ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΣΜΥΡΝΑΙΟΥΣ
Εγώ ο Ιγνάτιος, που ονομάζομαι και Θεοφόρος, προς την Εκκλησία του Θεού Πατέρα και του αγαπημένου Ιησού Χριστού, την προικισμένη με κάθε χάρισμα, γεμάτη πίστη και αγάπη, που δεν υστερεί σε κανένα χάρισμα, τη θεοπρεπέστατη και αγιοφόρα, που βρίσκεται στη Σμύρνη της Ασίας, με άμεμπτο πνεύμα και λόγο Θεού, είθε να χαίρεται πάρα πολύ.
I. Δοξάζω τον Ιησού Χριστό τον Θεό, ο οποίος σας έκανε τόσο σοφούς· διότι κατάλαβα ότι είστε εκπαιδευμένοι σε αμετακίνητη πίστη, σαν να είσαστε καρφωμένοι στο σταυρό του Κυρίου Ιησού Χριστού, σωματικά και πνευματικά, και στερεωμένοι με αγάπη στο αίμα του Χριστού, βεβαιωμένοι για τον Κύριο μας, ότι προέρχεται αληθινά «από τη γενιά του Δαβίδ κατά σάρκα», και είναι Υιός του Θεού σύμφωνα με το θέλημα και τη δύναμη του Θεού, γεννημένος αληθινά από την Παρθένο, και βαπτισμένος από τον Ιωάννη, «για να εκπληρωθεί ό,τι προβλέπει ο νόμος από αυτόν». 2. Σταυρωμένος αληθινά επί Ποντίου Πιλάτου και του τετράρχη Ηρώδη για χάρη μας σαρκικά – από τον καρπό αυτό του θεομακάριστου πάθους του προερχόμαστε εμείς- «για να υψώσει σημείο» αιώνιο με την ανάσταση στους αγίους και πιστούς του, είτε μεταξύ των Ιουδαίων, είτε μεταξύ των εθνικών, στο σώμα της Εκκλησίας του.
II. Διότι όλα αυτά που έπαθε για μας, για να σωθούμε· και έπαθε αληθινά, όπως και αληθινά ανέστησε τον εαυτό του, όχι όπως λένε μερικοί άπιστοι, ότι φαινομενικά αυτός έπαθε, ενώ αυτοί είναι φαινομενικοί, και όπως πιστεύουν, θα τους συμβεί επειδή είναι ασώματοι και δαιμονικοί.
III. Διότι εγώ τον γνώρισα και μετά την ανάσταση σωματικά και πιστεύω ότι υπάρχει.2. Και όταν ήρθε σε αυτούς που ήταν γύρω από τον Πέτρο, τους είπε· « Πάρτε με, ψηλαφήστε με και δέστε με, ότι δεν είμαι ασώματο δαιμόνιο». Και αμέσως τον έπιασαν και πίστεψαν, επειδή αναμίχθηκαν με την σάρκα και το πνεύμα του. Γι αυτό καταφρόνησαν και τον θάνατο και αποδείχθηκαν ανώτεροι από τον θάνατο. 2. «Επίσης μετά την ανάταση έφαγε μαζί μ’ αυτούς και ήπιε» ως σαρκικός, αν και πνευματικά ήταν ενωμένος με τον Πατέρα.
IV. Αυτά σας τα συμβουλεύω, αγαπητοί, γνωρίζοντας ότι και σεις έτσι πιστεύετε. Σας προφυλάσσω όμως από τα ανθρωπόμορφα θηρία, τους οποίους όχι μόνο δεν πρέπει εσείς να τους παραδέχεστε, αλλά αν είναι δυνατόν ούτε να τους συναντάτε, πράγμα δύσκολο. Αυτό όμως το μπορεί ο Ιησούς Χριστός, η αληθινή ζωή μας. 2. Διότι, εάν αυτά έγιναν από τον Κύριο φαινομενικά, τότε και εγώ φαινομενικά είμαι δέσμιος. Τότε όμως γιατί παρέδωσα τον εαυτό μου στον θάνατο, στη φωτιά, στο μαχαίρι, στα θηρία; Αλλά όντας κοντά στο μαχαίρι είμαι κοντά στον Θεό, όντας μαζί με τα θηρία είμαι μαζί με το Θεό, μόνο στο όνομα του Ιησού Χριστού. Για να πάθω μαζί μ’ αυτόν θα υπομείνω τα πάντα, επειδή με δυναμώνει εκείνος, ο οποίος έγινε τέλειος άνθρωπος.
V. Αυτός που τον αρνούνται μερικοί αγνοώντας τον, ή καλύτερα αρνήθηκαν από αυτόν, επειδή είναι συνήγοροι του θανάτου μάλλον παρά της αλήθειας, και τους οποίους δεν τους έπεισαν ούτε οι προφητείες, ούτε ο νόμος του Μωυσή, αλλά ούτε και το Ευαγγέλιο μέχρι τώρα, ούτε τα παθήματα του καθενός από μας. 2. Γιατί το ίδιο πιστεύουν και για μας. Γιατί με ωφελεί κάποιος εάν επαινεί εμένα και βλασφημεί τον Κύριο μου, μη ομολογώντας ότι έφερε σάρκα; Εκείνος που δεν ομολογεί αυτό τον έχει αρνηθεί τελείως, όντας νεκροφόρος. 2. Τα ονόματα όμως αυτών, επειδή είναι άπιστα, δεν θεώρησα καλό να τα γράψω. Αλλά ούτε να συμβεί να τα αναφέρω, μέχρι να μετανοήσουν για το πάθος, που είναι η ανάσταση μας.
VI. Κανένας να μην πλανάται· και τα επουράνια, και η δόξα των αγγέλων, και οι άρχοντες, ορατοί και αόρατοι, εάν δεν πιστέψουν στο αίμα του Χριστού, και εκείνοι θα κριθούν. «Όποιος μπορεί να βαδίσει ας προχωρήσει». Η θέση να μην κάνει κανέναν να φουσκώνει· διότι το παν είναι η πίστη και η αγάπη, χωρίς τις οποίες τίποτα δεν προτιμάται. 2. Προσέξτε αυτούς που πιστεύουν διαφορετικά για τη χάρη του Ιησού Χριστού που ήρθε σε μας, πόσο αντίθετοι είναι με τη γνώμη του Θεού. Δεν τους μέλει για την αγάπη, ούτε για τη χήρα, ούτε το ορφανό, ούτε για εκείνον που είναι λυπημένος, ούτε για τον δεμένο ή λυμένο, ούτε γι αυτόν που πεινάει ή διψάει.
VII. Αποφεύγει τη Θεία Ευχαριστία και την προσευχή επειδή δεν πιστεύει ότι η Ευχαριστία είναι σώμα του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, που έπαθε για τι αμαρτίες μας, και το οποίο ανάστησε ο Πατέρας με την αγαθότητα του. Αυτοί λοιπόν που αντιλέγουν στη δωρεά του Θεού πεθαίνουν συζητώντας, ενώ τους συνέφερε να αγαπούν για να αναστηθούν. 2. Είναι πρέπον λοιπόν να τους αποφεύγετε αυτούς και ούτε ιδιαιτέρως να μιλάτε γι αυτούς, ούτε από κοινού, και να προσέχετε στους προφήτες, και προπαντός στο Ευαγγέλιο, στο οποίο φανερώνεται σ μας το πάθος και τελειοποιείται η ανάσταση. Επίσης να αποφεύγετε τις διαιρέσεις ως αρχή κακών.
VIII. Όλοι να ακολουθείτε τον επίσκοπο, όπως ο Ιησούς Χριστός τον Πατέρα, και τους πρεσβύτερους όπως τους αποστόλους, ενώ τους διακόνους να τους σέβεστε σαν εντολοδόχους του θεού. Κανένας να μην κάνει τίποτε χωρίς τον επίσκοπο από αυτά που ανήκουν στην Εκκλησία. Έγκυρη να θεωρείται η Ευχαριστία εκείνη που τελείται από τον επίσκοπο, ή από εκείνον στον οποίον έχει δώσει την άδεια αυτός. 2. Όπου εμφανίζεται ο επίσκοπος, εκεί να βρίσκεται το πλήθος, όπως ακριβώς όπου βρίσκεται ο Ιησούς Χριστός, εκεί βρίσκεται η Καθολική Εκκλησία. Δεν επιτρέπεται χωρίς την άδεια του επισκόπου ούτε να βαπτίζετε, ούτε να τελείτε τη Θεία Ευχαριστία, αλλά αυτό που εκείνος θα θεωρήσει γνήσιο, αυτό είναι αρεστό και στον Θεό, για να είναι ακίνδυνο και αναμφίβολο κάθε τι που κάνετε.
IX. Είναι λοιπόν εύλογο να ανανήψουμε και, όσο ακόμη έχουμε καιρό, να μετανοήσουμε στον Θεό. Είναι καλό να αναγνωρίζουμε τον Θεό και τον επίσκοπο. Αυτός που τιμά τον επίσκοπο, τιμάται από τον Θεό, κι αυτός που κάνει κάτι κρυφά από τον επίσκοπο, λατρεύει τον διάβολο. 2. Όλα λοιπόν να σας δίνονται πλουσιοπάροχα με τη χάρη του Θεού· διότι είστε άξιοι. Με ανακουφίσατε σε όλα, και είθε να σας ανακουφίσει και σας ο Ιησούς Χριστός. Και απόντα και παρόντα μου δείξατε την αγάπη σας· είθε να σας αμείβει ο Θεός, για τον οποίο αν υπομένετε τα πάντα, θα επιτύχετε αυτόν.
X. Τον Φίλωνα και τον Ρέο τον Αγαθόποδα, οι οποίοι με ακολούθησαν στον λόγο του Θεού, κάνατε καλά που τους υποδεχτήκατε ως διακόνους του Χριστού του Θεού, οι οποίοι ευχαριστούν τον Κύριο για σας, επειδή τους αναπαύσατε με κάθε τρόπο. Τίποτε δεν θα χαθεί για σας. 2. Ως ανταπόδοση σας προσφέρω το πνεύμα μου και τα δεσμά μου, τα οποία δεν τα περιφρονήσατε, ούτε ντραπήκατε. Ούτε εσάς θα σας ντραπεί η τέλεια πίστη, ο Ιησούς Χριστός.
XI. Η προσευχή σας έφτασε στην Εκκλησία της Αντιόχειας της Συρίας· από όπου, δεμένος με τα δεσμά που πρέπουν στον Θεό, σας ασπάζομαι όλους, αν και δεν είμαι άξιος να προέρχομαι από εκεί, γιατί είμαι ο τελευταίος από αυτούς· αλλά αξιώθηκα όπως ήθελα, όχι με τη συνείδηση μου, αλλά με τη χάρη του Θεού, που προσεύχομαι να μου δοθεί πλήρης, ώστε με τη δική σας προσευχή να κερδίσω το Θεό. 2. Για να γίνει λοιπόν το έργο σας τέλειο και στη γη και στον ουρανό, πρέπει για την τιμή του Θεού να ορίσει η Εκκλησία σας ένα απεσταλμένο, ο οποίος να πάει στη Συρία και να τους συγχαρεί που έχουν ειρήνη και απόλαυσαν τα ίσα και αποκαταστάθηκε ανάμεσα τους το μικρό μου σώμα. 3. Θεώρησα λοιπόν ότι αξίζει να στείλετε κάποιον από τους δικούς σας με επιστολή, για να δοξάσει μαζί μ’ αυτούς για την κατά Θεόν γαλήνη που επικράτησε σ’ αυτούς, και επειδή με την προσευχή σας βρήκε αυτή λιμάνι. Επειδή είστε τέλειοι, πιστεύετε και τέλεια. Διότι, αν εσείς θέλετε να ευτυχήσετε, ο Θεός είναι έτοιμος να σας δώσει την ευτυχία.
XII. Σας ασπάζεται η αγάπη των αδερφών που βρίσκονται στην Τρωάδα, από όπου και σας γράφω μέσω του Βούρρου, τον οποίο στείλατε μαζί μου μαζί με τους Εφεσίους τους αδελφούς σας, ο οποίος με ανακούφισε σε όλα, και μακάρι να ακολουθούσαν το παράδειγμα του όλοι, διότι είναι υπόδειγμα διακονίας του Θεού. Είθε να τον ανταμείψει η χάρη του Θεού για όλα. 2. Ασπάζομαι τον αξιόθεο επίσκοπο και το θεοπρεπές πρεσβυτέριο, τους ομοδούλους μου διακόνους και τον καθένα σας χωριστά και όλους μαζί στο όνομα του Ιησού Χριστού., στο σώμα και το αίμα του, στο πάθος και την ανάσταση, και στη σαρκική και πνευματική ενότητα του Θεού και τη δική σας. Είθε να υπάρχει σε σας η χάρη, η ευσπλαχνία, η ειρήνη και η υπομονή για πάντα.
XIII. Ασπάζομαι τα σπίτια των αδελφών μου μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, και τις παρθένους, και τις λεγόμενες χήρες. Να υγιαίνετε με τη δύναμη του Πνεύματος. Σας ασπάζεται και ο Φίλωνας, που είναι μαζί μου. 2. Ασπάζομαι το σπίτι της Ταουΐας, η οποία εύχομαι να είναι εδραία στην πίστη κα στην αγάπη, τη σαρκική και την πνευματική. Ασπάζομαι τον Άλκη, το αγαπητό μου όνομα, και τον Δάφνο, τον ασύγκριτο και με τα καλά παιδιά, και όλους ονομαστικά.
Στους Σμυρναίους από την Τρωάδα.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟ
Εγώ ο Ιγνάτιος, που ονομάζομαι και Θεοφόρος, προς τον επίσκοπο της Εκκλησίας των Σμυρναίων Πολύκαρπο, ο οποίος μάλλον επισκοπείται από τον Θεό Πατέρα και τον Ιησού Χριστό, στον οποίο εύχομαι η χαρά να είναι μεγάλη.
I. Επιδοκιμάζοντας τη σύμφωνη με το Θεό γνώμη σου, που στηρίζεται σαν σε αμετακίνητη πέτρα, σε υπερτιμώ, αφού αξιώθηκα να δω το άμεμπτο πρόσωπο σου, του οποίου την ωφέλεια θα επιθυμούσα στο όνομα του Θεού. 2. Σε παρακαλώ στο όνομα της χάριτος που φέρνεις, να συνεχίσεις τον δρόμο σου και να τους στηρίζεις όλους στην πίστη, για να σωθούν. Να υπερασπίζεσαι τον τόπο με κάθε επιμέλεια σαρκική και πνευματική. Να φροντίζεις την ενότητα από την οποία δεν υπάρχει ανώτερο πράγμα. Να τους υπομένεις όλους, όπως και ο Κύριος υπομένει εσένα. Να τους ανέχεσαι όλους με αγάπη, όπως βέβαια και κάνεις. 3. Να αφοσιώνεσαι σε αδιάλειπτες προσευχές. Να ζητάς περισσότερη σύνεση από αυτή που έχεις. Να μένεις άγρυπνος, έχοντας πνεύμα ακοίμητο. Στον κάθε άνδρα να μιλάς κατά τρόπο που ταιριάζει στο Θεό. «Να υπομένεις τις ασθένειες» όλων, σαν τέλειος αθλητής. Όπου καταβάλλεται περισσότερος κόπος, εκεί υπάρχει και πολύ κέρδος.
II. Εάν αγαπάς τους καλούς μαθητές, δεν θα έχεις χάρη. Να υποτάσσεις τους πιο αρρώστους με πραότητα. Κάθε τραύμα δεν θεραπεύεται με το ίδιο έμπλαστρο. Τους παροξυσμούς τους σταματάς με κομπρέσες. 2. «Να είσαι σε όλα φρόνιμος όπως το φίδι, και αγνός όπως το περιστέρι». Γι’ αυτό είσαι σαρκικός και πνευματικός, ώστε όσα σου φαίνονται να τα κολακεύεις κατά πρόσωπο· και τα αόρατα να ζητάς να σου φανερωθούν, για να μην υπολείπεσαι σε τίποτε και να έχεις περίσσια κάθε χαρίσματος. 2. Οι περιστάσεις σε ζητούν, όπως οι κυβερνήτες τους ανέμους και εκείνος που αντιμετωπίζει τρικυμία το λιμάνι, για να επιτύχεις τον Θεό. Να είσαι νηφάλιος σαν αθλητής του Θεού. Το θέμα της αφθαρσίας είναι ζωή αιώνια, για την οποία και σε είσαι πεπεισμένος. Εγγύηση για όλα σου είμαι εγώ και τα δεσμά μου, τα οποία αγάπησες.
III. Αυτοί που φαίνονται ότι είναι αξιόπιστοι και διδάσκουν διαφορετικά πράγματα να μη σε εκπλήττουν. Στάσου σταθερός σαν αμόνι που χτυπιέται. Είναι γνώρισμα μεγάλου αθλητή το να χτυπιέται και να νικά. Πρέπει μάλιστα εμείς να τα υπομένουμε όλα για τον Θεό, για να υπομείνει και αυτός εμάς. 2. Γίνε πιο σπουδαίος από ότι είσαι. Να μελετάς τους χρόνους. Να περιμένεις αυτόν που είναι πάνω από τον χρόνο, τον αόρατο, αυτόν που έγινε για μας ορατός, τον αψηλάφητο, τον απαθή, αυτόν που για μας έγινε παθητός, που υπέφερε για μας με κάθε τρόπο.
IV. Οι χήρες να μη παραμελούνται. Μετά τον Κύριο να φροντίζεις εσύ γι αυτές. Να μη γίνεται τίποτε χωρίς την έγκριση σου, ούτε εσύ να κάνεις κάτι χωρίς την συγκατάθεση του Θεού, πράγμα που δεν κάνεις. Να είσαι σταθερός. 2. Να γίνονται συχνότερα συναθροίσεις· να τους αναζητάς όλους ονομαστικά. 3. να μη περιφρονείς τους δούλους και τις δούλες, αλλά ούτε και αυτοί να φουσκώνουν από υπερηφάνεια, αλλά να δουλεύουν για τη δόξα του Θεού περισσότερο, για να κερδίσουν μεγαλύτερη ελευθερία από το Θεό. Να μην επιθυμούν να ελευθερωθούν από το κοινό Κύριο, για να μη γίνουν δούλοι της επιθυμίας.
V. Να αποφεύγεις τα δόλια τεχνάσματα, ή μάλλον να κάνεις για αυτά ομιλία. Στις αδελφές μου να λες να αγαπούν τον Κύριο, και στους συζύγους τους να αρκούνται στη σάρκα και στο πνεύμα. Κατά τον ίδιο τρόπο να συνιστάς και στους αδελφούς μου, στο όνομα του Ιησού Χριστού, να αγαπούν τις συζύγους τους όπως ο Κύριος αγάπησε την Εκκλησία. 2. Εάν κάποιος μπορεί να μένει αγνός, ας μένει προς τιμήν της σάρκας του Κυρίου χωρίς να καυχιέται. Εάν καυχηθεί, χάθηκε, και εάν γίνει γνωστό πέρα από τον επίσκοπο, καταστράφηκε. Εκείνους και εκείνες που συνάπτουν γάμο να ενώνονται με την άδεια του επισκόπου, για να είναι ο γάμος τους σύμφωνος με τον Κύριο, και όχι με τη σαρκική επιθυμία. Όλα να γίνονται προς τιμήν του Θεού.
VI. Να προσέχετε τον επίσκοπο, για να προσέχει και ο Θεός εσάς. Αντίδωρο γίνομαι εγώ εκείνων που υποτάσσονται στον επίσκοπο, στους πρεσβύτερους και στους διακόνους, και μακάρι να έχω μαζί μ’ αυτούς μερίδιο στον Θεό. Να κοπιάζετε ο ένας μαζί με τους άλλους, να αγωνίζεστε μαζί, να τρέχετε μαζί, να πάσχετε μαζί, να κοιμάστε και να σηκώνεστε ως οικονόμου του Θεού και αντιπρόσωποι και υπηρέτες του. 2. Να γίνεστε αρεστοί σ’ αυτόν που στρατευθήκατε, από τον οποίο αποκομίζετε και τα τρόφιμα. Κανένας από σας να μη βρεθεί λιποτάκτης. Το βάπτισμα σας να μένει σαν τα όπλα, η πίστη ως περικεφαλαία, η αγάπη ως δόρυ, η υπομονή ως πανοπλία, παρακαταθήκες σας να είναι τα έργα σας, ώστε να τα λάβετε πίσω επάξια, σαν χρήματα κατατεθειμένα προς φύλαξη. Να δείχνετε λοιπόν μακροθυμία μεταξύ σας με πραότητα, όπως ο Θεός με σας. Θα ήθελα πολύ να σας φανώ ωφέλιμος για πάντα.
VII. Επειδή η Εκκλησία της Αντιόχειας στη Συρία ειρηνεύει όπως με πληροφόρησαν, με την προσευχή σας, και εγώ έγινα πιο εύθυμος με την αμεριμνησία του Θεού, εάν βέβαια με το πάθος μου κερδίσω τον Θεό, για να βρεθώ την ημέρα της αναστάσεως μαθητής σας. 2. Πρέπει θεομακάριστε Πολύκαρπε, να κάνεις συνάθροιση αρεστή στον Θεό και να χειροτονήσεις κάποιον, που έχετε αγαπητό και ακούραστο, ο οποίος θα μπορέσει να ονομάζεται θεοδρόμος., και αυτός να αναδειχθεί άξιος να πάει στη Συρία, να εγκωμιάσει την ακούραστη αγάπη σας για τη δόξα του Θεού. 3. Ο Χριστιανός δεν εξουσιάζει τον εαυτό του, αλλά είναι στη διάθεση του Θεού. Το έργο αυτό θα είναι του Θεού και δικό σας, όταν το ολοκληρώσετε. Διότι πιστεύω στη χάρη, ότι είσαστε έτοιμοι να κάνετε ευεργεσία που ανήκει στο Θεό. Γνωρίζοντας τη γεμάτη δύναμη αλήθεια σας, σας παρακάλεσα με λίγα γράμματα.
VIII. Επειδή όμως δεν μπόρεσα να γράψω σ’ όλες τις Εκκλησίες, επειδή πλέω ξαφνικά από την Τρωάδα στην Νεάπολη, όπως προστάζει το θέλημα του Θεού, να γράψεις στις προηγούμενες Εκκλησίες, ως έχοντας τη γνώμη του Θεού, να κάνουν και αυτοί το ίδιο, ώστε όσοι μπορούν να στείλουν πεζοπόρους, και άλλοι να στείλουν επιστολές μέσω αυτών που στέλνεις εσύ, για να δοξασθείτε με αιώνιο έργο, επειδή είσαι άξιος. 2. Τους ασπάζομαι όλους ονομαστικά, και τη γυναίκα του Επιτρόπου μαζί με το σπίτι της και τα παιδιά της. Ασπάζομαι τον αγαπητό μου Άτταλο. Ασπάζομαι αυτόν που πρόκειται να γίνει άξιος να πάει στη Συρία. Είθε να είναι η χάρης μαζί με αυτόν για πάντα και με τον Πολύκαρπο που τον στέλνει. 2. Προσεύχομαι να είστε υγιείς πάντοτε ενωμένοι με τον Θεό μας Ιησού Χριστό, στον οποίο να παραμείνετε με την ενότητα και την επίβλεψη του Θεού. Ασπάζομαι τον Άλκη το αγαπητό μου όνομα.
Υγιαίνετε στο όνομα του Κυρίου.
(εκδόσεις ΕΠΕ, Αποστολικοί Πατέρες τόμος 4 σελ. 133-149, οι υπογραμμίσεις δικές μας)
(γράφτηκε ανάμεσα στο 107 & 117)
Εγώ ο Ιγνάτιος, που ονομάζομαι και Θεοφόρος, προς την Εκκλησία του Θεού Πατέρα και του Κυρίου Ιησού Χριστού, που βρίσκεται στη Φιλαδέλφεια της Ασίας, την ελεημένη και στηριγμένη στην ομόνοια του Θεού, η οποία χαίρεται με το πάθος του Κυρίου μας χωρίς διακρίσεις και είναι βεβαιωμένη για την ανάσταση με κάθε ευσπλαχνία, την οποία ασπάζομαι με το αίμα του Ιησού Χριστού, που αποτελεί χαρά αιώνια και μόνιμη, ιδιαίτερα μάλιστα όταν είναι ενωμένοι με τον επίσκοπο και τους πρεσβύτερους και διακόνους, που είναι μαζί του αφοσιωμένοι στη γνώμη του Ιησού Χριστού, τους οποίους, σύμφωνα με το θέλημα του, τους στήριξε στην πίστη με το Άγιο Πνεύμα του.
I. Ο επίσκοπος αυτός ξέρω ότι δεν απέκτησε από μόνος του «ούτε μέσω ανθρώπων τη διακονία», η οποία ανήκει στο κοινό, ούτε με ματαιοδοξία, αλλά με την αγάπη του θεού Πατέρα και του Κυρίου Ιησού Χριστού, για του οποίου την επιείκεια μένω κατάπληκτος, διότι αυτός όταν σιωπά, λέει περισσότερα από εκείνους που μιλούν απερίσκεπτα. 2. Διότι εναρμονίστηκε με τις εντολές, όπως η κιθάρα με τις χορδές. Γι’ αυτό μακαρίζει η ψυχή μου τη σταθερότητα και την ψυχραιμία του, μέσα στα πλαίσια κάθε επιείκειας του ζωντανού Θεού.
II. Τέκνα λοιπόν του φωτός της αλήθειας, να αποφεύγετε τη διαίρεση και τις κακές διδασκαλίες, και όπου βρίσκεται ο ποιμένας, εκεί να πηγαίνετε σαν πρόβατα. 2. Διότι πολλοί λύκοι, που εμπνέουν εμπιστοσύνη με την κακή ηδονή, αιχμαλωτίζουν εκείνους, που ακολουθούν το δρόμο του Θεού· όταν όμως είστε ενωμένοι, δεν έχουν θέση ανάμεσα σας.
III. Αποφεύγετε τα κακά ζιζάνια, τα οποία δεν τα καλλιεργεί ο Ιησούς Χριστός, διότι δεν είναι αυτά φυτεία του Πατέρα. Και τα γράφω αυτά όχι επειδή βρήκα ανάμεσα σας διαίρεση, αλλά αποκαθάρισμα. 2. Διότι όσοι είναι του Θεού και του Ιησού Χριστού, αυτοί βρίσκονται μαζί με τον επίσκοπο, και όσοι πάλι μετανοήσουν και επιστρέψουν στην ενότητα της Εκκλησίας, και αυτοί θα γίνουν του Θεού, για να ζήσουν σύμφωνα με το θέλημα του Ιησού Χριστού. 2. Μη πλανάστε, αδερφοί μου· όποιος ακολουθεί αυτόν που προκαλεί σχίσμα, «δεν κληρονομεί τη βασιλεία του Θεού». Όποιος ακολουθεί ξένη γνώμη, αυτός δεν συμφωνεί με το πάθος.
IV. Φροντίστε λοιπόν να συμμετέχετε σε μια ευχαριστία· διότι ένα είναι το σώμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και ένα ποτήρι που ενώνει με το αίμα του· ένα θυσιαστήριο, όπως ένας επίσκοπος μαζί με το πρεσβυτέριο και τους διακόνους, τους ομοδούλους μου, ώστε ό,τι κάνετε, να το κάνετε όπως θέλει ο Θεός.
V. Αδελφοί μου, είμαι πολύ ευχαριστημένος, επειδή σας αγαπώ και με υπερβολική αγαλλίαση σας ασφαλίζω· όχι βέβαια εγώ, αλλά ο Ιησούς Χριστός, για τον οποίο είμαι δέσμιος, και όμως φοβάμαι επειδή ακόμα δεν είμαι ολοκληρωμένος. Η δική σας προσευχή όμως θα με ολοκληρώσει κατά Θεό, ώστε να επιτύχω τον κλήρο που μου έλαχε, έχοντας καταφύγει στο Ευαγγέλιο, σαν να είναι το σώμα του Ιησού, και στους αποστόλους, σαν να είναι το πρεσβυτέριο της Εκκλησίας. 2. Να αγαπάμε όμως και τους προφήτες, επειδή και αυτοί κήρυξαν στο Ευαγγέλιο και ήλπιζαν σ’ αυτόν και τον περίμεναν, και αφού πίστεψαν σ’ αυτόν σώθηκαν, όντας ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό, αξιαγάπητοι και αξιοθαύμαστοι άγιοι, μαρτυρημένοι από τον Ιησού Χριστό και συναριθμημένοι στο Ευαγγέλιο της κοινής ελπίδας.
VI. Εάν όμως κάποιος σας ερμηνεύει τον Ιουδαϊσμό, να μην τον ακούτε. Διότι είναι καλύτερα ένας άνδρας, που έχει περιτομή, να ακούει για τον Χριστιανισμό, παρά αυτός που έχει ακροβυστία να ακούει για Ιουδαϊσμό. Εάν πάλι και οι δύο δεν μιλούν για τον Ιησού Χριστό, αυτοί για μένα είναι στήλες και τάφοι νεκρών, πάνω στους οποίους είναι γραμμένα ονόματα ανθρώπων. 2. Να αποφεύγετε επομένως τα κακά τεχνάσματα και τις ενέδρες του άρχοντα του κόσμου αυτού, μήπως πιεζόμενοι από τη γνώμη του εξασθενίσει η αγάπη σας, και να συναθροίζεστε όλοι μαζί με αχώριστη καρδιά. 2. Ευχαριστώ τον Θεό μου, ότι έχω ελαφρή τη συνείδηση μου μ’ εσάς, και δεν μπορεί κανένας να καυχηθεί, ούτε κρυφά ούτε φανερά, ότι έγινα βάρος σε κάποιον, μικρό ή μεγάλο, και εύχομαι όλα όσα είπα να μη τα κρατήσουν ως αποδεικτικά στοιχεία.
VII. Διότι, αν και μερικοί θέλησαν σαν άνθρωπο να με παραπλανήσουν, αλλά το πνεύμα που είναι από το Θεό δεν παραπλανιέται. «Γιατί γνωρίζει από πού έρχεται και που πηγαίνει», και ελέγχει τα κρυφά. Φώναξα δυνατά μεταξύ εκείνων που μιλούσα, με δυνατή φωνή, με φωνή Θεού· να είτε αφοσιωμένοι στον επίσκοπο και στο πρεσβυτέριο και στους διακόνους. 2. Εάν όμως κάποιοι υποπτευτήκαν ότι τα λέω αυτά, επειδή γνωρίζω την απόσχιση ορισμένων, μάρτυρας μου αυτός για τον οποίο είμαι δέσμιος, ότι δεν το έμαθα από άνθρωπο, αλλά το πνεύμα κήρυξε λέγοντας τα εξής· χωρίς τον επίσκοπο να μην κάνετε τίποτε· να διατηρείτε το σώμα σας σαν ναό του Θεού· αγαπάτε την ενότητα, αποφεύγετε τις διαιρέσεις· γίνετε μιμητές του Χριστού, όπως και αυτός είναι μιμητής του Πατέρα του.
VIII. Και εγώ έκανα το ίδιο, σαν άνθρωπος εκπαιδευμένος για ενότητα. Γιατί εκεί που υπάρχει διαίρεση και οργή, δεν κατοικεί ο Θεός. Όλους λοιπόν όσοι μετανοούν τους συγχωρεί ο Κύριος εφόσον μετανοήσουν για να ενωθούν με τον Θεό και να ακολουθούν τον επίσκοπο. Πιστεύω στη χάρη του Ιησού Χριστού, ο οποίος θα διαλύσει από εσάς κάθε δεσμό. 2. Σας παρακαλώ επίσης να μη κάνετε τίποτα με εριστική διάθεση, αλλά ως μαθητές του Χριστού· γιατί άκουσα κάποιους που έλεγαν, ότι αν δεν το βρω στα αρχεία, δεν πιστεύω στο Ευαγγέλιο, και όταν τους είπα ότι «είναι γραμμένο», μου αποκρίθηκαν ότι ‘είναι υπό συζήτηση’. Για μένα αρχεία είναι ο Ιησούς Χριστός, τα άθικτα αρχεία ο σταυρός του και ο θάνατος και η ανάσταση του και η πίστη μέσω αυτού, για τα οποία θέλω να δικαιωθώ με την προσευχή σας.
IX. Είναι καλοί και οι ιερείς, αλλά ανώτερος είναι ο αρχιερέας, στον οποίο είναι εμπιστευμένα τα άγια των αγίων, στον μόνο που έχουν εμπιστευθεί τα μυστήρια του Θεού· αυτός είναι η πόρτα του Πατέρα, μέσα από την οποία μπαίνουν ο Αβραάμ και ο Ισαάκ και ο Ιακώβ και οι προφήτες και οι απόστολοι και η Εκκλησία. Όλα αυτά για την ενότητα του Θεού. 2. Το Ευαγγέλιο όμως έχει κάτι το ξεχωριστό, την παρουσία του Σωτήρα, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, το πάθος του και την ανάσταση. Διότι αγαπητοί προφήτες το κήρυξαν, το Ευαγγέλιο όμως είναι συμπλήρωση αθανασίας. Όλα μαζί είναι καλά, εάν πιστεύετε με αγάπη.
X. Επειδή, σύμφωνα με την προσευχή σας και την αγάπη που έχετε ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό, μου αναφέρθηκε ότι η Εκκλησία της Αντιόχειας της Συρίας ειρηνεύει, είναι πρέπον σε σας, ως Εκκλησία του Θεού, να ορίσετε ένα διάκονο που να σταλεί ως πρεσβευτής του Θεού, για να χαρεί μαζί τους όταν συγκεντρωθούν όλοι να και να δοξάσουν το όνομα του Θεού. 2. Είναι μακάριος στο όνομα του Ιησού Χριστού εκείνος που θα αξιωθεί να αναλάβει τη διακονία αυτή, αλλά και σεις θα δοξαστείτε. Εάν θέλετε σεις, δεν είναι αδύνατο να σταλεί για το όνομα του Θεού, πράγμα που έκαναν και οι κοντινές Εκκλησίες, οι οποίες έστειλαν επισκόπους, και άλλες πρεσβυτέρους και διακόνους.
XI. Για τον Φίλωνα τον διάκονο από την Κιλικία, άνδρα δοκιμασμένο, ο οποίος και τώρα με υπηρετεί στο λόγο του Θεού μαζί με τον Ρέο τον Αγαθόποδα, άνδρα εκλεκτό, ο οποίος με ακολουθεί από τη Συρία, εγκαταλείποντας τη ζωή, οι οποίοι και σας δίνουν τις διαβεβαιώσεις, και εγώ ευχαριστώ τον Θεό για σας που τους δεχθήκατε, όπως και εσάς σας δέχθηκε ο Κύριος. Εκείνοι όμως που τους ατίμασαν, είθε να λυτρωθούν με την χάρη του Ιησού Χριστού. 2. Σας ασπάζεται η αγάπη των αδερφών της Τρωάδας, από όπου σας γράφω μέσω του Βούρρου, που στάλθηκε μαζί μου από τους Εφεσίους και τους Σμυρναίους τιμητικά. Είθε να τους τιμήσει ο Κύριος Ιησούς Χριστός, στον οποίον ελπίζουν με το σώμα, την ψυχή, την πίστη, την αγάπη και την ομόνοια.
Υγιαίνετε ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό, που είναι η κοινή ελπίδα μας.
(εκδόσεις ΕΠΕ, Αποστολικοί Πατέρες τόμος 4 σελ. 123-131, οι υπογραμμίσεις δικές μας)
ΠΡΟΣ ΤΟΥ ΡΩΜΑΙΟΥΣ
(γράφτηκε ανάμεσα στο 107 & 117 πριν φτάσει στη Ρώμη για το μαρτύριο. Οι χριστιανοί της Ρώμης πάσχιζαν να τον σώσουν και αυτός ζητά στην επιστολή το ακριβώς αντίθετο!)
Εγώ ο Ιγνάτιος, που ονομάζομαι και Θεοφόρος, στην ελεημένη από τη μεγαλειότητα του ύψιστου Πατέρα και του Ιησού Χριστού, του μοναδικού Υιού του, Εκκλησία, την αγαπημένη και φωτισμένη με το θέλημα εκείνου που θέλησε τα πάντα, τα οποία υπάρχουν με την αγάπη του Ιησού Χριστού του Θεού μας, που προΐσταται στη θέση της χώρας των Ρωμαίων, την αντάξια του Θεού, την αξιοπρεπή, την αξιομακάριστη, την αξιέπαινη, την αξία επιτυχίας, την επάξια αγνή και προηγούμενη στην αγάπη, αυτήν που ακολουθεί τον νόμο του Χριστού και φέρει το όνομα του Πατέρα, την οποία και ασπάζομαι στο όνομα του Ιησού Χριστού, του Υιού του Πατέρα, που σωματικά και πνευματικά είναι ενωμένοι με κάθε εντολή αυτού, τους γεμάτους από τη χάρη του Θεού χωρίς διακρίσεις και αποκαθαρισμένους από κάθε ξένο χαρακτηριστικό, είθε να δοκιμάζουν πάρα πολύ μεγάλη χαρά ενωμένοι άμεμπτα με τον Ιησού Χριστό, τον Θεό μας.
I. Αφού προσευχήθηκα στον Θεό, πέτυχα να δω τα αξιόλογα πρόσωπα σας, τα οποία ζητούσα πολύ να συναντήσω. Διότι ως δέσμιος για τον Ιησού Χριστό, ελπίζω να σας ασπασθώ, εάν βέβαια είναι θέλημα να αξιωθώ να φτάσω στο τέλος. 2. Διότι η αρχή είναι εύκολη, εάν βέβαια επιτύχω τη χάρη στο να απολαύσω τον κλήρο μου χωρίς εμπόδια. Γιατί φοβάμαι τη δική σας αγάπη, μήπως με αδικήσει αυτή. Διότι σε σας είναι εύκολο να κάνετε ότι θέλετε, σε μένα όμως είναι δύσκολο να επιτύχω τον Θεό, εάν σεις δεν με σπλαχνισθείτε.
II. Διότι δεν θέλω να αρέσετε στους ανθρώπους, αλλά να αρέσετε στο Θεό, όπως και αρέσετε. Γιατί εγώ ποτέ δεν θα έχω τέτοια ευκαιρία να επιτύχω τον Θεό, ούτε σεις, εάν σωπάσετε, έχετε την ευκαιρία να εγγράψετε στο ενεργητικό σας ανώτερο έργο. Διότι, εάν δεν μιλήσετε για μένα θα γίνω λόγος του Θεού, εάν όμως αγαπήσετε τη σάρκα μου, εγώ θα γίνω πάλι ηχώ. 2. Μη μου δώσετε περισσότερα από του να προσφερθώ σπονδή στο Θεό, αφού ήδη το θυσιαστήριο είναι έτοιμο, ώστε με αγάπη, αφού σχηματίσετε χορωδία, να ψάλετε στον Πατέρα μαζί με τον Ιησού Χριστό, ότι ο Θεός αξίωσε τον επίσκοπο της Συρίας να βρεθεί στη Δύση, αφού τον προσκάλεσε από την Ανατολή. Είναι ωραίο να δύσω από τον κόσμο προς τον Θεό, για να ανατείλω σ’ αυτόν.
III. Δεν βλάψατε ποτέ κανένα· αλλά τους διδάξατε. Εγώ όμως θέλω να είναι βεβαιωμένα και εκείνα που δίνετε ως εντολή διδάσκοντας. 2. Μόνο δύναμη ζητείστε για μένα, εσωτερική και εξωτερική, για να μη λέω μόνο, αλλά και να θέλω, ώστε να μη ονομάζομαι μόνο Χριστιανός αλλά και να είμαι.Διότι εάν είμαι, μπορώ και να ονομάζομαι, και τότε θα είμαι πιστός, όταν δεν φαίνομαι στον κόσμο ότι είμαι. 3. Τίποτε από αυτά που φαίνονται δεν είναι αγαθό. Διότι ο Θεός μας Ιησούς Χριστός, που βρίσκεται στον Πατέρα του, φαίνεται περισσότερο. Ο Χριστιανισμός δεν είναι έργο πειστικότητας, αλλά μεγαλείου, όταν μισείτε από τον κόσμο.
IV. Εγώ γράφω σε όλες τις εκκλησίας και παραγγέλνω σε όλους, ότι εγώ πεθαίνω για τον Θεό θεληματικά, εάν βέβαια εσείς δεν με εμποδίσετε. Σας παρακαλώ να μη μου γίνετε εύνοια που εκδηλώνεται σε ακατάλληλο καιρό. Αφήστε με να γίνω τροφή των θηρίων, δια των οποίων θα μπορέσω να επιτύχω τον Θεό. Είμαι σιτάρι του Θεού και αλέθομαι με τα δόντια των θηρίων, για να γίνω καθαρό σιτάρι του Χριστού. 2. καλύτερα να καλοπιάσετε τα θηρία για να γίνουν τάφος μου και να μη αφήσουν τίποτε από το σώμα μου, για μην γίνω βάρος σε κανέναν όταν κοιμηθώ. Τότε θα γίνω αληθινός μαθητής του Χριστού, όταν ο κόσμος δεν δει ούτε το σώμα μου. Εκλιπαρήστε τον Χριστό για μένα, ώστε μέσω των οργάνων αυτών (των θηρίων) να γίνω θυσία στο Θεό. 3. Δεν σας διατάζω όπως ο Πέτρος και ο Παύλος. Εκείνοι ήταν απόστολοι, εγώ κατάδικος· εκείνοι ήταν ελεύθεροι, ενώ εγώ μέχρι τώρα δούλος. Εάν όμως πάθω, θα γίνω δούλος του Ιησού Χριστού που ελευθερώθηκε, και θα αναστηθώ μαζί του ελεύθερος. Τώρα που είμαι δέσμιος έμαθα να μην επιθυμώ τίποτε.
V. Από τη Συρία μέχρι τη Ρώμη δίνω μάχη με τα θηρία στη γη και στη θάλασσα, δεμένος νύχτα και μέρα με δέκα λεοπαρδάλεις, που είναι στρατιωτικό τμήμα, οι οποίοι όταν ευεργετούνται γίνονται χειρότεροι. Από τα αδικήματα τους όμως διδάσκομαι περισσότερο, «χωρίς όμως με αυτό να δικαιώνομαι». 2. Θα προτιμούσα τα θηρία που είναι ετοιμασμένα για μένα, και προσεύχομαι να τα συναντήσω σύντομα, και θα τα παρακαλέσω για να με καταβροχθίσουν, και όχι όπως συνέβηκε με μερικούς, που από δειλία δεν τους άγγιξαν. Και εάν αυτά δεν θελήσουν θα τα εξαναγκάσω εγώ. 3. Να με συγχωρήσετε· εγώ γνωρίζω τι με συμφέρει. Τώρα αρχίζω να γίνομαι μαθητής. Τίποτε να μη με ελκύσει από τα ορατά και αόρατα, για να επιτύχω τον Ιησού Χριστό. Ας έρθουν πάνω μου φωτιά και σταυρός και συμπλοκές θηρίων, κομματιάσματα, διαμελισμοί και διασκορπισμοί των οστών μου, τεμαχισμός των μελών, αλεσμοί όλου του σώματος, κακά βασανιστήρια του διαβόλου, αρκεί μόνο να κερδίσω τον Ιησού Χριστό.
VI. «Τίποτε δεν θα με ωφελήσουν τα ευχάριστα του κόσμου», ούτε οι βασιλείς του κόσμου αυτού. Είναι προτιμότερο να πεθάνω για τον Ιησού Χριστό, παρά να βασιλεύω στα πέρατα της γης. Ζητώ Εκείνον, ο οποίος πέθανε για μας· θέλω Εκείνον, που αναστήθηκε για μας. Και η γέννηση για μένα όπου να ναι, πλησιάζει. 2. Συγχωρήστε με, αδελφοί, μη με εμποδίσετε να ζήσω, μη θελήσετε να πεθάνω· αυτόν που θέλει να ανήκει στον Θεό, μην τον χαρίσετε στον κόσμο, ούτε να τον εξαπατήσετε με την ύλη. 3. Επιτρέψτε μου να γίνω μιμητής του πάθους του Θεού μου. Εάν κάποιος τον έχει μέσα του, ας καταλάβει αυτό που θέλω και ας με συμπαθήσει, γνωρίζοντας αυτά που με έχουν κυριευμένο.
VII. Ο άρχοντας του κόσμου αυτού θέλει να με αρπάξει και να καταστρέψει τη γνώμη μου για το Θεό. Κανένας λοιπόν από σας τους παρόντες να μην τον βοηθήσει· γίνετε μάλλον δικοί μου, δηλαδή του Θεού. Μη κηρύσσετε τον Ιησού Χριστό, αλλά επιθυμείτε τον κόσμο. 2. Να μην υπάρχει μέσα σας φθόνος. Ούτε και αν ακόμα εγώ είμαι παρών και σας παρακαλώ, να μη με πιστέψετε· να πιστέψετε μάλλον σ’ αυτά που σας γράφω. Γιατί σας γράφω ζωντανός, επιθυμώντας να πεθάνω. Ο δικός μου έρωτας, (δηλαδή ο Χριστός) σταυρώθηκε και δεν υπάρχει μέσα μου φωτιά σαρκική, αλλά νερό «ζωντανό», που μιλάει σε μένα από μέσα μου και λέει· έλα στον Πατέρα. 3. Δεν ευχαριστιέμαι με τροφή θανάτου, ούτε με τις ηδονές της ζωής αυτής. Θέλω τον άρτο του Θεού, δηλαδή το σώμα το Ιησού Χριστού, που κατάγεται από τη γενιά του Δαβίδ, και πιοτό θέλω το αίμα του, που είναι αγάπη αθάνατη.
VIII. Δεν θέλω πια να ζω όπως ζουν οι άνθρωποι. Και αυτό θα γίνει, εάν σεις το θελήσετε. Θελήστε το, για να θεληθείτε και σεις. 2. Σας παρακαλώ με λίγα γράμματα· πιστέψτε με. Και ο Ιησούς Χριστός θα σας τα φανερώσει αυτά, ότι τα λέω αληθινά, στο στόμα που δεν λέει ψέματα, με το οποίο μίλησε ο Πατέρας αληθινά. 3. Ζητείστε για μένα να επιτύχω. Δεν σας έγραψα σύμφωνα με την επιθυμία των ανθρώπων, αλλά σύμφωνα με τη γνώμη του Θεού. Εάν πεθάνω, με θέλατε· εάν αποδοκιμαστώ, με μισήσατε.
IX. Να μνημονεύετε στην προσευχή σας για την Εκκλησία της Συρίας, η οποία στη θέση μου χρησιμοποιεί ως ποιμένα της τον Θεό. Μόνο ο Ιησούς Χριστός θα είναι γι’ αυτήν επίσκοπος και η αγάπη σας. 2. Εγώ όμως ντρέπομαι να λέγομαι ότι είμαι από αυτούς· διότι δεν είμαι άξιος, «επειδή είμαι ο τελευταίος από αυτούς και έκτρωμα». Αλλά ελεήθηκα να γίνω κάτι αν επιτύχω το Θεό. 3. Σας ασπάζεται το πνεύμα μου και η αγάπη των εκκλησιών που με δέχθηκαν στο όνομα του Ιησού Χριστού, όχι σαν τυχαίο διαβάτη. Διότι και εκείνες που δεν ήταν στον δρόμο, που ακολουθούσα σωματικά, με συναντούσαν στις πόλεις.
X. Σας τα γράφω αυτά από τη Σμύρνη, μέσω των αξιομακάριστων Εφεσίων. Μαζί μου είναι μεταξύ άλλων πολλών και ο Κρόκος, το ποθητό μου όνομα. 2. Γι αυτούς που ήρθαν πριν από μένα στη Ρώμη από τη Συρία προς δόξα του Θεού, νομίζω ότι τους έχετε γνωρίσει, να πείτε σ’ αυτούς ότι βρίσκομαι κοντά. Διότι όλοι τους είναι αντάξιοι απέναντι στο Θεό και σε σας, τους οποίους πρέπει να τους αναπαύσετε σε όλα. 3. Τα έγραψα αυτά σε σας την προηγούμενη μέρα των καλάντων του Σεπτεμβρίου.
Να υγιαίνετε και να χαίρεστε μέχρι τέλους, δείχνοντας υπομονή στο όνομα του Ιησού Χριστού.
(εκδόσεις ΕΠΕ, Αποστολικοί Πατέρες τόμος 4 σελ. 113-121, οι υπογραμμίσεις δικές μας)
ΠΡΟΣ ΤΟΥ ΤΡΑΛΛΙΑΝΟΥΣ
(γράφτηκε μεταξύ 107 και 117)
Εγώ ο Ιγνάτιος, που λέγομαι και Θεοφόρος, στην αγαπημένη από τον Θεό Πατέρα Ιησού Χριστού αγία Εκκλησία που βρίσκεται στις Τράλλεις της Ασίας, την εκλεκτή και αντάξια του Θεού, που ειρηνεύει σαρκικά και πνευματικά με το πάθος του Ιησού Χριστού, ο οποίος είναι η ελπίδα μας ότι θα βρεθούμε μαζί του κατά την ανάσταση, την οποία και ασπάζομαι στο σύνολο της σύμφωνα με το αποστολικό χαρακτήρα, και εύχομαι να έχει μεγάλη χαρά.
I. Γνωρίζω ότι έχετε αψεγάδιαστη διάνοια και αδιάκριτη σε υπομονή, όχι από τη χρησιμοποίηση, αλλά από τη φύση, όπως μου φανέρωσε ο επίσκοπος σας Πολύβιος, ο οποίος ήρθε με θέλημα του Θεού και του Ιησού Χριστού στη Σμύρνη και χάρηκε τόσο πολύ μαζί μου που είμαι δέσμιος για τον Ιησού Χριστό, ώστε στο πρόσωπο αυτού να βλέπω όλο το πλήθος σας. 2. Αφού λοιπόν δέχθηκα την εύνοια του Θεού μέσω αυτού, δόξασα τον Θεό που σας βρήκα να είστε μιμητές του Θεού, όπως έμαθα.
II. Διότι, όταν πειθαρχείτε στον επίσκοπο, σαν να είναι ο Ιησούς Χριστός, μου φαίνεται ότι δεν ζείτε όπως οι άνθρωποι, αλλά σύμφωνα με το θέλημα του Ιησού Χριστού, ο οποίος πέθανε για μας, ώστε πιστεύοντας στον θάνατο του, να αποφύγετε τον θάνατο. 2. Διότι, είναι αναγκαίο, όπως και κάνετε, χωρίς την άδεια του επισκόπου να μην κάνετε τίποτε, αλλά να πειθαρχείτε και στο πρεσβυτέριο, σαν να είναι οι απόστολοι του Ιησού Χριστού, της ελπίδας μας, μέσα στον οποίο θα βρεθούμε να ζούμε. 3. Αλλά πρέπει και αυτοί που είναι υπηρέτες των μυστηρίων του Ιησού Χριστού να αρέσουν σε όλους με κάθε τρόπο. Διότι δεν είναι υπηρέτες φαγητών και πιοτών, αλλά υπηρέτες της Εκκλησίας του Θεού. Πρέπει λοιπόν και αυτοί να φυλάγονται από τις παρανομίες, όπως από τη φωτιά.
III. Επίσης όλοι να σέβονται τους διακόνους, σαν τον Ιησού Χριστό, όπως και τον επίσκοπο, που είναι σύμβολο του Πατέρα, και τους πρεσβύτερους, σαν το συνέδριο του Θεού και σύνδεσμο των αποστόλων. Χωρίς αυτούς Εκκλησία δεν υπάρχει.2. Γι΄αυτά είμαι πεπεισμένος ότι σεις έτσι φέρεστε. Διότι το δείγμα της αγάπης σας το έλαβα και το έχω μαζί μου, στο πρόσωπο του επισκόπου σας, του οποίου η έκφραση αποτελεί μεγάλη διδασκαλία, και η πραότητα του δύναμη, τον οποίο σκέπτομαι ότι σέβονται ακόμα και οι άθεοι. 3. Επειδή σας αγαπώ, αποφεύγω, αν και μπορώ, να γράψω γι’ αυτόν περισσότερα· δεν ήταν τέτοια η πρόθεση μου, ώστε, ενώ είμαι αξιοκατάκριτος, να σας διατάζω σαν να είμαι απόστολος.
IV. Πιστεύω πολλά με τη θέληση του Θεού, αλλά προσέχω τον εαυτό μου, για να μη χαθώ από καύχηση. Διότι τώρα πρέπει να φοβάμαι περισσότερο και να μην προσηλώνομαι σ’ αυτούς που με κάνουν να υπερηφανεύομαι. Γιατί αυτοί που μου τα λένε με μαστιγώνουν. 2. Βέβαια αγαπώ το μαρτύριο, αλλά δεν γνωρίζω αν είμαι άξιος. Διότι ο ζήλος στους πολλούς δεν φαίνεται, εμένα όμως με πολεμά. Γι’ αυτό έχω ανάγκη πραότητας, με την οποία καταργείται ο άρχοντας του κόσμου αυτού.
V. Μήπως δεν μπορώ να σας περιγράψω τα επουράνια πράγματα; Φοβάμαι όμως μήπως, επειδή είστε ακόμα νήπιοι, σας προκαλέσω βλάβη. Και συγχωρείστε με, αν κάποτε, μη μπορώντας να τα καταλάβετε, μπερδευτείτε. 2. Αλλά και εγώ, επειδή είμαι δέσμιος, δεν σημαίνει ότι μπορώ να κατανοώ τα επουράνια πράγματα και τις τοποθεσίες των αγγέλων και τους σχηματισμούς των αρχόντων, και τα ορατά και τα αόρατα, και γι’ αυτό είμαι ακόμα ταυτόχρονα και μαθητής. Διότι πολλά μας λείπουν, για να μη είμαστε μακριά από τον Θεό.
VI. Σας παρακαλώ λοιπόν, όχι εγώ, αλλά η αγάπη του Ιησού Χριστού, να χρησιμοποιείτε μόνο τη χριστιανική τροφή και να αποφεύγετε τα ξένα βότανα, δηλαδή τους αιρετικούς. 2. οι οποίοι εμπλέκουν στους εαυτούς τους τον Ιησού Χριστό, πιστεύοντας ότι είναι καταξιωμένοι, σαν να δίνουν θανάσιμο δηλητήριο μαζί με μίγμα κρασιού και μελιού, το οποίο παίρνει ευχαρίστως όποιος το αγνοεί, παίρνοντας έτσι με την κακή ηδονή και τον θάνατο.
VII. Να φυλάγεσθε λοιπόν από αυτούς. Και αυτό θα γίνει αν δεν υπερηφανεύεστε και μένετε αχώριστοι από τον Θεό Ιησού Χριστό και από τον επίσκοπο και τις αποστολικές διατάξεις. 2. Εκείνος που βρίσκεται μέσα στο θυσιαστήριο είναι καθαρός, ενώ εκείνος που κάνει κάτι χωρίς την άδεια του επισκόπου και του πρεσβυτερίου και του διακόνου, αυτός δεν έχει καθαρή τη συνείδηση του.
VIII. Δεν τα γράφω αυτά επειδή έμαθα ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο μεταξύ σας, αλλά για να σας προφυλάξω, επειδή μου είστε αγαπητοί, προσβλέποντας τις παγίδες του διαβόλου. Εσείς λοιπόν, αφού αναλάβετε και πάλι την πραότητα, ξανακτίστε τους εαυτούς σας με πίστη, που είναι το σώμα του Κυρίου, και με αγάπη, που είναι το αίμα του Ιησού Χριστού. 2. Κανένας σας να μην έχει τίποτε εναντίον του πλησίον του. Να μην δίνετε αφορμές στους εθνικούς, για να μη βλασφημείται το πλήθος των αφοσιωμένων στον Θεό εξαιτίας λίγων ανόητων. Διότι «αλλοίμονο σε εκείνον εξαιτίας της ματαιότητας του οποίου βλασφημείται το όνομα μου σε κάποιους.»
IX. Γίνετε κουφοί λοιπόν, όταν σας μιλάει κάποιος χωρίς τον Ιησού Χριστό, ο οποίος προέρχεται από το γένος του Δαβίδ και τη Μαρία, γεννήθηκε αληθινά, έφαγε και ήπιε,, διώχτηκε πραγματικά από τον Πόντιο Πιλάτο, σταυρώθηκε πραγματικά και πέθανε, ενώ έβλεπαν τα επουράνια και τα επίγεια και τα υποχθόνια. 2. Αυτός και αληθινά αναστήθηκε από τους νεκρούς, που τον ανάστησε ο Πατέρας του, και κατά το πρότυπο αυτού θα αναστήσει και εμάς, που πιστεύουμε σε αυτόν, ο Πατέρας με τον Ιησού Χριστό, χωρίς τον οποίο δεν μπορούμε να ζήσουμε αληθινά.
X. Εάν όμως, όπως λένε κάποιοι που είναι άθεοι, δηλαδή άπιστοι, αυτός (ο Χριστός) έπαθε φαινομενικά, όντας αυτοί φαινομενικοί, τότε εγώ γιατί είμαι δέσμιος, και γιατί προσεύχομαι να αγωνιστώ με τα θηρία; Επομένως πεθαίνω άδικα, και άρα λέω ψέματα για τον Κύριο.
XI. Αποφύγετε λοιπόν τις κακές παραφυάδες, οι οποίες παράγουν θανατηφόρο καρπό, τον οποίο εάν τον γευθεί κάποιος πεθαίνει αμέσως. Διότι αυτοί «δεν είναι φυτεία του Πατέρα». 2. Γιατί αν ήταν, θα φαίνονταν κλαδιά του σταυρού και θα ήταν ο καρπός τους αθάνατος, αφού μέσω αυτού (του σταυρού) μας προσκαλεί στο πάθος του, εφόσον είμαστε εφ’ όσον είμαστε μέλη του. Δεν μπορεί λοιπόν να γεννηθεί κεφάλι χωρίς μέλη, αφού ο Θεός υπόσχεται την ένωση των μελών με το κεφάλι, που είναι αυτός ο ίδιος.
XII. Σας ασπάζομαι από τη Σμύρνη, μαζί με τις Εκκλησίες του Θεού που είναι εδώ παρούσες, οι εκπρόσωποι των οποίων με ανακούφισαν σε όλα, σωματικά και πνευματικά. 2. Σας παρακαλούν τα δεσμά μου, τα οποία περιφέρω για τον Ιησού Χριστό, και ζητώ να κερδίσω τον Θεό. Να επιμένετε στην ομόνοια σας και να προσεύχεσθε ο ένας για τον άλλο. Διότι πρέπει ο καθένας από σας και ιδιαίτερα οι πρεσβύτεροι να ανακουφίζετε τον επίσκοπο, προς τιμήν του Πατέρα, του Ιησού Χριστού και των αποστόλων. 3. Προσεύχομαι να με ακούσετε με αγάπη, για να μη βρεθώ κατηγορούμενος μεταξύ σας επειδή σας έγραψα. Να προσεύχεσθε όμως και για μένα, ο οποίος έχω ανάγκη την αγάπη σας μαζί με την ευσπλαχνία του Θεού, ώστε να αξιωθώ να πετύχω τον κλήρο που με περιβάλλει, «για να μη βρεθώ ανάξιος».
XIII. Σας ασπάζεται η αγάπη των Σμυρναίων και των Εφεσίων. Να μνημονεύετε στις προσευχές σας την Εκκλησία της Συρίας, από την οποία δεν είμαι άξιος να λέω ότι προέρχομαι, επειδή είμαι ο τελευταίο εκείνων. 2. Να υγιαίνετε ω προς την πίστη του Ιησού Χριστού, και να πειθαρχείτε στον επίσκοπο σύμφωνα με την εντολή, καθώς επίσης και στο πρεσβυτέριο, και οι άνδρες να αγαπάτε ο ένας των άλλο με ακέραιη καρδιά. 3. Εξαγνίζεται το πνεύμα μου για σας, όχι μόνο τώρα, αλλά και όταν θα πετύχω τον Θεό, γιατί ακόμα βρίσκομαι σε κίνδυνο. Όμως είναι αξιόπιστος ο Πατέρας του Ιησού Χριστού, και θα εκπληρώσει την αίτηση τη δική μου και τη δική σας, μπροστά στον οποίο είθε να βρεθείτε άμεμπτοι.
(εκδόσεις ΕΠΕ, Αποστολικοί Πατέρες τόμος 4 σελ. 103-111, οι υπογραμμίσεις δικές μας)
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ ΤΗΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ
(γράφτηκε μεταξύ 107 και 117)
Εγώ ο Ιγνάτιος, που λέγομαι και Θεοφόρος, στην ευλογημένη με τη χάρη του Θεού Πατέρα μέσω του Ιησού Χριστού του Σωτήρα μας, στο όνομα του οποίου ασπάζομαι την Εκκλησία που βρίσκεται στη Μαγνησία που είναι κοντά στον Μαίανδρο και της εύχομαι να έχει μεγάλη χαρά ενωμένη με τον Θεό Πατέρα και τον Ιησού Χριστό.
I. Γνωρίζοντας την πολύ αρμονική κατά Θεό αγάπη σας, με αγαλλίαση προτίμησα να σας προσφωνήσω με την πίστη του Ιησού Χριστού. 2. Διότι, επειδή αξιώθηκα να έχω όνομα που αρμόζει στον Θεό, με τα δεσμά που περιφέρω, βλέποντας τις Εκκλησίας, εύχομαι σ’ αυτές να είναι ενωμένες με τη σάρκα και το Πνεύμα του Ιησού Χριστού, για να ζούμε αιώνια, και με πίστη και αγάπη, από την οποία τίποτε δεν είναι προτιμότερο, και το κυριότερο, από την αγάπη του Ιησού και του Πατέρα, με τον οποίο ενωμένοι, αφού υπομείνουμε την κάθε ενόχληση του άρχοντα του παρόντος κόσμου και του ξεφύγουμε, θα κερδίσουμε το Θεό.
II. Επειδή λοιπόν αξιώθηκα να σας δω μέσω του αξιόθεου επισκόπου σας Δαμά και των άξιων πρεσβύτερων Βάσσου και Απολλωνίου και του συνδούλου μου διακόνου Ζωτίωνα, τον οποίο εγώ εκτιμώ, επειδή πειθαρχεί στον επίσκοπο, σαν να πειθαρχεί στη χάρη του θεού, και στο πρεσβυτέριο, σαν να πειθαρχεί στον νόμο του Ιησού Χριστού.
III. Αλλά και σεις πρέπει να μην επηρεάζεστε από την ηλικία του επισκόπου, αλλά κατά τη δύναμη του Θεού Πατέρα να του απονέμετε κάθε σεβασμό, όπως έμαθα ότι κάνουν και οι πρεσβύτεροι, οι οποίοι δεν προσέχουν την νεαρή ηλικία που δείχνει, αλλά σαν φρόνιμοι κατά Θεό τον αποδέχονται, ή καλύτερα όχι αυτόν αλλά τον Πατέρα του Ιησού Χριστού, που είναι ο επίσκοπος όλων. 2. Προς τιμήν λοιπόν εκείνου που μας θέλησε, πρέπει να υπακούετε χωρίς καμία υποκρισία· διότι δεν παραπλανά κανείς τον επίσκοπο αυτόν που βλέπεται, αλλά εξαπατά τον αόρατο.Και αυτό δεν είναι κάτι που αναφέρεται σε άνθρωπο, αλλά στον Θεό που γνωρίζει τα κρυφά.
IV. Είναι πρέπον λοιπόν όχι μόνο να ονομάζεστε Χριστιανοί, αλλά και να είσαστε· όπως και μερικοί τον ονομάζουν βέβαια επίσκοπο, αλλά κάνουν τα πάντα χωρίς την άδεια του. Αυτοί όμως δεν μου φαίνονται να είναι ευσυνείδητοι, ακριβώς διότι δεν συναθροίζονται σύμφωνα με την εντολή.
V. Επειδή λοιπόν τα πράγματα έχουν τέλος και βρίσκονται ενώπιον μας και τα δύο μαζί, και ο θάνατος και η ζωή, γι’ αυτό ο καθένας πρόκειται να πάει «στη θέση του». 2. Διότι, όπως υπάρχουν δύο νομίσματα, το ένα του Θεού και το άλλο του κόσμου, και το καθένα έχει απάνω τη δική του εικόνα, έτσι και οι άπιστοι έχουν την εικόνα του κόσμου αυτού, ενώ οι πιστοί με αγάπη έχουν την εικόνα του θεού Πατέρα μέσω του Ιησού Χριστού, και εάν δεν μετάσχουμε μέσω αυτού αυτοπροαίρετα στο πάθος του, δεν θα υπάρχει η ζωή αυτού σε εμάς.
VI. Επειδή λοιπόν στα προαναφερθέντα πρόσωπα σας είδα όλους με πίστη και σας αγάπησα, σας προτρέπω να φροντίζετε να τα κάνετε όλα με ομόνοια Θεού· να προΐσταται δηλαδή ο επίσκοπος συμβολίζοντας τον Θεό και οι πρεσβύτεροι συμβολίζοντας τους αποστόλους και οι διάκονοι, οι ιδιαίτερα αγαπητοί σε μένα, να είναι επιφορτισμένοι με τη διακονία του Ιησού Χριστού, ο οποίος ήταν κοντά στον Πατέρα προαιώνια και στο τέλος φανερώθηκε. 2. Αφού λοιπόν όλοι έχετε λάβει τον ίδιο χαρακτήρα του Θεού, να σέβεστε ο ένας τον άλλον, και κανένας να μην βλέπει τον πλησίον του σαρκικά, αλλά να αγαπάτε παντοτινά ο ένας τον άλλον ενωμένοι με τον Χριστό. Να μην υπάρχει τίποτε μεταξύ σας, που θα μπορέσει να σας διχάσει, αλλά ενωθείτε με τον επίσκοπο και του προκαθήμενους, ως υπόδειγμα διδασκαλίας και αθανασίας.
VII. Όπως λοιπόν και ο Κύριος δεν έκανε τίποτα χωρίς τον Πατέρα, αν και ήταν ενωμένος με αυτόν, ούτε από τον εαυτό του ούτε μέσω των αποστόλων, ούτε εσείς να κάνετε τίποτα χωρίς τον επίσκοπο και τους πρεσβύτερους, ούτε να επιχειρήσετε, κάτι που φαίνεται φυσικό, ιδιαίτερα μεταξύ σας, αλλά στη σύναξη. Μια προσευχή, μια δέηση, ένας νους, μια ελπίδα με αγάπη, με την άψογη χαρά, που είναι ο Ιησούς Χριστός, ανώτερο από τον οποίο δεν υπάρχει. 2. Να τρέχετε όλοι σαν σε ένα ναό στο Θεό, και σαν σε θυσιαστήριο στον ένα Ιησού Χριστό, ο οποίος προήλθε από ένα Πατέρα και βρίσκεται και χώρεσε σε ένα.
VIII. Να μην παρασύρεσθε από τις αιρέσεις ούτε από τα αρχαία μυθεύματα, που είναι ανώφελα. Διότι, εάν μέχρι τώρα ζούμε κατά τρόπο ιουδαϊκό, ομολογούμε ότι δεν ελάβαμε χάρη. 2. Διότι οι θεϊκότατοι προφήτες έζησαν σύμφωνα με τον Ιησού Χριστό. Γι’ αυτό και διώχτηκαν, εμπνεόμενοι από την χάρη του, για να πληροφορηθούν όσοι δεν πειθαρχούσαν, ότι ένας θεός υπάρχει, ο οποίος φανέρωσε τον εαυτό του μέσω του Ιησού Χριστού του Υιού του, που είναι ο Λόγος του, ο οποίος προήλθε από τη σιγή και ευαρέστησε σε όλα εκείνον που τον έστειλε.
IX. Εφ’ όσον λοιπόν εκείνοι που ανατράφηκαν με τα παλιά πράγματα, προσήλθαν στη καινούργια ελπίδα, και δεν τηρούν το Σάββατο πια αλλά ζουν σύμφωνα με την Κυριακή, κατά την οποία ανέτειλε και η ζωή μας μέσω αυτού και του θανάτου του. 2. – πράγμα που κάποιοι το αρνούνται· με το μυστήριο αυτό λάβαμε την πίστη και γι αυτό υπομένουμε, για να γίνουμε μαθητές του Ιησού Χριστού, του μοναδικού δασκάλου μας-, πως θα μπορέσουμε εμείς να ζήσουμε χωρίς αυτόν, 3. τον οποίο και οι προφήτες, όντας μαθητές του με το Πνεύμα, τον περίμεναν, όταν ήρθε τους ανέστησε από τους νεκρούς.
X. Ας μην δείχνουμε λοιπόν αναισθησία απέναντι στην καλοσύνη του. Διότι, αν μας μιμηθεί σ’ αυτά που κάνουμε, δεν θα υπάρχουμε πια. Γι’ αυτό αφού γίναμε μαθητές του, ας μάθουμε να ζούμε κατά τρόπο χριστιανικό. Διότι, όποιος επικαλείται άλλο όνομα πέρα από αυτόν, δεν ανήκει στο Θεό. 2. Παρατήσατε λοιπόν την κακή ζύμη, η οποία πάλιωσε και ξίνισε, και μεταβληθείτε σε νέα ζύμη που είναι ο Ιησούς Χριστός. Αλατισθείτε με αυτόν, για να μην σαπίσει κανένας μεταξύ σας, γιατί από την μυρωδιά θα κριθείτε. 3. Είναι άτοπο, να μιλάτε για τον Ιησού Χριστό και να ιουδαΐζετε. Διότι δεν πίστεψε ο Χριστιανισμός στον Ιουδαϊσμό, αλλά ο Ιουδαϊσμός στον Χριστιανισμό, στον οποίο, αφού πίστεψαν όλες οι γλώσσες, συγκεντρώθηκαν στο Θεό.
XI. Αυτά όμως τα γράφω, αγαπητοί μου, όχι επειδή έμαθα ότι κάποιοι από σας βρίσκονται στην κατάσταση αυτή, αλλά σαν μικρότερος σας θέλω να σας προφυλάξω να μην πέσετε στα άγκιστρα της ματαιοδοξίας, αλλά να πληροφορηθείτε για την γέννηση και το πάθος και την ανάσταση, που έγινε κατά την εποχή της ηγεμονίας του Ποντίου Πιλάτου· ότι έγιναν πραγματικά και οπωσδήποτε από τον Ιησού Χριστό, την ελπίδα μας, από την οποία να μην συμβεί να εκτραπεί κανένας από σας.
XII. Θα ήθελα να σας είμαι ωφέλιμος για πάντα, αν βέβαια είμαι άξιος. Γιατί, αν και είμαι δέσμιος, δεν είμαι σαν ένα από σας τους λυτούς. Γνωρίζω ότι δεν υπερηφανεύεστε· διότι έχετε μέσα σας τον Χριστό· και μάλλον, όταν σας επαινώ, ξέρω ότι ντρέπεστε, όπως έχει γραφτεί, ότι «ο δίκαιος είναι κατήγορος του εαυτού του».
XIII. Να φροντίζετε λοιπόν να πεισθείτε απόλυτα για τα δόγματα του Κυρίου και των αποστόλων, για να «ευοδωθούν όλα όσα κάνετε», σαρκικά και πνευματικά, με πίστη και αγάπη, ενωμένοι με τον Υιό και τον Πατέρα και τον Πνεύμα, στην αρχή και στο τέλος, μαζί με τον πολύ αξιοπρεπή επίσκοπο σας και το αξιόπλοκο πνευματικό στεφάνι του πρεσβυτερίου σας και των κατά Θεό διακόνων. 2. Πειθαρχήσετε στον επίσκοπο και μεταξύ σας, όπως πειθάρχησε ο Χριστός στον Πατέρα, και οι απόστολοι στον Χριστό και στον Πατέρα και στο Πνεύμα, για να υπάρξει ένωση σαρκική και πνευματική.
XIV. Γνωρίζοντας ότι είσαστε γεμάτοι από το Θεό, σας απεύθυνα μερικές σύντομες νουθεσίες. Να με μνημονεύετε στις προσευχές σας, για να κερδίσω το Θεό, και την Εκκλησία της Συρίας – από όπου δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι· διότι έχω μεγάλη ανάγκη της ενωμένης με το Θεό προσευχής και αγάπης σας-, για να αξιωθεί, μέσω της δικής σας Εκκλησίας, να δροσισθεί η Εκκλησία της Συρίας.
XV. Σας ασπάζονται οι Εφέσιοι από τη Σμύρνη, από όπου σας γράφω, που είναι εδώ για τη δόξα του Θεού, όπως και σεις, οι οποίοι μου έδωσαν ανάπαυση καθ όλα μαζί με τον επίσκοπο των Σμυρναίων Πολύκαρπο. Σας ασπάζονται επίσης και οι υπόλοιπες Εκκλησίες που τιμούν τον Ιησού Χριστό.
Να υγιαίνετε με ομόνοια κατά Θεό, έχοντας το πνεύμα που δεν κάνει διακρίσεις, και που είναι ο Ιησούς Χριστός.
(εκδόσεις ΕΠΕ, Αποστολικοί Πατέρες τόμος 4 σελ. 93-101, οι υπογραμμίσεις δικές μας)
(Γράφτηκε μεταξύ 107 & 117μ.Χ.)
Εγώ ο Ιγνάτιος, που ονομάζομαι και Θεοφόρος, στην ευλογημένη για το μέγεθος του πληρώματος της από τον Θεό Πατέρα, την προορισμένη προαιώνια να βρίσκεται για πάντα σε δόξα μόνιμη, αμετάβλητη, ενωμένη, και εκλεγμένη με το αληθινό πάθος και το θέλημα του Πατέρα και του Ιησού Χριστού του Θεού μας, στην Εκκλησία την αξιομακάριστη, που βρίσκεται στην Έφεσο της Ασίας, είθε να δοκιμάζει πάρα πολύ μεγάλη χαρά ενωμένη με τον Ιησού Χριστό.
I. Δέχθηκα με το θέλημα του Θεού το πολυαγάπητο όνομα σου, το οποίο έχετε με δίκαιη φύση, σύμφωνα με την πίστη και αγάπη του Ιησού Χριστού, του Σωτήρα μας, και όντας μιμητές του Θεού, ολοκληρώσατε τελείως το συγγενικό έργο αναζωογονώντας το με το αίμα του Θεού. 2. Διότι, επειδή ακούσατε ότι έρχομαι δέσμιος από τη Συρία, για χάρη του κοινού μας ονόματος και της ελπίδας, ελπίζοντας ότι με την προσευχή σας θα φτάσω στη Ρώμη να αγωνιστώ με τα θηρία, για να μπορέσω να γίνω μαθητής, τρέξατε να με δείτε. 3. Επειδή λοιπόν απόλαυσα το μεγάλο πλήθος σας στο όνομα του Θεού, χάρη στην απερίγραπτη αγάπη του Ονήσιμου, που είναι κατά σάρκα επίσκοπος σας, και τον οποίο εύχομαι να αγαπάτε όπως θέλει ο Χριστός, και όλοι σας να τον μοιάσετε. Διότι είναι δοξασμένος εκείνος που σας έκανε τη χάρη, επειδή είσαστε άξιοι, να έχετε τέτοιον επίσκοπο.
II. Επίσης για τον συνδούλο μου Βούρρο, ο οποίος είναι διάκονος σας κατά Θεόν και ευλογημένος σε όλα, εύχομαι να μείνει σταθερός για να τιμά και σας και τον επίσκοπο. Αλλά και ο Κρόκος, ο αντάξιος του Θεού και δικό σας, τον οποίο απόλαυσα, υπόδειγμα της δικής σας αγάπης, με ξεκούρασε σε όλα, ώστε και αυτόν να τον ανακουφίσει ο Πατέρας του Ιησού Χριστού, μαζί με τον Ονήσιμο και τον Βούρρο και τον Εύπλο και τον Φρόντωνα, μέσω των οποίων είδα όλους εσάς με αγάπη. 2. Πολύ θα ήθελα να σας φανώ ωφέλιμος, εάν φυσικά είμαι άξιος. Είναι πρέπον λοιπόν να δοξάζουμε με κάθε τρόπο τον Ιησού Χριστό, ο οποίος σας δόξασε, ώστε, οργανωμένοι σε μια υποταγή και πειθαρχώντας στον επίσκοπο και το πρεσβυτέριο, να είστε αγιασμένοι σε όλα.
III. Δεν σας διατάζω σαν να είμαι κάποιος. Γιατί, αν και είμαι δέσμιος στο όνομα του, δεν έχω ακόμα ολοκληρωθεί στη διδασκαλία του Ιησού Χριστού. Διότι τώρα αρχίζω να γίνομαι μαθητής και σας προσφωνώ, σαν συμμαθητές μου, διότι έπρεπε εγώ να επιχρισθώ από σας με πίστη, νουθεσία, υπομονή και μακροθυμία. 2. Αλλά επειδή η αγάπη δεν με αφήνει να σιωπήσω για σας, γι αυτό προτίμησα να σας παρακαλέσω να συμβαδίσετε με τη γνώμη του Θεού. Διότι και ο Ιησούς Χριστός, η αδιάσπαστη ζωή μας, η γνώμη του Πατέρα, όπως και οι επίσκοποι, που έχουν ορισθεί στα πέρατα της γης, ακολουθούν την γνώμη του Ιησού Χριστού.
IV. Γι’ αυτό πρέπει να συμπορεύεστε με τη γνώμη του επισκόπου, πράγμα που και κάνετε. Διότι το αξιόλογο πρεσβυτέριο σας, το αντάξιο του Θεού, είναι κατά τέτοιο τρόπο αφοσιωμένο στον επίσκοπο, όπως οι χορδές στην κιθάρα. Γι’ αυτό με την ομόνοια σας και τη ομόφωνη αγάπη υμνείται ο Ιησούς Χριστός. 2. Και οι επί μέρους άνδρες όμως να συναθροίζεσθε, ώστε από συμφώνου και με ομόνοια, έχοντας δεχθεί τον χαρακτήρα του Θεού, να υμνείτε ενωμένοι με μια φωνή, δια του Ιησού Χριστού, τον Πατέρα, για να σας ακούσει και να σας γνωρίσει, μέσω αυτών που κάνετε, όντας μέλη του Υιού του. Είναι λοιπόν χρήσιμο να βρίσκεσθε σε άψογη ενότητα, για να είστε και πάντοτε μέτοχοι του Θεού.
V. Διότι, εάν εγώ σε τόσο σύντομο χρόνο απέκτησα τόση οικειότητα με τον επίσκοπο σας, όχι ανθρώπινη, αλλά πνευματική, πόσο περισσότερο μακαρίζω εσάς που είστε στενά μαζί του συνδεδεμένοι, όπως η Εκκλησία με τον Ιησού Χριστό, και όπως ο Ιησούς Χριστός με τον Πατέρα, ώστε όλα να είναι σύμφωνα με ενότητα. 2. Κανένας να μην πλανάται· εάν κανένας δεν βρίσκεται μέσα στο θυσιαστήριο, στερείται τον άρτο του Θεού. Διότι, εάν η προσευχή ενός και δύο έχει τόσο μεγάλη δύναμη, πόσο μάλλον η προσευχή του επισκόπου και ολόκληρης της Εκκλησίας. 3. Εκείνος λοιπόν που δεν έρχεται στη συνάθροιση, αυτός έχει ήδη υπερηφάνεια και ξεχωρίζει τον εαυτό του. Διότι είναι γραμμένο· «ο Θεός αντιστέκεται στους υπερήφανους», ας φροντίσουμε λοιπόν να μη αντιστεκόμαστε στον επίσκοπο, για να είμαστε υποταγμένοι στον Θεό.
VI. Και όσο βλέπει κανείς τον επίσκοπο να σιωπά, να τον φοβάται περισσότερο· διότι αυτόν που στέλνει ο οικοδεσπότης ως οικονόμο του, πρέπει να τον δεχόμαστε, όπως και Εκείνον που τον έστειλε. Τον επίσκοπο λοιπόν είναι φανερό ότι πρέπει να τον βλέπουμε σαν τον ίδιο τον Κύριο. 2. Ο ίδιος λοιπόν ο Ονήσιμος, επαινεί με το παραπάνω την πειθαρχία σας στον Θεό, ότι όλοι ζείτε σύμφωνα με την αλήθεια και ότι μεταξύ σας δεν υπάρχει καμία αίρεση. Αλλ’ ούτε και ακούτε κανέναν πια, αφού ο Ιησούς Χριστός μιλάει αληθινά.
VII. Διότι μερικοί συνηθίζουν να περιφέρουν το όνομα με πονηρό δόλο, ενώ κάνουν μερικά πράγματα που είναι ανάξια του Θεού. Αυτούς εσείς πρέπει να τους αποφεύγετε, διότι είναι σκυλιά λυσσασμένα, που δαγκάνουν κρυφά, και πρέπει να προφυλάγεστε από αυτούς, γιατί είναι δύσκολο να θεραπευθούν. 2. Ένας γιατρός υπάρχει σαρκικός και πνευματικός, γεννημένος και αγέννητος, ο οποίος έγινε Θεός σαρκωμένος, ζωή αληθινή που θανατώθηκε, και από την Μαρία και από τον Θεό, πρώτα παθητός και συγχρόνως απαθής, ο Ιησούς Χριστός ο Κύριος μας.
VIII. Να μη σας εξαπατά λοιπόν κανένας, όπως και δεν εξαπατάσθε, όντας όλοι του Θεού. Διότι, όταν δεν βρίσκει έρεισμα καμία έριδα μεταξύ σας, η οποία μπορεί να σας βασανίσει, τότε ζείτε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Είμαι σκουπίδι σας και εξαγνίζομαι για την ξακουστή στους αιώνες Εκκλησία των Εφεσίων. 2. οι σαρκικοί δεν μπορούν να κάνουν τα πνευματικά, ούτε οι πνευματικοί τα σαρκικά, όπως ούτε η πίστης έργα απιστίας, ούτε η απιστία τα έργα της πίστεως. Αυτά όμως που κάνετε εσείς, αυτά είναι πνευματικά· διότι τα κάνετε όλα με το θέλημα του Ιησού Χριστού.
IX. Έμαθα όμως ότι πέρασαν ορισμένοι από εκεί, που δίδασκαν διδασκαλία κακή, τους οποίους δεν αφήσατε να σπείρουν σε σας, κλείνοντας τα αυτιά, για να μη δεχθείτε αυτά που σπέρνονται από αυτούς, επειδή είσαστε πέτρες του ναού του Πατέρα, ετοιμασμένοι για την οικοδομή του θεού Πατέρα, που κατευθύνεστε στα ύψη με τη μηχανή του Ιησού Χριστού, που είναι ο σταυρός, χρησιμοποιώντας για σχοινί το Άγιο Πνεύμα. Η πίστη σας πάλι είναι εκείνη που σας ανεβάζει προς τα άνω, και η αγάπη είναι ο δρόμος που σας οδηγεί στο Θεό. 2. Και όλοι είσαστε συνοδοί, που φέρετε μέσα σας τον θεό και τον ναό, τον Χριστό και τους αγίους, στολισμένοι σε όλα με τις εντολές του Ιησού Χριστού, για τους οποίους χαίρομαι, επειδή αξιώθηκα, μ’ αυτά που γράφω, να μιλήσω μαζί σας και να χαρώ, διότι σ’ όλη σας τη ζωή δεν αγαπάτε τίποτε άλλο, παρά μόνο το Θεό.
X. Αλλά να προσεύχεσθε αδιάκοπα και για τους άλλους ανθρώπους. Διότι υπάρχει σ’ αυτούς ελπίδα μετανοίας, για να κερδίσουν τον Θεό. Επιτρέψετε λοιπόν σ’ αυτούς να μαθητεύσουν σε εσάς έστω και με τα έργα τους αυτά. 2. Στις οργές τους να είσαστε πράοι, στις καυχησιολογίες τους εσείς να είσαστε ταπεινοί, στις βλασφημίες τους εσείς να αντιτάσσετε τις προσευχές, στην πλάνη τους εσείς να μένετε σταθεροί στην πίστη, στην αγριότητα τους εσείς να είστε ήρεμοι, χωρίς να σπεύδετε να τους μιμηθείτε. 3. Ας γίνουμε αδελφοί τους με την επιείκεια και να προσπαθούμε να είμαστε μιμητές του Κυρίου – ποιος αδικήθηκε περισσότερο από εκείνον, ποιος στερήθηκε, ποιος προδόθηκε-, για να μη βρεθεί μέσα σας ζιζάνιο του διαβόλου, αλλά να μένετε σαρκικά και πνευματικά ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό με κάθε αγνεία και σωφροσύνη.
XI. Οι καιροί είναι έσχατοι· ας ντραπούμε λοιπόν, ας φοβηθούμε τη μακροθυμία του Θεού, για να μη αποβεί σε καταδίκη μας. Διότι ή θα φοβηθούμε τη μελλοντική οργή, ή θα αγαπήσουμε την παρούσα χάρη· ένα από τα δύο· αρκεί μόνο να βρεθούμε με τον Ιησού Χριστό, για να ζήσουμε αληθινά. 2. Χωρίς αυτόν τίποτε να μη θεωρείτε σε σας πρέπον, για τον οποίο περιφέρω τα δεσμά, τα πνευματικά μαργαριτάρια, με τα οποία μακάρι να αναστηθώ με την προσευχή σας, στην οποία εύχομαι να μετέχω πάντοτε, για να βρεθώ σ’ ένα κλήρο των Εφεσίων Χριστιανών, οι οποίοι ήταν πάντοτε μαζί με τους αποστόλους, με τη δύναμη του Ιησού Χριστού.
XII. Γνωρίζω ποιος είμαι και σε ποιους γράφω. Εγώ είμαι αξιοκατάκριτος, εσείς ελεημένοι· εγώ βρίσκομαι σε κίνδυνο, εσείς είστε στηριγμένοι. 2. είστε είσοδος αυτών που θυσιάζονται για τον Θεό, έχετε μυηθεί μαζί με τον Παύλο, τον αγιασμένο, τον επιβεβαιωμένο, τον αξιομακάριστο, στα ίχνη του οποίου μακάρι να βρεθώ, όταν θα κερδίσω τον Θεό, ο οποίος σας μνημονεύει σε κάθε επιστολή του στο όνομα του Ιησού Χριστού.
XIII. Φροντίστε λοιπόν να συναθροίζεστε συχνότερα για να ευχαριστείτε και να δοξάζετε τον Θεό. Διότι, όταν συγκεντρώνεστε μαζί συχνά, καταργούνται οι δυνάμεις του σατανά και διαλύεται ο όλεθρος του με την ομόνοια της πίστεως σας. 2. Τίποτε δεν είναι καλύτερο από την ειρήνη, με την οποία καταργείται κάθε πόλεμος επουράνιων και επιγείων.
XIV. Από αυτά τίποτε δεν σας διαφεύγει, εάν έχετε απόλυτη στον Ιησού Χριστό πίστη και αγάπη, που είναι η αρχή και το τέλος της ζωής· αρχή η πίστη και τέλος η αγάπη. Τα δύο δε μαζί, όταν ενώνονται, είναι ο Θεός· ενώ όλα τα άλλα έχουν σαν συνέπεια την καλοκαγαθία. 2. Κανένας δεν αμαρτάνει όταν έχει πίστη, ούτε όταν έχει αγάπη μισεί. « Το δέντρο γίνεται φανερό από τον καρπό του» έτσι αυτοί που βεβαιώνουν ότι ανήκουν στον Χριστό, θα φανούν από τα έργα τους. Γιατί τώρα δεν είναι ζήτημα διαβεβαιώσεως το έργο, αλλά εάν κανείς θα βρεθεί με δυνατή πίστη μέχρι το τέλος.
XV. Είναι καλύτερα να μη μιλάει κανείς και να είναι, παρά να μιλάει και να μη είναι. Είναι καλή η διδασκαλία, όταν αυτός που διδάσκει τα εφαρμόζει. Ένας λοιπόν είναι ο δάσκαλος, ο οποίος «είπε και έγινε», και εκείνα που έκανε χωρίς να μιλάει, είναι έργα αντάξια του Πατέρα του. 2. Αυτός που έχει πραγματικά λόγο του Ιησού, μπορεί να ακούει και την ησυχία του, για να είναι τέλειος, ώστε ανάλογα με αυτά που λέει να πράττει, και με όσα σιωπά να αναγνωρίζεται. 3. Τίποτα δεν διαφεύγει την προσοχή του Κυρίου, αλλά και οι κρυφές μας σκέψεις είναι κοντά του. Ας κάνουμε λοιπόν τα πάντα, σαν να κατοικεί αυτός μέσα μας, για να γίνουμε οι ναοί του, και αυτός να είναι ο Θεός μας μέσα μας, πράγμα το οποίο και είναι κα θα φανεί μπροστά μας, από αυτά που κάνουμε αγαπώντας αυτόν δίκαια.
XVI. Μη πλανάσθε, αδερφοί μου. Αυτοί που καταστρέφουν σπίτια, «δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού». 2. εφόσον λοιπόν πεθαίνουν εκείνοι που τα κάνουν αυτά σαρκικά, πόσο μάλλον όταν κανείς καταστρέφει με ην κακή διδασκαλία την πίστη του Θεού, για την οποία σταυρώθηκε ο Ιησούς Χριστός; Αυτός, που έγινε βρωμερός, θα οδηγηθεί στη φωτιά που δε σβήνει, όπως το ίδιο και εκείνος που τον ακούει.
XVII. Γι’ αυτό ο Κύριος δέχθηκε μύρο στο κεφάλι του, για να αναδίδει στην Εκκλησία αφθαρσία. Μην αλείφεσθε με τη δυσωδία της διδασκαλίας του άρχοντα του αιώνα αυτού, για να μη σας αιχμαλωτίσει από τώρα να ζείτε. 2. Γιατί όμως δεν γινόμαστε όλοι φρόνιμοι, αφού αποκτήσαμε τη γνώση του Θεού, που είναι ο Ιησούς Χριστός; Γιατί να χανόμαστε ανόητα, αγνοώντας το χάρισμα που μας έστειλε αληθινά ο Κύριος;
XVIII. Είναι ασήμαντο το δικό μου πνεύμα του σταυρού, πράγμα που είναι σκάνδαλο για εκείνους που απιστούν, ενώ για μας είναι σωτηρία και αιώνια ζωή. «Που ο σοφός, που ο έμπειρος συζητητής», που η καύχηση εκείνων που ονομάζονται συνετοί; 2. Διότι ο Θεός μας Ιησούς Χριστός κυοφορήθηκε από τη Μαρία κατ’ οικονομία Θεού, προερχόμενος από τη γενιά βέβαια του Δαβίδ, αλλά δια του Αγίου Πνεύματος, ο οποίος γεννήθηκε και βαπτίσθηκε, για να καθαρίσει με το πάθος του το νερό.
XIX. Και διέφυγε την προσοχή του άρχοντα του παρόντος κόσμου η παρθενία της Μαρίας και ο τοκετός της, καθώς και ο θάνατος του Κυρίου· τρία μυστήρια κραυγαλέα, που έγιναν με ησυχία Θεού. 2. Πώς λοιπόν φανερώθηκαν στους αιώνες; Άστρο έλαμψε στον ουρανό περισσότερο από όλα τα άλλα άστρα, και το φως του ήταν απερίγραπτο, και το πρωτοφανές αυτό άστρο προκαλούσε ζωηρή εντύπωση. Και όλα τα άλλα άστρα μαζί με τον ήλιο και τη σελήνη σχημάτισαν χορό γύρω από το άστρο αυτό, ενώ το φως αυτού ξεχώριζε από όλα τα άλλα. Και προκλήθηκε ταραχή, για το που οφειλόταν το πρωτοφανές αυτό φαινόμενο, που ήταν ανόμοιο μ’ αυτά. 3. Έτσι διαλύθηκε κάθε μαγεία και εξαφανίστηκαν όλα τα δεσμά της κακίας. Η άγνοια καταργήθηκε, καταστράφηκε η παλιά βασιλεία, καθώς ο Θεός εμφανιζόταν με ανθρώπινη μορφή, για να φέρει την καινοτομία της αιώνιας ζωής, που άρχιζε από αυτό που ήταν τελειωμένο κοντά στον Θεό, από όπου ξεκινούσαν τα πάντα, επειδή σχεδιαζόταν η κατάργηση του θανάτου.
XX. Εάν με αξιώσει ο Ιησούς Χριστός με την προσευχή σας, και είναι θέλημα του, στο δεύτερο βιβλιαράκι που θα σας γράψω θα σας φανερώσω, πως άρχισα να στρέφομαι προς τον καινούργιο άνθρωπο Ιησού Χριστόν, στην πίστη του και στην αγάπη του, στο πάθος και την ανάσταση του, και μάλιστα εάν ο Κύριος μου αποκαλύψει κάτι. 2. Οι άνδρες όλοι να συναθρόιζεσθε από κοινού με τη χάρη του ονόματος και με μια πίστη στον Ιησού Χριστό, ο οποίος σαρκικά προέρχεται από τη γενιά του Δαβίδ, και είναι υιός του ανθρώπου και Υιός Θεού, για να υπακούετε στον επίσκοπο και το πρεσβυτέριο με απερίσπαστο το νου σας, προσφέροντας έναν άρτο, που είναι φάρμακο αθανασίας, αντίδοτο για να μη πεθάνετε, αλλά να ζείτε με τον Χριστό για πάντα.
XXI. Εγώ προσφέρομαι αντί για σας και γι’ αυτά που στείλατε προς τιμήν του Θεού στη Σμύρνη, απ’ όπου σας γράφω, ευχαριστώντας τον Κύριο, αγαπώντας τον Πολύκαρπο, όπως και σας. Να με μνημονεύετε, όπως και ο Ιησούς Χριστός εσάς. 2. Να προσεύχεσθε για την Εκκλησία, στης Συρίας, από όπου δεμένος οδηγούμαι στη Ρώμη, αν και είμαι ο τελευταίος από τους εκεί πιστούς, όπως αξιώθηκα να βρεθώ προς τιμήν του Θεού.
Υγιαίνετε με τη χάρη του Θεού Πατέρα και του Ιησού Χριστού, που είναι η ελπίδα όλων μας.
(εκδόσεις ΕΠΕ, Αποστολικοί Πατέρες τόμος 4 σελ. 77-91, οι υπογραμμίσεις δικές μας)
ΠΙΣΤΗ
Στο δρόμο που το σώμα μου βαδίζει,
μια σκέψη το μυαλό μου βασανίζει.
Η αμφιβολία που το Είναι μου αγγίζει
Πόσα αργύρια η Πίστη μου αξίζει;
Του Ιούδα έμαθα πως ήτανε τριάντα
Σφιχτή θηλιά όμως τον έπνιξε για πάντα
Μια πίστη κρεμασμένη από ιμάντα
Εικόνας τραγικής, λεζάντα.
Του Άννα, η ύβρις κι η απληστία
Μιας πίστης λύκου με προβάτου ενδυμασία
Το είδωλο της επαινεί μ’ αλαζονεία
Ντυμένη με ιερή και φαύλη υποκρισία.
Του νεανίσκου που ερωτά, τι αγαθόν ποιήσει
Τον πλούτο και τα κτήματα πως δύναται ν’ αφήσει
Μια πίστη που στον ουρανό είναι αδυνάτου φύση
Πως σκέφτηκες φιλάργυρε εκεί να σ’ οδηγήσει;
Του εκ δεξιών Σου στο Σταυρό το δάκρυ που κυλάει
Μια πίστη μέσα σε λυγμούς, συγχώρεση ζητάει
Η ευσπλαχνία ενός Θεού που ξέρει ν’ αγαπάει
Και θέση στον Παράδεισο για το ληστή φυλάει.
Πόσα αργύρια η Πίστη μου αξίζει;
Η λόγχη που Σε κέντησε τώρα κι εμένα αγγίζει
Ο θάνατος κι ας πέθανε ακόμα με βασανίζει
Μα έχω πνεύμα αθάνατο και προς Εσέ βαδίζει.
Βαγγέλης Γεροντάκης
Μεγάλου Βασιλείου, επιστολή 93 προς την πατρίκιαν Καισαρίαν περί Κοινωνίας
(γράφτηκε γύρω στο 372 μ.Χ.. Είναι πολύ ενδιαφέρον το αντικείμενο της επιστολής, η οποία προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες για την σχετική με τη θεία μετάληψη πράξη της εποχής εκείνης)
Κείμενο:
«Βεβαίως και το να κοινωνεί κανείς και να μεταλαμβάνει του αγίου σώματος και αίματος του Χριστού καθημερινά είναι καλό και επωφελές, διότι αυτός ο ίδιος λέει σαφώς, «αυτός που τρώει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει ζωή αιώνια» (Ιω.6,54). Ποιός λοιπόν αμφιβάλλει ότι το να μετέχει κανείς συνεχώς της ζωής δεν είναι τίποτα άλλο παρά να ζει πολλαπλά;
Εμείς πάντως κοινωνούμε τέσσερις φορές την εβδομάδα, Κυριακή, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο, αλλά επίσης και σε άλλες μέρες, όταν υπάρχει μνήμη κάποιου Αγίου.
Το ότι δε κατά τους καιρούς του διωγμού αναγκάζεται κάποιος, εν απουσία ιερέως ή λειτουργού (=διακόνου), να λαμβάνει με τα δικά του χέρια την κοινωνία, είναι περιττό να αποδείξω ότι δεν είναι καθόλου αξιόμεμπτο, αφού άλλωστε την πρακτική αυτή έχει κατοχυρώσει μακρά συνήθεια από τα ίδια τα πράγματα.
Πράγματι όλοι οι μονάζοντες στην έρημο, όπου δεν υπάρχει ιερέας, μεταλαμβάνουν μόνοι τους από κοινωνία που διατηρούν στο σπίτι τους. Στην Αλεξάνδρεια επίσης και όλη την Αίγυπτο και κάθε λαϊκός ακόμη έχει συνήθως κοινωνία στο σπίτι του και μεταλαμβάνει μόνος του οποτεδήποτε θέλει.
Άπαξ τελειώσει και δώσει την θυσία ο ιερέας, αυτός που την λαμβάνει ως σύνολο, μεταλαμβάνοντας από αυτήν καθημερινά, οφείλει να πιστεύει ότι μεταλαμβάνει και δέχεται αυτήν από αυτόν που την έδωσε.
Άλλωστε και στην εκκλησία ο ιερέας επιδίδει την μερίδα και αυτός που την δέχεται, την κρατά με όλη την εξουσία και έτσι την φέρνει στο στόμα με το χέρι του. Το ίδιο λοιπόν είναι κατ ουσίαν, είτε μία μερίδα δεχτεί κανείς από τον ιερέα είτε πολλές μερίδες μαζί*»
* πρόκειται περί των προηγιασμένων δώρων, τα οποία εκείνη την εποχή σε πολλά μέρη μπορούσαν όλοι να διατηρήσουν κατ οίκον. Προφανώς κάθε μερίδα συνίστατο σε άρτο εμποτισμένο σε οίνο. Ο καθένας μπορούσε να καταναλώσει τμήμα της μερίδας και να διατηρήσει το υπόλοιπο.
(έκδοση ΕΠΕ, η μετάφραση βασίστηκε σε αυτήν των εκδόσεων ΕΠΕ τομ. 3 Μ. Βασιλείου σελ. 503 και τα σχόλια του Παν. Χρήστου)
(αποσπάσματα από την Εκκλησιαστική Ιστορία B. Στεφανίδη)
Η θεία ευχαριστία,η οποία προηγουμένως ετελείτο την εσπέραν της Κυριακής μετά των κοινών εστιάσεων, εχωρίσθη αυτών και μετετέθη είς την πρωίαν της ιδίας ημέρας, συνδεθείσαν μετά της πρωινής θείας λατρείας. Τούτο προήλθεν εκ των επομένων τριών αιτιών.
Κατά τας κοινάς εστιάσεις ενωρίς είχον εισχωρήσει άτοπα. «’Έκαστος το ίδιον δείπνον προλαμβάνει εν τω φαγείν και ός μέν πεινά,ός δε μεθύει».(Α΄ πρός Κορινθίους,11,21).Τα άτοπα ταύτα επολεμήθησαν μέν υπό του Αποστόλου Παύλου, αλλ΄ ίσως δεν εξέλιπον, ή ανεφάνησαν πάλιν. Σχετικήν μαρτυρίαν δεν έχομεν.
Έπειτα η αύξησις των χριστιανών εκάστης κοινόνητος επέφερε κατάτμησιν των κοινών εστιάσεων εις πολλάς τοιαύτας εν διαφόροις οικήμασιν,εθεωρήθη δε καλόν να επέλθη αντίδρασις κατά της αναλόγου κατατμήσεως της τελέσεως της θείας ευχαριστίας. Η αντίδρασις παρουσιάσθη ήδη εν τη Α΄ επιστολή του Ρώμης Κλήμεντος και εν ταίς επιστολαίς του Ιγνατίου, εξηκολούθησε δέ και μετά ταύτα, καταλήξασα είς την μετάθεσιν. Η μετάθεσις της θείας ευχαριστίας είς την πρωίαν της Κυριακής δεν έσωσεν αυτήν της κατατμήσεως (Μαρτύριον Ιουστίνου,περί το 166,κεφ. III. 58 κανών Λαοδικείας,μέσα δ΄ εκ/ρίδος.
Τελευταίον αίτιον της μεταθέσεως η κατ΄ απομίμησιν της εβραϊκής συναγωγής προηγηθείσα μετάθεσις της προσευχής και του κηρύγματος από της εσπέρας είς την πρωίαν της Κυριακής είλξε και την θείαν ευχαριστίαν.
Η θεία ευχαριστία κεχωρισμένη των κοινών εστιάσεων απαντά παρ΄ Ιουστίνω (περί το 150) και Κλήμεντι τω Αλεξανδρεί (150-200).
Μετά τήν απόσπασιν της θείας ευχαριστίας, η κοινή εστίαση διετήρησεν ομοίωμα της θείας ευχαριστίας, ήτοι κλάσιν άρτου και ευλογίαν ποτηρίου, χωρίς βεβαίως να θεωρώνται ώς θεία ευχαριστία. Η κοινή εστίασις ετελείτο την εσπέρα τής Κυριακής εν τω ναώ ή εν ιδιωτική οικία, προίστατο δέ αυτής ο επίσκοπος ή άλλος τις κληρικός. Ούτος ελάμβανεν είς χείρας ολόκληρον τόν άρτον, έλεγεν επ΄ αυτού ευχήν, έκοπτεν αυτόν και διένεμεν είς τούς συνδαιτυμόνας. Ωνομάζετο «ευλογία».Έκαστος πρό αυτού είχε ποτήριον οίνου, επί του οποίου έκαστος έλεγεν ευχήν. Αμφότεραι αι πράξεις αύται ετελούντο αλλού μέν πρό του δείπνου, αλλά δέ μετ΄ αυτό.
Όπως πρό των μέσων της β΄ εκ/ρίδος απεσπάσθη η θεία ευχαριστία και απετέλεσεν ιδιαιτέραν τελετήν, ούτω μετά την ζ΄ εκ/ρίδα απεσπάσθη της κοινής εστιάσεως και το ομοίωμα της θείας ευχαριστίας, και απετέλεσε επίσης ιδιαίτερη τελετή. Αυτή, διατηρήσασα μέχρι σήμερον τον αρχαϊκό τρόπο της τελέσεως της θειας ευχαριστίας, διετήρησε και το αρχαϊκόν όνομα αυτής, «κλάσις του άρτου» («αρτοκλασία»). Έπαυσεν η διανομή του οίνου, η δέ εν τω ναώ κοινή εστίασης περιορίσθη είς την υφ΄ εκάστου κατανάλωσιν του τεμαχίου του άρτου. Είς την παρατιθεμένην μικράν πλέον ποσότητα του οίνου προσετέθη βραδύτερον παράθεσις αναλόγου ποσότητος ελαίου και σίτου. Ταύτα δέν υπάρχουσιν είς τα αρχαιότερα ευχολόγια (ίδε Ευχολόγιον,εκδ. Goar).
O Ιουστίνος περιγράφει τήν τέλεσιν τής πρωινής λατρείας της Κυριακής.
«Τή ηλίου ημέρα πάντων κατά πόλεις η αγρούς μενόντων επί το αυτό συνέλευσις γίνεται,και τα απομνημονεύματα των αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών αναγινώσκεται,μέχρις εγχωρεί.Είτα παυσαμένου του αναγινώσκοντος ο προεστώς διά λόγου τήν νουθεσίαν και πρόκλησιν τής των καλών τολυτων μιμήσεως ποιείται.Έπειτα ανιστάμεθα κοινή πάντες και ευχάς πέμπομεν και ώς προέφημεν,παυσαμένων ημών της ευχής,άρτος προσφέρεται και οίνος και ύδωρ και ο προεστώς ευχάς ομοίως και ευχαριστίας,όση δύναμις αυτώ,αναπέμπει,και ο λαός επευφημεί λέγων το αμήν,και η διάδοσις και η μετάληψις από των ευχαριστηθέντων εκάστω γίνεται,και τοίς ού παρούσι διά των διακόνων πέμπεται» (Απολογία Α΄,67,3-5).
Έν ταίς ιουδαικαίς συναγωγαίς υπήρχε διπλούν ανάγνωσμα,εκ του νόμου και εκ των προφητών, παρά τοίς χριστιανοίς εισήχθη επίσης διπλούν ανάγνωσμα, εκ των προφητών και των «απομνημονευμάτων των αποστόλων», ήτοι των ευαγγελίων (αυτ. 66,3). Κατ΄ αρχάς ώς γενική τάσις υπήρχεν η αύξησις του αριθμού των αναγνωσμάτων. Αί Αποστολικαί Διαταγαί, ομιλούσαι περί της λειτουργίας κατά τήν χειροτονίαν του επισκόπου, αναφέρουσι πέντε αναγνώσματα, «ανάγνωσιν του Νόμου και των Προφητών,τών τε Επιστολών και των Πράξεων και των Ευαγγελίων» (8,5,11 πρβλ. 2,57,5 και εξής). Αι Αποστολικαί Διαταγαί, εγράφησαν μέν εν Συρία τέλη της δ΄ εκ/ρίδος, περιέχουσιν όμως αρχαιότερον υλικόν, εν τοίς έξ μέν πρώτοις βιβλίοις πολλαχού .όπου συμπίπτουσι με την Αποστολικήν Διδασκαλίαν, γραφείσαν την γ΄ εκ/ρίδα, εν τοίς επιλοίποις δε βιβλίοις ενιαχού,όπυ υπάρχει άλλη εξωτερική ένδειξις.
Έπειτα εκράτησε τάσις ελαττώσεως των αναγνωσμάτων και των εκ της Καινής Διαθήκης αλλά κυρίως των εκ της Παλαιάς Διαθήκης. Η λειτουργία της Κωνσταντινουπόλεως, ώς φαίνεται εκ πολλών χωρίων Ιωάννου του Χρυσοστόμου (προερχομένου εκ Συρίας,τέλη της δ΄ εκ/ρίδος),και η της Ρώμης, ώς φαίνεται εκ τινός χειρογράφου περικοπών (της γερμανικής Βυρτζβούργης), είχον ένα ανάγνωσμα εκ τής Παλαιάς Διαθήκης και δύο εκ της Καινής Διαθήκης. Ταύτα διετηρήθησαν μέχρι της ζ εκ/ρίδος. Αργότερα εγκατελείφθη ολοτελώς το εκ της Παλαιάς Διαθηκης ανάγνωσμα.
Ότε εισήχθη η επ΄ εκκλησίας ανάγνωσις βιβλίων της Αγίας Γραφής, κατ΄ αρχάς εγίνετο κατ΄ ελευθέραν εκλογήν του αναγινώσκοντος, αλλ΄ έπειτα περιορίσθη η ελευθερία, ο καθορισμός τής σχετικής περικοπής εξηρτάτο εκτάκτως ή τακτικώς εκ τής γνώμης του επισκόπου, ήρχισε δέ και η συνήθεια να αναγινώσκωσιν ωρισμένα βιβλία τής Αγίας Γραφής κατά συνέχειαν (ή μία περικοπή συνέχεια της άλλης) και μάλιστα τακτικώς εις ωρισμένας εποχάς του έτους.
Ούτω, την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν ανεγινώσκετο ή Γένεσις, τήν Μεγάλην Εβδομάδα, ο Ιώβ, την Μεγάλην Πέμπτην ή Μεγ.Παρασκευήν, ο Ιωνάς (Αμβροσίου,Επιστολή πρός Μάρκελλον,20,25.W. Caspari,εν Ηerzog-Hauck,Realencyklopadie,15,135,στίχος 23 κ.εξ), μεταξύ του Πάσχα και της Πεντηκοστής, το Ευαγγέλιον του Ιωάννου και αί Πράξεις τών Αποστόλων.
Οί χριστιανοί ανέπεμπον χριστιανικούς ύμνους, οι οποίοι επολλαπλασιάσθησανκατά την εποχή ταύτην. Έξ αυτής έχομεν την αρχαιοτέραν μαρτυρίαν περί ύμνων, αναφερομένων είς τους μάρτυρας («Cantatur et exitus martyrum»,Τερτυλλιανού,Scorpiace,7).
Eκ διαφόρων πληροφοριών εξάγεται, ότι το εκκλησιαστικόν άσμα ήτο απλούν, μη διαφέρον πολύ του τρόπου,διά του οποίου σήμερον ψαλμωδούνται αί ευχαί (πχ. Αί του ευχελαίου) και τα αναγνώσματα (ο εξάψαλμος, ο απόστολος και το ευαγγέλιον, λεγόμενα υπό των ιερέων),τα οποία τότε απλώς ανεγινώσκοντο.
Απαντώσι δύο είδη «αντιφωνίας».
Κατά το πρώτον είδος, ένας έψαλλεν, οι δε λοιποί (ο χορός ή η κοινότης) έψαλλον τα ακροστίχια ή ακροτελεύτια, ήτοι τας τελευταίας λέξεις. Ο τρόπος ούτος ήτο συνήθης παρά τοίς Ιουδαίοις, εισήχθη δέ και παρά τοίς χριστιανοίς, ονομαζόμενος «υποψάλλειν», «υπηχείν» και «υπακούειν».
Κατά το δεύτερον είδος (την κυρίως «αντιφωνίαν»),ο ψάλτης και ο χορός (ή η κοινότης) ή δύο χοροί, ή τα δύο τμήματα του χορού έψαλλον εναλλάξ. Ο τρόπος ούτος ήτο επίσης γνωστός είς τους Ιουδαίους (Α΄ Παραλειπομένων,6,31 κ.εξ.). Η γνώμη, ότι την αντιφωνίαν ταύτην εισήγαγεν είς τους χριστιανούς ήδη ο Αντιοχείας Ιγνάτιος (+ περι το 112. Σωκράτους,Εκκλ. Ιστορία,6,8,11), δεν είναι ορθή. Δύναται τις ίσως να δεχθή, ότι ο Ιγνάτιος εισήγαγε το «υποψάλλειν». Η αντιφωνία δεν εισήχθη κατά την εποχήν ταύτην. Πουθενά δεν συναντιέται σε χρήση πριν τα μέσα της δ εκ/ρίδος. Οι Αποστολικές Διαταγές, γραφείσαι τέλη της εκ/ρίδος ταύτης, γνωρίζουν μόνο το «υποψάλλειν» (2,57,6 πρβλ. Και 15 κανόνα Λαοδικείας, περί το 360). Κατά τον Μοψουεστίας Θεόδωρον,(+ 428),δύο Αντιοχείς μοναχοί, ο Φλαβιανός (ο μετά ταύτα Αντιοχείας υπό τον οποίον Ιωάννης ο Χρυσόστομος διετέλεσε πρεσβύτερος) και ο Διόδωρος (ο μετά ταύτα Ταρσού,διδάσκαλος του Μοψουεστίας και του Χρυσοστόμου), εισήγαγον την αντιφωνίαν εκ της χρησιμοποιούσης την συριακήν γλώσσαν συριακής Εκκλησίας εις την χρησιμοποιούσαν την ελληνικήν γλώσσαν συριακήν Εκκλησίαν (περί το 360.Νικήτα Χωνιάτου,ιβ΄ εκ/ρίδος,Θησαυρός ορθοδόξου πίστεως,5,30 πρβλ.Θεοδωρήτου,Εκκλ΄.Ιστορίαν,2,24,,8 κ.εξ. Σωζομένου,Εκκλ. Ίστορίαν,3,20,10. Φιλοστοργίου,Εκκλ. Ιστορίαν,3,13).
H αντιφωνία εισήχθη είς την Καισάρειαν υπό του Μεγάλου Βασιλείου (+378,Επιστολή 207,πρός τους κληρικούς της Νεοκαισαρείας, όπου ο γράφων δικαιολογείται και δια τούτο), εις τα Ιεροσόλυμα εισήχθη κατά την ιδίαν εποχήν (Peregrinatio Aetheriae,24,1,γραφείσα περί το 380), εις το Μεδιόλανον (=Μιλάνο) εισήχθη υπό του Αμβροσίου (περί το 380. Αυγουστίνου,Εξομολογήσεις,9,7), εις την Κωνσταντινούπολιν εισήχθη πρώτον μεν υπό των Αρειανών, πρός καταπολέμησιν δέ αυτών υπό του Ιωάννου του Χρυσοστόμου (Σωκράτους,Εκκλ. Ιστορία,6,8. Σωζομένου,Εκκλ. Ιστορία,8,8).
Εφ΄ όσον η θεία ευχαριστία συνεδέετο μετά των κοινών εστιάσεων, οι χριστιανοί εκάθηντο περί τάς τραπέζας (κατά γής;), ο δέ ηγιασμένος άρτος («σώμα Χριστού») εκόπτετο και διενέμετο είς αυτούς, τα δέ τεμάχια ήσαν ακόμη σχετικώς μεγάλα, όχι όμως πλέον ως τα της σημερινής αρτοκλασίας, η οποία ιδρύθη ώς ομοίωμα της αρχαιοτάτης θείας ευχαριστίας.
Οι τόποι των θρησκευτικών συναθροίσεων, άρα, εν πολλοίς διέφερον των σημερινών. Μετά την απόσπασιν της θείας ευχαριστίας από των κοινών εστιάσεων, οι χριστιανοί δεν εκάθηντο πλέον πέριξ τραπεζών, τα δε μέλλοντα να διανεμηθώσι τεμάχια του ηγιασμένου άρτου δέν μετεφέροντο πρός τους χριστιανούς , αλλ΄ οι χριστιανοί ήρχοντο πρός αυτά. Είς εκάστην τέλεσιν της θείας ευχαριστίας όλοι οι παρόντες χριστιανοί προσήρχοντο πρό του ιερουργούντος πρεσβυτέρου, ίνα λάβωσι τα υλικά αυτής, τα οποία βαθμηδόν ακόμη περισσότερον ωλιγόστευσαν. Λαβίς δεν υπήρχεν ακόμη.
Ο πρεσβύτερος προσέφερε τον άρτον είς την δεξιάν παλάμην αυτών, τεθειμένην επί της αριστεράς, ο δέ διάκονος προσέφερε τον οίνον διά του αγίου ποτηρίου (Μαρτύριον Περπετούης, κεφ.4. Κυρίλλου Ιεροσολύμων,Κατήχησις,18,21. Μεγάλου Βασιλείου, Επιστολή 93,πρός την Καισαρίαν. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία είς τα Χριστούγεννα,7. Άμβρόσιος Μεδιολάνων,εν Θεοδωρήτου, Εκκλ. Ιστορία,5,18. Αυγουστίνου,Contra litteras Petilani Donatistae,2,25. Tρούλλου κανών 101).
Είς τους απόντας η θεία ευχαριστία εστέλλετο διά των διακόνων υπό την μορφήν μόνον τεμαχίου καθηγιασμένου άρτου, ή υπό την μορφήν τοιούτου τεμαχίου, αλλ΄ επί του οποίου είχεν επισταχθή καθηγιασμένος οίνος……
….Εν τοίς κοιμητηρίοις τον πέριξ του τάφου εκάστου μάρτυρος χώρον περιέβαλλον και εστέγαζον δι΄ οικοδομής, η οποία κατά τάς τρείς αυτής πλευράς είχεν αψίδας. Αι οικοδομαί αύται ωνομάσθησαν Μαρτύρια, έκαστον δέ αυτών έφερε το όνομα του οικείου μάρτυρος (Μαρτύριον του τάδε μάρτυρος).
Εκεί επί του τάφου του μάρτυρος ετελείτο η θεία ευχαριστία κατά τάς μνήμας μαρτύρων και καθ΄ οιανδήποτε άλλην περίστασιν.
Εκ των Μαρτυρίων τούτων προέκυψε γενετικώς ο θεμελιώδης τύπος των χριστιανικών ναών (C.M. Kaufmann,Handbuck der christl.Archaologie, 1905,σελ.147 και εξής). Εντεύθεν εξηγούνται τρία τινά.
Πρώτον ,η συνήθεια, υπό την αγίαν τράπεζαν να τίθενται λείψανα μαρτύρων (επέκρατησε μέσα της δ εκ/ρίδος), πρώτος δέ ο Αλεξανδρείας Κύριλλος (+444) πρός τοιαύτην χρήσιν ηρκέσθη είς λείψανα αγίου, αλλά μη μάρτυρος (Φωτίου,Αμφιλόχια,εκδ. Αθηνών,σελ 187,περί ενθρονισμού).
Δεύτερον, οτι έκαστος ναός φέρει το όνομα μάρτυρος ή αγίου.
Κατ΄ αρχάς βεβαίως έφερε το όνομα εκείνου, του οποίου τα οστά ευρίσκοντο υπό την αγίαν τράπεζαν, αλλ΄ έπειτα το όνομα του ναού κατέστη ανεξάρτητον τούτου.
Τρίτον, ότι οι ναοί εχρησιμοποιούντο ως τόποι ταφής.
Ο μέγας Θεοδόσιος απηγόρευσε την ταφήν εν τοίς Μαρτυρίοις (30 Ιουλ.381. Κοdex Theodosianus,ΙΧ.17,6),αλλ΄ άνευ αποτελέσματος.
Όπως οι εθνικοί και οι Ιουδαίοι, ούτω και οι χριστιανοί κατά τάς μεγάλας εορτάς ετέλουν αφ΄ εσπέρας αγρυπνίας και παννυχίδας. Αρχαιoτέρα είναι η του πάσχα, μεταγενεστέρα η της παραμονής των Επιφανίων. Όμοιαι εγίνοντο και κατά τάς μνήμας των μαρτύρων είς τα Μαρτύρια των κοιμητηρίων. Αί παννυχίδες ανεπτύχθησαν κατά την επομένην εποχήν, γινόμεναι πολλάκις εν ενί και μόνω ναώ (ωνομάζετο «σύναξις») και παρατεινόμεναι μέχρι της πρωίας («της ημέρας υπολαμπούσης» Μ. Βασίλειος,Μigne,32,764).
(Εκκλησιαστική Ιστορία Στεφανίδου,σελ.101-105 & 121, οι υπογραμμίσεις δικές μας)
(απόσπασμα από την Εκκλησιαστική Ιστορία, Βλασίου Φειδά,
οι υπογραμμίσεις δικές μας και κάποια ελαφρά απόδοση στα νέα ελληνικά)
Οι Πράξεις των Αποστόλων (2,46) υπονοούν καθημερινή «κλάσιν του άρτου», αλλά πρέπει να θεωρηθή βέβαιο ότι αυτή ετελείτο οπωσδήποτε τουλάχιστον κατά τη νύκτα του Σαββάτου προς την Κυριακή (Πραξ. 20,7), ως ανάμνηση του μεσσιανικού δείπνου του Κυρίου. Ταυτιζόταν με το μυστήριο της θ. ευχαριστίας, είχε σαφή λειτουργική έννοια και περιλάμβανε διδαχή, προσευχή, ευλογία, κοινωνία και δείπνο.
Τα σχετικά με την κλάση του άρτου χωρία της Κ. Διαθήκης (Ματθ. 26,26-29. Μάρκ.14,22-25. Λουκά 22,14-20. Ιω.6,48-51. Πράξ. 2,41-42,46-47. 20,7-11. Α΄ Κορινθ. 11,20-29 κ.α) παρουσιάζουν βεβαίως ορισμένη ασάφεια.
Κατά τον H. Lietzmann (Messe und Herrenmahl,Bonn1926,238-263) πρέπει να γίνη διάκριση του κυριακού δείπνου σε δύο τύπους, εκ των οποίων ο ένας δείπνος ήταν δείπνος συναδελφώσεως και ενότητας των χριστιανών μεταξύ τους και προς τον Κύριο (Πράξ.2,41-42,46-47.20,7-11),ο δε άλλος ήταν μυστηριακός δείπνος σε ανάμνηση της θυσίας του Κυρίου. Ο πρώτος δείπνος συνδέεται, κατά τον Lietzmann, προς τη συνεστίαση του Κυρίου με τους μαθητές του και ετελείτο από την πρώτη χριστιανική κοινότητα της Παλαιστίνης, ενώ ο δεύτερος δείπνος συνδέεται προς την τέλεση υπό του Κυρίου του μυστικού δείπνου και ετελείτο από τις χριστιανικές κοινότητες των ελληνιστών.
Βεβαίως, δεν δυνάμεθα να αποκλείσουμε τις συνεστιάσεις και τη σύναξη για την «κλάσιν του άρτου», αλλά δεν είναι δυνατόν να ταυτίσουμε την απλή συνεστίαση προς την «κλάσιν του άρτου» των μαρτυριών των Πράξεων. Δεν είναι δυνατόν επίσης να γίνη δεκτή και η άλλη υπόθεση του H. Lietzmann (KG.,I,1932,124), κατά την οποία ο απόστολος Παύλος προσπάθησε να ενισχύση αυθαιρέτως τον μυστηριακό χαρακτήρα της θ. ευχαριστίας (Β. Στεφανίδου, Εκκλ. Ιστορία.Αθήναι 1954,51,υποσημ.8). Είναι ευνόητο ότι μία τέτοια καινοτομία θα μνημονευόταν από τον απόστολο Παύλο ή τουλάχιστον θα υπήρχε μαρτυρία περί αυτής στις Πράξεις Αποστόλων, αφού ο Λουκάς προέβαλε κυρίως την δραστηριότητα των ελληνιστών χριστιανών.
Η σιγή του Λουκά στις Πράξεις ερμηνεύεται μόνο με την κοινή συνείδηση της αποστολικής εκκλησίας, ότι ο μυστηριακός χαρακτήρας της «κλάσεως του άρτου» έπρεπε να θεωρείται αυτονόητος. Ο όρος «κλάσις του άρτου» δήλωνε το σύνολο του κυριακού δείπνου, δηλαδή τόσο την απλή συνεστίαση, όσο και τη μυστηριακή κλάση του άρτου.
Ώς προς το διαμφισβητούμενο ζήτημα, εάν δηλαδή η συνεστίαση λάμβανε χώρα προ της μυστηριακής κλάσεως του άρτου ή ακολουθούσε μετά από αυτήν, δεν υπάρχουν σαφείς ειδήσεις. Οπωσδήποτε όμως επικράτησε η πρόταξη της κλάσεως του άρτου, κατά την οποία προηγείτο η ευλογία του ποτηρίου.
Η απλή συνεστίαση, η οποία γινόταν μετά την «κλάσιν» του άρτου δεν πρέπει βεβαίως να ταυτίζεται πάντοτε προς τις «αγάπες», οι οποίες μαρτυρούνται κυρίως κατά τον Β΄ αιώνα. Ο πυρήνας αυτός εξελίχθηκε, όπως θα δούμε, προοδευτικώς σε νέες λειτουργικές μορφές, χωρίς όμως να αλλοιωθή ο θεμελιώδης χαρακτήρας της θυσίας και το κύριο περιεχόμενο του….
… Αμέσως μετά το βάπτισμα και το χρίσμα ακολουθούσε η θεία ευχαριστία, η οποία ετελείτο, όπως είδαμε, πρό της κοινής εστιάσεως, συμμετείχαν δέ σε αυτή μόνο όσοι ήσαν βαπτισμένοι: «Περί δέ της ευχαριστίας, ούτως ευχαριστήσατε... μηδείς δέ φαγέτω, μηδέ πιέτω από της ευχαριστίας υμών, αλλ’ οι βαπτισθέντες είς όνομα Κυρίου...» (Διδαχή Αποστόλων,ΙΧ,1-5).
Η θεία ευχαριστία ετελείτο συνήθως σε ιδιωτικές κατοικίες, τις «κατ΄ οίκον» εκκλησίες, όπως εχαρακτηρίζοντο (Πράξ. 1212,17.21,18. Ρωμ. 16,5,23. Α΄ Κορινθ. 16,19. Κολ. 4,15 κ.α.).Στη θεία ευχαριστία συμμετείχαν όλοι οι πιστοί της τοπικής εκκλησίας, αλλά ορισμένες ιουδαιοχριστιανικές κοινότητες, ιδιαίτερα στη Μ.Ασία, δεν τελούσαν τη θεία ευχαριστία μαζί με τις τοπικές κοινότητες των εξ΄ εθνών χριστιανών. Πολλές από τις ιουδαιοχριστιανικές αυτές κοινότητες τελικώς εξελίχθηκαν σε ζηλωτικές αιρετικές ομάδες (Ναζωραίοι,Εβιωνίτες,Ελκεσαϊτες),ιδιαίτερα μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων (70 μ.Χ.)….
…. Η θεία Ευχαριστία αποτελούσε το κέντρο τής όλης λατρευτικής ζωής των χριστιανών, με αυτή δε συνεδέοντο όλες οι λατρευτικές και οι πνευματικές εκδηλώσεις τής τοπικής εκκλησίας. Κατά την αποστολική εποχή η θεία Ευχαριστία ετελείτο προφανώς κάθε ημέρα την εσπέρα και συνδεόταν με κοινή συνεστίαση των πιστών («αγάπαι»), αλλά ήδη από τόν Α΄ αιώνα διακρινόταν η θ. ευχαριστία, η οποία ετελείτο κατά την ημέρα τής Κυριακής.
Η θ. ευχαριστία περιείχε, εκτός από την κλάση τού άρτου, την ευλογία τού ποτηρίου και τού κυριακού δείπνου, διδαχή, προσευχή, ύμνους, αναγνώσματα, γλωσσολαλιές, προφητείες κ.α., χωρίσθηκε δε πρό των μέσων τού Β΄ αιώνα από τις κοινές εστιάσεις («αγάπες»), ένεκα κυρίως των παρατηρουμένων καταχρήσεων.
Παραλλήλως προς την εσπερινή ευχαριστιακή σύναξη κατά την εσπέρα τής Κυριακής, υπήρχε και εωθινή (=πρωινή) σύναξη κατά την οποία δεν ετελείτο μεν η θ. ευχαριστία, αλλά αυτή περιελάμβανε μόνο διδαχή, προσευχή και υμνωδία.
O Πλίνιος ο Νεώτερος παρέχει πληροφορίες περί των συνάξεων κατά την Κυριακή (stato die). Aπό αυτές, η μεν μία ελάμβανε χώρα πρό τής ανατολής τού ηλίου (ante lucem convenire), η δε άλλη κατά την εσπέρα. Κατά την πρώτη σύναξη οι χριστιανοί ανέπεμπαν ύμνους προς τον Χριστό ως Θεό (carmenque quasi Deo dicere), κατά δε τη δεύτερη τελούσαν τη θ. ευχαριστία και την κοινή εστίαση («αγάπη»).Η θεώρηση της Εκκλησίας από τον Πλίνιο ως απαγορευμένης «εταιρείας» ερμηνεύθηκε συνήθως ως η κύρια αιτία για τη μετάθεση τής τελέσεως τού μυστηρίου τής θ. ευχαριστίας κατά την πρωία τής Κυριακής. Η μετάθεση αυτή η οποία είναι γενική περί τα μέσα τού Β΄ αιώνα, δεν δύναται βεβαίως να εξηγηθή μόνο από τον τοπικό διωγμό τού Πλινίου στη Βιθυνία, ή τουλάχιστον δεν δύναται να θεμελιωθή ιστορικώς μόνο στην επιστολή του.
Η δήλωση των χριστιανών ότι δεν μετείχαν πλέον στις ευχαριστιακές συνάξεις, τις οποίες απαγόρευε το διάταγμα τού Πλινίου (quod ipsum facere decisse post edictum meum), δεν συνδέεται βεβαίως προς κάποια απόφασή τους να μην τελούν εφεξής τη θ. ευχαριστία κατά την εσπέρα, επειδή μετέθεσαν την τέλεση τής την πρωία. Αναφέρεται προφανώς στη δήλωση ορισμένων χριστιανών για οριστική ρήξη των δεσμών τους προς τις χριστιανικές συνάξεις, ήτοι σήμαινε την άρνηση τής χριστιανικής τους ιδιότητας. Άλλωστε, απλή μετάθεση τής θ. ευχαριστίας από την εσπέρα στην πρωία τής Κυριακής όχι μόνο δεν ικανοποιούσε τη ρωμαϊκή εξουσία, η οποία εδίωκε κυρίως την ιδιότητα του χριστιανού, αλλά και δεν απάλλασσε τους χριστιανούς από τις υποψίες, αφού συνέχισαν να τελούν τις συνεστιάσεις τους («αγάπες») κατά την εσπέρα. Η διάκριση της θ. ευχαριστίας και της κοινής συνεστιάσεως («αγάπης») για τον ρωμαίο έπαρχο ήταν δυσχερής ή και αδιάφορη.
Συνεπώς, η μετάθεση της θ. ευχαριστίας από την εσπέρα στην πρωία της Κυριακής δεν πρέπει να συνδεθεί προς την απαγόρευση των μυστικών εταιρειών από τον Πλίνιο, αλλά μάλλον προς την προτίμηση των χριστιανών για την εωθινή (=πρωινή) σύναξη, για να μη παρατείνεται μέχρι της εσπερινής συνάξεως η ολοτελής νηστεία από κάθε φαγητό (statio). Οπωσδήποτε όμως κατά τα μέσα του Β΄ αιώνα η μετάθεση αυτή είχε ήδη συντελεσθή.
Ο απολογητής Ιουστίνος (110-165 μ.Χ, γράφει περί το 150 και 155 κατά τον Στυλιανό Παπαδόπουλο,Πατρολογία Α) περιγράφει την πρωινή ευχαριστιακή σύναξη ώς ακολούθως:
«Καί τη του ηλίου λεγομένη ημέρα (=Κυριακή) πάντων, κατά πόλεις η αγρούς μενόντων, επί το αυτό συνέλευσις γίνεται και τα απομνημονεύματα τών αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών αναγινώσκεται μέχρις εγχωρεί. Είτα, παυσαμένου του αναγινώσκοντος, ο προεστώς διά λόγου την νουθεσίαν καί πρόκλησιν της των καλών τούτων μιμήσεως ποιείται. Είτα ανιστάμεθα κοινή πάντες και ευχάς πέμπομεν και, ώς προέφημεν, παυσαμένων ημών τής ευχής, άρτος προσφέρεται και οίνος και ύδωρ και ο προεστώς ευχάς ομοίως και ευχαριστίας, όση δύναμις αυτώ, αναπέμπει και ο λαός επευφημεί λέγων αμήν και η διάδοσις και η μετάληψις απο των ευχαριστηθέντων εκάστω γίνεται και τοίς ού παρούσι διά των διακόνων πέμπεται» (Α΄ Απολογία,67,3-5).
{«Και κατά την λεγόμενη ημέρα του ηλίου –Κυριακή- γίνεται συγκέντρωση όλων, όσοι κατοικούν στις πόλεις ή τους αγρούς, και διαβάζονται τα απομνημονεύματα των αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών, μέχρις ότου είναι δυνατό. Έπειτα, όταν σταματήσει εκείνος που διαβάζει, ο προϊστάμενος με ομιλία απευθύνει την νουθεσία και την πρόσκληση για την μίμηση τούτων των καλών. Έπειτα σηκωνόμαστε όλοι μαζί και απευθύνουμε προσευχές και όπως προαναφέραμε όταν σταματήσουμε την προσευχή, προσφέρεται ψωμί και κρασί με νερό και ο προϊστάμενος ομοίως απευθύνει προσευχές και ευχαριστίες με όση δύναμη έχει, και ο λαός συμμετέχει λέγοντας το Αμήν και γίνεται στον καθένα η διάδοση και η μετάληψη αυτών για τα οποία ευχαριστήσαμε και σε αυτούς που δεν ήταν παρόντες στέλνονται μέσω των διακόνων»}
Ο μυστηριακός χαρακτήρας της θ. ευχαριστίας παρέμεινε αναλλοίωτος στην εκκλησιαστική συνείδηση και πράξη. Ο άρτος και ο οίνος με την ευλογία τους κατά την τέλεση του μυστηρίου της θ. ευχαριστίας μετεβάλλοντο σε σώμα και αίμα του Κυρίου. Όσοι δε μετελάμβαναν από αυτά ελάμβαναν «φάρμακον αθανασίας, αντίδοτον του μή αποθανείν, αλλά ζήν εν Χριστώ Ιησού διά παντός» (Ιγνατίου, Φιλαδ., IV,1 κεξ.).
Ο Ιγνάτιος (+ γυρω στο 115 μ.Χ) ομολογεί «την ευχαριστίαν σάρκα είναι του σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, την υπέρ των αμαρτιών παθούσαν, ην τη χρηστότητι ο Πατήρ ήγειρε» (Σμυρν.,VII,1), προτιμά δε από την τροφή της φθοράς και των ηδονών του βίου τον «άρτον Θεού, ο εστί σάρξ Ιησού Χριστού... και το αίμα αυτού, ο εστίν αγάπη άφθαρτος» (Ρωμ. VII,3).
Εκτενέστερα εκφράζει τη συνείδηση αυτή της εκκλησίας για τη θ. ευχαριστία ο Ιουστίνος (110-165): «Και η τροφή αυτή καλείται παρ΄ ημίν ευχαριστία... ού γάρ ώς κοινόν άρτον, ουδέ κοινόν πόμα ταύτα λαμβάνομεν... αλλ΄ όν τρόπον διά λόγου θεού σαρκοποιηθείς Ιησούς Χριστός, ο σωτήρ ημών και σάρκα και αίμα υπέρ σωτηρίας ημών έσχεν, ούτως και την δι΄ ευχής λόγου του παρ’ αυτού ευχαριστηθείσαν τροφήν, εξ ης αίμα και σάρκες κατά μεταβολήν τρέφονται ημών, εκείνου του σαρκοποιηθέντος Ιησού και σάρκα και αίμα εδιδάχθημεν είναι»
{Και η τροφή αυτή ονομάζεται σε εμάς ευχαριστία…Διότι δεν λαμβάνουμε αυτά ως κοινό άρτο και ως κοινό ποτό, αλλά με τον τρόπο με τον οποίο ο Ιησούς Χριστός ο Σωτήρας μας αφού σαρκώθηκε με το λόγο του Θεού πήρε και σάρκα και αίμα για τη σωτηρία μας, με τον ίδιο τρόπο διδαχτήκαμε ότι, και η τροφή η οποία αγιάστηκε με την ευχή του λόγου που προέρχεται από αυτόν, από την οποία το αίμα και οι σάρκες μας τρέφονται κατά μετουσίωση (μεταβολή), είναι σάρκα και αίμα αυτού του Ιησού που σαρκώθηκε}. (Α΄ Απολογία, 66).
Ο Ειρηναίος (130/140-202 μ.Χ) συμπληρώνει την ευχαριστιακή αυτή θεολογία με τον χαρακτηριστικό παραλληλισμό: «ώς γάρ ο από της γής άρτος, προσλαβόμενος την επίκλησιν του Θεού, ουκέτι κοινός άρτος εστίν, αλλ΄ ευχαριστία εκ δύο πραγμάτων συνεστηκυία, επιγείου τε και ουρανίου, ούτως και τα σώματα ημών, μεταλαμβάνοντα της ευχαριστίας, μηκέτι είναι φθαρτά, την ελπίδα της εις αιώνα αναστάσεως έχοντα» (Κατά αιρέσεων,ΙV,18 γράφτηκε περί το 185 κατά τον Στυλιανό Παπαδόπουλο ο.π.).
{Όπως δηλαδή ο άρτος από τη γη, αφού δεχτεί την επίκληση του Θεού, δεν είναι πλέον κοινός (συνηθισμένος) άρτος, αλλά ευχαριστία που περιλαμβάνει δύο πράγματα, το επίγειο και το ουράνιο, έτσι και τα σώματά μας, αφού μεταλάβουν την ευχαριστία, δεν είναι πλέον φθαρτά, αφού έχουν την ελπίδα της αιώνιας ανάστασης}
Ο Τερτυλλιανός [(150/60-225/240 έγραψε μεταξύ 196-212,Πατρολογία Στυλιανού Παπαδοπούλου)] χρησιμοποιεί την ασαφή φράση ότι ο άρτος της ευχαριστίας «παριστά (repraesentant) το ίδιον το σώμα» του Χριστού (Adv. Marcionem,I,14) για να δηλώσει την πραγματική παρουσία του Χριστού στο μυστήριο.
Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (150-215 μ.Χ) τονίζει με την ίδια σαφήνεια την κοινή αυτή συνείδηση της εκκλησίας: «τουτ΄ εστι πιείν το αίμα του Ιησού, της Κυριακής μεταλαβείν αφθαρσίας...»
{δηλαδή το να πιει το αίμα του Ιησού, το να μεταλάβει της αφθαρσίας του Κυρίου} (Παιδαγ.,II,2).
Υπό την έννοια αυτή ο Κλήμης παρατηρεί ότι όποιος γεύεται τον άρτο της ευχαριστίας ουδέποτε «πείραν θανάτου λαμβάνει», αφού λαμβάνει «πόμα...αθανασίας» (Τίς ο σωζόμενος πλούσιος,ΒΕΠ,8,363). Πράγματι, «η αμφοιν αύθις κράσις ποτού τε και λόγου ευχαριστία κέκληται, χάρις επαινουμένη και καλή, ης οι κατά πίστιν μεταλαμβάνοντες αγιάζονται και σώμα και ψυχήν» (Παιδαγ.,II,2).
H θ. ευχαριστία ήταν λοιπόν το κέντρο όχι μόνο τής λατρευτικής, αλλά και της καθ΄ όλου πνευματικής ζωής των πιστών. Παρά τη σπουδαιότητα όμως της θ. ευχαριστίας, ελάχιστες πληροφορίες διασώθηκαν για το τρόπο τελέσεως της. Πράγματι, είναι δυσχερέστατη, αν όχι αδύνατη, η πλήρης και βέβαιη αναπαράσταση του ακριβούς τρόπου τελέσεως της θ. Λειτουργίας. Πέρα των γνωστών ειδήσεων των ευαγγελίων, ήτοι
α) για τη σύσταση του μυστηρίου της θ. ευχαριστίας από τον Κύριο κατά τον Μυστικό Δείπνο (Ματθ.26,26-29.Μάρκ. 14, 22-25. Λουκ. 22, 15-20),
β) των σποραδικών μαρτυρίων των Πράξεων (1,12-14. 2, 1, 42, 46-47. 3,1,5,12,42. 6,1-7.10,10. 20,7-11),και
γ) των επιστολών του απ. Παύλου (Α΄ Κορ.10,16. 11.18 κεξ. 14,16-19,23-24 κ.α. Εφεσ. 5,19. Α΄ Τιμ. 2,1 κεξ), δεν έχουμε άλλες λεπτομερείς ειδήσεις περί των μεταβολών η προσθηκών, οι οποίες επήλθαν στην τέλεση του μυστηρίου της θ. ευχαριστίας κατά τη μεταποστολική εποχή. Αναμφιβόλως ο πυρήνας της αποστολικής ευχαριστιακής τελετουργίας δεν πρέπει να υπέστη μετά ταύτα ουσιώδεις διαφοροποιήσεις, αφού κέντρο της παρέμειναν πάντοτε οι ιδρυτικοί λόγοι του Κυρίου, η επίκληση του αγ. Πνεύματος, η διδαχή, τα αναγνώσματα, οι ύμνοι και η εκδήλωση των ελευθέρων χαρισμάτων (γλωσσολαλία, προφητεία κ.α). Προσθήκες ή τροποποιήσεις πρέπει ίσως να επήλθαν στη διάταξη των στοιχείων, στην προσθήκη νέων ευχών ή ύμνων και στον σταδιακό περιορισμό των εκδηλώσεων των ελευθέρων χαρισμάτων κατά την ευχαριστιακή σύναξη.
Τούτο υπαινίσσονται οι διασωθείσες μαρτυρίες μέχρι τα μέσα του Β΄ αιώνα, οι οποίες διαφυλάσσουν και την παράδοση της μεταποστολικής εποχής, όπως λ.χ η Α΄ Κλήμεντος προς την εκκλησία της Κορίνθου (34, 40-41. 59-61), η Διδαχή (9-10, 14), οι επιστολές του Ιγνατίου Αντιοχείας (Σμυρν.,7-8.Φιλαδ.,4. Εφεσ.,1,5,20.Ρωμ.,7.Μαγν.,6,9), τα έργα των λοιπών αποστολικών Πατέρων και ιδιαίτερα oι ειδήσεις του απολογητή Ιουστίνου (Α΄ Απολογία,13. 61, 65-67.Διάλογος πρός Τρύφωνα,40-41), του Ειρηναίου (Κατά αιρέσεων,I,13. IV, 18. V,2), του Τερτυλλιανού (De praescr. Hacreticorum,36. De oration,6. 19. 28. De idololatria,7 κ.α.), του Ιππολύτου (Τraditio Apostolica και κανόνες). Από τις ειδήσεις αυτές δεν δυνάμεθα βεβαίως να αποκαταστήσουμε την πλήρη διάταξη της θ. Λειτουργίας αφ΄ ενός μεν γιατί οι ειδήσεις αυτές αναφέρονται μόνο στα κυριότερα λειτουργικά στοιχεία, αφ΄ ετέρου δε γιατί η διάταξη της θ. Λειτουργίας εποίκιλλε κατά τόπους και δεν αναπτύχθηκε παντού ομοιόμορφα.
Άλλωστε, η «απορρήτου πειθαρχία» (disciplina arcani) περιέβαλλε με πέπλο μυστικότητας και σιγής τα κύρια μυστηριακά στοιχεία τόσο της θ. ευχαριστίας, όσο και των άλλων μυστηρίων της εκκλησίας, γι΄ αυτό και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς απέφευγαν να εκθέτουν λεπτομερώς το μυστηριακό μέρος της θ. Λειτουργίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι και αυτοί ακόμη οι κατηχούμενοι έπρεπε να αποχωρήσουν από τον ναό μετά το πέρας του διδακτικού μέρους της θ. Λειτουργίας.
Η διάκριση του διδακτικού και του μυστηριακού μέρους της θ. Λειτουργίας τονίσθηκε κυρίως κατά το δεύτερο ήμισυ του Β΄ αιώνα, οπότε παρατάθηκε η καθιερωμένη κατήχηση και αυξήθηκε αισθητά σε αριθμό η τάξη των κατηχουμένων. Γενικότερα όμως επικράτησε από τις αρχές του Γ΄ αιώνα. Τα κύρια στοιχεία του πρώτου, ήτοι του διδακτικού μέρους της θ. Λειτουργίας, ήσαν τα αναγνώσματα από την Παλαιά και την Καινή διαθήκη, το κήρυγμα του προεστώτος της ευχαριστιακής συνάξεως και οι κοινές ευχές κλήρου και λαού.
α) Τα αναγνώσματα, ως επαγωγικό στοιχείο στη λατρευτική εκδήλωση, παρατείνοντο κατ΄ αρχάς μέχρι της προσελεύσεως όλων των πιστών και προήρχοντο αφ΄ ενός μεν από τα προφητικά βιβλία της Π. Διαθήκης ή τους Ψαλμούς ή και από τη Γένεση, αφ΄ ετέρου δε από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Οι περικοπές επιλέγοντο από τον επίσκοπο ή και από άλλο πρόσωπο, το οποίο υποδείκνυε ο επίσκοπος. Προοδευτικώς η έκταση και ο αριθμός των αναγνωσμάτων περιορίσθηκε σε ένα ή δύο από την Παλαιά και σε δύο από την Καινή Διαθήκη.
β) Το Κήρυγμα του προεστώτος κατ΄ αρχάς έπρεπε να διακρίνεται για τον εποικοδομητικό χαρακτήρα του (όπως το περιεχόμενο της λεγόμενης Β΄ επιστολής Κλήμεντος, του αρχαιότερου ίσως διασωθέντος κηρύγματος), αργότερα δε, και μάλιστα από τα μέσα του Β΄ αιώνα, προσέλαβε πολλές φορές και δογματικό χαρακτήρα για την απόκρουση των κινδύνων της κοινότητας από τη δράση των γνωστικών και των άλλων αιρετικών.
γ) Οι Ευχές, το περιεχόμενο και ο αριθμός των οποίων δεν προσδιορίζεται από τον Ιουστίνο. Ο προεστώς όμως της ευχαριστιακής συνάξεως είχε τη διακριτική ευχέρεια («όση δύναμις αυτώ») να καθορίζη το περιεχόμενο και τον αριθμό των ευχών, γι΄ αυτό και ποίκιλλαν κατά τόπους και κατά εποχές. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα, αν στο διδακτικό μέρος της θ. Λειτουργίας εψάλλοντο ψαλμοί και ύμνοι, αλλά δεν δυνάμεθα και να το αποκλείσουμε (Τερτυλλιανού,De anima,9).
Kατά τον Ιππόλυτο (170-235 μ.Χ), οι κατηχούμενοι μετέβαιναν ενωρίτερα στον χώρο της συνάξεως, δηλαδή προ της αφίξεως των πιστών και προ της ενάρξεως των αναγνωσμάτων από τους αναγνώστες, εδιδάσκοντο δε την κατήχηση από τους «Διδασκάλους».
Σαφέστερα περιγράφει το πρώτο μέρος της θ. Λειτουργίας ο Τερτυλλιανός, ο οποίος αναφέρει ότι ο αναγνώστης, ιστάμενος σε υψηλότερο βήμα (in loco altiori),αναγίνωσκε περικοπές εκ του Νόμου, των προφητών, των ευαγγελίων και των επιστολών των αποστόλων. Μετά το καθιερωμένο κήρυγμα (allocutio) ακολουθούσε μακρά κοινή ευχή κλήρου και πιστών, οι οποίοι απήγγελλαν την ευχή εστραμμένοι προς ανατολάς (ad orientis regionem) και με «ανατεταμένας τάς χείρας» (De monogamia,12. De praescr. haereticorum,38,51 κ.α).
Ο Κυπριανός [μεταξύ 200/210 – 258 μ.Χ., Πατρολογια Στυλιανού Παπαδοπούλου] αναφέρει μόνο τα αναγνώσματα εκ της Καινής Διαθήκης (Εpist.,29,38,39), το απλό και χωρίς ρητορική επιτήδευση κήρυγμα (Epist.,1) και τις εκκλησιαστικές ευχές.
Τα κύρια στοιχεία του δευτέρου, ήτοι του μυστηριακού μέρους της θ. Λειτουργίας, ήσαν, κατά τον Ιουστίνο (110-165 μ.Χ), ο ασπασμός της ειρήνης, η προσφορά των τιμίων δώρων, η υπό του προεστώτος απαγγελλόμενη ευχαριστήρια και τελεστική ευχή του μυστηρίου , η οποία επισφραγιζόταν με το «Αμήν» του λαού, η κοινωνία, η εμμελής ψαλμωδία και υμνωδία («αίνος και δόξα»), ως και λογία (=έρανος) υπέρ των πτωχών. Κατά τον Ιουστίνο και τον Ιππόλυτο, μετά το πέρας του διδακτικού μέρους της θ. Λειτουργίας, οι διάκονοι έφεραν άρτο και ποτήριο οίνου, «κεκραμένου μεθ΄ ύδατος (αναμιγμένου με νερό)», στον προεστώτα της ευχαριστιακής συνάξεως επίσκοπο ή πρεσβύτερο.
Ο Ιππόλυτος (170-235 μ.Χ), αναφέρει και τον αρχαιότατο εισαγωγικό διάλογο μεταξύ του τελετουργού και των πιστών, ο οποίος ελάμβανε χώρα μετά τον ασπασμό:
«Ο Κύριος μεθ΄ υμών». – «Και μετά του πνεύματος σου». – «Άνω τάς καρδίας». – «΄Εχομεν πρός τον Κύριον». – «Έυχαριστήσωμεν τω Κυρίω». – «Άξιον και δίκαιον».
Παραθέτει επίσης και τη σπουδαιότατη ευχαριστήρια ευχή του προεστώτος, η οποία περιέχει την «Ανάμνηση», την «Επίκληση» του αγ. Πνεύματος, τη «Δοξολογία», την «Κοινωνία» από τα καθαγιασθέντα δώρα κ.α.
Η κοινωνία των καθαγιασμένων δώρων, του άρτου και του οίνου (σώμα και αίμα Χριστού), από τους πιστούς γινόταν πριν ακόμη αναμιχθούν τα στοιχεία. Ο τελετουργός επίσκοπος ή πρεσβύτερος προσέφερε στο δεξί χέρι των πιστών τον άρτο (σώμα) και ο διάκονος προσέφερε τον οίνο (αίμα) με το άγιο ποτήριο (Τερτυλλιανού,De corona,3.Mαρτύριον Περπετούης,4,).
Ο Τερτυλλιανός κατακρίνει τους ζηλωτές χριστιανούς, οι οποίοι δεν διέκοπταν τη νηστεία για να λάβουν την ευχαριστία και τους συνιστά να λαμβάνουν στα χέρια τους το σώμα του Κυρίου και να το τρώγουν μετά το πέρας της νηστείας (Ad uxorem,II,5). Μπορούσαν δηλαδή οι πιστοί να φυλάσσουν το σώμα του Χριστού, όπως μπορούσαν να το λαμβάνουν και οι μη δυνάμενοι να παραστούν στην ευχαριστιακή σύναξη.
Ο Ιουστίνος αναφέρει ότι «ευχαριστήσαντος του προεστώτος και επευφημήσαντος παντός τού λαού, οι καλούμενοι παρ΄ ημίν διάκονοι, εκάστω των παρόντων μεταλαβείν απο του ευχαριστηθέντος άρτου και οίνου και ύδατος, και τοίς ου παρούσιν αποφέρουσιν» (Α΄ Απολογία,66).
Η κράση (=ανάμιξη) του οίνου με ύδωρ αναφέρεται και από τον Κλημέντα τον Αλεξανδρέα (150-215 μ.Χ): «αναλόγως...κίρναται ο μέν οίνος τω ύδατι» (Παιδαγωγός,II,20). Στους απόντες για εύλογες αιτίες κληρικούς ή και λαϊκούς ή θ. ευχαριστία αποστελλόταν υπό τη μορφή τεμαχίου καθαγιασμένου άρτου, στο οποίο είχε επισταχθή καθαγιασμένος οίνος. Κατά τη μετάδοση των τιμίων δώρων ο ιερουργός, ο οποίος τα προσέφερε στους πιστούς, χρησιμοποιούσε προφανώς τις φράσεις «Σώμα Χριστού», «Αίμα Χριστού», ενώ ο πιστός απαντούσε «Αμήν» (Τερτυλλιανού, De spectaculis,25. Αποστολικαί Διαταγαί,XIII).
Oι πιστοί ελάμβαναν με ευλάβεια τον άγιο άρτο της ευχαριστίας και πρόσεχαν να μη πέσουν ψυχία (=ψίχουλα) από τα χέρια τους για να μην βεβηλωθούν (De corona,3).
H ψαλμωδία ήταν απλή και εμμελής ανάγνωση, ως μια αντιφωνία μεταξύ του τελετουργού και των μελών της κοινότητας ή και ως μια απλή «υπακοή» των μετεχόντων στη σύναξη των πιστών, οι οποίοι απήγγελλαν συνήθως με ρυθμό τις τελευταίες λέξεις (ακροστίχια ή ακροτελεύτια) των απαγγελόμενων ύμνων ή ψαλμών (υποψάλλειν,υπηχείν,υπακούειν) από τον τελετουργό. Η αντιφωνία δύο χορών επικράτησε αργότερα.
Από τα θεμελιώδη αυτά στοιχεία της θ. Λειτουργίας διαμορφώθηκαν προοδευτικώς με ορισμένες τροποποιήσεις ή και προσθήκες διάφοροι κύκλοι λειτουργικών τύπων (συριακός, αιγυπτιακός. παλαιστινιακός, ρωμαϊκός, αφρικανικός κ.α), χωρίς όμως να διαφοροποιηθή και ο βασικός πυρήνας της θ. Ευχαριστίας.
Οι κοινές εστιάσεις («αγάπαι») σταδιακά αποχωρίσθηκαν από τη θ. λειτουργία, διατήρησαν όμως μόνο ορισμένα εξωτερικά στοιχεία της θ. λειτουργίας (κλάση του άρτου και ευλογία του ποτηρίου).Ετελούντο συνήθως κατά την εσπέρα της Κυριακής ή και σε άλλες ημέρες της εβδομάδας στον ναό ή σε ιδιωτική οικία, παρόντος κατά κανόνα του επισκόπου ή άλλου κληρικού, ο οποίος ευλογούσε τον άρτο και τον οίνο. Ο Τερτυλλιανός αναφέρεται λεπτομερώς στις «αγάπες»,οι οποίες ετελούντο στη Β. Αφρική και τις εξυμνεί αφ΄ ενός μεν για την τόνωση της ευσέβειας αυτών που συμμετείχαν, αφ΄ ετέρου δε γιατί με αυτές ενισχύοντο οι πτωχοί. Η συνεστίαση άρχιζε με την κοινή προσευχή, η δέ συμμετοχή στα προσφερόμενα εδέσματα ήταν μεμετρημένη, αφού οι συνδαιτημόνες πιστοί είχαν την έντονη αίσθηση της παρουσίας του Θεού.Προ της λήξης της συνεστίασης κάθε συνδαιτημόνας απήγγειλε κάποιον ύμνο από την αγία Γραφή ή και δικής του συνθέσεως, η δ αγάπη τελείωνε μ κοινή προσευχή (Apologeticum,39).
Όμως η πνευματική αυτή ατμόσφαιρα δεν επικρατούσε παντού, όπου γίνονταν «αγάπες». Πράγματι Κλήμης ο Αλεξανδρευς παρουσιάζει εντελώς αντίθετη εικόνα των «αγαπών» από εκείνη την οποία αναφέρει ο Τερτυλλιανός. Σημειώνει ότι οι «αγάπες» στην Αλεξάνδρεια είχαν εκφυλιστεί σε «δειπνάρια τινα κνίσσης και ζωμών αποπνέοντα, το καλόν και σωτήριον έργον του Λόγου, την αγάπην την ηγιασμένην κυθιδρίοις και ζωμού ρύσει καθυβρίζοντα» (Παιδαγωγός,ΙΙ 1).
Όπου οι «αγάπες» συνδέθηκαν με την οργανωμένη μέριμνα της κοινότητας υπέρ των πτωχών και γενικότερα με τη φιλανθρωπία, επιβίωσαν ως υγιής εκκλησιαστική εκδήλωση, ενώ, όπου κατέληξαν σε αυτοσκοπό, έχασαν την αυστηρή πνευματική βάση τους και με την πάροδο του χρόνου καταργήθηκαν.
Στην Εκκλησία μέχρι σήμερα οι «αγάπες» επιβίωσαν μερικώς στην «Αρτοκλασία».
(Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία τομος Α σελ. 36-37,51…,264-270, οι υπογραμμίσεις δικές μας και οι μεταφράσεις επίσης των αρχαίων κειμένων)