Στη Νουρσία της Κεντρικής Ιταλίας ζούσε κάποτε ένας ευλαβής έγγαμος ιερέας. Ποίμαινε την ενορία του με φόβο Θεού. Από τότε που χειροτονήθηκε διέκοψε κάθε σαρκική σχέση με την πρεσβυτέρα. Σαν σύζυγο την αγαπούσε, αλλά και σαν εχθρό την απέφευγε. Δεν δεχόταν μάλιστα καμίαν εξυπηρέτηση από αυτή.
Πέρασαν σαράντα χρόνια από τη χειροτονία του, οπότε αρρώστησε βαριά με πυρετό και πλησίασε τον θάνατο. Όταν η πρεσβυτέρα είδε να έχουν παραλύσει πλέον τα μέλη του και να είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ακίνητος σαν νεκρός, προσπάθησε να διαγνώσει αν ακόμη υπήρχε κάποιο ίχνος αναπνοής. Έσκυψε λοιπόν και έβαλε το αυτί στην μύτη του.
Εκείνος ανέπνεε λίγο και συγκεντρωμένος όσες δυνάμεις είχε ψιθύρισε ταραγμένος
- Φύγε, γυναίκα. Ζει ακόμα η σπίθα !Πάρε μακριά το άχυρο.
Η πρεσβυτέρα έφυγε. Σε λίγο τον άκουσε να λέει:
- Καλώς ήρθαν οι κύριοί μου, καλώς ήλθαν!... Πώς καταδεχτήκατε να έρθετε σε εμένα τον ανάξιο… Έρχομαι, έρχομαι…
Και με τα λόγια αυτά παρέδωσε το πνεύμα.
(Βίοι άγνωστων ασκητών)
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι.Μ.Παρακλήτου,τόμος γ΄, σελ.41-42)