένα άγγελο, δεν αποκλείουν όμως και την παρουσία και άλλου αγγέλου. Άλλωστε είναι «διάφορες οι οπτασίες», διότι και διάφοροι όμιλοι γυναικών επισκέφτηκαν σε διαφορετικές ώρες του όρθρου τον τάφο. Δες για αυτό Μάρκ. ιστ 2.
(4) Υπάρχει και η γραφή ἐν ἐσθῆτι ἀστραπτούσῃ.
(5) Μόνο εδώ και στο Λουκά ιζ 24 συναντιέται στην Κ.Δ. το ρήμα αστράπτω (p). = Με στολές αστραφτερές από τη λάμψη του ουρανίου φωτός (δ). Όχι μόνο λευκές, αλλά και λαμπρές που εξέπεμπαν λάμψη γύρω τους. «Εξαιτίας της αγάπης τους στο Χριστό και επειδή έδειξαν ζήλο για αυτό, αξιώθηκαν να δουν αγίους αγγέλους» (Κ), «και με τη λευκή ενδυμασία (των αγγέλων) παρέχονται στα μάτια των γυναικών σημάδια χαράς και γέλιου που αποτελούν και γνωρίσματα της σωτήριας ανάστασης ώστε και από την εμφάνιση να βοηθηθούν να καταλάβουν οι γυναίκες τη χαρά της ανάστασης και να ξεκινήσουν τη γιορτή του Πάσχα μαζί με τους λευκοφορεμένους αγγέλους» (Ε)
Λουκ. 24,5 ἐμφόβων(1) δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν(2) εἶπον πρὸς αὐτάς· τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα(3) μετὰ τῶν νεκρῶν(4);
Λουκ. 24,5 Ενώ δε αυτάς τας κατέλαβε μεγάλος φόβος και έγερναν το πρόσωπον των με ευλάβειαν εις την γην, είπον εκείνοι προς αυτάς• “διατί ζητείτε μεταξύ των νεκρών αυτόν που είναι ολοζώντανος;
(1) Και η λέξη έμφοβος σχεδόν από μόνο το Λουκά χρησιμοποιείται και πάντοτε μαζί με το γίνεσθαι. Δες Λουκ. κδ 37, Πράξ. ι 4, κδ 25, Αποκ. ια 13 (p).
(2) Από το φόβο και τη λαμπρότητα έσκυψαν το πρόσωπο στη γη (δ). Το πρόσωπο σκυμμένο προς τη γη αποτελεί τη στάση του ευλαβικού φόβου (g).
(3) Τι ζητάτε τον ήδη ζωντανό, αφού αναστήθηκε (δ). Πολύ αξιοσημείωτη και η επόμενη ερμηνεία: Αυτόν, ο οποίος όχι μόνο επέστρεψε στη ζωή αφού αναστήθηκε, αλλά είναι και ο μόνος και απολύτως ζωντανός (b). «Διότι ζει μεν πάντοτε και είναι ζωή από τη φύση του ο Λόγος του Θεού· αλλά αφού κατέβασε τον εαυτό του σε σημείο που να αδειάσει από τη δόξα του και αφού υπέστη την ομοίωση με εμάς, γεύτηκε το θάνατο. Αλλά ήταν αυτό ο θάνατος του θανάτου. Αναστήθηκε λοιπόν από τους νεκρούς και έγινε ο δρόμος της επιστροφής στην αφθαρσία για εμάς μάλλον παρά για τον εαυτό του» (Κ).
(4) = στην κατάσταση και στις συνθήκες, στις οποίες βρίσκονται οι νεκροί (b)· ανάμεσα στους νεκρούς (g). Παρέχεται εδώ επίσημη και από τον ουρανό μαρτυρία, ότι ο Κύριος ζει. Αυτό αποτελεί ενίσχυση και παρηγοριά των αγίων, ο καθένας από τους οποίους διακηρύττει: Γνωρίζω, ότι ο Λυτρωτής μου ζει. Και εφόσον αυτός ζει και εμείς θα ζήσουμε. «Επειδή εγώ ζω, και εσείς θα ζήσετε» (Ιω. ιδ 19), βεβαίωσε και Εκείνος. Όπως ο Αδάμ έγινε αίτιος θανάτου σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, έτσι και ο Χριστός έγινε πηγή ζωής και αθανασίας για όλες τις γενιές των ανθρώπων. Ο Αδάμ μετέδωσε δηλητήριο, αλλά ο Χριστός σκόρπισε ζωή αιώνια. Και μεταδίδει ζωή σε μας, σε καθέναν από εμάς, διαμέσου της αγίας και άφθαρτης φύσης, την οποία πήρε μέσα στο χρόνο για την απολύτρωσή μας. Κάνοντάς μας μέλη του με τρόπο ανείπωτο και μυστηριώδη, μας αφθαρτίζει και μας χαρίζει ζωή αιώνια. Τι θαυμαστό έργο της χάρης! Παράδοξο υπήρξε το ότι ο Αδάμ απέβη σε θάνατό μας. Παραδοξότερο όμως ασύγκριτα και πολύ περισσότερο γεμάτο από χάρη είναι το ότι ο Θεός έγινε πηγή ζωής για εμάς διαμέσου του ανθρωπίνου εκείνου σώματος, το οποίο πήρε μέσα στο χρόνο αφού εξομοιώθηκε με μας.
Λουκ. 24,6 οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ᾿ ἠγέρθη(1)· μνήσθητε ὡς(2) ἐλάλησεν ὑμῖν ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ(3),
Λουκ. 24,6 Δεν ευρίσκεται εδώ, αλλά αναστήθηκε• ενθυμηθήτε, τι σας είπε, όταν ακόμη ήτο εις την Γαλιλαίαν.
(1) Η φράση «οὐκ ἔστιν… ἠγέρθη» αποσιωπάται από τον κώδικα του Βέζα και από κάποια άλλα σοβαρά λατινικά χειρόγραφα. Λόγο για την αποσιώπηση αυτή δύσκολα θα ήταν δυνατόν να βρούμε και ίσως πρόκειται για παλαιότατη παρεμβολή από τα Μάρκ. ιστ 6 και Ματθ. κη 6 (p). Παρόλα’ αυτά το «ἠγέρθη» παρουσιάζεται αναγκαίο ως αφετηρία αυτών που επακολουθούν μέχρι και το «ἀναστῆναι» που είναι στο τέλος του στίχου 7 (L).
(2) Το «ως» δεν είναι ταυτόσημο εξολοκλήρου με το ότι, αλλά υπονοεί την ακριβή επανάληψη των λόγων του Κυρίου (p.L.)= με ποιόν τρόπο, πώς μίλησε σε σας (δ). Οι στίχοι από το σημείο αυτό μέχρι το τέλος του στίχου 8 είναι χαρακτηριστικοί στο Λουκά (p).
(3) Ο Λουκάς επειδή περιορίζεται σε μόνες τις εμφανίσεις του αναστημένου Κυρίου που έγιναν στην Ιερουσαλήμ και χωρίς να αναφέρει καμία από τις εμφανίσεις στη Γαλίλαία, αποσιωπά την φράση του αγγέλου «θα σας προλάβει στη Γαλιλαία» που είναι στα Μάρκ. ιστ 7 και Ματθ. κη 7, η οποία παραπέμπει στα λόγια του Κυρίου στα Μάρκ. ιδ 28 και Ματθ. κστ 32 (p).
Λουκ. 24,7 λέγων ὅτι(1) δεῖ(2) τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν(3) καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι.
Λουκ. 24,7 Σας είπε ότι σύμφωνα με την βουλήν του Θεού πρέπει ο υιός του ανθρώπου να παραδοθή εις χείρας αμαρτωλών ανθρώπων και να σταυρωθή και την τρίτη ημέρα θα αναστηθή”.
(1) Θυμίζει την προφητεία του Κυρίου στο Λουκ. θ 21 για τα παθήματά του, που έγινε στους μαθητές στη Γαλιλαία. Όσον αφορά στην προφητεία στο Λουκ. ιη 32, αυτή έγινε, όταν πλέον είχαν φύγει από τη Γαλιλαία (L). Οι άγγελοι από τον ουρανό δεν φέρνουν κάποιο νέο ευαγγέλιο, αλλά επαναφέρουν στη μνήμη τα λόγια του Κυρίου και υπενθυμίζουν το ευαγγέλιο που κηρύχτηκε από τον Κύριο.
(2) Σύμφωνα με την θεία θέληση (δ).
(3) Με τη φράση ανθρώπων αμαρτωλών δηλώνονται στην ιουδαϊκή γλώσσα οι εθνικοί, ενώ το ρήμα «παραδοθῆναι» που είναι πριν από αυτήν δηλώνει την αμαρτία των Ιουδαίων (g). Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Κύριος στις προφητείες του για το θάνατό του δεν χρησιμοποιεί την λέξη αμαρτωλών για τους σταυρωτές του (ο).
Λουκ. 24,8 καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ(1),
Λουκ. 24,8 Και θυμήθηκαν τότε τα λόγια του Κυρίου.
(1) Τότε θυμήθηκαν τα λόγια του Σωτήρα οι γυναίκες και κατάλαβαν την έννοιά τους σε συνδυασμό και με το κενό μνημείο (δ). Η κύρια αιτία αυτής της λησμοσύνης τους πρέπει να αναζητηθεί και στην πλήρη διάψευση των παχυλών ακόμη ελπίδων τους σχετικά με το Μεσσία, αλλά και στην εξάντληση των διανοητικών τους δυνάμεων, τα οποία είχε δημιουργήσει σε αυτές η θέα του δράματος στο Γολγοθά. Ήλπιζαν να δουν το Μεσσία σε θρόνο ένδοξο, να κατανικά όλους τους εχθρούς του και να βασιλεύει στη γη, και αντί για αυτό τον έβλεπαν σταυρωμένο και καλυπτόμενο από ανέλπιστο χλευασμό και καταφρόνηση. Αυτό δεν επέδρασε λίγο στο να συσκοτίσει στις διάνοιές τους τις προφητείες του για την ανάσταση (ο)
Λουκ. 24,9 καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου ἀπήγγειλαν(1) ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς(2).
Λουκ. 24,9 Και αφού επέστρεψαν από το μνημείον ανήγγειλαν αυτά, που είδαν και άκουσαν, στους ένδεκα και εις όλους τους άλλους μαθητάς του Κυρίου, που ευρίσκοντο εκεί.
(1) Ο Μάρκος λέει, ότι «σε κανέναν δεν είπαν τίποτα, διότι φοβόντουσαν». Προφανώς δεν έμειναν διαρκώς σιωπηλές για αυτά που δόθηκαν ως ευαγγέλια σε αυτές στο μνημείο. Όταν ο φόβος τους πέρασε, είπαν αυτά στους μαθητές σύμφωνα και με την εντολή, την οποία σύμφωνα με το Ματθ. κη 7 πήραν από τον άγγελο. Αλλά είναι ίσως απλούστερο να υποθέσουμε, ότι ο Λουκάς και ο Ματθαίος αναφέρουν εδώ την παράδοση, η οποία ήταν γενικώς γνωστή και τρέχουσα και η οποία απέδιδε σε όλες τις γυναίκες ό,τι έγινε κατά τις πρώτες εκείνες στιγμές της έκπληξης από μόνη τη Μαρία τη Μαγδαληνή. Αυτή αμέσως με την επιστροφή της από τον τάφο ανήγγειλε στους αποστόλους τις εξελίξεις, ενώ οι υπόλοιπες από φόβο σιγούσαν. Λίγο αργότερα όμως και αυτές έλυσαν τη σιγή και αφηγήθηκαν σε όλους όλα όσα είχαν δει και ακούσει (p).
(2) Όχι μόνο στους αποστόλους, αλλά και σε όλους τους υπόλοιπους, όσοι ήταν μαζί τους. «Αφού μυήθηκαν (στο μυστήριο της ανάστασης) οι γυναίκες από φωνή αγγέλων απαγγέλλουν αυτά γρήγορα στους μαθητές. Διότι έπρεπε σε γυναίκες να δοθεί η τόσο λαμπρή χάρη. Διότι αυτή (η Εύα) που παλαιότερα έγινε υπηρέτης του θανάτου απαλλάσσεται από την κατηγορία υπηρετώντας φωνές αγίων αγγέλων και το σεπτό μυστήριο της ανάστασης και πρώτη το έμαθε και το ανήγγειλε» (Κ).
Λουκ. 24,10 ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία(1) καὶ Ἰωάννα(2) καὶ Μαρία Ἰακώβου(3) καὶ οἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ(4) ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα.
Λουκ. 24,1 Αι μυροφόροι δε γυναίκες, ήσαν η Μαρία η Μαγδαληνή και η Ιωάννα και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και αι άλλαι, που ήσαν μαζή των, και όλαι έλεγαν αυτά στους Αποστόλους.
(1) Και οι τέσσερεις ευαγγελιστές βάζουν πρώτη τη Μαγδαληνή, ενώ ο Ιωάννης αναφέρει μόνη αυτήν, με το «δεν ξέρουμε» όμως το οποίο αυτή λέει στους αποστόλους (Ιω. κ 2) υπονοεί, ότι ήταν και άλλες μαζί της (p).
(2) Η Ιωάννα αναφέρεται από μόνο τον Λουκά. Για αυτήν δες Λουκ. η 3. Και από αυτήν φαίνεται άντλησε ο Λουκάς τις λεπτομέρειες αυτές, όπως και όσα βρίσκονται στο Λουκ. κγ 8-12 που μόνο από αυτόν αναφέρονται (p).
(3) Η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου ή η άλλη Μαρία αναφέρεται και από τους τρεις συνοπτικούς. Δες για αυτήν και Μάρκ. ιε 40,47. Πιθανώς είναι η ίδια με τη Μαρία τη σύζυγο του Κλωπά (Ιω. ιθ 25) (p).
(4) Όλοι οι αλεξανδρινοί κώδικες και πολλοί μεγαλογράμματοι παραλείπουν την αντωνυμία αυτή. Σύμφωνα με την γραφή αυτή (όπου παραλείπεται η αντωνυμία) πρέπει να βάλουμε τελεία ή άνω τελεία μετά το Ιακώβου, οπότε θα διαβάσουμε «καὶ οἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα».
Λουκ. 24,11 καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν(1) ὡσεὶ λῆρος(2) τὰ ῥήματα αὐτῶν(3), καὶ ἠπίστουν(4) αὐταῖς.
Λουκ. 24,11 Και εφάνησαν στους Αποστόλους σαν παραληρήματα φαντασίας τα λόγια των γυναικών και δεν επίστευσαν εις αυτάς.
(1) = Σύμφωνα με την κρίση των αποστόλων και των άλλων (p).
(2) Τεχνικός όρος στην ιατρική για δήλωση του παραληρήματος από τον πυρετό (Hobart). Εδώ όμως εκφράζει έννοια μετριότερη συγγενική με τη λέξη μωρολογία ή ανοησία (L)· φλυαρία, γεννήματα της φαντασίας και του φόβου (δ). Θεώρησαν, ότι ήταν φαντασίας γέννημα, διότι και αυτοί είχαν λησμονήσει τα λόγια του Χριστού και ήταν ανάγκη να υπενθυμίσει κάποιος σε αυτούς όχι μόνο όσα ο Κύριος είχε προείπει σε αυτούς στη Γαλιλαία, αλλά και όσα μόλις πριν δύο ημέρες τους βεβαίωσε λέγοντας: λίγο χρόνο ακόμη και πάλι θα με δείτε.
(3) Υπάρχει και η γραφή «τὰ ρήματα ταῦτα».
(4) Όπως φαίνεται, κανείς από τους αποστόλους δεν είχε καταλάβει την ακριβή έννοια των προφητειών του Χριστού για την ανάστασή του. Θεώρησαν αυτήν ότι προαναγγέλλει ότι θα επέστρεφε ένδοξα είτε με νέο σώμα είτε ως ασώματη ύπαρξη. Κανείς απόστολος δεν κατανόησε πλήρως, ότι ο Ιησούς επρόκειτο να φονευτεί, να ταφεί και να αναστηθεί από τον τάφο ζωντανός. Για αυτό τώρα απιστούν (p).
Λουκ. 24,12 ὁ(1) δὲ(2) Πέτρος ἀναστὰς ἔδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας(3) βλέπει τὰ ὀθόνια(4) κείμενα μόνα(5), καὶ ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτὸν(6) θαυμάζων τὸ γεγονός.
Λουκ. 24,12 Ο δε Πετρος εσηκώθηκε και έτρεξεν στο μνημείον. Και αφού έσκυψεν από την είσοδον, βλέπει τις λωρίδες από σινδόνι, με τις οποίες είχε τυλιχθή το σώμα του Κυρίου να είναι κάτω στο μνημείον μόνες, χωρίς το σώμα και επέστρεψεν στο σπίτι θαυμάζων το γεγονός.
(1) Κατά τρόπο άτοπο και πέρα από κάθε υγιή κριτική ο Tischendorf μαζί με μόνο τον κώδικα του Βέζα παραλείπει αυτόν τον στίχο, τον οποίο έχουν όλοι οι άλλοι κώδικες και οι μεταφράσεις και ο Ε. και ο Κ. και άλλοι πατέρες. Διότι ούτε αυτά που λέγονται μοναδική φορά από το Λουκά (παρακύψας, ὀθόνια, ἀπῆλθε) είναι τέτοια, ώστε να αποδείξουν νόθο τον στίχο αυτό, αλλά ούτε μπορούσε να παρθεί από το Ιω. κ 3, οπότε ώφειλε να αναφέρει και τον Ιωάννη που συνόδευε τον Πέτρο (δ). Επιπλέον υπάρχουν στο στίχο και λέξεις που δεν συναντιούνται στο παράλληλο χωρίο του Ιωάννου, όπως οι ἀναστὰς, μόνα, θαυμάζων τὸ γεγονός. Ενώ οι δύο λέξεις αναστάς και γεγονός είναι πολύ συχνές στο Λουκά. Και παρόλο που αυτός συχνότερα χρησιμοποιεί τη σύνταξη «θαυμάζειν ἐπί τῳ», όμως συντάσσει το ρήμα θαυμάζω και με αιτιατική πτώση (Λουκ. ζ 9, Πράξ. ζ 31) (p).
(2) Μάλλον αντιθετικός σύνδεσμος = μολονότι απιστούσαν, όμως ο Πέτρος αφού σηκώθηκε έτρεξε.
(3) Αφού έσκυψε κοντά σε αυτό, στο μνημείο (δ). Σκύβει κάποιος ώστε με το βλέμμα να ερευνήσει αυτό που βρίσκεται στο βάθος.
(4) Τα τεμάχια του σεντονιού, με τα οποία σαβάνωσαν τον Κύριο. Από το οθόνη, λευκό λινό σεντόνι (δ).
(5) Χωρίς το σώμα. Λόγος, για τον οποίο ο Πέτρος θαυμάζει. «Διότι πώς αφέθηκαν μόνοι οι επίδεσμοι και αυτοί ενώ το σώμα ήταν αλειμμένο με σμύρνα. Και πόση άνεση χρόνου είχε ο κλέπτης, ώστε να αφήσει αυτούς ξεχωριστά τυλιγμένους και να βγάλει έξω το σώμα;» (Θφ).
(6) Μπορεί να συνδεθεί άμεσα είτε με το ἀπῆλθε = «έφυγε προς το σπίτι του» (Ζ), προς την οικία του (δ), είτε με το θαυμάζων = θαυμάζοντας ο ίδιος μέσα του (p). Σημαίνει την προσωπική έκπληξη του Πέτρου (δ). Πιο πιθανή η πρώτη εκδοχή. Εάν είχε θυμηθεί και ο Πέτρος τα λόγια του Χριστού, δεν θα ένιωθε έκπληξη, αλλά θα ικανοποιούνταν πλήρως βεβαιούμενος, ότι ο Κύριος είχε αναστηθεί. Αλλά είχε λησμονήσει αυτά και για αυτό θαυμάζει το γεγονός του κενού τάφου, μη βρίσκοντας εξήγησή του. Συχνά και εμείς κυριευόμαστε από απορία και σύγχυση μπροστά σε γεγονότα και περιστατικά, τα οποία θα μας παρουσιάζονταν σαφή και ωφέλιμα, εάν κατανοούσαμε τα λόγια του Χριστού στη Γραφή και είχαμε αυτά πάντοτε στη διάνοιά μας.
Λουκ. 24,13 Καὶ ἰδοὺ(1) δύο ἐξ αὐτῶν(2) ἦσαν πορευόμενοι(3) ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους ἑξήκοντα(4) ἀπὸ Ἱερουσαλήμ, ᾗ ὄνομα Ἐμμαούς(5).
Λουκ. 24,13 Και ιδού, δύο από τους μαθητάς επήγαιναν αυτήν την ημέραν εις κάποιο χωριό, που απείχε από την Ιερουσαλήμ ένδεκα περίπου χιλιόμετρα και το οποίον ελέγετο Εμμαούς.
(1) Όπως σε πολλά σημεία στο ευαγγέλιο του Λουκά (α 20,31,36, β 25, ε 12, 18, ζ 12 κλπ.) εισάγεται με το «Καὶ ἰδοὺ» κάτι νέο και απροσδόκητο. Η αφήγηση που ακολουθεί είναι αποκλειστική σε μόνο το Λουκά και συγκαταλέγεται μεταξύ των ωραιοτέρων θησαυρών τους οποίους μόνος αυτός μάς διέσωσε. Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι έλαβε τις για το γεγονός αυτό πληροφορίες του από έναν από τους δύο αυτούς μαθητές που πορεύονταν εις Εμμαούς και πιθανώς αυτές του δόθηκαν εγγράφως, διότι η αφήγηση αυτή φέρει όλα τα γνωρίσματα της προσωπικής πείρας και αντίληψης. Εάν αυτό γίνει δεκτό, τότε ο Κλεόπας μπορεί να θεωρηθεί ως ο πληροφοριοδότης του Λουκά (p). Το αυθεντικό της αφήγησης φαίνεται και από το ότι και αυτός ο Strauss, μολονότι ζήτησε να τοποθετήσει το γεγονός αυτό σε αναλογίες εξ ολοκλήρου φυσικές, αναγκάστηκε να αναγνωρίσει, ότι υπάρχει μέσα σε αυτό πυρήνας και βάθος ιστορικός (g).
(2) «Δηλαδή από όλους τους μαθητές» (Ζ). Ο ένας από αυτούς ονομαζόταν Κλεόπας (σ. 18). Ο άλλος; «Κάποιοι… λένε ότι είναι ο Λουκάς· για αυτό και απέκρυψε το δικό του όνομα ο ευαγγελιστής» (Θφ). Το γεγονός όμως, ότι ο Λουκάς ήταν σχεδόν κατά πάσα βεβαιότητα εθνικός (Κολοσ. δ 10-14) και ότι στο προοίμιο του ευαγγελίου παρουσιάζει τον εαυτό του ως μη αυτόπτη, κάνει πολύ απίθανη την εικασία αυτή (p). Σύμφωνα με άλλη εικασία «αυτός που ήταν μαζί με τον Κλεόπα ήταν ο Σίμων, όχι ο Πέτρος, ούτε ο από την Κανά, αλλά κάποιος άλλος από τους εβδομήντα» (Κ). Και ο Ωριγένης δύο φορές αναφέρει τον Σίμωνα ως τον μαθητή που δεν κατονομάζεται εδώ (Κατά Κέλσου ΙΙ 62,68). Αλλά και η εκδοχή αυτή προήλθε ίσως από πλανημένη (λανθασμένη) ερμηνεία της φράσης στο στίχο 34 «και εμφανίστηκε στο Σίμωνα» (p). Ο Αμβρόσιος αναφέρει σε πολλά σημεία ως όνομα αυτού το Ammaon, το οποίο φαίνεται να προήλθε από τον αρχαίο τύπο του ονόματος της κώμης (Εμμαούς-Ammaon) και σημαίνει τον κάτοικο της κώμης Ammaous ή Ammaon (L).
(3) = Οδοιπορούσαν μαζί (δ). Πιθανώς μετά την εορτή του Πάσχα επέστρεφαν στα σπίτια τους (L).
(4) Το στάδιο=μέτρα 185 (L). Δηλαδή γύρω στα έντεκα σημερινά χιλιόμετρα. Υπάρχει και η γραφή εκατόν εξήκοντα, που προήλθε από διόρθωση που βασίστηκε σε γεωγραφική πλάνη, δηλαδή από την ταύτιση της κώμης Εμμαούς με την μετέπειτα γνωστή οχυρωμένη πόλη με το όνομα Νικόπολη κοντά στην Ιόππη, την σημερινή Αμβάς, που βρίσκεται 180 στάδια δυτικά της Ιερουσαλήμ. (Δες για αυτήν Α΄ Μακ. γ 40, 57, δ 3). Αλλά το αναφερομένο εδώ χωριό δεν μπορεί να είναι η Νικόπολη διότι θα ήταν παράλογο να δεχτεί κάποιος, ότι κατέστη δυνατόν οι δύο αυτοί άνδρες να βαδίσουν κατά την ίδια ημέρα δύο φορές τόσο μεγάλο διάστημα και να προφθάσουν κατά την επιστροφή τους τους μαθητές να συζητούν σε ώρα ακόμη απογευματινή (p,g,L).
(5) Για το χωριό αυτό έγινε υπόθεση από άλλους (Caspari) ότι είναι η Κολόνιεχ, που βρίσκεται στην οδό της Ιόππης, σε απόσταση 45 στάδια από την Ιερουσαλήμ, την οποία παρεχώρησε ο Τίτος σαν αποικία σε οκτακόσιους από τους παλαιούς στρατιώτες του, και από εκεί προήλθε και το νέο αυτό όνομά της, το οποίο αντικατέστησε το παλαιό Εμμαούς. Εφόσον όμως καθορίζεται η απόσταση της Εμμαούς σε 60 στάδια πρέπει να αναζητηθεί η κωμόπολη αυτή στην Χαμόζαν ή Μπείτ-Μιζζά που βρίσκεται Β.Δ. της Κολόνιεχ σε μικρή απόσταση (g). Παρόλ’ αυτά και η Χαμόζα (ή Khamasa) δεν είναι αρκετά κοντά στην Ιερουσαλήμ, αφού απέχει από αυτήν 72 στάδια. Η Ελ Κουβειβέχ (El Kubeibeh) που βρίσκεται σε απόσταση 63 στάδια από την Ιερουσαλήμ, και είναι στο δρόμο προς Λύδδα, είναι η πιθανή τοποθεσία της κωμόπολης Εμμαούς (p).
Λουκ. 24,14 καὶ αὐτοὶ ὡμίλουν πρὸς ἀλλήλους περὶ πάντων τῶν συμβεβηκότων τούτων(1).
Λουκ. 24,14 Και αυτοί συνωμιλούσαν μεταξύ των δι' όλα αυτά τα γεγονότα.
(1) «Για το σταυρό και για τα φοβερά θαύματα που έγινα τότε, και για την ταφή και για όσα απαγγέλθηκαν από τις γυναίκες για την ανάσταση του Κυρίου» (Ζ). Αρμόζει οι μαθητές του Χριστού, όταν βρεθούν μαζί, να μιλάνε για το θάνατο και την ανάστασή του. Έτσι θα μπορέσουν να προαγάγουν τις γνώσεις τους μεταξύ τους, να ανανεώσουν τις αναμνήσεις τους και να θερμάνουν τις ευσεβείς διαθέσεις τους.
Λουκ. 24,15 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὁμιλεῖν αὐτοὺς καὶ συζητεῖν(1) καὶ αὐτὸς(2) ὁ Ἰησοῦς ἐγγίσας συνεπορεύετο αὐτοῖς(3)·
Λουκ. 24,15 Και ενώ αυτοί συνωμιλούσαν και συζητούσαν περί του Ιησού, ο ίδιος ο Ιησούς τους επλησίασε και επήγαινε μαζή των.
(1) Οι δύο μαθητές δεν συμφωνούν για την σημασία των συμβάντων, και ειδικά για το πώς άδειασε ο τάφος και ανταλλάσσουν τις απόψεις τους (L). «Μιλούσαν μεταξύ τους… όχι έχοντας πιστέψει, αλλά απορώντας και εκπλησσόμενοι για πράγματα εξαίσια, και μη μπορώντας εύκολα να συμφωνήσουν εξαιτίας του παραδόξου» (Θφ). «Συζήτηση λέει ο ευαγγελιστής την εξέταση, δηλαδή το πώς ενώ ήταν τέτοιος (ο Ιησούς), έπαθε τέτοια πράγματα» (Ζ). Το μέγα θέμα της συζήτησής τους ήταν ο θάνατος του Ιησού και οι περιστάσεις, κάτω από τις οποίες έγινε και οι οποίες επακολούθησαν σε αυτόν. Και με τη συζήτηση επιχειρούσαν να συμβιβάσουν αυτά που έγιναν με τις προφητείες της Π.Δ. για τον Μεσσία, σύμφωνα με τις οποίες αυτοί ανέμεναν τον Μεσσία ως Βασιλιά και Σωτήρα του λαού (ο).
(2) Είναι Εβραϊκός αυτός ο τρόπος σύνταξης (g). Και αυτός ο ίδιος ο Ιησούς για τον οποίο μιλούσαν (p).
(3) Πλησίασε ξαφνικά από πίσω ανεπαίσθητα και συμπορευόταν μαζί τους (δ). «Επειδή είχε το σώμα του πνευματικό και πιο θείο δεν εμποδιζόταν πλέον από απόσταση τόπων ώστε να μην μπορεί να είναι με αυτούς που ήθελε» (Θφ). Μπορούμε και εμείς ενθυμούμενοι τον λόγο του Κυρίου: Όπου είναι δύο ή τρεις μαζεμένοι στο δικό μου όνομα, εκεί είμαι ανάμεσά τους, να είμαστε βέβαιοι, ότι όταν δύο (ή και περισσότεροι μαζί) συζητάμε για ζητήματα τέτοια, όπως αυτά που απασχολούσαν τότε τους δύο μαθητές που πορεύονταν εις Εμμαούς, ο Χριστός θα έλθει σε εμάς ως τρίτος. Εκείνοι οι οποίοι ζητούν το Χριστό, θα τον βρουν. Θα φανερώσει τον εαυτό του σε αυτούς που τον αναζητούν.
Λουκ. 24,16 οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο(1) τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν(2).
Λουκ. 24,16 Τα δε μάτια των εμποδίζοντο από κάποια υπερφυσικήν δύναμιν, δια να μη τον αναγνωρίσουν.
(1) Το κρατώ συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει εμπόδιο που παρεμβάλλεται στην ενέργεια οργάνων σωματικών (g). «Κρατιόντουσαν σε αυτό μόνο, στο να μην τον αναγνωρίσουν» (Ζ). Αυτό όμως ήταν υπερφυσική ενέργεια είτε με μεταβολή της αίσθησης (από την πλευρά του υποκειμένου που έβλεπε) είτε με μεταβολή αυτού που εμφανίστηκε (του προσώπου δηλαδή που ήταν το αντικείμεονο της θέας) (δ). Εκτός του ότι ήταν προκατειλημμένοι και δεν έμπαινε διόλου ούτε ως υπόνοια στο νου τους η ιδέα, ότι ήταν δυνατόν να δουν τον Ιησού, τον οποίο νόμιζαν νεκρό, «ούτε από τα χαρακτηριστικά του σώματος, με τα οποία φαινόταν τότε ο Σωτήρας, τους επιτρεπόταν να τον γνωρίσουν. Διότι όπως λέει ο Μάρκος, φαινόταν με άλλη μορφή και με άλλα χαρακτηριστικά. Διότι δεν κυβερνιόταν πλέον το σώμα από τους φυσικούς νόμους, αλλά ήταν υπερφυσικό και πνευματικό· για αυτό τα μάτια εκείνα κρατιούνταν ώστε να μην τον αναγνωρίσουν» (Θφ). Απόδειξη του ότι με υπερφυσική ενέργεια κρατιόντουσαν τα μάτια τους ώστε να μην τον αναγνωρίσουν, είναι το «άνοιξαν τα μάτια» που ακολουθεί στο στίχο 31. Πώς ήταν δυνατόν κατά τρόπο φυσικό οι δύο αυτοί μαθητές να διανύσουν τόσο δρόμο με τον Ιησού, να συνομιλήσουν μαζί του και να διδαχτούν από αυτόν για ώρες ολόκληρες, και να μην αναγνωρίσουν αυτόν παρά μόνο στο κόψιμο του ψωμιού; Η απόπειρα να εξηγήσουμε την μη αναγνώριση με τρόπο φυσικό και όχι με θαύμα παρουσιάζεται πολύ περισσότερο πιο θαυμαστή από το απλό θαύμα (ο).
(2) Ίσως οι μαθητές θα αναγνώριζαν τον Ιησού, εάν η πίστη τους στην ανάσταση τούς είχε ανοίξει τα μάτια (L). Κρατιόντουσαν να μην τον αναγνωρίσουν «έως ότου δηλαδή ο λόγος μπει μέσα τους κινώντας την καρδιά στην πίστη, έπειτα να παρουσιάσει τόσο καίρια την όψη στην ακοή, κάνοντας ολοφάνερο αυτό που ακούστηκε από πριν και βεβαιώθηκε» (Κ).
Λουκ. 24,17 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· τίνες(1) οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε(2) πρὸς ἀλλήλους περιπατοῦντες καί ἐστε σκυθρωποί(3);
Λουκ. 24,17 Είπε δε προς αυτούς• “ποίοι είναι αυτοί οι λόγοι και ποιά είναι τα θέματα, τα οποία καθώς περιπατείτε, συζητείτε ματαξύ σας και είσθε σκυθρωποί;”
(1) Ο Ιησούς ως καλός παιδαγωγός ρωτά προτού να διδάξει. Για να γίνει κάποιος με προσοχή ακουστός, πρέπει προηγουμένως να προκαλέσει ή να αφήσει, να μιλήσουν και αυτοί προς τους οποίους απευθύνεται (g).
(2) Λέγεται μία φορά. «Αντιβάλλετε, δηλαδή αντιλέγετε ή εξετάζετε» (Ζ)· εναλλάξ μιλάτε, συζητάτε (δ). Ο Κύριος, παρόλο που εισήλθε ήδη στην κατάσταση της δόξας και εξύψωσής του, εξακολουθούσε να αισθάνεται στοργή προς τους μαθητές του και να φροντίζει για την παρηγοριά και ενίσχυσή τους. Ο Κύριος παρακολουθεί τις θλίψεις των μαθητών του και συμπαθεί αυτούς.
(3) = Και λόγω των ζητημάτων αυτών, τα οποία συζητάτε, είστε σκυθρωποί; Υπάρχει όμως και η γραφή των κωδίκων σιναϊτικού και βατικανού «και εστάθησαν σκυθρωποί».=Οι μαθητές αντάλλασαν μεταξύ τους τις ιδέες τους· αλλά να ένας άγνωστος τούς ρωτά για το θέμα της συζήτησής τους, το τόσο λεπτό για αυτούς. Κατά φυσικό λόγο σταμάτησαν προς στιγμή την πορεία τους με κάποιον δισταγμό, εάν έπρεπε να μοιραστούν το θέμα με τον ξένο. Στάθηκαν και η κατήφεια, την οποία προκαλούσε σε αυτούς η συζήτηση, αλλά και η οποία ήταν συνέπεια της θλίψης τους για τα συμβάντα, τους παρουσίασε σκυθρωπούς (L). Ήταν σκυθρωποί. Είχαν χάσει τον Διδάσκαλό τους και είχαν διαψευστεί στις ελπίδες τους. Είχε παρόλ’ αυτά αναστηθεί ο Διδάσκαλος. Αλλά αυτοί δεν το πίστεψαν και ήταν για αυτό λυπημένοι. Του Χριστού οι μαθητές είναι λοιπόν συχνά σκυθρωποί και όταν έχουν λόγους να χαίρονται. Η ασθένεια της πίστης τους τούς εμποδίζει να απολαύσουν την ενίσχυση, η οποία δίνεται σε αυτούς. Το ότι παρόλ’ αυτά με συντροφιά βαδίζουν προς Εμμαούς και ανακοινώνουν μεταξύ τους την θλίψη τους και τις απορίες τους, τούς δίνει αρκετή ανακούφιση. Αυτοί που λυπούνται μαζί, ενισχύουν και παρηγορούν ο ένας τον άλλον. Παρηγοριές και ενισχύσεις μάς έρχονται συχνά από αυτό το ξεχύσιμο των καρδιών μας και των συναισθημάτων μας σε αδελφούς που συμπάσχουν και συνδοκιμάζονται. Πολλοί και από τους σύγχρονους μαθητές του Κυρίου είναι σκυθρωποί και πλησιάζει και αυτούς ο Ιησούς, την ώρα που τα μάτια τους κρατιούνται ώστε να μην τον γνωρίσουν. Έρχεται σε αυτούς με την εκκλησία του, η οποία τούς φαίνεται μόνο ως ένα ανθρώπινο καθίδρυμα. Ή, έρχεται σε αυτούς με τις άγιές του Γραφές, οι οποίες τους φαίνονται ότι λίγο διαφέρουν από τις άλλες συγγραφές της ανθρώπινης γραμματείας. Ή, έρχεται σε αυτούς με τα μυστήριά του, τα οποία κάτω από συνηθισμένα και εντελώς κοινά εξωτερικά είδη υποκρύπτουν την αόρατη χάρη. Και έχει να απευθύνει ερωτήματα προς αυτούς και να τους μιλήσει, όπως άλλοτε στους δύο αυτούς μαθητές του, για να διασκορπίσει την μελαγχολία τους και να μεταδώσει σε αυτούς τη χαρά, όπως έκανε και σε αυτούς που πορεύονταν εις Εμμαούς. Θα διασκορπίσει την σκυθρωπότητα που τούς προκαλεί η σύγχυση της διάνοιάς τους και η ταραγμένη συνείδησή τους, διότι θα διαφωτίσει αυτούς πάνω σε όλα τα προβλήματα και απορίες τους και θα τους χαρίσει την άφεση των αμαρτιών τους.
Λουκ. 24,18 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εἷς, ᾧ ὄνομα Κλεόπας(1), εἶπε πρὸς αὐτόν· σὺ(2) μόνος(3) παροικεῖς(4) ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ οὐκ ἔγνως τὰ γενόμενα ἐν αὐτῇ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις(5);
Λουκ. 24,18 Απεκρίθη δε ο ένας, που ελέγετο Κλεόπας και είπε προς αυτόν• “συ μόνος σαν προσκυνητής κατοικείς τον καιρόν αυτόν εις την Ιερουσαλήμ και δεν έμαθες όσα έγιναν εις αυτήν κατά τας ημέρας αυτάς;”
(1) Υπάρχει και η γραφή Κλεοπάς. Το όνομα δεν πρέπει να ταυτιστεί με το Κλωπάς (Ιω. ιθ 25), το οποίο είναι αραμαϊκό, αλλά προέρχεται από συγκοπή από το Κλεόπατρος (p).
(2) Η αντωνυμία μπαίνει μπροστά με έμφαση (p). Παρόλ’ αυτά ο Κλεόπας μάλλον ευγενικά απαντά προς τον ξένο. Δεν λέει σε αυτόν: Τι σε ενδιαφέρει αυτό, για το οποίο εμείς συζητάμε; Τι δουλειά έχεις εσύ με τις δικές μας υποθέσεις; Οφείλουμε να είμαστε ευγενικοί προς όλους και πολύ περισσότερο σε εκείνους, οι οποίοι ευγενικά φέρονται σε εμάς. Βεβαίως οι ημέρες εκείνες ήταν πονηρές για τους μαθητές του Χριστού και μπορούσε να έλθει στο νου του Κλεόπα η υπόνοια ότι ο ξένος αυτός αναμιγνυόμενος αυτοβούλως και αυθόρμητα στη συζήτησή τους δεν είχε καλούς σκοπούς. Παρόλ’ αυτά δεν αποφεύγει να κάνει αυτόν κοινωνό του ζητήματος που τον απασχολεί, το οποίο αναφερόταν στον Χριστό τον Εσταυρωμένο. Όσοι έχουν την γνώση για τον εσταυρωμένο Χριστό, οφείλουν να κάνουν ό,τι μπορούν για να την διαδώσουν. Αυτό έπραξε ήδη και ο Κλεόπας. Είναι επίσης αξιοπαρατήρητο, ότι ενώ οι δύο μαθητές προθυμοποιούνταν να διδάξουν τον ξένο, στο τέλος διδάχτηκαν από αυτόν. Διότι σε καθέναν που έχει και χρησιμοποιεί αυτό για ωφέλεια και των άλλων θα του δοθεί και θα του περισσέψει.
(3) Το μόνος συνδέεται στενά και με τα δύο ρήματα «παροικεῖς καὶ οὐκ ἔγνως».=Εσύ είσαι ο μόνος ο οποίος, μολονότι μένεις στην Ιερουσαλήμ δεν έμαθες τα όσα συνέβησαν (g). «Ο Κλεόπας ελέγχει τον φαινομενικό συνοδοιπόρο… εσύ μόνος από τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ δεν έμαθες αυτά που έγιναν;» (Θφ). «Επειδή κατάλαβαν και από τη γλώσσα και από την ενδυμασία, ότι είναι Ιουδαίος και αυτός τον ελέγχουν όχι σαν τον μόνο που διαμένει στην Ιερουσαλήμ, αλλά σαν τον μόνο που αγνοεί αυτά που είναι γνωστά σε όλους τους κατοίκους, και λένε μαλώνοντάς τον· Εσύ μόνος από όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, μένεις στην Ιερουσαλήμ και δεν ξέρεις όσα έγιναν αυτές τις ημέρες;» (Ζ).
(4) =Κατοικείς ως ξένος, προσωρινά. Θεωρούν αυτόν ως προσκυνητή που ήλθε στα Ιεροσόλυμα για την γιορτή (g).
(5) Η άγνοιά του αυτή εμφανίζει αυτόν ως καθόλου ενδιαφερόμενο για τα θρησκευτικά πράγματα του έθνους (δ).
Λουκ. 24,19 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ποῖα(1); οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· τὰ περὶ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου(2), ὃς ἐγένετο(3) ἀνὴρ προφήτης(4) δυνατὸς ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ(5) ἐναντίον τοῦ Θεοῦ(6) καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ(7),
Λουκ. 24,19 Και είπεν εις αυτούς• “ποία;” Εκείνοι δε του είπαν• “τα περί του Ιησού του Ναζωραίου, ο όποιος ανεδείχθη προφήτης ενώπιον του Θεού και όλου του λαού, δυνατός εις έργα θαυμαστά και εις διδασκαλίαν πρωτάκουστον.
(1) Ρωτά «ώστε και από το στόμα τους να ακούσει αυτά, τα οποία από τις καρδιές τους γνώριζε, και έτσι να τους ελέγξει και να τους μαλώσει» (Ζ). Το ερώτημα αποβλέπει στο να ανοίξουν αυτοί τις καρδιές τους και να μπορέσει ο Κύριος να τους διδάξει (p). Με το ερώτημά του αυτό ο Κύριος ούτε δέχεται ότι είναι πάροικος στην Ιερουσαλήμ, ούτε αρνείται ότι έχει γνώση αυτών που διαδραματίστηκαν στην Ιερουσαλήμ (ο).
(2) Υπάρχει και η γραφή Ναζαρηνού.
(3) Απέδειξε, ότι είναι· έδειξε τον εαυτό του (p).
(4) Το άνδρας είναι ίσως σημάδι σεβασμού ή διεύρυνση της έννοιας, οπότε η λέξη προφήτης που ακολουθεί έχει έννοια επιθέτου (p). «Τον θεωρούσαν ότι είναι άνδρας προφήτης, επειδή είχαν ακόμη ατελή πίστη» (Ζ). Αξιόλογη και η παρατήρηση: Ο Κλεόπας εκφράστηκε με κάποια επιφύλαξη και λέει στον ξένο για τον Ιησού ό,τι δεν θα μπορούσε εύκολα να αμφισβητηθεί (L).
(5) «Έργο μεν να εννοήσεις τα θαύματα, ενώ λόγο τις διδασκαλίες» (Ζ).
(6) Μπροστά στο Θεό, ώστε και ο Θεός μπορούσε να μαρτυρήσει για αυτόν (ο).
(7) Τα έργα του και η διδασκαλία του έγιναν δημόσια και κάτω από τα μάτια όλων (ο). Έχουμε στο στίχο αυτό περίληψη του βίου του Χριστού. Ο Ιησούς ο Ναζωραίος υπήρξε ο κατεξοχήν προφήτης, ο Διδάσκαλος που ήλθε από το Θεό. Δίδαξε αληθινή και εξαίρετη διδασκαλία, η οποία αποδείχτηκε, ότι προερχόταν από ψηλά και ήταν θεία, διότι επιβεβαιώθηκε και επικυρώθηκε με πολλά ένδοξα θαύματα, τα οποία τον παρουσίασαν πολύ μεν αγαπητό και ευνοούμενο του Θεού, εξόχως δε ευεργετικό και στους ανθρώπους· «δυνατό σε έργα και λόγια μπροστά στο Θεό και σε όλο το λαό»
Λουκ. 24,20 ὅπως(1) τε παρέδωκαν(2) αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν(3) εἰς κρῖμα θανάτου(4) καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν.
Λουκ. 24,20 Δεν έμαθες και πως τον παρέδωκαν οι αρχιερείς και οι άρχοντες μας εις θανατικήν καταδίκην και τον εσταύρωσαν;
(1) Η λέξη εξαρτάται από το οὐκ ἔγνως ὅπως τε.=Δεν έμαθες και με ποιο τρόπο, με προδοσία δηλαδή και συκοφαντία (δ).
(2) Υπαινίσσεται ότι άλλοι εκτέλεσαν την σταύρωση (L).
(3) Η αντωνυμία υποδηλώνει ότι οι δύο μαθητές ήταν Ιουδαίοι και όχι ελληνιστές οι οποίοι (ελληνιστές) δεν διέμεναν μόνιμα στην Παλαιστίνη (ο).
(4) = «Σε καταδίκη θανάτου» (Ζ). Αξιοσημείωτη η επιφυλακτικότητα του Κλεόπα, που αποφεύγει να επικρίνει την ενέργεια των αρχιερέων και των αρχόντων του Ισραήλ. Ίσως διότι μιλούσε με ξένο, προς τον οποίο έπρεπε με κάθε φρόνηση και σύνεση να συμπεριφερθεί.
Λουκ. 24,21 ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν(1) ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι(2) τὸν Ἰσραήλ· ἀλλά γε(3) σὺν πᾶσι τούτοις(4) τρίτην ταύτην ἡμέραν(5) ἄγει(6) σήμερον ἀφ᾿ οὗ ταῦτα ἐγένετο.
Λουκ. 24,21 Και όμως ημείς ηλπίζαμεν, ότι αυτός είναι ο Μεσσίας, που θα ελευθέρωνε τον Ισραήλ. Αλλά μαζή με όλα αυτά, που σου είπαμε, ιδού ότι είναι η τρίτη ημέρα σήμερα από τότε που έγιναν αυτά, και δεν είδαμε ακόμη τίποτε, που να δικαιολογή τας ελπίδας μας.
(1) «Σαν ακριβώς να διαψεύστηκαν οι ελπίδες τους, λένε τα εξής· Εμείς ελπίζαμε ότι αυτός και άλλους θα σώσει, και να ούτε τον εαυτό του δεν έσωσε· διότι τόσο ταπεινό φρόνημα είχαν για αυτόν και τόση απιστία είχαν. Διότι σχεδόν έλεγαν εκείνα, τα οποία έλεγαν και όσοι ήταν στο σταυρό. Άλλους έσωσε, τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει» (Θφ). «Συζητούσαν λυπημένοι μεταξύ τους για αυτόν, χωρίς να προσδοκούν ότι ζει πλέον ο Χριστός. Διότι αυτό δηλώνει, αυτό που είπαν, ότι εμείς ελπίζαμε» (Σχ).
(2) Λυτροῦσθαι = ελευθερώνω κάποιον δούλο με πληρωμή λύτρου και εξαγορά. Η απολύτρωση μπορούσε να θεωρηθεί και με ηθική έννοια (Τίτ. β 14, Α΄ Πέτρ. α 18). Και όταν ακόμη αναφέρονταν σε απελευθέρωση από τους εχθρούς με την αποτίναξη του ζυγού τους, θεωρούσαν αυτήν οι Ιουδαίοι ότι θα επιτευχθεί με παρέμβαση του Θεού ή του οργάνου του (L). Το λυτροῦσθαι τὸν Ἰσραήλ αποτελεί φράση που αναφέρεται στο Μεσσία και το έργο του. Το ρήμα δεν έχει εδώ την υψηλή πνευματική έννοια, η οποία τώρα αποδίδεται σε αυτό (ο). Αξιοσημείωτα και τα επόμενα: «Με διαφορετικό τρόπο… προσδοκούσαν το Χριστό όσοι από το λαό δεν γνώριζαν με ακρίβεια τα πράγματα, δηλαδή σαν σωτήρα και λυτρωτή από τα κακά που επρόκειτο να πάθουν και από το ζυγό της ρωμαϊκής δουλείας· και έλπιζαν ότι θα βασιλεύσει αυτός σε επίγεια βασιλεία· για αυτό και λένε, ότι εμείς ελπίζαμε ότι αυτός θα λυτρώσει και τον Ισραήλ από τους εθνικούς Ρωμαίους, και αυτός δεν ξέφυγε ούτε την άδικη για αυτόν απόφαση» (Θφ).
(3) Η αντίθεση με την ελπίδα αυτή σημειώνεται έντονα με το «ἀλλά γε» (L) = αλλά μάλιστα· δηλαδή όχι μόνο μέχρι τώρα δεν εκπληρώθηκε η ελπίδα μας αυτή στον λυτρωτή, αλλά αντιθέτως… (δ).
(4) Δηλαδή παρά τις (στο στίχο 19) έκτακτες αυτές ιδιότητες του ανθρώπου αυτού και τις ελπίδες, τις οποίες γέννησε σε εμάς (g). Ή, «αντί για όλα αυτά που έγιναν» (Ζ)· πάνω σε όλα αυτά, για τα οποία διαψεύστηκαν οι ελπίδες μας (L). Ίσως η δεύτερη ερμηνεία πιο πιθανή.
(5) Θα μπορούσε κάποιος να ελπίζει στην επέμβαση του Θεού. Αλλά αυτή θα έπρεπε ήδη να έχει σημειωθεί. Αλλά να που βρισκόμαστε στην τρίτη ημέρα και δεν έγινε τίποτα. Το «τρίτη ημέρα» δεν υπαινίσσεται την προφητευμένη ανάσταση (L). Ή, το «τρίτη ημέρα… και γυναίκες μας εξέπληξαν και τα εξής… τα λένε σαν να έχουν απορία και μου φαίνονται οι άνδρες ότι βρίσκονται σε πολλή αμφιταλάντευση, και ούτε πολύ απιστούν, ούτε πολύ πιστεύουν. Διότι το να πουν μεν, ότι ελπίζαμε ότι αυτός είναι που θα λυτρώσει τον Ισραήλ δείχνει απιστία· ενώ το να πουν ότι, αυτή είναι η Τρίτη ημέρα που διανύει, φανερώνει ανθρώπους που είναι κοντά στο να θυμηθούν, ότι είπε σε αυτούς· την Τρίτη ημέρα θα αναστηθώ» (Θφ). Η πρώτη εκδοχή πιο σοβαρή.
(6) Μπορούμε να το πάρουμε και απρόσωπα= τρίτη ημέρα περνά (ο χρόνος)· είναι τρίτη ημέρα (δ). Μπορεί όμως να έχει ως υποκείμενο το Ιησούς, με την έννοια, με την οποία λέγεται: άγει το δέκατο έτος (g). Πιο πιθανή η πρώτη εκδοχή.
Λουκ. 24,22 ἀλλὰ(1) καὶ γυναῖκές τινες ἐξ ἡμῶν(2) ἐξέστησαν(3) ἡμᾶς γενόμεναι ὄρθριαι(4) ἐπὶ τὸ μνημεῖον,
Λουκ. 24,22 Αλλά και κάτι άλλο συνέβη• μερικαί δηλαδή γυναίκες από τον κύκλον μας μας εξέπληξαν, διότι επήγαν κατά τα χαράματα στο μνημείον
(1) Αλλά και κάτι άλλο απορίας άξιο και που μας ταράσσει συμβαίνει (δ). Ή, «και το μας εξέπληξαν» φανερώνει… ότι η απιστία τους άρχισε να κλονίζεται κάπως» (Θφ). Συνεπώς το «αλλά και» = Αλλά παρά την διάψευση αυτή υπάρχει αυτό το ευνοϊκό σημείο (p)· υπάρχει ένα στοιχείο, το οποίο πρέπει να υπολογίζει κάποιος (L). Η δεύτερη εκδοχή πιο πιθανή.
(2) «Δηλαδή δικές μας» (Ζ), στις οποίες θα είχαμε εμπιστοσύνη και δεν θα νομίζαμε, ότι μας εξαπατούν (p).
(3) Μόνο εδώ στην Κ.Δ. χρησιμοποιείται ως μεταβατικό = μας εξέπληξαν (p).
(4) Υπάρχει και η γραφή ορθριναί.
Λουκ. 24,23 καὶ μὴ εὑροῦσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ ἦλθον λέγουσαι(2) καὶ ὀπτασίαν ἀγγέλων(1) ἑωρακέναι, οἳ λέγουσιν(2) αὐτὸν ζῆν.
Λουκ. 24,23 και επειδή δεν εύρον εκεί το σώμα του, ήρθαν και είπαν ότι είδαν και οπτασία αγγέλων, οι οποίοι λέγουν ότι ο Ιησούς ζη.
(1) Είχαν βεβαίως σημειωθεί εν τω μεταξύ και οι εμφανίσεις του αναστημένου Κυρίου στις μυροφόρες. Δεν αναφέρουν όμως αυτές οι δύο μαθητές, διότι υπο το κράτος της γενικής δυσπιστίας, η οποία κατέτρωγε ολόκληρο τον κύκλο των αποστόλων, είτε αμφέβαλλαν για την πραγματικότητα των εμφανίσεων, είτε θεώρησαν αυτές ως αγγελικές εμφανίσεις (ο).
(2) Λέγουσαι… λέγουσιν. Υποδηλώνουν οι εκφράσεις αυτές, ότι οι δύο μαθητές λίγη πίστη παρείχαν στους θρύλους αυτούς (g). «Αν εξετάσουμε τελείως τα λόγια τους, θα δούμε ότι είναι όντως ανθρώπινα και έχουν πολύ δισταγμό και κατά κάποιο τρόπο απορούν και βρίσκονται σε αμηχανία λόγω του εξαίσιου της ανάστασης» (Θφ). Εάν πράγματι εμφανίστηκαν οι άγγελοι, θα αξίωνε ίσως ο Κλεόπας, πώς δεν στάλθηκαν στους αποστόλους, αλλά στις γυναίκες που εύκολα εξαπατούνται και παρασύρονται από τη φαντασία τους;
Λουκ. 24,24 καὶ ἀπῆλθόν τινες(1) τῶν σὺν ἡμῖν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ εὗρον οὕτω καθὼς καὶ αἱ γυναῖκες εἶπον, αὐτὸν δὲ οὐκ εἶδον(2).
Λουκ. 24,24 Επήγαν επίσης στο μνημείον και μερικοί από αυτούς, που είναι μαζή μας, και ευρήκαν τα πράγματα, όπως τα είχαν είπει αι γυναίκες• είδαν ανοικτόν μεν το μνημείον, όχι όμως και τον Ιησούν”.
(1) Το «κάποιοι» δείχνει, ότι στη σκέψη τους ο Πέτρος δεν ήταν ο μόνος που επισκέφτηκε το μνημείο, παρόλο που στο στίχο 12 μόνος αυτός κατονομάζεται (g). «Τον Πέτρο και τον Ιωάννη εννοεί. Και από εδώ είναι φανερό ότι αυτά που με πλάτος τα λένε άλλοι (ευαγγελιστές), άλλοι τα διηγούνται σύντομα και επιτροχάδην. Όπως ακριβώς λοιπόν και την άφιξη του Πέτρου και του Ιωάννη στο μνημείο, ο μεν Ιωάννης πλατύτερα την εξιστόρησε, ενώ αυτός αφού ανέφερε λίγα, ανώνυμα την προσπέρασε» (Θφ).
(2) Αυτό ήταν εξολοκλήρου αληθινό όσον αφορά τον Πέτρο και τον Ιωάννη. Δεν είναι αδύνατον ο Κλεόπας μαζί με τον συνοδοιπόρο του να έφυγε από την Ιερουσαλήμ χωρίς να έχει ακούσει, ότι η Μαρία η Μαγδαληνή είχε βεβαιώσει, ότι είδε αυτόν. Εάν όμως είχαν ακούσει αυτό, δεν πίστεψαν σε αυτό και δεν το θεώρησαν άξιο αναφοράς (p). Η φράση παρόλ’ αυτά «αυτόν όμως δεν τον είδαν» παρουσιάζεται ως προστιθέμενη από τους δύο μαθητές κατά τρόπο πιο φυσικό, εάν δεχτούμε, ότι αυτοί είχαν στο νου, ότι οι μυροφόρες έλεγαν, ότι είδαν και τον Ιησού (ο).
Λουκ. 24,25 καὶ αὐτὸς(1) εἶπε πρὸς αὐτούς· ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς(2) τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ πᾶσιν(3) οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται!
Λουκ. 24,25 Και τότε ο Ιησούς είπε προς αυτούς• “ω ανόητοι, που έχετε βραδυκίνητη την καρδιά στο να πιστεύετε όλα όσα ελάλησαν οι προφήται.
(1) Και αυτός= ήλθε ήδη και η δική του σειρά να μιλήσει (g).
(2) Το ανόητοι αναφέρεται στη διάνοια, το βραδείς στην καρδιά (g). Ο νους καταλαβαίνει, ενώ η καρδιά πιστεύει. Αυτοί λοιπόν επειδή ήταν ασύνετοι στο νου, είναι και βραδυκίνητοι στην καρδιά. Αντίθετο του γρήγοροι, πρόθυμοι (δ). «Επειδή το φρόνημά τους ήταν πολύ ανθρώπινο και νοσούσαν από πολύ δισταγμό, τους αποκαλεί ανόητους και βραδυκίνητους» (Θφ). «Τους ονόμασε ανόητους μεν, προκαλώντας τους σιγά σιγά ώστε να τον αναγνωρίσουν· αλλά και βραδυκίνητους στην καρδιά επειδή ήταν νωθροί στο να πιστέψουν» (Ζ). Ονομάζοντάς τους ανόητους δεν θέλει να τους χαρακτηρίσει ως κακούς και πονηρούς, με την έννοια δηλαδή που μάς απαγόρευσε ο Κύριος να αποκαλούμε τους αδελφούς μας μωρούς ή ρακά (ανόητος). Με αυτό τους χαρακτηρίζει πρώτον μεν ως ασθενείς, έπειτα δε και ως ανόητους, διότι σκέπτονταν και ενεργούσαν παρά το πραγματικό τους συμφέρον. Επειδή, αφού είχαν ενδείξεις, για το ότι ο διδάσκαλός τους ζούσε, δεν δέχονταν την ενίσχυση και παρηγοριά που τους δόθηκε από τους αγγέλους μέσω των γυναικών και εξακολουθούσαν να στενοχωριούνται και να αγωνιούν.
(3) Δεν μπορούμε να χωρίσουμε το «ἐπὶ πᾶσιν» από το «πιστεύειν» (p). Οι προφητείες είναι το θεμέλιο της πίστης (L), και η πρόθεση «επί» δηλώνει το: στηριζόμενοι πάνω σε αυτές=να πιστεύετε όλα όσα είπαν οι προφήτες (δ). Τονίζεται ιδιαιτέρως το «σε όλα» (p). «Διότι είναι δυνατόν να πιστεύετε και μερικώς και πλήρως… Πρέπει όμως να πιστεύετε σε όλα στους προφήτες, και στα σχετικά με την ατιμία και στα σχετικά μ τη δόξα του… Εσείς όμως είστε τόσο ανόητοι, ώστε ενώ ακούτε τον Ησαΐα να λέει και τα δύο, ότι και στη σφαγή οδηγήθηκε και ότι ο Κύριος θέλει να δείξει σε αυτόν φως, εκείνο μεν το δέχεστε, ενώ αυτό δεν το σκέφτεστε» (Θφ). Όπως όλοι οι Ιουδαίοι, έτσι και οι δύο αυτοί μαθητές, θυμούνταν μόνο τις σχετικές με τη δόξα του Μεσσία προφητείες και αγνοούσαν τις σχετικές με το πάθημά του προαναγγελίες (p).
Λουκ. 24 ,26 οὐχὶ ταῦτα(1) ἔδει(2) παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν(3) αὐτοῦ;
Λουκ. 24,26 Αυτά δεν έπρεπε, σύμφωνα με την βουλήν του Θεού, να πάθη ο Χριστός και να εισέλθη κατόπιν εις την δόξαν του, η οποία και ήρχισε με την ανάστασίν του;”
(1) Εμπαιγμούς και σταύρωση κλπ. (δ).
(2) Σύμφωνα με τη θεια βουλή και το θείο σχέδιο, όπως εκφράζονται αυτά στις προφητείες (p). Έπρεπε, για εκπλήρωση των προφητειών και για σωτηρία των ανθρώπων (ο). Ακριβώς εκείνα, τα οποία στην ασθένειά μας θεωρούμε ως αίτια της αμφιβολίας μας, είναι σημάδια χαρακτηριστικά του Χριστού (b) και αυτά που θεωρούνται ότι διαψεύδουν τις περί Χριστού ελπίδες μας, αυτά πρέπει να στηρίζουν αυτές. Το «έπρεπε» γραμματικά αναφέρεται και στα δύο ρήματα «παθεῖν… καὶ εἰσελθεῖν». Κυρίως όμως ο τόνος του πέφτει στο παθεῖν. Το πάθημα έρχεται πρώτο και αυτό είναι η οδός προς την δόξα (p).
(3) Στην κατάσταση της δόξας, η οποία άρχισε με την ανάσταση και τελείωσε με την ανάληψη (δ). Δείχνει σε αυτούς, ότι τα παθήματα του Χριστού, τα οποία ήταν τέτοια πέτρα σκανδάλου σε αυτούς και τους σύγχυζαν, ώστε να μην διακρίνουν τη δόξα του, ήταν στην πραγματικότητα η προορισμένη και προκαθορισμένη οδός προς την δόξα και δεν ήταν δυνατόν από άλλη οδό ο Μεσσίας να καταλήξει σε αυτήν. Το πάθημα του Μεσσία, έπρεπε κατά το θείο σχέδιο να συμβεί. Δεν θα ήταν δυνατόν ο Ιησούς να γίνει Σωτήρας, αν δεν γινόταν και πάσχον θύμα. Δεν αποτελεί λοιπόν το πάθημα ένσταση κατά του ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας, αλλά αντίθετα είναι απόδειξη που πείθει για το ότι πράγματι είναι, όπως ακριβώς και οι θλίψεις των αγίων είναι απόδειξη, ότι δεν είναι νόθοι αλλά υιοί. Ούτε ο σταυρός του αποτελεί ντροπή και όνειδός του, διότι μέσω αυτού εισήλθε στη δόξα του, στη δόξα, την οποία είχε προτού φτιαχτεί ο κόσμος. Και διδασκόμαστε έτσι, ότι πρέπει να περιμένουμε πρώτα το αγκάθινο στεφάνι, για να λάβουμε έπειτα και το στεφάνι της δόξας.
Λουκ. 24,27 καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωϋσέως(1) καὶ ἀπὸ(2) πάντων τῶν προφητῶν(3) διηρμήνευεν(4) αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς γραφαῖς τὰ περὶ ἑαυτοῦ(5).
Λουκ. 24,27 Και αφού ήρχισε από τον Μωϋσέα και εν συνεχεία από όλους τους προφήτας, εξηγούσε λεπτομερώς εις αυτούς όλας τας προφητείας των Γραφών, που ανεφέρεντο εις αυτόν.
(1) «Δηλαδή από τα βιβλία του Μωϋσή» (Ζ)· από την Πεντάτευχο. Τέτοιες προφητείες, όπως αυτές που είναι στα Γεν. γ 15, κβ 18, Αριθμ. κδ 17, Δευτ. ιη 15 και τύπους όπως ο αποδιοπομπαίος τράγος, το μάννα, το χάλκινο φίδι και οι θυσίες, αυτούς κυρίως υποδηλώνει (p).
(2) Υποδηλώνει η επανάληψη της πρόθεσης «από», ότι οι προφήτες θεωρούνται ως τμήμα ξεχωριστό της Πεντατεύχου (p). Και σε σχέση με το «ἀρξάμενος… καὶ ἀπὸ πάντων» το δεύτερο αυτό «από» υπονοεί, ότι η απόδειξη άρχιζε ξανά από κάθε έναν προφήτη (g).
(3) «Και στις υπόλοιπες λοιπόν προφητείες βρίσκονται σποραδικά τα σχετικά με το σταυρό και την ανάσταση και μάλιστα στους πιο διάσημους προφήτες, και είναι δυνατον να τα συλλέξει κάποιος αυτά από εκεί» (Θφ). Ο Ιησούς είχε μπροστά του ευρύτατο πεδίο από το πρωτευαγγέλιο, που δόθηκε στους πρωτοπλάστους, μέχρι τον Μαλαχία κεφάλαιο δ. Ο Ιησούς παντού στις Γραφές εύρισκε τον εαυτό του να προεικονίζεται ή να προαναγγέλλεται (Ιω. ε 39,40). Πόσοι από τους ορθολογιστές σύγχρονους ερμηνευτές της Π.Δ. με τις ερμηνείες τους ζητούν να διαψεύσουν την εξήγηση, την οποία ο Ιησούς έδωσε για τις προφητείες στους δύο μαθητές!! (g). Υπάρχουν πολλά εγκατεσπαρμένα σε όλη την Αγία Γραφή που αναφέρονται στο Χριστό, τα οποία ενδείκνυται καθένας να περισυλλέγει σε ένα σύνολο και να μελετά. Είναι ο θησαυρός ο κρυμμένος στην Π.Δ.. Ένα χρυσό νήμα ευαγγελικής χάρης διαπερνά διαμέσου όλης της υφής της Βίβλου. Στη σπουδή όμως και στη μελέτη της Γραφής ωφέλιμο είναι να προχωρούμε μεθοδικά και με τάξη. Διότι το φως στην Π.Δ. ανέτειλε σιγά σιγά προχωρώντας από το λυκαυγές στην τέλεια ημέρα. Ο Θεός μίλησε στους πατέρες για τον Υιό του, ενώ μέσω αυτού τώρα μίλησε σε εμάς. Μερικοί αρχίζουν να σπουδάζουν τη Βίβλο αρχίζοντας από την Αποκάλυψη. Ο Χριστός μας δίδαξε τώρα να αρχίζουμε από το Μωϋσή και από τις προφητείες για το Χριστό.
(4) Υπάρχει και η γραφή διηρμήνευσεν. Ο παρατατικός χρόνος δηλώνει το διαρκές = εξακολουθούσε να εξηγεί σε αυτούς στο δρόμο (δ).
(5) = τα χωρία που μιλούσαν για αυτόν, τα χριστολογικά (δ).
Λουκ. 24,28 Καὶ ἤγγισαν εἰς τὴν κώμην οὗ ἐπορεύοντο(1), καὶ αὐτὸς προσεποιεῖτο(2) ποῤῥωτέρω πορεύεσθαι·
Λουκ. 24,28 Και επλησίασαν στο χωρίον, όπου οι δύο μαθηταί επήγαιναν και αυτός εφαίνετο ότι προχωρούσε μακρύτερα.
(1) Προφανώς οι μαθητές έφτασαν στο τέρμα του ταξιδιού τους και όχι σε κάποιο ενδιάμεσο πανδοχείο (L). Πλησίασαν εις Εμμαούς και ήλθαν στο σημείο της οδού, κατά το οποίο χωριζόταν η οδός που οδηγούσε προς το χωριό από την οδό που προχωρούσε μπροστά (δ).
(2) Ο Ιησούς τότε φάνηκε, ότι ήθελε να προχωρήσει σε μακρότερη κατεύθυνση. Δεν ήταν αυτό πραγματική προσποίηση. Ήταν μία δοκιμασία, στην οποία υπέβαλλε τους συνοδοιπόρους του. Θα συνέχιζε πραγματικά την προς τα μπροστά πορεία του και θα τους άφηνε χωρίς να αποκαλυφθεί σε αυτούς, εάν αυτοί δεν επέμεναν να τον κρατήσουν (g). Ούτε το ελάχιστο ψεύδος δεν κρύβεται εδώ. Για πλήρη κατανόηση αυτού, αρκεί να λάβει κάποιος υπόψη, ότι ο Ιησούς βρέθηκε στην οδό που οδηγούσε προς Εμμαούς, όχι διότι ήθελε να μεταβεί στο χωριό αυτό, αλλά διότι είχε σκοπό να παράσχει πολύτιμη ευκαιρία διδασκαλίας στους μαθητές. Και συνεπώς δεν θα μετέβαινε εις Εμμαούς, εάν δεν τον παρακαλούσαν οι μαθητές. Με το να φανεί όμως, ότι είχε σκοπό να προχωρήσει, ήθελε να δώσει στους συνοδοιπόρους του την ευκαιρία να τον προσκαλέσουν (L). Δες την συμπεριφορά του Κυρίου προς τους μαθητές στη λίμνη (Μάρκ. στ 48) και προς την Χαναναία (Μάρκ. ζ 27) (p). Είναι φυσικό άλλωστε ο ξένος, ο οποίος πρόκειται να φιλοξενηθεί, να δείχνει δειλία και ντροπή. Ο καθένας καταλαβαίνει την σημασία αυτής της δειλίας. Δεν θέλει να εισβάλλει αγενώς και με τραχύτητα στο ξένο σπίτι και αναμένει να ακούσει την πρόσκληση αυτού που έχει την διάθεση να τον φιλοξενήσει. Αυτό ακριβώς έκανε ο Χριστός, όταν προσποιήθηκε ότι θα πάει πιο πέρα. Υπάρχει και η γραφή: προσεποιήσατο.
Λουκ. 24,29 καὶ παρεβιάσαντο(1) αὐτὸν λέγοντες· μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν(2), ὅτι πρὸς ἑσπέραν(3) ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα(4). καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς.
Λουκ. 24,29 Αυτοί όμως με τις επίμονες παρακλήσεις των τον ηνάγκασαν να μείνη, λέγοντες• “μείνε μαζή μας, διότι πλησιάζει η εσπέρα και η ημέρα έχει προχωρήσει προς την δύσιν”. Και εμπήκε στο σπίτι να μείνη μαζή τους.
(1) Με παρακλήσεις. Δες και Πράξ. ιστ 15 όπου βρίσκεται το ρήμα με την ίδια έννοια και σε περίπτωση φιλοξενίας. Δες και το «ανάγκασέ τους να μπουν» (Λουκ. ιδ 23). Το ρήμα χρησιμοποιείται και από τους Ο΄ (μετάφραση των εβδομήντα) στα Γεν. ιθ 9, Α΄ Βασ. κη 23, Δ΄ Βασ. β 17, ε 16 (p). Εκείνοι οι οποίοι θα ήθελαν να έχουν το Χριστό για να μένει μαζί τους, πρέπει να τον προσκαλούν και να φτάνουν μέχρι ενοχλήσεως. Και αν αυτός φαίνεται να απομακρύνεται από αυτούς να επιμένουν παρακαλώντας τον, μιμούμενοι τους δύο μαθητές, οι οποίοι τον ανάγκασαν. Και όσοι έχουν λάβει πείρα των θελγήτρων και της ωφέλειας, τα οποία ακολουθούν την μαζί με το Χριστό κοινωνία, δεν είναι δυνατόν παρά να επιθυμούν ακόμη περισσότερο να απολαύσουν αυτήν και να ζητούν από αυτόν να μην χωριστούν από αυτόν όχι για μια νύχτα μόνο αλλά για πάντα.
(2) Σε συνδυασμό με τα ακόλουθα η φράση αυτή υπονοεί παραμονή σε σπίτι το οποίο ανήκε σε έναν από τους δύο μαθητές. Το ότι έδωσαν στον άγνωστο ξένο την πρώτη θέση και παραχώρησαν σε αυτόν την ευλογία και το κόψιμο του ψωμιού προδίδει απλώς τον ενθουσιασμό, που γέμιζε τις καρδιές τους για τον ξένο (p). Τον παρακαλούν από αγάπη και από διάθεση φιλοξενίας, να μην διακινδυνεύσει συνεχίζοντας το ταξίδι του και κατά την μετά από λίγο ερχόμενη νύχτα (b).
(3) Η λέξη στην Κ.Δ. είναι χαρακτηριστική του Λουκά (Πράξ. δ 3, κη 23) (p). Πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ (η ώρα) = πλησιάζει απόγευμα (δ).
(4) «Προχώρησε ώστε να δύσει» (Ζ). Το ρήμα αναφέρεται στην δύση του ηλίου κάτω από τον ορίζοντα (ο). Ισως οι μαθητές υπερβάλλουν ως προς τον καθορισμό της ώρας, για να πείσουν τον ξένο να δεχτεί την φιλοξενία τους (L). Υπάρχει και η γραφή: Και κέκλικεν ήδη η ημέρα.
Λουκ. 24,30 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι(1) αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν λαβὼν τὸν ἄρτον(2) εὐλόγησε(3), καὶ κλάσας(4) ἐπεδίδου(5) αὐτοῖς.
Λουκ. 24,30 Και ενώ εξηπλώθη κοντά στο τραπέζι του φαγητού μαζή με αυτούς, επήρε τον άρτον, τον ευλόγησε ευχαριστών τον Θεόν, όπως συνήθιζε να κάνη προ του φαγητού, και αφού τον έκοψε εις κομμάτια, έδιδε εις αυτούς.
(1) Δηλαδή κατά τη συνήθεια ξάπλωσε στο κρεβάτι για να φάει, από όπου φαίνεται καθαρά, ότι αυτό το κόψιμο του ψωμιού ήταν συνηθισμένο δείπνο (δ). Δεν θα εξηγήσουμε απλώς αφού κάθισε, αλλά αφού κάθισε κάτω· ξάπλωσε, σύμφωνα με τη συνήθεια που είχαν, όταν έτρωγαν.
(2) Ενεργώντας ως πατέρας και οικοδεσπότης παίρνει τον άρτο ο Ιησούς και ευχαριστεί. Η θέση της υπεροχής, την οποία του έδωσε η ανάπτυξη των προφητειών και η διδασκαλία που προηγήθηκε, τον επέβαλε και κατά την παρούσα στιγμή ως πατέρα (g).
(3) Πρόκειται για τη συνηθισμένη ευχαριστία πριν το φαγητό (p).
(4) Τί είδους είναι αυτή η κλάση του άρτου; Λιγότερο πιθανώς: ο άρτος αυτός είναι το μυστήριο, το οποίο μας συγκεντρώνει ώστε να τον γνωρίσουμε (Αυγουστίνου Λατινική Πατρολογία Migne 33,644)· «σε αυτούς που μεταλαμβάνουν τον ευλογημένο άρτο (της Θ. Ευχαριστίας), ανοίγουν τα μάτια ώστε να τον αναγνωρίσουν. Διότι η σάρκα του Κυρίου έχει μεγάλη και ανείπωτη δύναμη» (Θφ). Πιο σωστά: Πρόκειται για συνηθισμένο δείπνο. Κανείς από τους έλληνες Πατέρες πριν τον Θεοφύλακτο δεν μιλά για τον άρτο αυτόν ως άρτο της θείας Ευχαριστίας (L). Ότι πάλι η κλάση αυτή ήταν η θεία Ευχαριστία και μάλιστα με έ ν α ε ί δ ο ς αποτελεί υπόθεση απίθανη. Αλλά και ο Παρατατικός που ακολουθεί «επεδίδου» είναι εναντίον της υπόθεσης αυτής. Στο Μυστικό Δείπνο δεν γίνεται αλλαγή χρόνου από τον αόριστο (έκλασε=έκοψε) στον παρατατικό, όπως γίνεται εδώ και στο θαύμα των πέντε χιλιάδων (Λουκ. θ 16) και των τεσσάρων χιλιάδων (Μάρκ. η 6 «ἔκλασε καὶ ἐδίδου» ή «κατέκλασε καὶ ἐδίδου»). Αλλά έχουμε για τον άρτο της θείας ευχαριστίας «ἔκλασε καὶ ἔδωκε» (Λουκ. κβ 19). Και δεν χρησιμοποιείται συνήθως ο παρατατικός για την ευχαριστία. Δες και Μάρκ. ιδ 22 και Α΄ Κορ. ια 23 (p). Δεν επρόκειτο για υπερφυσικό δείπνο, όπως στη διατροφή των πέντε χιλιάδων και των τεσσάρων χιλιάδων· ούτε για μυστηριακό δείπνο όπως στην παράδοση της Ευχαριστίας, αλλά για συνηθισμένο δείπνο. Παρόλ’ αυτά ο Χριστός έκανε και σε αυτό κάποια παρόμοια, όπως και σε εκείνα, διδάσκοντάς μας να διατηρούμε την επικοινωνία μας με το Θεό και στις συνηθισμένες μας προμήθειες, ευχαριστώντας το Θεό σε κάθε δείπνο και τρώγωντας τον άρτο μας τον καθημερινό σαν να διανέμεται σε μας από τον Χριστό. Οπουδήποτε καθόμαστε να φάμε ας δίνουμε θέση στο τραπέζι μας και στο Χριστό και ας παίρνουμε την τροφή και τον άρτο μας σαν να ευλογούνται και να δίνονται σε μας από αυτόν, και ας τρώμε και ας πίνουμε προς δόξαν του. Οτιδήποτε και αν παρατίθεται στο τραπέζι μας, έστω και αν αυτό είναι απλό και πενιχρό, θα το παίρνουμε με ευγνωμοσύνη και θα το τρώμε ευχάριστα, εάν μέσω της πίστης βλέπουμε αυτό να δίνεται σε μας από τα χέρια του Χριστού.
(5) Έδινε σε αυτούς, όχι ένα τεμάχιο, όπως στη θεία ευχαριστία, αλλά αφού έκοψε τον άρτο σε τεμάχια τον μοίραζε.
Λουκ. 24,31 αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί(1), καὶ ἐπέγνωσαν(2) αὐτόν· καὶ αὐτὸς ἄφαντος(3) ἐγένετο ἀπ᾿ αὐτῶν(4).
Λουκ. 24,31 Την στιγμήν αυτήν, όταν είδαν τον τρόπον της ευλογίας και του τεμαχισμού του άρτου, ήνοιξαν με θείον φωτισμόν τα μάτια των και ανεγνώρισαν αμέσως τον διδάσκαλον των. Αλλά αυτός έγινε αμέσως άφαντος από αυτούς.
(1) Αυτό πρέπει να ερμηνευτεί σε συμφωνία με το στίχο 16. Εφόσον λοιπόν ο στίχος εκείνος συνυπονοεί θεία παρέμβαση στο να κρατιούνται τα μάτια των δύο μαθητών ώστε να μην τον αναγνωρίζουν, με θεία παρέμβαση και εδώ ανοίγουν τα μάτια τους (p). Με υπερφυσική του Θεού ενέργεια τα μάτια τους τελείως άνοιξαν και γνώρισαν αυτόν καλά, αφού είδαν (δ) και «την συνηθισμένη και γνώριμη ευλογία του άρτου» (Ζ). Οι δύο αυτοί μαθητές δεν ήταν παρόντες στο Μυστικό Δείπνο, αλλά συχνά θα είχαν δει τον Ιησού να προεξάρχει σε τραπέζι και φαγητό. Και ο τρόπος που έπαιρνε και έκοβε το ψωμί, που συνηθιζόταν από τον Ιησού, καθώς και ο τρόπος της ευλογίας και τα λόγια της ευχαριστίας και η γενικότερη έκφραση της προσευχής και του προσώπου, επανήλθαν ήδη στη μνήμη τους και αναγνώρισαν ότι και αυτός που τώρα κόβει και ευλογεί τον άρτο είναι ο διδάσκαλός τους (p). Η επίδραση αφ’ ενός που ασκήθηκε στην καρδιά τους με την προηγούμενη συνομιλία και διδασκαλία, καθώς και με την ενέργεια της χάρης του Ιησού, και ο τρόπος αφ ετέρου, με τον οποίο έκοψε και μοίρασε τον άρτο, προετοίμασαν σε αυτούς την αφύπνιση της εσωτερικής τους αίσθησης (g). Δες πώς ο Χριστός κάνει τον εαυτό του γνωστό στις ψυχες του λαού του. Πρωτίστως διανοίγει σε αυτούς τις Γραφές, διότι αυτές μαρτυρούν για αυτόν σε αυτούς που τις ερευνούν. Έπειτα συναντά αυτούς στο τραπέζι του. Όχι πλέον σε ένα συνηθισμένο τραπέζι, αλλά σε τράπεζα μυστική, όπου μεταδίδει σε αυτούς το ίδιο το σώμα και το αίμα του και αναγνωρίζεται από αυτούς στην κλάση του άρτου. Και τελειώνεται το έργο αυτό της γνωστοποίησης με το άνοιγμα των ματιών της διάνοιάς τους με άμεση επενέργεια της χάρης του.
(2) Η αναγνώριση ήλθε ως συνέπεια της διάνοιξης των ματιών τους (ο).
(3) Λέγεται μία φορά. Λέξη ποιητική στους κλασσικούς (p). Ο ευαγγελιστής προφανώς αποδίδει στην αιφνίδια αυτή εξαφάνιση χαρακτήρα υπερφυσικό (g). «Γίνεται αφανής από αυτούς· διότι δεν είχε πλέον τέτοιο σώμα, ώστε για πολλή ώρα να συναναστρέφεται μαζί τους σωματικά» (Θφ). Το σώμα του αναστημένου Κυρίου δεν υπέκειτο πλέον στους ίδιους όρους της ύπαρξης, στους οποίους και κατά την προηγούμενη επίγεια ζωή του. Υπάκουε με περισσότερη ελευθερία στη θέληση του πνεύματος (g). Εξαφανίστηκε, όπως οι άγγελοι (Λουκ. α 38).
(4) Εξαφανίστηκε, «ώστε από αυτό να αυξήσει περισσότερο τον πόθο σε αυτούς» (Θφ) και «για να μην αργοπορήσουν περισσότερο, αλλά να επιστρέψουν γρήγορα στους μαθητές. Διότι ήθελε την ίδια ημέρα να εμφανιστεί σε όλους αυτούς» (Ζ). Ο σκοπός του άλλωστε είχε συντελεστεί. Και ήταν αυτός να πείσει αυτούς, ότι αυτός ήταν ο Μεσσίας και ότι ήταν ζωντανός και οι ελπίδες, που αυτοί στήριξαν πάνω του, δεν ήταν μάταιες (p). «Επειδή λοιπόν μέχρι εκείνη την ώρα τα μάτια τους κρατιόντουσαν να μην τον αναγνωρίσουν… έως ότου ο λόγος της διδασκαλίας του Σωτήρα αφού μπήκε στις καρδιές τους, έκανε εύκολα παραδεκτή την πίστη. Όταν λοιπόν πίστεψαν στα λόγια του, τότε κάνει εμφανή σε αυτούς και την όψη· δεν παραμένει όμως μαζί τους» (Σχ.).
Λουκ. 24,32 καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους· οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν(1) ἐν ἡμῖν(2), ὡς(3) ἐλάλει ἡμῖν(4) ἐν τῇ ὁδῷ καὶ(5) ὡς διήνοιγεν(6) ἡμῖν τὰς γραφάς;
Λουκ. 24,32 Και είπαν μεταξύ των• “η καρδία μας δεν εφλογίζετο έντος ημών από θείον ενθουσιασμόν, καθώς μας ωμιλούσε στον δρόμον και μας εφανέρωνε τα δυσκολονόητα για μας νοήματα των Γραφών;”
(1) Η περίφραση «καιομένη ἦν» προσδίδει έμφαση στη συγκίνηση, την οποία αισθάνθηκαν οι δύο μαθητές (p). «Να καίγεται, δηλαδή να ταρακουνιέται, να δονείται» (Ζ), «ή με τη φωτιά των λόγων του Κυρίου· όταν δηλαδή ερμήνευε σε αυτούς τις Γραφές θερμαινόντουσαν εσωτερικά και αποδέχονταν τα λεγόμενα ως αληθινά. Ή, όταν τους ερμήνευε τις Γραφές, παλλόταν εσωτερικά η καρδιά τους, ότι Αυτός που ερμηνεύει σε εμάς είναι ο Κύριος» (Θφ). Αυτή η καύση εδώ είναι η εσωτερική μεγάλη κατάνυξη και συγκίνηση, η πνευματική θέρμανση, την οποία το Αγιο Πνεύμα ενεργεί σε αυτούς που ακούνε τις μεγάλες πνευματικές αλήθειες του Χριστιανισμού (δ). Και ιδιαίτερα εδώ «τα λόγια που απάγγειλε ο σωτήρας από αγάπη προς αυτούς που άκουγαν, αγάπη που είχε φλόγα πυρός, έκαιγαν, ανάβοντας την καρδιά αυτών που άκουγαν στην αγάπη του Θεού» (Ω). Βρήκαν το κήρυγμα ισχυρό, αν και δεν είχαν ακόμη αναγνωρίσει τον κήρυκα. Κάνει αυτό σε αυτούς σαφή και καθαρά τα πράγματα. Και το σπουδαιότερο άναβε στις καρδιές τους μία θεία θερμότητα μαζί με θείο φως, που διήγειρε σε αυτές την φλόγα ευσεβών και αφοσιωμένων συναισθημάτων. Εκείνο λοιπόν το κήρυγμα παράγει αγαθά αποτελέσματα στις ψυχές των ακροατών, το οποίο είναι, όπως το του Χριστού, σαφές, ανάλογο με τις διανοητικές δεκτικότητες του ακροατηρίου, και περιστρεφόμενο γύρω από τις Γραφές, την ανάπτυξη των οποίων έχει ως πρωτεύοντα σκοπό. Οι διάκονοι του κηρύγματος τις Γραφές πρέπει να προβάλλουν στους πιστούς ως την κύρια πηγή της γνώσης τους και ως θεμέλιο της πίστης τους. Και η ανάπτυξη των τμημάτων εκείνων της Γραφής, τα οποία αναφέρονται στο Χριστό, επόμενο είναι να θερμάνει τις καρδιές των ακροατών, φωτίζοντας συγχρόνως και ενισχύοντας, αλλά και παρηγορώντας αυτές. Και όσο αυτές θα τρέφονται από το λόγο του Κυρίου και θα απομακρύνονται από την αμαρτία, δοκιμάζοντας ολοένα και εντονότερα το εναντίον της άγιο μίσος, τόσο και θα αισθάνονται να καίγονται και να φλέγονται από την έλξη και την αγάπη του Κυρίου.
(2) Παρατήρησαν το γεγονός αυτό της εσωτερικής θέρμανσης πολύ περισσότερο έπειτα («ήταν καιόμενη»), παρά την ώρα που διαρκούσε και συνεχιζόταν η συγκίνηση που τους έκαιγε (b).
(3) Την ώρα που μιλούσε και την ώρα που άνοιγε (p).
(4) Η ομιλία, η γλυκιά εκείνη και που μιλούσε στη καρδιά, προκαλούσε την πνευματική αυτή θέρμανση, ιδιαίτερα δε η διάνοιξη και σαφήνιση των γραφών (δ).
(5) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το «και» και έτσι γίνεται ασύνδετο σχήμα σύνταξης, το οποίο προδίδει την συγκίνηση που κυρίευσε τους δύο μαθητές.
(6) Αξιοσημείωτη η χρήση του ίδιου ρήματος και για την διάνοιξη των ματιών και για την διάνοιξη των Γραφών (p). Διάνοιξη κάποιου πράγματος που μοιάζει κλειστό και αγνοούμενο, λέγεται η εξήγηση, με την οποία βλέπουμε, το περιεχόμενο, το νόημα και τη σημασία του (δ). Ο Ιησούς άνοιξε τα μάτια τους, ο Ιησούς άνοιξε σε αυτούς και τη Γραφή.
Λουκ. 24,33 Καὶ ἀναστάντες(1) αὐτῇ τῇ ὥρᾳ(2) ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ(3), καὶ εὗρον συνηθροισμένους(4) τοὺς ἕνδεκα(5) καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς(6),
Λουκ. 24,33 Και αφού εσηκώθησαν αμέσως αυτήν την ώρα, εγύρισαν εις την Ιερουσαλήμ και ευρήκαν συγκεντρωμένους τους ένδεκα Αποστόλους και τους άλλους, που ήσαν μαζή των.
(1) «Τόσο πολύ δηλαδή χάρηκαν, ώστε την ίδια ώρα να σηκωθούν και να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ» (Θφ). Αρνούμενοι την ανάπαυση, την οποία, κατεξοχήν μετά την πορεία, παρείχε η επιστροφή στο σπίτι τους (L) χωρίς να τελειώσουν και το δείπνο (δ), σπεύδουν να καταστήσουν συμμέτοχους της μεγάλης τους χαράς και αυτούς που ήταν στα Ιεροσόλυμα (p).
(2) Το προχωρημένο της ώρας, το οποίο πρόβαλλαν προηγουμένως στον ξένο τους για να τον πείσουν να μείνει μαζί τους, δεν εμποδίζει τώρα αυτούς (p). Δεν φοβούνται πλέον να οδοιπορήσουν και τη νύχτα (b).
(3) «Σηκώθηκαν μεν αυτήν την ώρα, επέστρεψαν όμως μετά από περισσότερες ώρες, όσες ήταν φυσικό να κάνουν βαδίζοντας το διάστημα των εξήντα σταδίων» (Θφ).
(4) Υπάρχει και η γραφή ηθροισμένους, το οποίο λέγεται μία φορά, αν και δεν είναι σπάνιο στους Ο΄(70 μεταφραστές της Π.Δ.).
(5) Ελειπε βέβαια ο Θωμάς. Αλλά «οι ένδεκα» είναι όρος που δηλώνει τον κύκλο των αποστόλων, ως διακεκριμένο από τους υπόλοιπους μαθητές (L).
(6) Αυτοί οι «σὺν αὐτοῖς» είναι αυτοί που στο στίχο 9 καθορίζονται ως «όλοι οι υπόλοιποι». Δες και Πράξ. α 14.
Λουκ. 24,34 λέγοντας ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως(1) καὶ ὤφθη Σίμωνι(2).
Λουκ. 24,34 Όλοι δε έλεγαν, ότι πραγματικά αναστήθηκε ο Κυριος και παρουσιάσθηκε στον Σίμωνα.
(1) Οι μαθητές άρχισαν να πείθονται για την ανάσταση (δ) και αποβάλλουν τις προηγούμενες αμφιβολίες τους, αλλά όχι πλήρως και τελείως. Απόδειξη αυτού, ότι στον στίχο 37 φοβήθηκαν με την εμφάνιση του Ιησού και νόμιζαν ότι έβλεπαν πνεύμα (b). Για αυτό και στο Μάρκου ιστ 13 γράφεται, ότι ούτε σε αυτούς που επέστρεψαν από Εμμαούς πίστεψαν οι μαθητές.
(2) Κατά τις ώρες που επέστρεφαν στα Ιεροσόλυμα οι δύο μαθητές «ο δεσπότης φανερώθηκε στον Σίμωνα στο ενδιάμεσο, την ώρα που οδοιπορούσαν αυτοί στην επιστροφή» (Θφ). Πουθενά αλλού στα ευαγγέλια δεν γίνεται αναφορά της εμφάνισης του Κυρίου στο Σίμωνα. Αναφέρει όμως αυτήν ως πρώτη ανάμεσα σε όλες τις εμφανίσεις του Αναστημένου ο απόστολος Παύλος (Α΄ Κορ. ιε 5) και η σύμπτωση αυτή μεταξύ του ευαγγελιστού και του αποστόλου δεν μπορεί να είναι τυχαία. Επιβεβαιώνει την αλήθεια, ότι αυτός που συνέγραψε το ευαγγέλιο αυτό ήταν από τους στενά συνδεδεμένους με τον απόστολο Παύλο (p). Ο Παύλος τοποθετεί πρώτη την εμφάνιση στον Πέτρο, προσπερνώντας τις εμφανίσεις στις Μυροφόρες και σε αυτούς που πορεύονταν εις Εμμαούς, διότι παραθέτει κυρίως τις αποστολικές μαρτυρίες, πάνω στις οποίες βασιζόταν η πίστη της εκκλησίας (Α΄ Κορ. ιε 11). Πιθανότατα ο Παύλος έλαβε γνώση της εμφάνισης αυτής στον Πέτρο από το ίδιο το στόμα του Πέτρου κατά την διάρκεια της δεκαπενθήμερης μαζί με αυτόν και τον Ιάκωβο συνδιαμονής του στην Ιερουσαλήμ τρία χρόνια μετά την επιστροφή του (Γαλ. α 18,19). Κατά την συνδιαμονή του αυτή με τον Πέτρο και τον Ιάκωβο πληροφορήθηκε και για την εμφάνιση του Χριστού στον Ιάκωβο (Α΄ Κορ. ιε 7), την οποία πάλι μόνος ο Παύλος αναφέρει. Το γεγονός όμως, ότι στην παράδοση δεν αναφέρεται και κάποια ιδιαίτερη εμφάνιση του Ιησού στον αγαπημένο Ιωάννη, αποτελεί απόδειξη ότι η παράδοση για εμφάνιση στον Πέτρο και Ιάκωβο είναι αυθεντική. Διότι, εάν επρόκειτο για επινόηση, γιατί να μην επινοηθεί εμφάνιση και για τον Ιωάννη; (g).
Λουκ. 24,35 καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ(1) καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς(2) ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου(3).
Λουκ. 24,35 Και οι δύο αυτοί διηγούντο λεπτεμερώς όσα συνέβησαν στον δρόμον και πως ανεγνωρίσθη από αυτούς ο Κυριος την ώραν που έκοπτε τον άρτον.
(1) Σε όσα άκουσαν για την εμφάνιση στο Σίμωνα πρόσθεταν και αυτοί τα δικά τους. Διηγούνταν δηλαδή αυτά που έγιναν στο δρόμο, δηλαδή την συνομιλία με τον Σωτήρα (δ). Είναι εξόχως ωφέλιμο και συντελεί τα μέγιστα για εύρεση και επιβεβαίωση της αλήθειας το να κοινολογούν οι μαθητές του Χριστού και να συγκρίνουν τις παρατηρήσεις τους και την πείρα τους και να γνωστοποιούν μεταξύ τους ό,τι γνώρισαν και αισθάνθηκαν μέσα τους από την πνευματική κοινωνία με τον Διδάσκαλο.
(2) Και πώς αναγνωρίστηκε από αυτούς.
(3) Είναι αξιοσημείωτο ότι το κόψιμο του ψωμιού και όχι η γεύση ή κοινωνία του καθορίζεται ως η περίσταση, κατά την οποία αναγνωρίστηκε ο Κύριος από τους δύο μαθητές (p). Αυτό συνηγορεί για το ότι πρόκειται για κόψιμο ψωμιού συνηθισμένου δείπνου (δ).
Λουκ. 24,36 Ταῦτα δὲ αὐτῶν λαλούντων αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς ἔστη(1) ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ λέγει(2) αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν(3).
Λουκ. 24,36 Ενώ δε αυτοί ωμιλούσαν περί αυτών, αίφνης ο ίδιος ο Ιησούς εστάθηκε στο μέσον αυτών και τους λέγει• “ειρήνη ας είναι μαζή σας”.
(1) Αιφνίδια εμφάνιση ανάλογη με την αιφνίδια εξαφάνιση του στίχου 31 (p). Στάθηκε πριν ακόμη τον αντιληφθούν να έρχεται (b). Η εμφάνιση αυτή, είναι η ίδια με αυτήν που εξιστορεί ο Ιωάννης (κ 19-23). Τους είχε υποσχεθεί, ότι μετά την ανάστασή του θα τους έβλεπε στη Γαλιλαία. Αλλά τόσο πολύ επιθυμούσε να δει αυτούς και να ειρηνεύσει αυτούς, ώστε προλαβαίνει την προκαθορισμένη συνάντηση και βλέπει αυτούς και στην Ιερουσαλήμ.
(2) Με βάση κυρίως τον κώδικα του Βέζα οι νεώτεροι εξοβελίζουν τη φράση «καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν» θεωρώντας ότι παρεμβλήθηκε νωρίς στο κείμενο του Λουκά από το Ιωάννου κ 19. Μαρτυρείται παρόλ’ αυτά αυτή και από τους σιναϊτικό βατικανό αλεξανδρινό και 15 άλλους μεγαλογράμματους κώδικες, καθώς και από τις συριακή κοπτική σαϊδική μεταφράσεις και από όλους σχεδόν τους μικρογράμματους κώδικες.
(3) «Και όταν έφευγε από αυτούς ειρήνη τους άφησε και πάλι ερχόμενος σε αυτούς ειρήνη τους δίνει· ειρήνη, το γλυκό και πράγμα και όνομα» (Ζ), και «με το συνηθισμένο χαιρετισμό της ειρήνης καταπραΰνει την ταραχή τους» (Θφ). Δίνει τον συνηθισμένο στους Ιουδαίους χαιρετισμό με πνευματική και χριστιανική έννοια (=Ειρήνη σε σας με το Θεό) (δ) και ανεβάζοντας σε υψηλότερη έννοια το περιεχόμενό του. Δες Εφεσ. β 17 (b). Ο χαιρετισμός αυτός δηλώνει, ότι η επίσκεψή του ήταν φιλική και ευμενής· επίσκεψη αγάπης. Χρησιμοποιεί το χαιρετισμό αυτό της οικειότητας, τον συνηθισμένο στους Ιουδαίους, μολονότι βρίσκεται τώρα στην κατάσταση της εξύψωσης και δόξας του. Πολλοί, όταν παίρνουν κάποιο ανώτερο αξίωμα, λησμονούν τους παλαιούς τους φίλους και κρατούν αυτούς σε απόσταση. Αλλά ο Κύριος φέρεται προς τους μαθητές με την ίδια οικειότητα, με την οποία και προηγουμένως. Και με τον χαιρετισμό του αυτόν τους πληροφορεί, ότι δεν έρχεται να επιτιμήσει τον Πέτρο για την άρνησή του, ούτε τους άλλους μαθητές για την από αυτούς εγκατάλειψή του. Έρχεται ειρηνικά για να τους βεβαιώσει, ότι τους είχε συγχωρέσει και ότι συμφιλιώθηκε πλήρως με αυτούς.
Λουκ. 24,37 πτοηθέντες(1) δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα(2) θεωρεῖν.
Λουκ. 24,37 Εκείνοι εξαφνιάστηκαν, εταράχθησαν και κατελήφθησαν από φόβον, διότι ενόμιζαν ότι έβλεπαν κάποιον πνεύμα.
(1) «Δηλαδή ταράχτηκαν» (Ζ). Η αιφνίδια εμφάνιση με κλειστές τις πόρτες κάνει έντρομους τους μαθητές που νομίζουν ότι η εμφάνιση αυτή δεν είναι ζωντανού ανθρώπου με σάρκα και αίμα, αλλά πνεύματος του πεθαμένου (δ). Καμία αντίφαση δεν υπάρχει ανάμεσα στο στίχο 34, όπου διακηρύττουν οι μαθητές, ότι αναστήθηκε ο Κύριος όντως, και στην πτόηση και τον φόβο αυτόν, ο οποίος υπήρξε η πρώτη εντύπωση των μαθητών. Είχαν βεβαιώσει αυτούς ότι ο Κύριος αναστήθηκε. Αλλά τί είδους ανάσταση ήταν αυτή; Στους Εμμαούς ευλόγησε τον άρτο, αλλά δεν έφαγε και έγινε αιφνίδια άφαντος. Και τώρα αναγνωρίζουν τον Ιησού, αλλά η πρώτη τους εντύπωση είναι ότι πρόκειται για πνεύμα· νομίζουν ότι βλέπουν την ψυχή του πεθαμένου διδασκάλου (L).
(2) «Δηλαδή φάντασμα» (Ζ). Η λέξη σημαίνει εδώ την ψυχή του πεθαμένου που επιστρέφει από τον άδη και εμφανίζεται στους ζωντανούς με ορατή μορφή, αλλά χωρίς σώμα πραγματικό· ό,τι ονόμαζαν οι αρχαίοι σκιά ή φάντασμα (Ματθ. ιδ 26). Για την έννοια αυτή της λέξης πνεύμα δες και Α΄ Πέτρ. γ 19 (g).
Λουκ. 24,38 καὶ εἶπεν αὐτοῖς(1)· τί τεταραγμένοι ἐστέ(2), καὶ διατί διαλογισμοὶ(3) ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις(4) ὑμῶν;
Λουκ. 24,38 Και είπεν ο Κυριος εις αυτούς• “διατί είσθε ταραγμένοι, και διατί ανεβαίνουν εις τας καρδίας σας διαλογισμοί απιστίας;
(1) «Επειδή με τον λόγο αυτόν (της ειρήνης) δεν καταπραΰνθηκε η ταραχή της ψυχής τους, δείχνει σε αυτούς από αλλού ότι είναι ο Υιός του Θεού, που γνωρίζει τις καρδιές. Γιατί, δηλαδή, λέει, ανεβαίνουν διαλογισμοί στις καρδιές σας; Οπωσδήποτε όμως το να γνωρίζει τις καρδιές είναι ομολογουμένως γνώρισμα του Θεού» (Θφ).
(2) Επιτιμά ήπια και καθησυχάζει ταυτόχρονα (δ). Πολλές από τις ταραχώδεις σκέψεις μας, οι οποίες ανησυχούν το εσωτερικό μας, προέρχονται από τις πλάνες και παρανοήσεις μας για τον Χριστό. Λησμονούμε, ότι ο Χριστός είναι ο μεγαλύτερος αδελφός μας και προσβλέπουμε σε αυτόν, σαν να βρίσκεται μακριά μας. Δεν τον βλέπουμε με τα μάτια της πίστης κοντά μας, να μας παρακολουθεί με στοργή, και με ηπιότητα να μας διορθωνει και να μας υποστηρίζει, ακόμη και όταν εμείς ταλαντευόμαστε κλονιζόμενοι από την ολιγοπιστία μας.
(3) Το διαλογισμοί σημαίνει συλλογισμούς και σκέψεις εσωτερικές υπέρ και κατά· αμφιβολίες συνεπώς (g). Γιατί διαλογισμοί αμφιβολίας γεννιούνται στο νου σας; (δ). Όλες οι ανήσυχες σκέψεις, που σε οποιοδήποτε χρόνο ανεβαίνουν στην καρδιά μας, είναι γνωστές στον Κύριό μας Ιησού και μάλιστα από αυτήν την πρώτη στιγμή της γέννησής τους. Και προκαλούν την απαρέσκειά του. Και με την επιτίμηση, την οποία στην προκειμένη περίπτωση έκανε στους μαθητές του, μάς διδάσκει να επιτιμούμε τους εαυτούς μας: Γιατί είσαι περίλυπη ψυχή μου, και γιατί με συνταράσσεις; Γιατί ανεβαίνουν σε σένα διαλογισμοί, οι οποίοι ούτε αληθινοί ούτε αγαθοί είναι, αλλά εμποδίζουν την εν Θεώ χαρά μας, μάς καθιστούν απρόθυμους στο καθήκον, παρέχουν πλεονεκτήματα στο Σατανά, για τον εναντίον μας αγώνα του και μας στερούν από τις ενισχύσεις και παρηγοριές που προέρχονται από την ισχυρή πίστη;
(4) Ανεβαίνει στις καρδιές. Για την αντίστοιχη εβραϊκή φράση δες Ησαΐου ξε 17 (δ). Οι σκέψεις μας είναι κρυμμένες από εμάς πριν ανεβούν στην καρδιά μας (b). Οι σκέψεις ανεβαίνουν στην καρδιά. Δες Πράξ. ζ 23, Α΄ Κορ. β 9 και Ησ. ξε 17, Ιερεμ. γ 16, λθ 35. Έκφραση εβραϊκή. Σαν οι σκέψεις μπερδεμένες και αβέβαιες να έβγαιναν από άγνωστα βάθη για να εμφανιστούν στο λογικό (L). Μερικές φορές η ταραχή της καρδιάς μας γεννιέται από τους διαλογισμούς που ανεβαίνουν σε αυτήν και οι λύπες μας και οι φόβοι μας προέρχονται από τα δημιουργήματα της φαντασίας μας. Μερικές φορές πάλι οι διαλογισμοί γεννιούνται από το φόβο της ολιγοπιστίας μας, τον οποίο δεν πολεμούμε, αλλά αφήνουμε να μας κυριεύσει. Ο Θεός μάς απομάκρυνε και μας ξέχασε, είναι η ολιγόπιστη σκέψη, η οποία πολλές φορές μας τάραξε.
Λουκ. 24,39 ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου(1), ὅτι αὐτὸς(2) ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με(3) καὶ ἴδετε, ὅτι(4) πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα(5).
Λουκ. 24,39 Ιδετε τας χείρας μου και τους πόδας μου, που φέρουν τα σημάδια από τα καρφιά, δια να πεισθήτε ότι είμαι εγώ ο ίδιος. Ψηλαφήσατέ με με τα χέρια σας και ιδέτε, ότι δεν είμαι πνεύμα, όπως νομίζετε, διότι το πνεύμα δεν έχει σάρκα και οστά, όπως βλέπετε εμέ να έχω”.
(1) «Και πώς επρόκειτο από αυτά να τον γνωρίσουν; Διότι είχαν ακόμη τα τρυπήματα από τα καρφιά» (Ζ). Υποδηλώνει λοιπόν αυτό, ότι τόσο τα πόδια του, όσο και τα χέρια του είχαν καρφωθεί στο ξύλο. Παρέχει σε αυτούς απόδειξη που κατασιγάζει τους φόβους τους, που προήλθαν από την ιδέα τους, ότι μπροστά τους είχαν πνεύμα. Τους πείθει λοιπόν, ότι έχει αληθινό σώμα· και απόδειξη ακόμη που ενισχύει την πίστη τους στη μεγάλη αλήθεια, την οποία θα κήρυτταν ακολούθως σε ολόκληρο τον κόσμο. Τους παρέχει βεβαιότητα για το ότι το σώμα, το οποίο έχει, είναι το ίδιο το δικό του σώμα, που καρφώθηκε και νεκρωθηκε πάνω στο σταυρό, το οποίο αφού αναστήθηκε το πήρε πάλι από τον τάφο. Δείτε τα χέρια και τα πόδια μου, λέει στους μαθητές του δείχνοντας σε αυτούς τις ουλές από τα καρφιά. Και όπως για ενίσχυση της πίστης των μαθητών του δείχνει σε αυτούς τις πληγές από τα καρφιά, έτσι για ενδυνάμωση των για χάρη μας προσευχών του παρουσιάζει αυτές και στον Πατέρα του. Εμφανίζεται στον ουρανό σαν αρνί σφαγμένο (Αποκ. ε 6) και το αίμα του μιλά (Εβρ. ιβ 24).
(2) Το πρώτο αυτό ό τ ι είναι ειδικό και η όλη φράση είναι αντικείμενο του δείτε (g). Με αυτό ο Κύριος πείθει πρώτον τους μαθητές για την ταυτότητά του· ότι δηλαδή αυτός είναι ο διδάσκαλός τους, για τον οποίο νόμιζαν ότι τον έχασαν για πάντα (p).
(3) Με αυτά πείθει αυτούς για την π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α της εμφάνισής του και του σώματός του· ότι δηλαδή ο διδάσκαλος, τον οποίο βλέπουν, δεν είναι απλώς πνεύμα πεθαμένου (p). Το χωρίο Α΄ Ιω. α 1 φαίνεται να είναι άμεση παραπομπή στο παρόν χωρίο. Το ίδιο ρήμα και εκεί χρησιμοποιείται. Η αξιοσημείωτη παράθεση του Ιγνατίου (Προς Σμυρναίους γ 1) θα μπορούσε να συγκριθεί: «όταν ήλθε σε αυτούς που ήταν γύρω από τον Πέτρο, είπε σε αυτούς: Πάρτε με, ψηλαφήστε με, και δείτε ότι δεν είμαι δαιμόνιο ασώματο». Ο Ευσέβιος (ΙΙΙ, 36,11) αγνοεί, από πού έλαβε αυτήν την παράθεση ο Ιγνάτιος. Ο Ιερώνυμος επανειλημμένως λέει, ότι πάρθηκε αυτή από το καθ’ Εβραίους ευαγγέλιο. Ο Ωριγένης όμως (Περί αρχών. Προοίμιο 8) πιο σωστά ίσως, αναφέρει ότι πάρθηκε από το απόκρυφο «Κήρυγμα του Πέτρου» (p).
(4) Είναι αμφίβολο εάν είναι ειδικό ή αιτιολογικό. Σύμφωνα με τους g, p είναι αιτιολογικό.
(5) «Μία σκιά, ένα πνεύμα, κάτι που είναι απλώς φαινομενικό, δεν θα μπορούσε να υπομείνει άγγιγμα του χεριού» (Κ), «ούτε σάρκα ούτε οστά έχει· ενώ εγώ και σάρκα και οστά έχω, αν και πιο θεία και πνευματικά. Διότι το σώμα του Κυρίου δεν ήταν μεν πνεύμα, ήταν όμως πνευματικό, δηλαδή ήταν ξένο από κάθε παχύτητα, και κυβερνιόταν από το πνεύμα. Διότι το μεν σώμα, το οποίο έχουμε τώρα, είναι σώμα ζωϊκό (που διευθύνεται από τις κατώτερες ζωϊκές δυνάμεις της ψυχής), δηλαδή διοικείται και ζωογονείται από την ψυχή με τις φυσικές και ζωϊκές ποιότητες και δυνάμεις. Ενώ το σώμα μετά την ανάσταση το ονόμασε πνευματικό ο Παύλος, το οποίο δηλαδή θα ζωογονείται και θα διοικείται από θείο πνεύμα και όχι από τις κατώτερες δυνάμεις της ψυχής, το οποίο αφού μεταστοιχειωθεί ώστε να γίνει άφθαρτο με τρόπο απόρρητο και πνευματικό θα συντηρείται σε αυτήν την κατάσταση. Τέτοιο λοιπόν πρέπει να εννοήσουμε το σώμα του Κυρίου μετά την ανάσταση, ότι είναι δηλαδή πνευματικό και λεπτό και έξω από κάθε παχύτητα, και δεν χρειάζεται ούτε τροφή ούτε κάτι άλλο, αν και έφαγε για να βεβαιώσει την ανάσταση» (Θφ)
Λουκ. 24,40 καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας(1).
Λουκ. 24,40 Και αφού είπε τούτο, έδειξε εις αυτούς τας χείρας και τους πόδας.
(1) Αποσιωπάται ο στίχος από τον κώδικα του Βέζα, από πολλά χειρόγραφα της Ιτάλας και από την παλαιά συριακή μετάφραση. Είναι λοιπόν και αυτός γλώσσα (=παρέμβλητο κείμενο) που παρεμβλήθηκε στο κείμενο του Λουκά από το Ιωάννη κ 20; (g). Το κείμενο όμως του Ιωάννη έχει ως εξής: καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. Δεν ταυτίζεται λοιπόν πλήρως με τον παρόντα στίχο. Και αν πάρθηκε αυτός από τον Ιωάννη, πώς αντικαταστάθηκε από όλους η φράση «την πλευράν» με το «τους πόδας»; Διατηρούμε λοιπόν τον στίχο, που είναι πολύ άλλωστε φυσικός και στο Λουκά. Ο Harnack αποδίδει εύλογα στον Μαρκίωνα την αποσιώπηση του στίχου (L).
Λουκ. 24,41 ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς(1) καὶ θαυμαζόντων(2) εἶπεν αὐτοῖς· ἔχετέ τι βρώσιμον(3) ἐνθάδε;
Λουκ. 24,41 Επειδή δε εκείνοι, ένεκα της χαράς, απιστούσαν ακόμη και εθαύμαζαν δια το καταπληκτικόν και ανέλπιστον αυτό γεγονός, είπεν εις αυτούς ο Κυριος• “μήπως έχετε τίποτε φαγώσιμον εδώ;”
(1) Η χαρά τους ήταν τόσο μεγάλη, ώστε απιστούσαν ακόμη, θεωρώντας ως όνειρο το πράγμα και θαύμαζαν για ό,τι είδαν (δ). Αναμφίβολα είχαν πιστέψει, διότι διαφορετικά δεν θα χαίρονταν. Αλλά η πάνω στις ψυχές τους πλήρης επίδραση της πίστης παρεμποδιζόταν από τη χαρά τους (b). Η απιστία τους αυτή αποτελεί βέβαιη εγγύηση για την αυθεντικότητα της ανάστασης. Αντί να κλέψουν το σώμα του Διδασκάλου και να διακηρύξουν έπειτα ότι αναστήθηκε, όπως τους συκοφάντησαν οι αρχιερείς, είναι έτοιμοι να πουν και πάλι: Όχι, δεν αναστήθηκε. Το ότι στην αρχή υπήρξαν άπιστοι και επέμειναν στο να τους παρασχεθούν ισχυρές για το γεγονός αποδείξεις, δείχνει ότι όταν τελικά πίστεψαν στην ανάσταση, στηρίχτηκαν σε τεκμήρια αδιάσειστα και εξολοκλήρου πειστικά.
(2) Θεωρούσαν το γεγονός ως πολύ μεγάλο, που ξεπερνούσε κάθε προσδοκία και ελπίδα. Τώρα η απιστία τους δεν προέρχεται από κάποια περιφρόνηση των προσφερομένων σε αυτούς ενδείξεων ή μαρτυριών. Απιστούν από χαρά, όπως άλλοτε ο Ιακώβ δεν πίστευε, ότι ο Ιωσήφ ήταν ακόμη ζωντανός. Και απιστούν από θαυμασμό για το πρωτοφανές και πρωτάκουστο γεγονός. Είναι για αυτό άξια συγχώρεσης η απιστία τους αυτή και για αυτό ο διδάσκαλος, χωρίς να τους μαλώσει, συγκαταβαίνει στο να τους δώσει πληροφορία και μεγαλύτερο στηριγμό στην πίστη.
(3) Κοινώς φαγώσιμο πράγμα (δ). Λέγεται μία φορά. «Όχι επειδή είχε ακόμη ανάγκη τροφής, αλλά (τρώει) για περισσότερη αξιοπιστία και βεβαιότερη απόδειξη για να μην νομίζουν ότι είναι φάντασμα» (Ζ). «Επειδή δηλαδή οι μαθητές απιστούσαν ακόμη και επειδή δεν πείστηκαν ούτε από την ψηλάφηση, προσθέτει και άλλο (τεκμήριο), αυτό του φαγητού» (Θφ).
Λουκ. 24,42 οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου(1),
Λουκ. 24,42 Εκείνοι δε του έδωσαν ένα κομάτι ψητό ψάρι και κηρήθρα.
Λουκ. 24,43 καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν(2) ἔφαγεν(3).
Λουκ. 24,43 Και αφού τα επήρε, έφαγε ενώπιον των.
(1) Η φράση «καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου» παραλείπεται από αρκετούς μεγαλογράμματους κώδικες. Περιλαμβάνεται όμως σε κάποιους μεγαλογράμματους από τον Η΄αιώνα, σε πολλά χειρόγραφα της Ιτάλας και στη Συριακή μετάφραση του Cureton (g). Ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυρας στο περί αναστάσεως έργο του ξεκάθαρα μαρτυρεί ότι και έφαγε κηρίον (μέλι) και ιχθύν· ομοίως επίσης και ο Α. (δ). Και οι δύο λέξεις λέγονται μία φορά. Μελίσσιον κηρίον είναι η μελικηρίς, αυτή που έχει μέσα της μέλι· κοινώς η κηρύθρα.
(2) Ενώ έβλεπαν αυτοί,για να πειστούν τελείως ότι δεν είναι φανταστική η εμφάνιση (δ). «Όπως ακριβώς υπερφυσικά έφαγε, έτσι και υπερφυσικά κατανάλωσε αυτά που έφαγε» (Ζ), «με κάποια θεία δύναμη καταναλώθηκαν αυτά που φαγώθηκαν. Διότι κάθετί που τρώγεται με τρόπο φυσικό από το στόμα προχωρά στο αποχωρητήριο· αυτά όμως εδώ, δεν φαγώθηκαν όπως είπαμε κατά τρόπο φυσικό, αλλά κατά συγκατάβαση» (Θφ).
(3) «Πρέπει όμως να ξέρουμε, ότι αυτά που από κάποια συγκατάβαση γίνονται από τον Σωτήρα, δεν είναι κανόνας και όρος της φύσης. Διότι κανείς άλλος μετά την αφθαρσία του σώματος δεν θα έχει πληγές ή θα δεχτεί τροφή» (Ζ). Η ένσταση ότι, εάν ο Ιησούς για να πείσει τους μαθητές, ότι δεν ήταν πνεύμα ή ψυχή πεθαμένου, έλαβε τροφή, την ώρα που αυτή δεν ήταν αναγκαία για το αναστημένο σώμα, ενεργούσε απατηλά, είναι ασύστατη και αβάσιμη. Δεν αληθεύει το δίλημμα: Ή πνεύμα ή συνηθισμένο σώμα που έχει ανάγκη τροφής. Υπάρχει και ένα τρίτο ενδεχόμενο και το οποίο μπορεί να αληθεύει. Δηλαδή υπάρχει και δοξασμένο σώμα που μπορεί κατά βούληση να λαμβάνει τροφή (p). Δες και Πράξ. ι 41 «οι οποίοι φάγαμε μαζί και ήπιαμε μαζί με αυτόν μετά την ανάστασή του από τους νεκρούς».
Λουκ. 24,44 εἶπε(1) δὲ αὐτοῖς(2)· οὗτοι οἱ λόγοι(3) οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν(4), ὅτι δεῖ(5) πληρωθῆναι πάντα(6) τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καὶ προφήταις καὶ ψαλμοῖς(7) περὶ ἐμοῦ.
Λουκ. 24,44 Είπε δε προς αυτούς• “αυτά που βλέπετε τώρα και θαυμάζετε, είναι ακριβώς όσα σας έλεγα, όταν ήμουν μαζή σας, ότι πρέπει δηλαδή να εκπληρωθούν και να πραγματοποιηθούν όλα όσα έχουν γραφή για μένα στον νόμον του Μωϋσέως, στους προφήτας και στους ψαλμούς”.
(1) Η περικοπή αυτή φαίνεται να είναι μία πυκνή περίληψη αυτών που ειπώθηκαν από το Χριστό στους αποστόλους μεταξύ της Ανάστασης και της Ανάληψης εν μέρει μεν την ίδια την ημέρα της ανάστασης, εν μέρει δε σε άλλες περιστάσεις. Δεν έχουμε όμως βέβαια δεδομένα, πάνω στα οποία βασιζόμενοι να καθορίσουμε, τι ειπώθηκε το ίδιο εκείνο απόγευμα και τι ειπώθηκε αργότερα (p).
(2) Το «εἶπε δὲ αὐτοῖς» αποτελεί νέα εισαγωγή, η οποία υποδηλώνει κάποια διακοπή που παρεμβλήθηκε ανάμεσα στους στίχους 43 και 44 (p).
(3) Υπάρχει άλλη γραφή: οὗτοι οἱ λόγοι μου. Το λόγοι πρέπει να εννοηθεί για αυτά που ειπώθηκαν μεν προηγουμένως από τον Κύριο, και ήδη πραγματοποιήθηκαν, σαν να έλεγε: Αυτά που συνέβησαν πρόσφατα, ήταν εκείνα, που σας προανήγγειλαν οι λόγοι μου (L). Το «αυτοί οι λόγοι μου» λοιπόν αναφέρεται στα έργα που τώρα συντελέστηκαν με την ανάσταση του Μεσσία, την κατάσταση της ταπείνωσης, η οποία τελείωσε, και σε αυτήν της δόξας, η οποία με την ανάσταση άρχισε (δ).
(4) Το «όταν ακόμη ήμουν μαζί σας» αποδεικνύει, ότι από τώρα ο Ιησούς θεωρεί τον χωρισμό του από τους μαθητές ως συντελεσμένο ήδη. Η κατοικία του είναι αλλού (g). Δεν θα είναι πλέον ο σύντροφος της περασμένης τριετίας. Είναι ήδη δοξασμένος (L).
(5) Το «ότι πρέπει» είναι η περίληψη αυτών των γεγονότων, όπως περιέχονται στη θεία πρόγνωση και θέληση και προκαταγγέλθηκαν από τους προφήτες (δ).
(6) Όλα και αυτά τα βαριά και σκληρά. Ακόμη και το ξύδι. Και δεν θα πέθαινε στο σταυρό προτού, αφού εκπληρωθούν όλα, να μπορέσει να πει: Τετέλεσται.
(7) Μόνο εδώ στην Κ.Δ. αναφέρεται με σαφήνεια η τριπλή διαίρεση του εβραϊκού κανόνα της Γραφής (p). Ο νόμος του Μωϋσή και οι προφήτες αποτελούν τα δύο κύρια μέρη του κανόνα (g). Με τη λέξη όμως «ψαλμοί» δεν υποχρεωνόμαστε να εννοήσουμε όλα τα αγιόγραφα. Από τα αγιόγραφα ο ψαλτήρας ήταν το γνωστότερο βιβλίο και επιπλέον περιείχε πάρα πολλές προφητείες για τον Μεσσία (p). Το ψαλμούς λοιπόν=όχι απλώς όλα τα αγιόγραφα, αλλά τους ψαλμούς του Δαβίδ, οι οποίοι πολλά για αυτόν προφητεύουν (δ). Αναφέρεται ο Κύριος όχι μόνο στις ξεκάθαρες προφητείες για τον Μεσσία, αλλά σε όλη την θυτήρια (οι τελετουργικές θυσίες) και τελετουργική οικονομία της Π.Δ., η οποία στην προς Εβραίους επιστολή εξηγείται ότι προτυπώνει την μόνη και αιώνια θυσία, την οποία θα προσέφερε ο μέγας αρχιερέας και υιός του Θεού (ο).
Λουκ. 24,45 τότε(1) διήνοιξεν(2) αὐτῶν τὸν νοῦν(3) τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς(4),
Λουκ. 24,45 Τότε εφώτισε και ήνοιξε αυτών τον νουν, ώστε να εννοούν τας Γραφάς.
(1) «Όταν ειρήνευσε το λογισμό τους με αυτά που είπε, με το ότι ψηλαφήθηκε, με το ότι έφαγε, τότε άνοιξε το νου τους» (Κ). «Διότι αν δεν αναπαυόταν η ψυχή τους, πώς θα γνώριζε με το να είναι ταραγμένη και να μην ησυχάζει;» (Θφ).
(2) Πολλά εμπόδια, που υπάρχουν στη διάνοιά μας, πρέπει να απομακρυνθούν, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε. Δες Πράξ. ιστ 14 (b). Το άνοιγμα της διάνοιάς τους είναι ανάλογο με αυτό που αναφέρεται στο στίχο 31 (p). Ο φωτισμός αυτός, ο οποίος επιχύνεται για αυτούς πάνω σε όλη την Π.Δ., προέρχεται από επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, για την οποία προετοιμάστηκαν οι ψυχές τους με τις διδασκαλίες του προηγούμενου στίχου οι οποίες τις στήριξαν στην πίστη. Η στιγμή αυτή, νομίζω, ανταποκρίνεται σε εκείνην, την οποία ο Ιωάννης (κ 22) περιγράφει με τα λόγια αυτά: Φύσηξε σε αυτούς και τούς λέει· Πάρτε Πνεύμα Άγιο. Το Πνεύμα διάνοιξε σε αυτούς την εσωτερική αίσθηση, με την οποία ο άνθρωπος διακρίνει την αλήθεια (g). Άνοιξε το νου τους τόσο με τη δύναμή του, όσο και με τα λόγια του (b). Κατά τη συνομιλία του με τους πορευόμενους εις Εμμαούς απομάκρυνε το κάλυμμα από το κείμενο των Γραφών διανοίγοντας σε αυτούς τις Γραφές. Εδώ σηκώνει το κάλυμμα από τις καρδιές των μαθητών, διανοίγοντας το νου τους.
(3) Είναι αξιοπαρατήρητα τα μετά την ανάστασή του παρεχόμενα από αυτόν δύο δείγματα των μεγάλων ενεργειών του Αγίου Πνεύματος πάνω στα πνεύματα των ανθρώπων. Η μία ενέργεια είναι ο φωτισμός των διανοητικών δυνάμεων με θείο φως, και με αυτήν άνοιξε ο νους των αποστόλων. Και αυτοί λοιπόν οι ενάρετοι και πιστοί έχουν ανάγκη αυτού του φωτός. Διότι αν και δεν βρίσκονται στο σκοτάδι, όπως βρίσκονται αυτοί που ζουν με τη φυσική ζωή, έχουν όμως μέσα τους πολλά σημεία ασαφή ή σκοτεινά. Αυτός ο Δαβίδ έλεγε: Φώτισε τα μάτια μου. Ο Παύλος πάλι, που ήξερε τόσα πολλά από αποκάλυψη Χριστού, ζητά ακόμη περισσότερο φωτισμένους τους οφθαλμούς της διάνοιας. Άλλη ενέργεια είναι η ενίσχυση της θείας χάρης, που εκδηλώθηκε στις καρδιές αυτών που πορεύονταν εις Εμμαούς, οι οποίες ήταν φλεγόμενες από την θερμότητα, την οποία η χάρη μεταδίδει στο εσωτερικό των ανθρώπων.
(4) Για αυτό ο Πέτρος όχι μετά πολύ χρόνο ανέπτυξε με δύναμη τις Γραφές στο Πράξ. β και εξής, όσο και με σοφία στο Πράξ. α 16, 20 (b). Διάνοιξε το νου τους με τη χάρη του, για να κατανοούν τις προφητείες της Π.Δ. με την αληθινή, τη μεσσιακή τους έννοια, η οποία μένει κλεισμένη στους απίστους (δ)
Λουκ. 24,46 καὶ εἶπεν αὐτοῖς(1) ὅτι οὕτω γέγραπται(2) καὶ οὕτως ἔδει(3) παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ,
Λουκ. 24,46 Και είπεν εις αυτούς• “ότι έτσι, όπως ακριβώς έγιναν, είναι γραμμένα εις την Αγίαν Γραφήν, και έτσι σύμφωνα με το πάνσοφον σχέδιον του Θεού, έπρεπε να πάθη ο Χριστός και να αναστηθή εκ νεκρών την τρίτην ημέραν,
(1) Ο g θα έβαζε τελεία στο «γραφάς», διότι θεωρεί το «και είπε σε αυτούς» ότι εισάγει νέα περίληψη λόγων που λέχθηκαν πιθανώς σε άλλη περίπτωση (p). Ο Ιησούς με την ανάπτυξη των προφητειών αποκαλύπτει τι διδάσκουν οι Γραφές σε σχέση με τον Μεσσία Χριστό και σε σχέση με το έργο το οποίο πρόκειται να συντελεστεί στο όνομά του από άλλους. Ο Χριστός έπρεπε να πάθει. Αλλά ως Χριστός επρόκειτο να αναστηθεί, και αυτό έγινε την τρίτη από το πάθος του ημέρα (L).
(2) Το «γέγραπται» έχει την έννοια αυτού που με θεία θέληση προδιατάχτηκε και κατά συνέπεια αυτού γράφτηκε, όπως άλλωστε δέχτηκαν αυτό από παλιά τα χειρόγραφα ή οι μεταφράσεις, στα οποία προστέθηκε το «οὕτως ἔδει (=έτσι έπρεπε)» ή και αντικαταστάθηκε τελείως το γέγραπται με το ἔδει (έπρεπε) (L).
(3) Η φράση «καὶ οὕτως ἔδει» αποσιωπάται από τα παλαιότερα χειρόγραφα. Αξιοσημείωτη η παρατήρηση: «ήταν αναγκαίο έτσι να πάθει ο Χριστός. Έτσι· πώς; Με ξύλο σταυρού. Επειδή μέσω του ξύλου (του δέντρου του Παραδείσου) έγινε η καταστροφή, ήταν ανάγκη και με ξύλο να σταματήσει η φθορά και αφού περάσει αήττητος ο Κύριος μέσα από τις οδύνες του ξύλου, να καταργήσει την ηδονή που συνέβη στο ξύλο (την γεύση του καρπού στον παράδεισο)» (Θφ).
Λουκ. 24,47 καὶ(1) κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι(2) αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ(3) ἄφεσιν ἁμαρτιῶν(4) εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον(5) ἀπὸ Ἱερουσαλήμ(6).
Λουκ. 24,47 και να κηρυχθή εν τω ονόματι αυτού εις όλα τα έθνη μετάνοια και άφεσις αμαρτιών. Να αρχίση δε το κήρυγμα από την Ιερουσαλήμ.
(1) Και έτσι έχει γραφτεί να κηρυχτεί= Τι πρόκειται ήδη να συντελεστεί από άλλους στο όνομα του Χριστού. Η δεύτερη αυτή αποκάλυψη δεν είναι λιγότερο εκπληκτική. Ο θριαμβευτής Χριστός, στην οποίο ο Θεός υποσχέθηκε κληρονομιά τα έθνη, σχεδόν εξαφανίζεται από την ορατή αυτή σκηνή του κόσμου· τα έθνη όμως πρόκειται να κληθούν σε μετάνοια στο όνομά του και θα επιτύχουν την άφεση βάσει των παθημάτων του. Τα δύο αυτά σημεία αναπτύσσονται στη δημηγορία του Παύλου στην Αντιόχεια της Πισιδίας (Πράξ. ιγ 26-41)(L).
(2) Το ἐπὶ τῷ ὀνόματι σημαίνει: Με βάση κάθετί που σας είναι γνωστό για το πρόσωπό μου και το έργο μου (g). Η ιδιότητά του ως Μεσσία κάνει αποτελεσματική τη μετάνοια. Για τη χρήση της φράσης «ἐπὶ τῷ ὀνόματι» δες Λουκ. θ 48, κα 8, Πράξ. δ 17, 18, ε 28, 40 κλπ. (p) = με την πίστη του ονόματος ή στο όνομά του (δ).
(3) Ο σιναϊτικός και ο βατικανός κώδικας γράφουν: μετάνοιαν εις άφεσιν. Και ο μεν p φρονεί ότι το «εις» διορθώθηκε με το «και», λόγω του δεύτερου «εις» που ακολουθεί (εἰς πάντα τὰ ἔθνη), ο g όμως βρίσκει πιθανότερη τη γραφή: μετάνοιαν και άφεσιν.
(4) Αξιοσημείωτα τα επόμενα: «Εδώ μιλά για το βάπτισμα. Διότι σε αυτό γίνεται μετάνοια με την εξομολόγηση και απόθεση των προηγούμενων κακιών και ασεβειών, και επακολουθεί η άφεση των αμαρτιών… Όταν όμως λέμε ότι το βάπτισμα γίνεται στο όνομα του Χριστού, δεν λέμε αυτό, ότι πρέπει δηλαδή να τελούμε αυτό μόνο στο όνομα του Χριστού, αλλά ότι το βάπτισμα του Χριστού… το πνευματικό, δεν είναι ιουδαϊκό, ούτε όπως του Ιωάννου για μετάνοια μόνο, αλλά παρέχει κοινωνία Αγίου Πνεύματος και άφεση αμαρτιών… Έπειτα το βάπτισμα στο όνομα του Χριστού να εννοήσεις ότι λέγεται αντί για το: στο θάνατο του Χριστού» (Θφ). Οι απόστολοι καλούνται να κηρύξουν μετάνοια στο όνομα του Ιησού Χριστού σε όλους. Ο Θεός μέσω του Χριστού «παραγγέλλει στους ανθρώπους όλους παντού να μετανοούν» (Πράξ. ιζ 30). Πηγαίνετε, λέει ο Κύριος, και πείτε στους λαούς, ότι ο Θεός ο οποίος τους δημιούργησε και ο Κύριος ο οποίος τους εξαγόρασε, περιμένει και ζητά, ώστε αμέσως να επιστρέψουν από τη λατρεία των θεών, τους οποίους αυτοί έφτιαξαν, στη λατρεία του Θεού, ο οποίος έφτιαξε αυτούς. Και όχι μόνο αυτό. Πρέπει να επιστρέψουν από τη δουλεία της σάρκας και τα ενδιαφέροντα του κόσμου στη δουλεία του Θεού μέσω του Χριστού. Πρέπει να νεκρώσουν όλες τις αμαρτωλές συνήθειές τους και να λησμονήσουν ολοτελώς τις αμαρτωλές πράξεις τους. Οι καρδιές τους και οι ζωές τους πρέπει να μεταβληθούν και εξ’ ολοκλήρου να ανακαινιστούν. Αυτό είναι το μέγα καθήκον της μετάνοιας που επιβάλλεται από το ευαγγέλιο. Αλλά με τη μετάνοια αυτή συνδέεται και το μέγα προνόμιο, η μεγάλη δωρεά, που προτείνεται και παρέχεται από το ευαγγέλιο. Και αυτή είναι η άφεση των αμαρτιών. Πηγαίνετε, λέει ο Κύριος, και πείτε στον ένοχο κόσμο, ο οποίος στέκεται υπόδικος και κατάδικος μπροστά στο βήμα του Θεού, ότι βασιλικό διάταγμα χάριτος εκδόθηκε από τον βασιλιά των όλων, το οποίο είναι ευεργετικό για όλους όσοι μετανοούν.
(5) Η γραφή αρξάμενον είναι αιτιατική απόλυτη όπως στο Πράξ. ι 37 (b) = «να αρχίσει να κηρύττεται» (Ζ), δηλαδή να αρχίσει το κήρυγμα (δ). Υπάρχει και η γραφή αρξάμενοι = Ανακόλουθο σχήμα. Για αυτό συνέδεσαν κάποιοι αυτό με τον επόμενο στίχο, χωρίζοντας αυτό με τελεία από τα προηγούμενα. Δεν είναι αναγκαία η στίξη και ο χωρισμός αυτός (L). Το αρξάμενοι συμφωνεί με το να κηρύσσετε που υπονοείται από το κηρυχθῆναι που προηγήθηκε (g).
(6) Η προτεραιότητα του ιουδαϊκού έθνους στην πρόσκληση στο ευαγγέλιο αναγνωρίζεται και εδώ, παρά την από αυτό απόρριψη του Μεσσία (p). Στην Ιερουσαλήμ πρέπει να ακουστούν τα πρώτα τους κηρύγματα. Στην Ιερουσαλήμ πρέπει να ιδρυθεί η πρώτη εκκλησία. Εκεί πρέπει να ανατείλει η αυγή της ευαγγελικής ημέρας και από εκεί το φως της πρέπει να διαχυθεί σε όλο τον κόσμο μέχρι τα έσχατα της γης. Και πρέπει από την Ιερουσαλήμ να αρχίσει το κήρυγμα, διότι έτσι έχει γραφτεί: «Από τη Σιών θα βγει νόμος και λόγος Κυρίου από την Ιερουσαλήμ» Ησαΐου β 3. Δες και Ζαχαρ. ιδ 8, Οβδιού 21, Ιωήλ γ 1-5. Στην Ιερουσαλήμ άλλωστε έλαβαν χώρα τα κύρια γεγονότα του κηρύγματος και συνεπώς εκεί πρέπει αυτά να διαπιστωθούν και αν υπάρχει κάποια αντίρρηση ή ένσταση για την αλήθειά τους να ελεγχθεί και να εξεταστεί. Τόσο ισχυρές, τόσο λαμπρές υπήρξαν οι πρώτες ακτίνες της δόξας του αναστημένου Λυτρωτή, ώστε δεν συσκιάζονται από τα νέφη, που συσσωρεύουν με τα ψεύδη τους οι εχθροί του.
Λουκ. 24,48 ὑμεῖς δέ ἐστε(1) μάρτυρες τούτων(2).
Λουκ. 24,48 Σεις δε είσθε οι φιλαλήθεις και αξιόπιστοι μάρτυρες, οι οποίοι θα κηρύξετε και θα βεβαιώσετε όλα όσα έχετε ακούσει και όσα έχετε ιδεί από εμέ.
(1) Παραλείπεται από κάποιους παλαιούς κώδικες το «δέ ἐστε», ώστε ο στίχος είναι: ὑμεῖς μάρτυρες τούτων. Έτσι και η πρόταση γίνεται πιο έντονη και το ὑμεῖς (εσείς) περισσότερο εμφατικό (p).
(2) «Μάρτυρες του πάθους και της ανάστασης και του όλου θείου έργου μου» (Ζ). Το έργο αυτό το απεριόριστο, που αναφέρεται στη σωτηρία όλων των εθνών, πρόκειται να συντελεστεί από σας. Με ποιό τρόπο; Απλούστατα με τη μαρτυρία του ό,τι είδατε και ακούσατε τα χρόνια που συζήσατε μαζί μου (g). Για το ότι η μαρτυρία για το Πάθος και την Ανάσταση ήταν ένα από τα κύρια έργα των Αποστόλων γίνεται φανερό από τα Πράξ. α 8, 22, β 32, γ 15, ε 32, ι 39, 41 κλπ. (p).
Λουκ. 24,49 καὶ ἰδοὺ(1) ἐγὼ(2) ἀποστέλλω(3) τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου(4) ἐφ᾿ ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ(5) καθίσατε(6) ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ(7) ἕως οὗ ἐνδύσησθε(8) δύναμιν ἐξ ὕψους(9).
Λουκ. 24,49 Σας αναγγέλω δε, ότι εγώ σας στέλνω τώρα αυτό που υπεσχέθη ο Πατήρ, δηλαδή το Πνεύμα το Αγιον, δια νας σας φωτίζη και σας ενισχύη και σας περιφρουρή στο αποστολικόν σας έργον. Σεις λοιπόν καθίσατε εις την πόλιν Ιερουσαλήμ έως ότου φορέσετε, σαν άλλο ένδυμα, και κάμετε ιδικήν σας πλέον την σοφίαν και την δύναμιν, που θα σας έλθη από τον ουρανόν με την επιφοίτησιν του Αγίου Πνεύματος”.
(1) «Έπειτα για να μην ταραχτούν μέσα τους και σκεφτούν· Πώς θα δώσουμε μαρτυρία άνθρωποι άσημοι που στέλνονται στα έθνη, και θα παρουσιαστούμε στους Ιεροσολυμίτες που και σένα σε σκότωσαν. Να έχετε θάρρος, λέει, εξ΄αιτίας αυτού. Διότι θα σας στείλω εντός ολίγου την υπόσχεση του Πατέρα μου» (Θφ). Το «ἰδοὺ ἐγὼ» τονίζει το μεγαλείο της επαγγελίας, για την οποία θα μιλήσει αμέσως (g).
(2) Αντιτίθεται με το προηγούμενο ὑμεῖς (εσείς) = Να ο ρόλος σας, να και ο δικός μου (g). Η ενέργειά μου αυτή θα σας κάνει ικανούς για εκτέλεση της αποστολής σας (L).
(3) Υπάρχει και η γραφή εξαποστέλλω. Ο ενεστώτας δηλώνει αυτό που θα γίνει στο μέλλον αμέσως και με βεβαιότητα.
(4) «Την υπόσχεση του Πατέρα μου, την οποία είπε μέσω του Ιωήλ ότι: Θα ξεχύσω από το πνεύμα μου σε κάθε σάρκα» (Θφ). Εδώ για πρώτη φορά στα ευαγγέλια έχουμε τη λέξη επαγγελία με την τεχνική έννοια της υπόσχεσης του Θεού στο λαό του. Δες Ρωμ. α 2. Σημαίνεται εδώ κατά τρόπο ειδικό η δωρεά του Πνεύματος. Δες Ιεζεκ. λστ 27, Ιωήλ γ 1, Ζαχ. ιβ 10. Επαγγελία λοιπόν σημαίνει αυτό που έχει αναγγελθεί και υποσχεθεί (p). Η αποστολή του Αγίου Πνεύματος ήταν στην Π.Δ. ο σκοπός προς τον οποίο κατέληγαν όλες οι άλλες θείες επαγγελίες. Για αυτό και η απόλυτη έκφραση «τ η ν επαγγελία του Πατέρα», διότι αυτή ήταν η κατ’ εξοχήν επαγγελία. Τι θα ήταν το έργο του Μεσσία χωρίς την έλευση του Πνεύματος, το οποίο αναγεννά και εξαγιάζει; (g).
(5) Ακόμη μία φορά αντιτίθεται με έμφαση το εγώ και το εσείς (p). Με το εσείς, επανέρχεται ο Ιησούς από το δικό του έργο στο έργο των μαθητών (g). Εσείς όμως, οι οποίοι τώρα δεν τύχατε ακόμη αυτής της υπόσχεσης (δ).
(6) = Να παραμείνετε. Για το κάθομαι με την έννοια του μένω για κάποιο χρόνο σε κάποιο τόπο δες Πράξ. ιη 11,Εξοδ. ιστ 29, Κριτ. ιθ 4, Ρουθ γ 1, Α΄ Βασ. α 23 κλπ. (p). «Να μένετε στην Ιερουσαλήμ αχώριστοι, λόγω της ασθένειας και δειλίας που ακόμη έχετε» (Θφ). Η υπόσχεση είναι τόσο απαραίτητη για αυτούς, ώστε πρέπει να αποφύγουν να επιχειρήσουν την στον κόσμο αποστολή τους πριν ακόμη ντυθούν την υποσχημένη σε αυτούς θεία δύναμη (g).
(7) Αποσιωπάται το Ιερουσαλήμ από τους παλαιότερους κώδικες. Με αφορμή την παραγγελία αυτή ο Weiss και πολλοί άλλοι λένε: Εάν οι απόστολοι οφείλουν να παραμείνουν στην Ιερουσαλήμ μέχρι την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, οι εμφανίσεις του Ιησού που ακολούθησαν στη Γαλιλαία (Ματθ. κη 7, Μάρκ. ιστ 7, Ιω κα 1) αποκλείονται. Αλλά εάν τα λόγια στους στίχους 46 και 49 λέχθηκαν όχι την ίδια την ημέρα της Ανάστασης, αλλά σε κάποια άλλη ημέρα που προσέγγιζε προς την ημέρα της Ανάληψης, τότε η παραπάνω ένσταση παρουσιάζεται αστήρικτη (g).
(8) «Θα ντυθείτε σαν πανοπλία» (Ζ). Είμαστε γυμνοί, όταν στερούμαστε την ουράνια δύναμη (b). Οι εικόνες από την ενδυμασία χρησιμοποιούνται συχνά στο βιβλικό και κλασσικό ύφος για δήλωση γεγονότων ηθικών. Δες και Ρωμ. ιγ 14, Γαλ. γ 27, Κολ. γ 12 κλπ. (g). Και Ιώβ η 22, κθ 14, λθ 19,Ψαλμ. λδ 26, 92,1. «Δεν είπε, θα δεχτείτε, αλλά θα ντυθείτε, υποδηλώνοντας ότι η πνευματική όπλιση φρουρεί από παντού» (Θφ).
(9) Από ψηλά όπου ο Ιησούς αναλαμβανόταν. Το από ψηλά αντί για το από τον ουρανό, είναι έκφραση παρμένη από την ιερή ποίηση (b). Αυτοί που πήραν το Αγιο Πνεύμα ντύνονται δύναμη από ψηλά. Δύναμη λοιπόν που υπερβαίνει την δική τους δύναμη, αλλά και κάθε επίγεια δύναμη. Και σαν δύναμη από ψηλά τραβά την ψυχή προς τα άνω και κάνει αυτήν τέτοια ώστε να βλέπει πάντοτε ψηλά και να κατευθύνεται προς τα υψηλά.
Λουκ. 24,50 Ἐξήγαγε(1) δὲ(2) αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν(3), καὶ ἐπάρας(4) τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν(5) αὐτούς(6)
Λουκ. 24,50 Έπειτα δε από αυτάς και άλλας διδασκαλίας, τους έβγαλε έξω από την πόλιν κάπου εκεί κοντά εις την Βηθανίαν, και αφού εσήκωσε τα χέρια του, τους ευλόγησε.
(1) Εβγαλε έξω από την πόλη που αναφέρεται στο στίχο 49. Δεν είναι δυνατόν να πιστέψουμε, ότι ο Λουκάς εννοεί, ότι το ακόλουθο γεγονός έλαβε χώρα κατά την ίδια νύχτα της πρώτης εμφάνισης και ότι η ανάληψη του Χριστού έγινε σε σκοτάδι. Τέτοιο χαρακτηριστικό ήταν αδύνατον να μην αναφερθεί από το Λουκά (p). «Αυτό θα το εννοήσουμε ότι έγινε την τεσσαρακοστή ημέρα. Διότι αυτά που αυτοί (οι ευαγγελιστές) λένε περιληπτικά, να τα εννοήσεις εσύ, σε παρακαλώ, ότι έγιναν σε πολλές ημέρες, όπως ο ίδιος ο Λουκάς λέει στις Πράξεις, ότι για σαράντα ημέρες εμφανιζόταν σε αυτούς. Συχνά δηλαδή ερχόταν σε αυτούς και έφευγε» (Θφ). «Τα ενδιάμεσα τα προσπέρασε ο ευαγγελιστής» (Ζ). Τους έβγαλε για να γίνουν αυτόπτες μάρτυρες της ανάληψής του. Οι μαθητές δεν τον είδαν να ανασταίνεται από τον τάφο, διότι η ανάστασή του θα αποδεικνυόταν με τις εμφανίσεις του αναστημένου που ακολούθησαν. Τον είδαν όμως να αναλαμβάνεται, διότι δεν θα μπορούσαν με άλλο τρόπο να έχουν με αυτοψία απόδειξη για την ανάληψή του.
(2) Το «δε» σημαίνει: Και αφού ολοκληρώθηκαν αυτές οι διδασκαλίες, τους έβγαλε έξω (g).
(3) Υπάρχει και η γραφή: έως προς Βηθανίαν. Δεν μπήκαν στη Βηθανία (L).
(4) Υψωσε τα χέρια του, σε σχήμα κάποιου που προσεύχεται ή ευλογεί (d).
(5) «Ευλόγησε τους μαθητές, ίσως από τη μία και βάζοντας μέσα τους δύναμη φρουρητική μέχρι την παρουσία του Πνεύματος, ίσως από την άλλη, διδάσκοντας και εμάς, όταν φεύγουμε (πεθαίνουμε), να δίνουμε σαν παρακαταθήκη στους δικούς μας τις ευλογίες» (Θφ). Τους ευλόγησε, διότι δεν χωριζόταν από αυτούς δυσαρεστημένος, αλλά με αγάπη. Υψωσε τα χέρια του, όπως ο αρχιερέας της Π.Δ. ύψωνε αυτά, όταν ευλογούσε το λαό (Λευϊτ. θ 22). Ευλόγησε σαν κάποιος που έχει εξουσία, όπως ο Ιακώβ ευλόγησε τους γιους του και όπως ο Μωϋσής τις δώδεκα φυλές.
(6) Η ευλογία αυτή ανήκει σε όλους τους πιστούς. Διότι οι έντεκα και αυτοί που ήταν μαζί τους εκπροσωπούσαν τη στιγμή εκείνη όλους αυτούς (b). Οι δώδεκα απόστολοι αντιπροσώπευαν ήδη τις δώδεκα φυλές έτσι ώστε ευλογώντας αυτούς ευλογούσε ολόκληρο τον Ισραήλ της χάριτος.
Λουκ. 24,5 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν(1) αὐτὸν αὐτοὺς διέστη(2) ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν(3).
Λουκ. 24,51 Και συνέβη τούτο το θαυμαστόν• ενώ αυτός τους ευλογούσε, εχωρίσθη από αυτούς και εφέρετο προς τα επάνω στον ουρανόν.
(1) Δεν έπαυσε να τους ευλογεί, αλλά εξακολουθούσε να τους ευλογεί, έως ότου δεν μπορούσαν πλέον να τον βλέπουν. Η ευλογία του δεν διακόπηκε ποτέ. Διότι η μεσιτεία του, την οποία από τότε εξακολουθεί να αναφέρει προς τον Πατέρα του για χάρη μας, είναι συνέχεια της ευλογίας αυτής.
(2) Το διέστη δηλώνει απόσταση που ολοένα αυξάνει και καταλήγει σε εξαφάνιση (g), αλλά και απομάκρυνση όχι με φυγή, αλλά με ανύψωση από τον τόπο, στον οποίο στεκόταν, από τον οποίο δεν απομακρύνθηκε περπατώντας (δ). Σηκώθηκε πάνω από τα κεφάλια τους, όπως ο Ηλίας πάνω από τον Ελισαίο. Τα αγαπημένα μας πρόσωπα επόμενο είναι να μάς φύγουν. Εκείνοι οι οποίοι μάς αγαπούν και προσεύχονται για μας και μάς διδάσκουν ενδέχεται να φύγουν πριν από εμάς. Η σωματική παρουσία του ίδιου του Χριστού δεν αναμενόταν να παραταθεί αιωνίως στον κόσμο αυτόν. Έπρεπε να φύγει από εμάς στους ουρανούς, διότι αλλιώς ούτε ο άλλος Παράκλητος θα μας στελνόταν ούτε θα είχαμε τον ίδιο τον Ιησού Παράκλητο προς τον Πατέρα και αρχιερέα μέγα που παντοτινά θα προσεύχεται για μας. Έτσι και αυτοί από τους αγαπημένους μας οι οποίοι φεύγουν εν Κυρίω πριν από εμάς πορεύονται εκεί ως πρόδρομοί μας και προσεύχονται για μας.
(3) Ο κώδικας του Βέζα και ο σιναϊτικός παραλείπουν τη φράση «καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν» (δ). Ο Αυγουστίνος επίσης αποσιωπά αυτήν μία φορά (de unit. Eccl. X), αναφέρει όμως αυτήν αλλού (de cons. Ev. III 83) (L). Η παράλειψη μπορεί να εξηγηθεί και από τη βιασύνη των αντιγραφέων που φθάνουν στο τέλος της εργασίας τους (g). «Ανέβαινε αφού σύννεφο τον βάστηξε, όπως ο παρών ευαγγελιστής έγραψε στο βιβλίο των αποστολικών Πράξεων» (Ζ). «Ανέβαινε στον ουρανό για να καθίσει μαζί με τον Πατέρα και μαζί με την ενωμένη με αυτόν σάρκα» (Κ). «Διότι ο μεν Ηλίας (ανέβηκε) σαν στον ουρανό· δηλαδή έδινε την εντύπωση ότι ανέβαινε στον ουρανό. Ο Σωτήρας όμως ανέβηκε σε αυτόν τον ίδιο τον ουρανό πρόδρομος όλων με την αγία σάρκα του (=την ανθρώπινη φύση μας) για να εμφανιστεί στο πρόσωπο του Θεού και να την παρουσιάσει συγκαθήμενη με τον Πατέρα» (Θφ). Ανέβαινε στον ουρανό από μόνος του και με τη δική του δύναμη και ενέργεια. Δεν χρειάστηκε άρμα πυρός ή πύρινα άλογα. Γνώριζε τον δρόμο προς τον ουρανό, διότι ήταν «ο Κύριος από τον ουρανό», «ο υιός του ανθρώπου, που κατέβηκε από τον ουρανό. Και μπορούσε να επιστρέψει πάλι. Ανέβηκε πάνω σε σύννεφο, όπως «ο άγγελος Κυρίου στη φλόγα του θυσιαστηρίου», όπου ο Μανωέ πρόσφερε τη θυσία του (Κριτές ιγ 20).
Λουκ. 24,52 καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν(1) ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ(2) μετὰ χαρᾶς μεγάλης(3),
Λουκ. 24,52 Και αυτοί, αφού τον επροσκύνησαν, επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ με μεγάλην χαράν.
(1) Το προσκυνήσαντες αὐτὸν, μολονότι μαρτυρείται από όλους τους κώδικες, επειδή αποσιωπάται από μόνο τον κώδικα Βέζα και την Ιτάλα, θεωρείται ότι πρέπει να βγει από τους νεώτερους κριτικούς, με εικασίες που κατά τη γνώμη μας δεν είναι πιθανές και επαρκώς αιτιολογημένες.
(2) Υπακούοντας στην στο στίχο 49 παραγγελία του Κυρίου «καθίστε στην πόλη» (p).
(3) Χαίρονταν «για την ελπίδα της υπόσχεσης που τους είπε» (Ζ). Χαίρονταν βλέποντας το θρίαμβο του Χριστού και αναμένοντας τη βοήθειά του (L). Χαίρονταν διότι η ευλογία, την οποία προ ολίγου πήραν από αυτόν κυρίευσε τις καρδιές τους (g). Αξιοθαύμαστη μεταβολή! Όταν πριν το πάθος ο Χριστός έλεγε στους μαθητές: «Σας συμφέρει να φύγω», «η λύπη γέμισε την καρδιά τους». Τώρα όμως που βλέπουν το Χριστό να φεύγει οριστικά, γέμισαν με χαρά, πεπεισμένοι τελείως, ότι ήταν ωφέλιμο και για αυτούς και για την εκκλησία το να φύγει, διότι θα έστελνε σε αυτούς τον Παράκλητο. Η δόξα του Χριστού είναι η χαρά, η υπερβολική χαρά, όλων των αληθινά πιστών, ακόμη και όταν αυτοί βρίσκονται στον κόσμο αυτόν. Πολύ περισσότερο θα γεμίσουν αυτοί από χαρά, όταν θα απέλθουν στη νέα Ιερουσαλήμ για να συναντήσουν αυτόν με όλη τη δόξα του και να συζήσουν μαζί του παντοτινά.
Λουκ. 24,53 καὶ ἦσαν διὰ παντὸς(1) ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες(2) τὸν Θεόν. Ἀμήν(3).
Λουκ. 24,53 Και ήσαν συνεχώς κατά τας ώρας της λατρείας στο ιερόν υμνούντες και δοξολογούντες τον Θεόν. Αμήν.
(1) «Ήταν πάντοτε στο ιερό, κατά τις ώρες των συνάξεων εννοείται, όταν δηλαδή επιτρεπόταν να είναι σε αυτό» (Ζ). Το «διὰ παντὸς» πρέπει να το πάρουμε με έννοια σχετική= όσες φορές οι ώρες της προσευχής και οι πράξεις της λατρείας τούς καλούσαν στο ναό (Πράξ. γ 1). Η προσκαρτέρηση αυτή στο ιερό δεν εμπόδιζε αυτούς να συναθροίζονται και να προσκαρτερούν και αλλού (Πράξ. α 13, 15 και εξής) (g).
(2) Ο κώδικας του Βέζα και η Ιτάλα έχουν μόνο το αἰνοῦντες. Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα έχουν μόνο το εὐλογοῦντες. Τα βυζαντινά χειρόγραφα έχουν «αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες». Η πράξη του να ευλογεί κάποιος προέρχεται μάλλον από ευγνωμοσύνη για κάποια ευεργεσία του Θεού· η πράξη του να αινεί (υμνεί) από θαυμασμό ανιδιοτελή των απείρων τελειοτήτων του Θεού (g). «Αυτοί που πριν ήταν κλεισμένοι, τώρα περνούν τον καιρό τους ανάμεσα στους αρχιερείς και δεν υπάρχει τίποτα το βιοτικό σε αυτούς· αλλά αφού όλα τα περιφρόνησαν, στο ιερό υμνούν παντοτινά το Θεό και τον ευλογούν» (Θφ). Οι ζωοθυσίες έχουν πλέον καταργηθεί με τη θυσία του Χριστού. Αίνοι όμως και ύμνοι πάντοτε θα αναπέμπονται στο Θεό και ουδέποτε παύουν να είναι επίκαιροι. Τίποτα άλλο δεν προετοιμάζει την ψυχή για υποδοχή του Αγίου Πνεύματος από την αγία χαρά, που εκδηλώνεται σε αίνους και δοξολογίες. Οι φόβοι κατασιγάζουν, οι λύπες καταπραΰνονται και διαλύονται, και οι ελπίδες αναπτερώνονται.
(3) Αποσιωπάται από τον σιναϊτικό κώδικα και κάποιους μεγαλογράμματους και μικρογράμματους, βρίσκεται όμως στους περισσότερους από τους μεγαλογράμματους και τους υπόλοιπους. Θεωρείται από τους νεώτερους ερμηνευτές ως προσθήκη λειτουργική εν όψει της ανάγνωσης στις εκκλησιαστικές συνάξεις.
Σημείωση: Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με την προϋπόθεση της ρητής αναφοράς στην ιστοσελίδα προέλευσης www.sostis.gr και στα ονόματα του συγγραφέα των υπομνημάτων και του μεταφραστή τους.
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Β. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΙΣΤ 1-20
(Υπόμνημα στο κατά Μάρκον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 312-324 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Θφ =ΘεοφυλακτοςΒουλγαρίας
Β = Βασίλειος ο Μέγας β = Βίκτωρ Αντιοχείας
Γν = Γρηγόριος Νύσσης Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας Σγ = Σεβηριανός Γαβάλων
Ζ = Ζιγαβηνός εις τον Μάρκον Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζμ = Ζιγαβηνός εις τον Ματθαιον Ω = Ωριγένης
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible St. Mark by S.D.F. Salmond, Edinburgh 1922 (σημειώνεται με το σ).
The International Critical Commentary, Ezra P. Gould, A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Mark, Edinburgh 1921 (σημειώνεται με το γ).
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
Μαρκ. 16,1 Καὶ διαγενομένου(1) τοῦ σαββάτου(2) Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα(3) ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν.
Μαρκ. 16,1 Κατά την επομένην, όταν έδυσε το ήλιος και επερασε το Σαββατον, η Μαρία Μαγδαληνή και Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα, δια να έλθουν στον τάφον και αλείψουν τον Ιησούν.
(1) = Αφού πέρασε τελείως, όπου η πρόθεση «δια» δηλώνει το τελείως (δ).
(2) Μέχρι μεν τη δύση του ηλίου της ημέρας του Σαββάτου έμειναν αργές. Υστερα όμως μετά τη δύση, όταν πέρασε το Σάββατο και άρχισε η Κυριακή, πορεύτηκαν να συμπληρώσουν τις προμήθειες, τις οποίες άρχισαν να κάνουν το απόγευμα της Παρασκευής (Λουκ. κγ 56) (δ). Δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο σάββατο, αφότου ο θεσμός του σαββάτου καθιερώθηκε, σαν το σάββατο αυτό. Σε όλο αυτό το σάββατο ο Κύριός μας κείτονταν στον τάφο και υπήρχε για αυτόν σάββατο ανάπαυσης, αλλά και σάββατο σιγής. Για τους μαθητές του υπήρξε σάββατο θλιβερό, το οποίο πέρασαν με δάκρυα και φόβους. Αλλά και στο ναό οι τελετές και θυσίες του σαββάτου αυτού και του Πάσχα ουδέποτε άλλοτε υπήρξαν τόσο πολύ βδέλυγμα στο Θεό, διότι πρωτοστάτησαν σε αυτές οι αρχιερείς έχοντας τα χέρια βαμμένα σε αίμα, στο αίμα του Χριστού. Αλλά το σάββατο αυτό πέρασε και η πρώτη ημέρα της εβδομάδας έγινε και πρώτη ημέρα νέου κόσμου. Ο Χριστός κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας τελείωσε το έργο της καινούργιας του κτίσης. Τετέλεσται είπε και παρέδωσε το πνεύμα. Και κατά την έβδομη ημέρα αναπαύτηκε, για να αναστηθεί την πρώτη ημέρα της νέας εβδομάδας, κατά την οποία θα άρχιζε νέος κόσμος και σε νέο έργο ως μέγας αρχιερέας μας θα έμπαινε ο Ιησούς. Μη λησμονούμε, ότι και ο χρόνος της παραμονής των αγίων και πιστών στον τάφο είναι σάββατο ανάπαυσης και για αυτούς, «για να αναπαυτούν ακόμη λίγο χρόνο» (Αποκ. στ 11), και έγινε τέτοιο μέσω του Χριστού και εξαιτίας του Χριστού.
(3) «Οι γυναίκες δεν φρονούν τίποτα μεγάλο ούτε άξιο της θεότητας του Ιησού… μύρα αγοράζουν, ώστε, κατά τη συνήθεια των Ιουδαίων, να αλείψουν το σώμα ώστε να μένει ευωδιαστό και να μην πάθει την δυσωδία από τη διάλυση· ταυτόχρονα όμως και τα μύρα επειδή έχουν κάποια αποξηραντική δύναμη, αφού απορροφούν την υγρότητα του σώματος, το διαφυλάσσουν να μην σαπίσει» (Θφ). Παρατηρώντας οι ευσεβείς γυναίκες, «πού τοποθετείται» το σώμα του Ιησού, αντιλήφθηκαν αναμφίβολα, ότι ο Νικόδημος είχε φέρει για την ταφή «μίγμα σμύρνας και αλόης εκατό λίτρα περίπου» (Ιω. ιθ 39). Αλλά αυτές δεν θεωρούν αυτό αρκετό. Αγόρασαν αρώματα, ίσως διαφορετικά, έλαια ευώδη, «για να τον αλείψουν». Ο,τι και αν κάνουμε για τον Ιησού, δεν θα είναι ποτέ αρκετό και αντάξιο της αγάπης, που έδειξε σε εμάς. Και ο σεβασμός, τον οποίο άλλοι έδειξαν προς αυτόν, πρέπει περισσότερο να μας παρακινεί, να αποτίσουμε και εμείς τον προς αυτόν φόρο του σεβασμού μας.
Μαρκ. 16,2 καὶ λίαν πρωΐ τῆς μιᾶς σαββάτων(1) ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου(2).
Μαρκ. 16,2 Και πολύ πρωϊ την πρώτην ημέρα της εβδομάδος, την ώρα που εγλυκοχάραζε το φως του ήλιου, ήλθαν στο μνημείον.
(1) «Δηλαδή την πρώτη από τις ημέρες της εβδομάδας· διότι Σάββατα ονόμαζαν τις ημέρες της εβδομάδας, ενώ «μίαν», την πρώτη» (Θφ). Την πρώτη ημέρα της δημιουργίας είπε ο Θεός και έγινε φως. Κατά την πρώτη ημέρα και αυτός, ο οποίος θα ήταν το Φως του κόσμου, ανέτειλε από το σκοτάδι του τάφου. Και αφού τάφηκε μαζί με το Χριστό η έβδομη ημέρα του ιουδαϊκού σαββάτου μαζί με όλες τις σκιώδεις τελετές και εορτές του νόμου, ανέτειλε πάλι την πρώτη ημέρα της εβδομάδας καινούργιο σάββατο που ονομάστηκε Κυριακή (Αποκ. α 10) και αναφέρεται στο εξής η ημέρα αυτή ως ημέρα, την οποία οι Χριστιανοί γιόρταζαν με κοινή σύναξη και λατρεία εις τιμήν του αναστημένου Χριστού (Πραξ. κ 7, Α΄ Κορ. ιστ 2). Το σάββατο του νόμου είχε καθιερωθεί εις ανάμνησιν της τελείωσης των έργων της δημιουργίας (Γεν. β 1). Αλλά ο άνθρωπος με την παράβασή του διέφθειρε το έργο αυτό, και δεν επανορθώθηκε αυτό παρά όταν ο Χριστός αναστήθηκε από τον τάφο και «ανακεφαλαιώθηκαν τα πάντα μέσω του Χριστού, τα ουράνια και τα επίγεια» (Εφεσ. α 10). Και η ημέρα, κατά την οποία αυτό έγινε και συντελέστηκε δίκαια είναι ευλογημένη και αγιασμένη ως νέα έβδομη ημέρα. Εκείνος ο οποίος κατά την ημέρα αυτή αναστήθηκε από τον τάφο, είναι ο ίδιος, από τον οποίο και για τον οποίο δημιουργήθηκαν στην αρχή τα πάντα και τώρα αναδημιουργήθηκαν.
(2) «Πολύ πρωί είναι η αρχή του όρθρου. Και εάν ήταν πολύ πρωί, πώς είπε, ότι «αφού ανέτειλε ο ήλιος»; Διότι τότε κυρίως ανατέλλει ο ήλιος, αν και δεν φαίνεται ακόμη σε εμάς, αφού βρίσκεται ακόμη στα βαθύτατα και ακρότατα μέρη της ανατολής, και σιγά σιγά ανεβαίνει· και απόδειξη αυτού είναι το λάλημα των πετεινών. Διότι πρώτοι από όλα τα ζώα, αφού αισθανθούν τη θέρμη του, κράζουν αμέσως, και προμηνύουν την παρουσία του στους ανθρώπους» (Ζμ). Είναι πιθανό, ότι ο Μάρκος εννοεί εδώ όχι πλήρη ανατολή του ηλίου, αλλά το λυκαυγές που μαρτυρεί την εμφάνισή του, δηλαδή ανάμεσα στο λάλημα του πετεινού και τον όρθρο. Ο Andrews σημειώνει, ότι κατά την εποχή αυτή του έτους ο ήλιος ανατέλλει γύρω στις πέντε και μισή, αλλά αρχίζει να φωτίζει αρκετά ώστε τα αντικείμενα να είναι ευδιάκριτα τουλάχιστον μισή ώρα νωρίτερα (σ). Υπάρχει και άλλη εκδοχή. Σύμφωνα με αυτήν οι μυροφόρες δεν ήλθαν όλες μαζί συγχρόνως. Ετσι λοιπόν το μεν «λίαν (=πολύ) πρωί» εφαρμόζεται στη Μαγδαληνή που ήλθε πάρα πολύ νωρίς, ενώ το «αφού ανέτειλε ο ήλιος» στις άλλες μυροφόρες που ήλθαν αργότερα» (b). «Αυτοί που προσπαθούν να εξηγήσουν την φαινομενική διαφωνία των ευαγγελιστών, λένε ότι είναι διαφορετικός ο καιρός της άφιξης στο μνημείο, και λένε ότι είναι άλλες εδώ και άλλες εκεί γυναίκες, και διαφορετικοί οι καιροί και οι οπτασίες… Διότι ήταν πολλές αυτές που ανέβηκαν μαζί του από την Γαλιλαία. Αυτές λοιπόν που σύμφωνα με τον Μάρκο ήλθαν αφού ανέτειλε ο ήλιος, ήταν κάπως πιο ατελείς. Για αυτό και δεν πάνε νύχτα αλλά πρωί… Επειδή δηλαδή πήγαν μόνες και αφού πείστηκαν από αληθινή όψη εφόσον έφτασαν μετά την ανατολή του ηλίου, δεν καταξιώνονται να δουν το Σωτήρα, ή τον άγγελο που άστραπτε, ούτε τους δύο αγγέλους που ήταν μέσα στο μνημείο, ούτε τους δύο άνδρες που αναφέρει ο Λουκάς. Αλλά είδαν έναν απλό νέο ντυμένο με στολή λευκή, βλέποντας την οπτασία ανάλογα με τη μικρότητα της διάνοιάς τους» (β). Σύμφωνα με τον Γρηγόριο Νύσσης «επειδή είναι τέσσερεις οι καιροί και τόσες αντίστοιχα και οι αφίξεις, κατά τις οποίες οι γυναίκες ήλθαν στο μνήμα, το Πνεύμα το Αγιο φρόντισε ο κάθε ευαγγελιστής να γράψει έναν καιρό. Και ο μεν Ματθαίος εξιστόρησε αυτές που ήλθαν αργά το Σάββατο και έναν άγγελο που κατέβηκε από τον ουρανό και αποκύλησε την πέτρα· ο Ιωάννης από την άλλη έγραψε για τη Μαρία τη Μαγδαληνή ότι ήλθε μόνη στο σκοτάδι πριν την αυγή και ότι είδε δύο αγγέλους μέσα στον τάφο· ο Λουκάς πάλι αναφέρει άλλες που ήλθαν την ίδια την ώρα του όρθρου· και ο Μάρκος άλλη άφιξη αφού είχε ανατείλει ο ήλιος, όπου εκεί ήταν αναμεμιγμένες μαζί και κάποιες από αυτές που είχαν ήδη έλθει στον τάφο. Και στις μεν εμφανίστηκαν δύο άνδρες· ενώ οι άλλες είδαν νέο που καθόταν στα δεξιά· όλοι όμως ήταν ντυμένοι με στολές λευκές. Επομένως μπορεί κάποιος αφού συνθέσει την σειρά των καιρών που ο καθένας έγραψε, να δημιουργήσει μία αρμονία και ένα σώμα όλης της ιστορίας, σαν ακριβώς να γράφει τον όλη ιστορία ένας και όχι πολλοί» (Γν). Και οι δύο εκδοχές είναι σοβαρές. Μία τρίτη εκδοχή, εξεζητημένη όμως, είναι η επόμενη: το «αφού ανέτειλε ο ήλιος» λέγεται για τον Σωτήρα μας σύμφωνα με πολύ ποιητική εικόνα και όχι ξένη στη θεία Γραφή, όπου παριστάνεται ως ήλιος δικαιοσύνης που ανέτειλε από τον τάφο στον κόσμο για φωτισμό και σωτηρία. Δες Αποκ. α 16 (δ). Το πάθος του άρχισε τη νύχτα. Όταν κρεμιόταν στο σταυρό, ο ήλιος σκοτείνιασε. Οδηγήθηκε στον τάφο «αργά το απόγευμα», όταν ο ήλιος έβαινε προς τη δύση του. Αλλά αναστήθηκε από τον τάφο, όταν ο ήλιος πλησίαζε να ανατείλει, διότι αυτός είναι «ο αστέρας ο λαμπρός ο πρωινός» (Αποκ. κβ 16), «το φως το αληθινό».
Μαρκ. 16,3 καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς(1)· τίς ἀποκυλίσει(2) ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου(3);
Μαρκ. 16,3 Και έλεγαν μεταξύ των• ποιός θα μας αποκυλίση τον βαρύν λίθον από την θύραν του μνημείου;
(1) «Ενώ δηλαδή ερχόντουσαν έλεγαν μεταξύ τους αυτά· όση ώρα όμως σκεφτόντουσαν αυτά, έγινε μεν ο σεισμός, και αφού ήλθε ο άγγελος αποκύλισε τον λίθο… Ο Μάρκος όμως φροντίζοντας για τη συντομία, ούτε το σεισμό έγραψε, ούτε ποιός αποκύλισε το λίθο δίδαξε» (Ζμ)
(2) Ο τάφος φρουρούνταν με ασφάλεια, αλλά οι γυναίκες δεν είχαν πληροφορηθεί ότι ήταν ακόμη και σφραγισμένος (b). Ο λίθος ήταν μεγάλος, ώστε όλες μαζί οι γυναίκες δεν μπορούσαν με τις δικές τους δυνάμεις να τον αποκυλίσουν. Και αν από την αρχή αναλογίζονταν αυτό οι μυροφόρες, θα εμποδίζονταν να έλθουν μόνες στον τάφο χωρίς και άλλο βοηθό. Πολύ περισσότερο θα εμποδίζονταν, εάν μάθαιναν, ότι και φρουρούνταν ο τάφος. Αλλά η αγάπη τους προς τον Ιησού τις έκανε να μην σκεφτούν εκ προτέρου καμμία δυσκολία. Και να που, όταν ήλθαν στον τάφο, κάθε εμπόδιο είχε απομακρυνθεί. Όσοι οδηγούνται από άγιο ζήλο, ώστε να ζητούν με πόθο τον Ιησού, θα βρουν τις δυσκολίες, οι οποίες παρεμβάλλονται στην οδό τους με θαυμάσιο τρόπο να εκμηδενίζονται και τους εαυτούς τους να βοηθούνται πέρα από κάθε προσδοκία.
(3) Για να μπούμε σε αυτό και να αλείψουμε με μύρα το σώμα του διδασκάλου; (δ).
Μαρκ. 16,4 καὶ ἀναβλέψασαι(1) θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται(2) ὁ λίθος· ἦν γὰρ(3) μέγας σφόδρα.
Μαρκ. 16,4 Και μόλις εσήκωσαν τα βλέματά των είδαν ότι είχε αποκυλισθή ο λίθος ο οποίος άλωστε ήτο πολύ μεγάλος.
(1) Μόλις σήκωσαν τα μάτια προς τον τάφο (δ). Παρατήρησαν κατ’ ευθείαν. Χαρακτηριστικό γεμάτο ζωντάνια. Πλησίαζαν ήδη προς τον τοπο, όπου ήταν ο τάφος, και τα μάτια τους έπεσαν εκεί, όπου οι σκέψεις τους βρίσκονταν ήδη (σ).
(2) Αυθεντική γραφή ανακεκύλισται = κυλίστηκε προς τα πίσω (δ), ώστε να αφήνει το άνοιγμα του τάφου ελεύθερο (σ). Το αποκεκύλισται = μακριά από την είσοδο (δ).
(3) Το μέγεθος του λίθου ήταν πράγματι λόγος, για τον οποίο απορούσαν για την αποκύλισή του (γ) και αναζητούσαν τρόπο βοήθειας. Μπαίνει παρόλα αυτά εδώ το «διότι ήταν πολύ μεγάλος» για να εξηγήσει συγχρόνως πως μπόρεσαν οι μυροφόρες από απόσταση να δουν το λίθο και να διακρίνουν ότι δεν ήταν στην αναμενόμενη από αυτές θέση (σ).
Μαρκ. 16,5 καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον(1) εἶδον νεανίσκον(2) καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν(3), καὶ ἐξεθαμβήθησαν(4).
Μαρκ. 16,5 Και αφού εμπήκαν στο μνημείον, είδαν να κάθεται εις τα δεξιά ένας νέος, ντυμένος λευκήν στολήν και κατελήφθησαν από φόβον και κατάπληξιν.
(1) «Ο μεν Ματθαίος λέει ότι ο άγγελος καθόταν πάνω στην πέτρα, ενώ ο Μάρκος λέει ότι μετά την είσοδό τους στο μνημείο είδαν αυτόν οι γυναίκες να κάθεται μέσα» (Θφ). Επιπλέον ο Λουκάς αναφέρει δύο αγγέλους, που εμφανίστηκαν στις μυροφόρες μετά τη διαπίστωσή τους ότι το σώμα έλειπε και την ώρα που αυτές απορούσαν για αυτό. Εξηγήσεις που προβλήθηκαν: «Κάποιοι λένε, ότι άλλες μεν ήταν οι γυναίκες στο Ματθαίο, και άλλες στο Μάρκο» (Θφ). Δες πιο πάνω αυτά που αναφέρθηκαν από τον (β) και (Γν). Οι ευαγγελιστές δηλαδή αφηγούνται διαφορετικές ο καθένας εμφανίσεις αγγέλων προς τις διαφορετικές ομάδες των γυναικών, οι οποίες ξεχωριστά μεταξύ τους επισκέφτηκαν τον τάφο. Άλλη εκδοχή είναι ότι ο σύμφωνα με το Ματθαίο «έξω καθισμένος άγγελος, τις διέταξε να μπουν μέσα, και όταν μπήκαν στο μνημείο είδαν άλλον άγγελο που καθόταν στο δεξιό μέρος του τάφου» (Ζμ). Άλλη εκδοχή: «Είναι ενδεχόμενο αυτόν τον άγγελο που είδαν να κάθεται έξω πάνω στην πέτρα, όπως λέει ο Ματθαίος, αυτόν τον ίδιο να είδαν πάλι μέσα στον τάφο, ο οποίος πρόλαβε τις γυναίκες και μπήκε μέσα» (Θφ). Ως προς τον Λουκά: «Ο μεν άγγελος που καθόταν στα δεξιά, αφού είπε προς αυτές όσα ανέφερε ο Μάρκος, βγήκε κρυφά· το οποίο και αυτό επειδή αποσιωπήθηκε από τον Μάρκο… προκάλεσε ομοίως απορία. Επειδή λοιπόν δεν βρήκαν αυτές το σώμα του Κυρίου Ιησού απορούσαν για αυτό τι έγινε… και την ώρα που απορούσαν έτσι εμφανίστηκαν σε αυτές οι προαναφερθέντες δύο άγγελοι, αυτός που είδαν έξω από τον τάφο, και αυτός που είδαν μέσα σε αυτόν, οι οποίοι μετασχηματίστηκαν με στολές αστραφτερές, ώστε και ακόμη περισσότερο να φανούν ότι είναι άγγελοι Θεού με την ευκολία του μετασχηματισμού» (Ζμ). Η πρώτη εκδοχή είναι πιο πιθανή. Διαφορετικές επισκέψεις στον τάφο από διαφορετικούς ομίλους μυροφόρων που είδαν και διαφορετικές οπτασίες εξηγούν τις διαφορές αυτές των ευαγγελιστών, οι οποίοι δεν αφηγούνται όλοι την ίδια ακριβώς επίσκεψη.
(2) Είδος εμφάνισης που αρμόζει σε αγγέλους (b). Διότι οι άγγελοι, μολονότι δημιουργήθηκαν πριν τον ορατό κόσμο, δεν γερνούν, αλλά παραμένουν πάντοτε στην ίδια κατάσταση της ωραιότητας και δύναμης. Έτσι και οι άγιοι θα δοξαστούν στην ανάσταση, αφού θα είναι σαν άγγελοι Θεού.
(3) Στον ουράνιο και αόρατο κόσμο δεν υπάρχει διαφορά χρωμάτων, αλλά ο άγγελος παρουσιάζεται ντυμένος στολή λευκή, που συμβολίζει την λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια της ουράνιας δόξας, αλλά και την αγνότητα, ακόμη επίσης και την ευθυμία και χαρά του ουράνιου κόσμου.
(4) Η έντονη λέξη που χρησιμοποιήθηκε από τον ευαγγελιστή και στα θ 15 και ιδ 33 για να δηλώσει φοβισμένη έκπληξη (σ). Η θέα του αγγέλου θα μπορούσε μάλλον να τις ενθαρρύνει. Αντί για αυτό όμως τρόμαξαν. Πολλές φορές ό,τι θα έπρεπε να είναι ενίσχυση και παρηγοριά μας, λόγω της πλάνης μας και των παρανοήσεών μας γίνεται φόβος και τρόμος σε εμάς.
Μαρκ. 16,6 ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε(1)· Ἰησοῦν ζητεῖτε(2) τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον(3)· ἠγέρθη(4), οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν(5).
Μαρκ. 16,6 Αυτός δε τους είπε• “μη απορείτε και μη φοβείσθε. Γνωρίζω ότι ζητείτε Ιησούν τον Ναζαρηνόν, τον εσταυρωμένον. Ανεστήθη, δεν είναι εδώ. Ιδού ο τόπος που τον είχαν θέσει.
(1) «Πρώτα τις απαλλάσσει από το φόβο, και έπειτα ευαγγελίζεται σε αυτές και την ανάσταση» (Θφ). Ενθαρρύνει αυτές και διασκορπίζει τους φόβους τους. Μη φοβάστε, διότι γνωρίζω ότι εσείς είστε φίλοι του Ιησού και για αυτόν ήλθατε εδώ. Αυτοί που ζητούν με πόθο τον Ιησού, δεν υπάρχει λόγος να φοβούνται. Όπως οι άγγελοι χαίρονται για την επιστροφή των αμαρτωλών, έτσι αγάλλονται για την παρηγοριά των δικαίων.
(2) Ο άγγελος γνωρίζει ήδη και τι ζητούν και με ποια συναισθήματα το ζητούν οι ευλαβείς γυναίκες. Όλες οι με πίστη και πόθο αναζητήσεις μας για τον Κύριό μας Ιησού παρακολουθούνται και σημειώνονται από τον ουράνιο κόσμο.
(3) Οι αναζητήσεις του Ιησού από τις πιστές ψυχές κατευθύνονται ιδιαιτέρως προς αυτόν ως εσταυρωμένο πρώτα και ως αναστημένο έπειτα. Πρέπει να γνωρίσουμε πρώτα το πάθημά του και να συμμετάσχουμε σε αυτό συμπάσχοντας και συσταυρωνόμενοι μαζί του, για να γνωρίσουμε έπειτα και τη δόξα της ανάστασής του, συμβασιλεύοντας όταν έλθει ο καιρός μαζί του. Ο άγγελος ονομάζει τον Ιησού εσταυρωμένο. Και ο ίδιος ο Ιησούς στη δόξα του ετσι αποκαλεί τον εαυτό του: «Εγώ είμαι αυτός που ζει και έγινα νεκρός» (Αποκ. α 18). Και εμφανίζεται ανάμεσα στους ύμνους του ουρανίου κόσμου ως «αρνίο εσφαγμένο» (Αποκ. ε 6).
(4) Το πάθημα του σταυρού πέρασε. Ο Ιησούς είχε σταυρωθεί με αδυναμία, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να αναστηθεί με δύναμη. Ήταν σταυρωμένος, αλλά τώρα είναι δοξασμένος. Και η ντροπή των παθημάτων του, όχι μόνο δεν μείωσε τη δόξα του, αλλά αντίθετα για αυτήν το όνομά του υπερυψώθηκε πάνω από κάθε άλλο όνομα. Δεν πρέπει να εμμένουμε χωρίς μέτρο στις θλιβερές λεπτομέρειες του πάθους του Κυρίου μέχρι σημείου ώστε να γινόμαστε ανίκανοι να εκτιμήσουμε το χαρμόσυνο άγγελμα της ανάστασής του.
(5) «Αναστήθηκε. Από πού φαίνεται αυτό; Διότι δεν είναι εδώ. Και θέλετε να βεβαιωθείτε; Να ο τόπος που τον τοποθέτησαν» (Θφ). Δείχνει τον τόπο και τον τάφο τον κενό μόνο. Ο Κύριος αναστήθηκε. Πρέπει πλέον να τον ζητούμε με μεγάλη ευλάβεια και ταπείνωση και με βλέμμα σεβασμού και λατρείας, διότι αναστήθηκε και ο Θεός τον υπερύψωσε, ώστε κάθε γόνατο να γονατίσει μπροστά του. Δεν μπορούν πλέον οι άγιες γυναίκες και οι μαθητές να συναναστρέφονται με τον Κύριο, όπως και προηγουμένως, όταν ήταν στην κατάσταση της ταπείνωσής του. «Αν και γνώρισαν σωματικά το Χριστό, αλλά τώρα δεν θα τον γνωρίσουν πλέον σωματικα» (Β΄ Κορ. ε 16). Πρέπει να τον αναζητούμε με τις καρδιές και το νου ψηλά, με τις διαθέσεις ουράνιες, «τα άνω ζητώντας, όπου ο Χριστός είναι καθισμένος στα δεξιά του Θεού· τα άνω φρονώντας, όχι τα γήινα» (Κολ. γ 1, 2). Παρόλ’ αυτά ο Κύριος θα πραγματοποιήσει τις προς τους μαθητές υποσχέσεις για εμφάνισή του σε αυτούς και μετά την ανάστασή του. Και στην πραγματοποίηση αυτή αναφέρεται η συνέχεια των λόγων του αγγέλου.
Μαρκ. 16,7 ἀλλ᾿ ὑπάγετε(1) εἴπατε τοῖς μαθηταῖς(2) αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ(3) ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν(4)· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν.
Μαρκ. 16,7 Αλλά πηγαίνετε, πέστε στους μαθητάς του, και ιδιαιτέρως στον Πετρον, ότι πηγαίνει ενωρίτερα από σας εις την Γαλιλαίαν. Εκεί θα τον ίδετε, όπως άλωστε σας είχε πη.
(1) Αντιτίθεται στο στίχο 6. Δεν είναι εδώ· εκεί θα τον δείτε (b). Παραγγέλλει σε αυτές να γνωστοποιήσουν την ανάσταση και στους μαθητές. Έγιναν έτσι Απόστολοι για τους Αποστόλους, και αυτό αποτελεί ανταμοιβή της αγάπης και της αφοσίωσής τους. Παρέμειναν πιστές στο Χριστό δίπλα στο σταυρό, δίπλα στον τάφο και μέσα στον τάφο. Ήλθαν στον τάφο και μπήκαν σε αυτόν πρώτες, και πρώτες χρησιμοποιήθηκαν. Κανείς από τους μαθητές δεν τόλμησε να έλθει εκεί πριν το μήνυμα των μυροφόρων. Ήταν κατατρομαγμένοι. Τόσο λίγος ήταν ο κίνδυνος τού να έλθει κάποιος από αυτούς νύχτα και να κλέψει το σώμα του Ιησού, ώστε κανείς δεν πλησίασε τον τάφο παρά μόνο λίγες γυναίκες, ανίσχυρες και να κυλίσουν ακόμη την πέτρα από τη θύρα του μνημείου.
(2) Πείτε όχι στους αρχιερείς και στους γραμματείς και στους Φαρισαίους για να ντροπιαστούν, αλλά στους μαθητές για να ενισχυθούν και παρηγορηθούν. Ο Θεός ενδιαφέρεται περισσότερο για τη χαρά των φίλων του παρά για την ντροπή των εχθρών του, μολονότι και η τελευταία αυτή επιφυλάσσεται να επακολουθήσει πλήρης. Πείτε στους μαθητές, οι οποίοι περνούν κρίσιμες στιγμές, διότι νομίζουν ότι ο διδάσκαλός τους είναι νεκρός και οι ελπίδες τους και οι χαρές τους τάφηκαν στο μνημείο του μέχρι σημείου, ώστε να είναι και αυτοί λεία εύκολη στα χέρια των εχθρών του. Επίκαιρες παρηγοριές θα στέλνονται πάντα σε εκείνους, που θρηνούν για τον Ιησού Χριστό και θα βρει καιρό ο διδάσκαλος να πραγματοποιήσει πνευματικές εμφανίσεις αισθητές στις ψυχές που μέσω της πίστης επικοινωνούν με αυτόν.
(3) «Πρόσθεσε ονομαστικά τον Πέτρο, για να μάθει, ότι συγχωρέθηκε το σφάλμα της τριπλής άρνησης λόγω της θερμής του μετάνοιας, και να αναπνεύσει (ανακουφιστεί). Διότι πράγματι είχε βυθιστεί στην υπερβολική λύπη» (Ζμ). Η λεπτομέρεια αυτή («και στον Πέτρο») σημειώνεται από τον ευαγγελιστή αυτόν ο οποίος κατέγραψε το ευαγγέλιο του Πέτρου. Πείτε στον Πέτρο, τον θλιμμένο, αλλά και μετανοημένο για την άρνησή του, διότι κανένα άλλο μήνυμα δεν είναι πιο ευπρόσδεκτο σε αληθινά μετανιωμένους από το μήνυμα της ανάστασης του Χριστού, ο οποίος πέθανε για τις αμαρτίες μας και αναστήθηκε για τη δικαίωσή μας. Πείτε και στον Πέτρο, διότι αν πείτε μόνο στους μαθητές, ο ταλαίπωρος αυτός είναι έτοιμος να ξεσπάσει πάλι σε κλάματα και να πει: Περιλαμβάνομαι άραγε και εγώ στους μαθητές; Φοβάμαι, όχι, διότι αρνήθηκα τον διδάσκαλο. Έξυπνη αλλά εξεζητημένη η εκδοχή: Αναγγέλλεται στον Πέτρο ονομαστικά η ανάσταση του Κυρίου, έτσι ώστε η κλονισμένη πίστη του από την άρνηση να στηριχτεί με την αναγγελία αυτή (γ).
(4) Αυτό συμφωνεί με την προαναγγελία του Κυρίου που έγινε στο Μάρκου ιδ 28. «Τους στέλνει στη Γαλιλαία απομακρύνοντάς τους από τους θορύβους και τον πολύ φόβο των Ιουδαίων» (Θφ), «ώστε να μην ενοχλεί υπερβολικά την πίστη ο φόβος» (β). Εμφανίστηκε στους μαθητές και προηγουμένως στα Ιεροσόλυμα, και μάλιστα την ίδια την ημέρα της ανάστασής του. Αλλά η πιο δημόσια και επίσημη εμφάνισή του έγινε στη Γαλιλαία. Ήταν πολλοί μαθητές, που έμεναν στη Γαλιλαία, οι οποίοι δεν είχαν έλθει, και ίσως και δεν μπορούσαν να έλθουν στα Ιεροσόλυμα. Για αυτούς θα πάει ο Κύριος εκεί. Η ένδοξη εξύψωσή του δεν συντελεί στο να λησμονηθούν αυτοί. Γνωρίζει ο Κύριος τους δικούς του και τους επισκέπτεται όπου διαμένουν και σε όποιες περιστάσεις βρίσκονται.
Μαρκ. 16,8 καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις(1), καὶ οὐδενὶ(2) οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο(3) γάρ(4).
Μαρκ. 16,8 Και αυταί αφού εβγήκαν, έφυγαν από το μνημείον. Τας είχε δε καταλάβει τρόμος και κατάπληξις και δεν είπαν εις κανένα τίποτε, διότι εφοβούντο.
(1) «Αν ο μεν Ματθαίος είπε, ότι φοβούνταν και χαίρονταν, ενώ ο Μάρκος ότι έτρεμαν και ήταν εκστατικές, δεν είναι αυτό αντίθεση· διότι ο τρόμος έγινε σε αυτές από φόβο· τη χαρά όμως την αποσιώπησε ο Μάρκος· ή και αυτήν την φανέρωσε με την έκσταση· διότι και η χαρά φέρνει έκσταση» (Ζμ). Έκσταση είναι υπερβολή θαυμασμού και κατάπληξη που φέρνει τους ανθρώπους έξω από τον εαυτό τους (γ). «Κυρίευσε τις γυναίκες φόβος και έκσταση, δηλαδή έκπληξη και για τη θέα του αγγέλου και για την φρίκη που προκαλεί η ανάσταση» (Θφ). Η λέξη τρόμος στα ευαγγέλια μόνο εδώ συναντιέται (σ). Από τις δύο λέξεις, η λέξη τρόμος αναφέρεται στο σώμα, ενώ η έκσταση στη διάνοια (b).
(2) «Σε κανέναν από τους άλλους ανθρώπους, που τις συναντούσαν στο δρόμο· διότι στους Αποστόλους τα είπαν όλα, όταν επέστρεψαν σε αυτούς, όπως εξιστορεί ο Λουκάς» (Ζμ).
(3) «Η αιτία που δεν είπαν σε κανέναν τίποτα ήταν ο φόβος» (Ζμ). «ή φοβόντουσαν τους Ιουδαίους ή (πιο σωστά) επειδή ήταν κυριευμένες από το φόβο που προκάλεσε η οπτασία» (Θφ). «Φοβόντουσαν από τη μία εξαιτίας της φοβερής όψης του νέου, και από την άλλη επειδή η ημέρα είχε ήδη προχωρήσει, και οι Ιουδαίοι, όπως ήταν φυσικό θα πηγαινοέρχονταν πάνω κάτω με φονικές διαθέσεις» (Γν). Φοβόντουσαν αυτές που έγιναν Απόστολοι των Αποστόλων. Ο Θεός τα ασθενή του κόσμου εκλέγει για να ντροπιάσει τους δυνατούς. Και εναποθέτει τον θησαυρό του όχι μόνο σε οστράκινα σκεύη, αλλά στα πιο εύθραυστα και πιο ασθενή από αυτά, όπως εδώ, έτσι ώστε και η συγκατάβαση και η δύναμή του με την ασθένειά μας να αποδεικνύονται τέλειες και ακατανίκητες.
(4) «Στα μεν ακριβέστερα αντίγραφα το κατά Μάρκον ευαγγέλιο τελειώνει στο «ἐφοβοῦντο γάρ». Σε κάποια όμως προστίθενται και αυτά: Ἀναστὰς δὲ πρωΐ» (Γν). «Λένε λοιπόν κάποιοι από τους εξηγητές ότι το κατά Μάρκον ευαγγέλιο συμπληρώνεται εδώ· και ότι τα επόμενα είναι προσθήκη μεταγενέστερη» (Ζ). Ως προς τις εξωτερικές μαρτυρίες για το τμήμα του ευαγγελίου από το στίχο 9-20 είπαμε ήδη στην εισαγωγή ότι αυτές είναι ισχυρά ευνοϊκές υπέρ της αυθεντικότητας και του τμήματος αυτού. Οι εσωτερικές όμως ενδείξεις, οι σχετικές με την ανομοιότητα του ύφους κλπ. παρουσιάζονται κάπως δυσμενείς και άξιες κάποιας προσοχής. Πράγματι. Υπάρχουν στο τμήμα αυτό πολλές λέξεις που λέγονται μία μόνο φορά στο ευαγγέλιο και φράσεις ιδιωματικές που δεν συναντιούνται αλλού στο ευαγγέλιο. Έτσι το πορεύομαι τρεις φορές χρησιμοποιείται σε αυτό το τμήμα, πουθενά όμως αλλού στο ευαγγέλιο. Ομοίως και τα θεῶμαι, ἀπιστῶν, θανάσιμον, βλάπτω, βεβαιῶ, ἐπακολουθῶ κλπ. (γ). Αλλά και αν δεχτούμε ως αδιάσειστες τις αντιρρήσεις αυτές, εφόσον η παράγραφος ήταν ήδη γνωστή ως τμήμα του κατά Μάρκον ευαγγελίου στον Ειρηναίο και πιθανώς και στον Τατιανό, ανεβαίνει η σύνθεσή της παλαιότερα από το 150 μ.Χ. Υπάρχουν όμως και άλλες ενδείξεις που τοποθετούν ακόμη παλαιότερα το χρόνο της συγγραφής της περικοπής αυτής. Για αυτό κανένας λόγος δεν υπάρχει να απορρίψουμε την μαρτυρία, την οποία βρίσκουμε στο περιθώριο παλαιού αρμενικού χειρογράφου, και κατά την οποία συγγραφέας της περικοπής κατονομάζεται ο Αρίστων δηλαδή ο σύμφωνα με τον Παπία Αριστίων, ο μαθητής του Κυρίου (σ). Οπωσδήποτε λοιπόν η προέλευσή του είναι αποστολική. «Και αν όμως το Ἀναστὰς δὲ πρωΐ… σε πολλά αντίγραφα δεν υπάρχουν αυτοί οι στίχοι στο παρόν ευαγγέλιο, κάποιοι νόμισαν ότι αυτά είναι νόθα, αλλά εμείς επειδή βρήκαμε αυτά σε πολλά από τα ακριβή αντίγραφα και στο κατά Παλαιστιναίο ευαγγέλιο, έχουμε συμφωνήσει ότι είναι αληθινά του Μάρκου» (β).
Μαρκ. 16,9 Ἀναστὰς δὲ πρωΐ(1) πρώτῃ σαββάτου ἐφάνη(2) πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, ἀφ᾿ ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτὰ(3) δαιμόνια.
Μαρκ. 16,9 Αφού δε ανεστήθη ο Ιησούς το πρωϊ της πρώτης ημέρας της εβδομάδος, παρουσιάσθηκε πρώτον εις την Μαρίαν την Μαγδαληνήν, από την οποίαν είχε διώξει επτά δαιμόνια.
(1) Μπορεί να συνδεθεί και με το «όταν αναστήθηκε», αλλά καλύτερα να συνδεθεί με το «φάνηκε». «Πότε μεν δηλαδή αναστήθηκε είναι άγνωστο· πότε όμως φάνηκε είναι φανερό» (Ζ). «Διότι πράγματι πρέπει να βάλουμε το κόμμα με σύνεση, (δηλαδή να πούμε) Ἀναστὰς δὲ, και έπειτα να προσθέσουμε πρωΐ Σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, έτσι ώστε το μεν «όταν αναστήθηκε» να έχει την αναφορά κατά τρόπο σύμφωνο με τον Ματθαίο για τον προηγούμενο καιρό· ενώ το πρωΐ να αποδοθεί στην εμφάνιση που έγινε στη Μαρία… Διότι πρωί είναι όλο το διάστημα, το οποίο αρχίζει μετά το λάλημα των πετεινών» (Γν). «Φάνηκε πρωί, την ημέρα της Κυριακής, διότι αυτή είναι η πρώτη του Σαββάτου» (Θφ).
(2) Με την έννοια των εμφανίσεων του αναστημένου Κυρίου μόνο εδώ συναντιέται. Ο Λουκάς (κδ 34) και ο Παύλος (Α΄ Κορ. ιε 5) χρησιμοποιούν το ρήμα ώφθη (σ).
(3) Μπορεί να έχει και την έννοια του πολλά. «Διότι γνωρίζει η Γραφή τον αριθμό επτά να τον αναφέρει αντί για το πλήθος, όπως π.χ. το Στείρα γέννησε επτά» (Θφ). Πολύ δόθηκε σε αυτήν και έγινε για αυτήν, για αυτό και αυτή πολύ αγάπησε το Χριστό. Αλλά και ο Χριστός ανταμοίβοντας την αγάπη της σε πρώτη αυτήν μετά την ανάστασή του εμφανίστηκε, όπως εξιστορεί λεπτομερέστερα ο Ιωάννης. Όσο στενότερα συνδεόμαστε με το Χριστό, τόσο γρηγορότερα και πλουσιότερα θα αισθανθούμε στις καρδιές μας την παρουσία του και τόσο περισσότερο θα γίνουμε γνωστοί από αυτόν.
Μαρκ. 16,10 ἐκείνη πορευθεῖσα(1) ἀπήγγειλε τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ γενομένοις(2), πενθοῦσι(3) καὶ κλαίουσι.
Μαρκ. 16,10 Αυτή επήγε και ανήγγειλε το ευχάριστον γεγονός στους μαθητάς του, οι οποίοι επενθούσαν και έκλαιον.
(1) Μολονότι είναι τόσο συνηθισμένη η λέξη, δεν συναντιέται στο κατά Μάρκον αλλού παρά μόνο στο τμήμα αυτό και μάλιστα τρεις φορές (γ).
(2) «Σε αυτούς που συναναστράφηκαν με αυτόν, στους μαθητές που τον ακολούθησαν» (Ζ). Πρωτότυπη και αυτή φράση για δήλωση των μαθητών που δεν συνατιέται στο υπόλοιπο ευαγγέλιο του Μάρκου ούτε στους άλλους ευαγγελιστές (γ).
(3) Και το ρήμα αυτό μόνο εδώ στο ευαγγέλιο του Μάρκου συναντιέται. Ο Κύριος είχε ήδη πει σε αυτούς «θα κλάψετε και θα θρηνήσετε εσείς» (Ιω. ιστ 20). Και ήταν αυτό απόδειξη της μεγάλης τους αγάπης προς τον Ιησού και της βαθειάς θλίψης τους, διότι τον έχασαν. Αλλά ενώ το κλάμα και οι θρήνοι τους διήρκησαν δύο ή τρεις νύχτες «η λύπη τους μεταβλήθηκε σε χαρά», διότι ο Κύριος τους υποσχέθηκε, ότι «πάλι θα σας δω και θα χαρεί η καρδιά σας» (Ιω. ιστ 22).
Μαρκ. 16,11 κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ καὶ ἐθεάθη(1) ὑπ᾿ αὐτῆς, ἠπίστησαν(2).
Μαρκ. 16,11 Εκείνοι δε όταν ήκουσαν ότι ο Διδάσκαλος ζη και ότι παρουσιάσθηκε εις αυτήν, δεν επίστευσαν.
(1) Χρησιμοποιείται δύο φορές στην παράγραφο αυτή, αλλά πουθενά αλλού στο κατά Μάρκον (γ). Εκφραστικότατο ρήμα που χρησιμοποιείται συχνά από τον Ιωάννη για να δηλώσει βαθειά, πειστική και θαυμαστή αντίληψη με τα μάτια.
(2) Και το ρήμα αυτό συναντιέται δύο φορές στο τμήμα αυτό, αλλά πουθενά αλλού στον Μάρκο (γ). Εάν είχαν πιστέψει στις επανειλημμένες προφητείες του Διδασκάλου, δεν θα δείχνονταν τώρα τόσο άπιστοι. Τίποτα βεβαιότερο δεν υπάρχει από τον προφητικό λόγο και καλά κάνουν αυτοί που «προσέχουν σε αυτόν σαν σε λυχνάρι που φέγγει σε σκοτεινό τόπο, έως ότου η ημέρα της δευτέρας παρουσίας λάμψει, και το άστρο της αυγής που φέρνει το φως ανατείλει στις καρδιές τους» (Β΄ Πέτρ. α 19).
Μαρκ. 16,12 Μετὰ δὲ ταῦτα δυσὶν ἐξ αὐτῶν περιπατοῦσιν(1) ἐφανερώθη ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ(2), πορευομένοις εἰς ἀγρόν(3).
Μαρκ. 16,12 Επειτα από αυτά εφανερώθηκε με άλλην μορφήν, από εκείνην που είχε πριν σταυρωθή, εις δύο από αυτούς που επεριπατούσαν και επήγαιναν εις κάποιον χωράφι.
(1) Προφανώς πρόκειται για την εμφάνιση σε αυτούς που πορεύονταν προς Εμμαούς.
(2) Με άλλη δηλαδή από εκείνη, την οποία είχε όταν ήταν μαζί τους πριν σταυρωθεί (δ). Φαίνεται μεν εκ πρώτης όψης μία ελαφρά διαφωνία με το Λουκά, που καθορίζει την αιτία της μη αναγνώρισης του Κυρίου από τους δύο μαθητές, στο ότι κρατιούνταν τα μάτια τους ώστε να μην τον αναγνωρίσουν, ενώ εδώ ως αιτία καθορίζεται ότι ο Κύριος εμφανίστηκε σε αυτούς με άλλη μορφή, προσεκτικότερη όμως παρατήρηση του πράγματος παρουσιάζει τους δύο ευαγγελιστές να συμπληρώνουν και να επεξηγούν ο ένας τον άλλον. Κρατιόντουσαν τα μάτια τους και από τη μεταβολή που έγινε στη μορφή του Κυρίου αλλά ίσως και από το διαφορετικό ένδυμα το οποίο είχε, ασυνήθιστο τελείως στο Διδάσκαλο, ο οποίος ήδη εμφανιζόταν ως ταξιδιώτης και αγρότης.
(3) Σε χωράφι, το οποίο είχαν στην εξοχή στους Εμμαούς (δ)
Μαρκ. 16,13 κἀκεῖνοι ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν τοῖς λοιποῖς· οὐδὲ ἐκείνοις ἐπίστευσαν(1).
Μαρκ. 16,13 Και εκείνοι επήγαν και ανήγγειλαν τούτο στους άλλους Αποστόλους, αλλ' ούτε εις εκείνους επίστευσαν.
(1) «Και πώς ο Λουκάς λέει, ότι επιστρέφοντας βρήκαν μαζεμένους τους έντεκα που έλεγαν ότι αναστήθηκε ο Κύριος, ενώ ο Μάρκος λέει εδώ, ότι ούτε σε αυτούς που ήλθαν από τον αγρό δεν πίστεψαν;» (Θφ). Ή , λιγότερο πιθανώς «είναι άλλοι αυτοί και άλλοι εκείνοι», που πορεύτηκαν στους Εμμαούς (Ζ)· οι δύο δηλαδή που αναφέρονται εδώ είναι διαφορετικοί από αυτούς που πήγαιναν στους Εμμαούς. Απίθανη εκδοχή Ή, «ανήγγειλαν στους υπόλοιπους, δεν λέει για τους έντεκα Αποστόλους αλλά για κάποιους άλλους· διότι αυτούς ονόμασαν υπόλοιπους» (Θφ). Άλλωστε και η φράση του Λουκά «που έλεγαν ότι όντως αναστήθηκε ο Κύριος και εμφανίστηκε στο Σίμωνα» δεν αποκλείει απολύτως την ύπαρξη δισταγμών και αμφιβολιών μεταξύ των μαθητών που δεν είχαν δει ακόμη τον Κύριο. Και το τελευταίο αυτό είναι και το πιθανότερο. Υποπτεύθηκαν και για αυτούς, ότι τα μάτια τους τούς εξαπάτησαν. Σύμφωνα με σοφή επέμβαση της θείας Πρόνοιας οι αποδείξεις και μαρτυρίες για την ανάσταση δόθηκαν βαθμιαία και έγιναν δεκτές με πολλές επιφυλάξεις, ώστε η βεβαιότητα, με την οποία οι Απόστολοι κήρυξαν αυτήν μετά από αυτά, όταν διακινδύνευαν το παν για το κήρυγμα αυτό, να αποβεί βαθύτερη και ακόμη περισσότερο αδιάσειστη. Και εμείς έχουμε ήδη περισσότερους λόγους, για να πιστέψουμε εκείνους, οι οποίοι τόσο αργά και τόσο δύσκολα πίστεψαν. Εάν πείθονταν αμέσως, ίσως θα χαρακτηρίζονταν ως εύπιστοι και η μαρτυρία τους λιγότερο σοβαρή. Αλλά η δυσπιστία που επέδειξαν αποδεικνύει, ότι εκείνο, στο οποίο ύστερα πίστεψαν, είχε υπέρ του πλήρεις και τελείως πειστικές αποδείξεις.
Μαρκ. 16,14 Ὕστερον(1) ἀνακειμένοις(2) αὐτοῖς τοῖς ἕνδεκα ἐφανερώθη, καὶ ὠνείδισε τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν(3) καὶ σκληροκαρδίαν(4), ὅτι τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν ἐγηγερμένον οὐκ ἐπίστευσαν.
Μαρκ. 16,14 Ύστερον δε εφανερώθηκε και στους ένδεκα, όταν αυτοί είχαν καθίση να φάγουν, και τους ήλεγξε δια την απιστίαν των και την σκληροκαρδίαν των, διότι δεν επίστευσαν εις εκείνους, που τον είχαν ίδει αναστημένον.
(1) «Αφού πληροφορήθηκαν αυτοί από τον Πέτρο και αφού ήλθαν ο Κλεόπας και αυτός που ήταν μαζί του και εξήγησαν όσα έγιναν στο δρόμο» (Ζ).
(2) Καθισμένους σε δείπνο. Αυτό συμφωνεί με την αφήγηση του Λουκά, που αναφέρει, ότι ο Ιησούς έφαγε τεμάχιο από ψάρι ψημένο και λίγη κηρύθρα.
(3) «έλεγξε την απιστία και σκληροκαρδία τους δηλαδή το ότι δεν πείθονταν, ότι δεν πίστεψαν σε αυτούς που τον είδαν αναστημένο, δηλαδή στη Μαγδαληνή και στην άλλη και στους δύο αυτούς, για τους οποίους εξιστόρησε ο Μάρκος. Ο μεν Μάρκος λοιπόν κατέγραψε την κατηγορία που ανέφερε ο Κύριος· ενώ ο Λουκάς και ο Ιωάννης προσπερνώντας αυτήν, ανέφεραν άλλα πράγματα που έγιναν τότε» (Ζ). Οι αποδείξεις υπέρ της αλήθειας του ευαγγελίου είναι τόσο πλήρεις, ώστε εκείνοι, οι οποίοι δεν δέχονται αυτές, δίκαια ελέγχονται για την απιστία τους. Η απιστία αυτή δεν οφείλεται σε έλλειψη ή ασθένεια αποδείξεων, αλλά στη σκληροκαρδία αυτών που απιστούν.
(4) Η πίστη και η αγαθή και τρυφερή καρδιά συνδέονται πάντα (b). Η απιστία των μαθητών οφειλόταν και σε σκληρότητα ή υπερηφάνεια της καρδιάς. Ίσως θα σκέφτηκαν: Εάν πράγματι ο διδάσκαλος αναστήθηκε, σε ποιους άλλους θα έπρεπε πρώτα να κάνει την τιμή της εμφάνισής του παρά σε εμάς; Γιατί τάχα εμφανίστηκε σε μία γυναίκα και όχι σε μας; Γιατί δεν εμφανίστηκε στους Αποστόλους του, αλλά σε δύο δευτερεύοντες μαθητές;… Και σήμερα ακόμη πολλοί δυσπιστούν στη διδασκαλία του Χριστού, διότι θεωρούν ως υποδεέστερούς τους σε μόρφωση και διανόηση εκείνους, οι οποίοι κηρύττουν αυτήν και μαρτυρούν για αυτήν. Πρόσεξε· δεν θα είναι δεκτή η δικαιολογία σου κατά την ημέρα της κρίσης, εάν θα πεις: Δεν είδα αυτόν μετά την ανάστασή του. Διότι θα σου δοθεί η απάντηση: Και γιατί δεν πίστεψες στη μαρτυρία εκείνων, που τον είδαν;
Μαρκ. 16,15 καὶ εἶπεν αὐτοῖς(1). πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον(2) πάσῃ τῇ κτίσει(3).
Μαρκ. 16,15 Και τους είπεν• “πηγαίνετε εις όλον τον κόσμον και κηρύξατε το ευαγγέλιον, το χαρμόσυνον μήνυμα της σωτηρίας, εις όλην την ανθρωπότητα.
(1) «Είπε σε αυτούς αυτόν το λόγο όχι τότε οπωσδήποτε, αλλά ύστερα όταν πορεύτηκαν στη Γαλιλαία, στο όρος, που τους έδωσε εντολή ο Χριστός, όπως γράφεται στο τέλος του κατά Ματθαίον ευαγγελίου» (Ζ). Προηγουμένως είχε στείλει αυτούς μόνο στα χαμένα πρόβατα του οίκου Ισραήλ, και τους απαγόρευσε τότε να μπουν σε δρόμο εθνών. Τώρα στέλνει αυτούς στον κόσμο όλο για να κηρύξουν το ευαγγέλιο σε όλη την κτίση, τόσο στους Ιουδαίους όσο και στους εθνικούς.
(2) Το ευαγγέλιο, το χαρμόσυνο κήρυγμα της μέσω του Χριστού σωτηρίας. Πληροφορήστε τους για το Χριστό, για την ιστορία της ζωής του και του θανάτου του και της αναστάσεώς του. Διδάξτε τους τη σημασία και τον σκοπό αυτών και τις ωφέλειες, τις οποίες οι γιοι των ανθρώπων έχουν ή μπορούν να αποκομίσουν από αυτά. Και προσκαλέστε τους να μετάσχουν στις ωφέλειες αυτές. Αυτό είναι το ευαγγέλιο, το οποίο παίρνουν εντολή να κηρύξουν.
(3) Στην κτίση = στην ανθρωπότητα σύμφωνα με την ιουδαϊκή χρήση του όρου κτίση. Δες και Διδαχή XVI,5. «Τότε θα οδηγηθεί η κτίση των ανθρώπων (ολόκληρο το ανθρώπινο γένος)» (σ). «Δες την εντολή του Κυρίου, κηρύξτε σε όλη την κτίση. Δεν είπε κηρύξτε σε αυτούς που πείθονται, αλλά σε όλη την κτίση είτε πείθονται είτε όχι» (Θφ). Για την κήρυξη του ευαγγελίου σε όλο τον κόσμο δες και Μάρκ. ιδ 9, Ματθ. κη 19 (σ). Οι έντεκα δεν θα μπορούσαν μόνοι να συντελέσουν αυτό. Αλλά ήταν και οι εβδομήντα, οι οποίοι έπρεπε μαζί με αυτούς να διασκορπιστούν σε όλο τον κόσμο. Αλλά και ο καθένας από όσους προσελκύονταν στην πίστη θα έπρεπε και αυτός να αποβεί με την ομολογία του και με τη ζωή του ευαγγελιστής μέσα στον κύκλο της δράσης του. Η ιστορία της διάδοσης του ευαγγελίου μάς παρουσιάζει πολυάριθμες περιπτώσεις ιδιωτών και απλών χριστιανών, οι οποίοι συνέβαλαν στο αποστολικό έργο. Και όπως τότε και στις μετέπειτα γενεές, έτσι και σήμερα ο κάθε πιστός καλείται στο έργο αυτό. Δεν είπε μόνο ο Κύριος τους Αποστόλους, αλλά και όλους τους οποιουσδήποτε μαθητές του φως του κόσμου. Και καθένας που βρίσκεται σε κοινωνία με τον ήλιο της δικαιοσύνης πρέπει να μεταλαμπαδεύει το φως του σε όλο το περιβάλλον του.
Μαρκ. 16,16 ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς(1) σωθήσεται(2), ὁ δὲ ἀπιστήσας(3) κατακριθήσεται.
Μαρκ. 16,16 Εκείνος που θα πιστεύση και βαπτισθή, θα σωθή, εκείνος που θα απιστήση στο κήρυγμά σας θα καταδικαστή.
(1) «Αυτός που πίστεψε και δεν αρκεί αυτό, αλλά και βαπτίστηκε» (Θφ). «Και τα δύο συνένωσε. Διότι το ένα από τα δύο χωρίς το άλλο, δεν σώζει τον άνθρωπο» (Ζ). Γνωρίστε στον κόσμο όλο τη ζωή και το θάνατο, το αγαθό και το κακό. Πληροφορήστε τους γιους των ανθρώπων για την άθλια και επικίνδυνη κατάστασή τους. Διαφωτίστε τους για το ότι βρίσκονται κάτω από την κατάκτηση του άρχοντα του σκότους αυτού του αιώνα, και ότι είναι αιχμάλωτοι και δούλοι των εχθρών τους. Παρουσιάστε τους ότι είναι χαμένοι και μπορούν να σωθούν, έχουν όλα τα μέσα να σωθούν. Εάν πιστέψουν στο ευαγγέλιο και παραδώσουν τους εαυτούς τους στο Χριστό για να γίνουν μαθητές του· εάν αποκηρύξουν το σατανά, τον κόσμο και τη σάρκα και αφοσιωθούν στο Χριστό ως Προφήτη, Αρχιερέα και Βασιλιά τους, και στο Θεό που με το Χριστό σύναψε τη νέα διαθήκη με τους ανθρώπους και ομολογώντας την πίστη αυτή βαπτιστούν, για να σταυρωθούν, συνταφιαστούν και συναναστηθούν μαζί με το Χριστό, σίγουρα και βέβαια θα σωθούν.
(2) «Θα σωθεί, εφόσον βεβαίως συντηρήσει την πίστη και το βάπτισμα καθαρά και αμόλυντα ή και αν τα μολύνει, μετά τα καθαρίσει» (Ζ).
(3) Αυτός που θα απιστήσει στο ευαγγέλιο και κατά συνέπεια δεν θα δεχτεί και το βάπτισμα, το οποίο δεν αναφέρεται, σαν το από μόνο του εννοούμενο αποτέλεσμα της πίστης (δ). Αλλά και αν πάρουν το βάπτισμα σε μικρή ηλικία με την πίστη των γονέων τους, και δεν εκδηλώσουν έπειτα την πίστη τους, όταν θα είναι σε ώριμη ηλικία, θα κατακριθούν ως άπιστοι. Τι ευθύνη αναλαμβάνουν οι κηδεμόνες και οι γονείς αναδεχόμενοι αυτοί να ομολογήσουν πίστη μπροστά στην κολυμβήθρα για τα νήπια τέκνα τους.
Μαρκ. 16,17 σημεῖα(1) δὲ τοῖς πιστεύσασι(2) ταῦτα παρακολουθήσει(3)· ἐν τῷ ὀνόματί μου(4) δαιμόνια ἐκβαλοῦσι· γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς(5)·
Μαρκ. 16,17 Υπερφυσικά δε σημεία στους πιστεύοντας που θα μαρτυρούν την αλήθειαν της πίστεώς των, θα ακολουθήσουν τα εξής• Με την πίστιν και την επίκλησιν του ονόματός μου θα διώξουν δαιμόνια• θα ομιλήσουν ξένας γλώσσας, νέας και αγνώστους εις αυτούς.
(1) Θαύματα που φανερώνουν τη θεία χάρη που ενεργεί στους πιστούς και επιβεβαιώνουν συνεπώς την αλήθεια της πίστης.
(2) Όχι μόνο στους Αποστόλους, αλλά γενικώς και σε όλους τους πιστούς. Η κατάσταση που δημιουργήθηκε στον Παύλο από την πίστη, χάρη στην οποία αυτός σώθηκε, δεν ήταν διαφορετική από εκείνην, χάρη στην οποία ενεργούσε θαύματα. Και στις ημέρες μας η πίστη έχει στον κάθε έναν πιστό κρυμμένη δύναμη θαυματουργική. Κάθε αποτέλεσμα που απορρέει από τις προσευχές μας έχει πράγματι σχέση με το θαύμα, και όταν ακόμη ο χαρακτήρας του θαύματος δεν είναι εμφανής» (b). Αποτελεί δόξα και απόδειξη του ευαγγελίου, ότι όχι μόνο οι πρώτοι κήρυκες του ευαγγελίου έκαναν θαύματα, αλλά και αυτοί που πίστεψαν σε αυτούς πήραν δύναμη από αυτούς να επιτελούν θαύματα, και κάθε πιστός έχει τη θαυματουργική αυτή δύναμη στο πνευματικό πεδίο. Η κατανίκηση των παθών, η επιστροφή του αμαρτωλού, ο ανακαινισμός της καρδιάς, η ανάβλεψη των πνευματικά τυφλών, η απαλλαγή από τη λέπρα της αμαρτίας, η ανάσταση από τα νεκρά έργα είναι θαύματα ηθικά, σημεία που επακολουθούν παντοτινά τους πιστούς.
(3) Το ρήμα μόνο εδώ στο κατά Μάρκον ευαγγέλιο χρησιμοποιείται (γ). Ο λόγος και η πίστη προηγούνται και τα θαύματα ακολουθούν (b), ως αποτέλεσμα και επιβεβαίωση της πίστης.
(4) Το οποίο οι πιστοί θα επικαλούνται (b). Και όχι δηλωμένοι φανερά μαθητές του Κυρίου με την επίκληση του ονόματός του έβγαλαν δαιμόνια όπως αναφέρει ο Μάρκος (θ 38). Δες Πράξ. η 7 και ιστ 18 (σ). Η δύναμη αυτή της εκβολής δαιμονίων κατά τους πρώτους αιώνες ήταν συνηθισμένη σε πολλούς χριστιανούς και διήρκησε για πολύ, όπως φαίνεται από τις μαρτυρίες του Ιουστίνου, του Ωριγένη, του Ειρηναίου, του Τερτυλλιανού, του Μινουκίου Φήλικος και άλλων.
(5) «Γλώσσες ξένες, διαλέκτους αλλοεθνείς» (Ζ). Τέτοιες, τις οποίες προηγουμένως αυτοί δεν γνώριζαν (b). Και αυτό θα αποτελούσε τόσο θαύμα που επιβεβαιώνει την πίστη, όσο και μέσο διαδόσεως του ευαγγελίου ανάμεσα στους αλλόγλωσσους. Διότι απάλλαττε τους κήρυκες του ευαγγελίου από τον κόπο και το χάσιμο χρόνου για εκμάθηση των ξένων γλωσσών, των απαραίτητων ώστε στους ξενόγλωσσους να κηρυχθεί το ευαγγέλιο στη δική τους γλώσσα, αλλά και άνοιγε και πιο εύκολη την είσοδο των κηρύκων σε αυτούς, διότι εμφανιζόμενοι οι κήρυκες κατά τρόπο θαυμαστό γνώστες των γλωσσών αποδεικνύονταν προκαταβολικά σε αυτούς ως άξιοι εμπιστοσύνης διδάσκαλοι και στη νέα διδασκαλία, την οποία τους κήρυτταν.
Μαρκ. 16,18 ὄφεις ἀροῦσι(1)· κἂν θανάσιμόν(2) τι πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει(3)· ἐπὶ ἀῤῥώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι, καὶ καλῶς ἕξουσιν(4).
Μαρκ. 16,18 Θα σηκώσουν με τα χέρια τους φίδια φαρμακερά, χωρίς να πάθουν τίποτε από το δάγκωμά των• και εάν ακόμη πιουν κανένα θανατηφόρον δηλητήριον, δεν θα τους βλάψη• θα βάζουν τα χέρια των επάνω στους αρρώστους και εκείνοι, θα γίνωνται καλά”.
(1) «Θα σηκώσουν με το χέρι χωρίς κίνδυνο» (Ζ), «όπως ακριβώς ο Παύλος σήκωσε στο χέρι του την οχιά, (Πραξ. κη 5) χωρίς να βλαφτεί καθόλου από αυτήν» (Θφ).
(2) Λέγεται μία φορά.
(3) «Και έγιναν οπωσδήποτε πολλά τέτοια, όπως βρίσκουμε στις ιστορίες» (Θφ). Κάποια τέτοια περίπτωση δεν αναφέρεται στην Κ.Δ., υπάρχει όμως μία περίφημη που διασώθηκε στην παράδοση της γενιάς που συνδέεται άμεσα με τους Αποστόλους, την οποία οι θυγατέρες του Φιλίππου αφηγήθηκαν στον Παπία (Δες Φίλιππο Σιδίτη που αφηγείται το γεγονός πληρέστερα από τον Ευσέβιο εκκλησιαστ. Ιστορία ΙΙΙ,39). Σύμφωνα με αυτήν ο Βαρσαβάς ο επονομαζόμενος Ιούστος (Πράξ. α 23) εξεταζόμενος και δοκιμαζόμενος από τους απίστους ήπιε με επίκληση του ονόματος του Κυρίου δηλητήριο φιδιού και δεν έπαθε τίποτα (σ).
(4) Αντί να πει και θα τους κάνουν υγιείς, μετέβαλε το υποκείμενο (δ).
Μαρκ. 16,19 Ὁ μὲν οὖν Κύριος μετὰ τὸ λαλῆσαι αὐτοῖς(1) ἀνελήφθη(2) εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ(3).
Μαρκ. 16,19 Ο μεν λοιπόν Κυριος έπειτα από τας ομιλίας αυτάς και πολλάς άλλας που έκαμε προς αυτούς, ανελήφθη στον ουρανόν και εκάθισεν εις τα δεξιά του Θεού.
(1) «Αφού τους είπε όχι μόνο τα λόγια αυτά, αλλά όλα, όσα είπε σε αυτούς, από την ημέρα της ανάστασής του μέχρι τη συμπλήρωση των σαράντα ημερών κατά τις οποίες εμφανιζόταν στους μαθητές και έτρωγε μαζί τους» (Ζ). Αν και η διδασκαλία την οποία κήρυτταν, ήταν πνευματική και ουράνια και τελείως αντίθετη με το πνεύμα και τη ζωή του κόσμου· αν και συνάντησε μεγάλη αντίσταση και ήταν στερημένη από κάθε κοσμική υποστήριξη, όμως οι κήρυκές της δεν φοβήθηκαν, ούτε ντράπηκαν το κήρυγμα του εσταυρωμένου, αλλά επιδόθηκαν στη διάδοσή του μέχρι σημείου ώστε ο Παύλος γράφοντας την προς Ρωμαίους γύρω στα τριάντα χρόνια μετά την ανάσταση να διαβεβαιώνει για αυτούς ότι σε όλη τη γη βγήκε η φωνή τους και στα πέρατα της οικουμένης τα λόγια τους (Ρωμ. ι 18)
(2) Μόνο εδώ στα ευαγγέλια χρησιμοποιείται η λέξη που καθιερώθηκε από τις Πράξεις για να δηλώσει την επάνοδο του Κυρίου στους ουρανούς και κατά την ανθρώπινη φύση του. Δες Πράξ. α 2, 11, 22, Α΄Τιμ. γ 16 (σ).
(3) «Αλλά βεβαίως ο Θεός και πατέρας του, επειδή είναι ασώματος, δεν θα μπορούσε να έχει δεξιά ή αριστερά. Διότι αυτά είναι σχήματα των σωμάτων. Επομένως λοιπόν το μεν «κάθισε» δηλώνει ανάπαυση και απόλαυση της θείας βασιλείας· ενώ το «στα δεξιά του Θεού» δηλώνει συγγένεια και ίδια τιμή με τον Πατέρα» (Ζ). Το «κάθισε στα δεξιά του Θεού» είναι ψαλμική έκφραση που δείχνει την ανύψωση της θεωμένης ανθρώπινης φύσης του σε θεία δόξα και τιμή (τα δεξιά του Θεού). Ξαναπήρε δηλαδή την βασιλική του εξουσία, με την οποία κυβερνά τον κόσμο (Ματθ. κη 18) και την αρχιερατική, με την οποία προσεύχεται στον Πατέρα για μας (Εβρ. ζ 25, η 1) (δ). Οτιδήποτε και αν πράττει τώρα ο Θεός σε σχέση με μας, χορηγεί αυτό σε εμάς ή δέχεται αυτό από εμάς δια μέσου του Υιού του. Ο Χριστός είναι ήδη και ως άνθρωπος δοξασμένος με τη δόξα, την οποία είχε ως Θεός δίπλα στον Πατέρα προτού δημιουργηθεί ο κόσμος.
Μαρκ. 16,20 ἐκεῖνοι δὲ ἐξελθόντες ἐκήρυξαν πανταχοῦ(1), τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος(2) καὶ τὸν λόγον(3) βεβαιοῦντος(4) διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων(5). ἀμήν(6).
Μαρκ. 16,20 Εκείνοι δε αφού εβγήκαν προς όλην την οικουμένην, εκήρυξαν παντού το Ευαγγέλιον. Ο δε Κυριος συνέπραττε και συνεργούσε μαζή των και επιβεβαίωνε το κήρυγμά των με τα θαύματα, που επακολουθούσαν ύστερα από το κήρυγμα. Αμήν.
(1) Στη φράση αυτή περιλαμβάνεται η όλη δράση των Αποστόλων, τμήμα της οποίας αφηγούνται οι Πράξεις των Αποστόλων (σ). Όταν ο Μάρκος έγραφε το ευαγγέλιό του, ακόμη και τότε οι Απόστολοι είχαν μεταβεί σε όλο τον κόσμο. Δες Ρωμ. ι 18 (b). Διότι «αυτό που γράφει ο στίχος πρέπει να το εννοήσουμε ότι έγινε την τεσσαρακοστή ημέρα, σύμφωνα με αυτό που εξιστορούν οι Πράξεις» (Γν). Η λέξη πανταχοῦ δεν συναντιέται αλλού στο κατά Μάρκον (γ).
(2) «Βλέπεις ότι σε κάθε περίπτωση προηγούνται τα δικά μας, και έπειτα έρχεται η συνεργία του Θεού. Διότι αφού εμείς ενεργήσουμε και δώσουμε την αρχή, ο Κύριος συνεργεί· ώστε εάν βεβαίως εμείς δεν δώσουμε την αφορμή, δεν συνεργεί» (Θφ).
(3) «Το λόγο του κηρύγματος» (Ζ).
(4) Συνεργοῦντος, βεβαιοῦντος, ἐπακολουθούντων είναι λέξεις που δεν συναντιούνται αλλού στα ευαγγέλια. Ανήκουν στο λεξιλόγιο των επιστολών του Παύλου (γ).
(5) Εν μέρει μεν με τα θαύματα, τα οποία γίνονταν στα σώματα των ανθρώπων, και ήταν οι θείες σφραγίδες που επιβάλλονταν στη χριστιανική διδασκαλία, εν μέρει δε και κατεξοχήν με την επίδραση την οποία η διδασκαλία αυτή είχε στις διάνοιες των ανθρώπων με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος «έδινε την μαρτυρία μαζί με τους αποστόλους και ο Θεός με θαύματα και καταπληκτικά έργα και ποικίλες υπερφυσικές δυνάμεις και θεία χαρίσματα, τα οποία το άγιο Πνεύμα διαμοίραζε σύμφωνα με τη θέλησή του» (Εβρ. β 4). Τέτοια υπήρξαν ιδιαίτερα τα θαύματα που ακολούθησαν ακόμη, η αναμόρφωση του κόσμου, η καταστροφή της ειδωλολατρείας, η επιστροφή των αμαρτωλών, η πύκνωση της τάξης των αγίων. Και τα θαύματα αυτά επακολουθούν ακόμη, και για να αυξηθούν όλο και πιο πολύ για τιμή και δόξα του Κυρίου μας και για καλό της ανθρωπότητας ο ευαγγελιστής δέεται και μας διδάσκει να λέμε Αμήν. Πατέρα ουράνιε, ας αγιαστεί το όνομά σου, ας έλθει η βασιλεία σου.
(6) Από τέσσερεις μεγαλογράμματους κώδικες που χρονολογούνται από τον Ζ-Θ αιώνα και από κάποια χειρόγραφα της Αιγυπτιακής και Αιθιοπικής μετάφρασης και από κάποια άλλα, διασώθηκε αντί για το από τον στίχο 9-20 τέλος του κατά Μάρκον, άλλο τέλος με λίγους στίχους που είναι το ακόλουθο: «Όλα αυτά που διατάχτηκαν (οι μυροφόρες) τα ανήγγειλαν σύντομα στον Πέτρο και αυτούς που ήταν μαζί του. Και μετά από αυτά και ο ίδιος ο Ιησούς από την ανατολή και μέχρι την δύση εξαπέστειλε μέσω αυτών το ιερό και άφθαρτο κήρυγμα της αιώνιας σωτηρίας». Η γλώσσα της προσθήκης αυτής παρουσιάζει μεγάλες συγγένειες και ομοιότητες με το γνωστό ανάμεσα στα συγγράμματα των αποστολικών πατέρων ως η Β΄ επιστολή του Κλήμεντος, της οποίας η συγγραφή χρονολογείται στο πρώτο μισό του β΄αιώνα μεταξύ του 120-130. Από αυτό προήλθε η εικασία, ότι και η νέα αυτή προσθήκη κατά τον ίδιο περίπου χρόνο γράφτηκε, ίσως στις αρχές του Β΄αιώνα. Τόσο από την προέλευση των χειρογράφων όσο και από το ύφος της ως τόπος συγγραφής της ολιγόστιχης αυτής προσθήκης, πιθανολογήθηκε η Αλεξάνδρεια.
Σημείωση: Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με την προϋπόθεση της ρητής αναφοράς στην ιστοσελίδα προέλευσης www.sostis.gr και στα ονόματα του συγγραφέα των υπομνημάτων και του μεταφραστή τους.
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Α. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ κη 1-20
(Υπόμνημα στο κατά Ματθαίον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 501-510 εκδόσεις «ο Σωτήρ», μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Ζ = Ζιγαβηνός Ευθύμιος
Απ = Απολλινάριος Θφ = Θεοφύλακτος Βουλγαρίας
Αυ = Αυγουστίνος Ιε = Ιερώνυμος
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Γν = Γρηγόριος Νύσσης Ω = Ωριγένης
Δ = Δαμασκηνός Ιωάννης DB=Dict. Of the Bible,Hastings
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας
(Σύγχρονοι Θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible, St Matthew Edited by G.H. Box on the basis of the earlier edition by Prof W.F. Slater, Edirburgh 1922 (σημειώνεται με το S)
M.J. Lagrange. Evangile selon s. Matthieu, Deuxieme edition Paris 1923 (σημειώνεται με το L.)
Alf. Plummer. An exegetical commentary on the Gospel according to S. Matthew, London 1911 (σημειώνεται με το p.)
W. Allen A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Matthew Third edition 1922 (σημειώνεται με το a).
A. Commentary critical, expository and practical κ.λ.π by I. Owen, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
L. Cl. Fillion La sainte Bible commentee VII (σημειώνεται με το F).
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
Ματθ. 28,1 Ὀψὲ δὲ σαββάτων(1), τῇ ἐπιφωσκούσῃ(2) εἰς μίαν σαββάτων(3), ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι(4) τὸν τάφον.
Ματθ. 28,1 Πολύ αργά δε κατά την νύκτα του Σαββάτου, όταν βαθειά εγλυκοχάραζε η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, ήλθε η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, δια να ιδούν τον τάφον.
(1) Ή«με τη φράση «αργά τη νύχτα του σαββάτου» σήμανε το τέλος όλων των σαββάτων, δηλαδή των επτά ημερών της εβδομάδας. Διότι και εμείς όταν λέμε «αργά την ημέρα» ή «αργά τη νύχτα» δηλώνουμε τα τελευταία μέρη τους. Τέλος όμως των επτά ημερών της εβδομάδας δεν είναι μόνο το ίδιο, το κυρίως Σάββατο, αλλά και το τέλος αυτού» (Ζ)· μ ε τ ά το Σάββατο (g). Ο E. Schmid συγκρίνει με αυτήν την έκφραση εκείνη του Πλούταρχου «οψέ των βασιλέως χρόνων»· μετά τους χρόνους των βασιλέων. Καθώς και τη φράση του Φιλοστράτου «οψέ των Τρωϊκών»= μετά τον Τρωϊκό πόλεμο (b). Η΄= αργά κατά τη νύκτα του σαββάτου. Τα σάββατα = σάββατο (δ). «Διότι εσπέρα (=απόγευμα) μεν είναι η ώρα μετά τη δύση του ηλίου· ενώ «οψέ» (=αργά) είναι η ώρα πολύ μετά τη δύση» (Αμμώνιος). «Η φράση «οψέ σαββάτων», να μην νομίσει κάποιος ότι σημαίνει την απογευματινή ώρα, την μετά την δύση του ηλίου, αλλά το βράδυ και αργά τη νύχτα» (Ευσέβιος Παμφίλου).
(2) «Δηλαδή την ώρα που φαινόταν η ημέρα, που αύγαζε, που ανέτειλε» (Ζ). «Είχε περάσει η νύχτα τόσο πολύ, ώστε να είναι η ώρα του λαλήματος των πετεινών, η οποία προαναγγέλει το φως της ημέρας που έρχεται» (Γν). Μετά το γενικό προσδιορισμό έρχεται ο ειδικός της ώρας (δ). «Για να μη θεωρήσεις ότι στο τέλος αυτού του σαββάτου ήλθαν στον τάφο οι γυναίκες που αναφέρθηκαν, αλλά στην αρχή του όρθρου της Κυριακής, πρόσθεσε ότι, την ώρα που ξημέρωνε» (Ζ). Εξυπακούεται η φράση «την ώρα».
(3) «Αποσαφηνίζοντας περισσότερο τον λόγο πρόσθεσε στη συνέχεια τη φράση «εις μίαν σαββάτων»· και μία σαββάτων είναι η πρώτη από τις επτά ημέρες, η κυριακή» (Ζ).
(4) Ο Ματθαίος γράφει προσαρμόζοντας την αφήγησή του σε αυτά που είπε προηγουμένως. Ο τάφος είχε σφραγιστεί και η φρουρά ήταν μπροστά από αυτόν (L). Άλλωστε η άλειψη του Κυρίου με αρώματα ματαιώθηκε ούτως ή άλλως, και το μόνο που επιτεύχθηκε από την επίσκεψη εκείνη ήταν το ότι είδαν τον τάφο.
Ματθ. 28,2 καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας(1)· ἄγγελος γὰρ(2) Κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον(3) ἀπὸ τῆς θύρας καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ(4).
Ματθ. 28,2 Και ιδού, σεισμός μέγας έγινε, διότι άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον ουρανόν, προσήλθεν στο μνημείον, εκύλισεν από την θύραν τον λίθον και εκάθητο επάνω εις αυτόν.
(1) «Ο μεν Χριστός αναστήθηκε προτού να κατεβεί ο άγγελος… ο δε σεισμός έγινε για τους φύλακες που κάθονταν δίπλα στον τάφο, έτσι ώστε, αφού σηκωθούν από το φόβο του σεισμού και αφού εκπλαγούν από την τρομερή μορφή αυτού που κύλισε την πέτρα, να φύγουν» (Ζ). Ο σεισμός έγινε πριν την άφιξη των γυναικών στο μνημείο (ο).
(2) Και στους δύο σεισμούς επακολούθησε κάτι υπερφυσικό· στον ένα (στο Γολγοθά) η ανάσταση των σωμάτων των αγίων, στον άλλο η κάθοδος αγγέλου, ο οποίος παρουσιάζεται ως αιτία του σεισμού (p). Ο εργάτης και αίτιος του σεισμού ήταν άγγελος Κυρίου (δ).
(3) «Αποκύλισε την πέτρα ο άγγελος για τις γυναίκες, για να δουν τον τάφο κενό και να πιστέψουν ότι αναστήθηκε» (Ζ). Ο λίθος λοιπόν δεν αποκυλίστηκε από τον σεισμό αλλά από τον άγγελο. Ο σεισμός έγινε για να προσδώσει μεγαλείο και επισημότητα στο υπερφυσικό γεγονός της ανάστασης και χρησίμευσε για να διεγερθεί η προσοχή των φυλάκων του τάφου (ο).
(4) Επάνω στην πέτρα, έτσι ώστε δεν θα μπορούσε κάποιος να κυλίσει αυτόν πάλι στο μνημείο (b). Καθόταν πάνω στην πέτρα αναμένοντας τις γυναίκες, οι οποιες δεν ήταν, όπως φαίνεται, μακριά, αλλά απέναντι από τον τάφο (L).
Ματθ. 28,3 ἦν δὲ ἡ ἰδέα(1) αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ(2) καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών(3).
Ματθ. 28,3 Ητο δε η εξωτερική του εμφάνισις σαν αστραπή και το ένδυμά του ολόλευκον σαν το χιόνι.
(1) Υπάρχει και η γραφή ειδέα. Ιδέα = το είδος, το εξωτερικό σχήμα και ιδίως το πρόσωπο (δ). Δες Δανιήλ ι 6 «και το πρόσωπό του ήταν σαν όραση αστραπής». Δες και Δανιήλ α 15.
(2) Φωτεινότατο και αστραφτερό (δ).
(3) Δες Ησαΐου α 18 και Δανιήλ ζ 9 (a). Ο Γρότιος σημειώνει ότι η λευκότητα υπήρξε πάντοτε σύμβολο της καθαρότητας και αγιότητας (ο). Η εξωτερική εμφάνιση του αγγέλου ανακαλεί στη μνήμη την εμφάνιση του Κυρίου κατά τη Μεταμόρφωση (F). «Η μεν μορφή (του αγγέλου) ήταν σαν αστραπή, και η στολή του ήταν παραπλήσια με το χιόνι· έτσι ώστε με το φοβερό από τη μία να καταπλήξει τους φύλακες, ενώ με το χαρωπό να προσκαλέσει τις γυναίκες και να βάλει θάρρος μέσα σε αυτές που από τη φύση τους φοβούνται εύκολα και είναι δειλές και να αναγγείλει την ανάσταση με μεγάλη χαρά με αυτήν την εξωτερική εμφάνιση» (Γν).
Ματθ. 28,4 ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ(1) ἐσείσθησαν(2) οἱ τηροῦντες καὶ ἐγένοντο ὡσεὶ νεκροί(3).
Ματθ. 28,4 Από τον φόβον δε του αγγέλου συνεκλονίσθησαν οι φρουροί, παρέλυσαν και έγιναν σαν πεθαμένοι.
(1) Το φόβο μάλλον από τον άγγελο. «Διότι προξενούσε κατάπληξη» (Ζ).
(2) Συγκλονίστηκαν. «Αντί να πει τρόμαξαν» (Ζ).
(3) Αφού λιποθύμησαν έγιναν σαν νεκροί (δ). Ούτε οι τολμηρότεροι στρατιωτικοί δεν μπορούν να υπομείνουν τη δύναμη των κατοίκων του ουρανού (b). Ο άγγελος δεν ασχολείται με αυτούς (L), οι οποίοι στο μεταξύ «αφού συνήλθαν έφυγαν, πράγμα που προκάλεσε ασφάλεια στις γυναίκες» (Ζ).
Ματθ. 28,5 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἄγγελος(1) εἶπε ταῖς γυναιξί· μὴ φοβεῖσθε ὑμεῖς(2)· οἶδα(3) γὰρ ὅτι Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον(4) ζητεῖτε(5)·
Ματθ. 28,5 Ωμίλησε δε τότε ο άγγελος προς τας γυναίκας και είπε· “σεις μη φοβείσθε· διότι ξέρω ότι ζητείτε να ιδήτε Ιησούν τον εσταυρωμένον.
(1) Ο Λουκάς μιλά για δύο αγγέλους. Αλλά ο Ματθαίος και ο Μάρκος μιλούν για τον άγγελο που μίλησε στις γυναίκες, χωρίς να αρνούνται την παρουσία και άλλου αγγέλου. Ενώ ο Λουκάς, χωρίς να κάνει διάκριση ανάμεσα στον άγγελο που μίλησε και σε αυτόν που δίπλα του σιωπούσε, μιλά για δύο (ο).
(2) «Και το να πει «εσείς» φανερώνει ότι τους δείχνει πολλή τιμή» (Χ). «Μη φοβάστε εσείς, αλλά αυτοί, δηλαδή οι φύλακες και όλοι οι εχθροί του Κυρίου» (Ζ). Το μη φοβάστε είναι έκφραση που χρησιμοποιείται στην αρχή των οπτασιών, που κατασιγάζει τον φόβο που προκαλείται από την υπερβολική δόξα που υπερβαίνει τη δύναμη των θνητών καρδιών. Με αυτήν παρέχεται υπόσχεση ασφάλειας και προκαλείται η προσοχή (b).
(3) « Πρώτα τις απαλλάσσει από το φόβο και τότε μιλά για την ανάσταση» (Χ).
(4) «Δεν ντρέπεται να τον αποκαλεί εσταυρωμένο· διότι αυτό είναι το σπουδαιότερο από τα αγαθά» (Χ) «διότι για αυτούς μεν που σταυρώθηκαν πριν από αυτόν, ο σταυρός ήταν ντροπή… ενώ σε αυτόν ήταν μάλλον δόξα, διότι ήταν απόδειξη της ευεργεσίας των ανθρώπων, για την οποία καταδικάστηκε σε αυτόν» (Ζ).
(5) Δεν έρχεστε να βεβηλώσετε τον τάφο, αλλά σας παρακίνησε προς αυτόν η αγάπη προς τον Ιησού. Δεν υπάρχει λόγος λοιπόν να φοβάστε (ο).
Ματθ. 28,6 οὐκ ἔστιν ὧδε· ἠγέρθη γὰρ καθὼς εἶπε. δεῦτε(1) ἴδετε τὸν τόπον(2) ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος.
Ματθ. 28,6 Δεν είναι πλέον εδώ· διότι ανεστήθη, όπως σας είχε πη. Ελάτε να ιδήτε τον τόπον, όπου είχε τεθή ο Κυριος.
(1) Δηλαδή πλησιάστε. Στέκονταν σε κάποια απόσταση από τον τάφο (S).
(2) «Με το να πει, ελάτε να δείτε τον τόπο… δήλωσε ότι για αυτές κύλισε την πέτρα, για να δουν» (Ζ). «Για αυτό σήκωσε την πέτρα, ώστε και από αυτό να πάρουν αυτές την απόδειξη» (Χ)
Ματθ. 28,7 καὶ ταχὺ πορευθεῖσαι εἴπατε τοῖς μαθηταῖς(1) αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν(2), καὶ ἰδοὺ προάγει(3) ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν(4)· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε(5)· ἰδοὺ εἶπον ὑμῖν(6).
Ματθ. 28,7 Και τώρα γρήγορα πηγαίνετε και ειπέτε στους μαθητάς του ότι ανεστήθη εκ των νεκρών και ιδού προπορεύεται από σας και σας περιμένει εις την Γαλιλαίαν. Εκεί θα τον ιδήτε. Ιδού, σας είπα όσα έπρεπε να σας πω”.
(1) Η παραγγελία του αγγέλου στις γυναίκες υποδηλώνει ότι οι μαθητές ήταν ακόμη στα Ιεροσόλυμα (S).
(2) Οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να πιστέψουν σε ανάσταση πριν ακόμη δουν τον αναστημένο. Για αυτό το γεγονός αναγγέλθηκε σε αυτούς μέσω των γυναικών και δοκιμάστηκε έτσι η πίστη τους (b).
(3) «Λέει «προάγει» αντί να πει, σας προλαβαίνει» (Ζ).
(4) «Καλά είπε στη Γαλιλαία, για να τους απαλλάξει από ενοχλήσεις και κινδύνους, ώστε να μην παρεμποδίσει ο φόβος την πίστη τους» (Χ). «Στην Γαλιλαία επρόκειτο να τον συναντήσουν, χωρίς το φόβο των Ιουδαίων» (Ζ).
(5) Και όμως ο αγαθός Σωτήρας φανέρωσε τον εαυτό του σε αυτούς και πιο πριν. Η εμφάνιση στη Γαλιλαία ήταν πολύ επίσημη και δημόσια (δες στίχους 10,16) και ήταν υποσχημένη πριν το θάνατο του Κυρίου (b). Δες για την υπόσχεση αυτή Ματθαίου κστ 32.
(6) «Ορίστε, σας έδωσα παραγγελία για τους μαθητές. Επομένως λοιπόν, μην αμελήσετε την παραγγελία» (Ζ). Ορίστε, σάς είπα αυτό που διατάχτηκα από το Θεό να πω. Εσείς όμως τάχιστα εκπληρώστε αυτό. Είναι ξεχωριστή αυτή η φράση στο Ματθαίο ως επίλογος σύντομος και επιτακτικός του αγγέλου (δ).
Ματθ. 28,8 καὶ ἐξελθοῦσαι(1) ταχὺ ἀπὸ τοῦ μνημείου μετὰ φόβου καὶ χαρᾶς(2) μεγάλης ἔδραμον(3) ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ.
Ματθ. 28,8 Και αι γυναίκες εβγήκαν ταχέως από το μνημείον με φόβον και χαράν μεγάλην και έτρεξαν να αναγγείλουν στους μαθητάς του το χαρμόσυνον γεγονός.
(1) Υπάρχει και η γραφή απελθούσαι. Αφού βγήκαν από το μνημείο. «Αν και δεν ανέφερε ο Ματθαίος ότι μπήκαν στο μνημείο· αλλά λέγοντας τώρα ότι βγήκαν, φανέρωσε ότι πρώτα μπήκαν» (Ζ).
(2) Τα δύο αυτά συναισθήματα μπορούν να συνυπάρχουν για πνευματικά πράγματα (b). «Βγήκαν λοιπόν με φόβο μεν, για όσα είδαν παράδοξα· με χαρά από την άλλη, για τα ευαγγέλια (χαρμόσυνες αγγελίες) που άκουσαν» (Ζ).
(3) Το έδραμον δείχνει την προθυμία της εκτέλεσης (δ).
Ματθ. 28,9 ὡς δὲ ἐπορεύοντο(1) ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ(2) Ἰησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς(3) λέγων· χαίρετε(4). αἱ δὲ προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας(5) καὶ προσεκύνησαν(6) αὐτῷ.
Ματθ. 28,9 Ενώ δε επήγαιναν να αναγγείλουν αυτά στους μαθητάς του, και ιδού ο Ιησούς τας συνήντησε λέγων· “χαίρετε”. Αυταί δε αφού τον επλησίασαν, επιασαν με βαθείαν ευλάβειαν τους πόδας του και τον επροσκύνησαν.
(1) Οι λέξεις από το «ὡς δὲ ἐπορεύοντο» μέχρι «τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ» παραλείπονται από τους κώδικες βατικανό, σιναϊτικό και κάποιους άλλους. Περιέχονται όμως στην πεσιτώ (μετάφραση).
(2) Δηλώνει κάτι το αιφνίδιο και απρόβλεπτο (b).
(3) «Επειδή πριν από όλους σηκώθηκαν νωρίς το πρωί, πριν από όλους βλέπουν τον Κύριο και αυτό παίρνουν ως μισθό αυτής τους της προθυμίας» (Ζ).
(4) «όταν βγήκαν με φόβο και χαρά, και να! ο Ιησούς τις συνάντησε λέγοντας χαίρετε» (Χ). Συνηθισμένος χαιρετισμός, χρησιμοποιείται όμως από τον Κύριο με υψηλή και ειδική έννοια (b). «Κέρδισε το θηλυκό γένος και απαλλαγή από την κατηγορία και ανατροπή της κατάρας. Διότι αυτός που παλαιότερα (στον Παράδεισο στην Εύα) είπε προς αυτές, με λύπες θα γεννάς τέκνα, έδωσε το τέλος αυτών σε αυτές συναντώντας τες στον κήπο και λέγοντας χαίρετε» (Κ). Αρκετοί από τους νεώτερους ερμηνευτές ταυτίζουν αυτήν την εμφάνιση με αυτήν στην Μαγδαληνή που αναφέρεται από τον Ιωάννη.
(5) «Αυτές μεν από πόθο και τιμή τον κράτησαν· αυτός όμως δεν τις εμπόδισε, παρέχοντας πληροφορία με την αφή (=άγγιγμα), ότι δεν είναι φάντασμα» (Ζ).
(6) Πρέπει να κυριεύτηκαν από φόβο και σεβασμό κατά την πράξη αυτή της γονατιστής προσκύνησης, από συναισθήματα τα οποία σε τέτοιο βαθμό δεν είχαν αισθανθεί ουδέποτε άλλοτε, όταν εκδήλωναν το σεβασμό τους στον Ιησού ως Διδάσκαλό τους (ο).
Ματθ. 28,10 τότε λέγει αὐταῖς ὁ Ἰησοῦς· μὴ φοβεῖσθε(1)· ὑπάγετε(2) ἀπαγγείλατε(3) τοῖς ἀδελφοῖς(4) μου ἵνα ἀπέλθωσιν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, κἀκεῖ με ὄψονται.
Ματθ. 28,10 Τότε είπε προς αυτάς ο Ιησούς· “μη φοβείσθε· πηγαίνετε και αναγγείλατε στους αδελφούς μου (δηλαδή στους μαθητάς μου, που είναι αδελφοί μου) ότι με είδατε, δια να αναχωρήσουν εις την Γαλιλαίαν. Εκεί θα με ιδούν”.
(1) «Πάλι και αυτός διώχνει το φόβο, προετοιμάζοντας το δρόμο για την πίστη» (Χ). Ηταν φυσικό να αισθανθούν φόβο με την αιφνίδια αυτή εμφάνιση του Κυρίου, για τον οποίο γνώριζαν, ότι έχει πεθάνει (ο).
(2) «Επειτα δίνει παραγγελία στις γυναίκες για τους μαθητές, επειδή αυτές ήταν αγγελιοφόροι του, οι οποίες φάνηκαν πρώτες και έδωσαν πρώτες την παραγγελία » (Ζ).
(3) «Τις γυναίκες χρησιμοποίησε ως αποστόλους προς τους Αποστόλους, τιμώντας το γένος που ατιμώθηκε από την απάτη του φιδιού. Και επειδή παλαιότερα γυναίκα (η Εύα) έγινε στον άνδρα αγγελειοφόρος λύπης, τώρα γυναίκες γίνονται στους άνδρες αγγελειοφόροι χαράς» (Ζ).
(4) «Ονόμασε τους Αποστόλους αδελφούς, συγχρόνως μεν λόγω της ενανθρώπησης· διότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε αδέλφια μεταξύ μας· συγχρόνως δε και για να τους τιμήσει» (Ζ). Δείχνει με την ονομασία αυτή τη σχέση, στην οποία με το αίμα του έφερε τους πιστούς με τον Πατέρα και με τον εαυτό του. Δες Ιωάννη κ 17 («ανεβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα σας») (δ).
Ματθ. 28,11 Πορευομένων δὲ αὐτῶν(1) ἰδού τινες(2) τῆς κουστωδίας ἐλθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν τοῖς ἀρχιερεῦσιν(3) ἅπαντα(4) τὰ γενόμενα.
Ματθ. 28,11 Ενώ δε αυταί σύμφωνα με την εντολήν του Κυρίου επήγαιναν, ιδού μερικοί στρατιώται της φρουράς ήλθαν εις την πόλιν και εγνωστοποίησαν στους αρχιερείς όλα όσα είχαν γίνει.
(1) Τίποτα δεν αναφέρει ο Ματθαίος για τον τρόπο, με τον οποίο οι μυροφόρες έφεραν το χαρμόσυνο μήνυμα στους μαθητές, ούτε για το πώς υποδέχτηκαν οι Απόστολοι αυτό. Ο Ιωάννης λέει σε εμάς ότι η Μαρία η Μαγδαληνή ήλθε και είπε σε αυτούς, ότι είχε δει τον Κύριο, αλλά δεν λέει τίποτα για το πώς οι μαθητές δέχτηκαν την είδηση αυτή. Ο Μάρκος (ιστ 11) αναφέρει ότι «και εκείνοι όταν άκουσαν ότι ζει και θεάθηκε από αυτήν, απίστησαν». Και ο Λουκάς αναφέροντας για την οπτασία των αγγέλων, την οποία είδαν οι μυροφόρες στο άδειο πλέον μνημείο, βεβαιώνει ότι στους μαθητές «φάνηκαν σαν φλυαρίες και επινόηση της φαντασίας τα λόγια» αυτών των γυναικών. Οι μαρτυρίες λοιπόν αυτές δείχνουν πόσο εσφαλμένο είναι το να λέει κάποιος μαζί με τον O. Holtzmann ότι και πριν ακόμη βρουν τον τάφο κενό «με βεβαιότητα οι μαθητές ανέμεναν την ανάσταση του Ιησού» (p).
(2) Οι από την κουστωδία «απομείναντες στον τάφο φύλακες ή οι πιο επίσημοι από αυτούς» (Ζ).
(3) Εφόσον οι φύλακες είχαν τεθεί από τον Πιλάτο στη διάθεση του συνεδρίου αναφέρουν στους αρχιερείς τα συμβάντα (S).
(4) Από όλα αυτά έβγαινε το συμπέρασμα, ότι ο Ιησούς αναστήθηκε (b).
Ματθ. 28,12 καὶ συναχθέντες μετὰ τῶν πρεσβυτέρων συμβούλιόν τε λαβόντες(1) ἀργύρια ἱκανὰ(2) ἔδωκαν τοῖς στρατιώταις λέγοντες·
Ματθ. 28,12 Και εκείνοι, αφού συνεκεντρώθησαν μαζή με τους πρεσβυτέρους εις συμβούλιον και συνεσκέφθησαν, έδωκαν μεγάλο χρηματικόν ποσόν στους στρατιώτας λέγοντες·
(1) Δεν πρόκειται για σύγκληση ολόκληρου του συνεδρίου, ούτε για επίσημη συνεδρίασή του, όπως ούτε στα χωρία ιβ 14 και κβ 15, όπου γίνεται λόγος για συμβούλιο που έγινε. Ήταν τόσο επείγον το πράγμα, ώστε δεν δινόταν καιρός να συγκληθεί το συνέδριο. Οι στρατιώτες έπρεπε αμέσως να δελεαστούν, διότι διαφορετικά η αληθινή ιστορία θα κυκλοφορούσε αστραπιαία (p).
(2) Με την έννοια του σοβαρού ποσού, με την οποία συναντιέται συχνά στο Λουκά και στις Πράξεις. Αλλά πουθενά αλλού στον Ματθαίο δε βρίσκεται με αυτήν την έννοια, ενώ και στον Μάρκο μία φορά (ι 46) (p).
«Εξακολουθούν να αγωνίζονται πιο πολύ από πριν, και όσο μεν ζούσε πουλώντας το αίμα του, ενώ μετά τη σταύρωση και την ανάστασή του υπονομεύοντας πάλι με χρήματα το κήρυγμα για την ανάσταση» (Χ). «Διότι προηγουμένως μεν πούλησαν το φόνο του, ενώ τώρα πουλούν και την αλήθεια της ανάστασής του και καταπατούν την ίδια τους τη συνείδηση και ούτε τους φύλακες δεν ντρέπονται, κακουργώντας και συγκαλύπτοντας μεν την αλήθεια, και πλάθοντας το ψεύδος, και χρησιμοποιούν ως υπηρέτες αυτού (του ψεύδους) τους υπηρέτες εκείνης (της αλήθειας)» (Ζ).
Ματθ. 28,13 εἴπατε ὅτι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς ἐλθόντες ἔκλεψαν(1) αὐτὸν(2) ἡμῶν κοιμωμένων(3).
Ματθ. 28,13 ειπέτε, ότι κατά το διάστημα της νυκτός, ενώ ημείς εκοιμώμεθα, ήλθαν οι μαθηταί του την νύκτα και έκλεψαν αυτόν.
(1) «Πώς τον έκλεψαν, ω εσείς που είστε πιο ανόητοι από όλους; Πώς δηλαδή θα έκλεβαν οι μαθητές, πες μου, άνθρωποι φτωχοί και απλοϊκοί, οι οποίοι δεν τολμούσαν ούτε να εμφανιστούν; Διότι μήπως δεν ήταν τοποθετημένη σφραγίδα; Μήπως δεν παραφύλαγαν τόσοι φύλακες; Μήπως δεν υποπτεύονταν αυτό ακριβώς, και μεριμνούσαν και αγρυπνούσαν και φρόντιζαν εκείνοι; Αλλά και για ποιό λόγο θα τον έκλεβαν; Για να πλάσουν το δόγμα της ανάστασης. Και πώς θα μπορούσε να έλθει σε αυτούς το να πλάσουν κάτι τέτοιο εις βάρος ανθρώπων οι οποίοι τους αγαπούσαν, αφού ζούσαν κρυπτόμενοι; Αλλά και πώς θα μπορούσαν να σηκώσουν την πέτρα την ασφαλισμένη; Πώς θα μπορούσαν να διαφύγουν την προσοχή τόσων πολλών; Παρόλο που, και αν ακόμη περιφρονούσαν το θάνατο, δεν θα επιχειρούσαν απερίσκεπτα και μάταια να τολμήσουν κάτι τέτοιο τη στιγμή που υπήρχαν τόσοι φύλακες. Οτι όμως ήταν και δειλοί, το φανέρωσαν αυτά που έγιναν προηγουμένως. Αν λοιπόν ούτε να σταθούν δεν τόλμησαν όταν τον έβλεπαν ζωντανό, πώς όταν πέθανε δεν θα φοβόντουσαν το πλήθος τόσων στρατιωτών; Μήπως ήταν εύκολο να ανατρέψουν την πόρτα; Η μήπως να ξεφύγουν την προσοχή ενός; Πέτρα μεγάλη ήταν τοποθετημένη, που χρειαζόταν πολλά χέρια» (Χ). «Πώς τόλμησαν τόσο μεγάλο κίνδυνο άνδρες που εύκολα φοβούνταν, από τους οποίους, ο μεν κορυφαίος, δειλιάζοντας μπροστά σε μία γυναικούλα, αρνήθηκε τον διδάσκαλο, ενώ οι άλλοι βλέποντάς τον δεμένο έφυγαν;» (Ζ). «Αλλά και γιατί δεν τον έκλεψαν πριν από αυτό, αλλά όταν ήλθατε εσείς; Διοτι αν ήθελαν να κάνουν αυτό, θα το έκαναν την πρώτη νύχτα, που δεν φυλασσόταν ακόμη ο τάφος, τότε που ήταν και ακίνδυνο και ασφαλές. Διότι αφού ήλθαν το Σάββατο ζήτησαν από τον Πιλάτο την κουστωδία, ενώ την πρώτη νύχτα δεν ήταν κανείς από αυτούς παρών στον τάφο. Τι θέλουν επίσης και τα σουδάρια, τα οποία ήταν κολλημένα με τα αρώματα; Διότι αυτά τα είδε ο Πέτρος να βρίσκονται στον τάφο. Διότι αν ήθελαν να τον κλέψουν, δεν θα έκλεβαν γυμνό το σώμα. Όχι μόνο για να μην το ατιμάσουν, αλλά και για να μην καθυστερήσουν καθώς θα τον ξέντυναν και δώσουν καιρό σε εκείνους που ήθελαν να σηκωθούν και να τους συλλάβουν. Και μάλιστα τη στιγμή που επρόκειτο για σμύρνα, ουσία η οποία κολλά δυνατά στο σώμα και δένεται με τα ενδύματα, επομένως δεν ήταν εύκολο να αποσπάσουν τα ενδύματα από το σώμα, αλλά χρειάζονταν πολύ χρόνο εκείνοι που θα έκαναν αυτό. Επομένως και από την άποψη αυτή είναι απίθανα τα περί κλοπής» (Χ).
(2) «Με αυτά με τα οποία επιχειρούσαν να επισκιάσουν την αλήθεια, με αυτά άθελά τους την έκαναν να λάμπει. Διότι και αυτό επιβεβαιώνει την ανάσταση, το ότι εκείνοι είπαν ότι οι μαθητές έκλεψαν. Διότι με αυτό ομολογούν ότι το σώμα δεν ήταν εκεί. Όταν λοιπόν αυτοί μεν ομολογούν ότι δεν ήταν το σώμα εκεί, ενώ η παρουσία αυτών και οι σφραγίδες και η δειλία των μαθητών, δείχνουν ότι η κλοπή είναι ψευδής και απίθανη, γίνεται αναμφισβήτητη με αυτά η απόδειξη της ανάστασης» (Χ).
(3) «Εάν κοιμούνταν, τι είδαν; Και αν δεν είδαν τίποτα, ποιού πράγματος μάρτυρες είναι; Τι είδους μάρτυρες είναι αυτοί που κοιμούνται; Είναι σαν να λένε: Μαρτυρούμε, ότι οι μαθητές του Ιησού έκλεψαν το σώμα του, και η μαρτυρία μας είναι απολύτως αδιαμφισβήτητη, διότι, όταν το σώμα κλάπηκε, κοιμόμασταν ύπνο τόσο βαθύ, ώστε ούτε ακούσαμε ούτε είδαμε τίποτα» (Αυγουστίνος Tract. in Psalmos).
Ματθ. 28,14 καὶ ἐὰν ἀκουσθῇ τοῦτο ἐπὶ τοῦ ἡγεμόνος(1), ἡμεῖς πείσομεν(2) αὐτὸν καὶ ὑμᾶς ἀμερίμνους(3) ποιήσομεν.
Ματθ. 28,14 Και εάν τούτο φθάση έως τα αυτιά του ηγεμόνος, ημείς θα τον πείσωμεν να μη σας τιμωρήση και θα σας απαλλάξωμεν από κάθε ανησυχίαν”.
(1) Το «ἐπὶ τοῦ ἡγεμόνος» σημαίνει μπροστά στον ηγεμόνα ως δικαστή. Το «ἀκουσθῇ» λοιπόν πρέπει να έχει δικαστική έννοια (p). Επίσημα μπροστά στον ηγεμόνα (b). Η παραμέληση σε φρουρά ήταν βαρύ παράπτωμα, που συνεπαγόταν αυστηρή τιμωρια (L). Ήταν δυνατόν και με θάνατο να τιμωρηθούν οι φρουροί διότι κοιμόντουσαν αντί να αγρυπνούν φρουρώντας (p).
(2) Με την πειθώ καταπραΰνω, εξευμενίζω κάποιον (g). Οι στρατιώτες είχαν τεθεί στην υπηρεσία των Ιουδαίων. Εάν οι Ιουδαίοι δεν παραπονιόντουσαν, σε τι θα ενδιαφερόταν ο Πιλάτος. Μπορεί όμως να έχει και την έννοια του κερδίζω με δωροδοκία (L).
(3) Από κάθε αγωνία, την οποία θα σας προκαλούσε η κατηγορία, ότι παραμελήσατε το καθήκον σας.
Ματθ. 28,15 οἱ δὲ λαβόντες τὰ ἀργύρια(1) ἐποίησαν ὡς ἐδιδάχθησαν(2). καὶ διεφημίσθη(3) ὁ λόγος οὗτος(4) παρὰ Ἰουδαίοις(5) μέχρι τῆς σήμερον(6).
Ματθ. 28,15 Εκείνοι δε αφού επήραν τα χρήματα, έκαμαν όπως τους καθωδήγησαν οι αρχιερείς, και διεδόθη ο λόγος αυτός μεταξύ των Ιουδαίων μέχρι σήμερον.
(1) «Βλέπεις που όλοι είναι διεφθαρμένοι; Ο Πιλάτος; Διότι αυτός πείστηκε. Τους στρατιώτες; Το λαό τον ιουδαϊκό; Αλλά μη θαυμάσεις αν χρήματα υπερίσχυσαν των στρατιωτών. Διότι αν στον μαθητή (Ιούδα) έδειξαν τόση δύναμη, πολύ περισσότερο σε αυτούς» (Χ).
(2) Σύμφωνα με το μάθημα, το οποίο πήραν.
(3) Με την έννοια του διαδίδω (g) = Παντού διαδόθηκε (δ).
(4) «Λόγο που διαφημίστηκε εννοεί αυτόν σχετικά με το ότι τον έκλεψαν» (Ζ). «Είδες πάλι την φιλαλήθεια των μαθητών; Πώς ούτε αυτό δεν ντρέπονται να λένε, ότι δηλαδή επεκράτησε τέτοια φήμη εις βάρος τους;» (Χ).
(5) Χωρίς άρθρο. Όχι στους απανταχού Ιουδαίους, αλλά στους Ιουδαίους που βρίσκονταν σε κάποια μέρη (p)· όχι σε όλους, αλλά στους Ιουδαίους μόνο που απίστησαν (L). Ο Ιουστίνος (προς Τρύφωνα 108 δες και 17) λέει ότι οι Ιουδαίοι εξαπέστειλαν ειδικούς πράκτορες για να διαδώσουν αυτό το ψεύδος (p). Δεν φαίνεται ο Ιουστίνος να είχε ως μόνη πηγή τον Ματθαίο, όταν λέει αυτά (L). Αλλά και ο Τερτυλλιανός τον λόγο αυτόν υπαινίσσεται, όταν λέει σαρκαστικά: «Αυτός είναι εκείνος, τον οποίο κρυφά έκλεψαν οι μαθητές, ή ο κηπουρός απομάκρυνε, έτσι ώστε να μην βλαφτούν τα μαρούλια του από τα πλήθη των επισκεπτών του τάφου» (De spec. 30) (p).
(6) Εξυπακούεται η λέξη: ημέρας. Μετά δηλαδή από μία γενεά ολόκληρη, όταν ο ευαγγελιστής έγραφε (δ).
Ματθ. 28,16 Οἱ δὲ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν(1), εἰς τὸ ὄρος(2) οὗ ἐτάξατο(3) αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς.
Ματθ. 28,16 Οι δε ένδεκα μαθηταί μετέβησαν εις την Γαλλαίαν, στο όρος το οποίον τους είχε ορίσει δια συνάντησιν ο Ιησούς.
(1) «Δεν πορεύτηκαν αμέσως· διότι και την ίδια την ημέρα, κατά την οποία αναστήθηκε από τους νεκρούς, εμφανίστηκε σε αυτούς, όταν ήταν στην Ιερουσαλήμ. Ο μεν Ματθαίος λοιπόν παρέλειψε τα γεγονότα μέχρι του να πορευτούν οι μαθητές στη Γαλιλαία, ενώ οι άλλοι ευαγγελιστές συνέγραψαν και αυτά· ο μεν Μάρκος πιο σύντομα, ενώ ο Λουκάς πλατύτερα· και ο Ιωάννης πιο αναλυτικά» (Ζ).
(2) «Για το βουνό τίποτα δεν έχει γραφτεί. Είναι όμως φυσικό ή να είπε για αυτό σε αυτούς, ή και να πληροφόρησε και για αυτό μέσω των γυναικών, έστω και αν δεν γράφτηκε. Αλλωστε ήταν και συνηθισμένο σε αυτούς εκείνο το όρος· διότι εκεί κατεξοχήν λόγω της ησυχίας περνούσαν το χρόνο τους» (Ζ). Μπορούμε να εικάσουμε, ότι ήταν τόπος πάνω από τη λίμνη. Από τα Ματθ. ιδ 23, ιε 29 ίσως μπορεί να βγει ως συμπέρασμα, ότι κοντά στη λίμνη ήταν κάποια περιφέρεια γνωστή στους κύκλους των μαθητών του Χριστού ως το όρος (p).
(3) Το ρήμα τάσσομαι εδώ = σύμφωνα με τη δική μου γνώμη ή εξουσία ορίζω (g). «Αντί να πει, όπου τους διέταξε, μέσω των γυναικών, να πορευτούν· ή, όπου τους υποσχέθηκε» (Ζ)
Ματθ. 28,17 καὶ ἰδόντες αὐτὸν(1) προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ(2) ἐδίστασαν(3).
Ματθ. 28,17 Και ιδόντες αυτόν τον επροσκύνησαν, μερικοί δε είχαν κάποιαν αμφιβολίαν να πιστεύσουν ότι αυτός πράγματι ήτο ο Ιησούς.
(1) Η εμφάνιση αυτή ταυτίζεται με αυτήν που αναφέρει ο Παύλος ότι έγινε «σε περισσότερους από πεντακόσιους αδελφούς» (Α΄ Κορ. ιε 6). Είναι προφανές, ότι εμφάνιση του Κυρίου σε εκατοντάδες ολόκληρες προσώπων, δεν ήταν δυνατόν παρά στο ύπαιθρο να λάβει χώρα και το όρος που ήταν πάνω από τη λίμνη ήταν ο κατάλληλος για αυτό τόπος (p).
(2) «Αντί να πει, κάποιοι όμως» (Θφ). Μάλλον μερικοί από τους μαθητές γενικώς, όχι κάποιοι από τους έντεκα (S). Αν και κανείς άλλος εκτός από τους έντεκα δεν αναφέρεται, είναι πιθανόν ότι και άλλοι ήταν παρόντες και μεταξύ αυτών υπήρξαν αυτοί που αμφέβαλλαν. Η αμφιβολία μπορεί να είναι ως προς το εάν ο Ιησούς αναστήθηκε από τους νεκρούς ή ως προς το εάν αυτός, τον οποίο έβλεπαν, ήταν ο Ιησούς. Το δεύτερο φαίνεται πιθανότερο (p).
(3) Ακόμη μία φορά σε αυτό το ευαγγέλιο (ιδ 31, 33) γίνεται λόγος για προσκύνηση και δισταγμό σε σχέση με τον Μεσσία και χρησιμοποιούνται τα ίδια και εδώ ρήματα. Όταν ο Πέτρος άρχισε να βυθίζεται, ο Ιησούς μαλώνει αυτόν με το «ολιγόπιστε, γιατί δίστασες (δείλιασες);». Και όταν είχαν μπει στο πλοίο, αυτοί που ήταν μέσα τον προσκύνησαν. Και στις δύο περιπτώσεις οι εκδηλώσεις ήταν τελείως φυσικές. Εκεί τον προσκύνησαν διότι δέσποζε των ανέμων και των κυμάτων· εδώ λόγω του φόβου, τον οποίο προκάλεσε σε αυτούς η επάνοδός του από τον τάφο (p).
Ματθ. 28,18 καὶ προσελθὼν(1) ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων· ἐδόθη μοι(2) πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς(3).
Ματθ. 28,18 Και αφού επλησίασεν όλους ο Ιησούς, ωμίλησε προς αυτούς και είπε· “μου εδόθη και ως προς άνθρωπον, κάθε εξουσία στον ουρανόν και εις την γην.
(1) Και με το πλησίασμα αυτό γεννούσε πίστη μέσα σε αυτούς που αμφέβαλλαν (b), οι οποίοι βλέποντάς τον από κοντά έπαιρναν πληροφορία.
(2) Ειδικά σε μένα, που αναστήθηκα και αναλαμβάνομαι (b). «Μου δόθηκε ως προς άνθρωπο, η εξουσία, την οποία είχα ως Θεός» (Ζ). «Αυτά πρέπει να τα εννοήσουμε ότι λέγονται για την ενανθρώπηση και όχι για τη θεότητα» (Β). «Και βεβαίως δεν θα μπορούσε εύλογα να κατηγορηθεί από κάποιον ο Υιός ως κατώτερος (από τον Πατέρα), επειδή πήρε δόξα. Και γιατί; Διότι παίρνει αυτή τη δόξα, όταν έγινε άνθρωπος, όταν ταπείνωσε τον εαυτό του για μας, όταν έγινε δούλος ο δεσπότης, όταν συγκαταλέχθηκε στους υπηρέτες ο ελεύθερος Υιός… Διότι δεν είναι κατά κυριολεξία δόσιμο, η εξουσία που δόθηκε από τον Πατέρα στον Υιό της κυριότητας στα πάντα· αλλά είναι μάλλον επιστροφή και επανάληψη και με τη σάρκα πλέον, στην εξουσία που είχε πριν πάρει σάρκα. Διότι δεν αρχίζει να εξουσιάζει την κτίση τότε, όταν δηλαδή έγινε άνθρωπος» (Κ)
(3) Ποιός θα τολμούσε να διατυπώσει τέτοια καταπληκτική αξίωση; Όχι απλώς δόθηκε σε αυτόν δύναμη, τέτοια που ένας μέγας κατακτητής θα διεκδικούσε, αλλά εξουσία, σαν κάτι το οποίο είναι δικό του δικαιωματικά, σαν κάτι που δόθηκε σε αυτόν από τον Ένα ο οποίος δικαιούται να χορηγεί (Αποκ. β 27). Και π ᾶ σ α (κάθε) εξουσία που περιλαμβάνει τα πάντα, πάνω στα οποία θα μπορούσε να επεκταθεί κυβέρνηση και κυριαρχία. Και όχι μόνο στη γη αλλά και στον ουρανό. Η διάνοια του ανθρώπου νιώθει ίλιγγο, όταν επιχειρήσει να καταλάβει μία τέτοια εξουσία, τι λογής είναι αυτή. Τίποτα λιγότερο από τη θεία κυβέρνηση του όλου σύμπαντος και της βασιλείας των ουρανών δεν δόθηκε στον αναστημένο Κύριο. Περισσότερες από μία φορές ο Παύλος συσσωρεύει λέξεις επί λέξεων, επιχειρώντας να εκφράσει την τιμή και τη δόξα και τη δύναμη, τα οποία ο Πατέρας χορήγησε στον Υιό, που αναστήθηκε από τους νεκρούς (Εφεσ. α 21, Κολοσ. α 16-21, Φιλιπ. β 9-11). Παρά την πληρότητα των εκφράσεών του ο Απόστολος δεν προχωρεί πιο μακριά από αυτά που σημαίνονται με τη φράση αυτή του Κυρίου, διότι είναι αδύνατον να προχωρήσει κάποιος πιο πέρα από τη μεγαλειώδη και απλή περιγραφή, την οποία ο Χριστός με τέτοια ηρεμία κάνει εδώ (p).
Ματθ. 28,19 πορευθέντες οὖν(1) μαθητεύσατε(2) πάντα τὰ ἔθνη(3), βαπτίζοντες(4) αὐτοὺς(5) εἰς τὸ ὄνομα(6) τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος(7),
Ματθ. 28,19 Λοιπόν, πηγαίνετε τώρα και διδάξατε εις όλα τα έθνη την αλήθειαν. Και αυτούς που θα πιστεύσουν και θα γίνουν μαθηταί σας, βαπτίσατέ τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
(1) Οι έντεκα στέλνονται σε οικουμενική ιεραποστολή και πρέπει να γνωρίζουν, ότι πίσω τους έχουν εξουσία οικουμενική. Οικουμενική εξουσία ανατέθηκε ήδη στον Ιησού Χριστό και από αυτήν προέρχεται η οικουμενική αποστολή της εκκλησίας του (Swete). Αυθεντική γραφή πορευθέντες οὖν (λοιπόν) = «Παίρνοντας θάρρος από την εξουσία που μου δόθηκε» (Ζ). Με την εξουσία μου λοιπόν αυτήν τη βασιλική σας στέλνω σε όλα τα έθνη (δ).
(2) Κάντε μαθητές (δ). «Δεν διέταξε απλώς να βαπτίζουν, αλλά πρώτον, λέει, κάντε μαθητές… έτσι ώστε από τη μαθητεία να γίνει ορθή η πίστη και μαζί με την πίστη να προστεθεί η τελείωση του βαπτίσματος» (Α).
(3) «Λέγοντας όλα τα έθνη, δήλωσε και το γένος των Εβραίων. Διότι είναι Δεσπότης που δεν είναι μνησίκακος (κρατά κακία) σε αυτούς που μετανοούν. Επειδή και όταν αναστήθηκε από τους νεκρούς και συνάντησε τους μαθητές, όχι μόνο δεν θυμήθηκε αυτά που έπαθε από τους Ιουδαίους, αλλά ούτε στον Πέτρο κατηγόρησε την άρνηση, ούτε στους άλλους μαθητές τη φυγή» (Ζ).
(4) Επισφράγιση της μαθητείας είναι το μυστήριο του βαπτίσματος (δ). Το μαθητεύω λοιπόν σημαίνει την διδασκαλία που προηγείται του βαπτίσματος. Σε συνδυασμό μάλιστα με το «να διδάσκετε» που επακολουθεί, είναι εύστοχη η παρατήρηση του Χ. «το μεν (να μαθητεύουν) το παραγγέλλει για τα δόγματα, ενώ το άλλο (το να διδάσκουν) για τις εντολές». «Διαιρώντας δηλαδή σε δύο μέρη τη ζωή των χριστιανών, στο ηθικό μέρος και στην ακρίβεια των δογμάτων, το μεν σωτήριο δόγμα το εξασφάλισε με την παράδοση του βαπτίσματος, ενώ το βίο μας διατάζει να τον κατορθώσουμε με την τήρηση των εντολών του» (Γν).
(5) Ο Conybeare και ο Lake υποστήριξαν ότι η φράση «βαπτίζοντες αὐτοὺς… καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», είναι παλαιότατη παρεμβολή για λόγους δογματικούς σε κάποια αντίγραφα του Ματθαίου και ότι δεν επικράτησε οριστικά να θεωρείται μέρος αυτού του ευαγγελίου παρά μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. Το κύριο επιχείρημά τους είναι, ότι ο Καισαρείας Ευσέβιος συχνά παραθέτει το χωρίο αυτό και συνήθως αποσιωπά τις λέξεις για το βάπτισμα. Αλλά ο Ευσέβιος παραθέτει το στίχο ολόκληρο αναφέροντας και την εντολή να βαπτίζουν στο όνομα της Αγίας Τριάδας, όταν ο σκοπός της συγγραφής του απαιτεί αυτό. Όταν όμως τού χρειάζεται το υπόλοιπο μόνο του στίχου και όχι η εντολή, τότε αποσιωπά αυτήν (p). Ο ίδιος ο Ευσέβιος αναφέρει το στίχο ολόκληρο, ενώ αυτή είναι η γραφή όλων ανεξαιρέτως των χειρογράφων και των μεταφράσεων (L).
(6) Η φράση εἰς τὸ ὄνομα σημαίνει μάλλον την καθιέρωση στο όνομα (L). Το θείο όνομα είναι συχνά ευλαβές συνώνυμο της θείας φύσης, του ίδιου του Θεού. Και το να βαπτίζουν λοιπόν στο όνομα της Τριάδας μπορεί να σημαίνει να βυθίζουν στον άπειρο ωκεανό της θείας τελειότητας. Στο χριστιανικό βάπτισμα η θεία ουσία είναι το στοιχείο μέσα στο οποίο ο βαπτιζόμενος βυθίζεται ή μέσα στο οποίο λούζεται (p). Η τελετή του βαπτίσματος θέτει τους βαπτιζομένους σε κοινωνία με τον Πατέρα και τον Υιό και το Αγιο Πνεύμα, των οποίων έγιναν μαθητές και δούλοι. Το άριστο υπόμνημα των λόγων αυτών θα ήταν το Α΄ Ιωάννου α 3 σε συνδυασμό με το Α΄ Ιωάννου γ 23, 24 (a). Ή, η φράση «στο όνομα» είναι συχνή στις ελληνιστικές επιγραφές και παπύρους, με έννοια οικονομική. Κάποιο ποσό πληρώθηκε στο όνομα κάποιου. Έτσι εδώ, η έννοια είναι να τους βαπτίζετε αυτούς, έτσι ώστε να περιέρχονται στην κατοχή του Πατέρα κλπ. (S). «Ένα όμως είναι το όνομα των τριών, υποδηλώνοντας τη μία φύση της Αγίας Τριάδας» (Ζ). Του Πατέρα, ο οποίος έστειλε τον Υιό του, για να πεθάνει για τον άνθρωπο· του Υιού, ο οποίος παρέδωσε τον εαυτό του σε θάνατο, προσφορά για την αμαρτία· και του Αγίου Πνεύματος που αναγεννά και αγιάζει τις ψυχές των πιστών (ο). «Το βάπτισμά μας είναι… στο όνομα του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Δεν τίθεται μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό κανένα κτίσμα ούτε δούλος, διότι η θεότητα συμπληρώνεται με την Τριάδα» (Β).
(7) Ο ισχυρισμός, ότι ο τύπος του βαπτίσματος, όπως αναφέρεται εδώ, σημειώνει αναπτυγμένο και μεταγενέστερο στάδιο δογματικής πίστης και εκκλησιαστικής πράξης, είναι αβάσιμος. Η πίστη για τη θεότητα ως Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα είναι τόσο παλαιά, όσο και η ίδια η χριστιανική κοινωνία. Για το ότι ο θείος Παύλος εισηγείται αυτήν, δες Α΄ Κορ. ιβ 4-6, Β΄ Κορ. ιγ 13. Ως προς τον Πέτρο δες Α΄ Πέτρ. α 2 και ως προς τον Ιωάννη Α΄ Ιωάννου γ 23, 24 και σε πολλά σημεία στο ευαγγέλιό του (a). Αλλά υπάρχουν και άλλα χωρία, τα οποία μπορούν να προστεθούν: Β΄ Θεσ. β 13-15, Εφεσ. β 18, γ 14-17, Εβρ. στ 4-6, Α΄ Ιω. δ 2, Ιούδα 20, 21 (p)
Ματθ. 28,2 διδάσκοντες(1) αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην(2) ὑμῖν· καὶ(3) ἰδοὺ ἐγὼ(4) μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι(5) πάσας(6) τὰς ἡμέρας ἕως(7) τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος(8). Ἀμήν(9).
Ματθ. 28,20 Διδάσκοντες αυτούς να τηρούν όλας τας εντολάς, που εγώ σας έχω δώσει. Και ιδού, εγώ θα είμαι μαζή σας όλας τας ημέρας, μέχρις ότου λάβη τέλος ο αιών αυτός. Αμήν.
(1) Η διαίρεση τω στίχων (19,20) δεν είναι πολύ επιτυχής. Το διδάσκοντες… ἐνετειλάμην ὑμῖν, ανήκει προφανώς στο στίχο 19. Είναι μέρος της μεγάλης εντολής που δόθηκε στους Αποστόλους. Οι Απόστολοι οφείλουν να κάνουν μαθητές όλους τους ανθρώπους, να βαπτίσουν αυτούς και να τους διδάξουν. Και ακολουθεί στο τρίτο τμήμα της εντολής αυτής η μεγάλη υπόσχεση ότι ο Ιησούς θα είναι μαζί τους αιώνια (p). Το «να διδάσκετε» «είναι παραγγελία για τον τρόπο της ζωής. Διότι δεν αρκεί το βάπτισμα και τα δόγματα, εάν δεν συμβαδίζει και ο τρόπος της ζωής» (Ζ). Το διδάσκοντες αναφέρεται στο κήρυγμα το θρησκευτικό και ηθικό των εντολών, τις οποίες ο Κύριος έδωσε συμπληρώνοντας τον ηθικό νόμο και εμφανίζοντάς τον ακόμη τελειότερο (L). Μετά το βάπτισμα απαιτείται πολλή πρόσθετη διδασκαλία, μάλιστα για τους εθνικούς, που αγνοούν τη διδασκαλία της Π.Δ. (p).
(2) Ο Κύριος δεν δίνει την Π.Δ. στους Αποστόλους του ως πηγή της διδασκαλίας, την οποία πρέπει να παρέχουν στους νέους μαθητές. Βάση της διδασκαλίας τους πρέπει να είναι: «όλα όσα σας διέταξα». Και εναντίον του κινδύνου της λησμοσύνης τους υποσχέθηκε ήδη σε αυτούς, ότι «εκείνος (το Πνεύμα το Αγιο) θα σας διδάξει τα πάντα και θα σας υπενθυμίσει όλα όσα σας είπα» Ιω. ιδ 26 (p). «Να τους διδάσκετε όχι άλλα μεν να τα τηρούν, ενώ άλλα να τα αμελούν, αλλά να τηρούν ό λ α όσα σας διέταξα» (Β).
(3) «Επειδή τους διέταξε μεγάλα πράγματα, για να τονώσει το φρόνημά τους» (Χ), και «και για να βάλει μέσα τους περισσότερο θάρρος, είπε: Να, εγώ θα είμαι μαζί σας και θα συμπράττω και θα εξομαλύνω κάθε εμπόδιο και θα σας φυλάω» (Ζ).
(4) Εγώ ο βασιλιάς και κύριος όλων (δ). Με έμφαση η αντωνυμία μπαίνει μπροστά δηλώνοντας ότι όχι κάποιος άλλος αλλά ο ίδιος ο αναστημένος Κύριος και βασιλιάς θα είναι ο συμπαραστάτης τους και σύμμαχος (p).
(5) Υπόσχεται παρουσία και βοήθεια καθαρά πνευματική (L). «Διότι αν και αναχωρεί σωματικά για να σταθεί δίπλα στον Πατέρα μεσιτεύοντας για εμάς… αλλά κατοικεί μέσα στους αξίους μέσω του Πνεύματος και είναι μαζί με τους αγίους για πάντα» (Κ). Η επίπονη και υπερβολικά βαριά αποστολή του να μαθητεύσουν όλα τα έθνη, μπορούσε να γεννήσει στους Αποστόλους το ερώτημα: Και για αυτά ποιός είναι ικανός; (Β΄ Κορ. β 16). Η απάντηση είναι: «Όλα τα μπορώ, με το Χριστό που με ενδυναμώνει» (Φιλιπ. δ 13). Όπως λοιπόν η μεγάλη αποστολή απαιτεί μεγάλες θυσίες και κόπους, έτσι και μεγάλες είναι οι υποσχέσεις που την συνοδεύουν: «Να, εγώ θα είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες» (p). «Μη μου αναφέρετε δηλαδή, λέει, τη δυσκολία των πραγμάτων· διότι εγώ είμαι μαζί σας, ο οποίος τα κάνω τα πάντα εύκολα. Αυτό και στους προφήτες το έλεγε στην Παλαιά Διαθήκη συνεχώς, και στον Ιερεμία που πρόβαλλε (ως δικαιολογία) τη νεότητα και στο Μωϋσή και στον Ιεζεκιήλ οι οποίοι αρνούνταν, εγώ, τους λέει, είμαι μαζί σας. Αυτό λέει και εδώ σε αυτούς» (Χ).
(6) Ούτε μία καν ημέρα θα μείνει χωρίς τη βοήθεια και συμπαράστασή μου.
(7) «Το είπε αυτό όχι επειδή μετά από αυτό δεν θα είναι μαζί τους, αλλά επειδή δεν θα είναι με αυτόν τον τρόπο, αλλά θα είναι με τρόπο υψηλότερο και πιο θεοπρεπή από ό,τι τώρα» (Ζ). Τότε δεν θα έχουν πλέον ανάγκη την βεβαίωση, ότι είναι μαζί τους, για να τους βοηθάει στο έργο τους, διότι αυτό θα έχει πλέον συντελεστεί και «θα τον δουν όπως ακριβώς είναι» (Α΄ Ιω. γ 2) (p)
(8) «Δεν είπε όμως ότι θα είναι μόνο με εκείνους, αλλά και μαζί με όλους οι οποίοι θα πιστέψουν μετά από εκείνους. Διότι δεν επρόκειτο βεβαίως να παραμείνουν μέχρι τη συντέλεια του αιώνος οι Απόστολοι· αλλά σαν σε ένα σώμα μιλά στους πιστούς» (Χ), «και μέσω αυτών που ζούσαν τότε, υποσχέθηκε αυτή τη χάρη και στους μετέπειτα» (Ζ). «Τους υπενθυμίζει όμως και τη συντέλεια, για να τους ελκύσει (ενθαρρύνει) περισσότερο, και να μην βλέπουν μόνο τα παρόντα δεινά, αλλά και τα μελλοντικά αγαθά, τα απέραντα. Διότι τα μεν λυπηρά, λέει, τα οποία θα υποστείτε, θα καταργηθούν μαζί με την παρούσα ζωή, όταν θα φτάσει στο τέλος και αυτός ο αιώνας· ενώ τα αγαθά, τα οποία θα απολαύσετε, μένουν αθάνατα» (Χ).
(9) Η λέξη παραλείπεται στους αλεξανδρινούς μεγαλογράμματους κώδικες, και φαίνεται να είναι λειτουργική προσθήκη. «Δεν αναλήφθηκε αμέσως στον ουρανό, αλλά μετά από κάποιο καιρό, όπως μπορούμε να καταλάβουμε από τους άλλους ευαγγελιστές. Διότι από την ανάστασή του μέχρι την ανάληψη παρουσιαζόταν στους μαθητές για σαράντα μέρες· έπειτα από το βουνό στην Ιουδαία, που ονομαζόταν βουνό του ελαιώνα αναλήφθηκε, όπως αναλύει το βιβλίο των αποστολικών Πράξεων» (Ζ).
Σημείωση: Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με την προϋπόθεση της ρητής αναφοράς στην ιστοσελίδα προέλευσης www.sostis.gr και στα ονόματα του συγγραφέα των υπομνημάτων και του μεταφραστή τους.
Αντί άλλης Πασχάλιας ευχής θα σας μεταφέρω τα χαρμόσυνα αναστάσιμα βιώματα του μακαριστού γέροντα Πορφυρίου, όπως τα έζησα μια Τρίτη Διακαινησίμου στο κελλάκι του.
Μετά την καρδιολογική εξέταση και το συνηθισμένο καρδιογράφημα, με παρεκάλεσε να μη φύγω. Κάθησα στο σκαμνάκι κοντά στο κρεββάτι του. Έλαμπε από χαρά το πρόσωπό του.
Με ρώτησε:
- Ξέρεις το τροπάριο που λέει «Θανάτου έορτάζομεν νέκρωσιν...»;
- Ναι, γέροντα, το ξέρω.
- Πες το.
Άρχισα γρήγορα-γρήγορα:
«Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου, απαρχήν· και σκιρτώντες υμνούμεν τον αίτιον, τον μόνον ευλογητόν των πατέρων Θεόν και υπερένδοξον».
- Το κατάλαβες;
- Ασφαλώς το κατάλαβα.
Νόμισα πως με ρωτάει για την ερμηνεία του.
Έκανε μία απότομη κίνηση του χεριού του και μου είπε:
- Τίποτε δεν κατάλαβες, βρε Γιωργάκη! Εσύ το είπες σαν βιαστικός ψάλτης. Άκου τι φοβερά πράγματα λέει αυτό το τροπάριο: Ο Χριστός με την Ανάστασή Του δεν μας πέρασε απέναντι από ένα ποτάμι, από ένα ρήγμα γης, από μια διώρυγα, από μια λίμνη ή από την Ερυθρά θάλασσα. Μας πέρασε απέναντι από ένα χάος, από μία άβυσσο, που ήταν αδύνατο να την περάσει ο άνθρωπος μόνος. Αιώνες περίμενε ο κόσμος αυτό το Πάσχα, αυτό το πέρασμα.
Ο Χριστός μας πέρασε από τον θάνατο στη ζωή. Γι' αυτό σήμερα «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν». Χάθηκε ο θάνατος. Το κατάλαβες; Σήμερα γιορτάζουμε την «απαρχή» της «άλλης βιοτής, της αιωνίου», της ζωής κοντά Του.
Μίλαγε με ενθουσιασμό και βεβαιότητα. Συγκινήθηκε.
Σιώπησε για λίγο και συνέχισε πιο δυνατά:
- Τώρα δεν υπάρχει χάος, θάνατος, νέκρωση, Άδης. Τώρα όλα είναι χαρά, χάρις στην Ανάσταση του Χριστού μας. Αναστήθηκε μαζί Του η ανθρώπινη φύση. Τώρα μπορούμε κι εμείς να αναστηθούμε, να ζήσουμε αιώνια κοντά Του... Τι ευτυχία η Ανάσταση!
«Και σκιρτώντες υμνούμεν τον αίτιον».Έχεις δει τα κατσικάκια τώρα την άνοιξη να χοροπηδούν πάνω στο γρασίδι; Να τρώνε λίγο από τη μάνα τους και να χοροπηδούν ξανά; Αυτό είναι το σκίρτημα, το χοροπήδημα. Έτσι έπρεπε κι εμείς να χοροπηδούμε από χαρά ανείπωτη για την Ανάσταση του Κυρίου μας και τη δική μας.
Διέκοψε και πάλι τον λόγο του. Ανέπνεα μια ευφρόσυνη ατμόσφαιρα.
- Μπορώ να σου δώσω μια συμβουλή; συνέχισε.
Σε κάθε θλίψη σου, σε κάθε αποτυχία σου, σε κάθε πόνο σου, να συγκεντρώνεσαι μισό λεπτό στον εαυτό σου και να λες αργά-αργά αυτό το τροπάριο. Θα βλέπεις ότι το μεγαλύτερο πράγμα στη ζωή σου - και στη ζωή του κόσμου όλου - έγινε. Η Ανάσταση του Χριστού, η σωτηρία μας. Και θα συνειδητοποιείς ότι η αναποδιά που σου συμβαίνει είναι πολύ μικρή για να χαλάσει τη διάθεσή σου.
Μου 'σφιξε το χέρι, λέγοντας:
- Σου εύχομαι να «σκιρτάς» από χαρά, κοιτάζοντας πίσω σου το χάος από το οποίο μας πέρασε ο Αναστάς Κύριος, «ο μόνος ευλογητός των Πατέρων».
Ψάλλε τώρα και το «Χριστός Ανέστη»...
(Γεώργιος Παπαζάχος, Καθηγητής Ιατρικής Σχολής, Επιστολή στο περιοδικό “Σύναξη”)
ΥΠΟ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ Γ. ΜΑΚΡΗ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ Α.Π.Θ.
Τοποθέτηση του ζητήματος
Αγαπητοί μου φίλοι,
Είναι πραγματικά ένα μεγάλο προνόμιο το ότι δίνεται η ευκαιρία να συναντηθούμε σ’ ένα αμφιθέατρο Πανεπιστημιακό, όχι μ’ εκείνο το στεγνό και στενό, αν και απαραίτητο περιεχόμενο τής μεταδόσεως ορισμένων επιστημονικών γνώσεων, αλλά σ’ εκείνη την ατμόσφαιρα και το επίπεδο τής στενής και χωρίς περιορισμούς, ως προς το βάθος και το πλάτος τής γνωριμίας, σε επίπεδο που έχει σχέση με την ψυχική ζωή τόσον των ταγμένων για να σας διδάσκουν μερικές γνώσεις όσον και των φοιτητών που έρχονται εδώ για να αποκτήσουν, για να οικοδομήσουν τον ψυχικό τους κόσμο και γι’ αυτό πρέπει να δώσω και στην ανώνυμη αυτή ομάδα των συναδέλφων σας, που σκέφθηκαν να πάρουν αυτήν την πρωτοβουλία, όσο και σ’ όλους εσάς που είχατε την καλοσύνη να έλθετε απόψε, να δώσω την έκφραση τής μεγάλης μου ευχαριστίας που σκέφθηκαν και μένα και με κάλεσαν εδώ για να σας μιλήσω.
Θα πρέπει να σας πω ότι, ό,τι θα ακούσετε από εδώ και εμπρός δεν είναι τίποτε άλλο από προσωπικά μου βιώματα. δεν είναι τίποτε άλλο από εκείνα που σε ώρες, είτε που απέχουν πολύ από το σήμερα, είτε και πρόσφατες παίδεψαν την ψυχή μου, πράγματα που αποτελούν το τέρμα πορείας πνευματικής, πράγματα που μπορώ να βεβαιώσω γι’ αυτά με την σφραγίδα τής απολύτου εσωτερικής πληροφορίας, με την σφραγίδα ότι επιβεβαιώνονται από την βίωση και απ’ την παρατήρηση αρκετών δεκαετιών από τον καιρό που επέστρεψα στον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν. Και νομίζω ότι είναι επίκαιρη η εκλογή τού θέματος που έχει σχέση με την Σταύρωση και την Ανάσταση τού Χριστού μας, όχι μονάχα γιατί ευρισκόμαστε στην εποχή εκείνη που έχει τάξει η Εκκλησία μας για τις ψυχές όλων των Χριστιανών να στρέφονται και να προετοιμάζονται και να συμμετέχουν στα Πάθη τού Χριστού μας, αλλά και γιατί ακριβώς η Σταύρωση και η Ανάσταση είναι το επίκεντρο, είναι ο πυρήνας τής καταφάσεως τού Χριστιανισμού και τού αντιλόγου εις τον Χριστιανισμό.
Γιατί αν η Σταύρωση και η Ανάσταση τού Χριστού μας είναι αλήθεια, τότε όλα εκείνα τα οποία πιστεύαμε, όλα εκείνα στα οποία έχουμε προσκολληθεί, όλα εκείνα τα οποία ακολουθούμε και που είναι ξένα ή αντίθετα προς τον Χριστό και προς το Ευαγγέλιό Του είναι είδωλα που πρέπει να γκρεμισθούν. Γι’ αυτό και με τόση μανία και με τέτοιο πείσμα έχουν εγερθεί τόσες πολλές αντιρρήσεις, έχουν παρουσιασθεί τόσο πολλά επιχειρήματα για να πείσουν τον καθένα ότι η Ανάσταση τού Χριστού δεν έγινε. Γιατί αν η Ανάσταση τού Χριστού, έγινε, τότε ο Χριστός είναι: «ο Θεός», τότε όλα όσα λέει ο Χριστός, όλα όσα λέει το Ευαγγέλιο είναι αλήθεια και θα πρέπει να πεθάνουμε για όλα όσα έχουμε ζήσει, που είναι αντίθετα και ξένα προς τον Χριστό και να ξαναζήσουμε μια νέα ζωή σύμφωνη με όλα όσα είπε ο Χριστός και εξακολουθεί να πρεσβεύει και να βιώνει η Εκκλησία.
Τα επιχειρήματα τα οποία υψώνονται για να αμφισβητήσουν την Ανάσταση τού Χριστού μπορούμε να τα κατατάξουμε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
– Η μια είναι ότι ο Κύριος δεν απέθανε επάνω στον Σταυρό και συνεπώς αφού δεν απέθανε και δεν ανεστήθη.
– Η δεύτερη κατηγορία επιχειρημάτων κατά τής Αναστάσεως, είναι η αμφισβήτηση για τις εμφανίσεις που ρητά περιγράφουν τα Ευαγγέλια ότι συνέβησαν μετά την ανάσταση τού Χριστού.
– Και η τρίτη, περιστρέφεται γύρω από το γεγονός ότι ευρέθηκε κενός ο Τάφος Του.
Το εάν ο Χριστός απέθανε πάνω στον Σταυρό ασφαλώς είναι θέμα που έχει απόλυτη συνάφεια με την επιστήμη τής Ιατρικής γιατί αυτή είναι εκείνη η οποία μελετάει τη φύση και τις συνέπειες όλων των σωματικών κακώσεων και η οποία μελετάει όλες τις εκδηλώσεις οι οποίες σχετίζονται με την βαθμιαία κατάρρευση των ζωτικών λειτουργιών τού σώματος και με την διαπίστωση ότι οι συνθήκες πλέον για την επιβίωση τού οργανισμού είναι εξαντλημένες και ότι ο θάνατος έχει επέλθει. Αξίζει λοιπόν την προσοχή μας ότι αυτή η αμφισβήτηση – ότι ο Χριστός δεν απέθανε πάνω στον Σταυρό – δεν παρουσιάσθηκε ποτέ κατά το διάστημα τής γενεάς των ανθρώπων που έζησαν όταν συνέβη η Σταύρωσις τού Χριστού, δεν παρουσιάσθηκε ούτε και κατά την εποχή των διωγμών, δεν παρουσιάσθηκε κατά την εποχή των μεγάλων αιρέσεων, οι οποίες αμφισβήτησαν και την θεότητα τού Χριστού και την Ανάστασή Του, δεν παρουσιάσθηκε παρά μόνον στον 17ον αιώνα.
Αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό γιατί απλούστατα τότε μονάχα είχαν τελείως εκλείψει οι άνθρωποι που είτε οι ίδιοι είχαν παρακολουθήσει, είτε είχε φθάσει μέχρις αυτούς μια ζωντανή περιγραφή τού μαρτυρίου τής Σταυρώσεως. Εάν και σήμερα είχαμε ανθρώπους, και ευτυχώς που δεν έχουμε, που είχαν παρακολουθήσει την Σταύρωση δεν θα είχε – όπως θα δούμε σε λίγο – παρουσιασθεί μια τέτοια αμφισβήτηση με αξιώσεις λογικής ισορροπίας.
Υπήρξε νεκροφάνεια του Χριστού στον Σταυρό;
Είναι βέβαιο το ερώτημα αυτό, εάν ο Χριστός απέθανε επάνω στον Σταυρό, συνυφασμένο με τον τρόπο με τον οποίο πεθαίνει ο άνθρωπος όταν σταυρώνεται. Μια κοινή διαδεδομένη αντίληψη είναι ότι ο θάνατος επάνω στον Σταυρό παρουσιάζεται από τον πόνο και την αιμορραγία που δημιουργούν τα καρφιά που έχουν τρυπήσει τα χέρια και τα πόδια τού εσταυρωμένου.
Όπως θα δούμε, αυτά δεν είναι παρά απλώς ένα μικρό συμπλήρωμα πολύ βασανιστικό, όπως θα αναπτύξουμε, αλλά όχι με πρωτεύοντα ρόλο στην πρόκληση τού θανάτου.
Ο θάνατος τού Σταυρού, ο θάνατος τού Χριστού επάνω στον Σταυρό, βεβαίως είχε και αυτό και πολλά άλλα προδιαθετικά αίτια. Ανάμεσα σ’ αυτά θα αναφέρουμε τα κτυπήματα που δέχθηκε ο Κύριός μας, τον οποίον «εράπιζον, εκολάφιζον, έτυπτον, έδερον», λέει το Ευαγγέλιο οι βάρβαροι στρατιώται τής Ρωμ. Αυτοκρατορίας, με όλη την δύναμη η οποία τους χαρακτήριζε και την τραχύτητα με την οποία ήταν συνηθισμένοι να κάνουν τα μαρτύριά τους την εποχή εκείνη. Αλλά βεβαίως, ενώ γνωρίζουμε ότι ένα ισχυρό κτύπημα στο πρόσωπο ενός απροστάτευτου ανθρώπου από έναν τραχύ στρατιώτη μπορεί πραγματικά να τον φέρει σε κατάσταση αφασίας ή λιποθυμίας, αυτό θα το αντιπαρέλθουμε.
Θα το αντιπαρέλθουμε για να φθάσουμε σε μία φράση που ίσως χωρίς πολλή προσοχή την ακούμε διότι σαν μετοχή απλώς τού αορίστου αναφέρεται μέσα στο Ευαγγέλιο, όταν μάς λέει το Ευαγγέλιο ότι «φραγγελώσας παρέδωσεν αυτόν...» (Μάρκ. ιε΄ 15).
Τι ήταν το φραγγέλιο; Ίσως νομίζουμε ότι το φραγγέλιο ήταν μία απλή μαστίγωσις. Δεν είναι καθόλου έτσι. Αυτόν που επρόκειτο να υποστεί το φραγγέλιο τον έδεναν σε μια κολώνα και ο ειδικός δήμιος που εκτελούσε την φραγγέλωση έπαιρνε ένα μαστίγιο βαρύ το οποίο είχε πολλές λουρίδες στην άκρη του, πάνω στις λουρίδες ήταν δεμένες σφαίρες από μολύβι ή μικρά οστάρια, κότσια από αρνί και τις έφερνε με όση δύναμη είχε πάνω στην ράχη δεμένου ανθρώπου. Πολύ σύντομα, απ’ τα πρώτα κτυπήματα εξεσχίζετο το δέρμα τού ανθρώπου που εδέχετο την φραγγέλωση και ύστερα από μερικά κτυπήματα ακόμη έφευγαν και κατεξεσχίζοντο τελείως οι σάρκες του και απεγυμνώνοντο τα κόκαλα τής ράχης. Αναφέρονται στην ιστορία αρκετές περιπτώσεις από ανθρώπους, που απέθαναν την ώρα τής φραγγελώσεως.
Σ’ αυτήν τώρα την καταξεσχισμένη, καταματωμένη και καταπονεμένη ράχη, κουβάλησε ο Χριστός μας τον Σταυρό του, που ήταν ξύλο βαρύτατο, έτσι ώστε να μπορεί να σηκώσει επάνω του το βάρος ενός ανθρώπου χωρίς να λυγίσει. Και είναι γνωστό αλλά και πάρα πολύ φυσικό να το περιμένει κανείς ότι λύγισε κάτω από το βάρος τού Σταυρού, ήδη εξαντλημένος και με αιμορραγία που τού είχε στοιχίσει απώλεια δυνάμεων, λύγισε κάτω από το βάρος τού Σταυρού αυτού και έπεσε, όπως λένε οι παραδόσεις, με το πρόσωπο πάνω στη γη, με το πρόσωπο, χωρίς καν να μπορεί να προστατεύσει το σώμα του απ’ τις συνέπειες τής πτώσεως χάρις στο Σταυρό, τον οποίο ήταν αναγκασμένος να κρατάει και που έπεσε σαν βάρος από πάνω του. Και ξέρουμε ότι για να μην πεθάνει πριν φθάσει καν στο ύψος τού Γολγοθά, ανέθεσαν στον Σίμωνα τον Κυρηναίο να κουβαλήσει αυτός για τον υπόλοιπο δρόμο τον Σταυρό.
Ας προσθέσουμε ακόμη και για τα αγκάθια που είχε ο στέφανος εκείνος που σε πολλά σημεία είχε τρυπήσει το κεφάλι Του και όλοι όσοι έχουν μια πείρα από θάλαμο ατυχημάτων τού Νοσοκομείου, ξέρουνε πόσο ιδιαίτερη τάση έχουν να αιμορραγούν τα τραύματα στο τριχωτό τής κεφαλής. Αυτό λοιπόν το έξαιμο σώμα, το καταπονημένο σώμα, καρφώθηκε επάνω στον Σταυρό.
Ας δούμε τώρα για το θέμα τού καρφώματος ακριβώς των άκρων πάνω στον Σταυρό. Από την παράδοση και από την κοινή εντύπωση πιστεύουμε ότι τα καρφιά πέρασαν τις παλάμες.
Όμως από πειράματα που έκανε ένας Γάλλος χειρουργός ο Barbet επάνω σε πτώματα, είδε ότι είναι αδύνατον ένα καρφί που περνάει ανάμεσα στα κόκαλα τής παλάμης να συγκρατήσει το ανθρώπινο σώμα, ακόμη και αν αυτό στηρίζεται με καρφιά από τα πόδια. Κάτω από το βάρος αυτό, εάν περνούσαν από εκεί τα καρφιά, τα καρφιά θα έσχιζαν το δέρμα που είναι στην πρόσθια και στην οπίσθια επιφάνεια τής παλάμης πέρα για πέρα ανάμεσα στα δάκτυλα και ο Εσταυρωμένος θα έπεφτε με το κεφάλι κάτω ενώ θα τον συγκρατούσαν μονάχα τα καρφιά με τα οποία ήταν καρφωμένα τα πόδια του. Ο ίδιος χειρουργός έδειξε ότι το μόνο σημείο στα χέρια τού ανθρώπου που μπορεί να στηρίξει το σώμα, αν περάσει ένα καρφί απ’ αυτό, είναι ο καρπός, και σε επανειλημμένα πειράματα που έκανε έδειξε ότι σε όποιο σημείο τού καρπού και αν βάλουμε ένα καρφί, αυτό οδηγούμενο από τα οστά και τους συνδέσμους που βρίσκονται εδώ, θα περάσει από έναν ανατομικόν χώρον, γνωστό στους γιατρούς, που λέγεται ο χώρος τού destot, ανάμεσα σε δύο οστάρια τού καρπού. Και εκείνο που είναι χαρακτηριστικό από μια σειρά 12 παρομοίων πειραμάτων που έκανε ο χειρουργός αυτός είναι δύο παρατηρήσεις του, ότι και στα 12 χέρια κανένα κόκαλο δεν τραυματίσθηκε ή δεν έσπασε από την ήλωση τού χεριού, για να επιβεβαιωθεί αυτό που λέει και με άλλη μια ευκαιρία, όπως θυμάστε, το Ευαγγέλιο, ότι δεν θα συντριβή κανένα κόκαλο.
Και δεύτερον ότι ακριβώς από τον χώρο αυτό σε επαφή με το καρφί βρίσκεται ένα μεγάλο νεύρο τού χεριού, το μέσο νεύρο, το οποίο σε όλες τις κακώσεις που θα υποστεί επάνω στον Σταυρό το χέρι τού Εσταυρωμένου θα βρίσκεται σε αδιάκοπη επαφή και τριβή και τραυματισμό από το καρφί. Τώρα το τι σημαίνει να δέχεται και ένα απλό, ελαφρό ερέθισμα ένα νεύρο, το έχουμε όλοι δοκιμάσει, όταν δεχθούμε σ’ ένα σημείο εδώ στον αγκώνα μας, ένα κτύπημα. Εκείνο το αφόρητο αίσθημα τής ηλεκτρικής εκκενώσεως και τής παραλύσεως που δοκιμάζουμε και που πραγματικά επαναστατεί όλο το είναι μας από το ελαφρό κίνημα. Ας σκεφθούμε λοιπόν ότι όλη την ώρα τής σταυρώσεως ένα πολλαπλάσιο ερέθισμα πόνου συνόδευε το μαρτύριο τής Σταυρώσεως.
Επίσης για το καρφί που θα περάσει από τα πόδια ευρέθηκε ότι κι αυτό πρέπει να περάσει από ένα σημείο των ποδιών και δεν μπορεί παρά να βρει διέξοδο εκεί, και αυτό είναι ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο μετατάρσιο.
Όσα είπαμε μέχρι τώρα δεν είναι παρά ένα προανάκρουσμα, δεν είναι παρά μια μικρή αρχή τού μαρτυρίου τής σταυρώσεως και ακόμη δεν μπήκαμε στο αίτιο που φέρνει τον θάνατο. Και αυτό το αίτιο που φέρνει τον θάνατο έχει μεγάλη σημασία για την συζήτησή μας, για το αν δηλαδή ο Σταυρωμένος Χριστός απέθανε επάνω στον Σταυρό.
Για να αντιληφθούμε τον μηχανισμό τού θανάτου θα πρέπει να υπενθυμίσουμε μερικά πράγματα. σε μερικές εικόνες παρουσιάζεται ότι οι δύο λησταί δεν είχαν καρφωθεί επάνω στον Σταυρό, αλλά είχαν δεθεί τα χέρια τους με σχοινί. Καμία παράδοση δεν υποστηρίζει κάτι τέτοιο ότι συνέβη στους δύο ληστές που σταυρώθηκαν μαζί με τον Χριστό, αλλά το ότι αυτό απεικονίζεται, μαρτυρεί κάτι που και πολλοί ιστορικοί περιγράφουν: ότι δηλαδή μπορεί να σταυρωθεί και να πεθάνει ένας άνθρωπος, αν έχει εξαρτηθεί επάνω στον σταυρό, όχι με καρφιά, αλλά απλώς αν έχουν δεθεί τα χέρια του επάνω στον Σταυρό.
Για να το αποδείξουμε αυτό ακόμη καλύτερα δεν έχουμε παρά να ανατρέξουμε σε μια πειθαρχική ποινή που συνήθιζαν να εφαρμόζουν κατά την διάρκεια τού Πρώτου Παγκ. Πολέμου στον Γερμανικό Στρατό. Αυτή η ποινή ονομάζεται Aufbinden και συνίσταται στο ότι έδεναν αυτόν που είχε τιμωρηθεί, έδεναν τα χέρια του ψηλά από έναν πάσσαλο, έτσι ώστε να μην ακουμπούν τα πόδια του στη γη. Σύντομα το άτομο αυτό παρουσίαζε φαινόμενα ασφυξίας. Οι αναπνευστικές του κινήσεις γινόντουσαν εξαιρετικά δύσκολες και εργώδεις. το αίμα του συγκεντρωνόταν με μεγάλη πίεση στο κεφάλι του, οι φλέβες του πρήζονταν, το κεφάλι του γινόταν όλο υπεραιμικό και ο άνθρωπος σύντομα έφθανε σε λιποθυμία και αν δεν έκοβαν, δεν προλάβαιναν να κόψουν το σχοινί, μπορούσε και να πεθάνει.
Ας σημειώσουμε και το τραγικότατο ότι καθώς αναφέρεται από το ιστορικό τού Νταχάου ξαναθυμήθηκαν τότε και εκεί οι Γερμανοί αυτό το μαρτύριο και αναφέρονται αρκετές περιπτώσεις φρικιαστικές, όπου άνθρωποι απέθαναν και θανατώθηκαν με το μαρτύριο τού Aufbinden. Μάλιστα αναφέρεται ότι κρεμούσαν και ένα μικρό βάρος στα πόδια όταν ήθελαν να συντομεύσουν το μαρτύριο αυτό, που το περιέγραφαν κατάδικοι που βρισκόντουσαν δίπλα την ώρα τού μαρτυρίου αυτού, που όταν φθάσει μέχρι τα τελικά του στάδια είναι αποτρόπαιο. Το πρόσωπο τού ανθρώπου πραγματικά παραμορφώνεται όπως τού κρεμασμένου, ο θώρακάς του διατείνεται σε αφάνταστο βαθμό, το κοιλιακό τοίχωμα δημιουργεί μια βαθιά κοιλότητα, ο άνθρωπος περιβρέχεται από ιδρώτα τόσο, που όπως λένε οι μάρτυρες που ήταν μπροστά, εδημιουργείτο μια λίμνη μεγάλη από ιδρώτα κάτω από τα πόδια τού δυστυχισμένου αυτού καταδίκου. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι ο σταυρός φέρνει τον άνθρωπο σε μια μεγάλη έλξη χάρις στο βάρος τού σώματος που τραβάει το κορμί προς τα κάτω από τα χέρια, μια μεγάλη έλξη των χεριών, των μυών, των βραχιόνων, τής ωμικής ζώνης και τού θωρακικού τοιχώματος. Αυτή η έλξις βαστάει τον θώρακα σε μία συνεχή αναγκαστική θέση εισπνοής καίτοι ο άνθρωπος δεν μπορεί να εκτελέσει εκπνευστικές κινήσεις.
Και ξέρουμε ότι οι εκπνευστικές κινήσεις γίνονται παθητικά από τον θώρακά μας, ακριβώς χωρίς καμία δύναμη, σαν μια αυτόματη επάνοδο τού μεταμορφωμένου από την εισπνοή θώρακος με την οποία γεμίζει ο θώρακας με αέρα και έτσι μπορεί ο άνθρωπος και ανανεώνει τον αέρα στις κυψελίδες του και οξυγονώνει το αίμα του και μπορεί να συνεχίζει και επιβιώνει. Στην κατάσταση τής εξαρτήσεως και από τα χέρια, στην κατάσταση τής Σταυρώσεως, ο άνθρωπος βρίσκεται σ’ ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο περιορισμό τής αναπνοής του σαν και εκείνο που θα βρισκόταν εάν είχε δεθεί με ένα πολύ σφικτό θώρακα ή εάν είχε πλακώσει τον θώρακά του με ένα πολύ μεγάλο βάρος. Δεν μπορεί να γεμίσει πάλι αέρα, ώστε ο θάνατος από την σταύρωση οφείλεται κυρίως σε ασφυξία. Κατά δεύτερο λόγο, επειδή δημιουργείται αυτή η μεγάλη πίεση μέσα στον θώρακα είναι αδύνατο να παροχετευθή, να κατέβει προς την καρδιά, το αίμα που βρίσκεται στο κεφάλι. Γι’ αυτό και η μεγάλη συμφόρηση αίματος στο κεφάλι των ανθρώπων αυτών, των σταυρωμένων. Εάν δεν είχε κάποια άλλη διέξοδο, εάν δεν εύρισκε κάποια άλλη διέξοδο, για να μπορέσει να απαλλάξει το κεφάλι του από αυτήν την πληθώρα αίματος θα πέθαινε πάρα πολύ σύντομα πάνω στον σταυρό.
Όμως ο σταυρωμένος βρίσκει μια διέξοδο. Και αυτή είναι να στηρίξει το κορμί του πιέζοντας τα πόδια του πάνω στα καρφιά με τα οποία είναι καρφωμένα. Έτσι ανυψώνεται λίγο ο θώρακας, σταματάει η εξάρτηση τού βάρους από τα χέρια και από τους ώμους, ανακουφίζεται το θωρακικό τοίχωμα, μπορεί και αναπνέει πάλι, κατεβαίνει πάλι το αίμα από το κεφάλι και ο άνθρωπος συνέρχεται. Όμως η κούραση, την οποία έχει δεν τού επιτρέπει να καταβάλλει αυτήν την μυϊκή προσπάθεια, ώστε να στηρίζει όλο το βάρος τού σώματός του από το καρφί το οποίο έχει περάσει από τα πόδια του. Έτσι εξαντλημένος ξαναπέφτει πάλι στην πρώτη θέση, για να ξαναρχίσει πάλι η ασφυξία μέχρις ότου μετά από μια διαδοχική σειρά από τέτοιες προσπάθειες εξαντληθεί, μείνει στην στάση τής εξαρτήσεως και πεθάνει από ασφυξία.
Πραγματικά είναι ένα σατανικό σχέδιο θανατώσεως ο σταυρός και γι’ αυτό και οι Ρωμαίοι τόσο πολύ ικανοποιούντο, μέσα σε κείνη την βάρβαρη επιθυμία τους να βλέπουν τον άνθρωπο να βασανίζεται, από την θέα των σταυρωμένων ανθρώπων. Και γι’ αυτό, επειδή ήταν τόσο άθλιος ο θάνατος, στην Ρωμαϊκή νομοθεσία αυτός ο θάνατος, ορίζεται να χρησιμοποιείται μονάχα στους δούλους και στους προδότες.
Ο Κικέρων, που είχε παρακολουθήσει θάνατο επάνω στον σταυρό, τον ονομάζει: «Cruderissimum et deterimum Supplicium», δηλ. το πλέον φρικτό βασανιστήριο το οποίο είχε ποτέ παρακολουθήσει. Τώρα σε περιπτώσεις όπου για κάποιο λόγο ήθελε ο επικεφαλής τού εκτελεστικού αποσπάσματος να συντομεύσει την επέλευση τού θανάτου, τι έκανε; με ένα ισχυρό κτύπημα, διέταζε να σπάσουν οι κνήμες τού σταυρωμένου και έτσι, αφού πια βρισκόταν ο σταυρωμένος σε αδυναμία να στηρίξει το βάρος τού σώματός του στα πόδια του και να ανακουφίσει τον θώρακά του και να μπορέσει να αναπνεύσει, αναγκαζόταν πλέον να εξαρτήσει όλο το βάρος, όπως είπαμε, τού κορμιού του από τα χέρια του και να πεθάνει μέσα στην ασφυξία. Και αυτό ήταν η ειδική χαριστική βολή την οποίαν επεφύλασσαν οι έμπειροι ρωμαίοι εκτελεσταί στους καταδικασμένους σε σταύρωση. Και γι’ αυτό είδατε ότι τους δύο ληστάς που ζούσαν ακόμη τους εξετέλεσαν με την χαριστική βολή αυτή, τους έσπασαν τα πόδια. Όταν, λέει, επήγαν στον Χριστό, είδαν πώς είχε ήδη αποθάνει. Τώρα εδώ πρέπει να προσέξουμε πολύ. Είναι δυνατόν ένας αξιωματικός επικεφαλής τού εκτελεστικού αποσπάσματος, που ασφαλώς είχε δει πολλές θανατώσεις με σταύρωση, είναι δυνατόν να απατηθεί; Είναι δυνατόν εκείνη την ώρα να βρίσκεται σε νεκροφάνεια το άτομο; Είναι πασίγνωστο ότι οι νεκροφάνειες δεν συνοδεύονται από άπνοια αλλά μονάχα από φαινομενική άπνοια.
Εάν πραγματικά δεν γίνονται αναπνευστικές κινήσεις είναι αδύνατο να ζήση ο άνθρωπος περισσότερο από 3-6 λεπτά, εφ’ όσον το αίμα δεν οξυγονώνεται στους πνεύμονες. Είναι όμως δυνατόν να γίνονται ανεπαίσθητες αναπνευστικές κινήσεις στον σταυρό, την ώρα που για να αναπνεύσει ο άνθρωπος, πρέπει να κάνη μια εργώδη προσπάθεια για να κινήσει λίγα εκατοστά αέρος μέσα και έξω από τους πνεύμονές του; Είναι δυνατόν εκείνη την εργώδη προσπάθεια να μην την αντιληφθεί εκείνος, ο οποίος θα πλήρωνε με την ζωή του, εάν ένας κατάδικος παρουσιαζόταν ότι δεν είχε πράγματι πεθάνει, ενώ ήταν καταδικασμένος σε θάνατο; Αλλά ίσως εδώ έμενε σε κάποιο πνεύμα, που πεισματικά στέκει στην αμφιβολία, μία πεισματώδης άρνησις.
Είναι δυνατόν; Ο Κεντυρίων ο εκατόνταρχος δεν αρκέσθηκε σ’ αυτήν την πειστική γι’ αυτόν απόδειξη, αλλά εξετέλεσε πάνω στο σταυρωμένο σώμα τού Χριστού μας, την άλλη, την κλασσική μορφή τής χαριστικής βολής, που είχαν οι Ρωμαίοι για όλους τους καταδίκους σε θάνατο, ασχέτως με τον τρόπο με τον οποίο θα εξετελείτο η θανάτωσις, δηλ. την λόγχηση τής πλευράς. Αυτό πραγματικά είναι ένα θανάσιμο κτύπημα με όλη τη δύναμη που ένας γυμνασμένος στρατιώτης μπορεί να κτυπήσει. Σχεδόν εξ επαφής με την λόγχη που ήτο εις την άκρη τού δόρατός του, την κοφτερή εκείνη λόγχη που μπορούσε να κτυπήσει ένα σώμα, ο Ρωμαίος στρατιώτης την έβαλε βαθιά στον θώρακα τού Χριστού μας. Και δεν έβαλε απλώς την λόγχη, αλλά ευθέως έρευσε ύδωρ και αίμα. Τώρα ποια είναι η μεγάλη δογματική σημασία αυτού τού ύδατος και τού αίματος δεν θα το συζητήσουμε εδώ. Και δεν είναι θέμα που αρμόζει σε μένα, ένα γιατρό, σαν ένα επιστήμονα των θετικών επιστημών που πρέπει να το αναλύσω. Όμως πρέπει να πούμε ότι για να τρέξει αίμα θα πρέπει ασφαλώς να τρύπησε αυτή η λόγχη ή την καρδιά ή ένα μεγάλο αγγείο.
Και να πούμε ακόμη ότι εάν ο Χριστός μας ζούσε, από όπου και αν προήρχετο αυτό το αίμα, θα ήτανε μια συνεχής ροή, ροή με σφύξεις, η οποία θα μαρτυρούσε την παρουσία τής ζωής. Όμως μετά από εκείνη τη ροή ύδατος και αίματος δεν παρουσιάσθηκε πλέον τίποτε άλλο και ιδίως ένα τόσο μεγάλο τραύμα δεν προκάλεσε Καμία αντίδραση. Αντιθέτως επεβεβαίωσε η έλλειψις αυτή τής αντιδράσεως στον Κεντιρίωνα την ήδη υπάρχουσα βεβαιότητα ότι ο Χριστός απέθανε. Δεν είναι λοιπόν δυνατή αυτή η νεκροφάνεια πάνω στον σταυρό, δεν είναι δυνατή η νεκροφάνεια μπροστά σ’ ένα τόσο μεγάλο τραύμα, κατά το οποίο πρέπει να σημειώσουμε ότι η είσοδος μιας λόγχης μέσα στον θώρακα, δεν προκάλεσε μονάχα την τρώση μεγάλων οργάνων τής κυκλοφορίας, όπως την καρδιά και των μεγάλων αγγείων, αλλά εξάπαντος προκάλεσε μια κατάσταση που την γνωρίζουν όσοι έχουν κάποια σχέση με την Ιατρική, τον πνευμοθώρακα, δηλ. την είσοδο αέρος ατμοσφαιρικού έξω από τους πνεύμονες, ένα φαινόμενο που όπως γνωρίζουμε είναι ασυμβίβαστο με την επιβίωση. Ένας ανοικτός πνευμοθώρακας δεν επιτρέπει την αναπνοή, ακόμη και αν ο άνθρωπος βρισκόταν στο κρεβάτι του. Ακόμη και αν δεν υπήρχε κανένας άλλος επιβαρυντικός παράγων για την αναπνοή του – όπως είδαμε ήταν πλέον ανύπαρκτη η αναπνοή του – ακόμη και αν δεν υπήρχε τίποτε άλλο, ένα τέτοιο μεγάλο τραύμα στον θώρακα θα είχε καταργήσει την ικανότητα τού αναπνευστικού συστήματος να εκτελεί το έργο του και θα είχε θανατώσει μέσα σε λίγα λεπτά τον άνθρωπο αυτό.
Ας πούμε ακόμη και κάτι άλλο, ότι μετά από αυτή τη διαπίστωση τού θανάτου από τον Κεντιρίωνα δεν κατέβασαν αμέσως τον Χριστό από τον Σταυρό. Κατεβαίνει ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας από τον Γολγοθά που ήταν παρών, μέχρι το πραιτόριο. Πάει, βρίσκει τον Πιλάτο και τού ζητεί το σώμα τού Χριστού.
Ο Πιλάτος εθαύμασε «ει ήδη απέθανε» για να μας έχει και μας πληροφορημένους απόλυτα ότι όταν απέθανε και εκάλεσε τον Κεντιρίωνα, ο οποίος πλέον αυτήν την πεποίθησή του, δεν την επισφραγίζει μονάχα με το ότι έφυγε αφήνοντας τον Χριστό πεθαμένο, αλλά και με το ότι διαβεβαίωσε τον ηγεμόνα, ότι πράγματι απέθανε. Και αφού λέει το διαβεβαίωσε τότε τρίτος δρόμος; – πρώτος τού Ιωσήφ προς τον Πιλάτο, δεύτερος τού αγγελιοφόρου προς τον Κεντιρίωνα, τού Κεντιρίωνα προς τον Πιλάτο, τρίτος δρόμος ξανα-ανεβαίνει ο Ιωσήφ φέρνοντας μαζί του και την σινδόνη και τότε μονάχα γίνεται αυτή η αποκαθήλωση, πράγμα που δίνει άνετο καιρό σε όλους αυτούς τους μηχανισμούς τού θανάτου και εάν ακόμη, πράγμα λογικώς αδύνατον, θετικώς απαράδεκτον, και εάν ακόμη αυτοί οι μηχανισμοί δεν είχαν προκαλέσει τον θάνατο, να τον προκαλέσουν στο διάστημα αυτό.
Και τώρα αρχίζει η διαδικασία τής ταφής, η οποία μας λέει το ευαγγέλιο, έγινε από τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο και τους άλλους που ευρίσκοντο εκεί, καθώς ήταν έθος στους Ιουδαίους.
Βρίσκουμε μέσα στο «ταλμούδ» όλη τη διαδικασία τής ταφής, η οποία για να αποτρέψει προφανώς το ενδεχόμενο τής νεκροφανείας περιείχε και το να βάλουν επί 15΄ ένα φτερό μπροστά στα ρουθούνια τού πεθαμένου για να βεβαιωθούν ότι δεν κουνάει η αναπνοή τού ανθρώπου αυτού το φτερό. Και αφού τον ετοίμασαν, έβαλαν γύρω του την σινδόνη ή τα ωθόνια και τον εκάλυψαν από πάνω καθώς ήταν το έθιμο ακριβώς στους Ιουδαίους και πάνω σε όλα αυτά τα υφάσματα έρριψαν 32 κιλά – 100 λίτ. – από μείγμα τής σμύρνας και τής αλόης, δύο αρωματικών ουσιών, που καθώς ανακατεύονται παίρνουν ένα παχύρρευστο κολλώδες σχήμα με το οποίο διαποτίζουν κατά ένα τρόπο τελείως αεροστεγή – όταν μάλιστα ρίχνουν 32 κιλά – από όλες τις πλευρές το πτώμα που περιβάλλεται από τα υφάσματα. Ώστε εάν υποτεθεί ότι ένα υγιέστατο άτομο είχε περιτυλιχθεί με το σεντόνι από παντού και με τα οθόνια και είχε περιβραχεί το σεντόνι αυτό μ’ αυτήν την κολλώδη και αδιαπέραστη ουσία, που τόσο άφθονα έπεφτε επάνω του, θα είχε πεθάνει από ασφυξία. Ώστε και αν ξεχάσουμε όλες τις άλλες πολυάριθμες αιτίες, που κάθε μια από αυτές αρκεί να προκαλέσει τον θάνατο, έχουμε τώρα εδώ, μέσα στον τάφο, μια πρόσθετη αιτία θανάτου, που είναι η ασφυξία από την σμύρνα και την αλόη.
Τον 18ον αιώνα, ο πρώτος που παρουσίασε τα επιχειρήματα τής νεκροφανείας ήταν ο Venturino. Εδέχθησαν οι ορθολογισταί ότι η σμύρνα και η αλόη αναζωογόνησαν με το άρωμά τους έναν άνθρωπο που βρισκότανε ασφαλώς κατατραυματισμένος, έξαιμος, αφυδατωμένος, ακίνητος, σε λιποθυμία, σε κωματώδη κατάσταση, αν δεν ήταν πεθαμένος, πράγμα αδιανόητον. Εάν η σμύρνα και η αλόη είχαν τέτοιο αποτέλεσμα, εμείς οι γιατροί αντί να χρησιμοποιούμε χίλιες δυο μεθόδους, ενέργειες και εξετάσεις για να σώσουμε τους βαριά τραυματισμένους δεν είχαμε παρά να τους δώσουμε να μυρίσουν σμύρνα και αλόη και αμέσως να αναζωογονηθούν. Η σμύρνα και η αλόη ήταν ένας πρόσθετος λόγος θανάτου, μια πρόσθετη αιτία, ένα τελικό επιχείρημα για όλους εκείνους που αμφιβάλλουν.
Αλλά ας προεκτείνουμε με ένα πεισματικό και εωσφορικό τρόπο την αμφιβολία μας και πέρα από δω και ας πούμε ότι πραγματικά ήταν νεκροφάνεια και ας πούμε ότι πραγματικά δεν είχε πεθάνει ο Χριστός και ας πούμε πραγματικά ότι δεν παρουσιάσθηκε ανάστασις, αλλά ότι σηκώθηκε την Τρίτη ημέρα και άρχισε να βαδίζει. Πώς, σας παρακαλώ, μπόρεσε να απαλλαγή απ’ αυτόν τον σφικτό κλοιό των ενδυμάτων, των ρούχων, των υφασμάτων που τον περιέβαλλον; Πώς μπόρεσε να αποκυλήση τον βαρύ λίθο με τον οποίο εσφράγισε ο Ιωσήφ ο Αριμαθαίας τον τάφο, τον βαρύ λίθο, τον οποίο τρεις γυναίκες πηγαίνοντας την πρωία τής Κυριακής, διερωτώντο ποίος θα τις βοηθήσει να τον κυλήσουν; Και τέλος πάντων, αυτό το κατατραυματισμένο, το εξαντλημένο σώμα, εάν υποτεθεί πώς θα σηκωνόταν, εάν υποτεθεί πως θα κυλούσε τον λίθο, ασφαλώς μετά από λίγα βήματα θα ξανάπεφτε πάνω σε μια αθλία κατάσταση και δεν θα μπορούσε να συνέλθει και να σταθεί στα πόδια του, παρά μετά από μία πολύμηνη θεραπεία, ακόμη κι αν είχε τα μέσα, τα οποία σήμερα έχουμε για να κάνουμε την εντατική θεραπεία των ανθρώπων που βρίσκονται πάρα πολύ κοντά στον θάνατο.
Είναι πραγματικά έτσι οι εμφανίσεις τού Χριστού; Και εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι δεν αποτελεί απλώς πληροφορία, το ότι είδαν τον Χριστό υγιέστατο όλοι εκείνοι στους οποίους ενεφανίσθη, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρχει το Ευαγγέλιο. Γιατί από την υγεία από την οποία έσφυζε αυτό το σώμα, επείσθησαν αυτοί οι δύσπιστοι, όπως θα δούμε, ότι πραγματικά ανεστήθη.
Αντί να σέρνεται, λοιπόν, και να λιποθυμάει αυτό το σώμα, που πραγματικά προκαλούσε οίκτο και αηδία από τα βασανιστήρια που είχε περάσει, έχουμε μια εμφάνιση ανθρώπου που ήτανε γεμάτος από σφρίγος, που ακτινοβολούσε την επιβολή, την ειρήνη, την άνεση, ένα σώμα που περπατάει τόσο γρήγορα ώστε να κατορθώνει να φθάσει δύο ανθρώπους που βάδιζαν αρκετά χιλιόμετρα μακριά από την Ιερουσαλήμ και που προπορεύονταν από αυτό και τους έφθασε και συνοδοιπόρησε μαζί τους για άλλη μια μεγάλη απόσταση μέσα στο σούρουπο. Ώστε πρόκειται πραγματικά για εμφανίσεις ανθρώπου που βρίσκεται σε απόλυτη υγεία και δύναμη. Ώστε το ότι πέθανε ο Χριστός πάνω στον Σταυρό, το ότι είναι αδύνατο παρά να παραδεχθούμε ότι οι εμφανίσεις του είναι εμφανίσεις ανθρώπου που αναστήθηκε μετά από το μαρτύριο τού Σταυρού, αυτό έχει θετικότατα πλέον αποδειχθεί στην Ιατρική Επιστήμη.
Ήταν ψευδαίσθηση;
Τώρα ερχόμαστε στη δεύτερη κατηγορία αμφισβητήσεων. Στο αν οι εμφανίσεις αυτές ήταν πραγματικές. Αν η περιγραφή και η μαρτυρία μέσα στην Αγία Γραφή, για τις ερμηνείες αυτές είναι αξιόπιστες. Τώρα εδώ, χρειαζόμαστε και μπαίνουμε στην περιοχή μιας άλλης επιστήμης, τής νομικής επιστήμης, η οποία είναι η επιστήμη που με μεγάλη ακρίβεια, με μεγάλη λογική προσοχή, μελετάει την αξιοπιστία των ενδείξεων. Διότι, προκειμένου να αποδώσει ευθύνες, προκειμένου να απαγγείλει κατηγορίες και να εκφράσει καταδίκες, στηρίζεται αδιάκοπα σε ενδείξεις και σε μαρτυρίες. Γι’ αυτό λοιπόν έχει με πολύ λεπτό ηθμό και με μεγάλη λογική αυστηρότητα ξεκαθαρίσει ποιες μαρτυρίες είναι αξιόπιστες και ποιες δεν είναι και πότε μία μαρτυρία και μία ένδειξις είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί. Τώρα θα πρέπει να πούμε ότι εάν οι μαρτυρίες για τις εμφανίσεις τού Χριστού που υπάρχουν μέσα στα Ευαγγέλια και στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή τού Παύλου, εάν οι μαρτυρίες αυτές δεν ανταποκρίνονται προς την πραγματικότητα, θα είναι αποτέλεσμα δύο ειδών παρεκκλίσεων από την αλήθεια. Η θα πρόκειται περί ψευδαπάτης ή ψευδαισθήσεως ή θα πρόκειται περί απάτης.
Ας πάρουμε τώρα μία-μία τις δύο αυτές αμφισβητήσεις. Ας πάρουμε πρώτα το ενδεχόμενο των ψευδαισθήσεων. Οι ψευδαισθήσεις θα μας αναγκάσουν τώρα να ξαναγυρίσουμε στην Ιατρική. Γιατί οι ψευδαισθήσεις είναι ένα φαινόμενο που η Ιατρική το έχει επί χρόνια πολλά και επί χιλιάδες περιπτώσεων μελετήσει και οι ψευδαισθήσεις εμφανίζονται στον άνθρωπο με ορισμένους τρόπους.
Ας αναφέρουμε μερικούς από τους τρόπους αυτούς:
Πρώτα-πρώτα τα άτομα τα οποία βλέπουν οράματα και έχουν ψευδαισθήσεις αποτελούν μια ορισμένη κατηγορία ανθρώπων που έχουν την προδιάθεση γι’ αυτές. Οι ψευδαισθήσεις αποτελούν μία προέκταση των διαθέσεών τους και αφορούν σε γεγονότα που η πραγματοποίησης τους επιθυμείται πολύ έντονα από τα άτομα αυτά. Στο πρώτο πρέπει λοιπόν να υπάρχει μία προδιάθεση. Το δεύτερο είναι ότι τα άτομα αυτά ανήκουν σε έναν ορισμένο τύπο ανθρώπων που είναι επιρρεπείς στις εκδηλώσεις αυτές. Επίσης, εάν πολλά άτομα βλέπουν ψευδαισθήσεις, οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και χαρακτήρα που σχετίζεται με τον ψυχικό κόσμο, τον χαρακτήρα, τις εμπειρίες που χαρακτηρίζει τον κάθε ένα. Έχουν λοιπόν διαφορετική μορφή και διαφορετικό περιεχόμενο. Επίσης αυτές οι ψευδαισθήσεις παρουσιάζονται σε κατάλληλη ώρα και τόπο. Σε περιστάσεις δηλαδή όπου υποβάλλουν τον άνθρωπο για τις ψευδαισθήσεις αυτές.
Τέλος, εάν οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν την τάση να επαναλαμβάνονται, τότε η επάνοδός τους παρουσιάζεται επί πολύ χρονικό διάστημα. Ας δούμε τώρα, ακολουθούν οι εμφανίσεις τού Χριστού, έστω και ένα από τους βασικούς αυτούς κανόνες, οι οποίοι χαρακτηρίζουνε τις παθολογικές ψευδαισθήσεις των ανθρώπων; Πρώτα απ’ όλα, εκείνοι στους οποίους εμφανίσθηκε ο Χριστός είχαν πράγματι την προδιάθεση για να δουν τον Χριστό αναστημένο; Κάθε άλλο. Όχι μονάχα ήταν καταπατημένοι, όχι μονάχα ήσαν βέβαιοι ότι η υπόθεση τελείωσε, αλλά και όταν ακόμα έφθασαν επανειλημμένα μηνύματα από πρόσωπα αξιόπιστα, από πρόσωπα που ζούσαν ανάμεσά τους και τους βεβαίωναν ότι είδαν τον Χριστό αναστημένο, εκείνοι αρνήθηκαν να πιστέψουν ότι ήσαν αληθινές οι εμφανίσεις αυτές, ότι πραγματικά ο Χριστός ανεστήθη. Ώστε λοιπόν, όχι μόνον δεν ήσαν προδιατεθειμένα τα πρόσωπα αυτά για ψευδαισθήσεις, αλλά ήσαν και αρνητικά προδιατεθειμένα για να πιστεύουν ότι είναι δυνατόν να δουν τον Χριστό. Τώρα είπαμε, ότι τα πρόσωπα που παθαίνουν ψευδαισθήσεις ανήκουν σ’ έναν ορισμένο τύπο.
Και μάλιστα τύπο επιρρεπή προς τέτοιες εκδηλώσεις. Ας δούμε τώρα ανήκουν σ’ έναν ορισμένο τύπο τα πρόσωπα αυτά;
Τα πρόσωπα αυτά τα γνωρίζουμε απ’ τα ίδια τα γραπτά τους και τις αφηγήσεις τους. Κατ’ αρχήν είναι πρόσωπα που δεν έχουν φαντασιώσεις.
Ας πάρουμε τον Τελώνη Ματθαίο. Άνθρωπο που πέρασε όλη τη ζωή του πάνω στους λογαριασμούς. Τον Ματθαίο που το Ευαγγέλιό του είναι γεμάτο από ρεαλισμό, που δεν έχει τίποτε το ποιητικό, που δεν έχει τίποτε το λυρικό, που είναι μια πολύ προσεκτική παράθεση γεγονότων, με λεπτομέρειες εξαιρετικά πραγματικές, εξαιρετικά ρεαλιστικές.
Ας πάρουμε τον Θωμά. Ο Θωμάς καθόλου ασφαλώς δεν ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που βλέπουν ψευδαισθήσεις. Είναι ο άνθρωπος που όταν οι 10 μαθηταί, που είχε περάσει μαζί τους 3 χρόνια αδιάκοπης ζωής, τον βεβαιώνουν ομόφωνα ότι είδαν τον Χριστό, αρνείται και λέει: «δεν θα πιστέψω, όχι αν τον δω, αλλά εάν δεν αγγίσω τον Χριστό και μάλιστα ακριβώς στο σημείο τού σώματός του που μαρτυρεί ότι πέθανε». Είναι αυτός ένας τύπος ανθρώπου προδιατεθειμένος για ψευδαισθήσεις;
Και ο Παύλος. Ο διώκτης Παύλος. Ο Παύλος ο οποίος κυριολεκτικά θέριζε την εκκλησία και κάθε άνθρωπο που ήθελε να πει ότι ο Χριστός αναστήθηκε, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να δει και για να ακούσει τον αναστημένο Χριστό, στη στιγμή ακριβώς που βρισκόταν στο αποκόρυφο τής μανίας του εναντίον τής ιδέας ότι ο Χριστός αναστήθηκε; Βλέπουμε λοιπόν, ότι οι άνθρωποι στους οποίους συνέβησαν οι εμφανίσεις αυτές, ήσαν άνθρωποι με διαφορετικό χαρακτήρα, με διαφορετικό τύπο, μάλιστα με τύπο ξένο προς την εμφάνιση ψευδαισθήσεως.
Και ακόμη ξέρουμε πως εμφανίσθηκε σε 500 ανθρώπους ταυτοχρόνως. Και οι άνθρωποι αυτοί πίστεψαν πως τον είδαν στην μεγάλη τους πλειονότητα. Είναι δυνατόν 500 πρόσωπα να ανήκουν όλα ή σχεδόν όλα στον τύπο τού ανθρώπου που βλέπει ψευδαισθήσεις;
Τώρα είπαμε επίσης ότι αν πολλά πρόσωπα βλέπουν ψευδαισθήσεις, οι ψευδαισθήσεις αυτές έχουν χαρακτήρα ανάλογο προς την προσωπικότητα τού καθενός. Και γνωρίζουμε πολύ καλά, όπως θα ήταν και επόμενο να το περιμένουμε ότι τα πρόσωπα τού περιβάλλοντος τού Χριστού, είχαν πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες. Ένας με στοιχειώδη έτσι ψυχολογική προσοχή, αντιλαμβάνεται τις μεγάλες διαφορές που υφίσταντο, τις βασικές θεμελιώδεις διαφορές χαρακτήρος που υπάρχουν ανάμεσα στον Απόστολο Πέτρο, στον Απόστολο Παύλο και στον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Οι διάφοροι χαρακτήρες τού Ευαγγελίου, των μαθητών τού Χριστού, αποτελούν ένα φάσμα που μπορούμε να πούμε αντιπροσωπεύει περίπου όλους τους ανθρώπινους τύπους. Εν τούτοις όλοι τους δέχονται και παραδέχονται ότι ο Χριστός είχε την ίδια εμφάνιση και το μίλημά του όταν τους μίλησε, είχε ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο. Όλοι συμφωνούν απολύτως για το ό,τι είδαν και για το ό,τι άκουσαν. Και αυτό είναι αντίθετο προς την ιδέα ότι οι εμφανίσεις τού Χριστού θα ήταν ψευδαισθήσεις. Είπαμε ακόμη ότι οι ψευδαισθήσεις παρουσιάζονται σε κατάλληλους υποβλητικούς τόπους και χρόνους και ώρες τής ημέρας.
Εδώ βλέπουμε ότι δεν υπάρχει καμία ομοιότης. Άλλοτε και συνήθως ο Χριστός εμφανίζεται στο φως τής ημέρας. Εμφανίζεται επί πολλή ώρα, μέρα μεσημέρι, απόγευμα και περπατάει στους αγρούς επί ώρες, εμφανίζεται στον κήπο τού νεκροταφείου τής Ιερουσαλήμ. Εμφανίζεται στο όρος των Ελαιών, εμφανίζεται σ’ ένα μικρό λόφο, σε πολλούς ανθρώπους. Εμφανίζεται σ’ ένα δωμάτιο όπου ήσαν κλεισμένοι οι μαθηταί. Εμφανίζεται δίπλα στην λίμνη τής Τιβεριάδος όπου όπως ξέρετε έγινε η δεύτερη θαυμαστή αλιεία. Καθόλου όμοιοι λοιπόν οι τόποι αυτοί και καθόλου υποβλητικοί για να δημιουργούν το κλίμα και το περιβάλλον για ψευδαισθήσεις. Και ακόμη είπαμε πώς όταν οι ψευδαισθήσεις επαναλαμβάνονται, τότε επαναλαμβάνονται επί πολύ διάστημα και ή τείνουν να αραιώσουν ή να ατονίσουν, οπότε λίγο-λίγο, σιγά-σιγά εξαφανίζονται ή τείνουν να εντείνονται και να γίνονται συχνότερες, οπότε καταλήγουν σε μία κρίση. Αυτό το λέει η Ψυχιατρική. Εδώ δεν βλέπουμε τίποτε.
Οι εμφανίσεις τού Χριστού παρουσιάζονται με τον ίδιο ρυθμό και μετά από 40 ημέρες διακόπτονται χωρίς να έχουν φθάσει ούτε σε μία αραίωση ούτε σε ένα αποκόρυφο, και διακόπτονται μετά την Ανάληψη. Ας σημειώσουμε ακόμη, ότι όταν μιλούμε για ψευδαισθήσεις, όλοι εννοούμε κυρίως οράματα, δηλαδή εμφανίσεις οι οποίες γίνονται αντιληπτές με την όραση. Εδώ όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο μόνο. Όχι μονάχα οι περισσότερες από αυτές τις εμφανίσεις συνδυάζονται και με ακουστικές εντυπώσεις και με διάλογο ο οποίος διαμείβεται ανάμεσα στον εμφανιζόμενο και σε κείνους που τον βλέπουν αλλά επιβεβαιώνονται και με την αφή.
Βλέπουμε την διαβεβαίωση την οποία παίρνει ο Απόστολος Θωμάς με την αφή και ακόμη ότι για να μην μείνει αμφιβολία στους μαθητές ότι πραγματική ήταν και όχι ψευδής εντύπωσις η εμφάνισις τού Χριστού, όταν τους είδε ακριβώς από την ταραχή τους και τον φόβο τους και την δυσπιστία που είδαμε, να αμφιβάλλουν για ό,τι ακριβώς βλέπουν, ο Χριστός έφαγε μπροστά τους ψάρι και κηρύθρα από μέλισσα. Οπότε μετά την αποχώρηση του να έχουν την διαβεβαιώσει ότι πραγματικά παρουσιάσθηκε με σώμα αληθινό, πρώτον από το γεγονός ότι το ψάρι και το μέλι που και οι ίδιοι ήξεραν ότι προηγουμένως έτρωγαν ότι υπήρχε επάνω στο τραπέζι, αλλά είναι και τροφές οι οποίες αφήνουν υπόλειμμα. Το κερί, απ’ την κηρύθρα και το κόκαλο απ’ το ψάρι. Ακόμη ο Χριστός μαγειρεύει, ψήνει ο ίδιος το ψάρι στην λίμνη, το ψάρι που είχε ο ίδιος όσο και το ψάρι που είχαν ψαρέψει εκείνοι και τρώνε όλοι μαζί. Έχουμε λοιπόν και υλικά υπολείμματα από τις εμφανίσεις αυτές, τα οποία διαψεύδουν και συντρίβουν τελείως τα επιχειρήματα ότι επρόκειτο για ψευδαισθήσεις.
Πώς θα ήτο δυνατόν από ψευδαισθήσεις να είχαν και να μαρτυρούν και σε μας οι μαθηταί ότι υπήρξαν υλικά δείγματα από τις εμφανίσεις αυτές τού σώματος τού αναστημένου Χριστού;
Ήταν απάτη;
Εάν τώρα οι εμφανίσεις αυτές που περιγράφηκαν δεν είναι αποτέλεσμα αυταπάτης μήπως είναι αποτέλεσμα απάτης; Διότι αυτή η διέξοδος μένει στην αμφισβήτηση. Αυτή η διέξοδος μένει στην αμφιβολία. Ότι ήταν δηλαδή αποτέλεσμα απάτης. Ο πρώτος λόγος για τον οποίο δεν μπορεί οι εμφανίσεις αυτές να είναι αποτέλεσμα απάτης οφείλεται στο γεγονός, ότι τα πρόσωπα απ’ τα οποία μαρτυρείται ότι είδαν τον Χριστό και μαρτυρείται επί πολλά χρόνια, αρκετά χρόνια μετά την Ανάσταση Του ότι είδαν τον Χριστό, (στην Α΄ προς Κορ. επιστ. απαριθμούνται τα πρόσωπα αυτά και αναφέρει εκεί ο Απ. Παύλος συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται και στο Ευαγγέλιο τού Μάρκου, ότι πάνω από 500 άνθρωποι είδαν τον Χριστό), τα πρόσωπα λοιπόν αυτά ήσαν πάρα πολλά. Είναι λοιπόν πραγματικά αδύνατο, τόσο πολλά πρόσωπα, επί τόσο πολλά έτη, να έκαναν μια τόσο χονδροειδή και βλάσφημο απάτη και να μη βρέθηκε ούτε ένα πρόσωπο, το οποίο να επανέλθει και να μαρτυρήσει και να διαμαρτυρηθεί ότι το ίδιο συμμετέσχε σε μια απάτη και έπεσε θύμα αυτής. Οπότε αυτό για κάθε δικαστήριο, για κάθε κριτή που χρησιμοποιεί τους κανόνες περί ενδείξεων τής νομικής επιστήμης, το ότι έχει τόσους πολλούς μάρτυρες η εμφάνισις τού Χριστού, αυτό και μόνο αποκλείει το ενδεχόμενο τής απάτης.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο το ενδεχόμενο τής απάτης πρέπει να αποκλεισθεί είναι ότι η πληροφορία και το κήρυγμα για την εμφάνιση τού Χριστού και την Ανάσταση Του, συνοδεύεται και συνοδευόταν πάντα, με την διακήρυξη τού πιο υψηλού κηρύγματος αρετής που δέχθηκε ποτέ η ανθρωπότης. Μιας αρετής που δεν περιορίζεται μονάχα στην πραγματοποίηση ορισμένων πράξεων ενάρετων αλλά και φθάνει με απόλυτο αυστηρότητα ακόμη και στις σκέψεις, στα συναισθήματα και στις διαθέσεις τού κάθε ανθρώπου. Πώς ήταν λοιπόν δυνατόν, άνθρωποι που όχι μονάχα κήρυξαν αυτό το κήρυγμα αλλά άνθρωποι, που κατά την μαρτυρία των πιο ασπόνδων εχθρών τους, στάθηκαν συνεπείς σε όλη τους τη ζωή στο κήρυγμα αυτό το τόσο αυστηρό, να πουν και να στηρίξουν όλο τους το κήρυγμα πάνω σ’ ένα τόσο χονδροειδές ψέμα;
Ακόμη η υποψία ότι πρόκειται για μία απάτη αποδεικνύεται εσφαλμένη από το γεγονός τής συμπεριφοράς των αποστόλων που αναφέραμε μέχρι τής 3ης ημέρας μετά την σταύρωση τού διδασκάλου. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν περίτρομοι, ήσαν καταπτοημένοι. Ήσαν πεπεισμένοι, όπως τόσο ωραία περιγράφεται εκεί στα λόγια τους με τα οποία περιγράφουν την σταύρωση και τις φήμες όπως νόμιζαν περί αναστάσεως, στον Χριστό, στον ίδιο τον Χριστό, οι δύο μαθηταί προς Εμμαούς. Ήσαν πεπεισμένοι ότι η υπόθεσης αυτή τού Χριστού έληξε άδοξα με την σταύρωση Του. Ήσαν οχυρωμένοι, όπως είπαμε, επάνω στην πεποίθηση ότι είναι αδύνατον να τον είδαν άνθρωποι ζωντανό και αυτό δεν ντρέπονται να το φανερώσουν οι ίδιοι και αυτήν την στροφή των 180ο την εμφανίζουν οι ίδιοι μόνον μετά απ’ την τρανή απόδειξη ότι πράγματι δεν μπορεί παρά να είναι μία αληθινή παρουσία η συνάντηση τους μαζί Του.
Εάν αυτοί οι άνθρωποι ήθελαν να πουν μια απάτη, δεν θα απέφευγαν να φανερώσουν όλους τους ενδοιασμούς τους οποίους είχαν; Δεν θα απέφευγαν να διακηρύξουν σ’ όλα τα πέρατα τής γης και να το γράψουν σ’ όλα τα Ευαγγέλια ότι ήσαν οι ίδιοι εκείνοι που αμφισβητούσαν, εκείνοι που δεν ήθελαν να πιστέψουν, εκείνοι που παρουσίαζαν επιχειρήματα, εκείνοι που έλεγαν ότι επρόκειτο για λήρο, για μια συναρπαγή, για ένα ψέμα, αυτές οι διηγήσεις για την εμφάνιση τού Χριστού και πώς αυτά τα πρόσωπα τώρα, τα τρομαγμένα, τα περίτρομα έρχονται όχι μονάχα να το διακηρύξουνε μπροστά στους δυνατούς τής γης, μπροστά στους ισχυρούς και μπροστά στους ενόπλους, που ήταν έτοιμοι να τους συντρίψουν, αλλά και δίνουν μετά από διωγμούς και μετά από βασανιστήρια, άκαμπτοι όλοι, χωρίς εξαίρεση την ζωή τους για μια τέτοια απάτη;
Όπως λέει, πολύ σωστά, ένας Γάλλος, ο Goguel, «είναι αδύνατον για ένα ψέμα να υποβληθεί κανείς σε διωγμούς και να δώσει την ζωή του με βάσανα και με τυρρανισμούς». Το ψεύδος το χρησιμοποιεί ο άνθρωπος δια να αποφύγει τον διωγμό όχι δια να τον υποστεί. Ώστε λοιπόν, το όλο κήρυγμα τής Εκκλησίας, στηρίζεται επάνω στη διαβεβαιώσει για την Ανάσταση. Και πρέπει να πούμε ακόμα και θάπρεπε να το πούμε ίσως πρώτο απ’ όλα, ότι αυτήν την διαβεβαιώσει για την Ανάσταση την έδωσε ο ίδιος ο Χριστός. Το είπε σαφέστατα και το διακήρυξε και το υπεστήριξε.
Και πώς είναι δυνατόν, αυτόν που όχι απλώς εκήρυξε, αυτόν ο οποίος έζησε από το κήρυγμα, αυτόν ο οποίος χωρίς καμία αμφισβήτηση ανέβηκε πάνω στον Σταυρό γι’ αυτό το κήρυγμα, πώς είναι δυνατόν αυτόν τον άνθρωπο να τον θεωρήσουμε σαν ένα απατεώνα, ο οποίος σκηνοθετεί την ταφή Του, ο οποίος σκηνοθετεί την Ανάσταση Του;
Τώρα αφού μιλήσαμε για την απόλυτο αξιοπιστία των εμφανίσεων τού Χριστού που είναι η δεύτερη κατηγορία των αμφισβητήσεων, θα έλθουμε στην 3η κατηγορία που εύκολα ανατρέπεται, δηλ. σχετικά με τον κενό τάφο.
Η αμφισβήτηση του κενού τάφου
Η πρώτη αμφισβήτηση για τον κενό τάφο είναι εκείνη η οποία παρουσιάζεται μέσα στο ίδιο το Ευαγγέλιο, όταν έρχεται η κουστωδία και αναγγέλλει στους αρχιερείς πάντα τα γενόμενα: τον σεισμό που έγινε και την ένδοξη Ανάσταση τού Χριστού. Και τι λένε οι αρχιερείς; Τους έδωσαν λέει αργύρια ικανά και τους είπαν να διαδώσουν ότι «αυτών κοιμωμένων έκλεψαν οι μαθηταί το σώμα». Αυτή βέβαια η απλή ανατροπή αυτής τής εκδοχής είναι εκείνη η φράσις ότι «αν εκοιμώντο πώς είδαν τι έγινε;» ότι δηλ. έφυγε το σώμα απ’ εκεί. Και «αν δεν εκοιμώντο πώς άφησαν αυτοί οι στρατιώτες τους μαθητές να πάρουν τον Κύριο;»
Τώρα η άλλη σκέψις είναι ότι το σώμα δεν το απεμάκρυναν οι μαθηταί, αλλά το απεμάκρυναν οι αρχιερείς και αυτό για να μη γίνει ο τάφος σημείο προσκυνήματος των οπαδών τού Χριστού. Αλλά και δω πάλι αυτό είναι τελείως αδιανόητο και ξένο προς την λογική. Ξέρουμε ότι λίγες ημέρες μετά εδέχθησαν κατά πρόσωπο, μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους εκείνη την αυστηρότατη κατηγορία τού Πέτρου ότι «απέκτειναν τον αρχηγό τής ζωής ον ο Θεός ήγειρε εκ νεκρών». Και έτσι ο Πέτρος δημιούργησε χιλιάδες πιστών απ’ την ημέρα εκείνη και όλοι οι απόστολοι εν συνεχεία.
Πόσο απλό θα ήταν να αποστομώσουν στη γένεσή του το Χριστιανικό κήρυγμα οι αρχιερείς, παρουσιάζοντας το πτώμα τού Χριστού το οποίο είχαν κρύψει! Αμέσως αυτό θα έπαυε για πάντα στο ξεκίνημά της αυτήν την κίνηση, η οποία αδιάκοπα αφαιρούσε οπαδούς από το Συνέδριο των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Θα σταματούσαν αυτήν την βλάσφημη αίρεση παρουσιάζοντας το σώμα τού Χριστού και θα απεδείκνυαν εύκολα, και ήταν στο χέρι τους να το κάνουν, ότι πρόκειται για μια πλάνη.
Ο Αρχιδικαστής τής Αγγλίας, (όπως θα λέγαμε σε μας ο Πρόεδρος τού Αρείου Πάγου), λόρδος Darling, συνοψίζει αυτόν τον έλεγχό του νομικώς πάνω στις ενδείξεις για την Ανάσταση τού Χριστού με τα ακόλουθα λόγια, τα οποία είναι τόσο αυθεντικά ώστε δεν χρειάζεται να προσθέσω τίποτε άλλο:
«Εμείς λέει σαν Χριστιανοί καλούμαστε να παραδεχθούμε πολλά μόνον με την πίστη. Το βασικό θέμα, εάν δηλ. ο Ιησούς Χριστός ανέστη απ’ τους νεκρούς ή όχι, πάνω στο οποίο στηρίζεται ότι ο Χριστός ήταν πράγματι εκείνο που διακήρυξε, δεν καλούμεθα να το παραδεχθούμε μόνον με την πίστη. Υπάρχουν για την πεποίθηση αυτή, ότι είναι πραγματικά μια ζωντανή αλήθεια, υπάρχουν τόσο πολυάριθμες ενδείξεις θετικές και αρνητικές απ’ τα γεγονότα και τις περιστάσεις, ώστε κανένα σώμα από νοήμονες ενόρκους στον κόσμο δεν θα εξέφερε άλλη απόφαση παρά ότι η Ανάσταση είναι πράγματι αληθινή. Αλλά για να αποδειχθεί η αλήθεια τής Αναστάσεως πολλοί παρουσιάζουν εκείνο το επιχείρημα, το θετικό εκείνο επιχείρημα, το οποίο πιστεύω ότι είναι πιο πειστικό επιχείρημα για μας τους ανθρώπους που ζούμε σε μία εποχή κατ’ εξοχήν εποχή αρνήσεως, αποστασίας και συγχύσεως. Είναι ακριβώς οι απροσδόκητες και ψυχολογικά και λογικά ανεξήγητες επιστροφές ανθρώπων από την άρνηση και την πεισματική απιστία στην πίστη χάρις στην Ανάσταση τού Χριστού».
Σύγχρονες μεταστροφές απίστων
Υπάρχουν πάρα πολλές, υπάρχουν εκατομμύρια τέτοιες περιπτώσεις και θα αναφέρουμε μονάχα τις περιπτώσεις διασήμων ανθρώπων τού πνεύματος, οι οποίοι διετέλεσαν άπιστοι και έγιναν πιστοί.
Υπήρχε στην Αγγλία ο Καθηγητής Joad, Καθηγητής τής Φιλοσοφίας από τους πιο γνωστούς, ο οποίος ήταν τόσο πολύ φανατικός στην άρνηση, ώστε δεν άφηνε ευκαιρία, με τον γραπτό λόγο αλλά και με μία σειρά από εβδομαδιαίες ομιλίες στο αγγλικό ραδιόφωνο με τίτλο «ο Joad και ο Θεός», να υποστηρίζη την ανακρίβεια τού Ευαγγελίου. Αυτό έκανε ο Joad μελετώντας ακριβώς την Αγία Γραφή, για να παρουσιάσει επιχειρήματα. Ο ίδιος όμως από μόνος του χωρίς καμία επίδραση πείσθηκε ότι το αντίθετο από όσα κήρυσσε ήτο αλήθεια και σε μεγάλη ηλικία παρουσιάσθηκε αιφνιδίως και είπε ότι «όσα πίστευα ήταν ψέμα», και αγωνίσθηκε σαν τον Θωμά και εκήρυξε σ’ όλο τον κόσμο ότι ο Χριστός είναι πραγματικά ο Κύριος και Θεός. Στον 18ον αιώνα, όπως ανέφερα, είχε φθάσει η άρνηση στο κορύφωμά της. Και στην Αγγλία, λέει ο Montesquieu ότι, εάν ένας άνθρωπος πει σε οποιονδήποτε κύκλο μορφωμένων ανθρώπων ότι πιστεύει, δεν γίνεται υποδεκτός με τίποτε άλλο παρά με γέλια και καγχασμούς.
Την εποχή εκείνη δύο μορφωμένοι νέοι από το Πανεπιστήμιο τής Οξφόρδης έβαλαν για σκοπό τής ζωής τους να συγγράψουν δύο συγγράμματα, για να αποδείξουν ο πρώτος ότι η επιστροφή τού Παύλου δεν οφείλεται σε πίστη, σε αληθινή πίστη, και ο δεύτερος ότι η Ανάσταση τού Χριστού ήτο ψέμα.
Ο πρώτος, ο Λόρδος Lytletton μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα επέστρεψε με ένα κείμενο που απεδείκνυε ότι η συνάντησης τού Παύλου με τον αναστημένο Χριστό είχε πραγματικά συμβεί στο δρόμο τής Δαμασκού. Και ο άλλος, ο Gilbert West έγραψε ολόκληρο σύγγραμμα το οποίο ονομάζει «Παρατηρήσεις επί τής Ιστορίας και των Ενδείξεων τής Αναστάσεως τού Χριστού» και περιέχει μία σωρεία από επιχειρήματα, πολλά περισσότερα από όσα εγώ σας παρουσίασα τώρα, λογικότατα επιχειρήματα για την αλήθεια τής Αναστάσεως.
Θα έχετε ακούσει ίσως ότι το πλέον διάσημο σατυρικό περιοδικό παγκοσμίως είναι το «PUNCH». Επί έτη εκδότης τού Punch υπήρξε ο Muggeridge, πνεύμα οξύ και σκωπτικό, ο οποίος δεν δίσταζε να διακηρύττει την απιστία του. Μια επίσκεψις εν τούτοις εις τους Αγίους Τόπους κατέληξε εις αποτέλεσμα αντίθετο εκείνου το οποίον ανέμενε και επεδίωκε ο Muggeridge. Αντί να κομίσει αποδείξεις ότι η πεποίθησης στο θάνατο και την Ανάσταση τού Ιησού Χριστού είναι ένας μύθος, επέστρεψε με την ακλόνητο πεποίθησιν για την αλήθεια τής Χριστιανικής πίστεως και με μια τέτοια ψυχική μεταστροφή, ώστε έγινε σήμερα ένας από τους κυριότερους ηγέτες τού Χριστιανικού κινήματος στη Μ. Βρετανία. στο περίφημο «Φεστιβάλ τού Φωτός». Στην πολυάριθμη αυτή συγκέντρωση στην Πλατεία TRAFALGAR τού Λονδίνου, ο Muggeridge ήταν εκείνος ο οποίος καυτηρίασε και κάλεσε σε αφύπνιση και αγώνα εναντίον τής χυδαιότητας και τής παρακμής εις την οποίαν οδηγεί η απιστία.
Ίσως όμως πραγματικά για εκείνον που θέλει να κουράσει την σκέψη του, αυτό είναι πραγματικά ανάγκη γύρω από το θέμα αυτό, ίσως το πιο χαρακτηριστικό λογικό μνημείο είναι το έργο του νομικού Morison. Αυτός από μικρή ηλικία, από παιδική ηλικία είχε διαβάσει από τους Κριτικούς τής Γερμανικής Σχολής, την Κριτική τής Αγ. Γραφής. Και είχε πλούσια οπλιστεί με επιχειρήματα κατά τής Χριστιανικής Θρησκείας και ξεκίνησε με τα επιχειρήματα αυτά να γράψει ένα βιβλίο που πραγματικά, λογικά θα έπειθε τον καθένα, ότι η Ανάστασις δεν είχε πραγματοποιηθεί. Και καθώς άρχισε να γράφει αυτό το βιβλίο, βρήκε ότι ήταν αδύνατο το βιβλίο αυτό να γραφή. Και όχι μονάχα ήταν αδύνατο να γραφή αλλά οι σκέψεις και τα λόγια τα οποία έγραφε οδηγούσαν τελείως στον αντίθετο στόχο.
Λέει ο ίδιος: «Η δύναμις των περιστάσεων με ανάγκαζε να γράφω κάτι το τελείως αλλιώτικο, όχι γιατί τα ίδια τα γεγονότα τα οποία μελέτησα άλλαξαν, γιατί είναι οριστικά αποτυπωμένα στις σελίδες τής ανθρώπινης ιστορίας, αλλά γιατί η ερμηνεία των γεγονότων αυτών είχε μέσα μου υποστεί μία μεταβολή εξ αιτίας τής επιμονής αυτών των ιδίων των γεγονότων».
Ο συγγραφέας ανακάλυψε μία ημέρα ότι όχι μονάχα δεν μπορούσε να γράψει το βιβλίο που είχε σχεδιάσει αλλά και ότι αν ήθελε, δεν μπορούσε. Και από αυτήν την προσπάθεια προέκυψε το πασίγνωστο βιβλίο τού Morison «Ποιος εκύλισε τον λίθο;» που έχει κυκλοφορήσει σε εκατομμύρια αντιτύπων και αποτελεί πραγματικά ένα μνημείο λογικής εργασίας όπου παίρνει όλες τις διεξόδους τής αμφιβολίας και τους κόβει τον δρόμο με τις ίδιες τις μαρτυρίες τής Αγ. Γραφής και με την λογική επάνω σ’ αυτές δέχεται να ασκήσει το έργο τής αμφισβητήσεως και που αποτυγχάνει.
Δίπλα σ’ αυτούς τους διανοουμένους θα ήτανε πραγματικά παρά πολύ τολμηρό να πω δυο λόγια για τον εαυτό μου.
Το λέω με απόλυτη συναίσθηση για την διαφορά σε ανάστημα και την διαφορά σε κύρος που με χωρίζει απ’ αυτούς. Όμως το χρωστώ σε σας, και το κάνω για πρώτη φορά, το χρωστώ σε σας που είσαστε τα αδέλφια μου, με τα οποία ζω τόσο έντονα την ζωή τού Πανεπιστημίου, να σας μαρτυρήσω, ότι έζησα τα τελευταία χρόνια τής γυμνασιακής μου ζωής και σχεδόν όλα τα χρόνια τής ζωής μου σαν φοιτητής μέσα στην άρνηση και στην αμφιβολία. Και να σας πω ότι δέχθηκα, μετά από πάρα πολλή μελέτη, το μήνυμα τής Αναστάσεως σαν αληθινό και όλη μου η ζωή, δεν είναι από μία σκοπιά, τίποτε άλλο, παρά ένα πύρωμα επάνω στην ακρίβεια τού κηρύγματος τής Αναστάσεως. Και έχω να σας πω ότι ούτε μια στιγμή, ούτε μια παρατήρησης μέσα στη ζωή μου, δεν παρέλειψε παρά να επιβεβαιώσει την αλήθεια τού κηρύγματος τού Ευαγγελίου, την αλήθεια τής Αναστάσεως τού Χριστού. Είναι αδύνατον λογικά, είναι αδύνατον ψυχολογικά να ζήσω ούτε μία στιγμή, μη πιστεύοντας στην Ανάσταση τού Χριστού. Και θέλω να καλέσω, σαν αδελφός προς αδελφούς, τον καθένα από σας, αν αυτό δεν έχει ολοκληρωτικά συμβεί στην ζωή σας, να πάρει την θέση αυτή και να δεχθεί απροκάλυπτα, τίμια, χωρίς φόβο, την Ανάσταση τού Χριστού σαν ένα γεγονός. Και να με βρει, αν θέλει, να συζητήσουμε, αν θέλει και να χαρούμε μαζί τα όσα θα επακολουθήσουν απ’ αυτό το άνοιγμα τής ψυχής στην Ανάσταση τού Χριστού.
Σας ευχαριστώ πολύ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Π. Τρεμπέλα: Ιησούς από Ναζαρέτ, Αθήναι, 1955.
2. Ε. Θεοδώρου: Η αιωνία αλήθεια, Αθήναι, 1960.
3. Ι. Αγαπίδη: Ο Ιησούς ενώπιον τής Ιουδαϊκής και Ρωμαϊκής δικαιοσύνης, Θεσσαλονίκη, 1969.
4. R. GUARDINI: Ο Κύριος, Ελλ. Μετάφρασις, Αθήναι, 1956, Τόμος Γ΄.
5. P. BARBET: LA PASSION DE JESUS CHRIST SELON DE CHIRURGIEN, RILLEN ET CIE, ISSOUDUN, 1950.
6. τού ιδίου: A DOCTOR AT CALVARY, P.J. KENNEDY, NEW YORK, 1953.
7. PR. J.N.D. ANDERSON: CHRISTIANITY THE WITNESS OF HISTORY, TYNDOLE PRESS LONDON, 1969.
8. τού ιδίου: EVIDENCE FOR THE RESURECTION, INTERVARSITY, PRESS LONDON, 1968.
9. F. MORISON: WHO MOVED THE STONE, BARNES AND NOBLE, NEW YORK, 1962.
10. J/YOUNG: THE CASE AGAINST CHRIST, FALCON BOOKS, LONDON, 1962.
11. K.N. TAYLOR: IS CHRISTIANITY CREDIBLE? INTERVARSITY PRESS, 1970.
Ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ
Καμπάνας ήχοι αρμονικοί,
γλυκοί, γοργοί, αναπαιστικοί,
ξυπνούν το μοναστήρι.
Και στης νυχτιάς τη σιγαλιά
σα μάτια ανοίγουν τα κελιά
ή πόρτα ή παραθύρι.
Το πνεύμα της αρχαίας μονής,
πνεύμα αγρυπνίας και προσμονής,
ξυπνά τους μοναχούς της.
Είναι φρουρός, και το φυλά
σα να βιγλίζει εκεί ψηλά
ο νέος καμπανοκρούστης.
Τώρα, απ’ την κάθε μια γωνιά
γλιστράνε μεσ’ στη σκοτεινιά
ψυχές που παν να προσκυνήσουν.
Για τη ματοβρεχτή μας γη
που σπαρταρά μεσ’ στη σφαγή
τον έλεο να ζητήσουν.
Στην εκκλησιά τη θολωτή
που στ’ όνειρό της ζει και αυτή,
θρόνοι και παραθρόνια
μας φέρνουν πάλι στα παλιά
(μαρμαρωμένε βασιλιά!)
στης προσευχής τα χρόνια.
Μεσ’ στους αιώνες που κυλούν,
τούτες οι πλάκες μας μιλούν
για κάποιο μεγαλείο,
κι είναι πανάρχαιο και ιερό,
κι είν’ αγιασμένο απ’ τον καιρό
προγονικό βιβλίο.
Μεσ’ στα στασίδια τους σκυφτές,
σεμνά θυμήματα του χτές,
̶ έπηξε η φλόγα στο καντήλι!
Μαυροντυμένες οι ψυχές
κάνουν τον πόνο τους ευχές
που ξεψυχούν στα χείλη.
Τρισένδοξη κληρονομιά
φέρνουν απάνω τους, μια – μια,
που τους λυγάει τον ώμο.
είναι βαρύ να περπατάς
και κάθε τόσο να κοιτάς
κάθετο μπρός το δρόμο.
Η νύχτα μάκρυνε πολύ,
̶ χειμώνας, και ξαναλαλεί
το γελασμένο ορνίθι.
και ξαναζούν στη σιγαλιά
ιδέες και πράγματα παλιά
θαμμένα μεσ’ στη λήθη.
Τα καντηλάκια στο Ιερό,
σα ναν’ από παλιό καιρό
κι απ’ άλλο μοναστήρι,
σταθήκαν στους αγίους μπροστά
̶ κόκκιν’ αστράκια γελαστά
πεσμένα στο ποτήρι.
Όλα σ’ αγγίζουν απαλά,
σεμνά κι αθώα και σιγαλά,
κι οι θόλοι στάζουνε γαλήνη.
Τέτοια γαλήνη ας απλωθεί,
κι όλου του κόσμου που πενθεί
τον πόνο ας απαλύνει!
Άγρυπνη μέσα μου, η ψυχή
ρουφά της χάρης τη βροχή
σα διψασμένο ελάφι,
και ζωντανεύουν ξαφνικά
κάποια θαμμένα μυστικά
κι ανοίγουν κάποιοι τάφοι.
Μέσα μου κάτι ξαναζεί
που μεγαλώσαμε μαζί
και το ‘χα λησμονήσει.
Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ, πολύ
που βάζεις μιαν ανατολή
μετά από κάθε δύση.
Να κι οι ψυχές μας π’ αγρυπνούν
και στ’ άγιο Δείπνο σου δειπνούν
απόψε, λατρευτέ μας.
Ακόμα δεν ξημέρωσε
κι είμαστε πάρωρα με Σε,
και θα ‘μαστε, Χριστέ μας!
Όρθρος δε χάραξε, κι εγώ
βάλθηκα να σε κυνηγώ
στους κάμπους και στα όρη.
Το σώμα στέκει˙ μα η ψυχή
βγήκε στο δρόμο ανήσυχη
σα μυροφόρα κόρη.
Βγήκε απ’ τη νύχτα, σκοτεινά,
γύρισε λόγγους και βουνά
για να σε συναντήσει,
ξυπόλητη να περπατά
και της Περσίας αρώματα
στον τάφο σου να χύσει.
Και να, βρεθήκαμε ξανά
σ’ αυτή τη σκοτεινή γωνιά
αντίκρυ απ’ τ’ άγιο Βήμα.
Ώ, τι χαρά σου να θωρείς
πως εκυλίστηκε νωρίς
ο λίθος απ’ το Μνήμα!
Ευλογητή ναν’ η στιγμή
που παίρνουν τέλος οι λυγμοί
και κάτι ορθρίζει εντός μου,
κάτι απ’ την άρρητην αυγή
π’ άστραψ’ ο τάφος σου στη γη,
Ήλιε και Φως του κόσμου.
Νεκρό θαρρούσα να τον βρω,
καθώς απάνω στο σταυρό
στερνή φορά τον είδα.
Κι ω των αγγέλων η χαρά,
πώς ήρθε μεσ’ στη συμφορά
η αναστημένη ελπίδα!
Στης εκκλησιάς τα τζαμωτά
σαν κάποιο φως λαφροπετά
Και κάποι’ αβέβαιη λάμψη.
μέρας προμήνυμα γλυκό,
και ψάλλουν το χερουβικό
με την πανάρχαια τάξη.
Κάποι’ αφροκαμώματα φτερά
σκορπούν του θόλου τα όνειρα
και στ’ Άγια φτερουγίζουν.
Στα παραμύθια του Ιερού
και στις δυό κόχες του χορού
τριανταφυλλιές ανθίζουν.
Τα μάρμαρα γυαλοκοπούν
και κάτι θέλουν να μου πουν
γι’ αυτό που τώρα νιώθουν,
ώς ν’ αποσώσουν οι ψυχές
τις απονύχτερες ευχές
του πιο κρυφού των πόθου.
Οι όψεις των αγίων γελούν
καθώς απάνω τους κυλούν
χαρούμενες οι αχτίνες.
Ως και οι μορφές οι ασκητικές
που δε γελάσανε ποτές
τώρα γελούν κι εκείνες!
Στην αγία Τράπεζα, το φως
τον ήλιο ξεπερνά καθώς
χτυπά στ’ άγιο Ποτήρι.
Κι ω θαύμα! Μέσα του κλειστός
ο αναστημένος μου Χριστός
καλεί σε πανηγύρι.
Ω Νικητή των νικητών
στο ρημαγμένο σπίτι αυτό
θα ΄ρθείς να κατοικήσεις;
Ωραίο, γλυκόλαλο πουλί,
στ’ αραχνιασμένο μου κελί
και πως θα κελαδήσεις;
«Ιδού θυσία μυστική…»
Κι είν’ η καρδιά μου νηστική
για φως, χαρά κι αλήθεια.
εσύ το ξέρεις πως πεινώ,
Συ μόνο βλέπεις το κενό
που κλείνω μεσ’ στα στήθια.
«Ιδού θυσία μυστική…»
Και ξημερώνει Κυριακή
κι όλα γιορτάζουν τώρα.
Ο μόσχος δίνεται πολύς,
κι Εσύ, Χριστέ, με προσκαλείς
στ’ ατίμητά σου δώρα.
Στην ανθισμένη μυγδαλιά
δε λένε τόσα τα πουλιά
όσα η καρδιά μου νιώθει.
Κι ουδέ μπορούν να σου τα πουν
τριγύρω σου ως φτεροκοπούν
οι ακοίμητοι μου πόθοι.
Γιατ’ είσαι απέραντα καλός,
πατέρας μου και δάσκαλος
και φίλος και αδερφός μου.
Μόνο το χέρι σου ας κρατώ,
και ρίχνομαι να περπατώ
στα πέρατα του κόσμου!
Ποιος θα μπορούσε να το πει
πώς τόσο γρήγορα οι καρποί
θα πρόβαιναν στους κλώνους;
Χαράς ανάβλυσαν πηγές
απ’ τις δικές σου τις πληγές
κι απ’ τους δικούς σου πόνους.
Με τη δική σου τη θανή
διάπλατ’ ανοίξαν οι ουρανοί,
κι απ’ το δικό σου μνήμα
ζωή καινούργια ξεχειλά
όπως ροχθίζει και κυλά
το ποντοπόρο κύμα.
Δεύτε πιστοί! Με την καρδιά
απλή κι αθώα σαν τα παιδιά,
την πανδαισία γευθείτε.
κι ως αναστήθηκε ο Χριστός,
όμοια κι ο λόγος του πιστός
κι εσείς θ’ αναστηθείτε.
Στην αναστάσιμη χαρά
φυτρώνουν μέσα μας φτερά,
κι αντάμα ξεκινάμε
για κάποιες χώρες μακρινές,
που τόσες γνώριμες φωνές
μας προσκαλούν να πάμε.
Όλοι μαζί! Κι είν’ η φωτιά
στην τρισευδαίμονη ματιά,
και λάμπει γύρω η πλάση.
Δόξα, ωσαννά στον πλαστουργό
πού ‘ρθε με λόγο και σταυρό
τον κόσμο ν’ αναπλάσει.
Τουτ’ η χαρούμενη πομπή
στα φωτοπάλατα θα μπει
με τα χρυσά στεφάνια,
κι η νικητήρια της κραυγή
θα συγκλονίσει όλη τη γη,
θα σείσει τα επουράνια.
Χριστός ανέστη! Τι ζητούν
τούτες οι κάργες που πετούν
και παν κατά τη Δύση;
Ποιος θα βρεθεί να τους το πει
πως η φυγή φέρνει ντροπή,
και ποιος θα τις γυρίσει;
Ανάσταση ‘ναι. Κι η ψυχή
δε νιώθει τώρα μοναχή
καθώς εχτές και πρώτα.
Κάποιος βαδίζει στο πλευρό,
της απαλαίνει το σταυρό,
σπογγίζει τον ιδρώτα.
Το βάρος έχει μοιραστεί,
και τον ξεκάμαν το ληστή
που σπερνέ ολούθε τρόμο.
Κάποιος πονόψυχος φτωχός
διαβάτης της Ιεριχώς
λευτέρωσε το δρόμο.
Χριστός ανέστη! Το χαρτί
σκίστηκε πάνω στη γιορτή
κι ο άνεμος το πήρε.
Πάτε παλιοί λογαριασμοί,
μαύρης βλαστήμιας πειρασμοί
και λογισμοί συ, στείρε.
Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η αγράμπελη μοσκοβολά
κι η πασχαλιά ευωδιάζει.
Πήδα και χόρευε ψυχή
που σ’ έλιωσ’ η απαντοχή
και το πικρό μαράζι.
Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η θάλασσα παιζογελά
κι ανθίζουν οι κήποι εντός μου.
Πλάκες, που στέκατε βαριές
στα μνήματα και στις καρδιές,
σας έσπασε ο Χριστός μου!
Βερίτης Γεώργιος
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος:
Λόγος Α΄ - Εις το Άγιον Πάσχα και εις την βραδύτητα
1. Ημέρα αναστάσεως και αρχή δεξιά! Ας λάμψουμε από χαρά για την εορτή, και ας αγκαλιάσουμε ο ένας τον άλλο! Ας πούμε, αδερφοί, όχι μόνο εις εκείνους οι οποίοι από αγάπη μας έχουν ευεργετήσει ή έχουν ευεργετηθεί από εμάς, αλλά και σε εκείνους οι οποίοι μας μισούν. ας συγχωρήσουμε τα πάντα με την ευκαιρία με της αναστάσεως·
ας δώσουμε συγχώρηση ο ένας στον άλλο, και εγώ ο οποίος έχω τυραννηθεί από την καλή τυραννία των επαίνων σας – αυτό σας το ομολογώ τώρα – και σεις οι οποίοι έχετε ασκήσει την καλή αυτή τυραννία, εάν με κατηγορείτε για την βραδυπορία μου, επειδή βεβαίως η βραδυπορία αυτή είναι καλύτερη και πολυτιμότερη για τον Θεό από την βιασύνη άλλων.
Διότι είναι καλό και να διστάζουμε για λίγο να δεχθούμε την κλήση του Θεού, όπως έκανε ο Μωυσής παλαιότερα και ο Ιερεμίας αργότερα, αλλά και να τρέχουμε με προθυμία όταν μας καλεί, όπως ο Ααρών και ο Ησαΐας, αρκεί μόνο να τα κάνουμε με ευσέβεια και τα δύο, να διστάζουμε δηλαδή εξ αιτίας της αδυναμίας της φύσεως μας, και να σπεύδουμε με προθυμία εξ αιτίας της δυνάμεως εκείνου ο οποίος μας καλεί.
2. Μυστήριο με έχει καλέσει, και ενώπιον του μυστηρίου δίστασα για λίγο, για να εξετάσω τον εαυτό μου. Με την ευκαιρία μυστηρίου παρουσιάζομαι πάλι, χρησιμοποιώντας ως καλή σύμμαχο της δειλίας και της αδυναμίας μου την εορτή, για να ανακαινίσει και εμένα με το πνεύμα εκείνος ο οποίος αναστήθηκε σήμερα από τους νεκρούς και αφού με ενδύσει με τον νέο άνθρωπο να με παραδώσει στην νέα δημιουργία, σ’ εκείνους οι οποίοι έχουν γεννηθεί από τον Θεό, ως καλό δημιουργό και διδάσκαλο, ο οποίος με προθυμία αποθνήσκει και ανίσταται μαζί με τον Χριστό.
3. Χθες σφαζόταν το αρνίο και αλείφονταν οι παραστάτες των θυρών και θρήνησε η Αίγυπτος τα πρωτότοκα και πέρασε από κοντά μας ο εξολοθρευτής χωρίς να μας πειράξει, επειδή η σφραγίδα ήταν φοβερή και σεβαστή, και είχαμε περιτειχισθεί από το τίμιο αίμα. Σήμερα έχουμε φύγει ολότελα από την Αίγυπτο και έχουμε απαλλαγεί από τον Φαραώ, τον φοβερό ηγεμόνα, και από τους σκληρούς επιστάτες, και από τον πηλό και την κατασκευή πλίνθων, και δεν θα μας εμποδίσει κανείς να πανηγυρίσουμε στον Θεό μας εορτή για την έξοδο και να εορτάσουμε «όχι με την παλαιά ζύμη της κακίας και της πονηρίας αλλά με τα άζυμα της ειλικρινείας και της αληθείας», χωρίς να φέρουμε μαζί μας ούτε ίχνος από το άθεο αιγυπτιακό προζύμι.
4. Χθες σταυρωνόμουν μαζί με τον Χριστό και σήμερα δοξάζομαι μαζί του. Χθες νεκρωνόμουν, και σήμερα ζωοποιούμαι μαζί του. Χθες θαπτόμουν, και σήμερα ανίσταμαι μαζί του. Εμπρός ας προσφέρουμε καρπούς σ’ εκείνον ο οποίος έπαθε χάριν ημών και ανεστήθη. Ίσως νομίσετε ότι εννοώ χρυσό ή άργυρο ή υφάσματα ή διαφανείς και πολύτιμους λίθους, την ρευστή δηλαδή ύλη της γης, η οποία μένει κάτω, και της οποίας το μεγαλύτερο μέρος κατέχουν οι κακοί, οι οποίοι είναι δούλοι στα γήινα και στον κοσμοκράτορα διάβολο. Ας προσφέρουμε ως καρπούς τους εαυτούς μας, το πολυτιμότατο και το αγαπητότατο κτήμα του Θεού. Ας αποδώσουμε στην εικόνα το κατ’ εικόνα, ας κατανοήσουμε την αξία μας, ας τιμήσουμε το πρωτότυπο της εικόνας μας, ας γνωρίσουμε την δύναμη του μυστηρίου, και ας μάθουμε προς χάριν ποίου απέθανε ο Χριστός.
5. Ας γίνουμε όπως είναι ο Χριστός, επειδή και ο Χριστός έγινε όμοιος με εμάς. Ας γίνουμε Θεοί γι’ αυτόν, επειδή και εκείνος έγινε άνθρωπος προς χάριν μας. Έλαβε το χειρότερο για να μας δώσει το καλύτερο. Έγινε πτωχός για να πλουτίσουμε εμείς από την πτωχεία του. Έλαβε μορφή δούλου για να απολαύσουμε εμείς την ελευθερία. Κατέβηκε για να υψωθούμε. Υπέμεινε τους πειρασμούς για να νικήσουμε. Υπέμεινε την ατίμωση, για να μας δοξάσει. Απέθανε, για να μας σώσει, και ανέβηκε για να μας σύρει κοντά του από κάτω, όπου βρισκόμαστε ξαπλωμένοι και απονεκρωμένοι από την αμαρτία. Ας δώσει έκαστος τα πάντα! Ας προσφέρει τα πάντα σ’ εκείνον ο οποίος έδωσε τον εαυτόν Του ως λύτρον και αντάλλαγμα χάριν ημών! Δεν μπορεί δε να προσφέρει τίποτε καλύτερο από τον εαυτόν του, αφού θα έχει εννοήσει το μυστήριο και θα έχει γίνει όλα όσα έγινε εκείνος προς χάριν μας.
6. Και σε σας μεν, όπως βλέπετε, προσφέρει ποιμένα. Διότι τούτο ελπίζει και εύχεται και ζητεί από σας, οι οποίοι ποιμαίνεσθε, ο καλός ποιμήν, ο οποίος δίνει την ψυχή του για τα πρόβατα. Και σας δίνει τον εαυτό του όχι μία φορά αλλά δύο. Την ράβδο, η οποία στηρίζει το γήρας, την κάνει ράβδο του πνεύματος, και προσθέτει στον άψυχο ναό, τον έμψυχο, στον δε περικαλλή και ουράνιο τον οιονδήποτε, ο οποίος, όσο μικρός κι αν είναι, είναι γι’ αυτόν το πολυτιμότατο πράγμα και έχει συντελεσθεί με πολύ ιδρώτα και κόπους, θα μπορούσαμε δε να πούμε ότι αξίζει τους κόπους αυτούς. Και σας προσφέρει όλα τα δικά του (ω! πόσο μεγάλη είναι η μεγαλοψυχία του, ή για να το πούμε ορθότερα, η αγάπη του προς τα τέκνα!), το γήρας, τη νεότητα, τον ναό, τον αρχιερέα, τον κληροδότη και τους λόγους, τους οποίους ποθείτε. Και από τους λόγους αυτούς, όχι τους μάταιους, οι οποίοι πετούν στον αέρα και σταματούν στ’ αυτιά, αλλά εκείνους τους οποίους γράφει το πνεύμα και εντυπώνει σε λίθινες πλάκες, δηλαδή σε σαρκικές, και οι οποίοι δεν χαράσσονται στην επιφάνεια ούτε απαλείφονται εύκολα, αλλά εγχαράσσονται βαθιά μέσα με την χάρη και όχι με μελάνη.
7. Αυτά λοιπόν όλα σας τα προσφέρει ο σεμνός αυτός Αβραάμ, ο πατριάρχης, η τίμια και σεβάσμια κεφαλή, ο κάτοχος όλων των καλών, το υπόδειγμα της αρετής, η εκπλήρωση της ιεροσύνης, ο οποίος προσφέρει σήμερα ως εθελοντική θυσία στον Κύριο τον μονογενή υιόν του, τον οποίο είχε αποκτήσει κατόπιν της υποσχέσεως του Θεού. Σεις δε προσφέρετε στον Θεό και σε μας το ότι ποιμαίνεσθε καλώς με το να έχετε κατασκηνώσει σε τόπο δροσερό και να τρέφεστε με ύδωρ αναπαύσεως, να γνωρίζετε καλώς τον ποιμένα και να γνωρίζεστε από αυτόν, και να τον ακολουθείτε με την ελεύθερη θέλησή σας και να εισέρχεστε από την θύρα όταν σας καλεί ως ποιμένας, να μην ακολουθείτε δε ξένους, οι οποίοι έχουν πηδήσει και έχουν μπει στην αυλή κατά τρόπο ληστρικό και ύπουλο. Ούτε να ακούτε ξένη φωνή, η οποία σας παρασύρει το νου και σας απομακρύνει από την αλήθεια στα όρη και στις ερημιές και στα βάραθρα και στους τόπους τους οποίους δεν τους επισκέπτεται ο Κύριος, και η οποία απομακρύνει μεν από την υγιή πίστη στον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, στην μία δύναμη και Θεότητα (φωνή την οποία άκουγα πάντοτε και ακούν τα πρόβατά μου), και με λόγους ψευδείς και διεφθαρμένους κλέπτει και απομακρύνει από τον αληθινό και πρώτο ποιμένα. Είθε όλοι εμείς, και οι ποιμένες και το ποίμνιο, να βοσκώμεθα και να βόσκουμε μακριά από τους λόγους αυτούς, σαν να ήσαν δηλητηριώδες και θανάσιμο φυτό, με τρόπο ώστε να είμαστε όλοι ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό, στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνας των αιώνων, και τώρα και στην μετά θάνατο ζωή. Αμήν.
Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν
Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου
Καί πῶς εἶναι ἤ πῶς γίνεται μέσα μας ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί μέ αὐτήν ἡ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς. Ἐπίσης ποιό εἶναι τό μυστήριο αὐτῆς τῆς ἀναστάσεως. Λέχθηκε μετά τό Πάσχα, τή Δευτέρα τῆς δευτέρας ἑβδομάδος τοῦ Πάσχα.
1. Ἀδελφοί καί πατέρες, ἤδη τό Πάσχα, ἡ χαρμόσυνη ἡμέρα, πού προκαλεῖ κάθε εὐφροσύνη καί εὐτυχία, καθώς ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔρχεται τήν ἴδια ἐποχή τοῦ χρόνου πάντοτε, ἤ καλύτερα γίνεται κάθε ἡμέρα καί συνεχῶς μέσα σ᾿ αὐτούς πού γνωρίζουν τό μυστήριό της, ἀφοῦ γέμισε τίς καρδιές μας ἀπό κάθε χαρά καί ἀνεκλάλητη ἀγαλλίαση (Λουκ. 1, 14), ἀφοῦ ἔλυσε μαζί καί τόν κόπο ἀπό τήν πάνσεπτη νηστεία ἤ, γιά νά πῶ καλύτερα, ἀφοῦ τελειοποίησε καί συγχρόνως παρηγόρησε τίς ψυχές μας, γι᾿ αὐτό καί μᾶς προσκάλεσε ὅλους μαζί τούς πιστούς, ὅπως βλέπετε, σέ ἀνάπαυση καί εὐχαριστία, πέρασε. Ἄς εὐχαριστήσουμε λοιπόν τόν Κύριο, πού μᾶς διαπέρασε ἀπό τό πέλαγος (Σοφ. Σολ. 10, 18) τῆς νηστείας καί μᾶς ὁδήγησε μέ εὐθυμία στόν λιμένα τῆς ἀναστάσεώς Του. Ἄς τόν εὐχαριστήσουμε καί ὅσοι περάσαμε τό δρόμο τῆς νηστείας μέ θερμή πρόθεση καί ἀγῶνες ἀρετῆς, καί ὅσοι ἀσθένησαν στό μεταξύ ἀπό ἀδιαφορία καί ἀσθένεια ψυχῆς, ἐπειδή ὁ ἴδιος εἶναι πού δίνει μέ τό παραπάνω τά στεφάνια καί τούς ἄξιους μισθούς τῶν ἔργων τους σ᾿ ἐκείνους πού ἀγωνίζονται, καί πάλι αὐτός εἶναι πού ἀπονέμει τή συγγνώμη στούς ἀσθενέστερους ὡς ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος. Διότι βλέπει πολύ περισσότερο τίς διαθέσεις τῶν ψυχῶν μας καί τίς προαιρέσεις, παρά τούς κόπους τοῦ σώματος, μέ τούς ὁποίους γυμνάζομε τούς ἑαυτούς μας στήν ἀρετή, ἤ ἐπαυξάνοντας τήν ἄσκηση λόγω τῆς προθυμίας τῆς ψυχῆς ἤ ἐλαττώνοντας αὐτήν ἀπό τά σπουδαῖα ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος, καί σύμφωνα μέ τίς προθέσεις μας ἀνταποδίδει τά βραβεῖα καί τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος στόν καθένα, κάμνοντας κάποιον ἀπό τούς ἀγωνιζόμενους περίφημο καί ἔνδοξο ἤ ἀφήνοντάς τον ταπεινό καί ἔχοντα ἀκόμη ἀνάγκη ἀπό κοπιαστικότερη κάθαρση.
2. Ἀλλά ἄς δοῦμε, ἐάν νομίζετε, καί ἄς ἐξετάσομε καλῶς, ποιό εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας, τό ὁποῖο γίνεται μυστικῶς πάντοτε σέ ἐμᾶς πού θέλομε, καί πῶς μέσα μας ὁ Χριστός θάπτεται σάν σέ μνῆμα, καί πῶς ἀφοῦ ἑνωθεῖ μέ τίς ψυχές, πάλι ἀνασταίνεται, συνανασταίνοντας μαζί του καί ἐμᾶς. Αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός τοῦ λόγου.
3. Ὁ Χριστός καί Θεός μας, ἀφοῦ ὑψώθηκε στό σταυρό καί κάρφωσε (Κολ. 2, 14) σ᾿ αὐτόν τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου (Ἰω. 1, 25) καί γεύτηκε τό θάνατο (Ἐβρ. 2, 9), κατῆλθε στά κατώτατα μέρη τοῦ ἅδη (Ἐφ. 4, 9, Ψαλ. 85, 13). Ὅπως λοιπόν ὅταν ἀνῆλθε πάλι ἀπό τόν ἅδη εἰσῆλθε στό ἄχραντό Του σῶμα, ἀπό τό ὁποῖο ὅταν κατῆλθε ἐκεῖ δέν χωρίσθηκε καθόλου, καί ἀμέσως ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς καί μετά ἀπ᾿ αὐτό ἀνῆλθε στούς οὐρανούς μέ δόξα πολλή καί δύναμη (Ματθ. 24, 30, Λουκ. 21, 27), ἔτσι καί τώρα, ὅταν ἐξερχόμαστε ἐμεῖς ἀπό τόν κόσμο καί εἰσερχόμαστε μέ τήν ἐξομοίωση (Ρωμ. 6, 5, Β´ Κορ. 1, 5, Φιλ. 3, 10) τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου στό μνῆμα τῆς μετάνοιας καί ταπεινώσεως, αὐτός ὁ ἴδιος, κατερχόμενος ἀπό τούς οὐρανούς, εἰσέρχεται σάν σέ τάφο μέσα στό σῶμα μας καί, ἑνούμενος μέ τίς δικές μας ψυχές, τίς ἀνασταίνει, ἀφοῦ αὐτές ἦταν ὁμολογουμένως νεκρές, καί τότε δίνει τή δυνατότητα, σ᾿ αὐτόν πού ἀναστήθηκε ἔτσι μαζί μέ τόν Χριστό, νά βλέπει τή δόξα τῆς μυστικῆς του ἀναστάσεως.
4. Ἀνάσταση λοιπόν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ δική μας ἀνάσταση, πού βρισκόμαστε κάτω πεσμένοι. Διότι ἐκεῖνος, ἀφοῦ ποτέ δέν ἔπεσε στήν ἁμαρτία (Ἰω. 8, 46, Ἐβρ. 4, 15. 7, 26), ὅπως ἔχει γραφεῖ, οὔτε ἀλλοιώθηκε καθόλου ἡ δόξα του, πῶς θ᾿ ἀναστηθεῖ ποτέ ἤ θά δοξασθεῖ, αὐτός πού εἶναι πάντοτε ὑπερδοξασμένος καί πού διαμένει ἐπίσης πάνω ἀπό κάθε ἀρχή καί ἐξουσία (Ἐφ. 1, 21); Ἀνάσταση καί δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, ἡ δική μας δόξα, πού γίνεται μέσα μας μέ τήν ἀνάστασή Του, καί δείχνεται καί ὁρᾶται ἀπό ἐμᾶς. Διότι ἀπό τή στιγμή πού ἔκανε δικά του τά δικά μας, ὅσα κάμνει μέσα μας αὐτός, αὐτά ἀναγράφονται σ᾿ αὐτόν. Ἀνάσταση λοιπόν τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἕνωση τῆς ζωῆς. Διότι, ὅπως τό νεκρό σῶμα οὔτε λέγεται ὅτι ζεῖ οὔτε μπορεῖ νά ζεῖ, ἐάν δέν δεχθεῖ μέσα του τή ζωντανή ψυχή καί ἑνωθεῖ μέ αὐτήν χωρίς νά συγχέεται, ἔτσι οὔτε ἡ ψυχή μόνη της καί καθ᾿ ἑαυτήν μπορεῖ νά ζεῖ, ἐάν δέν ἑνωθεῖ μυστικῶς καί ἀσυγχύτως μέ τόν Θεό, πού εἶναι ἡ πραγματικά αἰώνια ζωή (Α´ Ἰω. 5, 20). Διότι πρίν ἀπό αὐτή τήν ἕνωση ὡς πρός τή γνώση καί ὅραση καί αἴσθηση εἶναι νεκρή, ἄν καί νοερά ὑπάρχει καί εἶναι ὡς πρός τή φύση ἀθάνατη. Διότι δέν ὑπάρχει γνώση χωρίς ὅραση, οὔτε ὅραση δίχως αἴσθηση.
Αὐτό πού λέγω σημαίνει τό ἑξῆς.Ἡ ὅραση καί μέσω τῆς ὁράσεως ἡ γνώση καί ἡ αἴσθηση (αὐτό τό ἀναφέρω γιά τά πνευματικά, διότι στά σωματικά καί χωρίς ὅραση ὑπάρχει αἴσθηση). Τί θέλω νά πῶ; Ὁ τυφλός ὅταν χτυπᾶ τό πόδι του σέ λίθο αἰσθάνεται, ἐνῶ ὁ νεκρός ὄχι. Στά πνευματικά ὅμως, ἐάν δέν φθάσει ὁ νοῦς σέ θεωρία τῶν ὅσων ὑπάρχουν πάνω ἀπό τήν ἔννοια, δέν αἰσθάνεται τή μυστική ἐνέργεια. Αὐτός λοιπόν πού λέγει, ὅτι αἰσθάνεται στά πνευματικά πρίν φθάσει σέ θεωρία αὐτῶν πού εἶναι ἐπάνω ἀπό τό νοῦ καί τό λόγο καί τήν ἔννοια, μοιάζει μέ τόν τυφλό στά μάτια, ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται βέβαια τά ὅσα ἀγαθά ἤ κακά παθαίνει, ἀγνοεῖ ὅμως τά ὅσα γίνονται στά πόδια ἤ στά χέρια του καθώς καί τά αἴτια ζωῆς ἤ θανάτου του. Διότι τά ὅσα κακά ἤ ἀγαθά τοῦ συμβαίνουν δέν τά ἀντιλαμβάνεται καθόλου, ἐπειδή εἶναι στερημένος ἀπό τήν ὀπτική δύναμη καί αἴσθηση, γι᾿ αὐτό, ὅταν πολλές φορές σηκώνει τήν ράβδο του ν᾿ ἀμυνθεῖ ἀπό τόν ἐχθρό, ἀντί ἐκεῖνον μερικές φορές χτυπᾶ μᾶλλον τόν φίλο του, ἐνῶ ὁ ἐχθρός στέκεται μπροστά στά μάτια του καί τόν περιγελᾶ.
5. Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀνθρώπους πιστεύουν στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅμως πολύ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού καί τήν βλέπουν καθαρά, καί αὐτοί βέβαια πού δέν τήν εἶδαν οὔτε νά προσκυνήσουν μποροῦν τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς ἅγιο καί Κύριο. Διότι λέγει, «κανένας δέν μπορεῖ νά πεῖ Κύριο τόν Ἰησοῦ, παρά μόνο μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιο»» (Α´ Κορ. 12, 3).καί ἀλλοῦ.«Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν πρέπει νά τόν προσκυνοῦν πνευματικά καί ἀληθινά»» (Ἰω. 4, 24). Καί ἀκόμη τό ἱερώτατο λόγιο, πού τό προφέρομε κάθε ἡμέρα, δέ λέγει, ̒Ἀνάσταση Χριστοῦ πιστεύσαντες᾽, ἀλλά τί λέγει; «Ἀνάσταση Χριστοῦ θεασάμενοι, ἄς προσκυνήσομε ἅγιο Κύριον Ἰησοῦν, πού εἶναι ὁ μόνος ἀναμάρτητος»». Πῶς λοιπόν μᾶς προτρέπει τώρα τό Πνεῦμα τό ἅγιο νά λέμε (σάν νά εἴδαμε αὐτήν πού δέν εἴδαμε) «Ἀνάσταση Χριστοῦ θεασάμενοι»», ἐνῶ ἀναστήθηκε ὁ Χριστός μιά φορά πρίν ἀπό χίλια (Ὁ Συμεών ὁ Νεός Θεολόγος ἔζησε τέλη 10ου καί ἀρχές 11ου αἰῶνος, δηλ. χίλια χρόνια περίπου μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου) ἔτη καί οὔτε τότε τόν εἶδε κανένας νά ἀνασταίνεται; Ἄραγε μήπως ἡ θεία Γραφή θέλει νά ψευδόμαστε; Μακριά μιά τέτοια σκέψη.ἀντίθετα συνιστᾶ μᾶλλον νά λέμε τήν ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή μέσα στό καθένα ἀπό μᾶς τούς πιστούς γίνεται ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί αὐτό ὄχι μία φορά, ἀλλά κάθε ὥρα, ὅπως θά ἔλεγε κανείς, ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης Χριστός ἀνασταίνεται μέσα μας, λαμπροφορώντας καί ἀπαστράπτοντας τίς ἀστραπές τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς θεότητος. Διότι ἡ φωτοφόρα παρουσία τοῦ Πνεύματος μᾶς ὑποδεικνύει τήν ἀνάσταση τοῦ Δεσπότη, πού ἔγινε τό πρωί (Ἰω. 21, 4), ἤ καλύτερα μᾶς ἐπιτρέπει νά βλέπομε τόν ἴδιο ἐκεῖνον τόν ἀναστάντα. Γι᾿ αὐτό καί λέμε.«Θεός εἶναι ὁ Κύριος καί φανερώθηκε σέ μᾶς»» (Ψαλμ. 117, 27), καί ὑποδηλώνοντας τή Δευτέρα παρουσία του λέμε συμπληρωματικά τά ἑξῆς. «εὐλογημένος εἶναι αὐτός πού ἔρχεται στό ὄνομα τοῦ Κυρίου»» (Ψαλμ. 117, 26). Σέ ὅποιους λοιπόν φανερωθεῖ ὁ ἀναστημένος Χριστός, ὁπωσδήποτε φανερώνεται πνευματικῶς στά πνευματικά τους μάτια. Διότι, ὅταν ἔλθει μέσα μας διά τοῦ Πνεύματος, μᾶς ἀνασταίνει ἀπό τούς νεκρούς καί μᾶς ζωοποιεῖ καί μᾶς ἐπιτρέπει νά τόν βλέπομε μέσα μας αὐτόν τόν ἴδιο ὅλον ζωντανό, αὐτόν τόν ἀθάνατο καί ἄφθαρτο, καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά καί μᾶς δίνει τή χάρη νά γνωρίζομε εὐκρινῶς ὅτι συνανασταίνει (Ἐφ. 2, 6) καί συνδοξάζει (Ρωμ. 8, 17) καί ἐμᾶς μαζί του, ὅπως μαρτυρεῖ ὅλη ἡ θεία Γραφή.
6. Αὐτά λοιπόν εἶναι τά μυστήρια τῶν Χριστιανῶν, αὐτή εἶναι ἡ κρυμμένη μέσα τους δύναμη τῆς πίστεώς μας, τήν ὁποία οἱ ἄπιστοι ἤ δύσπιστοι, ἤ καλύτερα νά πῶ ἡμίπιστοι, δέν βλέπουν, οὔτε βέβαια μποροῦν καθόλου νά τή δοῦν. Καί ἄπιστοι, δύσπιστοι καί ἡμίπιστοι εἶναι αὐτοί πού δέν φανερώνουν τήν πίστη μέ τά ἔργα (Ἰάκ. 2, 18). Διότι χωρίς ἔργα πιστεύουν καί οἱ δαίμονες (Ἰάκ. 2, 19) καί ὁμολογοῦν ὅτι εἶναι Θεός ὁ Δεσπότης Χριστός. «Σέ γνωρίζομε»» (Μάρκ. 1, 24, Λουκ. 4, 34), λένε, «ἐσένα τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ»» (Ματθ. 8, 29).καί ἀλλοῦ.«αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου»» (Πραξ. 16, 17). Ἀλλ᾿ ὅμως οὔτε τούς δαίμονες οὔτε τούς ἀνθρώπους αὐτούς θά τούς ὠφελήσει ἡ τέτοια πίστη. Διότι δέν ὑπάρχει κανένα ὄφελος ἀπό τέτοια πίστη, ἐπειδή εἶναι νεκρή κατά τόν θεῖο ἀπόστολο. Διότι λέγει, «ἡ πίστη χωρίς τά ἔργα εἶναι νεκρή»» (Ἰάκ. 2, 26), ὅπως καί τά ἔργα χωρίς τήν πίστη. Πῶς εἶναι νεκρή; Ἐπειδή δέν ἔχει μέσα της τόν Θεό πού τή ζωογονεῖ (Α´ Τιμ. 6, 13), ἐπειδή δέν ἀπέκτησε μέσα της ἐκεῖνον πού εἶπε.«αὐτός πού μέ ἀγαπᾶ θά τηρήσει τίς ἐντολές μου»» (Ἰω. 14, 21.23), «καί ἐγώ καί ὁ Πατέρας μου θά ἔλθομε καί θά κατοικήσομε μέσα του»» (Ἰω. 14, 23), γιά νά ἐξαναστήσει μέ τήν παρουσία του ἀπό τούς νεκρούς αὐτόν πού τήν κατέχει καί νά τόν ζωοποιήσει καί νά τοῦ ἐπιτρέψει νά δεῖ μέσα του καί αὐτόν πού ἀναστήθηκε καί αὐτόν πού ἀνέστησε.
Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ λοιπόν εἶναι νεκρή ἡ τέτοια πίστη, ἤ καλύτερα νεκροί εἶναι αὐτοί πού τήν κατέχουν χωρίς ἔργα. Διότι ἡ πίστη στόν Θεό πάντα ζεῖ καί ἐπειδή εἶναι ζῶσα ζωοποιεῖ αὐτούς πού προσέρχονται ἀπό ἀγαθή πρόθεση καί τήν ἀποδέχονται, ἡ ὁποία καί ἔφερε πολλούς ἀπό τό θάνατο στή ζωή καί πρίν ἀπό τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν καί τούς ὑπέδειξε τόν Χριστό καί Θεό. Καί θά ἦταν δυνατό, ἐάν ἔμεναν πιστοί στίς ἐντολές του καί τίς φύλαγαν μέχρι θανάτου (Φιλ. 2, 8), νά διαφυλαχθοῦν καί αὐτοί ἀπ᾿ αὐτές, ὅπως δηλαδή ἔγιναν ἀπό μόνη τήν πίστη. Ἐπειδή ὅμως μεταστράφηκαν, ὅπως τό στραβό τόξο (Ψαλμ. 77, 57), καί ἀκολούθησαν τίς προηγούμενες πράξεις τους, εὔλογα ἀμέσως βρέθηκαν νά ἔχουν ναυαγήσει ὡς πρός τήν πίστη (Α´ Τιμ. 1, 19) καί δυστυχῶς στέρησαν τούς ἑαυτούς τους ἀπό τόν ἀληθινό πλοῦτο, πού εἶναι ὁ Χριστός ὁ Θεός.
Γιά νά μή πάθομε λοιπόν καί ἐμεῖς αὐτό τό πρᾶγμα, ζητῶ νά τηρήσομε μέ ὅση δύναμη ἔχομε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, γιά ν᾿ ἀπολαύσομε καί τά παρόντα καί τά μέλλοντα ἀγαθά, ἐννοῶ δηλαδή αὐτήν τήν ἴδια τή θέα τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία εἴθε νά ἐπιτύχομε ὅλοι μας μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Γένοιτο.
Αναδημοσίευση από: http://www.imkby.gr
Τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν
Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
1. Εἶναι κατάλληλη στιγμή σήμερα ν᾿ ἀναφωνήσουμε ὅλοι ἐμεῖς ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ μακάριος Δαυΐδ.«Ποιός μπορεῖ νά διηγηθεῖ τή δύναμη τοῦ Κυρίου, νά ἐξυμνήσει ὅλες τίς δόξες του;» (Ψαλμ. 105, 2). Νά λοιπόν ἔφθασε ἡ ποθητή γιά μᾶς καί σωτήρια ἑορτή, ἡ ἀναστάσιμη ἡμέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, ἡ ἀφορμή τῆς συμφιλίωσης, ἡ ἐξαφάνιση τῶν πολέμων, ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου, ἡ ἥττα τοῦ διαβόλου. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀναμείχθηκαν μέ τούς ἀγγέλους καί αὐτοί πού ἔχουν σῶμα προσφέρουν τή δοξολογία τους μαζί μέ τίς ἀσώματες δυνάμεις. Σήμερα καταργεῖται ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου, σήμερα λύθηκαν τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐξαφανίσθηκε ἡ νίκη τοῦ ἅδη. Σήμερα εἶναι εὐκαιρία νά ποῦμε τά προφητικά ἐκεῖνα λόγια. «Ποῦ εἶναι, θάνατε, τό κεντρί σου; ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ νίκη σου;» (Α´ Κορ. 15, 55). Σήμερα ὁ Κύριός μας ὁ Χριστός συνέτριψε τίς χάλκινες πύλες καί ἐξαφάνισε τόν ἴδιο τό θάνατο.
Καί γιατί λέγω τόν ἴδιο τό θάνατο; Ἄλλαξε τό ὄνομά του, γιατί δέ λέγεται πιά θάνατος, ἀλλά κοίμηση καί ὕπνος. Γιατί πρίν ἀπό τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ καί τή φροντίδα του γιά τόν ἄνθρωπο μέ τή σταύρωσή Του, ἦταν φοβερό καί τό ἴδιο τό ὄνομα τοῦ θανάτου. Γιατί ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἀφοῦ δημιουργήθηκε, καταδικαζόταν ν᾿ ἀκούει αὐτό, σάν μιά κάποια μεγάλη τιμωρία.«Τήν ἡμέρα πού θά φάγεις, θά πεθάνεις ὁπωσδήποτε» (Γέν. 2, 17). Καί ὁ μακάριος Ἰώβ μ᾿ αὐτό τό ὄνομα τόν ὀνόμασε, λέγοντας.«Ὁ θάνατος εἶναι ἀνάπαυση στόν ἄνθρωπο» (Ἰώβ 3, 23). Καί ὁ προφήτης Δαυΐδ ἔλεγε.«Ὁ θάνατος τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι κακός» (Ψαλμ. 33, 22). Καί ὀνομαζόταν ὄχι μόνο θάνατος ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἀλλά καί ἅδης. Ἄκουσε λοιπόν τόν πατριάρχη Ἰακώβ πού λέγει.«Θά κατεβάσετε τά γηρατειά μου μέ λύπη στόν ἅδη» (Γεν. 42, 38). Ἄκουσε πάλι τόν προφήτη.«Ἄνοιξε πολύ τό στόμα του ὁ ἅδης» (Ἠσ. 5, 14). Καί ἄκουσε πάλι ἄλλον προφήτη πού λέγει.«Θά μέ σώσει ἀπό τόν κατώτατο ἅδη» (Ψαλμ. 85 13). Καί σέ πολλά σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης θά βρεῖς νά ὀνομάζεται θάνατος καί ἅδης ἡ ἀναχώρηση ἀπό τήν παρούσα ζωή. Ἀφ᾿ ὅτου ὅμως ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, προσφέρθηκε θυσία καί ἀναστήθηκε, ἔβγαλε ἀπό τή μέση καί αὐτές τίς ὀνομασίες ὁ φιλάνθρωπος Κύριος καί ἔφερε καινούρια καί παράξενη συμπεριφορά στή ζωή μας. Γιατί ἀντί γιά θάνατος λέγεται στό ἑξῆς κοίμηση καί ὕπνος ἡ ἀναχώρηση ἀπό τήν παρούσα ζωή.
Καί ἀπό ποῦ εἶναι φανερό αὐτό; Ἄκουσε τόν ἴδιο τό Χριστό πού λέγει.«Ὁ φίλος μας Λάζαρος ἔχει κοιμηθεῖ, ὅμως πηγαίνω νά τόν ξυπνήσω» (Ἰω. 11, 11). Ὅπως λοιπόν εἶναι εὔκολο σ᾿ ἐμᾶς νά ξυπνήσουμε καί νά σηκώσουμε ἐπάνω ἐκεῖνον πού κοιμᾶται, ἔτσι καί στόν Κύριο ὅλων μας εἶναι εὔκολο τό νά ἀναστήσει νεκρό. Καί ἐπειδή ἦταν καινούρια καί παράξενα τά λόγια του, οὔτε οἱ μαθητές τά κατάλαβαν, ὥσπου συγκαταβαίνοντας στήν ἀδυναμία τους τά εἶπε πιό καθαρά. Καί ὁ διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης, ὁ μακάριος Παῦλος, γράφοντας στούς Θεσσαλονικεῖς, λέγει.«Δέ θέλω νά ἔχετε ἄγνοια γιά ἐκείνους πού ἔχουν κοιμηθεῖ, γιά νά μή λυπᾶστε, ὅπως καί οἱ ἄλλοι πού δέν ἔχουν ἐλπίδα» (Α´ Θεσ. 4, 13). Καί ἀλλοῦ πάλι.«Συνεπῶς καί ἐκεῖνοι πού κοιμήθηκαν μέ τήν πίστη στό Χριστό, χάθηκαν» (Α´ Κορ. 15, 18). Καί πάλι.«Ἐμεῖς οἱ ζωντανοί, πού ἀπομείναμε στή ζωή, δέ θά προφθάσουμε ἐκείνους πού κοιμήθηκαν» (Α´ Θεσ. 4, 15). Καί ἀλλοῦ πάλι λέγει.«Γιατί ἄν πιστεύουμε καί ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καί ἀναστήθηκε, ἔτσι πρέπει νά πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός θά φέρει μαζί του ἐκείνους πού κοιμήθηκαν» (Α´ Θεσ. 4, 14).
2. Εἶδες ὅτι παντοῦ ἀπό τότε ὁ θάνατος ὀνομάζεται κοίμηση καί ὕπνος; καί ὅτι ἐκεῖνος πού πρίν εἶχε φοβερό ὄνομα, τώρα γίνεται εὐκαταφρόνητος μετά τήν ἀνάσταση; Εἶδες ὅτι εἶναι λαμπρό τό τρόπαιο τῆς ἀνάστασης; Μέ αὐτήν ἔχουν ἔρθει σ᾿ ἐμᾶς τά ἄπειρα ἀγαθά, μέ αὐτήν διαλύθηκε ἡ ἀπάτη τῶν δαιμόνων, μέ αὐτήν περιγελοῦμε τό θάνατο. Μέ τήν ἀνάσταση περιφρονοῦμε τήν παρούσα ζωή, μέ αὐτήν ἐπιθυμοῦμε σφοδρά τά μέλλοντα ἀγαθά. Μέ αὐτήν, ἐνῶ ἔχουμε σῶμα, δέν ἔχουμε τίποτε λιγότερο ἀπό τίς ἀσώματες δυνάμεις, ἐάν θέλουμε. Σήμερα ἔγινε ἡ λαμπρή μας νίκη. Σήμερα ὁ Κύριός μας, ἀφοῦ ἔστησε τό τρόπαιο τῆς νίκης του ἐναντίον τοῦ θανάτου καί διέλυσε τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, μᾶς χάρισε μέ τήν ἀνάστασή του τό δρόμο γιά τή σωτηρία μας. Ἄς χαιρόμαστε λοιπόν ὅλοι, ἄς χορεύουμε, ἄς εὐφραινόμαστε. Γιατί, ἄν καί ὁ Κύριός μας νίκησε καί ἔστησε τό τρόπαιο, εἶναι δική μας ὅμως ἡ εὐφροσύνη καί ἡ χαρά. Γιατί ὅλα τά ἔκαμε γιά τήν δική μας σωτηρία, καί μέ ἐκεῖνα τά μέσα πού μᾶς πολέμησε ὁ διάβολος, μέ τά ἴδια τόν νίκησε ὁ Χριστός.
Τά ἴδια τά ὅπλα πῆρε ὁ Χριστός, καί μέ αὐτά τόν νίκησε. Καί ἄκουσε μέ ποιό τρόπο. Ἡ παρθένος καί τό ξύλο καί ὁ θάνατος ἦταν τά σύμβολα τῆς ἥττας μας. Καί πράγματι ἡ Εὔα ἦταν παρθένος, ἀφοῦ δέ γνώριζε ἀκόμη ἄνδρα, ὅταν ἐξαπατήθηκε. Ξύλο ἦταν τό δένδρο, θάνατος ἡ τιμωρία στόν Ἀδάμ. Εἶδες πῶς τά σύμβολα τῆς ἥττας μας ἦταν παρθένος καί ξύλο καί θάνατος; Πρόσεχε λοιπόν πῶς αὐτά ἔγιναν πάλι τά σύνεργα τῆς νίκης μας. Στή θέση τῆς Εὔας εἶναι ἡ Μαρία. Στή θέση τοῦ ξύλου γιά τή γνώση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, εἶναι τό ξύλο τοῦ σταυροῦ. Στή θέση τοῦ θανάτου τοῦ Ἀδάμ, εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου. Εἶδες ὅτι μ᾿ αὐτά πού μας νίκησε, μέ τά ἴδια νικήθηκε; Κοντά στό δένδρο νίκησε τόν Ἀδάμ ὁ διάβολος. Κοντά στό σταυρό νίκησε τό διάβολο ὁ Χριστός. Καί τό ξύλο ἐκεῖνο ἔστελνε στόν ἅδη, τό ξύλο ὅμως αὐτό, δηλαδή τό ξύλο τοῦ σταυροῦ, ξανάφερε πάλι ἀπό τόν ἅδη καί αὐτούς πού πέθαναν. Καί ἐκεῖνο ἔκρυβε τόν νικημένο σάν αἰχμάλωτο καί γυμνό, αὐτό ὅμως ἔδειχνε σ᾿ ὅλους τόν νικητή γυμνό, καρφωμένο στά ψηλά. Καί ὁ θάνατος τοῦ Ἀδάμ καταδίκαζε καί αὐτούς πού ἔζησαν ὕστερα ἀπό αὐτόν, ὁ θάνατος ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἀνάστησε πραγματικά καί αὐτούς πού ἔζησαν πρίν ἀπό αὐτόν. «Ποιός μπορεῖ νά διηγηθεῖ τή δύναμη τοῦ Κυρίου, νά ἐξυμνήσει ὅλες τίς δόξες του;». Ἀπό θνητοί ἔχουμε γίνει ἀθάνατοι, ἀπό νεκροί ἀναστηθήκαμε, ἀπό νικημένοι γίναμε νικητές.
3. Αὐτά εἶναι τά κατορθώματα τοῦ σταυροῦ, αὐτά ἀποτελοῦν τήν πιό μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀνάστασης. Σήμερα χορεύουν οἱ ἄγγελοι καί ἀγάλλονται ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἐπειδή χαίρονται γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Γιατί, ἄν γίνεται χαρά στόν οὐρανό καί τή γῆ, ὅταν μετανοεῖ ἕνας ἁμαρτωλός, πολύ περισσότερο θά γίνεται γιά τή σωτηρία ὅλης τῆς οἰκουμένης. Σήμερα ἀφοῦ ἐλευθέρωσε τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, τό ξανάφερε στήν προηγούμενη τιμητική του θέση. Ὅταν λοιπόν δῶ ὅτι ἡ ἐκλεκτή προσφορά μας νίκησε τόσο πολύ τό θάνατο, δέ φοβοῦμαι πιά, δέν τρέμω πιά τόν πόλεμο. Οὔτε βλέπω στήν ἀδυναμία μου, ἀλλά προσέχω στήν ἀνέκφραστη δύναμη ἐκείνου πού πρόκειται νά γίνει σύμμαχός μου. Γιατί ἐκεῖνος πού νίκησε τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου καί τοῦ ἀφαίρεσε ὅλη του τή δύναμη, τί δέ θά κάμνει στό ἑξῆς γιά τό γένος πού εἶναι ὅμοιό του, τή μορφή τοῦ ὁποίου ἀπό τή μεγάλη του φιλανθρωπία θεώρησε ἄξιο νά πάρει, καί μ᾿ αὐτήν νά παλέψει μέ τό διάβολο; Σήμερα παντοῦ στήν οἰκουμένη ἐπικρατεῖ χαρά καί πνευματική εὐφροσύνη. Σήμερα ὅλοι οἱ ἄγγελοι καί ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἀγάλλονται γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Σκέψου λοιπόν, ἀγαπητέ μου, πόσο μεγάλη εἶναι ἡ χαρά, ἀφοῦ καί οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἑορτάζουν μαζί μας, γιατί χαίρονται μαζί μας γιά τά δικά μας ἀγαθά. Γιατί ἄν καί εἶναι δική μας ἡ χάρη πού ἔδωσε ὁ Κύριος, εἶναι ὅμως καί δική τους ἡ εὐχαρίστηση. Γι᾿ αὐτό δέν ντρέπονται νά ἑορτάσουν μαζί μας. Καί γιατί λέγω, ὅτι οἱ σύνδουλοί μας δέν ντρέπονται νά ἑορτάσουν μαζί μας; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, πού εἶναι δικός τους καί δικός μας, δέν ντρέπεται νά ἑορτάσει μαζί μας. Καί γιατί εἶπα, δέν ντρέπεται; Αὐτός μάλιστα ἐπιθυμεῖ νά ἑορτάσει μαζί μας. Ἀπό ποῦ εἶναι φανερό αὐτό; Ἄκουσε τόν ἴδιο πού λέγει.«Ἐπιθύμησα πολύ νά φάγω αὐτό τό Πάσχα μαζί σας» (Λουκ. 22, 15). Ἐάν ὅμως ἐπιθύμησε νά φάγει τό Πάσχα, εἶναι φανερό ὅτι ἐπιθυμεῖ καί νά ἑορτάσει μαζί μας. Ὅταν λοιπόν βλέπεις ὅτι ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι καί ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἀλλά καί ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων ἑορτάζει μαζί μας, τί σοῦ λείπει πιά γιά νά χαίρεσαι πολύ; Κανένας λοιπόν ἄς μήν εἶναι θλιμμένος σήμερα ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας του, γιατί σήμερα εἶναι ἑορτή πνευματική.
Ἄς μήν ὑπερηφανεύεται κανένας πλούσιος γιά τόν πλοῦτο του, γιατί δέν μπορεῖ νά προσφέρει τίποτε στήν ἑορτή αὐτή ἀπό τά χρήματά του. Στίς ἑορτές βέβαια ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐννοῶ τίς κοσμικές, ὅπου γίνεται μεγάλη ἐπίδειξη καί τῆς ἐξωτερικῆς περιβολῆς καί τῆς πολυτέλειας στά τραπέζια, δικαιολογημένα ἐκεῖ θά εἶναι ὁ φτωχός στενοχωρημένος καί θλιμμένος, καί ὁ πλούσιος χαρούμενος καί εὐχαριστημένος. Γιατί ὅμως; Γιατί ὁ πλούσιος φορᾶ λαμπρά ροῦχα καί προσφέρει πλουσιότερο τραπέζι, ὁ φτωχός ὅμως ἐμποδίζεται ἀπό τή φτώχεια του νά δείξει τήν ἴδια γενναιοδωρία. Ἐδῶ ὅμως δέ συμβαίνει τίποτε τέτοιο, ἀλλά λείπει κάθε τέτοια διάκριση καί ὑπάρχει ἕνα τραπέζι καί γιά τόν πλούσιο καί γιά τό φτωχό, καί γιά τό δοῦλο καί γιά τόν ἐλεύθερο. Καί ἄν εἶσαι πλούσιος, δέν ἔχεις τίποτε περισσότερο ἀπό τό φτωχό. Καί ἄν εἶσαι φτωχός, δέν ἔχεις τίποτε λιγότερο ἀπό τόν πλούσιο, οὔτε θά ἐλαττωθεῖ ἡ πνευματική σου εὐωχία ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας σου. Γιατί ἡ χάρη εἶναι τοῦ Θεοῦ καί δέν ξεχωρίζει τά πρόσωπα. Καί γιατί λέγω, ὅτι τό ἴδιο τραπέζι βρίσκεται μπροστά στόν πλούσιο καί στό φτωχό; Καί σ᾿ αὐτόν πού ἔχει τό βασιλικό στέμμα καί φορᾶ τή βασιλική πορφύρα, πού ἔχει ἀναλάβει τήν ἐξουσία τῆς οἰκουμένης, καί στό φτωχό πού κάθεται γιά ἐλεημοσύνη, ὑπάρχει τό ἴδιο τραπέζι.
Τέτοια λοιπόν εἶναι τά πνευματικά δῶρα. Δέ διαιροῦν τήν κοινωνία ἀνάλογα μέ τή διάθεση καί τίς σκέψεις τοῦ καθενός. Μέ τό ἴδιο θάρρος καί τήν ἴδια τιμή ὁρμοῦν καί ὁ βασιλιάς καί ὁ φτωχός γιά ν᾿ ἀπολαύσουν καί νά κοινωνήσουν τά θεῖα αὐτά μυστήρια. Καί γιατί λέγω, μέ τήν ἴδια τιμή; Πολλές φορές ὁ φτωχός ἔρχεται μέ περισσότερο θάρρος. Γιατί λοιπόν γίνεται αὐτό; Γιατί τό βασιλιά, πού εἶναι κυκλωμένος ἀπό φροντίδες καί περιστοιχισμένος ἀπό πολλά ζητήματα, σάν νά εἶναι μέσα σέ πέλαγος, ἔτσι ἀπό παντοῦ τόν κτυποῦν τά κύματα συνεχῶς καί τόν καταστρέφουν τά πολλά ἁμαρτήματα. Ὁ φτωχός ὅμως, ἀπαλλαγμένος ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, καί φροντίζοντας μόνο γιά τήν ἀπαραίτητη τροφή του, καί κάμνοντας μιά ἀμέριμνη καί ἥσυχη ζωή, σάν νά κάθεται σέ λιμάνι καί γαλήνη, πλησιάζει μέ πολλή εὐλάβεια τό τραπέζι.
4. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί ἀπό πολλά ἄλλα προέρχονται διάφορες στενοχώριες σ᾿ ἐκείνους πού ἀσχολοῦνται μέ τίς κοσμικές ἑορτές. Γιατί ἐκεῖ πάλι ὁ φτωχός εἶναι στενοχωρημένος καί ὁ πλούσιος χαρούμενος, ὄχι μόνο γιά τό τραπέζι καί τήν πολυτέλεια, ἀλλά καί γιά τά πολυτελή ροῦχα καί τή φανταστική ἐμφάνισή τους. Ἐκεῖνο λοιπόν πού παθαίνουν στό τραπέζι, αὐτό παθαίνουν καί στά ροῦχα. Ὅταν λοιπόν δεῖ τόν πλούσιο ὁ φτωχός νά φορᾶ πολυτελέστερη στολή, τόν κυριεύει μεγάλη λύπη, θεωρεῖ τόν ἑαυτό του δυστυχισμένο, ξεστομίζει πολλές κατάρες. Ἐδῶ ὅμως καί αὐτή ἡ στενοχώρια ἐξαφανίζεται, γιατί ἕνα εἶναι τό ἔνδυμα τῆς σωτηρίας γιά ὅλους. Καί φωνάζει ὁ Παῦλος λέγοντας: «Ὅσοι βαπτισθήκατε στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ντυθήκατε τό Χριστό» (Γαλ. 3, 27).
Ἄς μήν προσβάλλουμε λοιπόν αὐτήν τήν ἑορτή, σᾶς παρακαλῶ, ἀλλά ἄς ἀποκτήσουμε φρόνημα ἄξιο ἐκείνων πού μᾶς δώρησε ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ἄς μήν παραδοθοῦμε στή μέθη καί στήν πολυφαγία, ἀλλ᾿, ἀφοῦ κατανοήσουμε τή γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου μας, καί ὅτι τίμησε τό ἴδιο καί τούς πλούσιους καί τούς φτωχούς καί τούς δούλους καί τούς ἐλεύθερους, καί ἔστειλε σ᾿ ὅλους τήν ἴδια χάρη, ἄς ἀμείψουμε τόν εὐεργέτη γιά τήν ἀγάπη του πού δείχνει σ᾿ ἐμᾶς. Καί ἀμοιβή ἱκανοποιητική εἶναι συμπεριφορά πού ἀρέσει σ᾿ Αὐτόν καί ψυχή νηφάλια καί ἄγρυπνη. Αὐτή ἡ ἑορτή καί πανήγυρη δέ χρειάζεται χρήματα, οὔτε ἔξοδα, ἀλλά διάθεση μόνο καί καθαρή σκέψη. Τίποτε τό ὑλικό δέν μποροῦμε νά ὠφεληθοῦμε ἐδῶ, ἀλλ᾿ ὅλα τά πνευματικά, τήν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τίς εὐχές τῶν πατέρων, τίς εὐλογίες τῶν ἱερέων, τήν κοινωνία τῶν θείων καί ἀπόρρητων μυστηρίων, τήν εἰρήνη καί τήν ὁμόνοια, καί δῶρα πνευματικά καί ἄξια τῆς γενναιοδωρίας ἐκείνου πού τά δωρίζει.
Ἄς ἑορτάσουμε λοιπόν τήν ἑορτή αὐτή κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Γιατί ἀναστήθηκε καί ἀνέστησε μαζί του τήν οἰκουμένη. Καί αὐτός βέβαια ἀναστήθηκε, ἀφοῦ ἔσπασε τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἀνέστησε ἀφοῦ διέλυσε τούς σωρούς τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἁμάρτησε ὁ Ἀδάμ καί πέθανε, δέν ἁμάρτησε ὁ Χριστός καί πέθανε. Καινούριο καί παράδοξο πράγμα. Ἐκεῖνος ἁμάρτησε καί πέθανε, αὐτός δέν ἁμάρτησε καί πέθανε. Γιά ποιό λόγο καί γιά ποιό σκοπό; Γιά νά μπορέσει ἐκεῖνος πού ἁμάρτησε καί πέθανε νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου μέ τή βοήθεια ἐκείνου πού δέν ἁμάρτησε καί πέθανε. Ἔτσι γίνεται πολλές φορές καί σ᾿ ἐκείνους πού ὀφείλουν χρήματα. Ὀφείλει κάποιος χρήματα σέ κάποιον καί δέν μπορεῖ νά τά ἐπιστρέψει, καί γι᾿ αὐτό φυλακίζεται. Κάποιος ἄλλος πού δέν ὀφείλει, ἀλλά πού μπορεῖ νά τά ἐπιστρέψει, ἀφοῦ τά δώσει ἐλευθερώνει τόν ὑπεύθυνο. Ἔτσι ἔγινε καί στόν Ἀδάμ καί στό Χριστό. Χρεωστοῦσε ὁ Ἀδάμ τό θάνατο, καί τόν κρατοῦσε φυλακισμένο ὁ διάβολος. Δέ χρεωστοῦσε ὁ Χριστός, οὔτε τόν κρατοῦσε ὁ διάβολος. Ἦρθε καί κατέθεσε τό θάνατό του γιά χάρη τοῦ φυλακισμένου, μέ σκοπό νά τόν ἐλευθερώσει ἀπό τά δεσμά τοῦ θανάτου. Εἶδες τά κατορθώματα τῆς ἀνάστασης; εἶδες τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; εἶδες τό μέγεθος τῆς φροντίδας του;
Ἄς μή γινόμαστε λοιπόν ἀχάριστοι πρός αὐτόν τόν τόσο μεγάλο εὐεργέτη, οὔτε ἐπειδή πέρασε ἡ νηστεία νά γίνουμε πιό ἀδιάφοροι. Ἀλλά τώρα ἄς φροντίζουμε τήν ψυχή μας περισσότερο ἀπό προηγουμένως, γιά νά μή γίνει πιό ἀδύνατη, ἐπειδή παχαίνει τό σῶμα μας, γιά νά μή παραμελοῦμε τήν οἰκοδέσποινα φροντίζοντας τή δούλη. Γιατί ποιό εἶναι τό ὄφειλος, πές μου, νά σκάνουμε ἀπό τήν πολυφαγία καί νά ξεπερνᾶμε τό μέτρο; Αὐτό καί τό σῶμα καταστρέφει καί τήν εὐγένεια τῆς ψυχῆς ζημιώνουμε. Ἀλλά ἄς μᾶς ἱκανοποιοῦν τά λίγα καί τά ἀπαραίτητα, γιά νά ξεπληρώσουμε ἐκεῖνο πού πρέπει καί στήν ψυχή καί στό σῶμα, γιά νά μή σκορπίσουμε ἀμέσως ἐκεῖνα πού συγκεντρώσαμε ἀπό τή νηστεία. Μήπως λοιπόν σᾶς ἐμποδίζω νά ἀπολαμβάνετε τά φαγητά καί νά διασκεδάζετε; Δέν ἐμποδίζω αὐτά, ἀλλά συμβουλεύω νά γίνονται τά ἀπαραίτητα, καί νά σταματήσουμε τήν πολλή διασκέδαση καί νά μή καταστρέφουμε τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς μας ξεπερνώντας τό μέτρο. Γιατί ἐκεῖνος πού ξεπερνᾶ τά ὅρια τῆς ἀνάγκης δέ θά ἀπολαύσει καμιά εὐχαρίστηση, καί τό γνωρίζουν αὐτό πολύ καλά ἐκεῖνοι πού τό δοκίμασαν, ἀφοῦ προξενοῦν ἀπό αὐτό πολλές ἀρρώστιες στόν ἑαυτό τους καί ὑποφέρουν πολλές στενοχώριες. Ἀλλά τό ὅτι θά ὑπακούσετε στίς παραινέσεις μου, δέν ἀμφιβάλλω, γιατί γνωρίζω πόσο ὑπάκουοι εἶστε.
5. Καί γι᾿ αὐτό ἀφοῦ σταματήσω ἐδῶ τίς παραινέσεις γιά τό ζήτημα αὐτό, θέλω νά μεταφέρω τό λόγο πρός αὐτούς πού ἀξιώθηκαν τή λαμπρή αὐτή νύχτα νά πάρουν τή χάρη τοῦ θείου βαπτίσματος, τά καλά αὐτά φυτά τῆς Ἐκκλησίας, τά πνευματικά ἄνθη, τούς νέους στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ. Προχθές ὁ Κύριος βρισκόταν στό σταυρό, ἀλλά ἀναστήθηκε τώρα. Ἔτσι καί αὐτοί, προχθές τούς κρατοῦσε δούλους ἡ ἁμαρτία, ἀλλά τώρα ἀναστήθηκαν μαζί μέ τό Χριστό. Ἐκεῖνος μέ τό σῶμα του πέθανε καί ἀναστήθηκε, αὐτοί ἦταν μέ τίς ἁμαρτίες τους νεκροί, καί ἀπό τήν ἁμαρτία ἀναστήθηκαν. Ἡ γῆ λοιπόν τήν ἐποχή αὐτή τῆς ἄνοιξης μᾶς προσφέρει τριαντάφυλλα καί μηνεξέδες καί ἄλλα λουλούδια. Τά νερά ὅμως μᾶς παρουσίασαν σήμερα λιβάδι πιό ὄμορφο ἀπό τό τῆς γῆς.
Καί μήν ἀπορήσεις, ἀγαπητέ μου, ἄν βγῆκαν ἀπό τά νερά λιβάδια μέ λουλούδια. Γιατί οὔτε ἡ γῆ ἀπό τήν ἀρχή ἔβγαλε τά εἴδη τῶν φυτῶν γιατί τό ἀπαιτοῦσε ἡ φύση της, ἀλλά γιατί ὑπάκουσε στό πρόσταγμα τοῦ Κυρίου. Καί τά νερά ὅμως τότε ἔβγαλαν ζῶα μέ ζωή, ἐπειδή ἄκουσαν.«Ἄς βγάλουν τά νερά ἑρπετά ζωντανά» (Γεν. 1, 20). Καί ἡ προσταγή πραγματοποιήθηκε, ἡ ἄψυχη οὐσία ἔβγαλε ζωντανά ζῶα. Ἔτσι καί τώρα ἡ ἴδια προσταγή ἔκαμε τά πάντα. Τότε εἶπε.«Ἄς βγάλουν τά νερά ἑρπετά ζωντανά», τώρα ὅμως δέ ἔβγαλαν ἑρπετά, ἀλλά πνευματικά χαρίσματα. Τότε τά νερά ἔβγαλαν ψάρια χωρίς λογικό, τώρα ὅμως μᾶς γέννησαν ψάρια λογικά καί πνευματικά πού τά ψάρεψαν οἱ ἀπόστολοι. Γιατί λέγει. «Ἀκολουθῆστε με καί θά σᾶς κάνω ἱκανούς νά ψαρεύετε ἀνθρώπους» (Ματθ. 4, 19). Εἶναι ἀλήθεια καινούριος αὐτός ὁ τρόπος ψαρέματος. Γιατί αὐτοί πού ψαρεύουν βγάζουν ἀπό τά νερά τά ψάρια, καί ὅσα ψαρέψουν τά νεκρώνουν. Ἐμεῖς ἀντίθετα τούς ρίχνουμε μέσα στά νερά καί παίρνουν ζωή ἐκεῖνοι πού ψαρεύονται.
Ὑπῆρχε κάποτε καί στούς Ἰουδαίους κολυμβήθρα μέ νερό. Ἀλλά μάθε ποιά δύναμη εἶχε, γιά νά γνωρίσεις καλά τή φτώχεια τῶν Ἰουδαίων καί νά μπορέσεις νά ἀντιληφθεῖς τό δικό μας πλοῦτο. «Κατέβαινε ἐκεῖ», λέγει, «ἕνας ἄγγελος καί τάραζε τό νερό, καί ἐκεῖνος πού θά ἔμπαινε πρῶτος ὕστερα ἀπό τό κούνημα τοῦ νεροῦ, θεραπευόταν» (Ἰω. 5, 4). Κατέβηκε ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων στά νερά τοῦ Ἰορδάνη, καί ἀφοῦ ἁγίασε τά νερά θεράπευσε ὅλη τήν οἰκουμένη. Γι᾿ αὐτό ἐκεῖ ἐκεῖνος πού κατέβαινε ὕστερα ἀπό τόν πρῶτο δέ θεραπευόταν πιά, γιατί στούς Ἰουδαίους ἡ χάρη δινόταν στούς ἄρρωστους, σ᾿ ἐκείνους πού σύρονταν στό ἔδαφος. Ἐδῶ ὅμως ὕστερα ἀπό τόν πρῶτο μπαίνει ὁ δεύτερος, ὕστερα ἀπό τό δεύτερο ὁ τρίτος καί ὁ τέταρτος. Καί ἄν ἀκόμη πεῖς πάρα πολλούς, καί ἄν ἀκόμη ὅλη τήν οἰκουμένη βάλεις μέσα σ᾿ αὐτά τά πνευματικά νερά, δέν ξοδεύεται ἡ χάρη, δέν τελειώνει ἡ δωρεά, δέ μολύνονται τά νερά, δέν ἐλαττώνεται ἡ γενναιοδωρία του.
Εἶδες πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δωρεά; Ἀκοῦτε αὐτά ἐσεῖς πού σήμερα καί αὐτή τή νύχτα γίνατε πολίτες στήν ἄνω Ἰερουσαλήμ, καί φυλάξτε τα ὅπως ἀξίζει στίς πολλές δωρεές, γιά ν᾿ ἀποσπάσετε πιό ἄφθονη τή χάρη. Γιατί ἡ εὐγνωμοσύνη γι᾿ αὐτά πού μᾶς ἔδωσε ἤδη προσκαλεῖ τή γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου. Δέν ἐπιτρέπεται, ἀγαπητέ, νά ζεῖς ἀδιάφορα στό ἑξῆς, ἀλλά ὅρισε στόν ἑαυτό σου νόμους καί κανόνες, ὥστε νά κάνεις τά πάντα στήν ἐντέλεια καί νά φυλάγεσαι πολύ καί ἀπό ἐκεῖνα πού θεωροῦνται ὅτι εἶναι κακά. Γιατί ὅλη ἡ παρούσα ζωή εἶναι ἀγώνας καί πάλη, καί πρέπει ἐκεῖνοι πού μπαίνουν μιά γιά πάντα στό στάδιο αὐτό τῆς ἀρετῆς νά εἶναι ἐγκρατεῖς σ᾿ ὅλα. «Γιατί καθένας πού ἀγωνίζεται, εἶναι ἐγκρατής σ᾿ ὅλα» (Α´ Κορ. 9, 25). Δέ βλέπεις στούς γυμνικούς ἀγῶνες πῶς φροντίζουν πολύ γιά τόν ἑαυτό τους ἐκεῖνοι πού δέχονται νά παλέψουν μέ ἀνθρώπους, καί μέ πόση ἐγκράτεια κάνουν τήν ἄσκηση τοῦ σώματός τους; Ἔτσι βέβαια καί ἐδῶ πρέπει νά γίνεται. Ἐπειδή ἡ πάλη μας δέν εἶναι μέ ἀνθρώπους, ἀλλά μέ τά πονηρά πνεύματα, καί ἡ ἄσκηση καί ἡ ἐγκράτειά μας ἄς εἶναι πνευματική, ἀφοῦ καί τά ὅπλα μας, πού μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος, εἶναι πνευματικά.
Ἄς ἔχουν λοιπόν καί τά μάτια περιορισμούς καί κανόνες, ὥστε νά μήν πέφτουν χωρίς σκέψη σ᾿ ὅλα πού συναντοῦν. Καί ἡ γλώσσα ἄς ἔχει φράχτη, ὥστε νά μή τρέχει πρίν ἀπό τό νοῦ. Γι᾿ αὐτό λοιπόν καί τά δόντια καί τά χείλη δημιουργήθηκαν γιά τήν προφύλαξη τῆς γλώσσας, γιά νά μή βγεῖ ποτέ χωρίς σκέψη ἀφοῦ ἀνοίξει τίς πόρτες, ἀλλ᾿ ὅταν τακτοποιήσει καλά τά δικά της, τότε μέ κάθε σεμνότητα νά προχωρήσει καί νά προφέρει τέτοια λόγια, γιά νά ὠφελεῖ ἐκείνους πού ἀκούουν καί νά λέγει ἐκεῖνα πού συντελοῦν στήν οἰκοδομή τῶν ἀκροατῶν. Καί πρέπει νά ἀποφεύγει ἐντελῶς τά ἄπρεπα γέλια, νά ἔχει ἤρεμο καί ἥσυχο βάδισμα νά ἔχει σεμνό ντύσιμο, καί γενικά πρέπει νά ρυθμίζει τά πάντα ἐκεῖνος πού διάλεξε τό στάδιο τῆς ἀρετῆς. Γιατί ἡ καλή διαγωγή τῶν ἐξωτερικῶν μας μελῶν εἶναι εἰκόνα τῆς κατάστασης πού ἐπικρατεῖ στήν ψυχή μας.
6. Ἑάν φέρουμε ἀπό τήν ἀρχή τούς ἑαυτούς μας σέ τέτοια συνήθεια, βαδίζοντας στό ἑξῆς μέ εὐκολία τό δρόμο μας, θά κατορθώσουμε ὅλη τήν ἀρετή, καί δέ θά χρειασθοῦμε πολύ κόπο καί θά προσελκύσουμε μεγάλη βοήθεια ἀπό τό Θεό. Ἔτσι λοιπόν θά μπορέσουμε καί τά κύματα τῆς παρούσας ζωῆς νά περάσουμε μέ ἀσφάλεια καί, ἀφοῦ ἐξουδετερώσουμε τίς παγίδες τοῦ διαβόλου, νά ἐπιτύχουμε τά αἰώνια ἀγαθά, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, μαζί μέ τόν ὁποῖο στόν Πατέρα καί συγχρόνως στό ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη, ἡ τιμή, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Αναδημοσίευση από: http://www.imkby.gr
Ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ - Ποίημα Γ. Βερίτη
Καμπάνας ήχοι αρμονικοί,
γλυκοί, γοργοί, αναπαιστικοί,
ξυπνούν το μοναστήρι.
Και στης νυχτιάς τη σιγαλιά
σα μάτια ανοίγουν τα κελιά
ή πόρτα ή παραθύρι.
Το πνεύμα της αρχαίας μονής,
πνεύμα αγρυπνίας και προσμονής,
ξυπνά τους μοναχούς της.
Είναι φρουρός, και το φυλά
σα να βιγλίζει εκεί ψηλά
ο νέος καμπανοκρούστης.
Τώρα, απ’ την κάθε μια γωνιά
γλιστράνε μεσ’ στη σκοτεινιά
ψυχές που παν να προσκυνήσουν.
Για τη ματοβρεχτή μας γη
που σπαρταρά μεσ’ στη σφαγή
τον έλεο να ζητήσουν.
Στην εκκλησιά τη θολωτή
που στ’ όνειρό της ζει και αυτή,
θρόνοι και παραθρόνια
μας φέρνουν πάλι στα παλιά
(μαρμαρωμένε βασιλιά!)
στης προσευχής τα χρόνια.
Μεσ’ στους αιώνες που κυλούν,
τούτες οι πλάκες μας μιλούν
για κάποιο μεγαλείο,
κι είναι πανάρχαιο και ιερό,
κι είν’ αγιασμένο απ’ τον καιρό
προγονικό βιβλίο.
Μεσ’ στα στασίδια τους σκυφτές,
σεμνά θυμήματα του χτές,
̶ έπηξε η φλόγα στο καντήλι!
Μαυροντυμένες οι ψυχές
κάνουν τον πόνο τους ευχές
που ξεψυχούν στα χείλη.
Τρισένδοξη κληρονομιά
φέρνουν απάνω τους, μια – μια,
που τους λυγάει τον ώμο.
είναι βαρύ να περπατάς
και κάθε τόσο να κοιτάς
κάθετο μπρός το δρόμο.
Η νύχτα μάκρυνε πολύ,
̶ χειμώνας, και ξαναλαλεί
το γελασμένο ορνίθι.
και ξαναζούν στη σιγαλιά
ιδέες και πράγματα παλιά
θαμμένα μεσ’ στη λήθη.
Τα καντηλάκια στο Ιερό,
σα ναν’ από παλιό καιρό
κι απ’ άλλο μοναστήρι,
σταθήκαν στους αγίους μπροστά
̶ κόκκιν’ αστράκια γελαστά
πεσμένα στο ποτήρι.
Όλα σ’ αγγίζουν απαλά,
σεμνά κι αθώα και σιγαλά,
κι οι θόλοι στάζουνε γαλήνη.
Τέτοια γαλήνη ας απλωθεί,
κι όλου του κόσμου που πενθεί
τον πόνο ας απαλύνει!
Άγρυπνη μέσα μου, η ψυχή
ρουφά της χάρης τη βροχή
σα διψασμένο ελάφι,
και ζωντανεύουν ξαφνικά
κάποια θαμμένα μυστικά
κι ανοίγουν κάποιοι τάφοι.
Μέσα μου κάτι ξαναζεί
που μεγαλώσαμε μαζί
και το ‘χα λησμονήσει.
Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ, πολύ
που βάζεις μιαν ανατολή
μετά από κάθε δύση.
Να κι οι ψυχές μας π’ αγρυπνούν
και στ’ άγιο Δείπνο σου δειπνούν
απόψε, λατρευτέ μας.
Ακόμα δεν ξημέρωσε
κι είμαστε πάρωρα με Σε,
και θα ‘μαστε, Χριστέ μας!
Όρθρος δε χάραξε, κι εγώ
βάλθηκα να σε κυνηγώ
στους κάμπους και στα όρη.
Το σώμα στέκει˙ μα η ψυχή
βγήκε στο δρόμο ανήσυχη
σα μυροφόρα κόρη.
Βγήκε απ’ τη νύχτα, σκοτεινά,
γύρισε λόγγους και βουνά
για να σε συναντήσει,
ξυπόλητη να περπατά
και της Περσίας αρώματα
στον τάφο σου να χύσει.
Και να, βρεθήκαμε ξανά
σ’ αυτή τη σκοτεινή γωνιά
αντίκρυ απ’ τ’ άγιο Βήμα.
Ώ, τι χαρά σου να θωρείς
πως εκυλίστηκε νωρίς
ο λίθος απ’ το Μνήμα!
Ευλογητή ναν’ η στιγμή
που παίρνουν τέλος οι λυγμοί
και κάτι ορθρίζει εντός μου,
κάτι απ’ την άρρητην αυγή
π’ άστραψ’ ο τάφος σου στη γη,
Ήλιε και Φως του κόσμου.
Νεκρό θαρρούσα να τον βρω,
καθώς απάνω στο σταυρό
στερνή φορά τον είδα.
Κι ω των αγγέλων η χαρά,
πώς ήρθε μεσ’ στη συμφορά
η αναστημένη ελπίδα!
Στης εκκλησιάς τα τζαμωτά
σαν κάποιο φως λαφροπετά
Και κάποι’ αβέβαιη λάμψη.
μέρας προμήνυμα γλυκό,
και ψάλλουν το χερουβικό
με την πανάρχαια τάξη.
Κάποι’ αφροκαμώματα φτερά
σκορπούν του θόλου τα όνειρα
και στ’ Άγια φτερουγίζουν.
Στα παραμύθια του Ιερού
και στις δυό κόχες του χορού
τριανταφυλλιές ανθίζουν.
Τα μάρμαρα γυαλοκοπούν
και κάτι θέλουν να μου πουν
γι’ αυτό που τώρα νιώθουν,
ώς ν’ αποσώσουν οι ψυχές
τις απονύχτερες ευχές
του πιο κρυφού των πόθου.
Οι όψεις των αγίων γελούν
καθώς απάνω τους κυλούν
χαρούμενες οι αχτίνες.
Ως και οι μορφές οι ασκητικές
που δε γελάσανε ποτές
τώρα γελούν κι εκείνες!
Στην αγία Τράπεζα, το φως
τον ήλιο ξεπερνά καθώς
χτυπά στ’ άγιο Ποτήρι.
Κι ω θαύμα! Μέσα του κλειστός
ο αναστημένος μου Χριστός
καλεί σε πανηγύρι.
Ω Νικητή των νικητών
στο ρημαγμένο σπίτι αυτό
θα ΄ρθείς να κατοικήσεις;
Ωραίο, γλυκόλαλο πουλί,
στ’ αραχνιασμένο μου κελί
και πως θα κελαδήσεις;
«Ιδού θυσία μυστική…»
Κι είν’ η καρδιά μου νηστική
για φως, χαρά κι αλήθεια.
εσύ το ξέρεις πως πεινώ,
Συ μόνο βλέπεις το κενό
που κλείνω μεσ’ στα στήθια.
«Ιδού θυσία μυστική…»
Και ξημερώνει Κυριακή
κι όλα γιορτάζουν τώρα.
Ο μόσχος δίνεται πολύς,
κι Εσύ, Χριστέ, με προσκαλείς
στ’ ατίμητά σου δώρα.
Στην ανθισμένη μυγδαλιά
δε λένε τόσα τα πουλιά
όσα η καρδιά μου νιώθει.
Κι ουδέ μπορούν να σου τα πουν
τριγύρω σου ως φτεροκοπούν
οι ακοίμητοι μου πόθοι.
Γιατ’ είσαι απέραντα καλός,
πατέρας μου και δάσκαλος
και φίλος και αδερφός μου.
Μόνο το χέρι σου ας κρατώ,
και ρίχνομαι να περπατώ
στα πέρατα του κόσμου!
Ποιος θα μπορούσε να το πει
πώς τόσο γρήγορα οι καρποί
θα πρόβαιναν στους κλώνους;
Χαράς ανάβλυσαν πηγές
απ’ τις δικές σου τις πληγές
κι απ’ τους δικούς σου πόνους.
Με τη δική σου τη θανή
διάπλατ’ ανοίξαν οι ουρανοί,
κι απ’ το δικό σου μνήμα
ζωή καινούργια ξεχειλά
όπως ροχθίζει και κυλά
το ποντοπόρο κύμα.
Δεύτε πιστοί! Με την καρδιά
απλή κι αθώα σαν τα παιδιά,
την πανδαισία γευθείτε.
κι ως αναστήθηκε ο Χριστός,
όμοια κι ο λόγος του πιστός
κι εσείς θ’ αναστηθείτε.
Στην αναστάσιμη χαρά
φυτρώνουν μέσα μας φτερά,
κι αντάμα ξεκινάμε
για κάποιες χώρες μακρινές,
που τόσες γνώριμες φωνές
μας προσκαλούν να πάμε.
Όλοι μαζί! Κι είν’ η φωτιά
στην τρισευδαίμονη ματιά,
και λάμπει γύρω η πλάση.
Δόξα, ωσαννά στον πλαστουργό
πού ‘ρθε με λόγο και σταυρό
τον κόσμο ν’ αναπλάσει.
Τουτ’ η χαρούμενη πομπή
στα φωτοπάλατα θα μπει
με τα χρυσά στεφάνια,
κι η νικητήρια της κραυγή
θα συγκλονίσει όλη τη γη,
θα σείσει τα επουράνια.
Χριστός ανέστη! Τι ζητούν
τούτες οι κάργες που πετούν
και παν κατά τη Δύση;
Ποιος θα βρεθεί να τους το πει
πως η φυγή φέρνει ντροπή,
και ποιος θα τις γυρίσει;
Ανάσταση ‘ναι. Κι η ψυχή
δε νιώθει τώρα μοναχή
καθώς εχτές και πρώτα.
Κάποιος βαδίζει στο πλευρό,
της απαλαίνει το σταυρό,
σπογγίζει τον ιδρώτα.
Το βάρος έχει μοιραστεί,
και τον ξεκάμαν το ληστή
που σπερνέ ολούθε τρόμο.
Κάποιος πονόψυχος φτωχός
διαβάτης της Ιεριχώς
λευτέρωσε το δρόμο.
Χριστός ανέστη! Το χαρτί
σκίστηκε πάνω στη γιορτή
κι ο άνεμος το πήρε.
Πάτε παλιοί λογαριασμοί,
μαύρης βλαστήμιας πειρασμοί
και λογισμοί συ, στείρε.
Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η αγράμπελη μοσκοβολά
κι η πασχαλιά ευωδιάζει.
Πήδα και χόρευε ψυχή
που σ’ έλιωσ’ η απαντοχή
και το πικρό μαράζι.
Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η θάλασσα παιζογελά
κι ανθίζουν οι κήποι εντός μου.
Πλάκες, που στέκατε βαριές
στα μνήματα και στις καρδιές,
σας έσπασε ο Χριστός μου!
Βερίτης Γεώργιος