Εμπόδια στην προσευχή
Ο άγιος Νήφων, ο επίσκοπος Κωνσταντιανής της Αιγύπτου, έζησε στα χρόνια του Μ. Αθανασίου. Στην νεανική του ηλικία παρασύρθηκε στην κοσμική ζωή. Λησμόνησε γονείς και λοιπούς συγγενείς. Εγκατέλειψε τις σπουδές του και αδιαφόρησε για κάθε αρετή. Ευτυχώς βρέθηκε ένας χριστιανός και του έλεγε συχνά:
-Πώς κατάντησες, Νήφων! Πώς έφθασες σ’ αυτό το χάλι… Έλα στα συγκαλά σου και κοίτα να διορθωθής.
Τα λόγια αυτά τον έκαναν ν’ αναστενάζη και να δακρύζη για την μέχρι τότε ζωή του. Όμως στην προσπάθεια του να μεταστραφή δοκίμασε βίαιες επιθέσεις του εχθρού. Ένα βράδυ, καθώς άρχισε να προσεύχεται, ο διάβολος του παρέλυσε τον νου. Σκόρπισε κάθε ευλαβική σκέψι. Μια νωχέλεια και υπνηλία, μια νάρκη και οκνηρία τον κατέλαβαν. Άρχισε να χασμουριέται διαρκώς. Ταλαιπωρημένος απ’ αυτή την κατάστασι φώναξε:
-Αμαρτωλέ Νήφων, ξέσπασε, φαίνεται η τιμωρία για τις αμαρτίες σου.
Ο διάβολος τότε του ψιθύρισε:
-Σταμάτησε την προσευχή! Διαφορετικά δεν φεύγω από κοντά σου.
-Δεν θα την σταματήσω, ακάθαρτε δαίμονα, και κάνε ό,τι θέλεις, απήντησε ο άγιος. Αν σε διέταξε ο Παντοδύναμος να με θανατώσης, δέχομαι ταπεινά το πρόσταγμα Του. Αν όμως δεν ώρισε έτσι ο Θεός μου, περιφρονώ όλες σου τις επιθέσεις.
-Αλλά υπάρχει Θεός;… Θεός δεν υπάρχει! του σφύριξε ο διάβολος.
Στα λόγια αυτά ο δούλος του Θεού πόνεσε κατάκαρδα και απήντησε:
-«Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού… ουκ έστι Θεός»… Διαλύσου λοιπόν, απαίσιο σκοτάδι, και μη βλασφημής! Εγώ απόλυτα πιστεύω ότι υπάρχει Θεός. Αυτός θα σε παραδώση στο αιώνιο πυρ για τις πονηρίες σου.
Εξαγριωμένος ο διάβολος τού θόλωσε ακόμα πιο πολύ τον νου. Επιχειρούσε ο άγιος να πη μια προσευχή, ένα ψαλμό, αλλά η σκέψις του ήταν παραλυμένη και έχανε τα λόγια. Υπέφερε υπερβολικά. Ωστόσο ο εχθρός συνέχιζε:
-Εγώ δεν σου ζητώ τίποτε άλλο. Μόνο να πάψης να προσεύχεσαι.
Επί τέσσερα χρόνια κράτησε το μαρτύριο αυτό… Διψούσε για προσευχή και δεν μπορούσε ν’ αρθρώση λέξι. Παντού και πάντοτε ο διάβολος τού επαναλάμβανε:
-Σταμάτα να προσεύχεσαι! Εξάλλου σε ποιον θέλεις να προσευχηθής; Νομίζεις ότι υπάρχει Θεός; Πού τον είδες; Πού μένει; Δείξε μου Τον και θα Τον πιστέψω κι εγώ!
Μια μέρα ενώ επίμονα του υπέβαλλε τον ίδιο δόλιο λογισμό, βλέπει ο όσιος μπροστά του να εμφανίζεται η μορφή του Κυρίου Ιησού Χριστού! Αναστέναξε τότε από τα βάθη της καρδιάς του. Άπλωσε τα χέρια προς την αγία εκείνη μορφή και με όλη του τη δύναμι φώναξε:
-«Ο Θεός, ο Θεός μου, πρόσχες μοι, ινατί εγκατέλιπες με;». Βοήθησε με, γιατί κινδυνεύω να σταματήσω να προσεύχωμαι και ν’ αρχίσω να πιστεύω σε ό,τι μου υπαγορεύει ο πονηρός.
Η θεϊκή μορφή τότε έλαμψε σαν αστραπή. Θαμπωμένος από την υπερκόσμια λάμψι ο δούλος του Θεού έπεσε με το πρόσωπο στην γη. Ελεύθερος από την δαιμονική επήρεια είπε:
-Μέγας είναι ο Θεός των χριστιανών και ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
( Ένας ασκητής επίσκοπος)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι.Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ.197-200)