ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.


Αρχιμανδρίτης Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος.

Αὐτή τή στιγμή μοῦ ἔρχεται στή μνήμη μου τό παράδειγμα μιᾶς πολύ ἁπλῆς γυναίκας τοῦ λαοῦ, πού εἶχα συναντήσει στό ἐξωμολογητάριο, πρίν ἀπό πολλά χρόνια. Δέν τήν γνώριζα, οὔτε τήν γνωρίζω· οὔτε ἄν τή δῶ στό δρόμο θά τή θυμηθῶ. Θά πλησίαζε τά 70. Ἲσως νά τήν ἔχει καλέσει ὁ Θεός τώρα.
Ἀφοῦ ἐξωμολογήθηκε, δέν θυμᾶμαι πῶς, ἦλθε τό θέμα γιατί αὐτό δέν εἶχε σχέση μέ ἁμαρτίες, τή ρώτησα ἄν ἐργάζεται.
- Ὄχι, πάτερ μου, σταμάτησα· δέν μπορῶ πιά ἄλλο νά ἐργάζομαι.
- Καί πῶς ζῆς; Ἔχεις σύνταξη;
- Ὄχι, οὔτε σύνταξη ἔχω.
Μέ κοίταξε λίγο ἔτσι καχύποπτα, ἀγράμματη ἡ καημένη καί μοῦ λέει:
- Πνευματικός εἶσαι, θά στό πῶ. Ἀλλά δέν θά τό πεῖς πουθενά! Ἡ ἐνορία μας ἔκτισε ἕνα νέο ναό, μεγάλο καί ὡραῖο. Ἔγιναν πάρα πολλά ἔργα μέσα στό ναό· εἶχε μείνει τό τέμπλο. Οἱ ἱερεῖς εἶπαν, καί μία καί δυό καί τρεῖς φορές, ὅτι τώρα θά ἀρχίσουμε τόν ἔρανο γιά νά φτιάξουμε τό τέμπλο ξυλόγλυπτο.
Ἐγώ ἀπό μικρή κοπέλα, ὅλη μου τή ζωή, ἐργαζόμουνα «ὑπηρέτρια» καί μέ τά χρήματα πού ἔπαιρνα ἐφτίαξα ἕνα σπίτι. Ἔμενα σ΄ ἕνα δωματιάκι καί τά ὑπόλοιπα τά νοίκιαζα καί ἔτσι ζοῦσα. Πάω, βρίσκω τόν προϊστάμενο τοῦ ναοῦ καί τοῦ λέω: «Πάτερ μου, πόσο θέλει νά γίνει τό τέμπλο;». Μοῦ εἶπε, ἑνάμισι ἑκατομμύριο - τῆς ἐποχῆς ἐκείνης βέβαια, (σημερινά χρήματα εἴκοσι - εἴκοσιπεντε ἑκατομμύρια).
- «Πάτερ μου, ἄκουσε, τοῦ λέω. Ἔχω ἕνα σπίτι· τά πιάνει αὐτά τά χρήματα, ἀλλά ἀναλαμβάνει τό ἐκκλησιαστικό συμβούλιο νά μοῦ δίνει ἑνάμισι χιλιάρικο τό μήνα πού παίρνω ἀπό τά ἐνοίκια γιά νά ζῶ; Ὅσο ζῶ. Μετά δέν θά δώσει τίποτα στούς κληρονόμους μου».
- «Τό ἀναλαμβάνει καί μέ τό παραπάνω καί περισσότερα».
- «Ἀλλά, ἄκουσε - τοῦ λέω -, δέν θά τό ξέρει κανείς. Ἐγώ καί σύ».
- «Δέν μπορεῖ νά γίνει κάτι τέτοιο, διότι γιά νά τό ἀποφασίσει τό ἐκκλησιαστικό συμβούλιο, πρέπει νά τό μάθει. Πῶς θά πάρει τέτοια ἀπόφαση; Ἑπομένως δέν μπορῶ νά τό κρατήσω τελείως μυστικό».
- «Καλά, θά πάρεις, ὅμως, τούς ἐκκλησιαστικούς συμβούλους ἕναν - ἕναν μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ νά σοῦ ὑποσχεθοῦν ὅτι δέν θά τό ποῦν σέ κανένα. Νά μή τό μάθει κανείς στήν ἐνορία!».
- «Ἐν τάξει, αὐτό στό ὑπόσχομαι».
Πράγματι, πουλήθηκε τό σπιτάκι, καί ἔγινε τό τέμπλο. Κι ἐγώ πνευματικέ μου, ζῶ μ΄ αὐτά πού μοῦ δίνει τό συμβούλιο. Ἂ, μοῦ εἶπαν μερικοί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ συμβουλίου, πού τό ἤξεραν: «Αἲ, καημένη τώρα, τό ἐφτίαξες πού τό ἐφτίαξες, δέν ἀφήνεις νά βάλουμε καί τ΄ ὄνομά σου». «Ὄχι, ὄχι - τούς λέω - γιατί θά χάσω τό μισθό (!) μου, ἅμα θά κάνετε αὐτό τό πρᾶγμα».
Τώρα πάω στήν Ἐκκλησία καί τό βλέπω καί τό τέμπλο καί κλαίω ἀπό τή χαρά μου καί λέω: Σ΄ εὐχαριστῶ, Χριστέ μου, διότι ἀξίωσες ἐμένα, μιά φτωχή γυναίκα, μία ὑπηρέτρια, πού δέν ἀξίζω τίποτε, ἕνα σκουπίδι, νά κάνω ἕνα τέτοιο ὡραῖο πράγμα στό Ναό Σου. Καί τό βλέπω καί ἀγαλλιάζεται ἡ ψυχή μου. Ἄι, καί πιστεύω νά πάω στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ νά παρουσιάσω αὐτό, δέν ἔχω τίποτε ἄλλο στή ζωή μου· «Κύριέ μου, ἐγώ τούς κόπους μου τούς ἔδωσα νά φτιάξω ἕνα ἔργο στό Ναό Σου· δέν ἔχω τίποτε ἄλλο».
Τόσο πολύ μέ συγκλόνισε τό παράδειγμα αὐτῆς τῆς γυναίκας, πού εἶπα: Ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως πόσους θά κρίνει ἡ γριούλα αὐτή ἀπό ἐμᾶς τούς κληρικούς, πού πολλές φορές βάζουμε φαρδύ - πλατύ τό ὄνομά μας καί γράφουμε «τό τέμπλο ἤ ὁ Ναός ἐγένετο ἐπί τάδε, ἐπί τάδε, ἐπί τάδε» καί ἀπό κάτω ἀρχίζουν οἱ λίστες τῶν δωρητῶν. Αὐτή ἡ ἁπλή γυναίκα, χωρίς νά ἔχει προχωρήσει πολύ πνευματικά, ἔκανε μία τέτοια σκέψη, τήν ὁποία οὔτε ἐμεῖς οἱ τάχα προηγμένοι πνευματικῶς δέν κάνουμε. Κολακευόμεθα νά γίνεται γνωστό, ὅτι δώσαμε αὐτό ἤ ἐκεῖνο ἤ τό ἄλλο. Ἐπαναλαμβάνω, μερικές τέτοιες ψυχοῦλες, καθαρές ψυχές, «ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος», τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως θά μᾶς κρίνουν!

Έλεγαν για τον αββά Σεραπίωνα ότι στην Αλεξάνδρεια συνάντησε έναν φτωχό που έτρεμε από το κρύο· στάθηκε την ώρα εκείνη και συλλογίσθηκε:

«Πως εγώ που έχω την ιδέα ότι είμαι ασκητής φορώ χιτώνα, και αυτός ο φτωχός -καλύτερα ο Χριστός- πεθαίνει από το κρύο; Σίγουρα αν τον αφήσω και πεθάνει, θα κριθώ την ημέρα της Κρίσεως ως φονιάς».

Και ξεντύθηκε ως καλός αθλητής και έδωσε το ρούχο που φορούσε στον φτωχό και καθόταν έχοντας στη μασχάλη του το μικρό ευαγγέλιο, που το κρατούσε πάντοτε. Περνώντας από κει αυτός που αποκαλείται ο επί της τάξεως, σαν τον είδε γυμνό, του λέει:

«Αββά Σεραπίων, ποιος σε ξέντυσε;»

Βγάζει ο αββάς το μικρό ευαγγέλιο και του λέει:

«Αυτός με ξέντυσε».
Σηκώνεται κατόπιν από κει και ανταμώνει κάποιον που κρατούνταν για χρέος από άλλον, γιατί δεν είχε να του το εξοφλήσει. Πουλάει λοιπόν ο αθάνατος Σεραπίων το μικρό ευαγγέλιο και δίνει το χρέος του ανθρώπου που βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Και επέστρεψε στο κελί του γυμνός. Σαν τον είδε ο μαθητής του γυμνό, του λέει:

«Αββά, που είναι το κοντό σου κολόβιο;»

Και απαντά ο Γέροντας:

«Το’ στειλα, παιδί μου, εκεί όπου θα το χρειασθούμε».

«Και το μικρό ευαγγέλιο –ρωτά ο αδελφός- που είναι;»

Κι ο Γέροντας αποκρίνεται:

«Να, παιδί μου, αυτόν που μου ‘λεγε καθημερινά, πούλησε ό,τι έχεις και δώσε τα στους φτωχούς, αυτόν πούλησα και έδωσε σε φτωχούς, ώστε την ημέρα της Κρίσεως να βρούμε μεγαλύτερη παρρησία ενώπιόν του».


(Το Μέγα Γεροντικόν,τόμος Γ, εκδ. Ι. Ησυχ. «Το Γενέσιον της Θεοτόκου», σελ. 417-418)

Πολύ απουσιάζει στους βιαστικούς καιρούς μας η αρετή της υπομονής. Οι υπομονετικοί συνήθως κερδίζουν. Η ανυπομονησία είναι πηγή αρκετών σοβαρών προβλημάτων.

Η υπομονή στις δυσκολίες της ζωής δίνει πνευματική ωρίμανση. Η υπομονή φανερώνει ανδρεία, γενναία και σοφή ψυχή. Οι ανυπόμονοι φοβούνται, δειλιάζουν και χάνουν. Οι ασθενείς, οι τραυματίες, οι ανάπηροι, οι άνεργοι, οι φτωχοί, έχουν μεγάλη την ανάγκη της υπομονής. Δίχως αυτή εύκολα απελπίζονται.

Συχνά λέμε να κάνουν οι άλλοι υπομονή. Δεν είναι πάντοτε τόσο εύκολο. Στο Άγιον Όρος εύχονται «καλές υπομονές!». Συνηθισμένη έκφραση η υπομονή, αλλά δυσκολοκατόρθωτη. Θέλει κόπο, μόχθο, γνώση, ταπείνωση, ανεκτικότητα, επιμέλεια και καλλιέργεια. Η ανυπομονησία συνήθως προέρχεται από τον εγωισμό. Δεν μπορεί κάποιος να αγαπά αληθινά και να μην υπομένει πάντοτε. Όποιος υπομένει, ελπίζει κι έτσι ελευθερώνεται από πικρές περιπέτειες. Οι ελπιδοφόροι είναι αισιόδοξοι, καρτερικοί και θαρραλέοι. Θέτουμε ασφυκτικούς χρόνους στους συνανθρώπους μας, τους θέτουμε αυστηρούς όρους και στεναχωρούμεθα που δεν ανταποκρίνονται. Πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μας αν ήμασταν πιο καρτερικοί.

Ακόμη και στην πνευματική ζωή μερικές φορές υπάρχει μία προπέτεια. Ο Δίκαιος Ιώβ είναι κλασικό παράδειγμα μεγάλης υπομονής. Τους ανυπόμονους δεν τους εμπιστεύεται ο Θεός. Οι άνθρωποι θέλουν γρήγορες και άμοχθες κατακτήσεις. Τα αγαθά όμως αποκτιούνται με κόπο. Μέσα από τη σωματική ασθένεια μπορεί να έλθει η ψυχική υγεία. Είναι πολλές οι ευκαιρίες στη ζωή που από το πικρό μπορεί να προέλθει το καλό. Τα εμπόδια της ζωής θέλουν να μας αναστήσουν από την οκνηρία, την αμέλεια και τη χαύνωση. Οι ανυπόμονοι δεν έχουν χάρη πνευματική, αφού χαρακτηρίζονται από λύπη, θλίψη, στενοχώρια, κατάθλιψη, μελαγχολία και απογοήτευση.

Σε ένα λαβύρινθο αντιξοοτήτων, σκανδάλων, κοσμικοτήτων, ηδονών, πλεονεξιών και πλανών, ο άνθρωπος παρασύρεται. Όποιος έχει ταπείνωση και υπομονή αντιστέκεται και κερδίζει. Η υπομονή θα τον συνδράμει σε πολλά καλά. Δεν θα λυγίσει στις συμφορές, δεν θα οδηγηθεί στο διαζύγιο, θα περιορίσει το στόμα του, δεν θα τυραννιέται από τα διάφορα αντίξοα γεγονότα της ζωής. Είναι μεγάλη υπόθεση να υπομένει κανείς τα πικρά συμβάντα της ζωής ατάραχα και αδιαμαρτύρητα. Οι πολλές προκλήσεις, περιέργειες, παραξενιές και δυσκολίες δεν αφήνουν κανέναν να υπομείνει. Η σφοδρή επιθυμία όσων έχουν οι άλλοι και λείπουν στους ίδιους τους κάνει να ανυπομονούν.

Στις διαπροσωπικές σχέσεις χρειάζεται οπωσδήποτε μεγάλη υπομονή. Θα πρέπει να παίρνουμε και τη θέση του άλλου, να ακούμε τον πόνο του, να βλέπουμε την δυσκολία του, να του μιλάμε με επιείκεια και καλοσύνη. Δεν μπορούμε να στεκόμαστε απέναντι του άλλου μόνο με παρατηρήσεις. Υπομονή θα πρέπει να κάνουμε και στον εαυτό μας, να τον γνωρίσουμε, να τον αποδεχθούμε, όποιος κι αν είναι. Η υπομονή δεν προέρχεται μόνο από την ελπίδα, αλλά και από την αγάπη. Αγάπη προς Θεό και άνθρωπο. Αγάπη θυσιαστική. Αυτός που υπομένει τον άλλο είναι ανεκτικός, πράος, καλοσυνάτος, αζηλόφθονος, χαμογελαστός και ειρηνικός.

Η υπομονή έχει πολλά καλά να προσφέρει στην δύσκολη σύγχρονη ζωή. Είμαστε υποχρεωμένοι να υπομένουμε την αταξία των καιρών, τα προβλήματα των άλλων, τις δυσκολίες του εαυτού μας. Μακάριοι οι υπομένοντες έως τέλους.

+ Μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης

Τι λέγει όμως για τα παπικά αυτά δόγματα η «Κατήχησις της Καθολικής Εκκλησίας (έκδ. Βατικανό-Κάκτος 1996); Παραθέτουμε μερικές παραγράφους, που ανήκουν στην «Παράγραφο» (=Κεφάλαιον) 4, με τίτλο «Οι πιστοί του Χριστού – Ιεραρχία, Λαϊκοί, αφιερωμένη ζωή»;  (οι υπογραμμίσεις του π. Γεωργίου Μεταλληνού)
Ο Σύλλογος των Επισκόπων και ο Αρχηγός του, ο Πάπας.
880. Ο Χριστός «συγκρότησε τους δώδεκα (Αποστόλους) υπό μορφή Συλλόγου, δηλαδή σταθερού σώματος, επικεφαλής του οποίου τοποθέτησε τον Πέτρο, που τον διάλεξε ανάμεσά τους». «Όπως ο Άγιος Πέτρος και οι άλλοι Απόστολοι, σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου, αποτελούν ένα και μόνο αποστολικό σύλλογο, έτσι και ο επίσκοπος Ρώμης, διάδοχος του Πέτρου, και οι επίσκοποι, διάδοχοι των Αποστόλων, σχηματίζουν μεταξύ τους ένα σύνολο».
881. Ο Κύριος μόνο τον Σίμωνα, στον οποίο έδωσε το όνομα Πέτρος, τον έκανε την πέτρα της Εκκλησίας Του. Σ’ αυτόν εμπιστεύθηκε τα κλειδιά, τον όρισε ποιμένα όλου του ποιμνίου. «Αλλά αυτό το αξίωμα να δένει και να λύνει, που δόθηκε στον Πέτρο, δόθηκε επίσης χωρίς καμιά αμφιβολία, στο σύλλογο των Αποστόλων, ενωμένων με τον αρχηγό τους». Το ποιμαντικό αυτό καθήκον του Πέτρου και των άλλων Αποστόλων ανήκει στα θεμέλια της εκκλησίας και συνεχίζεται από τους επισκόπους κάτω από το πρωτείο του Πάπα.
882. Ο Πάπας, επίσκοπος Ρώμης και διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου, «είναι η αιώνια και ορατή αρχή και θεμέλιο της ενότητας, που συνδέει τόσο τους επισκόπους μεταξύ τους όσο και το πλήθος των πιστών». «Πραγματικά, ο επίσκοπος Ρώμης με το αξίωμά του ως αντιπρόσωπος του Χριστού και ως ποιμένας όλης της Εκκλησία, έχει πλήρη, υπέρτατη και παγκόσμια εξουσία μέσα στην Εκκλησία, την οποία μπορεί πάντοτε ελεύθερα να ασκεί».
883. «Ο σύλλογος ή το σώμα των επισκόπων δεν έχει εξουσία, αν δεν βρίσκεται σε κοινωνία με τον επίσκοπο Ρώμης, ως αρχηγό του». Ο ίδιος αυτός σύλλογος «είναι επίσης φορέας της υπέρτατης και πλήρους εξουσίας μέσα στην παγκόσμια Εκκλησία, την οποία όμως δεν μπορεί να ασκεί χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του επισκόπου Ρώμης».
884. «Ο σύλλογος των επισκόπων ασκεί την εξουσία πάνω σε όλη την Εκκλησία με επίσημο τρόπο στην Οικουμενική Σύνοδο». «Δεν μπορεί να υπάρξει Οικουμενική Σύνοδος αν δεν επικυρωθεί, ή τουλάχιστον αν δεν γίνει δεκτή, από το διάδοχο του Πέτρου».
885. «Ο σύλλογος αυτός, με την πολλαπλή του σύνθεση, εκφράζει την ποικιλία και την παγκοσμιότητα του λαού του Θεού και, με τη συνάθροισή του κάτω από έναν αρχηγό, εκφράζει την ενότητα του ποιμνίου του Χριστού» (…).
890. (…) Το ποιμαντικό καθήκον του Διδακτικού Σώματος έγκειται στην επαγρύπνηση, ώστε ο Λαός του Θεού να παραμένει στην αλήθεια, η οποία ελευθερώνει. Για να εκπληρώνουν αυτή την υπηρεσία, οι ποιμένες της Εκκλησίας προικίσθηκαν από τον Χριστό με το χάρισμα του αλάθητου σε θέματα πίστεως και ηθών. Η άσκηση αυτού του χαρίσματος μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους.
891. «Αυτό το αλάθητο έχει ο επίσκοπος Ρώμης, κεφαλή του συλλόγου των επισκόπων, χάρη στο αξίωμά του, όταν, σαν πρώτος ποιμένας μαζί με το διάδοχο του Πέτρου, ασκούν το ύψιστο διδακτικό τους αξίωμα», προπάντων στην Οικουμενική Σύνοδο. «Όταν, με το υπέρτατο Διδακτικό της Σώμα, η Εκκλησία προτείνει μια αλήθεια «να την πιστεύσουμε ως αποκαλυμμένη από τον Θεό» και σαν διδασκαλία του Χριστού, «οφείλουμε να παραδεχθούμε μέσα στην υπακοή της πίστεως αυτούς τους ορισμούς». Το αλάθητο αυτό επεκτείνεται στις ίδιες διαστάσεις, όπου επεκτείνεται και η παρακαταθήκη της θεϊκής Αποκαλύψεως.
892. Η θεϊκή συμπαράσταση προσφέρεται επίσης στους διαδόχους των Αποστόλων, όταν διδάσκουν ενωμένοι με το διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου, και ιδιαίτερο τρόπο προσφέρεται στον επίσκοπο Ρώμης, ποιμένα όλης της Εκκλησίας (…).
895. «Η εξουσία αυτή, που την ασκούν προσωπικά στο όνομα του Χριστού, είναι δική τους, τακτική και άμεση, έστω και αν η άσκησή της ρυθμίζεται τελικά από την ανώτατη εξουσία της Εκκλησίας». Αλλά δεν πρέπει να θεωρούνται οι επίσκοποι ως αντιπρόσωποι του Πάπα, του οποίου η τακτική και άμεση εξουσία σε όλη την Εκκλησία δεν εκμηδενίζει, αλλ’ αντίθετα επιβεβαιώνει και προστατεύει την εξουσία των επισκόπων. Η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται σε κοινωνία με όλη την Εκκλησία υπό την καθοδήγηση του Πάπα».
Καταγράφουμε τις βασικότερες επισημάνσεις μας:
1. Το πρωτείον του Πάπα εξακολουθεί να στηρίζεται στον Άγιο Πέτρο.
2. Θεμέλιο της ενότητας «αιώνιο και ορατό» είναι ο Πάπας.
3. Ο Πάπας μένει «αντιπρόσωπος του Χριστού» και ποιμένας ΟΛΗΣ της Εκκλησίας, με «υπέρτατη και παγκόσμια εξουσία» (Episcopus Universalis).
4. Ο Πάπας υπέρκειται των Οικουμενικών Συνόδων.
5. Ο Πάπας έχει –κατ’ εξοχήν- το αλάθητον ως «κεφαλή» όλων των Επισκόπων και «πρώτος ποιμένας» της Εκκλησίας.
6. Όλα τελούνται (από τους Επισκόπους) «υπό την καθοδήγηση του Πάπα».


(στο βιβλίο: «Αγωνιστικά…» π. Γεωργίου Μεταλληνού, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 152-155)

– Γέροντα, πολλοί Άγιοι έχουν δει ψυχές, όταν φεύγουν από το σώμα. Τί μορφή έχουν;
– Είναι σαν παιδάκια. Στην άλλη ζωή όλοι θα είναι όπως οι Άγγελοι· δεν θα υπάρχουν ούτε άνδρες ούτε γυναίκες ούτε γέροι ούτε γριές ούτε μωρά· όλοι θα είναι ένα φύλο, θα έχουν μια ηλικία.

Γι’ αυτό, και όταν δη κανείς ψυχές που φεύγουν από την ζωή, τις βλέπει κατά κάποιον τρόπο σαν μικρά παιδιά. Το πρόσωπό τους έχει τα χαρακτηριστικά του, αλλά είναι σαν μικρού παιδιού.
Όταν έμενα στο Κελλί του Τιμίου Σταυρού, επισκεπτόμουν καμμιά φορά τον Γερο-Φιλάρετο . Ήταν ένα ευλαβέστατο γεροντάκι που έμενε σε ένα κοντινό Κελλί.

Επί δεκαπέντε χρόνια, μέχρι που αρρώστησε και ο ίδιος, διακονούσε τον υποτακτικό του Πατέρα Βαρθολομαίο, που έπασχε από πάρκινσον. Την τελευταία φορά που πήγα στο Κελλί του, τον βρήκα πεσμένο κάτω. Είχε έναν μήνα που δεν έτρωγε τίποτε· έπινε μόνο λίγο νερό. Ούτε να ξαπλώση μπορούσε· κοιμόταν με τα παπούτσια, καθιστός και ακουμπισμένος στον τοίχο. Τα ρούχα του ήταν κολλημένα στο σώμα του και τα παπούτσια του γεμάτα υγρά, γιατί είχαν ανοίξει τα πόδια του και έβγαζαν αίμα και νερό.

Αλλά αυτός αντιμετώπιζε όλη αυτήν την κατάσταση σαν να μη συνέβαινε τίποτε.

«Και αυτά, έλεγε, είναι ευλογία από τον Θεό».

Τον σήκωσα λοιπόν και παρακάλεσα τον Πατέρα Βαρθολομαίο να μείνω το βράδυ στο Καλύβι τους, για να τους συμπαρασταθώ, αλλά εκείνος δεν δέχθηκε.

Μου είπε να πάω την άλλη μέρα. Τα μεσάνυχτα όμως, την ώρα που έκανα κομποσχοίνι, τί να δώ!

Βλέπω τον Γερο-Φιλάρετο με ένα φωτεινό πρόσωπο, ηλικίας περίπου δώδεκα χρόνων, να φεύγη στον Ουρανό μέσα σε ουράνιο φώς. Κατάλαβα ότι είχε αναπαυθή.

(Γέροντος Παϊσίου Λόγοι, τόμος ΣΤ, σελ.141-142)


- Ξέρεις τι εργόχειρο κάνουν εκεί στον Ουρανό; Συνέχεια δοξολογούν τον Θεό.
- Γέροντα, γιατί το σώμα Του νεκρού λέγεται «λεί­ψανο»;
- Γιατί είναι ό,τι μένει εδώ στην γη από τον άνθρωπο μετά τον θάνατο. Ο κυρίως άνθρωπος, που είναι η ψυχή, φεύγει στον Ουρανό. Στην μέλλουσα Κρίση θα αναστήση ο Θεός και το σώμα, για να κριθή με αυτό ο άνθρωπος, γιατί με αυτό έζησε και αμάρτησε. Στην άλλη ζωή όλοι θα έχουν το ίδιο σώμα - πνευματικό σώμα-, το ίδιο ανάστημα, και οι κοντοί και οι ψη­λοί, την ίδια ηλικία, και οι νέοι και οι γέροι και τα μωρά, αφού η ψυχή είναι ίδια. Θα υπάρχη δηλαδή μια αγγελική ηλικία.
- Γέροντα, στην άλλη ζωή όσοι θα είναι στην Κόλα­ση θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στον Παράδεισο;
- Κοίταξε, όπως αυτοί που είναι την νύχτα έξω στο σκοτάδι βλέπουν όσους είναι μέσα σε ένα δωμάτιο φωτισμένο, έτσι και όσοι θα βρίσκονται στην κόλα­ση θα βλέπουν όσους θα είναι στον Παράδεισο. Και αυτό θα είναι μεγαλύτερη κόλαση. Όπως πάλι όσοι την νύχτα είναι στο φως, δεν βλέπουν αυτούς που είναι έξω στο σκοτάδι, έτσι και αυτοί που θα βρίσκονται στον Παράδεισο δεν θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στην κόλαση. Γιατί, αν έβλεπαν τους κολασμένους, θα πονούσαν, θα θλίβονταν για την ταλαιπωρία τους, και δεν θα απολάμβαναν τον Παράδεισο, αλλά εκεί «ουκ εστί πόνος...».

Και όχι μόνο δεν θα τους βλέπουν, αλλά ούτε θα θυμούνται αν είχαν αδελφό η πατέρα η μητέρα, αν δεν είναι και εκείνοι στον Παράδεισο. «Εν εκείνη τη ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού» λέει ο Ψαλμωδός. Γιατί, άμα τους θυμούνται, πως θα είναι Παράδεισος; Αύτος μάλιστα που θα είναι στον Παράδεισο, θα νομίζουν ότι δεν θα υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, ούτε θα θυμούνται τις αμαρτίες που είχαν κάνει. Γιατί, αν θυμούνται τις αμαρτίες τους, δεν θα αντέχουν από φιλότιμο στην σκέψη ότι λύπησαν τον Θεό.
Η ποσότητα πάλι της χαράς του καθενός στον Παράδεισο θα είναι διαφορετική. Άλλος θα έχει μια δαχτυλήθρα χαρά, άλλος ένα ποτήρι, άλλος μια ολόκληρη δεξαμενή. Όλοι όμως θα αισθάνονται πλήρεις και κανένας δεν θα ξέρη το μέγεθος της χαράς, της αγαλλιάσεως, του άλλου. Τα κανόνισε έτσι ο Καλός Θεός, γιατί, αν γνώριζε ο ένας ότι ο άλλος έχει περισσότερη χαρά, δεν θα ήταν τότε Παράδεισος, επειδή θα υπήρχε το «γιατί εκείνος να έχει περισσότερη χαρά και εγώ λιγότερη; ». Δηλαδή καθένας θα βλέπει στον Παράδεισο την δόξα του Θεού ανάλογα με την καθαρότητα των οφθαλμών της ψυχής του. Η ορατότητα όμως δεν θα καθορισθεί από τον Θεό, άλλα θα εξαρτηθεί από την δική του καθαρότητα.

- Γέροντα, μερικοί δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και Παράδεισος.
- Δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και Παράδεισος; Πως είναι δυνατόν οι νεκροί να μείνουν στην ανυπαρξία, αφού είναι ψυχές; Ο Θεός είναι αθάνατος και ο άνθρωπος είναι κατά χάριν αθάνατος. Επομένως αθάνατος θα είναι και στην κόλαση. Ύστερα τον Παράδεισο και την κόλαση τα ζει η ψυχή μας σε έναν βαθμό και από αυτήν την ζωή, ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Όταν κάποιος έχει τύψεις συνειδήσεως και νιώθει φόβο, ταραχή, άγχος, απελπισία, η είναι κυριευμένος από μίσος, από φθόνο κ.λπ., τότε ζη την κόλαση. Ενώ, όταν μέσα του υπάρχει αγάπη, χαρά, ειρήνη, πραότητα, καλοσύνη κ.λπ., τότε ζει τον Παράδεισο. Όλη η βάση είναι η ψυχή, γιατί αυτή είναι που αισθάνεται και την χαρά και τον πόνο.

Να, πήγαινε σε έναν πεθαμένο και πες του τα πιο ευχάριστα πράγματα, λ.χ. «ήρθε ο αδελφός σου από την Αμερική» κ.λπ., δεν θα καταλάβει τίποτε. Αν Του σπάσεις τα χέρια, τα πόδια, πάλι δεν θα καταλάβει. Επομένως η ψυχή είναι που αισθάνεται. Αυτά όλα δεν τους προβληματίζουν; Η, ας υποθέσουμε, βλέπεις ένα ωραίο, ένα ευχάριστο όνειρο, χαίρεσαι, χτυπάει γλυκά η καρδιά σου και, δεν θέλεις να τελείωση. Ξυπνάς και στενοχωριέσαι, γιατί ξύπνησες. Η βλέπεις ένα άσχημο όνειρο, ότι έπεσες λ.χ. και έσπασες τα πόδια σου, και υποφέρεις, κλαις. Από την αγωνία σου ξυπνάς με δάκρυα στα μάτια, βλέπεις ότι δεν έπαθες τίποτε και λες: «Ευτυχώς όνειρο ήταν!». Δηλαδή συμμετέχει η ψυχή.

Από ένα άσχημο όνειρο υποφέρει κανείς περισσότερο από ό,τι στην πραγμα­τικότητα, όπως και ο άρρωστος υποφέρει πιο πολύ την νύχτα απ' ό,τι την ημέρα. Έτσι και όταν πεθάνει ο άνθρωπος, αν πάει στην κόλαση, θα είναι πιο οδυνηρό. Σκεφθείτε να ζη κανείς ένα αιώνιο εφιαλτικό όνειρο και να βασανίζεται αιώνια! 'Εδώ δεν μπορείς να αντέξεις για λίγα λεπτά ένα άσχημο όνειρο, άντε τώρα αιώνια -Θεός φυλάξει- να είσαι μέσα στην θλίψη. Γι' αυτό καλύτερα να μην πάμε στην κόλαση. 'Εσείς τι λέτε;

- Τόσον καιρό, Γέροντα, κάνουμε αγώνα να μην πάμε στην κόλαση λέτε, εκεί να καταλήξουμε;
- Αν δεν έχουμε μυαλό, εκεί θα πάμε. Εγώ εύχομαι η όλοι στον Παράδεισο η κανένας στην κόλαση... Κα­λά δεν λέω; Είναι πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε ο Θεός για μας τους ανθρώπους, να πάμε στην κόλαση και να Τον λυπήσουμε. Ο Θεός να φυλάξει, όχι μόνον άνθρωπος, αλλά ούτε πουλί να μην πάει στην κόλαση.
Ο Καλός Θεός ας μας δώσει καλή μετάνοια, για να μας βρει ο θάνατος σε καλή πνευματική κατάσταση και, να αποκατασταθούμε στην Ουράνια Βασιλεία Του. Αμήν.

Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου: Η μετά θάνατον ζωή

 

Γράφει ο κ. Γεώργιος Δημόπουλος, Νευρολόγος Ψυχίατρος.

Πριν πέντε χρόνια είχα μια εμπειρία φιλικότητας στην τριαντάχρονη καριέρα μου.
Χτυπά το τηλέφωνο στο ιατρείο μου εν ώρα εργασίας. Το σηκώνω και απαντώ:
«Λέγετε, παρακαλώ».
Απάντηση του καλούντος προσώπου:

«Είστε ένα γαϊδούρι»

(φωνή άγρια, θυμωμένη, επιθετική από γνώριμη κυρία, που για δικούς της λόγους είχε αυτή την άποψη).
Δική μου απάντηση:

«Σας ευχαριστώ πολύ κυρία μου, μπορεί να έχετε δίκιο, να  είμαι γαϊδούρι και να μην το ξέρω. Ευχαριστώ για τη διαπίστωση που κάνατε».
Κυρία (με τόνο θριαμβευτικό και ειρωνικό):
«Και τι θα κάνετε σήμερα που το μάθατε;».
Απάντηση δική μου:

«Απόψε κιόλας θα ασχοληθώ με τη ζωολογία για ν’ ανακαλύψω τα θετικά στοιχεία του συμπαθούς αυτού τετράποδου με το οποίο με παρομοιάζετε (και γέλασα φυσικά), αν και γνωρίζω, κυρία μου, τα δύο πρώτα καλά στοιχεία του: την υπομονή και την αξιοπρέπεια».
Απάντηση κυρίας (είχε εξαφανιστεί η επιθετικότητα και ο θυμός από τον τόνο της φωνής της, και με φυσικό τρόπο με ρώτησε):

«Εσείς γιατρέ δεν θα με βρίσετε;».
Απάντηση δική μου (με χιούμορ):

«Εσείς εδώ μου δίνετε την ευκαιρία να ανακαλύψω ιδιότητες που δεν τις γνωρίζω και θέλετε να σας βρίσω και από πάνω;».
Σημείωση (για την ιστορία): Με την κυρία γίναμε οι καλύτεροι φίλοι και με σύστησε σε πολλούς φίλους και γνωστούς της.


(Γιώργος Δημόπουλος, Αυτογνωσία, εκδ. Αυττογνωσία Α.Ε. σελ. 55-56)

Συγκλονιστικό «ντοκουμέντο».
Καλοκαίρι του έτους 1974. Τα τουρκικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Κύπρο μας, σκορπώντας τον τρόμο και τον θάνατο. Στην Μόρφου, από πλευράς Κυπρίων χριστιανών, συνέβη κάτι, που σοκάρισε ακόμα και τους τούρκους!
Τούρκοι στρατιώτες έπιασαν αιχμαλώτους δεκαπέντε ελληνοκυπρίους, ανάμεσά τους και έναν δάσκαλο. Τους έφεραν στο σπίτι του δασκάλου, που είχε μια αυλή με κληματαριά, (που μόλις είχε ραντισθεί με φάρμακο-δηλητήριο) και ίσκιωνε την αυλή.
Τους έστησαν στον τοίχο, απέξω στην αυλή, κάτω από την κληματαριά, περιμένοντας εναγωνίως τον τούρκο αξιωματικό να έρθει και να διατάξει «πυρ».
Απερίγραπτες στιγμές! Θρήνος! Κλαυθμός! Οδυρμός!
Ο τούρκος αξιωματικός έμπαινε στην αυλή, έτοιμος να διατάξει «πυρ». Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε προς τα πάνω, προς την κληματαριά, (που υπενθυμίζομε μόλις είχε ραντισθεί με φάρμακο-δηλητήριο) και ζήλεψε τα σταφύλια. Άπλωσε το χέρι του, έκοψε ένα σταφύλι, παρατείνοντας έτσι την αγωνία των μελλοθανάτων.
Καθώς θα έτρωγε το σταφύλι, (γεμάτο από δηλητήριο!) πετάχθηκε ο δάσκαλος, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού και έβγαλε φωνή-κραυγή, (στον δήμιό του!):
- Αδελφέ μου! Μην το τρως! Προχθές το ράντισα με φάρμακα, που ήταν δηλητήριο! Θα πεθάνεις!! Μη, μην το τρως!
Ο Τούρκος αξιωματικός έμεινε άναυδος! Πέταξε το σταφύλι, και όλος απορία τον ρώτησε:
-Καλά, δεν βλέπεις, πως σε λίγο θα δώσω διαταγή να σας σκοτώσουν; Και συ, αντί να με εκδικηθείς, πας να μου σώσεις την ζωή μου; Τι σου ήρθε και με χιλιοπαρακαλάς να μην το φάω;
Και ο καλόκαρδος δάσκαλος του εξήγησε με αξιοθαύμαστη για τις στιγμές ειρήνη:
- Ο Χριστός, που πιστεύουμε, μας λέει να αγαπάμε τους εχθρούς μας και να τους ευεργετούμε. Αν δεν το έκανα αυτό, θα καταφρονούσα την εντολή Του. Και δεν θέλω, τώρα που φεύγω από τον κόσμο αυτό και θα παρουσιασθώ μπροστά Του, να φέρω στην ψυχή μου μια τέτοια βαρειά αμαρτία.
Ο αξιωματικός συγκλονίζεται εκ νέου! Γυρίζει προς τους στρατιώτες, που περίμεναν το «πυρ» και τους λέει σοκαρισμένος:
- Αν έβρισκα έναν τέτοιο τούρκο, θα έδινα ακόμα και την ζωή μου! Μαζέψτε τα όπλα σας και αφήστε τους ελεύθερους! Όλους!
Και σώθηκαν άπαντες από βέβαιο θάνατο!
Ο ανεξίκακος Κύριος βλέποντας την ανεξικακία αυτού του Κύπριου δασκάλου, έκανε το θαύμα του!


(αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Τέρμα! δεν σε χωνεύω, εκδ. Θαβώρ, σελ. 19-21)

Στον έμπορο Σ.Τ., τον οποίο «ο Θεός δεν ακούει».


Παραπονιέσαι, ότι ο Θεός δεν ακούει τις προσευχές σου. Σε πολλές δυσκολίες προσευχόσουν στον Θεό, και ποτέ δεν σε έσωσε από καμία! Πως όχι, αναρωτιέμαι, αφού ιδού εσύ επέζησες από τις δυσκολίες;
Όμως επίτρεψέ μου μία ερώτηση: εσύ, ακούς το Θεό ;

Μέσα και από την Παλαιά και από την Καινή Διαθήκη ο Ύψιστος υποσχέθηκε να ακούει τους ανθρώπους υπό τον όρο οι άνθρωποι να ακούν Εκείνον. Εσύ ακούς τον Θεό, αφού ζητάς ο Θεός να ακούει εσένα ; Εκπληρώνεις τους θεϊκούς νόμους και κρατάς τις τάξεις Του;

Εάν δεν το κάνεις, τότε είναι παράξενη η απαίτησή σου, ο Θεός να ακούσει εσένα και να υπακούσει. Ο Θεός κατέβηκε στη γη και έπλυνε τα πόδια εκείνων που Τον αγαπούν. Στον Δημιουργό μας είναι μεγάλη χαρά να ακούει τα υπάκουα παιδιά Του. Ο Δημιουργός υπάκουσε στον Μωυσή, τον Αβραάμ και τον Ιακώβ σ’ ότι Τον παρεκάλεσαν. Και μέσω φυσικών και υπερφυσικών ενεργειών Εκείνος άπλωνε το έλεός Τους σ’ εκείνους που εκπλήρωναν τον νόμο Του.

Εάν Αυτός δεν ήθελε να υπακούσει τις δικές μου και τις δικές σου προσευχές, τούτο συνέβη ή εξαιτίας του ότι εμείς δεν θέλαμε να υπακούσουμε τις εντολές Του από την Διαθήκη ή επειδή οι προσευχές μας ήταν ανορθόδοξες. Μέσω του Ησαΐα έλεγε ο Κύριος στον ανυπάκουο λαό: «Εάν πληθύνητε την δέησιν, ουκ εισακούσομαι υμών» (Ησ. 1,15). Ενώ λίγο πιο μετά: «Και εάν θέλητε και εισακούσητέ μου, τα αγαθά της γης φάγεσθε» (Ησ. 1,19). Ο Θεός μας ακούει όταν ακούμε και δεν ακούει όταν δεν ακούμε.

Ακόμα, δεν ακούει ούτε τότε που ζητάμε κάτι επιζήμιο και ανόητο. Οι απόστολοι Ιάκωβος και Ιωάννης παρακάλεσαν μία φορά τον Κύριο, ν’ αφήσει φωτιά από τον ουρανό στο χωριό, το οποίο δεν ήθελε να τους δεχθεί για να περάσουν τη νύχτα. Αυτός «στραφείς δε επετίμησεν αυτοίς» (Λουκ. 9,55). Όχι μόνο δεν τους εκπλήρωσε τα αιτήματα, αλλά τους μάλωσε. Θυμήσου και εσύ, εάν οι προσευχές σου ήταν αξίες του ανθρώπου και αξίες του Θεού.
Κάτι ακόμα. Γιατί προσεύχεσαι στον Θεό μόνο στη δυσκολία; Μ’ αυτό ταπεινώνεις τον εαυτό σου, ενώ οι υβρίζεις τον Θεό σου. Ο Δημιουργός μας, ζητά από μας να αισθανόμαστε αδιάκοπα τη δική Του παρουσία και ασταμάτητα να επικοινωνούμε μέσω της προσευχής μαζί Του : «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσ. 5,17). Προσευχόμενος στον Θεό μόνο όταν σε βρίσκει καημός κάνεις τον εαυτό σου απλό ζητιάνο και ντροπιάζεις τον Θεό, αφού Τον καλείς σαν πυροσβέστη μόνο όταν καίγεται το σπίτι σου.

Ο Χριστός μας έδωσε το δικαίωμα να επικαλούμαστε τον δικό Του Πατέρα, ως δικό μας Πατέρα. Τι πιο γλυκό υπάρχει απ’ αυτό ; Και τι υπάρχει πιο γλυκό για τα παιδιά από το να βρίσκονται παρόντες οι γονείς τους ; Ας φροντίζουμε, λοιπόν, κι εμείς ασταμάτητα να στεκόμαστε στην παρουσία του ουράνιου Πατέρα μας, με την καρδιά και με τις σκέψεις και με τις προσευχές. Η προσευχή μας στον καιρό της προκοπής και της χαράς είναι σαν κάποιο κεφάλαιο προσευχής, που μας χρησιμεύει στις μέρες της δυσχέρειας και των βασάνων περισσότερο από τη στιγμιαία προσευχή όταν αυτές οι μέρες έρθουν.
 Ειρήνη από τον Κύριο
(Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, εκδ. Εν πλω, σελ. 309-310)

Του Καθηγητή κ Στυλιανού Παπαδιπούλου.

Η Εκκλησία χρησιμοποιεί, εκλεκτικά πάντοτε, τη γλώσσα του πνευματικού περιβάλλοντος και όχι το πνευματικό (φιλοσοφικό-ηθικιστικό-κοσμολογικό) περιεχόμενο της γλώσσας αυτής. Ακριβέστερα, δεν υπήρξε πραγματική διαλεκτική μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας, όπως αφελώς και ανέρειστα επαναλαμβάνεται.
Διαλεκτική θα ήταν η σχέση αν η θεολογία δεχότανε κάποιες, τουλάχιστον, από τις θεμελιώδεις αντιλήψεις ή λύσεις της φιλοσοφίας. Αυτό δεν συνέβη ποτέ.

Η θεολογία για την καίρια και αποκεκαλυμμένη θεία αλήθεια χρησιμοποιούσε μόνο γλωσσικούς όρους και δομές της φιλοσοφίας και σ’ αυτούς έδινε άλλο περιεχόμενο.

Όταν, π.χ., ο Παύλος απευθυνότανε στους Αθηναίους και χρησιμοποιούσε τον λόγο του φιλοσόφου Άρατου (Φαινόμενα 5) «του γαρ και γένος εσμέν» (Πράξ. 17: 28), δεν δανειζότανε και την αντίληψη του Άρατου για τον Θεό και τον άνθρωπο. Δεν λάμβανε από τον φιλόσοφο παρά μόνο μια ωραία φράση, που γνώριζαν οι Αθηναίοι και που αυτήν ακούγοντας τα ελκύονταν ν’ ακούσουν τη διδασκαλία του Παύλου για τον Θεό και τον άνθρωπο.

Το ίδιο και στην περίπτωση του Ευαγγελιστή Ιωάννη, που χρησιμοποίησε τον ήδη πολύ γνωστό όρο «λόγος». Άλλο με τον όρο αυτόν κατανοούσαν οι φιλόσοφοι και άλλο ο Ιωάννης. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για διαλεκτική σχέση.
Πρώτος που εξήγησε με σαφήνεια την ιερή αυτή τακτική της θεολογίας είναι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος (390). Ο ομώνυμος της θεολογίας ιερός αυτός άνδρας αφενός μεν συνιστούσε να παραβλέπουν και να περιφρονούν οι χριστιανοί τη θύραθεν σοφία,
«Σοφία πρώτη, τοιαύτης [=θύραθεν] σοφίας υπεροράν, της εν λόγω κείμενης και στροφαίς λέξεων και ταις κιβδήλοις και περιτταίς αντιθέσεσι»
(=η πρώτη σοφία είναι το να παραβλέπει κανείς αυτού του είδους τη σοφία [=τη θύραθεν], η οποία βρίσκεται στο λόγο και στα λεκτικά σχήματα και στις ψευδείς και περιττές αντιθέσεις. ΕΠΕ 5, 325). (Λόγος ΙΣΤ’, PG 35, 936C)
αφετέρου δε ως «παίδευσιν» τη θεωρούσε σπουδαίο αγαθό και κατηγορούσε ως «σκαιούς» εκείνους τους χριστιανούς που την απέρριπταν και τη βδελύσσονταν, γιατί δήθεν τους οδηγούσε μακριά από τον Θεό:
«Οίμαι δε πάσιν ανωμολογείσθαι τον νουν εχόντων παίδευσιν των παρ’ ημίν αγαθών είναι πρώτον. Ου ταύτην μόνην την ευγενεστέραν και ημετέραν [=τη χριστιανική] …  αλλά και την έξωθεν, ην οι πολλοί χριστιανών διαπτύουσιν ως επίβουλον και σφαλεράν και Θεού πόρρω βάλλουσαν, κακών ειδότες… Ούκουν ατιμαστέον την παίδευσιν … αλλά σκαιούς και απαιδεύτους, υποληπτέον τους ούτως έχοντας…».
(=Νομίζω ότι όλοι όσοι έχουν νου έχουν ομολογήσει, ότι η μόρφωση είναι το πρώτο αγαθό που έχουμε. Όχι μόνο αυτή η ευγενέστερη και δική μας [=η χριστιανική]… αλλά και η εξωτερική την οποία πολλοί χριστιανοί από κακή εκτίμηση απορρίπτουν, διότι τάχα είναι ύπουλη και απαητλή και απομακρύνει από το Θεό, σκεπτόμενοι κακώς… Δεν πρέπει λοιπόν να ατιμάσουμε την μόρφωση… αλλά να θεωρήσουμε αγροίκους και ακαλλιέργητους όσους είναι σε αυτήν την κατάσταση. ΕΠΕ,6,145-147) (Λόγος ΜΓ’, PG 35, 508Β-509A)
Και συμβιβάζονται οι δήθεν αντίθετες απόψεις του Γρηγορίου, διότι, πέραν της ανάγκης της «παιδεύσεως», ο παραμερισμός και η περιφρόνηση της θύραθεν σοφίας αφορά όχι στους όρους και στα σχήματά της, αλλά στο περιεχόμενο των φιλοσοφικών αυτών όρων.

Για να θεολογήσει ο Γρηγόριος περί Αγίας Τριάδας χρησιμοποιεί νεοπλατωνικούς όρους, τους οποίους γνώριζαν οι πεπαιδευμένοι της εποχής. Οι πλατωνικοί, π.χ., όροι «μονάς», «δυάς», «σύννεσις», «επιστροφή» και «υπόστασις», βρίσκονται στις Εννεάδες (V 1, 6 και 7· V 2, 1· VI 13. Βλ. π.χ. έκδ. P. Henri – R.Schwyzer, Plotini opera, II, Paris-Bruxelles 1959), αλλά βρίσκονται και στον Γρηγόριο (Λόγος ΚΘ’). Όμως ο Γρηγόριος απαιτεί, παρά την χρήση των γλωσσικών όρων του Πλωτίνου, να στέκεται ο θεολόγος στις δικές του, τις θεολογικές προϋποθέσεις, στην αλήθεια με την οποία αυτός φορτίζει τους πλωτινικούς όρους («…επί των ημετέρων όρων ιστάμενοι»). Προς αποφυγήν, μάλιστα, κάθε παρεξηγήσεως και συγχύσεως από τη χρήση φιλοσοφικών όρων στη θεολογία, επεξηγεί: όταν μιλάμε για την Αγία Τριάδα με φιλοσοφικούς όρους και λέμε, π.χ., ότι «κινήθηκε» από «μονάδα» σε «δυάδα» μέχρι την «Τριάδα», δεν εννοούμε -παρά την ταυτότητα των λέξεων- ό,τι και οι φιλόσοφοι, δηλαδή «υπέρχυσιν αγαθότητος»,, όπως ένας «των παρ’ έλλησι οι φιλοσοφησάντων ειπείν ετόλμησεν». Η φιλοσοφική έννοια της «υπερχύσεως» προϋποθέτει αναγκαιότητα και μειονεκτικότητα του όντος, πού προέρχεται αναγκαστικά ως υπερχείλιση, έναντι εκείνου από το οποίο προέρχεται.
«Ημίν [=στους χριστιανούς] δε μοναρχία το τιμώμενον· μοναρχία δε, ουχ ην εν περιγραφέν πρόσωπον…, αλλ’ ην φύσεως ομοτιμία συνίστησι και γνώμης σύμπνοια και ταυτότης κινήσεως και προς τον εν των εξ αυτού σύννευσις … τη γε ουσία μη τέμνεσθαι. Δια τούτο μονάς απ’ αρχής, εις δυάδα κινηθείσα, μέχρι Τριάδος έστη. Και τούτο εστιν ημίν ο Πατήρ και Υιός και το Άγιο Πνεύμα… Ου γαρ δη υπέρχυσιν αγαθότητος ειπείν θαρρήσομεν – ο των παρ’ έλλησι φιλοσοφησάντων ειπείν τις ετόλμησεν, οίον κρατήρ τις υπερερρύη… μη ποτέ ακούσιον την γέννησιν εισαγάγωμεν και οίον περίττωμα τι φυσικόν και δυσκάθεκτον… Δια τούτο, επί των ημετέρων όρων ιστάμενοι, το αγέννητον εισάγομεν και το γεννητόν και το εκ του Πατρός εκπορευόμενον».
(=Εμείς [οι Χριστιανοί] τιμούμε τη μοναρχία· και μάλιστα τη μοναρχία η οποία δεν περιορίζεται σε ένα πρόσωπο…, αλλά μοναρχία την οποία πραγματοποιεί η ισοτιμία της φύσης, η σύμπνοια της γνώμης, η ταυτότητα της κίνησης και η συμφωνία με το ένα πρόσωπο… όμως η ουσία δεν τεμαζίζεται. Για αυτό ενώ είναι μονάδα στην αρχική ουσία, προχώρησε στη δυάδα και έμεινε στην Τριάδα. Και έτσι έχουμε τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα… Διότι εμείς δεν θα τολμήσουμε να μιλήσουμε για ξεχείλισμα αγαθότητας, το οποίο κάποιος Έλληνας φιλόσοφος τόλμησε να πει επί λέξει «σαν κρατήρας ξεχείλισε»… για να μην εισαγάγουμε την ακούσια γέννηση σαν να είναι ένα περίττωμα φυσικό και ασυγκράτητο… Για αυτό παραμένουμε στους δικούς μας όρους και χρησιμοποιούμε το αγέννητο και το γεννητό και το «εκ τους Πατρός εκπορευόμενον» ΕΠΕ 4,107-109) (Λόγος ΚΘ’, PG 35, 76)
Ο Γρηγόριος, δηλαδή, όχι μόνο δηλώνει ότι άλλο είναι το νόημα που ως θεολόγος δίνει στους αποφορτισμένους όρους της φιλοσοφίας, αλλά καταβάλλει προσπάθεια να εξηγήσει, με πολλούς τρόπους και άλλες ακόμη λέξεις, ποιά είναι η αλήθεια περί Τριάδας, την οποία και αδυνατούν να δηλώσουν οι φιλοσοφικοί όροι που έχουν άλλο περιεχόμενο, εφόσον άλλες ήταν οι αντιλήψεις και το σκεπτικό των φιλοσόφων που τις χρησιμοποίησαν αρχικά.
Την τακτική, που εξήγησε ο  Γρηγόριος ο Θεολόγος το 380 στην Κωνσταντινούπολη, ακολούθησαν δημιουργικά και οι μεταγενέστεροι μεγάλοι θεολόγοι.

Έτσι, πολύ χαρακτηριστικά, ο Γρηγόριος ο Παλαμάς (1359) δηλώνει με σαφήνεια ότι, αν και οι θεολόγοι Πατέρες χρησιμοποιούν τις, λέξεις τους όρους («τα ρήματα»), που χρησιμοποιούν και οι φιλόσοφοι, «τα νοήματα» στους μεν και στους δε είναι τελείως διαφορετικά. Και αυτό, διότι οι μεν θεολόγοι έχουνε την αλήθεια («νουν») του Χριστού, οι δε φιλόσοφοι μιλάνε από τη δική τους ανθρώπινη διάνοια:
«Καν τις των Πατέρων τα αυτά τοις έξω [=φιλοσόφοις] φθέγγηται, αλλ’ επί των ρημάτων μόνον, επί δε των νοημάτων πολύ το μεταξύ. Νουν γαρ ούτοι… έχουσι Χριστού, εκείνοι δε … εξ ανθρωπίνης διανοίας φθέγγονται. Καθόσον δε απέχει ο ουρανός από της γης, κατά τοσούτον απέχει η διάνοιά μου από των διανοιών ημών, λέγει Κύριος»
(=Και αν κάποιος από τους Πατέρες λέει τα ίδια με τους έξω [=φιλοσόφους], αλλά μόνο στα λόγια υπάρχει συμφωνία, στα νοήματα όμως είναι πολλή η μεταξύ τους απόσταση. Διότι αυτοί… έχουν νου Χριστού, ενώ εκείνοι… μιλούν από ανθρώπινη διάνοια. Όσο όμως απέχει ο ουρανός από τη γη, τόσο απέχει η διάνοιά μου από τις διάνοιές σας, λέει ο Κύριος)
 (Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων Α’, έκδ. Π. Χρήστου, Συγγράμματα, Α’, σ. 373)
Και τρίτο παράδειγμα θα παραθέσουμε, συνοδικού μάλιστα κύρους. Δείχνει και αυτό πόσο η τακτική της θεολογίας, το να χρησιμοποιεί δηλαδή άνετα τη θύραθεν παιδεία, τους φιλοσοφικούς γλωσσικούς όρους, χωρίς να λαμβάνει το εννοιολογικό-φιλοσοφικό τους περιεχόμενο, αποτελούσε γενικευμένο και παντού και πάντοτε ισχύοντα κανόνα, μολονότι εφαρμοζόταν ανάλογα με τα πρόσωπα, τις εποχές και τα προβλήματα. Όσο μάλιστα πιο μεγάλος ήταν ο εκάστοτε θεολόγος, τόσο μεγαλύτερη άνεση ένιωθε στη χρήση της φιλοσοφίας και γενικά του εξωχριστιανικού πνευματικού περιβάλλοντος. Οι ελάσσονες, αντίθετα, θεολόγοι ή απέφευγαν από φόβο την έξω σοφία, οπότε καταντούσαν παραδοσιοκράτες (όχι παραδοσιακοί), ή ταν χρησιμοποιούσαν άκριτα (χωρίς να διακρίνουν σ’ αυτήν μορφή γλωσσική, που θα μπορούσανε να δανεισθούν, και περιεχόμενο), οπότε απέβαιναν φιλελεύθεροι, νοθευτές  της αποκεκαλυμμένης αλήθειας.
Η συνοδική απόφαση που αναφέραμε οφείλεται σε Σύνοδο του 1082, η οποία καταδίκασε θέσεις και διδασκαλίες του τότε φιλοσόφου και θεολόγου Ιωάννη Ιταλού (βλ. Στυλ. Γ. Παπαδόπουλου, στο Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 7 [1965], 6-9). Η συγκεκριμένη απόφαση περιλήφθηκε αμέσως (13 Μαρτίου) στο περίφημο Συνοδικόν της Ορθοδοξίας κι έκτοτε διαβάζεται-ομολογείται κατά την Κυριακή της Ορθοδοξίας ως επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας:
«Τοις τα ελληνικά δεξιούσι μαθήματα και μη δια παίδευσιν μόνον παιδευομένοις, αλλά και ταις δόξαις αυτών ταις ματαίαις επομένοις [=ακολουθούντες] και ως αληθέσι πιστεύουσι και ούτω αυταίς [=ταις δόξαις], ως το βέβαιον εχούσαις, εγκειμένοις, ώστε και ετέρους, ποτέ μεν λάθρα ποτέ δε φανερώς, ενάγειν αυταίς και διδάσκειν ανενδοιάστως. Ανάθεμα».

(=Αυτοί που χαιρετίζουν τα ελληνικά μαθήματα και δεν εκπαιδεύονται σε αυτά μόνο για μόρφωση, αλλά ακολουθούν και τις μάταιες δοξασίες τους και τις πιστεύουν ως αληθινές και έτσι αφοσιώνονται σε αυτές [=τις δοξασίες], σαν να έχουν το σίγουρο, ώστε και άλλους, άλλοτε μεν κρυφά άλλοτε δε φανερά, να μυούν σε αυτές και να διδάσκουν χωρίς ενδοιασμούς, (αυτοί λοιπόν) ας είναι αναθεματισμένοι) (Συνοδικόν της Ορθοδοξίας, στο τμήμα κατά του Ιωάννη Ιταλού)
Και στην περίπτωση της Συνόδου το 1082, ενώ καταφάσκεται, φυσικά, η γνώση και η χρήση της θύραθεν «παιδεύσεως», θεωρείται σφάλμα η πρόσληψη «της δόξας», της οποιασδήποτε φιλοσοφικής αντιλήψεως στη θεολογία. Το σφάλμα γινόταν από τον Ιωάννη Ιταλό και η θεολογία της Εκκλησίας διέκρινε ότι η τακτική αυτή σήμαινε συσχηματισμό της Εκκλησίας προς τον κόσμο, νόθευση κυριολεκτικά της ταυτότητάς της, της διδασκαλίας της. Εάν η θεολογία της Εκκλησίας δεχθεί οποιαδήποτε θεμελιώδη φιλοσοφική ή κοσμολογική θεωρία, θα πρέπει αντίστοιχα να αρνηθεί κάποια δική της θεμελιώδη αλήθεια και διδασκαλία.
Τη σημασία της τελευταίας παρατήρησης θα κατανοήσουμε πολύ εύκολα, εάν αναφέρουμε δύο παραδείγματα. Το ένα από τον θεολογικό και φιλοσοφικό χώρο, το άλλο από την πρακτική ζωή και την ευσέβεια της Εκκλησίας.
Πρώτον: Κατά τον Δ’ αιώνα, όταν η θεολογία της Εκκλησίας όφειλε να εξηγήσει πειστικά την ενότητα και την τριαδικότητα του Θεού, πραγμάτωσε συγκλονιστική και αποφασιστική επανάσταση εναντίον θεμελιώδους φιλοσοφικής αντιλήψεως, κοινά πάντοτε αποδεκτής σχεδόν μέχρι και σήμερα. Για να εξηγήσει. Δηλαδή. η θεολογία -μετά την αθανασιανή θεολογία για την ομοουσιότητα του Υιού προς τον Πατέρα- πως ο Θεός είναι ένας και Τριαδικός, πρόβαλε τη δική της αλήθεια, τη διάκριση μεταξύ είναι και φύσεως. Η οποιαδήποτε φιλοσοφία, μιλώντας για το ον, δεν διέκρινε σ’ αυτό είναι και φύση. Ο Μέγας Βασίλειος (379), στον οποίο και οφείλεται η πολυσήμαντη αυτή θεολογική διάκριση (ο όρος διάκριση δεν σημαίνει στη θεολογία χωρισμό) έδειξε για πρώτη φορά θεολογικά-πειστικά ότι το είναι, δηλαδή η υπόσταση, μπορεί να είναι άλλο και άλλο και άλλο (Πατέρας, Υιός, Άγιο Πνεύμα), ενώ η φύση των τριών υποστάσεων να είναι κοινή, μια. Έτσι έχουμε ομοουσιότητα τριών διακεκριμένων θείων υποστάσεων, έχουμε τη θεολογία «μια φύσις εν τρισίν υοόστάσεσιν». Αλλά η θεολογία αυτή αντιβαίνει βασικά προς κάθε φιλοσοφική θεωρία. Εαν αντί γι’ αυτήν εισαχθεί στο τριαδολογικό θέμα κάποια φιλοσοφική θεωρία, θ’ ανατραπεί ριζικά η θεμελιωδέστερη θεολογική βάση της διδασκαλίας της Εκκλησίας και θα οδηγηθούμε σε ριζικότερες και περισσότερες αιρέσεις, από αυτές που ο Μ. Βασίλειος και οι άλλοι Καππαδόκες θεολόγοι αντιμετώπισαν με τη διάκριση στη θεότητα υποστάσεως και φύσεως.
Δεύτερον: Ο ελληνορωμαϊκός αλλά και γενικά ο ανατολικός κόσμος βδελυσσότανε τους νεκρούς και τα λείψανά τους. Η Εκκλησία, αντίθετα, όχι μόνο αναμένει την ανάσταση των νεκρών, αλλά τιμά τα λείψανα των αγίων και των μαρτύρων. Και το εντυπωσιακότερο (αποτροπιαστικό για τον ελληνορωμαϊκό κόσμο) τα φυλάσσει όχι καταχωνιασμένα σε τάφους και μαυσωλεία, αλλά σε ναούς και σε σπίτια, όπου μένουν εκτεθειμένα για τιμητική προσκύνηση. Αυτά που ο εθνικός κόσμος βδελυσσότανε και τα ενταφίαζε διαπαντός η τα έκαιγε, τώρα οι χριστιανοί τα ασπάζονται με τα ίδια τους τα χείλη. Οι χριστιανοί προσεύχονται ενώπιόν τους και -αν είναι δυνατόν- τα φέρουν ακόμα και μαζί τους, στο σώμα τους, επειδή μέσω των ιερών λειψάνων διοχετεύεται θεία χάρη.
(Στυλιανού Παπαδοπούλου, Ορθοδόξων Πορεία, εκδ. Γρηγόρη, σελ.93-101)

katafigioti

lifecoaching