ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Όταν σε προσβάλλουν και σε βρίζουν, να σκέφτεσαι πως και αυτό ακόμα εξυπηρετεί κάποιο σχέδιο της πρόνοιας του Θεού. Δες το σαν ραβδί που χτυπάει την αδυναμία σου, και σαν μία υπόμνηση, ότι πρέπει να θεραπεύσεις αυτή την αδυναμία. Δες το, πραγματικά, σαν τη θεραπεία αυτή καθεαυτή. Σου δίνεται μία θαυμάσια ευκαιρία ν’ αναμετρήσεις τις δυνάμεις αντιστάσεως που διαθέτεις, το πνευματικό σθένος σου στον πόλεμο εναντίον του κακού, τη θέλησή σου ν’ αποκτήσεις ταπεινό φρόνημα.
Καταλαβαίνω καλά ότι δεν σου είναι εύκολο να ζεις πια μέσα στον κόσμο. Αλλά μέχρι να σε καλέσει ο κύριος, και μέχρι να κάνει πρακτικά δυνατή τη μετάβαση σου σ’ ένα μοναστήρι, αγωνίσου να ζεις και να εργάζεσαι χαρούμενα και αγόγγυστα, τηρώντας τους νόμους και τις εντολές Του. Και φύλαξε τον εαυτό σου από την κατάκριση των άλλων για δήθεν έλλειψη ζήλου. Ο Θεός είναι παντοδύναμος. Μπορεί να οικονομήσει τη σωτηρία όλων και να τους γεμίσει με το φλογερό πόθο της αιωνιότητος, όταν, κατά την αλάθητη κρίση Του, έρθει ο κατάλληλος καιρός για τον καθένα.
***
Με χαρά άκουσα ότι τώρα είσαι πολύ χαρούμενος και πολύ ειρηνικός με τον εαυτό σου και με τους άλλους. Κι αυτό γιατί έγινες μέλος της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, που έχει διαφυλάξει ακέραια και ανόθευτη την αποστολική παράδοση.
Όσο για κείνους τους ανθρώπους που, ενώ είναι καλόκαρδοι και φιλάνθρωποι, δεν πιστεύουν στο Θεό, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να τους κρίνουμε, ούτε ωφελεί να ψάχνουμε για τα αίτια της απιστίας τους. Οι δρόμοι που χαράζει ο Θεός για τον καθένα είναι άγνωστοι και ανεξιχνίαστοι. Ας αφήσουμε λοιπόν αυτούς τους καλούς ανθρώπους αποκλειστικά στην πάνσοφη κρίση του Θεού και στο έλεος της πανάγαθης πρόνοιας Του. Εκείνος μόνο γνωρίζει πως και γιατί δημιούργησε το ανθρώπινο γένος, αλλά και τον καθένα μας ξεχωριστά, έτσι όπως είναι.
Ο κ. Μ. πολύ σωστά λέει ότι οι Λουθηρανοί κατέχουν πράγματι χρυσάφι —το λόγο του Θεού —και ασήμι— ανθρώπους με καλή διάθεση—, αλλά σ’ αυτό το χρυσάφι και το ασήμι έχει προστεθεί τόσο μεγάλη ποσότητα ευτελών μετάλλων —υπερήφανοι συλλογισμοί, πολλοί αμετάπειστοι και κακοπροαίρετοι άνθρωποι—, ώστε οι προσμίξεις έχουν μειώσει την αξία όχι μόνο του ασημιού, αλλά και αυτού του χρυσού. Γι’ αυτό έχουν ευθύνη και θα δώσουν λόγο.
Σου συνιστώ πάντως να αποφεύγεις τις θυελλώδεις συζητήσεις πάνω σε θρησκευτικά ζητήματα. Τίποτα καλό δεν μπορεί να βγει από τέτοιου είδους συζητήσεις. Άλλωστε, συνήθως δεν οδηγούν πουθενά— «εισίν ανωφελείς και μάταιοι» (Τίτ. 3:9)—, ιδιαίτερα όταν οι συνομιλητές σου είναι, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, «οι εν τη ασεβεία ανιάτως ζώντες και ουδεμίαν ελπίδα μεταβολής έχοντες».
Να είσαι «ουκ ακροατής επιλησμονής… άλλα ποιητής έργου», για να είσαι κατά συνέπεια και «μακάριος εν τη ποιήσει αυτού» (Ιάκ. 1:25). Αλλά να θυμάσαι ότι το πιο σπουδαίο και επείγον έργο για κάθε άνθρωπο, που θέλει ειλικρινά και σοβαρά ν’ αγωνιστεί πνευματικά, είναι η καλλιέργεια της πραότητας και της αοργησίας. Πώς όμως θα εργαστούμε για να την αποκτήσουμε; Μας το λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: Στην αρχή, στο πρώτο στάδιο, ας φροντίσουμε να σιωπούν τα χείλη μας, έστω και αν η καρδιά μας βρίσκεται σε ταραχή. Έπειτα, στο δεύτερο στάδιο, ας επιβάλουμε σιωπή και στους λογισμούς, ενώ η καρδιά μας ακόμα δοκιμάζει λίγη ταραχή. Και τέλος, μετά από πολύν αγώνα, όσο κι αν φυσούν οι άνεμοι των ύβρεων και των ατιμιών, στη θάλασσα της ψυχής μας θα επικρατεί μόνιμη και σταθερή γαλήνη.
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ. 74-77)
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ( + 390)(Πατρολογία τόμος Β, εκδ. Γρηγόρη,Αθήνα 2012,σελ.495-518).
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ.
Ο Γρηγόριος Θεολόγος, ο Ναζιανζηνός, είναι ο επιφανέστερος, ο «άριστος» θεολόγος της Εκκλησίας μετά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Το θεολογικό του βάθος και η έντονη ποιητικότητα στο έργο του τον ύψωσαν σε πρότυπο μοναδικού κάλλους και λάμψεως. Ο Γρηγόριος υπήρξε ο ποιητής που έγινε μεγάλος θεολόγος. H ευαισθησία χαρακτήριζε το είναι του με τρόπο καθολικό και τον οδηγούσε σε αλλεπάλληλες απογοητεύσεις, σ’ ένα είδος συνεχούς φυγής από καταστάσεις, στις οποίες εμπλεκόταν με πιέσεις τρίτων αλλά πάντως θεληματικά. Η «φυγή» του ήταν συνάρτηση της αναπτυγμένης ευαισθησίας του και της κλίσεως για τον μονήρη νηπτικό βίο. Πίστευε ότι «μεγίστη πράξις εστίν η απραξία» (Επιστ. 49), ο θεωρητικός ή θεοπτικός βίος.
Απέφευγε συστηματικά την δραστηριοποίησή του στο έργο της Εκκλησίας, αλλά τελικά και ποιμαντική φροντίδα ανέλαβε και τα μεγάλα θεολογικά προβλήματα αντιμετώπισε. Η συνύπαρξη των αντιθέσεων στο είναι του επιτεύχτηκε, διότι ο Γρηγόριος δεν ήταν μόνο ποιητής και νηπτικός, αλλά και μέγας θεολόγος, που φρονούσε ότι όφειλε να «καρποφορεί», να «ωφελεί» την Εκκλησία και μάλιστα να «δημοσιεύη την έλλαμψιν» του (Λόγος ΙΒ' 4. PG 35, 848ΑΒ). Στην περίπτωση του Γρηγορίου συνέβη το εξής θαυμαστό: ενώθηκαν ασύγχυτα ο ποιητής, ο νηπτικός και ο θεολόγος. Η τριπολικότητα του προσώπου του αποτελεί το μεγαλείο του, αλλά και την πρώτη δυσχέρεια ερμηνείας του.
Προϋποθέσεις της θεολογίας του
Οι σπουδές του Γρηγορίου, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και την Αθήνα, επωμίστηκαν δυναμικά την έκφραση της θεολογίας του. Η φιλία του με τον Βασίλειο, σταθερή στην διάρκεια του βίου τους και παροιμιώδης έκτοτε, δρα και ανασταλτικά και δημιουργικά. Ανασταλτικά, διότι μέχρι το 378 ο Γρηγόριος ανέμενε συνήθως την αντιμετώπιση των σύγχρονων θεολογικών προβλημάτων από τον μεγάλο του φίλο. Και μολονότι γράφει και θεολογεί δεν κορυφώνεται. Δημιουργικά, διότι το έργο του Βασιλείου χρησίμευε στον Γρηγόριο ως θεμέλιο και έναυσμα συγχρόνως. Το κύρος και η θεληματικότητα του Βασιλείου ανέκοπταν ως ένα βαθμό την ισχυρή ροπή του Γρηγορίου για θεολογία. Τελικά όμως ο Γρηγόριος διηύρυνε τον ορίζοντα του Βασιλείου.
Η παράδοση του Γρηγορίου ήταν δύσκολη συνάρτηση της αλεξανδρινής ή ωριγενιστικής σχολής και της θεολογίας των Ιγνατίου, Ειρηναίου και Μ. Αθανασίου. Η εμπειρία του πατέρα του, που θήτευσε πολλά χρόνια στην αίρεση των Υψισταρίων και υπέγραψε το 360 ημιαρειανικό Σύμβολο (ομοιουσιανών), τον βοήθησε και αρνητικά να σχηματίσει κριτήριο παραδόσεως και ορθοδοξίας. Το κριτήριο του αυτό, αποτέλεσμα πρώτιστα φωτισμού του αγ. Πνεύματος, αναδείχτηκε το τελειότερο στην αρχαία Εκκλησία. «Επί των ημετέρων όρων ιστάμενοι» (Λόγος ΚΘ' 23'• ΚΖ' 5). Με τους λόγους αυτούς, που επαναλαμβάνει συχνά, εκφράζει την πεποίθηση ότι η θεολογία της Εκκλησίας ασκείται με προϋποθέσεις και προοπτικές, που δημιουργεί η ίδια η Εκκλησία. Γι’ αυτό και, μολονότι μεταξύ των μεγάλων Πατέρων είναι ο βαθύτερος γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, διακρίνει σαφέστατα το έργο του θεολογείν από το έργο του φιλοσοφείν.
Η σχέση του με το θύραθεν πνευματικό κλίμα της εποχής υπήρξε φυσική και διακριτική. Φυσική, διότι και ο ίδιος αποτελούσε πνευματικό κλίμα της εποχής, στο μέτρο που σκεπτόταν μέσω των δομών της εποχής και έγραφε στα μέτρα της. Διακριτική, διότι συνειδητοποίησε το όλως άλλο της θείας αληθείας, την οποία όμως κατανοούσε κι εξέφραζε με τις δομές της εποχής. Όπως στην περίπτωση του Βασιλείου, έτσι και στον Γρηγόριο παρεξηγείται το εγχείρημα του να μιλήσει ως πλατωνικός, στωικός ή νεοπλατωνικός, για την αλήθεια της Εκκλησίας. Στην εποχή του ο Γρηγόριος όφειλε να είναι όλα αυτά με τρόπο εκλεκτικό. Αλλού βρίσκεται το πρόβλημα: Στο εάν η αλήθεια του μένει αλήθεια του Θεού ή εάν μέσω των φιλοσοφικών δομών μεταστοιχειώνεται λίγο ή πολύ σε πλατωνική, στωική κ.λπ. φιλοσοφία. Ο Γρηγόριος διέκρινε τον κίνδυνο αυτό και - σε κρίσιμες στιγμές εκφράσεως της αλήθειας κατ’ ανάγκην με δομές της εποχής - υπογραμμίζει ότι άλλο το φιλοσοφικό περιεχόμενο του όρου-δομής και άλλο η αλήθεια που με αυτά δηλώνεται (βλ. Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Γρηγόριος ο Θεολόγος..., Αθήνα 1980, σσ. 89-98). Και μολονότι έναντι της θύραθεν φιλοσοφίας είναι κριτικότερος και από τον Βασίλειο, δίνει σαφώς την εντύπωση ότι χωρίς αυτήν η θεολογία είναι αδύνατη (βλ. Λόγο 43• PG 36, 508Β/509Α).
Η θεολογική θεοπτία τον «αρίστου θεολόγου»
Πρώτος μεταξύ των μεγάλων Πατέρων ο Γρηγόριος κάνει λόγο ειδικό περί θεολογίας με αφορμή την πληθώρα των αυτοσχέδιων θεολόγων, τους οποίους γενικά ενθάρρυνε ο αρειανισμός. Είναι κι εδώ χαρακτηριστικό ότι ο λόγος του αποβαίνει αυτοβιογραφικός. Μιλώντας για την θεολογία, περιγράφει τελικά την διαδικασία που συνέβη εντός του, όταν ο ίδιος προσπαθούσε να λύσει προβλήματα θεολογικά:
«Τι τούτο έπαθον, ω φίλοι και μύσται και της αληθείας συνερασταί; Έ τ ρ ε χ ο ν μεν ως Θεόν καταληψόμενος και ούτως α ν ή λ θ ο ν επί το όρος ( = θεολογία) και την νεφέλην διέσχ ον, είσω γενόμενος... επεί δε προσέβλεψα, μόλις ε ί δ ο ν Θεού τα οπίσθια... και μικρόν δ ι α κ ύ ψ α ς...» (Λόγος ΚΗ' 3).
«Ανιόντι δε μοι προθύμως επί το όρος, η, το γε αληθέστερον ειπείν, προθυμουμένω τε άμα και αγωνιώντι, το μεν δια την ελπίδα, το δε δια την ασθένειαν, ίνα της νεφέλης είσω γένωμαι και Θεώ συγγένωμαι• τούτο γαρ Θεός κελεύει» (Λόχος ΚΗ' 2).
«...έ δ ο ξ έ μοι κράτιστον είναι τας μεν εικόνας χαίρειν εάσαι..., οδηγώ τω Πνεύματι χρώμενον, ην εντεύθεν έλλαμψιν εδεξάμην, ταύτην εις τέλος διαφυλάσσονται...» (Λόγος ΛΑ' 3).
Σκοπός του Γρηγορίου είναι να διασχίσει το παραπέτασμα του κόσμου και να «συγγίνει» με τον Θεό, δηλαδή με την αλήθεια, κάτι που μόνο θα εξασφαλίζει άμεση και ασφαλή γνώση. Πρόκειται για την θεοπτία, για την οποία ο Γρηγόριος μιλάει κυρίως σε συνδυασμό προς την θεολογική αναζήτηση. Δεν είναι κυρίως θεολόγος της θεοπτίας, αλλά θεολόγος της θεολογίας, η οποία όμως είναι αδιανόητη χωρίς θεοπτία. Η θεοπτία, η προσωπική δηλαδή εμπειρία της αλήθειας, αποτελεί συνάρτηση της καθάρσεως:
«Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτέ και της θεότητος άξιος; τας εντολάς φύλασσε, δια των προσταγμάτων όδευσον• π ρ ά ξ ι ς γαρ επίβασις θεωρίας» (Λόγος Κ' 12. Βλ. και ΚΖ' 3).
Την πραγματικότητα και τον τρόπο της ασκήσεως-καθάρσεως εκφράζει κατά προτίμηση με στωική ορολογία, που ήταν τότε διάχυτη και κατανοητή στον μέσο μορφωμένο πιστό.
Η σύγχυση, την οποία ιδιαίτερα είχε δημιουργήσει ο Ευνόμιος με την διδασκαλία του περί δήθεν ασφαλούς γνώσεως της θείας ουσίας, αναγκάζει τον Γρηγόριο σε πολυσήμαντη διευκρίνιση, που αργότερα θα ευρυνθεί ακόμη περισσότερο, αλλά που τώρα γίνεται ακριβέστερη από την ανάλογη του Μ. Βασιλείου. Οι χρονικές κατηγορίες, που χρησιμοποιούμε για τον Θεό («ην, αεί, εστί και έσται»), στην πραγματικότητα ισχύουν μόνο για την κτιστή φύση και όχι για την άκτιστη θεία φύση, η οποία μένει άπειρη και άγνωστη. Η ελπίδα όμως για τον Θεό δεν συνδέεται με την ίδια την θεία του φύση, («τα κατ’ αυτόν»), αλλά με «τα περί αυτόν». Και η γνώση μας δεν αφορά «την πρώτην τε και ακήρατον φύσιν» του Θεού, την οποία γνωρίζει μόνο η αγία Τριάδα, αλλά αφορά στην «τελευταίαν», την «εις ημάς φθάνουσαν». Με τον τρόπο αυτό διακρίνει στον Θεό την φύση του, που μένει άγνωστη, και την φυσική του ακτινοβολία, την οποία μόνο γνωρίζουμε:
«Θεόν, ότι ποτέ μεν εστί την φύσιν και την ουσίαν, ούτε τις εύρεν ανθρώπων πώποτε ούτε μην εύρη» (Λόγος ΚΗ' 17).
«Επεί δε προσέβλεψα μόλις είδον Θεού τα οπίσθια (Εξ. 33, 43) και τούτο τη πέτρα σκεπασθείς, τω σαρκωθέντι δι’ ημάς Θεώ Λόγω. Και μικρόν διακύψας, ου την πρώτην τε και ακήρατον φύσιν και εαυτή, λέγω δη τη Τριάδι, γινωσκομένην και όση του πρώτου καταπετάσματος είσω μένει..., αλλ’ όση τελευταία και εις ημάς φθάνουσα. Η δε εστίν... η εν τοις κτίσμασι και τοις υπ’ αυτού προβεβλημένοις και διοικουμένοις μεγαλειότης η... μεγαλοπρέπεια» (Λόγος ΚΗ' 3).
«Θεός ην μεν αεί και εστί και έσται• μάλλον δε εστίν αεί. Το γαρ ην και έσται, του καθ’ ημάς χρόνου τμήματα και της ρευστής φύσεως... Όλον γαρ εν εαυτώ συλλαβών έχει το είναι, μήτε αρξάμενον μήτε παυσάμενον, οιόν τι πέλαγος ουσίας άπειρον και αόριστον, πάσαν υπερεκπίπτον έννοιαν, και χρόνου και φύσεως• νω μόνω σκιαγραφούμενος και τούτο λίαν αμυδρώς και μετρίως, ουκ εκ των κατ’ αυτόν, αλλ’ εκ των περί αυτόν... Εμοί δοκείν, ίνα τω ληπτώ μεν έλκη προς εαυτό (το γαρ τελέως άληπτον, ανέλπιστον και ανεπιχείρητον), τω δε αλήπτω θαυμάζηται, θαυμαζόμενον δε ποθείται πλέον, ποθούμενον δε καθαίρη, καθαίρον δε θεοειδές απεργάζηται, τοιούτοις δε γενομένοις, ως οικείοις, ήδη προσομιλή, τολμά τι νεανικόν ο λόγος• Θεός θεοίς ενούμενός τε και γνωριζόμενος και τοσούτον ίσως, όσον ήδη γινώσκει τους γινωσκομένους. Άπειρον ουν το θείον και δυσθεώρητον και τούτο πάντη καταληπτόν αυτού μόνον, η απειρία» (Λόγος ΛΗ' 7).
Η θεοπτία γίνεται στον Γρηγόριο απολύτως θεολογική• αποτελεί δηλαδή την διαδικασία της θέας-εμπειρίας της αλήθειας και μάλιστα την διαδικασία για μεγαλύτερο βαθμό εμπειρίας της θείας αλήθειας, που όμως περιλαμβάνει και βρίσκεται σε απόλυτη συνάφεια προς την ήδη εκφρασμένη στην Εκκλησία διδασκαλία - αλήθεια και ιδιαίτερα προς την αγία Γραφή. Ότι δηλαδή παρέχεται μέσω της εμπειρίας δεν είναι για την Εκκλησία ούτε «ξένον» ούτε «παρείσακτον», αλλά το «πλέον» ως προς την ήδη διατυπωμένη διδασκαλία. Το «πλέον» χαρίζεται από τον Θεό μόνο στον «άριστον θεολόγον», όπως χαρακτηρίζει ο Γρηγόριος το εξαιρετικά προικισμένο και διακρινόμενο πρόσωπο της Εκκλησίας, τον ήρωα της, τον θεόπτη που δεν φτάνει στην θέα του Θεού μόνο χάριν της πνευματικής του απολαύσεως, αλλά κυρίως χάριν της βαθύτερης γνώσεως της αλήθειας εκείνης, την οποία έχουν οι πιστοί ανάγκη για να σωθούν. Το έργο του «άριστου» θεολόγου διακρίνει αποκαλυπτικά:
«και ούτος ά ρ ι σ τ ο ς ημίν θεολόγος, ουχ ος εύρε το παν (= της αληθείας), ουδέ γαρ δέχεται το παν ο δεσμός, αλλ’ ος ε ά ν άλλου φαντασθή πλέον και πλείον εν εαυτώ συναγάγη το της αληθείας ίνδαλμα ή αποσκίασμα, ή ότι και ονομάσομεν» (Λόγος Λ' 17).
Μεγάλος λοιπόν θεολόγος είναι μόνο αυτός που θ’ αποκτήσει εμπειρία της αλήθειας βαθύτερη κι ευρύτερη από εκείνην που είχαν οι άλλοι θεολόγοι μέχρι την εποχή του. Εκείνος που θα πετύχει το «πλέον» και «πλείον» της αλήθειας σε σχέση όχι προς την ίδια την αλήθεια (που δεν αυξομειώνεται), αλλά σε σχέση με τους λοιπούς θεολόγους που έζησαν στην Εκκλησία, αυτός θα είναι και θα θεωρείται «άριστος θεολόγος». Αυτός «διασκέπτεται» με το ίδιο το άγιο Πνεύμα περί της αληθείας και κατέρχεται στο βάθος της για να προσθέσει στο μέχρι τότε «ελλιπώς ειρημένον» (Επιστ. 102, 2) εκείνο που κέρδισε ή μάλλον εκείνο που του χαρίστηκε από το ίδιο το άγιο Πνεύμα (Λόγος ΚΑ' 33-34• ΛΑ' 26-27• ΜΓ' 65 κ.ά.). Η συγκλονιστική αυτή θεολογία της βαθύτερης εμπειρίας στην αλήθεια προϋποθέτει «ελλάμπουσαν» αγ. Τριάδα, που «μίγνυται» «όλως όλω νοι» (του ανθρώπου). Οι νοητικές δυνάμεις του ανθρώπου όχι μόνο είναι κατά την διαδικασία αυτή σε εγρήγορση, αλλά και μέσω αυτών εκφράζεται η αυξημένη εμπειρία της αλήθειας, ώστε να έχουμε λόγο περί Θεού, δηλαδή θεολογία. Η έκφραση της εμπειρίας είναι δυσχερής, αλλά κατορθώνεται. Βέβαια το εκφραζόμενο συνιστά μόνο αμυδρή εικόνιση εκείνου, που είναι η εμπειρία (Λόγος ΚΗ' 4), αλλά παραταύτα είναι γνήσιο και επαρκές για την σωτηρία.
Τα στάδια φανερώσεως της Θείας αλήθειας
Ο Γρηγόριος, έχοντας βαθιά παραδοσιακότητα, αίσθηση της ριζοσπαστικότητας της σκέψεώς του και προπαντός υποχρέωση να δικαιολογήσει την θεολογική του προσφορά σ’ εχθρούς και φίλους, αναγκάστηκε να μιλήσει για την θεολογία του σε σχέση προς την θεία οικονομία γενικά και προς την αγία Γραφή ειδικά. Έτσι θεολόγησε για τα στάδια της φανερώσεως της θείας αλήθειας , τα οποία χαρακτήρισε «σεισμούς» και τα οποία συνιστούν οι εποχές της ΠΔ, της ΚΔ και της Εκκλησίας (από την Πεντηκοστή δηλαδή και μετά).
Οι δύο πρώτοι «σεισμοί» ή «μεταθέσεις βίων», που είναι οι δύο Διαθήκες, έχουν ως συνέχεια «τρίτον σεισμόν», την εποχή δηλ. της Εκκλησίας, που σημαίνει «την εντεύθεν επί τα εκείσε μετάστασιν» (Λόγος ΛΑ' 25) και που επαναλαμβάνοντας άλλους ονομάζει ο Γρηγόριος καταχρηστικά «τρίτην διαθήκην». Μεταξύ των δύο πρώτων σεισμών - σταδίων της θείας οικονομίας και του τρίτου υπάρχει ουσιώδης διαφορά. Οι δύο πρώτοι χαρακτηρίζονται από «αφαιρέσεις», διότι κατά τις δύο Διαθήκες ο Θεός αφαιρούσε κάτι από τα ήθη και τις αντιλήψεις των ανθρώπων, οδηγώντας τους προς την τελειότητα βαθμιαία. Έτσι η ΠΔ «περιέκοψε» τα είδωλα και «συνεχώρησεν» (επέτρεψε) τις θυσίες. Η ΚΔ περιέκοψε τις θυσίες, αλλά δεν εμπόδισε την περιτομή κι έγιναν οι εθνικοί ιουδαίοι και οι ιουδαίοι χριστιανοί. Η τρίτη εποχή, από την Πεντηκοστή και μετά, εφόσον όλα στην ΚΔ είναι αυθεντικά ως λόγοι και έργα του Υιού του Θεού, πραγματοποιείται «δια των προσθηκών» (Λόγος ΛΑ’ 26). Εννοεί με τον όρο «προσθήκαι» την διεύρυνση της γνώσεως της αλήθειας με τον φωτισμό του αγ. Πνεύματος, που οδηγεί όχι σε νέες αλήθειες, αλλά στην πληρέστερη γνώση των ήδη στην Γραφή δηλωμένων, ώστε να πρόκειται όχι για βελτίωση της γνώσεως της αλήθειας , αλλά για αύξηση της. Την διαδικασία αυτή είχαν στον Β' αιώνα υπογραμμίσει ο Θεοφόρος Ιγνάτιος και ο Ειρηναίος της Λυών (Έλεγχος Δ' 11, 2• Ε' 2, 2 κ.ά.).
Η ενέργεια του αγ. Πνεύματος πριν από την Πεντηκοστή
Το τρίτο στάδιο της θείας οικονομίας, η δράση του αγ. Πνεύματος από την Πεντηκοστή και μετά, διακρίνεται, χωρίς να χωρίζεται, από τα δύο πρώτα, δηλ. την Π και την ΚΔ, των οποίων αποτελεί συνέχεια και συνέπεια. Για να εξηγήσει την συνέπεια αυτή ο Γρηγόριος, αλλά και το είδος δράσεως του αγ. Πνεύματος στα δύο πρώτα στάδια, τονίζει ότι, όταν έλαβε «πέρας» η «σωματική» παρουσία του Χριστού στην γη, άρχισε το έργο του Πνεύματος, που συνιστά «ελπίδος συμπλήρωσιν», κάτι που έγινε πλέον με την κάθοδο κι «επιδημία» του Πνεύματος στην γη (Λόγος ΜΑ' 5). Για να δείξει το κατεξοχήν έργο του Πνεύματος μετά την ανάσταση του Κυρίου, αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει εκφράσεις, που δυνατόν να παρεξηγηθούν. Τώρα, λοιπόν, το Πνεύμα είναι «ουσιωδώς» παρόν και όχι «ενεργεία». Όπως ο Υιός επικοινώνησε με τους ανθρώπους «σωματικώς», «έπρεπε» να φανεί και το Πνεύμα «σωματικώς». Όταν ο Υιός επανήλθε στον Πατέρα, ήλθε το Πνεύμα «ως Κύριον», αλλά φυσικά, το Πνεύμα δρούσε από την αρχή της θείας οικονομίας με τα δύο άλλα θεία πρόσωπα.
Έτσι ενεργούσε στις αγγελικές και θείες δυνάμεις, στους πατέρες και τους προφήτες της ΠΔ και στους μαθητές του Κυρίου. Προς τους τελευταίους ενήργησε «τρισσώς», κατά τρία στάδια, διότι δεν ήσαν οι Απόστολοι από την αρχή σε θέση να κατανοήσουν τα πάντα: πριν δοξαστεί με το πάθος ο Χριστός, μετά την Ανάσταση και μετά την Ανάληψη. Στο πρώτο στάδιο δρούσε «αμυδρώς» και στο δεύτερο «εκτυπώτερον» (σαφέστερα), ενώ στο τρίτο «τελεότερον», διότι τώρα δρα ως παρόν «ουσιωδώς», δηλαδή τώρα είναι ο κατεξοχήν καιρός της δράσεώς του, ο «καιρός του Πνεύματος» (Λόγος ΜΑ' 11), όπως χαρακτηριστικά λέγει:
Το άγιο Πνεύμα «ενήργει, πρότερον μεν εν ταις αγγελικαίς και ουρανίοις δυνάμεσιν... Έπειτα εν τοις πατράσι και τοις προφήταις... Έπειτα εν τοις Χριστού μαθηταίς... και τούτοις τρισσώς, καθ’ όσον οιοί τε ήσαν χωρείν και κατά καιρούς τρεις• το πριν δοξασθήναι Χριστόν τω πάθει• μετά το δοξασθήναι τη αναστάσει• μετά την εις ουρανούς ανάβασιν ή αποκατάστασιν. Δηλοί δε η πρώτη των νόσων και η των πνευμάτων κάθαρσις, ουκ άνευ Πνεύματος δηλαδή γενομένη και το μετά την οικονομίαν εμφύσημα, σαφώς ον έμπνευσις θειοτέρα• και ο νυν μερισμός των πύρινων γλωσσών, ο και πανηγυρίζομεν. Αλλά το μεν πρώτον, αμυδρώς• το δε δεύτερον, εκτυπώτερον• το δε νυν, τελεότερον, ουκ έτι ενεργεία παρόν, ως πρότερον, ουσιωδώς δε, ως αν είποι τις, συγγινόμενόν τε και συμπολιτευόμενον. Έπρεπε γαρ Υιού σωματικώς ημίν ομιλήσαντος και αυτό φανήναι σωματικώς. Και Χριστού προς εαυτόν επανελθόντος, εκείνο προς ημάς κατελθείν• ερχόμενον μεν ως Κύριον, πεμπόμενον δε ως ουκ αντίθεον» (Λόγος ΜΑ' 11).
Στο παραπάνω κείμενο του λόγου Εις την Πεντηκοστήν, που εκφωνήθηκε το 379 στην Κωνσταντινούπολη, έχουμε και την φράση: το άγιο Πνεύμα «ερχόμενον ως Κύριον», από την οποία προφανώς προέρχεται ο όρος «Κύριον» του άρθρου περί αγ. Πνεύματος στο Σύμβολο της Β' Οίκουμ. Συνόδου (381).
Η αναζήτηση «αποθέτον κάλλους» ως τελική ερμηνευτική
«Τάξις θεολογίας», όπως είδαμε, είναι η σταδιακή αύξηση της διδασκαλίας, όσο αυτό είναι αναγκαίο και όσο φωτίζει το Πνεύμα, χωρίς να πρόκειται για εξέλιξη του δόγματος, που προϋποθέτει βελτίωσή του και ανεπάρκεια προς σωτηρία στην προ της εκάστοτε αυξήσεως του εποχή. Βάσει της «τάξεως» αυτής ο Γρηγόριος θεολόγησε περί των τριών υποστάσεων και της μιας φύσεως στον Θεό, περί της θεότητας του αγίου Πνεύματος και των δύο φύσεων του Χριστού.
Η αυξημένη εμπειρία της αλήθειας , την οποία μπορεί με τις παραπάνω προϋποθέσεις να πετύχει ο «άριστος» θεολόγος είναι πέρα του γράμματος της Γραφής, συνιστά απόθετον κάλλος της αλήθειας . Οι φράσεις αυτές αποβαίνουν στον Γρηγόριο πολυσήμαντοι όροι, με τους οποίους προσπαθεί να εκφράσει το γεγονός ότι ο θεολόγος χωρεί πέρα από το γράμμα της Γραφής, σκύβει κάτω και μέσα από αυτό («είσω παρακύψαντες»), το ξεπερνά, δεν περιορίζεται από αυτό, προχωρεί από βάθος σε βάθος, με το φως του Πνεύματος βρίσκει περισσότερο φως. Οι όψεις της αλήθειας , τις οποίες έτσι βρίσκει, μολονότι δεν είναι σαφώς δηλωμένες από το γράμμα της Γραφής, ανήκουν στο απόθετον κάλλος, είναι όψεις της άπειρης θείας αληθείας. Ο όρος κάλλος, σχετιζόμενος με το θείο και την αλήθεια, απαντά στο Συμπόσιον του Πλάτωνα. Ο Γρηγόριος εδώ ότι αναζητά και βρίσκει κάτω από το γράμμα της Γραφής δεν είναι «ξένον» προς αυτήν. Αντίθετα, πρέπει να είναι σύμφωνο και ομόλογο με ότι αυτή περιέχει:
«Πάλιν και πολλάκις ανακύκλεις ημίν το άγραφον. Ότι μεν ουν ου ξένον τούτο... δέδεικται μεν ήδη πολλοίς των περί τούτου διειληφότων, όσοι μη ραθύμως μηδέ παρέργως ταις θείαις Γραφαίς εντυχόντες, αλλά, διασχόντες το γράμμα και είσω παρακύψαντες, το απόθετον κάλλος ιδείν ηξιώθησαν και τω φωτισμώ της γνώσεως κατηυγάσθησαν» (Λόγος ΛΑ' 21. Βλ. και ΜΓ' 63 κ.ά.).
Τα παραπάνω δεδομένα τονίζουν εμφαντικά ότι ο Γρηγόριος ασκεί θεολογία εμπειρική, αναλύει την διαδικασία της θεοπτίας, ξεπερνώντας και περιφρονώντας μάλιστα (Λόγος ΚΗ' 9) την νεοπλατωνική μέθοδο του αποφατισμού, όπως με την ίδια θεολογία ξεπερνά το δίλημμα: αλληγορική ή ιστορικογραμματική ερμηνεία; Και αυτό, γιατί με την θεολογία του δεν επιδιώκει φιλοσοφικά την αρχική γνώση του Θεού, ώστε, αποφάσκοντας ότι δεν μπορεί να είναι θεός, να φθάνει δήθεν στον Θεό. Ως πιστός και δη ως θεολόγος ο Γρηγόριος ήδη ζει την θεία αλήθεια και προσπαθεί να προχωρήσει περισσότερο, ν’ αποκτήσει εμπειρία και άλλης όψεως της αλήθειας . Στο περισσότερο (στο «πλέον») τούτο, στον μεγάλο του στόχο, ανάγεται με τον φωτισμό του αγ. Πνεύματος και όχι με τον αποφατισμό, με άρνηση ιδιοτήτων που δεν ανήκουν στον Θεό. Πέρα του γράμματος της Γραφής, στο «απόθετον κάλλος» της αλήθειας, φτάνει πάλι με φωτισμό. Αντίθετα, η αυστηρή αλληγορική ερμηνεία θα τον ανάγκαζε να επινοεί στις βιβλικές λέξεις έννοιες δικές του και η ιστορικογραμματική ερμηνεία θα τον περιόριζε μόνο σε ότι ρητά (expresses verbis) δηλώνουν οι βιβλικές λέξεις.
Τέλος, η εμφανής αγωνία του Γρηγορίου κάθε φορά που μιλάει περί θεολογίας και η εφαρμογή των σχετικών αναλύσεων στο δικό του έργο, υπογραμμίζουν την επιθυμία του να γίνει και να είναι ο ίδιος «άριστος θεολόγος», όπως πράγματι έγινε. Και η Εκκλησία του το αναγνώρισε, αποκαλώντας τον «Θεολόγον». Αυτή είναι η μόνη εξήγηση της πολυσήμαντης επωνυμίας του.
Η σχέση των θείων προσώπων και η Θεότητα τον αγίου Πνεύματος
Η Εκκλησία μετά το 350 συγκλονιζόταν από το πρόβλημα του πώς της σχέσεως των προσώπων της αγίας Τριάδας. Ήδη το 364 ο Μ. Βασίλειος θεμελίωσε και εισήγαγε θεολογικά πλέον την διάκριση των τριών θείων υποστάσεων και την ενότητα της φύσεώς τους. Επειδή όμως ο τελευταίος θεολόγησε με αφορμή τις απόψεις του Ευνομίου κατά της θεότητας του Υιού, η τριαδολογία του κέντρο είχε τον Υιό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Βασίλειος δεν ονομάζει ρητά το άγιο Πνεύμα ομοούσιο ούτε στο πλέον τέλειο έργο του «Περί του αγ. Πνεύματος», γραμμένο το 375.
Ο Γρηγόριος υιοθέτησε απόλυτα την τριαδολογική βάση του Βασιλείου και συνέχισε το οικοδόμημα, εξηγώντας και διασαφηνίζοντας οριστικά σχεδόν την διάκριση ιδιότητας και φύσεως των θείων προσώπων, για να φτάσει στην ομοουσιότητα Πατέρα, Υιού και Πνεύματος. Θεολόγησε όμως με αφορμή και τις κακοδοξίες περί αγίου Πνεύματος. Έτσι, κάνοντας τολμηρά βήματα, έφτασε κι εξέφρασε πρώτος (μεταξύ των θεολόγων της Εκκλησίας ήδη πριν το 372: Λόγος ΙΓ' 4. PG 35, 856Β) την αλήθεια ότι το Πνεύμα είναι Θεός, όπως ακριβώς ο Πατέρας και ο Υιός. Το 372 (Επιστ. 58) διαμαρτύρεται, γιατί ο Βασίλειος δεν ήταν σαφής στο θέμα της θεότητας και ομοουσιότητας του Πνεύματος• και το 379/80 με τον πέμπτο θεολογικό Λόγο (ΛΑ') αποβαίνει ο κορυφαίος Πνευματολόγος της Εκκλησίας:
«Τι ουν, Θεός το Πνεύμα; πάνυ γε• τι ουν, ομοούσιον; είπερ Θεός» (Λόγος ΛΑ' 10).
«...σέβειν Θεόν τον Πατέρα, Θεόν τον Υιόν, Θεόν το Πνεύμα το άγιον, τρεις ιδιότητας, θεότητα μίαν, δόξη και τιμή και ουσία και βασιλεία μη χωριζομένη» (Λόγος ΛΑ' 28).
«Hv το φως το αληθινόν... ο Πατήρ. Ην το φως το αληθινόν... ο Υιός. Ην το φως το αληθινόν... ο άλλος Παράκλητος. Ην και ην και ην, αλλ’ εν ην. Φως και φως και φως, αλλ’ εν φως, εις Θεός» ( Λόγος ΛΑ' 3).
«Θεού δε όταν είπω, ενί φωτί περιαστράφθητε και τρισί• τρισί μεν κατά τας ιδιότητας, είτουν υποστάσεις, ει τινι φίλον καλείν, είτε πρόσωπα - ουδέν γαρ περί ονομάτων ζυγομαχήσομεν, έως αν προς την αυτήν έννοιαν αι συλλαβαί φέρωσιν• ενί δε κατά τον της ουσίας λόγον, είτουν θεότητος. Διαιρείται γαρ αδιαιρέτως, ιν’ ούτως είπω, και συνάπτεται διηρημένως» (Λόγος ΛΘ' 11).
«Όνομα δε, τω μεν ανάρχω, Πατήρ• τη δε αρχή, Υιός• τω δε μετά της αρχής, Πνεύμα άγιον. Φύσις δε τοις τρισί μία, Θεός» (Λόχος MB' 15).
Ο Θεός αποτελεί «μοναρχία», αλλ’ «ουχ ην εν περιγράφει πρόσωπον• εστί γαρ και το εν στασιάζον προς εαυτό πολλά καθίστασθαι, αλλ’ ην φύσεως ομοτιμία συνίστησι και γνώμης σύμπνοια και ταυτότης κινήσεως και προς το εν των εξ αυτού σύννευσις, όπερ αμήχανον επί της γεννητής φύσεως, ώστε καν αριθμώ διαφέρη, τη γε ουσία μη τέμνεσθαι. Δια τούτο μονάς απ’ αρχής εις δυάδα κινηθείσα, μέχρι Τριάδος έστη. Και τούτο εστίν ημίν ο Πατήρ και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα» (Λόχος ΚΘ' 2).
Ο τρόπος υπάρξεως των θείων προσώπων
Ο Βασίλειος εξήγησε κυρίως την αγεννησία του Πατέρα και την γέννηση του Υιού, αφήνοντας την κατανόηση του τρόπου υπάρξεως του αγ. Πνεύματος για τον μέλλοντα αιώνα (Κατά Ευνομίου Γ' 7). Ο Γρηγόριος εξήγησε τον όρο εκπόρευσις (ή έκπεμψις) για το άγιο Πνεύμα, έχοντας συνείδηση ότι αυτός πρώτος εισάγει θεολογικά τον όρο, αυτός άρα θεολογεί πρώτος για τον τρόπο υπάρξεως του Πνεύματος:
«Πνεύμα άγιον... προϊόν εκ του Πατρός, ουχ υιικώς δε, ουδέ γαρ γεννητώς, αλλ’ εκπορευτώς, ει δει τι και καινοτομήσαι περί τα ονόματα σαφήνειας ένεκεν. Ούτε του Πατρός εκστάντος της αγεννησίας, διότι γεγέννηκεν• ούτε του Υιού της γεννήσεως, ότι εκ του αγεννήτου. Πώς γαρ; Ούτε του Πνεύματος, ή εις Πατέρα μεταπίπτοντος ή εις Υιόν, ότι εκπορεύεται και ότι Θεός, καν μη δοκή τοις αθέοις• η γαρ ιδιότης ακίνητος» (Λόγος ΛΘ' 12).
«Ο μεν γεννήτωρ και προβολεύς (= ο Πατήρ), λέγων δε απαθώς και αχρόνως και ασωμάτως• των δε, το μεν γέννημα (= ο Υιός), το δε πρόβλημα» (= το Πνεύμα) (Λόχος ΚΘ' 2).
«Κοινόν γαρ, Πατρί μεν και Υιό και αγίω Πνεύματι το μη γεγονέναι και η θεότης• Υιώ δε και αγίω Πνεύματι το εκ του Πατρός. Ίδιον δε, Πατρός μεν η αγεννησία, Υιού δε η γέννησις, Πνεύματος δε η έκπεμψις» (Λόγος ΚΕ' 16).
Επέμενε λοιπόν ο Γρηγόριος στην επισήμανση του τρόπου υπάρξεως του αγίου Πνεύματος και στην υπογράμμιση ότι ο τρόπος υπάρξεως του κάθε προσώπου της άγιας Τριάδας είναι αποκλειστικός για κάθε πρόσωπο. Κάθε προσβολή της αποκλειστικότητας του τρόπου υπάρξεως των θείων προσώπων οδηγεί στην σύγχυση και την αναίρεση της Τριάδας. Ο Πατέρας υπάρχει ως αγέννητος και είναι γεννήτορας του Υιού και προβολέας - εκπορευτής του αγ. Πνεύματος. Ο Υιός υπάρχει ως γέννημα του Πατέρα και το Πνεύμα ως εκπορευόμενο, «προϊόν», από τον Πατέρα. Η εκπόρευση - έκπεμψη του Πνεύματος ανήκει πάντα στον Πατέρα και ουδέποτε συνδέεται με τον Υιό. Παρά την θεολογική τομή, που κάνει ο Γρηγόριος εδώ, εκφράζει την παραδοσιακή διάθεση αποφυγής ασκήσεως θεολογίας πέραν του απολύτως αναγκαίου. Δηλώνει ότι περαιτέρω ανάλυση- εξήγηση της εκπορεύσεως καθ’ αυτήν του Πνεύματος, ως τρόπου υπάρξεως, δεν είναι δυνατή, όπως δεν είναι δυνατή και περαιτέρω ανάλυση της αγεννησίας του Πατέρα:
«Τις ουν η εκπόρευσις; Ειπέ συ την αγεννησίαν του Πατρός, καγώ την γέννησιν του Υιού φυσιολογήσω και την εκπόρευσιν του Πνεύματος» (Λόγος ΛΑ' 8. Βλ. και ΚΕ' 16). «Ακούεις γέννησιν ( = την εκ του Πατρός); Το πώς μη περιεργάζου. Ακούεις ότι το Πνεύμα προϊόν εκ του Πατρός; Το όπως μη πολυπραγμόνει» (Λόγος Κ' 11).
Πραγματοποίησε όμως ακόμα ένα σημαντικό βήμα στην τριαδολογία με την εξήγηση του τρόπου υπάρξεως των θείων προσώπων ως σ χ έ σ ε ω ς. Ο Βασίλειος μίλησε για τις ιδιότητες, για το ίδιον των υποστάσεων (Επιστ. 214, 4). Ο Γρηγόριος εμβαθύνει στο αυτό θέμα και ορίζει το ίδιον ως σχέση μεταξύ των προσώπων. Το ίδιον, ο τρόπος υπάρξεως των θείων προσώπων, αποτελεί σχέση και όχι ουσία στην θεότητα. Έτσι, τα ιδιαίτερα ονόματα των προσώπων, δηλαδή Πατέρας-Υιός-αγ. Πνεύμα, δηλώνουν την μεταξύ τους σχέση και όχι την ουσία. Εάν, βέβαια, δήλωναν την ουσία κάθε προσώπου, τότε κάθε πρόσωπο θα είχε και διαφορετική ουσία. Και προχωρεί ακόμη. Τα ονόματα (Πατέρας, Υιός, Πνεύμα) δεν δηλώνουν ούτε ενέργεια, εφόσον οι ενέργειες είναι κοινές των προσώπων κι εφόσον για τον Γρηγόριο αυτό θα σήμαινε ότι ο Υιός είναι ενέργημα, επομένως κτίσμα, του Πατέρα:
«Ο Πατήρ, φησίν, ουσίας ή ενεργείας όνομα;... ει μεν ουσίας φήσομεν, συνθησομένους ετερούσιον είναι τον Υιόν, επειδή μία μεν ουσία Θεού, ταύτην δε, ως ούτοι, προκατείληφεν ο Πατήρ• ει δε ενεργείας, ποίημα σαφώς ομολογήσοντας, αλλ’ ου γέννημα. Ου γαρ ο ενεργών, εκεί πάντως και το ενεργούμενον... Ούτε ουσίας όνομα ο Πατήρ, ω σοφώτατοι, ούτε ενεργείας• σχέσεως δε και του πώς έχει προς τον Υιόν ο Πατήρ ή ο Υιός προς τον Πατέρα» (Λόγος ΚΘ' 16).
«Τι ουν εστί, φησίν, ο λείπει τω Πνεύματι, προς το είναι Υιόν; ει γαρ μη λειπόν τι ην, Υιός αν ην. Ου λείπειν φαμέν, ουδέ γαρ ελλιπής Θεός• το δε της εκφάνσεως... η της προς άλληλα σχέσεως διάφορον, διάφορον αυτών και την κλήσιν πεποίηκε» (Λόγος ΛΑ' 9).
Κεφαλή της Εκκλησίας
Η κοίμηση του Μ. Βασιλείου και η κήδευσή του την 1.1.379 απέβη ορόσημο στην πορεία του Γρηγορίου. Το πρωτείο του κύρους, που στην οικουμενική γενικά Εκκλησία κατείχε ο Βασίλειος, μετατέθηκε στον Γρηγόριο. Το γεγονός ότι ο άνθρωπος της «φυγής» και της «απραξίας» δέχτηκε το 379 να δράσει στην Κωνσταντινούπολη, σημαίνει ότι αισθανόταν αυξημένη ευθύνη. Μετά τον θάνατο του Βασιλείου εκτίμησε ορθά ότι μόνο σ’ αύτόν εμπιστεύτηκαν και δη συνολικά οι ορθόδοξοι να δώσει την μεγάλη μάχη στην κακόδοξη πρωτεύουσα του ανατολικού κράτους. Οι ορθόδοξοι τον τοποθετούσαν στην κεφαλή, τρόπον τινά, της Εκκλησίας και της θεολογίας της και ο Γρηγόριος ανταποκρίθηκε• τόσο που την πιο προχωρημένη θεολογία του, ως περιεχόμενο και μορφή, την διατύπωσε από το 379 έως το 381. Τώρα η Καθολική Εκκλησία είχε το βλέμμα στραμμένο στην Κωνσταντινούπολη, και ένεκα του Γρηγορίου, όπως πριν στην Καισάρεια, ένεκα του Βασιλείου, και παλαιότερα στην Αλεξάνδρεια, ένεκα του Αθανασίου. Αλλά και στην Β' Οικουμενική Σύνοδο (Μάιος - Ιούλιος 381) το Πνεύμα και η θεολογία του Γρηγορίου κυκλοφορούσαν, μολονότι ο ίδιος εγκατέλειψε τον αρχιεπισκοπικό θρόνο και την προεδρία της Συνόδου, κάτι όμως που έγινε όταν είχε πλέον εξασφαλιστεί η ορθοδοξία. Και αν στην σύνταξη του Συμβόλου της συνόδου υιοθετήθηκε κυρίως η μετριοπαθής ορολογία του Βασιλείου, στην Επιστολή, που οι ίδιοι συνοδικοί επίσκοποι έγραψαν το επόμενο έτος, η ορολογία του Γρηγορίου περί «ομοουσιότητος» του αγ. Πνεύματος και «τελειότητος» των δύο φύσεων του Κυρίου επικράτησε απόλυτα.
Οι δύο φύσεις του Κυρίου. «Το απρόσληπτον αθεράπευτον»
Στην επίγνωση της αυξημένης θεολογικής του ευθύνης και στο ότι έστω και σιωπηρά οι ορθόδοξοι τον εκτιμούσαν ως την θεολογική κεφαλή της όλης Εκκλησίας, αποδίδουμε και την απόφασή του ν’ αντιμετωπίσει το θεολογικό πρόβλημα που προκάλεσαν οι χριστολογικές κακοδοξίες του Απολιναρίου. Βέβαια, αντίθεση στις κακοδοξίες αυτές διατύπωσε και ο Μ. Αθανάσιος (π.χ. το 362: Τόμος προς Αντιοχείς), τον οποίο επανέλαβε ο Επιφάνιος το 374/7. Επρόκειτο όμως για μία πρώτη αντίδραση• ορθή, αλλά όχι αρκετή για να λύσει ικανοποιητικά το πρόβλημα, επειδή έλλειπε η αναγκαία θεολογική εμβάθυνση και επιχειρηματολογία. Την προσπάθειά του ο Γρηγόριος ανέλαβε το 381, όταν ο απολιναρισμός έδειχνε να μην κάμπτεται και να οργανώνεται σε ομάδα με οργάνωση εκκλησιαστική στην Λαοδίκεια, την Αντιόχεια και την ίδια την Ναζιανζό. Είναι αλήθεια ότι όσο ζούσε ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος περίμενε εκείνον να αντιμετωπίσει το δύσκολο πρόβλημα. Τώρα όμως θεολογική κεφαλή ήταν ο ίδιος και όφειλε να αναλάβει τον αγώνα. Το πρόβλημα δεν του ήταν άγνωστο και ήδη, σποραδικά μέχρι το 380, είχε διατυπώσει ορθά και αριστοτεχνικά την αλήθεια της ενώσεως των δύο φύσεων στον Χριστό.
Δεν γνωρίζουμε πόσο παρακολουθούσε τις χριστολογικές δυσκολίες της Εκκλησίας από το 360/2, όταν και ο Μ. Αθανάσιος αντιμετώπισε θέματα σχετικά. Βέβαιο είναι ότι ο Γρηγόριος από το 362, όταν έγραψε τον Β' Λόγον του, μιλούσε για ανάκραση θεότητας και ανθρωπότητας σε ένα, τον Χριστό, και για ψυχή ανθρώπινη, που προσλαμβάνεται και αυτή με την σάρκα:
«Τούτο (= είναι το μυστήριο της ενανθρωπήσεως και θεοποιήσεως) η κενωθείσα θεότης, τούτο η προσληφθείσα σαρξ, τούτο η καινή μίξις, Θεός και άνθρωπος, εν εξ αμφοίν και δι’ ενός αμφότερα. Δια τούτο Θεός σαρκί δια μέσης ψυχής ανεκράθη και συνεδέθη τα διεστώτα, τη προς άμφω του μεσιτεύοντος οικειότητι...» (Λόγος Β' 23).
«Επί την ιδίαν εικόνα χωρεί (= ο θείος Λόγος) και σάρκα φορεί δια την σάρκα και ψυχή νοερά δια την εμήν ψυχήν μείγνυται, τω ομοίω το όμοιον ανακαθαίρων. Και πάντα γίνεται, πλήν της αμαρτίας, άνθρωπος• κυηθείς μεν εκ της Παρθένου, και ψυχήν και σάρκα προκαθαρθείσης τω Πνεύματι (έδει γαρ και γέννησιν τιμηθήναι και παρθενίαν προτιμηθήναι)• προελθών δε Θεός μετά της προσλήψεως, εν εκ δύο των εναντίων, σαρκός και Πνεύματος• ων το μεν εθέωσε το δε εθεώθη... ο ων γίνεται και ο άκτιστος κτίζεται και ο αχώρητος χωρείται, δια μέσης ψυχής νοεράς μεσιτευούσης θεότητι και σαρκός παχύτητι» (Λόγος ΛΗ' 13).
«δύο φύσεις (= στον Χριστό) εις εν συνδραμούσαι, ουχ υιοί δύο• μη καταψευδέσθω η σύγκρασις» (Λόχος ΛΖ' 2).
«Τούτον (= τον Υιόν του Θεού) επ’ εσχάτων των ημερών γεγενήσθαι δια σε και Υιόν ανθρώπου, εκ της Παρθένου προελθόντα Μαρίας αρρήτως και αρυπάρως (ουδέν γαρ ρυπαρόν ου Θεός και δι’ ου σωτηρία), όλον άνθρωπον, τον αυτόν και Θεόν, υπέρ όλου του πεπονθότος, ίνα όλω σοι την σωτηρίαν χαρίσηται, όλον το κατάκριμα λύσας της αμαρτίας• απαθή θεότητι, παθητόν τω προσλήμματι• τοσούτον άνθρωπον δια σε, όσον συ γίνη δι’ εκείνον Θεός» (Λόγος Μ' 45).
Η θεολογική εμφάνιση του Απολιναρίου Λαοδικείας πριν από την δεκαετία του 360 σήμαινε την σπορά των χριστολογικών αιρέσεων. Ο Γρηγόριος διαπίστωσε στην διδασκαλία του Απολιναρίου μεγάλη διαστροφή της πίστεως της Νίκαιας με συνέπειες χριστολογικές, ανθρωπολογικές και σωτηριολογικές. Πράγματι ο Απολινάριος στην «Έκθεση πίστεως» προς τον Ιοβιανό (363), παραθέτοντας μ’ επεξηγήσεις το Σύμβολο Νικαίας, παραλείπει τον όρο «ενανθρωπήσαντα» (που προϋποθέτει πρόσληψη ολόκληρου του ανθρώπου) και χρησιμοποιεί την περιβόητη φράση «μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη», για να τονίσει ότι ο Λόγος προσέλαβε μόνο σάρκα (και άλογη ψυχή).
Η θέση αυτή, όπως ορθά διέκρινε ο Γρηγόριος, αμφισβητούσε την ακεραιότητα της ανθρώπινης φύσεως στον Χριστό, κατέστρεφε την ενότητα του ανθρώπου (νους ή ψυχή και σάρκα) και έκανε προβληματική την σωτηρία του, εφόσον ο Λόγος δεν προσλάμβανε και τον ανθρώπινο νου. Παρατηρούμε ότι, ενώ ο Απολινάριος εκκινούσε από την αριστοτελική αρχή ότι δεν είναι δυνατόν να συνυπάρχουν «δύο τέλεια» (θείος Λόγος και άνθρωπος), ο Γρηγόριος εκκινούσε από την εμπειρική θεολογική αλήθεια, ότι «το απρόσληπτον αθεράπευτον• ο δε ήνωται τω Θεώ, τούτο και σώζεται» (Επιστ. 101, 32, όπου και αναπτύσσει την πρώτη εκτεταμένη αντιαπολιναριστική του θεολογία). Για το ότι ο άνθρωπος σώζεται από κανέναν δεν στασιάζεται. Για να σωθεί όμως ολόκληρος, πρέπει και να προσληφθεί ολόκληρος (και ο νους) από τον θείο Λόγο. Έτσι έφθανε στην συνάφεια των δύο τελείων φύσεων (Επιστ. 101, 37 και 41). Γι αυτό έχουμε δύο τέλειες και ολόκληρες φύσεις στον Χριστό, κάτι που κατορθώνεται με την θέωση της ανθρώπινης φύσεως μέσω της θείας φύσεως:
«Τήρει ουν τον άνθρωπον όλον και μίξον την θεότητα, ίνα τελέως ευεργετής» (Επιστ. 101, 36).
Εντούτοις οι δύο φύσεις του Χριστού, μολονότι «άλλο» καθεαυτήν η θεία και «άλλο» η ανθρώπινη, δεν προϋποθέτουν και «δύο Υιούς» (101, 19), όπως δίδασκε ο Διόδωρος Ταρσού, δεν οδηγούν σε είδος δυοφυσιτισμού (νεστοριανισμού), επειδή οι δύο φύσεις «συνάπτονται κατ’ ουσίαν». Μάταια τον κατηγορούσαν ότι διαχωρίζει τις δύο φύσεις, τις οποίες δήθεν αντιπαραθέτει (Επιστ. 102).
«Εν τη συγκράσει, Θεού μεν ενανθρωπήσαντος, ανθρώπου δε θεωθέντος... Λέγω δε άλλο και άλλο, έμπαλιν η επί της Τριάδος έχει. Εκεί μεν γαρ άλλος και άλλος, ίνα μη τας υποστάσεις συγχέωμεν• ουκ άλλο δε και άλλο, εν γαρ τα τρία και ταυτόν τη θεότητι» (Επιστ. 101, 21).
Αν ο θείος Λόγος δεν προσελάμβανε και τον νουν, τότε δεν θα προσλαμβανόταν ολόκληρος ο άνθρωπος. Ο Γρηγόριος εστίαζε την προσπάθεια του στο να δείξει ότι ο Λόγος προσέλαβε ολόκληρο τον άνθρωπο και γι’ αυτό στον Χριστό έχουμε δύο πραγματικές φύσεις, την θεία, που είναι αληθινή, και την ανθρώπινη, που είναι ακέραιη. Η ένωση στον Χριστό είναι τόσο αληθινή και σαφής, όσο είναι η ενότητα ψυχής και σώματος στον άνθρωπο. Όπως έχουμε έναν άνθρωπο, που όμως αποτελείται από δύο, ψυχή και σάρκα, έτσι έχουμε και έναν Χριστό. Η ένωση των δύο φύσεων έγινε με την επέμβαση του αγίου Πνεύματος («θεϊκώς μεν ότι χωρίς ανδρός»), αλλά η Παρθένος Μαρία εκύησε σύμφωνα με τους ανθρώπινους νόμους, φυσιολογικά και πραγματικά, δηλαδή αναπτύχτηκε στους κόλπους της ο Θεάνθρωπος, ώστε ορθά να θεωρείται και να ονομάζεται Θεοτόκος η Παρθένος Μαρία. Παρά ταύτα ο Γρηγόριος δεν ταυτίζει την αόρατη θεία φύση με την ορατή κτιστή:
«ει τις ου Θεοτόκον την αγίαν Μαρίαν υπολαμβάνει, χωρίς εστί της θεότητος. Ει τις ως δια σωλήνος της Παρθένου διαδραμείν, αλλά μη εν αυτή διαπεπλάσθαι λέγει θεικώς άμα και ανθρωπικώς (θεικώς μεν χωρίς ανδρός, ανθρωπικώς δε ότι νόμω κυήσεως), ομοίως άθεος. Ει τις διαπεπλάσθαι τον άνθρωπον, είθ’ υποδεδυκέναι λέγοι Θεόν, κατάκριτος. Ου γέννησις γαρ Θεού τούτο εστίν, αλλά φυγή γεννήσεως. Ει τις εισάγει δύο υιούς, ένα μεν τον εκ του Θεού και Πατρός, δεύτερον δε τον εκ της μητρός, αλλ’ ουχί ένα και τον αυτόν, και της υιοθεσίας εκπέσοι της επηγγελμένης τοις ορθώς πιστεύουσι. Φύσεις μεν γαρ δύο, Θεός και άνθρωπος, επεί και ψυχή και σώμα• υιοί δε ου δύο, ουδέ θεοί. Ουδέ γαρ ενταύθα δύο άνθρωποι, ει και ούτως ο Παύλος το εντός του ανθρώπου και το έκτος προσηγόρευσε. Και ει δει συντόμως ειπείν, άλλο μεν και άλλο τα εξ ων ο Σωτήρ (είπερ μη ταυτόν το αόρατον τω ορατώ και το άχρονον τω υπό χρόνον), ουκ άλλος δε και άλλος• μη γένοιτο. Τα αμφότερα εν τη συγκράσει, Θεού μεν ενανθρωπήσαντος, ανθρώπου δε θεωθέντος, ή όπως αν τις ονομάσειε. Λέγω δε άλλο και άλλο, έμπαλιν η επί της Τριάδος έχει. Εκεί μεν γαρ άλλος και άλλος (= Πατήρ, Υιός, Πνεύμα), ίνα μη τας υποστάσεις συγχέωμεν... Ει τις ως εν προφήτη λέγοι κατά χάριν ενηργηκέναι (= ο θείος Λόγος), αλλά μη κατ’ ουσίαν συνηφθαί τε και συνάπτεσθαι, είη κενός της κρείττονος ενεργείας» (= θείας χάριτος) (Επιστ. 101, 16-22).
Την θεολογία ο Γρηγόριος, ότι ο θείος Λόγος προσέλαβε σάρκα και νουν συγχρόνως, ενισχύει και με την εξής παρατήρηση: στο νου εστιάζεται το κατ’ εικόνα του ανθρώπου και το κατ’ εικόνα τούτο αμαυρώθηκε με το προπατορικό αμάρτημα. Η αναστήλωση του κατ’ εικόνα, την οποία ήρθε στην γη να πραγματώσει ο Θεός Λόγος, θα ήταν αδύνατο να επιτευχτεί χωρίς την πρόσληψη του νου, στον οποίο βρίσκεται το κατ’ εικόνα. Ακόμη, εάν προσελάμβανε μόνο σάρκα, τα «πάθη» του Χριστού θα οφείλονταν στην ίδια την θεότητά του, εφόσον αυτά συνδέονται με τον νουν και την ψυχή του ανθρώπου.
Για το πώς έγινε δυνατόν να ενωθεί η ανθρώπινη φύση με την θεία, χωρίς ν’ αφομοιωθεί ως κατώτερη, δίνει, πλην άλλων, μία χαρακτηριστική εικόνα. Η ανθρώπινη, γράφει, φύση ενώνεται στην θεία, όπως το φως των αστέρων στο φως του ήλιου και η λαμπάδα σε μια πυρκαϊά. Στην διάρκεια της ημέρας τ’ αστέρια δεν φαίνονται, αλλά υπάρχουν ολόκληρα. Και η λαμπάδα δεν φαίνεται στις δυνατές φλόγες της πυρκαϊάς, αλλά υπάρχει (Επιστ. 101, 44-45).
«Ει τις εις άνουν άνθρωπον ήλπικεν, ανόητος όντως εστί και ουκ άξιος όλως σώζεσθαι. Το γαρ απρόσληπτον αθεράπευτον• δε ήνωται τω Θεώ, τούτο και σώζεται. Ει ήμισυς έπταισεν ο Αδάμ, ήμισυ και το προσειλημμένον και το σωζόμενον... Ει μεν γαρ άψυχος ο άνθρωπος, τούτο και αρειανοί λέγουσιν, ιν’ επί την θεότητα το πάθος ενέγκωσιν, ως του κινούντος το σώμα, τούτου και πάσχοντος. Ει δε άψυχος, ει μεν ου νοερός, πώς και άνθρωπος; ου γαρ άνουν ζώον ο άνθρωπος... Αλλ’ ήρκει, φησίν, η θεότης αντί του νου. Τι ουν προς εμέ τούτο; Θεότης γαρ μετά σαρκός μόνης ουκ άνθρωπος, αλλ’ ουδέ ψυχής μόνης, ουδέ αμφοτέρων χωρίς του νου, η και μάλλον άνθρωπος. Τήρει ουν τον άνθρωπον όλον και μίξον την θεότητα, ίνα με τελέως ευεργετής... ει το χείρον (= το σώμα) προσείληπται, ιν’ αγιασθή δια της σαρκώσεως, το κρείττον (ο νους) ου προσληφθήσεται, ιν’ αγιασθή δια της ενανθρωπήσεως; Ει ο πηλός (= το σώμα) εζυμώθη και νέον φύραμα γέγονεν, ω σοφοί, η εικών (= ο νους) ου ζυμωθήσεται και προς Θεόν ανακραθήσεται, θεωθείσα δια της θεότητος;... Ο γαρ την εντολήν εδέξατο (= δηλ. ο νους), τούτο και την εντολήν ουκ εφύλαξεν• ο δε ουκ εφύλαξε, τούτο και την παράβασιν ετόλμησεν• ο δε της σωτηρίας εδείτο, τούτο και προσελήφθη• ο νους άρα προσείληπται» (Επιστ. 101, 32-52).
Διακεκριμένες υποστάσεις-ενωμένες φύσεις
Την ενότητα των υποστάσεων της Αγίας Τριάδας χρησιμοποιεί ο Γρηγόριος για πρώτη φορά ως πρότυπο της ενότητας των δύο φύσεων στον Χριστό, γιατί έβλεπε καθαρά και τον κίνδυνο να θεωρηθεί ότι απορροφάται η ανθρώπινη φύση από την θεία (μονοφυσιτισμός, στον οποίο σαφώς οδηγούσε ο Απολινάριος) και τον κίνδυνο να θεωρηθεί η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως από την θεία ως επιφανειακή, επίπλαστη, εξωτερική, άρα μη πραγματική. Τούτο θ’ αφαιρούσε την δυνατότητα της σωτηρίας, αφού η επίπλαστη πρόσληψη δεν εξασφαλίζει την θέωση ή μεταστοιχείωση του ανθρώπου, και θα κατέλυε την ενότητα του προσώπου του Χριστού. Στην παρομοίωση όμως Τριάδας και φύσεων στον Χριστό επισημαίνει ότι οι φύσεις υπάρχουν κεκραμένες, ενώ οι υποστάσεις διακεκριμένες. Με την παραπάνω θεολογία του ο Γρηγόριος έθεσε τις βάσεις της χριστολογίας, μολονότι χρειαζόταν ακόμα επίπονη θεολογική προσπάθεια, για να δειχτεί ο τρόπος της ενότητας των τελείων φύσεων του Χριστού, κάτι που έγινε κυρίως από τον Γρηγόριο Νύσσης, τον Κύριλλο Αλεξανδρείας και τον Θεοδώρητο Κύρου.
Η θεήλατη και γενναία θεολογία του περί των δύο τελείων φύσεων του Χριστού, καθώς και η επιμονή του στην πρόσληψη ολόκληρου του ανθρώπου, εξηγούν και φωτίζουν την ανθρωπολογία του. Τονίζει με τρόπο μοναδικό το μεγαλείο και τις προοπτικές του ανθρώπου, ο οποίος είναι κράμα δύο κόσμων, του υλικού και του πνευματικού (χους, νους, πνεύμα), συνιστά «κόσμον δεύτερον ( = μετά τον υλικόν), εν μικρώ μέγαν…. τον αυτόν πνεύμα και σάρκα» (Λόγος ΛΗ' 11). Ο «μικρός» άνθρωπος είναι «μέγας» κατά το πνεύμα, αφού γίνεται «επόπτης της ορατής φύσεως», «μύστης των νοουμένων» και προορίζεται να θεωθεί, να ενωθεί πραγματικά με τον Θεό (βλ. Λόγος ΜΕ' 7). Η πτώση του ανθρώπου είχε ως αποτέλεσμα την εξορία του από τον παράδεισο και την πικρή περιπλάνηση, την οποία ταυτίζει με τους «δερμάτινους χιτώνας», την σάρκα και τα πάθη. Η πραγματικότητα αυτή έχει κάτι το θετικό: του προκάλεσε την αισχύνη ενώπιον του Θεού και του δημιούργησε τον θάνατο, τουλάχιστον «ίνα μη αθάνατον η το κακόν» (Λόγος ΜΕ' 8), και την αμαρτία. Στον Χριστό όμως επανακοινωνεί με τον Θεό και μάλιστα με τρόπο ανώτερο από τον πρώτο και θεοειδέστερο:
«ζώον εν εξ αμφοτέρων, αοράτου τε λέγω και ορατής φύσεως, δημιουργεί τον άνθρωπον. Και παρά μεν της ύλης λαβών το σώμα ήδη προϋποστάσης, παρ’ εαυτού δε πνοήν ενθείς (ο δη νοεράν ψυχήν και εικόνα Θεού οίδεν ο λόγος), οιόν τινά κόσμον έτερον ( = μετά τον υλικόν), εν μικρώ μέγαν, επί της γης έστησεν, άγγελον άλλον, προσκυνητήν μικτόν, επόπτην της ορατής κτίσεως, μύστην της νοούμενης, βασιλέα των επί γης, βασιλευόμενον άνωθεν, επίγειον και ουράνιον, πρόσκαιρον και αθάνατον, ορατόν και νοούμενον, μέσον μεγέθους και ταπεινότητος, τον αυτόν πνεύμα και σάρκα... ζώον ενταύθα οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον και — πέρας του μυστηρίου — τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον» (Λόγος ΜΕ' 7). «Μετέλαβον (= ως άνθρωπος) της εικόνος και ουκ εφύλαξα• μεταλαμβάνει της εμής σαρκός, ίνα και την εικόνα σώση και την σάρκα αθανατίση. Δευτέραν κοινωνεί κοινωνίαν, πολύ της προτέρας παραδοξοτέραν. Όσω τότε μεν κρείττονος μετέδωκε, νυν δε μεταλαμβάνει του χείρονος. Τούτο του προτέρου θεοειδέστερον• τούτο τοις νουν έχουσιν υψηλότερον» (Λόγος ΜΕ' 9).
Ο ποιητής
Ο Γρηγόριος υπήρξε σπουδαίος ποιητής με εξαιρετική αίσθηση του λόγου. Το περίεργο είναι όμως ότι, μολονότι γνώριζε και σποραδικά, μη οργανωμένα, χρησιμοποίησε την τονική ρυθμοποιία (δύο πάντως οργανωμένα ποιήματα σε τονικό μέτρο αποδόθηκαν εσφαλμένα στον Γρηγόριο), έγραψε 19.000 περίπου προσωδιακούς στίχους, από το 371 και μετά. Φυσικά είχε μικρές πιθανότητες να διαβαστεί ευρέως η ποίησή του και καμιά ελπίδα να γίνει υμνωδία της Εκκλησίας. Η εξήγηση του φαινομένου σχετίζεται όχι τόσο με την ανάγκη ν’ απαντήσει στον νόμο του Ιουλιανού (362), που απαγόρευε στους χριστιανούς καθηγητές να διδάσκουν στις εθνικές σχολές, αλλά με προσωπικές παρορμήσεις, ενώ παράλληλα έδρασε ως αφορμή και η πλούσια προσωδιακή ποίηση του μη ορθόδοξου Απολιναρίου. Ο ίδιος ο Γρηγόριος, στο ποίημά του Έμμετρα (έπη ΛΘ') δίνει μία εξήγηση στα ερωτηματικά, που φίλοι κι εχθροί διατύπωναν, βλέποντας τον να γράφει ποιήματα και δη προσωδιακά. Εξηγεί λοιπόν ότι αποφάσισε να γράφει σε στίχους τις σκέψεις του, για να περιορίσει την αμετρία ή την πολυλογία του, για να ωφελεί τους νέους, που ευχαριστούνται περισσότερο διαβάζοντας ποιήματα, για να μην εμφανίζονται οι χριστιανοί ως απαίδευτοι ενώπιον των εθνικών και για να παρηγορείται στην διάρκεια της μακρόχρονης αρρώστιας του. Αυτά όμως δικαιολογούν μόνο περιστασιακή ενασχόληση με την ποίηση, όχι την πληθωρική και ρωμαλέα και καλοοργανωμένη ποίηση του Γρηγορίου. Ο Γρηγόριος, άρα, ήταν ταλαντούχος ποιητής που με ποικίλες αφορμές έγραψε ποιήματα.
Τα ποιήματα (έπη) του Γρηγορίου είναι δογματικά, στα οποία εκτίθεται η τριαδολογία και η χριστολογία του, επιτάφια επιγράμματα, ηθικά και διδακτικά και ιστορικά, δηλαδή αυτοβιογραφικά. Σε πάρα πολλά από αυτά συναντά ο αναγνώστης αληθινή έμπνευση, ρωμαλέα σκέψη, νευρώδη λόγο, έντονο λυρισμό διάθεση εξομολογητική, βαθιά μελαγχολία, απογοήτευση και μεγαληγορία. Αλλά και η πεζότητα, που κακώς γενικεύτηκε από μερικούς ερευνητές, χαρακτηρίζει πολλούς από τις τόσες χιλιάδες των στίχων του. Πάντως, παρά την μεγάλη ποιητική άξια των Επών, ο Γρηγόριος είναι μεγάλος ποιητής πρώτα για την ποιητικότητα των «πεζών» κειμένων του κι έπειτα για τις πολλές χιλιάδες των στίχων του. Αυτοί δεν είχαν ανταπόκριση στο αισθητήριο της εποχής και οι μιμητές τους υπήρξαν ελάχιστοι και περιθωριακοί. Αντίθετα, ποιητικά τμήματα Λόγων του, αυτούσια ή με επεμβάσεις, έγιναν ύμνοι της Εκκλησίας από μεταγενέστερους ποιητές-υμνωδούς Κανόνων ήδη από τον ΣΤ' αιώνα, εάν μη κι ενωρίτερα.
Ενδεικτικά παραθέτουμε εδώ μικρά τμήματα Λόγων του Γρηγορίου και ανάλογα τμήματα των Κανόνων, που ψάλλονται και σήμερα στους Όρθρους των σχετικών εορτών του εκκλησιαστικού έτους. Έτσι διαπιστώνεται και η αξιόλογη ποιητικότητα του Γρηγορίου και η επίδρασή του στους μεταγενέστερους υμνογράφους της Εκκλησίας, μεταξύ των οποίων οι κορυφαίοι ποιητές Ιωάννης Δαμασκηνός και Κοσμάς ο Μελωδός. Το γεγονός μάλιστα, ότι εκκλησιαστικοί ύμνοι ποιήθηκαν βάσει ομιλητικών κειμένων του Γρηγορίου, γνώριζε και ο αββάς Δωρόθεος τον ΣΤ' αιώνα, που παραθέτει τον σχετικό ύμνο, αναφερόμενος και στον αντίστοιχο Λόγο του Γρηγορίου. Χαρακτηριστικό του αναπτυγμένου ποιητικού αισθητηρίου του Γρηγορίου είναι και ότι ο ιερός άνδρας, γράφοντας και εκφωνώντας τον Λόγο του ΜΕ' στο Άγιο Πάσχα, χρησιμοποίησε κάποια στοιχεία από παλαιότερο ύμνο (νομίζουμε του Γ' αι.: Βλ. Πατρολογία μας, τόμος Α', σ. 473) στο Πάσχα, κείμενο σαφώς ποιητικό.
Γρηγορίου, Λόγος ΛΓ΄14:
«...ιερεία έμψυχα,
ολοκαυτώματα λογικά,
θύματα τέλεια,
θεοί δια Τριάδος προσκυνουμένης»
(PG 36,232).
Δωροθέου, Διδασκαλία 23:
«Ιερεία έμψυχα,
ολοκαυτώματα λογικά,
μάρτυρες Κυρίου,
θύματα τέλεια Θεού»
(PG 88, 1829-1836).
Λόγος (ΛΗ΄) εις τα Χριστούγεννα:
«Χριστός γεννάται, δοξάσατε•
Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε•
Χριστός επί γης, υψώθητε.
Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη•
και, ιν’ αμφότερα συνελών είπω,
ευφραινέσθωσαν οι ουρανοί
και αγαλλιάσθω η γη•
δια τον επουράνιον, είτα επίγειον.
Χριστός εν σαρκί,
τρόμω και χαρά αγαλλιάσθε•
τρόμω, δια την αμαρτίαν•
χαρά, δια την ελπίδα.
Ο άσαρκος σαρκούται,
ο Λόγος παχύνεται,
ο αόρατος οράται,
ο αναφής ψηλαφάται,
ο άχρονος άρχεται,
ο Υιός του Θεού, υιός ανθρώπου γίνεται.
Έλληνες διαγελάτωσαν,
αιρετικοί γλωσσαλγείτωσαν.
Τότε πιστεύσουσιν,
όταν ίδωσιν εις ουρανόν ανερχόμενον»
(ΒΕΠ 60,64• PG 36, 312Α-313Β).
Κοσμά Μελωδού, Κανών εις τα Χριστούγεννα:
«Χριστός γεννάται, δοξάσατε•
Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε•
Χριστός επί γης, υψώθητε.
Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη
Και εν ευφροσύνη
Ανυμνήσατε λαοί ότι δεδόξασται»
(Ωδή α΄. Ειρμός).
Λόγος (ΚΑ΄) εις Μ. Αθανάσιον:
«Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι.
Ταυτόν γαρ εκείνον τε ειπείν
και αρετήν επαινέσαι.
………………………………………………………………….
Αρετήν δε επαινών, Θεόν επαινέσομαι»
(ΒΕΠ 59, 148• PG 35, 1081-1084).
Θεοφάνους Γραπτού, Κανών εις Αθανάσιον:
«Αθανασίω προσκομίζω τον έπαινον
ως αρετήν ευφημών
προς τον Θεόν φέρω μάλλον το εγκώμιον»
(Π. Τρεμπέλα, Εκλογή ελλην. ορθοδόξου υμνογραφίας, σ. 324)
Λόγος (Α΄) εις το Πάσχα:
«Αναστάσεως ημέρα και αρχή δεξιά
και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει
και αλλήλους περιπτυξόμεθα
………………………………………………………………..
Χθες συνεσταυρούμην Χριστώ,
σήμερον συνδοξάζομαι•
χθες συνενεκρούμην,
συζωποιούμαι σήμερον•
χθες συνεθαπτόμην,
σήμερον συνεγείρομαι»
(ΒΕΠ 58, 243 και 244• PG 35, 396-397).
Λόγος (ΜΕ΄) εις το αγ. Πάσχα:
«Πάσχα Κυρίου, Πάσχα,
και πάλιν ερώ Πάσχα, τιμή της Τριάδος.
Αύτη εορτών ημίν εορτή
και πανήγυρις πανηγύρεων.
…………………………………………………………………
Αλλ’ ω Πάσχα, το μέγα και ιερόν
και παντός του κόσμου καθάρσιον!
ως γαρ εμψύχω σοι διαλέξομαι.
Ω Λόγε Θεού
και φως και ζωή και σοφία και δύναμις»
(ΒΕΠ 60, 187 και 202• PG 36, 664).
Ιωάννου Δαμασκηνού, Κανών εις την Ανάστασιν:
«Αναστάσεως ημέρα
Λαμπρυνθώμεν λαοί,
Πάσχα Κυρίου Πάσχα.
Εκ γαρ θανάτου προς ζωή…»
(Ωδή α΄, Ειρμός: Π. Τρεμπέλα, σ. 302).
«Χθες συνεθαπτόμην σοι Χριστέ,
συνεγείρομαι σήμερον αναστάντι σοι•
συνεσταυρούμην σοι χθες,
αυτός με συνδόξασον Σωτήρ
εν τη βασιλεία σου» (Ωδή γ΄).
«Αύτη η κλητή και αγία ημέρα
η μία των Σαββάτων,
η βασιλίς και κυρία,
εορτή εορτών
και πανήγυρις εστί πανηγύρεων
εις τους αιώνας» (Ωδή η΄, Ειρμός).
«Ω Πάσχα το μέγα
και ιερώτατον, Χριστέ•
ω σοφία και Λόγε
του Θεού και δύναμις,
δίδου ημίν εκτυπώτερον
σου μετασχείν
εν τη ανεσπέρω
ημέρα της βασιλείας σου» (Ωδή θ΄).
Πολλά διευθετημένα σε στίχους πεζά κείμενα του Γρηγορίου αποδεικνύονται ρυθμικός λόγος, χαρακτηριστικά του οποίου είναι η τάση για προπαροξυτονισμό, ομοτονία, ισοσυλλαβία και ομοιοκαταληξία. Συνήθη είναι τα δίστιχα παραλληλισμού ή αντιθέσεως και η τομή. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται για τα ομοιοκατάληκτα και συχνά ισοσύλλαβα βραχέα κώλα, που ως στιχουργική ήταν συστηματοποιημένη από τον σύρο Εφραίμ. Το φαινόμενο όμως απαντά πολύ πριν από τον Εφραίμ στην ασιανική ρητορεία και μάλιστα σε πολλές προγρηγοριανές πατερικές ομιλίες, όπως φάνηκε από την παράθεση τμήματος του Λόγου ΛΗ' του Γρηγορίου.
Ιδιαίτερος λόγος γίνεται συνήθως για δύο κείμενα, διευθετημένα σε στίχους με ορισμένα σταθερά ποιητικά μέτρα, δηλ. την ισοσυλλαβία και τον δυναμικό τονισμό. Πρόκειται για τον «Ύμνον εσπερινόν» από 25 στίχους (PG 37, 511-514)
«Σε και νυν ευλογούμεν / Χριστέ μου, Λόγε Θεού, φως εκ φωτός ανάρχου / και πνεύματος ταμίαν, τριττού φωτός εις μίαν / δόξαν αθροιζόμενου• ος έλυσας το σκότος, / ος υπέστησας το φως»
και τον «Προς παρθένους παραινετικόν» από 100 στίχους (PG 37, 632-640)
Παρθένε νύμφη του Χριστού / δόξαζε σου τον νυμφίον
……………………………………………………………………………………
Μόνον όλως σεαυτήν / αγνήν τήρει, Παρθένε.
Μήπως σπιλώσης Χριστού / τον άσπιλον χιτώνα.
Όμμα σοι σωφρονείτω / γλώσσα παρθενεύτω».
Για τα ποιήματα αυτά, που δεν είναι και σπουδαίας εμπνεύσεως, διατυπώθηκαν αμφιβολίες μέχρι βεβαιότητα περί του ότι δεν προέρχονται από την γραφίδα του Γρηγορίου. Από γνήσια όμως ποιήματα του ίδιου (π.χ. «Υποθήκαι παρθένοις»: έπη Ηθικά 2) λαμβάνουν ιδέες και εικόνες. Άρα τα δύο ποιήματα οφείλονται σε κάποιον συμπιλητή του τέλους του Δ' ή των αρχών του Ε΄αι. Αυτά, είναι σαφές, αποτελούν δείγμα της υποχωρήσεως της προσωδίας, που στηρίζεται στην διάκριση μακρών και βραχειών συλλαβών, και εισβολής της τονικής ρυθμοποιίας, που όμως δεν ρυθμίζει ακόμη απόλυτα το μέτρο και που στηρίζεται στον δυναμικό τονισμό. Πάντως και τα δύο παραπάνω ποιήματα είναι δεκατετρασύλλαβοι, που χωρίζονται σε δύο ημιστίχια των επτά συλλαβών. Στο δεύτερο ημιστίχιο του «Προς παρθένους παραινετικού» έχουμε πάντοτε παροξυτονισμό -τόνο στην παραλήγουσα - δηλαδή πόδα τονικό τροχαίο (- υ), ά- διάφορο αν η τονιζόμενη παραλήγουσα είναι μακρά ή βραχεία. Ακόμη έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι στο τελευταίο ποίημα, του οποίου τουλάχιστον μερικοί στίχοι είναι παραλλαγμένοι προσωδιακοί στίχοι του Γρηγορίου, παρατηρείται ισχυρή παύση, στο τέλος κάθε δύο στίχων, κάτι που προϋποθέτει συνείδηση στροφής ποιητικής, έχουμε δηλ. στροφική στιχουργική, που θα οδηγήσει στις στροφικές συνθέσεις των Κοντακίων μετά από έναν αιώνα και περισσότερο.
Τους περίπου 19.000 αρχαιοπρεπείς στίχους του ο Γρηγόριος έγραψε βάσει των μέτρων του Ομήρου, του Ησιόδου, των τραγικών, των λυρικών και άλλων ποιητών. Έτσι π.χ. γράφει σε ιαμβικό τρίμετρο, σε ηρωικό εξάμετρο και σε ανακρεόντεια μέτρα, τα οποία μάλιστα ενίοτε παραλλάσσει.
Ενδεικτικά παραθέτουμε οκτασύλλαβους ανακρεόντειους στίχους με παροξυτονισμό από τον «Ύμνον προς Θεόν»:
«Σε τον άφθιτον μονάρχην,
δος ανυμνείν, δος αείδειν•
Τον άνακτα τον δεσπότην,
δι’ ον ύμνος, δι’ ον αίνος
δι’ ον αγγέλων χορεία,
δι’ ον αιώνες άπαυστοι,
δι’ ον ήλιος προλάμπει,
δι’ ον ο δρόμος σελήνης,
δι’ ον άστρων μέγα κάλλος,
δι’ ον άνθρωπος ο σεμνός
έλαχε νοείν το θείον,
λογικόν ζώον υπάρχων»
(PG 37, 508-509)
Και ο επίλογος του αυτοβιογραφικού ποιήματος «Προς τον εαυτού βίον», που έγραψε σε ιαμβικό τρίμετρο για να εκφράσει πλην άλλων την απογοήτευσή του για ότι συνέβη κατά την Β' Οίκουμ. Σύνοδο (381) και την από εκεί φυγή του:
«Πέρας λόγου• πάρειμι νεκρός έμπνοος.
Ηττημένος (του θαύματος) στεφηφόρος,
έχων Θεόν τε και φίλους τους ενθέους
αντί θρόνου τε και κενού φρυάγματος.
Υβρίζετ’, ευθυμείτε, πάλλεσθ’, ω σοφοί•
ωδήν τίθεσθε τας εμάς δυσπραξίας
εν συλλόγοις τε και πότοις και βήμασι.
………………………………………………………………
Χθες ενθρονισταί και διώκται σήμερον.
………………………………………………………………..
Ζητώ τιν’ οικείν εκ κακών ερημίαν,
ου μοι το θείον νω μόνω ζητούμενον,
ελπίς τε κούφη των άνω, γηροτρόφος.
Εκκλησίαις δε τι δώσομεν; το δάκρυον.
Εις τούτο γαρ με και συνήγαγε Θεός,
πολλαίς ελίσσων την εμήν ζωήν στροφαίς.
"Η ποί προβήσετ’; Ειπέ μοι, Θεού Λόγε•
Εις την άσειστον εύχομαι κατοικίαν,
ένθα Τριάς μου και το σύγκρατον σέλας,
ης νυν αμυδραίς ταις σκιαίς υψούμεθα» (PG 37, 1163-1166).
ΒΙΟΣ
Ο Γρηγόριος γεννήθηκε περί το 329/30 στην Ναζιανζό. Ο πατέρας του, Γρηγόριος επίσης, ήταν επίσκοπος της πόλεως, πλούσιος γαιοκτήμονας και ίσως εβραϊκής καταγωγής, δεδομένου ότι ανήκε για πολύ στην ιουδαιο- ειδωλολατρική αίρεση των Υψισταρίων, την οποία εγκατέλειψε με την επιμονή και τις προσευχές της ευσεβέστατης συζύγου του Νόννας. Ο υιός Γρηγόριος σπούδασε στην Ναζιανζό, στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, όπου γνωρίστηκε με τον Βασίλειο (341/343), στην Καισαρεία της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Αθήνα (350/357), όπου δίδασκαν σπουδαίοι ρητοροδιδάσκαλοι, όπως ο Ιμέριος και ο Προαιρέσιος και όπου στερέωσε την φιλία του με τον Βασίλειο. Το τελευταίο έτος της παραμονής του στην Αθήνα (356/7) δίδαξε και ο ίδιος ρητορική (εγκυκλοπαιδική φιλοσοφία), όπως έκανε και μόλις επέστρεψε στην Ναζιανζό, με την παράκληση φίλων του. Ήδη από το 358/9, εποχή που δέχτηκε το βάπτισμα, βρίσκεται σε συχνή επικοινωνία με τον φίλο του Βασίλειο, τον οποίο ακολούθησε στο ασκητήριο του στον Πόντο (κοντά στον Ίρι ποταμό), τέλος του 360. Εκεί συνασκήτεψαν και συνεργάστηκαν για την τελική σύνταξη έργων, για τα οποία ο καθένας είχε ήδη εργαστεί (ο Γρηγόριος για την «Φιλοκαλία»), Στο τέλος του 361 ή λίγο πριν από το Πάσχα του 362, υποκύπτοντας στις πιέσεις του πατέρα του, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Μετά από σύντομη φυγή στο ασκητήριο του Βασιλείου επανήλθε και βοηθούσε τον γέροντα πατέρα του στο ποιμαντικό έργο, εγκαινιάζοντας και την θεολογική του προσφορά.
Περί το τέλος του 363 και τις αρχές του 364 ο Ευσέβιος Καισαρείας προσκάλεσε στην Καισάρεια ως βοηθό του τον Γρηγόριο, ο οποίος αντιπρότεινε για την θέση τον Βασίλειο, που τελικά δέχτηκε. Το 368/9 δοκιμάστηκε πολύ από τον θάνατο των αδελφών του, Καισαρίου, ανώτερου αυλικού υπαλλήλου, και Γοργονίας. Το 370 βοήθησε αθέλητα και έμμεσα τον Βασίλειο να εκλεγεί μητροπολίτης Καισαρείας. Στις επανειλημμένες προσκλήσεις του τελευταίου, που μάλιστα του ανέθετε την ευθύνη της κατηχήσεως και της καταπολεμήσεως των αρειανών, απαντούσε αρνητικά, διότι προτιμούσε την ησυχία και διότι είχε την ευθύνη της επισκοπής Ναζιανζού (ο επίσκοπος πατέρας του ήταν πλέον υπέργηρος και κοιμήθηκε το 374, λίγο πριν από την σύζυγό του Νόννα).
Το 372 ο Βασίλειος, προκειμένου να ενισχύσει την επιρροή του στην Καππαδοκία, χειροτόνησε άκοντα τον Γρηγόριο επίσκοπο για την άσημη κωμόπολη Σάσιμα. Αντί όμως να μεταβεί εκεί, κατέφυγε σε ορεινό μέρος και γύρισε μόνο όταν ο πατέρας του υποσχέθηκε ότι δεν θα τον πιέσει να πάει στα Σάσιμα, τα οποία και απλώς επισκέφτηκε. Για την πρωτοβουλία αυτή του Βασιλείου ο Γρηγόριος θα παραπονείται σε όλη του την ζωή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι δύο άνδρες δεν συνεργάζονταν ή ότι έπαυσαν να συνδέονται με φιλία. Αντίθετα, ο Γρηγόριος επισκεπτόταν τον Βασίλειο, συζητούσε μαζί του κρίσιμα εκκλησιαστικοθεολογικά θέματα, όπως το περί της θεότητας του αγ. Πνεύματος, και κήρυττε στην Καισάρεια.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του (374) επωμίστηκε προσωρινά όλη την ευθύνη της επισκοπής. Όταν όμως διαπίστωσε ότι επίτηδες οι συμπολίτες του δεν φρόντιζαν να εκλεγεί νέος επίσκοπος (για να κρατήσουν εκεί τον ίδιο τον Γρηγόριο), έφυγε για την Σελεύκεια (Ισαυρία) κι εγκαταστάθηκε για τέσσερα περίπου χρόνια στον εκεί ναό της άγιας Θέκλας, πραγματοποιώντας το παλαιό του όνειρο για μοναστική ζωή, νηπτικό βίο, ησυχία και θεωρία. Στο τέλος του 378 αρρώστησε τόσο, που δεν μπόρεσε να ταξιδέψει στην Καισάρεια, όπου ο Βασίλειος κοιμήθηκε και κηδεύτηκε την 1.1.379. Το γεγονός συγκλόνισε την ευαίσθητη ψυχή του. Τέλος του 378 υπέκυψε στις παρακλήσεις ορθοδόξων της Κωνσταντινουπόλεως και μετέβη εκεί, όπου οι ναοί όλοι ανήκαν στους αρειανούς, που κυριαρχούσαν απόλυτα. Με κέντρο τον ναΐσκο της Αναστάσεως (ή Αναστασίας) κατήχησε, δίδαξε, εξεφώνησε τους περίφημους Θεολογικούς Λόγους, στήριξε τους ορθοδόξους και με τον θεόπνευστο λόγο του ανέστησε την ορθοδοξία στην Κωνσταντινούπολη. Η θεολογική του διδασκαλία είχε τόση απήχηση, ώστε να έρχονται να τον ακούσουν πεπαιδευμένοι θεολόγοι ακόμα και από μακρινές περιοχές της αυτοκρατορίας (Ιερώνυμος, Ευάγριος Ποντικός κ.α.). Οι αρειανοί αντέδρασαν βίαια. Του επιτέθηκαν βάναυσα και δεν δίστασαν να επιχειρήσουν την δολοφονία του. Ευτυχώς ο δολοφόνος, μόλις βρέθηκε μπροστά στον ασκητή και θεολόγο επίσκοπο, μετανόησε. Μεγαλύτερη οδύνη του προξένησε ο κυνικός φιλόσοφος Μάξιμος, τον οποίο προστάτεψε και ο οποίος με την βοήθεια του Πέτρου Αλεξανδρείας πέτυχε να γίνει επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, παραγκωνίζοντας τον Γρηγόριο. Απογοητευμένος ο Γρηγόριος αποφάσισε να φύγει, αλλά οι παρακλήσεις των ορθοδόξων τον έπεισαν να μείνει για να στερεώσει το μέγα έργο του. Στις 27 Νοεμβρίου του 380 ο φιλορθόδοξος νέος αυτοκράτορας Θεοδόσιος του παρέδωσε τον ναό των άγιων Αποστόλων, αφού διέταξε τον αρειανόφιλο επίσκοπο της Κωνσταντινουπόλεως Δημόφιλο να εγκαταλείψει την πόλη.
Η Β' Οικουμενική Σύνοδος, που συνήλθε τον Μάιο του 381, του επιφύλαξε τιμές αλλά και πικρίες. Οι συνοδικοί με επικεφαλής τον ομολογητή Μελέτιο Αντιοχείας αναγνώρισαν τον Γρηγόριο ως αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Με τον επισυμβάντα θάνατο του Μελετίου ανατέθηκε η προεδρία της Συνόδου στον Γρηγόριο που αφελώς πρότεινε τον Παυλίνο ως κανονικό διάδοχο του Μελετίου. Η πρόταση δυσαρέστησε πολύ τους ανατολικούς επισκόπους. Αλλά και οι επίσκοποι Μακεδονίας και Αιγύπτου, που κλήθηκαν κι έφτασαν καθυστερημένα, αμφισβήτησαν την κανονικότητα του Γρηγορίου ως επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, με την πρόφαση ότι είχε μετατεθεί από τα Σάσιμα. Βέβαια, ο 15ος κανόνας της Νίκαιας απαγόρευε την μετάθεση, αλλά ο Γρηγόριος δεν ανέλαβε ποτέ την διαποίμανση της επισκοπής Σασίμων. Η δυσκολία μπορούσε να ξεπεραστεί, αλλά η ευαισθησία του Γρηγορίου είχε τρωθεί. Γι αυτό στα μέσα Ιουνίου παραιτήθηκε, αφού εκφώνησε τον συγκλονιστικό Συντακτήριο Λόγο του ενώπιον των επισκόπων. Έφυγε αμέσως για την πατρίδα κι εγκαταστάθηκε στην Αριανζό. Φρόντισε την υγεία του, ήρθε στην Ναζιανζό, βοήθησε για λίγο την Εκκλησία της, καταπολέμησε (382) τους απολιναριστές της περιοχής, έσωσε την πόλη από την καταστροφική οργή του επάρχου Ολυμπίου, συνέβαλε στην τοποθέτηση (383) ως επισκόπου Ναζιανζού του ανεψιού του Ευλαλίου και αποσύρθηκε οριστικά στην Αριανζό. Εκεί έζησε με άσκηση και συγγραφή (ποιημάτων) τα τελευταία χρόνια του. Κοιμήθηκε το 390 (όχι το 389). Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του στις 25 Ιανουάριου (και στις 30, με τον Μ. Βασίλειο και τον ιερό Χρυσόστομο).
ΕΡΓΑ
Ο Γρηγόριος ήταν συγγραφέας μεγάλης δυνάμεως και απαράμιλλου κάλλους. Είχε βαθιά αίσθηση του αττικού λόγου και χρησιμοποίησε αριστοτεχνικά την ασιανική ρητορεία. Τα ποικίλα και κάποτε πληθωρικά σχήματα (υπερβατά, ελλειπτικά, μεταφορές, αποστροφές) με τις εικόνες και τις λεπτές γλωσσικές αποχρώσεις ανέδειξαν τα κείμενά του σαγηνευτικό ανάγνωσμα των μεταγενεστέρων. Και αυτό παρά την νοηματική τους βαθύτητα και την όχι σπάνια σκοτεινότητά τους, που οφείλεται κυρίως στον μεγάλο φορτισμό με προσωπικές εμπειρίες, τις οποίες επιχειρούσε να ενδύσει με λόγο. Η ρητορικότητα του λόγου αποβαίνει ποιητικότητα τόσο συχνά, ώστε μεταγενέστεροι ποιητές Κανόνων να παρουσιάσουν αυτούσια ή με προσαρμογές ολόκληρα κείμενά του ως ύμνους εκκλησιαστικούς (βλ. αββά Δωρόθεο, Ιωάννη Δαμασκηνό, Κοσμά Μαϊουμά, Νικηφόρο Βλεμμύδη κ.ά.).
Τα κείμενά του διακρίνονται σε Επιστολές, Λόγους και Έπη (δηλαδή προσωδιακά ποιήματα). Οι Επιστολές του είναι περιστασιακές και πολύ προσωπικές. Λίγες μόνο από αυτές έχουν θεολογικό ενδιαφέρον, ενώ σχεδόν όλες αποδεικνύουν την ρητορική του δεινότητα. Οι Λόγοι είναι το ύψιστο δημιούργημά του, γλωσσικά και θεολογικά. Γράφηκαν με σκοπό πολεμικοαπολογητικό, προς εγκωμιασμό προσώπων, με την ευκαιρία εκκλησιαστικών εορτών και προς επίλυση θεολογικών προβλημάτων. Έχουμε λοιπόν Λόγους απολογητικούς, εγκωμιαστικούς, εόρτιους και δογματικούς. Φυσικά η διάκριση είναι συμβατική, όπως είναι συμβατικός και ο χαρακτηρισμός ως Λόγων των Λόγων Β' (Απολογητικός της εις τον Πόντον φυγής), Γ'-Δ' (Κατά Ιουλιανού στηλιτεντικοί) και ΛΓ' (Προς αρειανούς), οι οποίοι αποτελούν διατριβές ή πραγματείες, γραμμένες μετά από σύντομη προφορική ομιλία. Ως πραγματεία επίσης θέλησε ο Γρηγόριος να παρουσιάσει, εκδίδοντας τους, τους πέντε θεολογικούς Λόγους (ΚΖ'-ΛΑ'), τους οποίους βελτίωσε λίγο ή πολύ μετά την εκφώνηση τους.
Η άποψη των πολλών πατρολόγων ότι ο Γρηγόριος άρχισε να γράφει ποίηση από το 381 και μετά είναι εσφαλμένη, διότι όχι μόνο έγραψε στίχους στην δεκαετία του 370, αλλά και στον πρώτο Λόγο του, χρονολογημένον στο έτος 362 και αφιερωμένον στο άγιο Πάσχα, αρχίζει με τρόπο σαφώς ποιητικό. Η αρχή μάλιστα του Λόγου αυτού και η αρχή του Λόγου ΛΗ' «Εις τα Θεοφάνεια» χρησιμοποιήθηκαν, όπως είδαμε, σχεδόν κατά λέξη από τον Ιωάννη Δαμασκηνό και τον Κοσμά Μαϊουμά στους περίφημους Κανόνες τους της Αναστάσεως και των Χριστουγέννων.
Μεγάλη υπόθεση να έχη ο άνθρωπος την ευλογία του Θεού! Πλούτος είναι! Ό,τι έχει ευλογία, στέκει, δεν γκρεμίζεται. Ό,τι δεν έχει ευλογία, δεν στέκει. Η αδικία είναι μεγάλη αμαρτία. Όλες οι αμαρτίες έχουν ελαφρυντικά, η αδικία δεν έχει, μαζεύει οργή Θεού. Φοβερό! Αυτοί που αδικούν, βάζουν φωτιά στο κεφάλι τους. Από την μία μεριά βλέπεις να κάνουν μία αδικία και από την άλλη να πεθαίνουν δικοί τους άνθρωποι και να μη δίνουν σημασία. Πώς να κάνουν προκοπή οι άνθρωποι με τόσες αδικίες; Κάνουν αυτά που κάνουν, δίνουν δικαιώματα και στον διάβολο, γι αυτό μετά περνούν δοκιμασίες, τους βρίσκουν αρρώστιες κ.λπ. και σού λένε: «Κάνε προσευχή να γίνω καλά».
Τα περισσότερα κακά που συμβαίνουν είναι από αδικίες. Όταν λ.χ. μαζεύεται με αδικία η περιουσία, ζουν οι άνθρωποι λίγα χρόνια σαν αρχοντόπουλα και μετά τα δίνουν, όσα μάζεψαν, στους γιατρούς. Τί λέει ο Ψαλμός; «Κρείσσον ολίγον τω δικαίω υπέρ πλούτον αμαρτωλών πολύν»39. «Ανεμομαζώματα, ανεμοσκορπίσματα». Όσα μαζεύουν, φεύγουν, όλα εξανεμίζονται. Σπάνια, σε πολύ λίγους συμβαίνει να είναι οι αρρώστιες, οι χρεωκοπίες κ.λπ. μία δοκιμασία του Θεού. Αυτοί θα έχουν καθαρό μισθό. Σ' αυτήν την περίπτωση συνήθως γίνονται ύστερα πιο πλούσιοι, σαν τον Ιωβ. Αλλά, και πολλοί άνθρωποι που βγαίνουν άλειωτοι, είναι και από αυτό, κάποια αδικία έχουν κάνει.
Ο άδικος βασανίζεται
Ο άδικος, και γενικά κάθε ένοχος, όταν δεν ζητήση συγχώρηση, ταλαιπωρείται από την συνείδησή του και επιπλέον από την αγανάκτηση του αδικημένου. Γιατί, όταν ο αδικημένος δεν τον συγχωρήση και γογγύζη, τότε ο άδικος ταλαιπωρείται πολύ, βασανίζεται. Δεν μπορεί να κοιμηθή. Σαν να τον χτυπούν κύματα και τον φέρνουν σβούρα. Είναι μυστήριο πράγμα το πώς το πληροφορείται! Όπως, όταν ένας αγαπά κάποιον και τον σκέφτεται με την καλή έννοια, εκείνος το πληροφορείται, έτσι και σ' αυτήν την περίπτωση. Ώ, ο γογγυσμός του άλλου τον κάνει άνω-κάτω! Και μακριά να είναι, τί στην Αυστραλία, τί στο Γιοχάννεμπουργκ, δεν μπορεί να ησυχάση, όταν είναι αγανακτισμένος ο άλλος εξ αιτίας του.
- Αν είναι αναίσθητος;
- Οι αναίσθητοι λές ότι δεν υποφέρουν; Το πολύ-πολύ να καταφύγουν σε καμμιά ψυχαγωγία, για να ξεχασθούν. Μπορεί πάλι ο αδικημένος να τον συγχώρησε τον ένοχο, αλλά να έχη μείνει λίγη αγανάκτηση μέσα του. τότε και ο ίδιος ταλαιπωρείται σε έναν βαθμό, αλλά ο ένοχος ταλαιπωρείται πολύ από την αγανάκτηση του άλλου. Αν όμως ο ένοχος ζητήση συγνώμη και δεν του την δώση ο αδικημένος, τότε ταλαιπωρείται εκείνος. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη φωτιά από το εσωτερικό κάψιμο της ψυχής από την συνείδηση. Την βασανίζει και την τρώει συνέχεια με το σαράκι σ' ετούτη την ζωή και πιο πολύ φυσικά θα την τρώη στην άλλη
ζωή, την αιώνια, «ο ακοίμητος σκώληξ», αν δεν μετανοήση ο άνθρωπος σ' αυτήν την ζωή και δεν επιστρέψη τις αδικίες του στους συνανθρώπους του, έστω και με την αγαθή του προαίρεση, σε περίπτωση που δεν μπορεί με άλλον τρόπο.
(Λόγοι τόμος Α, σελ. 85-87)
Το «τόλμημα» — όπως το αποκαλείς— που έκανες, να αυτοτραυματιστείς δηλαδή και να γράψεις με το αίμα σου(!) μια διακήρυξη αιώνιας πίστεως στο Θεό και την πατρίδα, σου το λέω απερίφραστα πως ήταν άτοπο και γελοίο. Και μην ψάχνεις μάταια να βρεις οποιεσδήποτε δικαιολογίες.
Οι πλανεμένες απόψεις σου γύρω από την υπερηφάνεια και την ταπείνωση, καθώς και οι φλυαρίες που στοχεύουν στην αυτοδικαίωσή σου, σκοτίζουν την υπόθεση και δεν πιάνουν την ουσία της. Το πράγμα είναι απλό. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος γράφει: Όπου δεις πτώση, να είσαι σίγουρος ότι η περηφάνια προηγήθηκε.
Ούτε ένας απ’ όλους εμάς δεν μπορεί να «καυχηθεί» πως έχει αποκτήσει ταπείνωση. Κάθε πράξη μας, ολόκληρη η ζωή μας, αποδεικνύουν το αντίθετο. Και όπου λείπει η ταπείνωση, εκεί βρίσκεται πάντα παρούσα η έπαρση. Όπου δεν υπάρχει φως, εκεί βασιλεύει το σκοτάδι…
***
Πιστεύεις πράγματι ότι η εσωτερική ειρήνη που αναζητάς, εξαρτάται από την τοποθεσία που θα επιλέξεις τελικά για να ζήσεις; Να είσαι βέβαιος ότι η ειρήνη της ψυχής δεν εξαρτάται από τους τόπους διαβιώσεως. Δεν έχει τόση σημασία αν θα είσαι στο βουνό ή στη θάλασσα, στην πόλη ή στην έρημο, μέσα στους θορύβους των αμαξιών ή μέσα στο θρόισμα των φύλλων του δάσους. Τη γαλήνη της καρδιάς θα την κερδίσεις, όπου κι αν είσαι, μόνο με δύο προϋποθέσεις: Αν αγωνιστείς ν’ αποκτήσεις ταπείνωση, και αν αυτή την ταπείνωση τη συνδυάσεις με την ακριβή τήρηση των εντολών του Χριστού. Σου το λέει ο ίδιος: «Μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11:29).
Αυτό είναι. Τώρα, το που θα το πραγματοποιήσεις, δεν έχει καμιά σημασία.
Η συνοίκηση και επικοινωνία με άλλους ανθρώπους μας επιτρέπει να αποκτήσουμε πολύ πιο σύντομα την ικανότητα διαγνώσεως των ελαττωμάτων μας, ενώ η καταμόνας διαβίωση μας αφαιρεί αυτό το πλεονέκτημα. Όταν, ταπεινωμένοι από τη διαπίστωση της ψυχικής μας ρυπαρότητος, προσευχόμαστε στο Θεό να μας ελεήσει, Εκείνος ποτέ δεν μας αφήνει να περιμένουμε για πολύ. «Αυτός γαρ εστιν η ειρήνη ημών» (Εφεσ. 2:14). Μην ξεγελιέσαι, λοιπόν. Κανένας τόπος, κανένας άνθρωπος και καμιά μέθοδος δεν μπορούν να σου εξασφαλίσουν με σιγουριά την αληθινή ειρήνη. Τίποτα άλλο, εκτός από τη χάρη του Θεού, δεν μπορεί να καταστήσει την ανθρώπινη καρδιά μόνιμο και ασφαλές καταφύγιο αυτής της ουράνιας ειρήνης, που προεκτείνεται μέχρι την αιωνιότητα.
***
Δείχνεις υπερβολικά και αδικαιολόγητα πικραμένος, επειδή οι δικοί σου αποδοκιμάζουν τις ενέργειές σου. Γιατί τόση ταραχή; Αφού, σύμφωνα με τη μαρτυρία της συνειδήσεως σου, δεν ευθύνεσαι για την εχθρική τους στάση, αφού δεν έχεις κάνει τίποτα που να δικαιολογεί τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, πρέπει να είσαι ειρηνικός. Να είσαι ειρηνικός και να προσεύχεσαι γι’ αυτούς. Εκ των πραγμάτων, δεν μπορούμε πάντοτε να πείθουμε τους άλλους για την ορθότητα των πράξεών μας ή για την αγνότητα των ελατηρίων μας. Κάθε άνθρωπος έχει το δικό του τρόπο σκέψεως, τις δικές του αντιλήψεις για τη ζωή, τις δικές του απόψεις για τα μικρά ή τα μεγάλα ζητήματα της καθημερινότητος.
Εσύ πάντως, ό,τι κάνεις, να το προσφέρεις ως «θυσίαν δεκτήν, ευάρεστον τω Θεώ» (Φιλιππ. 4:18). Και όταν παίρνεις μέρος σε συζητήσεις που αφορούν την πίστη μας, να μιλάς με ταπείνωση, με πραότητα, με σεβασμό στο πρόσωπο των συνομιλητών σου, όποιοι και αν είναι αυτοί. Μην τους αντιμετωπίζεις όπως ο δάσκαλος τα παιδιά του δημοτικού σχολείου. Μην ξεχνάς πως κι ο πιο σκληρός άθεος είναι εικόνα του Θεού!
Αν όμως διακρίνεις στον άπιστο ή τον πλανεμένο συζητητή σου κακοπιστία και παράλογη ισχυρογνωμοσύνη, μη χάνεις τον καιρό σου. Ένα τέτοιον άνθρωπο «μετά μίαν και δευτέραν νουθεσία παραιτού, είδως ότι εξεστράπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος (Τίτ. 3:10-11).
***
Μην επιχειρήσεις ποτέ να εκτιμήσεις την ποιότητα και την αξία της προσευχής σου. Μόνο ο Θεός μπορεί να το κάνει. Εμείς πρέπει πάντα να θεωρούμε την προσευχή μας τόσο ανεπαρκή σαν προσπάθεια και τόσο φτωχή σε αποτελεσματικότητα, ώστε αυθόρμητα ν’ ανεβαίνει στα χείλη μας η θρηνητική ικεσία του τελώνη: «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. 18:13). Τίποτα άλλο…
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ. 70-74)
- Γέροντα, συχνά κοσμικοί άνθρωποι λένε ότι αισθάνονται ένα κενό, ενώ έχουν όλα τα καλά.
- Η πραγματική, η γνήσια χαρά βρίσκεται κοντά στον Χριστό. Αν συνδεθής μαζί Του με την προσευχή, θα δής πληρωμένη την ψυχή σου. Οι κοσμικοί την χαρά την ζητούν στις απολαύσεις. Μερικοί πάλι πνευματικοί άνθρωποι την ζητούν σε θεολογικές συζητήσεις, ομιλίες κ.λπ. Και όταν τελειώσουν αυτά, μένουν με ένα κενό και αναρωτιούνται τί θα κάνουν στην συνέχεια. Είτε αμαρτωλά είτε αδιάφορα είναι αυτά με τα οποία ασχολούνται, το ίδιο είναι. Δεν πηγαίνουν τουλάχιστον να κοιμηθούν, να είναι ξεζαλισμένοι το πρωί στην δουλειά τους;
Εκπληρώνοντας τις κοσμικές επιθυμίες της καρδιάς, δεν έρχεται η πνευματική χαρά, άγχος έρχεται. Η κοσμική χαρά φέρνει και το άγχος στους πνευματικούς ανθρώπους. Η κοσμική χαρά δεν είναι μόνιμη, αληθινή χαρά, είναι μία χαρά πρόσκαιρη, εκείνης της στιγμής. Αυτή είναι υλική χαρά, δεν είναι πνευματική, από υλικές χαρές όμως δεν «γεμίζει» η ψυχή του ανθρώπου. Ίσα-ίσα γεμίζει σαβούρα μέσα. Όταν νιώσουμε την πνευματική χαρά, δεν θα θέλουμε την υλική χαρά. «Χορτασθήσομαι εν τω οφθήναι μοί την δόξαν σου!»33. Η κοσμική χαρά δεν ξεκουράζει τον πνευματικό άνθρωπο, τον κουράζει. Βάλε έναν πνευματικό άνθρωπο σ' ένα κοσμικό σπίτι. Δεν ξεκουράζεται. Και ο κοσμικός άνθρωπος νομίζει ότι ξεκουράζεται, αλλά βασανίζεται. Το αίρεται εξωτερικά, αλλά μέσα του δεν ευχαριστιέται, βασανισμένος είναι.
- Με την κοσμική τάξη, Γέροντα, σε πιάνει ασφυξία.
- Και ασφυξία τους πιάνει και τα θέλουν κιόλας, όπως ο βάτραχος τρέχει στο στόμα του φιδιού. Το φίδι κάθεται απέναντι από την στέρνα και κοιτάζει συνέχεια τον βάτραχο. Αν ξεγελασθή ο βάτραχος και κοιτάξη το φίδι, ηλεκτρίζεται, ζαλίζεται και τρέχει φωνάζοντας στο στόμα του φιδιού. Μετά το φίδι τον δαγκάνει και τον δηλητηριάζει, για να μη χτυπιέται. Τότε φωνάζει ο βάτραχος, αλλά, και να τον γλυτώσης, έχει δηλητηριασθή και θα ψοφήση.
- Γέροντα, γιατί οι άνθρωποι χαίρονται με τα κοσμικά πράγματα;
- Δεν σκέφτονται την αιωνιότητα οι σημερινοί άνθρωποι. Η φιλαυτία τους κάνει να ξεχνούν ότι θα χαθούν τα πάντα. Δεν έχουν συλλάβει το βαθύτερο νόημα της ζωής. Δεν νιώσανε άλλες, ουράνιες χαρές. Δεν σκιρτά η καρδιά τους για κάτι
ανώτερο. Δίνεις λ.χ. σε κάποιον ένα κολοκύθι. «Τι ωραίο κολοκύθι!». λέει. Του δίνεις ανανά, «Ο ανανάς έχει λέπια», σού λέει και τον πετάει, γιατί δεν έφαγε ποτέ. Ή πές σε έναν τυφλοπόντικα: «Τί ωραίος είναι ο ήλιος!», αυτός πάλι θα χωθή μέσα στο χώμα. Όσοι αναπαύονται μέσα στον υλικό κόσμο, μοιάζουν με τα ανόητα πουλάκια που δεν θορυβούν μέσα στο αυγό, για να σπάσουν το τσόφλι και να βγουν έξω, να χαρούν τον ήλιο - το ουράνιο πέταγμα στην παραδεισένια ζωή -, αλλά παραμένουν ακίνητα και πεθαίνουν μέσα στο τσόφλι του αυγού.
Το κοσμικό πνεύμα στην πνευματική ζωή
- Γέροντα, μερικές φορές λέτε ότι ο τάδε άνθρωπος βλέπει με ευρωπαϊκό φακό και όχι με ανατολίτικο πνεύμα. Τί εννοείτε;
- Εννοώ ότι βλέπει με ευρωπαϊκό μάτι, με ευρωπαϊκή λογική, χωρίς πίστη, ανθρώπινα.
- Και ποιό είναι το ανατολίτικο πνεύμα;
- «Ανατολή ανατολών και οι εν σκότει και σκιά...» !
- Δηλαδή;
- Όταν λέω ότι ένας επίασε το ανατολίτικο πνεύμα και άφησε το ευρωπαϊκό πνεύμα, θέλω να πω ότι άφησε την λογική, τον ορθολογισμό, και επίασε την απλότητα και την ευλάβεια, γιατί αυτό είναι το ορθόδοξο πνεύμα στο οποίο αναπαύεται ο Χριστός, απλότης και ευλάβεια. Σήμερα, συχνά λείπει η απλότητα από τους πνευματικούς ανθρώπους, η αγία απλότητα που ξεκουράζει την ψυχή. Αν δεν αρνηθή κανείς το κοσμικό πνεύμα και δεν κινηθή απλά, να μη σκέφτεται δηλαδή πώς θα τον δούν ή τί θα πούν γι' αυτόν, τότε δεν συγγενεύει με τον Θεό, με τους Αγίους. Για να συγγενέψη, πρέπει να κινηθή στον πνευματικό χώρο. Όσο κανείς κινείται με απλότητα, ιδίως μέσα σε ένα Κοινόβιο, τόσο στρογγυλεύει, γιατί φεύγουν τα εξογκώματα των παθών. Αλλιώς κοιτάζει να φτιάξη έναν ψεύτικο άνθρωπο. Γι' αυτό να προσπαθήσουμε να πετάξουμε τον κοσμικό καρνάβαλο, για να αγγελοποιηθούμε.
Ξέρετε τί κάνουν οι κοσμικοί και τί κάνουν οι πνευματικοί άνθρωποι; Οι κοσμικοί κοιτάζουν η αυλή τους να είναι καθαρή. Το σπίτι μέσα δεν τους ενδιαφέρει αν έχη σκουπίδια. Σκουπίζουν την αυλή και πετούν τα σκουπίδια μέσα στο σπίτι! Σού λέει: «Οι άλλοι την αυλή βλέπουν, δεν βλέπουν μέσα το σπίτι». Μέσα μου δηλαδή ας έχω σκουπίδια, όχι όμως έξω! Τους ενδιαφέρει να τους καμαρώνουν οι άλλοι. Ενώ οι πνευματικοί άνθρωποι κοιτάζουν το σπίτι μέσα να είναι καθαρό. Δεν τους ενδιαφέρει τί θα πη ο κόσμος, γιατί ο Χριστός κατοικεί στο σπίτι, στην καρδιά, δεν κατοικεί στην αυλή.
Μερικές φορές όμως και πνευματικοί άνθρωποι κινούνται επιφανειακά, κοσμι-κά, και για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, φαρισαϊκά. Αυτοί οι άνθρωποι δεν σκέφτο-νται πώς θα πάνε στον Παράδεισο, κοντά στον Θεό, αλλά πώς θα φανούν εδώ καλοί. Στερούνται όλες τις πνευματικές χαρές, ενώ μπορούσαν να ζήσουν από 'δω τον
Παράδεισο. Έτσι μένουν γήινοι άνθρωποι. Προσπαθούν να ζήσουν μία πνευματική ζωή με κοσμικό τρόπο. Μέσα τους όμως είναι άδειοι, δεν υπάρχει Θεός.
Δυστυχώς, το κοσμικό πνεύμα έχει επιδράσει πολύ και στους πνευματικούς ανθρώπους. Αν πνευματικοί άνθρωποι ενεργούν και σκέφτωνται κοσμικά, τί να κά-νουν οι κοσμικοί; Είπα σε μερικούς να βοηθήσουν ναρκομανή παιδιά και μου είπαν: «Αν κάνουμε ένα ίδρυμα για ναρκομανείς, δεν θα μας δίνουν καμμιά περιουσία. Γι' αυτό θα κάνουμε Γηροκομείο». Δεν λέω ότι το Γηροκομείο δεν χρειάζεται. Αλλοίμονο! Αλλά, αν ξεκινούμε έτσι, αυτά δεν θα είναι ευαγή αλλά... «ναυαγή» ιδρύματα! Δεν καταλαβαίνουν ότι η κοσμική επιτυχία είναι αποτυχία πνευματική.
(Λόγοι τόμος Α σελ. 75-78)
Λες ότι, έτσι άσχημα που εξελίσσονται τα πάθη και οι αδυναμίες σου, έχεις δεχτεί ήρεμα και αγόγγυστα και το νέο «σκόλοπα», που, σαν παιδαγωγική τιμωρία, παραχώρησε ο Θεός να σε βρει: τη φυματίωση. Το μόνο πράγμα που σε στεναχωρεί είναι ότι τώρα κουράζεις τους δικούς σου και τους έχεις γίνει φόρτωμα.
Πολύ μεγάλο λάθος! Γιατί κάνεις τέτοιες δυσάρεστες, θα ‘λεγα μάλιστα και προσβλητικές σκέψεις για τους άλλους; Γιατί παίρνεις σαν δεδομένο ότι είναι τόσο κακοί; Δεν είναι χριστιανοί; Δεν τολμώ να σκεφτώ πως είναι τόσο άσπλαχνοι, ώστε να βλέπουν έναν άρρωστο άνθρωπο σαν βάρος. Γιατί, αναμφίβολα, αν έστω και μία φορά στη ζωή τους άνοιξαν το Ευαγγέλιο, πρέπει να γνωρίζουν ότι, διακονώντας εσένα, είναι σαν να διακονούν τον ίδιο το Χριστό!...
Έρχομαι τώρα στο θέμα της νηστείας. Αν και αντιμετωπίζω με σεβασμό και συγκατάβαση την εντολή του γιατρού, που σου υποδεικνύει να τρως τα πάντα και να μη νηστεύεις τη σαρακοστή και τις άλλες νηστίσιμες ημέρες, νομίζω πως δεν θα μπορούσα να σου δώσω επίσημα - ας το πω έτσι - την «άδεια» να το κάνεις. Γιατί εμείς δεν έχουμε δικαίωμα να επιτρέπουμε ό,τι η Εκκλησία μας απαγορεύει.
Θα σου δώσω όμως μια συμβουλή: Δέξου και το φαγητό όπως δέχεσαι τα άλλα φάρμακα, που σου έχουν ορίσει να παίρνεις. Και τρώγε ό,τι πρέπει, με διάκριση και μέτρο. Όχι για την απόλαυση, αλλά για την ανάρρωσή σου. Όταν όμως θα πας να εξομολογηθείς, πες το και αυτό σαν μία παρεκτροπή σου από τις προσταγές της Εκκλησίας μα. Από τη στιγμή που εξομολογείσαι ταπεινά μία παράβαση - μικρή ή μεγάλη, εκούσια ή ακούσια, αδικαιολόγητη ή δικαιολογημένη από τις περιστάσεις - ο εξομολόγος μπορεί να σου δώσει την άφεση. Και δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι, ειδικά στην προκειμένη περίπτωση, θα σου τη δώσει. Αλλά ούτε εκείνος ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος μπορεί να κάνει επιλογή και διάκριση των εκκλησιαστικών κανόνων και διατάξεων, επιβάλλοντας την τήρηση ορισμένων και επιτρέποντας την παράλειψη άλλων . Μ’ άλλα λόγια, όταν δεν νηστεύεις, έστω και για σοβαρούς λόγους υγείας, ή όταν αθετείς κάποια άλλη εντολή, για αιτίες ανεξάρτητες από τη θέλησή σου, έχε πάντως τη συναίσθηση πως είσαι παραβάτης, και ζήτα ταπεινά το έλεος του Θεού γι’ αυτό.
Το πρωταρχικό μέλημά σου οπωσδήποτε πρέπει να είναι η επίτευξη απόλυτης ψυχικής ηρεμίας και υπομονής, ακόμα και κάτω απ’ αυτές τις δύσκολες περιστάσεις. Και δεν χρειάζεται να εξουθενώνεις το ήδη ταλαιπωρημένο και ασθενικό σώμα σου με πνευματικές ασκήσεις. Άνοιξε την καρδιά σου σε μία διαρκή δοξολογία του Θεού, και ευχαρίστησέ Τον για το σταυρό που παραχωρεί να σηκώνεις. Αυτά είναι όλα όσα χρειάζεσαι στην τωρινή κατάστασή σου.
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ. 68-70)
Όσοι δεν φρενάρουν την καρδιά τους από τις υλικές επιθυμίες, τις μη απαραίτητες, - ούτε καν λόγος γίνεται για σαρκικές επιθυμίες - και δεν συμμαζέψουν τον νού τους μέσα στην καρδιά, για να τα δώσουν όλα μαζί με την ψυχή στον Θεό, διπλή δυστυχία τους περιμένει.
- Γέροντα, είναι πάντα κακό το να επιθυμής κάτι;
- Όχι, η επιθυμία της καρδιάς δεν είναι καθ' εαυτή κακή. Αλλά, όταν μου παίρνουν ένα κομμάτι της καρδιάς μου πράγματα, έστω και μη αμαρτωλά, μου ελαττώνουν την αγάπη μου προς τον Χριστό. Αυτή η επιθυμία πάλι είναι κακή, γιατί ο εχθρός μου κόβει την αγάπη μου από τον Χριστό. Όταν επιθυμώ ένα πράγμα χρήσιμο, ένα βιβλίο λ.χ., και μου παίρνη ένα κομμάτι της καρδιάς, τότε αυτό είναι κακό. Γιατί να μου πάρη ένα κομμάτι της καρδιάς ένα βιβλίο; Το βιβλίο θα επιθυμώ ή τον Χριστό θα λαχταρώ; Κάθε επιθυμία, όσο καλή και να φαίνεται, δεν είναι καλύτερη από το να επιθυμή κανείς τον Χριστό ή την Παναγία. Όταν δώσω την καρδιά μου στον Θεό, είναι δυνατόν ο Θεός να μη μου δώση όλο τον Εαυτό Του; Ο Θεός ζητάει την καρδιά του ανθρώπου. «Δος μοί, υιέ, σήν καρδίαν» . Αμα Του δώση ο άνθρωπος την καρδιά του, μετά ο Θεός του δίνει και ό,τι αγαπά η καρδιά του, αρκεί να μην τον βλάψη. Μόνο στον Χριστό όταν δίνεται η καρδιά δεν χαραμίζεται, και μόνο στον Χριστό βρίσκεις πλούσια ανταπόκριση θεϊκής αγάπης σ' αυτήν την ζωή, και στην άλλη, την αιώνια, την θεία αγαλλίαση.
Πρέπει να αποφεύγουμε τα κοσμικά πράγματα, για να μη μας παίρνουν την καρδιά, και να χρησιμοποιούμε τα απλά, μόνο για να εξυπηρετούμαστε. Να φροντίζουμε όμως να είναι στέρεα. Αν θέλω να χρησιμοποιώ ένα όμορφο πράγμα, δίνω όλη την καρδιά μου στην ομορφιά και για τον Θεό δεν μένει ούτε ένα κομματάκι. Περνάς από κάπου και βλέπεις ένα σπίτι με ωραία μάρμαρα, σχέδια, σκαλίσματα... Θαυμάζεις τις πέτρες, τα τούβλα και αφήνεις την καρδιά σου εκεί. Ή βλέπεις σε ένα κατάστημα έναν ωραίο σκελετό για τα γυαλιά σου και τον επιθυμείς. Αν δεν τον αγοράσεις, αφήνεις την καρδιά σου στο κατάστημα. Αν τον αγοράσεις, κρεμάς την καρδιά σου από τον σκελετό που φοράς! Ιδίως οι γυναίκες εύκολα κλέβονται. Λίγες είναι εκείνες που δεν χαραμίζουν στα μάταια την καρδιά τους. Θέλω να πώ, κλέβει ο διάβολος την πλούσια καρδιά που έχουν με όλα τα κοσμικά, τα χρωματιστά, τα γυαλιστερά. Χρειάζεται μία ένα πιάτο; Θα ψάξη να βρη πιάτο με λουλούδια. Λές και θα ξινίση το φαγητό, αν δεν έχη λουλούδια το πιάτο! Μερικές πνευματικές γυναίκες θα συγκινηθούν με σοβαρά σχέδια, με δικέφαλο αετό κ.λπ. Μετά ρωτάνε: «Γιατί δεν συγκινούμαι από τα πνευματικά;». Πώς να συγκινηθής, αφού η καρδιά σου είναι σκορπισμένη στα ντουλάπια, στα πιάτα; Δεν έχεις καρδιά, έχεις μόνον κρέας, που μέσα κάτι χτυπάει τίκ-τάκ, μηχανικά, σαν το ρολόι, ίσα για να περπατάς! Γιατί πάει λίγη καρδιά στο ένα, λίγη καρδιά στο άλλο και για τον Χριστό δεν μένει τίποτε.
- Δηλαδή, Γέροντα, και αυτές οι απλές επιθυμίες είναι αμαρτωλές;
- Οι επιθυμίες αυτές, όσο και αμαρτωλές να μην είναι, είναι χειρότερες από τις αμαρτωλές. Γιατί μία αμαρτωλή επιθυμία θα τον συγκλονίση τον άνθρωπο κάποια φορά και θα τον πειράξη η συνείδηση, όποτε θα κάνη μία προσπάθεια, θα μετανοήση, θα πη «ήμαρτον, Θεέ μού». Ενώ αυτές οι επιθυμίες, οι «καλές», δεν τον ανησυχούν. Νομίζει ότι πάει καλά. «Αγαπώ το καλό, αγαπώ το όμορφο, λέει. Αλλωστε και ο Θεός τα έκανε όλα όμορφα». Ναί, αλλά δεν πάει να στον Κτίστη η αγάπη του, πάει στο κτίσμα. Γι' αυτό καλά είναι να κόβουμε κάθε επιθυμία. Όταν κανείς κάνη μία προσπάθεια για τον Χριστό και θυσιάζη αυτό που αγαπάει και κάνη κάτι που δεν το αγαπάει - όσο καλό και να είναι αυτό που αγαπάει -, τότε ο Θεός του δίνει μεγαλύτερη ανάπαυση.
Η καρδιά, πριν καθαρισθή, έχει τις κοσμικές επιθυμίες και χαίρεται μ' αυτές. Όταν όμως εξαγνισθή, μετά στενοχωριέται με τις κοσμικές επιθυμίες, σιχαίνεται τις κοσμικές επιθυμίες και τότε οι χαρές είναι πνευματικές. Έτσι εξαγνίζεται η καρδιά, όταν σιχαθή τις κοσμικές επιθυμίες. Πριν τις σιχαθή, έλκεται από αυτές. Αλλά, βλέπεις, εμείς δεν θέλουμε να στενοχωρήσουμε λίγο τον παλαιό άνθρωπο, θέλουμε να κάνουμε τα χατήρια του παλαιού ανθρώπου. Πώς θα γίνουμε μετά μιμητές Χριστού;
- Όταν, Γέροντα, δυσκολεύωμαι να κόψω μία επιθυμία μου, πρέπει να επιμείνω στον αγώνα;
- Ναί, ακόμη και αν στενοχωρήται η καρδιά σου, επειδή δεν κάνεις αυτά που την αναπαύουν, δεν πρέπει να υπακούσης στην καρδιά. Γιατί, αν υπακούσης, θα νιώθης μία χαρά κοσμική και μετά ένα άγχος, πάλι κοσμικό. Ενώ, αν δεν υπακούσης
και στενοχωρηθή η καρδιά, επειδή δεν έκανες αυτά που την αναπαύουν, και το χαίρεσαι αυτό, τότε έρχεται η θεία Χάρις. Και αυτός είναι ο σκοπός, να αποκτήσουμε την θεία Χάρη. Για να αποκτήσης δηλαδή την θεία Χάρη, πρέπει να κοπούν οι επιθυμίες, και καλές να είναι, να κοπή το θέλημα. Τότε ταπεινώνεται ο άνθρωπος καί, όταν ταπεινωθή, έρχεται μετά η θεία Χάρις. Όταν δυσαρεστηθή κοσμικά η καρδιά, τότε θα χαρή πνευματικά. Όσο μπορεί κανείς, να μάθη να αποφεύγη την κοσμική παρηγοριά, να κάνη εσωτερική εργασία πνευματική, για να αποκτήση την θεϊκή παρηγοριά.
(Λόγοι τόμος Α σελ. 72-74)
79. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (+ 373) ο Μέγας
ΓΕΝΙΚΑ
Ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας υπήρξε η μεγαλύτερη φυσιογνωμία της αρχαίας Εκκλησίας. Σήκωσε το βάρος πολλαπλής και βαθιάς κρίσεως και θεμελίωσε θεολογικά και οριστικά την ορθόδοξη τριαδολογία. Μετέβαλε κυριολεκτικά την πορεία της θεολογίας, που είχε στρεβλωθεί με την Αλεξανδρινή σχολή, την ανασυνέδεσε με την θεολογία του Ιγνατίου, του Ειρηναίου, του Διονυσίου Αλεξανδρείας και του Θεογνώστου, και την έθεσε στην διακονία της Εκκλησίας και της σωτηρίας. Έσπασε το φράγμα των λεγόμενων θεολογικών σχολών. Φωτίστηκε κατ’ εξοχήν, ώστε αυτός κυρίως να κατανοήσει το μυστήριο της Τριάδας και αυτός να το εκφράσει. Και υπέστη τις περισσότερες διώξεις για την υπεράσπιση της αληθείας από τους αιρετικούς και τους Καίσαρες της εποχής. Για τέσσερες δεκαετίες και πλέον (328-373) απέβη το σύμβολο και η κεφαλή, προς την οποία με αγωνία είχαν στραμμένα τα βλέμματα οι πάντες, ορθόδοξοι και κακόδοξοι. Οι λίγοι ορθόδοξοι, όσο έβλεπαν τον ιερό αετό όρθιο στο θρόνο του ή ανυποχώρητο στις εξορίες του, ήταν βέβαιοι πως η Ορθοδοξία ζει και αναθαρρούσαν. Οι πολλοί κακόδοξοι, όσο έβλεπαν όρθιο τον ανυπότακτο άνδρα, ήξεραν ότι παρά τους διωγμούς η Ορθοδοξία επιζεί και γι’ αυτό θηριώνονταν.
Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Ο Μέγας Αθανάσιος έζησε στην κρισιμότερη εποχή της αρχαίας Εκκλησίας, τότε που αυτή κινδύνευε, ανθρώπινα, να χάσει την ταυτότητα της. Η παιδεία του και η αυτοσυνειδητοποίηση του τοποθετούνται στις δύο πρώτες δεκαετίες του Δ' αιώνα. Από το 313 και δη με την μονοκρατορία (324) του Μ. Κωνσταντίνου, οι χριστιανοί έβγαιναν από τα γκέττο κι έκλειναν οριστικά τις κατακόμβες. Αποκτούσαν για πρώτη φορά κοινωνικό πρόσωπο και την αναγκαία ελευθερία για ευρύτατη μελέτη των προβλημάτων που δημιουργούσε η βίωση της αλήθειας. Παράλληλα όφειλαν να εργάζονται και να ζουν για δύο κυρίους, τον καίσαρα και τον Χριστό. Τα γεγονότα προκάλεσαν αρχικά στους χριστιανούς απέραντο ενθουσιασμό, που γρήγορα μεταβλήθηκε σε δραματικούς αγώνες για την γνησιότητα της διδασκαλίας και την φανέρωση της αλήθειας στα θέματα που ανέκυπταν. Η Εκκλησία γνώρισε τότε ολέθριο συγκλονισμό, δεδομένου μάλιστα ότι από τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του Γ' αιώνα, δηλ. μετά το σπουδαίο έργο του Διονυσίου Αλεξανδρείας και την αξιόλογη σκέψη του Θεογνώστου, η θεολογία έχανε ολοένα και κάτι από την ρώμη της, από την εμμονή στην «ανακεφαλαίωση» του Ειρηναίου. Η κάμψη αυτή της θεολογίας, με την επήρεια των διωγμών, των κακοδοξιών, των μικρών θεολόγων και δη της ηθικιστικής φιλοσοφικής σκέψεως, οδηγούσε στην αποδυνάμωση της Παραδόσεως και την ηθικολογική θεώρηση της Εκκλησίας, όπως δείχνουν οι σπουδαιότεροι εκκλησιαστικοί συγγράφεις των ετών 300-320, δηλ. Μεθόδιος Ολύμπου και Ευσέβιος Καισαρείας στην Ανατολή, Αρνόβιος de Sicca και Λακτάντιος στην Δύση.
Η κατάσταση αυτή, τονισμένη ιδιαίτερα στο αδιαφιλονίκητο πνευματικό κέντρο της εποχής, δηλ. στον αλεξανδρινό χώρο, παρήγαγε μεταξύ άλλων τα εξής φαινόμενα:
α) Υποβάθμιση της απόλυτης σημασίας της ενανθρωπήσεως του Λόγου, αναζωπύρωση των συζητήσεων περί αρχής του κακού και υπερτονισμό της αξίας της φιλοσοφικής σκέψεως (αλεξανδρινή παράδοση, αλληγορική ερμηνεία). Στο φαινόμενο τούτο, που είχε βαθύτατα διαβρώσει την επιφανειακή θεολογία της εποχής και συνιστούσε τον πρωταρχικό και γενεσιουργό κίνδυνο στην Εκκλησία, απάντησε ο Αθανάσιος με τους δύο πρώτους Λόγους του «Κατά Ελλήνων» και Περί ενανθρωπήσεως».
β) Επειδή επικρατούσε τέτοιο κλίμα, όταν ανέκυψε συζήτηση και αμφισβήτηση για το πώς της δημιουργίας, της προελεύσεως του Υιού του Θεού από τον Πατέρα και της σωτηρίας, επόμενο ήταν ο Άρειος και οι πολλοί οπαδοί του να λύνουν (περί το 318) τα προβλήματα, στηριζόμενοι στις κοσμολογικές και φιλοσοφικές (οντολογικές) αρχές, διατηρώντας όμως τα βιβλικά σχήματα. Έτσι ο Άρειος ούτε την σχέση Υιού και Πατέρα μπορούσε να καταλάβει ούτε την σωτηρία να εξασφαλίσει, εφόσον ο Υιός ήταν γι’ αυτόν κτίσμα, που σαν τέτοιο δεν μπορούσε να «συνάψη» τον άνθρωπο με τον Θεό. Λίγο αργότερα (μετά το 355) εμφανίστηκαν κακοδοξίες που στρέφονταν κατά της θεότητας του αγίου Πνεύματος και των δύο φύσεων του Χριστού. Και αυτές άμεσα κι έμμεσα συνδέονταν με τον Άρειο. Είναι φανερό πως έτσι έχανε η Εκκλησία το έρεισμά της, την δύναμή της, εκείνο για το οποίο υπήρχε, δηλ. την σωτηρία. Επομένως μεταστοιχειωνόταν σε ηθικολογικό σύστημα, άλλαζε ριζικά το είναι της. Στην φοβερή αυτή κρίση απάντησε ο Αθανάσιος με τους τρεις Λόγους του «Κατά Αρειανών», τους οποίους επεξεργάστηκε επανειλημμένα, και με πλήθος μεταγενέστερων έργων του.
γ) Και πάλι ένεκα του κλίματος αυτού, όταν ο αυτοκράτορας, ορθόδοξος ή κακόδοξος, επενέβαινε στα θέματα της Εκκλησίας, οι αρειανοί κακόδοξοι, που εξέφραζαν το κλίμα τούτο, θεωρούσαν αυτονόητη την επέμβαση του καίσαρα, τον οποίο μάλιστα προκαλούσαν σ’ αυτήν για την ανατροπή της διδασκαλίας, που συνοδικώς (Νίκαια 325) η Εκκλησία κύρωσε ως γνήσια και αληθή. Απαντώντας ο Αθανάσιος στην πρόκληση αυτή, που όντως έθετε στην κρίση του εκάστοτε καίσαρα την αλήθεια της Εκκλησίας, μίλησε για την σχέση Εκκλησίας και κοσμικής εξουσίας και θεμελίωσε την θεολογία της Οικουμενικής γενικά Συνόδου.
Παρατηρούμε ότι ο Αθανάσιος αναγκάστηκε ν’ απαντήσει και απάντησε ορθά σε πολλά και θεμελιώδη προβλήματα, διότι η κρίση ήταν πολλαπλή και τόσο ριζική, που αναμόχλευε τα σπουδαιότερα θέματα της Εκκλησίας: Θεός - κόσμος - άνθρωπος - δημιουργία - τριαδολογία - ενανθρώπηση του Υιού - σωτηρία - χριστολογία - οικουμενική σύνοδος - πνευματολογία. Κανείς άλλος Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας δεν αντιμετώπισε τόσο ριζική και τόσο πολλαπλή εκκλησιαστικοθεολογική κρίση. Ο Αθανάσιος διατηρεί και αυτό το πρωτείο.
ΤΟ ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟ ΚΑΚΟ ΚΑΙ Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ
α. Ο άνθρωπος «γέγονεν εις το οράν τον Θεόν»
Η θεολογία του Παύλου και του Ειρηναίου περί ανακεφαλαιώσεως και αναδημιουργίας των πάντων στο πρόσωπο του Χριστού φαινόταν άτονη και λησμονημένη στις αρχές του Δ' αιώνα. Ο Αθανάσιος διέβλεπε καθαρά τις φοβερές συνέπειες και, απαντώντας σε εθνικούς και κακοδόξους, υπογράμμισε ότι το κακό δεν έχει «υπόσταση» δική του, καθώς πίστευαν πολλοί Έλληνες (Κατά ελλήνων 6):
«το κακόν ου παρά Θεού ουδέ εν Θεώ ούτε εξ αρχής γέγονεν, ούτε ουσία τις εστίν αυτού. Αλλ’ άνθρωποι κατά στέρησιν της του καλού φαντασίας εαυτοίς επινοείν ήρξαντο και αναπλάττειν τα μη όντα... (= όπως ενώπιον του ηλίου) καμμύων τους οφθαλμούς, σκότος εαυτώ επινοεί ουκ όντος σκότους... και εν σκότει πλανώμενος περιπατεί» (Αυτόθι 7).
Το κακό επινοήθηκε από τον άνθρωπο, ο οποίος δημιουργήθηκε από το μηδέν από τον παμβασιλέα Θεό διά του Λόγου του «κατ’ εικόνα». Η ανυπαρξία του κακού και η δημιουργία από το μηδέν τόνιζαν ότι αυθυπαρξία έχει μόνο «η πηγή της αγαθότητος» αγέννητη Τριάδα. Έδειχναν ότι μόνο ότι συνδέεται με αυτόν που έχει αυθεντική ζωή (τον Θεό) αποκτά ύπαρξη, ότι ουδεμία αναλογία υπάρχει μεταξύ Θεού και κτισμάτων (Κατά αρειανών Α' 57). Απέκλειαν την φιλοσοφική ιεραρχία των όντων (από τον ένα Θεό μέχρι τον άνθρωπο) και διέκριναν σαφώς δύο μόνο πραγματικότητες, τελείως διάφορες μεταξύ τους, την αγέννητη αρχή, δηλ. τον Θεό, και τον κτιστό κόσμο:
Ο Λόγος, «ώσπερ εν πάση τη κτίσει ων, έκτος μεν εστί του παντός κατ’ ουσίαν, εν πάσι δε εστί ταις εαυτού δυνάμεσι τα πάντα διακοσμών» (Περί ενανθρωπήσεως 17).
Το πολυσήμαντο στον άνθρωπο ήταν ότι ο Λόγος είχε εντυπώσει σ’ αυτόν την εικόνα του Θεού, με την οποία ο άνθρωπος «γέγονεν εις το οράν τον Θεόν και υπ’ αυτού φωτίζεσθαι» (Κατά ελλήνων 7), έγινε θεωρητής του Θεού και των όντων, είχε «έννοιαν και γνώσιν» της «αϊδιότητός» του, δηλ. της θειότητας και ομοιώσεως του προς τον Θεό. Όσο θα διατηρούσε την «ταυτότητά» του, δηλ. καθαρή μέσα του την θεία εικόνα, όσο θα έμενε όπως δημιουργήθηκε («εαυτώ συνών, ως γέγονεν εξ αρχής») (Κατά ελλήνων 2 και 3), θα είχε κάποια θέα του Θεού, θα επικοινωνούσε και θ’ αγαλλόταν με τον Θεό, θα συναπτόταν με τα θεία.
β. Επιστροφή τον ανθρώπου στο μη όν, στο μηδέν (πτώση)
Παρά ταύτα ο άνθρωπος από την θέα του Θεού στράφηκε στην θέα, δηλ. την αποκλειστική εκτίμηση, του εαυτού του και του κόσμου:
ο άνθρωπος, «έως μεν τον νουν είχε προς τον Θεόν και την τούτου θεωρίαν, απεστρέφετο την προς το σώμα θεωρίαν. Ότε δε ...απέστη μεν της προς τον Θεόν διανοίας, εαυτόν δε κατανοείν ήρξατο... εις επιθυμίαν του σώματος έπεσεν» (Κατά ελλήνων 3).
Την κατάσταση αυτή χαρακτηρίζει ο Αθανάσιος επιστροφή στο «κατά φύσιν», το οποίο ταυτίζει με το «ουκ ον», δηλ. με το μηδέν, από το οποίο προήλθαν οι άνθρωποι. Έτσι αμαρτία, πτώση, θάνατος, κακό, ειδωλολατρία, ταυτίζονται
«η γαρ παράβασις της εντολής εις το κατά φύσιν αυτούς επέστρεφεν, ίνα, ώσπερ ουκ όντες γεγόνασιν, ούτω και την εις το είναι φθοράν υπομείνωσι τω χρόνω εικότως. Ει γαρ, φύσιν έχοντες το μη είναι ποτέ, τη του Λόγου παρουσία και φιλανθρωπία εις το είναι εκλήθησαν, ακόλουθον ην, κενωθέντας τους ανθρώπους της περί Θεού εννοίας και εις τα ουκ όντα αποστραφέντας (ουκ όντα γαρ εστί τα κακά, όντα δε τα καλά, επειδήπερ από του όντος Θεού γενόνασι), κενωθήναι και του είναι αεί... Έστι μεν κατά φύσιν άνθρωπος θνητός, άτε δη εξ ουκ όντων γεγονώς» (Περί ενανθρωπήσεως 4)
με την ανυπαρξία, αφού ο άνθρωπος υπάρχει μόνο καθόσον βλέπει στο κάτοπτρο της ψυχής του την εικόνα του Πατέρα, δηλ. καθόσον μπορεί να έχει σχέση με τον Θεό. Ο άνθρωπος αμαυρώνει το κάτοπτρο κι έτσι, μη έχοντας θεωρία του Θεού και συνεπώς και μη ορθή θεωρία του κόσμου, τοποθετεί στην θέση του φανταστικά πράγματα, δηλ. μη όντα (Κατά ελλήνων 8). Αυτό ακριβώς είναι η ειδωλολατρία και αυτό υπογραμμίζει την «κατά φύσιν» ζωή της ανυπαρξίας. Με αυτά κατανοεί κανείς γιατί επιμένει ο Αθανάσιος να υποστηρίζει ότι ο Άρειος είναι άθεος: διότι, θεωρώντας τον Υιό κτίσμα, κατατάσσει αυτόν στα κτιστά όντα, που έχουν ύπαρξη μόνο εφόσον κοινωνούν με τον Θεόν, δεν έχουν δική τους ύπαρξη, δεν είναι θεοί. Η δυσκολία του Αθανασίου να εξηγήσει το κακό είναι εμφανής. Χρησιμοποιεί πέρα από τους πλατωνικούς όρους «ον», «μη ον», παραστατικά το σχήμα της ψυχής ως κάτοπτρο, το οποίο όταν επικαλύπτεται δεν λειτουργεί, δεν δίνει εικόνα, δηλ. δεν κατοπτρίζει τον Θεό και αυτό είναι η κακία. Το σχήμα τούτο θα αναπτύξουν πολύ ο Μ. Βασίλειος και ο Γρηγόριος Νύσσης. Επίσης, για να δείξει ο Αθανάσιος την ανυπαρξία του κακού, περιγράφει τον σκοτισμό που προκαλεί η θέα του ήλιου με γυμνό μάτι. Εκεί δεν υπάρχει σκοτάδι, αλλά, μη έχοντας δυνατότητα για απευθείας θέα του ήλιου, νομίζουμε ότι επέρχεται σκοτάδι, που δεν υπάρχει καθεαυτό, αφού εκεί είμαστε μέσα στο φώς. Ο Αθανάσιος, παρακολουθώντας προσεκτικά την πορεία του ανθρώπου, διαπιστώνει ότι αυτός αδυνατεί από μόνος του να επαναποκτήσει την κοινωνία και την γνώση του Θεού, άρα την ύπαρξη. Η αδυναμία αυτή του ανθρώπου είναι η τραγωδία του, η αυτοαπόρριψή του σ’ έναν κόσμο αντιφάσεων, όπου δεν γνωρίζει ούτε τον εαυτό του, ούτε τον Θεό, ούτε τον κόσμο• δεν αναγνωρίζει ούτε καν ότι ο Θεός είναι αγένητος και ο άνθρωπος κτιστός:
«ο Θεός... κατιδών πάλιν την ασθένειαν της φύσεως αυτών ( = των ανθρώπων), ως ουχ ικανή είη εξ εαυτής γνώναι τον δημιουργόν, ουδόλως έννοιαν λαβείν Θεού τω τον μεν είναι αγένητον, τα δε εξ ουκ όντων γεγενήσθαι« (Περί ενανθρωπήσεως 1).
γ. Ο Λόγος «ενηνθρώπησεν ίνα ημείς θεοποιηθώ μεν»
Αυτή ακριβώς η μηδενική πτωτική κατάσταση κάνει τον Αθανάσιο να αγωνιά. Θέλει να υψώσει τον άνθρωπο από την ανυπαρξία του, πασχίζει να δείξει πώς ο Θεός επεμβαίνει αποφασιστικά στην ιστορία της ανθρωπότητας, ποιά είναι η διαδικασία της θείας οικονομίας, δηλαδή της θείας επεμβάσεως. Προϋποθέσεις είναι η αγαθότητα του Θεού, που θέλει να δει τον άνθρωπο πάλι ευτυχή, δηλαδή υπάρχοντα, και η θεία εικόνα, την οποία ο Λόγος εγχάραξε στον άνθρωπο κατά την δημιουργία του. Η αγαθότητα δεν μεταβάλλεται, αλλά και η θεία εικόνα στον άνθρωπο δεν χάνεται• επικαλύπτεται, σκοτίζεται, δεν λειτουργεί, αλλά υπάρχει. Σ’ αυτήν ακριβώς επεμβαίνει ο Θεός από «φιλανθρωπία» και αυτήν θεραπεύει, ανανεώνει. Η εικόνα στον άνθρωπο γίνεται ο τόπος υποδοχής της επεμβάσεως του Θεού, μολονότι αυτή δεν έχει καμμία σχέση με τον σπερματικό λόγο των στωικών και του Ιουστίνου, τον οποίο ξεπέρασε ο Ειρηναίος και τώρα ο Αθανάσιος (Κατά ελλήνων 40). Την επέμβαση συνιστά η ενανθρώπηση του ίδιου του θείου Λόγου, του Υιού του Πατέρα:
Ο Θεός «ελεήσας πάλιν το γένος το ανθρώπινον, άτε δη αγαθός ων, ουκ αφήκεν αυτούς ερήμους της εαυτού γνώσεως, ίνα μη ανόνητον έχωσι και το είναι» (αυτόθι).
«τι έδει γενέσθαι, αλλ’ η το κατ’ εικόνα πάλιν ανανεώσαι, ίνα δι’ αυτού πάλιν αυτόν (= τον Θεόν) γνώναι δυνηθώσιν οι άνθρωποι; Τούτο δε πως αν εγεγόνει, ει μη αυτής της του Θεού εικόνος παραγενομένης του Σωτήρος υμών;» (αυτόθι 13).
Πρώτος ο Μ. Αθανάσιος επιμένει τόσο έντονα στην ψηλάφηση του τρόπου, με τον οποίο επεμβαίνει ο Θεός στην ανακαίνιση του ανθρώπου, στην σωτηρία του. Προσπαθεί να παρακολουθήσει βήμα προς βήμα την κίνηση του Θεού, κυριολεκτικά ζητάει την «λογική» του μυστηρίου. Γι’ αυτό, εξειδικεύοντας θεολογικά, δεν μιλάει πλέον γενικά για τον δημιουργό Θεό, αλλά για τον δημιουργό Λόγο, που ανακαινίζει την δική του εικόνα στον άνθρωπο, αφού ο ίδιος είναι (άλλου είδους βέβαια, δηλαδή απαράλλακτος) εικόνα του Πατέρα. «Ανατυπώνει» τώρα ο Λόγος στο ίδιο ον την «μορφή» (την εικόνα) που δημιούργησε, αλλά η οποία σχεδόν έσβησε (αυτόθι 14). Και το κάνει ο Λόγος αυτό, διότι αλλιώς, αν ο άνθρωπος δεν ιδεί την εικόνα του Πατέρα μέσα του, πως θα γνωρίσει και θα κηρύξει τον Πατέρα; Άλλος τρόπος θεογνωσίας, άλλο «σύστημα» γνωσιολογίας, δεν υπάρχει από την ενανθρώπηση και εντεύθεν (αυτόθι). Ο Θεός πλέον δεν διδάσκει με κραυγές και νεφέλες, όπως στην ΠΔ, αλλά φανερώνει την αλήθεια γινόμενος άνθρωπος, προσλαμβάνοντας το φθαρτό κτίσμα, ανακαινίζοντας και ενώνοντας την θεία εικόνα στον άνθρωπο με την ίδια την αλήθεια, δηλαδή θεώνοντας ολόκληρο τον άνθρωπο, ο Λόγος του Θεού «ενηνθρώπησεν ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (αυτόθι 54).
Η ΚΑΚΟΔΟΞΙΑ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΚΑΙ «Η ΦΥΣΕΙ ΓΕΝΝΗΣΙΣ» ΤΟΥ ΥΙΟΥ
α. Ο Άρειος εισάγει την αρχή τον χρόνου στην ζωή της αγίας Τριάδας
Από τις δύο Επιστολές (320/4;) του Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας κατά του αρειανισμού συνάγεται ότι ο Άρειος, προκειμένου να μιλήσει για την προέλευση του Υιού, εκκινούσε από την κοινή αντίληψη ότι το αγένητο και άτρεπτο είναι ένα. Κοινή όμως ήταν και η πλατωνική θέση, ότι μόνο «το εν» δεν «μετέχει χρόνου, ούτε ποτέ γέγονεν, ούτε εγίγνετο» (Παρμενίδης 14/e). Επίσης μόνο «το εν» τούτο είναι το «έχον ακινήτως» (Τίμαιος 37e-38a) και ως ακίνητο είναι και άτρεπτο. Συνεπώς, υποστήριζε ο Άρειος, αγένητος είναι μόνο ένας, ο Θεός, και οτιδήποτε ακολουθεί, ακόμη και ο Υιός, «ην ποτέ ότε ουκ ην», είναι «εξ ουκ όντων», δημιούργημα εν χρόνω και μάλιστα με την βούληση του Θεού, όπως δίδασκε ο Ωριγένης. Η άποψη αυτή για τον Υιό γινόταν εύκολα δεκτή, διότι ήταν διάχυτη η αντίληψη της κατωτερότητας (υποταγής) του Υιού στον Πατέρα, διότι επικρατούσε παντού η πλατωνική και νεοπλατωνική ιεράρχηση των όντων (από το εν ή την ενάδα μέχρι τον άνθρωπο) και τέλος διότι ο Άρειος είχε το χάρισμα της πειστικότητας.
Έτσι ο Άρειος εισάγει στην θεολογία την φιλοσοφική θεώρηση του «αγενήτου» και ειδικά στην ζωή της Τριάδας την αρχή του χρόνου, δηλαδή χρονικοποιεί, τοποθετεί στον χρόνο ότι γίνεται στους κόλπους της Τριάδας, στην φύση της. Οι ορθόδοξοι αντέδρασαν στην θεολογική αυτή νοθεία, κυρίως διότι κατέληγε στον Υιό κτίσμα, που σαν τέτοιο ήταν άγνωστο στην Παράδοση και που δεν μπορούσε να προσφέρει σωτηρία. Συγκεκριμένα ο Αθανάσιος, ήδη από την εποχή της Β' Επιστολής του Αλεξάνδρου, αντέταξε την αρχή του Αριστοτέλη ότι στην θεότητα δεν ισχύει «πρότερον και ύστερον» (Φυσικά 4, 219β και Κατά αρειανών Β' 33), δεν υπάρχει «διάστημα» μεταξύ Πατέρα και Υιού. Δεν αρκούσε όμως αυτό για να στηρίξει την αλήθεια της θεότητας και αϊδιότητας του Υιού, όπως ήταν γνωστή και από τον Ωριγένη, τον Διονύσιο Αλεξανδρείας, τον Θεόγνωστο κ.ά. Έπρεπε να υποδειχτεί, όσο ήταν εφικτό, και ο πειστικός τρόπος της προελεύσεως του Υιού έξω από τον χρόνο, να παρασταθεί η διαδικασία με την οποία προήλθε ο Υιός.
β. Φύσει γέννησις-φύσει Υιός
Και αυτό προσπάθησε μ’ επιτυχία ο Αθανάσιος. Οδηγήθηκε λοιπόν στην θεολογία της «φύσει γεννήσεως», την οποία διέκρινε ριζικά από την «εν χρόνω δημιουργίαν». Όταν δηλαδή οι φιλόσοφοι και μαζί τους οι Ωριγένης και Άρειος κατανοούν την δημιουργία ως γένεση με βούληση του Θεού, ο Αθανάσιος αντιπροβάλλει την αλήθεια ότι η φυσική γέννηση στην θεότητα, ακριβώς ως φυσική, είναι ξένη και προς τον χρόνο και προς την θεία θέληση. Έχει απόλυτη συνείδηση ότι βρίσκεται σε αντίθεση προς το φιλοσοφικό αρειανικό κλίμα και, για να γίνει σαφέστερος, χρησιμοποιεί για τον Υιό και τις εκφράσεις:
«γέννημα της ουσίας» (Κατά αρειανών Β' 34), «Υιός φύσει μονογενής» (Β' 9), «φύσει και αληθινός Υιός» (Β' 59), «αΐδιος και γνήσια γέννησις» (Β' 45), «Λόγος εστίν αΐδιος φύσει της ουσίας του Θεού ο Υιός» (Β' 31).
Το γεγονός της φυσικής γεννήσεως προϋποθέτει ταυτότητα φύσεως γεννώντος και γεννωμένου (ομοιότητα «απαράλλακτον» αυτών)• άρα ο Υιός έχει την φύση του Πατέρα, είναι ομοούσιος όπως ο άνθρωπος-υιός έχει την φύση, την ουσία, του πατέρα του. Ταυτόχρονα αποκλείει, ως φυσική, την έννοια της βουλήσεως στον γεννώντα, διότι η βούληση εκδηλώνεται εν χρόνω. Επομένως ο φυσικός Υιός είναι πέρα της βουλήσεως, πέρα του χρόνου, είναι δηλαδή αΐδιος, καθώς και ο φυσικός Πατέρας του. Όπως ο ήλιος συνυπάρχει πάντα, «αεί», με το απαύγασμα, με το φώς, έτσι και ο Πατέρας, όντας αΐδιος και προαιώνιος, έχει «αεί» τον Υιό, αΐδιο και προαιώνιο (βλ. και Κατά αρ. Α' 27). Ήλιος χωρίς το σύγχρονό του φώς δεν υπάρχει και πηγή χωρίς σύγχρονο νερό δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και Θεός Πατέρας χωρίς αΐδιο Υιό (Δ' 27 και 29). Αλλιώς, πρέπει να ζητήσουμε διάστημα, οπόταν ο Θεός δεν ήταν Πατέρας κι έγινε μετά. Αλλ’ αυτό θα σήμαινε ότι μεσολάβησε τροπή, που είναι αδιανόητη στον Θεό:
«αεί Πατήρ και ουκ επιγέγονε τω Θεω το Πατήρ, ίνα μη και τρεπτός είναι νομισθή» (Κατά αρ. Α' 28).
Αντίθετα, ότι δεν προέρχεται με φυσική γέννηση, είναι «έξωθεν», δημιουργείται από το μηδέν εν χρόνω, δηλαδή έχει φύση διαφορετική από το δημιουργό, είναι κτίσμα:
«Το ποίημα έξωθεν ( = ad extra) του ποιούντος εστίν... ο δε Υιός ίδιον ( = ad intra) της ουσίας γέννημα εστί. Διό και το μεν ποίημα ουκ ανάγκη αεί είναι• ότε γαρ βούλεται ο δημιουργός εργάζεται. Το δε γέννημα ου βουλήσει υπόκειται, αλλά της ουσίας εστίν ιδιότης. Και ποιητής μεν αν είη και λέγοιτο καν μήπω η τα έργα• Πατήρ δε ουκ αν λεχθείη ουδ’ αν είη, μη υπάρχοντος υιού» (Κατά αρ. Α' 29). «...ο Υιός μη έξωθεν, αλλά εκ του Πατρός είναι φύσει γέννημα ... δήλον ότι και εξ αυτού και αεί εστί συνυπάρχων ο Λόγος τω Πατρί» (Α' 27).
Η αρχή που θέτει ο Αθανάσιος είναι απλή, πειστική και αποφασιστική: Αυτό που είναι η φύση του γεννώντος, αυτό είναι και η φύση του γεννωμένου. Και η διαφορά των ρημάτων, τα οποία η Γραφή χρησιμοποιεί, αυτό θέλει να δείξει• όπως το «γεννάν σημαντικόν εστίν Υιού», έτσι το «ποιείν δηλωτικόν εστί των έργων» (Κατά αρ. Β' 59). Έτσι ότι είναι ο Πατέρας είναι, κατά την φύση, και ο Υιός του. Αυτά ισχύουν και στον άνθρωπο γονέα, μόνο που αυτός, δημιουργημένος από το μηδέν, έχει αρχή και γι’ αυτό έχει αρχή και ο υιός του. Αντίθετα, ο Λόγος του Θεού δεν έχει αρχή, διότι και ο Θεός Πατέρας δεν έχει αρχή. Επίσης, διευκρινίζει, ο λόγος του ανθρώπου διαφέρει από τον Λόγο του Πατέρα, διότι ο πρώτος είναι απλός λόγος προφορικός, δεν έχει υπόσταση κι εξαντλείται, ενώ ο θείος Λόγος είναι φυσικός Υιός, υπόσταση και ύπαρξη δηλαδή δρώσα και ενεργούσα και γι’ αυτό είναι «αεί» με τον πατέρα «ως απαύγασμα φωτός»:
«οποίος γαρ αν η ο γεννών, τοιούτον ανάγκη και το γέννημα είναι. Και οποίος αν η ο του Λόγου Πατήρ, τοιούτος αν είη και ο Λόγος αυτού. Ο μεν ουν άνθρωπος εν χρόνω γεννώμενος, εν χρόνω και αυτός γεννά το τέκνον. Και επειδή εκ του μη όντος γέγονε, διά τούτο και ο λόγος αυτού πέπαυται και ου μένει. Ο δε Θεός ουχ ως ανθρωπός εστί... διά τούτο και ο Λόγος αυτού ων εστί και αϊδίως εστί μετά του Πατρός ως απαύγασμα φωτός» (Κατά αρ. Β' 35).
Εξηγεί ακόμα ότι η φυσική γέννηση δεν συνεπάγεται «πάθος» ή τροπή στον Θεό, ούτε το γεννώμενο συνιστά «μέρος» του Θεού (Κατά αρ. Α' 29). Το γεννάν είναι ιδιότητα του Πατέρα τόσο φυσική, ώστε αν έλειπε θα σήμαινε ελάττωμα της ουσίας του Θεού (Α' 29).
Είναι προφανές ότι ο Αθανάσιος αναζητεί τρόπους και εικόνες της φυσικής πραγματικότητας, για να εξηγήσει όσο ακριβέστερα μπορεί την ζωή της αγ. Τριάδας. Τελικά όμως επισημαίνει γεγονότα, υποδεικνύει όψεις της αλήθειας, χωρίς να νομίζει ότι εισέρχεται στην εσώτερη διαδικασία, χωρίς πράγματι να εξηγεί δηλαδή το πώς της αλήθειας και ειδικά εδώ το «πώς γεννά ο Θεός». Η εξήγηση του, η θεολογία του, έγκειται στην επισήμανση του «γεννάν», στην υπογράμμιση της σημασίας του «γεννάν» και των συνεπειών αυτού για την σωτηρία του ανθρώπου. Περισσότερο δεν επιτρέπεται ούτε μπορεί ο άνθρωπος να προχωρήσει (Κατά αρ. Β΄36). Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι η επισήμανση του «φύσει» γεννάν είναι ήδη κάθοδος, είσοδος στην αλήθεια κι εξήγηση μερική της ζωής της Τριάδας. Επομένως η προτροπή του να μη ζητάμε να μάθουμε περισσότερα, να μη ζητάμε το «πώς γεννά ο Θεός», έχει σχετική σημασία, που ορίζεται από την δική του αίσθηση επάρκεια της γνωσθείσης αλήθειας και άρα – εφόσον ο Αθανάσιος είναι μέτρο – από τις ανάγκες της εποχής του.
Η εισαγωγή και θεμελίωση της θεολογίας της «φυσικής γεννήσεως», ότι ο Υιός είναι φυσικός Υιός, είναι απόλυτης σημασίας. Παρά τις εξηγήσεις του Αθανασίου οι αντίπαλοι παρεξηγούσαν την χρήση στην Γραφή των ρημάτων γεννώ και ποιώ για τον Υιό. Και μόνο με την βαθιά και αποφασιστική τομή της «κατά φύσιν» γεννήσεων, μόνο με την χαρισματική είδοδο στην αλήθεια ότι ο Υιός είναι του Πατέρα «φυσικός» Υιός, το θέμα λυνόταν οριστικά. Γι’ αυτό και προέτρεπε να μην πολυπραγμονούν για την έννοια των ρημάτων, αρκεί να ομολογούν «το κατά φύσιν» (Κατά αρ. Β' 3).
Για την αλήθεια της «φύσει» γεννήσεως έχει ο Αθανάσιος ένα σημαντικό έρεισμα στην ιστορία της θεολογίας. Ο Θεόγνωστος, διευθυντής της αλεξανδρινής κατηχητικής σχολής μεταξύ 264 και 281, έγραψε το εξής πολυσήμαντο: «ουκ έξωθεν τις εστίν... η του Υιού ουσία ουδέ εκ μη όντων επεισήχθη, αλλά εκ της του Πατρός ουσίας έφυ, ως του φωτός το απαύγασμα» (Περί Νικαίας 25,2). Το «έφυ» τούτο του Θεογνώστου ταυτίζεται με το «φύσει γέννησις» του Αθανασίου, αλλά σε σημεία, τα οποία γνώριζε ο Φώτιος (Μυριόβιβλον 106), ο Θεόγνωστος κατανοεί τον Υιό σαν δημιούργημα και οπωσδήποτε δεν διανοείται ταυτότητα φύσεως στα δύο θεία πρόσωπα, όπως πρώτος στην ιστορία της θεολογίας κάνει ο θεόπνευστος Αθανάσιος, που γι’ αυτό είναι και Μέγας και στύλος της Ορθοδοξίας.
γ. Η φυσική γέννηση του Υιού προηγείται της θείας βουλήσεως
Στην προσπάθειά του ο Αθανάσιος να αποχωρίσει την εν χρόνω δημιουργία από την φυσική γέννηση, διακρίνει δύο αρχές: την αρχή του «διαστήματος» (όπου έχουμε κίνηση κι έκταση χρονική στο διάστημα), κατά την οποία τα όντα κτίζονται από το μηδέν, αρχίζουν• και την αρχή της κατ’ εξοχήν «οικονομίας», κατά την οποία εν χρόνω εξανθρωπίζει ο Υιός και αρχίζει η καινή κτίση.
Οι δύο αυτές αρχές είναι αποτέλεσμα της θείας βουλήσεως και προϋποθέτουν χρόνο:
«ταυτόν εστίν ειπείν ‘βουλήσει’ και ‘ην ποτέ ότε ουκ ην’ ... βουλήσει λέγοντες χρόνους προ Υιού σημαίνουσι• των γαρ ποτέ μη όντων προηγείται το βουλεύεσθαι... ει προηγείται η βουλή, πώς δι’ αυτού τα πάντα;» (Κατά αρ. Β' 61). «η μεν βουλή και η πρόθεσις (= του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως) προ του αιώνος ητοιμάσθη, το δε έργον γέγονεν ότε η χρεία απήτησε και επεδήμησεν ο Σωτήρ» (Κατά αρ. Β' 77).
Το πρώτο χωρίο δείχνει αβάσιμον τον περίφημο ελιγμό των αρειανών, που, αντί του «ην ποτέ ότε ουκ ην» ο Υιός, πρόβαλαν το σχήμα: «θελήματι του Θεού προ χρόνων και προ αιώνων κτισθέντα» τον Υιόν (Αρείου, Έκθεσις πίστεως... προς Αλέξανδρον). Δεν δίστασε μάλιστα ο Άρειος να γράψει και την φράση «ο Υιός αχρόνως γεννηθείς» (αυτόθι). Ο Αθανάσιος κατάλαβε τον ελιγμό και σπεύδει να καταδείξει ότι η βούληση (θέληση) συνεπάγεται χρόνο και ο χρόνος βούληση. Είτε την αρχή του χρόνου θέσει κανείς είτε την αρχή της θείας βουλήσεως, καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή στα κτιστά όντα ή στην θεία οικονομία. Έτσι το τελευταίο βήμα στην θεολογία αυτή του Αθανασίου είναι ότι η «φύσει» γέννηση προηγείται της βουλήσεως:
«υπεραναβέβηκε δε της βουλήσεως το πεφυκέναι» (Κατά αρ. Β' 2). «υπέρκειται και προηγείται του βουλεύεσθαι το κατά φύσιν» (Κατά αρ. Γ' 62).
Άλλωστε η βουλή του Θεού Πατέρα είναι ο ίδιος ο Υιός, που γεννάται «φύσει», δηλαδή στην ίδια την θεία φύση και από αυτήν και άρα έξω από κάθε είδους προσδιοριστική αρχή:
ο Υιός «έστιν η του Πατρός βουλή και ενούσιος ενέργεια ... δεύτερον έστιν... το δημιουργείν του γεννάν τον Θεόν. Το μεν γαρ Υιός ίδιον και αληθώς εκ της μακαρίας εκείνης και αεί ούσης ουσίας εστί• τα δε εκ βουλήσεως αυτής έξωθεν συνιστάμενα γίνεται και δημιουργείται διά του ιδίου και εξ αυτής γεννήματος» (Β' 2). «τον δε ίδιον Λόγον εξ αυτού φύσει γεννώμενον ου προβουλεύεται» (Γ' 61).
Η θεία βούληση δεν μπορεί να προηγείται της γεννήσεως του Λόγου, διότι τότε πώς θα έλεγε ο ευαγγελιστής Ιωάννης ότι «πάντα δι’ αυτού εγένετο» (1,3); Αν δεχτούμε ότι «βουλήσει» γεννήθηκε ο Λόγος, τότε θα πρέπει να ζητήσουμε και άλλον Λόγο, από τον οποίο προήλθε και αυτός, με τον οποίο δημιούργησε ο Θεός τον κόσμο (Γ' 60). Την διαφορά μεταξύ γεννήσεως του Υιού και της δημιουργίας του κόσμου παριστάνει ο Αθανάσιος με την διαφορά μεταξύ του υιού που ο άνθρωπος γεννά φυσικώς έσωθεν, από την ουσία του, και της οικίας, που ο ίδιος κατασκευάζει με υλικά έξωθεν της ουσίας του και με την βούλησή του, που εκδηλώνεται εν χρόνω (Γ' 62). Κάνει μάλιστα ο Αθανάσιος μία λεπτότατη και αποκαλυπτική ερμηνευτική παρατήρηση στα βιβλικά κείμενα, που αναφέρονται στον Λόγο του Θεού. Αυτά, όταν πρόκειται για την οικονομία της ενανθρωπήσεως του Λόγου, προσθέτουν φράση ενδεικτική της κινήσεως, του σκοπού, της αιτίας, του χώρου, όπως: «ο Λόγος σαρξ εγένετο» και «εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω. 1,14). Εδώ έχουμε «διαστηματικήν αρχήν»: κάτι κάπου κάποτε αρχίζει να γίνεται. Όταν πρόκειται να δηλωθεί μόνο η Θεότητα του Λόγου, τότε λέγεται απλώς: «εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος» (Ιω. 1,1), χωρίς τα στοιχεία του χρόνου (διαστήματος) ή της αιτίας. Έτσι μόνο κατανοεί και το περίφημο χωρίο «Κύριος έκτισέ με αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού» (Παροιμ. 8,22), που έγινε το μέγα έρεισμα των αρειανών, για να στηρίξουν την ιδέα ότι ο Υιός είναι κτίσμα. Εδώ το «έκτισε» δεν σημαίνει «την αρχήν του είναι, αλλά την ενανθρώπησιν», την «οικονομίαν» προς «ανανέωσιν» των έργων, τα οποία προστίθενται στο χωρίο ως αιτία της οικονομίας. Έχουμε, λοιπόν, την αρχή της θείας οικονομίας, που συνδέεται με τον χρόνο, και όχι την γέννηση του Υιού, στην οποία όταν αναφέρονται τα βιβλικά κείμενα δεν προσθέτουν αιτία, όπως π.χ. στα χωρία: «εγώ ειμί η αλήθεια» (Ιω. 8,12) και «εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν» (Ιω. 10,30). (Βλ. Κατά αρ. Β' 53-54, 57-58).
Με την θεολογία της «φυσικής γεννήσεως» ο Αθανάσιος θεμελιώνει για πρώτη φορά στην Εκκλησία α) την αϊδιότητα του Υιού και Λόγου του Θεού, β) την ταυτότητα φύσεως Πατέρα και Υιού και γ) την απόλυτη διαφορά μεταξύ άτρεπτης φύσεως Υιού και τρεπτής φύσεως των δημιουργημάτων. Αυτονόητο ότι ξεπερνά οριστικά την ωριγενιστική θεολογία, που κατανοούσε την αϊδιότητα του Λόγου κυρίως με την αντίληψη ότι ο Πατέρας γεννά - δημιουργεί αιωνίως - διαρκώς, και με τον επικίνδυνο συνδυασμό (ή ταύτιση) γεννήσεως του Υιού και δημιουργίας του κόσμου. Ο συνδυασμός αυτός ήταν ακόμη πιο επικίνδυνος, διότι ο Ωριγένης, για ν’ αποφύγει τον γνωστικισμό, δεν ήθελε τον Υιό γεννώμενο από την ουσία του Πατέρα. Ένα βήμα περισσότερο και φθάσαμε στον Άρειο, που δίδαξε ότι ο Υιός «αρχήν του κτίζεσθαι» είχε (Κατά αρ. A' 5), γιατί έτσι διαφύλαττε στον Θεό το αγέννητο (Γραφή) και το πρώτο κινούν άναρχο (Αριστοτέλης). Στην Παράδοση φυσικά, την κοινή πίστη, υπήρχε, υπογραμμίζει ο Αθανάσιος, το ότι «εξ αρχής... ο Θεός Υιόν τον Λόγον, την σοφίαν... έχει• και ταύτα εστίν αυτού εικών και απαύγασμα» (Κατά αρ. Β' 34). Γιατί όμως το «εξ αρχής» σημαίνει αεί, γιατί ο Υιός είναι αεί και όμοιος στην ουσία με τον Πατέρα και γιατί δεν είναι κτίσμα αποτελούν το έργο της αθανασιανής θεολογίας.
δ. Το ομοούσιον
Ο Μ. Αθανάσιος άργησε να χρησιμοποιήσει τον όρο ομοούσιος, που έγινε θεμέλιος λίθος της τριαδολογίας και κριτήριο της ορθοδοξίας. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι δεν χρησιμοποίησε μέχρι το 350 περίπου την ορολογία της Α' Οίκουμ. Συνόδου της Νίκαιας (325). Αλλά η Νίκαια πρόβαλε για την ουσιαστική σχέση Υιού και Πατέρα τους εξής δύο ταυτόσημους όρους: «εκ της ουσίας του Πατρός» και «ομοούσιος». Ο Αθανάσιος αναφέρει τον πρώτο πολύ συχνά και τον δεύτερο άπαξ (Κατά αρ. Α' 9). Επομένως ακλουθεί την αποφασιστική ορολογία της Νίκαιας, μόνο που προτιμά τον περιφραστικό όρο. Και αυτό γιατί ο όρος «εκ της ουσίας του Πατρός» συνδέεται άμεσα με το κλίμα της εποχής, με την διαμάχη γύρω από τον αρειανισμό και τον προσωπικό του αγώνα. Το «ομοούσιος» προ- τάθηκε ορθά στην Νίκαια (κι έγινε δεκτό από τον Κωνσταντίνο, με την προτροπή ίσως του Οσίου Κορδούης) κι επεκράτησε οριστικά (ως μονολεκτικός και ακριβέστερος όρος), αλλά δεν ήταν θεολογικό κλειδί στις αρχικές συζητήσεις των ορθοδόξων και των αρειανών, οι οποίοι μάλιστα τον απέρριπταν και ως μη βιβλικό.
Οι αρχικές απαντήσεις (και φράσεις) που οι ορθόδοξοι έδιναν στους αρειανούς καταχωρίζονται στις δύο Επιστολές, που κυκλοφόρησαν με το όνομα του Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας, ως προτάσεις απορριπτόμενες από τους αρειανούς. Οι ορθόδοξες θέσεις που μας ενδιαφέρουν είναι κυρίως ότι ο Λόγος ή ο Υιός είναι «όμοιος κατ’ ουσίαν τω Πατρί», ότι είναι «αληθινός και φύσει του Πατρός Λόγος» (και Υιός), ότι έχει «φυσικήν υιότητα», ότι είναι «γνήσιος» (αληθινός) Υιός, ότι είναι απαράλλακτη εικόνα της ουσίας ή φύσεως του Πατέρα, ότι είναι άτρεπτος κ.α. Πρόκειται για θεματική και ορολογία που συνεχίζεται και μάλιστα αναπτύσσεται θεολογικά για πρώτη φορά στα έργα του Αθανασίου. Αυτός είναι ο λόγος που μας κάνει να πιστεύουμε ότι ο Αθανάσιος αναμίχτηκε γρήγορα στις θεολογικές συζητήσεις που προκάλεσε ο Άρειος και ότι η Β' Επιστολή του Αλεξάνδρου συντάχτηκε κυρίως από τον Αθανάσιο. Ο μόνος κρίσιμος όρος των έργων του Αθανασίου, που δεν βρίσκουμε αυτούσιο στην Επιστολή, είναι το «ίδιον», ότι ο Υιός δηλαδή είναι της φύσεως του Πατέρα, είναι από την ίδια φύση, ανήκει στην ίδια φύση («ίδιος της ουσίας του Πατρός») (Κατά αρ. Α' 9). Στην Επιστολή χρησιμοποιείται η πολύ γνωστή στους λόγους Κατά αρειανών λέξη «ιδιότητα» και «ιδιότροπος» για να δηλώσει το ίδιο θέμα. Στους λόγους του Κατά ελλήνων (π.χ. 40) και Περί ενανθρωπήσεως (π.χ. 20 και 55), της εποχής προ του 325, χρησιμοποιεί επίσης ως όρους κλειδιά για την θεότητα του Υιού τα επίθετα «μονογενής», «αληθινός» και «ίδιος». Είναι χαρακτηριστικό ότι το «μονογενής αληθινός» της Επιστολής και του Περί ενανθρωπήσεως γίνεται στους Κατά αρειανών «Υιός αληθινός φύσει» (Α' 9) ή «φύσει μονογενής» (Β' 9). Έχουμε δηλαδή εξέλιξη και ανάπτυξη της ορολογίας, ιδιαίτερα εδώ που θέλει να δείξει την «κατά φύσιν» ενότητα Υιού και Πατέρα.
Οι παραπάνω λέξεις-κλειδιά «ίδιος», «αληθινός», «εκ της ουσίας του Πατρός», «φύσει Υιός» ή «φύσει γέννημα» αποτελούν θετική έκφραση, δηλώνουν αυτό που είναι ο Υιός προς τον Πατέρα. Ο όρος ομοούσιος είναι η συνέπεια των παραπάνω, προκύπτει αβίαστα από αυτό που δηλώνουν οι παραπάνω λέξεις. Και ήταν πολύ φυσικό για τον Αθανάσιο να χρησιμοποιήσει μετά το 341 το ομοούσιος ως αποκλειστικό όρο, διότι τότε παρουσιάστηκαν επίσημα (π.χ. στην σύνοδο των Εγκαινίων) ημιαρειανοί ή μετριοπαθείς αρειανοί (οι όμοιοι και δη οι ομοιουσιανοί). Αυτοί υιοθετούσαν πολλούς κρίσιμους αθανασιανούς όρους - μαζί και τον «εκ της ουσίας του Πατρός» - με δική τους κατανόηση, γεγονός που δημιουργούσε σύγχυση, την οποία ο Αθανάσιος ήθελε να αποφύγει.
ε. Διάκριση αλήθειας και ορολογίας
Από το 355 και μετά, όταν πολλοί μετριοπαθείς αρειανοί πλησίαζαν με ειλικρίνεια τους ορθοδόξους, το ομοούσιος γινόταν εμπόδιο για την τελική τους ενσωμάτωση στην Εκκλησία. Αυτοί έζησαν ολόκληρες δεκαετίες στο αντιομοουσιανικό κλίμα και υποπτεύονταν ή αποστρέφονταν ακόμα και συναισθηματικά τον όρο τούτο. Το πρόβλημα αντιμετώπισε ο Αθανάσιος με συνετή συγκατάβαση, προτείνοντας, από το 362 και μετά, την χρήση των όρων «φύσει γέννημα», «αληθώς φύσει Υιός» και «εκ της ουσίας του Πατρός» (βλ. Περί των εν Αριμίνω και Σελεύκεια συνόδων [41] και προς τους εν Αφρική [9]) αντί του ομοούσιος. Το γεγονός είναι πολυσήμαντο, διότι εμφανίζει τον Αθανάσιο αναπτυσσόμενο θεολογικά και μετά τα 65 του χρόνια και τον αποδεικνύει ικανό να διακρίνει με σαφήνεια ορολογία και αλήθεια, αφού ήδη από παλαιότερα δίδασκε ότι τις λέξεις- όρους ορίζουν τα πράγματα και όχι το αντίθετο:
«ου γαρ αι λέξεις την φύσιν παραιρούνται, αλλά μάλλον η φύσις τας λέξεις εις εαυτήν έλκουσα μεταβάλλει. Και γαρ ου πρότεραι των ουσιών αι λέξεις, αλλ’ αι ουσίαι πρώται και δεύτεραι τούτων αι λέξεις» (Κατά αρ. Β' 3).
Στην περίπτωση αυτή δεν υποδουλώνεται ο θεολόγος στους όρους, αλλά, όπως κατά τον Γρηγόριο Θεολόγο έκανε ο Αθανάσιος, προχωρεί σε άλλες εκφράσεις, όταν έχει ασφαλή την αλήθεια (το πράγμα). Τότε ο Αθανάσιος μπόρεσε να χρησιμοποιήσει για την αλήθεια και άλλους όρους:
«προσκαλεσάμενος αμφότερα τα μέρη... και τον νουν των λεγομένων εξετάσας, επειδή συμφωνούντας εύρε και ουδέν διεστώτας κατά τον λόγον, τα ονόματα συγχωρήσας συνδεί τοις πράγμασι»
(Γρηγορίου Θεολόγου, Εις Αθανάσιον, Λόγος ΚΑ' 25: PG 35, 1125Β).
Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε ότι οι αρχικοί θεολογικοί όροι του Αθανασίου, όπως «φύσει Υιός», «αληθινός Υιός», τους οποίους ορθά είχε αφήσει χάριν του ομοούσιος, έρχονταν τώρα στην επικαιρότητα και λειτουργούσαν ως γέφυρες ενσωματώσεως των ημιαρειανών στην Εκκλησία. Η τακτική βέβαια του Αθανασίου δεν αποτελούσε εγκατάλειψη του ομοουσίου, αλλά μόνο παραχώρηση και μόνο για όσους είχαν επιφανειακούς ενδοιασμούς για την αποδοχή του όρου αυτού.
ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΗ
α. Σύναψη Θεού και ανθρώπου
Η χριστολογία του Αθανασίου και της Εκκλησίας είναι απόλυτα σωτηριολογική. Δεν θα έκανε χριστολογία, εάν δεν έπρεπε να δείξει, όσο γινόταν ακριβέστερα, πως με το μυστήριο του Χριστού σώζεται πράγματι ο άνθρωπος. Το ίδιο, δεν θα έκανε τριαδολογία, εάν δεν έπρεπε να δείξει ότι μόνο ως αληθινός Θεός ο Υιός μπορούσε να αναλάβει το έργο της σωτηρίας. Στην σωτηριολογική του χριστολογία ο Αθανάσιος αποδεικνύει θαυμαστό και στέρεο ρεαλισμό. Η σκέψη του εδώ έχει τον χαρακτήρα συνεπούς καταγραφής και αποκρυπτογραφήσεως του σωτηριώδους έργου του Χριστού. Καταγράφει ότι βιώνει στην Παράδοση και αποκρυπτογραφεί όσο τον φωτίζει το άγιο Πνεύμα.
Η σωτηρία ή θέωση του ανθρώπου πραγματώνεται μόνο εφόσον υπάρξει «σύναψις» ή «συγγένεια» του Υιού του Θεού και του κτιστού. Ο Υιός αν ήταν κτιστός, ομότιμος δηλαδή του κτιστού, δεν θα μπορούσε να θεώσει το κτιστό, να του προσφέρει κάτι που δεν έχει, να το «συνάψει» με τον Θεό. Γι’ αυτό και μόνο ο φυσικός (Θεός) Υιός του Θεού μπορεί να συνάψει στον εαυτό του τον φυσικό (κτιστό) άνθρωπο:
«ει κτίσμα ην ο Υιός, έμενεν ο άνθρωπος ουδέν ήττον θνητός, μη συναπτόμενος τω Θεώ. Ου γαρ κτίσμα συνήπτε τα κτίσματα τω Θεώ, ζητούν και αυτό τον συνάπτοντα• ουδέ το μέρος της κτίσεως σωτηρία της κτίσεως αν είη, δεόμενον και αυτό σωτηρίας... κατά την συγγένειαν της σαρκός ηλευθερώθημεν και λοιπόν συνήφθημεν και ημείς τω Λόγω» (Κατά αρ. Β' 69).
«ουκ αν εθεοποιήθη ο άνθρωπος, ει μη φύσει εκ του Πατρός και αληθινός και ίδιος αυτού ην ο Λόγος ο γενόμενος σαρξ. Διά τούτο γαρ τοιαύτη γέγονεν η συναφή, ίνα τω κατά φύσιν της θεότητος συνάψη τον φύσει άνθρωπον και βεβαία γένηται η σωτηρία και η θεοποίησις αυτού» (Β' 70).
β. Έπρεπε να πεθάνει ο θάνατος. Αφθαρτοποίηση του σώματος
Για να επιτευχτεί σύναψη Θεού και ανθρώπου, έπρεπε η ενανθρώπηση να είναι πραγματική, όχι δοκητική ή φανταστική. Αλλιώς και η σωτηρία θα ήταν μη πραγματική, απλή φαντασία:
«ει γαρ θέσει ην εν τω σώματι ο Λόγος, κατ’ εκείνους, το δε θέσει λεγόμενον φαντασία εστί, δοκήσει ευρίσκεται και η σωτηρία και η ανάστασης» (Προς Επίκτητον 7).
Το γεγονός της σωτηρίας όμως προϋποθέτει τον θάνατο, την αναίρεση, το τέλος της μεταπτωτικής θνησιμότητας, δηλ. το τέλος του θανάτου στον άνθρωπο. Αυτό μπορούσε να γίνει μόνο στο πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού. Αλλ’ επειδή ο Λόγος ως αθάνατος δεν μπορούσε να πεθάνει, προσέλαβε κάτι, δηλ. τον άνθρωπο, στο σώμα του οποίου -ως ανθρώπινο σώμα- θα πέθαινε.
Για να επιτευχτεί ο θάνατος της φθοράς και να μη στρέφεται ο άνθρωπος στα μη όντα, όπως με φιλοσοφική γλώσσα εξηγούσε ο Αθανάσιος τον πνευματικό θάνατο, το σώμα που ο Λόγος θα δεχόταν έπρεπε να ήταν πραγματικό, για να είναι σ’ αυτό πραγματικός και ο θάνατος όλων των θνητών. Και παράλληλα έπρεπε το σώμα να αναδεικνυόταν, να απέβαινε, πραγματικά άφθαρτο ως προϋπόθεση και απόδειξη της αφθαρσίας ή αθανασίας ή θεώσεως των ανθρώπων. Η αφθαρσία του ανθρώπινου σώματος επιτεύχτηκε με την κατοίκηση σ’ αυτό του Λόγου ή αλλιώς με την πρόσληψη ή αφθαρτοποίηση του σώματος από τον Λόγο. Το γεγονός εξασφάλισε την δυνατότητα αφθαρτοποιήσεως όλων των ανθρώπινων σωμάτων, εφόσον μετέχουμε στο σώμα του Λόγου και όχι σε κάποιο κοινό ανθρώπινο σώμα (Προς Μάξιμον 2 και Κατά αρ. Γ' 34):
«Συνιδών γαρ ο Λόγος, ότι άλλως ουκ αν λυθείη των ανθρώπων η φθορά, ει μη διά του πάντως αποθανείν (ουχ οιόν τε δε ην τον Λόγον αποθανείν, αθάνατον όντα και του Πατρός Υιόν), τούτου ένεκεν το δυνάμενον αποθανείν εαυτώ λαμβάνει σώμα, ίνα τούτο του επί πάντων Λόγου μεταλαβόν, αντί πάντων ικανόν γένηται τω θανάτω και διά τον ενοικήσαντα Λόγον άφθαρτον διαμείνη και λοιπόν από πάντων η φθορά παύσηται τη της αναστάσεως χάριτι» (Περί ενανθρωπήσεως 9. Βλ. και 20).
«Το μεν ουν σώμα ( = του Λόγου), ως και αυτό κοινήν έχον τοις πάσι την ουσίαν (σώμα γαρ ην ανθρώπινον, ει και καινοτέρω θαύματι συνέστη εκ Παρθένου μόνης), όμως θνητόν όν, κατά ακολουθίαν των ομοίων και απέθνησκε. Τη δε του Λόγου εις αυτό επιβάσει ουκέτι κατά την ιδίαν φύσιν εφθείρετο, αλλά διά τον ενοικήσαντα του Θεού Λόγον εκτός εγίνετο φθοράς. Και συνέβαινεν αμφότερα εν ταύτω γενέσθαι παραδόξως• ότι τε ο πάντων θάνατος εν τω κυριακώ σώματι επληρούτο και ο θάνατος και η φθορά διά τον συνάντα Λόγον εξηφανίζετο. Θανάτου γαρ ην χρεία και θάνατον υπέρ πάντων έδει γενέσθαι, ίνα το παρά πάντων οφειλόμενον γένηται» (αυτόθι 20).
«ει και απέθανε ( = το σώμα του Χριστού) διά το υπέρ πάντων λύτρον, αλλ’ ουκ οίδε φθοράν. Ολόκληρον γαρ ανέστη, επεί μηδέ άλλου τινός αλλ’ αυτής της ζωής ην το σώμα» (αυτόθι 21).
γ. Το θεολογείν
Οι αρειανοί επέμεναν στην αρχή ότι δεν μπορεί να υπάρχουν δύο αγένητα και άρα δύο αΐδια (Πατήρ και Υιός), διότι λογικά το τέκνο δεν υπάρχει πριν γεννηθεί και διότι ο Θεός δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει τον κόσμο χωρίς ενδιάμεσο όν, χωρίς «υποκείμενη ύλη», δηλ. χωρίς τον Υιό (Κατά αρ. Α' 22-23). Πρόκειται για λαϊκοφιλοσοφική θεώρηση με τις εξής επιπτώσεις στην μέθοδο του θεολογείν: α) Απομονώνει από το μυστήριο της Τριάδας τον αγένητο Πατέρα, που μένει μόνος αληθινός Θεός, μόνος ακατάληπτος, μόνος άτρεπτος, μόνος ακίνητος. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ θείου και κτιστού σύρεται μεταξύ Θεού Πατέρα και όλων των άλλων, δηλαδή Υιού, Πνεύματος, κόσμου• και όχι μεταξύ Τριάδας (Πατήρ, Υιός, Πνεύμα) και δημιουργίας της. β) Μεθοδολογικά την απομόνωση του Θεού Πατέρα επιτυγχάνει εισάγοντας την κατηγορία του χρόνου στην γέννηση του Υιού. Ο χρόνος είναι το αποφασιστικό σημείο, αφού ότι είναι πάνω από αυτόν είναι άναρχο και άγνωστο• ότι αρχίζει με αυτόν είναι κτιστό και γνωστό, γ) ο μόνος αληθινός και άναρχος Θεός τελικά μένει στον κόσμο άγνωστος, αφού και ο Λόγος, όντας κτίσμα, δεν τον γνωρίζει τέλεια (Κατά αρ. Α' 6). Επομένως ο αρειανισμός είχε είδος αγνωστικισμού, που κρατούσε τον κυρίως Θεό σε απόσταση από την δημιουργία του. Δεν ήταν ο ίδιος που επικοινωνούσε με τον κόσμο, αλλά ένα ενδιάμεσο ον, ο Υιός του, που όμως ήταν το πρώτο κτίσμα του, με το οποίο έκτισε τον λοιπό κόσμο. Αντίθετα πάλι, ο νεοαρειανισμός με τον Ευνόμιο ισχυριζόταν ότι γνώριζε απόλυτα και αυτήν την ουσία του Θεού, επειδή ταύτιζε τα γνωστά θεία ιδιώματα με την άγνωστη θεία ουσία.
Ο Αθανάσιος κατάλαβε ότι ο αρειανισμός αποτελούσε το όλως άλλο από την αλήθεια της Εκκλησίας και το φρόνημά της και ότι οι εσφαλμένες ριζικές του τομές στην αλήθεια συνιστούσαν πρόκληση. Θα έμπαινε στην δοκιμασία ο Αθανάσιος; Θα απαντούσε στον αγνωστικισμό με γνώση, δηλ. με την εμπειρία της αλήθειας; Αυτό ήταν το πρόβλημα του Αθανασίου, που προχώρησε θετικά, διότι οι συνέπειες ήταν σωτηριολογικές. Προσπάθησε, λοιπόν, να γνωρίσει και να εκφράσει την αλήθεια, που αγνοούσε και παρεξηγούσε ο Άρειος. Αρχίζοντας το συγγραφικό του έργο, θέλει ν’ αποδείξει ότι το μυστήριο του Χριστού δεν είναι «άλογον» (Κατά ελλήνων 1), έχει ακολουθία λογική, την οποία μπορούμε και οφείλουμε να γνωρίσουμε. Για τον σκοπό του χρησιμοποίησε κάθε δυνατό μέσο, την Παράδοση της Εκκλησίας, την Γραφή και την θύραθεν παιδεία. Στην τελευταία δεν φαίνεται να είχε κάνει σπουδές ειδικές, αλλά την γνώριζε καλά τουλάχιστον στο έργο του Πλάτωνα, τον οποίο τιμά ιδιαίτερα και του οποίου στοιχεία χρησιμοποιεί, όταν π.χ. προσπαθεί να δείξει την σχέση Πατέρα και Υιού ή όταν μιλάει για τον Θεό γενικά, τον κόσμο και τον άνθρωπο. Αλλά και την ειδωλολατρικότητα της φιλοσοφίας και δη της πλατωνικής την δείχνει με όρους πλατωνικούς. Παρά ταύτα δεν οργανώνει με φιλοσοφική μεθολογία την επιχειρηματολογία του, δεν έχει αφηρημένη (speculative) συλλογιστική. Η σκέψη του αντίθετα είναι κυρίως βιβλική, εντυπωσιακά απλή και βαθύτατα θεολογική. Έχει συνείδηση ότι, για να φθάσει στην ζητούμενη όψη της αλήθειας, χρειάζεται το όλο φρόνημα της Εκκλησίας (Γραφή και Παράδοση) και τον φωτισμό του Πνεύματος. Εκεί δεν τον οδηγεί σε καμμία περίπτωση η φιλοσοφούσα σκέψη, που δεν μπόρεσε ούτε «έννοιαν λαβείν Θεού» (Περί ενανθρωπήσεως 11. Βλ. και Κατά ελλήνων 47). Η Γραφή είναι στον Αθανάσιο «αυτάρκης» για να δείξει την αλήθεια. Όταν όμως εμφανίζονται κακοδοξίες που προσβάλλουν την ίδια την αλήθεια, γίνεται αναγκαίος ο φωτισμός του Πνεύματος, μολονότι φυσικά η Γραφή διατηρεί τον καθοριστικό ρόλο πυξίδας, όπως άλλωστε και οι «θεόπνευστοι» διδάσκαλοι της Εκκλησίας, η Παράδοση. Ο φωτισμός είναι απόλυτη συνάρτηση της μετοχής του ανθρώπου στον Χριστό και στο Πνεύμα και βασίζεται στην ανανέωση της θείας εικόνας μέσα στον άνθρωπο. Η εμπειρία της αλήθειας είναι ο κατοπτρισμός της εικόνας του Λόγου στο αναζωογονημένο κατ’ εικόνα που υπάρχει στον άνθρωπο. Επειδή όμως ο Λόγος είναι «εικών απαράλλακτος» του Πατέρα, θεωρώντας εντός του ο άνθρωπος την εικόνα του Λόγου, θεωρεί και τον Πατέρα. Γι αυτό κι επιμένει ο Αθανάσιος ότι τον Πατέρα «εδώρησε», δίδαξε, τελικά στον άνθρωπο ο Υιός• δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον Πατέρα μέσω της φύσεως ή της φιλοσοφίας. Ότι αφορά στην θεολογία, στην ζωή της Τριάδας και το έργο της θείας οικονομίας, το γνωρίζουμε μόνο καθόσον η Τριάδα μας παρέχεται η ίδια να μετάσχουμε εις αυτήν, όσο οι ενέργειες της εκτείνονται σε μας, όσο δηλ, αποκαλύπτεται σε μας. Το γεγονός, λοιπόν, ότι ο Θεός είναι Πατέρας που έχει ομοούσιο Υιό, το γεγονός ότι ο Υιός γεννάται φύσει (γι’ αυτό και ομοούσιος) και όχι ως δημιούργημα εν χρόνω, το γεγονός ότι ο Υιός ενανθρωπίζοντας προσλαμβάνει ολόκληρο τον άνθρωπο και ανανεώνει το κατ’ εικόνα σ’ αυτόν, αποτελούν χώρο απροσπέλαστο για τον ανθρώπινο νου, είναι η θεία αλήθεια καθεαυτή. Και δεν μπορεί κανείς αφ’ εαυτού, με τις ανθρώπινες δυνάμεις του, να εισέλθει στην θεία αλήθεια, εάν δεν τον βοηθήσει ο ίδιος ο Θεός, αν δεν του αποκαλυφτεί, αν ο Θεός δεν φωτίσει τον θεολόγο να βιώσει κι έτσι να καταλάβει την διαδικασία του μυστηρίου. Με τα ολίγα αυτά γίνεται φανερό ότι ο Αθανάσιος πέτυχε να δείξει την ενότητα φύσεως Πατέρα, Υιού και Πνεύματος που διασπούσε ο Άρειος, να αποκλείσει τον χρόνο από ότι συμβαίνει στην ζωή της Τριάδας και να καταρρίψει τον αγνωστικισμό με την γνώση της αλήθειας, που είναι αποτέλεσμα εμπειρίας και θείου φωτισμού.
«Αυτάρκεις μεν γαρ εισίν αι άγιαι και θεόπνευστοι Γραφαί προς την της αληθείας απαγγελίαν... αναγκαίον εστί, α παρ’ εκείνων ( = των διδασκάλων της Εκκλησίας) εμάθομεν ταύτα και απαγγέλλειν και γράφειν σοι... ίνα μήτε ευτελή τις την του καθ’ ημάς λόγου διδασκαλίαν ηγήσηται, μήτε άλογον την εις Χριστόν πίστιν υπολάβη» (Κατά ελλήνων 1).
Οι Γραφές «διά θεολόγων ανδρών παρά Θεού ελαλήθησαν και εγράφησαν• ημείς δε παρά των αυταίς εντυγχανόντων θεοπνεύστων διδασκάλων, οι και μάρτυρες της Χριστού θεότητος γεγόνασι, μαθόντες μεταδίδομεν» (Περί ενανθρωπήσεως 56).
Όταν «το κατ’ εικόνα καθαρόν ( = ο άνθρωπος) φυλάττη, εικότως, διαλαμπρυνθέντος τούτου, ως εν κατόπτρω θεωρεί την εικόνα του Πατρός, τον Λόγον, και εν αυτώ τον Πατέρα, ου και εστίν εικών ο Σωτήρ, λογίζεται» (Κατά ελλήνων 34).
«το Πατήρ παρά του Κυρίου ημών εγνώσθη και κεχάρισται» (Κατά αρ. Α' 34).
«χάρισμα δέδωκεν ημίν ο Λόγος, ώστε μη εκ των φαινομένων απατάσθαι, αλλά και μάλλον, καν ταύτα κεκαλυμμένα τυγχάνη ( = όψεις ή ζητήματα της αλήθειας) διακρίνειν τη του Πνεύματος χάριτι» (Προς επισκόπους Αίγυπτου και Λιβύης 1).
«α γαρ αγνοούμεν εν τοις λογίοις ουκ εκβάλλομεν, αλλά ζητούμεν ους απεκάλυψεν ο Κύριος και παρ’αυτών μανθάνειν αξιούμεν» (Περί συνόδων 40,3).
«ουκούν αποκαλύπτειν χρη τον νουν του ρητού ως κεκρυμμένον τε τούτον ζητείν και μη εν παρρησία ειρημένων απλώς εκλαμβάνειν» (Κατά αρ. Β' 44) ( = ο νους του ρητού-χωρίου αφορά σε όψη της αλήθειας).
Ο Γρηγόριος Θεολόγος βεβαιώνει ότι ο Αθανάσιος έγινε κατ’ εξοχή ο δέκτης του φωτισμού που μνημονεύει, έφθασε το ύψος βιβλικών προσώπων και μάλιστα υπερέβαλε κάποια από αυτά, διότι κυριολεκτικά εκράθη με το θείο φως (Λόγος ΚΑ': PG 35, 1085Β). Έτσι μόνο κατόρθωσε να «στήση» το «κακόν» της εποχής του, δηλαδή τον αρειανισμό.
δ. Οι χριστολογικές δυσκολίες των αρειανών
Το μυστήριο της ενανθρωπήσεως, στο οποίο προσπάθησε να εισέλθει τόσο βαθιά ο Αθανάσιος, έχει ως πρώτο μέγα σκόπελο τα ερωτήματα των αρειανών: πώς μπορούσε ο Υιός να είναι Θεός και να γίνει άνθρωπος, πώς μπορούσε αυτός που έχει ανθρώπινο σώμα να έχει και την ουσία του Θεού Πατέρα (Κατά αρ. Γ' 27); Και αυτά διότι κίνηση-μετάβαση από την μίαν κατάσταση στην άλλη, από την θεία στην ανθρώπινη, σημαίνει για την φιλοσοφία και τους αρειανούς μεταβολή, τροπή, κάτι που είναι αδιανόητο στο θείο «πρώτον κινούν ακίνητον». Από άλλους κακοδόξους υποστηριζόταν ότι, αφού η θεία ουσία του Υιού δεν μεταβάλλεται, ο Λόγος απλώς «ήλθε» σε άνθρωπο, δηλ. μόνο επιφοίτησε, όπως και στην ΠΔ φανερωνόταν ο λόγος Κυρίου κι επιφοιτούσε στους Προφήτες (Γ΄ 30• Προς Αντιοχείς 7). Άλλοι πάλι δίδασκαν ότι ο θείος Λόγος μετέβαλε την φύση του και πλέον το σώμα του ήταν αυτός ο ίδιος ο Λόγος, δηλ. έλαβε σώμα «φύσει» και όχι «θέσει» ή ότι το σώμα του Λόγου είναι εκ της θείας ουσίας, οπότε μιλούσαν για τετράδα και όχι για θεία Τριάδα (Προς Επίκτητων 2). Ολ’ αυτά, βεβαιώνει ο Αθανάσιος, δεν αποτελούν Παράδοση της Εκκλησίας και απορρίπτονται. Αλλά, για να ζουν εν αληθεία οι πιστοί, επιχειρεί να εξηγήσει θετικά τί προσέλαβε ο Λόγος και πώς έγινε άνθρωπος, εισερχόμενος βαθύτερα στην θεία οικονομία, που είναι μυστήριο, δηλαδή αλήθεια και θεία βουλή, αλλ’ όχι αίνιγμα, το οποίο μπορεί κανείς να ερμηνεύσει όπως επιθυμεί (Κατά αρ. Α' 41).
ε. «Ο Λόγος σαρξ εγένετο » χωρίς να μεταβάλει την θεία φύση του
Κατ’ αρχήν οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι από τον ΙΘ' αι. επικρατεί η αντίληψη ότι ο Αθανάσιος κατανοεί την χριστολογία με το αλεξανδρινό σχήμα Λόγος - σαρξ («ο Λόγος σαρξ εγένετο»), που οδηγεί στον απολιναρισμό (στην αντίληψη ότι ο Λόγος ανέλαβε άνθρωπο χωρίς νου ή ψυχή, δηλαδή την σάρκα), σε αντίθεση με το αντιοχειανό σχήμα Λόγος - άνθρωπος (ενανθρώπησε), που οδηγεί ενίοτε στον νεστοριανισμό. Το σχήμα Λόγος-άνθρωπος υπεράσπιζαν κυρίως οι ορθόδοξοι ευσταθιανοί. Το σχήμα Λόγος-σαρξ πρόβαλλαν επίσης ορθόδοξοι, νομίζοντας ότι έτσι αποφεύγουν τις χριστολογικές συνέπειες του αρειανισμού. Ο Αθανάσιος, προσπαθώντας να ερμηνεύσει την ενανθρώπηση, χρησιμοποιεί τις εκφράσεις:
ο Λόγος επεφάνη άνθρωπος —ο Λόγος εγένετο άνθρωπος
ο Λόγος εγένετο σαρξ-ο Λόγος λαβών (ή φορών) σάρκα
ο Λόγος λαβών (ή φορέσας ή έσχε) σώμα.
Η λέξη άνθρωπος (εγένετο ) είναι επικρατέστερη, όπως έδειξε με στατιστική ανάλυση η έρευνα, ενώ η συχνότητα της λέξεως σαρξ είναι μικρότερη. Άλλωστε για τον Αθανάσιο ο όρος σαρξ είναι, όπως και στην Γραφή άλλωστε, ταυτόσημος με τον όρο άνθρωπος:
«της Γραφής έθος εχούσης λέγειν σάρκα τον άνθρωπον» (Κατά αρ. 30). Και «ο Λόγος σαρξ εγένετο ίσον πάλιν εστίν ειπείν ο Λόγος άνθρωπος γέγονε» (Προς Επίκτητον 8).
Οι κακόδοξοι τον ανάγκασαν να γίνει πολύ σαφέστερος στο θέμα τούτο και να ταυτίσει την «ένσαρκον παρουσίαν» με το «άνθρωπος γέγονε». Γι’ αυτό και, προσκυνώντας τον «Κύριον εν σαρκί, ου κτίσματι προσκυνούμεν, άλλα τον κτίστην ενδυσάμενον το κτιστόν σώμα» (Προς Αδέλφιον 6 και 1). Σε λίγες περιπτώσεις όμως το σαρξ ταυτίζεται με το σώμα. Έτσι έχουμε δύο ταυτόχρονες θεολογικές θέσεις. Η μία είναι ότι ο Λόγος έγινε άνθρωπος (ή σαρξ), η άλλη ότι ο Λόγος έλαβε σώμα (ή σάρκα). Και οι δύο ανταποκρίνονται στην Παράδοση, όπως μάλιστα διατυπώθηκε στο Σύμβολο Νικαίας με τις μετοχές «σαρκωθέντα» και «ενανθρωπήσαντα».
Τα χρησιμοποιούμενα ρήματα «εγένετο » και «έλαβε» προϋποθέτουν χρόνο και θεία βούληση. Σημαίνουν κάτι που έγινε στον Λόγο και διά του Λόγου στην διάρκεια της ιστορίας. Το γεγονός ανήκει στην θεία οικονομία και όχι στην αϊδιότητα , επομένως όχι στην φύση του Λόγου. Πρόκειται για ενέργεια του Θεού προς τα έξω (ad extra), όχι για διαδικασία στην ζωή και την φύση της θεότητας (ad intra). Γι’ αυτό η ενέργεια αυτή, το ότι ο Λόγος έγινε άνθρωπος, δεν επηρεάζει την θεία ουσία του, που μένει άτρεπτη. Δεν γίνεται η ουσία του Λόγου άνθρωπος:
«ουκ επί της ουσίας του Λόγου έλεγε το "γενόμενος", αλλ’ επί της δι’ αυτού γενομένης διακονίας» ( = οικονομίας) (Κατά αρ. Α' 62). «Πάντα γαρ ταύτα τα λεξείδια της ανθρώπου συστάσεως ίδια τυγχάνει όντα. Και τα τοιαύτα ου την ουσίαν του Λόγου, αλλά τον άνθρωπον αυτόν γεγένησθαι σημαίνει» (Β' 11).
«Ου δει τας τοιαύτας λέξεις εις την θεότητα αυτού λαμβάνειν, αλλ’ ερευνάν διατί και πώς ταύτα γέγραπται• και πάντως απαντήσει τοις ζητούσιν η ανθρωπίνη οικονομία, ην δι’ ημάς ανεδέξατο» (Β' 12).
Το γεγονός ότι ο Λόγος έγινε άνθρωπος δεν σημαίνει ότι «ετράπη» (Α' 48), έγινε, η φύση του Λόγου κάτι άλλο. Αντίθετα, ο Λόγος ήταν πάντα Θεός, είναι πάντα Υιός του Πατέρα και σε ορισμένο χρόνο γίνεται άνθρωπος, άνθρωπος επίσης απόλυτα πραγματικός:
«αεί Θεός ην και Υιός εστί, Λόγος ων και απαύγασμα και σοφία του Πατρός• και ότι ύστερον, δι’ ημάς σάρκα λαβών εκ Παρθένου της Θεοτόκου Μαρίας, άνθρωπος γέγονε» (Γ' 29).
«ουδέ γαρ, επειδή γέγονεν άνθρωπος, πέπαυται του είναι Θεός. Ουδέ, επειδή Θεός εστί, φεύγει το ανθρώπινον» (Γ' 38). «ο εκ Μαρίας προελθών Κύριος, Υιός μεν τη ουσία και φύσει του Θεού εστί• το δε κατά σάρκα εκ σπέρματός εστί Δαυίδ, σαρκός δε της αγίας Μαρίας» (Προς Επίκτητον 2).
Με την ευκαιρία όσων υπογραμμίσαμε για την χρήση των όρων άνθρωπος-σαρξ-σώμα, είναι ανάγκη να σημειώσουμε ότι εναλλαγή κι ελευθερία θέλει επίσης ο Αθανάσιος με τους ορούς Λόγος και Υιός (Κύριος, Χριστός). Αναμφίβολα και ρητά ταυτίζει τον Λόγο με τον Υιό, αλλά παρατηρούμε ότι το Υιός αποβαίνει ο θεολογικός του όρος κλειδί (technicus terminus), με τον οποίο επιχειρεί την θεολογία της σχέσεως του Υιού προς τον Πατέρα (αντιαρειανική και τριαδολογική θεολογία)• ενώ ο όρος Λόγος επικρατεί στην θεολογία της ενανθρωπήσεως και της χριστολογίας.
στ. Η γένεση του ανθρώπου στον Λόγο κατά την ενανθρώπηση
Ο Λόγος, μένοντας φύσει Θεός, έλαβε σώμα κι έγινε άνθρωπος. Τα "έλαβε σώμα κι έγινε άνθρωπος" εισάγουν σε δύο όψεις του μυστηρίου. Η πρώτη: ο Λόγος λαμβάνει με θεία θέληση το κτιστό σώμα, που γνωρίζει τον θάνατο και που είναι ανυπόστατο. Τα μεταβατικά ρήματα «έλαβε» ή «εφόρεσε» η «έσχε» σώμα δεν σημαίνουν ποτέ «έγινε» (αμετάβατο) ή «ετράπη» σε σώμα ο Λόγος, μολονότι το σώμα του είναι «αληθινόν» και «ταυτόν» και «ομοταγές» με το δικό μας (Προς Επίκτητον 7. Περί Διονυσίου 10,5). Η πρόσληψη όμως του σώματος από τον ενανθρωπήσαντα Λόγο είχε αποτέλεσμα να μην ενεργεί το σώμα τις αμαρτίες. Συνέβη δηλαδή «λόγωσις» της σάρκας-σώματος, εφόσον ενώθηκε στον Λόγο, και γι’ αυτό οι άνθρωποι μπορούμε με την δύναμη του Λόγου να ξεπεράσουμε τα πάθη και να γίνουμε άφθαρτοι και αθάνατοι:
«Νυν δε του Λόγου γενομένου ανθρώπου και ιδιοποιουμένου τα της σαρκός, ουκέτι ταύτα του σώματος άπτεται διά τον εν αυτώ γενόμενον Λόγον... λοιπόν λογωθείσης της σαρκός διά τον του Θεού Λόγον, ος δι’ ημάς εγένετο σαρξ» (Κατά αρ. Γ' 33).
Η δεύτερη: η φράση ‘ο Λόγος γίνεται άνθρωπος’ κατανοείται, ως προς το τί γίνεται, από τις θεανθρωπολογικές αναλύσεις, που είδαμε σε προηγούμενες παραγράφους. Ο άνθρωπος, δημιουργημένος ως εικόνα του Λόγου, όταν απομακρύνθηκε από τον Θεό, στράφηκε στο μη όν, στο μη είναι, ενώ ήταν προορισμένος σε κοινωνία με τον Θεό, το μόνο αυθύπαρκτο και αυθεντικό είναι. Η κοινωνία του εξασφάλιζε το είναι, την υπόσταση του. Όσο είχε την κοινωνία ήταν όντως, υπήρχε όντως. Ο ενανθρωπήσας Λόγος ήρθε να ανανεώσει την εικόνα του στον άνθρωπο κι έτσι γίνεται άνθρωπος. Γίνεται η χαρισματική πραγματικότητα της εικόνας, που είχε αδρανήσει, αλλά δεν είχε χαθεί. Γίνεται η ανανεωμένη εικόνα του εαυτού του στον άνθρωπο κι έτσι, ενώ είναι Υιός του Θεού, γίνεται και υιός του ανθρώπου. Όντας Μονογενής του Θεού, γίνεται και πρωτότοκος (ως καινός άνθρωπος) μεταξύ των ανθρώπων (Προς Αντιοχείς 7).
Η ένωση-σύναψη του Λόγου και του ανθρώπου αποτελεί τελικά επανακοινωνία, πράξη επαναποκτήσεως του είναι του ανθρώπου, αφού αποκτά είναι μόνο στην σχέση του με τον Θεό. Ο άνθρωπος γνωρίζει τρόπον τινά αναγένεση υποστατική στον Λόγο, γίνεται αυθεντικός μόνο ως ενωμένος με τον Λόγο, διότι μόνο ο Λόγος είναι αυθυπόστατος. Το ιδιαίτερο χαρισματικό και αυθεντικό υποστατικό στοιχείο του ανθρώπου είναι η χάρη του κατ’ εικόνα, το οποίο όμως είναι του δημιουργού Λόγου, έχει αδρανήσει και από άρρωστο γίνεται υγιές και αυθεντικό μόνο ενωμένο στο πρωτότυπό του. Το όλως άλλο που ενώνεται με τον Λόγο είναι το σώμα, το οποίο όμως ως υλική πραγματικότητα δεν έχει υπόσταση κι έτσι δεν μπορεί να γίνει συζήτηση για δεύτερη υπόσταση στον Λόγο, αφού μάλιστα ο Λόγος λαμβάνει, αλλά δεν γίνεται σώμα, όπως γίνεται άνθρωπος. Από την άποψη της υποστάσεως ο άνθρωπος εγκεντρίζεται στον Λόγο, ενυπάρχει σ’ αυτόν και αποκτά ενυπόσταση. Κάθε τι το πνευματικό του ανθρώπου και το ίδιο το υλικό του σώμα ενώνονται στον Λόγο και έχουμε τον Χριστό, τον Θεάνθρωπο. Βέβαια, εάν ο άνθρωπος θεωρηθεί φιλοσοφικά και δη αριστοτελικά ως αυθύπαρκτη και αυτόνομη υπόσταση, χωρίς να κατανοείται η εξάρτηση της υποστάσεως αυτής από το είναι του Θεού και χωρίς να εκτιμάται η σχέση του Λόγου με το κατ’ εικόνα του ανθρώπου πριν και μετά την πτώση, τότε γίνεται προβληματική η ανθρώπινη υπόσταση, η οποία στην ενανθρώπηση ή πρέπει να κολοβωθεί (απολιναρισμός) ή να διατηρηθεί χωρίς πραγματική ένωση με την θεία φύση (νεστοριανισμός) ή να απορροφηθεί από την φύση του Λόγου (μονοφυσιτισμός).
Είναι πολύ χαρακτηριστική η σχετική έκφραση του Αθανασίου, που αποθέτει την «γένεσή» μας στον Λόγο χωρίς να αφήνει περιθώριο ανθρώπινης υποστάσεως στον Λόγο, ένεκα της σχέσεως Λόγου και εικόνας του στον άνθρωπο:
«της γενέσεως ημών και πόσης της σαρκικής ασθενείας μετατεθέντων εις τον Λόγον, εγειρόμεθα από της γης, λυθείσης της δι’ αμαρτίαν κατάρας διά τον εν ημίν υπέρ ημών γενόμενον κατάρα» (Κατά αρ. Γ' 33).
ζ. Στον Λόγο ενώνεται ολόκληρος ο άνθρωπος. Απάντηση στον πρώιμο απολιναρισμό
Το ριζικό σφάλμα του Αρείου επηρέασε και την χριστολογία. Όταν η θεολογία του Αθανασίου επικρατούσε σιγά-σιγά και τα επιχειρήματα των αρειανών εξαντλούνταν, οξύνθηκε ιδιαίτερα το πρόβλημα του τί ενώθηκε με τον Λόγο κατά την ενανθρώπηση. Ο Απολινάριος και κάποιοι που είχαν ανάλογες τάσεις υποστήριζαν ότι ο Λόγος προσέλαβε μόνο την σάρκα («σαρξ εγένετο ») του ανθρώπου και την θέση του νου ή της ψυχής κατέλαβε ο ίδιος ο Λόγος. Έτσι μόνο μπορούμε να έχουμε εν, μία υπόσταση του Λόγου.
Στην εκτίμηση αυτή κατέληξαν για δύο λόγους: α) κατά την αριστοτελική λογική «δύο τέλεια εν γενέσθαι ου δύναται» και β) αν ο Λόγος προσελάμβανε τέλειο άνθρωπο, θα έπρεπε να προσλάβει και τις αμαρτίες του, αφού ουδείς αναμάρτητος.
Η απάντηση του Αθανασίου έχει δύο τελείως διαφορετικές προϋποθέσεις: α) Λέγοντας ότι ο Λόγος προσλαμβάνει τον άνθρωπο, εννοούμε ότι ανακαινίζει την δική του εικόνα στον άνθρωπο και λαμβάνει το υλικό σώμα που δεν έχει υπόσταση. Η πράξη της ανανεώσεως ή ανακαινίσεως του κατ’ εικόνα δεν συνεπάγεται λήψη αμαρτίας από τον Λόγο, διότι καθεαυτό το κατ’ εικόνα είναι «χάρις» του Θεού, ενέργεια και δώρο, με το οποίο σχετίζεται άμεσα ο Λόγος και το οποίο παρά την πτώση δεν χάθηκε. Έτσι, λοιπόν, ο Αθανάσιος διδάσκει χωρίς δισταγμό ότι ο Λόγος προσέλαβε τον άνθρωπο ολόκληρο, με νου και ψυχή, αφού μάλιστα σ’ αυτά εντοπίζεται το κατ’ εικόνα, β) Εφ’ όσον πίστη της Εκκλησίας είναι η σωτηρία ολόκληρου του ανθρώπου, έπεται κατ’ ανάγκην ότι ο Σωτήρας είχε στον εαυτό του ολόκληρο τον άνθρωπο, νου και σάρκα. Και απόκειται στον φωτισμένο θεολόγο να εξηγήσει το πώς της ενώσεως αυτής. Ο Αθανάσιος θέτει την πρώτη στέρεη βάση για την θεολογία της ολοκληρωτικής ενώσεως του ανθρώπου με τον Λόγο, αλλά δεν προχωρεί περισσότερο, ούτε εξηγεί το πώς της ενώσεως αυτής. Το έργο του θα συνεχίσουν οι Καππαδόκες και μάλιστα ο Γρηγόριος Θεολόγος θα θεμελιώσει το πώς της ενώσεως, η οποία θα εξηγηθεί οριστικά στην Δ' Οικουμενική Σύνοδο (451).
Είναι αλήθεια ότι ο Αθανάσιος μόνο στον Τόμο προς Αντιοχείς (7) μιλάει ρητά για ανθρώπινο νου ή ψυχή στον Χριστό. Το γεγονός έδωσε αφορμή για πολλές συζητήσεις, που οδήγησαν στην άποψη ότι ο Αθανάσιος, ακολουθώντας το σχήμα Λόγος-σαρξ, είχε τάσεις απολιναριστικές. Αλλά το ενδιαφέρον και το κριτήριο του Αθανασίου ήταν άλλο, ήταν η σωτηρία ολόκληρου του ανθρώπου. Εφ’ όσον αυτός έδειχνε την σωτηρία ολόκληρου του ανθρώπου με την πρόσληψη από τον Λόγο ολόκληρου του ανθρώπου, περίττευε συζήτηση για ύπαρξη ή μη ανθρώπινης ψυχής στον Κύριο:
«ου σώμα άψυχον, ουδ’ αναίσθητον, ουδ’ ανόητον είχεν ο Σωτήρ. Ουδέ γαρ οιόν τε ην, του Κυρίου δι’ ημάς ανθρώπου γενομένου, ανόητον είναι το σώμα αυτού• ουδέ σώματος μόνον αλλά και ψυχής εν αυτώ τω Λόγω σωτηρία γέγονεν. Υιός τε ων αληθώς του Θεού, γέγονε και υιός του ανθρώπου• και μονογενής ων Υιός του Θεού, γέγονε ο αυτός πρωτότοκος εν πολλοίς αδελφοίς» (Προς Αντιοχείς 7).
«ου φαντασία η σωτηρία ημών, ουδέ σώματος μόνου, αλλ’ όλου του ανθρώπου, ψυχής και σώματος αληθώς, η σωτηρία γέγονεν εν αυτώ τω Λόγο. Ανθρώπινον άρα φύσει το εκ της Μαρίας κατά τας Γραφάς και αληθινόν ην το σώμα του Κυρίου. Αληθινόν δε ην επεί ταυτόν ην τω ημετέρω» (Προς Επίκτητον 7).
η. Τα ιδιώματα της θείας και της ανθρώπινης φύσεως διασώζονται
Είναι απόλυτα σαφές στον Αθανάσιο ότι, για να σωθεί ο άνθρωπος, έπρεπε ο Χριστός να είναι συγχρόνως και αληθινός Θεός (γι’ αυτό και ονόμαζε Θεοτόκο την Παρθένο Μαρία: Κατά αρ. Β' 14 και 29• Γ'33) και αληθινός-ολόκληρος άνθρωπος. Ενεργούσε και ως φύσει Θεός και ως φύσει άνθρωπος. Ένδειξη της πραγματικής ενώσεως θεότητας και ανθρωπότητας στον Χριστό και συγχρόνως προϋπόθεση της σωτηρίας του ανθρώπου είναι ότι ενεργούσε ως Θεός με το σώμα:
«ει γαρ τα της θεότητος του Λόγου έργα μη διά του σώματος εγένετο, ουκ αν εθεοποιήθη άνθρωπος. Και πάλιν• ει τα ίδια της σαρκός ουκ ελέγετο του Λόγου, ουκ αν ηλευθερώθη παντελώς από τούτων ο άνθρωπος» {Κατά αρ. Γ' 33).
Επομένως η διάσωση των ιδιωμάτων της θείας και της ανθρώπινης φύσεως στον Χριστό ήταν απόλυτη. Αλλά και η ένωση ήταν τόσο πραγματική, ώστε, όταν ο Χριστός ενεργούσε θαύμα, το εκτελούσε με τα ιδιώματα της ανθρώπινης φύσεώς του• όταν έπασχε ως άνθρωπος από πείνα, δίψα, πόνο κ.λπ., ήταν εκεί και ο Λόγος. Ανέλαβε την ανθρώπινη φύση με όλα τα πάθη της, εκτός της αμαρτίας, και γι’ αυτό τα σωματικά πάθη της σάρκας του είναι δικά του, όπως γι’ αυτό δικά του είναι και τα πνευματικά κατορθώματα. Και αυτός που θαυματοποιούσε και αυτός που έπασχε ήταν «ο αυτός» (το αυτό πρόσωπο, δηλαδή ο Χριστός):
«ο αυτός δε ην σωματικώς μεν ως άνθρωπος πτύων, θεϊκώς δε ως Υιός του Θεού ανοίγων τους οφθαλμούς του εκ γενετής τυφλού• και σαρκί μεν πάσχων... θεϊκώς δε ανοίγων τα μνήματα» (Προς Αντιοχείς 7).
«της σαρκός πασχούσης, ουκ ην εκτός ταύτης ο Λόγος. Διά τούτο γαρ αυτού λέγεται το πάθος. Και θεϊκώς δε ποιούντος αυτού τα έργα του Πατρός, ουκ ην έξωθεν αυτού η σαρξ, αλλ’ εν αυτώ τω σώματι ταύτα πάλιν ο Κύριος εποίει... ενδεδυμένος ανθρωπίνην σάρκα, ταύτην μετά των ιδίων παθών αυτής όλην ενδύσασθαι, ίνα, ώσπερ ίδιον αυτού λέγομεν είναι το σώμα, ούτω και τα του σώματος πάθη ίδια μόνον αυτού λέγηται, ει και μη ήπτετο κατά την θεότητα αυτού» (Κατά αρ. Γ' 32).
Στην ιστορία της θεολογίας τα ανθρώπινα πάθη του Κυρίου ονομάστηκαν αδιάβλητα πάθη και αποτελούν τις φυσικές ανθρώπινες αδυναμίες, χωρίς να ταυτίζονται με την αμαρτία, διότι, αφότου ιδιοποιήθηκαν από τον Λόγο, δεν ρέπουν στην αμαρτία:
«του Λόγου γενομένου ανθρώπου και ιδιοποιούμενου τα της σαρκός, ουκέτι ταύτα (= τα πάθη) του σώματος (= της ροπής του στην αμαρτία) άπτεται διά τον εν αυτώ γενόμενον Λόγον» (Γ' 33).
Βέβαια, λέγοντας ότι τα πάθη είναι του Κυρίου, του Χριστού ή του Λόγου, δεν εννοεί ότι είναι του Λόγου του Θεού, αλλ’ ότι είναι της σάρκας του Κυρίου, μολονότι λέει ότι η σάρκα «θεοφορείται» στον Λόγο: η χάρη, η θεία δύναμη, είναι του Λόγου και όχι της σάρκας: «ει γαρ και ο Λόγος σαρξ εγένετο , αλλά της σαρκός ίδια τα πάθη. Και ει η σαρξ θεοφορείται εν τω Λόγω, αλλ’ η χάρις και η δύναμις εστί του Λόγου. Τα γουν έργα του Πατρός διά της σαρκός εποίει» (Γ' 41).
Τα ιδιώματα δηλαδή της κάθε φύσεως ανήκουν και μένουν σε κάθε μία από τις δύο φύσεις, αλλά και οι δύο φύσεις είναι απόλυτα ενωμένες στο πρόσωπο του Χριστού, που είναι και θειος Λόγος και άνθρωπος. Η θεολογία αυτή των ιδιωμάτων, αναπτυγμένη περισσότερο, κυρώθηκε το 451 από την Δ' Οικουμ. Σύνοδο.
θ. Η προκοπή του Ιησού και η προσκύνηση τον Κυρίου
Η θεολογία της ενώσεως των δύο φύσεων στον Χριστό και της διασώσεως των ιδιωμάτων αυτών διευκόλυνε την απάντηση στα ερωτήματα: τί σημαίνει το ευαγγελικό «και Ιησούς γαρ προέκοπτε σοφία και χάριτι» (Λουκ. 2, 52) και τί προσκυνούμε στο πρόσωπο του Χριστού;
Το πρόβλημα της προκοπής ή αυξήσεως του Ιησού συζητήθηκε πολύ και συζητείται. Εφόσον διασώζονται τα ιδιώματα των φύσεων, η προκοπή εδώ αφορά στην ανθρώπινη φύση και συνιστά το γεγονός της αναπτύξεως ή αυξήσεως του Ιησού ως ανθρώπου και ποτέ ως Λόγου, ο οποίος ως άτρεπτος Θεός δεν είχε τέτοιο ιδίωμα. Ανθρωπίνως, λοιπόν, ο Ιησούς προκόπτοντας και ωριμάζοντας αυξανόταν και μεγάλωνε η φανέρωση της θεότητας του Λόγου μέσω του Ιησού ως οργάνου. Δηλ. όσο προέκοπτε ο άνθρωπος Ιησούς τόσο φανερωνόταν δι’ αυτού η θεότητα στους γύρω ανθρώπους, οι οποίοι θαύμαζαν έστω και αν δεν κατανοούσαν ακριβώς:
«ώσπερ είπομεν ότι σαρκί πέπονθε και σαρκί επείνα ... εΙκότως αν λέγοιτο ότι σαρκί προέκοπτεν... ουτ’ ουν του Λόγου η προκοπή, ούτε η σαρξ ην η Σοφία, αλλά της σοφίας σώμα γέγονεν η σαρξ... το ανθρώπινον εν τη Σοφία προέκοπτεν, υπεραναβαίνον κατ’ ολίγον την ανθρωπίνην φύσιν και θεοποιούμενον και όργανον αυτής προς την ενέργειαν της θεότητος και την έκλαμψιν αυτής γινόμενον και φαινόμενον πάσι. Διο ουδέ είπεν• ο Λόγος προέκοπτεν, αλλ’ ο Ιησούς όπερ όνομα γενόμενος άνθρωπος ο Κύριος εκλήθη, ως είναι της ανθρωπίνης φύσεως την προκοπήν» (Γ' 53).
«του σώματος άρα εστίν η προκοπή. Αυτού γαρ προκόπτοντος, προέκοπτεν εν αυτώ και η φανέρωσις της θεότητος τοις ορώσιν. Όσω δε η θεότης απεκαλύπτετο, τοσούτο πλείον η χάρις ηύξανεν ως ανθρώπου παρά πάσιν ανθρώποις» (Γ' 52).
Στην ενότητα των δύο φύσεων του Χριστού και στην αφθαρτοποίηση και θέωση της ανθρώπινης φύσεως θεμελιώνει ο Αθανάσιος και την απάντηση του στο πρόβλημα του τί προσκυνούμε στον Χριστό. Δεν μπορούμε να χωρίσουμε τις φύσεις του και να προσκυνήσουμε μόνο τον θείο Λόγο, γιατί το σώμα είναι σώμα του. Και δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε από την θεία την κτιστή φύση του (που από μόνη της βέβαια δεν είναι προσκυνητή), γιατί αυτή θεώθηκε, αφθαρτοποιήθηκε στην συνάφειά της με την θεία, ώστε να μη μπορεί να πει κανείς ότι προσκυνώντας τον Κύριο προσκυνεί το κτιστό:
«ου γαρ κτίσματι η κτίσις προσκυνεί» (Προς Αδέλφιον 4). «Τον Κύριον εν σαρκί προσκυνούντες ου κτίσματι προσκυνούμεν, αλλά τον κτίστην ενδυσάμενον το κτιστόν σώμα» (αυτόθι 6).
ΠΝΕΥΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΗ
α. Μετέχουμε του Θεού διά του αγ. Πνεύματος
Όπως στην χριστολογία έτσι και στην πνευματολογία ο Αθανάσιος ξεκινάει από την βεβαιότητα της σωτηρίας, η οποία πραγματώνεται, καθόσον οι άνθρωποι μετέχουμε στο άγιο Πνεύμα. Η μετοχή μας αυτή, που είναι γεγονός εμπειρικό, λειτουργεί αποδεικτικά και για την σωτηρία μας και για την θέση του άγιου Πνεύματος στην αγ. Τριάδα, επομένως για το ότι δεν είναι κτίσμα, αλλά της φύσεως του Θεού. Η θέωση αποτελεί έργο και του Πνεύματος, που «συνάπτει» τον άνθρωπο με τον Υιό και τον Πατέρα, κάτι που δεν θα μπορούσε να κάνει, αν δεν είχε την φύση του Υιού και του Πατέρα.
«διά του Πνεύματος λεγόμεθα πάντες μέτοχοι του Θεού ... ει κτίσμα δε ην το Πνεύμα το άγιον, ουκ αν τις εν αυτώ μετουσία του Θεού γένοιτο ημίν, ...αλλότριοι δε της θείας φύσεως εγενόμεθα, ως κατά μηδέν αυτής μετέχοντες. Νυν δε, ότε λεγόμεθα μέτοχοι Χριστού και μέτοχοι Θεού, δείκνυται το εν ημίν χρίσμα και η σφραγίς μη ούσα της των γενητών φύσεως, αλλά της του Υιού διά του εν αυτώ Πνεύματος συνάπτοντος ημάς τω Πατρί. Διά τούτο και εν οις γίνεται ( = η μετουσία του αγ. Πνεύματος) ούτοι θεοποιούνται. Ει δε θεοποιεί ( = το Πνεύμα), ουκ αμφίβολον ότι η τούτου φύσις Θεού εστί» (Προς Σεραπίωνα Α' 24).
Η ρεαλιστική αυτή πνευματολογία διατυπωνόταν ως απάντηση στην ηθικιστική θεώρηση της σωτηρίας από τους αρειανούς και τους ημιαρειανούς. Οι πρώτοι, ισχυριζόμενοι ότι ο Υιός (και το Πνεύμα) είναι κτίσμα, αρνούνταν την πραγματική ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Οι δεύτεροι, δέχονταν την ομοουσιότητα του Υιού προς τον Πατέρα, αλλά δίδασκαν ότι το Πνεύμα είναι «ετερούσιον» της Τριάδας, είναι κτίσμα, σύμφωνα δήθεν με το Αμώς 4,13: «Ιδού εγώ στερεών βροντήν και κτίζων πνεύμα και απαγγέλλων εις ανθρώπους τον Χριστόν αυτού». Εφ΄όσον όμως το Πνεύμα ως κτίσμα δεν μπορεί να συνάψει-ενώσει τον κτιστό άνθρωπο με τον άκτιστο Θεό, η σωτηρία μένει στο επίπεδο της ηθικολογίας.
β. Η τελεία Τριάδα
Οι ημιαρειανοί αυτοί, που χαρακτηρίζονται «πνευματομαχούντες» και άγνωστο γιατί «τροπικοί», εμφανίστηκαν στην περιοχή της Θμούεως της Αιγύπτου, λίγο μετά το 355. Ισχυρίζονταν ότι δέχονταν την Τριάδα, την οποία όμως κατέλυαν, αφού άλλης φύσεως ήθελαν τον Πατέρα και τον Υιό και άλλης το αγ. Πνεύμα (Προς Σεραπίωνα A' 2).
Έθεταν λοιπόν και πρόβλημα ενότητας ή αδιαιρέτου της Τριάδας. Το πρόβλημα προσεγγίζει ο Αθανάσιος από την θεία οικονομία, την οποία ορθά θεωρεί κοινό έργο του Πατέρα, του Υιού και του αγ. Πνεύματος:
«ένα είναι τον αγιασμόν, τον εκ Πατρός δι’ Υιού εν Πνεύματι αγίω γινόμενον» (Προς Σεραπίωνα Α' 20).
Έτσι, μολονότι υιοποιούμεθα, επειδή ο Υιός είναι φυσικός Υιός, υιοποιούμεθα διά του Πνεύματος και ζωοποιούμεθα διά του Πνεύματος, αλλ’ αποκτούμε την ζωή του Χριστού. Φωτιζόμεθα διά του Πνεύματος, αλλά φωτίζων είναι ο Χριστός (αυτόθι 19).
Οτιδήποτε λοιπόν το αγ. Πνεύμα ενεργεί στην πορεία της θείας οικονομίας για τον άνθρωπο συνιστά ενέργεια όλης της Τριάδας. Κάποτε αφήνει την υπόνοια ότι ταυτίζει την θεία ενέργεια με το ίδιο το αγ. Πνεύμα:
«Ενός γαρ όντως του Υιού...μίαν είναι δει τελείαν και πλήρη την αγιαστικήν και φωτιστικήν ζώσαν ενέργειαν αυτού και δωρεάν, ήτις εκ Πατρός λέγεται εκπορεύεσθαι, επειδή παρά του Λόγου του εκ Πατρός ομολογουμένου εκλάμπει και αποστέλλεται και δίδοται» (αυτόθι 20).
γ. Το Πνεύμα εκ της ουσίας του Θεού
Το γεγονός ότι το Πνεύμα είναι εκ του Θεού και θεώνει τον άνθρωπο δείχνει ότι είναι της ουσίας και της φύσεως του Θεού Πατέρα, όπως και ο Υιός. Χρησιμοποιεί μάλιστα, για να δηλώσει αυτό, κυρίως την αρνητική έκφραση «ου ξένον» ή «ουκ αλλότριον» και τον θετικό προσδιορισμό «ίδιον» (του Θεού), όπως έκανε και προκειμένου να εξηγήσει ότι ο Υιός είναι της φύσεως του Πατέρα:
«ώσπερ ο Υιός, ο εν τω Πατρί ων, εν ω και ο Πατήρ έστιν, ουκ έστι κτίσμα, αλλ\ ίδιος της του Πατρός ουσίας… ούτω και το Πνεύμα το εν τω Υιώ, εν ω και ο Υιός εστί...ίδιον δε και εν της εν Τριάδι θεότητος» (Προς Σεραπίωνα Α' 21).
«είδέναι αγίαν μεν Τριάδα, μίαν δε θεότητα και μιαν αρχήν και Υιόν μεν ομοούσιον τω Πατρί, ως είπον οι Πατέρες, το δε άγιον Πνεύμα ου κτίσμα, ουδέ ξένον, αλλ’ ίδιον και αδιαίρετον της ουσίας του Υιού και του Πατρός» (Προς Αντιοχείς 5).
«το Πνεύμα δέδεικται μάλλον ίδιον είναι του Υιού και ου ξένον του Θεού. Ει δε ο Υιός, επειδή εκ του Πατρός εστίν, ίδιος της ουσίας αυτού εστίν, ανάγκη και το Πνεύμα, εκ του Θεού λεγόμενον, ίδιον είναι κατ’ ουσίαν του Υιού. Ουκ άρα των γενητών εστί το Πνεύμα, αλλ’ ίδιον της του Πατρός θεότητος, εν ω και τα γενητά ο Λόγος θεοποιεί. Εν ω δε θεοποιείται η κτίσις, ουκ αν είη εκτός αυτός της του Πατρός θεότητος» (Προς Σεραπίωνα Α' 25).
Μολονότι ο Αθανάσιος, όταν ερωτήθηκε (περί το 358-360) για τις πνευματομαχικές αντιλήψεις, χρησιμοποιούσε για τον Υιό ευρύτατα τον όρο ομοούσιος, τον αποφεύγει προκειμένου περί του Πνεύματος. Τον χρησιμοποιεί μία μόνο φορά λίγο έμμεσα («ουκ εστί των πολλών το Πνεύμα, αλλ’ ουδέ άγγελος, αλλ’ εν ον, μάλλον δε του Λόγου ενός όντος ίδιον, και του Θεού ενός όντος και ομοούσιόν εστίν») (αυτόθι 27), κάτι που ίσως υποσημαίνει δισταγμό, αφού μάλιστα δεν χρησιμοποιεί για το Πνεύμα και τον όρο «ταυτόν», με τον οποίο διασαφηνίζει την ταυτότητα ουσίας του Πατέρα και του Υιού. Παράλληλα όμως δεν διστάζει να υπογραμμίσει ότι η σχέση («ιδιότητα»), που υπάρχει μεταξύ Πατέρα και Υιού, υπάρχει και μεταξύ Πνεύματος και Υιού. Προφανώς δεν εξειδικεύει την σχέση αυτή στον τρόπο υπάρξεως του Υιού (γέννηση) και του Πνεύματος (εκπόρευση)• επισημαίνει μόνο την σχέση φύσεως:
«οίαν γαρ έγνωμεν ιδιότητα του Υιού προς τον Πατέρα, ταύτην έχειν το Πνεύμα προς τον Υιόν ευρήσομεν» (Προς Σεραπίωνα Γ' 1). Γενικά όμως η ενέργεια εμφανίζεται ως κίνηση της όλης Τριάδας: «μία άρα... η της Τριάδος ενέργεια δείκνυται» (Προς Σεραπίωνα Α' 31).
Μίλησε με σαφήνεια για την αναγκαιότητα της ενότητας της Τριάδας. Επισήμανε τον ρόλο του Πατέρα ως αρχής και πηγής, τον ρόλο του Υιού ως δημιουργού και τον ρόλο του Πνεύματος που ενεργεί στα πάντα. Τόνισε την υπαρκτικότητα και των τριών προσώπων, χωρίς να τα ονομάζει πρόσωπα ή υποστάσεις. Επίσης εξήγησε επιγραμματικά ότι «αρχή και πηγή» είναι ο Πατέρας (αυτόθι 28) και ότι το Πνεύμα «εκπορεύεται» από τον Πατέρα, ενώ «αποστέλλεται και δίδοται» από τον Υιό (αυτόθι Α' 20). Στην Α' Επιστολή του προς Σεραπίωνα έχουμε την πρώτη τόσο έξοχη διατύπωση της τριαδολογίας:
«Τριάς τοίνυν αγία και τελεία εστίν. εν Πάτρι και Υιώ και αγίω Πνεύματι θεολογουμένη, ουδέν αλλότριον ή έξωθεν επιμιγνύμενον έχουσα ... ομοία δε εαυτή και αδιαίρετος εστί τη φύσει και μία ταύτης η ενέργεια. Ο γαρ Πατήρ διά του Λόγου εν Πνεύματι αγίω τα πάντα ποιεί και ούτως η ενότης της Αγίας Τριάδος σώζεται και ούτως εις Θεός εν τη Εκκλησία κηρύττεται... "επί πάντων" ο μεν ως Πατήρ, ως αρχή και πηγή• "δια πάντων" δε διά του Λόγου• "εν πάσι" δε εν τω Πνεύματι τω αγίω. Τριάς δε εστίν ουχ έως ονόματος μόνον και φαντασίας λέξεως, αλλά αληθεία και υπάρξει Τριάς. Ώσπερ γαρ ο ων εστίν ο Πατήρ, ούτως ο ων εστί και ο επί πάντων Θεός ο τούτου Λόγος. Και το Πνεύμα το άγιον ουκ ανύπαρκτον εστί, αλλ’ υπάρχει και υφέστηκεν αληθώς» (28).
δ. Η υπόσταση ταυτίζεται με την ουσία. Αλλά όσοι την διακρίνουν δεν είναι αναγκαστικά αιρετικοί.
Είναι γνωστό ότι από τα πρώτα έτη οι αρειανοί άνετα πρόβαλλαν τον όρο δύο ή τρεις υποστάσεις, για να τονίσουν την διαφορά φύσεως μεταξύ του Πατέρα και των δύο άλλων προσώπων της Τριάδας. Το γεγονός ανάγκαζε τον Αθανάσιο να μιλάει απολογητικά για την ενότητα υποστάσεως στην Τριάδα, ταυτίζοντας βέβαια την υπόσταση με την θεία ουσία ή φύση, για να δείξει ότι ο Υιός έχει την ίδια φύση με τον Πατέρα:
«αλλ’ υπόστασιν μεν λέγομεν, ηγούμενοι ταυτόν είναι ειπείν υπόστασιν και ουσίαν. Μίαν δε φρονούμεν... διά την ταυτότητα της φύσεως» (Προς Αντιοχείς 6).
«ομοούσιον είναι τον Υιόν τω Πατρί και ανεθεμάτισαν τους λέγοντας εξ ετέρας υποστάσεως είναι τον Υιόν» (Προς τους εν Αφρική 9).
Γνώριζε παρά ταύτα την συζήτηση που άρχισε λίγο πριν από το 360 για τον όρο «τρεις υποστάσεις», τον οποίο τώρα πρόβαλλαν ορθόδοξοι (αυτόθι 11) με ορθόδοξο περιεχόμενο. Άκουσε με προσοχή τους υποστηρικτές του όρου αυτού. Και αφού τον βεβαίωσαν ότι δεν εννοούν τον Υιό «αλλοτριούσιον» και ότι προβάλλουν τον όρο για να τονίσουν την πραγματικότητα των τριών θείων προσώπων, δέχτηκε ότι δεν είναι κακόδοξοι όσοι τον χρησιμοποιούν (Προς Αντιοχείς 5). Ο ίδιος δεν μπόρεσε να εισέλθει στην θεολογική προβληματική της διακρίσεως των όρων υπόσταση και ουσία. Το άγιο Πνεύμα θα οδηγούσε άλλους στην διάκριση αυτή, τους Καππαδόκες και δη τον Μ. Βασίλειο, λίγα μόλις χρόνια μετά.
Η απολογητική αυτή προοπτική εγκλωβίζει μάλιστα τον Αθανάσιο στην φιλοσοφική αντίληψη, ότι με τις λέξεις Θεός και Πατέρας σημαίνεται η θεία ουσία και όχι κάτι «περί την» ουσία. Έτσι έφθανε στην ομοουσιότητα του Υιού, αφού οι εκφράσεις «εκ του Θεού» (Γραφή) και «εκ της ουσίας του Πατρός» (Νίκαια) αναγκαστικά σημαίνουν ότι ο Υιός ήταν από αυτό που μόνο είναι ο Θεός, δηλαδή από την ουσία του. Την άποψη αυτή, που εμφαντικά δίδαξε ο Ευνόμιος, αντέκρουσε ο Μ. Βασίλειος και οι άλλοι καππαδόκες, που έδειξαν ότι το «Πατέρας», το «Υιός» και το «Πνεύμα» δηλώνουν το είναι κάθε προσώπου, την υπόστασή τους. Αλλά και ο Αθανάσιος, διατυπώνοντας αυτή την άποψη, είχε ριζικά διαφορετικές προϋποθέσεις και γι’ αυτό συγχρόνως τόνιζε ότι η θεία ουσία είναι ακατάληπτη, ενώ για τον Ευνόμιο είναι καταληπτή:
«λέγοντες τον Θεόν και ονομάζοντες τον Πατέρα ουδέν τι ως περί αυτόν ονομάζομεν, αλλ’ αυτήν την ουσίαν αυτού σημαίνομεν• καν γαρ καταλαβείν ότι ποτέ εστίν η του Θεού ουσία μη η δυνατόν, αλλά μόνον νοούντες είναι τον Θεόν... όπου ποτέ λέγει η Γραφή "ο Θεός" ημείς αναγιγνώσκοντες ουδέν έτερον ή αυτήν την ακατάληπτον αυτού ουσίαν σημαινομένην νοούμεν» (Περί Νικαίας 22,3. Βλ. και Περί συνόδων 35,2).
Είναι σαφές ότι όσο απουσίαζε από την θεολογική του σκέψη η διάκριση είναι και ουσίας, τόσο αδυνατούσε να διακρίνει με συνέπεια την προβληματική των υποστάσεων των θείων προσώπων (το ιδιαίτερο είναι τους) και την κοινή τους φύση.
ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Ο Αθανάσιος με το έργο του απέβη και ο πρώτος θεολόγος της Οικουμενικής Συνόδου. Δημιούργησε θεολογικά το πορτραίτο της. Οι σχετικές απόψεις του έγιναν απόλυτος οδηγός στην μετέπειτα συνοδική ζωή της Εκκλησίας. Αφορμή να θεολογήσει για την σύνοδο υπήρξε η άρνηση των αρειανών να υιοθετήσουν την σύνοδο της Νικαίας (325) με ποικίλες προφάσεις. Για ν’ αφοπλίσει τους αρειανούς, εξήγησε τις προϋποθέσεις, την διαδικασία, τα κριτήρια και την αυτάρκεια της Οικουμενικής Συνόδου (Βλ. ειδική μελέτη μας, Αθανάσιος ο Μέγας και η θεολογία της Οικουμενικής Συνόδου, Αθήνα 1980).
Η σύγκληση Συνόδου γίνεται από ανάγκη επείγουσα, όταν εμφανίζεται νέα κακοδοξία, που παρεξηγεί την αλήθεια και ταράσσει γι’ αυτό και διαιρεί το σώμα της Εκκλησίας• όταν δεν έχει εκφραστεί οριστικά στην Παράδοση το σημείο εκείνο της αλήθειας, στο οποίο αφορά η νέα κακοδοξία. Αν η κακοδοξία δεν είναι νέα, τότε η Εκκλησία καταφεύγει σε ότι έχει διατυπωθεί ήδη στην Γραφή και την Παράδοση. Μέλη της Συνόδου είναι μόνο όσοι έχουν την ορθή πίστη, αυτοί που φρονούν ότι και η Εκκλησία. Κανένα θέμα στην Σύνοδο δεν συζητείται, αν γενικά δεν έχει εξασφαλιστεί συμφωνία στην πίστη.
«η μεν γαρ εν Νικαία σύνοδος ουχ απλώς γέγονεν, αλλ’ είχε την χρείαν κατεπείγουσαν και την αιτίαν εύλογον» (Περί συνόδων 5,1). «Αι δε νυν κινούμεναι παρ’ αυτών σύνοδοι (= των αρειανών) ποίαν έχουσιν εύλογον αιτίαν; ει μεν γαρ καινότερα τις άλλη γέγονεν αίρεσις μετά την αρειανήν, ειπάτωσαν τα της επινοίας αυτής ρήματα και τίνες οι ταύτην εφευρόντες εισίν... ει δε μηδέν τι τοιούτον γέγονε, μηδέ δύνανται δείξαι τις η χρεία των (= αρειανικών) συνόδων, αρκούσης της εν Νικαία γενομένης προς τε την αρειανήν και τας άλλας αιρέσεις, ας κατέκρινε πάσας δια της υγιαινούσης πίστεως» (αυτόθι 6,1).
«Διά τούτο και οικουμενική γέγονεν η εν Νικαία σύνοδος, τριακοσίων δέκα και οκτώ συνελθόντων επισκόπων περί της πίστεως δια την αρειανήν ασέβειαν. Τί γαρ εκείνη λείπει, ίνα καινότερα ζητήση τις»; (Προς τους εν Αφρική επισκόπους 2).
«ου γαρ οιόν τε συνόδω συναριθμηθήναι τους περί πίστιν ασεβούντας, ουδέ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος εξέτασιν της περί πίστεως εξετάσεως. Χρή γαρ πρώτον πάσαν περί πίστεως διαφωνίαν εκκόπτεσθαι...» (Περί των γεγενημένων παρ’ αρειανών 36, 3-4).
Τα μέλη της Συνόδου, όπως άλλωστε οι Πατέρες της Εκκλησίας γενικά, επιτελούν το έργο τους με τον φωτισμό και την αποκάλυψη του αγ. Πνεύματος, εφόσον μετέχουν στην αλήθεια, όπως είδαμε σε άλλη παράγραφο. Αποτέλεσμα της αποκαλύψεως και της «θεοφανείας», κατά την εκάστου «χρεία», είναι ότι η απόφαση της Νικαίας είναι «θείον» «ρήμα Κυρίου», που μόνο γι’ αυτό έχει απόλυτη ισχύ και «μένει» στους αιώνες (Προς τους εν Αφρική 2• Κατά αρ. A' 63). Ο φωτισμός των Πατέρων είναι συγχρόνως και ο λόγος για τον οποίο η απόφαση της Συνόδου είναι σύμφωνη με ότι δηλώνεται στην Γραφή. Οι συνοδικοί όροι δηλαδή αποτελούν αποκάλυψη του «νου», του βαθύτερου πνεύματος, βιβλικών χωρίων, είναι συναγωγή της «διάνοιας» της Γραφής, είναι ανάπτυξη εκείνου που απλώς σημειώνει η Γραφή, είναι η αναζήτηση του πνεύματος κάτω από το γράμμα της Γραφής. Ότι νέο εκφράζεται με τον τρόπο τούτο και με μη βιβλικούς όρους δεν πρέπει ποτέ να αντιτίθεται σε ότι είναι ήδη διατυπωμένο στην Γραφή και την Παράδοση. Το νικαϊκό π.χ. «εκ της ουσίας του Πατρός» δεν είναι αντίθετο προς το βιβλικό «εκ του Πατρός», αλλά το βαθύτερο πνεύμα του, η ευρύτερη φανέρωση της ίδιας αλήθειας. Βέβαια η Εκκλησία θα μπορούσε να μένει μόνο με τους απλούς όρους της Γραφής, αν δεν την ανάγκαζαν οι κακόδοξοι να προχωρήσει στην θεολογία των όρων τούτων , δηλαδή στην ευρύτερη εκκάλυψη της αλήθειας που δηλώνουν. Θα προτιμούσε ακόμη να μη χρησιμοποιεί «αγράφους», μη βιβλικούς, όρους στην διατύπωση της πίστεως. Αναγκάζεται όμως να το πράξει, διότι άγραφα χρησιμοποιούν οι κακόδοξοι. Οι τελευταίοι όμως με τα άγραφα προβάλλουν απόψεις άγνωστες στην Γραφή, ενώ οι ορθόδοξοι με αυτά και πιστοί στην Γραφή μένουν και το βαθύτερο πνεύμα της φανερώνουν:
«αποκαλύπτειν χρη τον νουν του ( = βιβλικού) ρητού, ως κεκρυμμένον τούτον ζητείν» (Κατά αρ. Β' 44).
«α γαρ αγνοούμεν εν τοις λογίοις ( = της Γραφής) ουκ εκβάλλομεν, αλλά ζητούμεν ους απεκάλυψεν ο Κύριος και παρ’ αυτών μανθάνειν αξιούμεν» (Περί συνόδων 40, 2-3).
«τω δε πνεύματι φωτιζομένων ημών» (Προς Σεραπίωνα Α' 19). «έδει και περί του Κυρίου εκ των Γραφών τα περί αυτού γεγραμμένα λέγεσθαι και μη αγράφους επεισάγεσθαι λέξεις... Ναι έδει, φαίην αν και έγωγε... αλλ’... η ασέβεια ... ηνάγκασε τους επισκόπους λευκότερον εκθέσθαι τα την ασέβειαν αυτών ανατρέποντα ρήματα» (Περί Νικαίας 32,1).
«οι πατέρες, θεωρήσαντες εκείνων (= των αρειανών) την πανουργίαν, λευκότερον ειπείν το 'εκ του Θεού’ και γράψαι 'εκ της ουσίας της Θεού’ είναι τον Υιόν» (αυτόθι 19,2).
«οι επίσκοποι... ηναγκάσθησαν ... συναγαγείν εκ των Γραφών την διάνοιαν και άπερ πρότερον έλεγον, ταύτα πάλιν λευκότερον ειπείν και γράψαι 'ομοούσιον’ είναι τω Πατρί τον Υιόν, ίνα μη μόνον όμοιον τον Υιόν, αλλά ταυτόν τη ομοιώσει εκ του Πατρός είναι σημαίνωσιν» (αυτόθι 20,3).
«ίνα... μάθωσιν από του γράμματος επιστρέφειν εις το πνεύμα» (Περί συνόδων 45,3).
Ο χαρακτήρας της αποφάσεως της Οικουμ. Συνόδου είναι κυρίως θετικός και δευτερευόντως αρνητικός. Η διατύπωση της αλήθειας γίνεται με τρόπο θετικό (π.χ. «ομοούσιος»), διότι μόνο με την θέση, δηλαδή την φανέρωση της αλήθειας, καταρρίπτεται αυτό, που δεν είναι αλήθεια, η κακοδοξία. Κρίση, κατάκριση και καταδίκη της κακοδοξίας αποβαίνει αφ’ εαυτής η αλήθεια. Την συνοδική απόφαση (τον «όρο») ακολουθεί αναθεματισμός των κακοδόξων, ώστε οι αθεολόγητοι πιστοί να ακούουν με έμφαση ποιούς πρέπει να αποφεύγουν.
η Νίκαια «κατέκρινε ( = τις αιρέσεις) διά της υγιαινούσης πίστεως» (Περί συνόδων 6).
Οι πατέρες της συνόδου «εδήλωσαν φανερώς ότι το 'εκ της ουσίας’ και το 'ομοούσιον’ αναιρετικά των της ασεβείας λογαρίων εισίν, άπερ εστίν 'κτίσμα’ και 'ποίημα’ και 'ουκ ην πριν γεννηθή’» (Περί Νικαίας 20,6).
«ούτω νοήσαντες οι πατέρες, έγραψαν (= θετικός χαρακτήρας) ομοούσιον είναι τον Υιόν τω Πατρί και ανεθεμάτισαν (= αρνητικός χαρακτήρας) τους λέγοντας εξ ετέρας υποστάσεως είναι τον Υιόν» (αυτόθι 20,3).
Η απόφαση της Συνόδου χαρακτηρίζεται συνήθως «αυτάρκης». Η Σύνοδος «αρκεί» για να ορθοδοξούν οι πιστοί και να κατακρίνονται οι κακόδοξοι. Ο Αθανάσιος δεν χρησιμοποιεί για την Σύνοδο όρους όπως «αυθεντία» ή «αλάθητος». Το γεγονός έχει μεγάλη σημασία. Η απόφαση, ο όρος ή η «πίστη» της Συνόδου, δεν είναι αφ’ εαυτής η αλήθεια και δη όλη η αλήθεια. Αποτελεί απλώς δήλωση- επισήμανση εκείνου του μέρους της αλήθειας, το οποίο παρεξήγησε κάποιος κακόδοξος. Η απόφαση της Νίκαιας είναι «αυτάρκης» «ως προς» την αρειανική αίρεση κυρίως. Το αυτάρκης εδώ είναι ταυτόσημο προς τα: «θεόπνευστος», «αποστολική», σύμφωνα με την Γραφή, η οποία και αυτή χαρακτηρίζεται «αυτάρκης». Η «αυτάρκεια» «ως προς τι» αφήνει τον δρόμο ανοικτό για νέα Σύνοδο, αν παραστεί ανάγκη, όπως και παρέστη.
«η γαρ εν αυτή ( = τη συνόδω της Νικαίας)... ομολογηθείσα πίστις αυτάρκης εστί» (Προς τους εν Αφρική 1).
«αρκούσης της εν Νικαία γενομένης ( = συνόδου) προς τε την αρειανικήν και τας άλλας αιρέσεις, ας κατέκρινεν» ( = όσες με τα άρθρα του Συμβόλου καταδίκασε) (Περί συνόδων 6,1).
Η απόφαση της Συνόδου ως «αυτάρκης» και θεόπνευστη είναι ορθή και αμετάβλητη. Ως έκφραση όμως της αλήθειας, ως μορφή δηλαδή, αντιμετωπίστηκε ρεαλιστικά. Ο Αθανάσιος είχε συνειδητοποιήσει ότι απόλυτη και αμετάβλητη είναι μόνο η αλήθεια. Η γλωσσική μορφή που την εκφράζει μπορεί να μεταβληθεί:
«ου γαρ αι λέξεις την φύσιν παραιρούνται, αλλά η φύσις (η αλήθεια, το πράγμα) τας λέξεις εις εαυτήν έλκουσα μεταβάλλει. Αι ουσίαι πρώται και δεύτεραι τούτων αι λέξεις» (Κατά αρ. Β' 3).
Στην θεολογία προσδιοριστική αρχή αποτελεί τελικά η αλήθεια. Η έκφραση είναι το προσδιοριζόμενο, το μεταβαλλόμενο με κριτήριο την αλήθεια. Όταν οι ομοιουσιανοί έδειχναν ότι πιστεύουν ορθόδοξα και επιθυμούν να ενσωματωθούν στην Εκκλησία, αλλά υποπτεύονταν τον όρο «ομοούσιος», ο Αθανάσιος έκανε την υποχώρηση να δεχτεί από αυτούς την χρήση άλλου όρου (μορφή γλωσσική), που θα εξέφραζε όμως την ίδια αλήθεια. Έτσι ο κατ’ εξοχήν εμπνευστής και υπερασπιστής της θεολογίας (και των όρων) της Νίκαιας είχε την τόλμη να προτείνει για τους ορθοδοξούντες ομοιουσιανούς τον όρο «φύσει Υιός»:
«ει δε... προσποιούνται... την λέξιν φοβείσθαι του ομοουσίου, ειπάτωσαν και φρονείτωσαν απλούστερον ,..( = ας χρησιμοποιούν δηλ. την διατύπωση) αληθώς τον Υιόν φύσει Υιόν» (Προς τους εν Αφρική 9).
ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
α. Το πρόβλημα
Ο Αθανάσιος υπήρξε ο πρώτος μεγάλος θεολόγος, αφότου η Εκκλησία απέκτησε «καλές σχέσεις» με την πολιτεία, αφότου βγήκε από τις κατακόμβες και δέχτηκε την προστασία της κοσμικής εξουσίας. Το γεγονός της «προστασίας» αυτής δημιούργησε τεράστια προβλήματα στην Εκκλησία, όχι μικρότερα ίσως από αυτά που της προκάλεσαν οι διωγμοί. Και πρωταρχικό πρόβλημα έγινε η ανάμιξη του χριστιανού αυτοκράτορα στα πράγματα της Εκκλησίας, άλλοτε αυτοβούλως και άλλοτε με πρόσκληση εκκλησιαστικών ανδρών. Η πρόσκληση αυτή και η χρήση της αυτοκρατορικής εξουσίας έγινε πληθωρική από τους αρειανόφρονες, πρώτον για την ανατροπή της αποφάσεως της Νίκαιας και της θεολογίας του Αθανασίου και δεύτερον για την προσωπική καταδίκη του ίδιου του Αθανασίου και των ομοφρόνων του επισκόπων. Για την επίτευξη του διπλού αυτού σκοπού συγκλήθηκε μεγάλος αριθμός συνόδων με την εκβιαστική παρουσία αυτοκρατόρων ή αντιπροσώπων τους. Η αντίδραση του Αθανασίου, που γνώρισε διάφορες φάσεις, εκδηλώθηκε έντονα και απέβλεπε στην στερέωση του κύρους της Συνόδου της Νίκαιας και στην αθώωση του εαυτού του, που τον συκοφαντούσαν για εκκλησιαστικά αδικήματα και συνήθως για κοινά ποινικά εγκλήματα.
Η διπλή αυτή επιδίωξη του επέβαλλε μια θεολογική θεώρηση του προβλήματος και μια ρεαλιστική τακτική.
β. Θεολογική θεώρηση
Με την θεολογική θεώρηση διέκρινε σαφώς μεταξύ επισκόπων και βασιλέα, μεταξύ της φύσεως των εκκλησιαστικοθεολογικών θεμάτων και των αντικειμένων της βασιλικής φροντίδας. Άλλο είναι η εκκλησιαστική απόφαση και άλλο η «ρωμαϊκή αρχή». Ο βασιλέας δεν έχει καμμία θέση στην απόφαση («κρίσιν») των επισκόπων. Το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας είχε την βασιλεία (από τον Θεό) δεν του εξασφάλιζε το δικαίωμα να αποφασίζει για τα εκκλησιαστικοθεολογικά, όπως δίδαξε ο Ευσέβιος Καισαρείας, θεμελιώνοντας τον καισαροπαπισμό. Ο Αθανάσιος απέρριψε έντονα την υπερφίαλη απαίτηση του Κωνσταντίου (361): «όπερ εγώ βούλομαι τούτο κανών (= εκκλησιαστικός) νομιζέσθω» (Περί των γεγενημένων παρ’ αρειανών 33,7). Η απόφαση των επισκόπων δεν αποκτά «κύρος» από τον βασιλέα, μολονότι αποφάσεις συνόδων και επισκόπων συνοδεύονταν από βασιλικά διατάγματα. Οι επίσκοποι είναι οι μόνοι εγγυητές της ορθότητας των αποφάσεων τους. Αυτοί κρίνουν εάν ο βασιλέας πιστεύει ή όχι ορθόδοξα. Αυτοί μπορούν να τον συμβουλεύσουν σχετικά, ακόμη και να τον απειλήσουν με θεία τιμωρία. Την τακτική προκλήσεως του κοσμικού άρχοντα να αναμιχτεί στα εκκλησιαστικά εγκαινίασαν οι αρειανοί μετά την Σύνοδο της Νίκαιας. Έτσι, ενώ στην Σύνοδο της Νίκαιας ο Κωνσταντίνος απλώς παρακολούθησε με ενδιαφέρον τις εργασίες της, δεχόμενος τις ορθόδοξες θέσεις, στις μετέπειτα φιλοαρειανικές συνόδους ο αυτοκράτορας ή ο αντιπρόσωπος του πίεζε κι εξεβίαζε τους επισκόπους και συχνά κατηύθυνε τις εργασίες της συνόδου, οι αποφάσεις της οποίας γι’ αυτό δεν είχαν κύρος. Ο Αθανάσιος βεβαιώνει ότι πριν από τις συνόδους αυτές ποτέ ο κοσμικός άρχοντας δεν επενέβαινε στα εκκλησιαστικά. Τουλάχιστον αποκρουόταν η επέμβαση του, όπως συνέβη στην περίπτωση του Μ. Κωνσταντίνου, που μάταια ζητούσε από τους Αλέξανδρο και Αθανάσιο Αλεξανδρείας να δεχτούν στην Εκκλησία τον Άρειο:
«Ει γαρ επισκόπων εστί κρίσις, τί κοινόν έχει προς ταύτην ο βασιλεύς; Ει δε βασιλέως εστίν απειλή, τις ενταύθα χρεία των λεγομένων επισκόπων; Πότε γαρ εκ του αιώνος ηκούσθη τοιαύτα; Πότε κρίσις Εκκλησίας παρά βασιλέως έσχε το κύρος ή όλως εγνώσθη τούτο το κρίμα; ... Παύλος απόστολος είχε φίλους τους της Καίσαρος οικίας... αλλ’ ουκ εις κρίματα ( = αποφασείς, κρίσεις) του τους κοινωνούς παρελάμβανε. Νυν δε θέαμα καινόν και του της αρειανής αιρέσεως εστίν εύρημα• συνήλθον γαρ αιρετικοί και βασιλεύς Κωνστάντιος, ίνα... καθ’ ων αν εθέλοι πράττη ... και ούτοι δε (= οι αρειανοί), την βασιλέως έχοντες δυναστείαν, επιβουλεύωσιν οις αν εθέλωσι, θέλουσι δε τοις μη ασεβούσιν ως αυτοί» (Περί των γεγενημένων παρ’ αρειανών 52, 3-5).
«οι επίσκοποι... μετά λόγων εχρήσαντο διδάσκοντες μη είναι την βασιλείαν αυτού ( = του Κωνσταντίου), άλλα του δεδωκότος Θεού, ον και φοβείσθαι αυτόν ηξίουν, μη εξαίφνης αυτήν αφέληται. Ηπείλουν τε την ημέραν της κρίσεως και συνεβούλευον αυτώ μη διαφθείρειν τα εκκλησιαστικά μηδέ εγκαταμίσγει την ρωμαϊκήν αρχήν τη της Εκκλησίας διαταγή, μηδέ την αρειανήν αίρεσιν εισάγειν εις την εκκλησίαν του Θεού» (αυτόθι 34,1).
«Δέσποτα παντοκράτορ, βασιλεύ των ουρανών... λάμψον εις την καρδίαν αυτού (= του Κωνσταντίου), ίνα, γνους την καθ’ ημών συκοφαντίαν, ευμενώς μεν αυτός δέξηται την απολογίαν, πάντας δε ποιήση γνώναι ότι αι ακοαί αυτού ησφαλίσθησαν εν αληθεία» (Απολογία προς Κωνστάντιον 12).
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο Αθανάσιος υιοθετεί και προβάλλει εμφαντικά τις ανάλογες απόψεις του γηραιού και πανσέβαστου Οσίου Κορδούης, που απέτρεπε τον βασιλέα Κωνστάντιο να αναμιγνύεται στα εκκλησιαστικά, γιατί σ’ αυτόν ο Θεός εμπιστεύτηκε μόνο την κοσμική εξουσία:
«μη τίθει σεαυτόν εις τα εκκλησιαστικά, μηδέ συ περί τούτων ημίν παρακελεύου, άλλα μάλλον παρ’ ημών συ μάνθανε ταύτα. Σοι βασιλείαν ο Θεός ενεχείρισεν, ημίν τα της Εκκλησίας επίστευσε. Και ώσπερ ο την σήν αρχήν υποκλέπτων αντιλέγει τω διαταξαμένω Θεω, ούτω φοβήθητι, μη και συ τα της εκκλησίας εις εαυτόν έλκων υπεύθυνος εγκλήματι μεγάλω γένη. ”Απόδοτε", "γέγραπται, τα καίσαρος καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ". Ούτε τοίνυν ημίν άρχειν επί της γής έξεστιν ούτε συ του θυμιάν εξουσίαν έχεις, βασιλεύ!» (Περί των γεγενημένων παρ’ αρειανών 44,7).
γ. Ρεαλιστική τακτική έναντι του βασιλέα
Η ρεαλιστική τακτική του Αθανασίου είχε αφορμή τον "εναγκαλισμό" Εκκλησίας και βασιλέα και την επιτυχία των αρειανών να συγκαλούν αυτοβούλως οι βασιλείς συνόδους. Και ο ίδιος ο Αθανάσιος προκάλεσε επέμβαση των αυτοκρατόρων, όχι όμως για να κρίνουν την ορθότητα των αποφάσεων της Νίκαιας, άλλα για να ακυρώσουν όσα έγιναν προς ανατροπή των αποφάσεων αυτών και όσα βάσει ψευδών κατηγοριών αποφασίστηκαν κατά του Αθανασίου σε συνόδους, που εργάστηκαν με την βία των αυλικών και των αρειανών. Ακόμα δέχτηκε να ζητήσει άδεια βασιλική για εγκαίνια ναού, κάτι όμως που σχετιζόταν με τον δημόσιο βίο. Επιδίωξε λοιπόν με την επέμβαση του βασιλέα να αρθεί ότι κακό είχε γίνει με βασιλική ευθύνη:
«ωκεανοί μεν ουν ούτως ετύρευον και τας συσκευάς έπλαττον (= εις την σύνοδον της Τύρου το 335), ημείς δε ανελθόντες εδείξαμεν βασιλεί τας αδικίας των περί Ευσέβιον, επεί και αυτός ην ο την σύνοδον γενέσθαι κελεύσας και κόμης αυτού καθηγείτο ταύτης» (Απολογητικός Β' 86,1).
Παρά ταύτα η παρουσία του βασιλέα στα εκκλησιαστικά πράγματα και στις Συνόδους ακόμη δεν αποκλείεται• αντίθετα, είναι επιθυμητή και τουλάχιστον δεν ενοχλεί, αλλά με τον όρο ότι ο βασιλέας ορθοδοξεί ή τουλάχιστον δέχεται την «κρίσιν» των επισκόπων, όπως έκανε ο Μ. Κωνσταντίνος στην Νίκαια. Όταν όμως ο βασιλέας γίνεται όργανο των κακοδόξων, η παρουσία του στην σύνοδο είναι ανεπιθύμητη, όπως και οι πρωτοβουλίες του σ’ αυτήν. Τελικά, το ορθοδοξείν και η ειλικρίνεια του βασιλέα είναι το κριτήριο της σχέσεως Εκκλησίας και κοσμικού άρχοντα, που μάλιστα είναι και μέλος της. Γι’ αυτό και ο Αθανάσιος, όσο ήλπιζε ότι θα κατανοούσε την απόφαση της Νικαίας και την τοποθέτησή του ο Κωνστάντιος, τον αποκαλούσε «θεοφιλέστατον Αύγουστον», «φιλανθρωπότατον» και «πλήρη θεοσεβείας και ευλαβείας» (Απολογία προς Κωνστάντιον 1). Όταν όμως πείστηκε απόλυτα για την κακή διάθεση του ίδιου βασιλέα, τον χαρακτήρισε «ωμόν», «μη κατά φύσιν έχοντα τας φρένας» και «διώκτην θηριώδη», ενώ του υπενθύμισε τα φοβερά εγκλήματα του κατά των συγγενών του (Περί των γεγενημένων παρ’ αρειανών 69, 1-2).
Το πρόβλημα επομένως της σχέσεως Εκκλησίας και κοσμικού άρχοντα τίθεται από τον Αθανάσιο σε προσωπική βάση. Κανένα πάγιο θεωρητικό σύστημα δεν διανοήθηκε να προβάλει. Όλα εξαρτώνται από την ορθοδοξία ή την κακοδοξία των συγκεκριμένων κοσμικών αρχόντων ή γενικότερα από τις εποχές, κατά τις οποίες οι κοσμικοί άρχοντες εμφορούνται από φιλορθόδοξη ή αντορθόδοξη νοοτροπία.
ΒΙΟΣ
Ο Μέγας Αθανάσιος γεννήθηκε κατά πάσαν πιθανότητα το 295 στην Αλεξάνδρεια. Ειδήσεις για την παιδική και την εφηβική του ηλικία έχουμε λίγες και αυτές όχι ασφαλείς. Οι γονείς του ήταν Έλληνες και μάλλον εθνικοί. Απέκτησε ικανοποιητική θύραθεν παιδεία (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΚΑ' 6) στις εκεί εθνικές σχολές. Από έφηβος βρέθηκε στο στενό περιβάλλον του Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας, από τον οποίο έγινε αναγνώστης, γραμματέας και διάκονος (319). Έτσι γνώρισε άριστα την εκκλησιαστικοθεολογική κατάσταση της εποχής, όπως και τον ασκητικό βίο. Ζώντας πλησίον του Αλεξάνδρου, τον επηρέαζε ποικιλοτρόπως ήδη από την εποχή της εμφανίσεως του αρειανισμού (περίπου το 318). Ήταν τόσο γνωστή η επιρροή του Αθανασίου στον Αλέξανδρο, ώστε, όταν ο δεύτερος αρνιόταν να δεχτεί στην Εκκλησία τον Άρειο μετά την καταδίκη του από αλεξανδρινές συνόδους (320-322/3), οι αρειανόφρονες θεωρούσαν υπαίτιο τον Αθανάσιο, όπως ο ίδιος πληροφορεί (Απολογητικός Β' 6,2). Την ίδια εποχή βοήθησε τον Αλέξανδρο να αναιρέσει τις απόψεις του Αρείου (με την Επιστολή προς Αλέξανδρον Θεσσαλονίκης) και να υποστηρίξει την ορθόδοξη άποψη στην Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325: «Αρείου... της Εκκλησίας εκβληθέντος... οι περί Ευσέβιον... έγραφον πολλά παρακαλούντες Αλέξανδρον τον επίσκοπον μη αφείναι τον αιρετικόν Άρειον έξω της Εκκλησίας. Αλεξάνδρου δε, διά την εις Χριστόν ευσέβειαν μη δεχομένου τον ασεβή (= Άρειον), εις Αθανάσιον, τότε διάκονον όντα ελυπούντο, επειδή τα πλείστα συνάντα Αλεξάνδρω τω επισκόπω πολυπραγμονούντες αυτόν ήκουον και τιμώμενον παρ’ αυτού. Πείραν δε αυτού ( = του Αθανασίου) και της ευσεβείας της εις Χριστόν λαβόντες εκ της συνόδου της κατά Νίκαιαν συγκροτηθείσης, εν οις επαρρησιάζετο κατά της ασεβείας των αρειομανιτών μειζόνως το μίσος ηύξανον» (Απο-λογητικός Β' 6,2). Επομένως από το 320 τουλάχιστον σήκωνε το θεολογικό βάρος του αντιαρειανικού αγώνα, που δικαιώθηκε στην Νίκαια (325). Εκεί έγινε καθολικά γνωστός διότι πρωτοστάτησε στις παρασκηνιακές θεολογικές συζητήσεις, που οδήγησαν στην διατύπωση της αλήθειας ότι ο Υιός είναι «Θεός Αληθινός», «εκ της ουσίας του Πατρός» και «ομοούσιος», με την οποία ανατράπηκε ο αρειανισμός. Την εποχή αυτή, και ασφαλώς μετά την εμφάνιση του Αρειανισμού, άρχισε την συγγραφική θεολογική του δραστηριότητα. Οι δύο πολυσήμαντοι λόγοι του «Κατά ελλήνων» και «Περί ενανθρωπήσεως» γράφηκαν τότε, όπως τότε πρέπει να συντάχτηκαν σε μία πρώτη μορφή οι «Κατά αρειανών» λόγοι του, με τους οποίους θεμελίωσε την θεολογία του και τους οποίους ασφαλώς επεξεργάστηκε και μετά την επισκοποποίησή του.
Λίγο πριν πεθάνει ο επίσκοπος Αλέξανδρος (+ 17.4.328) υπέδειξε για διάδοχο του τον Αθανάσιο, γεγονός που δημιούργησε μεγάλη αντίδραση. Αναζωπυρώθηκε το καταδικασμένο και στην Νίκαια μελιτιανό σχίσμα και προβλήθηκε μελιτιανός για τον θρόνο Αλεξανδρείας. Ομάδα ορθοδόξων επισκόπων, ενθαρρυνόμενη και πιεζόμενη έντονα από το ορθόδοξο πλήρωμα, προχώρησε (8.6.328) στην εκλογή και την χειροτονία του Αθανασίου ως επισκόπου Αλεξανδρείας, τον οποίο αναγνώρισαν αργότερα και οι λοιποί επίσκοποι Αίγυπτου και Λιβύης. Η αντίδραση κατά του Αθανασίου συνεχίστηκε με την συνεργασία τώρα φίλων του Ευσεβίου Νικομήδειας και μελιτιανών, οι οποίοι είχαν δικό τους κλήρο. Σκοπός τους ήταν η ακύρωση της εκλογής του Αθανασίου, ενώ τον συκοφαντούσαν στον αυτοκράτορα ότι π.χ. επέβαλε φόρο παράνομο στους Αλεξανδρινούς, ότι ενίσχυσε με άφθονο χρυσό τον επικίνδυνο ανώτερο κρατικό υπάλληλο Φιλούμενο και ότι φόνευσε τον επίσκοπο Αρσένιο. Αποδείχτηκε τελικά ότι τον τελευταίο τον έκρυβαν οι μελιτιανοί. Το κλίμα γινόταν ακόμη δυσμενέστερο από την άρνηση του Αθανασίου να υποκύψει στις υποδείξεις του αυτοκράτορα και να δεχτεί σε κοινωνία τον Άρειο, καταδικασμένο στην Νίκαια οριστικά. Την κατάσταση αυτή ο Αθανάσιος αντιμετώπισε με διαφωτιστικές εγκύκλιες Επιστολές και δη με συχνές επισκέψεις στις επισκοπές της Αιγύπτου και τα μοναστικά κέντρα, όπως του Παχωμίου, με αποτέλεσμα να ενισχύσει την ενότητα και το ορθόδοξο φρόνημα των πιστών.
Παράλληλα προσπαθούσε ν’ αποδεικνύει αβάσιμες τις εναντίον του κατηγορίες στον αυτοκράτορα. Αυτές αυξάνονταν και το 334 ο Μ. Κωνσταντίνος δέχτηκε την απόδειξη των μελιτιανών για σύγκληση συνόδου, που θα έκρινε συνολικά το πρόβλημα Αθανάσιος. Ήδη όμως ο Κωνσταντίνος είχε απόλυτα πειστεί ότι η εμμονή του Αθανασίου στην ορθοδοξία και η πολεμική κατά του αρειανισμού, ο οποίος απλωνόταν ολοένα και περισσότερο, αντιστρατευόταν τη δική του πολιτική. Την τελευταία του είχαν εμπνεύσει οι αρειανόφρονες και μάλιστα ο Ευσέβιος Νικομήδειας, με τον οποίο είχε μακρινή συγγένεια. Σύμφωνα με την πολιτική αυτή θα πετύχαινε στέρεη ενότητα του απέραντου ρωμαϊκού κράτους με βάση την εκκλησιαστική ενότητα ορθοδόξων και αρειανών, υποτιμώντας βέβαια αφελώς τις θεολογικές και δογματικές διαφορές. Είχε λοιπόν και ο Κωνσταντίνος ισχυρό λόγο να λησμονήσει τον θαυμασμό, που όντως είχε για το πρόσωπο του Αθανασίου.
Έτσι οι μελιτιανοί και οι αρειανοί, με τον Ευσέβιο Νικομήδειας επικεφαλής, οργάνωσαν ευρύ κατηγορητήριο για δήθεν εκκλησιαστικοκοινωνικά και ποινικά παραπτώματα του Αθανασίου και ο Κωνσταντίνος κάλεσε το 335 σύνοδο στην Καισάρεια της Παλαιστίνης με σκοπό την εξέταση των κατηγοριών. Ο Αθανάσιος όμως αρνήθηκε να προσέλθει, επειδή ο επίσκοπος της πόλεως Ευσέβιος ήταν φίλος και όργανο των αρειανοφρόνων και η απόφαση της συνόδου προδικασμένη. Τότε οι επίσκοποι κλήθηκαν στην Τύρο της Φοινίκης, άλλα οι αρειανόφρονες ήταν 60 και οι ορθόδοξοι με τον Αθανάσιο, που με την βία τον ανάγκασαν να προσέλθει, 49, όλοι από την Αίγυπτο.
Στην σύνοδο ανέτρεψε με άνεση τις κατηγορίες: ότι ο αποσταλμένος του Μακάριος φέρθηκε βάναυσα στο ιερό που λειτουργούσε ο Ισχύρας, τον οποίο δήθεν κακοποίησε (αποδείχτηκε ότι ο Ισχύρας ήταν αυτοχειροτονημένος πρεσβύτερος και την ημέρα που τάχα συνέβησαν αυτά ήταν κλινήρης, απών από τον ναό)• ότι φόνευσε τον μελιτιανό επίσκοπο στην Θηβαΐδα Αρσένιο, του οποίου μάλιστα το δεξί χέρι χρησιμοποιούσε για μαγεία (ο Αρσένιος βρέθηκε στο κρησφύγετό του και μάλιστα με τα δύο του χέρια στην θέση τους)• ότι παρέσυρε στην ακολασία γυναίκα (η ψευδομάρτυς, που πληρώθηκε για να παραστήσει το θύμα και που δεν γνώριζε προσωπικά τον Αθανάσιο, εξέλαβε για Αθανάσιο κάποιον Τιμόθεο, τον οποίο και κατηγόρησε ως εκπαρθενευτή της). Τέτοιου είδους κακοήθειες, ενώ απορρίπτονταν εύκολα, έπεισαν απόλυτα τον Αθανάσιο για τον σκοπό των αρειανών, που πλειοψηφούσαν στην Σύνοδο. Γι’ αυτό και, μετά από πληροφορίες ότι οργάνωναν εναντίον του δολοφονική απόπειρα, έφυγε κρυφά για να συναντήσει προσωπικά τον Κωνσταντίνο στην Κωνσταντινούπολη, όπου έφτασε, αλλά χωρίς να πετύχει την επιθυμητή ακρόαση.
Απογοητευμένος από τα συμβαίνοντα στην αυλή του αυτοκράτορα, μα και αποφασισμένος να του εξηγήσει την κατάσταση, τον περίμενε σε κάποιο μέρος, την ώρα που θα επέστρεφε από περίπατο. Εμφανίστηκε απρόοπτα στον έφιππο βασιλιά, τον σταμάτησε, του ζήτησε να τον ακούσει, αλλά ο βασιλιάς, αν κι εντυπωσιάστηκε βαθιά, δεν είχε την δύναμη να ξεπεράσει τον κλοιό, που είχαν σχηματίσει γύρω του οι αρειανοί. Το μόνο που τότε αποφάσισε ήταν να καλέσει ολόκληρη την σύνοδο (που είχε ήδη καθαιρέσει τον Αθανάσιο βάσει πορίσματος εξεταστικής επιτροπής από αρειανούς) στην Κωνσταντινούπολη προς επανεξέταση των πραγμάτων. Πέτυχαν όμως οι περί τον Ευσέβιο Νικομήδειας να μη μεταβούν στην πρωτεύουσα παρά μόνο μερικοί από τους φανατικούς αρειανούς επισκόπους, οι οποίοι συνάντησαν τόσες δυσκολίες στην εξουθένωση του Αθανασίου, ώστε να καταφύγουν σε δραστική συκοφαντία. Ο Αθανάσιος δήθεν είπε ότι θα εμποδίσει την αποστολή σίτου από την Αλεξάνδρεια στην Κωνσταντινούπολη. Ο βασιλέας τότε θύμωσε -ή έδειξε ότι θύμωσε- και, δεχόμενος την συνοδική καθαίρεση, εξόρισε τον Αθανάσιο (τον Ιούλιο του 335) στα Τρέβιρα (Γερμανία), όπου είχε την αυλή του ο ομώνυμος νεώτερος γιός του και όπου επισκόπευε ο Μαξιμίνος. Και οι δύο άντρες δέχτηκαν και τίμησαν πολύ τον Αθανάσιο, που στα 40 του χρόνια είχε γίνει ο κατ’ εξοχήν εκφραστής και υπερασπιστής της Ορθοδοξίας και ήρωας της Εκκλησίας. Στις παρακλήσεις αλεξανδρινών και μάλιστα του Μ. Αντωνίου για ανάκληση της αποφάσεως δεν υποχώρησε ο Κωνσταντίνος. Η μόνη χειρονομία του, που δείχνει ότι παρά ταύτα εκτιμούσε τον Αθανάσιο, ήταν ότι δεν επέτρεψε να χειροτονηθεί άλλος επίσκοπος Αλεξανδρείας και δεν εμπόδισε τον Αθανάσιο να επικοινωνεί με το ποίμνιό του. Συγχρόνως οι διωγμοί και οι καταπιέσεις εις βάρος των ορθοδόξων αυξάνονταν επικίνδυνα στην Ανατολή.
Ο Μ. Κωνσταντίνος πέθανε το 337 και ο γιος του Κωνσταντίνος έδωσε αμνηστία (που την αναγνώρισε και ο Κωνστάντιος) και υπέγραψε διάταγμα επανόδου όλων των εξόριστων ορθοδόξων και του Αθανασίου, ο οποίος επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια (23. 11.337) κι έγινε δεκτός με πολύ ενθουσιασμό από τον λαό.
Εντός του 338 ο Αθανάσιος κάλεσε σύνοδο 100 περίπου επισκόπων της Αίγυπτου, της Λιβύης και της Πενταπόλεως. Στην σύνοδο καταδικάστηκαν οι μέχρι τότε ενέργειες των αρειανών και τονίστηκε η εγκυρότητα των αποφάσεων της Νίκαιας και η κανονικότητα της θέσεως του Αθανασίου.
Οι αρειανοί όμως, στηριζόμενοι και στην βοήθεια του νέου αυτοκράτορα Κωνσταντίου, τον οποίο είχαν κάνει αρειανόφρονα, χάλκευσαν πολλές νέες κατηγορίες εναντίον του Αθανασίου και το 339 πέτυχαν σύγκληση συνόδου στην Αντιόχεια, όπου τον καθαίρεσαν (Απρίλιος), αφού είχαν αποτύχει να πείσουν την Ρώμη να στραφεί άμεσα κατά του Αθανασίου.
Με πολλές δυσκολίες βρήκαν και όρισαν αντικαταστάτη του τον καππαδόκη Γρηγόριο, που ήρθε στην Αλεξάνδρεια παρά την λαϊκή αντίδραση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν βιαιότητες και διωγμοί σε βάρος ορθόδοξων κληρικών και λαϊκών. Ο Αθανάσιος, όταν είδε να εκτραχύνονται τα πράγματα σε βάρος των ορθοδόξων πήρε μόνος τον δρόμο της εξορίας.
Αυτή την φορά πήγε στην Ρώμη (340), όπου τον δέχτηκαν με σεβασμό και πολλές τιμές. Συνοδευόταν από δύο μοναχούς, με τους οποίους συνέβαλε στην γνωστοποίηση του μοναχισμού στην Δύση. Η παρουσία του Αθανασίου στην Ρώμη απέβη πολυσήμαντη, γιατί έγινε η αιτία ευρύτερου θεολογικού κατατοπισμού των δυτικών, οι οποίοι για πρώτη φορά, μετά έναν αιώνα, ευτύχησαν να ακούσουν μεγάλο θεολόγο της Ανατολής. Δεν είναι υπερβολή αυτό που ειπώθηκε, ότι (από μία άποψη) η Δύση έγινε από την εποχή αυτή αθανασιανή. Τότε κατάλαβε ορθά τα μεγάλα θεολογικά προβλήματα και το πνεύμα του Αθανασίου, που έγινε πίστη και Παράδοση στην Εκκλησία.
Από την Ρώμη και με πρωτοβουλία του επισκόπου της Ιουλίου Α' έγιναν προσπάθειες για δικαίωση και επιστροφή του Αθανασίου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Επίσης έγινε και προσπάθεια καθολικής συνεννοήσεως Δύσεως και Ανατολής, πάλι χωρίς αποτέλεσμα, διότι τελικά οι δυτικοί επίσκοποι συνάχτηκαν στην Ρώμη (341), για να δικαιώσουν τον Αθανάσιο και να αθωώσουν τον Μάρκελλο Αγκύρας, ενώ οι ανατολικοί συνάχτηκαν στην Αντιόχεια (341), όπου καταδίκασαν τους παραπάνω δύο επισκόπους και διατύπωσαν 4 σύμβολα συμβιβαστικά, σ’ ένα των οποίων ο Υιός χαρακτηρίζεται «απαράλλακτος» εικόνα της ουσίας του Πατέρα. Για την λύση του σχίσματος οργανώθηκε νέα σύνοδος για τα Μεδιόλανα, που τελικά έγινε το 343 στην Σαρδική (σημ. Σόφια). Εκεί έλαβαν μέρος πολλοί ορθόδοξοι δυτικοί, ενώ αργότερα ήρθαν και οι ανατολικοί αρειανόφρονες. Οι τελευταίοι, μόλις διαπίστωσαν ότι ο βασιλέας δεν ασκεί πίεση, ότι πρόεδρος της συνόδου ήταν ο φίλος του Αθανασίου Όσιος Κορδούης και ότι οι ορθόδοξοι πλειοψηφούσαν, βρήκαν μια πρόφαση και άφησαν την Σαρδική• ήρθαν στην Φιλιππούπολη και σχημάτισαν σύνοδο, η οποία ανανέωσε την καθαίρεση του Αθανασίου και καταδίκασε σημαίνοντες ορθοδόξους της Δύσεως.
Παράλληλα στην Σαρδική ο Αθανάσιος απολογήθηκε, αθωώθηκε και αποκαταστάθηκε, άλλα ο Κωνστάντιος απείλησε ότι θα τον θανάτωνε, αν επιχειρούσε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια. Οι συνεχείς όμως πιέσεις του αυτοκράτορα της Δύσεως Κώνστα, η βαρβαρική απειλή και ο θάνατος του επιβήτορα Γρηγορίου έκαναν τον Κωνστάντιο να συναινέσει στην αποκατάσταση του Αθανασίου. Τον προσκάλεσε (345) λοιπόν επίμονα και, με έγγραφες διαβεβαιώσεις για την ασφάλεια της ζωής του, τον προέτρεψε να επανέλθει στην Αλεξάνδρεια. Ο ιεράρχης ταξίδεψε στην Ρώμη και στα Τρέβιρα, για να ευχαριστήσει και να αποχαιρετήσει τους φίλους και ευεργέτες του. Από εκεί ήρθε στην Ανατολή, πέρασε από την Αντιόχεια, την Λαοδίκεια και τα Ιεροσόλυμα και στις 21.10.346 έφτασε στην Αλεξάνδρεια, όπου το πλήθος τον υποδέχτηκε ως ομολογητή και σύμβολο της Ορθοδοξίας με συγκινητικές εκδηλώσεις.
Στα χρόνια που ακολούθησαν εργάστηκε έντονα για την θεραπεία των ποιμαντικών αναγκών της περιοχής, για την θεολογική διαφώτιση όσων «καλή τη πίστει» παρασύρθηκαν στον αρειανισμό και για την υποστήριξη της Ορθοδοξίας σε όλες κατά το δυνατόν τις τοπικές Εκκλησίες.
Η δράση του έφερε σε δύσκολη θέση τους αρειανούς, που έβλεπαν να χάνεται η κυριαρχία τους στην Ανατολή. Κίνησαν λοιπόν πάλι γη και ουρανό για την εξόντωση του Αθανασίου. Στην αρχή ο Κωνστάντιος δεν συναινούσε. Ύστερα όμως, από το 353, οπότε εξουδετέρωσε τον Μαξέντιο, φονέα του αδελφού του Κώνστα, άλλαξε στάση• παρασύρθηκε στα σχέδιά τους, διότι έβλεπε και την τεράστια σημασία που είχε γι’ αυτόν μια υποχείρια εκκλησιαστικοπολιτική κατάσταση στην Αίγυπτο. Πρώτα φρόντισαν να απομακρύνουν τον Αθανάσιο από την Αλεξάνδρεια με τέχνασμα, το οποίο εκείνος κατάλαβε και στο οποίο αντέδρασε (ο Κωνστάντιος τον κάλεσε τον Μάιο του 353 για να τον δεχτεί σε ακρόαση, την οποία δεν είχε ποτέ ζητήσει ο Αθανάσιος).
Στο πλαίσιο της προσπάθειας προς διάλυση της ορθόδοξης Εκκλησίας και εξόντωση προσωπική του Αθανασίου έγιναν δύο σύνοδοι: η μία στην Αρελάτη (Arles) το 353 και η άλλη στα Μεδιόλανα (Μιλάνο) το 355, με τετρακόσιους περίπου επισκόπους, κυρίως από την Δύση. Οι τελευταίοι καταδίκασαν τον Αθανάσιο και μάλιστα ως αιρετικό μαζί με τον Φωτεινό και τον Μάρκελλο Αγκύρας. Ελάχιστοι, που αντιστάθηκαν στην θέληση του Κωνσταντίου, (ο οποίος παρευρέθηκε προσωπικά στην σύνοδο), εξορίστηκαν. . .
Ο Ρώμης Λιβέριος στην αρχή έμεινε πιστός στις αποφάσεις της Νικαίας και στον Αθανάσιο. Δυστυχώς όμως κάμφθηκε αργότερα (357) και υπέγραψε ημιαρειανικό σύμβολο πίστεως και καταδίκη του Αθανασίου. Το λυπηρό είναι ότι το ίδιο έκανε και η μεγαλύτερη φυσιογνωμία τότε στην Δύση, ο Όσιος Κορδούης, που, παρά τους μέχρι τότε αγώνες του, υπέκυψε στις πιέσεις και υπέγραψε και αυτός ημιαρειανικό σύμβολο. Τα γεγονότα αυτά, που συνέβησαν όλα στην Δύση, σήμαιναν κυριολεκτικά ότι και η δυτική Εκκλησία παραδόθηκε ολόκληρη στον αρειανισμό, μολονότι από φόβο, ενίοτε και άγνοια.
Τις αποφάσεις των συνόδων Αρελάτης και Μεδιολάνων στάλθηκαν να εφαρμόσουν με κάθε μέσο στην Αλεξάνδρεια ο νοτάριος Διογένης (355) και μάλιστα ο στρατηγός Συριανός (Ιανουάριος 356), που χρησιμοποίησε βίαια μέτρα. Επειδή ο λαός της πόλεως έμενε πιστός στον επίσκοπο του κι επέμενε στην μη εκτέλεση των ληστρικών συνοδικών αποφάσεων, ο Αθανάσιος έμεινε στην Αλεξάνδρεια μέχρι και την 8η Φεβρουάριου. Την νύχτα όμως της 8ης Φεβρουάριου κι ενώ πλήθος πιστών με τον Αθανάσιο μαζί παρακολουθούσαν Αγρυπνία στον ναό του Αγίου Θεωνά, ο Συριανός, με πέντε χιλιάδες στρατιώτες, κύκλωσε τον ναό για να συλλάβει τον ιεράρχη. Αυτός αρνήθηκε να φυγαδευτεί, πριν απομακρυνθούν οι πιστοί και ασφαλιστεί η ζωή τους. Πολλοί υπάκουσαν και απομακρύνθηκαν. Άλλοι έμειναν κοντά του. Σε κάποια στιγμή συγχύσεως οι στρατιώτες εισέβαλαν στον ναό, αλλά μερικοί κληρικοί και μοναχοί, με κάλυψη πολλών πιστών, άρπαξαν τον Αθανάσιο και τον οδήγησαν σε ασφαλές μέρος. Έτσι άρχισε η τρίτη εξορία του Αγίου, κοντά στους μοναχούς τώρα, οι οποίοι του παραστάθηκαν αφάνταστα και για την θεολογική ενημέρωση των οποίων έγραψε σπουδαία έργα. Το 354 μάλιστα, πρώτος ο Αθανάσιος, καθόσον γνωρίζουμε, χειροτόνησε μοναχούς σε επισκόπους. Την φυγή του Αθανασίου ακολούθησαν βιαιότητες και διωγμοί των ορθοδόξων. Με την προστασία μοναχών της Άνω Αιγύπτου άλλαζε συνεχώς στην έρημο κρησφύγετο, γιατί οι αρειανοί κοσμικοί άρχοντες, με προσωπική εντολή του Κωνσταντίου, τον καταδίωκαν και τον αναζητούσαν παντού.
Πολλοί μοναχοί διώχτηκαν και υπέστησαν πολλά μαρτύρια, για να φανερώσουν την καλύβη ή το σπήλαιο του Αθανασίου. Άντεξαν όμως όλοι και δεν πρόδωσαν τον προστατευόμενο τους. Αντίθετα, έκαναν το παν για να ευκολύνουν την δράση του, την σύνταξη απολογητικών και πολεμικο- ιστορικών έργων και την από τα κρησφύγετά του διαποίμανση των ορθοδόξων της Αλεξάνδρειας και της Αιγύπτου γενικά, που βέβαια στέναζαν υπό τους αυλικοαρειανούς κοσμικούς και εκκλησιαστικούς άρχοντες. Οι αρειανοί στο μεταξύ εγκατέστησαν (24.2.357) στον θρόνο της Αλεξάνδρειας τον αγροίκο Γεώργιο, τον οποίο εκδίωξε ο λαός (2.10.358) με εξέγερση. Αυτός όμως επανήλθε σε τρία χρόνια με υψηλή προστασία, για να δολοφονηθεί αργότερα (24.12.361) από εξαγριωμένα πλήθη εθνικών.
Παρά τις κακουχίες και τους κατατρεγμούς, η εποχή αυτή, μέχρι το 361, ήταν εξαιρετικώς καρποφόρα για τον Αθανάσιο. Τότε έγραψε μερικά από τα καλύτερα έργα του. Παρακολουθούσε άγρυπνα και κατηύθυνε το ποίμνιό του, το οποίο μάλιστα επισκεπτόταν κάποτε κάποτε κρυφά, με την βοήθεια των πιστών. Την εποχή αυτή αρχίζει και νέα φάση της θεολογικής προσφοράς του Αθανασίου. Αυτής που αφορά στην θεολογία και την προβολή του μοναχισμού και της ασκήσεως γενικά με την σύνταξη του Βίου του Μ. Αντωνίου (356). Αυτής που αφορά στην πνευματολογία (Επιστολές προς Σεραπίωνα το 359), με την οποία ερμήνευε, επεξέτεινε, εμπλούτιζε, αλλά και στερέωνε περισσότερο την θεολογία της Νίκαιας. Και αυτής που θεμελίωνε την στάση του επισκόπου (Εκκλησίας) έναντι του κοσμικού άρχοντα (πολιτείας), είτε αυτός είναι χριστιανός, είτε είναι εθνικός.
Η άνοδος στον θρόνο του Ιουλιανού (Νοέμβριος 361) σήμανε το τέλος των μακρών εξοριών του Αθανασίου. Ο νέος παγανιστής αυτοκράτορας έδωσε αμνηστία στους ορθοδόξους, που είχε εξορίσει ο Κωνστάντιος. Έτσι ο Αθανάσιος επανέρχεται στην Αλεξάνδρεια (21.2.362), για να εγκαινιάσει πολυσήμαντη τακτική με την περίφημη «Σύνοδο των ομολογητών» του ίδιου έτους. Με το αυξημένο κύρος του σε Ανατολή και Δύση, αλλά και με το κύρος των συνοδικών μελών, που και αυτοί είχαν πολλά υποστεί για την ορθοδοξία, προσπάθησε: α) να δημιουργήσει γέφυρα επανόδου όσων πίστευαν ορθά, αλλά δίσταζαν στην χρήση του όρου «ομοούσιος»• β) να επαναβεβαιώσει την «αυτάρκεια» της συνόδου της Νικαίας, από το σύμβολο της οποίας προκύπτει έμμεσα και ότι το άγιο Πνεύμα δεν είναι κτίσμα• γ) να αποτρέψει περαιτέρω συζήτηση για τον όρο υπόσταση, χωρίς να εμποδίζει την χρήση του όρου «τρεις υποστάσεις» και χωρίς να εγκαταλείπει την αρχική του θέση ότι η υπόσταση ταυτίζεται με την ουσία, θέση που θεολογικά θα ξεπεραστεί με τον Μ. Βασίλειο• δ) να προβάλει ορθόδοξη χριστολογία με βάση τους όρους της Νίκαιας «σαρκωθέντα» και «εναν- θρωπήσαντα», αντιμετωπίζοντας έτσι την πρώτη φάση του απολιναρισμού• και ε) να δείξει τις αναγκαίες εκκλησιαστικοθεολογικές προϋποθέσεις, με τις οποίες θα μπορούσαν τότε να ενωθούν οι ανατολικοί (προπαντός οι αντιοχειανοί) και οι δυτικοί που ασπάζονταν το σύμβολο της Νίκαιας (Βλ. σχετικά στον Τόμον προς Αντιοχείς). Βέβαια, η συζήτηση για τις υποστάσεις (τριαδολογία) δεν σταμάτησε. Την σχετική ορθόδοξη θεολογία θα την πραγματώσει ο Μ. Βασίλειος δύο χρόνια μετά στο Κατά Ευνομίου έργο του. Επίσης η χριστολογική διαμάχη θα συνεχιστεί με τους Καππαδόκες και θα λυθεί συνοδικά τον επόμενο αιώνα.
Αλλά και στον ποιμαντικό και κατηχητικό τομέα το έργο του Αθανασίου υπήρξε εντυπωσιακό. Ολ’ αυτά και το γεγονός ότι ο ιερός άνδρας κατήχησε γυναίκες της αλεξανδρινής αριστοκρατίας εξόργισαν τον Ιουλιανό, που έδειξε πόσο επιφανειακά και σκόπιμα είχε σκεφτεί την αμνηστία των ορθοδόξων. Με αστείες λοιπόν προφάσεις διέταξε όχι μόνο να εκδιωχτεί ο Αθανάσιος από την επισκοπή του, «αλλά και αναιρεθήναι», να φονευτεί.
Έτσι στις 24.10.362 πήρε για τέταρτη φορά τον δρόμο της εξορίας. Μπήκε σ’ ένα πλοίο με κατεύθυνση, μέσω Νείλου, την Θηβαΐδα. Τον ακολούθησε όμως πλοίο με στρατιωτικό απόσπασμα με σκοπό να τον βρει και να τον φονεύσει. Όταν ο Αθανάσιος αντιλήφτηκε το πλοίο, άλλαξε πορεία. Σε μια καμπή του ποταμού πήρε το δρόμο της επιστροφής και πέρασε εμπρός από το πλοίο του στρατιωτικού αποσπάσματος. Οι συνοδοί του στην ερώτηση των διωκτών, αν είδαν τον Αθανάσιο, απάντησαν ότι προχωρώντας θα τον προλάβουν. Επέστρεψε λοιπόν στην Αλεξάνδρεια κι έμεινε για λίγο έξω από την πόλη. Αλλά κάτι τέτοιο ήταν πολύ επικίνδυνο κι έφυγε για την Θηβαΐδα, όπου γνώρισε τους Ταβεννησιώτες μοναχούς, οι οποίοι με τον ηγούμενο τους Θεόδωρο τον φιλοξένησαν δείχνοντας του σεβασμό και αγάπη.
Κοντά στους μοναχούς έμεινε περίπου 10 μήνες. Ο Ιουλιανός φονεύτηκε (26.6.363) και αντικαταστάθηκε από τον αγαθό και φιλορθόδοξο Ιοβιανό. Η Εκκλησία δέχτηκε ως δώρο Θεού σε καταιγίδα την άνοδο του νέου αυτοκράτορα, τον οποίο αμέσως επισκέφτηκε ο Αθανάσιος στην έδρα του (Αντιόχεια). Εκεί, σε διαδοχικές συναντήσεις του εξήγησε την εκκλησιαστικοθεολογική κατάσταση (χωρίς να έρθει σ’ επαφή με την κοινότητα του Μελετίου). Ο Ιοβιανός περιέβαλε με τιμή και σεβασμό τον Αθανάσιο για τους αγώνες του, ενέκρινε την τακτική του και τον εφοδίασε με επίσημα έγγραφα για την επιστροφή του στην Αλεξάνδρεια (Φεβρουάριος 364). Δυστυχώς όμως την ίδια εποχή πέθανε ο Ιοβιανός και ο αυτοκράτορας Ουαλεντινιανός ονόμασε συνάρχοντα για την Ανατολή τον Ουάλη, με τον οποίο το σκηνικό άλλαξε ριζικά.
Οι ορθόδοξοι γνώρισαν τόσους απηνείς διωγμούς, που η Εκκλησία δεν έζησε ούτε στην εποχή των κατακομβών. Η αρειανική του τοποθέτηση ήταν γνωστή από το 360 (σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως). Υποστήριξε με κάθε μέσο τους αρειανούς όμοιους και τώρα (5.5.365) δημοσίευσε διάταγμα, βάσει του οποίου εξορίζονταν όλοι όσους είχε εξορίσει ο Κωνστάντιος και φυσικά και ο Αθανάσιος, που ήταν πλέον εβδομήντα ετών, κουρασμένος, αλλά με ακτινοβολία εντονότερη από άλλοτε. Το ποίμνιό του όμως φαινόταν τώρα αποφασισμένο για όλα. Την λαϊκή αναταραχή την γνώριζε ο έπαρχος της Αιγύπτου και άφηνε να νοηθεί ότι δεν θα εκτελέσει το διάταγμα στην περίπτωση του Αθανασίου. Υποκρινόταν όμως. Γι’ αυτό και ο Αθανάσιος, αναμετρώντας τις συνέπειες μιας εξεγέρσεως, εγκατέλειψε απροειδοποίητα την Αλεξάνδρεια στις 5.10.365, την νύχτα μάλιστα που είχε αποφασίσει ο έπαρχος να τον συλλάβει, κυκλώνοντας τον ναό του αγίου Διονυσίου, στον οποίο ο Αθανάσιος θα τελούσε αγρυπνία με πολλούς πιστούς. Έτσι, άδικα το στρατιωτικό απόσπασμα εισόρμησε την νύχτα εκείνη στον ναό. Ο Αθανάσιος κρυβόταν ήδη κάπου κοντά στην Αλεξάνδρεια, ίσως και μέσα σ’ αυτήν, «εν πατρώω μνήματι», λέει ο ιστορικός Σωκράτης (Εκκλ. ιστορία Δ' 13).
Η κατάσταση αυτή κράτησε μόνο τέσσερες μήνες. Ο Ουάλης διακρινόταν τουλάχιστον για την πολιτική του σύνεση. Συνέχιζε την αφόρητη καταπίεση των ορθοδόξων, αλλά, προκειμένου να επαναστατήσει ο λαός της Αλεξάνδρειας, που πράγματι βρισκόταν σε μεγάλο αναβρασμό, προτίμησε να αμνηστεύσει τον Αθανάσιο, που όπως είπαμε ήταν για όλη την Εκκλησία σύμβολο της ορθοδοξίας. Το ίδιο μάλιστα έκανε αργότερα με τον Μ. Βασίλειο. Μπορούσε να τον εξορίσει και αυτόν, αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν έσχατη πρόκληση. Τον άφησε λοιπόν με πολλές πιέσεις στην Καισάρεια, γιατί, μετά τον Αθανάσιο, σύμβολο της Ορθοδοξίας έγινε ο Βασίλειος. Ο Αθανάσιος επέστρεψε από την τελευταία του εξορία την 1η Φεβρουάριου του 366 και δεν απομακρύνθηκε πια από το ποίμνιό του, παρά για λίγες ημέρες, τον Σεπτέμβριο του 367, όταν ο Λουκιανός, ένας αρειανός επίσκοπος, αποπειράθηκε να τον εκθρονίσει.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του και δη από το 370, ενδιαφέρθηκε για την λύση του αντιοχειανού σχίσματος, διατηρώντας έντονη συμπάθεια προς τους ευσταθιανούς, που τους εκπροσωπούσε τώρα ως επίσκοπός τους ο Παυλίνος. Στο μεταξύ, ο νέος αστέρας της Εκκλησίας, ο Βασίλειος Καισαρείας της Καππαδοκίας, καλούσε τον Αθανάσιο, τον μόνο στην Εκκλησία που διέθετε τόσο κύρος και τόσο φωτισμό, να επέμβει στην Αντιόχεια, για δικαίωση του παρεξηγημένου, ακόμη και από τον Αθανάσιο, κανονικού επισκόπου Μελετίου και την καταδίκη ως κακοδόξου του Μαρκέλλου Αγκύρας, ο οποίος παλαιά είχε καταπολεμήσει τους αρειανούς, ήταν συμπαθής στον Αθανάσιο κι έδειχνε εμμονή στην πίστη της Νίκαιας. Από το πλέγμα τούτο δεν εξήλθε ο Αθανάσιος. Κατά τα άλλα συνέχισε το ανορθωτικό έργο της ορθόδοξης πίστεως, μολονότι με τους διωγμούς του Ουάλη μόνο νησίδες ορθοδοξίας έμεναν στο ανατολικό κράτος. Στις 2 (ή 3) Μαΐου του 373 παρέδωσε το πνεύμα, χωρίς να δει τη νίκη της ορθοδοξίας. Την προετοίμασε όμως τόσο καλά, ώστε ήρθε οκτώ χρόνια μετά την κοίμησή του με την Β' Οικουμενική Σύνοδο (381).
Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του στις 18 Ιανουαρίου και στις 2 Μαΐου.
Πηγές
Πολλά στοιχεία για τον βίο και την δράση του Αθανασίου βρίσκουμε στα έργα του: Προς τον βασιλέα Κωνστάντιον Απολογία, Περί των διαβαλλόντων την εν τω διωγμώ φυγήν, Απολογητικός δεύτερος, Προς τους Απανταχού μοναχούς περί των γεγενημένων παρά των Αρειανών επί Κωνσταντίου, Βίος του Μ. Αντωνίου και σποραδικά σε άλλα. Πολύ χρήσιμος είναι ο Λόγος ΚΑ' (στον Αθανάσιο) του Γρηγορίου Θεολόγου (PG 35, 1081-1128), ο ελλιπής στην λατινική βίος του Αθανασίου (Historia acephala: PG 26, 1443-1450), οι αναφορές των Ευσεβίου, Επιφανίου, Ρουφίνου, Σωζομενού και Σωκράτη, και νέα κοπτικά κείμενα, όπως επίσης επιστολικά κείμενα της εποχής (π.χ. Μ. Βασιλείου). Τα πολλά σχετικά αγιολογικά έργα (Βίος και Εγκώμια του Αθανασίου) έχουν καθαρά οικοδομητικούς σκοπούς και γι’ αυτό μικρή ιστορική αξία.
(Πατρολογία τόμος Β. εκδ. Γρηγόρη Αθήνα 2012, σελ. 263-308)
Πως η πνευματική μου ζωή με βοήθησε να μετατρέψω την υπερευαισθησία σε απλή ευαισθησία.
Η υπερευαισθησία ήταν η πραγματικότητα της ζωής μου, και είχε έντονα συμπτώματα με χειρότερο αυτό των κρίσεων πανικού που πάθαινα και της έντονης ευθιξίας που είχα.
Κάτω από έντονες συγκρουσιακές συνθήκες με έπιαναν κρίσεις πανικού που εκδηλώνονταν με συμπτώματα λυγμών σε σημείο να περιορίζεται η όρασή μου. Τις στιγμές αυτές δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με κανέναν, δεν μπορούσα να ορίσω την κίνηση του σώματος μου και γενικότερα βυθιζόμουν σε μια κατάσταση έντονης λύπης και βαθιάς απογοήτευσης.
Άλλες φορές πάλι η υπεραισθησία με οδηγούσε σε καταστάσεις ευθιξίας με αποτέλεσμα να δίνω υπερβολική σημασία σε ασήμαντα πράγματα και καταστάσεις. Ανέλυα και έδινα ανυπόστατες ερμηνείες σε πράξεις άλλων, ήμουν ευαιρέσθητη. Έβαζα κακούς λογισμούς στο μυαλό τους και παίδευα των εαυτό μου με σκέψεις ουσιαστικά ανυπόστατες.
Ενώ δηλαδή από τη μια βίωνα δύσκολες συνθήκες που έπρεπε να διαχειριστώ και με οδηγούσαν στις κρίσεις πανικού, από την άλλη υπέρβαλα στις αντιδράσεις μου στα απλά γεγονότα. Είχα μια απόλυτη σύγχυση και αντιφατικότητα στη συμπεριφορά μου. Ενώ κατάπινα την κάμηλο διύλιζα τον κώνωπα.
Η πνευματική μου ζωή με βοήθησε να βάλω τα πράγματα στη σωστή τους θέση. Να ελέγξω τη σκέψη μου. Ξεχώρισα τις λέξεις αλήθεια και ευθύτητα και έγιναν αυτές οι απαραίτητες αρετές οι οποίες θα με βοηθούσαν ελέγξω «την ευαισθησία μου» και να βάλω τα πράγματα σε μια λογική βάση.
Αρχικά σκέφτηκα, ότι η υποκειμενικότητα με την οποία αντιμετωπίζουν την οποιαδήποτε αλήθεια οι άνθρωποι, δημιουργεί δυσκολίες στη συνεννόηση, με αποτέλεσμα ο καθένας να βλέπει αυτά που θέλει να δει και να ακούει αυτά που θέλει να ακούσει. Αυτό με έμαθε να προσπαθώ να δω τα πράγματα όπως οι άλλοι, δηλαδή ουσιαστικά να μπαίνω στη θέση τους και να αντιληφθώ τον τρόπο που σκέφτονται προλαβαίνοντας τις συγκρούσεις. Είναι προφανές ότι αυτό δεν είναι πάντα εφικτό και οι συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες. Τότε αποδέχομαι τις καταστάσεις ως «προβληματικές», και τους ανθρώπους που τις προκαλούν ως «ασθενείς». Προσπαθώ να διαφυλάξω την πνευματική μου υγεία χωρίς να ταυτίζομαι με όλα τα προβλήματα που οι άλλοι θέλουν να δημιουργήσουν και να με εντάξουν μέσα σε αυτά.
Γι’ αυτό το λόγο χρησιμοποίησα την ευθύτητα για να διαχωρίσω τη θέση μου από ακραίες καταστάσεις συγκρούσεων, θυμού, οργής στις οποίες δεν ήθελα να πάρω θέση. Ήταν απόφασή μου να το κάνω.
Όλα αυτά γίνονται βήμα – βήμα , στιγμή – στιγμή.
Η πνευματική ζωή με δίδαξε ότι δεν μπορεί τίποτε αρνητικό να με επηρεάσει αν δεν το επιτρέψω, τα πάθη των άλλων δεν είναι δικά μου πάθη, οι κακοί λογισμού μου για τους άλλους είναι πρώτα στο δικό μυαλό μου, δικαιολογώ πριν αντιδράσω αρνητικά, κατανοώ την αντίδραση του άλλου με βάση την προσωπικότητά του, δεν φοβάμαι.
Οι ακρότητες περιέχουν εγωισμό, γιατί είναι σα να παίρνω τα πράγματα προσωπικά εναντίον μου. Δεν γεννήθηκε κανείς για να με εξοντώσει, μάλλον εξόντωνα μόνη μου τον ευατό μου. Κρατάω αποστάσεις από οποιαδήποτε «μιζέρια», διατηρώντας την εσωτερική μου ειρήνη, αλλά συμπονώ το άνθρωπο δίπλα μου που δεν το ελέγχει και ζει «μίζερα».
Φυσικά όλα αυτά προσπαθούσα με καλή προαίρεση να τα κάνω και εκτός πνευματικής ζωής. Αλλά δεν κατάφερα τίποτα. Προφανώς Κάποιος με βοήθησε πολύ. Με αγάπησε πολύ, γιατί ενώ δυσκολεύτηκα πολύ, τώρα τολμώ να πω ότι «είμαι καλά» και οι κρίσεις πανικού περιορίστηκαν, σχεδόν εξαφανίστηκαν. Δοξολογώ το Θεό που έστρεψε το δρόμο της ζωής μου προς την εκκλησία , που φύτεψε μέσα μου την ειρήνη Του και προσεύχομαι να συνεχίσω έτσι γιατί τη ζωή μου χωρίς Θεό δεν την άντεχα.
Με ρωτάς αν πρέπει, πριν από την εξομολόγηση και τη θεία μετάληψη, να πηγαίνεις και να ζητάς συγχώρηση από τους ανθρώπους που λύπησες , όταν ξέρεις ότι δεν θα πετύχεις τίποτα καλύτερο από την είσπραξη ειρωνιών και… «κοσμητικών επιθέτων». Νομίζω πως δεν πρέπει να εξετάζεις το θέμα τόσο τυπικά, τόσο «νομικά».
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να επιδιώκεις είναι η καθαρή αντίληψη και πεποίθηση της αμαρτωλότητός σου. Όταν αυτή θα την έχεις βιώσει, και όταν η αληθινή μετάνοια θα έχει ωριμάσει μέσα στην ψυχή σου, ίσως και εκείνοι οι άνθρωποι να έχουν υποστεί μία παρόμοια εσωτερική αλλαγή. Αν όμως γνωρίζεις πως αυτό δεν συμβαίνει και πως πράγματι θα σε ειρωνευτούν ή και θα σε βρίσουν, ζήτησε συγχώρηση από το Θεό στις προσευχές σου και από εκείνους μέσα στα μυστικά βάθη της καρδιάς σου. Πήγαινε κατόπιν στον πνευματικό και εξομολογήσου με συντριβή και μεταμέλεια. Μετά απ’ όλ’ αυτά θεώρησε ότι το θέμα έχει κλείσει και ειρήνευε.
***
Εκδηλώνεις μεγάλη ψυχική ταραχή κάθε φορά που πρέπει ν’ αναφερθείς σε σφάλματα των άλλων, προκειμένου να διαφωτιστούν περισσότερο οι δικές σου πράξεις και τα κίνητρά τους. Νιώθεις, απ’ ό,τι διαπιστώνω, τόσο μεγάλη σύγχυση και αμηχανία, όταν βρίσκεσαι μπροστά σ’ αυτή την ανάγκη, ώστε προτιμάς να παραλείπεις εντελώς την αναφορά σε περίπλοκες και δύσκολες καταστάσεις.
Αυτοί οι ενδοιασμοί όμως είναι αρρωστημένοι. Όταν κάνεις την πρέπουσα αυτοεξέταση και βλέπεις ότι, για να μου παραστήσεις κάποια κατάσταση αντικειμενικά και κατανοητά, πρέπει αναπόφευκτα ν’ αναφερθείς και σε παραπτώματα που διέπραξαν άλλοι, μη διστάζεις να το κάνεις. Κάνε το όμως ήρεμα, κατά το δυνατό χωρίς εμπάθεια, και οπωσδήποτε χωρίς διάθεση κατακριτική. Δεν θα καταδικάζεις τους συνανθρώπους σου, ούτε βέβαια θα επιδιώκεις να τους καταδικάσω εγώ, αλλ’ απλά και μόνο θα διευκρινίζεις και θ’ αποσαφηνίζεις τα γεγονότα. Ίσως έτσι θ’ απαλλαγείς από τα διλήμματα και τις φοβίες σου. Αν αντιμετωπίσεις το όλο θέμα με πίστη και ταπείνωση, ο Θεός θα σου στείλει γαλήνη και ανακούφιση.
***
Η δυσκολία που αντιμετωπίζεις στη διατήρηση της ψυχικής ηρεμίας και της πνευματικής διαύγειας πριν από την εξομολόγηση, θα εξαφανιστεί αν δεις το θέμα με ταπείνωση, χωρίς ίχνος εγωϊστικής ντροπής και χωρίς την παραμικρή διάθεση αυτοδικαιώσεως. Να συντονίσεις ολόκληρο το είναι σου, νου και καρδιά, σ’ αυτές τις τέσσερις λέξεις: Κύριε αμάρτησα, συγχώρεσέ με! Έπειτα εξομολογήσου στον πνευματικό σου πώς ακριβώς αμάρτησες, και το βαρύ ψυχικό φορτίο σου θα κάνει φτερά!
Όπως και άλλοτε σου είπα, ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός μας εξηγεί στον τρίτο τόμο της Φιλοκαλίας το πως - μετά από επίπονο αγώνα προς την πνευματική τελείωση και μετά από πολύχρονη και συστηματική εξάσκηση των ευαγγελικών αρετών - ο άνθρωπος τελικά φτάνει να δει όλες τις αμαρτίες του απλωμένες μπροστά του, αναρίθμητες, σαν την άμμο της θάλασσας. Αυτή τη θέα ο όσιος την περιγράφει σαν το πρώτο θαμπό φως, την πρώτη αναλαμπή της ταπεινώσεως.
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ. 66-68)