Έλεγαν για τον αββά Σεραπίωνα ότι στην Αλεξάνδρεια συνάντησε έναν φτωχό που έτρεμε από το κρύο· στάθηκε την ώρα εκείνη και συλλογίσθηκε:
«Πως εγώ που έχω την ιδέα ότι είμαι ασκητής φορώ χιτώνα, και αυτός ο φτωχός -καλύτερα ο Χριστός- πεθαίνει από το κρύο; Σίγουρα αν τον αφήσω και πεθάνει, θα κριθώ την ημέρα της Κρίσεως ως φονιάς».
Και ξεντύθηκε ως καλός αθλητής και έδωσε το ρούχο που φορούσε στον φτωχό και καθόταν έχοντας στη μασχάλη του το μικρό ευαγγέλιο, που το κρατούσε πάντοτε. Περνώντας από κει αυτός που αποκαλείται ο επί της τάξεως, σαν τον είδε γυμνό, του λέει:
«Αββά Σεραπίων, ποιος σε ξέντυσε;»
Βγάζει ο αββάς το μικρό ευαγγέλιο και του λέει:
«Αυτός με ξέντυσε».
Σηκώνεται κατόπιν από κει και ανταμώνει κάποιον που κρατούνταν για χρέος από άλλον, γιατί δεν είχε να του το εξοφλήσει. Πουλάει λοιπόν ο αθάνατος Σεραπίων το μικρό ευαγγέλιο και δίνει το χρέος του ανθρώπου που βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Και επέστρεψε στο κελί του γυμνός. Σαν τον είδε ο μαθητής του γυμνό, του λέει:
«Αββά, που είναι το κοντό σου κολόβιο;»
Και απαντά ο Γέροντας:
«Το’ στειλα, παιδί μου, εκεί όπου θα το χρειασθούμε».
«Και το μικρό ευαγγέλιο –ρωτά ο αδελφός- που είναι;»
Κι ο Γέροντας αποκρίνεται:
«Να, παιδί μου, αυτόν που μου ‘λεγε καθημερινά, πούλησε ό,τι έχεις και δώσε τα στους φτωχούς, αυτόν πούλησα και έδωσε σε φτωχούς, ώστε την ημέρα της Κρίσεως να βρούμε μεγαλύτερη παρρησία ενώπιόν του».
(Το Μέγα Γεροντικόν,τόμος Γ, εκδ. Ι. Ησυχ. «Το Γενέσιον της Θεοτόκου», σελ. 417-418)