Αφού ο Άγιος Νικόλαος είδε ότι ο πατέρας χρησιμοποίησε τα χρήματα για καλό σκοπό, αμέσως τη δεύτερη νύκτα δένει σε άλλο μανδήλι άλλα τριακόσια φλωριά και το βράδυ πήγε και τα έρριξε πάλι από τη θυρίδα. Όταν ξύπνησε το πρωϊ ο πατέρας των κοριτσιών, βλέπει ένα άλλο μανδήλι με άλλα τριακόσια φλωριά. Θαύμασε για το γεγονός και παρακαλούσε τον Θεό να του φανερώσει τον άνθρωπο που του έκαμε αυτό το μεγάλο καλό και σώθηκαν τα κορίτσια του από την αμαρτία. Ήθελε να του φανερώσει τον ευεργέτη του που με την ελεημοσύνη του άρπαξε από τα χέρια του διαβόλου τις τρείς θυγατέρες του και τις έσωσε. Έτσι ενύμφευσε και τη δεύτερή του θυγατέρα δίνοντάς της σαν προίκα τα τριακόσια φλωριά, ελπίζοντας στον Θεό,ότι ο ευεργέτης θα βοηθήσει και την τρίτη του θυγατέρα.
Την τρίτη φορά όμως ήταν πολύ προσεχτικός και ήθελε να τρέξει και να δεί τον ευεργέτη του. Ο δε Άγιος Νικόλαος βλέποντας ότι ενύμφευσε και τη δεύτερή του θυγατέρα αποφάσισε να τελειώσει το καλό. Οπότε έδεσε πάλο σε άλλο μανδήλι άλλα τρακόσια φλωριά και πήγε να τα ρίξει κρυφά τη νύχτα από τη θυρίδα. Μόλις τα έρριξε ο Άγιος, ο πατέρας των κοριτσιών ήταν ξύπνιος δεν κοιμήθηκε, άνοιξε την πόρτα, έτρεξε και είδε κάποιο να φεύγει τρέχοντας. Ύστερα για λίγη ώρα έτρεχε ο ένας τον άλλο. Ο πατέρας των κοριτσιών τον έφασε και είδε ότι ήταν ο Άγιος Νικόλαος, ο πασίγνωστος και δημοφιλέστατος άγιος, ο μεγάλος ευεργέτης των φτωχών και των δυστυχισμένων. Αμέσως έπεσε στα πόδια του και με δάκρυα στα μάτια του έλεγε. "Σε ευχαριστώ, δούλε του Θεού, που με λυπήθηκες εμένα τον ταλαίπωρο και άθλιο και μου έκαμες τέτοια μεγάλη ελεημοσύνη. Ευτυχώς που με πρόλαβες γιατί διαφορετικά θα χανόμουν ψυχικά και σωματικά". Όταν είδε ο Άγιος Νικόλαος ότι φανερώθηκε η αρετή του, είπε σ΄αυτόν. "Δεν θέλω να πείς σε κανένα τίποτε, ενόσω ζω, για την καλωσύνη που σου ένανα".
Την επόμενη μέρα ο πατέρας νύμφευσε και την Τρίτη θυγατέρα του και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του ειρηνικά και δοξάζοντας το όνομα του Θεού.
Ύστερα από καιρό θέλησε να πάει στα Ιεροσόλυμα, να δεί τους Αγίους Τόπους εκεί που μαρτύρησε ο Θεάνθρωπος. Έτσι μπήκε σ΄ένα πλοίο μαζί με άλλους χριστιανούς για να πάει στην Παλαιστίνη.
Αφού προσκύνησε τον Άγιο Τάφο του Κυρίου, τον Γολγοθά, τον Τίμιο Σταυρό και είδε όλα τα μέρη που δίδαξε και μαρτύρησε ο Χριστός θέλησε να μείνει εκεί να ησυχάσει. Άγγελος Κυρίου τον διέταξε τη νύχτα να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Την άλλη μέρα ο Άγιος πιστός στην προσταγή του Αγγέλου κατέβηκε στο λιμάνι και ρωτούσε αν κανένα πλοίο θα ξεκινούσε για τα Πάταρα. Κανένα όμως πλοίο δεν ξεκινούσε. Τότε μερικοί ναύτες του είπαν. "Όπου βρούμε ναύλο, εκεί θα πάμε". Αμέσως ο Άγιος τους είπε. "Να σας δώσω το ναύλο και να με παρετε στα Πάταρα της Λυκίας". Ο πλοίαρχος και οι ναύτες βλέποντας ότι ο άνεμος ήταν ούριος ύψωσαν τα πανιά και αναχώρησαν. Θέλοντας να περάσουν πρώτα από την πατρίδα τους έστρεψαν το πλοίο προς την κατεύθυνση της, αλλά ο Θεός για να μην λυπήσει τον Άγιο, σήκωσε μεγάλη τρικυμία, ώστε έσπασε το πηδάλιο-τιμόνι του πλοίου και οι ναύτες απελπισθέντες ανέμεναν το θάνατο. Ο Άγιος όμως δια της προσευχής του καταπράϋνε τη θάλασσα. Ο πλοίαρχος μαζί με τους ναύτες του είδαν ότι έφθασαν στα Πάταρα και αφού έπεσαν στα πόδια του Αγίου του ζητούσαν συγχώρεση.Ο Άγιος τους φανέρωσε τη σκέψη τους και τους συμβούλευσε να μην επαναλάβουν τέτοιο πράγμα στη ζωή τους, τους ευχήθηκε και τους κετευώδωσε.
Επιτέλους ύστερα από μιά μεγάλη θαλασσοταραχή ο Άγιος επέστρεψε από τα Ιεροσόλυμα στα Πάταρα. Ο κόσμος του επεφύλαξε μεγάλη υποδοχή, γιατί τον αγαπούσε πάρα πολύ. Νέοι και γέροντες, άνδρες και γυναίκες, ακόμα και οι Μοναχοί του Μοναστηριού στο οποίο τον είχε αφήσει ο θείος του επίτροπο, όλοι εξήλθαν να τον καλωσορίσουν και να τον υποδεκτούν. Κοντά στα Παταρα, σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων, ήταν μια μικρή πόλη που την έλεγαν Μύρα. Η πόλη Μύρα έιναι στην Μικρά Ασία, αργότερα έγινε πρωτεύουσα της Λυκίας. Σήμερα τη λένε Ντεμπρέ. Εκεί πέθανε ο Μητροπολίτης της πόλης και ήθελαν να βρούν κάποιο άξιο για να τον αντικαταστήσει.
Τότε μαζεύτηκαν οι Επίσκοποι και οι κληρικοί της επαρχίας των Μύρων για να εκλέξουν Αρχιερέα. Εκεί που συνεδρίαζαν, σνκώθηκε ένας από τους επισκόπους και είπε στους άλλους, να παρακαλέσουν τον Θεό να τους φωτίσει, για να κάνουν καλή επιλογή. Τη νύκτα, όλοι οι επίσκοποι είδαν τον ύπνο τους ένα άγγελο, που τους είπε να πάνε το πρωϊ στην Εκκλησία και όποιος μπεί πρώτος μέσα, συτόν να κάμουν επίσκοπο. Πράγματι έτσι έγινε. Ο πρώτος που μπήκε στο Ναό ήταν ο Νικόλαος. Έτσι χειροτονήθηκε ο Νικόλαος Αρχιεπίσκοπος Μύρων.
Η φιλανθρωπική του δράση μεγάλωσε πολύ όταν έγινε Αρχιερέας. Ίδρυσε φτωχοκομείο, ξενώνα, νοσοκομείο και άλλα ιδρύματα.
Την εποχή εκείνη, γύρω στο 300μ.Χ., ο Αυτοκράτορας της Ρώμης Διοκλητιανός(230-313μ.Χ.) πίστευε πως η αρχαία θρησκεία ήταν απαραίτητη για την ενότητα του κράτους, γι΄αυτό καταδίωξε σκληρά τους χριστιανούς. Ευτυχώς παραιτήθηκε από την εξουσία του το 305 και έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του με μεγάλη απλότητα στα κτήματα του στη Δαλματία.
Επίσης ένας άλλος Ρωμαίος αυτοκράτορας ο Μαξιμιανός (245-310μ.Χ) έκανε μεγάλο διωγμό εναντίον των χριστιανών. Αυτός είχε στην κυριαρχία του την Ισπανία, την Αφρική και την Ιταλία με έδρα το Μεδιόλανο, το σημερινό Μιλάνο. Συγρούστηκε με τον Μ. Κωνσταντίνο που τον σκότωσε ή τον ανάγκασε να αυτοκτονήσει.
Ο Διοκλητιανός και ο Μάξιμος έστειλαν αγγελιαφόρους σ΄όλους τους επάρχους και τους διέταξαν να τιμωρούν τους εχθρούς των αρχαίων Θεών, τους χριστιανούς, άν όμως αρνηθούν το Χριστό, τότε να τους τιμούν. Πολλοί χριστιανοί από το φόβο των σκληρών βασανιστηρίων προσκύνησαν τα είδωλα και πήραν λεφτά, κτήματα ή και κάτι άλλο.
Άλλοι πάλι ομολόγησαν ότι είναι χριστιανοί και πέθαναν με φρικτά βασανιστήρια.Σ΄ αυτό τον διωγμό, ο έπαρχος της Λυκίας, έπιασε πολλούς χριστιανούς και μαζί μ΄αυτούς και τον Άγιο Νικόλαο, τους έδιωξε από τα Μύρα και τους έρριξε στη φυλακή για έξι ολόκληρα χρόνια.
Ο Άγιος Νικόλαος ακόμα και μέσα στη φυλακή δίδασκε τους χριστιανούς και τους ενθάρρυνε. Από τους πολλούς ραβδισμούς που του έδωσαν, το σώμα του έγινε κατάμαυρο και έτρεχε αίμα από τις πολλές πληγές του. Δεμένος με βαρειές αλυσίδες τον έρριξαν στη φυλακή για να συνεχίσει τα μαρτύριά του, είδε τότε με τα μάτια του το Χριστό, να του γιατρεύει τις πληγές, να τον ενθαρρύνει και να τον πλυμμυρίζει με ανέκφραστη αγαλλίαση. Και να πως. Κόντευε να ξημερώσει. Ο Άγιος φορτωμένος με αλυσίδες, διάβαζε την ορθινή προσευχή του. Ευχαριστούσε τον Πανάγαθο που τον αξίωνε να φέρει τα "στίγματα του Κυρίου" στο σώμα του, σαν τον Παύλο. Η χαρά του κορυφώθηκε, όταν σε λίγο άκουσε μέσα στη σκοτεινιά της φυλακής του αγγελικές φωνές να ψάλλουν μαζί του και μυρίστηκε την ευωδία ουράνιου μοσχολίβανου.
Μόλις πρόβαλε η αυγή, οι πρώτες ακτίνες του ήλιου απλώνονταν στη γή, όταν έξω ακούστηκαν πολλές φωνές, σωστός αλαλαγμός. Σείεται η φυλακή και άγριοι κτύποι συνταράζουν τη σιδερένεια πόρτα της ζητώντας να την εκβιάσουν. Ο Άγιος σκέπτεται. "Φαίνεται ότι ήρθε η ευλογημένη ώρα! Ή ήλθαν για να συνεχίσουν πιο άγρια τα μαρτύρια! Ένίσχησέ με Κύριε, να τ΄αντικρύσω με το ίδιο χαμόγελο αι δέξε το πνεύμα μου στους κόλπους σου!". Δεν πρόφτασε να τελειώσει τη σκέψη του και η σιδερένεια πόρτα κλονίζεται, υποχωρεί, ανοίγει διάπλατα, τρελλός από χαρά ο δεσμοφύλακας ορμά μέσα, αρπάζει τον Άγιο στα χέρια του κλαίοντας και προσκυνώντας τα δεσμά του, που δέκτηκε για την αγάπη του Χριστού, τον βγάζει έξω απ΄την φυλακή και τον φέρνει θριαμβευτικά στη Μητρόπολή του. Οι θερμές προσευχές του λαού για τον ποιμενάρχη τους εισακούστηκαν.
Όταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός πέθαναν ανέβηκε στο θρόνο ο Κωνσταντίνος,ο γιός του Κωνσταντίνου του Χλωρού και της Αγίας Ελένης, ο οποίος ονομάστηκε μετά Μέγας Κωνσταντίνος, από τα μεγάλα έργα που έκανε και τον τρόπο που αναδιοργάνωσε την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Ο Κωνσταντίνος διέταξε όλους τους επέρχους, να λευτερώσουν όλους τους χριστιανούς από τις φυλακές και να γκρεμίσουν τους βωμούς των ειδωλολατρών.Ποιός μπορεί να περιγράψει τι έγινε τότε; Η γλώσσα του ανθρώπου είναι αδύνατη να εκφράσει τα συναισθήματα που πλημμύριζαν το λαό και η πέννα ακόμα πιό πολύ αδύνατη να παραστήσει το παραλήρημα, που κατέλαβε τους χριστιανούς. Ο Άγιος Νικόλαος αδύνατος στο σώμα από τα πολλά βάσανα, ακμαίος όμως στη ψυχή,συνεχίζει τα υψηλά του καθήκοντα. Πέρασε πια η τρυκυμία και ήρθε η γαλήνη. Ο Άγιος είναι πάλι στο θρόνο του ελεύθερος να φωτίζει το δρόμο των χριστιανών του, ελεύθερος να σπογγέσειτα δάκρυά τους, να λατρεύει τον Θεό, ν΄ανυψώνει το ποίμνιό του στα ύψη του ιερού και μεγάλου προορισμού του. Δεν φοβάται πια τους εχθρούς της πίστης.
Στά άγιά του χέρια ο Πανάγαθος εμπιστεύτηκε θεϊκή δύναμη κι' εκείνος τη χρησιμοποιούσε με αγαθότητα, με πραότητα, μα και με ορμή συνταρακτική, όταν αντίκρυζε τους αγώνες εναντίον του Σατανά και των οργάνων του. Έτσι πέρασε όλη του η ζωή. Έφτασε παντού, κι΄όταν δεν μπορούσε να φτάσει με τα άθλια μέσα της συγκοινωνίας της εποχής εκείνης, έφτανε με το πνεύμα του. Παρηγορούσε τους πονεμένους και συμβούλευε τους πλανημένους, ενίσχυε τους φτωχούς.
Φρόντιζε ιδιαίτερα για τα νειάτα. Ήταν ένας φωτεινός οδηγός, που με τα λόγια του και το παράδειγμα του φώτιζε, καθοδηγούσε, ενέπνεε.
Τις ελεημοσύνες, τις αγρυπνίες και τις νηστείες του μόνο ο Θεός τις ξέρει.Απέφευγε τον έπαινο των ανθρώπων και ζητούσε μόνο τη δόξα του Θεού. Αλλ' όσο κρυβόταν ο Άγιος, τόσο ο Πανάγαθος τον τιμούσε, γιατί ο Άγιος τιμούσε με τα έργα του τον Θεό.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου παρουσιάστηκε πάλι ο σατανάς, με μορφή ανθρώπου, κι΄αυτός ήταν ο Άρειος. Ο Άρειος ήταν διάκος και αρκετά μορφωμένος. Έλεγε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά τον έφτιαξε ο Θεός,δηλαδή ήταν δημιούργημα του Θεού. Ο Αρχιερέας Αλεξανδρείας Πέτρος, τον έδιωξε από την Επισκοπή.
Ο Άρειος κατώρθωσε να πάρει με το μέρος του τον Μητοροπολίτη Νικομήδειας και πολλούς άλλους αρχιερείς. Τότε ο Μέγας Κωνσταντίνος για να σταματήσει η σύγχυση μέσα στη χριστιανοσύνη, έδωσε εντολή, να μαζευτούν όλοι οι Μητροπολίτες και οι κληρικοί στην πόλη Νίκαια της Βιθυνίας το 325μ.Χ., και να βρουν τη λύση, να λάμψει η αλήθεια.
Στην Α΄αυτή Οικουμενική Σύνοδο, πήραν μέρος 318 Πατέρες και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Άγιος Σπυρίδωνας, ο Μέγας Αθανάσιος και άλλοι. Όταν σε κάποια στιγμή ο Αρειος έφερε σε αδιέξοδο τους Άγίοις Πατέρες, ο Άγιος Σπυδίδωνας έκανε το θαύμα με το κεραμίδι. Δηλαδή έβαλε ένα κομμάτι κεραμίδι στη χούφτα του, το έσφιγξε και αυτό χωρίστηκε στα τρία: σε χώμα, νερό και φωτιά. Με αυτό τον θαύμα απέδειξε τον Τριαδικό Θεό (Πατέρας -Υιός - Άγιο Πνεύμα). Ο Άρειος όμως λόγω του εγωισμού του δεν πείστηκε και με την ρητορική του ικανότητα, γιατί ήταν πολύ μορφωμέμος και μιλούσε με θάρρος και παρρησία, είπε ότι το θαύμα αυτό είναι δαιμονικό. Τότε, ο Άγιος Νικόλαος αγανακτισμένος, δεν κρατήθηκε, σηκώθηκε από τη θέση του και έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στον Άρειο.
-Βασιλιά, είπε ο Άρειος, είναι σωστό μπροστά σου, ένας από τους Πατέρες να με κτυπήσει; Άν είναι αμαθής, ας μη μιλάει, όπως κάνουν και οι άλλοι, αν πάλι ξέρει, ας πει τη γνώμη του.
-Σωστά μιλάς, Άρειε, του λέει ο Βασιλιάς. Ο Νικόλαος θα φυλακιστεί μέχρι να τελειώσει η Σύνοδος.
Φυλακίστηκε γιατί δεν επιτρεπόταν κανείς να κτυπήσει κάποιο, μπροστά στα μάτια του Αυτοκράτορα και η ποινή ήταν ο θάνατος. Ο Αυτοκράτορας αμέσως έδωσε εντολή να πιάσουν τον επίσκοπο Πατάρων Νικόλαο. Τον έδεσαν και τον έβαλαν φυλακή,γιατί τον σεβόταν και δεν ήθελε τον θάνατό του.
Την νύκτα παρουσιάστηκε μέσα σε άσπρο σύννεφο ο Χριστός και η Παναγία και τον ρώτησαν γιατί τον έβαλαν φυλακή.
-Για τη δικιά σας αγάπη και πίστη μου απάντησε ο Νικόλαος.
Τότε ο Χριστός τον ελευθέρωσε από τα δεσμά και του έδωσε ένα Ευαγγέλιο και η Παναγία μας το ωμοφόριο του Αρχιερέα. Από τότε καθιερώθηκε όλοι οι Αρχιερείς να φορούν ωμοφόριο. Την άλλη μέρα όταν του πήγαν φαγητό και νερό στη φυλακή, τον είδαν να διαβάζει το Ευαγγέλιο και τους είπε την οπτασία που είδε και τι του συνέβηκε. Όλοι δόξασαν τον Θεό.
Η Σύνοδος, καταδίκασε τον Άρειο σαν αιρετικό κι οι Πατέρες γύρισαν στις επαρχίες τους. Έτσι ο Άγιος Νικόλαος επέστρεψε στα Μύρα.
Σε ηλικία 100 χρόνων περίπου, αρρρώστησε και σε λίγο κοιμήθηκε περί το έτος 333μ.Χ. για να πάει να βρει τον Κύριο που τόσο πολύ αγάπησε. Προτού πεθάνει, την ώρα που προσευχόταν, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και είδε αγγέλους που έρχονταν, για να παραλάβουν την αγιασμένη ψυχή του.
Το ιερό λείψανό του τάφηκε στην αυλή της Επισκοπής Λυκίας. Ύστερα από πολλά χρόνια, στην πρώτη Σταυροφορία των Φράγκων κι΄όταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Αλέξιος ο Α΄, το μετέφερε στο Μπάρι της Ιταλίας. Η μνήμη αυτή της μεταφοράς γιοράζεται στις 20 Μαϊου.
Η εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του Αγίου στις 6 Δεκεμβρίου, ημέρα που πέθανε, και τον κατέταξε μεταξύ των μεγαλυτέρων και επισημοτέρων Αγίων. Η Πέμπτη μέρα της εβδομάδας είναι αφιερωμένη σ΄αυτόν.
Επίσης χαρακτηρίζει τον Άγιο και ως ισαπόστολο, για το μεγάλο του έργο.
Θεωρείται και σαν ένας από τους μεγάλους προστάτες του Ελληνικού Έθνους, γιατί ο μεγάλος αυτός ιεράρχης, με τα άπειρα θαύματά του, αναδείχθηκε ο προστάτης άγιος των θαλασσινών και των ναυτιλλομένων. Επειδή η Ελλάδα είναι κατ΄εξοχήν ναυτική χώρα, τόσο στο Εμπορικό, όσο και στο Πολεμικό Ναυτικό γιορτάζει πανηγυρικά τον Άγιο, και στους Ναυστάθμους, και όπου υπάρχει ναυτική μονάδα,τελούνται λειτουργίες και δοξολογίες στη μνήμη του.
Τον Άγιο Νικόλαο δεν τον τιμούν μόνο οι άνθρωποι της θάλασσας, αλλά και το σύνολο του Ορθόδοξου Χριστιανικού κόσμου.
(αναδημοσίευση από anavaseis.blogspot.com)