ΈΝΑΣ ΑΓΙΟΣ Γέροντας έμενε με τον υποτακτικό του σε μια καλύβη, όχι μακριά από ένα κεφαλοχώρι. Κάποτε έπεσε στον τόπο μεγάλη δυστυχία κι ο φτωχός κόσμος πέθαινε σχεδόν από την πείνα. Πολλοί στην απελπισία τους πήγαιναν και κτυπούσαν στην καλύβη του ερημίτη. Εκείνος πάλι, που ήτο πολύ ελεήμων, έδινε με την καρδιά του απ' ό,τι τύχαινε να έχη. Ο υποτακτικός όμως που έβλεπε με τρόπο το ψωμί τους να λιγοστεύη, είπε μια μέρα στενοχωρημένος στο Γέροντα:
— Αββά, δε μου ξεχωρίζεις τα ψωμία που μου αναλογούν, κι από δω και πέρα μοίραζε από τα δικά σου ελεημοσύνη. Έτσι όπως πάμε τώρα, γρήγορα θα πεινάσωμε κι οι δυό.
Ο αγαθός Γέροντας χώρισε τα ψωμιά του υποτακτικού του, χωρίς να ειπή τίποτε κι εξακολούθησε να δίνη από τα δικά του στους φτωχούς. Μα κι ο Θεός που είδε την καλή του προαίρεσι τα ευλόγησε, κι όσο εκείνος έδινε, τόσο αυτά επληθύνονταν.
Ο υποτακτικός στο μεταξύ έφαγε τα δικά του. Όταν πια δεν του έμειναν παρά λίγα ψίχουλα, πήγε στον Γέροντά του και τον παρακαλούσε να τρώνε πάλι μαζί. Εκείνος τον δέχτηκε χωρίς να φέρη αντίρρησι. Τώρα όμως είχαν αυξηθή και οι ζητιάνοι, κι ο υποτακτικός άρχισε πάλι να δυσανασχετή. Μία μέρα χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο απαραίτητος φτωχός. Ο υποτακτικός κατσούφιασε.
— Δώσε του ένα καρβέλι, πρόσταξε ο Γέροντας, που έκανε πως δεν είδε το μορφασμό του.
— Μου φαίνεται πως δεν έχομε πια να φάμε ούτε εμείς. Είπε φωναχτά ο υποτακτικός, για να τον ακούση κι ο ζητιάνος.
— Πήγαινε και ψάξε καλά, πρόσταξε ο Γέροντας.
Σηκώθηκε εκείνος απρόθυμα να πάη στο κελλαρικό. Μα τρόμαξε ν' ανοίξη την πόρτα. Το βρήκε γεμάτο ως επάνω από καλοψημένα φρέσκα καρβέλια!
Από την ημέρα εκείνη απόκτησε μεγάλη εμπιστοσύνη στον άγιο Γέροντά του κι έγινε πρόθυμος στο ν' ανακουφίζη τους φτωχούς.
* * *
ΈΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΙΕΡΕΥΣ κάθε Κυριακή μετά τη Λειτουργία μάζευε τους φτωχούς της ενορίας του και τους μοίραζε τα χρήματα, που μάζευε το «κιβώτιο των πτωχών».
Μια Κυριακή πήγε μία γυναίκα με παλιά ξεσκισμένα ρούχα και με ύφος κακομοίρικο. Ο Ιερεύς τη λυπήθηκε. Έβαλε το χέρι του στο κιβώτιο με την πρόθεσι να της δώση όσα χρήματα χωρούσε η παλάμη του. Όταν το τράβηξε έξω, είδε πως είχε πιάσει λίγα κέρματα. Βιάστηκε να της τα δώση, γιατί πίσω της περίμενε άλλη να πάρη φιλοδώρημα. Αυτή φορούσε περιποιημένα φορέματα. Ο ιερεύς σκέφτηκε πώς ήταν από κείνες που χωρίς λόγο ζητιανεύουν. Θα της έδινε λίγα, για να μην την αφήση να φύγη έτσι και της έμενε η ντροπή. Έβαλε πάλι το χέρι του στο κιβώτιο κι η χούφτα του γέμισε χρυσά νομίσματα.
Σαν ευλαβής που ήτο κατάλαβε τη θεία επέμβασι. Ζήτησε λοιπόν πληροφορίες και για τις δύο εκείνες γυναίκες. Έμαθε τότε πως η μία που φαινόταν καλοντυμένη, ήταν από καλή οικογένεια, που τελευταία από διάφορα ατυχήματα φτώχυνε και υπέφερε πολύ. Από αξιοπρέπεια φορούσε περιποιημένα ρούχα. Η άλλη έβαζε κουρέλια, όταν έβγαινε να ζητιανέψη, για να της δίνουν ευκολώτερα.
* * *
ΥΠΑΡΧΟΥΝ άνθρωποι, έλεγε ένας Γέροντας, που ενώ είναι πρόθυμοι να δίνουν ελεημοσύνη στους πτωχούς, ο πονηρός τους κάνει να ακριβολογούν στα ελάχιστα, για να τους αφαιρή το μισθό της αγαθοεργίας.
Έτυχε να επισκεφθώ κάποτε ένα φίλο μου ιερέα, την ημέρα που μοίραζε ελεημοσύνη στους πτωχούς της ενορίας του. Ήρθε κατά σύμπτωσι μια πτωχή χήρα και παρακάλεσε να της δώση λίγο σιτάρι.
— Φέρε το σακκούλι σου να σου βάλω, της είπε ο ιερεύς.
Η γυναίκα το έφερε.
— Πολύ μεγάλο είναι, ευλογημένη, της είπε κάπως απότομα ο φίλος μου.
Εκείνη έγινε κατακόκκινη από την ντροπή της, ίσως γιατί ήτο κι ένας ξένος μπροστά σ' αυτήν την προσβολή. Σαν έφυγε ρώτησα το φίλο μου:
— Δε μου λες, Πάτερ, το πούλησες στη γυναίκα το σιτάρι;
— Όχι, το εχάρισα. Είναι από τις ελεημοσύνες.
— Αφού λοιπόν ήταν ελεημοσύνη, του είπα, ποία η ανάγκη ν' ακριβοεξετάζης το μέτρο και να λυπήσης τη φτωχή; Μη ξεχνάς άλλωστε τα λόγια του μακαρίου Παύλου, «ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός»[1].[1] Β’ Κορ. Θ’ 7
* * *
Ο ΑΒΒΑΣ Τιμόθεος, ο νέος Πρεσβύτερος της σκήτης, είπε μια μέρα που συζητούσε με τον Όσιο Ποιμένα για μια γνωστή του γυναίκα στην Αλεξάνδρεια πως πόρνευε και το μισθό της τον έδινε ελεημοσύνη.
— Ο Θεός θα την ελεήση και τελικά θα σωθή, είπε ο Όσιος.
Ύστερα από λίγο καιρό ανέβηκε στη σκήτη η μητέρα του Αββά Τιμοθέου να ιδή τον γυιό της. Εκείνος τότε την ερώτησε για την αμαρτωλή γυναίκα.
— Εξακολουθεί δυστυχώς την ίδια ζωή, του είπε εκείνη. Η πελατεία της έχει πολύ αυξηθή, αλλά κι αυτή έχει υπερβουλικά αυξήση τις ελεημοσύνες της.
Ο Αββάς Τιμόθεος το ανέφερε πάλι στον Όσιο Ποιμένα.
— Να είσαι βέβαιος πως οι ελεημοσύνες της θα τη σώσουν, είπε πάλι ο Όσιος.
Όταν ύστερα από πολλούς μήνες ξαναπήγε στη σκήτη για δουλειά η μητέρα του Τιμοθέου, του είπε πως η αμαρτωλή εκείνη γυναίκα την είχε πολύ παρακαλέσει να την έπαιρνε μαζί της. Ήθελε λέει να ζητήση από τους Γέροντας να προσευχηθούν για την ψυχή της.
Ο Αββάς Τιμόθεος τα είπε όλα αυτά στον Όσιο Ποιμένα. Εκείνος τον συμβούλεψε να πάη ο ίδιος στην πόλι να τη φέρη στον ίσιο δρόμο. Ο Πρεσβύτερος υπήκουσε και με τη βοήθεια της Θείας Χάριτος, έφερε την παραστρατημένη γυναίκα σε μετάνοια.
* * *
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)