ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Ένας αυτοκράτορας στην Άπω Ανατολή, γερνούσε και καταλάβαινε ότι έφτασε η ώρα να διαλέξει το διάδοχό του. Αντί να διαλέξει έναν από τους βοηθούς του ή έναν από τα παιδιά του, αποφάσισε να κάνει κάτι διαφορετικό. Προσκάλεσε μια μέρα πολλούς νέους του βασιλείου του και τους είπε. "Έφτασε η ώρα μου να παραιτηθώ και να διαλέξω τον επόμενο αυτοκράτορα. Έχω αποφασίσει να διαλέξω έναν από σας".

Οι νέοι ξαφνιάστηκαν! Αλλά ο αυτοκράτορας συνέχισε. "Θα δώσω σήμερα στον καθένα σας ένα σπόρο, έναν πολύ ειδικό σπόρο. Θέλω να τον φυτέψετε, να τον ποτίζετε και να ξαναρθείτε εδώ μετά ένα χρόνο από σήμερα με ό,τι έχει φυτρώσει απ' αυτόν τον ένα σπόρο. Εγώ θα κρίνω τότε τα φυτά που θα φέρετε κι αυτός, το φυτό του οποίου θα διαλέξω, θα είναι ο επόμενος αυτοκράτορας!".
Ένα αγόρι που λεγόταν Λίνγκ, ήταν εκεί εκείνη την ημέρα και όπως όλοι οι άλλοι, πήρε κι αυτός ένα σπόρο. Πήγε σπίτι του και γεμάτος ενθουσιασμό διηγήθηκε στη μητέρα του τι συνέβη. Η μητέρα του τον βοήθησε να βρει μια γλάστρα και χώμα κι αυτός φύτεψε το σπόρο και τον πότισε προσεχτικά. Του άρεσε να τον ποτίζει κάθε μέρα και να παρακολουθεί να δει αν είχε φυτρώσει.

Υστερα από τρεις εβδομάδες περίπου, μερικοί από τους άλλους νέους, άρχισαν να μιλούν για τους σπόρους τους και για τα φυτά που άρχισαν να μεγαλώνουν.

Ο Λίνγκ συνέχισε να παρακολουθεί το σπόρο του, αλλά τίποτα δεν φύτρωσε ποτέ. Πέρασαν τρεις εβδομάδες, τέσσερις εβδομάδες, πέντε εβδομάδες κι ακόμα τίποτα. Τώρα όλοι οι άλλοι μιλούσαν με ενθουσιασμό για τα φυτά τους, ο Λίνγκ όμως δεν είχε φυτό και αισθανόταν αποτυχημένος.

Πέρασαν έξι μήνες κι ακόμα δεν φύτρωσε τίποτα στη γλάστρα του Λίνγκ. Άρχισε να πιστεύει ότι είχε σκοτώσει το σπόρο του. Όλοι οι άλλοι είχαν δέντρα και ψηλά φυτά, αυτός όμως τίποτα. Όμως ο Λίνγκ δεν έλεγε τίποτα στους φίλους του. Απλά περίμενε να φυτρώσει ο σπόρος του.

Τελικά πέρασε ένας χρόνος και όλοι οι νέοι του βασιλείου έφεραν τα φυτά τους στον αυτοκράτορα για επιθεώρηση. Ο Λίνγκ είπε στη μητέρα του ότι δεν θα πήγαινε μια άδεια γλάστρα, αλλά αυτή τον συμβούλεψε να πάει. Και επειδή ήταν τίμιος με ό,τι συνέβη και παρ' όλο που αισθανόταν αδιαθεσία στο στομάχι, παραδέχτηκε ότι η μητέρα του είχε δίκιο. Πήγε λοιπόν την άδεια γλάστρα του στο παλάτι. Όταν έφτασε εκεί ο Λίνγκ έμεινε κατάπληκτος από την ποικιλία των φυτών που καλλιέργησαν οι άλλοι νέοι. Ήταν όμορφα σε όλα τα σχήματα και μεγέθη. Ο Λίνγκ ακούμπησε την άδεια γλάστρα του στο πάτωμα και πολλοί από τους άλλους άρχισαν να τον περιγελούν. Μερικοί τον λυπήθηκαν και του είπαν. "Δεν πειράζει, προσπάθησες για το καλύτερο".

Όταν έφτασε ο αυτοκράτορας, εξέτασε την αίθουσα και χαιρέτησε τους νέους. Ο Λίνγκ προσπάθησε να κρυφτεί στο πίσω μέρος της αίθουσας. "Τι μεγάλα φυτά, δέντρα και λουλούδια καλλιεργήσατε", είπε ο αυτοκράτορας. "Σήμερα ένας από σας θα εκλεγεί σαν ο επόμενος αυτοκράτορας"!. Ξαφνικά διέκρινε το Λίνγκ με την άδεια του γλάστρα, στο πίσω μέρος της αίθουσας. Διέταξε αμέσως τους φρουρούς του να τον φέρουν μπροστά του. Ο Λίνγκ ήταν κατατρομαγμένος. "Ο αυτοκράτορας γνωρίζει ότι είμαι αποτυχημένος", είπε. "Ίσως θα πρέπει να με σκοτώσει".

Όταν ο Λίνγκ ήλθε μπροστά ο αυτοκράτορας τον ρώτησε πώς λέγεται. "Λέγομαι Λίνγκ" απάντησε. Οι υπόλοιποι άρχισαν να γελούν και να τον κοροϊδεύουν. Ο αυτοκράτορας ζήτησε να ηρεμήσουν όλοι. Κοίταξε τον Λίνγκ και κατόπιν ανάγγειλε στο πλήθος, "Ιδού ο νέος σας αυτοκράτορας! Το όνομά του είναι Λίνγκ"!. Ο Λίνγκ δεν μπόρεσε να το πιστέψει. Δεν μπόρεσε ούτε το σπόρο του να κάνει να φυτρώσει! Πώς θα μπορούσε να γίνει ο νέος αυτοκράτορας;

Τότε ο αυτοκράτορας είπε, "Πριν ένα χρόνο, σαν σήμερα, έδωσα στον καθένα από σας εδώ ένα σπόρο. Σας είπα να πάρετε το σπόρο, να τον φυτέψετε, να τον ποτίσετε και να μου τον φέρετε πίσω σήμερα. Η αλήθεια είναι ότι έδωσα σε όλους σας βρασμένους σπόρους, που δεν θα φύτρωναν. Όλοι σας, εκτός από τον Λίνγκ, μου έχετε φέρει δέντρα και φυτά και λουλούδια. Όταν ανακαλύψατε ότι οι σπόροι δεν θα βλάσταιναν, αντικαταστήσατε το σπόρο που σας έδωσα μ' έναν άλλο. Ο Λίνγκ ήταν ο μόνος που είχε το θάρρος και την εντιμότητα να μου φέρει μια γλάστρα που είχε μέσα το δικό μου σπόρο. Γι' αυτό είναι αυτός που θα γίνει ο νέος αυτοκράτορας!.

- Αν σπείρεις εντιμότητα, θα θερίσεις εμπιστοσύνη.
- Αν σπείρεις καλοσύνη, θα θερίσεις φίλους.
- Αν σπείρεις ταπεινοφροσύνη, θα θερίσεις μεγαλείο.
- Αν σπείρεις επιμονή, θα θερίσεις νίκη.
- Αν σπείρεις στοχασμό, θα θερίσεις αρμονία.
- Αν σπείρεις σκληρή δουλειά, θα θερίσεις επιτυχία.
- Αν σπείρεις συγχώρηση, θα θερίσεις συμφιλίωση.
- Αν σπείρεις ειλικρίνεια, θα θερίσεις καλές σχέσεις.
- Αν σπείρεις υπομονή, θα θερίσεις βελτίωση.
- Αν σπείρεις πίστη, θα θερίσεις θαύματα.
- Αν σπείρεις ανεντιμότητα, θα θερίσεις δυσπιστία.
- Αν σπείρεις εγωισμό, θα θερίσεις μοναξιά.
- Αν σπείρεις περηφάνια, θα θερίσεις καταστροφή.
- Αν σπείρεις ζήλια, θα θερίσεις ταλαιπωρία.
- Αν σπείρεις οκνηρία, θα θερίσεις στασιμότητα.
- Αν σπείρεις πικρία, θα θερίσεις απομόνωση.
- Αν σπείρεις πλεονεξία, θα θερίσεις απώλεια.
- Αν σπείρεις κακολογία, θα θερίσεις εχθρούς.
- Αν σπείρεις στενοχώριες, θα θερίσεις ρυτίδες.
- Αν σπείρεις αμαρτίες, θα θερίσεις ενοχές.

 

Υπάρχει σωτηρία έξω από την ορατή Εκκλησία;

Ερώτηση στην οποία δύσκολα μπορεί να δοθεί απάντηση. Το ζήτημα μπορούμε να το πλησιάσουμε καλύτερα, αν χωρίσουμε τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη σωτηρίας στους χριστιανούς ετερόδοξους και στους μη χριστιανούς απίστους.

Οι μη χριστιανοί βρίσκονται έξω από το σωστικό περίβολο της Εκκλησίας. Δεν έχουν επικοινωνία με τη λυτρωτική θεία αλήθεια. Επιπλέον φέρουν μέσα τους το προπατορικό αμάρτημα, το οποίο, και στα νήπια ακόμη, εμποδίζει την είσοδο στην Βασιλεία των ουρανών. Μαζί με αυτό έχουν και πολλές άλλες προσωπικές αμαρτίες, που μένουν ασυγχώρητες, μια που δεν λειτουργεί σε αυτούς η χάρη της αφέσεως που χορηγείται στο ιερό μυστήριο της μετάνοιας, το οποίο αγνοούν. Πώς, λοιπόν, μπορούν να σωθούν, αφού βρίσκονται έξω από το λυτρωτικό μυστήριο του Χριστού; Αν υπήρχε μια τέτοια δυνατότητα σωτηρίας, δεν θα μειωνόταν η απολυτότητα και η δραστικότητα του μυστηρίου της θείας ενανθρωπήσεως; Όλοι οι ανωτέρω συλλογισμοί αποτελούν επιχειρήματα βάσιμα, ώστε να μην δεχθεί κανείς το δυνατό της σωτηρίας των απίστων.

Υπάρχουν όμως και άλλοι συλλογισμοί. Ο Θεός είναι πανάγαθος Πατέρας, ο οποίος δεν κάνει διακρίσεις στα τέκνα του σε σχέση με το ζήτημα της σωτηρίας τους. Θέλει «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» ως Πατέρας αγαθός και φιλάνθρωπος «υπέρ πάντων απέθανε». Δε θυσιάστηκε επιλεκτικά για μια μερίδα ανθρώπων. Τέτοιες επιλεκτικές ενέργειες είναι ανάξιες της άπειρης αγάπης του Θεού, που σταυρώθηκε για το παραπλανημένο πλάσμα του. Μήπως οι άπιστοι δεν είναι «εικόνες» Θεού, παιδιά του αγαπητά, ώστε να έχουν και αυτοί μερίδιο, λίγα ψίχουλα έστω της λυτρωτικής του θείας ενέργειας; Στο κάτω κάτω φταίνε αυτοί γιατί βρίσκονται έξω από το σωστικό περίβολο της Εκκλησίας; Οι πλείστοι από αυτούς δεν ξέρουν καν το όνομα του Χριστού. Κανείς δεν τους το φανέρωσε. Δεν άκουσαν περί πίστεως της Εκκλησίας, περί ενανθρωπήσεως κλπ. Βρίσκονται παρά τη θέληση τους σε παχυλή άγνοια. Πως θα τους καταδικάσει en bloc ο Θεός, επειδή δεν τον γνώρισαν, αφού δεν είχαν την δυνατότητα να τον γνωρίσουν; Η άγνοια μήπως δεν υπεραπολογείται ενώπιον του Θεού; Πως θα με καταδικάσεις, Κύριε, αφού δεν έχω την αίσθηση ότι έδωσες την ευκαιρία να σε γνωρίσω και να λάβω προσωπικά υπεύθυνη θέση στο λυτρωτικό σου μυστήριο;  Αυτό θέλει η άκρα δικαιοσύνη σου, να καταδικαστώ για κάτι, για το οποίο δεν φέρω προσωπική ενοχή;     

Άσχετα όμως με όλα αυτά και παρά το γεγονός ότι extra ecclesiam nulla salus (έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία), δεν μπορεί η ακατάσχετη χάρη του Θεού να λειτουργήσει και έξω από τα όρια της ιστορικής Εκκλησίας, κατά τρόπο που μόνο ο Θεός γνωρίζει, στις ψυχές των απίστων, φωτίζοντας τη συνείδηση τους (σπερματικός λόγος) και διεγείροντας την ψυχή τους ώστε να θέλουν, αμυδρά έστω, τη σωτηρία; Και δεν υπάρχουν έξω του Χριστιανισμού άνθρωποι καλοπροαίρετοι και ενάρετοι, που έχουν και κρατούν τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις, στην συνείδηση των οποίων είναι έμφυτα χαραγμένος ο νόμος του Θεού, στη βάση του οποίου οικοδομούν της δικής τους προσωπική ζωή; Όλα αυτά σε μια θετική προοπτική δεν αποτελούν λόγους, ώστε ο πανάγαθος Θεός, εκτάκτως και κατ’ οικονομία, να χαρίσει, όπου και όπως αυτός γνωρίζει, στα «κυνάρια» της αγάπης του, λίγα ψίχουλα ελέους που πέφτουν από το τραπέζι των αληθινών τέκνων του; Ποιος μπορεί να πάρει τη θέση του Θεού και να κρίνει αυτά τα πράγματα;

Το αυτό περίπου πρέπει να λεχθεί και για τους ετερόδοξους χριστιανούς. Εδώ φυσικά υπάρχει αίρεση. Υπάρχει όμως και το μεγάλο ποσοστό της φανερωμένη θείας αλήθειας. Οι αιρετικοί βέβαια δεν ανήκουν στην Εκκλησία και εξυπακούεται, ότι η θεία χάρη δεν μπορεί να λειτουργήσει σε αυτούς λυτρωτικά. Δεν μπορεί όμως εκτάκτως ο Θεός να χορηγήσει και σ’ αυτούς τη σωτηρία με βάση όλα τα σημεία εκείνα στα οποία ορθοδοξούν, και επί των οποίων οικοδομούν τον χριστιανικό τους βίο; Πολύ περισσότερο αφού πολλοί από αυτούς βρίσκονται αναίτια στην πλάνη και δεν έχουν τη δύναμη να υπερπηδήσουν τους ομολογιακούς φραγμούς και να δουν το λυτρωτικό φως της Ορθοδοξίας; Άλλωστε η Ορθοδοξία δεν κάνει προσηλυτισμό στους ετερόδοξους λαούς. Το δυνατό της σωτηρίας σε όλες τις περιπτώσεις αυτές δεν αντικαθιστά και πολύ λιγότερο δεν καταργεί τη μοναδικότητα του λυτρωτικού αξιώματος της Εκκλησίας, έξω από την οποία δεν υπάρχει σωτηρία· είναι ενέργεια έκτακτη της χάριτος του Θεού, σαν ένα θαύμα της άπειρης του χρηστότητος, που ως εξαίρεση επιβεβαιώνει το γενικό κανόνα.

 

Ο ορθόδοξος χριστιανός είναι απόλυτα βέβαιος – εάν συντρέχουν φυσικά οι προς τούτο προϋποθέσεις – περί της σωτηρίας του. Είναι φυτεμένος στην αληθινή Εκκλησία, που είναι ταμειούχος της σώζουσας χάριτος του Θεού. Πέρα όμως από αυτά δεν πρέπει μικρόψυχα να λεπτολογεί και να προσπαθεί να εξιχνιάσει τις λυτρωτικές ενέργειες του Θεού, ο οποίος «φωτίζει και αγιάζει πάνταν άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμο» και θέλει «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας έλθειν».

Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 145

Έξω από την Εκκλησία υπάρχει σωτηρία;

Κατά σταθερή διδασκαλία της Εκκλησίας έξω απ’ αυτήν δεν υπάρχει σωτηρία. Extra ecclesiam nulla salus. Αυτός είναι ο καθιερωμένος τύπος προς έκφραση της μεγάλης αυτής αλήθειας. Στην Εκκλησία υπάρχει ο Σωτήρας και λειτουργεί η λυτρωτική χάρη του. Σ’ αυτήν ο άνθρωπος, όταν φυσικά λειτουργεί σωστά, είναι βέβαιο ότι θα σωθεί.

Η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων που δεν πιστεύουν στον Χριστό, όσοι δεν ανήκουν και δεν έχουν καμία σχέση με την ορατή ιστορική Εκκλησία του, θα καταδικαστούν στον αιώνιο θάνατο; Πως μπορούμε να ξέρουμε εμείς οι φτωχοί κι αδύνατοι άνθρωποι τις μυστηριώδεις βουλές του Υψίστου; Μόνον ορισμένες αρχές μπορούμε να διατυπώσουμε. Τα άλλα ανήκουν στο έλεος και την αγάπη του πανάγαθου Πατέρα.

Όλοι οι άνθρωποι είναι πλάσματα του Θεού, στα οποία υπάρχει χαραγμένη η εικόνα του δημιουργού. Είναι έμψυχες εικόνες του Θεού, άσχετα πόσο τις αμαυρώνει η απιστία και η ζωή μακριά από τον αληθινό Θεό. Όλα τα πλάσματα του τα αγαπά ο Θεός. Κι αυτούς ακόμα που δεν πιστεύουν στην ύπαρξη και την αλήθεια του. Έτσι χωρίς να κάνει διακρίσεις, θέλει την σωτηρία όλων των ανθρώπων (Β΄ Τιμ.3,7). Όλοι είναι παιδιά του αγαπητά. Για να τα σώσει πέθανε πάνω στο σταυρό και ίδρυσε την Εκκλησία του.

   Η Εκκλησία όμως που ίδρυσε ο Χριστός δεν έχει ακόμα εξαπλωθεί σε όλα τα μέρη της γης. Υπάρχουν συμπαγείς μάζες ανθρώπων που ούτε καν άκουσαν το όνομα του Χριστού, πολύ δε λιγότερο την ύπαρξη της Εκκλησίας του. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ξέρουν την αλήθεια, γιατί κανένας δεν τους μίλησε ποτέ γι’ αυτήν, ο Χριστός έδωσε εντολή στους μαθητές του να κηρύξουν το ευαγγέλιο σ’ όλα τα μέρη της γης (Ματθ. 28,19). Πέρασαν όμως είκοσι αιώνες από τότε και τα δυο τρίτα των ανθρώπων δεν είναι χριστιανοί. Και το άλλο τρίτο είναι μεταξύ τους διαιρεμένοι και χωρισμένοι. Οι Ορθόδοξοι είναι συντριπτική μειονότητα.

Πού οφείλεται τόσο μεγάλη καθυστέρηση στη διάδοση της λυτρωτικής θείας αλήθειας στον κόσμο; Να είναι άραγε στο σχέδιο του Θεού, ή αυτό οφείλεται στη δική μας αβελτηρία και νωθρότητα; Ποιος μπορεί να δώσει απάντηση στα ερωτήματα αυτά ή να γνωρίσει την απερινόητη θεία βουλή;

Η θεολογική δυσκολία είναι μεγάλη. Ως γνωστόν κάθε ποινή επιβάλλεται εκεί όπου υπάρχει ενοχή· κάθε δε ενοχή στοιχειοθετείται εκεί όπου υπάρχει αμαρτία, παράβαση προσωπική και ελεύθερη του νόμου του Θεού. Στην περίπτωση των απίστων δεν συντρέχει η κατάσταση αυτή. Δεν είναι ένοχοι γιατί δεν πίστεψαν στον Χριστό, αφού κανένας δεν τους δίδαξε. Πως θα τους τιμωρήσει ο Θεός για την αναίτια αυτή πλάνη τους; Είναι κάτι τέτοιο άξιο της δικαιοσύνης και την αγάπης του; Δεν απολογείται η αναίτια άγνοια ενώπιον του θείου κριτηρίου;

Είναι όμως και κάτι άλλο· η εξωτερική ιστορική Εκκλησία που δρα στην ιστορία και στον κόσμο, εξαντλεί τα όρια της σωστικής ενέργειας του Θεού; Δεν μπορεί να σώσει ο Θεός μερικούς και έξω από την ορατή Εκκλησία του; Το Πνεύμα το άγιο, του οποίου η χάρη είναι απροσδιόριστη και ακατάσχετη («όπου θέλει πνει»· Ιωαν. 3,9) δεν μπορεί να χαρίσει σε μερικούς την σωτηρία έξω από τα γεωγραφικά όρια της Εκκλησίας; Είναι ανάρμοστο αυτό προς την αγάπη του Θεού, που πέθανε για όλους και θέλει την σωτηρία όλων; Ποιος παίρνει το βάρος για μια απάντηση αρνητική;       

Σε περίπτωση όμως που μπορεί να υπάρχει σωτηρία δια τους απίστους, τότε που πάει το αξίωμα της Εκκλησίας ως της μόνης σώζουσας της χάριτος κιβωτού; Δεν έχουμε εδώ αντίφαση και αυταναίρεση; Για να προσεγγίσουμε το δύσκολο αυτό ερώτημα, πρέπει να κάνουμε μια απαραίτητη διευκρίνιση. Άλλο είναι το αξίωμα της σώζουσας Εκκλησίας και άλλη η περίπτωση σωτηρίας των απίστων. Η Εκκλησία είναι όντως το μοναδικό βέβαιο και αναντίρρητο κατάστημα της σωτηρίας.

Όποιος είναι άξιος στους κόλπους της σώζεται. Στην περίπτωση όμως της σωτηρίας των απίστων, αυτή είναι κάτι το πολύ σκοτεινό και αβέβαιο. Αν δε γίνεται, είναι γεγονός έκτακτο, ένα θαύμα της χάριτος του Θεού, το οποίο δεν καταλύει το λυτρωτικό αξίωμα της Εκκλησίας.

Σώζει αναντίρρητα τους ανθρώπους στην Εκκλησία του ο Χριστός· εκτάκτως δε και έξω από αυτήν, τους σώζει όπου συντρέχουν κάποιοι λόγοι, τους οποίους γνωρίζει μονάχα ο Θεός, κυρίως η ηθική ποιότητα της ζωής των ανθρώπων (γιατί υπάρχουν και καλοί άνθρωποι μεταξύ των απίστων) και τα ψήγματα αλήθειας των φυσικών θρησκευμάτων στα οποία ανήκουν οι άνθρωποι αυτοί, επί τη βάση των οποίων ρυθμίζουν τη ζωή τους. Ας αναφέρουμε κάποιο παράδειγμα. Η δυνατότητα σωτηρίας των καλών χριστιανών μοιάζει με ένα καράβι ολοκαίνουργιο και γερό στα σκαριά του, το οποίο είναι ακατάβλητο από τις θύελλες και τους ανέμους, και το οποίο θα προσορμιστεί με ασφάλεια στο λιμάνι του ουρανού. Αντίθετα, το καράβι στο οποίο πλέουν οι άπιστοι είναι κατερειπωμένο και παμπάλαιο, το οποίο παρουσιάζει ρήγματα και μπάζει από παντού ανήμπορο ν’ αντέξει στις κακοκαιρίες και το οποίο πολύ δύσκολα μπορεί να φτάσει στο λιμάνι του προορισμού του.

Το ίδιο ισχύει, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών, και για τους αιρετικούς. Δεν παραγνωρίζουμε φυσικά τους πολλούς θεολογικούς λόγους, για τους οποίους η σωτηρία δεν είναι δυνατή έξω από τα όρια της ιστορικής Εκκλησίας.

Όπως κι αν έχει το πράγμα, βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα δισεπίλυτο πρόβλημα, οι δε πιστοί δεν πρέπει να προσπαθούν σχολαστικά να εξιχνιάσουν τις βουλές του Υψίστου, ο οποίος «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας έλθειν» (Α’ Τιμ. 2,4).    

 
Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Σωτηριολογικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 166

Η διδασκαλία αυτή αποτελεί νεόκοπο δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Σύμφωνα με αυτή, η Θεοτόκος δεν πέθανε φυσικώς, αλλά όταν πλησίαζε το τέλος της ζωής της, ο Θεός τη μετέστησε ένσωμη στη θεία Βασιλεία.

Η διδασκαλία αυτή είναι σωστή μόνο κατά το ήμισυ. Είναι σωστή στην ιδέα της ένσωμης μεταστάσεως, εσφαλμένη δε ως προς το στοιχείο του θανάτου της Θεομήτορος, το οποίο αρνείται.

Η ορθόδοξη παράδοση δέχεται – αν και όχι ενιαίως – τη μετάσταση της Θεοτόκου, της οποίας όμως προηγήθη ο σωματικός θάνατος. Το θάνατο της Θεοτόκου γιορτάζει ως «Κοίμησιν» αυτής στις 15 Αυγούστου. Μετά το θάνατο της Θεομήτορος, το σώμα της είτε αναφέρθηκε στον ουρανό, όπου τηρείται άθικτο μέχρι της κοινής αναστάσεως, είτε – και το πιθανότερο – ακολουθώντας το παράδειγμα του Υιού της, την τρίτη μέρα από της ταφής του ενώθηκε και πάλι με την ψυχή του και, αναστάν εκ των νεκρών (πρόληψη της καθολικής αναστάσεως των σωμάτων), μετέστη προς ουρανό πλησίον του αναστάντος Υιού της. Δηλαδή η ψυχή της Θεοτόκου μετά τον θάνατο της δεν παρέμεινε στην Μέση κατάσταση των ψυχών, σαν μια εξαίρεση από τον γενικό κανόνα, οφειλόμενη στο μέγα θεομητορικό θαύμα της.

Το στοιχείο όμως του θανάτου του σώματος της Θεοτόκου είναι πολύ σημαντικό για την ορθόδοξη θεώρηση της μεταστάσεως. Η Μαρία, ως φυσική θυγάτηρ του Αδάμ, υπέχει «τας πατρικάς ευθύνας», υποκύπτουσα στο θάνατο που είναι ο κοινός κλήρος των βροτών, οφειλόμενον στο αρχέγονο αμάρτημα του προπάτορα. Το να δεχτεί κανείς ότι η Θεοτόκος δεν πέθανε – όπως κάνουν οι Ρωμαιοκαθολικοί – είναι σαν να την αποκόπτει από την ιστορικότητα της και τη φυσική της συνέχεια στη φύση του Αδάμ. Αυτό όμως πλήττει την αλήθεια της και την αυθεντική θέση που κατέχει στο λυτρωτικό κύκλο του άχραντου Τόκου της.

Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 122

Στο σταυρό ο Κύριος περιεβλήθηκε τη νέκρωση του θανάτου. Πέθανε πραγματικά. Με τον τρόπο αυτό ολοκληρώθηκε η άρρητη και σωτήρια του κένωση. Εν συνεχεία κατατέθηκε στο καινό μνημείο, « το λελατομημένον εκ πέτρας». Στον τάφο τέλεσε τον δεύτερο αιώνιο σαββατισμό, κατέπαυσε εκ του έργου της λυτρώσεως, το οποίο είχε αναθέσει σ’ αυτόν ο Πατήρ.

Με το θάνατο όμως του Σωτήρος δεν καταλύθηκε το μυστήριο της υποστατικής ενώσεως των δύο του φύσεων. Η νέκρωση δεν κατέλυσε τον άρρηκτο δεσμό. Οι φύσεις παρέμειναν αχωρίστως ενωμένες στο θεανδρικό του πρόσωπο. Καμία δύναμη ούτε του παρόντος αιώνος ούτε και του μέλλοντος, δεν μπορεί να τις διασπάσει και να τις διαχωρίσει. Έτσι το νεκρωμένο σώμα στον τάφο δεν αποχωρίστηκε της θεότητας, γιατί ήταν σώμα θεοχώρητο και θεοδύναμο. Έφερε μέσα του όλη την φωτιά και όλο τον πλούτο της θεότητος. Γι’ αυτό δεν μπορούσε να υποστεί τη διαφθορά, που ακολουθεί κάθε φυσική νέκρωση. Εφθάρη μεν κατά το πάθος, δε διεφθάρη όμως και το θεόδοχο μνημείο.

Αλλά και η ψυχή του Χριστού, μετά τον αποχωρισμό της από το πανακήρατο σώμα της, δε χωρίσθηκε από τη θεότητα, με την οποία ήταν ενωμένη εξ άκρας συλλήψεως. Με αυτή ο Σωτήρ κατέβηκε στον Άδη. Ήταν το χωρίο των νεκρών. Σ’ αυτό κρατούνταν δέσμια τα πνεύματα των κεκοιμημένων. Ο Άδης, ήταν προσωποποίηση του θανάτου, αφεγγής και πένθιμος, όπως πένθιμος και αφεγγής είναι ο θάνατος. Πως ζούσαν, αλήθεια, τα πεπεδημένα πνεύματα στην κατήφεια του Άδη; Τι περίμεναν; Ποια προσδοκία, ποια ελπίδα είχαν; Για την κάθοδο του Κυρίου στον Άδη και το έργο που επιτέλεσε εκεί κάνει λόγο η Γραφή: «..θανατωθείς μέν σαρκί, ζωοποιηθείς δέ πνεύματι· ἐν ᾧ καί τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθείς ἐκήρυξεν». Από το χωρίο συνάγεται, ότι ο σκοπός της κάθοδος του Χριστού στον Άδη ήταν κηρυκτικός. Ο αγαθός και δίκαιος Θεός δεν μπορούσε να αφήσει έξω του λυτρωτικού έργου του όσους είχαν πεθάνει πριν από τη σωτήρια του έλευση. Έπρεπε και αυτοί να ακούσουν το λυτρωτικό του μήνυμα, να τους δοθεί ευκαιρία να γνωρίσουν τον Σωτήρα του κόσμου και να λάβουν θέση υπεύθυνη έναντι του Ευαγγελίου της λυτρώσεως. Φυσικά όλοι δεν πίστευσαν στο σωτήριο κήρυγμα. Άλλοι πάλι (δίκαιοι της Π. Διαθήκης, ενάρετοι και καλοπροαίρετοι σοφοί του ειδωλολατρικού κόσμου) πρέπει να πίστεψαν και να εξήλθαν μαζί με τον Κύριο από την σκοτεινή περιοχή του θανάτου. Μερικοί από τους αρχαίους γνωστικούς αιρετικούς πίστευαν το αντίθετο· ότι δηλαδή οι δίκαιοι του Νόμου δεν πίστεψαν στον Χριστό (αντινομισμός;) ενώ αντίθετα τον πίστεψαν οι κακοί. Όπως και να ‘χει το πράγμα, το ζήτημα της σωτηρίας των ψυχών στον Άδη παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, η κυριότερη των οποίων είναι η δυνατότητα σωτηρίας χωρίς να προηγηθεί μετάνοια, δεδομένου ότι σταθερό δίδαγμα της ορθόδοξης δογματικής είναι ότι μετά θάνατο – και εν τω Άδη – δεν υπάρχει μετάνοια.

Στον Άδη ο Κύριος ενήσκησε σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια το βασιλικό του αξίωμα (τα άλλα δύο είναι το προφητικό και το αρχιερατικό). Στον Άδη ο Σωτήρ κατήλθε ως βασιλέυς κραταιός και δυνατός. Με τη ζωαρχική παλάμη του εσπάραξε τα κλείθρα του θανάτου. Ο Άδης, ο απηνής τύραννος και αποτρόπαιος δυνάστης, βλέποντας στον παράδοξο επισκέπτη του «βροτόν τεθεωμένων, κατάστικτον τοις μώλωψι και πανσθενουργόν», «διαπεφώνηκε» έχασε τη λαλιά του, έπεσε κάτω άφωνος. Και μπορούσε μεν να δέχεται στα σκοτεινά και ανήλια βάθη του τις ψυχές των κοινών ανθρώπων, τις οποίες βάρυνε η αμαρτία· όχι όμως και τη θεοχώρητη ψυχή του Υιού του Θεού και της Παρθένου. Ορμήσας δε να καταπιεί τη σπάνια εκείνη ψυχή, πιάστηκε από το άγκιστρο της θεότητος, που ήταν κρυμμένο κάτω από αυτήν. Επικράνθη και η κοιλία του δεν μπόρεσε να κρατήσει μέσα της την ψυχή του παράδοξου επισκέπτη· την εξήμεσε και μαζί με αυτή απέδωσε και τις ψυχές των απ’ αιώνος νεκρών, που κρατούσε στα μακάβρια σπλάχνα του. Να απέδωσε άραγε και τις ψυχές εκείνων που δεν πίστεψαν στο σωτήριο κήρυγμα του Ιησού; Ή είναι σχηματικό, ότι ο Χριστός βγαίνοντας από τον Άδη, έσυρε μαζί του και ολόκληρο το γένος των ανθρώπων, λύτρωσε παγγενή τον Αδάμ;

 
Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 106

Ο δύσπιστος μοναχός

Ένας μοναχός πάλευε με λογισμούς αμφιβολίας, για το αν τα τίμια Δώρα είναι πραγματικά Σώμα και Αίμα Χριστού ή απλά σύμβολα και τύποι.

Οι άλλοι μοναχοί, όταν ενημερώθηκαν σχετικά, τον κάλεσαν σε μια θεία λειτουργία, στη διάρκεια της οποίας προσεύχονταν όλοι θερμά να του δείξει ο Θεός με θαύμα την αλήθεια, για να διώξει τους λογισμούς της απιστίας.

Μετά την απόλυση, ο αδελφός αυτός διηγήθηκε στους άλλους τα εξής:

«Όταν ο διάκονος ανέβηκε στον άμβωνα για να διαβάσει το Ευαγγέλιο, είδα να ανοίγει η στέγη της Εκκλησίας.

Μετά την ευχή της προσκομιδής είδα να σχίζονται οι ουρανοί και να κατεβαίνει φωτιά πάνω στα τίμια Δώρα.

Ύστερα παρουσιάστηκε πλήθος αγγέλων κι ανάμεσα τους ένα Παιδί. Μαζί τους κατέβηκαν άλλα δύο πρόσωπα με ομορφιά απερίγραπτη. Κατόπιν οι άγγελοι στάθηκαν κυκλικά γύρα από την αγία τράπεζα, ενώ το Βρέφος ενθρονίστηκε σε αυτήν.

Όταν πλησίασαν οι ιερείς για να τεμαχίσουν τον άρτο της προθέσεως, είδα εκείνα τα δύο πρόσωπα να πιάνουν το Παιδί από τα χέρια και τα πόδια, και μ’ ένα μαχαίρι να Το σφάζουν, χύνοντας το αίμα Του στο άγιο ποτήριο. Στη συνέχεια έκοψαν το Σώμα του σε μικρές μερίδες, που τις τοποθέτησαν πάνω στα τεμάχια των άρτων. Αμέσως τότε οι άρτοι μεταβλήθηκαν κι αυτοί σε σάρκα.

Στο «μετά φόβου..», στους αδελφούς που πλησίαζαν, προσφέρονταν κομμάτια από σάρκα. Μόλις όμως έλεγαν «αμήν», γίνονταν άρτος στα χέρια τους*. Όταν πλησίασα κι εγώ, μου δόθηκε σάρκα και δεν μπορούσα να μεταλάβω. Τότε ένιωσα μια φωνή να μου ψιθυρίζει στο αυτί μου:

- «Άνθρωπε, γιατί δεν μεταλαμβάνεις; Δεν σου προσφέρεται ακριβώς αυτό που ζήτησες;».

- «Λυπήσου με, Κύριε. Δεν μπορώ να μεταλάβω σάρκα».

- «Μάθε λοιπόν πως, αν μπορούσε ο άνθρωπος να μεταλάβει καθαρή σάρκα, τότε μέσα στο άγιο ποτήριο θα υπήρχε σάρκα, όπως την είδες εσύ. Επειδή όμως δεν μπορεί να μεταλάβει κάτι τέτοιο, όρισε ο Θεός τους άρτους της προθέσεως. Αν λοιπόν πίστεψες ότι ο αγιασμένος αυτός Άρτος είναι το ίδιο το Σώμα του Χριστού, μετάλαβε αυτό που έχεις στο χέρι σου!».

- «Πιστεύω Κύριε, απάντησα τότε συντετριμμένος».

«Αμέσως η σάρκα που κρατούσα έγινε πάλι άρτος. Ευχαρίστησα το Θεό και κοινώνησα.
Αφού τελείωσε η ιερή μυσταγωγία, είδα ν’ ανοίγει πάλι η στέγη του ναού και ν’ ανεβαίνουν οι αγγελικές δυνάμεις στον ουρανό».

* τους πρώτους αιώνες οι χριστιανοί μεταλάμβαναν χωριστά τα τίμια Δώρα. Πρώτα δέχονταν στη δεξιά τους παλάμη τον άγιο Άρτο κι έπειτα κοινωνούσαν από το άγιο ποτήριο τον καθαγιασμένο Οίνο. Αυτή η πράξη παραμένει μέχρι σήμερα για τους κληρικούς που κοινωνούν μέσα στο άγιο βήμα. Για τους υπόλοιπους πιστούς εφαρμόσθηκε (πιθανόν μετά τον 8ο αιώνα) η ταυτόχρονη μετάληψη των τιμίων Δώρων με την αγία λαβίδα.

(πηγή: Ευεργετινός, τ. Α΄- Δ, εκδ. Βίκτωρος Ματθαίου, Αθήναι 1957-1960, Τσάμη Γ. Δημητρίου, Μητερικόν, τ. Β΄και τ. Γ, εκδ. Αδελφοτ. «Η Αγία Μακρίνα», Θεσσαλονίκη 1991-1992, από το βιβλίο «Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία» εκδ. Ι. Μονής Παρακλήτου, σ. 42)

Μια πειστική απόδειξη

Στον ιερό ναό του Τιμίου Σταυρού της Λαύρας του αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι, στην Πετρούπολη της Ρωσίας, συνέβη κάποτε το ακόλουθο συγκλονιστικό περιστατικό:

Στη διάρκεια μιας θείας λειτουργίας, ο λειτουργός αρχιερέας Στέφανος, αφού διάβασε την ευχή «Πιστεύω, Κύριε και ομολογώ…»*, σήκωσε το κάλυμμα του αγίου ποτηρίου κι έμεινα σαν αποσβολωμένος. Είδε μέσα σάρκα και αίμα ανθρώπινα! Γύρισε τότε στο διάκονο, τον κατοπινό στάρετς Σαμψών (†1979), και του είπε: «Βλέπεις, πάτερ»;

Τι να έκαναν;… Ο επίσκοπος αφού τοποθέτησε το άγιο ποτήριο στην αγία τράπεζα, γονάτισε και ικέτεψε τον Κύριο να κάνει έλεος. Πώς θα μετέδιδε σάρκα ανθρώπινη στους πιστούς; Ποιος θα την έπαιρνε;

Αφού προσευχήθηκε για ένα τέταρτο με υψωμένα τα χέρια, ξανακοίταξε στο άγιο ποτήριο. Η σάρκα και το αίμα είχαν γίνει ψωμί και κρασί. Έτσι βγήκε και κοινώνησε τους πιστούς.

Όσοι κληρικοί πληροφορήθηκαν το θαύμα, είπαν ότι το επέτρεψε ο Θεός για να ενισχυθεί η πίστη τους. Ο διάκονος Σαμψών μάλιστα, που κρατούσε το άγιο ποτήριο, ομολόγησε ότι από το γεγονός αυτό πήρε ξεχωριστή δύναμη και παρηγοριά. Πίστεψε απόλυτα και αναμφίβολα πως η θεία Ευχαριστία είναι αυτό το τίμιο Σώμα και Αίμα του Σωτήρος.

Πείστηκε ο ίδιος, αλλά το διέσωσε και σε άλλους, για να πάρουν όλοι, όσοι θα το μάθαιναν, δύναμη και χαρά. Το σημείο αυτό ήταν ακόμα, όπως είπε, μια αφορμή για ν’ αποκτήσουν περισσότερη ταπείνωση οι κληρικοί και να συνειδητοποιήσουν την αναξιότητα τους.

* Κατά το ρωσικό τυπικό, μετά το «Μετά φόβου..», εκφωνεί ο λειτουργός την ευχή της θείας μεταλήψεως «Πιστεύω Κύριε, και ομολογώ..» και ύστερα μεταλαμβάνει τους πιστούς.

(πηγή: Στάρετς Σαμψών, εκδ. Ι. Μητροπόλεως Νικοπόλεως, Πρέβεζα 1991, από το βιβλίο «Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία» εκδ. Ι. Μονής Παρακλήτου, σ. 51)

Το δεσποτικό Αίμα

Κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, στο χωριό Ζάρκα της Ιορδανίας, στις 21 Απριλίου 1991, μετά τη μεγάλη είσοδο, ο ορθόδοξος ιερέας τοποθέτησε τα τίμια Δώρα στην αγία τράπεζα.

Ξαφνικά είδε το δισκάριο γεμάτο αίμα. Από τον άγιο Άρτο ξεχυνόταν επίσης αίμα ζεστό. Ο ιερέας έβαλε τις φωνές, και οι πιστοί έτρεξαν στο ιερό να δουν τι συμβαίνει.

Βλέποντας το θαυμαστό γεγονός, έμειναν άφωνοι. Άλλοι προσπάθησαν να μεταλάβουν μερικές σταγόνες, ενώ άλλοι να χρίσουν το σώμα τους.

«Επισκέφθηκα την πόλη», διηγείται αυτόπτης μάρτυρας, «για να δω από το κοντά το θεϊκό σημείο. Χιλιάδες κόσμου είχαν κατακλύσει την περιοχή. Ο ιερέας είχε κατορθώσει να φυλάξει δύο κομματάκια Άρτου. Ομολογώ πως αυτό που έβλεπα δεν ήταν άρτος και οίνος. Ήταν Σώμα και Αίμα Χριστού».

[(πηγή: «Αναγέννηση» (εφημέρ. Κρήτης), φ. 6/5/1991, «Ορθόδοξος Τύπος» (εφημερ. Αθηνών) φ. 30/04/1991, από το βιβλίο «Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία», εκδ. Ι. Μονής Παρακλήτου, σ. 53)]

Αναμφισβήτητα έχουν. Για τις ψυχές των ζώων κάνει ευρύ λόγο η Αγία Γραφή. Η Γένεση ιδιαίτερα γράφει:

«Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν», « .. ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ γένος, τετράποδα καὶ ἑρπετὰ καὶ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος».

Πρέπει όμως να κάνουμε μια διασάφηση. Η λέξη «ψυχή» δεν είναι λέξη μονοσήμαντη. Έχει πολλές έννοιες στην Αγία Γραφή.
Έτσι μπορεί να σημαίνει τη ζωή του ανθρώπου, την πνευματική του ουσία, που είναι σε αξία πολυτιμότερη από τον κόσμο ολόκληρο.
Στα ζώα σημαίνει τη ζωτική δύναμη, που μαζί με το φυσικό τους ένστικτο τα συγκρατεί στο είναι και τα κατευθύνει στην εκπλήρωση του φυσιολογικού σκοπού της υπάρξεως τους.
Η ψυχή του ζώου βρίσκεται στο αίμα του («ότι το αίμα αυτού ψυχή» Δευτ. 12,23)

Όπως γίνεται νοητό, η ψυχή των ζώων δεν μπορεί να ταυτιστεί με τη λογική ψυχή των ανθρώπων, που είναι φύση νοερά και άυλη, προέρχεται από την πνοή του Θεού και είναι «εικόνα» Θεού, αθάνατη και ακατάλυτη.
Είναι όμως παράλογο ορισμένες εκδηλώσεις των ζώων, συγκινησιακές ευαισθησίες και άλλες δεξιότητες, να τις εξισώνουμε με τα λογικά και πνευματικά εκδηλώματα της ανθρώπινης ψυχής.
Είναι φυσικές ορμές, ένστικτα, που υπάρχουν στην ουσία του ζώου και τίποτα περισσότερο.

Η ψυχή των ζώων δεν είναι αθάνατη. Με το θάνατο του ζώου η ύπαρξή του εξαφανίζεται. Χάνεται οριστικά.
Το ζώο δεν πρόκειται να αναστηθεί εκ των νεκρών κατά την κοινή ανάσταση.
Ως άλογο ων δεν είναι υπεύθυνο για τα ενεργήματά του, δια τούτο δεν πρόκειται να λογοδοτήσει στον πλάστη του.
Τα ζώα είναι πλάσματα θελημένα από το Θεό, χαριτωμένα και όμορφα. Έχουν συγκεκριμένο λόγο υπάρξεως.
Συγγενεύουν με τον άνθρωπο, γιατί τόσο αυτά όσο και οι άνθρωποι έχουν το λόγο υπάρξεως τους – διαφορετικό φυσικά σε κάθε περίπτωση – στη δημιουργική ενέργεια του Θεού. Αυτά καθ΄ ευατά έχουν την όποια αξία τους, ως πλάσματα του κοινού Πατέρα, γι’ αυτό ο άνθρωπος πρέπει εν μέτρω να τα αγαπά, να τα φροντίζει και όχι να τα βασανίζει και να τα καταστρέφει.

Η αγάπη προς τα ζώα είναι εκδήλωμα χριστιανικής αγάπης και ευγνωμοσύνης προς το δωρεοδότη Κύριο, που τόσο απλόχερα έπλασε τα όντα του, που πολλές φορές εξυπηρετούν (κυρίως τα ζώα) με κάθε τρόπο τον άνθρωπο.

(Πηγή: «Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρου, σελ. 67)

Η άδεια λαβίδα

Ο γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης (†1991) εξομολόγησε κάποτε μία γερόντισσα και της έβαλε κανόνα να μην κοινωνήσει για τρία χρόνια.
   - Γιατί δεν κοινωνάς; τη ρώτησε μία μέρα ο ιερέας της ενορίας της.
Μου έβαλε κανόνα ο π. Ιάκωβος, απάντησε εκείνη, και του είπε την αιτία. -
- Όχι γιαγιά, μη στενοχωριέσαι. Αυτός είναι αγράμματος καλόγερος.
Εγώ είμαι μορφωμένος και σου λύνω τον κανόνα. Να έρθεις την Κυριακή να σε κοινωνήσω.
Καθώς όμως πλησίασε η γιαγιά να μεταλάβει, ένιωσε στο στόμα της την αγία λαβίδα άδεια και κρύα, δεν κατάλαβε τη γεύση της θείας Κοινωνίας.
Το θαυμαστό γεγονός επαναλήφθηκε άλλες δύο Κυριακές, όποτε η γυναίκα ανησύχησε και ξαναπήγε στο γέροντα Ιάκωβο.
- Παιδί μου, της είπε εκείνος, ο κανόνας δεν λύνεται. Πρέπει να κάνεις τον κανόνα πού σου έβαλα.

Το 1987, ο π. Ιάκωβος εξομολόγησε μία κοπέλα, αλλά της απαγόρευσε να κοινωνήσει.
Εκείνη τότε επισκέφθηκε κάποιον επίσκοπο, πού της επέτρεψε τη θεία μετάληψη.
Όταν όμως πλησίασε να κοινωνήσει, η αγία λαβίδα μπήκε άδεια στο στόμα της.
Αυτό ο παράδοξο και θαυμαστό επαναλήφθηκε κι άλλη φορά, οπότε η κοπέλα τρόμαξε, μετανόησε και πήγε να εξομολογηθεί πάλι στον π. Ιάκωβο.

Πηγή: Ένας Άγιος Γέροντας, ο μακαριστός π. Ιάκωβος Τσαλίκης, εκδ. Πατέρων Ι. Μονής Οσίου Δαβίδ, Ροβιές Ευβοίας 1993
Από το βιβλίο « Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία» εκδ. Ι. Μονής Παρακλήτου. σελ 131

 
 
Ο ανάξιος ετοιμοθάνατος

Ένας Ρώσος ιερέας καταθέτει την ακόλουθη προσωπική του μαρτυρία:

«Με κάλεσαν να εξομολογήσω και να κοινωνήσω έναν βαριά άρρωστο.
Μπαίνοντας στο σπίτι, άκουσα απ' το δωμάτιό του φωνές και κατάρες. Αναρωτήθηκα ποίος βρίζει με τέτοιο τρόπο και ταράζει τη γαλήνη, πού πρέπει να επικρατεί στις κρίσιμες αυτές ώρες.
Έκπληκτος όμως διαπίστωσα πώς ήταν ο ίδιος ο ετοιμοθάνατος.
Σκεφτόμουν με τι τρόπο να επικοινωνήσω μ αυτόν τον άνθρωπο, πού λίγο πριν πεθάνει βρίζει και καταριέται.
Αφού προσευχήθηκα, μπήκα τέλος στο δωμάτιό του, αποφασισμένος να κάνω το καθήκον μου. Τον εξομολόγησα πρώτα, και ύστερα τον κοινώνησα.
Όταν γύρισα στο ναό, στάθηκα να τακτοποιήσω το άγιο ποτήριο που είχα πάρει μαζί μου.
Τότε ένιωσα να με διαπερνά ένα ρίγος. Διαπίστωσα πώς τα τίμια Δώρα βρίσκονταν μέσα, όπως όταν ξεκίνησα για να πάω στον άρρωστο.
Ήταν σαν να μην κοινώνησε!
Ο Κύριος σκέπασε και τα δικά μου μάτια και του μελλοθάνατου, και η μετάδοση του δεσποτικού Σώματος και Αίματος δεν πραγματοποιήθηκε.

Ο άνθρωπος αυτός ήταν ανάξιος να κοινωνήσει στις τελευταίες του στιγμές».
 
Πηγή: Μελινού Μανώλη, Άνθη αγίας Ρωσίας, Αθήνα 1995
Από το βιβλίο « Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία» εκδ. Ι. Μονής Παρακλήτου. σελ 132

Θαυμαστή θεραπεία

Το επόμενο περιστατικό μας το διηγείται ο ίδιος ο π. Δημήτριος Ντούντκο:
« Μια κυρία της ενορίας μας, γιατρός στο επάγγελμα, έπασχε εδώ και δώδεκα χρόνια από καρκίνο του στομάχου.
Έκανε αδιάκοπα εμετούς και μύριζε τόσο απαίσια, που πολύ δύσκολα μπορούσε να μείνει κάποιος κοντά της. Βρισκόταν στα τελευταία της».
« Της είχαν αφαιρέσει την κηδεμονία των παιδιών της, την είχαν διώξει από τη δουλειά της και ο σύζυγος της την είχε εγκαταλείψει.
Η ίδια όμως είχε αποδεχθεί την αρρώστια της με ταπείνωση και καρτερία, σαν αληθινή χριστιανή».
« Τις τελευταίες τις ώρες ζήτησε το άγιο Ευχέλαιο και τη θεία Κοινωνία. Και το θαύμα έγινε!
Αφού τελέσθηκε το Ευχέλαιο και η άρρωστη κοινώνησε, σταμάτησαν οι εμετοί και σιγά-σιγά χάθηκε η αφόρητη δυσοσμία.
Οι γιατροί βεβαίωσαν, με μεγάλη τους κατάπληξη πως είχε γίνει καλά».

Πηγή: Ντούντκο Δημητρίου πρεσβυτ., Η ελπίδα μας, εκδ. «Η έλαφος», Αθήνα 1979
Από το βιβλίο « Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία» εκδ. Ι. Μονής Παρακλήτου. σελ 147
 
Τα κουταλάκια και η λαβίδα

Υπάρχουν χριστιανοί που φοβούνται να μεταλάβουν για να μην κολλήσουν μικρόβια! Αν ήταν έτσι, δεν θα ζούσε κανένας από τους ιερείς,
επειδή στο τέλος καταλύουν το περιεχόμενο του αγίου ποτηρίου, από το οποίο κοινωνούν συχνά εκατοντάδες πιστοί με χιλιάδες αρρώστιες.
Κι όμως, κανένας ιερέας δεν έπαθε ποτέ τίποτα. Το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου είναι «πυρ καταναλίσκον».

Ένα από τα πολλά περιστατικά που αποδεικνύουν περίτρανα την αλήθεια αυτή είναι και το ακόλουθο:

Όταν ο Μητροπολίτης Χίου Παντελεήμων Φωστίνης (†1962) ήταν ιεροκήρυκας Αττικής, πήγε κάποτε να λειτουργήσει στο φθισιατρείο της «Σωτηρίας».

Εκεί του έφεραν οι νοσοκόμοι μια πιατέλα με πολλά κουταλάκια.

- Τι τα φέρατε αυτά; τους ρώτησε.

- Μας είπαν οι γιατροί να κοινωνήσετε μ’ αυτά τους ασθενείς, αρχίζοντας από τους πιο ελαφρά και προχωρώντας στους πιο βαριά.

- Δεν χρειάζονται αυτά, απάντησε με πίστη ο ιερέας. Έχω την αγία λαβίδα.
Πραγματικά, στη θεία λειτουργία κοινώνησε κανονικά τους ασθενείς και ύστερα πλησίασε στην ωραία πύλη για να καταλύσει.
Το έκανε αυτό για να τον βλέπουν όλοι, και να μάθουν οι γιατροί ότι η θεία Κοινωνία είναι φωτιά που καίει τα πάντα.   

Πηγή: Βασιλοπούλου Χαραλάμπους αρχιμ., Θαύματα που είδαν τα μάτια μου, εκδ. «Ορθοδόξου Τύπου». Αθήνα χ.χ.
Από το βιβλίο « Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία» εκδ. Ι. Μονής Παρακλήτου. σελ 149
 
«Ο τρελός»

Ένα σχετικό περιστατικό συνέβη και το 1942 στα Ιωάννινα. Ο ιεροκήρυκας π. Βενέδικτος Πετράκης (†1961), μετά τη θεία λειτουργία στο εκκλησάκι του Κάστρου, πήγε στο εκεί νοσοκομείο, όπου στεγαζόταν και το φθισιατρείο, για να κοινωνήσει τους αρρώστους.
Ένας βαριά φυματικός, μόλις μετέλαβε, έκανε αιμόπτυση πάνω στο σεντόνι.
Αμέσως ο π. Βενέδικτος την πήρε με την αγία λαβίδα,
την έφαγε και είπε να κάψουν το σεντόνι.

Οι γιατροί το είδαν και τρόμαξαν. «Τι κάνει αυτός ο τρελός»; φώναξαν.

«Σε λίγο θα τον δείτε με καλπάζουσα φυματίωση»!

Μα ούτε σε λίγο ούτε σε πολύ τον είδαν με καλπάζουσα. Η χάρη του μυστηρίου δεν επέτρεψε να πάθει τίποτα.  

Πηγή: Βασιλοπούλου Χαραλάμπους αρχιμ., Θαύματα που είδαν τα μάτια μου, εκδ. «Ορθοδόξου Τύπου». Αθήνα χ.χ.
Από το βιβλίο « Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία» εκδ. Ι. Μονής Παρακλήτου. σελ 150
 
Ο δύσπιστος γιατρός

Ο μακαριστός Δημήτριος Παναγόπουλος (1916-1982), ο θεοφώτιστος λαϊκός ιεροκήρυκας, κήρυσσε ακόμα και στο νοσοκομείο «Σωτηρία»,
όπου άλλοι δεν πλησίαζαν από το φόβο της φυματίωσης.

Εκεί τον ακολουθούσε ο ιερέας π. Δημήτριος Παπαντώνης, που εξομολογούσε τους φυματικούς και τελούσε τη θεία λειτουργία.

Μια μέρα ένας γιατρός, που παρακολουθούσε τις ομιλίες προβληματισμένος, πλησιάζει τον ιεροκήρυκα και του λέει:  
- Κύριε Παναγόπουλε, ο ιερέας είναι αδύνατον να καταλύει το περιεχόμενο του αγίου ποτηρίου. Κοινωνούν τόσοι ασθενείς από αυτό,
κι όπως είναι γνωστό, το μικρόβιο της φυματιώσεως μεταδίδεται με το σάλιο. Τι κάνει λοιπόν ο ιερέας το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου που περισσεύει;
Το χύνει στο χωνευτήρι; Αυτό όμως δεν είναι μεγάλη αμαρτία;
- Τέτοιο πράγμα δεν γίνεται ποτέ, αντέτεινε ο ιεροκήρυκας. Ο Χριστός δεν μολύνεται από μικρόβια.
Κι από τα άχραντα Μυστήρια δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος μολύνσεως.
Ο γιατρός όμως δεν μπορούσε να πιστέψει. Τότε εκείνος τον προέτρεψε να παρακολουθήσει την επόμενη θεία λειτουργία, και στο τέλος να σταθεί κάπου,
ώστε να βλέπει τις κινήσεις του ιερέα την ώρα της καταλύσεως.
Έτσι κι έγινε. Ο γιατρός είδε με τα μάτια του το λειτουργό να καταλύει το περιεχόμενο του αγίου ποτηρίου. Τον είδε μάλιστα να ρίχνει νάμα δυο-τρεις φορές, φροντίζοντας να μείνει ούτε ίχνος από το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου.

Από τότε ο γιατρός, όχι μόνο πίστευε, αλλά και εκκλησιαζόταν και κοινωνούσε μαζί με τους ασθενείς.    

Πηγή: Μποτσούρη Γεωργ. Και Βας., Ο ιεροκήρυξ Δημήτριος Παναγόπουλος (1916-1982), Αθήναι 1993
Από το βιβλίο « Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία» εκδ. Ι. Μονής Παρακλήτου. σελ 153

Ο μακαριστός ηγούμενος του οσίου Δαβίδ, γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης (†1991), ζούσε θαυμαστές εμπειρίες σ’ όλες τις ιερές ακολουθίες,
μα ιδιαίτερα την ώρα της θείας λειτουργίας.
Όταν λειτουργούσε, έλαμπε από καθαρότητα και μεγαλοπρέπεια. Συχνά, στην μεγάλη είσοδο ή στην αγία πρόθεση, τον έβλεπαν να μην πατάει στο έδαφος,
αλλά να στέκεται και να βαδίζει στον αέρα.
Πολλές φορές αντίκριζε πάνω στην αγία τράπεζα αγγέλους και αρχαγγέλους να κρατούν το Σώμα του Κυρίου.

«Οι άνθρωποι», έλεγε, «είναι τυφλοί και δεν βλέπουν τι γίνεται μέσα στο ναό, στη διάρκεια της θείας λειτουργίας».
« Κάποτε λειτουργούσα, αλλά δυσκολευόμουν να ξεκινήσω για τη μεγάλη είσοδο, από τα θαυμαστά που έβλεπαν τα μάτια μου.
Ο ψάλτης έλεγε και ξανάλεγε « Ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι» .
Ξαφνικά, νιώθω να με σπρώχνει κάποιος από τον ώμο και να με οδηγεί στην αγία πρόθεση. Νόμιζα πως ήταν ο ψάλτης.
Απόρησα, πως τόλμησε ο ευλογημένος να κάνει τέτοια ασέβεια – να μπει από την ωραία πύλη και να με σπρώξει.
Γυρίζω, και τι να δω! Μια τεράστια φτερούγα, που είχε περάσει ο αρχάγγελος στον ώμο μου, με οδηγούσε να προχωρήσω για τη μεγάλη είσοδο..
«Τι γίνεται στο ιερό την ώρα της λειτουργίας! Στο χερουβικό άγγελοι ανεβοκατεβαίνουν, και συχνά αισθάνομαι τις φτερούγες τους να χτυπούν πάνω στους ώμους μου..
Μερικές φορές δεν μπορώ να αντέξω και κάθομαι στην καρέκλα. Οι άλλοι ιερείς νομίζουν πως κάτι έπαθα, δεν νιώθουν όμως αυτά που βλέπω και ακούω.
Τι φτερούγισμα, παιδί μου, οι άγγελοι! Και μόλις ο ιερέας πει το «Δι’ ευχών», φεύγουν οι ουράνιες δυνάμεις. Τότε μέσα στο ναό απλώνεται απόλυτη ησυχία!»
«Απόψε παιδί μου», αποκάλυψε κάποτε σ’ ένα μοναχό, «συλλειτουργούσα με αγίους και αγγέλους σε θυσιαστήρια που δεν περιγράφονται.
Σαν πεθάνω, να πεις πως κάποιος γέροντας συλλειτουργούσε κάθε νύχτα και ζούσε με την Αγία Τριάδα.»

Όταν τελούσε την προσκομιδή ο π. Ιάκωβος, συχνά έβλεπε την πνευματική κατάσταση των κεκοιμημένων που μνημόνευε.
«Κάθε φορά που προσκομίζω», έλεγε, « βλέπω τις ψυχές που περνούν από μπροστά μου και με παρακαλούν να τις μνημονεύσω. Και να θέλω να τις ξεχάσω δεν μπορώ.
Την ώρα που ο ιερέας βγάζει μερίδες και μνημονεύει τα ονόματα στην αγία πρόθεση, κατεβαίνει άγγελος Κυρίου, παίρνει την μνημόνευση και την πηγαίνει στο θρόνο του Δεσπότη Χριστού σαν προσευχή γι’ αυτούς που μνημονεύθηκαν.
Σκεφτείτε λοιπόν πόσο αξίζει να σας μνημονεύουν στην αγία πρόθεση».

Κάποια φορά ο γέροντας λησμόνησε να μνημονεύσει στην προσκομιδή τη μητέρα του, κι εκείνη εμφανίστηκε και του είπε με παράπονο:

- Πάτερ Ιάκωβε, δεν με μνημόνευσες σήμερα!

- Πώς δεν σε μνημόνευσα μητέρα! Κάθε μέρα σε μνημονεύω, βγάζω μάλιστα για σένα την καλύτερη μερίδα.

- Όχι, παιδί μου, σήμερα με ξέχασες, και η ψυχή μου δεν αναπαύεται όσο τις άλλες μέρες.

Κάτι ανάλογο του συνέβη και με τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο. Ο π. Ιάκωβος τελειώνοντας μια φορά την προσκομιδή, ξεκίνησε για την αγία τράπεζα.
Βλέπει τότε τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο να στέκει δεξιά του, με τις παλάμες τη μια μέσα στην άλλη, όπως συνηθίζουν οι ιερείς να μεταλαβαίνουν το δεσποτικό Σώμα, σαν να ζητούσε κι εκείνος τη δική του μερίδα.

Πηγή:  Ένας άγιος γέροντας, ο μακαριστός π. Ιάκωβος, εκδ. Πατέρων Ι. Μονής Οσίου Δαβίδ, Ροβιές Ευβοίας 1993
Παπαδοπούλου Στυλ., Ο μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης, εκδ. Πατέρων Ι. Μονής Οσίου Δαβίδ, Αθήνα 1993
Από το βιβλίο «Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία» εκδ. Ι. Μονής Παρακλήτου. σελ 103

Ο λόγος ο καλός κάνει τον κακό καλό, έλεγε ο όσιος Μακάριος, ενώ ο κακός λόγος και τον καλό ερεθίζει

Κάποτε ο υποτακτικός του Οσίου, συνάντησε στο δρόμο του έναν ειδωλολάτρη ιερέα που περπατούσε βιαστικά.

    - Αι, σατανά, πού τρέχεις; του φώναξε απερίσκεπτα.

Εκείνος τότε θύμωσε κι έσπασε το ραβδί του στις πλάτες του καλόγερου, ώσπου τον άφησε μισοπεθαμένο. Σε λίγο φάνηκε και ο όσιος στο δρόμο. Βλέποντας τον ειδωλολάτρη να τρέχει τώρα για να κρυφτεί, του φώναξε με καλωσύνη:

    - Ο Θεός να σε ευλογεί, προκομμένε άνθρωπε.

Εκείνος στάθηκε σαστισμένος και ρώτησε:

    - Τι καλό είδες σε μένα, αββά, και μου μιλάς έτσι;

    - Σε βλέπω που τρέχεις, του είπε ο όσιος, λυπάμαι μόνο που δεν έχεις καταλάβει ακόμη πως μάταια κοπιάζεις.

    - Η κουβέντα σου γλυκαίνει την ψυχή μου, είπε ήρεμος ο ειδωλολάτρης τώρα. Αυτό είναι σημάδι πως είσαι πραγματικά άνθρωπος του Θεού.Πριν από λίγο με βρήκε ένας κακός καλόγερος και χωρίς λόγο με έβρισε. Αλλά και εγώ τον πλήρωσα καλά. Τον άφησα αναίσθητο από το ξύλο.

Ο Γέροντας κατάλαβε πως αυτός ήταν ο υποτακτικός του. Ψάχνοντας λίγο πιο πέρα τον βρήκε σε κακή κατάσταση. Ζήτησε τότε από τον ειδωλολάτρη να τον βοηθήσει να τον μεταφέρουν στην καλύβα τους.

Σαν έφθασαν εκεί, εκείνος γύρεψε συγχώρεση από τον Όσιο Μακάριο γιατί είχε κακομεταχειριστεί το μαθητή του και τον παρακάλεσε να τον κάνει Χριστιανό.

(Γεροντικό, Θεοδώρας Χαμπάκη σελ. 54)

custom image (2)

img025