ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Μεγάλου Βασίλείου

«Να μην υπάρχει κανένα ίχνος οργής ή μνησικακίας ή φθόνου ή φιλονικίας πάνω στους μοναχούς, ούτε χειρονομία ή κίνηση. Καμιά κουβέντα, καμιά αντίδραση του βλέμματος, καμιά έκφραση του προσώπου ή οτιδήποτε άλλο που να προκαλεί την οργή του συντρόφου. Κι αν κάποιος κάνει κάτι από αυτά, να μην είναι αρκετή δικαιολογία για το λάθος του το ότι προηγουμένως κάτι τον στενοχώρησε. Γιατί το κακό, όποτε και να το κάνουμε, το ίδιο κακό είναι».
(Μ. Βασιλείου, Λόγος Ασκητικός Β΄)
 
Παράλληλο κείμενο: π. Αλέξανδρος Ελτσιανίνωφ  (από το βιβλίο Πνευματικά Κεφάλαια, «Τήνος», Αθήνα 1997γ, σ.62)
«Η ζωή μας αποκαλύπτει τις καρδιές μας σε βάθος, μέσω της σύγκρουσής μας με ανθρώπους και καταστάσεις που αποτελούν πειρασμό για μας».
 
Σημειώσεις από τη διδασκαλία των αποσπασμάτων σε εφήβους

Οι «δικαιολογίες»: το κακό να νικιέται πρώτα μέσα μας

Καμία κακία – οργή, μνησικακία, φθόνος, φιλονικία – λέει ο Μέγας Βασίλειος, να μην προέρχεται από εμάς. Ίχνος κακίας, ούτε πράξη, ούτε λόγος, ούτε καν χειρονομία ή έκφραση του προσώπου. Οι νέοι άνθρωποι νιώθουν, συνήθως, πολύ περισσότερο διαθέσιμοι από τους ενήλικες να μπουν σε έναν τέτοιο αγώνα με τον εαυτό τους. Η ιδέα ότι μπορούν «να σταματούν το κακό» τους ενδιαφέρει, και δεν τους αρκεί φυσικά η δημιουργία μιας άψογης μάσκας κάτω από την οποία θα κρύβονται.

Τι γίνεται όμως με τους άλλους, όταν εμείς αρχίζουμε αυτόν τον αγώνα; Δεν είναι αρκετή δικαιολογία για τα λάθη μας, συνεχίζει ο Βασίλειος, ότι προηγουμένως κάποιος μας στενοχώρησε. Γιατί όμως να μην «πληρώνουμε τους άλλους με το ίδιο νόμισμα», όταν φταίνε;  Η απάντηση είναι ότι έτσι, αντί να σταματάει, το κακό πολλαπλασιάζεται. Και συμμετέχουμε και εμείς πια σε αυτό, ανοίγοντας την πόρτα σε περισσότερη πικρία, ασυνεννοησία, εκδικητικότητα. Να κάτι που μοιάζει να ξεκαθαρίζει το τοπίο για όσους επιθυμούν πραγματικά να αγωνιστούν: δεν έχει σημασία γιατί κάνουμε το κακό, σημασία έχει ότι κάνουμε κακό.

Ας αντιστρέψουμε λίγο τα πράγματα: έχουμε σκεφτεί πόσο διδακτικοί μπορούν να μας φανούν οι άλλοι στον αγώνα κατά της κακίας; Μπορούμε να λειτουργήσουμε σαν τους αθλητές, που ξέρουν ότι τα εμπόδια δυναμώνουν τους μυς τους για το τρέξιμο. Αξίζει εδώ να αναφερθούμε σε μια επιστολή που στέλνει ένας Ρώσος πνευματικός, ο στάρετς Μακάριος της μονής της Όπτινα σε κάποιον που δυσκολεύεται να ελέγξει το θυμό του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν δάσκαλος και διαμαρτυρόταν για τις αταξίες των μαθητών του. «Γενναία πολέμησε τα ξεσπάσματα του θυμού σου», του γράφει ο στάρετς. «Ο θυμός είναι ένα από τα σοβαρότερα πάθη σου, αλλά δε θα μπορούσες ποτέ να γιατρευτείς από αυτό, αν δεν το συνειδητοποιούσες. Επομένως τα παιδιά, που με τις αταξίες τους σε νευριάζουν, είναι τα όργανα του Θεού για τη διόρθωσή σου. Ευχαρίστησέ τα γι’ αυτό από τα βάθη της καρδιάς σου. Είναι καλύτερα να μην τα μαλώνεις όταν βρίσκεσαι σ’ αυτή την ταραγμένη ψυχική κατάσταση. Και για σένα θα είναι πιο ωφέλιμο, αλλά και για τα παιδιά σου πιο αποτελεσματικό, αν αργότερα συζητήσεις ήρεμα μαζί τους και τα βοηθήσεις με τον πειστικό σου λόγο να κατανοήσουν το σφάλμα τους» ( Στάρετς Μακαρίου της Όπτινα, Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου,1998, σ.132-133). Οι άλλοι μπορεί να γίνουν η άσκησή μας και, ποιος ξέρει, ίσως στο μέτρο που εμείς διορθωνόμαστε, να μας φαίνονται και λιγότερο «κακοί».

Ένα ακόμα χαριτωμένο παράδειγμα αναφέρεται στο βίο ενός αγίου που θύμωνε πολύ με τους άλλους. Κάποτε ένιωσε πως δεν άντεχε άλλο (το συναξάρι δεν ξεκαθαρίζει αν δεν άντεχε τους θυμούς του ή τους αδελφούς του που τους προκαλούσαν) και πως έτρεξε στο ναό και προσευχήθηκε πολύ θερμά στο Χριστό, ζητώντας Του να τον απαλλάξει από το πάθος του θυμού. Όταν γεμάτος ελπίδα βγήκε έξω, συνάντησε κάποιον που ποτέ δεν είχε μαλώσει μαζί του. Ωστόσο, αυτή τη φορά, εκείνος ο αδελφός τον προσέβαλε και τον θύμωσε. Πήγε τότε να βρει κάποιον άλλο αδελφό του που πάντα τον παρηγορούσε. Αλλά και αυτός ακόμα του φέρθηκε άσχημα και τον θύμωσε. Τότε έτρεξε στο ναό και, πέφτοντας στα γόνατα, είπε: «Μα, Κύριε, δε σου ζήτησα να με απαλλάξεις από το θυμό;» Και ο Κύριος απάντησε: «Ναι, ακριβώς γι’ αυτό σου δίνω περισσότερες ευκαιρίες για να καταφέρεις να απαλλαγείς μόνος σου»( Αρχιεπ. Anthony Bloom, Μάθε να προσεύχεσαι, εκδ. Έλαφος, σ.72-73).

(Τα παραπάνω κείμενα προέρχονται από το βιβλίο της Ελένης Κονδύλη Μικρή Φιλοκαλία της καρδιάς, εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 2006α,  σ.95 και σ.224-226)

- Γέροντα, τι βοηθάει να διώχνω τους λογισμούς υπόνοιας;

- Όλα είναι πάντα έτσι, όπως τα βλέπεις; Να βάζης πάντα ένα ερωτηματικό σε κάθε λογισμό σου, μια που όλα τα βλέπεις συνήθως αριστερά.
Αν βάζης δύο ερωτηματικά, είναι πιο καλά. Αν βάζης τρία, είναι ακόμη καλύτερα. Έτσι κι εσύ ειρηνεύεις και ωφελείσαι, αλλά και τον άλλον ωφελείς. Αλλιώς, με τον αριστερό λογισμό νευριάζεις, ταράζεσαι και στενοχωριέσαι, οπότε βλάπτεσαι πνευματικά.
Όταν αντιμετωπίζεις ό,τι βλέπεις με καλούς λογισμούς, μετά από λίγο καιρό θα δης ότι όλα ήταν πράγματι έτσι, όπως τα είδες με καλούς λογισμούς. Θα σου πω ένα περιστατικό, για να δης τι κάνει ο αριστερός λογισμός. Μια μέρα ήρθε στο Καλύβι ένας μοναχός και μου λέει: «Ο Γέρο- Χαράλαμπος είναι μάγος· έκανε μαγικά». «Τι λες, μωρέ χαμένε; Δεν ντρέπεσαι;», του λέω. «Ναι, μου λέει, τον είδα μια νύχτα με φεγγάρι που έκανε "μ, μ, μμμ..." και έχυνε με μία νταμιτζάνα κάτι μέσα στα κλαδιά».
Πάω μία μέρα και βρίσκω τον Γέρο-Χαράλαμπο. «Τι γίνεται, Γέρο-Χαράλαμπε; του λέω. Πώς τα περνάς; Τι κάνεις; Κάποιος σε είδε που έριχνες εκεί μέσα στα βάτα κάτι με μία νταμιτζάνα και έκανες "μ, μ, μμμ..."».
«Ήταν κάτι κρίνα μέσα στα ρουμάνια, μου λέει, και πήγα να τα ποτίσω. Έλεγα "Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε!" -και έριχνα λίγο νερό στο ένα κρίνο· "Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε!" και έριχνα λίγο νερό στο άλλο... Γέμιζα πάλι την νταμιτζάνα, ξαναέριχνα».
Βλέπεις; Και ο άλλος τον πέρασε για μάγο! Βλέπω, μερικοί κοσμικοί τι καλούς λογισμούς που έχουν! Ενώ άλλοι, οι καημένοι, πόσο βασανίζονται με πράγματα που ούτε καν υπάρχουν, αλλά ούτε και ο πειρασμός θα μπορούσε να τα σκεφθή! Μια φορά, όταν έβρεξε μετά από μεγάλη ανομβρία, ένιωσα τέτοια ευγνωμοσύνη στον Θεό, που καθόμουν μέσα στο Καλύβι και έλεγα συνέχεια: «Σ' ευχαριστώ εκατομμύρια-δισεκατομμύρια φορές, Θεέ μου».
Έξω, χωρίς να το ξέρω, ήταν ένας κοσμικός και με άκουσε. Όταν με είδε μετά, μου είπε: «Πάτερ, σκανδαλίσθηκα. Άκουσα να λες "εκατομμύρια-δισεκατομμύρια" και είπα "τι είναι αυτά που λέει ο πατήρ Παΐσιος;"». Τι να του έλεγα; Εγώ εννοούσα ευχαριστίες στον Θεό για την βροχή, και αυτός νόμιζε ότι μετρούσα χρήματα. Και αν ήταν κανένας άλλος, θα μπορούσε να έρθη να με ληστέψη το βράδυ, να μου δώση και ένα γερό ξύλο, και τελικά δεν θα έβρισκε τίποτε.

Μια άλλη φορά είχε έρθει κάποιος που είχε άρρωστο παιδί. Τον πήρα να τον δω μέσα στο εκκλησάκι. Όταν άκουσα το πρόβλημά του, του είπα, για να τον βοηθήσω: «Κάτι πρέπει να κάνης κι εσύ, για να βοηθηθή το παιδί σου. Μετάνοιες δεν κάνεις, νηστεία δεν κάνεις, χρήματα δεν έχεις, για να κάνης ελεημοσύνες, πες στον Θεό: "Θεέ μου, δεν έχω κανένα καλό να θυσιάσω για την υγεία του παιδιού μου, θα προσπαθήσω τουλάχιστον να κόψω το τσιγάρο"».
Ο καημένος συγκινήθηκε και μου υποσχέθηκε πως θα το κάνη. Πήγα να του ανοίξω την πόρτα, για να φύγη, και εκείνος άφησε το τσακμάκι και τα τσιγάρα μέσα στο εκκλησάκι, κάτω από την εικόνα του Χριστού. Εγώ δεν το πρόσεξα. Μετά από αυτόν μπήκε ένας νεαρός στο εκκλησάκι, κάτι ήθελε να μου πη, και ύστερα βγήκε έξω και κάπνιζε.
Του λέω: «Παλληκάρι, δεν κάνει να καπνίζης εδώ. Πήγαινε λίγο πιο πέρα». «Μέσα στην εκκλησία επιτρέπεται να καπνίζης;», μου λέει. Αυτός είχε δει το πακέτο με το τσακμάκι που είχε αφήσει ο πατέρας του άρρωστου παιδιού και έβαλε λογισμό ότι καπνίζω. Τον άφησα να φύγη με τον λογισμό του. Καλά, και αν κάπνιζα, και μέσα στην εκκλησία θα κάπνιζα; Βλέπετε τι είναι ο λογισμός;

- Γέροντα, η υπόνοια, η καχυποψία, πόση ζημιά μπορεί να κάνη στην ψυχή;
- Ανάλογα με την υπόνοια είναι και η ζημιά. Η καχυποψία φέρνει καχεξία.
- Πώς θεραπεύεται;
- Με καλούς λογισμούς.
- Γέροντα, αν δη ο άνθρωπος ότι πέφτει έξω μια φορά, αυτό δεν τον βοηθάει;
- Αν πέση μια φορά έξω, τέλος πάντων· αν πέση όμως δυό φορές, θα σακατευθή. Θέλει προσοχή, γιατί και ένα τοις χιλίοις να μην είναι τα πράγματα έτσι όπως τα σκεφθήκαμε, κολαζόμαστε. Όταν ήμουν στο Κοινόβιο, μια φορά την Μεγάλη Σαρακοστή ένα γεροντάκι, ο Γέρο-Δωρόθεος, τηγάνιζε κολοκυθάκια. Τον είδε ένας αδελφός την ώρα που τα έβαζε στο τηγάνι και έρχεται και μου λέει: «Να δης, ο Γέρο-Δωρόθεος τηγανίζει κάτι μπαρμπούνια τόσο μεγάλα!». «Μα, του λέω, ο Γέρο-Δωρόθεος, Μεγάλη Σαρακοστή, δεν είναι δυνατόν να τηγανίζη μπαρμπούνια». «Ναι, μου λέει, τα είδα με τα μάτια μου, κάτι μπαρμπούνια τόσα!».
Ο Γέρο- Δωρόθεος είχε έρθει δεκαπέντε χρόνων στο Άγιον Όρος και ήταν σαν μάνα. Αν έβλεπε κανένα καλογέρι λίγο φιλάσθενο, «έλα εδώ, του έλεγε, έχω ένα μυστικό να σου πω», και του έδινε λίγο ταχίνι με κοπανισμένα καρύδια ή κάτι άλλο. Και τα γεροντάκια τα οικονομούσε ανάλογα. Πάω μετά στον Γέρο-Δωρόθεο και τι να δω; Κολοκυθάκια τηγάνιζε για το νοσοκομείο!

- Και αν, Γέροντα, ένας λογισμός υπόνοιας για κάποιον βγη αληθινός;
- Και αν μια φορά βγη αληθινός ένας τέτοιος λογισμός, σημαίνει ότι κάθε φορά θα είναι αληθινοί τέτοιοι λογισμοί; Ύστερα που ξέρεις αν ο Θεός επέτρεψε να βγη αληθινός εκείνος ο λογισμός, για να δώση πνευματικές εξετάσεις ο άλλος στην ταπείνωση; Βέβαια χρειάζεται να προσέχη κανείς να μη δίνη και ο ίδιος αφορμές, ώστε ο άλλος να βγάζη λανθασμένα συμπεράσματα. Για να βάλη λ.χ. κάποιος έναν αριστερό λογισμό για σένα, μπορεί ο ίδιος να έχη εμπάθεια, αλλά κι εσύ μπορεί να έδωσες αφορμή. Αν, παρόλο που εσύ πρόσεξες, ο άλλος σκεφθή κάτι εις βάρος σου, τότε να δοξάσης τον Θεό και να ευχηθής για εκείνον.

«Συζήτηση με τους λογισμούς»

- Γέροντα, όταν έρχεται ένας λογισμός υπερήφανος, υποφέρω.
- Τον κρατάς μέσα σου;
- Ναι.
- Γιατί τον κρατάς; Να του κλεινής την πόρτα. Άμα τον κρατάς μέσα σου, ζημιά έχεις. Έρχεται ο λογισμός σαν τον κλέφτη, του ανοίγεις την πόρτα, τον βάζεις μέσα, πιάνεις κουβέντα μαζί του, και μετά εκείνος σε κλέβει. Με τον κλέφτη πιάνει κανείς κουβέντα; Όχι μόνον κουβέντα δεν πιάνει, αλλά κλειδώνει την πόρτα, για να μην μπη μέσα.
Μπορεί ακόμη και να μη συζήτησης μαζί του, αλλά γιατί να τον αφήσης να περάση; Ας πούμε ένα παράδειγμα· δεν λέω ότι έχεις τέτοιους λογισμούς, αλλά ας υποθέσουμε ότι σου έρχεται ένας λογισμός ότι μπορούσες να είσαι εσύ Γερόντισσα. Εντάξει, ήρθε ο λογισμός.
Μόλις έρθη, πες στον εαυτό σου: «πολύ καλά· θέλεις να είσαι Γερόντισσα; γίνε πρώτα στον εαυτό σου Γερόντισσα», οπότε αμέσως κόβεις την συζήτηση. Τι, με τον διάβολο θα συζητάμε; Βλέπεις, όταν ο διάβολος πήγε να πειράξη τον Χριστό, Εκείνος του είπε: «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά». Αφού ο Χριστός είπε στον διάβολο: «άντε πήγαινε...», εμείς τι να συζητάμε;

- Γέροντα, είναι κακό να συζητάω έναν αριστερό λογισμό, για να δω από που προέρχεται;
- Το κακό είναι ότι δεν συζητάς με τον λογισμό, όπως νομίζεις, αλλά με το ταγκαλάκι. Περνάς ευχάριστα εκείνη την ώρα, μετά όμως παιδεύεσαι. Να μη συζητάς καθόλου τέτοιους λογισμούς. Να πιάνης την χειροβομβίδα και να την πετάς στον εχθρό, για να τον σκοτώσης. Η χειροβομβίδα έχει την ιδιότητα να μη σκάη αμέσως, αλλά μετά δύο-τρία λεπτά. Έτσι και ο αριστερός λογισμός, αν τον διώξης αμέσως, δεν μπορεί να σε βλάψη.
Αλλά εσύ μερικές φορές δεν έχεις εγρήγορση, δεν λες την ευχή, και δεν μπορείς να αμυνθής. Έρχεται το τηλεγράφημα του διαβόλου απ' έξω, το παίρνεις, το διαβάζεις, το ξαναδιαβάζεις, το πιστεύεις και το περνάς στο αρχείο. Αυτούς τους φακέλους θα τους παρουσίαση το ταγκαλάκι την ημέρα της Κρίσεως, για να σε κατηγορήση.

- Γέροντα, πότε η προσβολή ενός αριστερού λογισμού είναι πτώση;
- Έρχεται ο λογισμός και τον διώχνεις αμέσως. Αυτό δεν είναι πτώση. Έρχεται και τον συζητάς. Αυτό είναι πτώση. Έρχεται, τον δέχεσαι λίγο και μετά τον διώχνεις. Αυτό είναι μισή πτώση, γιατί και τότε έχεις πάθει ζημιά, επειδή μόλυνε ο διάβολος τον νου σου. Δηλαδή είναι σαν να ήρθε ο διάβολος και του είπες: «Καλημέρα, τι γίνεται; Καλά; Κάθησε να σε κεράσω. Α, ο διάβολος είσαι; Φύγε τώρα». Αφού είδες ότι είναι ο διάβολος, γιατί τον έβαλες μέσα; Τον κέρασες και θα ξανάρθη.

«Συγκατάθεση στον λογισμό»

- Γιατί, Γέροντα, μου περνούν στο μοναστήρι διάφοροι κακοί λογισμοί, ενώ στον κόσμο δεν γινόταν αυτό; Εγώ τους επιτρέπω;
- Όχι, ευλογημένη! Ας τους να έρχωνται και να φεύγουν. Μήπως τα αεροπλάνα που περνούν πάνω από το μοναστήρι και σου χαλούν την ησυχία σε ρωτούν; Έτσι και αυτοί οι λογισμοί. Μην απελπίζεσαι. Αυτοί οι λογισμοί είναι κανοναρχίσματα του διαβόλου. Είναι σαν τα διαβατάρικα πουλιά που, όταν πετούν στον ουρανό, είναι πολύ όμορφα να τα χαζεύης. Αν όμως κατεβούν και κάνουν φωλιά στο σπίτι σου, μετά κάνουν πουλάκια, και τα πουλάκια λερώνουν.
- Γιατί όμως, Γέροντα, να μου έρχονται τέτοιοι λογισμοί;
- Αυτήν την δουλειά την κάνει ο πειρασμός. Αλλά υπάρχει μέσα σου και κατακάθι· δεν έγινε ακόμη η κάθαρση. Εφόσον όμως εσύ δεν τους δέχεσαι, δεν έχεις ευθύνη. Άφησε τα σκυλιά να γαυγίζουν. Μην τους ρίχνης πολλές πέτρες. Γιατί, όσο τους ρίχνεις πέτρες, συνεχίζουν να γαυγίζουν και από τις πολλές πέτρες θα χτίσουν μοναστήρι ή σπίτι, ανάλογα..., και ύστερα δύσκολα να το γκρεμίσης.
- Δηλαδή, Γέροντα, πότε γίνεται συγκατάθεση στους λογισμούς;
- Όταν τους πιπιλίζης σαν καραμέλα. Να προσπαθήσης να μην πιπιλίζης τους λογισμούς αυτούς που είναι απ' έξω ζαχαρωμένοι και μέσα φαρμάκι, και ύστερα απελπίζεσαι. Το να περνούν λογισμοί κακοί από τον άνθρωπο δεν είναι ανησυχητικό, γιατί μόνο στους Αγγέλους και στους τελείους δεν περνούν λογισμοί κακοί. Ανησυχητικό είναι, όταν ο άνθρωπος ισοπεδώσει ένα κομμάτι της καρδιάς του και δέχεται τα λυκόφτερα - τα ταγκαλάκια. Εάν καμιά φορά συμβή και αυτό, αμέσως εξομολόγηση, καλλιέργεια του αεροδρομίου και φύτεμα καρποφόρων δένδρων, για να γίνη η καρδιά πάλι Παράδεισος.

Δώδεκα μοναχοί περνούσαν για πρώτη φορά μία άγνωστη έρημο. Οταν νύχτωσε παραπλανήθηκε ο οδηγός τους κι ετράβηξε τον αντίθετο δρόμο. Οι αδελφοί το κατάλαβαν γρήγορα, αλλά ο καθένας τους ξεχωριστά αγωνίστηκε ολόκληρη τη νύχτα να μην το φανερώσει, για να μη λυπήσει τον οδηγό.

Όταν ξημέρωσε είδε πια το λάθος του εκείνος.

- Συγχωρήστε με αδελφοί, είπε σαστισμένος. Μου φαίνεται πως επήρα τον αντίθετο δρόμο.

- Το ξέρουμε του αποκρίθηκαν εκείνοι, αλλά μη στενοχωριέσαι, γυρίζουμε πίσω.

Και χωρίς να δείξουν καμμία απολύτως δυσαρέσκεια, που είχαν περπατήσει όλη τη νύχτα άσκοπα μία απόσταση δώδεκα μιλίων, άρχισαν καινούργια πορεία.

Ο οδηγός θαυμάζοντας την ευγένειά τους, έλεγε και ξανάλεγε:

Μέχρι θανάτου μπορούν να συγκρατηθούν οι άνθρωποι του Θεού,

για να μην λυπήσουν τον αδελφό τους.

 

Μια νέα οσιακή μορφή από τα Φάρασα της Καππαδοκίας, γνωστή στην πατρίδα του με την προσωνυμία «Χατζεφεντής», είναι ο όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (1840-1924).

Οι Φαρασιώτες διηγούνται πολλά θαυμαστά γεγονότα, που σχετίζονται με τον όσιο.

Κάποτε στα Φάρασα, τη μέρα της Αναστάσεως, μπήκε ένας Τούρκος λήσταρχος στην εκκλησία, την ώρα που τελούσε ο όσιος της Θεία Λειτουργία. Μόλις είδε τον Τούρκο αρματωμένο και αδιάντροπο μέσα στο Ναό, τον ειδοποίησε να φύγει αμέσως. Εκείνος όμως δεν έδωσε σημασία. Ο όσιος συνέχισε ατάραχος τη θεία λειτουργία.

Όταν βγήκε για τη Μεγάλη Είσοδο, τον είδε ο Τούρκος να μην πατάει στη γη, αλλά να περπατάει στον αέρα. Βλέποντας αυτό το θαύμα άρχισε να τρέμει. Έκανε να φύγει, μα δεν μπορούσε, γιατί ένιωθε δεμένος με ένα αόρατο σχοινί.

Ο όσιος, αφού μπήκε με τα Αγια στο ιερό, έκανε νόημα στον Τούρκο να φύγει. Πραγματικά, την ώρα εκείνη ο λήσταρχος ένιωσε λυμένος. Τρέμοντας ολόκληρος, βγήκε έξω κι έπεσε κάτω σαν νεκρός.

Όταν τελείωσε η λειτουργία, βγήκε ο λειτουργός από το ναό, πλησίασε τον Τούρκο, τον σήκωσε, κι έτσι εκείνος μπόρεσε να στηριχτεί στα πόδια του. Ύστερα του έκανε αυστηρή παρατήρηση, του έδωσε πέντε γρόσια και τον άφησε να φύγει υγιή, αλλά κατατρομαγμένο.

(Παϊσίου μοναχού Αγιορείτου, Ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, στο Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου σελ. 26-27)

Πρός τήν σύζυγον τοῦ Ἀρινθαίου γιά νά τήν παρηγορήσει γιά τό θάνατό… »
Πρός τήν σύζυγον τοῦ Νεκταρίου γιά νά τήν παρηγορήσει γιά τό θάνατο τοῦ παιδιοῦ της.

1. Ἐσκόπευα νά σιωπήσω ἀπέναντι τῆς κοσμιότητός σου μέ τήν σκέψη ὅτι, μέ τήν ψυχή συμβαίνει ὅτι καί μέ ἕνα μάτι πού πάσχει ἀπό φλεγμονή. Αὐτό, δηλαδή τό μάτι καί τό πιό ἁπαλό πράγμα νά τό ἐγγίσει ἐρεθίζεται. Ἔτσι αἰσθάνεται καί ἡ ψυχή πού ἔχει τραυματιστεῖ ἀπό βαριά θλίψη, ὅταν πάει κανείς νά τῆς μιλήσει. Γιατί τά λόγια ὅσο καί ἄν εἶναι παρηγορητικά ὅταν λέγονται τήν ὥρα πού ἡ ψυχή πάσχει καί ἀγωνιᾶ, τίς φαίνονται πολύ ἐνοχλητικά. Ἐπειδή ὅμως σκέφθηκα ὅτι τώρα ἔχω νά κάνω μέ Χριστιανή ἐκπαιδευμένη στά θεῖα ἀπό πολύ καιρό καί πεπειραμένη στά ἀνθρώπινα, ἐνόμισα ὅτι δέν θά ἦταν σωστό νά παραλείψω τό καθῆκον μου.

Γνωρίζω ποιά εἶναι τά σπλάγχνα τῶν μητέρων καί ἰδιαίτερα ὅταν θυμηθῶ τούς δικούς σου καλούς καί ἥμερους τρόπους πρός ὅλους, λογαριάζω πόσο μεγάλος πρέπει νά εἶναι ὁ πόνος γιά τή συμφορά πού σ᾽ ἔχει βρεῖ τώρα. Ἔχασες γιό, τόν ὁποῖο, ὅσον ζοῦσε, μακάριζαν ὅλες οἱ μητέρες καί εὔχονταν τέτοιοι νά εἶναι καί οἱ δικοί τους γιοί. Καί ὅταν πέθανε, ἔκλαψαν σάν νά εἶχε θάψει κάθε μία τόν δικό της. Ὁ θάνατος ἐκείνου ὑπῆρξε πλῆγμα στίς δύο πατρίδες (ἐννοεῖ καί τοῦ πατέρα καί τῆς μητέρας του), τήν δική μας καί τήν χώρα τῶν Κιλίκων. Μ᾽ ἐκεῖνον μαζί ἔπεσε καί τό μέγα καί ἔνδοξον γένος (σημ: Ἴσως τό πεθαμένο παιδί νά ἦταν μονάκριβο. Ἔτσι μέ τό θάνατό του ξεκληριζόταν ἡ γενιά τους), κατέρρευσε σάν νά μετακινήθηκε ἡ βάση του. Ὤ συναπάντημα πονηροῦ δαίμονος! Πόσο τρομερό κακό κατώρθωσες νά προκαλέσεις! Ὤ γῆ, πού ἀναγκάστηκες νά ὑποφέρεις ἕνα τέτοιο πάθος! Καί ὁ ἥλιος ἀσφαλῶς θά ἔφριττε, ἄν εἶχε αἴσθηση μπροστά σ᾽ ἐκεῖνο τό σκυθρωπό θέαμα. Καί τί μπορεῖ νά πεῖ κανείς ἄξιο νά ἐκφράζει ὅσα τοῦ ὑπαγορεύει ἡ ἀπελπισία τῆς ψυχῆς.

2. Ἀλλά, ὅπως διδαχθήκαμε ἀπό τό Εὐαγγέλιο, τά ὅσα μᾶς συμβαίνουν δέν εἶναι ἔξω ἀπό τή θεία Πρόνοια, γιατί οὔτε σπουργίτης δέν πέφτει χωρίς τό θέλημα τοῦ Πατέρα μας. Ὥστε ὅ,τι ἔχει συμβεῖ ἔγινε μέ τό θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ μας. Καί ποιός μπορεῖ νά ἀντισταθεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Ἄς δεχτοῦμε λοιπόν τό συμβάν. Διότι μέ τήν δυσανασχέτηση οὔτε αὐτό πού ἔχει γίνει διορθώνουμε καί ἐπί πλέον καταστρέφουμε τούς ἑαυτούς μας. Ἄς μή κατηγορήσουμε τήν δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, διότι εἴμαστε πολύ ἀμαθεῖς, γιά νά ἐλέγχουμε τίς ἀνέκφραστες κρίσεις Του. Τώρα ὁ Κύριος δοκιμάζει τήν ἀγάπη σου σ᾽ Ἐκεῖνον. Τώρα ἔχεις τήν εὐκαιρία νά κερδίσεις μέ τήν ὑπομονή σου τήν μερίδα τῶν Μαρτύρων. Ἡ μητέρα τῶν Μακκαβαίων εἶδε τό θάνατο ἑπτά παιδιῶν της καί δέν ἐστέναξε, οὔτε ἔχυσε ἄσκοπα δάκρυα, ἀλλά ἐνῶ ἔβλεπε τά παιδιά της νά φεύγουν ἀπό αὐτή τή ζωή μέ σκληρά βασανιστήρια, εἶχε εὐχαριστιακά βιώματα πρός τό Θεό. Γι᾽ αὐτό καί κρίθηκε καί ἀπό τό Θεό καί ἀπό τούς ἀνθρώπους τέλεια καί καταξιωμένη Χριστιανή. Μεγάλη ἡ συμφορά, τό ὁμολογῶ καί ἐγώ. Μεγάλοι ὅμως καί οἱ μισθοί πού ὁ Κύριος ἔχει ἑτοιμάσει γιά ὅσους κάνουν ὑπομονή.
Ὅταν ἔγινες μητέρα καί εἶδες τό παιδί σου καί εὐχαριστοῦσες τό Θεό, γνώριζες ὁπωσδήποτε ὅτι εἶσαι θνητή καί ὅτι θά γέννησες θνητό. Τί τό παράδοξον λοιπόν, πού ὁ θνητός πέθανε; Μήπως σέ στενοχωρεῖ πού πέθανε πρόωρα; Δέν μποροῦμε νά ξέρουμε ἐάν δέν ἦταν τώρα ὁ κατάλληλος καιρός νά φύγει. Γιατί ἐμεῖς δέν ξέρουμε τί συμφέρει τήν ψυχή μας οὔτε ὁρίζουμε προθεσμίες στήν ἀνθρωπίνη ζωή. Στρέψε τά μάτια σου γύρω σ᾽ ὅλο τόν κόσμο ὅπου κατοικεῖς, καί θά κατανοήσεις ὅτι ὅλα ὅσα βλέπουμε εἶναι θνητά καί ὅτι ὑπόκεινται ὅλα στή φθορά. Κύτταξε ἐπάνω στόν οὐρανό. Κάποτε καί αὐτός θά διαλυθεῖ. Κύτταξε τόν ἥλιο. Oὔτε καί αὐτός θά παραμείνει. Τά ἀστέρια ὅλα, τά ζῶα τῆς ξηρᾶς καί τῶν ὑδάτων, αἱ ὡραιότητες τῆς γῆς, ἡ ἴδια ἡ γῆ, ὅλα εἶναι φθαρτά, ὅλα μετά ἀπό λίγο δέν θά ὑπάρχουν.

Ἄς εἶναι λοιπόν ἡ σκέψις ὅλων αὐτῶν παρηγοριά γιά ὅτι σοῦ ἔχει τώρα συμβεῖ. Μή μετρᾶς τή συμφορά στό βάθος της, γιατί τότε θά σοῦ φανεῖ ἀφόρητη. Ἄν ὅμως τό συγκρίνεις μέ ὅλα τά ἀνθρώπινα, τότε θά βρεῖς παρηγοριά. Ἐπάνω δέ ἀπό ὅλα ἔχω νά σοῦ πῶ ἐκεῖνο τό σπουδαῖο: Λυπήσου τόν σύζυγόν σου. Νά παρηγορεῖ ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Μή κάμεις σκληρότερη τή συμφορά μέ τό νά σέ βλέπει νά καταστρέφεις ἀπό τή στενοχώρια τόν ἑαυτό σου. Καί μέ λίγα λόγια ἔχω τή γνώμη ὅτι δέν ὑπάρχουν λόγια τέτοια πού νά μποροῦν νά χαρίσουν σ᾽ αὐτό τόν πόνο σας παρηγοριά. Πιστεύω ὅτι αὐτή τή δοκιμασία θά τήν ξεπεράσετε μονάχα μέ τήν προσευχή.

Εὔχομαι λοιπόν ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος νά ἀγγίξει τήν καρδιά σου μέ τήν ἀνέκφραστη δύναμή Του καί νά ἀνάψει μέ ἀγαθούς λογισμούς τό φῶς στή ψυχή σου, ὥστε νά βρεῖς μέσα σου τήν παρηγοριά.

(από το βιβλίο: Τι είναι ο Χριστός, μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου(+))
 
α. Ο Προβληματισμός

1. Όταν ήμουν έφηβος, ήθελα να είμαι πάντοτε χαρούμενος. Ήθελα να είμαι ο πιο χαρούμενος άνθρωπος στον κόσμο! Ακόμη ήθελα η ζωή μου να έχη νοήμα! Έψαχνα να βρω απάντηση στα ερωτήματα:

• Ποιός είμαι;

• Γιατί γεννήθηκα;

• Γιατί ζω;

• Πού με οδηγεί η πορεία της ζωής μου;

Παράλληλα ήθελα να είμαι πάντοτε ελεύθερος. Και μάλιστα ο πιο ελεύθερος άνθρωπος στον κόσμο! Για μένα ελευθερία δεν ήταν, να μπορούσα να έκανα ό,τι ήθελα∙ (αυτό όλοι το μπορούν∙ και οι πιο πολλοί αυτό κάνουν!) Εγώ ήθελα, να είχα την δύναμη να κάνω αυτό που είχα χρέος να κάνω. Γιατί πολλοί ξέρουν, τι οφείλουν να κάνουν, μα δεν έχουν την δύναμη να το κάνουν∙ δηλαδή δεν έχουν δύναμη θελήσεως, να πουν όχι σε μερικές άλογες τάσεις τους, που τους σπρώχνουν σε «άλλα». Να. Ένας ναρκομανής ξέρει πόσο είναι τραγική η κατάστασή Του! Θέλει να διορθωθή! Μα μια εσωτερική τάση τον κάνει κουρέλι! Το ίδιο συμβαίνει και με διάφορα άλλα «σαρκικά» πάθη!

2. Τί φοβερό πράγμα, να θέλη ο νέος να είναι εντελώς ελεύθερος, να έχη φιλοσοφία του την απόλυτη ελευθερία του, και τελικά να διαπιστώνη, πως είναι δούλος∙ και μάλιστα σιδηροδέσμιος!

β. Η στραβή πορεία.

1. Έτσι άρχισα να ψάχνω για μια απάντηση στο θέμα αυτό της εσωτερικής ελευθερίας. Και τί λέτε, διαπίστωσα; Διαπίστωσα, ότι όλοι (ή... σχεδόν όλοι!) εκείνοι που είχαν κάποια εσωτερική ελευθερία, είχαν και κάποια θρησκευτικότητα. Επήρα λοιπόν μια μεγάλη απόφαση. Έκαμα και εγώ ένα ανάλογο βήμα: Επήγα στην Εκκλησία! Μα δεν μου άρεσε! Δεν ευρήκα εκεί καμμιά ψυχική άνεση. Αντίθετα. Αισθάνθηκα πολύ στενόχωρα!

Είμαι άνθρωπος πολύ πρακτικός. Όταν λοιπόν βλέπω, πως κάτι δεν μου ταιριάζει, βάζω τελεία και παύλα! Στο θέμα «θρησκεία» έκαμα κάτι περισσότερο. Έβαλα όχι απλώς τελεία και παύλα, αλλά κάτι περισσότερο. Έβαλα και σταυρό (. - +)!

2. Τότε έκαμα την σκέψη, πως το πιο ουσιαστικό είναι να επιτύχω στην ζωή. Να αγωνισθώ. Να γίνω διάσημος. Να γίνω ηγέτης...

Στο πανεπιστήμιο διαπίστωσα, πως τα προεδρεία των διαφόρων ετών διέθεταν πολλά μέσα∙ και έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην ζωή των πανεπιστημίων, των φοιτητών και του τόπου. Αποφάσισα λοιπόν και εγώ να θέσω υποψηφιότητα. Και έτσι έγινα πρόεδρος του πρώτου έτους! Και έγινα έτσι παράγων! Με ήξεραν όλοι! Ερρύθμιζα ομιλίες! Διαλέξεις. Αγώνες. Καταλήψεις. Απεργίες. Μετείχα σε συμβούλια. Και τί το όφελος; Μετά από λίγο άρχισα να πλήττω.

Μια Δευτέρα ξύπνησα με φοβερό πονοκέφαλο. Είχα την Κυριακή πέσει στο κρεβάτι πολύ αργά. Σκέφθηκα: Πέντε ημέρες στο μαγγανοπήγαδο! Περιμένοντας να ρθή η Παρασκευή! Γιατί η «απόλαυση» ήταν τα τρία «ελεύθερα» βράδυα: Παρασκευής, Σαββάτου και Κυριακής! Και «φτου» από την αρχή!...

3. Μέχρι τότε όλοι οι νεαροί με θεωρούσαν σαν την «προσωποποίηση» της αποφασιστικότητας και της χαράς! Μα τα πράγματα δεν ήσαν έτσι. Εγώ ήξερα ότι ήμουν σαν μια βαρκούλα στα κύματα του ωκεανού! Περιστάσεις, καταστάσεις και συναισθήματα, που δεν τα έλεγχα καθόλου, με επήγαιναν, όπου ήθελαν! Και η ζωή μου ήταν κόλαση! Και το χειρότερο; Δεν ήξερα τότε κανέναν, που να μπορούσε να μου ειπή δυο ωφέλιμα λόγια. Μα και αν βρισκόταν, τα λόγια του δεν θα με ωφελούσαν! Δεν θα αρκούσαν! Γιατί πάνω από τα καλά λόγια εχρειαζόμουν την δύναμη (που χρειάζεται!), για να τα κάμω πράξη. Και αυτήν την δύναμη δεν την εύρισκα πουθενά!

 

Μέσα στην κατάσταση αυτή άρχισα να συλλογίζωμαι:

Άραγε υπάρχει άνθρωπος πιο ειλικρινής από εμένα στην προσπάθεια του να βρη το σωστό, να βρη την αλήθεια;

γ. Μια νέα διαπίστωση

1. Κάποτε έπεσε στην αντίληψή μου, ότι το Πανεπιστήμιό μας υπάρχει και ένας άλλος «κύκλος»: Λίγοι φοιτητές και δύο καθηγητές. Ήταν ένας «χριστιανικός κύκλος». Που ξεχώριζε από τους άλλους. Γιατί τα μέλη του εφαίνονταν, πως ήξεραν: και τι πιστεύουν∙ και γιατί το πιστεύουν. Είχαν ειρήνη. Και συνέπεια.

Αποφάσισα να τους πλησιάσω. Δεν με απασχολούσε, αν θα συμφωνήσουν μαζί μου. Είχα μάθει να έχω «κατανόηση». Να βλέπω ήρεμα τις πεποιθήσεις των άλλων. Και να τις σέβωμαι. Είχα φιλία και συνεργαζόμουν αρμονικά: με αριστερούς∙ με αναρχικούς∙ με δεξιούς∙ και άλλους.

2. Μα – όπως είπα – η ομάδα αυτή ήταν κάπως διαφορετική. Αυτό με έκαμε να απασχοληθώ μαζί τους στα σοβαρά. Και τι διαπίστωσα! Ότι έλεγαν λιγώτερα από όσα έπρατταν. Δεν μιλούσαν απλώς για αγάπη. Είχαν αγάπη. Και, σε αντίθετη με όλους τους άλλους, δεν άφηναν να επηρεάζωνται από τις περιστάσεις. Δεν εθυσίαζαν τις αρχές τους. Δεν ήσαν βαρκούλες, που τις πηγαίνουν όπου θέλουν τα κύματα! Έδειχναν, πως είχαν μια βαθειά χαρά. Που δεν προερχόταν από εξωτερικές ευχάριστες περιστάσεις: παιχνίδι, γλέντι, έρωτα... κλπ. Είχαν την χαρά μέσα τους. Μια βαθειά χαρά. Ήσαν χαρούμενοι σε βαθμό, που με έκανε να νευριάζω. Είχαν κάτι, που εγώ δεν το είχα.

Όλοι να ζηλεύομε αυτό που δεν έχομε. Έτσι και εγώ εζήλευα αυτή την εσωτερική χαρά τους. Και επήρα την απόφαση να συνδεθώ μαζί τους.

Ωφέλεια θα έχω! σκέφθηκα.

3. Και να, μετά από λίγες ημέρες, βρίσκομαι και εγώ στην συντροφιά τους. Είμαστε έξι φοιτητές και δυο καθηγητές. Και αρχίζει η συζήτηση. Για το Θεό.

Μέχρι τότε, κάθε φορά που άκουγα κουβέντα για τον Θεό, έβαζα τις φωνές! Για να δείξω πως τάχα είμαι «έξυπνος»! Όπως ξέρετε σε τέτοιες περιπτώσεις ο «έξυπνος» φωνάζει, όσο πιο δυνατά μπορεί.

- Για σκέψου, παιδί μου! Είναι χριστιανός! Χα-χα-χα... Και τρέχει πίσω από τους παπάδες!... Χα-χα-χα... Σαν γριούλα!... Νέος άνθρωπος!... Φοιτητής σχολής θετικών επιστημών!...

Και χρειάστηκε πολύς καιρός ακόμη, μέχρι που κατάλαβα, ότι όσο πιο πού φωνάζει κανείς, τόσο πιο κουφιοκέφαλος είναι!

Η συζήτηση αυτή δεν τραβούσε το ενδιαφέρον μου. Έτσι αφοσιώθηκα να κοιτάζω μια όμορφη κοπέλλα, που ήταν στην ομάδά τους. Μέχρι τότε είχα την ιδέα, πώς οι χριστιανοί είναι όλοι τους αποκρουστικοί. Διαπίστωσα, ότι είχα και σ’ αυτό λάθος. Και θέλοντας να κρύψω τον λογισμό μου, άρχισα να στριφογυρίζω στην καρέκλα μου. Και μετά ερώτησα, σαν τάχα να είχαν τα λόγια τους τραβήξει το ολόψυχο ενδιαφέρον μου.

- Έχετε την καλωσύνη να μου ειπήτε, τί είναι εκείνο που άσκησε την πιο μεγάλη επίδραση στην ζωή σας; Γιατί η ζωή σας δεν είναι σαν των άλλων φοιτητών και καθηγητών;

Η φοιτήτρια για την οποία σας μίλησα, πρέπει να ήξερε, τι επίστευε! Με κύτταξε στα μάτια με μια ήρεμη σοβαρότητα και είπε μόνο δυο λέξεις, που δεν περίμενα να τις ακούσω!

- Ο Ιησούς Χριστός!

Απάντησα κάπως νευριασμένος:

- Ω, για το Θεό! Άφησέ τα αυτά. Την βαρέθηκα πια την θρησκεία! Την βαρέθηκα την Εκκλησία! Τα μπούχτισα τα θρησκευτικά βιβλία! Γιατί όλα, όσα έχουν σχέση με την θρησκεία, προκαλούν μαρασμό!...

- Μα εγώ δεν σας μίλησα για θρησκεία! Εγώ είπα: Ιησούς Χριστός!...

Αυτήν την διάκριση δεν την είχα ξανακούσει!

Και η κοπέλλα συνέχισε:

- Ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία. Θρησκεία είναι η προσπάθεια που κάνει ο άνθρωπος να βρη το δρόμο προς το Θεό! Ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία! Ο Χριστιανισμός μας μιλάει για κάτι το αντίθετο: Για την προσπάθεια που κάνει ο Θεός να βρη τον άνθρωπο.

Αυτό δεν το είχα ακούσει ποτέ. Οι απόψεις που κυκλοφορούν είναι τραγικά απλές. Και συνήθως με ωρισμένες απλοϊκής μορφής απλοποιήσεις φαντάζονται πως λύνουν τα προβλήματα επιστημονικά!

Τελευταία είχα γνωρίσει έναν καθηγητή πανεπιστημίου, που έλεγε στα σοβαρά:

- Ο κάθε άνθρωπος που πάει στην Εκκλησία είναι Χριστιανός!

Δεν κρατήθηκα και είπα:

- Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, κάθε άνθρωπος, που πηγαίνει στο γκαράζι, γίνεται αυτοκίνητο! Τί σχέση έχει η σωματική παρουσία σε μια Εκκλησία με την χριστιανική πίστη; Χριστιανός είναι εκείνος, που πιστεύει στον Χριστό σωστά!

δ. Μεγάλη η αλήθεια!

1. Κάποτε στον κύκλο αυτό μου ανέθεσαν να τους ειπώ δυο λόγια για τον Χριστό. Και συγκεκριμένα: Πως έγινε άνθρωπος. Πως εσταυρώθη. Γιατί εσταυρώθη. Πως ετάφη. Πως αναστήθηκε. Και τι μπορεί να προσφέρη σε έναν νέο του εικοστού αιώνα.

Εγώ τότε όλα αυτά τα θεωρούσα βλακείες. Είχα την ιδέα, ότι οι άνθρωποι που ασχολούνται με αυτά είναι όλοι παλαβοί, κρετίνοι. Στις φοιτητικές συνάξεις μέχρι τότε καραδοκούσα με μανία να ακούσω κανέναν να ειπή κάτι για θρησκεία και Χριστό, για να ορμήσω επάνω του... να τον κονιορτοποιήσω... να τον ξετινάξω! Η γνώμη μου ήταν: Για να είναι κανείς Χριστιανός πιστός, πρέπει να μην έχη όχι ένα κουκούτσι, αλλά ούτε ένα ελάχιστο μόριο φαιά ουσία. Μα ήρθε η ώρα και κατάλαβα, ότι αυτό ίσχυε για μένα!

Προσπάθησα να το αποφύγω. Τί δουλειά έχω εγώ με τέτοια θέματα; έλεγα μέσα μου. Μα δεν μπόρεσα. Οι νεαροί του χριστιανικού κύκλου δεν με άφησαν! Και έτσι το επήρα το θέμα. Μα με εγωϊστική διάθεση. Με την σκέψη: Θα τους ξετινάξω! Θα τα βροντήξω! Και θα φύγω!

Αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι.

2. Όταν καταπιάστηκα με το θέμα, είδα να γίνεται λόγος για κάτι αποδείξεις, που χρειάστηκε να τις ερευνήσωμε, για να εκτιμήσω την σοβαρότητά τους. Γιατί διαφορετικά κινδύνευα να γίνω περίγελως στα μάτια τους, αφού αμέσως μετά οι νεαροί εκείνοι θα με έκαναν εμένα σκόνη! Έτσι ρίχτηκα να μελετώ αυτές τις «αποδείξεις» με μόνο στόχο να ιδώ, πως θα τις αποκρούσω. Μα δεν τα κατάφερα. Κατέληξα στο συμπέρασμα, ό,τι τα βιβλία, που χρησιμοποιούν οι πιστοί, δίνουν την πιο σωστή εικόνα για το πρόσωπο του Χριστού. Η διαπίστωση αυτή εντυπωσίασε φοβερά.

Κατάλαβα, πως το ζήτημα της σχέσης μας με τον Χριστό είναι το πιο σοβαρό πρόβλημα της ζωής μας. Θυσίασα τα πάντα. Και στρώθηκα στην μελέτη. Διάβασα κάθε είδους αθεϊστικό και κάθε είδους χριστιανικό απολογητικό βιβλίο, που μπόρεσα να βρω. Και το συμπέρασμα μου ήταν πάντοτε το ίδιο:

Η αλήθεια βρίσκεται στα βιβλία της Εκκλησίας. Ο Χριστός είναι αυτός που μας λέγει η Εκκλησία: Θεός και Σωτήρας μας.
3. Και έγινα Χριστιανός.
 

του Φώτη Κόντογλου

Τη Λαμπροδευτέρα το βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, πριν να πλαγιάσω για να κοιμηθώ, βγήκα στο μικρό περιβολάκι που έχουμε πίσω από το σπίτι μας, και στάθηκα για λίγο, κοιτάζοντας το σκοτεινό ουρανό με τ' άστρα.

Σαν να τον έβλεπα πρώτη φορά. Μου φάνηκε πολύ βαθύς, και σα να ερχότανε από πάνω μία μακρινή ψαλμωδία. Το στόμα μου είπε σιγανά: «Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών, και προσκυνείτε τω υποποδίο των ποδών αυτού». Ένας αγιασμένος γέροντάς μου είχε πει μία φορά πως κατά τούτες τις ώρες ανοίγουνε τα ουράνια. Ο αγέρας μοσκοβολούσε από τα λουλούδια κι από τα αγιοχόρταρα, που έχουμε φυτέψει. «Πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης του Κυρίου».

Θα στεκόμουνα έχει πέρα μοναχός ως το ξημέρωμα. Σαν να μην είχα σώμα, μήτε κανένα δεσμό με τη γη. Αλλά συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στο σπίτι και ανησυχήσουνε που έλειπα, και γι' αυτό μπήκα μέσα και ξάπλωσα.

Δε με είχε θολώσει καλά-καλά ο ύπνος, δεν ξέρω αν ήμουνα ξυπνητός ή κοιμισμένος, και βλέπω μπροστά μου έναν άνθρωπο με αλλόκοτη όψη. Ήτανε κατακίτρινος, σαν πεθαμένος, μα τα μάτια του ήτανε σαν ανοιχτά και μ' έβλεπε τρομαγμένος. Το πρόσωπό του ήτανε σαν μάσκα, σαν μούμια, με το πετσί του γυαλιστερό, μαυροκίτρινο, και κολλημένο στο νεκροκέφαλο με όλα τα βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σαν λαχανιασμένος. Στο 'να χέρι του βαστούσε κάποιο παράξενο πράγμα, που δεν κατάλαβα τι ήτανε, και με τ' άλλο έσφιγγε το στήθος του, λες και πονούσε.

Εκείνο το πλάσμα μ' έκανε ν' ανατριχιάσω. Το κοίταζα, και με...κοίταζε, δίχως να μιλήσει, σα να περίμενε να το γνωρίσω. Και στ' αλήθεια, μ' όλο που ήτανε τόσο αλλόκοτο, σαν να μου είπε μία φωνή: «Είναι ο τάδε!». Μόλις άκουσα τη φωνή, τον γνώρισα ποιος ήτανε. Τότε κι εκείνος άνοιξε το στόμα του κι αναστέναξε. Μα η φωνή του σα να ερχότανε από πολύ μακριά, σα να 'βγαινε από κανένα βαθύ πηγάδι.

Έβλεπα πως βρισκότανε σε μία μεγάλη αγωνία, κι υπόφερα κι εγώ μαζί του. Τα χέρια του, τα πόδια του, τα μάτια του, όλα φανερώνανε πως βασανιζότανε. Απάνω στην απελπισία μου, πήγα κοντά του να τον βοηθήσω, μα εκείνος μου' κανε νόημα με το χέρι του να σταματήσω.
Άρχισε να βογκά, με τέτοιον τρόπο, που πάγωσα. Έπειτα μου λέγει: «δεν ήρθα, με στείλανε. Εγώ ολοένα τρέμω! Βρίσκομαι σε ζάλη μεγάλη. Παρακάλεσε τον Θεό να με λυπηθεί. Θέλω να πεθάνω, μα δε μπορώ. Αχ! Όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. Θυμάσαι, λίγες μέρες πριν πεθάνω, που ήρθες στο σπίτι μου και μιλούσες για θρησκευτικά; Ήτανε και δύο άλλοι φίλοι μου, άπιστοι κι αυτοί σαν κι εμένα. Εκεί που μιλούσες, εκείνοι χαμογελούσανε. Σαν έφυγες, μου είπανε: Κρίμα, να 'χει τέτοιο μυαλό, και να πιστεύει στις ανοησίες που πιστεύουνε οι γριές! Μία άλλη μέρα, σου είχα πει όπως και πολλές άλλες φορές: «Βρε Φ., μάζευε λεφτά, θα πεθάνεις στην ψάθα. Βλέπεις εγώ πόσα έχω, και πάλι θέλω κι άλλα».

Τότε μου είπες: «Έχεις κάνει συμβόλαιο με τον χάρο πως θα ζήσεις τόσα χρόνια που θέλεις, για να καλοπεράσεις στα γερατειά σου;». Σου λέγω εγώ: «Θα δεις πόσο χρόνο θα πάγω! Τώρα είμαι εβδομηνταπέντε. Θα περάσω τα εκατό. Έχω εξασφαλίσει τα παιδιά μου, ο γιος μου βγάζει λεφτά πολλά, την κόρη μου την πάντρεψα μ' έναν πλούσιο από την Αβησσυνία, εγώ κι η γυναίκα μου έχουμε και παραέχουμε.
Όχι σαν κι εσένα, που ακούς αυτά που λεν οι παπάδες Χριστιανικά τα τέλη της ζωής ημών. Τι Θα βγάλεις από τα Χριστιανικά τα τέλη;. Παρά να 'χεις στην τσέπη σου, και μη σε μέλει. Εγώ να δώσω ελεημοσύνη; και γιατί έκανε φτωχούς ο πολυεύσπλαχνος Θεός σας; για να τους θρέφω εγώ; Αμ, βάζουνε εσάς και ταΐζετε τους τεμπέληδες, για να πάτε στο Παράδεισο! Ακούς εκεί Παράδεισο; Εγώ ξέρεις πως είμαι γιος παπά, και τα γνωρίζω καλά αυτά τα κόλπα. Μα να τα πιστεύουνε αυτά οι μικρόμυαλοι. Όχι όμως κι εσύ, που έχεις τέτοια σπουδή, και να πας χαμένος. Εσύ, όπως πας, θα πεθάνεις πριν από μένα, θα πάρεις και στο λαιμό σου την οικογένειά σου. Μα εγώ, σου λέγω και σου υπογράφω, σαν γιατρός, που είμαι, πως θα ζήσω εκατό δέκα χρόνια».

Λέγοντας αυτά, στριφογύριζε από δω κι από κει, σαν να ψηνότανε απάνω σε καμιά σκάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα από το στόμα του: «Αχ! Ουχ! Ου! Ου! Ου! Χου!».
Ησύχασε για λίγο και ξαναείπε: «Αυτά έλεγα, μα σε λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα κι έχασα το στοίχημα! Τι ταραχή! Τι τρομάρα τράβηξα!
Σαστισμένος, μία βούλιαζα και μία ανέβαινα απάνω, και φώναζα: Έλεος! μα κανένας δεν μ' άκουγε. Ένα ρεύμα με κλωθογύριζε σα να 'μουν κανένα ψόφιο ποντίκι. Τι τράβηξα ως τα τώρα, και τι τραβώ. Τι αγωνία είναι αυτή!

Όλα όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. Το κέρδισες το στοίχημα. Εγώ, τότε που βρισκόμουνα στο κόσμο που ζεις, ήμουνα ο έξυπνος. Ήμουνα γιατρός, κι είχα μάθει να μιλώ και να μ' ακούνε, να κοροϊδεύω τη θρησκεία, να συζητώ για χειροπιαστά πράγματα. Τώρα όμως βλέπω πως χειροπιαστά είναι εκείνα που τα έλεγα παραμύθια και χαρτοφάναρα. Χειροπιαστή είναι η αγωνία που βρίσκουμε. Αχ! Τούτος θα είναι ο σκώληξ ο ακοίμητος, τούτος θα είναι ο βρυγμός των οδόντων!».

Απάνω σ' αυτά, χάθηκε από τα μάτια μου, κι άκουγα μονάχα τα βογκητά του, που και κείνα σβήσανε σιγά-σιγά. Με πήρε λίγο ο ύπνος, μα σε μία στιγμή, κατάλαβα να με σπρώχνει ένα παγωμένο χέρι. Άνοιξα τα μάτια μου, και τον βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη τη φορά ήτανε ακόμα πιο φριχτός και πιο μικρόσωμος. Είχε γίνει ίσαμε ένα βυζανιάρικο παιδάκι, μ' ένα μεγάλο γέρικο κεφάλι, που το κουνούσε από δω κι από κει.

Άνοιξε το στόμα του και μου είπε: «σε λίγη ώρα θα ξημερώσει και θα έρθουνε να με πάρουνε εκείνοι που με στείλανε!». Του λέω:
« Ποιοι σε στείλανε;». Είπε κάτι μπερδεμένα λόγια, δίχως να καταλάβω τίποτα. Ύστερα μου λέγει: «Εκεί που βρίσκομαι είναι κι άλλοι πολλοί από κείνους που σε περιπαίζανε για την πίστη σου, και τώρα καταλάβανε πως οι εξυπνάδες δεν περούνε παραπέρα από το νεκροταφείο. Είναι και κάποιοι άλλοι που τους έκανες καλό, κι αυτοί σε κακολογούσανε. Κι όσο τους συγχωρούσες, τόσο αυτοί γινότανε χειρότεροι. Γιατί ο πονηρός άνθρωπος αντί να τον κάνει η καλοσύνη να χαίρεται, αυτός πικραίνεται, επειδή τον κάνει να νοιώθει τον εαυτό του νικημένο.
Τούτοι βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από μένα, και δε μπορούνε να βγούνε από τη σκοτεινή φυλακή τους για να 'ρθουνε να σε βρούνε, όπως έκανα εγώ. Βασανίζονται πολύ σκληρά, γιατί δέρνονται με τη μάστιγα της αγάπης, όπως είπε ένας άγιος.
Πόσο αλλιώτικος είναι ο κόσμος απ’ ό,τι τον βλέπαμε!

Ανάποδος από την έξυπνη αντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε πως η εξυπνάδα μας ήτανε βλακεία, οι κουβέντες μας πονηρές μικρολογίες, κι οι χαρές μας ψευτιά και απάτη.
Εσείς που έχετε στην καρδιά σας το Χριστό, και που για σας ο λόγος Του είναι αλήθεια, η μονάχη αλήθεια, εσείς κερδίσατε το Μεγάλο Στοίχημα, που μπαίνει ανάμεσα στους πιστούς και στους απίστους, αυτό το στοίχημα που το έχασα εγώ ο ελεεινός, και χάθηκα, και τρέμω κι αναστενάζω, και δε βρίσκω ησυχία. Αληθινά, στον Άδη δεν υπάρχει πια μετάνοια. Αλίμονο σ' όσους πορεύονται όπως πορευθήκαμε εμείς, τον καιρό που είμαστε απάνω στη γη. Η σάρκα μας είχε μεθύσει, και εμπαίξαμε εκείνους που πιστεύανε στο Θεό και στη μέλλουσα ζωή, κι ο πολύς κόσμος μας χειροκροτούσε. Σας λέγαμε ανόητους, σας κάναμε περίπαιγμα, κι όσο εσείς δεχόσαστε με καλοσύνη τα πειράγματά μας, τόσο μεγάλωνε η δική μας η κακία.

Βλέπω και τώρα πόσο θλιβόσαστε από το φέρσιμο των κακών ανθρώπων, αλλά πως δεχόσαστε με υπομονή τις φαρμακερές σαΐτες που βγάζουνε από το στόμα τους, λέγοντάς σας υποκριτές, θεομπαίχτες και λαοπλάνους. Αν βρισκότανε, οι δυστυχείς στη θέση που βρίσκομαι τώρα, και βλέπανε από δω που βλέπω, θα τρομάζανε για ό,τι κάνουνε. Θέλω να φανερωθώ σ' αυτούς και να τους πω ν' αλλάξουνε δρόμο, μα δεν έχω την άδεια, όπως δεν την είχε κι εκείνος ο πλούσιος και για τούτο παρακαλούσε τον Πατριάρχη Αβραάμ να στείλει το φτωχό το Λάζαρο. Μα και εκείνον δεν τον έστειλε, και τούτο, για να γίνουνε ίδια άξιοι της καταδίκης όσοι αμαρτάνουνε, κι άξιοι της σωτηρίας όσοι πορεύονται τη στράτα του Θεού.

«Ο αδικών αδικησάτω έτι, και ο ρυπαρός ρυπαρευθέτω έτι, και ο δίκαιος δικαιοσύνη ποιησάτω έτι, και ο άγιος αγιασθήτω έτι».
Μ' αυτά τα λόγια, τον έχασα από μπροστά μου.


(βιβλιογραφία, «ΤΑ Μυστικά Άνθη», εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1973,
«Απίστευτα και όμως άληθινά», εκδ. Oρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη)

O άγιος Νήφων, επίσκοπος Κωνσταντιανής (4ος αι.) αξιώθηκε να δει πολλά θεϊκά οράματα με τα φωτισμένα από το Άγιο Πνεύμα μάτια της ψυχής του. Κάποτε, σε μια θεία Λειτουργία, μόλις ο λειτουργός εκφώνησε: «Ευλογημένη η βασιλεία...», ο άγιος είδε φωτιά να κατεβαίνει από τον ουρανό και να καλύπτει το άγιο θυσιαστήριο και τον ιερέα, χωρίς εκείνος να το αντιληφθεί. Αργότερα, όταν άρχισε να ψάλλεται ο τρισάγιος ύμνος από τον λαό, τέσσερις άγγελοι κατέβηκαν κι έψαλλαν μαζί τους. Στον «Απόστολο», φανερώθηκε ο μακάριος Παύλος να καθοδηγεί τον αναγνώστη.

Στο «Αλληλούια», μετά τον «Απόστολο», οι φωνές του λαού ανέβηκαν ενωμένες στον ουρανό σαν πύρινο σφιχτοπλεγμένο σχοινί. Και στην ανάγνωση του Ευαγγελίου κάθε λέξη έβγαινε σαν φλόγα από το στόμα του ιερέα και υψωνόταν στα επουράνια.

Λίγο πριν από την είσοδο των τιμίων Δώρων, βλέπει ξαφνικά ο άγιος να ανοίγει ο ουρανός και να ξεχύνεται μια άρρητη και υπερκόσμια ευωδία. Άγγελοι κατέβαιναν από ψηλά, ψάλλοντας ύμνους και δοξολογίες στον Αμνό, τον Χριστό και Υιό του Θεού και να! Παρουσιάζεται ένα πεντακάθαρο και τρισχαριτωμένο Βρέφος! Το κρατούσαν στα χέρια τους άγγελοι, οι οποίοι το εναπόθεσαν στο άγιο δισκάριο, όπου βρίσκονταν τα τίμια Δώρα. Γύρω Του μαζεύτηκαν πλήθος ολόλαμπροι και λευκοφόροι νέοι, οι οποίοι ατένιζαν με θαυμασμό και δέος τη θεϊκή Του ομορφιά. Ήρθε η στιγμή της μεγάλης εισόδου!

Ο λειτουργός πλησίασε για να πάρει στα χέρια του το άγιο δισκάριο και το άγιο Ποτήριο. Τα ύψωσε και τα έβαλε πάνω στο κεφάλι του, σηκώνοντας μαζί τους και το Βρέφος. Όταν βγήκαν τα Άγια, κι ενώ ο λαός έψαλλε κατανυκτικά, είδε αγγέλους να φτερουγίζουν κυκλικά πάνω από τον λειτουργό. Δύο Χερουβείμ και δύο Σεραφείμ προχωρούσαν μπροστά του και πλήθος αγγέλων τον συνόδευαν, ψάλλοντας με αγαλλίαση άρρητους ύμνους. Όταν ο ιερέας έφτασε στην αγία Τράπεζα κι ακούμπησε τα τίμια Δώρα, οι άγγελοι τη σκέπασαν με τις φτερούγες τους. Τα δύο Χερουβείμ στάθηκαν στα δεξιά του λειτουργού και τα δύο Σεραφείμ στα αριστερά του, χωρίς όμως εκείνος να τα βλέπει. Η θεία μυσταγωγία συνεχίστηκε. Είπαν το «Πιστεύω» κι έφτασαν στον καθαγιασμό των τιμίων Δώρων. Ο λειτουργός τα ευλόγησε και είπε το «...μεταβαλών τω Πνεύματι σου τω Αγίω. Αμήν, Αμήν, Αμήν!». Τότε βλέπει πάλι ο δίκαιος έναν άγγελο να παίρνει μαχαίρι και να σφάζει το Βρέφος. Έχυσε το αίμα Του στο άγιο Ποτήριο, ενώ το σώμα Του το τεμάχισε και το τοποθέτησε στο δισκάριο.

«Όταν ο ιερέας λέει τα άγια τοις αγίοις, για μας όλους το λέει, παιδί μου. Σημαίνει: στα άγια μέλη του Χριστού να προσέλθει όποιος είναι άγιος!» -«Και τι είναι αγιοσύνη, πάτερ;» -«Αν είσαι ακόλαστος, μην τολμήσεις να γίνεις μέτοχος σε τόσο μεγάλο μυστήριο. Αν έχεις έχθρα με κάποιον, μην πλησιάσεις. Αν περιγελάς ή κατακρίνεις τον συνάνθρωπό σου, στάσου μακριά από τη θεία Κοινωνία. Πρώτα εξέτασε τον εαυτό σου, κι αν είσαι ενάρετος πλησίασε. Αν όμως δεν είσαι, φύγε…». Στο μεταξύ ο λειτουργός εκφώνησε: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Ο άγιος παρατηρούσε τώρα όσους κοινωνούσαν. Άλλων τα πρόσωπα μαύριζαν μόλις ελάμβαναν τα θεία Δώρα, ενώ άλλα έλαμπαν σαν τον ήλιο. Οι άγγελοι στέκονταν εκεί κοντά και παρακολουθούσαν με σεβασμό τη Μετάληψη. Όταν κοινωνούσε κάποιος ευσεβής, του έβαζαν στο κεφάλι ένα στεφάνι. Όταν, αντίθετα, πλησίαζε κάποιος αμαρτωλός, γύριζαν αλλού το πρόσωπό τους με φανερή αποστροφή.

Τότε τα άχραντα Μυστήρια σαν να εξαφανίζονταν από την αγία λαβίδα, έτσι που ο αμαρτωλός φαινόταν να μην παίρνει μέσα του το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Κι έφευγε κατάμαυρος σαν αράπης με την αποδοκιμασία του Κυρίου διάχυτη στην όψη του. Όταν τελείωσε η Λειτουργία και ο ιερέας έκανε την κατάλυση, παρουσιάστηκε και πάλι το Βρέφος σώο πάνω στα χέρια των αγίων αγγέλων!

Ξαφνικά η στέγη του ναού σαν να σχίστηκε στα δύο.

Από κει οι άγγελοι ανέβασαν το Παιδίον στους ουρανούς με ύμνους και δοξολογίες, όπως το είχαν κατεβάσει, ενώ μία υπέροχη ευωδία διαχύθηκε και πάλι ολόγυρα.

(Από το βιβλίο "Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία", εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου)

Ήταν τότε, πρίν τριάντα χρόνια,ένα εικοσάχρονο παλικάρι ο Βασιλάκης, ξανθό, σγουρόμαλλο, ροδοκόκκινο, ίσο σάν κυπαρίσσι. Πρωταθλητής στο κολύμπι. Χαριτωμένο,άκακο δελφίνι,έσχιζε τα νερά και έφθανε πρώτος στο τέρμα,σηκώνοντας το δεξί του χέρι με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο στα χείλη.Κι ερχόταν ανάλαφρα κοντά του και τον κοίταζε με τα παρθενικά της μάτια η Ασπασία,η αρραβωνιαστικιά του,μια σωστή πεταλούδα,18 χρονών κοπελίτσα τότε.Και κάθονταν οι δύο ψυχές και μιλούσαν και έπλαθαν τα όνειρά τους.Και ήταν η μεγάλη χαρά των γονιών του Βασιλάκη οι δύο αυτές ευγενικές ψυχές...Την Ασπασία την αγαπούσαν δύο φορές. Μια γιατί από απαλή παιδούλα την άφησε στην αγάπη τους η χήρα μάνα της,όταν ξεψυχούσε,και μιά γιατί θα γινόταν τώρα άξιο ταίρι στο μονάκριβο αγόρι τους.

Μα ήρθαν χρόνια δίσεκτα. Πόλεμος,κατοχή,βαριές μπότες Γερμανού σκοπού ακούγονταν τώρα στο πλακόστρωτο γύρω από τη λιμνούλα...

Ο πατέρας και η μάνα «αναπαύονταν» δίπλα-δίπλα στο κοιμητήρι της Καισαριανής με ένα περιδέριο από τρύπες λίγο κάτω από το λαιμό.Ο Βασίλης και η Ασπασία πέταξαν σαν πουλιά κυνηγημένα-χάθηκαν.Και άρχισε η φοβερή πείνα. Και κάθε τόσο έγερνε και έπεφτε στους δρόμους της Αθήνας και ένα παιδικό,τρυφερό σωματάκι.

Η φυματίωση ήταν στις δόξες της! Λύσσαξαν τα θεριά της κι έτρωγαν σάρκες.

Σ΄ ένα Σανατόριο των Αθηνών,ανάμεσα στους 150 αρρώστους μιάς κλινικής βρέθηκε κίτρινος κι αδύνατος,μισός και ο πρωταθλητής μας!...Η Ασπασία δούλευε σ΄ ένα εργοστάσιο να εξοικονομήσει λίγα τρύπια φασόλια,λίγο μποτάλευρο για τον Βασίλη και γι΄ αυτήν.Και έπαιρνε το δρόμο,ώρες δρόμο,και τραβούσε για το Σανατόριο,έχοντας στον κόρφο της τον πολύτιμο θησαυρό της.

Ευτύχημα για τον Βασίλη, γιατρός της Κλινικής αυτής ήταν ο γιατρός με τη χρυσή καρδιά και τη βαριά φωνή, ο Χαροκόπος.

Φορεμένος την άσπρη μπλούζα του,έμπαινε κάθε πρωί στον μεγάλο θάλαμο ο γιατρός,πλησίαζε τον κάθε άρρωστο,τον κοίταζε στα μάτια με αγάπη,έδινε τις οδηγίες του,έδινε το βάλσαμο από της ψυχής του τον θησαυρό, «διόρθωνε» το μαξιλάρι του, χτυπούσε στοργικά την πλάτη του και πήγαινε στον διπλανό. Σαν τα μικρά παιδιά που γεμίζουν χαμόγελα μόλις δουν τη μανούλα τους, έκαναν οι άρρωστοι της κλινικής του κάθε πρωί. Δύο ώρες περίμενε ανυπόμονα ο Βασίλης να ΄ρθει η σειρά του.

- Καινούργιος είσαι σύ, γιέ μου, του είπε σκύβοντας απάνω του. Πώς σε λένε παλικάρι μου; Και άπλωσε το χέρι του, κι έβαλε τα δάχτυλα του ανοιχτά, ανάμεσα στα σγουρά ξανθά μαλλιά του.

-Βασίλη...

-Βασιλάκη μου, να ΄ρθεις σε μιά ώρα στο γραφείο μου. Θέλω να σε δω καλά.

 

Χάιδεψε πάλι το σγουρόμαλλο κεφάλι,ξανακοίταξε μες΄ τα μάτια το λαβωμένο ελάφι ο γιατρός,κούνησε τα χείλη του-κάτι ήθελε να πεί, συγκινημένος ήταν; και πήγε στον διπλανό άρρωστο.

Στις 11 χτύπησε δειλά την πόρτα του γιατρού ο Βασίλης. Ασπροκίτρινος,αδύνατος,σκυμμένος λίγο,δεν θύμιζε τίποτε από τον ροδοκόκκινο,χαριστωμένο πρωταθλητή...Μπήκε μέσα,...λες και ήταν ο άρρωστος αδελφός του.

- Καλώς τον Βασιλάκη μου.Έλα,παλικάρι μου,να σε δώ. Πέρασε στο θάλαμο. Μη φοβάσαι, αγόρι μου. Γύμνωσε το στήθος σου. Πλησίασε. Μπράβο, λεβέντη μου.Ήσυχα ανάπνεε. Ήσυχα, παιδί μου... Αυτό ήταν. Ντύσου. Έλα στο γραφείο,παιδί μου.Ντύθηκε το παλικάρι.Πήγε στο γραφείο.

- Κλαίς,αγόρι μου; Μην κλαίς .Σ΄ ένα καινούργιο αγώνισμα θ΄ αγωνισθείς τώρα. Εγώ θα είμαι ο μάνατζέρ σου. Και θα βγεις οπωσδήποτε νικητής! Σου το υπόσχομαι, παιδί μου.

- Είναι μεγάλα τα σπήλαια, γιατρέ μου;

- Μικρά ή μεγάλα, μαζί θα τα πολεμήσουμε.

Και θα ΄ρθει καιρός που θα στέκομαι πλάι σου και θα χαίρομαι και θα καμαρώνω τη νίκη σου, όπως ο πατέρας στέκεται περήφανος πλάι στον πρωταθλητή γιό του. Εσύ,παρακαλώ παιδί μου,ένα να κάνεις: Υπομονή. Θα σου δώσω εγώ φάρμακα. Έλα,αγόρι μου,άιντε στο κρεβάτι σου τώρα, και αύριο τα λέμε πάλι. Και πήρε το παλικάρι κοντά του ο γιατρός, και το ΄σφιξε στην αγκαλιά του ,και το φίλησε πατρικά σαν να ΄ταν το ίδιο παιδί του.

- Εδώ είμαι εγώ, Βασιλάκη μου. Ψηλά το μέτωπο! Θα νικήσουμε με τη βοήθεια του Θεού.

Βγήκε έξω το παληκάρι. Ξαστέρωσε το πνεύμα του. Ορθώθηκε η ψυχή και το σώμα του. Ησύχασε. Αισθάνθηκε αισιοδοξία, την αγωνιστικότητα του αθλητή πάλι. Γύρισε στο κρεβάτι του άλλος άνθρωπος. Ο γιατρός έβαλε μες στην ψυχή του το πιο δραστικό φάρμακο: την ελπίδα και την πίστη. Τα μετάγγισε με το εκφραστικό του πρόσωπο, την ματιά του την πατρική, που έλεγε πάμπολλα.

Και αγωνίσθηκε ο Βασιλάκης μήνες στο καινούργιο αγώνισμα. Υπομονετικός,ήσυχος,συγκρατημένος,έδωσε στον οργανισμό του την άνεση να πολεμήσει.Τα φάρμακα πάλι του γιατρού, θέριζαν τον εχθρό στα σωθικά του.

Οι επισκέψεις της Ασπασίας με τα λίγα πραγματάκια της-όσα μπορούσε να εξοικονομήσει το καημένο-έμοιαζαν δροσερή βροχούλα, που πότιζε το χωράφι της ψυχής, γιατί όχι και του σώματος του; Και έφτιαχνε καινούργιο αίμα, καινούργια κύτταρα,καινούργιες ελπίδες,καινούργιες χαρές.

- Βασιλάκη μου ,νικήσαμε! Πρωταθλητής και στο νέο αγώνισμα! Μπραβο παλικάρι μου. Έχουμε Δεκέμβριο.Την άνοιξη θα κάνεις τους γάμους σου!Άν βρείς ποιός θα ΄ναι ο κουμπάρος σου,θα σου πώ μπράβο. Για βάλε με το νου σου.

Κάτι μυρίσθηκε ο Βασιλάκης, μα δεν ήθελε να το πεί. Του φαινόταν μεγάλη, απίστευτη τιμή.

- Έλα,Βασιλάκη μου, πές το. Ο...ο...πές το.

- Ε...Εσείς!

- Εγώ! Το βρήκες! Ακόμη ένα μπράβο! Ώς τότε θα πολεμήσουμε μαζί, να γλυτώσουμε κι από άλλα ακόμη, από τα μικροθεριά. Συ, που τόσο καλά οργάνωσες και διευθύνεις τη συγκέντρωση και τη διανομή τροφίμων στους αρρώστους, συνέχισε. Τρείς μήνες ακόμη, παιδί μου. Κι ύστερα στο καινούργιο σπιτάκι σου με την καλή σου Ασπασία.

Φώς μέγα, θαρρείς άστραψε και γέμισε τον σκοτεινό θάλαμο, την ψυχή του Βασιλάκη,το νοσοκομείο,τον κόσμο όλο!Φώς ζωής και αγάπης,που ακτινοβολούσε την ψυχή,τη φωνή,την έκφραση του γιατρού!

- Σας ευχαριστώ με όλη μου την ψυχή,γιατρέ μου,είπε ο Βασιλάκης κι άρπαξε με τα δυό του χέρια το χέρι του γιατρού,και το ΄σφιξε πάνω στο γιατρεμένο στήθος του,και το φίλησε.Θα σας θυμούμαι και θα σας ευγνωμονώ σ΄ όλη μου τη ζωή.

- Καλά...καλά...παιδί μου,είπε με δυσκολία ο γιατρός, κι έβγαλε με τ΄ αριστερό του χέρι το μαντήλι του και το ΄φερε στα μάτια του. Άιντε τώρα στο θάλαμο. Όπου να ΄ναι φθάνει η Ασπασία. Να σε βρεί εκεί, να μη σε ψάχνει.

- Θα την βρω εγώ, γιατρέ μου, και θα έρθουμε μαζί! Τρέχω στην εξώπορτα...Μόλις είχε φθάσει.

- Ασπασία μου, νικήσαμε! Μαζί πολεμήσαμε, μαζί νικήσαμε...και μαζί θα στεφανωθούμε. Ο γιατρός θα μας στεφανώσει!

- Αλήθεια;;;

- Αλήθεια, Ασπασία μου. Πάμε!

Χέρι-χέρι πιασμένα τα δύο παιδιά έφτασαν τρέχοντας λαχανιασμένα στο γραφείο του γιατρού, κι έπεσαν στην αγκαλιά του, και βολεύθηκαν σαν μικρά παιδιά. Κι άνοιξε εκείνος τα δύο του χέρια-τις δύο αγγελικές φτερούγες του-και τα σκέπασε.

- Παιδιά μου...μεγάλη είναι αυτή η ώρα για σας και για μένα. Είμαστε ευτυχισμένοι! Δόξα τω Θεώ Είστε και οι δύο νικητές .Σας αξίζει το στεφάνι της νίκης. Θα ΄χω την τιμή και τη χαρά να το βάλω εγώ πάνω στα τίμια κεφάλια σας...στις 30 Απριλίου ,στον Άγιο Γεώργιο, ώρα 6 το απογευματάκι. Σύμφωνοι;

- Τιμή μας! -Και για τις λεπτομέρειες μη νοιάζεσαι, Ασπασία μου. Πείτε τα με την κουμπάρα σου την Μαρία, που ξέρει από προικιά. Άντε, καλά μου, ώρα σας καλή-και τα ΄σφιξε πάλι στην αγκαλιά του και τα φίλησε στο μέτωπο μ΄ όλη την πατρική του αγάπη.

Φίλησαν κι εκείνα το πατρικό πρόσωπο, τα ευλογημένα χέρια του, και βγήκαν.

Είχαν ανοίξει οι ουρανοί.

Στίς 30 Απριλίου, στις 6 το απόγευμα,στον Άγιο Γεώργιο,γινόταν ένας γάμος.Ο γιατρός, ντυμένος αριστοκρατικά -αριστοκράτης με την πιο καλή έννοια της λέξεως- στεφάνωνε τα δύο ορφανά παιδιά, που πάλεψαν μαζί και νίκησαν αντάμα.

- Ώρα σας καλή κι ευλογημένη, παιδιά μου.

Να ζήσετε και να ευτυχήσετε! Είπε ο γιατρός.

Και η άμαξα με το αλογάκι, γεμάτη λουλούδια κι αυτή, κι εκείνο, κι ο αμαξάς, ξεκίνησε με τα παιδιά για μια ζωή ευτυχισμένη.

Σημείωση:Ο Βασιλάκης αργότερα, βιομήχανος πλέον, συμμετείχε στούς «γύρους αγάπης» του γιατρού με το αυτοκίνητο του, όπως και άλλοι πρώην άρρωστοι του, Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο, για επισκέψεις αρρώστων στις φτωχογειτονιές.

(Αθανασίου Αβραμίδη, Η ιατρική της ανθρωπιάς, σελ. 33-40,εκδόσεις Τήνος)

Προσηύχετο με θέρμη ο Χαροκόπος για ένα έκαστο των αρρώστων του. Πολλά δε θα είχε να μαρτυρήσει -αν είχε λαλιά- ο μικρός εκείνος ξύλινος σταυρός στο κομοδίνο του, δίπλα στο κρεβάτι του, μπροστά στον οποίο γονάτιζε. Και γονάτιζε με απόλυτη εμπιστοσύνη στην φιλευσπλαχνία του Θεού για τον πάσχοντα. Και με ταπείνωση, ο δεινός αυτός θεραπευτής.

Κάποτε, στενοχωρημένος πολύ από την αγριάδα της φυματίωσης σε ένα νέο πού είχε στο γραφείο του, γονάτισε σε προσευχή μπροστά στην εικόνα του Χριστού, υποδεικνύοντας στο παλικάρι να κάνει και εκείνος το ίδιο.

Ήταν θερμή η προσευχή τους για θεϊκή βοήθεια. Και πριν καλά καλά τελειώσουν, και ενώ έλεγε στο παλικάρι, ενθαρρύνοντάς τον, «ο Θεός είναι μεγάλος ,παιδί μου, πολύ μεγάλος», ακούσθηκε ένα δεύτερο χτύπημα στην πόρτα, πιο έντονο τη φορά αυτή. Και στο άνοιγμά της παρουσιάσθηκε ένας κύριος με ένα πακέτο στα χέρια, λέγοντας απνευστί με την οικειότητα μιας παλιάς γνωριμίας:

«Γιατρέ, με νοσηλεύσατε κάποτε. Ήμουν σε βαριά κατάσταση τότε, δεν μου παίρνατε χρήματα, με βοηθήσατε με κάθε τρόπο, έγινα καλά, πήγα στον Καναδά, δούλεψα, έκανα κάποια λεφτά και ήρθα να δω τους δικούς μου. Και πρώτη μου σκέψη ήταν να έρθω εδώ και να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον γιατρό μου, που τόσο με βοήθησε. Σκέφτηκα λοιπόν ότι ο γιατρός μου θα χρειάζεται για κάποιον άρρωστο του τη ΄΄στρεπτομυκίνη΄΄, που πρόσφατα άρχισε να κυκλοφορεί στον Καναδά. Και στο κουτί σας έχω το καινούργιο αυτό φάρμακο. Δεχθείτε το, παρακαλώ, ως ένδειξη της άπειρης ευγνωμοσύνης μου στο πρόσωπό σας».

Άναυδοι έμειναν οι δύο τους, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, ο γιατρός και το παλικάρι.

Διότι ο Θεός, με αυτόν τον θαυμαστό τρόπο,

έδωσε άμεση την απάντηση στην προσευχή τους.

(Αθανασίου Αβραμίδη, Η ιατρική της ανθρωπιάς, σελ. 30-32, εκδόσεις Τήνος)

custom image (2)

img025