ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Η ευθύνη όσων κοινωνούν ανάξια
Γι' αυτό πρέπει από παντού να είμαστε προφυλαγμένοι• γιατί δεν είναι μικρή η τιμωρία για όσους μετέχουν ανάξια στα μυστήρια. Σκέψου πως αγανακτείς εναντίον του προδότου, εναντίον εκείνων που Τον σταύρωσαν. Πρόσεξε όμως, μήπως και εσύ γίνεις ένοχος του σώματος και του αίματος του Χριστού. Εκείνοι κατέσφαξαν το πανάγιο Σώμα, εσύ όμως το δέχεσαι με ακάθαρτη ψυχή ύστερα από τις ευεργεσίες. Ούτε βέβαια του φάνηκε αρκετό το να γίνει άνθρωπος, να ραπισθεί και να σφαγεί, αλλα θέλησε και να ενώσει τον Εαυτό Του μαζί μας• και όχι μόνο με πίστη, αλλά και στην πραγματικότητα μας κάνει σώμα δικό Του.

Γίναμε ένα σώμα και μία σάρκα με τον Χριστό. Μας τρέφει με το δικό Του αίμα.
Γιατί λοπόν δεν έπρεπε να είναι καθαρώτερος εκείνος που απολαμβάνει αυτήν την θυσία;  Από ποιά ηλιακή ακτινα δεν πρέπει να είναι καθαρώτερο το χέρι το οποίο τεμαχίζει αυτήν την σάρκα, το στόμα το οποίο γεμίζει με πνευματική φωτιά, η γλώσσα η οποία κοκκινίζει με το πιο φρικτό αίμα; Σκέψου ποιάς τιμής αξιώθηκες, ποιά τράπεζα απολαμβάνεις! Εκείνο το οποίο οι άγγελοι, όταν το βλέπουν φρίττουν και δεν τολμούν να το ατενίζουν χωρίς φόβος και σεβασμό, εξ αιτίας της λάμψεως που προέρχεται από εκεί, με αυτό εμείς τρεφόμαστε, με αυτό ενωνόμαστε και έχουμε γίνει εμείς ένα σώμα Χριστού και μία σάρκα. "Ποιος θα διακυρήξει τις εξουσίες του Κυρίου; Ποιός θα κάνει να ακουσθούν όλες οι δοξολογίες Του;" (ψαλμός 105,2).
Ποιός ποιμένας τρέφει τα πρόβατα με τα δικά του μέλη; Και γιατί λέγω ποιμένας; Υπάρχουν πολλές μητέρες, που μετά τους πόνους του τοκετού δίνουν τα παιδιά σε άλλες, για να τα αναθρέψουν, ενώ Εκείνος αυτό δεν το ανέχεται, αλλά μας τρέφει ο ίδιος με το δικό Του αίμα και σε όλα μας συνδέει αδιάσπαστα με τον εαυτό Του. Πρόσεξε λοιπόν, γεννήθηκε από την δική μας ουσία. Αλλά αυτό δεν έγινε για όλους, λέγει, αν και απευθύνεται προς όλους. Γιατί, εάν ήλθε στην δική μας φύση, είναι φανερό ότι ήλθε προς όλους, εάν όμως ήλθε προς όλους, άρα ήλθε και προς τον καθένα ξεχωριστά. Πως λοιπόν δεν επωφελήθηκαν όλοι το κέρδος που προέκυψε από εδώ; λέγει.

Αυτό δεν οφείλεται σε Εκείνον, ο όποιος το προτιμά για όλους, αλλά  σε εκείνους που δεν θέλουν. Εκείνος αναμιγνύει τον εαυτό Του με τον καθένα με τα μυστήρια και εκείνους που γέννησε τους τρέφει με τον Εαυτό Του και δεν τους δίνει σε άλλον και με αυτό πάλι για να πείσει ότι έλαβε την δική σου σάρκα. Ας μη δείχνουμε λοιπόν ραθυμία, αφού έχουμε αξιωθεί τόσης αγάπης και τιμής. Δεν βλέπετε τα βρέφη με πόση προθυμία αρπάζουν τον μαστό; Με πόση ορμή μπήγουν τα χείλη τους στην
θηλή; με τόσο μεγάλη προθυμία ας προσερχόμαστε και εμείς στην τράπεζα αυτή  και στην θηλή του πνευματικού ποτηριού ή μάλλον, με πολύ πιο μεγάλη προθυμία ας ελκύσουμε, σαν νήπια που θηλάζουν, με την χάρη του Πνεύματος. Και μια θλίψης ας υπάρχει για μας, το να μη μετέχουμε στην τροφή αυτή. Δεν είναι τα έργα ανθρώπινης δυνάμεως όσα βρίσκονται μπροστά μας.Εκείνος ο όποιος έκανε αυτά τότε σε εκείνο το δείπνο, ο Ίδιος τέλει και τώρα τα μυστήρια αυτά. Εμείς έχουμε θέση υπηρετών ενώ εκείνος που τα αγιάζει και τα μεταβάλλει είναι Αυτός.

Ποιούς δέχεται η πνευματική τράπεζα
Κανένας Ιούδας ας μην είναι παρών, κανένας φιλάργυρος. Εάν κανείς δεν είναι μαθητής Εκείνου, ας αποχώρησει• δεν τους δέχεται αυτούς η τράπεζα. Διότι <<μαζί με τους μαθητές μου εορτάζω το Πάσχα>>, λέγει. Η τράπεζα αυτή είναι  η ίδια εκείνη και δεν έχει τίποτε το υποδεέστερο. Γιατί δεν την δημιουργεί εκείνην ο Χριστός και αυτήν ο άνθρωπος• αλλά κι αυτήν ο Ίδιος.
Αυτό είναι εκείνο το υπερώο, όπου ήταν τότε συγκεντρωμένοι. Από εδώ εξήλθαν στο όρος των Ελαιών. Ας εξέλθουμε και εμείς στα χέρια των πτωχών• διότι αυτός ο τρόπος είναι το όρος των Ελαιών. Γιατί στον οίκο του Θεού το πλήθος των πτωχών είναι ελαιόδενδρα φυτευμένα, τα οποία αποστάζουν το λάδι, που θα σας χρησιμεύσει εκει, αυτό που είχαν και οι πέντε παρθένες ενώ οι άλλες επειδή δεν το είχαν προμηθευθεί από εδώ, χάθηκαν. Αφού πάρουμε αυτό το λάδι, ας εισέλθουμε, για να προϋπαντήσουμε με αναμμένες τις λαμπάδες τον Νυμφίο• αφού πάρουμε αυτό, ας εξέλθουμε από εδώ. Κανείς απάνθρωπος ας μη προσέλθει, κανείς σκληρός και ανελέητος, κανείς τελείως ακάθαρτος.

Πηγή: Χρυσοστομικός Άμβων ΣΤ

Καταρχήν να σας πω ότι είμαι μία γυναίκα 60 ετών και καταλαβαίνετε τι βιώματα έχω περάσει μέχρι τώρα στην ζωή μου.
Από μικρό παιδί 4-5 ετών η μητέρα μου, μού μιλούσε για την ζωή του Χριστού. Εγώ μέσα μου τότε σκεφτόμουν, αχ να μπορούσα να ήμουν και εγώ εκεί τότε που ζούσε ο Χριστός! Αργότερα όταν μεγάλωσα τα ξέχασα όλα και το Χριστό Τον είχα βάλει κάπου στην γωνιά του μυαλού μου, βλέπετε είχα αλλά πιο "σοβαρά" να σκεφτώ.
Πέρασαν τα χρόνια και εγώ συνέχιζα την ζωή μου έξω από την Εκκλησία και από τον λόγο του Θεού.

Μέχρι που έφτασε πέρσι το Πάσχα και εντελώς "τυχαία" μού έγινε πρόταση να πάω στα Ιεροσόλυμα.
Χαρά μεγάλη! Επιτέλους θα πήγαινα και εγώ στους Αγίους Τόπους.
Ήθελα και να κοινωνήσω εκεί σαν όλους τους καλούς Χριστιανούς. Φυσικά ήξερα πως πρέπει να εξομολογηθώ πριν την Θεία Κοινωνία. Σιγά όμως που θα πήγαινα σε κάποιον παπά για να πω τις αμαρτίες μου. Είχα μεγάλο φόβο. Κι αν αυτός μετά τις έλεγε; Να γίνω ρεζίλι; Σιγά έλεγα θα κάτσω κάτω από ένα εικόνισμα και θα τα πω στον ίδιο τον Θεό, εξάλλου αυτός τα ξέρει όλα, και έτσι έκανα. Δεν θυμάμαι αν τα είπα και όλα, για να είμαι ειλικρινής.
 Εντάξει, είμαστε έτοιμοι, πάμε λέω, και πήγαμε.
Το Μ. Σάββατο που γίνεται η αφή του Αγίου φωτός καθόμουν μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο υπομονετικά και περίμενα να πάρουμε το φως της Αναστάσεως.
Μέσα μου αντί να προσεύχομαι κοίταζα γύρω μου και έλεγα: Αχ! Τι ωραία να άναβε η δική μου λαμπάδα και να ζηλεύουν όλοι οι άλλοι και εγώ να καμαρώνω.
Αλλά σιγά που θα άναβε η δική μου λαμπάδα. Στεναχωρέθηκα λιγάκι και το προσπέρασα.
Το απόγευμα μάς επέτρεψαν να μπούμε στον Πανάγιο Τάφο.
Σαν όλους τους άλλους μπήκα αφού προηγουμένως είχα μαλώσει με αυτούς που περίμεναν να μπουν και αυτοί με την σειρά τους.
Δεν αισθάνθηκα τίποτα. Έκανα τον σταυρό μου, προσκύνησα και αυτό ήταν όλο.
Στην συνέχεια πήγα να λειτουργηθώ και να κοινωνήσω στον Ναό της Αναστάσεως μπροστά από τον Π.Τ.

Ε, και που κοινώνησα , τι με αυτό; Έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω. Γύρισα πίσω στο σπίτι μου ευχαριστημένη που πήγα στα Ιεροσόλυμα και τίποτα άλλο.

Εντελώς "τυχαία" (ύστερα από 2 μήνες από το προσκύνημα μου στην Αγία Γη), μαθαίνω πως υπάρχει ένας πνευματικός, με τον οποίο θα μπορούσα να μιλήσω. Όσοι είχαν πάει Εξομολόγηση μου είπαν ότι αν εξομολογηθείς σε Πνευματικό θα φύγεις άλλος άνθρωπος.
Τότε κάτι άλλαξε μέσα μου, ένα δυνατό έντονο φως χύθηκε και φώτισε όλες μου τις σκοτεινές γωνίες που φύλαγα επτασφράγιστα τα παραπτώματά μου. Για δύο συνεχόμενες εβδομάδες έγραφα ένα-ένα τα ανομήματά μου και κάθε μέρα συμπλήρωνα και κάτι άλλο που μου είχε ξεφύγει. Στο τέλος όταν τα διάβασα όλα όσα είχα κάνει, σιχάθηκα τον εαυτό μου.
Ξεκίνησα λοιπόν με τρεμάμενα πόδια και είπα, "Λοιπόν πάω και ότι γίνει, ας γίνει".
Αν ο Ιερέας με βρίσει, καλά θα μου κάνει, τέτοια που είμαι.

Και τώρα αρχίζει η ΜΕΓΑΛΗ αλλαγή στην ζωή μου.
Εξομολογούμαι με δάκρυα στα μάτια που πηγάζουν βαθιά από μέσα μου δίχως να το επιδιώκω. Απορούσα με τον ίδιο μου τον εαυτό για αυτή μου την αντίδραση. Αφού τελείωσα και έφυγα μέχρι να φτάσω στο σπίτι μου νόμιζα πως δεν πατούσα στην γη. Πετούσα τουλάχιστον 10 πόντους πάνω από την γη. Το σώμα ήταν ανάλαφρο, αέρινο και η ψυχή μου άδεια από στεναχώριες (που σας πληροφορώ είχα παρά πολλές) κενή, ήμουν ΑΛΛΟΣ  άνθρωπος.

Απορούσα κ έλεγα: "καλά, έτσι νιώθει ο άνθρωπος μετά την εξομολόγηση; Δεν είναι δυνατόν! Και αν ναι, γιατί έχασα τόσα χρόνια από την ζωή μου δίχως να το έχω κάνει νωρίτερα;"
Αυτόματα μου ήρθε η επιθυμία να πιάσω στα χέρια μου κανένα βιβλίο του Αγίου Παϊσίου μπας και ξεστραβωθώ.
Το διάβασα όλο, η ζωή μου άρχισε να αλλάζει, να γίνομαι άλλος άνθρωπος, να φεύγει σιγά σιγά αυτό το εκνευριστικό μόνιμο άγχος που είχα και η κατάθλιψη.
Έγινα πιο χαμογελαστή και άρχισα να λέω τα "καλά" των ανθρώπων και όχι τις "ιδιοτροπίες" τους. Συγχώρεσα όλους όσους με έβλαψαν και ζήτω και εγώ ταπεινά συγγνώμη από όσους έχω αδικήσει ή βλάψει.

Και ως εκ θαύματος μού ξαναγίνεται η πρόταση να ξαναπάω στην Ιερουσαλήμ. Ήταν Ιανουάριος, 7 μήνες από την πρώτη μου εξομολόγηση.
Έφτασα στον Πανάγιο Τάφο για δεύτερη φορά. Όση ώρα περίμενα για να μπω μέσα, το μυαλό μου είχε κολλήσει και δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα. Καμμία προσευχή, το μόνο που έλεγα συνέχεια μέσα μου λες και είχε κολλήσει η βελόνα ήταν: "Κύριε Ιησού Χριστέ συγχώρεσέ με και ελέησέ με ".
Επιτέλους, φτάνω στην πόρτα, ρίγος σε όλο μου το κορμί, τρέμω από συγκίνηση, νιώθω το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια μου. Κοιτάζω την ταφόπλακα Του Χριστού μας, νομίζω ότι Τον βλέπω εκεί, απλώνω τα χέρια μου για να πιάσω τα πόδια Του -τα καταματωμένα-, να Του τα χαϊδέψω, τα δάκρυά μου τρέχουν βροχή, η Ιερή πέτρα έχει μουσκέψει. Χριστέ μου, λέω, είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω για σένα που έδωσες το αίμα σου και την ζωή σου για να σωθούμε εμείς οι ανάξιοι από της αμαρτίες μας. Χριστέ μου, Θεέ μου, σε ευχαριστώ που με αξίωσες την τρισάθλια ψυχή μου να μπορεί να ασπάζεται τον Άγιο σου Τάφο. Ελέησε όλο τον κόσμο και συγχώρεσέ τον. Το μόνο που σου ζήτω εγώ, δεν είναι υγεία, αλλά φώτισε την σκέψη μου, βοήθησε με να κάνω το θέλημά σου.
Ύστερα, ανηφορήσαμε για τον Γολγοθά. Κόσμος πολύς από κάθε γωνιά του κόσμου.
Άλλοι προσευχόντουσαν νοερά με κατάνυξη και άλλοι απλοί τουρίστες που ήρθαν να δουν τα αξιοθέατα.
Αυτοί μιλούσαν δυνατά, κάποιοι άλλοι γελούσαν δίχως να σέβονται καθόλου τον τόπο που βρίσκονταν. Έκλεισα τα μάτια, αισθάνθηκα πως εκείνη την στιγμή ζούσα την σταύρωση του Κυρίου μας ξανά. Έβλεπα τον Χριστό μας στον σταυρό και τους Ιουδαίους να τον κοροϊδεύουν και να τον χλευάζουν.
Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου, δεν προλάβαινα να τα σκουπίσω και έσταζαν στο πάτωμα. Εγώ ξαναζούσα την σταύρωση και οι άλλοι με κοιτούσαν, κάτι έλεγαν μεταξύ τους, και συνέχιζαν να γελούν!
Δεν τους έδωσα σημασία, κοίταζα τον Εσταυρωμένο και Τον παρακαλούσα να τους συγχωρέσει και να τους φωτίσει."Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι "
Τα μεσάνυχτα κάνουν ολονυχτία οι ιερείς του Π.Τ. μαζί με τον Δεσπότη. Κάθισα να παρακολουθήσω τη Θεία Λειτουργία, με μεγάλη ευλάβεια και κατάνυξη.
Όταν ο Δεσπότης είπε: "Τα σα εκ των σων", έγινε σεισμός μέσα μου, έπεσα στα γόνατα και παρακαλούσα τον Κύριο για την σωτηρία του κόσμου.
Βλέποντας το Άγιο Δισκοπότηρο επάνω στην ταφόπλακα, τρελάθηκα.
"Θεέ μου, σε ευχαριστώ που με αξιώνεις να μπορώ να κοινωνήσω το Σώμα και το Αίμα σου! Εγώ η ανάξια δούλη σου, βιώνω τέτοιες στιγμές;"

Όσο κι αν προσπάθησα, πιστεύω πως μόνο ένα 10% κατάφερα να αποτυπώσω από τα συναισθήματά μου επάνω σε αυτό το χαρτί.

 

Αδελφοί μου, συνοψίζοντας, θέλω να σας πω, πως κάνω σύγκριση της προ εξομολογήσεως ψυχής μου και ζωής μου, με την τώρα ζωή μου και βλέπω το πόσο πολύ έχω αλλάξει στις συνήθειές μου ακόμα και στις σκέψεις μου.
Η ψυχή μου έχει αποκτήσει γαλήνη, νόημα και ενδιαφέρον για το υπόλοιπο της ζωής μου.
Εύχομαι, ο Κυρίως ημών Ιησούς Χριστός, να είναι πάντα δίπλα μας και ΠΑΝΤΑ να εξομολογούμαστε.
 
Με πολλή αγάπη,η αδελφή σας Φωτεινή

(Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού Will Durant, τόμος ΣΤ΄ σελ. 470-482  εκδόσεις Αφοί Συρόπουλοι 1970)  
Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις δικές μας.Δεν παρατίθενται οι παραπομπές  
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΔΕΚΑΤΟΝ ΟΓΔΟΟΝ: Ζ Β I Γ Γ Λ I Ο Σ  
Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΒΕΤΙΑΝ 1477-1531  

I. MULTUM IN PARVO  
Η επιτυχία των ελβετικών καντονίων εις την απόκρουσιν του Κορόλου του Τολμηρού (1477) ενίσχυσε την ομοσπονδίαν των, ανεζωογόνησε την εθνικήν των υπερηφάνειαν και τα ενίσχυσε δια να αντισταθούν κατά της απόπειρας του Μαξιμιλιανού να τα υποτάξη και θεωρητικώς και πραγματικώς υπό την Αγίαν Ρωμαϊκήν Αυτοκρατορίαν. Διάφορο έριδες δια την διανομήν των λαφύρων μετά την ήτταν της Βουργουνδίας έφερον τα καντόνια εις τα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου˙ αλλά εις την δίαιταν της Στάνς (1481) ένας ερημίτης φιλόσοφος, ο Νικόλαος φον ντερ Φλούε, ο αδελφός Κλάους, όπως τον ενθυμούνται οι Ελβετοί, τους έπεισε να διατηρήσουν την ειρήνην.

Προσθέτουσα καντόνιον εις το καντόνιον, η πλήρης ζωτικότητος ομοσπονδία ηυξάνετο. Το Φρίμπουργκ και το Σόλοθουρν έγιναν δεκτά το 1481, η Βασιλεία και ο Σάφφχαουζεν το 1501, το Άππεντσελ το 1513˙ τώρα ήσαν δέκα τρία, όλα ομιλούντα γερμανικάς διαλέκτους με την διαφοράν ότι ωμιλείτο συγχρόνως και η γαλλική εις το Φρίμπουργκ και εις την Βέρνην. Εσχημάτισαν μίαν ομόσπονδον δημοκρατίαν: κάθε καντόνιον ερρύθμιζε τας εσωτερικάς του υποθέσεις αλλά εκυβερνάτο εις τας εξωτερικάς του σχέσεις από μίαν κοινήν νομοθεσίαν. Η μοναδική βουλή της ομοσπονδιακής αυτής διαίτης απελείτο από ίσον αριθμόν βουλευτών από κάθε καντόνιον. Η δημοκρατία δεν ήτο πλήρης. Πολλά καντόνια ιδιοποιήθησαν μικροτέρας κοινότητας ως υποτελείς άνευ ψήφου.

Ούτε ήτο έως τότε η Ελβετία υπόδειγμα φιλειρηνικότητος. Το 1500-12, τα καντόνια επωφελήθησαν της διασπάσεως της Ιταλίας δια να καταλάβουν την Μπελλιντζόνα, το Λοκάρνο, το Λουγκάνο και άλλας περιοχάς νοτίως των Άλπεων και εξηκολούθησαν να δανείζουν ελβετικάς λεγεώνας με την συγκατάθεσίν των  εις ξένας δυνάμεις. Αλλά μετά την ήτταν των Ελβετών λογχοφόρων εις το Μαρινιάνο (1515) η ομοσπανδία εγκατέλειψε την εδαφικήν επέκτασιν, υιοθέτησε μίαν πολιτικήν ουδετερότητος και κατηύθυνε τους ανδροπρεπείς χωρικούς της, τους επιδεξίους τεχνίτας της και τους επινοητικούς εμπόρους της εις την ανάπτυξιν ενός εκ των πλέον προηγμένων πολιτισμών της ιστορίας.

Η Εκκλησία ήτο εξ ίσου κοσμική και διεφθαρμένη εις την Ελβετίαν όπως και εις την Ιταλίαν. Έδωσεν υποστήριξιν και σημαντικήν ελευθερίαν εις τους ουμανιστάς, οι οποίοι συνεκεντρώθησαν περί τον Φρομπέν και τον Έρασμον εις την Βασιλείαν. Ήτο μερος της ηθικής ανοχής της εποχής το ότι οι πλείστοι των Ελβετών ιερέων είχον παλλακίδας.1 Ένας Ελβετός επίσκοπος εχρέωνε τους ιερείς του με τέσσαρα γκίλντερ δια κάθε τέκνον το οποίον απέκτων και εντός ενός έτους συνεκέντρωσε 1522 γκίλντερ εκ της πηγής αυτης.2 Παρεπονείτο ότι πολλοί ιερείς εχαρτόπαιζον, εσύχναζον εις καπηλεία και εμέθυον,3 προφανώς μη πληρώνοντες επισκοπικόν δικαίωμα. Πολλά καντόνια  και ιδιαιτέρως η Ζυρίχη  επέβαλον πολιτικήν επιστασίαν των κληρικών και εφορολόγησαν τας εκκλησιαστικάς περιουσίας. Ο επίσκοπος της Κωνσταντίας διεξεδίκει ολόκληρον την Ζυρίχην ως φέουδόν του και απήτει από αυτην υπακοήν και δεκάτας˙ αλλά ο παπισμός ήτο πολύ περιπεπλεγμένος εις την ιταλικήν πολιτικήν δια να υποστηρίξη αποτελεσματικώς τας διεκδικήσεις του. Το 1510, ο πάπας Ιούλιος Β', εις αντάλλαγμα δια μερικάς λεγεώνας της Γενεύης, εδέχθη όπως το δημοτικόν συμβούλιον της Γενεύης ρυθμίζη τα μοναστήρια ανδρών και γυναικών και την δημοσίαν ηθικήν εντός της περιοχής του.4 Τοιουτοτρόπως επτά έτη προ των θέσεων του Λουθήρου, η ουσία της Μεταρρυθμίσεως είχεν επιτευχθή εις την Ζυρίχην και την Γενεύην : η υπεροχή της κοσμικής επί της εκκλησιαστικής εξουσίας. Η οδός εχαράχθη δια τον Ζβίγγλιον και τον Καλβίνον δια να εγκαθιδρύσουν τας διαφόρους συγχωνεύσεις Εκκλησίας και κράτους.


ΙΙ. Ζ Β I Γ Γ Λ I Ο Σ
Μία επίσκεψις εις την γενέτειραν του Χουλντράιχ ή Ούλριχ Ζβιγγλίου, υπενθυμίζει τον κανόνα ο οποίος όμως έχει και τας εξαιρέσεις του, ότι οι μεγάλοι άνδρες γεννώνται εις μικράς οικίας. Ο πλέον λογικός και αποτυχημένος από τους Μεταρρυθμιστάς είδε το φως (1η Ιανουαρίου 1484) εις μίαν μικράν καλύβην του ορεινού χωρίου Βιλντχάους, πενήντα μίλλια νοτιοανατολικώς της Ζυρίχης εις το σημερινόν καντόνιον του Σαίντ - Γκάλ. Μία χαμηλή χορτάρινη στέγη, τοίχοι από χονδρά ξύλα, μικρά σιδηρόφρακτα παράθυρα, δάπεδα από ογκώδεις σανίδας, χαμηλαί οροφαί, σκοτεινά δωμάτια, τρίζουσαι κλίμακες, στερεαί δρύιναι κλίναι, μία τράπεζα, ένα κάθισμα, ένα ράφι δια βιβλία: η ιστορική αυτή κατοικία εκφράζει ένα περιβάλλον εις το οποίον η φυσική επιλογή ήτο αυστηρά και η υπερφυσική επιλογή εφαίνετο ότι ήτο μία απαραίτητος ελπίς. Ο πατήρ του Ούλριχ ήτο ανώτερος δικαστης εις τον χαμένον αυτόν συνοικισμόν και η μήτηρ του ήτο η υπερήφανος αδελφή ενός ιερέως. Ήτο ο τρίτος από οκτώ υιούς˙ από της παιδικής του ηλικίας προωρίζετο δια το ιερατικόν στάδιον.
Ο θείος του, ιερατικός προϊστάμενος της εκκλησίας της παρακείμενης Βέζεν, συνετέλεσε μαζί με τους γονείς του εις την εκπαίδευσίν του και έδωσε εις τον Ζβίγγλιον μίαν ουμανιστικήν κλίσιν και πνοήν, η οποία τον διέκρινε χαρακτηριστικώς από τον Λούθηρον και τον Καλβίνον. Εις ηλικίαν δέκα ετών, το παιδίον απεστάλη εις ένα λατινικόν σχολείον της Βασιλείας˙ δέκα τεσσάρων ετών εισήχθη εις ένα κολλέγιον της Βέρνης διευθυνόμενον από ένα διακεκριμένον εντόπιον κλασσικιστήν. Από δέκα εξ μέχρι δέκα οκτώ ετών εσπούδασεν εις το Πανεπιστήμιον της Βιέννης κατά τον ουμανιστικόν χρυσούν αιώνα τον υπό τον Κονράδoν Κέλτην. Ανεκουφίζετο από τους κόπους του παίζων λαγούτον, άρπαν, βιολί, πλαγίαυλον και σαντούρι. Δεκαοκταετής επέστρεψεν εις την βασιλείαν και εσπούδασε θεολογίαν πλησίον του Θωμά Βύττερμπαχ, ο οποίος ήδη από του 1508 επετίθετο κατά των συγχωροχαρτίων, της αγαμίας του κλήρου και της λειτουργίας. Είκοσι δύο ετών (1506) ο Ζβίγγλιος έλαβε το διδακτορικόν του δίπλωμα και εχειροτονήθη ιερεύς. Ετέλεσε την πρώτην του λειτουργίαν εις το Βίλντχαους εν μέσω περιχαρών συγγενών και με εκατό γκίλντερ, τα οποία συνελέγησαν προς χάριν του, ηγόρασε τον διορισμόν του5 ως εφημερίου εις Γκλάρους, το οποίον απείχε περί τα είκοσι μίλλια.
Εκεί, ενώ εξετέλει με ζήλον τα καθήκοντά του, εξηκολούθησε τας σπουδάς του. Εξέμαθε μόνος του ελληνικά δια να αναγιγνώσκη την Καινήν Διαθήκην εις το πρωτότυπον. Ανέγνωσε με ενθουσιασμόν τον Όμηρον, τον Πίνδαρον, τον Δημόκριτον, τον Πλούταρχον, τον Κικέρωνα, τον Καίσαρα, τον Λίβιον, τον Σενέκαν, τον Πλίνιον τον νεώτερον, τον Τάκιτον και έγραψεν ένα σχόλιον δια τον σκεπτικιστήν ευθυμογράφον Λουκιανόν. Είχεν αλληλογραφίαν με τον Πίκο ντέλλα Μιράντολα και τον Έρασμον, απεκάλει τον Έρασμον «τον μέγιστον φιλόσοφον και θεολόγον», τον επεσκέπτετο μετά σεβασμού (1515) και ανεγίγνωσκε έργα του κάθε βράδυ προ της κατακλίσεως. Όπως ο Έρασμος, τοιουτοτρόπως και αυτός ησθάνετο απέχθειαν δια την εκκλησιαστικήν διαφθοράν, εύθυμον περιφρόνησιν προς την δογματικήν θρησκοληψίαν και ηρνείτο εντόνως να παραδεχθή ότι οι κλασσικοί φιλόσοφοι και ποιηταί εκαίοντο εις την κόλασιν. Ωρκίζετο ότι «επροτίμα να συμμερισθή την αιωνίαν τύχην του Σωκράτους ή του Σενέκα παρά ενός πάπα».6 Δεν επέτρεπεν εις τους ιερατικούς του όρκους να τον αποκλείουν από τας απολαύσεις της σαρκός˙ είχε σχέσεις με γυναίκας και εξηκολούθησεν αυτήν την τακτικήν μεχρι του γάμου του (1524). Η ενορία του δεν εφαίνετο να δίδη πολλήν σημασίαν εις αυτό οι δε πάπαι του επλήρωνον μεχρι του 1520 μίαν ετησίαν σύνταξιν εκ πενήντα φλωρινίων δια να τους υποστηρίζη εναντίον του γαλλοφίλου κόμματος του Γκλάρους. Το 1513 και το 1515 συνώδευσε την εκ Γκλάρους ομάδα των Ελβετών μισθοφόρων εις την Ιταλίαν ως στρατιωτικός ιερεύς των και κατέβαλε πάσαν προσπάθεια δια να τους διατηρήση πιστούς εις την παπικήν υπόθεσιν. Αλλά η επαφή του με τον πόλεμον εις τας μάχας του Ναβάρρο και του Μαρινιάνο τον διέθεσεν ισχυρώς εναντίον πάσης μελλοντικής πωλήσεως της ελβετικής ανδρείας εις ξενικάς κυβερνήσεις.

Το 1516 το γαλλικόν κόμμα εις το Γκλάρους απέκτησε την υπεροχήν και ο Ζβίγγλιος απεδήμησεν εις μίαν ενορίαν εις το Αϊνζήντελν του καντονίου του Σβύτς. Το κήρυγμά του εκεί απέκτησεν ενα προτεσταντικόν χρώμα προ της επαναστάσεως του Λουθήρου. Το 1517 εκηρύχθη υπέρ μιας θρησκείας στηριζομένης αποκλειστικώς επί της Βίβλου και είπεν εις τον αρχιεπίσκοπόν του, καρδινάλιον Ματθαίον Σίννερ, ότι δεν υπήρχον πολλαί εγγυήσεις δια τον παπισμόν εις την Βίβλον. Τον Αύγουστον του 1518 επετέθη εναντίον διαφόρων καταχρήσεων κατά την πώλησιν των συγχωρήσεων και έπεισε μερικούς βενεδικτίνους μοναχούς να αφαιρέσουν από το προσοδοφόρον ιερόν της εκκλησίας των μίαν επιγραφήν υποσχομένην εις τους προσκυνητάς «πλήρη συγχώρησιν όλων των αμαρτιών εις ενοχήν και εις τιμωρίαν».7 Μερικοί προσκυνηταί από την Ζυρίχην μετέφερον εις τους πάστοράς των μίαν ενθουσιώδη αφήγησιν περί του κηρύγματός του. Την 10ην Δεκεμβρίου 1518, εδέχθη μίαν πρόσκλησιν να γίνη «λαϊκός ιερεύς» εις το Γκροσμύνστερ της Ζυρίχης, την πλέον επιχειρηματικήν πόλιν της Ελβετίας.

 Έπλησίαζε τώρα την ωριμότητα και εις το ήθος και εις το πνεύμα. Ήρχισε μίαν σειράν κηρυγμάτων, εκθέτων από το ελληνικόν κείμενον, όλην την Καινήν Διαθήκην πλην της Αποκαλύψεως δια την οποίαν ησθάνετο αντιπάθειαν. Δεν είχεν εντός αυτού τον μυστικισμόν εκείνον ο οποίος συνετέλεσεν εις την διαμόρφωσιν του Λουθήρου. Δεν έχομεν καμμίαν εικόνα του εκ του φυσικού, αλλά οι σύγχρονοί του τον περιέγραψαν ως ωραίον άνδρα με αδρά χαρακτηριστικά και με μελωδικήν φωνήν, η οποία κατέκτα το ακροατήριόν του. Δεν ηδύνατο να συγκριθή με τον Λούθηρον εις ευγλωττίαν ή εξήγησιν˙ εν τούτοις τα κηρύγματά του ήσαν τόσον πειστικά εις ειλικρίνειαν και σαφήνειαν ώστε εντός ολίγου, ολόκληρος η Ζυρίχη υφίστατο την επιρροήν του. Οι εκκλησιαστικοί προϊστάμενοί του τον υπεστήριξαν όταν επανέλαβε την εκστρατείαν εναντίον της πωλήσεως των συγχωροχαρτίων. Ο Βερναρδίνος Σαμψών, ένας Φραγκισκανός μοναχός από το Μιλάνον, είχε διέλθει τον αυχένα του Αγίου Γοτθάρδου τον Αύγουστον του 1518 δια να γίνη ο Τέτζελ της Ελβετίας. Προσέφερε την συγχώρησιν του πάπα Λέοντος εις τους πλουσίους επί περγαμηνής αντί μιας κορώνας εις δε τους πτωχούς επί χάρτου αντί ολίγων δεκάρων και με μίαν κίνησιν της χειρός του απήλλασσεν από τα βασανιστήρια του καθαρτηρίου όλας τας ψυχάς αι οποίαι είχον αποθάνει εις την Βέρνην. Ο Ζβίγγλιος διεμαρτυρήθη˙ ο επίσκοπος της Κωνσταντίας τον υπεστήριξε και ο Λέων Ι’, σωφρονισθείς κάπως από τα γεγονότα εις την Γερμανίαν, ανεκάλεσε τον γενναιόδωρον απόστολόν του.

Το 1519 ενεφανίσθη πανώλης εις την Ζυρίχην, αφαρπάσασα το εν τρίτον του πληθυσμού εις διάστημα εξ μηνών. Ο Ζβίγγλιος παρέμεινεν εις την θέσιν του, εμόχθει νυχθημερόν δια την περιποίησιν των ασθενών, εμολύνθη από την νόσον ο ίδιος και μόλις διέφυγε τον θάνατον. Όταν συνήλθεν ήτο το δημοφιλέστερον πρόσωπον εις την Ζυρίχην. Μακρινοί αξιωματούχοι, όπως ο Πιρκχάιμερ και ο Ντύρερ, του έστειλαν συγχαρητήρια. Το 1521 εγινε πρωθιερεύς του Γκροσμύνστερ. Ήτο τώρα αρκετά ισχυρός δια να κηρύξη την Μεταρρύθμισιν εις την Ελβετίαν.

ΙΙΙ. Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΙΣ ΤΟΥ ΖΒΙΓΓΛΙΟΥ
Σχεδόν ασυναισθήτως, αλλ' ως φυσικόν επακόλουθον της ασυνήθους μορφώσεώς του, είχε μεταβάλει τον χαρακτήρα της ιερωσύνης εις την εκκλησίαν του. Προ αυτού, το κήρυγμα δεν υπελογίζετο πολύ˙ η λειτουργία και η μετάληψις ήσαν σχεδόν όλη η ιεροτελεστία. Ο Ζβίγγλιος έκαμε το κήρυγμα να κυριαρχήση επί του τυπικού. Έγινε συγχρόνως διδάσκαλος και ιεροκήρυξ˙ και εφ' όσον ηύξανεν η εμπιστοσύνη προς αυτόν, μετέδιδεν όσον το δυνατόν περισσότερον την πεποίθησίν του ότι ο χριστιανισμός έπρεπε να επανέλθη εις την παλαιάν του απλότητα κατά την οργάνωσιν και την λατρείαν. Είχε συγκλονισθή βαθέως από την επανάστασιν και τα συγγράμματα του Λουθήρου και από την πραγματείαν του Χους «Περί της Εκκλησίας». Περί το 1520 επετίθετο δημοσία κατά του μοναχισμού, του καθαρτηρίου και της επικλήσεως των αγίων. Επί πλέον υπεστήριζεν ότι η πληρωμή της δεκάτης εις την Εκκλησίαν έπρεπε να είναι απολύτως προαιρετική, όπως εις την Γραφήν. Ο επίσκοπός του τον παρεκάλεσε να ανακαλέση τας απόψεις του αυτάς˙ αυτός επέμεινε το δε συμβούλιον του καντονίου τον υπεστήριξε διατάξαν όλους τους ιερείς της δικαιοδοσίας του να κηρύττουν μόνον ό,τι εύρισκον εις την Βίβλον. Το 1521 ο Ζβίγχλιος έπεισε το συμβούλιον να απαγορεύση την κατάταξιν Ελβετών στρατιωτών εις τους Γάλλους˙ μετά εν έτος η απαγόρευσις επεξετάθη εις όλας τας ξένας δυνάμεις και όταν ο καρδινάλιος Σίννερ εξηκολούθησε να στρατολογή Ελβετούς στρατιώτας δια τον πάπαν, ο Ζβίγγλιος είπεν εις τους ενορίτας του ότι ο καρδινάλιος δεν εφόρει χωρίς λόγον ερυθρόν πίλον διότι
«εάν θα τον έστυβε κανείς, θα εβλέπατε το αίμα των στενωτέρων συγγενών σας να ρέη από τας πτυχάς του».8

Μη ευρίσκων ένδειξιν εις τας Γραφάς να συνιστά την αποφυγήν του κρέατος κατά την Τεσσαρακοστήν, επέτρεψεν εις την ενορίαν του να αγνοήση τους κανόνας της Εκκλησίας σχετικώς με την νηστείαν της Τεσσαρακοστής. Ο επίσκοπος της Κωνσταντίας διεμαρτυρήθη˙ ο Ζβίγγλιος του απήντησε με ενα βιβλίον «Αρχιτέλης» (αρχή και τέλος), το οποίον προέβλεπε μίαν γενικήν ανταρσίαν εναντίον της Εκκλησίας και συνιστά εις τούς ιεράρχας να μιμηθούν τον Καίσαρα και να περιτυλιχθούν με τα ενδύματά των και να αποθάνουν με αξιοπρέπειαν και χάριν. Μαζί με δέκα άλλους ιερείς, απηύθυνεν αίτησιν προς τον επίσκοπον να σταματήση την ανηθικότητα των κληρικών, επιτρέπων τον γάμον εις τους ιερείς (1522). Κατά την εποχήν αυτήν διετήρει την Άνναν Ράινχαρτ ως ερωμένην ή μυστικήν σύζυγόν του. Το 1524 την ενυμφεύθη επισήμως, ένα έτος πριν ο Λούθηρος νυμφευθή την Αικατερίνην φον Μπόρα.

Της οριστικής αυτής ρήξεως με την Εκκλησίαν είχον προηγηθή δύο συζητήσεις αι οποίαι υπενθύμιζον την συζήτησιν του Λουθήρου και του Εκ εις την Λειψίαν και απήχουν ελαφρώς τας σχολαστικάς συζητήσεις των μεσαιωνικών Πανεπιστημίων. Ως μια ημιδημοκρατική πολιτεία η Ελβετία δεν εσκανδαλίσθη με την πρότασιν του Ζβιγγλίου όπως αι διαφοραί μεταξύ των ιδικών του απόψεων και των απόψεων των συντηρητικών αντιπάλων του, εκτεθούν δημοσία και χωρίς προκατάληψιν. Το Μέγα Συμβούλιον της Ζυρίχης, αναλαβόν ευχαρίστως θεολογικήν δικαιοδοσίαν, εκάλεσε τους επισκόπους να αποστείλουν αντιπροσώπους. Προσήλθον πράγματι εις μέγαν αριθμόν και συνεκεντρώθησαν εν συνόλω 600 πρόσωπα εις το δημαρχείον δια την ενδιαφέρουσαν συζήτησιν (25 Ιανουαρίου 1523).


Ο Ζβίγγλιος προσεφέρθη να υποστηρίξη εξήντα επτά θέσεις.
1. Όλοι όσοι λέγουν ότι το Ευαγγέλιον δεν είναι τίποτε χωρίς την επικύρωσιν της Εκκλησίας, πλανώνται...
15. Εις το Ευαγγέλιον περιέχεται σαφώς όλη η αλήθεια...
17. Ο Χριστός είναι ο μοναδικός αιώνιος αρχιερεύς. Εκείνοι οι οποίοι ισχυρίζονται ότι είναι αρχιερείς αντιτίθενται και μάλιστα παραμερίζουν την τιμήν και την αξίαν του Χριστού.
18. Ο Χριστός ο οποίος προσέφερε μίαν φοράν τον εαυτόν του επί του σταυρού, είναι η επαρκής και αιωνία θυσία δια τας αμαρτίας όλων των πιστών. Συνεπώς η λειτουργία δεν είναι θυσία αλλά μία ανάμνησις της μίας θυσίας επί του σταυρού...
24. Οι χριστιανοί δεν υποχρεούνται να εκτελούν έργα, τα οποία δεν διέταξεν ο Χριστός. Δύνανται να τρώγουν πάντοτε όλα τα είδη των φαγητών...
28. Παν ό,τι ο Θεός επιτρέπει και δεν απαγορεύει, είναι ορθόν. Δια τούτο ο γάμος αρμόζει εις όλους τους ανθρώπους...
34. Η λεγόμενη πνευματική δύναμις (η Εκκλησία) δεν έχει βάσιν εις την Αγίαν Γραφήν και την διδασκαλίαν του Χριστού.
35. Αλλά η κοσμική εξουσία έχει επικυρωθή με την διδασκαλίαν και το παράδειγμα του Χριστού (Κατά Λουκάν, ια', 5. Κατά Ματθαίον, κβ΄, 21)...
49. Δεν γνωρίζω μεγαλύτερον σκάνδαλον από την απαγόρευσιν του νομίμου γάμου εις τους ιερείς, ενώ τους επιτρέπεται, επί πληρωμή ενός προστίμου, να έχουν παλλακίδας. Αίσχος! (Pfui der Schande!)...
57. Η Αγία Γραφή δεν γνωρίζει τίποτε περί καθαρτηρίου...
66. Όλοι οι πνευματικοί ηγέται πρέπει να μετανοήσουν άνευ αναβολής και να υψώσουν μόνον τον σταυρόν του Χριστού, άλλως θα χαθούν. Το μαχαίρι έφθασε εις το κόκκαλον.9

Ο Ιωάννης Φάμπερ, γενικός βικάριος της εκκλησιαστικής περιοχής της Κωνσταντίας, ηρνήθη να συζητήση τας προτάσεις αυτάς λεπτομερώς, ισχυριζόμενος ότι έπρεπε να τεθούν υπ' όψει μεγάλων Πανεπιστημίων ή μιας γενικής συνόδου της Εκκλησίας. Ο Ζβίγγλιος έκρινεν ότι τούτο δεν ήτο αναγκαίον. Τώρα, ότε η Καινή Διαθήκη ήτο προσιτή εις τας τοπικάς γλώσσας, όλοι ηδύναντο να έχουν τον Λόγον του Θεου δια να αποφασίσουν επί των θεμάτων αυτών. Αυτό ήτο αρκετόν. Το Συμβούλιον συνεφώνησεν εκήρυξε τον Ζβίγγλιον αθώον από αίρεσιν και διέταξεν όλους τους κληρικούς της Ζυρίχης να κηρύττουν μόνον εκείνα, τα οποία θα ηδύναντο να στηρίξουν επί των Γραφών. Εδώ, όπως και εις την Λουθηρανήν Γερμανίαν, το κράτος αντικατέστησε την Εκκλησίαν.
Οι πλείστοι των ιερέων  οι μισθοί των τώρα ήσαν ηγγυημένοι από το κράτος  εδέχθησαν την διαταγήν του Συμβουλίου. Πολλοί εξ αυτών ενυμφεύθησαν, εβάπτιζον εις την τοπικήν γλώσσαν, παρημέλησαν την λειτουργίαν και εγκατέλειψαν την προσκύνησιν των εικόνων. Μία ομάς ενθουσιωδών ήρχισε να καταστρέφη άνευ διακρίσεως εικόνας και αγάλματα εις τας εκκλησίας της Ζυρίχης. Στενοχωρηθείς από την επέκτασιν της αταξίας, ο Ζβίγγλιος εκανόνισε μίαν δευτέραν συζήτησιν (26 Οκτωβρίου 1523) εις την οποίαν μετέσχον 550 λαϊκοί και 350 κληρικοί. Το αποτέλεσμα υπήρξεν ότι το Συμβούλιον διέταξε την συγκρότησιν μιας επιτροπής, εις την οποίαν μετείχε και ο Ζβίγγλιος και η οποία θα συνέτασσεν ένα βιβλίον δογματικής διδασκαλίας δια τον λαόν και ότι εν τω μεταξύ έπρεπε να παύση πάσα βιαιοπραγία. Ο Ζβίγγλιος συνέθεσε ταχέως το « Eine kurze Christliche Einleitung», το οποίον απεστάλη εις όλους τους κληρικούς του καντονίου. Η καθολική ιεραρχία διεμαρτυρήθη και η δίαιτα της ομοσπονδίας, συνελθούσα εις την Λουκέρνην (26 Ιανουαρίου 1524), υπεστήριξε την διαμαρτυρίαν ενώ συγχρόνως επρότεινεν η ιδία εκκλησιαστικήν μεταρρύθμισιν. Το Συμβούλιον ηγνόησε τας διαμαρτυρίας.

Ο Ζβίγγλιος διετύπωσεν ευρύτερον τας θεωρίας του εις δύο λατινικάς πραγματείας: De vera et falsa religione (1525) και Ratio fidei (1530). Εδέχετο την βασικήν θεολογίαν της Εκκλησίας: τον τρισυπόστατον Θεόν, την πτώσιν του Αδάμ και της Εύας, την ενσάρκωσιν, την εκ Παρθένου γέννησιν και την λύτρωσιν˙ αλλά ηρμήνευσε το «προπατορικόν αμάρτημα» όχι ως μίαν κηλίδα ενοχής, κληρονομηθείσαν από τους προπάτοράς μας, αλλά ως μίαν αντικοινωνικήν τάσιν, ενυπάρχουσαν εις την φύσιν του ανθρώπου.10 Συνεφώνει με τον Λούθηρον ότι ο άνθρωπος ουδέποτε θα κερδίση την σωτηρίαν με καλά έργα, αλλά πρέπει να πιστεύση εις την λυτρωτικήν αποτελεσματικότητα της θυσίας και του θανάτου του Χριστού. Συνεφώνει με τον Λούθηρον και τον Καλβίνον εις τον προορισμόν: παν γεγονός, και κατά συνέπειαν η αιώνια μοίρα παντός ατόμου, είχε προγνωσθή υπό του Θεού και πρέπει να συμβή όπως έχει προγνωσθή. Αλλά ο Θεός έχει καταδικάσει εις την κόλασιν μόυον εκείνους οι οποίοι απορρίπτουν το Ευαγγέλιον το οποίον τους κηρύττεται. Όλα τα παιδία (εκ χριστιανών γονέων) τα οποία αποθνήσκουν εις νηπιακήν ηλικίαν είναι σεσωσμένα, έστω και αβάπτιστα, διότι ήσαν πάρα πολύ μικρά δια να αμαρτήσουν. Η κόλασις είναι πραγματική αλλά το καθαρτήριον είναι «μία επινόησις... μία προσοδοφόρος επιχείρησις δια τους κατασκευαστάς της». Η Γραφή δεν γνώριζε τίποτε περί αυτού.11 Τα μυστήρια δεν είναι θαυματουργά μεταδοτικά μέσα, αλλά ωφέλιμα σύμβολα της θείας χάριτος. Η εξομολόγησις δεν, είναι αναγκαία˙ κανείς ιερεύς δεν δύναται να συγχωρήση την αμαρτίαν παρά μόνον ο Θεός. Αλλά πολλάκις είναι ευεργετικόν να εμπιστευώμεθα τας πνευματικάς μας ανησυχίας εις ένα ιερέα.12 Ο Μυστικός Δείπνος δεν είναι πραγματική κατάλυσις του σώματος του Χριστού αλλά ένα σύμβολον της ενώσεως της ψυχής με τον Θεόν και του ατόμου με την χριστιανικήν κοινότητα.

Ο Ζβίγγλιος διετήρησε την Ευχαριστίαν ως μέρος της μεταρρυθμισθείσης ιεροτελεστίας και την παρείχεν εις άρτον και οίνον αλλά μόνον τέσσαρας φοράς το έτος. Εις την ειδικήν αυτήν περίπτωσιν διετηρείτο το μεγαλύτερον μέρος της θείας λειτουργίας αλλ' απηγγέλλετο εις ελβετικήν γερμανικήν από το εκκλησίασμα και τον ιερέα. Κατά το υπόλοιπον του έτους, η λειτουργία αντικαθίστατο με το κήρυγμα, η επίδρασις του τυπικού επί των αισθήσεων ήτο υποτεταγμένη εις την επίδρασιν του λόγου επί του πνεύματος: ένα τολμηρόν παιγνίδιον επί της λαϊκής διανοητικότητος και της σταθερότητος των ιδεών. Εφ' όσον τώρα μία αλάνθαστος Βίβλος επρόκειτο να αντικαταστήση μίαν αλάνθαστον Εκκλησίαν ως οδηγός εις το δόγμα και την συμπεριφορά η γερμανική μετάφρασις του Λουθήρου της Καινής Διαθήκης προσηρμόσθη προς την ελβετικήν γερμανικήν διάλεκτον και ένα σώμα από λογίους και ιερωμένους, υπό την διεύθυνσιν του εναρέτου Λέοντος Γιούντ, επεφορτίσθη με την προπαρασκευήν μιας γερμανικής εκδόσεως ολοκλήρου της Βίβλου. Εξεδόθη από τον Χριστιανόν Φροσάουερ εις την Ζυρίχην,το 1534, τέσσαρα έτη πρίν εμφανισθή η βελτιωμένη έκδοσις του Λουθήρου.

Κατά πιστήν υπακοήν πρός την δευτέραν εντολήν και σημειώνον την επάνοδον του προτεσταντικού χριστιανισμού εις τας ιουδαϊκάς παραδόσεις, το Συμβούλιον της Ζυρίχης διέταξε την αφαίρεσιν από τας εκκλησίας της πόλεως όλων των θρησκευτικών εικόνων, λειψάνων και διακοσμήσεων ακόμη και τα όργανα απεμακρύνθησαν και το τεράστιον εσωτερικόν της εκκλησίας του Γκροσμύνστερ έμεινε θλιβερώς γυμνόν, όπως είναι σήμερον. Μερικαί από τας εικόνας ήσαν αρκετά παράλογοι, άλλαι προσεφέροντο εις δεισιδαιμονίαν ώστε να αξίζουν την καταστροφήν˙ αλλά μερικαί ήσαν αρκετά ωραίαι ώστε να κάμουν τον διάδοχον του Ζβιγγλίου, Ερρίκον Μπούλλινγκερ, να θρηνή δια την απώλειάν των. Ο ίδιος ο Ζβίγγλιος ετήρει μίαν ανεκτικήν στάσιν έναντι των εικόνων όταν δεν ελατρεύοντο ως θαυματουργά είδωλα,13 αλλά εδέχθη την καταστροφήν ως μίαν αντίδρασιν κατά της ειδωλολατρείας.14 Εις τας εκκλησίας των χωρίων του καντονίου επετράπη να διατηρήσουν τας εικόνας εάν η πλειοψηφία της ενορίας το επεθύμει. Οι ρωμαιοκαθολικοί διετήρησαν μερικά πολιτικά δικαιώματα αλλά δεν ηδύναντο να εκλεγούν εις δημόσια αξιώματα. Η συμμετοχή εις λειτουργίαν ετιμωρείτο δια προστίμου˙ επίσης απηγορεύθη δια νόμου να τρώγωνται ιχθύς την Παρασκευήν αντί κρέατος.15 Τα μοναστήρια ανδρών και γυναικών (με μίαν εξαίρεσιν) εκλείσθησαν ή μετετράπησαν εις νοσοκομεία ή σχολεία˙ οι μοναχοί και αι μοναχαί εξήλθον από τα μοναστήρια δια να νυμφευθούν. Αι εορταί των αγίων κατηργήθησαν καθώς επίσης και τα προσκυνήματα, τα αγιάσματα και αι λειτουργίαι δια τους νεκρούς. Αν και όλαι αυταί αι αλλαγαί δεν είχον πραγματοποιηθή μεχρι του 1524, εν τούτοις η Μεταρρύθμισις είχε κατά την εποχήν αυτήν προχωρήσει περισσότερον εις τον Ζβίγγλιον και την Ζυρίχην παρά εις τον Λούθηρον και την Βιττενβέργην. Ο Λούθηρος ήτο ακόμη άγαμος μοναχός και εξηκολούθει να τελή την λειτουργίαν.

Τον Νοέμβριον του 1524, η Ζυρίχη ίδρυσεν ένα μυστικοσυμβούλιον (Heimliche Rath) από εξ μέλη δια να προπαρασκευάζη την ρύθμισιν επειγόντων ή λεπτών κυβερνητικών ζητημάτων. Μεταξύ του Ζβιγγλίου και του συμβουλίου τούτου έγινεν ένας συμβιβασμός ως πρός την εργασίαν : ο Ζβίγγλιος παρεχώρησεν εις αυτό την ρύθμισιν των εκκλησιαστικών και κοσμικών υποθέσεων και εις τας δύο περιπτώσεις ηκολούθει την καθοδήγησίν του. Η Εκκλησία και το κράτος εις την Ζυρίχην έγιναν ένας οργανισμός, του οποίου ο Ζβίγγλιος ήτο ο ανεπίσημος αρχηγός και εις τον οποίον η Βίβλος είχε γίνει δεκτή (όπως το Κοράνιον εις το Ισλάμ) ως η πρώτη πηγή και το τελικόν κριτήριον του δικαίου. Εις τον Ζβίγγλιον, και βραδύτερον εις τον Καλβίνον, επραγματοποιήθη το ιδεώδες της Παλαιάς Διαθήκης, του προφήτου κατευθύνοντος το κράτος.
Επιτυχών τόσον, ταχέως και τόσον πλήρως εις την Ζυρίχην, ο Ζβίγγλιος έστρεψε κατακτητικόν βλέμμα επί των ρωμαιοκαθολικών καντονίων και διηρωτήθη εάν δεν θα ήτο δυνατόν ολόκληρος η Ελβετία να προσχωρήση εις την νέαν μορφήν της παλαιάς πίστεως.

IV. ΕΜΠΡΟΣ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙ
Η Μεταρρύθμιση είχε κατατμήσει την ομοσπονδίαν και εφαίνετο προωρισμένη να την καταστέψη. Η Βέρνη, η Βασιλεία, το Σαφφχάουζεν, το Άππεντσελ και η Γκριζόν ηυνόουν την Ζυρίχην τα άλλα καντόνια διέκειντο εχθρικώς. Πέντε καντόνια – Λουκέρνη, Ούρι, Σβύτς, Ούντερβαλντεν και Τσούγκ- εσχημάτισαν μίαν ρωμαιοκαθολικήν ομοσπονδίαν δια να καταπνίξουν όλα τα χουσιτικά, λουθηρανικά και ζβιγγλιανικά κινήματα (1524). Ο αρχιδούξ Φερδινάνδος της Αυστρίας παρεκίνησεν όλα τα ρωμαιοκαθολικά κράτη εις από κοινού δράσιν, υπεσχέθη την βοήθειάν του και ήλπιζεν αναμφιβόλως να αποκαταστήση την κυριαρχίαν των Αψβούργων εις την Ελβετίαν. Την 16ην Ιουλίου, όλα τα καντόνια, εκτός του Σαφφχάουζεν και του Άππεντσελ, συνεφώνησαν να αποκλείσουν την Ζυρίχην από τας μελλοντικάς ομοσπονδιακάς διαίτας. Η Ζυρίχη και ο Ζβίγγλιος απήντησαν αποστείλαντες ιεραποστόλους εις την περιοχήν του Θοργκάου δια να κηρύξουν την Μεταρρύθμισιν. Ένας εξ αυτών συνελήφθη˙ διάφοροι φίλοι του τον απηλευθέρωσαν και ηγήθησαν ενός εξηγριωμένου όχλου, ο οποίος ελεηλάτησε και έκαυσεν ενα μοναστήριον και κατέστρεψε τας εικόνας εις πολλάς εκκλησίας (Ιούλιος 1524). Τρεις από τους αρχηγούς εξετελέσθησαν και το πολεμικόν πνεύμα ανεπτύχθη και εις τας δύο μερίδας. Ο Έρασμος, έντρομος εις, την Βασιλείαν, κατεπτοήθη βλέπων εύλαβείς πιστούς, ερεθισθέντας από τους ιεροκήρυκας, να εξέρχωνται από τας εκκλησίας «ως δαιμονιζόμενοι, με την οργήν και την μανίαν ζωγραφισμένην εις τα πρόσωπά των... ως πολεμισταί εμψυχούμενοι από τον στρατηγόν των δια κάποιαν ισχυράν επίθεσιν».16 Εξ καντόνια ηπείλησαν, ότι θα εγκαταλείψουν την ομοσπονδίαν αν δεν θα ετιμωρείτο η Ζυρίχη.

Ο Ζβίγγλιος, αναλαμβάνων τον νέον ρόλον του ως πολεμικού αρχηγού, συνέστησεν εις την Ζυρίχην να υξήση τον στρατόν της και τα εφόδιά της, να επιζητήση συμμαχίαν με την Γαλλίαν, να δημιουργήση αντιπερισπασμόν εις τα νώτα του Φερδινάνδου, προπαρασκευάζουσα εξέγερσιν εις το Τυρόλον και να υποσχεθή εις το Θοργκάου και το Σαίντ - Γκάλ τα κτήματα των μοναστηριών των ως αντάλλαγμα δια την υποστήριξίν των. Εις την ρωμαιοκαθολικήν ομοσπονδίαν προσέφερεν ειρήνην υπό τρεις όρους : να παραχωρήση εις την Ζυρίχην το περίφημον αββαείον του Αγίου Γάλλου˙ να απαρνηθή την συμμαχίαν με την Αυστρίαν και να παραδώση εις την Ζυρίχην τον εκ Λουκέρνης σατιρικόν Θωμάν Μούρνερ, ο οποίος είχε γράψει πολύ δηκτικώς δια τους Μεταρρυθμιστάς. Η ομοσπονδία περιεφρόνησεν αυτούς τους όρους. Η Ζυρίχη διέταξε τους αντιπροσώπους της εις Άγιον Γάλλον να καταλάβουν το αββαείον αυτοί υπήκουσαν (28 Ιανουαρίου 1529). Τον Φε-βρουάριον η έντασις ηυξήθη από γεγονότα τα οποία εσημειώθησαν εις την Βασιλείαν.

Ο ηγέτης των προτεσταντών εις τας «Αθήνας της Ελβετίας» ήτο ο Ιωάννης Χαουσσάιν, ο οποίος είχεν εξελληνίσει το όνομά του, το οποίον εσήμαινεν οικιακόν λύχνον, εις Οικολαμπάδιος. Είχε γράψει λατινικά ποιήματα εις ηλικίαν 12 ετών, εξέμαθε την ελληνικήν ολίγον κατόπιν και κατέληξε να θεωρήται ο καλύτερος εβραϊστής μετά τον Ρόυχλιν. Εις τον άμβωνα της εκκλησίας του αγιου Μαρτίνου και εις την έδραν της θεολογίας εις το Πανεπιστήμιον, απέκτησε φήμην ως μεταρρυθμιστής και ηθικολόγος, φιλάνθρωπος προς όλα εκτός της θρησκείας. Περί το 1521, επετέθη κατά των καταχρήσεων της εξομολογήσεως, του δόγματος της μετουσιώσεως και της υπερβολικής τιμής της Παρθένου. Το 1523, ο Λούθηρος τον επεδοκίμασε. Το 1525, υιοθέτησε το πρόγραμμα του Ζβιγγλίου, συμπεριλαμβανομένου και του διωγμού των Αναβαπτιστών. Απέρριπτεν όμως τον προορισμόν˙ salus nostra ex Deo, εδίδασκε, perditio nostra ex nobis : «η σωτηρία μας προέρχεται από τον θεόν, η απώλειά μας από ημάς τους ιδίους».17 Όταν το συμβούλιον της Βασιλείας, το οποίον τώρα ήτο κατά το πλείστον προτεσταντικόν, διεκήρυξε την ελευθερίαν της λατρείας (1528) ο Οικολαμπάδιος διεμαρτυρήθη και απήτησε την κατάργησιν της λειτουργίας.
Την 8ην Φεβρουαρίου 1529, 800 άνδρες, συγκεντρωθέντες εις την εκκλησίαν των Φραγκισκανών, απέστειλαν προς το συμβούλιον μίαν αίτησιν, όπως απαγορευθή η λειτουργία, όλοι οι ρωμαιοκαθολικοί απολυθούν από τας δημοσίας θέσεις και όπως τεθή εις ισχύν ένα δημοκρατικώτερον σύνταγμα. Το συμβούλιον συνεζήτησε το θέμα. Την επομένην οι αιτήσαντες συνεκεντρώθησαν ένοπλοι εις την αγοράν. Όταν περί την μεσημβρίαν το συμβούλιον δεν είχεν ακόμη λάβει απόφασιν, το πλήθος εισέβαλεν εις τας εκκλησίας με σφύρας και πελέκεις και κατέστρεψεν όλας τας θρησκευτικάς εικόνας τας οποίας κατώρθωσε να ανακαλύψη.18 Ο Έρασμος περιέγραψε το γεγονός εις μίαν επιστολήν του προς τον Πιρκχάιμερ :

«Οι σιδηρουργοί και οι εργάται αφήρεσαν τας εικόνας από τας εκκλησίας και καθύβρισαν τας εικόνας των αγίων και αυτόν τον Εσταυρωμένον κατά τοιούτον τρόπον, ώστε είναι απορίας άξιον πώς δεν εγινε κανένα θαύμα, δεδομένου ότι πάντοτε συνέβαινον τόσα πολλά όταν οι άγιοι προσεβάλλοντο έστω και ελαφρώς. Δεν έμεινε κανένα άγαλμα ούτε εις τους προθαλάμους ή τας εισόδους ή εις τα μοναστήρια. Αι νωπογραφίαι εκαλύφθησαν με επίχρισμα εξ ασβέστου. Ο,τιδήποτε ηδύνατο να καή, ερρίφθη εις την πυράν και τα υπόλοιπα κατετεμαχίσθησαν. Ουδενός εφείσθησαν είτε από αγάπην είτε δια χρήματα».19

Το συμβούλιον κατενόησε τον υπαινιγμόν και εψήφισε την κατάργησιν της λειτουργίας. Ο Έρασμος, ο Μπεάτος Ρενάνος και όλοι οι καθηγηταί του Πανεπιστημίου, εγκατέλειψαν την Βασιλείαν. Ο Οικολαμπάδιος, θριαμβευτής, επέζησε μόνον δύο έτη, αποθανών ολίγον μετά τον θάνατον του Ζβιγγλίου.

Τον Μάιον του 1529 ένας προτεστάντης ιεραπόστολος από την Ζυρίχην, επιχειρήσας να κηρύξη εις την πόλιν Σβύτς, εκάη εις την πυράν. Ο Ζβίγγλιος έπεισε το Συμβούλιον της Ζυρίχης να κηρύξη τον πόλεμον. Κατέστρωσε το σχέδιον της εκστρατείας και ωδήγησεν αυτοπροσώπως  τα στρατεύματα του καντονίου. Εις την Κάππελ, δέκα μίλλια νοτίως της Ζυρίχης, τους εσταμάτησεν ένας μόνος άνθρωπος, ο Λάντεμαν Αίμπλι από το Γκλάρους, ο οποίος εζήτησε μιας ώρας ανακωχήν δια να διαπραγματευθή με την ομοσπονδίαν. Ο Ζβίγγλιος υπωπτεύθη προδοσίαν και ήτο υπέρ της αμέσου προχωρήσεως˙ αλλά υπερίσχυσαν οι σύμμαχοί του από την Βέρνην και οι ίδιοι οι στρατιώται του, οι οποίοι αμέσως συναδελφώθησαν, υπεράνω των συνόρων των καντονιών και της θεολογίας, με τους στρατιώτας του εχθρού. Αι διαπραγματεύσεις διήρκεσαν δέκα εξ ημέρας˙ τελικώς επεκράτησεν η ορθοφροσύνη των Ελβετών και υπεγράφη η πρώτη ειρήνη της Κάππελ (24 Ιουνίου 1529). Οι όροι της υπήρξαν νίκη δια τον Ζβίγγλιον : τα ρωμαιοκαθολικά καντόνια συνεφώνησαν να πληρώσουν αποζημίωσιν εις την Ζυρίχην και να παύσουν την συμμαχίαν των με την Αυστρίαν˙ κανένα από τα μέρη δεν θα επετίθετο κατά του άλλου δια θρησκευτικάς διαφοράς, εις δε τα «κοινά εδάφη», υποκείμενα εις δύο ή περισσότερα καντόνια, ο λαός θα απεφάσιζε κατά πλειοψηφίαν κατά ποίον τρόπον θα ερρύθμιζον τον θρησκευτικόν των βίον. Ο Ζβίγγλιος, εν τούτοις, ήτο δυσηρεστημένος : είχε ζητήσει και δεν είχε λάβει, ελευθερίαν δια το προτεσταντικόν κήρυγμα εις τα ρωμαιοκαθολικά καντόνια. Προείπε ταχείαν διάσπασιν της ειρήνης.

Αυτή διήρκεσεν είκοσι οκτώ μήνας. Εις το ενδιάμεσον κατεβλήθη προσπάθεια προς ένωσιν των προτεσταντών της Ελβετίας και της Γερμανίας. Ο Κάρολος Ε' είχε διευθετήσει την έριδά του με τον Κλήμεντα Ζ'˙ και οι δύο ήσαν τώρα ελεύθεροι να ενωθούν εναντίον των προτεσταντών. Αυτοί όμως ήσαν ήδη μία ισχυρά πολιτική δύναμις. Οι Γερμανοί κατά το ήμισυ ήσαν λουθηρανοί˙ πολλαί γερμανικαί πόλεις - η Ούλμη, το Άουγκσμπουργκ, η Βυρτεμβέργη, η Μάιντς, η Φραγκφούρτη επι του Μάιντς, το Στρασβούργον -  είχον ισχυράς συμπαθείας πρός τον Ζβίγγλιον εις δε την Ελβετίαν, παρ' όλον ότι αι αγροτικαί περιοχαί ήσαν ρωμαιοκαθολικαί, αι πλείσται των πόλεων ήσαν προτεσταντικοί. Προφανώς, η αυτοπροστασία εναντίον της αυτοκρατορίας και του παπισμού απήτει την προτεσταντικήν ένωσιν. Μόνον εμπόδιον ήτο η θεολογία.

Ο λαντγκράβος της Έσσης Φίλιππος ανέλαβε την πρωτοβουλίαν προσκαλέσας τον Λούθηρον, τον Μελάγχθονα και άλλους Γερμανούς προτεστάντας να συναντηθούν με τον Ζβίγγλιον, τον Οικολαμπάδιον καϊ άλλους Ελβετούς προτεστάντας εις τον πύργον του εις το Μάρμπουργκ, βορείως της Φραγκφούρτης.
Την 29ην Σεπτεμβρίου 1529 συνηντήθησαν αι αντίπαλοι μερίδες. Ο Ζβίγγλιος προέβη εις γενναίας παραχωρήσεις˙ διέλυσε την υποψίαν του Λουθήρου ότι αμφέβαλλε δια την θεότητα του Χριστού˙ παρεδέχθη την πίστιν της Νικαίας και το δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος. Αλλά δεν ήθελε να αποσύει τας απόψεις του περί της Ευχαριστίας ως συμβόλου και αναμνήσεως μάλλον παρά ως θαύματος.
Ο Λούθηρος έγραψε με κιμωλίαν επί της τραπέζης της συσκέψεως τας λέξεις αι οποίαι αποδίδονται εις τον Χριστόν - «Τοῦτο ἐστί τό σῶμα μου» - και δεν εδέχετο άλλην ερμηνεία, από την κατά γράμμα.
Τα μερη υπέγραψαν μίαν συμφωνίαν εκ 14 άρθρων επί της ευχαριστίας εχωρίσθησαν και όχι φιλικως (3 Οκτώβριου). Ο Λούθηρος ηρνήθη να λάβη την τεινομένην χείρα του Ζβιγγλίου, ειπών: «το πνεύμα σας δεν είναι το πνεύμα μας»˙ συνέταξε μίαν θεαλογικήν ομολογίαν από δέκα επτά άρθρα, εις τα οποία περιελαμβάνετο και η «μετουσίωσις» (consubstantiation), έπεισε δε τους λουθηρανούς ηγεμόνας να απορρίψουν πάσαν συμμαχίαν με οιανδήποτε ομάδα η οποία δεν θα υπέγραφε και τα δέκα επτά.20 Ο Μελάγχθων συνεφώνησε με τον κύριόν του.
«Είπομεν εις τους ζβιγγλιανούς», έγραψεν, «ότι διερωτώμεθα πώς αι συνειδήσεις των θα τους επέτρεπον να μας αποκαλούν αδελφούς εφ' όσον θα επίστευον ότι η θεωρία μας ήτο πεπλανημένη».21
Εδώ, εις μίαν φράσιν, ευρίσκετο το πνεύμα της εποχής. Το 1532 ο Λούθηρος συνεβούλευσε τον δούκα Αλβέρτον της Πρωσσίας να μην επιτρέψη να εισέλθη ζβιγγλιανός εις τα εδάφη του, επί ποινή αιωνίας κολάσεως. Ήτο πάρα πολύ να ζητήση κανείς από τον Λούθηρον να περάση με ένα βήμα από τον Μεσαίωνα εις τους Νέους Χρόνους˙ είχε δεχθή πάρα πολύ βαθείαν επίδρασιν της μεσαιωνικής θρησκευτικότητος ώστε να ανεχθή υπομονητικώς οιανδήποτε απομάκρυνσιν των θεμελιωδών της στοιχείων. Ησθάνετο, ως καλός ρωμαιοκαθολικός, ότι ο κόσμος της σκέψεως θα κατέρρεεν, όλη η έννοια της ζωής θα εξαλείφετο, εάν θα έχανε οιονδήποτε εκ των βασικών στοιχείων της πίστεως, εις την οποίαν είχε διαμορφωθή. Ο Λούθηρος ήτο ο μεσαιωνικώτερος των νεωτέρων ανθρώπων.

Συντριβείς από την αποτυχίαν αυτήν, ο Ζβίγγλιος επανήλθεν εις την Ζυρίχην, η οποία ήρχισε να αναταράσσεται υπό την δικτατορίαν του. Οι αυστηροί νόμοι κατά της πολυτελείας είχον προκαλέσει αγανάκτησιν˙ το εμπόριον παρημποδίζετο από τας θρησκευτικάς διαφοράς μεταξύ των καντονίων˙ οι τεχνίται ήσαν δυσηρεστημένοι διότι εξηκολούθουν να έχουν πολύ μικράν αναλογίαν εις την κυβέρνησιν και οι λόγοι του Ζβιγγλίου, ανάμικτοι με πολιτικήν, είχον χάσει την έμπνευσιν και την γοητείαν των. Ησθάνετο τόσον ευτόνως την αλλαγήν ώστε εζήτησε την άδειαν του Συμβουλίου να αναζητήση μίαν ενορίαν κάπου άλλου. Επέμειναν να παραμείνη.
Τώρα αφιέρωνε πολύν χρόνον εις την συχγραφήν. Το 1530 απέ-στειλεν εις τον Κάρολον Ε' την «Ratio fidei», αλλ' αυτός δεν έδωσε σημείον ότι την έλαβε. Το 1531 απηύθυνε προς του Φραγκίσκου Α' μίαν Christianae fidei brevis et clara expositio.
Εις αυτήν την «βραχείαν και σαφή έκθεσιν της χριστιανικής πίστεως» εξέφραζε την ερασμιακήν του πεποίθησιν, ότι ένας χριστιανός, όταν θα έφθανεν εις τον παράδεισον, θα εύρισκεν εκεί πολλούς αγαθούς Εβραίους και ειδωλολάτρας : όχι μόνον τον Αδάμ, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Μωυσήν, τον Ησαίαν... αλλά και τον Ηρακλή, τον Θησέα, τον Σωκράτην, τον Αριστείδην, τον Νουμάν, τον Κάμιλλον, τους Κάτωνας, τους Σκιπίωνας. Γενικώς, δεν υπήρξεν αγαθός άνθρωπος, ούτε ιερόν πνεύμα, ούτε πιστή ψυχή, από καταβολής κόσμου μέχρι τέλους αυτού, τα οποία να μην εύρη εκεί μαζί με τον Θεόν. Τι άλλο πλέον χαρμόσυνον, ευχάριστον και ευγενές θα ηδύνατο κανείς να φαντασθή από αυτό το θέαμα ;»22
Το χωρίον αυτό εσκανδάλισεν εις τοιούτον βαθμόν τον Λούθηρον, ώστε κατέληξεν εις το συμπέρασμα, ότι ο Ζβίγγλιος θα έπρεπε να ήτο «άπιστος»,23 ο δε επίσκοπος Μποσσουέ, συμφωνών δια μίαν φοράν με τον Λούθηρον, ανέφερε τούτο δια να αποδείξη, ότι ο Ζβίγγλιος ήτο αθεραπεύτως άπιστος.24

Την 15ην Μαίου 1531 μία συνέλευσις της Ζυρίχης και των συμμάχων της εψήφισε να εξαναγκασθούν τα ρωμαιοκαθολικά καντόνια να επιτρέψουν ελευθερίαν κηρύγματος εις το έδαφος των. Όταν τα καντόνια ηρνήθησαν, ο Ζβίγγλιος επρότεινε πόλεμου, αλλά οι σύμμαχοι του επροτίμησαν οικονομικόν αποκλεισμόν. Τα ρωμαιοκαθολικά καντόνια, εμποδισθέντα να κάμουν εισαγωγάς, εκήρυξαν τον πόλεμον. Και πάλιν οι αντίπαλοι στρατοί εβάδισαν, και πάλιν ο Ζβίγγλιος ηγήθη και εκράτει την σημαίαν˙ και πάλιν τα στρατεύματα συνηντήθησαν εις την Κάππελ (11 Οκτωβρίου 1531), οι ρωμαιοκαθολικοί με 8.000 άνδρας, οι προτεστάνται με 1500.
Την φοράν αυτήν επολέμησαν. Οι ρωμαιοκαθολικοί ενίκησαν και ο 47ετης Ζβίγγλιος ήτο μεταξύ των 500 ττεσόντων Ζυριχίων. Το σώμα του ετεμαχίσθη και κατόττιν εκάη επί πυράς εκ κόπρου.25
Ο Λούθηρος, πληροφορηθείς τον θάνατον του Ζβιγγλίου, τον εχαρακτήρισεν ως θείαν καταδίκην ενός απίστου,26 και «ένα θρίαμβον δι’ ημάς».27 «Εύχομαι από καρδίας», λέγεται οτι είπε, «να δυνηθή να σωθή ο Ζβίγγλιος αλλά φοβούμαι το αντίθετον, διότι ο Χριστός είπεν ότι όλοι όσοι τον απαρνούνται θα κολασθούν».28

Τον Ζβίγγλιον διεδέχθη εις την Ζυρίχην ο Ερρίκος Μπούλλινγκερ και εις την Βασιλείαν ο Οσβάλδος Μυκόνιος εξηκολούθησε μετά τον θάνατον του Οικολαμπαδίου. Ο Μπούλλινγκερ απέφευγε την πολιτικήν επέβλεπε τα σχολεία της πόλεως, παρείχεν άσυλον εις πρόσφυγας προτεστάντας και έδιδεν ελεημοσύνην εις τους ενδεείς πάσης πίστεως. Ενέκρινε την εκτέλεσιν του Σερβέτου, αλλά, αν αφαιρέσωμεν τούτο, επλησίαζεν εις μίαν θεωρίαν γενικής θρησκευτικής ελευθερίας. Ηνώθη με τον Μυκόνιον και τον Λέοντα Γιούντ εις την διατύπωσιν της Πρώτης Ελβετικής Ομολογίας (1536), η οποία επί μίαν γενεάν ήτο η επίσημος έκφρασις των ζβιγγλιανών απόψεων. Μαζί με τον Καλβίνον συνέταξε το «Consensus Tigurinus» (1549), το οποίον ήνωσε τους προτεστάντας της Ζυρίχης και της Γενεύης εις μίαν «Μεταρρυθμισμένην Εκκλησίαν».
Παρά την προστατευτικήν αυτήν συμφωνίαν ο καθολικισμός ανέκτησε μεταγενεστέρως πολύ από το έδαφος το οποίον είχε χάσει εις την Ελβετίαν, εν μέρει δια της νίκης του εις Κάππελ˙ αι θεολογίαι αποδεικνύονται ορθαί ή μη ορθαί εις την ιστορίαν δι' ανταχωνισμού σφαγής ή γονιμότητος. Επτά καντόνια παρέμειναν εις τον ρωμαιοκαθολικισμόν - η Λουκέρνη, το Ούρι, η Σβύτς, η Τσούγκ, το Ουντερβάλντεν, το Φρίμπουργκ και το Σόλοθουρν˙ τέσσαρα ήσαν οριστικώς προτεσταντικά - η Ζυρίχη, η Βασιλεία, η Βέρνη και το Σαφφχάουζεν τα υπόλοιπα παρέμειναν αιωρούμενα μεταξύ των δύο πίστεων, αβέβαια περί των πεποιθήσεών των. Ο διάδοχος του Ζβιγγλίου εις το Γκλάρους, Βαλεντίνος Τσούντι, έκαμεν ένα συμβιβασμόν ψάλλων την λειτουργίαν την πρωίαν δια τους ρωμαιοκαθολικούς και κηρύττων ένα ευαγγελικόν  καθαρώς σύμφωνον με τας Γραφάς  κύρυγμα την εσπέραν δια τους προτεστάντας˙ υπεστήριζε την αμοιβαίαν ανοχήν και πράγματι τον ηνέχθησαν έγραψεν ένα «Χρονικόν», τόσον αμερόληπτον ώστε κανείς δεν ηδύνατο να είπη ποίαν πίστιν ηυνόει. Ακόμη και εις εκείνην την εποχήν υπήρχον χριστιανοί.

(Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού Will Durant, τόμος ΣΤ΄ σελ. 470-482 εκδόσεις Αφοί Συρόπουλοι 1970)

(Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού Will Durant, τόμος ΣΤ΄ σελ. 534-569  εκδόσεις Αφοί Συρόπουλοι 1970) 
Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις δικές μας.Δεν παρατίθενται οι παραπομπές  

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟΝ: ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΛΒΙΝΟΣ 1509-1564  

I. ΝΕΑΝΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ  
Eγεννήθη εις το Νουαγιόν της Γαλλίας την 10ην Ιουλίου 1509. 'Ητο μία εκκλησιαστική πόλις, κυριαρχούμενη από την μητρόπολιν και τον επίσκοπόν της. Εδώ, εις τα πρώτα του βήματα, είχεν ένα παράδειγμα θεοκρατίας, την κυβέρνησιν μιας κοινωνίας από κληρικούς εν ονόματι του Θεού. Ο πατήρ του Γεράρδος Σωβέν, ήτο γραμματεύς του επισκόπου, αντιπρόσωπος του εκκλησιαστικού συμβουλίου και δημοσιονομικός έφορος της χώρας. Η μήτηρ του Ιωάννου απέθανεν όταν αυτός ήτο ακόμη εις παιδικήν ηλικίαν ο ττατήρ του ενυμφεύθη εκ νέου και ίσως ο Καλβίνος να ώφειλεν εις την αυστηράν ανατροφήν της μητρυιάς του μέρος του ζοφερού του πνεύματος. Ο Γεράρδος προώριζε τρεις εκ των υιών του δια το ιερατείον, πεπεισμένος, ότι ηδύνατο να τους τοποθετήση καλώς. Εύρε προσοδοφόρους θέσεις δια τους δύο, αλλά ο ένας εξ αυτών έγινεν αιρετικός και απέθανεν αρνηθείς να λάβη την θείαν κοινωνίαν. Ο ίδιος ο Γεράρδος αφωρίσθη κατόπιν μιας φιλονεικίας με το εκκλησιαστικόν σαμβούλιον και συνήντησε κάποιαν δυσκολίαν διά να ταφή εις Ιερόν χώρον.
Ο Ιωάννης απεστάλη εις το κολλέγιον της Μαρς του Πανεπιστημίου των Παρισίων. Εγράφη ως Ιωάννης Καλβίνος και έμαθε να γράφη εξαίρετα λατινικά. Μετεγράφη βραδύτερον εις το κολλέγιον του Μονταγκιού, όπου πρέπει να ήκουσε μερικάς ιδέας του περίφημου μαθητού του κολλεγίου τούτου Έρασμου. Εκεί παρέμεινε μέχρι του 1528, όταν εισήλθεν εις αυτό ο καθολικός αντίστοιχός του, Ιγνάτιος Λοϋόλα. «Αἱ ἱστορίαι, αἱ ὁποῖαι ἐλέγοντο κάποτε διά τήν ἂτακτον νεότητα τοῦ Καλβίνου», λέγει μία καθολική αυθεντία, «δεν ἒχουν βάσιν».1 Αντιθέτως, αι υπάρχουσαι μαρτυρίαι τον παρουσιάζουν ως επιμελή σπουδαστήν, συνεσταλμένον, σιωπηλόν, ευλαβή και ήδη «αἀστηρόν τιμητήν τῆς ηθικής τῶν συναδέλφων του».2 Εν τούτοις, ηγαπάτο από τους φίλους του και τώρα και βραδύτερον, με μίαν ακλόνητον πίστιν. Εις την ένθερμον επιδίωξιν της εσωτερικής γνώσεως ή της θελκτικής θεωρίας, ανεγίγνωσκε παραμένων άγρυπνος μέχρι βαθείας νυκτός. Ακόμη και κατά τα έτη αυτά των σπουδών του, παρουσιάσθησαν μερικαί αττό τας πολλάς ασθενείας, αι οποίαι εταλαιπώρησαν την ώριμον ηλικίαν του και συνετέλεσαν εις την διαμόρφωσιν της διαθέσεώς του.

Απροσδοκήτως, περι τα τέλη του 1528, έλαβε μίαν εντολήν εκ μέρους του πατρός του, να μεταβή εις την Ορλεάνην και να σπουδάση εκεί νομικά, προφανώς, λέγει ο υιός, «ἐπειδή ἒκρινεν, ὃτι ἡ επιστήμη τῶν νόμων ἐπλούτιζε συνήθως ἐκείνους οἱ ὁποίοι την ἠκολούθουν».3 Ο Καλβίνος επεδόθη με αρκετόν ζήλον εις την νέαν σπουδήν˙ το δίκαιον και όχι η φιλοσοφία ή η φιλολογία, εφαίνετο εις αυτόν ως το υπέρτατον πνευματικόν κατόρθωμα της ανθρωπότητας, η διάπλασις των αναρχικών παρορμήσεων του ανθρώπου εις τάξιν και ειρήνην. Μετέφερεν εις την θεολογίαν και την ηθικήν την λογικήν, την ακρίβεια» και την αυστηρότητα των «Εισηγήσεων» του Ιουστινιανού και έδωσεν εις το ιδικόν του αριστούργημα ένα παρόμοιον όνομα. Έγινε προ παντός ένας νομοθέτης, ο Νουμάς και ο Λυκούργος της Γενεύης.

Αποφοιτήσας, ως διπλωματούχος της νομικής (1531), επανήλθεν εις Παρισίους και επεδόθη εις μίαν άπληστον σπουδήν της κλασσικής φιλολογίας. Αισθανόμενος την κοινήν παρόρμησιν να ίδη το όνομά του τυπωμένον, εδημοσίευσε (1532) ένα λατινικόν δοκίμιον επί του «De cle mentia» του Σενέκα. Ο αυστηρότερος των θρησκευτικών νομοθετών ήρχισε την δημοσίαν σταδιοδρομίαν του με ένα χαιρετισμόν προς το έλεος. Απέστειλεν ένα αντίγραφον εις τον Έρασμον, χαιρετίζων αυτόν ως την «δευτέραν δόξαν» (μετά τον Κικέρωνα) και την «πρώτην απόλαυσιν των γραμμάτων». Εφαίνετο προωρισμένος διά τον ουμανισμόν, όταν έφθασαν μέχρις αυτού μερικά κηρύγματα του Λουθήρου και τον συνεκλόνισαν με την τολμηρότητά των. Μερικοί ζωηροί κύκλοι εις τους Παρισίους συνεζήτουν το νέον κίνημα και πρέπει να είχε γίνει πολύς λόγος διά τον παράτολμον μοναχόν, ο οποίος είχε καύσει την βούλλαν ενός πάπα και αδιαφορήσει διά τον αποκλεισμόν ενός αυτοκράτορος˙ πράγματι, ο προτεσταντισμός είχεν ήδη μάρτυρας εις την Γαλλίαν. Μερικοί εξ εκείνων οι οποίοι παρεκίνουν διά εκκλησιαστικήν αναμόρφωσιν ήσαν μεταξύ των φίλων του Καλβίνου. Ένας εξ αυτών, ο Γεράρδος Ρουσσέλ, ήτο ευνοούμενος της αδελφής του βασιλέως, Μαργαρίτας της Ναβάρρας˙ ένας άλλος, ο Νικόλαος Κόπ, είχεν εκλεγή πρύτανις του Πανεπιστημίου και πιθανώς ο Καλβίνος να είχε βοηθήσει εις την σύνταξιν του μοιραίου εναρκτήριου λόγου του Κόπ (1η Νοεμβρίου 1533). Ήρχιζε με ένα ερασμιακόν αίτημα διά μίαν κάθαρσιν του χριστιανισμού, επροχώρει εις μίαν λουθηρανικήν θεωρίαν περί σωτηρίας διά της πίστεως και της θείας χάριτος και ετελείωνε με μίαν έκκλησιν, όπως ακούωνται με ανεκτικότητα αι νέαι θρησκευτικαί ιδέαι. Ο λόγος επροκάλεσεν αναβρασμόν˙ η Σορβόννη εξέσπασεν εις οργήν˙ το κοινοβούλιον ήρχισε την λήψιν μέτρων εναντίον του Κόπ δι’ αίρεσιν. Ο Κόπ διέφυγε˙ προσεφέρθη αμοιβή 300 κορωνών διά την σύλληψίν του ζώντος ή νεκρού, αυτός όμως κατώρθωσε να φθάση εις την Βασιλείαν, η οποία ήτο ήδη προτεσταντική.

Ο Καλβίνος ειδοποιήθη από φίλους του ότι αυτός και ο Ρουσσέλ επρόκειτο να συλληφθούν. Φαίνεται ότι η Μαργαρίτα συνηγόρησεν υπέρ αυτού. Εγκατέλειψε τους Παρισίους (Ιανουάριος 1534) και εύρε καταφύγιον εις την Αγκουλέμην και εκεί, πιθανώς εις την πλούσιαν βιβλιοθήκην του Λουδοβίκου ντε Τιγιέ, ήρχισε να γράφη τας «Εισηγήσεις» του. Τον Μάιον διεκινδύνευσε να επανέλθη εις την Νουαγιόν και παρητήθη από την θέσιν, της οποίας το εισόδημα τον συνετήρει. Εκεί συνελήφθη, αφέθη ελεύθερος, συνελήφθη εκ νέου και πάλιν ηλευθερώθη. Επέστρεψε κρυφίως εις τους Παρισίους, συνωμίλησε με προτεστάντας ηγέτας και εγνωρίσθη με τον Σερβέτον, τον οποίον επρόκειτο να καύση. Όταν μερικοί προτεστάνται των άκρων ετοποθέτησαν υβριστικάς πινακίδας εις διάφορα σημεία των Παρισίων, ο Φραγκίσκος Α' προέβη εις αντίποινα με ένα μανιώδη διωγμόν. Ο Καλβίνος μόλις επρόφθασε να φύγη (Δεκέμβριος 1534) και συνήντησε τον Κόπ εις την Βασιλείαν. Εκεί, νέος 26 ετών, ετελείωσε το ευγλωττότερον, ενθερμότερον, σαφέστερον, λογικώτερον, με την μεγαλυτέραν επιρροήν και τρομερώτερον έργον εις όλην την φιλολογίαν της θρησκευτικής επαναστάσεως.

II. Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Εδημοσίευσε το βιβλίον εις την λατινικήν (1536) ως «Christianae religionis institutio» (Αι αρχαί της χριστιανικής θρησκείας). Εντός ενός έτους, η έκδοσις επωλήθη και εζητείτο νέα. Ο Καλβίνος ανταπεκρίθη με μίαν πολύ επηυξημένην έκδοσιν (1539) επίσης εις την λατινικήν το 1541 την μετέφρασεν εις την γαλλικήν και η μορφή αυτή του έργου είναι ένα από τα επιβλητικώτερα προϊόντα εις την κλίμακα της γαλλικής πεζογραφίας. Το κοινοβούλιον των Παρισίων απηγόρευσε το βιβλίον και εις τας δύο γλώσσας και μερικά αντίτυπα τούτου εκάησαν δημοσία εις την πρωτεύουσαν. Ο Καλβίνος εξηκολούθησε καθ' όλην την διάρκειαν της ζωής του να επεκτείνη και να αναδημοσιεύη το βιβλίον του˙ εις την τελικήν του μορφήν εξετείνετο εις 1118 σελίδας.

Η πρώτη έκδοσις ήρχιζε με ένα πλήρη πάθους αλλ' αξιοπρεπή «Πρόλογον προς τόν χριστιανικώτατον βασιλέα τῆς Γαλλίας». Δύο γεγονότα έδωσαν την ευκαιρίαν δια να απευθυνθή προς τον Φραγκίσκον : το βασιλικόν διάταγμα του Ιανουαρίου 1535 εναντίον των Γάλλων προτεσταντών και η σχεδόν ταυτόχρονος πρόσκλησις εκ μέρους του Φραγκίσκου προς τον Μελάγχθονα και τον Μπούσερ να έλθουν εις την Γαλλίαν διά να διαπραγματευθούν συμμαχίαν μεταξύ του Γάλλου μονάρχου και των λουθηρανών ηγεμόνων εναντίον του Καρόλου Ε'. Ο Καλβίνος ήλπισεν ότι θα ενίσχυε την πολιτικήν δεξιότητα με θεολογικά επιχειρήματα και ότι θα συνέτεινεν εις το να διαθέση ευνοϊκώς τον βασιλέα, όπως την αδελφήν του, υπέρ της προτεσταντικής υποθέσεως. Επεθύμει να απομακρύνη αυτήν από το αναβαπτιστικόν κίνημα, το οποίον τότε έκλινε προς τον κομμουνισμόν εις το Μύνστερ. Παρέστησε τους Γάλλους μεταρρυθμιστάς ως πατριώτας αφωσιωμένους εις τον βασιλέα και αντιτιθεμένους προς πάσαν οικονομικήν ή πολιτικήν αναταραχήν. Η αρχή και το τέλος του περιφήμου αυτού προλόγου αποκαλύπτουν το μεγαλείον της σκέψεως και του ύφους του Καλβίνου :

«Ὃταν ἤρχισα αὐτό το ἒργον, μεγαλειότατε, πᾶν ἂλλο ἦτο εἰς τήν σκέψιν μου ἀπό τοῦ νά γράψω ἓνα βιβλίον τό ὁποῖον θά ττροσεφέρετο κατόπιν εἰς τήν μεγαλειότητά σου. Ἡ πρόθεσίς μου ἦτο νά διατυπώσω μερικάς στοιχειώδεις ἀρχάς, διά τῶν ὁποίων οἱ ἐρευνηταί τοῦ ζητήματος τῆς θρησκείας θά ἠδύναντο νά διδαχθοῦν περί τῆς φύσεως τῆς πραγματικῆς εὑσεβείας... Ἀλλά ὃταν ἀντελήφθην ὃτι ἡ μανία μερικῶν κακῶν ἀνθρώπων εἰς τό βασίλειόν σου εἶχε λάβει τοιαύτας διαστάσεις ὣστε νά μήν ἀφήνη τόπον εἰς τήν χώραν διά ὑγιεῖς θεωρίας, ἐθεώρησα ὃτι ἦτο δυνατόν νά χρησιμοποιηθῶ ἐπωφελῶς ἐάν εἰς τό αὐτό ἓργον... ἐξέθετον τήν ὁμολογίαν μou πρός σέ, ὥστε νά δυνηθῆς νά μάθης τήν φύσιν αὐτῆς τῆς θεωρίας, ἡ ὁποία εἶναι τό ἀντικείμενον τοιαύτης ἀχαλινώτου λύσσης εἰς τάς καρδίας αὑτῶν τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι τώρα ταράσσουν τήν χώραν μέ τό πῦρ καί μέ τό ξίφος. Διότι δέν θά διστάσω νά ἀναγνωρίσω ὃτι ἡ πραγματεία αὐτή περιλαμβάνει μίαν περίληψιν αὐτῆς τῆς θεωρίας, ἡ ὁποία, κατά τάς κραυγάς των, εἶναι ἀξία νά τιμωρηθῆ μέ φυλάκισιν, ἐξορίαν, προγραφήν καί πυράν καί νά ἐξα- Φανισθῆ ἁπό τοῦ προσώπου τῆς γῆς. Γνωρίζω καλῶς μέ ποίους ἀπαισίους ὑπαινιγμούς σοῦ ἐγέμισαν τά αὐτιά, πρός τόν σκοπόν νά καταστήσουν τήν ὑπόθεσίν μας ἀπεχθῆ εἰς τήν ἐκτίμησίν σου· ἀλλά ἡ ἐπιείκειά σου θά σέ ὁδηγήση εἰς τό νά σκεφθῆς ὃτι ἐάν ἡ κατηγορία δύναται νά λογισθῆ ὡς ἐπαρκής ἀπόδειξις ἐνοχῆς, θά τεθῆ τέρμα εἰς πᾶσαν ἀθωότητα εἰς λόγους καί εἰς ἔργα...
Σύ ὁ ἲδιος, μεγαλειότατε, δύνασαι νά μαρτυρήσης περί τῶν ψευδῶν συκοφαντιῶν μέ τάς ὁποίας ἀκούεις καθημερινῶς νά ἐρμηνεύεται ἡ ὑπόθεσίς μας : ὃτι ἡ μόνη της τἀσις εἶναι νά ἀποσπάση τά σκῆπτρα τῶν βασιλέων ἀπό τάς χεῖράς των, νά ἀνατρέψη ὃλα τά δικαστήρια... νά ὑποσκάψη πᾶσαν τάξιν καί κυβέρνησιν, νά διαταράξη τήν εἰρήνην καί τήν ήσυχίαν τοῦ λαοῦ, νά καταργήση ὃλους τοὐς νόμους, νά διασκορπίση ὃλας τάς ἰδιοκτησίας καί ὃλα τά ὑπάρχοντα καί, μέ μίαν λέξιν, νά περιβάλη τά πάντα μέ πλήρη σύγχυσιν...
Διά τοῦτο σέ ἱκετεύω, μεγαλειότατε — καί ἀσφαλῶς δεν εἶναι παράλογος αἲτησις — νά λάβης ὁ ἲδιος πλήρη γνῶσιν τῆς ὑποθέσεως αὐτῆς, ή ὁποία μέχρι τοῦδε ἔχει ἀνακινηθῆ ἀορίστως καί ἀμελῶς, χωρίς καμμίαν τάξιν τοῦ νόμου καί μέ ἀλόγιστον πάθος μᾶλλον παρά μέ λελογισμένην σοβαρότητα. Μή νομίσης ὃτι σκέπτομαι τώρα τήν ἀτομικήν μου ὑπεράσπισιν διά νά ἐπιτύχω μίαν ἀσφαλῆ ἐπάνοδον εἰς τήν πατρίδα μου· διότι παρ' ὃλον ὃτι αἰσθάνομαι τήν ἀγάπην, τήν οποίαν κάθε ἄνθρωπος πρέπει νά αἰσθάνεται διά τήν γενέτειράν του, ἐν τούτοις, ὑπό τάς ὑφισταμένας περιστάσεις, δέν λυποῦμαι διά τήν ἀπομάκρυνσίν μου ἐξ αὐτῆς. Ἀλλά ὑποστηρίζω τήν ὑπόθεσίν ὃλων τῶν εὐσεβών καί κατά συνέπειαν καί τοῦ ἰδίου τοῦ Χρίστοῶ...
Εἶναι δυνἀτόν νά σκεπτώμεθα τήν ἀνατροπήν τῶν βασιλείων, ἡμεῖς οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε ἠκούσθημεν νά προφέρωμεν οὔτε μίαν ἀνατρεπτικήν λέξιν, τῶν ὁποιων ὁ βίος εἶναι γνωστόν ὃτι εἶναι φιλειρηνικός καί ἒντιμος ὃλον τό διάστημα τό ὁποῖον ζῶμεν ὑπό τήν κυβέρνησίν σου, καί οἱ ὁποῖοι, ἀκόμη καί τώρα εἰς τήν ἐξορίαν μας, δέν παύομεν νά προσευχώμεθα διά τήν εὐημερίαν σοῦ και τοῦ βασιλείου σου ;... Οὔτε ἒχομεν, μέ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἐπωφεληθῆ τόσον ὀλίγον ἀπό τό Εὑαγγέλιον, ἀλλά ὁ βίος μας θά ἠδύνατο νά 
είναι διά τούς συκοφάντας μας ὐπόδειγμα σεμνότητος, γενναιοφροσύνης, ελέους, ἐγκρατείας, ὐπομονῆς, ἁγνότητος και πάσης ἂλλης ἀρετῆς...
Ἂν και τώρα εἶσαι δυσμενής και ἀπομεμακρυσμένος ἀπό ἡμᾶς και μάλιστα ἐξωργισμένος ἐναντίον μας, δέν ἀπελπιζόμεθα ὅτι θά ἐπανακτήσωμεν τήν εὔνοιάν σου, ἐάν θά θελήσης νά ἀναγνώσης μέ ἠρεμίαν και ἡσυχίαν αὐτήν τήν ὁμολογίαν μας, τήν ὁποίαν θέτομεν ὡς ὑπεράσπισίν μας ἐνώπιον τῆς μεγαλειότητός σου. Ἀλλά, ἀντιθέτως, ἐάν τά αὐτιά σου εἶναι τόσον ἀπησχολημένα με τούς ψιθύρους τῶν κακοβούλων ὥστε νά μή παρέχουν εὐκαιρίαν εἱς τούς κατηγορουμένους νά ὀμιλήσουν διά τούς ἑαυτούς των καί ἐάν αὐταί αἱ ἀπαίσιαι μαινάδες, μέ τήν συνενοχήν σου, ἐξακολουθοῦν νά καταδιώκουν μέ φυλακίσεις, μαστιγώσεις, βασανιστήρια, δημεύσεις καί πυράς, θά ἐξαναγκασθῶμεν πράγματι, ὡς πρόβατα προωρισμένα διά τήν σφαγήν, νά φθάσωμεν εἰς τά ἒσχατα. Ἐν τούτοις θά διατηρήσωμεν μέ ὑπομονήν τάς ψυχάς μας καί θά ἀναμένωμεν τήν ἰσχυράν χεῖρα τοῦ Κυρίου... διά τήν ἀπελευθέρωσιν τῶν πτωχῶν ἀπό τά δεινά των καί διά τήν τιμωρίαν τῶν καταδυναστευόντων αὐτούς, οἱ ὁποῖοι τώρα χαίρουν εἰς πλήρη ἀσφάλειαν. Εἲθε ὁ Κύριος, ὁ βασιλεύς τῶν βασιλέων, νά στερεώση τόν θρόνον σου μέ δικαιοσύνην καί τό βασίλειόν σου μέ εὐθύτητα».4

Είναι δύσκολον δι’ ημάς, εις μίαν εποχήν όπου η θεολογία παρεχώρησε την θέσιν της εις την πολιτικήν ως το κέντρον του ανθρωπίνου ενδιαφέροντος και των ανθρωπίνων συγκρούσεων, να συλλάβωμεν την ψυχικήν κατάστασιν, εις την οποίαν ευρίσκετο ο Καλβίνος όταν συνέταξε τας «Εισηγήσεις». Αυτός, περισσότερον από τον Σπινόζα, ήτο άνθρωπος στενώς συνδεδεμένος με τον Θεόν. Είχε καταπλαγη από την έννοιαν της σμικρότητας του ανθρώπου και της απεραντωσύνης του Θεού. Πόσον παράλογον θα ήτο να υποθέση ότι η ασθενής λογική ενός τόσον απειροστού μορίου, όπως ο άνθρωπος, θα ηδύνατο να κατανοήση το Πνεύμα όπισθεν αυτών των αναριθμήτων και υπακούων αστέρων; Από έλεος προς την λογικήν του ανθρώπου ο Θεός είχεν αποκαλυφθή εις ημάς εις την Βίβλον. Το ότι το άγιον αυτό Βιβλίον είναι ο λόγος Του (λέγει ο Καλβίνος) αποδεικνύεται από την απαράμιλλον εντύπωσιν την οποίαν προκαλεί εις το ανθρώπινον πνεύμα.

«Ἀναγνώσατε τόν Δημοσθένην καί τόν Κικέρωνα, ἀναγνώσατε τόν Πλάτωνα, τον Ἀριστοτέλην ἤ οιουσδήποτε ἄλλους ἀπό αὐτήν τήν τάξιν· παραδέχομαι ὅτι θά σᾶς προσελκύσουν, θά σᾶς εὐχαριστήσουν, θά σᾶς συγκινήσουν καί θά σᾶς θέλξουν κατά τρόπον ἐκπληκτικόν· ἀλλά ἐάν ἀφοῦ τούς αναγνώσετε, στραφῆτε εἰς τήν ἀνάγνωσιν τοῦ ἱεροῦ τόμου, εἲτε θέλετε εἲτε δέν θέλετε, θά σᾶς ἐπηρεάση τόσον ἐντόνως, θά εἰσδύση τόσον βαθέως εἰς τήν καρδίαν σας καί θά ἐντυπωθῆ τόσον ἰσχυρῶς εἰς τό πνεῦμα σας ὥστε, συγκρινόμεναι μέ τήν ἐνεργόν επίδρασίν του, αἱ ὡραιότητες τῶν ρητόρων καί τῶν φιλοσόφων θά ἐξαφανισθοῦν σχεδόν ἐξ ολοκλήρου· οὓτω πως εἶναι εὔκολον νά διακρίνη κανείς κάτι τό θεἲον εἰς τάς ἱεράς Γραφάς, τό ὁποιον ὑπερβαίνει πολύ τά ὑψηλότερα ἐπιτεύγματα τῆς ἀνθρωπίνης ἱκανότητος».5

Κατά συνέπειαν ο αποκαλυφθείς αυτός Λόγος ττρέπει να είναι η τελική μας αυθεντία, όχι μόνον εις ό,τι αφορά την θρησκείαν και την ηθικήν αλλά και την ιστορίαν, την πολιτικήν, τα πάντα. Πρέπει να παραδεχθώμεν την ιστορίαν του Αδάμ και της Εύας. Διότι διά της παρακοής των προς τον Θεόν εξηγούμεν την πονηράν φύσιν του ανθρώπου και την απώλειαν της ελευθέρας του θελήσεως.

«Τό πνεῦμα του ἀνθρώπου ἒχει τόσον πλήρως ἀποξενωθῆ ἀπό τήν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ ὥστε συλλαμβάνει, ἐπιθυμεῖ καί ἐπιχειρεῖ πᾶν ὅ,τι εἶναι ἀσεβές, διεστραμμένον, χυδαῖον, ἀκάθαρτον καί ἐγκλη- ματικόν. Ἡ καρδία του ἒχει τόσον πλήρως μολυνθῆ ἀπό τό δηλη- τήριον τῆς ἁμαρτίας ὥστε δέν δύναται νά παραγάγη τίποτε, τό ὁποῖον νά μήν εἶναι διεφθαρμένον· καί ἐάν εἰς πᾶσαν ἐπαχήν οἰ ἄνθρωποι πράττουν κάτι ἐπιφανειακῶς ἀγαθόν, ἐν τούτοις τό πνεῦμα των παραμένει πάντοτε ἐμττεπλεγμένον εἰς την ὑποκρισίαν καί τήν ἀπάτην καί ἡ καρδία των ὑπόδουλος εἰς την ἐσωτερικήν της κακίαν».6

Πώς είναι δυνατόν ένα τόσον διεστραμμένον ον να είναι άξιον αιωνίας ευτυχίας εις τον παράδεισον; Κανείς από ημάς δεν θα ηδύνατο να την κερδίση ποτέ με οιονδήποτε αριθμόν καλών έργων. Τα καλά έργα είναι καλά, αλλά μόνον η θυσία και ο θάνατος του Yιoύ του Θεού θα ηδύνατο να επιτύχη την σωτηρίαν δια τους ανθρώπους. Όχι όλους τους ανθρώπους, διότι η δικαιοσύνη του Θεού απαιτεί την καταδίκην των πλείστων εκ των ανθρώπων. Αλλά το έλεός του εξέλεξε μερικούς από ημάς διά να σωθούν και εις αυτούς έδωσε μίαν σωτηρίαν πίστιν εις την λύτρωσίν των υπό του Χριστού. Διότι ο απόστολος Παύλος είπεν: «Ὁ Θεός Πατήρ... ἐξελέξατο ἡμᾶς ἐν αὐτῶ πρό καταβολῆς κόσμου, εἶναι ἡμᾶς ἁγίους καί ἀμώμους κατενώπιον αὐτοῦ, ἐν ἀγάπῃ προορίσας ἡμᾶς εἰς υἱοθεσίαν διά Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς αὐτόν, κατά την εὐδοκίαν τοῦ θελήματος αὐτοῦ».7 Ο Καλβίνος, όπως και ο Λούθηρος, ηρμήνευσε τούτο ότι ο Θεός, δι' ελευθέρας εκλογής, τελείως ανεξαρτήτου από τας αρετάς και τας κακίας μας, καθώρισε πολύ πριν της δημιουργίας, ποίοι ακριβώς πρόκειται να σωθούν και ποίοι να καταδικασθούν εις την αιωνίαν κόλασιν.8 Εις την ερώτησιν διατί ο Θεός θα εξέλεγεν ανθρώπους διά την σωτηρίαν ή την κόλασιν χωρίς να λάβη υπ' όψει του την αξίαν των, ο Καλβίνος απαντά και πάλιν με τας λέξεις του Παύλου: «Τῶ Μωυσεῖ γάρ λέγει, ἐλεήσω ὅν ἄν ἐλεῶ καί οἰκτειρήσω ὅν ἄν οἰκτείρω».9 Ο Καλβίνος καταλήγει:

«Συμφώνως λοιπόν πρός τό σαφές δόγμα τῶν Γραφῶν, ὑποστη- ρίζομεν ὅτι ὁ Θεός μέ μίαν αἰωνίαν καί ἀμετάβλητον ἀπόφασιν καθώρισεν ἅπαξ διά παντός ἐκείνους τούς ὁποίους θά δεχθῆ εἰς την σωτηρίαν καί ἐκείνους τούς ὁποίους θά καταδικάση εἰς την κατα- στροφήν. Βεβαιώνομεν ὅτι ἡ ἀπόφασις αὐτή, εἰς ὃ,τι ἀφορᾶ τούς ἐκλεκτούς, στηρίζεται εἰς τό ἐκ τῆς χάριτός του ἔλεος, τελείως ἂσχετον πρός τάς ἀρετάς τῶν ἀνθρώπων· ἀλλά εἰς εκείνους, τούς ὁποίους προορίζει διά τήν κόλασιν, ἡ πύλη τῆς ζωῆς εἶναι κλειστή ἀπό μίαν δικαίαν καί ἀνέκκλητον ἀλλά καί ἀκατάληπτον κρίσιν».10

Ακόμη και η πτώσις του Αδάμ και της Εύας, με όλας τάς συνεπείας της διά το ανθρώπινον γένος, κατά την θεωρίαν του Παύλου «εἶχε καθορισθῆ ἀπό τήν θαυμαστήν ἀπόφασιν τοῦ Θεοῦ».11
Ο Καλβίνος παραδέχεται ότι ο προορισμός είναι απεχθής εις την λογικήν, αλλ' απαντά, «εἶναι παράλογον ὁ ἄνθρωπος νά διερευνᾶ ἀτιμωρητί ἐκεῖνα τά πράγματα, τά ὁποῖα ὁ Κύριος καθώρισε νά παραμείνουν κρυπτά ἐν Ἑαυτῶ».12
Εν τούτοις ισχυρίζεται ότι αυτός γνωρίζει διατί ο Θεός καθορίζει τόσον αυθαιρέτως την αιωνίαν καταδίκην τόσων δισεκατομμυρίων ψυχών: είναι «διά νά αὐξηθῆ ὁ θαυμασμός μας διά τήν δόξαν Του», με την επίδειξιν της δυνάμεώς Του.13 Συμφωνεί ότι αυτό είναι τρομερόν θέσπισμα (decretum horrible) «ἀλλά κανείς δέν δύναται να ἀρνηθῆ ὅτι ἐγνώριζεν ἐκ τῶν προτέρων τήν μελλοντικήν τελικήν μοῖραν τοῦ ἀνθρώπου πρίν τον δημιουργήση καί τό ἐγνώριζεν ἐκ τῶν προτέρων διότι εἶχε καθορισθῆ διά τοῦ ἰδικοῦ Του θεσπίσματος».14

Πιθανόν άλλοι να υπεστήριζον, όπως ο Λούθηρος, ότι το μέλλον είναι καθωρισμένον διότι ο Θεός το προείδε και η πρόγνωσίς του δεν δύναται να τροποποιηθή· ο Καλβίνος αναστρέφει το ζήτημα και θεωρεί ότι ο Θεός προβλέπει το μέλλον διότι Αυτός το ηθέλησε και το καθώρισε. Και η απόφασις της καταδίκης είναι απόλυτος· δεν υπάρχει καθαρτήριον εις την θεολογίαν του Καλβίνου, δεν υπάρχει ενδιάμεσος οίκος όπου θα ηδύνατο κανείς, με μερικών εκατομμυρίων ετών ψήσιμον, να αποπλύνη την «αποδοκιμασίαν» του. Και κατά συνέπειαν δεν υπάρχει λόγος να γίνωνται προσευχαί διά τους νεκρούς.

Θα ηδυνάμεθα να υποθέσωμεν ότι συμφώνως με τας προϋποθέσεις του Καλβίνου δεν θα είχον έννοιαν πάσης φύσεως προσευχαί· εφ' όσον όλα έχουν κοθορισθή διά Θείας αποφάσεως, ούτε ολόκληρος ωκεανός προσευχών δεν θα ηδύνατο να μεταβάλη ένα ιώτα της αμειλίκτου μοίρας. Εν τούτοις ο Καλβίνος είναι περισσότερον ανθρώπινος από την θεολογίαν του· ας προσευχώμεθα με ταπείνωσιν και με πίστιν, μας λέγει, και αι προσευχαί μας θα εισακουσθούν· η προσευχή και το ευπρόσδεκτον αυτής έχουν επίσης καθορισθή. Ας λατρεύωμεν τον Θεόν με ταπεινόφρονας ιεροτελεστίας αλλά πρέπει να απορρίψωμεν την λειτουργίαν ως μίαν ιερόσυλον αξίωσιν των ιερέων ότι μετατρέπουν γήινα υλικά εις σώμα και αίμα του Χριστού. Ο Χριστός παρίσταται κατά την Ευχαριστίαν μόνον πνευματικώς, όχι φυσικώς και η λατρεία της καθηγιασμένης οστίας ως πραγματικού Χριστού, είναι καθαρά ειδωλολατρεία. Η χρησιμοποίησις εικόνων της θεότητος είναι σαφής παράβασις της δευτέρας εντολής και ενθαρρύνει την ειδωλολατρείαν. Όλαι αι θρησκευτικαί εικόνες και τα αγάλματα, ακόμη και ο Εσταυρωμένος, έπρεπε να αφαιρεθούν από τας εκκλησίας.

Η αληθής Εκκλησία είναι η αόρατος συνένωσις όλων των εκλεκτών, αποθανόντων, ζώντων και μελλόντων να γεννηθούν. Η ορατή Εκκλησία συνίσταται από «ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι διά μιᾶς ὁμολογίας πίστεως, μιᾶς ὑποδειγματικῆς ζωῆς καί συμμετοχῆς εἰς τά μυστήρια τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ Δείπνου τοῦ Κυρίου» (ο Καλβίνος απορρίπτει τα άλλα μυστήρια) «πιστεύουν τόν ἲδιον Θεόν καί Χριστόν μέ ἡμᾶς».15 Εκτός της Εκκλησίας αυτής δεν υπάρχει σωτηρία.16 Η Εκκλησία και το κράτος είναι και τα δύο θεία και έχουν προορισθή από τον Θεόν να ιργάζωνται με αρμονίαν ως η ψυχή και το σώμα μιάς χριστιανικής κοινωνίας : η Εκκλησία θα πρέπει να κανονίζη όλας τας λεπτομερείας της πίστεως, της λατρείας και της ηθικής· το κράτος, ως ο φυσικός βραχίων της Εκκλησίας, θα πρέπει να επιβάλλη τας διατάξεις αυτάς.17 Αι κοσμικαί εξουσίαι πρέττει επίσης να φροντίζουν όπως «ἡ εἰδωλολατρεία» (ευρέως συνώνυμος με τον ρωμαιοκαθολικισμόν εις την προτεσταντικήν γλώσσαν) και «ἄλλα σκάνδαλα εἰς βάρος τῆς θρησκείας μή προβάλλωνται δημοσία καί μή διαδίδωνται εἰς τόν λαόν» και ότι μόνον ο κα-θαρός λόγος του Θεού έπρεπε να διδάσκεται και να λαμβάνεται.18 Η ιδεώδης κυβέρνησις θα είναι μία θεοκρατία και η μεταρρυθμισθείσα Εκκλησία θα έπρεπε να αναγνωρισθή ως η φωνή του θεού. Όλαι αι διεκδικήσεις των παπών διά την υπεροχήν της Εκκλησίας επί του κράτους, ανενεώθησαν υπό του Καλβίνου υπέρ της ιδικής του εκκλησίας.

Είναι άξιον παρατηρήσεως πόσον μέγα ποσοστόν ρωμαιοκαθολικής παραδόσεως και θεωρίας επέζησεν εις την θεολογίαν του Καλβίνου. Ώφειλε μερικά πράγματα εις τον στωικισμόν και ιδιαιτέρως εις τον Σενέκαν και άλλα πάλιν εις τας νομικάς του σπουδάς. Αλλά η κυριωτέρα βάσις του ήτο ο Άγιος Αυγουστίνος, ο οποίος συνήγαγε τον προορισμόν από τον απόστολον Παύλον, ο οποίος δεν είχε γνωρίσει προσωπικώς τον Χριστόν. Ο Καλβίνος ηγνόησε παντελώς την αντίληψιν του Χριστού περί του Θεού ως αγαπώντος και οικτίρμονος πατρός και αντιπαρήλθε ψυχραίμως πλήθος βιβλικών χωρίων, τα οποία προϋποθέτουν την ελευθερίαν του ανθρώπου δια να διαμορφώση το πεπρωμένον του (Β' Πέτρου γ', 9· Α' Τιμοθ. β', 4· Α' Ιωάν. β', 2· δ', 14 κ.λ.π.). Η ιδιοφυία του Καλβίνου δεν έγκειται εις την σύλληψιν νέων ιδεών αλλά εις την ανάπτυξιν της σκέψεως των προκατόχων του εις καταστρε-πτικώς λογικά συμπεράσματα, τα οποία εξέφρασε με μίαν ευφράδειαν ανάλογον με την του Αυγουστίνου και διετύπωσε τας πρακτικάς των ιδέας εις ένα σύστημα εκκλησιαστικής νομοθεσίας. Παρέλαβεν από τον Λούθηρον το δόγμα της δικαιώσεως ή εκλογής δια της πίστεως· από τον Ζβίγγλιον την πνευματικήν ερμηνείαν της ευχαριστίας και από τον Μπούσερ τας αντιφατικάς εννοίας της θείας θελήσεως ως της αιτίας όλων των γεγονότων και της ανάγκης μιας εντέχνου πρακτικής ευλαβείας ως δοκιμασίας και μαρτυρίας της εκλογής. Αι πλείσται εκ των προτεσταντικών αυτών θεωριών είχον διατυπωθή υπό ηπιωτέραν μορφήν εις την ρωμαιοκαθολικήν παράδοσιν. Ο Καλβίνος έδωσεν εις αυτάς έντονον έμφασιν και παρημέλησε τα αντισταθμίζοντα κατευναστικά στοιχεία της μεσαιωνικής πίστεως. Ήτο περισσότερον μεσαιωνικός από οιονδήποτε άλλον στοχαστήν μεταξύ του Αυγουστίνου και του Δάντη. Απέρριψε πλήρως το ουμανιστικόν ενδιαφέρον δια την επίγειον τελειοποίησιν και έστρεψε πάλιν την σκέψιν των ανθρώπων, κατά ζοφερώτερον τρόπον, προς τον άλλον κόσμον. Εις τον καλβινισμόν, η Μεταρρύθμισις απηρνήθη την Αναγέννησιν.

Το ότι μίαν τόσον άχαρις θεολογία εκέρδισε την συγκατάθεσιν εκατομμυρίων ανθρώπων εις την Ελβετίαν, την Γαλλίαν, την Σκωτίαν, την Αγγλίαν και την Βόρειον Αμερικήν, είναι εκ πρώτης όψεως μυστήριον, έπειτα μία φώτισις. Δια ποίον λόγον επολέμησαν γενναίως προς υπεράσπισιν της ιδίας των απελπισίας οι Καλβινισταί, οι Ουγενότοι και οι Πουριτανοί; Και διατί η θεωρία αυτή της ανθρώπινης αδυναμίας συνετέλεσεν εις την δημιουργίαν μερικών εκ των ισχυροτέρων χαρακτήρων της ιστορίας; Να συμβαίνη ίσως διότι οι πιστοί αυτοί απέκτων μεγαλυτέραν δύναμιν διότι επίστευον τους εαυτούς των ως τους ολίγους εκλεκτούς από εκείνην την οποίαν έχανον παραδεχόμενοι ότι ή διαγωγή των δεν συνέβαλλε κατ' ουδέν εις την μοίραν των; Ο ίδιος ο Καλβίνος συνεσταλμένος και αποφασιστικός συγχρόνως είχε την πεποίθησιν ότι ανήκεν εις τους εκλεκτούς και τούτο τον ενίσχυσε τόσον ττολύ ώστε εύρισκε «τήν φρικτήν ἀπόφασιν» του προορισμού «παραγωγικήν τῆς πλέον ἀπολαυστικῆς ὠφελείας».19 Μήπως μερικοί από τους θεωρούντας τους εαυτούς των εκλεκτούς εύρισκον ευχαρίστησιν αναλογιζόμενοι πόσον ολίγοι επρόκειτο να σωθούν και πόσον πολλοί να κολασθούν; Η πίστις ότι είχον εκλεγή υπό του Θεού έδιδεν εις πολλάς ψυχάς το θάρρος να αντιμετωπίζουν τας αντιξοότητας και το φαινομενικώς άσκοπον της ζωής όπως μία παρομοία πίστις επέτρεψεν εις τον ιουδαϊκόν λαόν να διασωθή εν μέσω δυσχερειών, αι οποίαι άλλως θα είχον υπονομεύσει την θέλησιν προς ζωήν. Πράγματι, η καλβινιστική ιδέα περί θείας εκλογής πιθανόν να ωφείλετο εις την εβραϊκήν μορφήν της πίστεως καθόσον ο προτεσταντισμός ώφειλε γενικώς πολλά εις την Παλαιάν Διαθήκην. Η εμπιστοσύνη εις την θείαν εκλογήν πρέπει να υπήρξε πύργος θάρρους δια τους Ουγενότους όταν υπέφερον τους πολέμους και τας σφαγάς και δια τους αποδήμους οι οποίοι εξερριζώνοντο επικινδύνως δια να αναζητήσουν νέαν πατρίδα εις εχθρικάς ακτάς. Εάν ένας, μετανοήσας αμαρτωλός ηδύνατο να αποκτήση αυτήν την εμπιστοσύνην και ηδύνατο να πιστεύση ότι η μετάνοιά του είχε διαταχθή από τον Θεόν, ηδύνατο να παραμείνη ακλόνητος μέχρι τέλους. Ο Καλβίνος επέτεινε το αίσθημα αυτό της υπερηφανείας διά την εκλογήν, καταστήσας τους εκλεκτούς, πένητας ή όχι, μίαν κληρονομικήν αριστοκρατίαν. Τα τέκνα των εκλεκτών εγίνοντο αυτομάτως εκλεκτοί διά της θελήσεως του Θεού.20 Τοιουτοτρόπως διά μιας απλής πράξεως πίστεως εις τον εαυτόν του, ηδύνατο κανείς, έστω και εις την φαντασίαν του, να αποκτήση και να μεταβιβάση τον παράδεισον. Χάριν τοιούτων αθανάτων αγαθών, μία ομολογία αδυναμίας ήτο τιμή ευκαιρίας.
Οι οπαδοί του Καλβίνου εχρειάζοντο τοιαύτην παρηγορίαν, διότι τους εδίδασκε την μεσαιωνικήν άποψιν ότι ο επίγειος βίος είναι μία κοιλάς θλίψεων και δακρύων. Προθύμως παρεδέχετο
«τήν ὀρθότητα τῆς γνώμης ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐθεώρουν ὅτι τό μεγαλύτερον ἀγαθόν ἦτο νά μήν εἶχε κανείς γεννηθῆ καί τό ἀμέσως ἐπόμενον, νά ἀποθάνη ἀμέσως. Δέν ὑπῆρχε τίποτε τό παράλογον εἰς τήν συμπεριφοράν ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐλυποῦντο καί ἔκλαιον κατά τήν γέννησιν τῶν συγγενῶν των καί ἔχαιρον ἐπισήμως κατά τήν κηδείαν των».
Απλώς ελυπείτο ότι οι σοφοί αυτοί απαισιόδοξοι, επειδή ήσαν ειδωλολάτραι αγνοούντες τον Χριστόν, ήσαν καταδικασμένοι εις την αιωνίαν κόλασιν.21 Μόνον ένα πράγμα θα ηδύνατο να κάμη την ζωήν υποφερτήν, η ελπίς της αδιακόπου ευτυχίας μετά θάνατον.

«Ἐάν ὁ οὐρανός εἶναι ἡ πατρίς μας, τί ἄλλο εἶναι ἡ γῆ παρά τόπος ἐξορίας; καί ἐάν ἡ ἀναχώρησις ἀπό τόν παρόντα κόσμον εἶναι μία εἲσοδος εἰς τήν ζωήν, τί ἄλλο εἶναι ὁ κόσμος παρά ἔνας τάφος;».22

Αντιθέτως προς τον αντίστοιχόν του ποιητήν ο Καλβίνος αφιερώνει τας πλέον ευγλώττους σελίδας του όχι εις την φαντασμαγορίαν της κολάσεως αλλά εις το κάλλος του ουρανού. Οι ευλαβείς εκλεκτοί θα υποφέρουν χωρίς γογγυσμόν όλους τούς πόνους και τας θλίψεις της ζωής.

«Διότι θά ἔχουν ὑπ' ὂψει των τήν ἡμέραν ἐκείνην κατά τήν ὁποίαν ὁ Κύριος θά ὑποδεχθῆ τούς πιστούς δούλους του εἰς τό εἰρηνικόν του βασίλειον, θά σπογγίση τά δάκρυα ἀπό τούς ὀφθαλμούς των, θά τούς ἐνδύση μέ χαρμοσύνους ἐσθῆτας, θά τούς κοσμήση μέ στεφάνους δόξης, θά τούς ττεριττοιηθῆ μέ ἀρρήτους ἀπολαύσεις και θά τους ἀνυψώση εἰς την συμμετοχήν εἰς τό μεγαλεῖον του καί τήν εὐτυχίαν του».23

Διά τους πτωχούς ή τους δυστυχείς, οι οποίοι καλύπτουν την γην, ήτο δυνατόν τα ανωτέρω να είναι απαραίτητος πίστις.

III. Η ΓΕΝΕΥΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟΝ: 1536-41
Καθ' ον χρόνον αι «Εἰσηγήσεις» ευρίσκοντο υπό εκτύπωσιν (Μάρτιος 1536), ο Καλβίνος, συμφώνως προς μίαν παράδοσιν γενικώς αλλ' όχι και ομοφώνως παραδεκτήν,24 έκαμε ένα εσπευσμένον ταξείδιον δια μέσου των Άλπεων εις την Φερράραν, πιθανόν δια να ζητήση βοήθειαν δια τους καταδιωκομένους προτεστάντας της Γαλλίας από την προτεστάντιδα δούκισσαν Ρενέ, σύζυγον του δουκός Έρκολε Β' και θυγατρός του αποθανόντος Λουδοβίκου ΙΒ'. Συγκινηθείσα από την θέρμην των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, τον έκαμε πνευματικόν της οδηγόν δια ευλαβούς αλληλογραφίας μέχρι του θανάτου του. Επανελθών εις την Βασιλείαν τον Μάιον, ο Καλβίνος διεκινδύνευσεν ένα ταξείδιον εις Νουαγιόν δια να πωλήση μέρος της περιουσίας του· κατόπιν, μαζί με ένα αδελφόν και μίαν αδελφήν του, κατηυθύνθη προς το Στρασβούργον. Επειδή ο πόλεμος έφρασσε τον δρόμον των, εσταμάτησαν δι' ένα διάστημα εις την Γενεύην (Ιούλιος 1536).
Η πρωτεύουσα της γαλλικής Ελβετίας ήτο αρχαιοτέρα από την ιστορίαν. Κατά τους προϊστορικούς χρόνους ήτο ένα μίγμα από κατοικίας επί της λίμνης, κτισμένας επί πασσάλων, μερικοί εκ των οποίων φαίνονται ακόμη. Εις την εποχήν του Καίσαρος ήτο ένα πολυσύχναστον σταυροδρόμιον εμπορικών οδών εις την γέφυραν όπου ο Ροδανός εξορμά από την λίμνην της Γενεύης δια να πλανηθή δια μέσου της Γαλλίας εις αναζήτησιν της Μεσογείου. Κατά τον Μεσαίωνα, η Γενεύη περιήλθεν υπό την κοσμικήν και πνευματικήν εξουσίαν του επισκόπου της. Κανονικώς ο επίσκοπος εξελέγετο από το συμβούλιον της μητροπόλεως, το οποίον κατ' αυτόν τον τρόπον απέκτησεν ισχύν εις την πόλιν. Αυτή ήτο ουσιαστικώς η διακυβέρνησις, την οποίαν αποκατέστησε βραδύτερον ο Καλβίνος υπό προτεσταντικήν μορφήν. Κατά τον δέκατον πέμπον αιώνα, οι δούκες της Σαβοΐας, η οποία κείται ακριβώς πέραν των Άλπεων, επέτυχον να επιβάλουν τον έλεγχόν των επί του συμβουλίου και ανεβίβαζον εις τον επισκοπικόν θρόνον ανθρώπους προσκειμένους προς την Σαβοΐαν και επιδιδομένους εις τας απολαύσεις του παρόντος κόσμου εκ φόβου μήπως δε υπήρχεν άλλος. Η άλλοτε εξαίρετος επισκοπική κυβέρνησις και τα ήθη του κλήρου υπ' αυτήν, υπέστησαν αλλοίωσιν. Ένας ιερεύς, διαταχθείς να αποπέμψη την παλλακίδα του, συνεφώνησε να το πράξη ευθύς ως οι συνάδελφοί του κληρικοί θα έπραττον το ίδιον. Ο ιπποτισμός προς την γυναίκα επεκράτησεν.25
Εντός της εκκλησιαστικό - δουκικής αυτής κυβερνήσεως αι εξέχοσαι οικογένειαι της Γενεύης ωργάνωσαν ένα συμβούλιον από εξήντα μέλη δια τας δημοτικάς διατάξεις και το συμβούλιον εξέλεγε τέσσαρας συνδίκους ως εκτελεστικούς άρχοντας. Συνήθως το συμβούλιον συνήρχετο εις τον μητροπολιτικόν ναόν του Αγίου Πέτρου η δε εκκλησιαστική και αστική δικαιοδοσία ήτο τόσον αναμεμιγμένη ώστε, ενώ ο επίσκοπος έκοπτε το νόμισμα κα ηγείτο του στρατού, το συμβούλιον εκανόνιζε την ηθικήν, εξέδιδεν αφορισμούς και έδιδεν άδειαν ασκήσεως επαγγέλματος εις πόρνας. Όπως εις την Τρίερ, την Μάιντς και την Κολωνίαν, ο επίσκοπος ήτο επίσης και πρίγκιψ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και φυσικά ήσκει καθήκοντα, από τα οποία σήμερον οι επίσκοποι είναι απηλλαγμένοι. Μερικοί πολιτικοί ηγέται, με αρχηγόν τον Φραγκίσκον ντέ Μποννιβάρ, επεζήτησαν να απαλλάξουν την πόλιν και από τας δύο εξουσίας, του επισκόπου και του δουκός. Δια να ενι- σχύσουν αυτήν την κίνησιν, οι πατριώται ούτοι επραγματοποίησαν μίαν συμμαχίαν με το καθολικόν Φριβούργον και την προτεσταντικήν Βέρνην. Οι μετέχοντες της συμμαχίας ωνομάσθησαν με το γερμανικόν όνομα των ομοσπόνδων Eidgenossen, σύντροφοι του όρκου. Οι Γάλλοι το παρέφθειραν εις Hugenots. Περί το 1520 οι ηγέται της Γενεύης ήσαν κατά το πλείστον επαγγελματίαι, διότι η Γενεύη, αντιθέτως προς την Βιττενβέργην, ήτο εμπορική πόλις, μεσολαβούσα εις το εμπόριον μεταξύ της Ελβετίας προς βορράν, της Ιταλίας προς νότον και της Γαλλίας προς δυσμάς. Οι πολίται της Γενεύης ίδρυσαν (1526) ένα μέγα συμβούλιον εκ διακοσίων και τούτο εξέλεξεν ένα μικρόν συμβούλιον εξ είκοσι πέντε, το οποίον κατέστη ο πραγματικός κυρίαρχος της κοινότητος, περιφρονών συχνάκις την εξουσίαν του επισκόπου και του δουκός. Ο επίσκοπος εκήρυξε την πόλιν εις επανάστασιν και εκάλεσε δουκικά στρατεύματα εις βοήθειάν του. Αυτά συνέλαβον τον Μποννιβάρ και τον εφυλάκισαν εις τον πύργον του Σιγγόν. Ο στρατός της Βέρνης έσπευσεν εις βοήθειαν της πολιορκημένης Γενεύης· αι δυνάμεις του δουκός ηττήθησαν και διεσκορπίσθησαν· ο επίσκοπος κατέφυγεν εις το Αννεσύ· ο ήρως του Βύρωνος απηλευθερώθη από την φυλακήν του. Το μέγα συμβούλιον, εξοργισθέν από την βοήθειαν του κλήρου προς την Σαβοΐαν, εκηρύχθη υπέρ της μεταρρυθμιστικής πίστεως και ανέλαβε την πολιτικήν και εκκλησιαστικήν εξουσίαν εις ολόκληρον την πόλιν (1536), δύο μήνας προ της αφίξεως του Καλβίνου.
Ο δογματικός ήρως της επαναστάσεως αυτής ήτο ο Γουλιέλμος Φαρέλ. Όπως ο Λούθηρος, ήτο και αυτός ευσεβής μετά πάθους κατά την νεότητά του. Εις τους Παρισίους υπέστη την επίδρασιν του Ιακώβου Λεφέβρ ντ' Ετάπλ, του οποίου η μετάφρασις και εξήγησις της Βίβλου, ανέτρεψε την ορθοδοξίαν του Φαρέλ. Διότι εις τας Γραφάς δεν ηδυνήθη να εύρη κανένα ίχνος παπών, επισκόπων, συγχωροχαρτίων, καθαρτηρίου, επτά μυστηρίων, λειτουργίας, αγαμίας του κλήρου, υπερβολικής τιμής της Θεοτόκου και των αγίων. Περιφρονών την χειροτονίαν, ήρχισε να περιέρχεται από πόλεως εις πόλιν της Γαλλίας και της Ελβετίας ως ανεξάρτητος ιεροκήρυξ. Μικρός το ανάστημα, ασθενικός κατά το σώμα, με ισχυράν φωνήν και ισχυρόν πνεύμα, με το ωχρόν του πρόσωπον φωτιζόμενον από φλογερούς οφθαλμούς και μίαν γενειάδα πυρρού χρώματος, κατήγγελλε τον πάπαν ως αντίχριστον, την λειτουργίαν ως ιεροσυλίαν, τας εικόνας των εκκλησιών ως είδωλα τα οποία πρέπει να καταστραφούν. Το 1532 ήρχισε να κηρύττη εις την Γενεύην. Συνελήφθη από τους πράκτορας του επισκόπου, οι οποίοι επρότειναν να ρίψουν «τόν λουθηρανόν σκύλον» εις τον Ροδανόν· οι σύνδικοι επενέβησαν και ο Φαρέλ διέφυγε με μερικούς μώλωπας εις την κεφαλήν του και μερικά πτύελα επί του ενδύματός του. Εκέρδισε το συμβούλιον τών είκοσι πέντε εις τας απόψεις του και, με την βοήθειαν του Πέτρου Βιρέ και του Αντωνίου Φρομάν, επέτυχε τοιαύτην λαϊκήν υποστήριξιν, ώστε όλοι σχεδόν οι καθολικοί κληρικοί ανεχώρησαν. Την 21ην Μαΐου 1536, το μικρόν συμβούλιον εθέσπισε την κατάργησιν της λειτουργίας και την αφαίρεσιν των εικόνων και των λειψάνων από τας εκκλησίας. Αι εκκλησιαστικαί περιουσίαι εχρησιμοποιούντο κατά τον προτεσταντικόν τρόπον δια σκοπούς θρησκευτικούς, εκπαιδευτικούς και φιλανθρωπικούς. Η εκπαίδευσις έγινεν ελευθέρα διδάκτρων και υποχρεωτική και η αυστηρά ηθική πειθαρχία έγινε νόμος. Οι πολίται εκλήθησαν να ορκισθούν υπακοήν εις το Ευαγγέλιον και όσοι ηρνήθησαν να παρακολουθήσουν μεταρρυθμιστικάς ιεροτελεστίας εξωρίσθησαν.26 Αυτή ήτο η Γενεύη, εις την οποίαν ήλθεν ο Καλβίνος.

Ο Φαρέλ ήτο τώρα 47 ετών και παρ' όλον ότι ήτο προωρισμένος να επιζήση του Καλβίνου κατά εν έτος, είδεν εις τον αυστηρόν και εύγλωττον νέον, κατά είκοσι έτη νεώτερόν του, τον άνθρωπον ακριβώς ο οποίος εχρειάζετο δια την εδραίωσιν και προαγωγήν της Μεταρρυθμίσεως. Ο Καλβίνος εδείκνυεν απροθυμίαν. Είχε σχεδιάσει να ζήση βίον μελέτης και συγγραφής· ησθάνετο περισσοτέραν άνεσιν με τον Θεόν παρά με τους ανθρώπους. Αλλά ο Φαρέλ, με την όψιν κάποιου κεραυνοβόλου βιβλικού προφήτου, ηπείλησε να απαγγείλη ιεράν κατάραν εναντίον του εάν θα επροτίμα τας ιδιωτικάς του μελέτας από το τραχύ και επικίνδυνον κήρυγμα του ακαταλύτου Λόγου. Ο Καλβίνος ενέδωσε· το συμβούλιον και το πρεσβυτέριον ενέκριναν και — χωρίς καμμίαν άλλην χειροτονίαν — ήρχισε τα ιερατικά του καθήκοντα (5 Σεπτεμ. 1536) εκφωνήσας εις την εκκλησίαν του Αγίου Πέτρου το πρώτον από μίαν σειράν κηρυγμάτων του επί των επιστολών του αποστόλου Παύλου. Παντού εις τον προτεσταντισμόν, εκτός των κοινωνικώς ριζοσπαστικών μερίδων, η επιρροή του Παύλου επεσκίαζε την του Πέτρου, του φερομένου ως ιδρυτού της Ρωμαϊκής Έδρας.

Τον Οκτώβριον, ο Καλβίνος συνώδευσε τον Φαρέλ και τον Βιρέ εις την Λωζάννην και έλαβε δευτερεύον μέρος εις την περίφημον συζήτησιν, η οποία εκέρδισε την πόλιν αυτήν δια το προτεσταντικόν στρατόπεδον. Επανελθόντες εις την Γενεύην, ο πρεσβύτερος και ο νεώτερος, πάστορες του αγίου Πέτρου απεφάσισαν να αφιερώσουν εκ νέου τους κατοίκους της Γενεύης εις τον Θεόν. Δεχόμενοι ειλικρινώς την Βίβλον ως τον κατά γράμμα λόγον του Θεού, ησθάνθησαν μίαν αναπόφευκτον υποχρέωσιν να επιβάλουν τον ηθικόν της κώδικα. Εσκανδαλίσθησαν ευρόντες πολλούς εκ του λαού επιδιδομένους εις τα άσματα, τους χορούς και παρομοίας εκδηλώσεις ευθυμία· επί πλέον, μερικοί εχαρτόπαιζον ή επινον μέχρι μέθης ή διέπραττον μοιχείαν. Ολόκληρος συνοικία της πόλεως κατείχετο από πόρνας υπό την διοίκησιν της ιδικής των Reine du bordel. Δια τον φλογερόν Φαρέλ και τον ευσυνείδητον Καλβίνον μια παραδοχή της καταστάσεως αυτής ήτο προδοσία έναντι του Θεού.

Δια να αποκαταστήσουν την θρησκευτικήν βάσιν μιας ουσιαστικής ηθικής, ο μεν Φαρέλ εξέδωσε μίαν «Ὁμολογίάν πίστεως καί πειθαρχίας», ο δε Καλβίνος μίαν λαϊκήν «Κατήχησιν», την οποίαν το μέγα Συμβούλιον ενέκρινε (Νοέμβριος 1536). Πολίται οι οποίοι θα παρέβαινον εις το εξής τον ηθικόν κώδικα, θα αφωρίζοντο ή θα εξωρίζοντο. Τον Ιούλιον του 1537, το συμβούλιον διέταξεν όλους τους πολίτας να μεταβούν εις την εκκλησίαν του Αγίου Πέτρου και να ορκισθούν υπακοήν εις την «Ὁμολογίαν» του Φαρέλ. Οιαδήποτε εκδήλωσις καθολικισμού — ως π.χ. το να φέρη κανείς κομβολόγιον, να φυλάττη ιερά λείψανα, ή να τηρή ως ιεράν, ημέραν εορτής αγίου τινός — υπέκειτο εις τιμωρίαν. Γυναίκες εφυλακίσθησαν διότι έφερον απρεπείς πίλους. Ο Μποννιβάρ, πολύ εύχαρις εις την ελευθερίαν του, ειδοποιήθη να παύση τους ακολάστους τρόπους του. Χαρτοπαίκται ετιμωρήθησαν με βασανιστήρια. Μοιχοί εσύρθησαν δια των οδών και απεστάλησαν εις εξορίαν.

Συνηθισμένοι εις την εκκλησιαστικήν διακυβέρνησιν αλλά εις την επιεική ηθικήν πειθαρχίαν ενός καθολικισμού, τον οποίον είχον μαλακώσει τα νότια κλίματα, οι κάτοικοι της Γενεύης, αντέστησαν εις την νέαν επιβολήν. Οι Πατριώται, οι οποίοι είχον απελευθερώσει την πόλιν από τον επίσκοπον και τον δούκα, αναδιωργανώθησαν δια να την απελευθερώσουν από τους ζηλωτάς πάστοράς της. Ένα άλλο κόμμα, απαιτούν ελευθερίαν συνειδήσεως και λατρείας και δια τον λόγον τούτον καλούμενον φιλελεύθερον (Libertins)* ηνώθη με τους Πατριώτας και τους μυστικούς καθολικούς και η συμμαχία αυτή, κατά τας εκλογάς της 3ης Φεβρουαρίου 1538, επέτυχε την πλειοψηφίαν εις το μέγα συμβούλιον. Το νέον συμβούλιον είπεν εις τους πάστορας να παραμείνουν μακράν της πολιτικής. Ο Φαρέλ και ο Καλβίνος κατήγγειλαν το συμβούλιον και ηρνήθησαν να δώσουν την θείαν κοινωνίαν μέχρις ότου η ανυπότακτος πόλις συμμορφωθή με την πειθαρχίαν, εις την οποίαν είχεν ορκισθή. Το συμβούλιον έπαυσε τους δύο ιερείς (23 Απριλίου) και τους διέταξε να εγκαταλείψουν την πόλιν εντός τριών ημερών. Ο λαός επανηγύρισε την αποπομπήν των με δημοσίας εκδηλώσεις χαράς. Ο Φαρέλ εδέχθη μίαν πρόσκλησιν δια το Neuchatel· εκεί εκήρυξε μέχρι τέλους της ζωής του (1565) και εκεί ένα δημόσιον μνημείον τιμά την μνήμην του.

Ο Καλβίνος μετέβη εις το Στρασβούργον, το οποίον ήτο τότε ελευθέρα πόλις, υποκείμενη μόνον εις τον αυτοκράτορα και έγινεν ιερεύς εις την «Ἐκκλησίαν τῶν Ξένων», μιαν ενορίαν προτεσταντών, κυρίως εκ Γαλλίας. Δια να προσθέση εις τα 52 γκίλντερ (1300 δολλάρια;) τα οποία επλήρωνεν ετησίως η εκκλησία, επώλησε την βιβλιοθήκην του και εδέχθη σπουδαστάς ως οικοτρόφους. Ευρίσκων την αγαμίαν δυσχερή εις την κατάστασιν αυτήν εζήτησεν από τον Φαρέλ και τον Μπουσέρ να του εύρουν μίαν σύζυγον και κατέγραψε τα προσόντα της:

«Δέν εἶμαι κανείς ἀπό τούς τρελλούς ἐκείνους ἐραστάς, οἱ ὁποῖοι ὂταν κτυπηθοῦν ἀπό τήν ὡραίαν μορφήν μιας γυναικός, ἐναγκαλίζονται ἐπίσης καί τά ἐλαττώματά της. Αὐτή ἡ καλλονή εἶναι ἡ μόνη ἡ ὁποία με ἐλκύει: νά εἶναι σεμνή, ὑποχρεωτική, νά μή μέ ἐνοχλῆ, νά εἶναι οἰκονόμος, ὑττομονητική καί νά προσέχη τήν ὑγείαν μου».28

Μετά δύο ανεπιτυχείς προσπαθείας ενυμφεύθη (1540) την Ιντελέτ ντε Μπούρ, μιαν πτωχήν χήραν με πολλά τέκνα. Απέκτησαν ένα τέκνον, το οποίον απέθανεν εις βρεφικήν ηλικίαν. Όταν απέθανεν (1549) έγραψε δι' αυτήν με την τρυφερότητα της ψυχής του, η οποία εκρύπτετο υπό την δημοσίαν αυστηρότητά του. Έζησεν εις οικογενειακήν μόνωσιν τα υπόλοιπα δέκα πέντε έτη της ζωής του.

Καθ' ον χρόνον εμόχθει εις το Στρασβούργον, τα γεγονότα εξελίσσοντο εις την Γενεύην. Ενθαρρυνθείς από την εξορίαν του Φαρέλ και του Καλβίνου, ο εξόριστος επίσκοπος εσχεδίασε μιαν θριαμβευτικήν επάνοδον εις την μητρόπολίν του. Ως προκαταρκτικόν βήμα, έπεισε τον Ιάκοπο Σαντολέτο να γράψη μίαν «Ἐπιστολήν πρός τούς κατοίκους τῆς Γενεύης» προτρέπων αυτούς να επανέλθουν εις την καθολικήν λατρείαν και πίστιν των (1539). Ο Σαντολέτο ήτο ένας ευπατρίδης εξαιρετικής αρετής δι' ένα καρδινάλιον και ουμανιστήν. Είχεν ήδη συμβουλεύσει τον παπισμόν να χειρισθή με ηπιότητα την προτεσταντικήν ανταρσίαν και βραδύτερον έθεσεν υπό την προστασίαν του εις Καρπαντράς αιρετικούς Βαλδίους, φεύγοντας προ των σφαγών (1545). Εις μίαν εξαίρετον λατινικήν, την οποίαν έμαθεν από τον άψογον Μπέμπο, απηύθυνε «πρός τούς λίαν ἀγαπητούς του ἀδελφούς, τούς ἄρχοντας, τήν γερουσίαν καί τούς πολίτας τῆς Γενεύης», τριάντα σελίδας διπλωματικών φιλοφρονήσεων και θεολογικών παρακινήσεων. Εσημείωσε την ταχείαν διαίρεσιν του προτεσταντισμού εις αντιμαχομένας μερίδας, διευθυνομένας κατά την γνώμην του, από ισχυρούς ανθρώπους, απλήστους δι' εξουσίαν συνέκρινε τούτο με την επί ολοκλήρους αιώνας ενότητα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας και διηρωτάτο εάν ήτο πιθανώτερον να ευρίσκεται η αλήθεια μεταξύ των αντιτιθεμένων αυτών μερίδων ή εις το καθολικόν δόγμα το οποίον είχε διαμορφωθή από την πείραν αιώνων και την συγκεντρωμένην σοφίαν των εκκλησιαστικών συνόδων. Κατέληγε με την προσφοράν εις την Γενεύην οιασδήποτε υπηρεσίας την οποίαν θα ήτο εις θέσιν να της παράσχη.

Το συμβούλιον τον ηυχαρίστησε δια τας φιλοφρονήσεις του και του υπεσχέθη να του απαντήση βραδύτερον. Αλλά δεν θα ευρίσκετο κανείς εις την Γενεύην ο οποίος θα ηδύνατο να διασταυρώση το ξίφος και τα λατινικά με τον εξελιγμένον ουμανιστήν. Εν τω μεταξύ, μερικοί πολίται εζήτησαν νά απαλλαγούν από τον όρκον των να υποστηρίζουν την «Ὁμολογίαν τῆς πίστεως καί τῆς πειθαρχίας» και επί ένα διάστημα, εφαίνετο ότι η πόλις θα επανήρχετο εις τον καθολικισμόν. Ο Καλβίνος έμαθε την κατάστασιν και εις μίαν απάντησιν προς τον καρδινάλιον, ηγέρθη με όλην την δύναμίν του πνεύματος και του καλάμου του δια να υπερασπίση την Μεταρρύθμισιν. Απήντησεν εις την ευγένειαν με ευγένειαν, εις την ευγλωττίαν με ευγλωττίαν αλλά δεν ηδύνατο να υποχωρήση ούτε κατά χιλιοστόν εις την θεολογίαν του. Διεμαρτυρήθη εναντίον της μομφής ότι είχεν επαναστατήσει δια λόγους προσωπικής φιλοδοξίας· θα ηδύνατο να ανέλθη εις πολύ ανωτέραν θέσιν εάν θα είχε παραμείνει ρωμαιοκαθολικός. Παρεδέχθη την θείαν ίδρυσιν της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αλλά κατηγορεί ότι αι κακίαι των παπών της Αναγεννήσεως απέδειξαν την κατάκτησιν του παπισμού από τον αντίχριστον. Εις την σοφίαν των εκκλησιαστικών συνόδων αντέταξε την σοφίαν της Βίβλου, την οποίαν ο Σαντολέτο είχε σχεδόν αγνοήσει. Ελυπείτο διότι η διαφθορά της Εκκλησίας κατέστησε αναγκαίαν την διαίρεσιν και τον χωρισμόν, αλλά μόνον κατ' αυτόν τον τρόπον ηδύναντο να θεραπευθούν τα δεινά. Εάν καθολικοί και προτεστάνται συνειργάζοντο τώρα δια να αποκαθάρουν τα δόγματα, το τυπικόν και το προσωπικόν όλων των χριστιανικών εκκλησιών, θα αντημείβοντο με μίαν τελικήν ενότητα εις τους ουρανούς με τον Χριστόν. Ήτο μία σημαντική επιστολή, παραβλέπουσα ίσως τας παρεμπίπτουσας αρετάς των παπών της Αναγεννήσεως αλλά κατά τα άλλα διατυπωμένη με μίαν ευπρέπειαν και αξιοπρέπειαν, σπανίαν εις τας έριδας της εποχής.

Ο Λούθηρος αναγνώσας αυτήν εις την Βιττενβέργην, την εχαιρέτησεν ως εκμηδενίσασαν τον καρδινάλιον «Χαίρω», ανέκραξε, «διότι ὁ Θεός ὑψώνει ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι θἀ... τελειώσουν τόν πόλεμον, τόν ὁποῖον ἐγώ ἤρχισα κατά τοῦ ἀντιχρίστου».29 Το συμβούλιον της Γενεύης κατεπλάγη τόσον πολύ ώστε διέταξε να τυπωθούν αι δύο επιστολαί με έξοδα της πόλεως (1540). Ήρχισε να διερωτάται μήπως, με την εξορίαν του Καλβίνου, είχε χάσει τον ικανώτερον άνδρα της ελβετικής Μεταρρυθμίσεως.

Και άλλοι παράγοντες ενίσχυον την αμφιβολίαν. Οι πάστορες, οι οποίοι είχον αντικαταστήσει τον Φαρέλ και τον Καλβίνον, απεδείχθησαν ανίκανοι και εις το κήρυγμα και εις την πειθαρχίαν. Το κοινόν έχασε τον σεβασμόν προς αυτούς και επανήλθεν εις την εύκολον ηθικήν των προμεταρρυθμιστικών ημερών. Η χαρτοπαιξία, η μέθη, αι αταξίαι και αι συμπλοκαί εις τους δρόμους, η μοιχεία, ήνθουν. Άσεμνα άσματα εψάλλοντο δημοσία, διάφορα πρόσωπα περιήρχοντο γυμνά εις τας οδούς.30 Εκ των τεσσάρων συνδίκων, οι οποίοι ηγήθησαν του κινήματος δια την έξωσιν του Φαρέλ και του Καλβίνου, ο ένας κατεδικάσθη εις θάνατον δια φόνον, ένας άλλος κατεδικάσθη δια πλαστογραφίαν, ο τρίτος δια προδοσίαν, ο τέταρτος απέθανεν ενώ επεχείρει να διαφύγη την σύλληψιν. Οι επιχειρηματίαι, οι οποίοι ήλεγχον το συμβούλιον, πρέπει να έβλεπον δυσμενώς την αταξίαν αυτήν ως παραβλάπτουσαν το εμπόριον. Το ίδιον το συμβούλιον δεν είχε καμμίαν διάθεσιν να αντικατασταθή και ίσως να αφορισθή από ένα επανερχόμενον εις την εξουσίαν επίσκοπον. Βαθμηδόν, η πλειοψηφία των μελών κατέληξεν εις την ιδέαν να ανακαλέσουν τον Καλβίνον. Την 1ην Μαΐου 1541, το συμβούλιον ηκύρωσε την καταδίκην εις εξορίαν και εκήρυξε τον Φαρέλ και τον Καλβίνον έντιμους ανθρώπους. Η μία αντιπροσωπία μετά την άλλην μετέβαινεν εις το Στρασβούργον δια να πείση τον Καλβίνον να αναλάβη εκ νέου την θέσιν του ως πάστορος εις την Γενεύην. Ο Φαρέλ εσυγχώρησε την πόλιν διότι δεν του έστειλε παρομοίαν πρόσκλησιν και με ευγενή καλωσύνην ήνωσε τας προσπαθείας του με τας των αντιπροσωπιών, παρακινών τον Καλβίνον να επανέλθη. Αλλά ο Καλβίνος είχεν αποκτήσει πολλούς φίλους εις το Στρασβούργον, ησθάνετο ότι είχεν υποχρεώσεις εκεί και δεν έβλεπε να τον εναμένουν εις την Γενεύην παρά μόνον έριδες και αγώνες· «δέν ὑπάρχει μέρος εἰς τόν κόσμον, τὁ ὁποῖον νά φοβοῦμαι περισσότερον». Συνεφώνησε μόνον να επισκεφθή την πόλιν. Όταν έφθασεν εκεί (13 Σεπτεμβίου 1541), έγινε δεκτός με τόσας τιμάς, με τόσας αιτήσεις συγγνώμης και τόσας υποσχέσεις δια συνεργασίαν προς αποκατάστασιν της τάξεως και του Ευαγγελίου, ώστε του ήτο δύσκολον να αρνηθή. Την 16ην Σεπτεμβρίου, έγραψεν εις τον Φαρέλ:
«Ἡ ἐπιθυμία σου ἰκανοποιεῖται. Κρατοῦμαι στερεῶς ἐδῶ. Εἴθε ὁ Θεός νά δώση τήν εὐλογίαν του».31

IV. Η ΠΟΛΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ο Καλβίνος συμπεριεφέρθη κατά τα πρώτα έτη της ανακλήσεώς του με μίαν μετριοπάθειαν και μετριοφροσύνην, αι οποίαι εκέρδισαν όλους σχεδόν, πλην μιας μικράς μειοψηφίας, υπέρ αυτού. Διωρίσθησαν οκτώ βοηθοί πάστορες, υπ' αυτόν, δια να εξυπηρετήσουν την εκκλησίαν του Αγίου Πέτρου και τας άλλας εκκλησίας της πόλεως. Ειργάζετο από 12 έως 18 ώρας καθ' εκάστην ως ιεροκήρυξ, διευθυντής, καθηγητής της θεολογίας, επιθεωρητής των εκκλησιών και των σχολείων, σύμβουλος των κοινοτικών συμβουλίων και ρυθμιστής της δημοσίας ηθικής και της εκκλησιαστικής λειτουργικής. Εν τω μεταξύ εξηκολούθει να επεκτείνη τας «Εἰσηγήσεις»· έγραφε σχόλια εις την Βίβλον και διετήρει μίαν αλληλογραφίαν, ερχομένην εις έκτασιν αμέσως μετά την του Εράσμου αλλά υπερβαίνουσαν αυτήν εις επιρροήν. Εκοιμάτο ολίγον, έτρωγε ολίγον, ενήστευε συχνά. Ο διάδοχος και βιογράφος του Θεόδωρος ντε Μπέζ εθαύμαζε πώς ένας μικρός άνθρωπος (unicus hommunculus) ηδύνατο να φέρη ένα τόσον βαρύ και ποικίλον φορτίον.
Το πρώτον του έργον υπήρξεν η αναδιοργάνωσις της μεταρρυ- θμισθείσης Εκκλησίας. Κατόπιν αιτήσεώς του, το μικρόν συμβούλιον, ολίγον μετά την επάνοδόν του, διώρισε μίαν επιτροπήν εκ πέντε κληρικών και εξ συμβούλων με τον Καλβίνον επί κεφαλής, δια να συντάξη ένα νέον εκκλησιαστικόν κώδικα. Την 2αν Ιανουαρίου 1542 το μέγα συμβούλιον επεκύρωσε τας προκυψάσας «Ἐκκλησιαστικάς Διατάξεις» των οποίων τα κύρια χαρακτηριστικά εξακολουθούν να είναι παραδεκτά από τας Μεταρρυθμιστικάς και Πρεσβυτεριανάς εκκλησίας της Ευρώπης και της Αμερικής.

Το ιερατείον διηρέθη εις πάστορας, διδασκάλους, λαϊκούς πρεσβυτέρους και διακόνους. Οι πάστορες της Γενεύης απετέλουν την «Σεβασμίαν Ἐταιρείαν» η οποία εκυβέρνα την Εκκλησίαν και εξετταίδευε τους υποψηφίους δια το ιερατείον. Του λοιπού ουδείς ηδύνατο να κηρύξη εις την Γενεύην άνευ αδείας της Εταιρείας. Απητείτο επίσης η συγκατάθεσις του συμβουλίου της πόλεως και των ενοριτών αλλά αι επισκοπικαί διαταγαί — και οι επίσκοποι — ήσαν ταμπού. Ο νέος κλήρος, ενώ ουδέποτε διεξεδίκησε τας θαυμαστάς δυνάμεις των καθολικών ιερέων και ενώ εθέσπιζε την κατάστασίν του ασυμβίβαστον δι' εκλογήν εις πολιτικά αξιώματα, κατέστη υπό τον Καλβίνον πολύ ισχυρότερος από οιονδήποτε άλλο ιερατείον μετά το αρχαίον Ισραήλ. Ο πραγματικός νόμος ενός χριστιανικού κράτους, έλεγεν ο Καλβίνος, πρέπει να είναι η Βίβλος. Οι κληρικοί είναι οι αρμόδιοι ερμηνευταί αυτού του νόμου· αι πολιτικαί κυβερνήσεις είναι υποκείμεναι εις αυτόν τον νόμον και πρέπει να τον επιβάλλουν κατ' αυτόν τον τρόπον ερμηνευόμενον. Οι πρακτικοί άνθρωποι εις τα συμβούλια πιθανόν να είχον αμφιβολίας εις τα σημεία αυτά αλλά φαίνεται ότι ησθάνοντο ότι η κοινωνική τάξις ήτο τόσον επωφελής εις την οικονομίαν ώστε μερικαί εκκλησιαστικαί προϋποθέσεις ήτο προς το παρόν δυνατόν να υφίστανται άνευ αντιδράσεως. Επί ένα εκπληκτικόν τέταρτον αιώνος μια θεοκρατία κληρικών εφαίνετο κυριαρχούσα επί μιας ολιγαρχίας εμπόρων και επιχειρηματιών.

Η εξουσία του κλήρου επί της ζωής εις την Γενεύην, ησκείτο δι' ενός κονσιστορίου ή ποεσβυτερίου συνισταμένου από πέντε πάστορας και δώδεκα λαϊκούς πρεσβυτέρους, άπαντας εκλεγομένους υπό του συμβουλίου. Επειδή οι πάστορες διετήρουν την θέσιν των καθ' όλην την διάρκειαν της ιερωσύνης των ενώ οι πρεσβύτεροι μόνον επί εν έτος, κονσιστόριον, δια τα ζητήματα τα οποία δεν αφεώρουν κυρίας υποθέσεις, εκυβερνάτο από τα εκκλησιαστικά του μέλη. Απέκτησε το δικαίωμα να κανονίζη την Θρησκευτικήν λατρείαν και την ηθικήν συμπεριφοράν παντός κατοίκου· απέστελλεν ένα ιερέα και ένα λαϊκόν πρεσβύτερον να επισκέπτωνται εκάστην οικίαν και οικογένειαν μίαν φοράν το έτος· ηδύνατο να καλή ενώπιόν του οιονδήποτε προς εξέτασιν. Ηδύνατο να επιπλήττη και να αφορίζη διαφόρους παραβάτας και ηδύνατο να υπολογίζη επί του συμβουλίου ότι θα έξώριζεν από την πόλιν εκείνους τους οποίους το κονσιστόριον θα απέπεμπεν από την Εκκλησίαν. Ο Καλβίνος είχεν εξουσίαν ως πρόεδρος του κονσιστορίου· από του 1541 μέχρι του θανάτου του το 1564, η φωνή του είχε την μεγαλυτέραν επιρροήν εις την Γενεύην. Η δικτατορία του δεν ήτο δικτατορία νόμου ή ισχύος αλλά θελήσεως και χαρακτήρος. Η έντασις της πίστεώς του εις την αποστολήν του και η πληρότης της αφοσιώσεώς του εις τα καθηκοντά του, του έδιδον μίαν δύναμιν εις την οποίαν ουδείς ηδύνατο να αντισταθή επιτυχώς. Εάν ανέζη ο Ιλδεβράνδης θα ηδύνατο να χαρή δια τον προφανή θρίαμβον της Εκκλησίας επί του κράτους.
Ενισχυμένος με αυτάς τας εξουσίας, ο κλήρος ερρύθμισε πρώτον την θρησκευτικήν λατρείαν. «Ὁλόκληρον τό προσωπικόν τοῦ οἴκου, πρέπει νά παρευρίσκεται τήν Κυριακήν εἰς τό κήρυγμα, ἐκτός ἄν ἀφεθῆ κανείς εἰς τήν οἰκίαν νά προσέχη τά παιδία ἤ τά ζῶα. Ἐάν ὑπάρχη κήρυγμα κατά τάς ἡμέρας τῆς ἐβδομάδος, ὃλοι ὃσοι δύνανται πρέπει νά προσέρχωνται». (Ο Καλβίνος εκήρυττε τρις ή τετράκις της εβδομάδος).

«Ἐάν κανείς προσέλθη ὃταν τό κήρυγμα θά ἔχει ἀρχίσει, ἄς τοῦ γίνει προειδοποίησις· ἐάν δέν συμμορφωθῆ, νά πληρώνη πρόστιμον τριῶν σολδίων».32

Ουδείς απηλλάσσετο από τας προτεσταντικάς ιερουργίας με την δικαιολογίαν, ότι είχε διάφορον ή ιδικήν του θρησκευτικήν πίστιν. Ο Καλβίνος ήτο τόσον απόλυτος εις την απόρριψιν της ατομικότητος της πίστεως, όσον θα ήτο οιοσδήποτε πάπας. Ο μεγαλύτερος νομοθέτης του προτεσταντισμού απέκρουεν απολύτως την αρχήν εκείνην της ατομικής κρίσεως, με την οποίαν η νέα θρησκεία είχεν αρχίσει. Είχεν ίδει τον κατατεμαχισμόν της Μεταρρυθμίσεως εις πλείστας αιρέσεις και προείδε περισσοτέρας· εις την Γενεύην δεν ήθελε καμμίαν από αυτάς. Εκεί ένα σώμα από μορφωμένους ιερείς θα διετύπωνε μίαν έγκυρον πίστιν, Όσοι εκ των κατοίκων της Γενεύης δεν ηδύναντο να την αποδεχθούν, θα έπρεπε να αναζητήσουν αλλού κατοικίαν. Συνεχιζομένη απουσία από τα προτεσταντικά κηρύγματα η συνεχής άρνησις να λάβουν την Ευχαριστίαν, ήσαν παραπτώματα τιμωρητέα.
Η αίρεσις έγινε πάλιν προσβολή κατά του Θεού και προδοσία κατά του κράτους και έπρεπε να τιμωρήται με θάνατον. Ο καθολικισμός, ο οποίος είχε κηρύξει αυτήν την άποψιν περί των αιρέσεων, έγινε και αυτός αίρεσις με την σειράν του. Μεταξύ του 1542 και του 1564, πενήντα οκτώ πρόσωπα εθανατώθησαν και 76 εξωρίσθησαν, διότι παρέβησαν τον νέον κώδικα. Εδώ, όπως και παντού αλλού, η μαγεία ήτο κεφαλαιώδες έγκλημα· εντός ενός έτους και κατά συμβουλήν του κονσιστορίου, δέκα τέσσαρες υποτιθέμεναι μάγισσαι εστάλησαν εις την πυράν με την κατηγορίαν, ότι είχον πείσει τον σατανάν να προσβάλη την Γενεύην με την πανώλην.33

Το κονσιστόριον δεν έκαμνε διάκρισιν μεταξύ θρησκείας και ηθικής. Η διαγωγή έπρεπε να κατευθύνεται με την ιδίαν επιμέλειαν όπως και η πίστις διότι η καλή διαγωγή ήτο ο σκοπός της ορθής πίστεως. Ο ίδιος ο Καλβίνος, εγκρατής και αυστηρός, ωνειρεύετο μίαν κοινότητα τόσον καλώς ρυθμισμένην ώστε η αρετή της να απεδείκνυε την θεολογίαν της και να κατήσχυνε τον ρωμαιοκαθολικισμόν ο οποίος είχε δημιουργήσει και ανεχθή την πολυτέλειαν και την έκλυσιν των ηθών της Ρώμης. Η πειθαρχία έπρεπε να είναι η σπονδυλική στήλη της προσωπικότητος, επιτρέπουσα εις αυτήν να ανυψωθή από την ευτέλειαν της ανθρωπίνης φύσεως εις το ανάστημα του ανθρώπου ο οποίος ενίκησε τον εαυτόν του. Ο κλήρος πρέπει να οδηγή με το παράδειγμα όπως και με την διδασκαλίαν οι κληρικοί δύνανται να νυμφεύωνται και να αποκτούν τέκνα, αλλά πρέπει να απέχουν από τα κυνήγια, την χαρτοπαιξίαν, τα συμπόσια, το εμπόριον και τας κοσμικάς διασκεδάσεις και να δέχωνται κατ' έτος την επίσκεψιν και την έρευναν δια την διαπίστωσιν της ηθικότητος από τους εκκλησιαστικούς προϊσταμένους των.

Δια την ρύθμισιν της διαγωγής των λαϊκών, είχε καθορισθή ένα σύστημα επισκέψεων κατ' οίκον: ένας από τους πρεσβυτέρους επεσκέπτετο κατ' έτος όλας τας οικίας ενός διαμερίσματος της πόλεως, το οποίον του καθωρίζετο και εξήταζε τους κατοίκους εφ' όλων των φάσεων της ζωής των. Το κονσιστόριον και το συμβούλιον απηγόρευσαν από κοινού τα τυχερά παιγνίδια, την χαρτοπαιξίαν, την βλασφημίαν, την μέθην, το να συχνάζουν εις καπηλεία, τον χορόν (ο οποίος τότε εποίκιλλε με εναγκαλισμούς και με φιλήματα), τα άσεμνα ή αντιθρησκευτικά άσματα, τας υπερβολάς εις τας διασκεδάσεις, την πολυτέλειαν της διαβιώσεως και την άσεμνον ενδυμασίαν. Το επιτρεπόμενον χρώμα, η ποσότης των ενδυμάτων και ο αριθμός των φαγητών τα οποία επετρέποντο εις έκαστον γεύμα, καθωρίζοντο διά νόμου. Τα κοσμήματα και αι δαντέλλαι έπέσυρον δυσμενείς έπικρίσεις. Μια γυνή εφυλακίσθη διότι είχε κτενίσει την κόμην της εις ανήθικον ύψος.34 Αι θεατρικαί παραστάσεις περιωρίσθησαν εις θρησκευτικά δράματα και έπειτα απηγορεύθησαν και αυτά ακόμη. Τα παιδία έπρεπε να βαπτίζωνται όχι με ονόματα του καθολικού ημερολογίου, αλλά κατά προτίμησιν να λαμβάνουν ονόματα προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης. Ένας ισχυρογνώμων πατήρ εφυλακίσθη επί τετραήμερον διότι επέμενε να ονομασθή ο υιός του Κλαύδιος αντί Αβραάμ.35 Η λογοκρισία επί των δημοσιευμάτων παρελήφθη από τα ρωμαιοκαθολικά και κοσμικά προηγούμενα και επεξετάθη (1560): βιβλία πεπλανημένων θρησκευτικών δογμάτων ή ανηθίκων τάσεων, απηγορεύοντο· βραδύτερον επρόκειτο να υπαχθούν εις αυτήν την απαγόρευσιν τα «Δοκίμια» του Μονταίν και ο «Αἰμίλιος» του Ρουσσώ. Το να εκφρασθή κανείς ανευλαβώς περί του Καλβίνου ή περί του κλήρου ήτο έγκλημα.36 Μία πρώτη παράβασις των διατάξεων αυτών ετιμωρείτο με επίπληξιν, περαιτέρω παράβασις με πρόστιμον, εμμονή εις την παράβασιν, με φυλάκισιν ή εξορίαν. Η εξώγαμος συνουσία ετιμωρείτο με εξορίαν ή πνιγμόν η μοιχεία, η βλασφημία και η ειδωλολατρεία, με θάνατον. Εις μίαν εξαιρετικήν περίπτωσιν ένα παιδίον απεκεφαλίσθη διότι εκτύπησε τους γονείς του.37 Κατά τα έτη 1558 — 59 υπήρξαν 414 υττοθέσεις διώξεως αδικημάτων κατά της ηθικής. Μεταξύ των ετών 1542 και 1546 εσημειώθησαν 76 εξορίαι και 58 εκτελέσεις· ο συνολικός πληθυσμός της Γενεύης ήτο τότε περί τας 20.000.38 Όπως παντού κατά τον δέκατον έκτον αιώνα, τα βασανιστήρια εχρησιμοποιούντο συχνά διά την απόσπασιν ομολογιών ή μαρτυρικών καταθέσεων.

Ο διακανονισμός επεξετείνετο εις την εκπαίδευσιν, την κοινωνίαν και την οικονομικήν ζωήν. Ο Καλβίνος ίδρυσε σχολεία και μίαν ακαδημίαν, ανεζήτησεν εις ολόκληρον την Ευρώπην καλούς διδασκάλους της λατινικής, της ελληνικής, της εβραϊκής και της θεολογίας και εξεπαίδευσε νέους ιερείς οι οποίοι μετέδωσαν το ευαγγέλιόν του εις την Γαλλίαν, την Ολλανδίαν, την Σκωτίαν και την Αγγλίαν με όλην την ζέσιν και την αφοσίωσιν των Ιησουϊτών ιεραποστόλων εις την Ασίαν. Εντός ένδεκα ετών (1555—1566), η Γενεύη απέστειλε τοιούτους ιεραποστόλους εις την Γαλλίαν, πολλοί εκ των οποίων έψαλλον ουγενοτικούς ύμνους καθ' ον χρόνον υφίσταντο μαρτύρια. Ο Καλβίνος εθεώρει την διαίρεσιν των τάξεων φυσικήν και η νομοθεσία του επροστάτευσε τους βαθμούς και τα αξιώματα, καθιερώσασα το είδος του ενδύματος και τα όρια της δραστηριότητος δι' εκάστην τάξιν.39 Ανεμένετο από τον καθένα να δέχεται την Θέσιν του εντός της κοινωνίας και να εκτελή τα κα-θήκοντα αυτής χωρίς να ζηλεύη τους καλυτέρους του ή να παραπονήται διά την μοίραν του. Η επαιτεία απηγορεύετο και η άνευ διακρίσεως ελεημοσύνη αντικατεστάθη με μίαν επιμελή κοινοτικήν διεύθυνσιν της ανακουφίσεως τών πτωχών.

Ο καλβινισμός έδωσεν εις την σκληράν εργασίαν, την εγκράτειαν, την εργατικότητα, την λιτότητα και την οικονομίαν, μίαν θρησκευτικήν επικύρωσιν και επιβράβευσιν, η οποία πρέπει να συνετέλεσεν εις την επαύξησιν της φιλέργου διαθέσεως των νεωτέρων προτεσταντών επαγγελματιών. Αλλ' αυτή η σχέσις είχε τονισθή εις υπερβολικόν βαθμόν.40 Ο κεφαλαιοκρατισμός είχεν αναπτυχθή πολύ περισσότερον εις την καθολικήν Φλωρεντίαν και Φλάνδραν προ της Μεταρρυθμίσεως παρά εις την Γενεύην του Καλβίνου. Ο Καλβίνος απέκρουε τον ατομισμόν εις την οικονομίαν όπως και εις την θρησκείαν και την ηθικήν. Η κοινωνική μονάς, κατά την άποψίν του, δεν ήτο το ελεύθερον άτομον (με το οποίον ο Λούθηρος είχεν αρχίσει την επανάστασίν του) αλλά η κοινότης της πόλεως - κράτους, της οποίας τα μέλη ήσαν συνδεδεμένα με αυτήν με αυστηρούς νόμους και πειθαρχίαν.

«Κανένα μέλος τῆς χριστιανικῆς κοινότητος», έγραφε, «δέν κρατεῖ τά χαρίσματά του διά τόν ἐαυτόν του ἤ διά τήν ἀτομικήν του χρῆσιν, ἀλλά τά μοιράζει μέ τά ἄλλα μέλη· οὔτε ἀπολαμβάνει κέρδη ἐκτος μόνον ἀπό ἐκεῖνα τά πράγματα, τά ὁποῖα προκύπτουν ἀπό τό κοινόν κέρδος τοῦ σώματος ώς συνόλου».41

Δεν συνεπάθει την κερδοσκοπίαν και τον αδίστακτον πλουτισμόν.42 Όπως μερικοί καθολικοί θεωρητικοί του τέλους του Μεσαίωνος, επέτρεπε τον τόκον εις τα δάνεια αλλά θεωρητικώς τον περιώριζεν εις το 5% και παρεκίνει να δίδωνται άτοκα δάνεια εις ενδεή άτομα ή εις το κράτος.43 Με την έγκρισίν του, το κονσιστόριον ετιμώρει τους ασκούντας μονοπώλιον και τους δανειστάς οι οποίοι εζήτουν υπερβολικόν τόκον τούτο καθώριζε τας τιμάς των τροφίμων και των ειδών ενδυμασίας και τας αμοιβάς δια χειρουργικάς επεμβάσεις, ήλεγχεν ή επέβαλλε πρόστιμα εις εμπόρους οι οποίοι εξηπάτουν τους πελάτας των, εις πωλητάς χρησιμοποιούντος ηλλοιωμένα σταθμά, υφασματοπώλας οι οποίοι έκοπτον τα υφάσματα πολύ κοντά.44 Μερικάς φοράς το καθεστώς εκινείτο προς κρατικόν σοσιαλισμόν· η «Σεβασμία Ἑταιρεία» ίδρυσε μίαν τράπεζαν και διηύθυνε μερικάς βιομηχανίας.45

Εάν λάβωμεν υπ' όψει τους περιωρισμένους τούτους παράγοντας, δυνάμεθα να δεχθώμεν μίαν ήρεμον και αύξουσαν συνεννόησιν μεταξύ του καλβινισμού και των επιχειρήσεων. Ο Kαλβίνος δεν θα ηδύνατο να διατηρήση επί μακρόν την ηγεσίαν του εάν θα είχε παρεμποδίσει την εμπορικήν ανάπτυξιν μιας πόλεως, της οποίας η ζωή ήτο το εμπόριον. Προσηρμόσθη προς την κατάστασιν, επέτρεψε τόκον 10 % και συνίστα κρατικά δάνεια προς χρηματοδότησιν της εισαγωγής ή επεκτάσεως ιδιωτικής βιομηχανίας, όπως της κατασκευής υφασμάτων ή της παραγωγής μετάξης. Εμπορικά κέντρα, όπως η Αμβέρσα, το Άμστερνταμ και το Λονδίνον, προσεχώρησαν προθύμως εις την πρώτην νέαν ομολογίαν η οποία παρεδέχετο την νέαν οικονομίαν. Ο καλβινισμός παρέλαβε τας μεσαίας τάξεις εις τους κόλπους του και ανεπτύχθη μαζί με την ιδικήν των ανάπτυξιν.
Ποία υπήρξαν τα αποτελέσματα της διακυβερνήσεως του Καλβίνου; Αι δυσκολίαι της επιβολής πρέπει να ήσαν εξαιρετικώς μεγάλαι διότι ουδέποτε εις την ιστορίαν απητήθη τόσον αυστηρά ηθική από μίαν πόλιν. Μία σημαντική μερίς αντετάχθη προς το καθεστώς μέχρι του σημείου φανεράς ανταρσίας αλλά αρκετός αριθμός πολιτών με επιρροήν πρέπει να το υπεστήριξεν, έστω και βάσει της γενικής θεωρίας της ηθικής, ότι οι άλλοι είχον ανάγκην αυτής. Η εισροή Γάλλων Ουγενότων και άλλων προτεσταντών πρέπει να ενίσχυσε τον Καλβίνον ο δε περιορισμός του πειράματος εις την Γενεύην και την ενδοχώραν της, ηύξησε τας πιθανότητας της επιτυχίας του. Ο υφιστάμενος φόβος εισβολής και απορροφήσεως από εχθρικά κράτη (Σαβοΐα, Ιταλία, Γαλλία, Αυτοκρατορία) επέβαλε πολιτικήν σταθερότητα και πολιτικήν υπακοήν. Ο εξωτερικός κίνδυνος προήγαγε την εσωτερικήν πειθαρχίαν. Εν πάση περιπτώσει, έχομεν μίαν ενθουσιώδη περιγραφήν από τον κάλαμον ενός αυτόπτου, του Μπερναρντίνο Οκίνο, ενός Ιταλού προτεστάντου, ο οποίος είχεν εύρει καταφύγιον εις την Γενεύην:

«Αι βλασφημίαι και αι κατάραι, η ασέλγεια, η μοιχεία και ο άσεμνος βίος, πράγματα τα οποία επικρατούν εις άλλας πόλεις όπου είχον ζήσει, εδώ είναι άγνωστα. Δεν υπάρχουν προαγωγοί και πόρναι. Ο λαός δεν γνωρίζει τι είναι τα κοσμήματα και όλοι ενδύονται κατά ευπρεπή τρόπον. Τα τυχερά παιγνίδια δεν συνηθίζονται. Η φιλανθρωπία είναι τόσον μεγάλη ώστε οι πτωχοί δεν έχουν ανάγκην να επαιτήσουν. Οι άνθρωποι νουθετούν αλλήλους κατά τρόπον αδελφικόν, όπως καθορίζει ο Χριστός. Αι δίκαι έχουν εκλείψει από την πόλιν, ούτε υπάρχει σιμωνία, φόνοι ή φατριαστικόν πνεύμα αλλά μόνον ειρήνη και φιλανθρωπία. Εξ άλλου δεν υπάρχουν εδώ όργανα ούτε ήχοι κοδώνων ούτε επεδεικτικαί ψαλμωδίαι ούτε καύσις λαμπάδων ή κανδηλίων (εις τας εκκλησίας) ούτε λείψανα ούτε εικόνες, αγάλματα, λαμπρά άμφια, ούτε φάρσαι ή ψυχραί τελεταί. Αι εκλησίαι είναι εντελώς απηλλαγμέναι από ειδωλολατρείαν».46

Τα υπάρχοντα πρακτικά του Συμβουλίου δια την περίοδον αυτήν δεν συμφωνούν πλήρως με αυτήν την έκθεσιν: αποκαλύπτουν μέγα ττοσοστόν νόθων τέκνων, εγκαταλελειμμένων βρεφών, αναγκαστικών γάμων και καταδικών εις θάνατον.47 Ο γαμβρός του Καλβίνου και η θυγάτηρ της συζύγου του ήσαν μεταξύ των καταδικασθέντων δια μοιχείαν.48 Αλλά καΙ πάλιν βραδύτερον, περί το 1610, ευρίσκομεν τον Βαλεντίνον Ανδρέου, ένα λουθηρανόν ιερέα από την Βυρτεμβέργην, ο οποίος επαινεί την Γενεύην ζηλοφθόνως:

«Όταν ήμουν εις την Γενεύην παρετήρησα κάτι το μέγα, το οποίον θα ενθυμούμαι και θα ποθώ εφ' όσον ζω. Υπάρχει εις αυτήν την πόλιν όχι μόνον ο τέλειος θεσμός μιας τελείας δημοκρατίας αλλά, ως ειδικώτερον στόλισμα, μία ηθική πειθαρχία, η οποία προβαίνει κάθε εβδομάδα εις έρευναν της διαγωγής, ακόμη και των ελαχίστων παρεκτροπών των πολιτών... Αι ύβρεις, αι βλασφημίαι, η χαρτοπαιξία, η πολυτέλεια, η διαμάχη, το μίσος, η απάτη κ.λ.π. απαγορεύονται· ενώ σπανίως αναφέρονται μεγαλύτερα αμαρτήματα. Οποίον ένδοξον κόσμημα της χριστιανικής θρησκείας είναι μία τοιαύτη αγνότης ηθών ! Θα πρέπει να θρηνώμεν με δάκρυα διότι ελλείπει από ημάς (τους Γερμανούς) και έχει σχεδόν παντελώς παραμεληθή. Εάν δεν υπήρχεν η θρησκευτική διαφορά, θα παρέμενον προσκεκολλημένος εις την Γενεύην αιωνίως».49

V.    ΑΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΛΒΙΝΟΥ
Ο χαρακτήρ του Καλβίνου ενηρμονίζετο με την Θεολογίαν του. Η ελαιογραφία εις την πανεπιστημιακήν βιβλιοθήκην της Γενεύης τον εικονίζει ως ένα αυστηρόν και σκυθρωπόν μυστικιστήν· μελαχροινόν αλλ' αναιμικόν χρώμα, αραιόν μαύρον γένειον, υψηλόν μέτωπον, διαπεραστικοί, αδίστακτοι οφθαλμοί. Ήτο κοντός και λεπτός και φυσικώς αδύνατος, κάθε άλλο παρά κατάλληλος δια να κρατή μίαν πόλιν εις τας χείρας του. Όπισθεν όμως του ασθενούς πλαισίου εφλέγετο ένα πνεύμα οξύ, στενόν, αφωσιεομένον και έντονον και μία σταθερά, αδάμαστος θέλησις, ίσως μία θέλησις προς εξουσίαν. Η διάνοιά του ήτο φρούριον τάξεως, καθιστώσα αυτόν σχεδόν τον Ακινάτον της προτεσταντικής θεολογίας. Η μνήμη του ήτο φορτωμένη και εν τούτοις ακριβής. Προηγείτο της εποχής του εις την αμφιβολίαν του περί της αστρολογίας, ευρίσκετο εις το επίπεδόν της απορρίπτων τον Κοπέρνικον και ολίγον οπίσω αυτής (όπως ο Λούθηρος) αποδίδων πολλά γήινα συμβεβηκότα εις τον διάβολον. Η συστολή του έκρυπτε το θάρρος του, η διστακτικότης του μετεμόρφωνε μίαν εσωτερικήν υπερηφάνειαν, η ταπεινότης του ενώπιον του Θεού εγίνετο κατά καιρούς επιβλητική αλαζονεία έναντι των ανθρώπων. Ήτο οδυνηρώς ευαίσθητος εις τας επικρίσεις και δεν ηδύνατο να ανεχθή την αντίδρασιν με την υπομονήν ενός ο οποίος δύναται να συλλάβη την δυνατότητα ότι πιθανόν να σφάλλη. Ταλαιπωρημένος από τας ασθενείας, κύπτων υπό την συνεχή εργασίαν, εξήπτετο συχνάκις και εξέσπα εις οργίλην ευγλωττίαν. Ωμολόγησεν εις τον Μπούσερ ότι εύρισκε δυσκολίας εις το να δαμάση «τό ἄγριον θηρίον τῆς ὁργῆς».50
Αι αρεταί του δεν περιελάμβανον το χιούμορ, το οποίον θα εμαλάκωνεν ίσως τας βεβαιότητάς του ούτε ένα αίσθημα του ωραίου το οποίον θα ηδύνατο να περισώση έργα εκκλησιαστικής τέχνης. Εν τούτοις δεν ήτο αμείλικτος εχθρός της χαράς· προέτρεπε τους οπαδούς του να είναι εύθυμοι, να παίζουν αθώα παιγνίδια, όπως σφαίρας και κύκλους και να απολαμβάνουν τον οίνου με μέτρον. Ηδύνατο να είναι ευγενικός και τρυφερός φίλος και αμείλικτος εχθρός, ικανός δια σκληράς κρίσεις και αυστηράν εκδίκησιν. Εκείνοι οι οποίοι τον υπηρέτουν τον εφοβούντο,51 αλλά εκείνοι τον ηγάπων περισσότερον, όσοι τον εγνώριζον καλύτερον. Σεξουαλικώς, ο βίος του δεν παρουσίασε σφάλμα. Έζη με απλότητα, έτρωγε ελάχιστα, ενήστευεν άνευ επιδείξεως, εκοιμάτο μόνον εξ ώρας ημερησίως, ουδέποτε έλαβεν άδειαν, προσέφερεν αδιστάκτως τον εαυτόν του εις ό,τι ενόμιζεν ότι ήτο υπηρεσία του Θεού. Απέρριπτεν αιτήσεις δι’ αύξησιν μισθών αλλά εμόχθει δια την εξεύρεσιν χρημάτων προς ανακούφισιν των πτωχών.

«Ἡ δύναμις τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοῦ», έλεγεν ο πάπας Πίος Δ' «συνίστατο εἰς τοῦτο, ὃτι τό χρῆμα δέν εἶχεν οὐδέν θέλγητρον δι' αὐτόν. Ἐάν εἶχον τοιούτους ὑπηρέτας, ἡ κυριαρχία μου θά ἐξετείνετο ἀπό τῆς μιᾶς θαλάσσης εἰς τήν ἄλλην».52

Άνθρωπος με τοιούτον χαρακτήρα πρέπει να έκαμε πολλούς εχθρούς. Τους επολέμησε με δύναμιν και με την εριστικήν γλώσσαν της εποχής. Απεκάλει τους αντιπάλους του σκουπίδια, ηλιθίους, σκύλους, γαϊδάρους, γουρούνια και βρωμερά κτήνη,53 επίθετα τα οποία θα ήρμοζον μάλλον εις το πυγμαχικόν στυλ του Λουθήρου παρά εις τα ιδικά του κομψά λατινικά. Αλλά τον επροκάλουν. Μίαν ημέραν, ο Ιερώνυμος Μπολσέκ, ένας πρώην μοναχός από την Γαλλίαν, διέκοψε το κήρυγμα του Καλβίνου εντός της εκκλησίας του Αγίου Πέτρου δια να καταγγείλη το δόγμα του προορισμού ως μίαν ύβριν κατά του Θεού. Ο Καλβίνος του απήντησεν αναφέρων αποσπάσματα από την Αγίαν Γραφήν η αστυνομία συνέλαβε τον Μπολσέκ· το κονσιστόριον του απήγγειλε κατηγορίαν ότι ήτο αιρετικός. Το συμβούλιον είχε την διάθεσιν να τον καταδικάση εις θάνατον. Αλλά όταν εζητήθησαν αι γνώμαι των θεολόγων της Ζυρίχης, της Βασιλείας και της Βέρνης, αυταί απεδείχθησαν αντιφατικαί: η Βέρνη συνέστησεν επιφύλαξιν κατά τον χειρισμόν προβλημάτων πέραν της ανθρωπίνης γνώσεως — ένας νέος τόνος εις την φιλολογίαν της εποχής — ο δε Μπούλλινγκερ προειδοποίησε τον Καλβίνον ότι «πολλοί εἶναι δυσηρεστημένοι μέ ὃσα λέγεις εἰς τάς «Εἰσηγήσεις» σχετικῶς μέ τόν προορισμόν καί συνάγουν τά ἴδια συμπεράσματα μέ τόν Μπολσέκ».54 Το Συμβούλιον κατέληξεν εις τον συμβιβασμόν να τον εξορίση (1551). Ο Μπολσέκ επανήλθεν εις την Γαλλίαν και εις τον ρωμαιοκαθολικισμόν.

Σημαντικωτέρα εις αποτελέσματα ήτο η έρις του Καλβίνου με τον Ιωακείμ Βέστφαλ. Ο λουθηρανός αυτός ιερεύς του Αμβούργου κατήγγειλεν ως «σατανικάς βλασφημίας», τας απόψεις του Ζβιγγλίου και του Καλβίνου ότι ο Χριστός παρίστατο μόνον πνευματικώς κατά την Ευχαριστίαν και είχε την γνώμην ότι οι Ελβετοί μεταρρυθμισταί θα έπρεπε να αντικρούωνται όχι με τον κάλαμον των θεολόγων αλλά με την ράβδον των δικαστών (1552). Ο Καλβίνος του απήντησε με τόσον αυστηράς εκφράσεις ώστε οι συνάδελφοί του Μεταρρυθμισταί εις την Ζυρίχην, την Βασιλείαν και την Βέρνην, ηρνήθησαν να υπογράψουν την απάντησίν του. Παρ' όλα ταύτα την εξέδωσεν· ο Βέστφαλ και άλλοι λουθηρανοί επανήλθον εις την επίθεσιν· ο Καλβίνος τους εχαρακτήρισεν ως «πιθηκίζοντας τόν Λούθηρον» και μετεχειρίσθη τόσον αποτελεσματικά επιχειρήματα, ώστε πολλαί περιοχαί, έως τότε λουθηρανικοί — το Βραδεμβούργον, το Παλατινάτον και τμήματα της Έσσης, της Βρέμης, της Ανχάλτης και του Μπάντεν — προσεχώρησαν προς την ελβετικήν άποψιν και την Μεταρρυθμιστικήν Εκκλησίαν· μόνον η σιωπή του Μελάγχθονος (ο οποίος κρυφίως συνεφώνει με τον Καλβίνον) και η μεταθανάτιος ηχώ των κεραυνών του Λουθήρου, έσωσαν το υπόλοιπον της Βορείου Γερμανίας χάριν της λουθηρανικής πίστεως.

Στρεφόμενος από τας επιθέσεις αυτός προς τα δεξιά, ο Καλβίνος αντεμετώπισε μίαν ομάδα ριζοσπαστών, εσχάτως αφιχθέντων εις την Ελβετίαν από την αντιμεταρρυθμιστικήν Ιταλίαν. Ο Καίλιος Σεκούνδος Κούριο, διδάσκων εις την Λωζάννην και την Βασιλείαν, εσκανδάλισε τον Καλβίνον διακηρύξας ότι οί σεσωσμένοι — συμπεριλαμβανομένων και πολλών εθνικών — θα υπερέβαινον κατά πολύ τους κολασμένους. Ο Λαίλιος Σοκίνος, υιός ενός επιφανούς Ιταλού νομικού, εγκατεστάθη εις την Ζυρίχην, εσπούδασεν ελληνικά, αραβικά και εβραϊκά δια να κατανοήση καλύτερον την Βίβλον, έμαθε πάρα πολλά και απώλεσε την πίστιν του εις την Αγίαν Τριάδα, τον προορισμόν, το προπατορικόν αμάρτημα και την λύτρωσιν. Εξέφρασε τον σκεπτικισμόν του εις τον Καλβίνον, ο οποίος απήντησεν όσον ηδύνατο καλύτερον. Ο Σοκίνος συνεφώνησεν όπως αποφύγη την δημοσία έκφρασιν των αμφιβολιών του, βραδύτερον όμως εξεφράσθη εναντίον της εκτελέσεως του Σερβέτου και ήτο εκ των ολίγων εκείνων οι οποίοι εις την πυρετώδη αυτήν εποχήν, ετάχθησαν υπέρ της θρησκευτικής ανοχής.

Εις ένα κράτος όπου η θρησκεία και η κυβέρνησις είχον αναμιχθή εις ένα μεθυστικόν μίγμα, ήτο φυσικόν ότι αι διαρκέστεροι έριδες του Καλβίνου θα ήσαν με τους Πατριώτας και τους Λιμπερτίνους, οι οποίοι τον είχον κάποτε εκδιώξει και τώρα εθλίβοντο δια την επάνοδόν του. Οι Πατριώται ηγανάκτουν δια την γαλλικήν του καταγωγήν και τους Γάλλους υποστηρικτάς του, απεστρέφοντο την θεολογίαν του, τον απεκάλουν περιπαικτικώς Κάιν και ωνόμαζον τους σκύλους των Καλβίνους· τον εξύβριζον εις τας οδούς και πιθανώς να ήσαν αυτοί οι οποίοι μίαν νύκτα έρριψαν πενήντα πυροβολισμούς έξω της οικίας του. Οι Λιμπερτίνοι εκήρυττον μίαν πανθεϊστικήν πίστιν χωρίς διαβόλους, αγγέλους, παράδεισον, λύτρωσιν, Βίβλον και πάπαν. Η βασίλισσα Μαργαρίτα της Ναβάρρας τους εδέχθη και τους υπεστήριξεν εις την αυλήν της εις το Νεράκ και επετίμησε τον Καλβίνον δια την αυστηρότητά του έναντι αυτών.
Την 27ην Ιουνίου 1547, ο Καλβίνος εύρε καρφωμένην επί της έδρας του μίαν πινακίδα, επί της οποίας ήσαν γεγραμμένα :

«Μεγάλε υποκριτά ! Συ και οι σύντροφοί σου δεν πρόκειται να κερδίσετε μεγάλα πράγματα δια τους κόπους σας. Εάν δεν σωθήτε δια της φυγής, κανείς δεν θα δυνηθή να προλάβη την ανατροπήν σας και θα καταρασθήτε την ώραν κατά την οποίαν εγκατελείψατε το μοναστήριόν σας... Όταν οι άνθρωποι έχουν υποφέρει επί μακρόν, εκδικούνται μόνοι των... Προσέξατε μήπως έχετε την ιδίαν τύχην με τον κ. Βέρλ (ο οποίος είχε φονευθή)... Δεν θέλομεν να έχωμεν τόσους πολλούς κυρίους...»55

Ο Ιάκωβος Γκρυέ, ένας επιφανής Λιμπερτίνος συνελήφθη ως ύποπτος δια την σύνταξιν της ως άνω πινακίδος· καμμία απόδειξις δεν προσεκομίσθη. Μερικοί ισχυρίσθησαν, ότι μερικάς ημέρας προηγουμένως είχεν εκστομίσει απειλάς κατά του Καλβίνου. Εις το δωμάτιόν του ευρέθησαν έγγραφα δήθεν συντεταγμένα δια της χειρός του, αποκαλούντα τον Καλβίνον αλαζόνα και φιλόδοξον υποκριτήν και διακωμωδούντα την έμπνευσιν των Γραφών και την αθανασίαν της ψυχής. Εβασανίζετο δις της ημέρας επί τριάντα ημέρας μέχρις ότου ωμολόγησε — δεν γνωρίζομεν κατά πόσον αληθώς — ότι αυτός είχε τοποθετήσει την πινακίδα και συνωμότει με Γάλλους πράκτορας εναντίον του Καλβίνου και της Γενεύης. Την 26ην Ιουλίου, ημιθανής, εδέθη εις ένα πάσσαλον, οι πόδες του εκαρφώθησαν επ' αυτού και απεκόπη η κεφαλή του.56
Η έντασις ηυξήθη όταν, την 16ην Δεκεμβρίου 1547, οι Πατριώται και οι Λιμπερτίνοι προσήλθον ένοπλοι εις μίαν συγκέντρωσιν του μεγάλου συμβουλίου και απήτησαν να τεθή τέρμα εις την εξουσίαν του κονσιστορίου επί των πολιτών. Εις το ανώτερον σημείον μιας βιαίας ταραχής, ο Καλβίνος εισήλθεν εις την αίθουσαν, αντεμετώπισε τους εχθρικούς ηγέτας και είπε, κτυπών το στήθος του:
«Ἐάν θέλετε αἶμα, ὑπάρχουν ἀκόμη ἐδῶ μερικαί σταγόνες, κτυπήσατε λοιπόν!»
Ξίφη ανεσύρθησαν αλλά κανείς δεν διεκινδύνευσε να είναι ο πρώτος δολοφόνος. Ο Καλβίνος απηυθύνθη προς την ομήγυριν με σπανίαν μετριοπάθειαν και τελικώς έπεισεν όλας τας μερίδας να συνάψουν ανακωχήν. Εντούτοις η εμπιστοσύνη του προς τον εαυτόν του είχε κλονισθή. Την 17ην Δεκεμβρίου έγραφε προς τον Βιρέ:
«Δέν πιστεύω ὃτι ἡ Ἐκκλησία δύναται νά διατηρηθῆ ἐπί μακρόν, τουλάχιστον ὑπό τήν ἱερατείαν μου. Πίστευσέ με, ἡ δύναμίς μου συνετρίβη, ἐκτός ἐάν ὁ Θεός ἐκτείνη τήν χεῖρα του».
Αλλά η αντίδρασις διηρέθη εις μερίδας και εξησθένησε μέχρις ότου η δίκη του Σερβέτου παρουσίασε μίαν νέαν ευκαιρίαν.

VI. ΜΙΧΑΗΛ ΣΕΡΒΕΤΟΣ : 1511-53
Ο Μιγκουέλ Σερβέτο εγεννήθη εις την Βιλλανόβα (περί τα 60 μίλλια βορείως της Σαραγόσσας) και ήτο υιός συμβολαιογράφου από καλήν οικογένειαν. Εμεγάλωσεν εις μίαν εποχήν κατά την οποίαν τα συγγράμματα του Εράσμου απελάμβανον μιας προσωρινής ανοχής εις την Ισπανίαν. Είχεν επηρεασθή ολίγον από την φιλολογίαν των Εβραίων και των Μωαμεθανών. Ανέγνωσε το Κοράνιον, διεξήλθε διάφορα ραββινικά σχόλια και του είχε κάμει εντύπωσιν η σημιτική κριτική του χριστιανισμού (με τας προσευχάς του προς μίαν Τριάδα, την Παρθένον και τους αγίους) ως πολυθεϊστικού. Ο Λούθηρος τον απεκάλει «ο Μαυριτανός». Εις την Τουλούζην, όπου εσπούδασε νομικά, είδε δια πρώτην φοράν μίαν πλήρη Βίβλον, ωρκίσθη να την αναγνώση «χιλίας φοράς» και συνεκινήθη βαθέως από τα οράματα της Αποκαλύψεως. Επέτυχε την υποστήριξιν του Χουάν ντε Κουϊντάνα, εξομολογητού του Καρόλου Ε' και συνεταξείδευσε με αυτόν εις την Βολωνίαν και το Αουγκσμπουργκ (1530). Ο Μιχαήλ ανεκάλυψε τον προτεσταντισμόν, ο οποίος του ήρεσεν. Επεσκέφθη τον Οικολαμπάδιον εις την Βασιλείαν και τόν Καπίτο και τον Μπούσερ εις το Στρασβούργον. Εντός ολίγου ήτο πολύ αιρετικός δια τας απόψεις των και παρεκλήθη να τραπή προς άλλην κατεύθυνσιν.

Το 1531 και 1532 εδημοσίευσε την πρώτην και την δευτέραν έκδοσιν του βασικού του έργου, «De Trinitatis erroribus». Ήτο μάλλον συγκεχυμένον και εις μίαν τραχείαν λατινικήν η οποία θα έπρεπε να κάμη τον Καλβίνον να γελάση, αν ήτο ποτέ δυνατόν τούτο. Αλλά ο πλούτος της βιβλικής σοφίας ήτο καταπληκτικόν έργον δι' ένα εικοσαετή νεανίαν. Ο Ιησούς, κατά την άποψιν του Σερβέτου, ήτο άνθρωπος εις τον οποίον ο Θεός Πατήρ ενεφύσησε τον Λόγον, την Θείαν Σοφίαν. Κατά την έννοιαν αυτήν, ο Ιησούς έγινεν ο Υιός του Θεού· αλλά δεν ήτο ίσος καί συνάναρχος με τον Πατέρα, ο οποίος ηδύνατο να μεταδώση το ίδιον πνεύμα και εις άλλους ανθρώπους. «Ὁ Υἱός ἀπεστάλη ἀπό τόν Πατέρα κατά κανένα ἄλλον τρόπον παρά ὡς ἔνας ἀπό τούς προφήτας».57 Τούτο ευρίσκετο πολύ πλησίον με την περί Χριστού αντίληψιν του Μωάμεθ. Ο Σερβέτος επροχώρησεν εις το να δεχθή την σημιτικήν άποψιν περί τριάδος. «Ὅλοι ὃσοι πιστεύουν εἰς μίαν Τριάδα μέ οὐσίαν θεοῦ εἶναι τριθεϊσταί»· και προσέθετε, «εἶναι πραγματικοί ἄθεοι» ως αρνούμενοι τον ένα Θεόν.58 Τούτο ήτο νεανική ακρότης αλλά ο Σερβέτος επεχείρησε να μαλακώση την αίρεσίν του συνθέσας ραψωδίας περί του Χριστού ως του φωτός του κόσμου. Εν τούτοις, οι πλείστοι εκ των αναγνωστών του ησθάνοντο ότι αυτός είχε σβύσει το φως. Ως εάν ήθελε να μην αφήση κανένα λίθον χωρίς να τον ρίψη, συνετάχθη με τους Αναβαπτιστάς κατά το ότι το βάπτισμα έπρεπε να δίδεται μόνον εις τους ενηλίκους. Ο Οικολαμπάδιος και ο Μπούσερ τον απέπεμψαν και ο Σερβέτος, ακολουθήσας αντιθέτως το δρομολόγιον του Καλβίνου, έφυγεν εκ της Ελβετίας εις την Γαλλίαν (1532).

Την 17ην Ιουλίου, η Ιερά Εξέτασις εις την Τουλούζην, εξέδωσεν ένταλμα συλλήψεως εναντίον του. Εσκέφθη να μεταβή εις την Αμερικήν αλλ' εύρε τους Παρισίους πλέον ευχάριστους. Εκεί, αλλάξας το όνομά του εις Michel de Villeneuve (το όνομα της οικογενείας), εσπούδασε μαθηματικά, γεωγραφίαν, αστρονομίαν και ιατρικήν και ερωτρόπησε με την αστρολογίαν. Ο μέγας Βεσάλιος υπήρξε συσπουδαστής του εις την ανατομίαν οι δε διδάσκαλοί των τους επήνεσαν εξ ίσου. Εφιλονείκησε με τον πρύτανιν της ιατρικής σχολής και φαίνεται γενικώς, ότι προσέβαλλε με την ορμητικότητα, το πάθος και την υπερηφάνειάν του. Επροκάλεσε τον Καλβίνον εις συζήτησιν, αλλά δεν παρουσιάσθη εις τον καθορισθέντα τόπον και χρόνον (1534). Κατά την αναταραχήν, μετά τον λόγον του Κοπ και τας αιρετικάς του πινακίδας, ο Σερβέτος, όπως ο Καλβίνος, εγκατέλειψε τους Παρισίους. Εις την Λυών εδημοσίευσε μίαν επιμελημένην έκδοσιν της «Γεωγραφίας» του Πτολεμαίου. Το 1540 μετέβη εις την Βιέννην (16 μίλια νοτίως της Λυών), και εκεί έζησε μέχρι του τελευταίου του έτους ασκών την ιατρικήν και επιδιδόμενος εις την σπουδήν. Από τόσους λογίους οι οποίοι υπήρχον εις την Λυών μεταξύ των εκδοτών — τυπογράφων, εξελέγη αυτός δια να εκδώση μίαν λατινικήν μετάφρασιν της Βίβλου υπό του Σάντες Πανίνι. Το έργον τον απησχόλησεν επί τρία έτη και εξετάθη εις εξ τόμους. Εις μίαν σημείωσιν επί του χωρίου του Ησαίου ζ', 14, το οποίον ο Ιερώνυμος είχεν αποδώσει «μία παρθένος θά συλλάβη», ο Σερβέτος εξήγησεν, ότι η εβραϊκή λέξις δεν εσήμαινε παρθένος αλλά νεαρά γυνή και εξέφρασε την γνώμην του, ότι τούτο δεν ανεφέρετο προφητικώς εις την Μαρίαν αλλ' απλώς εις την σύζυγον του Εζεκίου. Υπό το αυτό πνευμα υπέδειξεν, ότι και άλλα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία εφαίνοντο προφητικά, ανεφέροντο μόνον εις σύγχρονα πρόσωπα και γεγονότα. Τούτο απεδείχθη ενοχλητικόν και εις τους προτεστάντας και εις τους ρωμαιοκαθολικούς.

Δεν γνωρίζομεν πότε ο Σερβέτος ανεκάλυψε την πνευμονικήν κυκλοφορίαν του αίματος, την μετάβασιν του αίματος από τον δεξιόν θάλαμον της καρδίας δια της πνευμονικής αρτηρίας προς τους πνεύμονας και εντός αυτών, την κάθαρσίν του εκεί δι' αερισμού και την επάνοδόv του δια της πνευμονικής φλεβός εις τον αριστερόν θάλαμον της καρδίας. Καθ' όσον είναι γνωστόν, δεν εδημοσίευσε τας ερεύνας του μέχρι του 1553, οπότε τας περιέλαβεν εις το τελικόν του έργον «Ἡ ἁποκατάστασης τῦ χριστιανισμοῦ». Εισήγαγε την θεωρίαν αυτήν εντός μιας θεολογικής πραγματείας, διότι εθεώρει το αίμα ως το ουσιώδες πνεύμα εις τον άνθρωπον και ως εκ τούτου — πολύ πιθανώτερον από την καρδίαν ἢ τόν εγκέφαλον — ήτο η πραγματική έδρα της ψυχής. Αναβάλλοντες επ’ ολίγον το πρόβλημα της προτεραιότητας του Σερβέτου εις αυτήν τήν ανακάλυψιν, σημειώνομεν απλώς, ότι είχε προφανώς συμπληρώσει την «Christianismi Restitutio» κατά τα 1546, διότι κατά το έτος τούτο ἀπέστειλε το χειρόγραφον εις τον Καλβίνον.

Αυτός ο ίδιος ο τίτλος ήτο μία πρόκλησις δια τον άνθρωπον ο οποίος είχε γράψει την «Christianae religionis institutio»· αλλά περαιτέρω, το βιβλίον απέρριπτε με οξύτητα και ως βλασφημίαν, την έννοιαν ότι ο Θεός έχει προορίσει ψυχάς δια την κόλασιν ανεξαρτήτως των προσόντων ή των αμαρτιών των. Ο Θεός, έλεγεν ο Σερβέτος, δεν καταδικάζει κανένα, ο οποίος να μην έχη καταδικάσει τον εαυτόν του. Η πίστης είναι καλή αλλά η αγάπη είναι καλυτέρα και ο ίδιος ο Θεός είναι πίστη. Ο Καλβίνος εθεώρησεν ότι ήτο αρκετή αντίκρουσις όλων αυτών η αποστολή εις τον Σερβέτον ενός αντιτύπου των «Εἰσηγήσεων». Ο Σερβέτος επέστρεψε με προσβλητικάς σημειώσεις,59 και κατόπιν έστειλε σειράν επιστολών τόσον περιφρονητικών ώστε ο Καλβίνος έγραψεν εις τον Φαρέλ (13 Φεβρουαρίου 1546):
«Ὁ Σερβέτος μοῦ ἔστειλε πρό ὀλίγου ἔνα μακροσκελῆ τόμον τῶν ἀσυναρτησιῶν του. Ἐάν συγκατατεθῶ, θα ἔλθη  ἐδῶ ἀλλά δέν θά δώσω τόν λόγον μου, διότι ἄν ἤρχετο καί ἄν ἡ ἐξουσία μου ἔχει κάποιαν ἰσχύν, δέν θά τόν ἄφημα νά φύγη ζωντανός».60
Ο Σερβέτος, οργισθείς διότι ο Καλβίνος ηρνήθη να συνέχιση την αλληλογραφίαν, έγραψεν εις τον Άβελ Πουπέν, ένα εκ των ιερέων της Γενεύης (1547):

«Τό εὐαγγέλιόν σας εἶναι ἄνευ Θεοῦ, ἄνευ πραγματικῆς πίστεως, ἄνευ καλῶν ἔργων. Ἀντί ἑνός Θεοῦ ἔχετε ἔνα τρικέφαλον κέρβερον (τήν Τριάδα μέ τόν προορισμόν ;). Ὡς πίστιν ἔχετε ἔνα ντετερμινιστικόν ὄνειρον... Ὁ ἄνθρωπος εἶναι διά σᾶς ἔνα ἀδρανές ξύλον ὁ δέ Θεός μία χίμαιρα τῆς δουλωμένης θελήσεως... Ἀποκλείετε τήν βασιλείαν τῶν οὑρανῶν ἀπό τούς ἀνθρώπους... Αἶσχος ! αἶσχος ! αἶσχος !  Αὐτή εἶναι ἡ τρίτη ἐπιστολή, τήν ὁποίαν ἔγραψα διά νά σᾶς προειδοποιήσω, διά νά μάθετε καλύτερον. Δέν θά σᾶς προειδοποιήσω πλέον. Εἱς αὐτήν τήν πάλην τοῦ Μιχαήλ γνωρίζω ὃτι ἀσφαλῶς θά ἀποθάνω... ἀλλά δέν κάμπτομαι... Ὁ Χριστός θά ἔλθη. Δέν θά βραδύνη».61

Προφανώς ο Σερβέτος ήτο κάπως περισσότερον τρελλός από ό,τι ήτο ο μέσος όρος τών ανθρώπων εις την εποχήν του. Ανήγγειλεν ότι το τέλος του κόσμου επέκειτο και ότι ο αρχάγγελος Μιχαήλ θα διεξήγεν ένα ιερόν πόλεμον εναντίον και των δύο αντίχριστων, των παπικών και των της Γενεύης και ότι αυτός, ο οποίος είχε το όνομα του αρχαγγέλου, θα επολέμα και θα έπιπτεν εις αυτόν τον πόλεμον.62 Η «Restitutio» ήτο μια πρόσκλησις εις αυτόν τον πόλεμον. Δεν είναι παράδοξον ότι συνήντησεν δυσκολίαν εις το να εύρη εκδότην. Οι τυπογράφοι της Βασιλείας την απέφυγον. Τελικώς (3 Ιανουαρίου 1553) ετυπώθη εις την Βιέννην υπό των Βαλτάσαρ Αρνουϊγιέ και Γουλιέλμου Γκιερού. Τα ονόματά των παρελείφθησαν από την θέσιν του εκδότου και ο συγγραφεύς υπέγραψε μόνον ως Μ. S. V. Επλήρωσεν όλα τα έξοδα, διώρ- θωσε τα δοκίμια και κατόπιν κατέστρεψε το χειρόγραφον. Ο τόμος είχε 734 σελίδας, διότι περιελάμβανε μίαν αναθεωρημένην μορφήν του «De Trinitatis erroribus» και τας τριάντα επιστολάς του Σερβέτου προς τον Καλβίνον.

Εκ των χιλίων αντιτύπων, εις τα οποία εξετυπώθη, μερικά απε- στάλησαν εις ένα βιβλιοπώλην της Γενεύης. Εκεί ένα εξ αυτών περιήλθεν εις τας χείρας του Γουλιέλμου Τρή, φίλου του Καλβίνου. Αι τριάντα επιστολαί κατέστησαν φανερόν εις τον Καλβίνον ότι το MSV εσήμαινε Μιχαήλ Σερβέτος εκ Βιλλανόβας. Την 26ην Φεβρουαρίου 1553, ο Τρή έγραψεν εις τον εξάδελφόν του Αντώνιον Αρνεύς, καθολικόν, διαμένοντα εις Λυών και εξέφραζε την έκπληξίν του πως ο καρδινάλιος Φραγκίσκος ντε Τουρνόν επέτρεψε την εκτύπωσιν ενός τοιούτου βιβλίου εις την διοίκησίν του. Πώς ο Τρή εγνώριζε τον τόπον της εκτυπώσεως; Ο Καλβίνος εγνώριζεν ότι ο Σερβέτος διέμενεν εις την Λυών ή την Βιέννην.
Ο Αρνεΰς παρουσίασε τήν υπόθεσιν εις τον Ματθίαν Ορύ, ιεροε- ξεταστήν εις την Λυών. Ο Ορύ ανέφερεν εις τον καρδινάλιον, ο οποίος διέταξε τον Μωζιρόν, υποκυβερνήτην της Βιέννης, να εξετάση. Την 16ην Μαρτίου ο Σερβέτος εκλήθη εις την οικίαν του Μωζιρόν. Πριν συμμορφωθή, κατέστρεψεν όλα τα έγγραφα, τα οποία θα ηδύναντο να τον ενοχοποιήσουν. Ηρνήθη ότι είχε γράψει το βιβλίον. Ο Αρνεΰς απέστειλεν εις τον Τρή μίαν αίτησιν δια περαιτέρω αποδείξεις περί της συγγραφής του βιβλίου υπό του Σερβέτου. Ο Τρή έλαβε από τον Καλβίνον μερικάς απιστολάς του Σερβέτου και τας απέστειλεν εις την Λυών. Ωμοίαζον με πολλάς επιστολάς περιεχομένας εις το βιβλίον. Την 4ην Απριλίου ο Σερβέτος συνελήφθη. Μετά τρεις ημέρας εδραπέτευσε, πηδήσας τον φράκτην ενός κήπου. Την 17ην Ιουνίου, το πολιτικόν δικαστήριον της Βιέννης τον κατεδίκασεν, εις περίπτωσιν καθ' ην θα ανευρίσκετο, να καή ζων εις βραδείαν πυράν.

Ο Σερβέτος περιεπλανήθη ανά την Γαλλίαν επί τρεις μήνας. Απεφάσισε να ζητήση καταφύγιον εις την Νεάπολιν και να υπάγη εκεί μέσω Γενεύης. Δι' αγνώστους λόγους παρέμεινε εις την Γενεύην επί ένα μήνα υπό ψευδώνυμον. Εν τω μεταξύ εκανόνιζε την μετάβασίν του εις την Ζυρίχην. Την Κυριακήν, 13ην Αυγούστου, μετέβη εις την εκκλησίαν, δια να αποφύνη ίσως εξέτασιν εκ μέρους των αρχών. Ανεγνωρίσθη. Ο Καλβίνος επληροφορήθη τούτο και διέταξε την σύλληψίν του. Ο Καλβίνος εξήγησε την ενέργειάν του αυτήν εις μίαν μεταγενεστέραν επιστολήν του (9 Σεπτεμβρίου 1553): «Ὅταν οἱ παπισταί εἶναι τόσον τραχεῖς καί βίαιοι εἱς τήν ὑπεράσπισιν τῶν δεισιδαιμονιῶν των ὤστε νά μαίνωνται ἀπανθρώπως διά νά χύσουν ἀθώον αἶμα, δέν ἐντρέπονται οἱ χριστιανοί δικασταί νά δειχθοῦν ὀλιγώτερον ἔνθερμοι εἱς τήν ὑπεράσπισιν τῆς ασφαλοῦς πίστεως;» Το μικρόν συμβούλιον ηκολούθησε την υπόδειξιν του Καλβίνου και εξουδετέρωσε την αγριότητά του. Εφ' όσον ο Σερβέτος ήτο μόνον διερχόμενος και όχι πολίτης υποκείμενος εις τους νόμους της Γενεύης, το συμβούλιον δεν ηδύνατο νομίμως να κάμη άλλο τι παρά να τον εξορίση.
Ενεκλείσθη εις το πρώην επισκοπικόν ανάκτορον, το οποίον τώρα ήτο φυλακή. Δεν υπεβλήθη εις βασανιστήρια εκτός εκείνων, τα οποία έφερεν από τας φθείρας, αι οποίαι έβριθον εις το κελλίον του. Του επετράπη να έχη χάρτην και μελάνην και ο,τιδήποτε βιβλία ήθελε να αγοράση, ο δε Καλβίνος του εδάνεισε μερικούς τόμους των αρχαίων πατέρων. Η δίκη διεξήχθη με προσοχήν και διήρκεσεν πλέον των δύο μηνών. Το κατηγορητήριον συνετάχθη από τον Καλβίνον εις 38 άρθρα, υποστηριζόμενον από παραπομπάς εις τα έργα του Σερβέτου. Μία κατηγορία ήτο, ότι είχε δεχθή την περιγραφήν της Ιουδαίας υπό του Στράβωνος ως ερήμου χώρας, ενώ η Βίβλος την απεκάλει χώραν εις την οποίαν έρρεε μέλι καί γάλα.63 Αι βασικαί κατηγορίαι ήσαν, ότι ο Σερβέτος είχεν αποκηρύξει την Τριάδα και το βάπτισμα των βρεφών· κατηγορήθη επίσης, ότι είχεν «εἰς τό πρόσωπον τοῦ Καλβίνου δυσφημήσει τά δόγματα τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γενεύης».64 Την 17ην και την 21ην Αυγούστου, ο Καλβίνος ενεφανίσθη αυτοπροσώπως ως κατήγορος. Ο Σερβέτος υπερήσπισε τας απόψεις του με θράσος, ακόμη και τον πανθεϊσμόν. Κατά μίαν παράδοξον συνεργασίαν εχθρικών ομολογιών, το προτεσταντικόν συμβούλιον της Γενεύης ηρώτησε τους ρωμαιοκαθολικούς δικαστάς της Βιέννης δια λεπτομερείας των κατηγορών, αι οποίαι είχον απαγγελθή εκεί κατά του Σερβέτου. Μία νέα κατηγορία ήτο σεξουαλική ανηθικότης· ο Σερβέτος απήντησεν, ότι η κήλη τον είχε καταστήσει από μακρού χρόνου ανίκανον και ως εκ τούτου δεν είχε νυμφευθή.65 Κατηγορήθη περαιτέρω, ότι εις την Βιέννην παρέστη εις καθολικήν λειτουργίαν επρόβαλεν ως δικαιολογίαν τον φόβον της καταδίκης εις θάνατον. Ημφεσβήτησε την αρμοδιότητα ενός πολιτικού δικαστηρίου να δικάση υποθέσεις περί αιρέσεως· διεβεβαίωσε το δικαστήριον, ότι δεν είχε μετάσχει εις στασιαστικάς πράξεις και δεν είχε παραβή τους νόμους της Γενεύης και εζήτησεν ένα δικηγόρον, γνωρίζοντα καλύτερον από αυτόν τους νόμους τούτους, δια να τον βοηθήση εις την υπεράσπισίν του. Αι αιτήσεις αυταί απερρίφθησαν. Η γαλλική ιερά Εξέτασις έστειλεν ένα πράκτορά της εις την Γενεύην και εζήτησε να αποσταλή ο Σερβέτος εις την Γαλλίαν δια την εκτέλεσιν της εναντίον αυτού εκδοθείσης καταδικαστικής αποφάσεως. Ο Σερβέτος, με δάκρυα εις τους οφθαλμούς, παρεκάλεσε το συμβούλιον να απορρίψη την αίτησιν αυτήν. Τούτο και έγινεν· αλλά η αίτησις ίσως να παρεκίνησε το συμβούλιον, όπως φθάση την Ιεράν Εξέτασιν εις αυστηρότητα.

Την 1ην Σεπτεμβρίου, δύο εχθροί του Καλβίνου, ο Αμί Περρέν και ο Φιλιμπέρ Μπερτελιέ, επέτυχον να συγκαταλεχθούν εις τους δικαστάς της υποθέσεως αυτής. Ενέπλεξαν τον Καλβίνον εις συζητήσεις άνευ αποτελέσματος· αλλά έπεισαν το συμβούλιον να συμβουλευθή τας άλλας εκκλησίας της προτεσταντικής Ελβετίας περί του τρόπου καθ' ον έπρεπε να μεταχειρισθή τον Σερβέτον. Την 2αν Σεπτεμβρίου η ηγεσία του Καλβίνου επί της πόλεως υπέστη νέαν πρόκληση  ενώπιον του συμβουλίου εκ μέρους των Πατριωτών και των Λιμπερτίνων. Ο Καλβίνος επέζησε της καταιγίδος αλλά η προφανής επιθυμία της αντιπολιτεύσεως να σώση τον Σερβέτον, πιθανόν να εσκλήρυνε τον Καλβίνον εις την δίωξιν του αιρετικού μέχρι θανάτου. Εν τούτοις, πρέπει να σημειώσωμεν ότι ο κύριος κατήγορος κατά την δίκην ήτο ο Λιμπερτίνος Κλαύδιος Ριγκώ.66

Την 3ην Σεπτεμβρίου, ο Σερβέτος παρουσίασεν εις το συμβούλιον μίαν έγγραφον απάντησιν εις τας 38 κατηγορίας, τας οποίας του απήγγειλεν ο Καλβίνος. Αντέκρουσεν έκαστον σημείον με εύστροφα επιχειρήματα και με παραπομπάς εις την Βίβλον ή εις τους πατέρας. Ημφεσβήτησε το δικαίωμα του Καλβίνου να παρεμβαίνη εις την δίκην και τον απεκάλεσε μαθητήν του Σίμωνος Μάγου, εγκληματίαν και φονέα.67 Ο Καλβίνος απήντησεν εις 23 σελίδας· ετέθησαν υπ' όψει του Σερβέτου, ο οποίος τας επέστρεψεν εις το συμβούλιον με διάφορα σχόλια εις τα περιθώρια, ως π.χ. «ψεύστης», «ἀπατεών», «ὐποκριτής», «ἄθλιον κάθαρμα».68 Πιθανώς η καταπόνησις από μίαν φυλάκισιν επί ένα μήνα και από το πνευματικόν μαρτύριον να είχε κάμψει την αυτοκυριαρχίαν του Σερβέτου. Αι εκθέσεις του Καλβίνου επί της δίκης, είναι και αυταί συντεταγμένοι κατά τον τρόπον της εποχής· γράφει περί του Σερβέτου ότι «ὁ βρωμερός σκύλος ἐσκούπισε τό ρὐγχος του»· «ὁ δόλιος κακοήθης» μολύνει εκάστην σελίδα με «ἀσεβεῖς ἀνοησίας».69 Ο Σερβέτος εζή- τησεν από το συμβούλιον να εναγάγη τον Καλβίνον ως «παραποιοῦντα τήν ἀλήθειαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», να «τον ἐξολοθρεύση», να δημεύση τα υπάρχοντά του και με αυτά να αποζημιώση τον Σερβέτον δια τας ζημίας, τας οποίας υπέστη εκ των ενεργειών του Καλβίνου. Η πρότασις αυτή δεν έγινεν ευμενώς δεκτή.

Την 18ην Οκτωβρίου έφθασαν αι απαντήσεις από τας ελβετικάς εκκλησίας, των οποίων είχε ζητηθή η γνώμη· όλαι συνέστησαν την καταδίκην του Σερβέτου, καμμία την εκτέλεσίν του. Την 25ην Οκτωβρίου, ο Περρέν κατέβαλε την τελευταίαν προσπάθειαν να τον σώση, εισηγηθείς την επανάληψιν της δίκης ενώπιον του συμβουλίου των διακοσίων. Η πρότασίς του απερρίφθη. Την 26ην το μικρόν συμβούλιον, χωρίς να μειοψηφίση κανένα μέλος του, εξέδωσεν απόφασιν καταδίκης εις θάνατον δια δύο σημεία αιρέσεως: θεϊσμόν  και απόρριψιν του βαπτίσματος των βρεφών. Όταν ο Σερβέτος ήκουσε την απόφασιν, λέγει ο Καλβίνος, «ἐστέναξεν ὡς τρελλός καί... ἐκτύπα τό στήθος του καί ἐφώναζεν ἱσπανιστί Misericordia! Misericordia!» Εζήτησε να ομιλήση με τον Καλβίνον· τον παρεκάλεσε να του δοθή χάρις· ο Καλβίνος δεν του προσέφερε παρά να του δώση την τελικήν παρηγορίαν της αληθούς θρησκείας εάν θα απεκήρυττε τας αιρέσεις του. Ο Σερβέτος δεν ηθέλησεν. Εζήτησε να αποκεφαλισθή αντί να καή. Ο Καλβίνος ήτο διατεθειμένος να υποστηρίξη αυτήν την αίτησιν αλλά ο γέρων Φαρέλ, με τον ενα πόδα εις τον τάφου, τον επέπληξε δια την τόσην του ανεκτικότητα· και το συμβούλιον εψήφισεν όπως ο Σερβέτος καή ζών.70

Η απόφασις εξετελέσθη την επομένην πρωΐαν, 27 Οκτωβρίου 1553, εττί του λόφου Σαμττέλ, ακριβώς προς νότον της Γενεύης. Καθ' οδόν ο Φαρέλ προέτρεπε τον Σερβέτον να επιτύχη το θείον έλεος εξομολογούμενος το έγκλημα της αιρέσεως· κατά τον Φαρέλ, ο κατάδικος απήντησε: «Δέν εἶμαι ἔνοχος· δέν εἶμαι ἄξιος θανάτου», καί ικέτευσε τον Θεόν να συγχωρήση τους κατηγόρους του.71 Προσεδέθη επί ενός πασσάλου με σιδηράς αλύσεις και το τελευταίον του βιβλίον εδέθη εις το πλευρόν του. Όταν αι φλόγες έφθασαν εις το πρόσωπόν του εξέβαλε κραυγάς αγωνίας. Μετά μισής ώρας καύσιν απέθανε.
 
VII. ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΣ ΠΡΟΣ ΑΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ
Ρωμαιοκαθολικοί και προτεστάνται ηνώθησαν εις την έγκρισιν της καταδίκης. Η Ιερά Εξέτασις της Βιέννης, από την οποίαν είχεν αφαιρεθή η ζωντανή λεία της, έκαυσεν ένα ομοίωμα του Σερβέτου. Ο Μελάγχθων, εις μίαν επιστολήν του προς τον Καλβίνον και τον Μπούλλινγκερ, εξέφρασεν «εὐχαριστίας πρός τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ», δια «τήν τιμωρίαν αὐτοῦ τοῦ βλασφήμου ἀνθρώπου» και απεκάλεσε την καύσιν «ἔνα εὐλαβές καί ἀξιομνημόνευτον παράδειγμα διά τάς ἐπερχομένας γενεάς».73 Ο Μπούσερ διεκήρυξεν από της έδρας του εις το Στρασβούργου, ότι ο Σερβέτος ήξιζε να «ξεκοιλιασθῆ» και να κοπή εις τεμάχια.74 Ο Μπούλλινγκερ, κατά γενικόν κανόνα φιλάνθρωπος, συνεφώνησεν, ότι οι πολιτικοί δικασταί πρέπει να τιμωρούν την βλασφημίαν με θάνατον. 75
Εν τούτοις, ακόμη και εις τας ημέρας του Καλβίνου, μερικαί φωναί ωμίλησαν υπέρ του Σερβέτου. Ένας Σικελός έγραψεν ένα μακρόν ποίημα «De injusto Serveti incendio». Ο αναβαπτιστής Δαυίδ Ζορίς εκ Βασιλείας, εδημοσίευσε μίαν διαμαρτυρίαν κατά της εκτελέσεως, αλλά υπό ψευδώνυμου· μετά τον θάνατόν του ανεκαλύφθη, ότι αυτός την είχε γράψει· το σώμα του εξετάφη και εκάη δημοσία (1566). Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Καλβίνου κατεδίκασαν, φυσικά, την εκ μέρους του μεταχείρισιν του Σερβέτου και μερικοί από τους φίλους του κατέκριναν την αυστηρότητα της καταδίκης ως ενθαρρύνουσαυ τους καθολικούς της Γαλλίας να εφαρμόζουν την θανατικήν ποινήν ευαντίον των Ουγενότων. Φαίνεται, ότι αι τοιαύται επικρίσεις είχον λάβει ευρείαν έκτασιν, διότι τον Φεβρουάριον του 1554, ο Καλβίνος εξέδωσε μίαν «Defensio Orthodoxae fidei de sacra Trinitate contra prodigiosos errores Michaelis Serveti». Εάν, υπεστήριζε, πιστεύωμεν εις την θεοπνευστίαν της Βίβλου, τότε γνωρίζομεν την αλήθειαν και όλοι όσοι αντιτίθενται εις αυτήν είναι εχθροί και βλάσφημοι του Θεού. Επειδή το αδίκημά των είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερον από οιονδήποτε άλλο έγκλημα, η πολιτική εξουσία πρέπει να τιμωρή τους αιρετικούς ως χειροτέρους από τους δολοφόνους· διότι ο δολοφόνος φονεύει απλώς το σώμα, ενώ η αίρεσις, όταν γίνη αποδεκτή, καταδικάζει την ψυχήν εις την αιωνίαν κόλασιν. (Αυτή ήτο ακριβώς και η ρωμαιοκαθολική θέσις). Επί πλέον, ο ίδιος ο Θεός μας έδωσε ρητήν εντολήν να φονεύωμεν τους αιρετικούς, να πατάσσωμεν δια του ξίφους πάσαν πόλιν, η οποία εγκαταλείπει την λατρείαν της αληθούς πίστεως, η οποία απεκαλύφθη υπ' Αυτού. Ο Καλβίνος ανέφερε τα απάνθρωπα διατάγματα του Δευτερονομίου ιγ', 5-15· ιζ', 2-5· της Εξόδου κβ', 20 και του Λευϊτικού κδ', 16 και στηριζόμενος εις αυτά υπεστήριζε με πράγματι φλογεράν ευγλωττίαν:

«Οιοσδήποτε θα ίσχυρισθῆ ὃτι ἔγινεν ἀδικία εἰς τούς αἱρετικούς καί τούς βλασφήμους μέ τήν τιμωρίαν των, γίνεται ὁ ἴδιος συνένοχος τοῦ εγκλήματός των... Δέν πρόκειται ἐδῶ περί ἀνθρωπίνης ἐξουσίας· εἶναι ὁ Θεός ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ καί εἶναι φανερόν ποῖον νόμον θά ἐτήρει εἰς τήν Ἐκκλησίαν μέχρις ἀκόμη τῆς συντελείας τοῦ κόσμου. Διά ποῖον λοιπόν λόγον ἀπαιτεῖ ἀπό ἡμᾶς τόσον ἄκραν αὐστηρότητα, ἐάν δέν εἶναι διά νά μας δείξη ὅτι δέν ἀπονέμεται ἡ πρέπουσα τιμή εἰς Αὐτόν ἐφ' ὅσον δέν θέτωμεν τήν ὑπηρεσίαν Του ὑπεράνω πάσης ἀνθρωπίνης σκέψεως, ὡστε νά μή φειδώμεθα οὔτε συγγενῶν πάσης φύσεως καί νά λησμονῶμεν πάντα ἀνθρωπισμόν, ὅταν θά πρόκειται νά πολεμήσωμεν διά τήν δόξαν Του»; 76

Ο Καλβίνος κατέληξεν εις ηπιώτερα συμπεράσματα, συμβουλεύσας έλεος προς εκείνους, των οποίων αι αιρέσεις δεν είναι βασικαί ή ωφείλοντο σαφώς εις αμάθειαν ή αδυναμίαν του πνεύματος. Αλλ' ενώ κατά γενικόν κανόνα παρεδέχετο τον απόστολον Παύλον ως οδηγόν του, ηρνείτο να χρησιμοποιήση το σύστημα του Παύλου να κηρύττη τον παλαιόν νόμον ακυρούμενον από τον νέον. Πράγματι, η θεοκρατία, την οποίαν εφαίνετο ότι είχεν ιδρύσει, θα είχε καταρρεύσει εις αταξίαν, εάν επετρέπετο η δημοσία ανάπτυξις των διαφορών ως προς την πίστιν.
Τι είχεν απογίνει, εν τω μεταξύ, το ερασμιακόν πνεύμα της ανε- κτικότητος ; Ο Έρασμος υπήρξεν ανεκτικός, διότι δεν ήτο βέβαιος. Ο Λούθηρος και ο Μελάγχθων εγκατέλειπον την ανεκτικότητα εφ' όσον επροχώρουν προς την βεβαιότητα· ο Καλβίνος, μ μοιραίαν πρωιμότητα, υπήρξε βέβαιος σχεδόν από του εικοστού έτους της ηλικίας του. Ολίγοι ουμανισταί, οι οποίοι είχον σπουδάσει την κλασσικήν σκέψιν και δεν είχον επιστρέψει έντρομοι εις τους κόλπους της καθολικής εκκλησίας, από αηδίαν προς την βιαιότητα των θεολογικών ερίδων, εξηκολούθουν να συνιστούν διστακτικώς ότι η βεβαιότης εις την θρησκείαν και την φιλοσοφίαν είναι ανεπίτευκτος και ότι κατά συνέπειαν οι θεολόγοι και οι φιλόσοφοι δεν θα έπρεπε να φονεύουν.

Ο ουμανιστής, ο οποίος ωμίλησε σαφέστερον περί ανεκτικότητος εν μέσω της συρράξεως των βεβαιοτήτων υπήρξεν επί ένα διάστημα ένας εκ των στενωτέρων φίλων του Καλβίνου. Ο Σεβαστιανός Καστέλλιο, γεννηθείς εις τον γαλλικόν Ιούραν το 1515, εσπούδασε λατινικά, ελληνικά και εβραϊκά, εδίδαξεν ελληνικά εις την Λυών, έζησε μαζί με τον Καλβίνον εις το Στρασβούργον, διωρίσθη υπ' αυτού πρύτανις της λατινικής σχολής εις την Γενεύην (1541) και ήρχισεν εκεί την μετάφρασιν ολοκλήρου της Βίβλου εις κικερώνεια λατινικά. Ενώ εθαύμαζε τον Καλβίνον ως άνθρωπον, απηχθάνετο το δόγμα του προορισμού και ηγανάκτει υπό την νέαν πειθαρχίαν του σώματος και του πνεύματος. Το 1544, κατηγόρησε τους ιερείς της Γενεύης δι' αδιαλλαξίαν, ακολασίαν και μέθην. Ο Καλβίνος παρεπονέθη εις το συμβούλιον. Ο Καστέλλιο ευρέθη ένοχος συκοφαντίας και εξωρίσθη (1544). Επί εννέα έτη έζησεν εις μεγάλην πενίαν, προστατεύων πολυμελή οικογένειαν και εργαζόμενος την νύκτα δια την έκδοσιν των Γραφών. Την ετελείωσε το 1551. Κατόπιν, κινούμενος από τον πόθον δια τον ήρεμον μόχθον της λογιότητος, ήρχισε πάλιν από τό α', 1 της Γενέσεως και μετέφρασε την Βίβλον εις την γαλλικήν. Τελικώς (1553) επέτυχε μίαν καθηγεσίαν της ελληνικής εις το Πανεπιστήμιον της Βασιλείας. Συνεπάθει τους θεϊστάς, επόθει να βοηθήση τον Σερβέτον και εσκανδαλίσθη δια την εκ μέρους του Καλβίvou υποστήριξιν της εκτελέσεως. Υπό ψευδώνυμα, αυτός και ο Καίλιος Κούριο εδημοσίευσαν (Μάρτιος 1554) το πρώτον νεώτερον κλασσικόν έργον περί της ανεκτικότητος: «De haereticis an sint persequendi» (Εάν οι αιρετικοί πρέπει να διώκωνται).

Το κύριον σώμα του βιβλίου ήτο μια ανθολογία, συλλεγείσα από τον Κούριο, χριστιανικών εκκλήσεων προς ανεκτικότητα, από του Λακταντίου και του Ιερωνύμου μέχρι του Εράσμου, του Λουθήρου εις τα πρώτα του έργα και αυτύ του Καλβίνου. Ο Καστέλλιο συνεισέφερε τα επιχειρήματα εις τον πρόλογον και τον επίλογον. Επί εκατοντάδας ετών, ετόνιζεν, οι άνθρωποι συνεζήτουν την ελευθέραν βούλησιν, τον προορισμόν, τον παράδεισον και την κόλασιν, τον Χριστόν και την Τριάδα και άλλα δύσκολα θέματα· εις ουδεμίαν συμφωνίαν κατέληξαν πιθανόν να μη καταλήξουν ποτέ. Αλλά και δεν είναι αναγκαία τοιαύτη συμφωνία, είπεν ο Καστέλλιο. Αι συζητήσεις αυταί δεν κάμνουν τους ανθρώπους καλυτέρους· εκείνο το οποίον χρειαζόμεθα είναι να μεταφέρωμεν το πνεύμα του Χριστού εις την καθημερινήν ζωήν μας, να τρέφωμεν τους πτωχούς, να βοηθώμεν τους ασθενείς και να αγαπώμεν ακόμη και τους εχθρούς μας. Του εφαίνετο γελοίον ότι όλαι αι νέαι αιρέσεις, όπως και η παλαιά Εκκλησία, ισχυρίζονται ότι κατέχουν την απόλυτον αλήθειαν και καθιστούν τας πίστεις των υποχρεωτικάς εις εκείνους, επί των οποίων διαθέτουν φυσικήν ισχύν. Αποτέλεσμα τούτου είναι ότι ένας άνθρωπος θεωρείται ως έχων ορθήν πίστιν όταν ευρίσκεται εις μίαν πόλιν και γίνεται αιρετικός μόλις εισέλθη εις μίαν άλλην θα πρέπει να αλλάζη την θρησκείαν του εις τα σύνορα, όπως κάμνει με τα χρήματά του. Είναι δυνατόν να φαντασθώμεν τον Χριστόν να διατάσση να καή ένας άνθρωπος ζων διότι υποστηρίζει το βάπτισμα των ενηλίκων ; Οι μωσαϊκοί νόμοι, οι οποίοι απήτουν τον θάνατον των αιρετικών, αντικατεστάθησαν από τον νόμον του Χριστού, ο οποίος είναι νόμος ελέους και όχι δεσποτισμού και τρομοκρατίας. Εάν ένας άνθρωπος αρνήται την μετά θάνατον ζωήν και απορρίπτη πάντα νόμον, δύναται (λέγει ο Καστέλλιο) να εξαναγκασθή δικαίως εις σιωπήν από τον δικαστήν, όχι όμως και να φονευθή. Επί πλέον (εσκέπτετο) η καταδίωξις των πεποιθήσεων είναι ματαία: το μαρτύριον δια μίαν ιδέαν διαδίδει την ιδέαν πολύ ταχύτερον από ό,τι θα έπραπεν ο μάρτυς εάν του επετρέπετο να ζήση. Οποία τραγωδία (κατέληγεν), ότι εκείνοι οι οποίοι μόλις εσχάτως είχον απελευθερωθή από την τρομεράν Ιεράν Εξέτασιν, επρόκειτο τόσον συντόμως να μιμηθούν την τυραννίαν της, επρόκειτο τόσον συντόμως να ωθήσουν τούς ανθρώπους εις κιμμέριον σκότος μετά μίαν τάσον ευχάριστον αυγήν ! 77

Γνωρίζων τα αισθήματα του Καστέλλιο, ο Καλβίνος ανεγνώρισεν αμέσως την χείρα του εις το «De haereticis». Ανέθεσε το έργον της απαντήσεως προς αυτό, εις τον λαμπρότερον εκ των μαθητών του, τον Θεόδωρον ντε Μπέσζ ή Μπέζ ή Μπέζα. Γεννηθείς εις το Βεζελαί από αρι- στοκρατικήν οικογένειαν, ο Θεόδωρος εσπούδασε νομικά εις την Ορλεάνην και την Μπούρζ, ήσκησε το νομικόν επάγγελμα επιτυχώς εις τους Παρισίους, έγραψε λατινικά ποιήματα, έθελξε πολλάς γυναίκας με το πυεύμα του, ακόμη περισσοτέρας με την ευπορίαν του, έζησεν ένα εύθυμον βίον, ενυμφεύθη, ησθένησεν επικινδύνως, υπέστη ένα προσηλυτισμόν εις την κλίνην της ασθενείας του αντίθετον προς τον του Λοϋόλα, ησπάσθη τον προτεσταντισμόν, έφυγεν εις Γενεύην, παρουσιάσθη εις τον Καλβίνον και έγινε καθηγητής της ελληνικής εις το Πανεπιστήμιον της Λωζάννης. Είναι άξιον προσοχής το ότι ένας προτεστάντης πρόσφυξ από την καταδιώκουσαν τους Ουγενότους Γαλλίαν, ανέλαβε να υποστηρίξη την καταδίωξιν. Το έπραξε με την δεξιοτεχνίαν ενός δικηγόρου και την αφοσίωσιν ενός φίλου. Τον Σεπτέμβριον του 1554 εξέδωσε το έργον του «De haereticis a civili magistratu puniendis libellus» (Βιβλιάριον περί του καθήκοντος των πολιτικών δικαστών να τιμωρούν τους αιρετικούς). Ετόνισε πάλιν ότι η θρησκευτική ανεκτικότης είναι αδύνατος δι' εκείνον ο οποίος παραδέχεται την θείαν έμπνευσιν των Γραφών. Αλλά εάν απορρίψωμεν την Βίβλον ως λόγον του Θεού, επί ποίας βάσεως θα οικοδομήσωμεν την θρησκευτικήν πίστιν, η οποία είναι τόσον φανερώς απαραίτητος— αν λάβωμεν υπ'όψει την φυσικήν κακίαν των ανθρώπων— δια την ηθικήν συγκράτησιν, την κοινωνικήν τάξιν και τον πολιτισμόν; Τίποτε δεν θα απέμενε τότε παρά χαώδης αμφιβολία η οποία θα αποσυνέθετε τον χριστιανισμόν. Δι' ένα ειλικρινώς πιστεύοντα εις την Βίβλον δύναται να υπάρχη μόνον μια θρησκεία. Όλαι αι άλλαι πρέπει να είναι ψευδείς ή ατελείς. Ναι, η Καινή Διαθήκη κηρύττει ένα νόμον αγάπης αλλά δεν μας απαλλάσσει από την τιμωρίαν των κλεπτών και των φονέων κατά ποίον λοιπόν τρόπον μας εξουσιοδοτεί να οικτίρωμεν τους αιρετικούς;

Ο Καστέλλιο επανήλθεν εις τον αγώνα με μίαν πραγματείαν «Contra libellum Calvini» αλλ' αυτή παρέμεινεν αδημοσίευτος επί μισόν αιώνα. Εις ένα άλλο χειρόγραφον «De arte dubitandi» επρόλαβε τον Καρτέσιον καταστήσας την «τέχνην τῆς ἀμφιβολίας» το πρώτον βήμα προς αναζήτησιν της αληθείας. Εις «Τέσσαρας διάλογους» (1578) υπερήσπισε την ελευθέραν βούλησιν και την δυνατότητα της οικουμενικής σωτηρίας. Το 1562 εις το έργον του «Conseil a la France desolee» απηυθύνθη ματαίως προς ρωμαιοκαθολικούς και προτεστάντας να σταματήσουν τους εμφυλίους πολέμους, οι οποίοι ηρήμωνον την Γαλλίαν και να επιτρέψουν εις πάντα πιστεύοντα εις τον Χριστόν «νά ὑπηρετῆ τόν Θεόν ὄχι συμφώνως πρός τήν πίστιν ἄλλων ἀνθρώπων ἀλλά πρός τήν ἰδικήν του».78 Κανείς σχεδόν δεν έδωσε σημασίαν εις μίαν φωνήν τόσον παράτονον πρός την εποχήν. Ο Καστέλλιο απέθανε πτωχός εις ηλικίαν 48 ετών (1563). Ο Καλβίνος εκήρυξε τον πρόωρον θάνατον του ως δικαίαν κρίσιν ενός δικαίου Θεού. 

VIII. Ο ΚΑΛΒΙΝΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΟΥΣ: 1554 - 64
Ισως ο Καλβίνος να εγνώριζε την μυστικήν κλίσιν του Καστέλλιο προς τον θεϊσμόν (πίστιν εις Θεόν όχι τρισυπόστατον και κατά συνέπειαν απάρνησιν της θεότητος του Χριστού) και δύναται να συγχωρηθή ότι είδεν εις την βασικήν αυτήν αμφιβολίαν την αρχήν του τέλους του χριστιανισμού. Εφοβείτο αυτήν την αίρεσιν ακόμη περισσότερον διότι την εύρεν εντός αυτής ταύτης της Γενεύης και προ παντός μεταξύ των προτεσταντών· φυγάδων εξ Ιταλίας. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έβλεπον να υπάρχη νόημα εις την αντικατάστασιν της ακατανοήτου μετουσιώσεως δια του ακατανοήτου προορισμού· η ανταρσία των προσέβαλλε την βασικήν προϋπόθεσιν του χριστιανισμού, ότι ο Χριστός ήτο ο Υιός του Θεού. Ο Ματθαίος Γκριμπάλντι, καθηγητής της νομικής εις την Πάδουαν, είχε μίαν θερινήν οικίαν πλησίον της Γενεύης. Κατά την διάρκειαν της δίκης του Σερβέτου ωμίλησε τολμηρώς εναντίον της πολιτικής τιμωρίας δια θρησκευτικάς γνώμας και υπεστήριξεν ελευθερίαν λατρείας δι' όλους. Κληθείς ενώπιον του συμβουλίου, εξωρίσθη ως ύποπτος δια θεϊσμόν (1559). Επέτυχε τον διορισμόν του ως καθηγητού του δικαίου εις το Πανεπιστήμιον της Τυβίγγης. Ο Καλβίνος έστειλεν εκεί πληροφορίας περί των αμφιβολιών του Γκριμπάλντι· το Πανεπιστήμιον τον επίεσε να υπογράψη μίαν ομολογίαν πίστεως εις την Τριάδα· αντί τούτου, ο Γκριμπάλντι κατέφυγεν εις την Βέρνην, όπου απέθανεν από την πανώλην το 1564. Ο Γεώργιος Μπλαντράτα, Ιταλός ιατρός εγκατεστημένος εις την Γενεύην, εκλήθη ενώπιον του συμβουλίου κατηγορούμενος ότι ημφεσβήτει την θεότητα του Χριστού. Κατέφυγεν εις την Πολωνίαν όπου εύρε κάποιαν ανοχήν δια την αίρεσίν του. Ο Βαλεντίνος Τζεντίλε εκ Καλαβρίας, εξέφρασεν απροκαλύπτως θεϊστικάς ιδέας εις την Γενεύην, ερρίφθη εις τας φυλακάς, κατεδικάσθη εις θάνατον (1557), απηρνήθη, αφέθη ελεύθερος, μετέβη εις την Λυών, συνελήφθη από τας ρωμαιοκαθολικάς αρχάς αλλ' απελύθη κατόπιν της διαβεβαιώσεώς του ότι το κυριώτερον ενδιαφέρον του ήτο να αντικρούση τον Καλβίνον. Συνήντησε τον Μπλαντράτα εις την Πολωνίαν, επέστρεψεν εις την Ελβετίαν, συνελήφθη από τας αρχάς της Βέρνης, κατεδικάσθη δι' επιορκίαν και αίρεσιν και απεκεφαλίσθη (1566).

Εν μέσω των αγώνων τούτων δια τον Κύριον, ο Καλβίνος εξηκολούθει να ζη με απλότητα και να κυβερνά την Γενεύην με την δύναμιν μιας προσωπικότητος ωπλισμένης με τας πλάνας των οπαδών του. Η θέσις του καθίστατο ισχυροτέρα εφ’ όσον τα έτη της επέτρεπον να σταθεροποιήται. Η μόνη του αδυναμία ήτο φυσική. Πονοκέφαλοι, άσθμα, δυσπεψία, λίθοι, αρθρίτις και πυρετός εταλαιπώρουν και αδυνάτιζον το σώμα του και έκαμαν το πρόσωπόν του να εκφράζη μονίμως αυστηρότητα και ζοφερότητα. Μία μακρά ασθένεια 1558-59 τον άφησε χωλόν και εξησθενημένον με επανειλημμένας αιμορραγίας των πνευμόνων. Από τότε ήτο ηναγκασμένος να παραμένη κλινήρης το μεγαλύτερον μέρος του χρόνου του· εν τούτοις εξηκολούθει να μελετά, να διευθύνη και να κηρύττη έστω και εάν έπρεπε να μεταφερθή εις την εκκλησίαν επί φορείου. Την 24ην Απριλίου 1564 έκαμε την διαθήκην του, πλήρης εμπιστοσύνης δια την εκλογήν του εις την αιωνίαν δόξαν. Την 26ην οι σύνδικοι και το συμβουλίον ήλθον παρά την κλίνην του· τους εζήτησε συγγνώμην δια τας εκρήξεις της οργής του και τους παρεκάλεσε να παραμείνουν σταθερώς εις το καθαρόν δόγμα της Μεταρρυθμισθείσης Εκκλησίας. Ο Φαρέλ, ογδοηκοντούτης ήδη, ήλθεν από το Neucbatel να του ευχηθή εις το επανιδείν. Μετά πολλάς ημέρας προσευχών και πόνων, ο Καλβίνος εύρε την ειρήνην (27 Μαΐου 1564).

Η επιρροή του υπήρξεν ακόμη μεγαλυτέρα της του Λουθήρου, αλλ' αυτός εβάδισεν εις ένα δρόμον, τον οποίον είχεν ανοίξει ο Λούθηρος. Ο Λούθηρος είχε προστατεύσει την νέαν του εκκλησίαν καλέσας τον γερμανικόν εθνικισμόν εις βοήθειάν του. Η ενέργεια αυτή ήτο αναγκαία αλλά συνέδεσε τον λουθηρανισμόν με την τευτονικήν φυλήν. Ο Καλβίνος ηγάπα την Γαλλίαν και εμόχθει δια να προαγάγη την ουγενοτικήν υπόθεσιν αλλά δεν ήτο εθνικιστής· η θρησκεία ήτο η πατρίς του. Και τοιουτοτρόπως η θεωρία του, έστω και τροποποιημένη, ενέπνευσε τον προτεσταντισμόν της Ελβετίας, της Γαλλίας, της Σκωτίας και της Αμερικής και κατέκτησεν ευρείς τομείς προτεσταντισμού εις την Ουγγαρίαν, την Πολωνίαν, την Γερμανίαν, την Ολλανδίαν και την Αγγλίαν. Ο Καλβίνος έδωσεν εις τον προτεσταντισμόν εις πολλάς χώρας μίαν οργάνωσιν, εμπιστοσύνην και υπερηφάνειαν, τα οποία του επέτρεψαν να επιζήση πολλών δοκιμασιών.

Ένα έτος προ του θανάτου του, ο μαθητής του Ολεβιάνος συνειργάσθη με τον μαθητήν του Μελάγχθονος Ουρσίνον δια την σύνταξιν της Κατηχήσεως της Χαϊδελβέργης, η οποία κατέστη η παραδεδεγμένη έκφρασις της Μεταρρυθμισμένης πίστεως εις την Γερμανίαν και την Ολλανδίαν. Ο Μπέζ και ο Μπούλλινγκερ συνεβίβασαν τας ομολογίας του Καλβίνου και του Ζβιγγλίου εις την Δευτέραν Ελβετικήν Ομολογίαν (1566) η οποία κατέστη αυθεντική δια τας μεταρρυθμισμένας εκκλησίας εις την Ελβετίαν και την Γαλλίαν. Εις αυτήν την Γενεύην, το έργον του Καλβίνου συνεχίσθη με ικανότητα από τον Μπεζ. Αλλά με τον καιρόν, οι αρχηγοί των επιχειρήσεων, οι οποίοι ήλεγχον τα συμβούλια, αντέστησαν διαρκώς επιτυχέστερον εις τας προσπαθείας του κονσιστορίου και της Σεβασμίας Εταιρείας να επιβάλουν ηθικούς περιορισμούς εις τας οικονομικάς επιχειρήσεις. Μετά τον θάνατον του Μπέζ (1608) οι πρίγκιπες του εμπορίου εσταθεροποίησαν την υπεροχήν των και η Εκκλησία της Γενεύης έχασε τα ηγετικά της προνόμια επί μη θρησκευτικών υποθέσεων, τα οποία είχεν επιτύχει ο Καλβίνος υπέρ αυτής. Κατά τον δέκατον όγδοον αιώνα η επίδρασις του Βολταίρου εμετρίασε την καλβινιστικήν παράδοσιν και έθεσε τέρμα εις την επικράτησιν μιας πουριτανικής ηθικής εις τον λαόν. Ο ρωμαιοκαθολικισμός ηγωνίσθη με υπομονήν να ανακτήση μίαν θέσιν εις την πόλιν. Προσέφερεν ένα χριστιανισμόν χωρίς ζοφερότητα και μίαν ηθικήν χωρίς αυστηρότητα. Το 1954 ο λαός ήτο κατά τα 42% καθολικός και κατά 47% προτεσταντικός.78 Αλλά ο πλέον επιβλητικόν κατασκεύασμα των ανθρώπων εις την Γενεύην είναι το ευγενές «Μνημείον της Μεταρρυθμίσεως» το οποίον εκτεινόμενον κατά μήκος του τοίχου ενός πάρκου, εξυμνεί τας νίκας του προτεσταντισμού και υψώνει εις το κέντρον του τας ισχυράς μορφάς του Φαρέλ, του Καλβίνου, του Μπέζ και του Κνόξ.

Εν τω μεταξύ η τραχεία θεοκρατία του Καλβίνου παρήγαγε δημοκρατικά άνθη. Η προσπάθεια των καλβινιστών ηγετών να παράσχουν σχολικήν εκπαίδευσιν εις όλους και να τους εγχαράξουν πειθαρχημένους χαρακτήρας, εβοήθησε τους ρωμαλέους αστούς της Ολλανδίας εις το να εκδιώξουν την ξενικήν δικτατορίαν της Ισπανίας και ενίσχυσε την επανάστασιν των ευγενών και του κλήρου εις την Σκωτίαν εναντίον μιας θελκτικής αλλ' αυταρχικής βασιλίσσης. Ο στωικισμός μιας τραχείας πίστεως διεμόρφωσε τας ισχυράς ψυχάς των Σκώτων Κοβενάντερ, των Άγγλων και των Ολλανδών πουριτανών, των προσφύγων της Νέας Αγγλίας. Εστερέωσε την καρδίαν του Κρόμγουελ, ωδήγησε τον κάλαμον του τυφλού Μίλτωνος και συνέτριψε την ισχύν των οπισθοδρομικών Στούαρτ. Ενεθάρρυνε γενναίους και αδιστάκτους άνδρας να κερδίσουν μίαν ήπειρον και να διαδώσουν την βάσιν της εκπαιδεύσεως και της αυτοκυβερνήσεως έως ότου όλοι δυνηθούν να είναι ελεύθεροι. Άνθρωποι, οι οποίοι εξέλεγον τους πάστοράς των εντός ολίγου απήτησαν να εκλέξουν τους κυβερνήτας των και αι αυτοδιοικούμεναι ενορίαι κατέστησαν αυτοδιοικούμεναι κοινότητες. Η ιδέα της θείας επιλογής εδικαιώθη εις την ανακάλυψιν της Αμερικής.

Όταν το καθήκον της αυτό ετελείωσεν, η θεωρία του προορισμού επέρασεν εις τα μετόπισθεν της προτεσταντικής πίστεως. Εφ' όσον η κοινωνική τάξις επανήρχετο εις την Ευρώπην μετά τον Τριακονταετή Πόλεμον, εις τήν Αγγλίαν μετά τας επαναστάσεις του 1642 και του 1689, εις την Αμερικήν μετά το 1793, η υπερηφάνεια της θείας επιλογής μετεβλήθη εις την υπερηφάνειαν της εργασίας και της τελειοποιήσεως· οι άνθρωποι ησθάνοντο τους εαυτούς των ισχυροτέρους και ασφαλεστέρους· ο φόβος εμειώθη και η τρομοκρατημένη σκληρότης, η οποία εγέννησε τον Θεόν του Καλβίνου παρεχώρησε την θέσιν της εις μίαν πλέον ανθρωπιστικήν άποψιν, η οποία επέβαλε μίαν αναθεώρησιν της αντιλήψεως περί θεότητος. Την μίαν δεκαετηρίδα μετά την άλλην, αι εκκλησίαι αι οποίαι είχον λάβει την κατεύθυνσίν των από τον Καλβίνον, απέρριψαν τα τραχύτερα στοιχεία της πίστεώς του. Θεολόγοι ετόλμησαν να πιστεύσουν ότι όσοι απέθνησκον εις βρεφικήν ηλικίαν ηδύναντο να σωθούν και ένας σεβάσμιος ιερωμένος διεκήρυξε, χωρίς να προκαλέση αναταραχήν, ότι «ο αριθμός εκείνων οι οποίοι τελικώς θα χαθούν θα είναι ασήμαντος».80 Είμεθα ευγνώμονες διότι καθησυχάζομεν κατ' αυτόν τον τρόπον και θα συμφωνήσωμεν ότι ακόμη και η πλάνη ζη διότι εξυπηρετεί κάποιαν ζωτικήν ανάγκην. Αλλά θα δυσκολευθώμεν πάντοτε να αγαπήσωμεν τον άνθρωπον, ο οποίος εσκότισε την ανθρωπίνην ψυχήν με την πλέον παράλογον και βλάσφημον αντίληψιν περί Θεού, εις όλην την μακράν και έντιμον ιστορίαν της ανοησίας.

(Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού Will Durant, τόμος ΣΤ΄ σελ. 534-569 εκδόσεις Αφοί Συρόπουλοι 1970)

(Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού Will Durant, τόμος ΣΤ΄ σελ. 395-443, 483-494 & 514-527 εκδόσεις Αφοί Συρόπουλοι 1970) 
Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις δικές μας. Δεν παρατίθενται οι παραπομπές 

ΛΟΥΘΗΡΟΣ: Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΑΝ 
1517-24      

Ι. Τ Ε Τ Ζ Ε Λ 
Την 15ην Μαρτίου 1517, ο πάπας Λέων I' εξέδωσε την περιφημοτέραν από όλας τας συγχωρήσεις. Ήτο λυπηρόν, ακριβώς τώρα, ότι η Μεταρρύθμισις εξερράγη κατά την διάρκειαν μιας αρχιερατείας, η oποία είχε συγκεντρώσει εις την Ρώμην τόσους πολλούς από τους καρπούς, και τόσον πολύ από το πνεύμα της Αναγεννήσεως.
Ο Λέων, υιός του Λαυρεντίου του Μεγαλοπρεπούς, ήτο τώρα ο αρχηγός της οικογενείας των Μεδίκων, η όποια είχεν εκθρέψει την Αναγέννησιν εις την Φλωρεντίαν. Ήτο λόγιος, ποιητής, ευπατρίδης, ευγενής και γενναιόφρων, αγαπών την κλασσικήν φιλολογίαν και την λεπτήν τέχνην. Τα ήθη του ήσαν καλά εις ένα ανήθικον περιβάλλον• η φύσις του έκλινε προς μίαν ευθυμίαν, ευχάριστον και νόμιμον, η οποία έδωσε το παράδειγμα της ευτυχίας εις μίαν πόλιν, η οποία προ ενός αιώνος ευρίσκετο εις κατάπτωσιν και εγκατάλειψιν. Όλα του τα ελαττώματα ήσαν επιφανειακά εκτός της επιπολαιότητός του. Έκαμνε πολύ oλίγην διάκρισιν μεταξύ του καλού της οικογενείας του και του καλού της Εκκλησίας και εσπατάλα τα χρήματα της παπωσύνης χάριν αμφιβόλων ποιητών και πολέμων. Ήτο κατά κανόνα ανεκτικός, απελάμβανε την σάτιραν εναντίον των εκκλησιαστικών εις το «Μωρίας εγκώμιον» του Εράσμου και εφήρμοσε, με μερικάς διακοπάς, την άγραφον συμφωνίαν, δια της οποίας η Εκκλησία της Αναγεννήσεως παρεχώρησε σημαντικήν ελευθερίαν εις τους φιλοσόφους, τους ποιητάς και τους λογίους, οι όποιοι απηυθύνοντο -συνήθως εις την λατινικήν -προς την μορφωμένην μειονότητα, άλλ' άφηνεν ανενόχλητον την αναντικατάστατον πίστιν των μαζών.
Υιός τραπεζίτου, ο Λέων ήτο συνηθισμένος να εξοδεύη χρήματα ευκόλως και πρό παντός εις βάρος άλλων. Εκληρονόμησε πλήρη παπικά ταμεία από τον Ιούλιον Β' και τα εξεκένωσε πριν αποθάνη. Ίσως να μην ενδιεφέρετο πολύ δια την ογκώδη βασιλικήν την οποίαν ο Ιούλιος είχε σχεδιάσει και αρχίσει, αλλά η παλαιά εκκλησία του Αγίου Πέτρου δεν ηδύνατο πλέον να επισκευασθή, τεράστια ποσά είχον εξοδευθή δια την νέαν και θα ήτο ατύχημα δια την Εκκλησίαν να αφήση αυτήν την μεγαλειώδη επιχείρησιν να αποτύχη. Ενδεχομένως με κάποιαν απέχθειαν προσέφερε την συγχώρησιν του 1517 εις όλους όσοι θα συνεισέφερον εις τα έξοδα δια την συμπλήρωσιν του μεγάλου αυτού ναού. Οι ηγεμόνες της Αγγλίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας διεμαρτυρήθησαν, ότι ο πλούτος των χωρών των είχεν αποστραγγισθή, αι εθνικαί των οικονομίαι είχον διαταραχθή ένεκα επανειλημμένων εκστρατειών προς συλλογήν χρημάτων δια την Ρώμην. Όπου οι βασιλείς ήσαν ισχυροί, ο Λέων ήτο συγκαταβατικός: συνεφώνησεν όπως ο Ερρίκος Η' κράτηση το ¼ των συλλεγέντων χρημάτων εις την Αγγλίαν• έκαμεν ένα δάνειον από 175.000 δουκάτα εις τον βασιλέα Κάρολον Α' (τον μετέπειτα αυτοκράτορα Κάρολον Ε') έναντι αναμενομένων εισπράξεων εις την Ισπανίαν ο δε Φραγκίσκος Α' εκράτησε, κατόπιν εγκρίσεως του Λέοντος, μέρος των συλλεγέντων εις την Γαλλίαν χρημάτων. Η Γερμανία είχεν ολιγώτερον ευνοϊκήν μεταχείρισιν, μη έχουσα ισχυράν μοναρχίαν δια να διαπραγματευθή με τον πάπαν• εν τούτοις παρεχωρήθη εις τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανόν το ευτελές ποσόν των 3000 φλωρινίων από τας εισπράξεις και οι Φούγκερ θα ελάμβανον από τα χρήματα τα όποια θα συνελέγοντο τας 20.000 φλωρίνια τα όποια είχον δανείσει εις τον Άλμπρεχτ του Βραδεμβούργου δια να πληρώση τον πάπαν δια την ανάρρησίν του εις τον αρχιεπισκοπικόν θρόνον της Μάιντς. Δυστυχώς η πόλις αυτή είχε χάσει τρεις αρχιεπισκόπους εντός δέκα ετών (1504 - 14) και είχε πληρώσει δύο φοράς βαρύτατα δικαιώματα αναρρήσεως. Δια να την απαλλάξη από του να πληρώση και τρίτην φοράν, ο Άλμπρεχτ εδανείσθη. Τώρα ο Λέων συνεφώνησε όπως ο νεαρός ιεράρχης διευθύνη την διανομήν των συγχωροχαρτίων εις το Μαγδεμβούργον και την Χάλμπερστατ καθώς και εις την Μάιντς. Ένας πράκτωρ των Φούγκερ συνώδευεν έκαστον ιεροκήρυκα του Άλμπρεχτ, ήλεγχε τας δαπάνας και τας εισπράξεις και εκράτει το κλειδί του χρηματοκιβωτίου όπου εφυλάσσοντο τα χρήματα.1
Ό κυριώτερος πράκτωρ του Άλμπρεχτ ήτο ο Ιωάννης Τέτζελ, ένας Δομινικανός μοναχός, ο όποιος είχεν αποκτήσει ικανότητα και φήμην ως συλλέκτης χρημάτων. Από του 1500 η κυριωτέρα του ασχολία ήτο η διάθεσις των συγχωροχαρτίων. Συνήθως εις τας αποστολάς αυτάς ελάμβανε την βοήθειαν του κλήρου: όταν εισήρχετο εις μίαν πόλιν, μία συνοδεία από ιερείς, άρχοντας και ευσεβείς λαϊκούς, τον υπεδέχετο με σημαίας, λαμπάδας και ψαλμούς και έφερε την βούλλαν της συγχωρήσεως υψηλά επί ενός βελούδινου η χρυσού προσκεφαλαίου, ενώ οι κώδωνες των εκκλησιών ήχουν και τα όργανα έπαιζον.2 Εισαγόμενος κατ' αυτόν τον τρόπον, ο Τέτζελ προσέφερεν με ένα εντυπωσιακόν τρόπον, πλήρη συγχώρησιν εις εκείνους οι όποιοι θα μετενόουν και θα εξωμολογούντο τας αμαρτίας των και θα συνεισέφερον αναλόγως των μέσων των εις την ανέγερσιν του νέου Αγίου Πέτρου:

Είθε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να δείξη έλεος δια σε και να σε συγχωρήση με την χάριν των αγίων Του παθών. Και εγώ, με την εξουσίαν Του, με την εξουσίαν των αγίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου, και του αγιωτάτου πάπα, η οποία μου εδόθη και μου παρεχωρήθη εις αυτά τα μέρη, σε συγχωρώ και σε απαλλάσσω, πρώτον από πάσαν εκκλησιαστικήν κύρωσιν, κατά οιονδήποτε τρόπον και αν έγινε και έπειτα από όλας σου τας αμαρτίας, παραβάσεις και υπερβασίας, οσονδήποτε φοβεραί και αν είναι, ακόμη και από εκείνας αι οποίαι επιφυλάσσονται δια την γνωμάτευσιν της Αγίας Έδρας και όσον μακράν εκτείνονται αι κλείδες της αγίας Εκκλησίας, σου αναστέλλω πάσαν τιμωρίαν της όποιας είσαι άξιος εις το καθαρτήριον ένεκα αυτών και σε αποκαθιστώ εις τα άγια μυστήρια της Εκκλησίας... και εις την αθωότητα εκείνην και την αγνότητα την οποίαν είχες κατά το βάπτισμα• ούτως ώστε όταν θα αποθάνης, αι πύλαι της τιμωρίας θα είναι κλεισταί και αι πύλαι του παραδείσου της χαράς θα είναι ανοικταί• και αν δεν θα αποθάνης επί του παρόντος, αυτή η χάρις θα παραμείνη εν πλήρει ενεργεία μέχρι του σημείου του θανάτου σου. Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Άγιου Πνεύματος.3

Η θαυμαστή αυτή συμφωνία δι' ένα πιστόν ευρίσκετο εις αρμονίαν με την επίσημον αντίληψιν περί των συγχωρήσεων δια τους ζώντας. Ο Τέτζελ ευρίσκετο και πάλιν εντός του γράμματος των αρχιεπισκοπικών οδηγιών όταν απήλλασσε της προηγουμένης εξομολογήσεως, εάν ο καταβάλλων τα χρήματα εζήτει την συγχώρησιν δια μίαν ψυχήν εις το καθαρτήριον. Ένας καθολικός ιστορικός λέγει:

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Τέτζελ, συμφώνως προς ό,τι εθεώρει ως εγκύρους οδηγίας του, διεκήρυσσεν ως χριστιανικόν δόγμα ότι δεν απητείτο παρά μόνον μία χρηματική προσφορά δια να επιτύχη κανείς συγχώρησιν δια τους νεκρούς, χωρίς να υφίσταται λόγος μετανοίας και εξομολογήσεως. Εδίδασκεν επίσης, συμφώνως προς την τότε επικρατούσαν γνώμην, ότι μία συγχώρησις ηδύνατο να εφαρμοσθή επί οιασδήποτε ψυχής με αλάθητον αποτέλεσμα. Εκκινών από την προϋπόθεσιν αυτήν, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κατέληγεν εις την πραγματικότητα να είναι η θεωρία του η εφαρμογή της παροιμίας: «ευθύς ως το χρήμα κουδουνίση εντός του κιβωτίου, η ψυχή θα πηδήση έξω από τας φλόγας του καθαρτηρίου». Η παπική βούλλα δεν έδιδε καμμίαν επικύρωσιν εις την πρότασιν αυτήν. Ήτο μία ασαφής σχολαστική γνώμη... και όχι δόγμα της Εκκλησίας.4

Ό Μυκόνιος, ένας Φραγκισκανός μοναχός, πιθανόν διακείμενος εχθρικώς προς τους Δομινικανούς, ήκουσε τον Τέτζελ και ανέφερε το έτος εκείνο 1517: «Είναι απίστευτον το τί ο αμαθής αυτός μοναχός είπε και εκήρυξε. Έδωσε σφραγισμένος επιστολάς βεβαιούσας ότι ακόμη και αι αμαρτίαι τας οποίας κανείς είχε σκοπόν να κάμη, θα συνεχωρούντο. Ο πάπας, είπεν, έχει μεγαλυτέρου δύναμιν από όλους τους αποστόλους, από όλους τους αγγέλους και τους άγιους, περισσοτέραν ακόμη και από αύτην την Παρθένον Μαρίαν• επειδή όλοι αυτοί είναι υπήκοοι του Χριστού ενώ ο πάπας είναι ίσος με τον Χριστόν».
Τούτο είναι προφανώς υπερβολή, αλλά το ότι ήτο δυνατόν δά δοθή μία τοιαύτη περιγραφή από ένα αυτόπτην μάρτυρα, αποδεικνύει την αντιπάθειαν την οποίαν διήγειρεν ο Τέτζελ. Μία παρομοία εχθρότης διαφαίνεται εις την φήμην, την οποίαν μετά σκεπτικισμού αναφέρει ο Λούθηρος,5 ο όποιος παρουσιάζει τον Τέτζελ ως ειπόντα εις την Χάλλην ότι και αν ακόμη, per impossibile, κάποιος είχε βιάσει την Μητέρα του Θεού, η συγχώρησις θα απέπλυνε το άμάρτημά του. ο Τέτζελ έλαβε πιστοποιητικά από τας πολιτικάς και εκκλησιαστικάς αρχάς της Χάλλης ότι ουδέποτε ήκουσαν αυτήν την ιστορίαν.6 Ήτο ενθουσιώδης πωλητής αλλά όχι τελείως ασυνείδητος.
Θα ηδύνατο να είχε διαφύγει από την ιστορίαν εάν δεν είχε πλησιάσει πάρα πολύ εις τα εδάφη του Φρειδερίκου του Σοφού, εκλέκτορος της Σαξονίας
Ο Φρειδερίκος ήτο ένας ευλαβής και προβλεπτικός ηγεμών. Θεωρητικώς δεν αντετίθετο εις τας συγχωρήσεις• είχε συγκεντρώσει 19.000 άγια λείψανα εις την εκκλησίαν του πύργου του εις την Βιττενβεργην7 και είχε κανονίσει να εξασφαλίση μίαν συγχώρησιν δια τους προσκυνητάς των• επρομηθεύθη επίσης μίαν άλλην συγχώρησιν δια συνδρομητάς προς κατασκευήν μιας γεφύρας επί του Τοργκάου και είχεν αναθέσει εις τον Τέτζελ να διαφημίση τα πλεονεκτήματα της παπικής αυτής συγχωρήσεως.8 Εν τούτοις είχε κατακρατήσει από τον πάπαν Αλέξανδρον ΣΤ' (1501) το ποσόν το όποιον είχε συλλεγή εις την Εκλεκτορικήν Σαξονίαν από μίαν συγχώρησιν δια δωρεάς χάριν μιας σταυροφορίας κατά των Τούρκων. Είπεν ότι θα έδιδε τα χρήματα όταν θα επραγματοποιείτο η σταυροφορία. Αυτό δεν έγινε. Ο Φρειδερίκος ο Σοφός εκράτησε τα χρήματα και τα εχρησιμοποίησεν εις το Πανεπιστήμιον της Βιττενβέργης.9 Τώρα, κινούμενος από την επιθυμίαν να μην αφήση τα νομίσματα της Σαξονίας να φυγαθευθούν και ίσως παρακινηθείς από πληροφορίας περί των υπερβολών του Τέτζελ, απηγόρευσε το κήρυγμα της συγχωρήσεως του 1517 εντός των εδαφών του. Αλλά ο Τέτζελ επλησίασε τόσον πολύ εις τα σύνορα, ώστε πολλοί από την Βιττενβέργην διέβησαν τα σύνορα δια να αποκτήσουν την συγχώρησιν. Πολλοί αγορασταί εκόμισαν αυτάς «τας παπικάς επιστολάς» εις τον Μαρτίνον Λούθηρον, καθηγητήν της θεολογίας εις το Πανεπιστήμιον και του εζήτησαν να επιβεβαιώση την αποτελεσματικότητά των. Αυτός ηρνήθη. Ο Τέτζελ επληροφορήθη την αρνησίν του. Κατήγγειλε τον Λούθηρον και έγινεν αθάνατος.
Είχεν υποτιμήσει την μαχητικότητα του καθηγητού. Ο Λούθηρος συνέθεσε ταχέως εις την λατινικήν ενενήντα πέντε θέσεις, τας οποίας ετιτλοφόρησε Disputatio pro declaration virtutis indulgentiarum (Συζήτησις προς διευκρίνισιν της ισχύος των συγχωρήσεων). Δεν εθεώρει τας προτάσεις του αιρετικάς και αναμφιβόλως δεν ήσαν. Εξηκολούθει να είναι ένθερμος καθολικός, ο όποιος ουδόλως εσκέπτετο να βλάψη την Εκκλησίαν. Ο σκοπός του ήτο να αντικρούση τους παραλόγους ισχυρισμούς δια τας συγχωρήσεις και να διορθώση τας καταχρήσεις αι οποίαι εσημειούντο κατά τήν διανομήν των. Ησθάνετο ότι η εύκολος έκδοσις και η εμπορική διανομή συγχωρήσεων εμείωσε την συντριβήν, την οποίαν έπρεπε να προκαλή η αμαρτία, είχε πράγματι καταστήσει την αμαρτίαν ένα ασήμαντον πράγμα, το οποίον ηδύνατο να τακτοποιηθή φιλικώς εις μίαν τράπεζαν λογαριασμών με ένα μεταπράτην συγχωρήσεων. Δεν είχεν ακόμη αρνηθή την παπικήν «εξουσίαν των κλειδών» να συγχωρή αμαρτίας• παρεδέχετο την δύναμιν του πάπα να απαλλάσση τον εξομολογούμενον μενανοούντα από τας επίγειους ποινάς τας όποιας επιβάλλουν οι εκκλησιαστικοί. Αλλά κατά την άποψιν του Λουθήρου, η δύναμις του πάπα να απελευθερώνη ψυχάς από το καθαρτήριον, ή να μειώνη την διάρκειαν της εκεί τιμωρίας των, δεν εξηρτάτο από την δύναμιν των κλειδών –ή οποία δεν εξετείνετο πέραν του τάφου –αλλά από την μεσολαβητικήν επιρροήν των παπικών προσευχών, αι οποίαι πιθανόν να εισηκούοντο και πιθανόν όχι (Θέσις 20 – 22). Επί πλέον, υπεστήριζεν ο Λούθηρος, όλοι οι χριστιανοί μετείχον αυτοδικαίως του θησαυρού της χάριτος, ο όποιος είχε κερδιθή υπό του Χριστού και των αγίων, ακόμη και χωρίς την δωρεάν μιας τοιαύτης συμμετοχής δι' ενός παπικού συγχωροχαρτίου. Απήλλασσε τους πάπας από την ευθύνην δια τας υπερβολάς των Ιεροκηρύκων αλλά προσέθετε μετά πονηρίας:
«Το αχαλίνωτον αυτό κήρυγμα υπέρ των συγχωρήσεων, καθιστά δύσκολον, ακόμη και δια πεπαιδευμένους ανθρώπους, να εξασφαλίσουν τον οφειλόμενον σεβασμόν προς τον πάπαν... από τας κακοβούλους ερωτήσεις των λαϊκών, όπως π.χ. «Διατί ο πάπας δεν εκκενώνει το καθαρτήριον χάριν της χριστιανικής αγάπης και χάριν της σκληράς ανάγκης των ψυχών αι οποίαι ευρίσκονται εκεί, ενώ απαλλάσσει... μόνον μέρος των ψυχών χάριν του άθλιου χρήματος με το όποιον θα κτίση μίαν εκκλησίαν;» (Θέσις 81 – 82).
Την μεσημβρίαν της 31ης Οκτωβρίου 1517 ο Λούθηρος ετοιχοκόλλησε τας θέσεις του αυτάς εις την κυρίαν πύλην της εκκλησίας του πύργου εις την Βιττενβέργην. Την 1ην Νοεμβρίου εκάστου έτους, την ημέραν των Αγίων Πάντων, εξετίθεντο εκεί τα, λείψανα τα οποία είχον συγκεντρωθή υπό του εκλέκτορος και ανεμένετο να συρρεύση πολύ πλήθος. Η συνήθεια να αναγγέλλονται δημοσία θέσεις τας όποιας ο προτείνων προσεφέρετο να υποστηρίξη εναντίον παντός ο όποιος θα τας αντέκρουε, ήτο παλαιόν έθιμον εις τα μεσαιωνικά Πανεπιστήμια και η θύρα, την οποίαν ο Λούθηρος εχρησιμοποίησε δια την προκήρυξίν του, εχρησιμοποιείτο κανονικώς ως ακαδημαϊκός πίναξ τοιχοκολλήσεως δελτίων. Εις τας θέσεις προσέθεσε και μίαν φιλικήν πρόσκλησιν:

Από αγάπην προς την πίστιν και από την επιθυμίαν να την φέρωμεν εις φώς, αι κατωτέρω προτάσεις θα συζητηθούν εις την Βιττενβέργην υπό την προεδρίαν του αιδεσιμωτάτου πατρός Μαρτίνου Λουθήρου, διδάκτορος των τεχνών και της ιεράς θεολογίας και τακτικού καθηγητού αυτής εις την ιδίαν πόλιν. Δια τούτο παρακαλεί όσους αδυνατούν να παρουσιασθούν και να συζητήσουν προφορικώς να πράξουν τούτο δι' επιστολής.

Δια να είναι βέβαιος ότι αι θέσεις θα κατενοούντο ευρέως, ο Λούθηρος εκυκλοφόρησε μίαν γερμανικήν μετάφρασίν των εις τον λαόν. Με χαρακτηριστικήν τόλμην απέστειλεν ενα αντίγραφον των θέσεων εις τον αρχιεπίσκοπον Άλμπρεχτ της Μάιντς. Ευγενώς, ευλαβώς και αφελώς, η Μεταρρύθμισις ήρχισε.

II. Η ΕΞΕΛΙΞΙΣ ΤΟΥ ΛΟΥΘΗΡΟΥ
Ποίαι περιστάσεις κληρονομικότητος και περιβάλλοντος είχον διαμορφώσει ένα ασήμαντον μοναχόν, εις μίαν πολίχνην τριών χιλιάδων ψυχών, εις τον Δαυΐδ της θρησκευτικής επαναστάσεως;
Ό πατήρ του Χάνς ήτο ένας αυστηρός, τραχύς, αμείλικτος αντικληρικός• η μήτηρ του ήτο μία δειλή, σεμνή γυναίκα επιδιδομένη πολύ εις τας προσευχάς• και οι δύο ήσαν λιτοί και εργατικοί. ο Χάνς ήτο χωρικός εις την Μαίρα, κατόπιν μεταλλωρύχος εις την Μάνσφελδ• ο Μαρτίνος όμως εγεννήθη εις το Άισλεμπεν την 10ην Νοεμβρίου 1483. Ηκολούθησαν άλλα εξ τέκνα. ο Χάνς και η Γκρέτε επίστευον εις την ράβδον ως εις μαγικόν μέσον κατασκευής καλών ανθρώπων κάποτε, λέγει ο Μαρτίνος, ο πατήρ του τον έδειρε τόσον πολύ ώστε επί μακρόν διάστημα ήσαν κεκηρυγμένοι εχθροί• εις μίαν άλλην περίπτωσιν, επειδή έκλεψεν ένα καρύδι, η μήτηρ του τον εμαστίγωσε μέχρις αίματος• ο Μαρτίνος εσκέφθη βραδύτερον ότι η «αυστηρά και σκληρή ζωή, την οποίαν έκαμα μαζί των, ήτο ο λόγος δια τον οποίον κατέφυγον κατόπιν εις το μοναστήριον και έγινα μοναχός».10
Η εικών της θεότητος, την οποίαν του μετέδωσαν οι γονείς του, αντηνάκλα την ιδικήν των διάθεσιν: ένας σκληρός πατήρ και αυστηρός δικαστής, επιβάλλων μίαν αρετήν χωρίς χαράν, απαιτών συνεχή εξιλασμόν και τελικώς καταδικάζων το πλείστον της ανθρωπότητος εις την αιωνίαν κόλασιν. Οι γονείς του επίστευον εις μαγίσσας, αγγέλους και δαίμονας πολλών ειδών και ειδικοτήτων. ο Μαρτίνος έφερε μαζί του πολλάς από τας δεισιδαιμονίας αυτάς μέχρι τέλους. Μία θρησκεία τρόμου εις ένα οίκον ακάμπτου πειθαρχίας συνετέλεσεν εις την διαμόρφωσιν της νεότητος και της πίστεως του Λουθήρου.
Εις το σχολείον του Μάνσφελδ υπήρχον ακόμη περισσότεροι ράβδοι και περισσοτέρα κατήχησις. Ο Μαρτίνος εξυλοκοπείτο δεκαπεντάκις της ημέρας διότι δεν είχε κλίνει ορθώς ένα όνομα. Εις ηλικίαν δέκα τριών ετών προήχθη εις ένα σχολείον μέσης εκπαιδεύσεως, το όποιον διηυθύνετο και συνετηρείτο από μίαν θρησκευτικήν αδελφότητα εις το Μαγδεμβούργον. Δέκα τεσσάρων ετών μετεγράφη εις το σχολείον του Αγίου Γεωργίου εις το Άιζεναχ και διήλθε τρία σχετικώς ευτυχή έτη κατοικών εις την άνετον οικίαν της φράου Κόττα. ο Λούθηρος ουδέποτε ελησμόνησε μίαν παρατήρησίν της, ότι δεν υπάρχει τίποτε πολυτιμώτερον επϊ της γής δι' ένα άνδρα από την αγάπην μιας καλής γυναικός. Αυτό υπήρξεν ένα αγαθόν το όποιον εχρειάσθη 42 έτη δια να το κερδίση. Εις την υγιεινοτέραν αυτην ατμόσφαιραν ανέπτυξε το φυσικόν θέλγητρον της νεότητος: υγιής, εύθυμος, κοινωνικός, ειλικρινής. Έψαλλε καλώς και έπαιζε λαγούτον.
Το 1501, ο ευπορήσας πατήρ του τον απέστειλεν εις το Πανεπιστήμιον της Ερφούρτης. Το πρόγραμμα περιεστρέφετο περί την θεολογίαν και την φιλοσοφίαν, η οποία εξηκολούθει να είναι σχολαστική. Αλλά ο νομιναλισμός του Όκκαμ είχε θριαμβεύσει εκεί και προφανώς ο Λούθηρος έλαβεν υπό σημείωσιν την θεωρίαν του Όκκαμ ότι πάπαι και σύνοδοι δυνατόν να πλανώνται. Εύρε τον σχολαστικισμόν υπό οιανδήποτε μορφήν τόσον δυσάρεστον ώστε συνεχάρη ένα φίλον του ως «μή υποχρεωμένον να μανθάνη την κόπρον, η οποία προσφέρεται» ως φιλοσοφία.11 Υπήρχον εις την Ερφούρτην μερικοί ήπιοι ουμανισταί• τον επηρέασαν πολύ ολίγον δεν ενδιαφέρθησαν δι' αυτόν όταν τον εύρον σοβαρώς απασχολούμενον με τον άλλον κόσμον. Έμαθεν ολίγα ελληνικά και ολιγώτερα εβραϊκά άλλ' ανέγνωσε τους μεγαλυτέρους Λατίνους κλασσικούς.
Το 1505 έλαβε το πτυχίον του διδάκτορος των τεχνών. Ο υπερήφανος πατήρ του του έστειλεν ως δώρον δια την αποφοίτησίν του, μίαν πολυτελή έκδοσιν του Corpus juris και εχάρη όταν ο υιός του επεδόθη εις την σπουδήν του δικαίου. Αιφνιδίως, μετά πάροδον δύο μηνών τοιούτων σπουδών και προς μεγάλην λύπην του πατρός του, ο 22ετής νέος απεφάσισε να γίνη μοναχός.
Η απόφασις εξέφραζε την αντίθεσιν η οποία υπήρχεν εις τον χαρακτήρα του. Ρωμαλέος μέχρι σημείου αισθησιασμού, προφανώς πλαισιωμένος δια μίαν ζωήν φυσικών ένστικτων και όμως εμποτισμένος από την οικογένειάν του και το σχολείον με την πεποίθησιν ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως αμαρτωλός και ότι η αμαρτία είναι προσβολή εναντίον του παντοδυνάμου και τιμωρού Θεού, δεν κατώρθωσε ποτέ να συμβιβάση εις την σκέψιν ή την διαγωγήν του τας φυσικάς του παρορμήσεις με τας επικτήτους γνώμας του. Διελθών προφανώς δια των συνήθων ερωτικών πειραμάτων και φαντασιών της εφηβείας, δεν ηδύνατο να δεχθή αυτά ως στάδια αναπτύξεως, αλλά τα εβλεπε ως έργα του σατανά ο όποιος ήτο προωρισμένος να παρασύρη τας ψυχάς εις αιωνίαν καταδίκην. Η αντίληψις περί Θεού η οποία του είχε δοθή, δεν περιείχε κανένα στοιχείον τρυφερότητος• η παρήγορος μορφή της Θεοτόκου κατελάμβανε ολίγην θέσιν εις την θεολογίαν αύτην του φόβου ο δέ Ιησούς δεν ήτο ο αγαπών υιός ο όποιος δεν ηδύνατο να αρνηθή τίποτε εις την μητέρα του. Ήτο ο Ιησούς της Δευτέρας Παρουσίας, ο όποιος τόσον συχνά εζωγραφίζετο εις τας εκκλησίας, ο Χριστός, ο οποίος είχεν απειλήσει τους αμαρτωλούς με το αιώνιον πύρ. Η διαρκής σκέψις της κολάσεως εσκότιζεν ένα πνεύμα πολύ εντόνως θρησκευτικόν ώστε να μη δύναται να την λησμονήση εις την κίνησιν και το ρεύμα της ζωής.
Μίαν ημέραν, καθώς επέστρεφεν εις την Ερφούρτην από τον οίκον του πατρός του, (Ιούλιος 1505) κατελήφθη από μίαν τρομεράν καταιγίδα. Ο κεραυνός έλαμψε πλησίον του και εκτύπησεν ένα παρακείμενον δένδρον. Αυτό εφάνη εις τον Λούθηρον ως μία προειδοποίησις εκ μέρους του Θεού ότι εάν δεν έστρεφε την σκέψιν του προς την σωτηρίαν, ο θάνατος θα ηδύνατο να τον καταλάβη απροετοίμαστον και να κολασθή. Πού θα ηδύνατο να ζήση ένα βίον σωτηρίου ευσεβείας ; Μόνον εκεί όπου τέσσαρες τοίχοι θα ηδύναντο να αποκλείσουν και η ασκητική πειθαρχία να καταβάλη τον κόσμον, την σάρκα και τον διάβολον μόνον εις ένα μοναστήριον. Έκαμεν ένα όρκον εις την αγίαν Άνναν ότι αν θα επέζη από αυτήν την καταιγίδα, θα εγίνετο μοναχός.
Υπήρχον είκοσι μοναστήρια εις την Ερφούρτην. Εξέλεξεν ένα, γνωστόν δια την πιστήν τήρησιν των μοναστικών κανόνων, των Αυγουστινιανών Ερημιτών. Συνεκέντρωσε τους φίλους του, έπιε και έψαλε μαζί των δια τελευταίαν, όπως είπε, φοράν και την επομένην έγινε δεκτός ως μαθητευόμενος εις το κελλίον του μοναστηρίου. Εξετέλει τα πλέον ευτελή καθήκοντα με υπερήφανον ταπεινοφροσύνην. Απήγγελλε προσευχάς, επαναλαμβάνων αυτάς μέχρι αυτοϋπνωτισμού, επάγωνεν εις ένα μη θερμαινόμενον κελλίον, ενήστευεν και εμαστιγώνετο με την ελπίδα να εκδίωξη τους δαίμονας από το σώμα του.
   «Ήμουν ευλαβής μοναχός και ετήρουν τόσον αυστηρώς τους κανόνας του τάγματος μου, ώστε.... εάν ποτέ κανείς μοναχός ανέβη εις τους ουρανούς από την μοναχικήν ζωήν, θα έπρεπε και εγώ να υπάγω εκεί... Εάν αυτό θα διήρκει περισσότερο θα είχον αποθάνει από τα βασανιστήρια τα όποια επέβαλλον εις τον εαυτόν μου με τας αγρυπνίας, τας προσευχάς, την ανάγνωσιν και τας άλλας εργασίας».12
Εις μιαν περίπτωσιν, όταν δεν είχεν εμφανισθή επί πολλάς ημέρας, οι φίλοι του εισέβαλον εις το κελλίον του και τον εύρον κείμενον αναίσθητον επί του εδάφους. Είχον φέρει ένα λαγούτον• ο εις το έπαιξεν• ο Λούθηρος συνήλθε και τους ηυχαρίστησε. Τον Σεπτέμβριον του 1506 έδωσε τον αμετάκλητον όρκον της πτώχειας, της αγνότητος και της υπακοής• και τον Μάιον του 1507 εχειροτονήθη ιερεύς.
  Οι σύντροφοι του μοναχοί του έδιδον φιλικάς συμβουλάς ένας τον διεβεβαίωνεν ότι το Πάθος του Χριστού είχε πληρώσει δια την αμαρτωλήν φύσιν του ανθρώπου και είχεν ανοίξει εις τον λυτρωμένον άνθρωπον τας πύλας του παραδείσου. Η ανάγνωσις των Γερμανών μυστικιστών συγγραφέων και ιδιαιτέρως του Τάουλερ, του εγέννησε την ελπίδα να γεφύρωση το φρικώδες χάσμα μεταξύ του εκ φύσεως αμαρτωλού ανθρώπου και του δικαίου, παντοδυνάμου Θεού. Έπειτα έπεσεν εις τας χείρας του μία πραγματεία του Ιωάννου Χούς και εις την πνευματική του αναταραχήν προσετέθησαν και δογματικαί αμφιβολίαι• ηπόρει διατί
«ένας άνθρωπος ο όποιος ηδύνατο να γράφη τόσον χριστιανικώς και τόσον ισχυρώς; είχε καή επί της πυράς... Έκλεισα το βιβλίον και απήλθον με πληγωμένην καρδίαν».13
  Ο Γιόχαν φόν Στάουπιτζ, επαρχιακός αντιπρόσωπος των Αυγουστινιανών Ερημιτών, εκινήθη από πατρικόν ενδιαφέρον δια τον ταραγμένον μοναχόν και του έδωσεν εντολήν να αντικαταστήση τον ασκητισμόν με την προσεκτικήν ανάγνωσιν της Βίβλου και του άγιου Αυγουστίνου. Οι μοναχοί έδειξαν το ενδιαφέρον των, δώσαντες εις αυτόν μίαν λατινικήν Βίβλον, σπάνιον τότε απόκτημα δι' ένα άτομον.
Μίαν ημέραν του 1508 ή του 1509, του έκαμεν εντύπωσιν μία φράσις της προς Ρωμαίους επιστολής του Παύλου (α', 17)
«Ο δέ δίκαιος έκ πίστεως ζήσεται». Αι λέξεις αυταί τον ωδήγησαν βραδέως προς την θεωρίαν, ότι ο άνθρωπος δύναται να «δικαιωθή» - δηλαδή να γίνη δίκαιος και ως εκ τούτου να σωθή από την κόλασιν -όχι δια των καλών έργων, τα όποια ουδέποτε θα ήρκουν δια να εξαλείψουν τας αμαρτίας έναντι μιας απεράντου θεότητος, αλλά μόνον δια της πλήρους πίστεως εις τον Χριστόν και εις τον δι' αυτού εξιλασμόν της ανθρωπότητος.
Εις τον Αυγουστίνον ο Λούθηρος εύρε μίαν άλλην ιδέαν, η όποια ανενέωσεν ίσως τους φόβους του -τον προορισμόν- ότι ο Θεός, ακόμη προ της δημιουργίας, είχε προορίσει μερικάς ψυχάς δια την σωτηρίαν και τας υπολοίπους δια την κόλασιν και ότι οι εκλεκτοί είχον επιλεγή με την ελευθέραν θέλησιν του Θεού να σωθούν δια της θείας θυσίας του Χριστού. Από τον έμμονον αυτόν παραλογισμόν έφυγε πάλιν προς την βασικήν του ελπίδα της σωτηρίας δια της πίστεως.
Το 1508, κατόπιν συστάσεως του Στάουπιτζ, μετετέθη εις ένα Αυγουστινιανόν μοναστήριον της Βιττενβέργης και εις την θέσιν του διδασκάλου της λογικής και της φυσικής, έπειτα του καθηγητού της θεολογίας εις το Πανεπιστήμιον. Η Βιττενβέργη ήτο η βορεία πρωτεύουσα -σπανίως η έδρα- του Φρειδερίκου του Σοφού. Ένας σύγχρονος την ονομάζει «πτωχήν, ασήμαντον πόλιν, με ολίγας παλαιάς και άσχημους οικίας». Ο Λούθηρος περιέγραψε τους κατοίκους ως «υπερβολικώς μεθύσους, αγενείς και επιρρεπείς προς τας διασκεδάσεις». Είχον την φήμην, ότι ήσαν οι μεγαλύτεροι πόται της Σαξονίας, η οποία εθεωρείτο ως ή πλέον μέθυσος επαρχία της Γερμανίας. Ένα μίλλιον προς ανατολάς, έλεγεν ο Λούθηρος, ετελείωνεν ο πολιτισμός και ήρχιζεν η βαρβαρότης. Εδώ, κατά το πλείστον, διέμεινε μέχρι τέλους της ζωής του.
Πρέπει να είχε γίνει κατά την εποχήν αυτήν υποδειγματικός μοναχός, διότι τον Οκτώβριον του 1510, αυτός και ένας άλλος συνάδελφος του μοναχός απεστάλησαν εις την Ρώμην εις κάποιαν αποστολήν δια τους Αυγουστινιανούς Ερημίτας. Η πρώτη του αντίδρασις, όταν αντίκρυσε την πόλιν, υπήρξεν ευλαβές δέος• εγονάτισεν, ύψωσε τας χείρας και είπε : «Σωτηρία εις σέ, ώ αγία Ρώμη !» Εξεπλήρωσεν όλας τας ευλαβείς υποχρεώσεις ενός προσκυνητού, υπεκλίθη ευσεβώς προ των άγιων λειψάνων, ανήλθε την αγίαν κλίμακα επί των γονάτων του, επεσκέφθη πλήθος εκκλησιών και εκέρδισε τόσας πολλάς συγχωρήσεις, ώστε παρ' ολίγον να ευχηθή να είχον αποθάνει οι γονείς του δια να τους σώση από το καθαρτήριον. Εξηρεύνησε το ρωμαϊκόν φόρουμ, αλλά παρέμεινε προφανώς ασυγκίνητος από την τέχνην της Αναγεννήσεως, με την οποίαν ο Ραφαήλ, ο Μιχαήλ Άγγελος και πλείστοι άλλοι είχον αρχίσει να στολίζουν την πρωτεύουσαν. επί πολλά έτη μετά το ταξείδιον αυτό δεν προέβη εις σχόλια δια την κοσμικότητα του ρωμαϊκού κλήρου η δια την ανηθικότητα, η οποία τότε ήκμαζεν εις την αγίαν πόλιν. Εν τούτοις μετά δέκα έτη και ακόμη περισσότερον, εις τας φανταστικάς αναμνήσεις του τών «Επιτραπεζίων συνομιλιών» κατά το γήρας του, περιέγραψε την Ρώμην του 1510 ως «φρίκην», τους πάπας ως χειροτέρους από τους ειδωλολάτρας αυτοκράτορας και την παπικήν αυλήν ως «υπηρετουμένην εις την τράπεζαν από δώδεκα γυμνάς νεάνιδας».14  Πολύ πιθανώς δεν είχεν επαφήν με τους ανωτέρους εκκλησιαστικούς κύκλους και δεν είχεν άμεσον γνώσιν της αναμφισβητήτως χαλαράς ηθικής των.
Μετά την επάνοδόν του εις την Βιττενβέργην (Φεβρουάριος 1511) προήχθη ταχέως εις την παιδαγωγικήν κλίμακα και έγινεν επαρχιακός γενικός αντιπρόσωπος του τάγματος του. Έδιδε μαθήματα επί της Βίβλου, εκήρυττε κανονικώς εις την ενοριακήν εκκλησίαν και διεξήγε το έργον του αξιώματός του με εργατικότητα και αφοσίωσιν. Ένας διακεκριμένος καθολικός λόγιος λέγει :

Αι επίσημοι επιστολαί του αποπνέουν μίαν βαθείαν μέριμναν δια τους αμφιρρέποντας, μίαν ευγενή συμπάθειαν δια τους πίπτοντας. Δεικνύουν βαθέα ίχνη θρησκευτικού αισθήματος και σπάνιον πρακτικόν πνεύμα, αν και περιέχουν συμβουλάς, αι οποίαι έχουν ανορθοδόξους τάσεις. Η πανώλης, η οποία έπληξε την Βιττενβέργην το 1516, τον εύρε θαρραλέον εις την θέσιν του, την οποίαν, παρά τας ανησυχίας των φίλων του, δεν εγκατέλειψε.15

Βραδέως, κατά την διάρκειαν των ετών τούτων (1512–17), αι θρησκευτικοί του ιδέαι απεμακρύνθησαν από τα επίσημα δόγματα της Εκκλησίας. Ήρχισε να ομιλή... περί της «θεολογίας μας», εν αντιθέσει προς εκείνην η οποία εδιδάσκετο εις την Ερφούρτην. Το 1515, απέδωσε την διαφθοράν η οποία υπήρχεν εις τον κόσμον, εις τον κλήρον, ο οποίος έδιδεν εις τον κόσμον πάρα πολλούς μύθους και αποφθέγματα ανθρωπίνης επινοήσεως και όχι τον κόσμον των Γραφών του Θεού. Το 1516, ανεκάλυψεν ένα ανώνυμον γερμανικόν χειρόγραφον, του οποίου η μυστικιστική ευλάβεια εστήριξε τόσον πολύ την ιδικήν του άποψιν της απολύτου εξαρτήσεως της ψυχής, δια την σωτηρίαν της, από την θείαν χάριν, ώστε το εξέδωσε και το εδημοσίευσεν ως «Theologia Germanica». Ήτοι «Γερμανική Θεολογία». Εμέμφετο τους διαφημιστάς των συγχωρήσεων ως επωφελουμένους της απλοϊκότητος των πτωχών. Εις ιδιωτικήν του αλληλογραφίαν ήρχιζε να ταυτίζη τον αντίχριστον της πρώτης επιστολής του Ιωάννου με τον πάπαν.16 Τον Ιούλιον του 1517, προσκληθείς υπό του δουκός Γεωργίου της Αλβερτίνης Σαξονίας να κηρύξη εις την Δρέσδην, υπεστήριξεν, ότι μόνη η παραδοχή των χαρισμάτων του Χριστού εξησφάλιζε την σωτηρίαν του πιστεύοντος. Ο δούξ παρεπονέθη, ότι μία τοιαύτη έξαρσις της πίστεως μάλλον παρά της αρετής, «θα καθίστα τον λαόν υπερόπτην και επαναστατικόν».17 Μετά τρεις μήνας, ο τολμηρός μοναχός επροκάλει ολόκληρον τον κόσμον να συζητήση τας 95 θέσεις, τας οποίας είχε τοιχοκολλήσει εις την εκκλησίαν της Βιττενβέργης.

III. Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΛΑΜΒΑΝΕΙ ΜΟΡΦΗΝ
Η ξυλογραφία του Κράναχ του 1520 δύναται λογικώς να μας δείξη τον Λούθηρον του 1517: ένα κουρεμένον μοναχόν μέσου αναστήματος, λεπτόν, με μεγάλους οφθαλμούς με σοβαράν έκφρασιν, μεγάλην μύτην και αποφασιστικόν πώγωνα, ένα πρόσωπον προδίδον όχι εριστικόν αλλά ήρεμον θάρρος και χαρακτήρα. Εν τούτοις ήτο μάλλον δικαία οργή παρά άσκοπος θρασύτης εκείνη η όποια τον ηνάγκασε να γράψη τας θέσεις. Ο τοπικός επίσκοπος δεν είδε τίποτε το αιρετικόν εις αυτάς αλλά συνέστησεν ηπίως εις τον Λούθηρον να μη γράφη πλέον επί του θέματος αυτού επί τι χρονικόν διάστημα. Και ο ίδιος ο συγγραφεύς εστενοχωρήθη κατ' αρχάς από την μανίαν την οποίαν επροκάλεσε. Τον Μάιον του 1518 είπεν εις τον Στάουπιτζ ότι η πραγματική του φιλοδοξία ήτο να ζήση ένα βίον ηρέμου απομονώσεως. Εξηπάτα τον εαυτόν του• απελάμβανε την μάχην.
Αι θέσεις κατέστησαν το θέμα της συζητήσεως εις την εγγράμματον Γερμανίαν. Χιλιάδες ανέμενον μίαν τοιαύτην διαμαρτυρίαν και η λανθάνουσα επί γενεάς αντικληρική τάσις ηγαλλίασε διότι εύρε μίαν φωνήν. Η πώλησις των συγχωρήσεων υπεχώρησεν. Αλλά πολλοί πρωταγωνισταί ηγέρθησαν δια να δεχθούν την πρόκλησιν. Ο ίδιος ο Τέτζελ, με κάποιαν επαγγελματικήν βοήθειαν, απήντησεν εις 106 Αντι-θέσεις (Δεκέμβριος 1517). Δεν έκαμε παραχωρήσεις η απολογίας αλλά «έδωσε κατά καιρούς μίαν άνευ συμβιβασμών, και μάλιστα δογματικήν, επικύρωσιν εις απλάς θεολογικάς γνώμας, αι οποίαι δεν ήσαν σύμφωνοι με την λογιότητα».18 Όταν η δημοσίευσις αυτή έφθασεν εις την Βιττενβέργην, ένας μεταπράτης ο όποιος την προσέφερε προς πώλησιν εκακοποιήθη από φοιτητάς του Πανεπιστημίου και το απόθεμά του από 800 αντίτυπα εκάη εις την κεντρικήν πλατείαν, ενέργεια την οποίαν ο Λούθηρος κατέκρινε πλήρης χαράς. Απήντησεν εις τον Τέτζελ με ένα «Κήρυγμα περί συγχωρήσεων και χάριτος» καταλήγων με μίαν χαρακτηριστικήν πρόκλησιν:
«Εάν αποκληθώ αιρετικός από εκείνους, των όποιων τα βαλάντια θα υποφέρουν από τας αληθείας μου, δεν ενδιαφέρομαι πολύ δια τας κραυγάς των• διότι μόνον εκείνοι των όποιων η σκοτεινή διάνοια δεν εγνώρισε ποτέ την Βίβλον, λέγουν αυτό».19
Ο Ιάκωβος βάν Χοογκστραίτεν εκ Κολωνίας εξέπεμψε βαρείας ύβρεις κατά του Λουθήρου και εισηγήθη να τον κάψουν επί της πυράς. Ο Γιόχαν Έκ, υποκαγκελλάριος του Πανεπιστημίου της Ινγκολστατ, εξέδωσεν ένα φυλλάδιον «Obelisci» (Μάρτιος 1518), το οποίον κατηγορεί τον Λούθηρον ότι εσκόρπιζε «βοημικόν δηλητήριον» (τάς αιρέσεις του Χούς), και υπενόμευεν όλην την εκκλησιαστικήν τάξιν. Εις την Ρώμην, ο Σύλβεστρος Πριέριας, παπικός λογοκριτής της φιλολογίας, εδημοσίευσεν ένα «Διάλογον» «υποστηρίζων την απόλυτον υπεροχήν του πάπα με εκφράσεις μη υστερούσας εις υπερβολάς, επεκτείνων ιδιαιτέρως την θεωρίαν του μέχρις ενός απαραδέκτου σημείου εις ό,τι άφορα τας συγχωρήσεις».20
Ο Λούθηρος τον αντέκρουσε με ένα λατινικόν βιβλίον «Resolutiones» (Απρίλιος 1518), αντίτυπα του όποιου απέστειλεν εις τον τοπικόν του επίσκοπον και εις τον πάπαν και εις τας δύο περιπτώσεις με διαβεβαιώσεις ορθοδοξίας και υποταγής. Το κείμενον ωμίλει πολύ καλώς περί του Λέοντος Ι' :

Παρ' όλον ότι υπάρχουν εις την Εκκλησίαν πολύ πεπαιδευμένοι και πολύ άγιοι άνθρωποι, εν τούτοις είναι η ατυχία της εποχής μας ότι και αυτοί ακόμη... δεν δύνανται να συνδράμουν την Εκκλησίαν... Τώρα έχομεν επί τέλους ένα εξαίρετον ποντίφηκα, το Λέοντα Ι', του οποίου η ακεραιότης και η πολυμάθεια αποτελούν χαράν όταν τας ακούουν όλοι οι καλοί άνθρωποι. Αλλά τι δύναται να πράξη ο άριστος αυτός των ανθρώπων μόνος, εις μίαν τόσον μεγάλην σύγχυσιν υποθέσεων, αν και ήτο άξιος να βασιλεύση εις καλυτέρους καιρούς ;... Αυτήν την εποχήν είμεθα άξιοι μόνον να έχωμεν πάπας όπως ο Ιούλιος Β' και ο Αλέξανδρος ΣΤ'... η ιδία η Ρώμη, ναι, η Ρώμη περιοσότερον από όλους, γελά εις βάρος των καλών ανθρώπων• εις ποίον μέρος του χριστιανικού κόσμου ειρωνεύονται ελευθέρως οι άνθρωποι τους καλυτέρους επισκόπους παρά εις την Ρώμην, την πραγματικήν Βαβυλώνα;

Απ' ευθείας προς τον Λέοντα, εκδηλώνει μίαν ασυνήθη ταπεινοφροσύνην:

Ευλογημένε πάτερ, προσφέρω τον εαυτόν μου γονυκλινή προ των ποδών της αγιότητός σου, με όλα όσα έχω και με ό,τι είμαι. Επίσπευσε, σύντριψε, κάλεσε, ανακάλεσε, έγκρινε, κατάκρινε, όπως θα σου φανή καλύτερον. Θα παραδεχθώ την φωνήν σου ως την φωνήν του Χρίστου, μένουσαν εντός σου και ομιλούσαν δια σού. Εάν  είμαι άξιος θανάτου, δεν θα αρνηθώ να αποθάνω.21

Εν τούτοις, όπως εσημείωσαν οι σύμβουλοι του Λέοντος, αι «Resolutiones» εβεβαίωνον την υπεροχήν μιας οικουμενικής συνόδου επί του πάπα, ωμίλουν καταφρονητικώς δια τα λείψανα και τα προσκυνήματα, ηρνούντο τας περισσευούσας χάριτας των αγίων και απέρριπτον όλας τας προσθήκας, τας οποίας είχον κάμει οι πάπαι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνας εις την θεωρίαν και την πράξιν των συγχωρήσεων. Επειδή ήσαν μία βασική πηγή των παπικών εσόδων και ο Λέων είχεν εξαντλήσει όλας τας επινοήσεις του δια να χρηματοδοτή τας φιλανθρωπίας, τας διασκεδάσεις και τους πολέμους του καθώς και το διοικητικόν και οικοδομικόν πρόγραμμα της Εκκλησίας, ο στενοχωρημένος ποντίφηξ, ο οποίος κατ’ αρχάς είχε παραμερίσει την έριδα ως παροδικήν αναταραχήν μεταξύ μοναχών, τώρα ανέλαβε την υπόθεσιν εις τας χείρας του και εκάλεσε τον Λούθηρον εις την Ρώμην (7 Ιουλίου 1518).
Ο Λούθηρος αντεμετώπισε μίαν κρίσιμον απόφασιν. Έστω και αν ο πλέον καλόκαρδος από τους πάπας τον μετεχειρίζετο επιεικώς, θα ηδύνατο να ευρεθή ευγενώς αποστομωμένος και κλεισμένος εις κάποιο ρωμαϊκόν μοναστήριον, δια να λησμονηθή εντός ολίγου από εκείνους οι όποιοι τον επεδοκίμαζον και τον εχειροκρότουν. Έγραψεν εις τον Γεώργιον Σπαλατίν, εφημέριον του εκλέκτορος Φρειδερίκου, υποδεικνύων, ότι οι Γερμανοί ηγεμόνες έπρεπε να προστατεύουν τους πολίτας των από βιαίαν έκδοσιν εις την Ιταλίαν. Ο εκλέκτωρ συνεφώνησεν. Εξετίμα πολύ τον Λούθηρον, ο όποιος είχε κάμει το Πανεπιστήμιον της Βιττενβέργης να ευημερήση• και επί πλέον, ο αυτοκράτωρ Μάξιμιλιανός, βλέπων εις τον Λούθηρον ένα πιθανόν μέσον δια να παίξη εις τας διπλωματικάς διενέξεις με την Ρώμην, συνέστησεν εις τον εκλέκτορα να «φροντίση επιμελώς δι' αυτόν τον μοναχόν».22
Ακριβώς την ιδίαν εποχήν, ο αυτοκράτωρ είχε συγκαλέσει μίαν αυτοκρατορικήν δίαιταν εις το Άουγκσμπουργκ δια να εξετάση την αίτησιν του πάπα όπως φορολογήση την Γερμανίαν, δια να βοηθήση εις την χρηματοδότησιν μιας νέας σταυροφορίας κατά των Τούρκων. Ο κλήρος (επρότεινεν ο Λέων) θα επλήρωνε το 1/10 και οι λαϊκοί το 1/12 των εισοδημάτων των και ανά πενήντα οικογένειαι θα έδιδον ένα άνδρα. Η δίαιτα ηρνήθη• αντιθέτως, επανέλαβε μετά σταθερότητος τας διαμαρτυρίας, αι οποίαι απετέλουν την δικαιολογίαν της επιτυχίας του Λουθήρου. Κατέδειξεν εις τον παπικόν λεγάτον, ότι η Γερμανία είχε συχνά φορολογηθή δια σταυροφορίας μόνον και μόνον δια να ίδη τα χρήματα χρησιμοποιούμενα δι' άλλους παπικούς σκοπούς• ότι ο λαός θα αντετίθετο εντόνως εις πάσαν περαιτέρω αποστολήν χρημάτων εις την Ιταλίαν• ότι αι ετήσιαι εισφοραί, τα δικαιώματα διορισμού και τα έξοδα των κανονικών δικών, τα όποια απεστέλλοντο εις την Ρώμην, ήσαν ήδη αφόρητον βάρος και ότι γερμανικοί προσοδοφόροι θέσεις εδίδοντο ως δαμάσκηνα εις Ιταλούς ιερείς. Τοιαύτη θρασεία απόρριψις παπικών αιτήσεων, έλεγεν εις Έκ των αντιπροσώπων, δεν είχε ποτέ σημειωθή εις την γερμανικήν ιστορίαν.23 Παρατηρήσας το στασιαστικόν πνεύμα εις τους πρίγκιπας, ο Μαξιμιλιανός έγραψεν εις την Ρώμην και συνέστησε προσοχήν εις την μεταχείρισιν του Λουθήρου, άλλ’ υπεσχέθη συνεργασίαν δια την καταστολήν των αιρέσεων.
Ό Λέων ήτο διατεθειμένος ή υποχρεωμένος να είναι επιεικής. Πράγματι, ένας διαμαρτυρόμενος ιστορικός αποδίδει τον θρίαμβον της Μεταρρυθμίσεως εις την μετριοπάθειαν του πάπα.24 Ανέστειλε την διατάγην της παρουσιάσεως του Λουθήρου εις την Ρώμην και του έδωσε την εντολήν να παρουσιασθή εις το Άουγκσμπουργκ ενώπιον του καρδιναλίου Καγιετάν και να απολογηθή δια κατηγορίας απειθαρχίας και αιρέσεων. Έδωσεν οδηγίας εις τον λεγάτον του να παραχωρήση εις τον Λούθηρον πλήρη συγγνώμην και αξιώματα εις το μέλλον εάν θα απηρνείτο τας απόψεις του και θα υπετάσσετο• άλλως θα εζητείτο από τας κοσμικάς αρχάς να τον αποστείλουν εις την Ρώμην.25 Κατά την ιδίαν περίπου εποχήν ο Λέων εξήγγειλε την πρόθεσίν του να απονείμη εις τον Φρειδερίκον μίαν τιμήν, την οποίαν ο ευλαβής εκλέκτωρ πρό πολλού επωφθαλμία: το «Χρυσούν Ρόδον», το οποίον οι πάπαι απένεμον εις κοσμικούς ηγεμόνας, τους οποίους ήθελον να τιμήσουν με την υπερτάτην των εύνοιαν. Πιθανώς ο Λέων να προσεφέρθη τώρα να υποστηρίξη τον Φρειδερίκον ως διάδοχον του αυτοκρατορικού στέμματος.26
Εφωδιασμένος με ένα αυτοκρατορικόν διαβατήριον, ο Λούθηρος συνήντησε τον Καγιετάν εις το Άουγκσμπουργκ (12 Οκτωβρίου 1518). Ο καρδινάλιος ήτο άνθρωπος μεγάλης θεολογικής μορφώσεως και υποδειγματικού βίου, αλλά παρεξήγησε την αποστολήν του, θεωρήσας ότι ήτο δικαστής και όχι διπλωμάτης. Όπως αυτός αντελήφθη την υπόθεσιν, επρόκειτο κυρίως περί θέματος εκκλησιαστικής πειθαρχίας και τάξεως: θα έπρεπε να επιτραπή εις ένα μοναχόν να επικρίνη δημοσία τους ανωτέρους του -εις τους οποίους είχεν ορκισθή υπακοήν- και να υποστηρίζη απόψεις καταδικαζομένας υπό της Εκκλησίας; Αρνούμενος να συζητήση το ορθόν ή το πεπλανημένον των ισχυρισμών του Λουθήρου, απήτησε την ανάκλησίν των και την υπόσχεσιν να μη διαταράξη του λοιπού την ειρήνην της Εκκλησίας. Και οι δύο έχασαν την υπομονήν των. Ο Λούθηρος επανήλθεν αυθάδης εις την Βιττενβέργην. Ο Καγιετάν εζήτησεν από τον Φρειδερίκον να τον αποστείλη εις την Ρώμην. Ο Φρειδερίκος ηρνήθη.
Ο Λούθηρος έγραψε μίαν ευφυά έκθεσιν περί της συναντήσεώς των, η οποία εκυκλοφόρησεν εις όλην την Γερμανίαν. Αποστέλλων αυτήν εις τον φίλον του Βέντζελ Λίνκ, προσέθεσε:
«Σου αποστέλλω το ασήμαντον έργον μου, δια να δυνηθής να ίδης εάν δεν έχω δίκαιον να υποθέτω ότι, κατά τον απόστολον Παύλον, ο πραγματικός αντίχριστος κυριαρχεί εις την ρωμαϊκήν αυλήν. Νομίζω, ότι, αυτός είναι χειρότερος από όλους τους Τούρκους»27.
Εις μίαν ηπιωτέραν επιστολήν προς τον δούκα Γεώργιον, εζήτησεν όπως «αναληφθή μία κοινή μεταρρύθμισις εις τα πνευματικά και κοσμικά κράτη»28• Η πρώτη γνωστή χρησιμοποίησις υπ' αυτού της λέξεως, η οποία επρόκειτο να δώση εις την εξέγερσιν το ιστορικόν της όνομα.
Ο Λέων εξηκολούθησε τας προσπαθείας του δια συμφιλίωσιν. Δια μιας βούλλας της 9ης Νοεμβρίου 1518, απηρνήθη πολλάς από τας υπερβολικάς ιδιότητας των συγχωρήσεων• δεν συνεχώρουν ούτε αμαρτίας ούτε ενοχήν αλλά μόνον τας επίγειους εκείνας τιμωρίας, τας οποίας είχεν επιβάλει η Εκκλησία, όχι οι κοσμικοί ηγεμόνες. Όσον άφορα την απαλλαγήν ψυχών από το καθαρτήριον, η δύναμις του πάπα περιωρίζετο εις τας προσευχάς του, κατά τας όποιας ικέτευε τον Θεόν να εφαρμόση εις μίαν νεκράν ψυχήν το περίσσευμα των χαρίτων του Χριστού και των αγίων. Την 28ην Νοεμβρίου, ο Λούθηρος εδημοσίευσε μίαν έφεσιν κατά της αποφάσεως του πάπα προς μίαν γενικήν σύνοδον. Κατά τον ίδιο μήνα, ο Λέων ανέθεσεν εις τον Κάρλ φόν Μίλτιτζ, ένα νεαρόν Σάξονα ευγενή κατέχοντα εκκλησιαστικόν αξίωμα εις την Ρώμην, να φέρη το «Χρυσούν Ρόδον» εις τον Φρειδερΐκον και να καταβάλη επίσης μίαν ήρεμον προσπάθειαν δια να επαναφέρη τον Λούθηρον, αυτό το «τέκνον του σατανά», εις την υπακοήν.29
Όταν έφθασεν εις την Γερμανίαν, ο Μίλτιτζ κατεπλάγη ευρών την μισήν χώραν να διάκειται εχθρικώς προς την Ρωμαϊκήν Έδραν. Μεταξύ των φίλων του εις το Άουγκσμπουργκ και την Νυρεμβέργην, οι τρεις εκ των πέντε ήσαν υπέρ του Λουθήρου. Εις την Σαξονίαν, το αντιπαπικόν αίσθημα ήτο τόσον ισχυρόν ώστε ηναγκάσθη να αποβάλη όλας τας ενδείξεις ότι ήτο εντεταλμένος του πάπα. Όταν συνήντησε τον Λούθηρον εις το Άλτεμπουργκ (3 Ιανουαρίου 1519), τον εύρε περισσότερον διατεθειμένον να υποταχθή εις την λογικήν παρά εις τον φόβον. Προφανώς κατά το στάδιον τούτο ο Λούθηρος ενδιεφέρετο ειλικρινώς να διατηρήση την ενότητα της δυτικής χριστιανοσύνης. Προέβη εις γενναίας υποχωρήσεις: να τηρήση σιγήν εάν οι αντίπαλοί του θα έπραττον το ίδιον• να γράψη μιαν επιστολήν υποταγής προς τον πάπαν• να αναγνωρίση δημοσία την αξίαν των προσευχών προς τους αγίους, την πραγματικότητα του καθαρτηρίου και την χρησιμότητα των συγχωρήσεων εις ό,τι άφορα την άρσιν των κανονικών ποινών και να συστήση εις τον λαόν μιαν ειρηνικήν υποταγήν εις την Εκκλησίαν εν τω μεταξύ τα πρακτικά της συζητήσεως θα υπεβάλλοντο προς επικύρωσιν εις ένα Γερμανόν επίσκοπον, τον όποιον θα παρεδέχοντο και τα δύο μέρη.30 Ευχαριστημένος ο Μίλτιτζ μετέβη εις την Λειψίαν, εκάλεσε τον Τέτζελ, τον επέπληξε δια τας υπερβολάς του, τον κατηγόρησε δι' επαιτείαν και ιδιοποίησιν και τον απέπεμψεν. Ο Τέτζελ απεσύρθη εις το μοναστήριόν του και μετ' ολίγον απέθανε (11 Αυγούστου 1519). Εις την επιθανάτιου κλίνην του έλαβε μιαν ευγενικήν επιστολήν από τον Λούθηρον, η οποία τον διεβεβαίωνεν ότι η πώλησις των συγχωρήσεων ήτο μόνον αφορμή και όχι η αίτια της αναταραχής, «ότι η υπόθεσις δεν είχε αρχίσει με αυτήν την βάσιν αλλ' ότι το παιδίον είχεν άλλον πατέρα».31
Την 3ην Μαρτίου ο Λούθηρος έγραψε προς τον πάπαν μιαν επιστολήν πλήρους υποταγής. Ο Λέων απήντησεν εις φιλικόν πνεύμα (29 Μαρτίου) προσκαλέσας αυτόν να μεταβή εις την Ρώμην δια να εξομολογηθή και προσφέρας χρήματα δια το ταξείδιόν του.32 Εν τούτοις, με έμμονον αστάθειαν, ο Λούθηρος έγραψεν εις τον Σπαλατίν την 13 Μαρτίου:
«Ευρίσκομαι εις μεγάλην απορίαν και θα ήθελα να μάθω αν ο πάπας είναι ο αντίχριστος η ο απόστολός του».33
Υπό τας υφισταμένας συνθήκας, εθεώρησεν ασφαλέστερον να παραμείνη εις την Βιττενβέργην.
Εκεί η σύγκλητος του Πανεπιστημίου, οι φοιτηταί και οι πολίται ήσαν κατά το πλείστον μέρος υπέρ της υποθέσεώς του. Υπήρξεν ιδιαιτέρως ευτυχής να έχη την υποστήριξιν ενός λαμπρού νέου ουμανιστού και θεολόγου, τον όποιον ο εκλέκτωρ είχε διορίσει το 1518, εις ηλικίαν 21 ετών, να διδάξη ελληνικά εις το Πανεπιστήμιον.
Ο Φίλιππος Σβάρτσερτ (μαύρη γή) είχεν εξελληνίσει το όνομά του εις Μελάγχθων χάρις εις τον θείον του Ρόυχλιν. Ήτο άνθρωπος μικρού αναστήματος, αδυνάτου κράσεως, με διστακτικόν βάδισμα, κοινά χαρακτηριστικά, υψηλόν μέτωπον και δειλούς οφθαλμούς. Ο διανοούμενος της Μεταρρυθμίσεως είχε γίνει τόσον αγαπητός εις την Βιττενβέργην ώστε εις την αίθουσαν της διδασκαλίας εις την οποίαν συνεκεντρούντο πεντακόσιοι έως εξακόσιοι φοιτηταί και ο ίδιος ο Λούθηρος, ο όποιος τον περιέγραψεν ως έχοντα «σχεδόν κάθε αρετήν η όποια είναι γνωστή εις τον άνθρωπου»,34 εκάθητο ταπεινώς μεταξύ των μαθητών του. «Ο Μελάγχθων», έλεγεν ο Έρασμος, «είναι άνθρωπος με λεπτήν φύσιν• ακόμη και οι εχθροί του ομιλούν καλώς δι' αυτόν».35 Ο Λούθηρος ηγάπα την πάλην ο Μελάγχθων επόθει την ειρήνην και την συνδιαλλαγήν. Κάποτε ο Λούθηρος τον επέπληττεν ως υπερμέτρως μετριοπαθή, άλλα η ευγενεστέρα και ηπιωτέρα πλευρά του Λουθήρου εφαίνετο εις την αμετάπτωτον αγάπην του δι' ένα άνθρωπον τόσον αντίθετον προς αυτόν και εις την ιδιοσυγκρασίαν και εις την πολιτικήν.

Εγώ έχω γεννηθή δια να πολεμώ και να μάχωμαι με φατρίας και με δαίμονας• δια τούτο τα βιβλία μου είναι θυελλώδη και πολεμικά. Πρέπει να ξερριζώσω τους κορμούς των δένδρων, να κόψω τας ακάνθας και τους τριβόλους, να γεμίσω τους χάνδακας και είμαι ο τραχύς άνθρωπος του δάσους ο όποιος θα άνοιξη δρόμους και θα ετοιμάση τα πράγματα. Αλλά ο Φίλιππος βαδίζει μαλακά και σιωπηλά, καλλιεργεί και φυτεύει, σπείρει και ποτίζει με ευχαρίστησιν, επειδή ο Θεός τον επροίκισε πλουσίως.36

Ένας άλλος καθηγητής της Βιττενβέργης έλαμψε με ζωηρότερον φώς από του Μελάγχθονος. Ο Ανδρέας Μποντενστάιν, γνωστός από τον τόπον της καταγωγής του ως Κάρλστατ, είχεν εισέλθει εις το πανεπιστημιακόν επιτελείον εις ηλικίαν 24 ετών (1504). Τριακονταετής έλαβε την έδραν της Θωμιστικής φιλοσοφίας και θεολογίας. Την 13ην Απριλίου 1517 προηγήθη της ιστορικής διαμαρτυρίας του Λουθήρου, δημοσιεύσας 152 θέσεις εναντίον των συγχωρήσεων. Κατ' αρχάς αντετίθετο προς τον Λούθηρον αλλά πολύ συντόμως μετεστράφη εις ένθερμον υποστηρικτήν του, «θερμότερος εις το ζήτημα από εμέ», έλεγεν ο μέγας επαναστάτης.37 Όταν οι «Οβελίσκοι» του Έκ επροκάλεσαν τας θέσεις του Λουθήρου, ο Κάρλστατ τας υπερήσπισε με 406 προτάσεις• μια εξ’ αυτών περιελάμβανε την πρώτην ρητήν διακήρυξιν, εις την γερμανικήν Μεταρρύθμισιν, του ανωτέρου κύρους της Βίβλου έναντι των διατάξεων και των παραδόσεων της Εκκλησίας. Ο Έκ απήντησε με μίαν πρόκλησιν εις δημοσίαν συζήτησιν• ο Κάρλστατ εδέχθη προθύμως και ο Λούθηρος έκαμε τας προετοιμασίας. Κατόπιν ο Έκ εδημοσίευσεν ένα κατάλογον από δέκα τρεις θέσεις, τας οποίας προσεφέρθη να αποδείξη κατά την συζήτησιν. Η μία έλεγεν : «Αρνούμεθα ότι η ρωμαϊκή Εκκλησία δεν ήτο υπερτέρα των άλλων εκκλησιών προ της εποχής του Συλβέστρου. Έχομεν πάντοτε αναγνωρίσει τον κάτοχου της έδρας του Πέτρου ως τον διάδοχόν του και τον αντιπρόσωπον του Χρίστου». Δεν ήτο ο Κάρλστατ αλλά ο Λούθηρος εκείνος ο όποιος, εις τας «Resolutiones» είχε τονίσει το σημείον ότι κατά τους πρώτους αιώνας του χριστιανισμού η Ρωμαϊκή Έδρα δεν είχε περισσοτέραν εξουσίαν από πολλούς άλλους επισκόπους της Εκκλησίας. Ο Λούθηρος ησθάνθη ότι επροκαλείτο και ισχυρίσθη ότι αι θέσεις του Έκ του απήλλασσον από τον όρκον του θα σιωπήση. Απεφάσισε να μετάσχη με τον Κάρλστατ εις του θεολογικόν αγώνα.
     Τον Ιούνιον του 1519, οι δύο πολεμισταί μετέβησαν εις την Λειψίαν, συνοδευόμενοι από τον Μελάγχθονα και εξ άλλους καθηγητάς και περιβαλλόμενοι από 200 φοιτητάς της Βιττενβέργης, επιβαίνοντας επί χωρικών αμαξών και ωπλισμένους και θωρακισμένους ως εάν μετέβαινον εις μάχην. Εις την πραγματικότητα εισήρχοντο εις έδαφος εχθρικόν προς τον Λούθηρον. Εις την μεγάλην αίθουσαν με τους τάπητας, του πύγου του Πλάισσενμπουργκ, η οποία ήτο κατάμεστος από αγωνιώντας θεατάς και υπό την προεδρίαν του ορθοδόξου δουκός Γεωργίου της Αλβερτίνης Σαξονίας, ο Έκ και ο Κάρλστατ ήρχισαν την μάχην μεταξύ του παλαιού και του νέου (27 Ιουνίου). Κανείς εις την Λειψίαν δεν ενδιεφέρετο ότι την επομένην επρόκειτο να εκλεγή ένας νέος αυτοκράτωρ εις την Φραγκούρτην επί του Μάιν. Αφού επί ημέρας ο Κάρλστατ υπέφερεν από την υπερτέραν ικανότητα του Εκ εις την επιχειρηματολογίαν, ο Λούθηρος ανήλθεν εις το βήμα ως εκπρόσωπος της Βιττενβέργης. Ήτο λαμπρός και ισχυρός συζητητής αλλά απερισκέπτως ειλικρινής. Ηρνήθη μετ' εμφάσεως την υπεροχήν του επισκόπου, της Ρώμης κατά τας πρώτας ημέρας του χριστιανισμού και υπενθύμισεν εις το ακροατήριόν του ότι η εκτεταμένη Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησία εξηκολούθει να απορρίπτη την υπεροχήν της Ρώμης. Όταν ο Έκ τον κατηγόρησεν ότι η άποψις του Λούθηρου απήχει την άποψιν του Χούς, τον οποίον είχε καταδικάσει η σύνοδος της Κωνσταντίας, ο Λούθηρος απήντησεν ότι ακόμη και αι οικουμενικαί σύνοδοι ήτο δυνατόν να πλανώνται και ότι πολλαί από τας θεωρίας του Χούς ήσαν ορθαί.
Όταν ετελείωσεν αυτή η συζήτησις (8 Ιουλίου), ο Εκ είχεν επιτύχει τον πραγματικόν του σκοπόν, να παρασύρη τον Λούθηρον να εκτεθή εις αίρεσιν. Η Μεταρρύθμισις τώρα επροχώρησε από μίαν δευτερεύουσαν συζήτησιν περί συγχωρήσεων εις μίαν μεγάλην αμφισβήτησιν της παπικής εξουσίας επί της χριστιανοσύνης.
Ό Εκ μετέβη εις την Ρώμην, παρουσίασεν εις την κουρίαν μίαν έκθεσιν επί της συζητήσεως και εισηγήθη τον αφορισμόν του Λουθήρου. Ο Λέων δεν ήτο τόσον βιαστικός• εξηκολούθει να ελπίζη εις κάποιαν ειρηνικήν λύσιν και ευρίσκετο πολύ μακράν από την Γερμανίαν δια να αντιληφθή πόσον είχε προχωρήσει η ανταρσία. Εξέχοντες και σεβαστοί πολίται όπως ο Γιόχαν Χολτσούχερ, ο Λάζαρος Σπέγκλερ και ο Βίλλιμπαλδ Πίρκχαϊμερ, ωμίλουν υπέρ του Λουθήρου• ο Ντύρερ προσηύχετο δια την επιτυχίαν του• οι ουμανισταί εσκόρπιζον σύννεφα φυλλαδίων σατιρίζοντες τον παπισμόν με όλην την υπερβολικήν μαχητικότητα, η όποια εχαρακτήριζε την εποχήν. Ο Ούλριχ φόν Χούττευ, όταν έφθασεν εις το Άουγκσμπουργκ το 1518, έστρεψε τους στίχους του εναντίον της προσκλήσεως του Λέοντος δια την συγκέντρωσιν χρημάτων δια σταυροφορίαν και εξέφρασε την ελπίδα ότι οι συλλογείς θα επέστρεφον εις τον τόπον των με κενούς τους σάκκους των. Όταν έφθασαν αι ειδήσεις δια την συζήτησιν της Λειψίας, εξύμνησε τον Λούθηρου ως τον ελευθερωτήν της Γερμανίας. Από της στιγμής εκείνης ο κάλαμος του υπήρξε ξίφος υπέρ της Μεταρρυθμίσεως. Κατετάγη εις τους ιππότας του Σίκινγκεν – οι όποιοι είχον όρεξιν δι’ επανάστασιν –  και τον έπεισε να παράσχη εις τον Λούθηρον όλην την υποστήριξιν και την προστασίαν την οποίαν ηδύνατο να δώση η ωπλισμένη δύναμίς του. Ο Λούθηρος απήντησε με θερμήν αναγνώρισιν αλλά δεν ήτο διατεθειμένος να χρησιμοποιήση βίαν δια να υπερασπίση το άτομον του.
Τον Μάρτιον του 1520 ο Χούττεν εδημοσίευσεν ένα παλαιόν γερμανικόν χειρόγραφον, γραφέν κατά την εποχήν του αυτοκράτορος Ερρίκου Δ' (1056 – 1106) και υποστηρίζον τον Ερρίκον κατά του αγώνα του εναντίον του πάπα Γρηγορίου Ζ'. Αφιέρωσε το βιβλίου εις τον νεαρόν αυτοκράτορα Κάρολον Ε' ως μίαν υπόδειξιν ότι η Γερμανία ανέμενεν από αυτόν να εκδικηθή δια την ταπείνωσιν και την ήτταν του Ερρίκου. Η απελευθέρωσις της Γερμανίας από την Ρώμην, έλεγεν ο Χούττεν, ήτο πλέον επείγουσα από την απόκρουσιν των Τούρκων. «Ενώ οι προπάτορές μας εθεώρουν ανάξιον αυτών να υποταχθούν εις τους Ρωμαίους όταν εκείνοι ήσαν το πολεμικώτερον έθνος του κόσμου, ημείς όχι μόνον υποτασσόμεθα εις τους θηλυπρεπείς αυτούς δούλους της λαγνείας και της πολυτελείας αλλ' ανεχόμεθα να λεηλατούμεθα δια να ικανοποιήσωμεν τον αισθησιασμόν των».38 Του Απρίλιον του 1520, ο Χούττεν εξέδωσε την πρώτην από δύο σειράς «Gespräche», διάλογους εις στίχους οι οποίοι έπαιξαν ρόλον, αμέσως μετά τα έργα του Λουθήρου, εις την έκφρασιν και την παρόρμησιν της εθνικής επιθυμίας δι' ανεξαρτησίαν από την Ρώμην. Περιέγραψε την Ρώμην ως ένα «γιγάντιον σκώληκα πίνοντα αίμα» και διεκήρυξεν ότι «ο πάπας είναι ένας λήσταρχος και η συμμορία του φέρει το όνομα Εκκλησία... Η Ρώμη είναι θάλασσα ακαθαρσίας, ένα τέλμα πλήρες βορβόρου, μία απέραντος άβυσσος ανομίας. Δεν θα έπρεπε να προστρέξωμεν εξ όλων των κατευθύνσεων δια να συντονίσωμεν την καταστροφήν της κοινής αυτής κατάρας δια την ανθρωπότητα ;»39. Ο Έρασμος παρεκάλεσε τον Χούττεν να περιορίση την δριμύτητα του ύφους του και του έκαμε μίαν φιλικήν προειδοποίησιν ότι εκινδύνευε να συλληφθή. Ο Χούττεν εκρύβη διαδοχικώς εις τους διαφόρους πύργους του Σίκινγκεν αλλ' εξηκολούθησε την εκστρατείαν του. Εις τον εκλέκτορα Φρειδερίκον συνέστησε την παραχώρησιν εις κοσμικούς όλης της εκκλησιαστικής περιουσίας και περιέγραψε την εξαίρετον χρήσιν την οποίαν θα ηδύνατο να κάμη η Γερμανία, του χρήματος, το όποιον εστέλλετο κατ' έτος εις την Ρώμην.40
Αλλά το κέντρον του πολέμου παρέμενεν εις την μικράν Βιττενβέργην. Την άνοιξιν του 1520 ο Λούθηρος εδημοσίευσε, με ολίγας υποσημειώσεις, μίαν «Επιτομήν», εις την οποίαν ανέφερε τας πλέον προσφάτους και αδιαλλάκτους διεκδικήσεις των ορθοδόξων θεολόγων περί της υπεροχής και των εξουσιών των παπών. Ο Λούθηρος αντέκρουσε τα άκρα δια των άκρων:

Εάν η Ρώμη πιστεύη και διδάσκη αυτά εν γνώσει των παπών και των καρδιναλίων (πράγμα το οποίον ελπίζω να μη συμβαίνη) τότε εις τας σελίδας αυτάς διακηρύττω ανεπιφυλάκτως ότι ο αντίχριστος εδρεύει εις τον ναόν του Θεού και βασιλεύει εις την Ρώμην -αυτήν την Βαβυλώνα, ενδεδυμένην εις την πορφύραν- και ότι η ρωμαϊκή κουρία είναι η συναγωγή του σατανά... Εάν η μανία των Ρωμαιοκαθολικών εξακολουθήση κατ' αυτόν τον τρόπον, δεν υπάρχει άλλη θεραπεία έκτος εάν οι αυτοκράτορες, βασιλείς και πρίγκιπες, περιβεβλημένοι με ισχύν και με όπλα, επιτεθούν εναντίον αυτού του βδελύγματος του κόσμου και διευθετήσουν το ζήτημα όχι πλέον με λόγους αλλά δια του ξίφους... Εάν τιμωρώμεν τους κλέπτας με την αγχόνην, τους ληστάς με την σπάθην, τους αιρετικούς με την πυράν διατί να μη κτυπήσωμεν ακόμη περισσότερον με τα όπλα αυτούς τους άρχοντας της απωλείας, αυτούς τους καρδιναλίους, αυτούς τους πάπας, και όλην αυτηή την υποστάθμην των ρωμαϊκών Σοδόμων τα όποια διέφθειραν ανεπανορθώτως την Εκκλησίαν του Θεού, και να πλύνωμεν τας χείρας μας εις το αίμα των;41

Βραδύτερον, κατά το αυτό έτος, ο Κάρλστατ εξέδωσεν ενα «μικρόν βιβλίον» -De canonicis scripturis libellus– ανυψώνων την Βίβλον υπεράνω των παπών, των συνόδων και των παραδόσεων και τα Ευαγγέλια υπεράνω των Επιστολών. Εάν ο Λούθηρος είχεν άκολουθήσει την τελευταίαν αυτήν γραμμήν, ο προτεσταντισμός θα επηρεάζετο ολιγώτερον από τον Παύλον, τον Αυγουστίνον και τον απόλυτον προορισμόν. Ο libellus είχε προηχηθή της εποχής του αμφισβητών την μωσαϊκήν προέλευσιν της Πεντατεύχου και την πλήρη αυθεντικότητα των Ευαγγελίων. Αλλά ήτο ασθενής εις το κεντρικόν του επιχείρημα: απεφάσισε περί της αυθεντικότητος των βιβλικών κειμένων στηριχθείς εις τας παραδόσεις των πρώτων αιώνων και κατόπιν απέρριψε τας παραδόσεις υπέρ των βιβλίων, τα οποία επιστοποιήθησαν δι' αυτών.
Ενισχυθείς από την υποστήριξιν του Μελάγχθονος και του Κάρλστατ, του Χούττεν και του Σίκινγκεν, ο Λούθηρος έγραψε προς τον Σπαλατίν (11 Ιουνίου 1520):

Έρριψα τον κύβον. Τώρα περιφρονώ την οργήν των Ρωμαίων όπως και την εύνοιάν των. Δεν πρόκειται να συνδιαλλαγώ μαζί των εις τον αιώνα... Ας καταδικάσουν και ας καύσουν παν ό,τι ανήκει εις εμέ• εις ανταπόδοσιν θα κάμω και εγώ το ίδιον δι' αυτούς... Τώρα δεν φοβούμαι πλέον και δημοσιεύω ένα βιβλίον εις την γερμανικήν γλώσσαν περί της χριστιανικής ανορθώσεως, στρεφόμενον εναντίον του πάπα, εις γλώσσαν τόσον βιαίαν ως εάν εστρεφόμην κατά του αντιχρίστου.42

IV. ΒΟΥΛΛΑΙ ΚΑΙ ΕΚΡΗΞΕΙΣ
Την 15ην Ιουνίου 1520, ο Λέων I’ εδημοσίευσε μίαν βούλλαν, «Exsurge Domine», η οποία κατεδίκαζε 41 προτάσεις του Λουθήρου, διέτασσε την δημοσία καύσιν των συγγραμμάτων, εις τα οποία περιείχοντο αυταί και προέτρεπε τον Λούθηρον να αποκηρύξη τας πλάνας του και να επανέλθη εις τους κόλπους της Εκκλησίας. Μετά παρέλευσιν εξήντα ημερών, εάν έξηκολούθει να αρνήται να μεταβή εις την Ρώμην και να προβή εις δημοσία απάρνησιν των απόψεών του, θα απεκόπτετο του χριστιανικού ποιμνίου δι' αφορισμού, θα απεφεύγετο ως αιρετικός από όλους τους πιστούς, όλα τα μέρη όπου θα διέμενε, θα ετίθεντο υπό απαγόρευσιν τελέσεως θρησκευτικών πράξεων και όλαι αι κοσμικαί αρχαί ώφειλον να τον εξορίσουν από τα εδάφη των ή να τον παραδώσουν εις την Ρώμην.
       Ο Λούθηρος εσημείωσε το τέλος της περιόδου αυτής της χάριτος δια της δημοσιεύσεως του πρώτου εκ τριών μικρών βιβλίων, τα οποία απετέλουν ένα πρόγραμμα θρησκευτικής επαναστάσεως. Μέχρι τούδε είχε γράψει εις την λατινικήν δια τας διανοουμένας τάξεις• τώρα έγραψεν εις την γερμανικήν –και ως Γερμανός πατριώτης– μίαν «Ανοικτήν επιστολήν προς τους χριστιανούς ευγενείς του γερμανικού έθνους, αφορώσαν την Μεταρρύθμισιν του χριστιανικού καθεστώτος». Περιέλαβεν εις την έκκλησίν του τον «ευγενή νεανίαν» ο οποίος, προ ενός έτους, ειχεν εκλεγή αυτοκράτωρ, ως Κάρολος Ε' και τον οποίον «μας έδωσεν ο Θεός δια να είναι η κεφαλή μας, γεννήσας ούτω μεγάλας ελπίδας δια το αγαθόν εις πολλάς καρδίας».43 Ο Λούθηρος επετέθη κατά των «τριών τειχών» τα όποια ο παπισμός είχεν εγείρει πέριξ αυτού: την διάκριση μεταξύ του κλήρου και των λαϊκών, το δικαίωμα του πάπα να αποφασίζη επί της ερμηνείας των Γραφών και το αποκλειστικόν του δικαίωμα να συγκαλή μίαν γενικήν σύνοδον της Εκκλησίας. Όλαι αυταί αι αμυντικαί προϋποθέσεις, είπεν ο Λούθηρος, πρέπει να ανατραπούν.
Πρώτον, δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ κλήρου και λαού. ο κάθε χριστιανός έχει γίνει ιερεύς δια του βαπτίσματος. Συνεπώς, οι κοσμικοί ηγεμόνες θα πρέπει να ασκούν τας εξουσίας των «χωρίς έγκρισιν η παρεμπόδισιν, αδιακρίτως εάν είναι πάπας, επίσκοπος η ιερεύς, εκείνος τον οποίον αφορούν...  Πάν ό,τι το κανονικόν δίκαιον λέγει αντιθέτως, είναι απεικόνισις της ρωμαϊκής αλαζονείας».
Δεύτερον, έφ' όσον έκαστος χριστιανός είναι ιερεύς, έχει το δικαίωμα να ερμηνεύη τας Γραφάς κατά την ιδικήν του φώτισιν».45
Τρίτον, η Αγια Γραφή πρέπει να είναι η υπερτάτη αυθεντία δια τα δογματικά και τα πρακτικά ζητήματα και η Γραφή δεν παρέχει καμμία εγγύησιν δια το αποκλειστικόν δικαίωμα του πάπα να συγκαλή σύνοδον. Εάν επιζητή δι' αφορισμών και απαγορεύσεων να εμποδίση μίαν σύνοδον,
«θα πρέπει να περιφρονώμεν την διαγωγήν του ως ενέργειαν ενός παράφρονος και, στηριζόμενοι εις τον Θεόν, να στρέψωμεν τον αφορισμόν εναντίον του και να τον εξαναγκάσωμεν όπως θα ηδυνάμεθα καλύτερον».46
Πολύ συντόμως έπρεπε να συγκληθή μια σύνοδος• αυτή θα έπρεπε να εξετάση την «φρικώδη» ανωμαλίαν ότι η κεφαλή της χριστιανοσύνης ζη εις μιαν κοσμικήν λαμπρότητα ανωτέραν παντός βασιλέως• θα έπρεπε να θέση τέρμα εις την ιδιοποίησιν γερμανικών προσοδοφόρων αξιωμάτων από Ιταλούς κληρικούς• θα έπρεπε να περιορίση εις το εν εκατοστόν το «σμήνος των παρασίτων» τα οποία κατέχουν εκκλησιαστικάς αργομισθίας εις την Ρώμην και ζούν κυρίως με χρήματα προερχόμενα από την Γερμανίαν.

Μερικοί υπελόγισαν ότι κατ' έτος άνω των 300.000 γκούλντεν φεύγουν από την Γερμανίαν δια την Ιταλίαν... Ερχόμεθα εδώ εις την ουσίαν του ζητήματος... Πώς γίνεται ήμεις οι Γερμανοί να ανεχώμεθα την τοιαύτην απόσπασιν της περιουσίας μας δια χειρών του πάπα;... Εάν δικαίως απαγχονίζωμεν τους κλέπτας και αποκε-φαλίζωμεν τους ληστάς, διατί επιτρέπομεν εις την ρωμαϊκήν φιλοχρηματίαν να δρα ελευθέρως; Διότι αυτή είναι ο μεγαλύτερος κλέπτης και ληστής ο οποίος ενεφανίσθη ποτέ εις τον κόσμον και μάλιστα με το άγιον όνομα του Χριστού και του αγίου Πέτρου ! Ποιος δύναται να το ανεχθή πλέον ή να σιωπήση;47

Δια ποίον λόγον η γερμανική Εκκλησία να πληρώνη τον αιώνιον αυτόν φόρον εις μίαν ξενην δύναμιν; Ας αποτινάξη ο γερμανικός κλήρος την υποτέλειάν του προς την Ρώμην και ας ιδρύση μιαν εθνικήν Εκκλησίαν υπό την ηγεσίαν του αρχιεπισκόπου της Μάιντς. Τα επαιτικά τάγματα πρέπει να περιορισθούν, εις τους ιερείς θα πρέπει να επιτρέπεται ο γάμος, κανείς δεσμευτικός μοναστικός όρκος δεν θα έπρεπε να δίδεται προ του τριακοστού έτους• έπρεπε να καταργηθούν αι απαγορεύσεις, τα προσκυνήματα, αι λειτουργίαι υπέρ των νεκρών και αι θρησκευτικοί αργίαι (πλήν της Κυριακής). Η γερμανική Εκκλησία θα έπρεπε να συμφιλιωθή με τους Χουσίτας της Βοημίας. Ο Χους εκάη με καταφανή παραβίασιν του διαβατηρίου το οποίον του είχε χορηγήσει ο αυτοκράτωρ. Και οπωσδήποτε
«θα έπρεπε να νικώμεν τους αιρετικούς με βιβλία και όχι με την καύσιν επί της πύρας».48
Το κανονικόν δίκαιον επρεπε να παραμερισθή. Ένα μόνον δίκαιον έπρεπε να υπάρχη, δια τους κληρικούς και δια τους λαϊκούς.

Προ πάντων, θα έπρεπε να εκδιώξωμεν από τας γερμανικός χώρας τους παπικούς λεγάτους με τας «εξουσίας» των –τας οποίας μας πωλούν αντί μεγάλων χρηματικών ποσών– δια να νομιμοποιούν άνομα κέρδη, να λύουν όρκους, υποσχέσεις και συμφωνίας, λέγοντες ότι ο πάπας έχει εξουσίαν να πράττη τούτο, αν και είναι καθαρά απάτη... Και αν δεν υπήρχον άλλαι κακοήθειαι δια να αποδείξουν ότι ο πάπας είναι ο πραγματικός αντίχριστος, αυτή και μόνη θα ήτο αρκετή. Τα ακούεις αυτά, ώ πάπα, όχι αγιώτατε των ανθρώπων αλλά αμαρτωλότατε ; Ω, είθε ο Θεός από τον ουρανόν να συντρίψη ταχέως τον θρόνον σου και να τον βύθιση εις την άβυσσον της κολάσεως !.. Ω Χριστέ, Κύριε μου, κοίταξε κάτω και δώσε να επέλθη η ημέρα της κρίσεώς σου και κατάστρεψε την φωλεάν του διαβόλου εις την Ρώμην!49

Αυτή η απεγνωσμένη επίθεσις ενός ανθρώπου εναντίον μιας δυνάμεως, η οποία επεκράτει εις ολόκληρον την Δυτικήν Ευρώπην, έγινε το φλέγον ζήτημα της Γερμανίας. Επιφυλακτικοί άνθρωποι την εθεώρησαν ως ασυλόγιστον και θρασείαν. Πολλοί την κατέταξαν μεταξύ των ηρωικών πράξεων της γερμανικής ιστορίας. Η πρώτη έκδοσις της ανοικτής επιστολής εξηντλήθη ταχέως και τα τυπογραφεία της Βιττενβέργης ήσαν απησχολημένα με νέας εκτυπώσεις της. Η Γερμανία, όπως και η Αγγλία, ήτο ώριμος δια μιαν έκκλησιν προς τον εθνικισμόν• μέχρι τούδε δεν υπήρχε Γερμανία επί του χάρτου, υπήρχον όμως Γερμανοί, εσχάτως αποκτήσαντες ιδίαν συνείδησιν ως λαός. Όπως ο Χούς είχε τονίσει τον βοημικόν πατριωτισμόν του, όπως ο Ερρίκος Η' επρόκειτο να απορρίψη όχι το καθολικόν δόγμα αλλά την παπικήν εξουσίαν επί της Αγγλίας, τοιουτοτρόπως και ο Λούθηρος ύψωσε τώρα την σημαίαν τής επαναστάσεως όχι εις τας θεολογικός ερήμους αλλά εις το πλούσιον έδαφος του γερμανικού εθνικού πνεύματος. Οσάκις ο προτεσταντισμός εκέρδισεν, ο εθνισμός εκράτει την σημαίαν.
Τον Σεπτέμβριον του 1520, ο Έκ και ο Ιερώνυμος Αλεάντερ εδημοσίευσαν την βούλλαν του αφορισμού εις την Γερμανίαν. Ο Λούθηρος ανταπήντησε με ένα δεύτερον μανιφέστον, την «Βαβυλώνιον αιχμαλωσίαν της Εκκλησίας» (6 Οκτωβρίου). Απευθυνομένη προς θεολόγους και λογίους, ήτο συντεταγμένη εις την λατινικήν αλλά εντός ολίγου μετεφράσθη και είχε τόσην επίδρασιν επί του χριστιανικού δόγματος όσην είχεν η «Ανοικτή επιστολή» επί της εκκλησιαστικής και της πολιτικής ιστορίας. Όπως οι Εβραίοι είχον υποστή μιαν μακράν αιχμαλωσίαν εις την Βαβυλώνα, τοιουτοτρόπως και η Εκκλησία όπως ιδρύθη υπό του Χριστού και όπως περιγράφεται εις την Καινήν Διαθήκην, υπέστη υπερχιλιετή αιχμαλωσίαν υπό τον παπισμόν εις την Ρώμην. Κατά την διάρκειαν αυτής της περιόδου, η θρησκεία του Χριστού εφθάρη εις πίστιν, εις ηθικήν και εις λατρευτικόν τυπικόν.
Εφ' όσον ο Χριστός είχε δώσει εις τους αποστόλους του οίνον και άρτον κατά τον Μυστικόν Δείπνον, οι Χουσίται είχον δίκαιον: η Ευχαριστία έπρεπε να παρέχεται υπό τας δύο μορφάς όταν ο λαός το επεθύμει. Ο ιερεύς δεν μετατρέπει τον άρτον και τον οίνον εις το σώμα και το αίμα του Χριστού. Κανεις ιερεύς δεν έχει τοιαύτην μυστηριακήν δύναμιν. Αλλά εις τον ευσεβή μεταλαμβάνοντα, ο Χριστός έρχεται πνευματικώς και ουσιαστικώς όχι δια θαυμαστής τινος μετατροπής παρά του ιερέως αλλά με την ιδικήν Του θέλησιν και δύναμιν. Παρίσταται εις την Ευχαριστίαν μαζί με τον άρτον και τον οίνον, δια συμπαραστάσεως και όχι δια μετατροπης.50 Ο Λούθηρος απέρριπτε με φρίκην την έννοιαν ότι κατά την θείαν λειτουργίαν ο ιερεύς προσφέρει τον Χριστόν εις τον Πατέρα του ως θυσίαν δια την συγχώρησιν των αμαρτιών των ανθρώπων, αν και δεν εύρισκε τίποτε το φρικτόν εις την ιδέαν ότι ο θεός επέτρεψεν εις τον άνθρωπον να σταυρώση τον Θεόν ως θυσίαν προς τον Θεόν δια την άφεσιν των ανθρωπίνων αμαρτιών.
Εις τας θεολογικάς αυτάς λεπτολογίας προσέθεσε μερικούς ηθικούς νεωτερισμούς. Ο γάμος δεν είναι μυστήριον, διότι ο Χριστός δεν έδωσε καμμίαν υπόσχεσιν να τον περιβάλη με την θείαν χάριν.
«Οι γάμοι των αρχαίων δεν ήσαν ολιγώτερον ιεροί από τους ιδικούς μας, ούτε οι γάμοι των άπιστων είναι ολιγώτερον αληθινοί».51
Κατά συνέπειαν δεν θα έπρεπε να υπάρχη απαγόρευσις τελέσεως γάμου μεταξύ χριστιανών και μη χριστιανών.       «Όπως ακριβώς δυνάμεθα να τρώγωμεν, να πίνωμεν, να κοιμώμεθα, να βαδίζωμεν... και να εργαζώμεθα μαζί με ενα άπιστον, ένα Εβραίον, ένα Τούρκον η ένα αιρετικόν ούτω θα δυνάμεθα να νυμφευθώμεν ενα από αυτούς. Μη δίδετε προσοχήν εις τον ανόητον νόμον ο οποίος το απαγορεύει... Ένας ειδωλολάτρης είναι εξ’ ίσου άνδρας ή γυναίκα, πλασθέντες από τον Θεόν όπως και ο άγιος Πέτρος, ο άγιος Παύλος ή η αγία Λούκια».52
Μια γυναίκα συζευχθείσα ανίκανον άνδρα θα έπρεπε να επιτρέπεται, εάν και εκείνος συμφωνή, να συνευρεθή με άλλον άνδρα δια να αποκτήση τέκνον και θα έπρεπε να επιτρέπεται να παρουσιάση το τέκνον ως του συζύγου της. Εάν ο σύζυγος αρνηθή την συγκατάθεσίν του, θα πρέπει να δύναται να τον διαζευχθή. Εν τούτοις το διαζύγιον είναι μια ατελείωτος τραγωδία. Ίσως η διγαμία να ήτο προτιμωτέρα.53 Κατόπιν, προσθέτων πρόκλησιν εις την αίρεσιν, ο Λούθηρος κατέληγεν:
«Ακούω μιαν φήμην περί νέων βουλλών και παπικών καταρών, εκπεμπομένων εναντίον μου, εις τας οποίας καλούμαι να ανακαλέσω τας απόψεις μου... Εάν αυτό αληθεύη, επιθυμώ το βιβλίον αυτό να αποτελέση μέρος της απαρνήσεως την οποίαν θα κάμω».54
Η τοιαύτη δηκτική εκδήλωσις έπρεπε να αποτρέψη τον Μίλτιτζ από του να ονειροπολή ακόμη μιαν συμφιλίωσιν. Εν τούτοις επεζήτησε και πάλιν να συναντήση τον Λούθηρον (11 Οκτωβρίου 1520) και τον έπεισε να αποστείλη εις τον πάπαν Λέοντα μιαν επιστολήν διαβεβαιούσαν αυτόν ότι δεν είχεν ουδεμίαν πρόθεσιν να τον προσβάλη προσωπικώς και να του παρουσιάζη με ηρεμίαν την υπόθεσιν της αναμορφώσεως. Ο Λούθηρος, ο 37ετής «χωρικός, υιός χωρικού» (όπως υπερηφάνως απεκάλει ο ίδιος τον εαυτόν του), έγραψε μιαν επιστολήν όχι απολογίας αλλά σχεδόν πατριωτικών συμβουλών προς τον 45ετή κληρονόμον του αγίου Πέτρου και των Μεδίκων. Εξέφραζε τον σεβασμόν του προς τον πάπαν ως άτομον αλλά κατεδίκαζεν άνευ συμβιβασμών την διαφθοράν του παπισμού εις το παρελθόν και της παπικής κουρίας εις το παρόν :

Η φήμη σου και η φήμη του άψογου βίου σου... είναι τόσον γνωσταί και ίστανται πολύ υψηλά ώστε να μη δύναται κανείς να τας προσβάλη... Αλλά η έδρα σου, η οποία ονομάζεται ρωμαϊκή κουρία και δια την οποίαν ούτε συ ούτε κανείς άλλος δύναται να αρνηθή ότι είναι περισσότερον διεφθαρμένη από την Βαβυλώνα και τα Σόδομα του παρελθόντος, και η οποία, όσον δύναμαι να ίδω, χαρακτηρίζεται από μιαν έκλυτον, απελπιστικήν και διαβόητον κακοήθειαν, αυτήν την έδραν πράγματι κατεφρόνησα... Η ρωμαϊκή Εκκλησία κατήντησε το πλέον ακόλαστον άντρον ληστών, το πλέον αναίσχυντον από όλα τα χαμαιτυπεία, το βασίλειον της αμαρτίας, του θανάτου και της κολάσεως... Ανέκαθεν ελυπούμην, εξαίρετε Λέον, διότι έγινες πάπας αυτήν την εποχήν, διότι ήσουν άξιος καλυτέρων ημερών...
Μην ακούεις συνεπώς, αγαπητέ μου Λέον, αυτάς τας σειρήνας αι οποίαι προσπαθούν να σε πείσουν ότι δεν είσαι απλώς ενας άνθρωπος αλλά ένας ημίθεος, ώστε να δύνασαι να διατάσσης... ό,τι θέλεις... Είσαι ένας υπηρέτης των υπηρετών και περισσότερον όλων των ανθρώπων εις μιαν αξιοθρήνητον και επικίνδυνον θέσιν. Μην εξαπατάσαι από εκείνους οι οποίοι ισχυρίζονται ότι είσαι κύριος του κόσμου... και φλυαρούν ότι έχεις εξουσίαν επί του ουρανού, της κολάσεως και του καθαρτηρίου... Πλανώνται εκείνοι οι οποίοι σε αναβιβάζουν υπεράνω μιάς συνόδου και υπεράνω της καθολικής Εκκλησίας. Πλανώνται εκείνοι οι οποίοι σου αποδίδουν το δικαίωμα να ερμηνεύης τας Γραφάς, διότι υπό την κάλυψιν του ονόματος σου, αυτοί επιζητούν να επιβάλουν την κακοήθειάν των εις την Εκκλησίαν και, αλλοίμονον, δια μέσου αυτών ο σατανάς εισεχώρησεν ήδη βαθέως επί των προκατόχων σου. Εν συντομία, μη πιστεύεις κανένα ο όποιος σε εξυψώνει, πίστευε, εκείνους οι οποίοι σε ταπεινώνουν.55

Μαζί με την επιστολήν αύτην ο Λούθηρος έστειλεν εις τον Λέοντα το τρίτον από τα μανιφέστα του. Το απεκάλει «Μια πραγματεία περί χριστιανικής ελευθερίας» (Νοέμβριος 1520) και ησθάνετο ότι «εκτός εάν απατώμαι, είναι το σύνολον της χριστιανικής ζωής υπό σύντομον μορφήν».56 Εδώ εξέφρασε με ασυνήθη μετριοπάθειαν την βασικήν του θεωρίαν, ότι μόνη η πίστις και όχι τα καλά έργα, κάμνει τον αληθή χριστιανόν και τον σώζει από την κόλασιν. Διότι η πίστις εις τον Χριστόν είναι εκείνη η οποία κάμνει ένα άνθρωπον αγαθόν αι καλαί του πράξεις ακολουθούν αυτήν την πίστιν. «Το δένδρον κάμνει καρπούς, οι καρποί δεν κάμνουν το δένδρον».57 Ένας άνθρωπος, σταθερός εις την πίστιν του προς τον Θεόν και την λυτρωτικήν θυσίαν του Χριστού, απολαμβάνει όχι ελευθερίαν βουλήσεως αλλά την πληρεστέραν ελευθερίαν εν γένει: ελευθερίαν από την ιδίαν του σαρκικήν φύσιν, από όλας τας κακάς δυνάμεις, από την καταδίκην, ακόμη και από τον νόμον διότι ο άνθρωπος του οποίου η αρετή εκπορεύεται αυθορμήτως από την πίστιν του δεν έχει ανάγκην εντολών προς δικαιοσύνην.58 Εν τούτοις αυτός ο ελεύθερος άνθρωπος πρέπει να είναι υπηρέτης όλων των ανθρώπων, διότι δεν θα είναι ευτυχής εάν δεν κάμη πάν ό,τι είναι εις την εξουσίαν του δια να σώση άλλους, όπως και τον εαυτόν του. Είναι ηνωμένος με τον Θεόν δια της πίστεως, προς τους γείτονάς του δια της αγάπης. Πάς πιστεύων χριστιανός είναι και ένας λειτουργών ιερεύς.
Ενώ ο Λούθηρος έγραφε τας ιστορικάς αυτάς πραγματείας, ο Έκ και ο Αλεάντερ ήρχοντο απ' ευθείας εις επαφήν με την θρησκευτικήν επανάστασιν. Εις το Μάισσεν, το Μέρσεμπουργκ και το Βραδεμβούργον επέτυχον εις την διακήρυξιν της βούλλας του αφορισμού• εις την Νυρεμβέργην εδέχθησαν την αίτησιν συγγνώμης εκ μέρους του Πιρκχάιμερ και του Σπένγκλερ• εις την Μάιντς, ο αχιεπίσκοπος Αλμπρεχτ, αφού ερωτοτρόπησεν επι τι διάστημα με την Μεταρρύθμισιν, απέκλεισε τον Χούττεν από την αυλήν του και εφυλάκισε τους τυπογράφους, οι οπίοι ετύπωσαν τα βιβλία του• εις την Ίνγκολστατ, τα βιβλία του Λουθήρου κατεσχέθησαν και εις την Μάιντς, την Λουβαίν και την Κολωνίαν εκάησαν. Αλλά εις την Λειψίαν, το Τοργκάου και το Νταίμπελν, η τοιχοκολληθείσα βούλλα ερρυπάνθη με λάσπην και εσχίσθη. Εις την Ερφούρτην, πολλοί καθηγηταί και κληρικοί ηνώθησαν εις μιαν γενικήν άρνησιν να αναγνωρίσουν την βούλλαν, οι δε φοιτηταί έρριψαν όλα τα αντίγραφά της εις τον ποταμόν τελικώς, ο Έκ έφυγεν από την σκηνήν του θριάμβου του εν έτος πρίν.59
Ο Λούθηρος κατήγγειλε τον αφορισμόν εις μίαν σειράν πικροχόχων φυλλαδίων, εις ένα εκ των οποίων παρεδέχετο πλήρως τας θεωρίας του Χούς. Την 31ην Αυγούστου 1520, «ως μύγα τολμώσα να απευθυνθή προς τον βασιλέα των βασιλέων», έκαμεν έκκλησιν εις τον αυτοκράτορα, ζητών προστασίαν και την 17ην Νοεμβρίου εδημοσίευσε μίαν τυπικήν έφεσιν από τον πάπαν εις μίαν ελευθέραν σύνοδον της Εκκλησίας.
Όταν έμαθεν, ότι οι παπικοί απεσταλμένοι έκαιον τα βιβλία του, απεφάσισε να απαντήση εμπράκτως. Εδημοσίευσε μίαν πρόσκλησιν προς τους «ευσεβείς και φιλομαθείς νέους» της Βιττενβέργης, να συγκεντρωθούν έξω της πύλης του Έλστερ την πρωίαν της 10ης Δεκεμβρίου. Εκεί έρριψεν ιδιοχείρως την παπικήν βούλλαν εις το πυρ μαζί με μερικά κανονικά διατάγματα και μερικούς τόμους σχολαστικής θεολογίας• με μιαν πράξιν εσυμβόλισε την απόρριψιν του κανονικού δικαίου, της φιλοσοφίας του Ακινάτου και πάσης σχετικής αυθεντίας της Εκκλησίας. Οι φοιτηταί συνεκέντρωσαν μετά χαράς και άλλα βιβλία του αυτού είδους και με αυτά διετήρησαν το πυρ έως αργά το απόγευμα.
Την 1ην Δεκεμβρίου, ο Λούθηρος διεκήρυξεν, ότι κανείς δεν θα ηδύνατο να σωθή... εάν δεν θα απηρνείτο την κυριαρχίαν του παπισμού.60 Ο μοναχός, είχεν αφορίσει τον πάπαν.


V. Η ΔΙΑΙΤΑ ΤΗΣ ΒΟΡΜΣ: 1521
Ένας τρίτος ηθοποιός ανήλθε τώρα επί σκηνής και από της στιγμής αυτής έπαιξεν επί τριάντα έτη σημαντικόν ρόλον εις την σύγκρουσιν των θεολογιών και των κρατών. θα υπεισέλθη εις την διήγησίν μας εις πολλά κεφάλαια.
Ο μέλλων αυτοκράτωρ Κάρολος Ε' ήρχισε με μίαν βασιλικήν αλλά κηλιδωμένην κληρονομικότητα. Οι εκ πατρός πάππος και μάμμη του ήσαν ο αυτοκράτωρ Μαξιμιλιανός και η Μαρία της Βουργουνδίας, θυγάτηρ του Καρόλου του Τολμηρού. Οι εκ μητρός ήσαν ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλλα• πατήρ του ήτο ο Φίλιππος ο Ωραίος, βασιλεύς της Καστίλλης εις ηλικίαν 26 ετών, αποθανών 28 ετών. Μήτηρ του ήτο η Ιωάννα η Τρελλή, η οποία εέτρελλάθη όταν ο Κάρολος ήτο εέξαετής και έζησεν έως ότου αυτός έγινε 55 ετών. Εγεννήθη εις την Γάνδην (24 Φεβρουαρίου 1500), ανετράφη εις τας Βρυξέλλας και παρέμεινε Φλαμανδός εις την γλώσσαν και τον χαρακτήρα μέχρις ότου τελικώς απεσύρθη εις την Ισπανίαν ούτε η Ισπανία ούτε η Γερμανία τον συνεχώρησαν. Αλλά εν καιρώ έμαθε να ομιλή γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά και γαλλικά και ηδύνατο να σιωπά εις πέντε γλώσσας. Ο Αδριανός της Ουτρέχτης επεχείρησε να τον διδάξη φιλοσοφίαν με ανυπολόγιστον επιτυχίαν. Από τον αγαθόν αυτόν επίσκοπον, εδέχθη ένα ισχυρόν εμποτισμόν της θρησκευτικής ορθοδοξίας, εν τούτοις απέκτησε περί την μέσην ηλικίαν ένα κρύφιον σκεπτικισμόν από τους Φλαμανδούς συμβούλους και αυλικούς του, μεταξύ των οποίων, μια ερασμιακή αδιαφορία δια τα δόγματα ήτο ιδιαιτέρως δημοφιλής. Μερικοί ιερείς διεμαρτυρήθησαν δια την ελευθερίαν, η οποία επετρέπετο εις τας θρησκευτικός γνώμας εις το περιβάλλον του Καρόλου.61 Έδειξεν αρκετήν ευσέβειαν αλλά εσπούδασεν επιμελώς την τέχνην του πολέμου. Ανέγνωσε τον Κομίν και έμαθεν από παιδικής σχεδόν ηλικίας τα τεχνάσματα της διπλωμαίας και την ανηθικότητα των κρατών.
Μετά τον θάνατον του πατρός του (1506) εκληρονόμησε την Φλάνδραν, την Ολλανδίαν, την Ελευθέραν Κομιτείαν και μιαν διεκδίκησιν επί της Βουργουνδίας. Δεκαπενταετής ανέλαβε την κυβέρνησιν και αφιερώθη εις την διοίκησιν. Δεκαεξαετής έγινε Κάρολος Α', βασιλεύς της Ισπανίας, της Σικελίας, της Σαρδηνίας, της Νεαπόλεως και της Ισπανικής Αμερικής. Δέκα εννέα ετών απέβλεψεν εις το να γίνη αυτοκράτωρ. Ο Φραγκίσκος Α' της Γαλλίας επεδίωξε την ιδίαν τιμήν κατά την ιδίαν εποχήν και οι αυτοκρατορικοί εκλέκτορες ηυχαριστήθησαν με τας περιποιήσεις του• ο Κάρολος όμως εδαπάνησε 850.000 φλωρίνια εις τον ανταγωνισμόν και εκέρδισε (1519). Δια να συγκεντρώση το βαρύ αυτό φιλοδώρημα, εδανεισθη 543.000 φλωρίνια από τους Φούγκερ.62 Από της εποχής αυτής ο Κάρολος ήτο δια τους Φούγκερ και οι Φούγκερ δια τον Κάρολον. Όταν εβράδυνε να πληρώση το δάνειον, ο Ιάκωβος Φούγκερ Β' του έστειλε μίαν έντονον υπόμνησιν:

Είναι εις πάντας γνωστόν ότι η μεγαλειότης σας χωρίς εμέ δεν θα ηδύνατο να αποκτήση την αυτοκρατορικήν τιμήν, όπως δύναμαι να διαπιστώσω από τας γραπτάς βεβαιώσεις όλων των άντιπρο-σώπων... και εις όλα αύτά δεν άπέβλεψα εις το άτομικόν μου όφελος... η εύλαβής μου αίτησις είναι όπως εύαρεστούμενος... διατάξετε να μοΰ έπιστραφοϋν τα χρήματα, τα οποία έπλήρωσα, μαζί με τους σχετικούς τόκους, άνευ περαιτέρω άναβολής.63

Ό Κάρολος εκάλυψε μέρος της υποχρεώσεώς του παραχωρήσας εις τους Φούγκερ μίαν υποθήκην επί των δασμών του λιμένος της Αμβέρσης.64 Όταν οι Φούγκερ κατεστράφησαν σχεδόν από τας τουρκικάς κατακτήσεις εις την Ουγγαρίαν, έσπευσεν εις ενίσχυσίν των δώσας εις αυτούς τον έλεγχον των ισπανικών μεταλλείων.65 Έκτοτε η κλείς μεγάλου μέρους της πολιτικής ιστορίας θα ήτο το Cherchez le banquier.
Ο νεανίας ο οποίος εις ηλικίαν δέκα εννέα ετών ευρέθη να είναι η τιτλούχος κεφαλή όλης της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης εκτός της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Πορτογαλίας και των παπικών κρατών, έφερεν ήδη τα σημεία της ασθενούς υγείας, η οποία επρόκειτο να πολλαπλασιάση τας φροντίδας του. Ωχρός, μικρόσωμος, κοινής εμφανίσεως, με γαμψήν μύτην και οξύν, προκλητικόν πώγωνα, με ασθενή φωνήν και σοβαρόν ύφος, ήτο εκ φύσεως φιλόφρων και προσηνής αλλά πολύ συντόμως, έμαθεν ότι ένας ηγεμών πρέπει να τηρή απόστασιν και ύφος, ότι η σιωπή είναι το ήμισυ της διπλωματίας και ότι μία απροκάλυπτος αίσθησις του χιούμορ αμαυρώνει τον φωτοστέφανον της βασιλικής υποστάσεως. Ο Αλεάντερ, ο οποίος τον εγνώρισε το 1520, ανέφερεν εις τον Λέοντα Ι’: «Ο ηγεμών αυτός φαίνεται αρκούντως προικισμένος με ... σύνεσιν υπερτέραν της ηλικίας του και έχει πολύ περισσότερα εις το οπίσθιον μέρος της κεφαλής του από εκείνα τα οποία φέρει επί του προσώπου του».66 Δεν είχε πνευματικήν οξύτητα έκτος μόνον εις την κρίσιν των ανθρώπων -η οποία είναι η μισή μάχη• απλώς ανήρχετο εις το ύψος των κρίσεων τας οποίας αντεμετώπιζεν– αλλά αυτό ήτο πράγματι πολύ. Μια συντηρητική νωχέλεια σώματος και πνεύματος τον εκράτει εις αδράνειαν μέχρις ότου η κατάστασις απήτει απόφασιν• τότε την αντεμετώπιζε με αιφνιδίαν αποφασιστικότητα και εφευρετικήν επιμονήν. Η σοφία ήλθεν εις αυτόν όχι από την φύσιν αλλά από τας δοκιμασίας.
  Την 23ην Οκτωβρίου 1520, ο Κάρολος Ε', συνομήλικος με τον αιώνα του, μετέβη εις το Άαχεν του Καρολομάγνου δια να στεφθή. Ο εκλέκτωρ ανεχώρησε δια να παραστή εις την τελετήν, αλλ' ηναγκάσθη να σταματήση εις την Κολωνίαν από μιαν προσβολήν ποδάγρας. Εκεί ο Αλεάντερ του παρουσίασε νέαν αίτησιν όπως συλ-ληφθή ο Λούθηρος. Ο Φρειδερίκος εκάλεσε τον Έρασμον και εζήτησε την γνώμην του. Ο Έρασμος υπερήσπισε τον Λούθηρον, ετόνισεν ότι, υπήρχον καταφανείς καταχρήσεις εις την Εκκλησίαν και υπεστήριξεν, ότι δεν έπρεπε να καταπνιγούν αι προσπάθειαι προς θεραπείαν των. Όταν ο Φρειδερίκος τον ηρώτησε ποίαι ήσαν αι κυριώτεραι πλάναι του Λουθήρου, απήντησε :
«Δύο: προσέβαλε τον πάπαν εις το στέμμα του και τους καλογήρους εις την κοιλίαν των».67
Ημφεσβήτησε την αυθεντικότητα της παπικής βούλλας• του εφαίνετο ασυμβίβαστος προς την γνωστήν ηπιότητα του Λέοντος Ι’.68 Ο Φρειδερίκος επληροφόρησε τον νούντσιον, ότι ο Λούθηρος είχεν υποβάλει έφεσιν και μέχρις ότου γνωσθούν τα αποτελέσματα αυτής, ο Λούθηρος θα παρέμενεν ελεύθερος.
Ο αυτοκράτωρ έδωσε την ιδίαν απάντησιν είχεν υποσχεθή εις τους εκλέκτορας, ως όρον δια την εκλογήν του, ότι ουδείς Γερμανός θα κατεδικάζετο άνευ νομίμου δίκης, διεξαγόμενης εις την Γερμανίαν. Εν τούτοις η θέσις του κατέστησε την ορθοδοξίαν επιτακτικήν. Ήτο πολύ σταθερώτερον εγκατεστημένος ως βασιλεύς της Ισπανίας παρά ως αυτοκράτωρ εις την Γερμανίαν, η οποία διέκειτο δυσμενώς προς την κεντρικήν κυβέρνησιν και ο κλήρος της Ισπανίας δεν ήτο δυνατόν να ανεχθή επί μακρόν ένα μονάρχην, επιεική προς τους αιρετικούς. Επί πλέον, προμηνύετο πόλεμος με την Γαλλίαν• θα διεξήγετο δια το Μιλάνον, το οποίον επρόκειτο να είναι το έπαθλον. Εκεί η υποστήριξις του πάπα θα ήξιζεν ολόκληρον στρατιάν. Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήτο συνδεδεμένη με τον παπισμόν κατά πολλούς τρόπους• η πτώσις του ενός θα ηδύνατο να ζημιώση μεγάλως τον άλλον. Πώς θα ηδύνατο ο αυκράτωρ να κυβερνήση το διεσκορπισμένον βασίλειόν του χωρίς την βοήθειαν της Εκκλησίας εις ηθικήν πειθαρχίαν και πολιτικήν διοίκησιν; Ακόμη και τώρα οι κυριώτεροι υπουργοί του ήσαν κληρικοί. Και είχεν ανάγκην εκκλησιαστικών χρημάτων και εκκλησιαστικής επιρροής δια να προστατεύση την Ουγγαρίαν από τους Τούρκους.
Με αυτά τα ποικίλα προβλήματα κατά νούν και όχι τόσον με την υπόθεσιν ενός ανυποτάκτου μοναχού, ο Κάρολος συνεκάλεσε την αυτοκρατορικήν δίαιταν να συνέλθη εις την Βόρμς. Όταν όμως συνεκεντρώθησαν εκεί (27 Ιανουαρίου 1521) οι επιφανέστεροι ευγενείς και κληρικοί και αντιπρόσωποι των ελευθέρων πόλεων, ο Λούθηρος ήτο το κύριον θέμα της συζητήσεως. Αι δυνάμεις, αι οποίαι δια μέσου ολοκλήρων αιώνων προητοίμαζον την Μεταρρύθμισιν, εκορυφώθησαν τώρα εις μίαν από τας δραματικωτέρας σκηνάς της ευρωπαϊκής ιστορίας. «Το μέγα σώμα των Γερμανών ευγενών», λέγει ένας καθολικός ιστορικός, «επεκρότησε και ενίσχυσε τας προσπαθείας του Λουθήρου».69 Ο ίδιος ο Αλεάντερ ανέφερεν:

Ολόκληρος η Γερμανία έχει εξεγερθή ένοπλος εναντίον της Ρώμης. Όλος ο κόσμος κραυγάζει δια μίαν σύνοδον η οποία πρέπει να συνέλθη επί γερμανικού εδάφους. Αι παπικαί βούλλαι περί αφορισμών περιγελούνται. Πολλοί άνθρωποι έπαυσαν να δέχωνται τας θρησκευτικάς ποινάς... Ο Μαρτίνος εικονίζεται με φωτοστέφανον υπεράνω της κεφαλής του. Ο λαός ασπάζεται αυτάς τας εικόνας. Έχει πωληθή εξ’ αυτών τόσον μέγας αριθμός ώστε δεν δύναμαι να εύρω ούτε μίαν... Δεν δύναμαι να εξέλθω εις τας οδούς διότι οι Γερμανοί φέρουν τας χείρας εις τα ξίφη των και τρίζουν τους οδόντας εναντίον μου. Ελπίζω ο πάπας να μου δώση πλήρη συγχώρησιν και να φροντίση δια τους αδελφούς και τας αδελφάς μου, εάν μου συμβή τίποτε.70

Ο ερεθισμός ενισχύετο από ένα σίφωνα αντιπαπικών λιβέλλων. Μια φορτηγός άμαξα, έλεγε με θλίψιν ο Αλεάντερ, δεν θα επήρκει δια να περιλάβη τα υβριστικά αυτά έντυπα. Από τον πύργον του Εμπερνμπουργκ του Σίκινγκεν, εις απόστασιν ολίγων μιλίων από την Βόρμς, ο Χούττεν εξέπεμψε μιαν μανιώδη επίθεσιν κατά του γερμανικού κλήρου:

Φύγετε, ακάθαρτοι χοίροι ! Απομακρυνθήτε από το ιερόν ανόσιοι μεταπράται ! Μη θίγετε τα θυσιαστήρια με τας μιαράς σας χείρας !... Πώς τολμάτε να εξοδεύετε το χρήμα το οποίον προορίζεται δι' ιερούς σκοπούς, εις πολυτελείας, διασκεδάσεις και επιδείξεις ενώ τίμιοι άνθρωποι υποφέρουν από πείναν ; Το κύπελλον επληρώθη. Δεν βλέπετε ότι ο άνεμος της ελευθερίας ήρχισε να πνέη;71

Ήτο τόσον ισχυρόν το αίσθημα υπέρ του Λουθήρου, ώστε ο εξομολογητής του  αυτοκράτορος, ο Φραγκισκανός μοναχός Ιωάννης Γκλαπιόν, επλησίασεν ιδιαιτέρως τον εφημέριον του Φρειδερίκον Γεώργιον Σπαλατίν, εις μιαν προσπάθειαν συμφιλιώσεως. Εξεδήλωσε σημαντικήν συμπάθειαν δια τα πρώτα συγγράμματα του Λουθήρου αλλά η «Βαβυλώνιος Αιχμαλωσία» τον έκαμε να αισθάνεται ως εάν τον «είχον μαστιγώσει και ξυλοκοπήσει από κεφαλής μέχρις ονύχων». Υπέδειξεν ότι κανένα σύστημα θρησκευτικής πίστεως δεν ήτο δυνατόν να βασισθή ασφαλώς επί των Γραφών, διότι «η Βίβλος είναι όπως ο μαλακός κηρός, τον οποίον ο καθείς δύναται να συστρέψη και να εκτείνη κατά βούλησιν». Παρεδέχθη την επιτακτικήν ανάγκην δι' εκκλησιαστικήν αναμόρφωσιν. Πράγματι, προειδοποίησε τον αυτοκρατορικόν του μαθητήν, ότι «ο Θεός θα τον τιμωρήση καθώς και όλους τους ηγεμόνας εάν δεν ελευθερώσουν την Εκκλησίαν από αυτάς τας υπερβολικός καταχρήσεις» και υπεσχέθη ότι ο Κάρολος θα επραγματοποίει τας μεγαλυτέρας μεταρρυθμίσεις εντός πέντε ετών. Ακόμη και τώρα, μετά τας τρομερός αυτάς εκρήξεις του Λουθήρου εθεώρει την ειρήνην δυνατην εάν ο Λούθηρος θα ήθελε να ανακαλέση.72 Ο Λούθηρος, μαθών τούτο εις την Βιττενβέργην, ηρνήθη.
Την 3ην Μαρτίου, ο Aλεάντερ παρουσίασεν εις την δίαιταν μίαν πρότασιν δι' άμεσον καταδίκην του Λουθήρου. Η δίαιτα διεμαρτυρήθη, ότι ο μοναχός δεν έπρεπε να καταδικασθή άνευ δίκης. Κατόπιν τούτου, ο Κάρολος εκάλεσε τον Λούθηρον να έλθη εις την Βόρμς και να καταθέση σχετικώς με την διδασκαλίαν και τα βιβλία του.
«Δεν έχεις να φοβηθής βίαν ή ενόχλησιν», έγραφε, «διότι έχεις το διαβατήριόν μας».73
Οι φίλοι του Λουθήρου, τον παρεκάλεσαν να μην υπάγη και του υπενθύμισαν το διαβατήριον το οποίον είχε δώσει ο αυτοκράτωρ Σιγισμούνδος εις τον Χούς. Ο Αδριανός εξ’ Ουτρέχτης, ήδη καρδινάλιος Τορτόζα, και μετ' ολίγον πάπας, απέστειλε μιαν αίτησιν προς τον πρώην μαθητήν του, τον αυτοκράτορα, να αγνοήση το διαβατήριον, να συλλάβη τον Λούθηρον, και να τον αποστείλη εις την Ρώμην.
Την 2αν Απριλίου, ο Λούθηρος ανεχώρησεν από την Βιττενβέργην. Εις την Ερφούρτην, μέγα πλήθος, εις το οποίον συμπεριελαμβάνοντο και σαράντα καθηγηταί του Πανεπιστημίου, τον επευφήμησαν ως ήρωα. Όταν επλησίασεν εις την Βόρμς, ο Σπαλατίν του έστειλε μιαν εσπευσμένην ειδοποίησιν να μην εισέλθη εις την πόλιν αλλά να επιστρέψη το ταχύτερον εις την Βιττενβέργην. ο Λούθηρος απήντησε:
«Και αν ακόμη είναι τόσοι διάβολοι εις την Βόρμς, όσα κεραμίδια είναι εις τας στέγας της, εγώ θα υπάγω εκεί».74
Μια ομάς ιπποτών, εξήλθεν έφιππος να τον προϋπάντηση και να τον συνοδεύση εντός της πόλεως (16 Απριλίου). Οι δρόμοι εγέμισαν από κόσμον μόλις ανηγγέλθη η άφιξίς του και 2.000 άνθρωποι συνεγκεντρώθησαν πέριξ της αμάξης του• όλοι έσπευσαν να τον ιδούν, λέγει ο Αλεάντερ, και αυτός ο Κάρολος παρεμερίσθη εις την σκιάν.
Την 17ην Απριλίου, ο Λούθηρος, με το μοναχικόν τον ράσον, ενεφανίσθη ενώπιον της διαίτης, του αυτοκράτορος, εξ’ εκλεκτόρων, μιας επιβλητικής αυλής από πρίγκιπας, ευγενείς, ιεράρχας και αστούς και του Ιεροονύμου Αλεάντερ, ωπλισμένου με το παπικόν κύρος, με επίσημα έγγραφα και δικανικήν ευγλωττίαν. Επί μιας τραπέζης, πλησίον του Λουθήρου, ήτο μία συλλογή των βιβλίων του. Ο Ιωάννης Έκ –όχι εκείνος της συζητήσεως εις την Λειψίαν, αλλά Ένας αξιωματούχος του αρχιεπισκόπου της Τρίερ– τον ηρώτησεν εάν όλα αυτά ήσαν ιδικαί του συνθέσεις και αν θα απηρνείτο τας αιρέσεις, τας οποίας περιείχον. Δια μιαν στιγμήν, καθώς ίστατο πρό της εξουσίας της αυτοκρατορίας και της εξουσιοδοτημένης δυνάμεως και του μεγαλείου της Εκκλησίας, ο Λούθηρος ησθάνθη το θάρρος του να τον εγκαταλείπη. Απήντησε με χαμηλήν και διστακτικήν φωνήν, ότι τα βιβλία ήσαν ιδικά του αλλ' όσον άφορα την δευτέραν ερώτησιν, παρεκάλει να του δοθή χρόνος να σκεφθή. Ο Κάρολος του παρεχώρησε μιαν ημέραν.
Επανελθών εις την κατοικίαν του, έλαβε ενα μήνυμα από τον Χούττεν, ο οποίος τον ικέτευε να μείνη σταθερός• επίσης πολλά μέλη της διαίτης ήλθον ιδιαιτέρως δια να τον ενθαρρύνουν. Εφαίνετο, ότι πολλοί κατενόουν, ότι η τελική του απάντησις θα εσημείωνεν ενα σημείον στροφής εις την ιστορίαν.
Την 18ην Απριλίου αντεμετώπισε την δίαιταν με πλήρη εμπιστοσύνην. Η αίθουσα ήτο τώρα τόσον κατάμεστος, ώστε και αυτοί οι εκλέκτορες μετά δυσκολίας έφθασαν εις τας θέσεις των, ενω οι πλείστοι των παρευρισκομένων ίσταντο όρθιοι. Ο Έκ τον ηρώτησεν εάν θα απηρνείτο εν όλω η εν μέρει τα έργα τα όποια είχε γράψει. Απήντησεν, ότι εκείνα τα μέρη, τα οποία επραγματεύοντο τας εκκλησιαστικός καταχρήσεις, ήσαν κατά γενικήν αναγνώρισιν ορθά.
Ο αυτοκράτωρ τον διέκοψε με ενα εκρηκτικόν «όχι!», αλλά ο Λούθηρος εξηκολούθησε και εστράφη και κατ' αυτού του Καρόλου:
«Εάν ανακαλέσω εις αυτό το σημείον, θα ανοίξω τας θύρας εις περισσοτέραν τυραννίαν και ασέβειαν και το πράγμα θα ήτο πολύ χειρότερον εάν θα εφαίνετο ότι το έκαμα υπό την πίεσιν της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».
Όσον αφορά τα δογματικά μέρη των βιβλίων του, παρεδέχθη να αποσύρη οιονδήποτε θα απεδεικνύετο αντίθετον προς τας Γραφάς. Εις τούτο ο Έκ διετύπωσε λατινιστί μιαν αντίρρησιν, η οποία εξέφραζε σαφώς την άποψιν της Εκκλησίας:

Μαρτίνε, ο ισχυρισμός σου να κριθής από τας Γραφάς είναι εκείνος, τον όποιον επρόβαλλον πάντοτε οι αιρετικοί. Δεν κάμνεις τίποτε άλλο παρά να επαναλαμβάνης τας πλάνας του Ουίκλιφ και του Χούς... Πώς δύνασαι να υποστηρίξης ότι συ είσαι ο μόνος ο οποίος κατανοείς την έννοιαν των Γραφών; θα ήθελες να θέσης την ιδικήν σου κρίσιν υπεράνω της κρίσεως τόσων διασήμων ανδρών και να ισχυρισθής ότι γνωρίζεις περισσότερα από όλους αυτούς; δεν έχεις το δικαίωμα να αμφισβητής την ιερωτάτην ορθόδοξον πίστιν, την οποίαν καθίδρυσεν ο Χριστός, ο τέλειος νομοθέτης, και την εκήρυξαν εις τον κόσμον οι απόστολοι, την εσφράγισαν οι μάρτυρες με την σφραγίδα του αιματός των, την επεβεβαίωσαν αι ιεραί σύνοδοι και την καθώρισεν η Εκκλησία... και την οποίαν ο πάπας και ο αυτοκράτωρ απαγορεύουν να τίθεται υπό συζήτησιν, διότι άλλως αι συζητήσεις δεν θα ετελείωνον ποτέ. Σε ερωτώ, Μαρτίνε –απάντησε ειλικρινώς και χωρίς διακρίσεις– απαρνείσαι ή δεν απαρνείσαι τα βιβλία σου και τας πλάνας τας οποίας περιέχουν;75
Ο Λούθηρος έδωσε την ιστορικήν απάντησίν του γερμανιστί :

Εφ' όσον η μεγαλειότης σου και αι ευγενείαι σας επιθυμούν μιαν απλήν απάντησν, θα απαντήσω χωρίς διακρίσεις... Εκτός αάν καταδικασθώ από την μαρτυρίαν της Αγίας Γραφής ή από προφανή αιτίαν (δεν παραδέχομαι την εξουσίαν των παπών και των συνόδων διότι έχουν διαψεύσει αλλήλους) η συνείδησίς μου είναι αιχμάλωτος του Λόγου του Θεού. Δεν δύναμαι και δεν απαρνούμαι τίποτε, διότι να στραφώ εναντίον της συνειδήσεως μου δεν είναι ούτε ορθόν ούτε ασφαλές. Ο Θεός ας με βοηθήση. Αμήν. 76

Ο Έκ ανταπήντησεν ότι ουδεμία πλάνη ήτο δυνατόν να αποδειχθή εις τας δογματικός αποφάσεις των συνόδων. Ο Λούθηρος απήντησεν ότι ήτο προπαρεσκευασμένος να αποδείξη τας τοιαύτας πλάνας, αλλά ο αυτοκράτωρ επενέβη αυθαιρέτως:
«Αρκεί, εφ' όσον ηρνήθη τας συνόδους, δεν θέλομεν να ακούσωμεν τίποτε περισσότερον».78
Ο Λούθηρος επανήλθεν εις το κατάλυμά του κουρασμένος από την πάλην, αλλά πεπεισμένος ότι είχε δώσει καλήν μαρτυρίαν εις εκείνο το οποίον ο Καρλάυλ επρόκειτο να αποκαλέση «την μεγαλυτέραν στιγμήν της νεωτέρας ιστορίας του ανθρώπου»79
Ο αυτοκράτωρ ήτο εξ’ ίσου ταραγμένος με τον μοναχόν. Γεννηθείς εις την πορφύραν και συνηθισμένος εις την εξουσίαν, εθεώρει ως αυτονόητον, ότι το δικαίωμα εκάστου ατόμου να ερμηνεύη την Γραφήν και να δέχεται η να απορρίπτη πολιτικά η εκκλησιαστικά διατάγματα βάσει της ατομικής του κρίσεως και συνειδήσεως, θα υπέσκαπτεν εντός ολίγου αυτά ταύτα τα θεμέλια της κοινωνικής τάξεως, διότι του εφαίνετο ότι αυτή εβασίζετο επί ενός ηθικού κωδικός, ο οποίος με την σειράν του ήντλει την δύναμίν του από την υπερφυσικήν επικύρωσιν της θρησκευτικής πίστεως. Την 19ην Απριλίου εκάλεσε τους ανωτέρους πρίγκιπας εις σύσκεψιν εις τα διαμερίσματά του και παρουσίασεν εις αυτούς μιαν διακήρυξιν πίστεως και προθέσεων, γραμμένην γαλλιστί και προφανώς από τον ίδιον :

Κατάγομαι από μιαν μακράν σειράν χριστιανών αυτοκρατόρων του ευγενούς τούτου γερμανικού έθνους, από τους καθολικούς βασιλείς της Ισπανίας, τους αρχιδούκας την Αυστρίας και τους δούκας της Βουργουνδίας. Όλοι αυτοί υπήρξαν πιστοί μέχρι θανάτου εις την Εκκλησίαν της Ρώμης και υπερήσπισαν την καθολικήν πίστιν και το όνομα του Θεού. Απεφάσισα να ακολουθήσω τα βήματά των. Ένας μόνος μοναχός ο οποίος αντιτίθεται εις όλον τον χιλιετή χριστιανισμον πρέπει να σφάλλη. Δια τούτο είμαι αποφασισμένος να διακινδυνεύσω τας χώρας μου, τους φίλους μου, το σώμα μου, το αίμα μου, την ζωήν μου και την ψυχήν μου... Αφού ήκουσα χθές την πείσμονα υπεράσπισιν του Λουθήρου, λυπούμαι διότι επί τόσον χρόνον ανέβαλλον να ενεργήσω εναντίον του και εναντίον της ψευδούς διδασκαλίας του. Δεν έχω πλέον να κάμω τίποτε δι' αυτόν. Δύναται να επιστρέψη με το διαβατήριόν του αλλά χωρίς να κηρύξη ή να προκαλέση αναταραχήν. Θα ενεργήσω εναντίον του ως διαβοήτου αιρετικού και σας ζητώ να πράξετε όπως μου υπεσχέθητε.80

Τέσσαρες εκλέκτορες συνεφώνησαν με αυτήν την ενέργειαν. Ο Φρειδερίκος της Σαξονίας και ο Λουδοβίκος του Παλατινάτου απέσχον. Την νύκτα εκείνην –19ην Απριλίου– ανώνυμα πρόσωπα ετοιχοκόλλησαν επί της θύρας του δημαρχείου και εις άλλα σημεία της Βόρμς, πινακίδας φερούσας το γερμανικόν σύμβολον της κοινωνικής επαναστάσεως, το υπόδημα του χωρικού. Μερικοί εκκλησιαστικοί ετρομοκρατήθησαν και παρεκάλεσαν ιδιαιτέρως τον Λούθηρον να κάμη ειρήνην με την Εκκλησίαν, αλλ' αυτός έμεινε πιστός εις την δήλωσίν του ενώπιον της διαίτης. Την 26ην Απριλίου ήρχισε το ταξείδιόν του δια να επιστρέψη εις την  Βιττενβέργην. Ο Λέων Ι’ έστειλε διαταγάς να γίνη σεβαστόν το διαβατηριόν του.81 Εν τούτοις ο εκλέκτωρ Φρειδερίκος, φοβούμενος ότι η αυτοκρατορική αστυνομία πιθανόν να επεχείρει να συλλάβη τον Λούθηρον μετά την λήξιν της ισχύος του διαβατηρίου του κατά την 6ην Μαΐου, εκανόνισε, με την μετά δυσφορίας δοθείσαν συγκατάθεσιν του Λουθήρου, να του στήση ενέδραν κατά την επιστροφήν του ως δήθεν εκ μέρους ληστών, να τον απαγάγη και να τον κρύψη εις τον πύργον του Βαρτμπουργκ.
Την 6ην Μαΐου ο αυτοκράτωρ παρουσίασεν εις την δίαιταν, η οποία τώρα εμειώθη εις αριθμόν από πολλάς αναχωρήσεις, το σχέδιον του «Διατάγματος της Βόρμς» το οποίον είχεν ετοιμάσει ο Αλεάντερ. Κατηγορεί τον Λούθηρον ότι:

είχε μολύνει τον γάμον, κατεφρόνησε την εξομολόγησιν και απηρνήθη το σώμα και το αίμα του Κυρίου ημών. Κάμνει τα μυστήρια να εξαρτώνται από την πίστιν του δεχομένου αυτά. Είναι ειδωλολάτρης απαρνούμενος την ελευθέραν βούλησιν. Αυτός ο διάβολος με το ράσον του μονάχου συνεσώρευσεν αρχαίας πλάνας εις ενα βρωμερόν μίγμα και επενόησε νέας τοιαύτας. Αρνείται την δύναμιν των κλειδών και ενθαρρύνει τους λαϊκούς να βυθίσουν τας χείρας των εις το αίμα των κληρικών. Η διδασκαλία του, προκαλεί την ανταρσίαν, την διαίρεσιν, τον πόλεμον, τον φόνον, την ληστείαν, την πυρπόλησιν και την κατάρρευσιν της χριστιανοσύνης. Διάγει τον βίον ενός κτήνους. Έκαυσε τα εκκλησιαστικά διατάγματα. Περιφρονεί εξ’ ίσου τον αφορισμόν και το ξίφος. Προκαλεί περισσοτέραν ζημίαν εις την πολιτικήν παρά εις την εκκλησιαστικήν εξουσίαν. Εμοχθήσαμεν με αυτόν αλλά αναγνωρίζει μόνον το κύρος των Γραφών, τας οποίας ερμηνεύει κατά την αντίληψίν του. Του εδώσαμεν είκοσι μιαν ημέρας, από της 15ης Απριλίου... Όταν θα εκπνεύση ο χρόνος ουδείς πρέπει να τον περιθάλψη. Οι οπαδοί του επίσης θα καταδικασθούν. Τα βιβλία του θα σβυσθούν από την μνήμην των ανθρώπων.82
Δύο ημέρας μετά την παρουσίασιν του διατάγματος τούτου ο Λέων Ι’ μετετόπισε την πολιτικήν του υποστήριξιν από τον Φραγκίσκον Α' εις τον Κάρολον Ε'. Η δίαιτα συνεφώνησε με το διάταγμα και την 26ην Μαΐου ο Κάρολος το εδημοσίευσεν επισήμως. Ο Αλεάντερ εδόξασε τον Θεόν και διέταξε να καούν τα βιβλία του Λουθήρου οπουδήποτε και αν ευρίσκοντο.

VI. ΟΙ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΑΙ
Η διαμονή εις το Βάρτμπουργκ ήτο μια θλιβερά τιμωρία. Ο αρχαίος πύργος, κτισμένος εις την κορυφήν ενός βουνού εις απόστασιν ενός μιλίου από το Αιζεναχ, ήτο κρυμμένος από τον κόσμον όπως και από τον αυτοκράτορα. Επί δέκα σχεδόν μήνας (4 Μαΐου 1521 έως 29 Φεβρουαρίου 1522), ο Λούθηρος διέμεινεν εκεί εις ένα μελαγχολικόν δωμάτιον, εφωδιασμένον με μιαν κλίνην, μιαν τράπεζαν, μιαν θερμάστραν και ένα τεμάχιον ξύλου ως κάθισμα. Μερικοί στρατιώται εφρούρουν το φρούριον, ενας υπηρέτης εφρόντιζε δια την οικίαν και δύο παιδιά υπηρέτουν τον Λούθηρον ως ακόλουθοι. Δια την ευκολίαν του και ίσως χάριν τοπικής προσαρμογής, έβγαλε το ράσον του, περιεβλήθη ιπποτικήν ενδυμασίαν και άφησε γενειάδα. Ήτο τώρα ο Γιούνκερ Γεώργιος. Εξήρχετο εις κυνήγιον αλλά δεν ηυχαριστείτο να φονεύη κονίκλους, όταν τόσοι αντίχριστοι παρέμενον αφόνευτοι. Η οκνηρία και η αυπνία και το πολύ φαγητόν και η μπύρα τον κατέστησαν αρρωστον και παχύν. Ήτο ανήσυχος και εβλασφήμει ως Γιούνκερ «θα επροτίμων να καώ επί αναμμένων ανθράκων», έγραφε, «παρά να σαπίζω εδώ... Θέλω να ευρίσκωμαι εν τω μέσω της πάλης».83 Αλλά ο υπουργός του Φρειδερίκου του συνέστησε να παραμείνη κρυμμένος επί εν έτος μέχρις ότου ψυχρανθή η ζέσις του Καρόλου. Ο Κάρολος, εν τούτοις, δεν κατέβαλε καμμίαν προσπάθειαν να τον εύρη ή να τον συλλάβη.
Κατά την πνευματικήν μόνωσιν του Λουθήρου αι αμφιβολίαι και αι παραισθήσεις τον ετυράννουν. Ήτο δυνατόν, ηπόρει, αυτός να είχε δίκαιον και τόσοι σοφοί να είχον άδικον; Ήτο φρόνιμον να συντρίψη το κύρος της παραδεδεγμένης πίστεως; Μήπως η αρχή της ιδιωτικής κρίσεως προιωνίζετο την άνοδον της επαναστάσεως και τον θάνατον του νόμου; Εάν πιστεύσωμεν την ιστορίαν την οποίαν αφηγείται εις τα ανέκδοτά του, εταράσσετο εις τον πύργον από παραδόξους κρότους, τους οποίους ηδύνατο να εξηγήση μόνον ως δραστηριότητα των δαιμόνων. Διετείνετο ότι είχεν ιδεί τον σατανάν εις πολλάς περιπτώσεις• μιαν φοράν, ο διάβολος έρριπτεν εναντίον του καρύδια.84 Μιαν φοράν, λέγει ένας γνωστός θρύλος, ο Λούθηρος του επέταξε ένα μελανοδοχεϊον αλλά δεν τον επέτυχε.85 Παρηγορείτο γράφων ζωντανάς επιστολάς εις τους φίλους και τους εχθρούς του, συνθέτων θεολογικάς πραγματείας και μεταφράζων την Καινήν Διαθήκην εις την γερμανικήν. Μιαν φορά έκαμεν ένα εσπευσμένον ταξείδιον εις την Βιττενβέργην δια να συγκρατήση μιαν επανάσιασιν.
Η προκλητικότης του εις την Βόρμς και η επιβίωσίς του, είχον δώσει εις τους οπαδούς του μιαν μεθυστικήν έξαψιν. Εις την Ερφούρτην σπουδασταί, τεχνίται και χωρικοί προσέβαλον και κατεδάφισαν σαράντα πρεσβυτέρια, κατέστρεψαν βιβλιοθήκας και λογιστικά βιβλία και εφόνευσαν ένα ουμανιστήν (Ιούνιος 1521). Κατά το φθινόπωρον του ταραχώδους αυτού έτους, οι Αυγουστινιανοί μοναχοί της Ερφούρτης εγκατέλειψαν το μοναστήριόν των, εκήρυξαν την λουθηρανήν πίστιν και κατήγγειλαν την Εκκλησίαν ως «μητέρα του δογματισμού, της αλαζονείας, της φιλαργυρίας, της πολυτελείας, της απιστίας και της υποκρισίας».86 Εις την Βιττενβέργην, καθ’ ον χρόνον ο Μελάγχθων συνέθετε το έργον του «Loci communes rerum theologicarum» (1521) –την πρώτην συστηματικήν έκθεσιν της προτεσταντικής θεολογίας– ο συνάδελφος του καθηγητής Κάρλστατ, τώρα αρχιδιάκονος της εκκλησίας του Πύργου, απήτησεν όπως η λειτουργία γίνεται (εάν θα εγίνετο) εις την τοπικήν γλώσσαν, όπως η ευχαριστία δίδεται εις άρτον και οίνον χωρίς προηγουμένην εξομολόγησιν και νηστείαν, όπως αι θρησκευτικαί εικόνες αφαιρεθούν από τας εκκλησίας και όπως ο κλήρος -μοναχοί και κοσμικοί ιερείς- νυμφεύωνται και αποκτούν τέκνα. Ο Κάρλστατ έδωσε το παράδειγμα νυμφευθείς εις ηλικίαν 40 ετών μιαν δεκαπενταέτιδα κόρην (19 Ιανουαρίου 1522).
Ο Λούθηρος επεκρότησεν αυτόν τον γάμον αλλά, «προς Θεού!» έγραφε «θα δώσουν οι Βιττενβέργιοί μας συζύγους εις μοναχούς;»87 Εν τούτοις εύρε κάτι το ελκυστικόν εις την ιδέαν διότι απέστειλεν εις τον Σπαλατίν (21 Νοεμβρίου 1521) μιαν πραγματείαν «Περί μοναστικών όρκων», υποστηρίζων την κατάργησίν των. Ο Σπαλατίν ανέβαλε την δημοσίευσίν της διότι ήτο απροκαλύπτως ειλικρινής. Παρεδέχετο το σεξουαλικόν ένστικτον ως φυσικόν και ακαταμάχητον και διεκήρυξεν ότι οι μοναστικοί όρκοι ήσαν παγίδες του σατανά, πολλαπλασιάζουσαι τας αμαρτίας. Παρήλθον τέσσαρα έτη μέχρις ότου νυμφευθή και ο ίδιος ο Λούθηρος• η καθυστερημένη εκ μέρους του εκτίμησις της γυναικός δεν έπαιξε προφανώς κανένα ρόλον εις την εγκαινίασιν της Μεταρρυθμίσεως.
Η επανάστασις επροχώρησε. Την 22αν Σεπτεμβρίου 1521, ο Μελάγχθων έδωσε την αγίαν κοινωνίαν εις άρτον και οίνον• εδώ οι Ουτρακβίται της Βοημίας εκέρδισαν μιαν αργοπορημένην νίκην. Την 23ην Οκτωβρίου έπαυσε να ψάλλεται η λειτουργία εις το μοναστήριον του Λουθήρου. Την 12ην Νοεμβρίου, δέκα τρεις μοναχοί απεχώρησαν από το μοναστήριον και εξώρμησαν εις αναζήτησιν συζύγων. Εντός ολίγου μια παρομοία έφοδος θα εξεκένωνε τα μοναστήρια της Γερμανίας. Την 3ην Δεκεμβρίου μερικοί σπουδασταί και κάτοικοι της πόλεως, ωπλισμένοι με μαχαίρας, εισήλθον εις την ενοριακήν εκκλησίαν της Βιττενβέργης, εξεδίωξαν τους ιερείς από τα θυσιαστήρια και ελιθοβόλησαν μερικούς πιστούς οι οποίοι προσηύχοντο προ του αγάλματος της Παρθένου. Την 4ην Δεκεμβρίου, 40 φοιτηταί κατεδάφισαν τα θυσιαστήρια του φραγκισκανικού μοναστηρίου της Βιττενβέργης. Την ιδίαν ημέραν, ο Λούθηρος, εξακολουθών να είναι μετημφιεσμένος εις Γιούνκερ, επεσκέφθη κρυφίως την πόλιν, ενέκρινε τους γάμους των μοναχών αλλά συνέστησεν εις τον κλήρον και τους λαϊκούς να αποφεύγουν την βίαν.
«Ο εξαναγκασμός», είπε, «δεν αποκλείεται αλλά πρέπει να ασκήται από τας αρμοδίας αρχάς».88
Την επομένην επανήλθεν εις Βάρτμπουργκ. Ολίγον χρόνον μετά τα ανωτέρω, απέστειλεν εις τον Σπαλατίν προς δημοσίευσιν μιαν «Σοβαράν έκκλησιν προς όλους τους, χριστιανούς, αποτρέπων αυτούς από πάσαν στάσιν και ανταρσίαν». Εφοβείτο ότι εάν η θρησκευτική επανάστασις επροχώρει πολύ ταχέως ή καθίστατο κοινωνική επανάστασις, θα απεξενούτο από την αριστοκρατίαν και θα κατεστρέφετο. Αλλά αι πρώται της σελίδες επεκρίθησαν ως μια παρακίνησις προς την βίαν:

Φαίνεται πιθανόν ότι υφίσταται κίνδυνος εξεγέρσεως και ότι ιερείς, μοναχοί και ολόκληρον το πνευματικόν συγκρότημα είναι δυνατόν να θανατωθή ή να εκδιωχθή εις εξορίαν, εκτός εάν αναμορφωθούν πλήρως και σοβαρώς. Διότι ο κοινός άνθρωπος μνησικακεί δια τας ζημίας τας οποίας υπέστη εις την περιουσίαν του, εις το σώμα του και εις την ψυχήν του και έχει υποστή πρόκλησιν. Η υπομονή του εδοκιμάσθη πάρα πολύ και τον επεβάρυναν ασυνειδήτως πέραν παντός μέτρου. Ούτε δύναται ούτε θέλει να ανεχθή πλέον αυτήν την κατάστασιν και θα είχε πράγματι σοβαρούς λόγους να στραφή γύρω του με μάστιγας και με ρόπαλα, όπως απειλούν να κάμουν οι χωρικοί. Τώρα, δεν είμαι καθόλου δυσηρεστημένος όταν ακούω ότι ο κλήρος έχει περιέλθει εις τοιαύτην κατάστασιν φόβου και αγωνίας. Ίσως συνέλθουν και μετριάσουν την παράφρονα τυραννίαν των... Θα προχωρήσω ακόμη περισσότερον. Εάν είχον δέκα σώματα και θα ηδυνάμην να επιτύχω τόσην χάριν από τον Θεόν ώστε να τους τιμωρήση (τους κληρικούς) με ήπια μέσα (Fuchsschwanz – την φουντωτήν ουράν της αλώπεκος) δια θάνατον ή εξέγερσιν, θα έδιδον ευχαρίστως τα δέκα σώματά μου να θανατωθούν χάριν των πτωχών χωρικών.89

Παρ' όλα ταύτα, εξηκολούθησε, δεν συνίσταται εις τα άτομα να χρησιμοποιούν βίαν• η εκδίκησις ανήκει εις τον Θεόν.

Η εξέγερσις είναι παραλογισμός και κατά γενικόν κανόνα ζημιώνει περισσότερον τον αθώον παρά τον ένοχον• ως εκ τούτου καμμία εξέγερσις δεν είναι δικαία, οσονδήποτε καλή και αν είναι η υπόθεσις προς το συμφέρον της οποίας γίνεται. Το κακόν το όποιον προκύπτει από αυτήν υπερβαίνει πάντοτε το ποσόν της αναμορφώσεως η οποία επιτυγχάνεται... Όταν ο Herr Omnes (το ανώνυμον πλήθος) εξαπολύεται, δεν δύναται να διακρίνη τον κακόν από τον αγαθόν κτυπά εις τα τυφλά και τότε η φρικτή αδικία είναι αναπόφευκτος... Η συμπάθειά μου είναι και θα είναι πάντοτε προς εκείνους, εναντίον των οποίων γίνεται η εξέγερσις.90

Η επανάστασις, κατά το μάλλον ή ήττον ειρηνική, εξηκολούθησε. Την ημέραν των Χριστουγέννων του έτους 1521, ο Κάρλστατ ελειτούργησε γερμανιστί με πολιτικήν ενδυμασίαν και εκάλεσεν όλους να μεταλάβουν, λαμβάνοντες τον άρτον εις την χείρα και πίνοντες τον οίνον από το δισκοπότηρον. Κατά τον ίδιον περίπου χρόνον, ο Γαβριήλ Τσβίλλιγκ, ένας από τους ηγέτας της αυγουστινιανής ενορίας, εκάλεσε τους ακροατάς του να καύσουν τας αγίας εικόνας και να κατεδαφίσουν τα θυσιαστήρια, οπουδήποτε θα τα εύρισκον. Την 27ην Δεκεμβρίου ερρίφθη έλαιον εις την πυράν από «προφήτας» ελθόντας από το Τσβικάοα. Η πόλις αυτή ήτο μία από τας πλέον βιομηχανικάς της Γερμανίας και είχε σημαντικόν πληθυσμόν από υφαντάς υπό δημοτικήν κυβέρνησιν αποτελουμένην από εμπόρους εργοδότας. Μια σοσιαλιστική κίνησις μεταξύ των εργατών ενεθαρρύνετο από τας απηχήσεις και τας αναμνήσεις του καταπνιγέντος Θαβωριτικού πειράματος, το οποίον είχεν αναταράξει την γειτονικήν Βοημίαν.
        Ο Θωμάς Μύντσερ, πάστωρ της Αγίας Αικατερίνης, εκκλησίας των υφαντών, έγινεν ο ερμηνευτής των επιδιώξεών των και συγχρόνως ένας ενθουσιώδης υποστηρικτής της Μεταρρυθμίσεως. Αντιληφθεις ότι η εξύψωσις της Βίβλου υπό του Λουθήρου ως του μοναδικού κανόνος πίστεως, εδημιούργει το ερώτημα ποίος θα ηρμήνευε το κείμενου, ο Μύντσερ και δύο σύντροφοι του –ο Νικόλαος Στόρχ ο υφαντής και ο Μάρκος Στύμπνερ, ο λόγιος– ανήγγειλαν ότι ήσαν ιδιαιτέρως ενδεδειγμένοι ως ερμηνευταί, διότι ησθάνοντο ότι ενεπνέοντο κατ' ευθείαν από το Άγιον Πνεύμα. Διεκήρυττον ότι το άγιον αυτό πνεύμα τους ενέπνευσε να αναβάλλουν το βάπτισμα μέχρι της ωριμότητος• διότι το μυστήριον θα ήτο αποτελεσματικόν μόνον δια της πίστεως, η οποία δεν ήτο δυνατόν να αναμένεται από τα βρέφη. Προέλεγον ότι ο κόσμος επρόκειτο πολύ συντόμως να υποστή καταστροφήν κατά την οποίαν όλοι οι ασεβείς άνθρωποι -συμπεριλαμβανομένων ιδιαιτέρως όλων των ορθοδόξων ιερέων– θα εχάνοντο. Κατόπιν η δικαία βασιλεία του Θεού θα ήρχιζεν επί της γης.91 Το 1521 είχε κατασταλή μια εξέγερσις των υφαντών και οι τρεις «Απόστολοι του Τσβικάου» εξωρίσθησαν. Ο Μύντσερ μετέβη εις την Πράγαν, εξεδιώχθη από εκεί και έλαβε μιαν ενορίαν εις το Αλλστετ της Σαξονίας. Ο Στόρχ και ο Στύμπνερ μετέβησαν εις την Βιττενβέργην και κατά την απουσίαν του Λουθήρου, έκαμαν καλήν εντύπωσιν εις τον Μελάγχθονα και τον Κάρλστατ.
Την 6ην Ιανουαρίου 1522, η Αυγουστινιανή κοινότης της Βιττενβέργης διελύθη τελείως. Την 22αν Ιανουαρίου οι οπαδοί του Κάρλστατ υπήρξαν αρκετά ισχυροί εις το δημοτικόν συμβούλιον δια να επιτύχουν την ψήφισιν ενός διατάγματος καθορίζοντος όπως αφαιρεθούν όλαι αι εικόνες από τας εκκλησίας της Βιττενβέργης και απαγορεύοντος την τέλεσιν της θείας λειτουργίας ειμή μόνον κατά τον απλοποιημένον τύπον του Κάρλστατ. Ο Κάρλστατ συμπεριέλαβε και τον σταυρόν μεχαξύ των απηγορευμένων εικόνων και, όπως οι πρώτοι χριστιανοί, απέκλεισε την μουσικήν από τας θρησκευτικός τελετάς. «Οι ηδυπαθείς τόνοι του οργάνου», έλεγεν, «αφυπνίζουν σκέψεις εκ του κόσμου. Όταν θα έπρεπε να σκεπτώμεθα τα πάθη του Χριστού, μας φέρουν εις την μνήμην τον Πύραμον και την Θίσβην... Αφήσατε τα όργανα, τας σάλπιγγας και τους αυλούς εις το θέατρον».92
Όταν οι πράκτορες του συμβουλίου απεδείχθησαν αναβλητικοί εις την αφαίρεσιν των εικόνων, ο Κάρλστατ ωδήγησε τους οπαδούς του εντός των εκκλησιών• αι εικόνες και οι εσταυρωμένοι απεσπάσθησαν από τους τοίχους και οι ανθιστάμενοι ιερείς ελιθοβολήθησαν.93 Αποδεχόμενος την άποψιν των προφητών του Τσβικάου – ότι ο Θεός ομιλεί απ' ευθείας προς τους ανθρώπους όπως και δια των γραφών και ομιλεί μάλλον προς τους απλούς κατά το πνεύμα και την καρδίαν παρά προς τους σοφούς εις γλώσσας και βιβλία –ο Κάρλστατ, αν και ο ίδιος ήτο λόγιος, διεκήρυξεν ότι τα σχολεία και αι σπουδαί ήσαν εμπόδια δια την ευσέβειαν και ότι οι πραγματικοί χριστιανοί έπρεπε να αποφεύγουν τα γράμματα και την μάθησιν και να γίνωνται αγράμματοι χωρικοί ή τεχνίται. Ένας από τους οπαδούς του, ο Γεώργιος Μώρ, διέλυσε το σχολείον εις το οποίον εδίδασκε και παρεκίνησε τους γονείς να κρατήσουν τα τέκνα των μακράν απο τα γράμματα. Πολλοί σπουδασταί εγκατέλειψαν το Πανεπιστήμιον και μετέβησαν εις τας πατρίδας των να μάθουν μιαν τέχνην, λέγοντες ότι δεν υπήρχε πλέον ανάγκη δια σπουδήν.
  Πληροφορηθείς όλα αυτά, ο Λούθηρος εφοβήθη ότι οι συντηρητικοί επικριταί του θα ευρίσκοντο εντός ολίγου δικαιολογημένοι εις τας συχνάς προβλέψεις των, ότι η εκ μέρους του απόρριψις της εκκλησιαστικής εξουσίας θα παρέλυεν όλους τους δεσμούς της κοινωνικής πειθαρχίας. Αδιαφορών δια την απαγόρευσιν του αυτοκράτορας και αφήνων προσωρινώς κατά μέρος πάσαν προστασίαν εκ μέρους του εκλέκτορος εάν ο Κάρολος επεχείρει να τον συλλάβη, ο Λούθηρος εγκατέλειψε τον πύργον του, εφόρεσεν εκ νέου το μοναχικόν του ράσον και επανέλαβε την κουράν και έσπευσεν εις την Βιττενβέργην. Την 9ην Μαρτίου 1522 ήρχισε μιαν σειράν από οκτώ κηρύγματα με τα οποία ανεκάλει αυστηρώς εις την τάξιν το Πανεπιστήμιον, τας εκκλησίας και τους πολίτας. Τώρα απέρριψεν όλας τας εκκλήσεις του δια βιαίας ενεργείας• δεν είχεν αυτός ελευθερώσει εκατομμύρια ανθρώπων από την εκκλησιαστικήν καταπίεσιν χωρίς να υψώση τίποτε άλλο από τον κάλαμόν του;
     «Ακολουθήσατε εμέ», είπεν. «Εγώ υπήρξα ο πρώτος εις τον οποίον ο Θεος ενεπιστεύθη το ζήτημα. Εγώ υπήρξα εκείνος, εις τον οποίον τα πρώτον (απεκάλυψε πως έπρεπε να κηρύσσεται ο λόγος Του προς σας. Δια τούτο εκάματε κακώς να αρχίσετε τοιαύτας ενεργείας χωρίς... πρώτον να με συμβουλευθήτε...94 Δώσατε μου καιρόν... Μη νομίζετε, ότι αι καταχρήσεις περιορίζονται με την καταστροφήν του αντικειμένου, εις βάρος του οποίου γίνεται η κατάχρησις. Οι άνδρες πιθανόν να μεταχειρίζωνται κακώς τον οίνον ή τας γυναίκας. Θα πρέπει λοιπόν να καταργήσωμεν τας γυναίκας και να απαγορεύσωμεν τον οίνον; Ο ήλιος, η σελήνη και οι αστέρες ελατρεύθησαν ως θεοί. Θα πρέπει λοιπόν να τα καταβιβάσωμεν από τον ουρανόν;95      Εκείνοι οι οποίον θα ήθελον να διατηρήσουν τας εικόνας, τα αγάλματα, τους σταυρούς, την μουσικήν η την, λειτουργίαν, δεν θα πρέπει να εμποδισθούν. Ο ίδιος παρεδέχετο τας αγίας εικόνας.96 Εκανόνισεν όπως εις μιαν εκκλησίαν της Βιττενβέργης η λειτουργία τελήται κατά το πατροπαράδοτον τυπικόν. Εις μιαν άλλην, η Θεία Κοινωνία προσεφέρετο εις άρτον μόνον εις το κεντρικόν θυσιαστήριον και εις άρτον και οίνον εις ένα άλλο ευρισκόμενον παραπλεύρως. Ο τύπος, έλεγεν ο Λούθηρος, δεν έχει σημασίαν• σημασίαν έχει το πνεύμα, υπο το οποίον λαμβάνεται η Ευχαριστία.
    Ήτο η καλυτέρα και χριστιανικωτέρα εμφάνισίς του εις αυτά τα οκτώ κηρύγματα εις οκτώ ημέρας. Διεκινδύνευσε το παν δια να δυνηθή να επαναφέρη την Βιττενβέργην εις την μετριοπάθειαν και επέτυχεν. Οι προφήται του Τσβικάου επεχείρησαν να τον προσηλυτίσουν εις τας απόψεις των και προσεφέρθησαν, εις απόδειξιν της θείας των εμπνεύσεως, να μαντεύσουν τας σκέψεις του. Εδέχθη την πρόκλησιν• αυτοί απήντησαν ότι ησθάνετο μαν μυστικήν συμπάθειαν προς τας ιδέας των• αυτός απέδωσε την διορατικότηρά των εις τον διάβολον και τους διέταξε να φύγουν από την Βιττενβέργην.
  Ο Κάρλστατ, απολυθείς από τας θέσεις του από το ανασυγκροτηθέν δημοτικόν συμβούλιον, έλαβε μιαν θέσιν πάστορος εις Ολαμύντε από του άμβωνος της οποίας κατήγγειλε τον Λούθηρον ως «ένα λαίμαργον εκκλησιαστικόν... τον νέον πάπαν της Βιττενβέργης».97 Προηγούμενος των Κουακέρων, ο Κάρλστατ εγκατέλειψε το ένδυμα του κληρικού, εφόρεσεν ένα απλούν φαιόν επανωφόριον, παρητήθη των τίτλων, εζήτει να τον προσφωνούν «Αδελφέ Ανδρέα», ηρνείτο πληρωμήν δια την ιερατικήν του υπηρεσίαν και εκέρδιζε τα προς το ζήν με το άροτρον. Επίσης απηρνήθη την χρήσιν των φαρμάκων, επροτίμα την προσευχήν αντί των θεραπευτικών μέσων, υπεστήριζε την πολυγαμίαν ως βιβλικήν και παρεδέχθη μιαν εντελώς συμβολικήν έννοιαν της Ευχαριστίας. Κατ' έντολήν του εκλέκτορος, ο Λούθηρος μετέβη εις Όρλαμύντε δια να κηρύξη εναντίον του αλλά εξεδιώχθη από την πόλιν ενώ ερρίπτοντο εναντίον του λίθοι και λάσπη.98 Όταν εξησθένησε η ανταρσία των χωρικών, ο Κάρλστατ, φοβούμενος μήπως συλληφθή ως υποκινητής, εζήτησε καταφύγιον πλησίον του Λουθήρου, ο όποιος του το προσέφερεν. Αφού περιεπλανήθη αρκετά, ο κουρασμένος ριζοσπάστης κατέληξεν ως εις λιμένα, καθηγητής εις την Βασιλείαν και εκεί εύρεν ένα ειρηνικόν θάνατον ως διδάσκαλος το 1541.


VII. ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
Ο Λούθηρος επανέλαβε τον άνισον δρόμον της ζωής του ως ιερεύς εις την ενορίαν του και ως καθηγητής εις το Πανεπιστήμιον. Ο εκλέκτωρ του επλήρωνε 200 γκίλντερ (5.000 δολλάρια ;) ετησίως, εις τα οποία έκαστος σπουδαστής προσέθετεν ένα μικρόν ποσόν ως δίδακτρα διότι παρηκολούθει τα μαθήματά του. Ο Λούθηρος και ένας άλλος μοναχός, και οι δύο τώρα με ενδυμασίαν λαϊκού, έζων εις το μοναστήριον των Αυγουστινιανών με ένα σπουδαστήν υπηρέτην.
         «Η κλίνη μου δεν εστρώθη επί εν ολόκληρον έτος και εμύριζεν από τον ιδρώτα. Αλλ' εργαζόμουν όλην την ημέραν και ήμουν τόσον κουρασμένος την νύκτα ώστε έπιπτον εις την κλίνην χωρίς να αισθάνωμαι ότι δεν ήτο εν τάξει».99
           Η έντονος εργασία καθίστα την όρεξίν του συγχωρητέαν. «Τρώγω ως Βοημός και πίνω ως Γερμανός, δόξα τω Θεώ, Αμήν».100 Εκήρυττε συχνά αλλά με φιλάνθρωπον βραχύτητα και εις απλήν, ρωμαλέαν γλώσσαν, η οποια εκράτει τους ακροατάς του εις προσοχήν. Η μόνη του ψυχαγωγία ήτο το σκάκι και ο πλαγίαυλος. Αλλά φαίνεται ότι απελάμβανε περισσότερον τας ώρας κατά τας οποίας επετίθετο κατά των «παπιστών». Ήτο ο ισχυρότερος και πλέον αυθόρμητος συζητητής εις την ιστορίαν. Όλα σχεδόν τα συγγράμματά του ήσαν πολεμικά, διηνθισμένα με χιούμορ και εριστικότητα. Άφηνε τους αντιπάλους του να επιτηδεύωνται ανώτερα λατινικά δια να αναγνωσθούν από ολίγους λογίους• και αυτός επίσης έγραφε λατινιστί όταν ήθελε να απευθυνθή εις ολόκληρον την χριστιανοσύνην αλλά αι πλείσται των διατριβών του ήσαν συντεταγμέναι εις την γερμανικήν ή μετεφράζοντο αμέσως εις την γερμανικήν, διότι η επανάστασίς του ήτο εθνικιστική. Κανείς άλλος Γερμανός συγγραφεύς δεν τον έφθασεν εις σαφήνειαν ή δύναμιν του ύφους, εις οξύτητα και κομψότητα φράσεως, εις επιτυχείς – κάποτε ιλαράς – παρομοιώσεις, εις ένα λεξιλόγιον το οποίον είχε τας ρίζας του εις την ομιλίαν του λαού και ήτο σύμφωνον προς το εθνικόν πνεύμα.
Η τυπογραφία με τους σκοπούς της συνέπεσεν ως ένας νεωτερισμός εκ της Θείας Προνοίας, τον οποίον εχρησιμοποίησε με ανεξάντλητον επιδεξιότητα. Υπήρξεν ο πρώτος ο οποίος την έκαμεν όργανον της προπαγάνδας και του πολέμου. Δεν υπήρχον ακόμη εφημερίδες ούτε περιοδικά. Αι μάχαι διεξήγοντο με βιβλία, φυλλάδια, ιδιωτικάς επιστολάς προοριζομένας δια δημοσίευσιν. Υπό την παρόρμησιν της επαναστάσεως του Λουθήρου ο αριθμός των βιβλίων τα οποία εξετυπώθησαν εις την Γερμανίαν ανήλθεν από 180 κατά το 1518 εις 990 κατά το 1524. Τα τέσσαρα πέμπτα εξ’ αυτών ηυνόουν την Μεταρρύθμισιν. Βιβλία, υποστηρίζοντα την ορθοδοξίαν επωλούντο μετά δυσκολίας ενώ τα βιβλία του Λουθήρου ήσαν τα περισσότερον αγοραζόμενα καθ' όλην την εποχήν αυτήν. Επωλούντο όχι μόνον εις τα βιβλιοπωλεία αλλά και από μεταπράτας και περιοδεύοντας φοιτητάς• 1400 αντίτυπα ηγοράσθησαν εις μιαν πανήγυριν της Φραγκφούρτης. Ακόμη και εις τους Παρισίους το 1520, υπερέβησαν εις πωλήσεις οιονδήποτε άλλο βιβλίον. Ήδη από του 1519 εξήγοντο εις την Γαλλίαν, την Ιταλίαν, την Ισπανίαν, τας Κάτω Χώρας, την Αγγλίαν. «Τα βιβλία του Λουθήρου ευρίσκονται παντού και εις πάσαν γλώσσαν», έγραφεν ο Έρασμος το 1521, «κανείς δεν θα ηδύνατο να πιστεύση εις ποίαν έκτασιν έχει συγκινήσει τους ανθρώπους».101 Η φιλολογική γονιμότης των Μεταρρυθμιστών μετέθεσε την υπεροχήν των δημοσιεύσεων από την νότιον εις την βόρειον Ευρώπην όπου και παρέμεινεν από τότε. Η τυπογραφία συνέβαλεν εις την Μεταρρύθμισιν• ο Γουτεμβέργιος κατέστησε δυνατόν το έργον του Λουθήρου.
Το μεγαλύτερον κατόρθωμα του Λουθήρου ως συγγραφέως υπήρξεν η μετάφρασις της Βίβλου εις την Γερμανικήν. Είχον ήδη γίνει δέκα οκτώ τοιαύται μεταφράσεις αλλά εβασίζοντο επί της Vulgata του Ιερωνύμου, ήσαν πλήρεις λαθών και αδεξίως διατυπωμένοι. Αι δυσκολίαι της μεταφράσεως εκ του πρωτοτύπου ήσαν καταπληκτικοί. Δεν υφίσταντο μέχρι τούδε λεξικά από τα εβραϊκά ή τα ελληνικά εις τα γερμανικά• έκαστη σελίς κειμένου εδημιούργει πλήθος ερμηνευτικών προβλημάτων η δέ γερμανική γλώσσα ήτο ακόμη πρωτόγονος και αδιαμόρφωτος. Δια την Καινήν Διαθήκην, ο Λούθηρος εχρησιμοποίησε το ελληνικόν κείμενον το οποίον είχεν εκδόσει ο Έρασμος το 1516 με μιαν λατινικήν έκδοσιν. Το μέρος τούτο του έργου επερατώθη το 1521 και εδημοσιεύθη το 1522. Μετά παρέλευσιν δώδεκα επί πλέον ετών προσπαθείας, εν μέσω συνεχών θεολογικών ερίδων, βοηθούμενος όμως υπό του Μελάγχθονος και πολλών Εβραίων λογίων, ο Λούθηρος εδημοσίευσε την Παλαιάν Διαθήκην γερμανιστί. Παρά τας φιλολογικός των ατελείας, αι μεταφράσεις αυταί υπήρξαν γεγονότα, τα οποία άφησαν εποχήν. Εγκαινίασαν την γερμανικήν φιλολογίαν και επέβαλον την νέαν γερμανικήν της άνω Σαξονίας –Neuhochdeutsh– ως φιλολογικήν γλώσσαν της Γερμανίας. Εν τούτοις αι μεταφράσεις ήσαν εσκεμμένως μη φιλολογικαί, συντεταγμένοι εις την διάλεκτον του λαού. Με τον συνήθη ζωντανόν τρόπον του, ο Λούθηρος εξήγησε την μέθοδόν του:
«Δεν πρέπει, όπως κάμνουν οι ανόητοι, να συμβουλευώμεθα τα λατινικά γράμματα πώς θα έπρεπε να ομιλούμεν γερμανικά αλλά να ερωτώμεν τας μητέρας εις τας οικίας των, τα παιδία εις τους δρόμους, τους κοινούς ανθρώπους εις την αγοράν... πρέπει να οδηγούμεθα από αυτούς όταν μεταφράζωμεν• τότε θα μας εννοήσουν και θα αντιληφθούν ότι τους ομιλούμεν γερμανιστί».102
    Δια τον λόγον τούτον η μετάφρασίς του είχε το ίδιον αποτέλεσμα και γόητρον εις την Γερμανίαν όπως η έκδοσις του βασιλέως Ιακώβου εις την Αγγλίαν ένα αιώνα αργότερα: είχεν απέραντον και ευεργετικήν επίδρασιν επί της εθνικής γλώσσης και εξακολουθεί να είναι το μεγαλύτερον πεζογραφικόν έργον εις την εθνικήν φιλολογίαν. Εις την Βιττενβέργην και κατά την διάρκειαν της ζωής του Λουθήρου ετυπώθησαν 100.000 αντίτυπα της Καινής Διαθήκης του. Εις άλλα μέρη ενεφανίσθησαν περίπου δώδεκα μη εγκεκριμέναι εκδόσεις και παρά τα διατάγματα τα οποία απηγόρευον την κυκλοφορίαν της εις το Βραδεμβούργου, την Βαυαρίαν και την Αυστρίαν, έγινε και παρέμεινε το περισσότερον πωλούμενον βιβλίον εις την Γερμανίαν. Αι μεταφράσεις της Βίβλου συνετέλεσαν, υπό δύο μορφάς ως αποτέλεσμα και ως συντελεστικόν αίτιον, εις την αντικατάστασιν της λατινικής υπό των τοπικών γλωσσών και φιλολογιών, η οποία συνώδευε το εθνικιστικόν κίνημα και η οποία ανταπεκρίνετο εις την ήτταν της οικουμενικής Εκκλησίας εις χώρας, αι οποίαι δεν είχον λάβει και τροποιήσει την λατινικήν γλώσσαν.
Εργασθείς επί τόσον μακρόν χρόνον επί της Βίβλου και κληρονομήσας την μεσαιωνικήν άποψιν περί της θείας προελεύσεώς της, ο Λούθηρος την κατέστησε με αγάπην την εις όλα αυτάρκη πηγήν και κανόνα της θρησκευτικής του πίστεως. Αν και παρεδέχετο μερικάς παραδόσεις μη βασιζομένας επί των Γραφών –όπως το βάπτισμα των βρεφών και την αργίαν της Κυριακής- απέκρουε το δικαίωμα της Εκκλησίας να προσθέτη εις τον χριστιανισμόν στοιχεία μη στηριζόμενα εις την Βίβλον αλλά εις τα ιδικά της έθιμα και την ιδικήν της εξουσίαν, όπως το καθαρτήριον, τας συγχωρήσεις και την λατρείαν της Θεοτόκου και των αγίων.
Η αποκάλυψις του Βάλλα περί της «Δωρεάς του Κωνσταντίνου» (την υποτιθεμένην κληροδοσίαν της Δυτικής Ευρώπης εις τους πάπας) ως μιας χονδροειδούς ιστορικής απάτης, εκλόνισε την πίστιν χιλιάδων χριστιανών εις το αξιόπιστον των παραδόσεων της Εκκλησίας και το αναγκαστικόν κύρος των εκκλησιαστικών διαταγμάτων. Το 1537 ο ίδιος ο Λούθηρος μετέφρασε την πραγματείαν του Βάλλα εις την γερμανικήν. Η παράδοσις ήτο ανθρωπίνη και υπέκειτο εις λάθη αλλά η Βίβλος είχε γίνει παραδεκτή υφ' ολοκλήρου σχεδόν της Ευρώπης ως ο αλάθητος λόγος του Θεού.
   Η λογική επίσης, εφαίνετο ανίσχυρον όργανον όταν παρεβάλλετο προς την πίστιν εις μιαν θείαν αποκάλυψιν. «Ημείς οι δυστυχισμένοι άνθρωποι... επιζητούμεν αλαζονικώς να εννοήσωμεν το ακατανόητον μεγαλείον και το ακατανόητον φως των θαυμασίων του Θεού... Παρατηρούμεν με τυφλούς οφθαλμούς, ως τυφλοπόντικοι, την δόξαν του Θεού».103 Δεν δύνασθε, έλεγεν ο Λούθηρος, να δεχθήτε συγχρόνως την Βίβλον και την λογικήν. Η μία ή η άλλη πρέπει να υποχωρήση:

Όλα τα άρθρα της χριστιανικής πίστεώς μας, την οποίαν ο Θεός μας απεκάλυψεν δια του Λόγου του, είναι ενώπιον της λογικής απολύτως αδύνατα, ανόητα και ψευδή. Τι είναι πλέον παράλογον (σκέπτεται ο πονηρός εκείνος ανόητος) και πλέον αδύνατον από το ότι ο Χριστός μας έδωσε κατά τον Μυστικόν Δείπνον, το σώμα και το αίμα του δια να το φάγωμεν και να το πίωμεν;... η ότι οι νεκροί θα αναστηθούν και πάλιν κατά την ημέραν της κρίσεως; ή ότι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, θα συνελαμβάνετο εις την μήτραν της Μαρίας θα εγεννάτο υπ' αυτής, θα εγίνετο ανήρ, θα έπασχε και θα απέθνησκεν ένα επαίσχυντον θάνατον επί του σταυρού;...104 Η λογική είναι ο μεγαλύτερος εχθρός εξ’ όσων έχει η πίστις105... Είναι η μεγαλυτέρα πόρνη του διαβόλου... μια πόρνη κατατρωγομένη από έλκη και λέπραν, η οποία πρέπει να καταπατάται υπό τους πόδας μας και να συντρίβεται, αυτή και η σοφία της... Ρίψατε της κόπρον κατά πρόσωπον... πνίξατε την εις το βάπτισμα.106

Ο Λούθηρος κατεδίκαζε τους σχολαστικούς φιλοσόφους διότι έκαμαν πολλάς παραχωρήσεις εις την λογικήν, διότι επεχείρουν να εξηγήσουν τα χριστιανικά δόγματα δια της λογικής, διότι επεζήτουν να εναρμονίσουν τον χριστιανισμόν με την φιλοσοφίαν εκείνου «του κατηραμένου αλαζόνος και αισχρού ειδωλολάτρου» του Αριστοτέλους.107
Εν τούτους ο Λούθηρος έκαμε δύο βήματα προς την κατεύθυνσιν της λογικής: έκαμε το κήρυγμα και όχι την ιεροτελεστίαν, κέντρον του θρησκευτικού τυπικού και κατά τους πρώτους καιρούς της ανταρσίας του διεκήρυξε το δικαίωμα παντός ατόμου να ερμηνεύη τας Γραφάς κατά την γνώμην του. Καθώρισε τον ιδικόν του κανόνα αυθεντικότητος των βιβλίων της Αγ. Γραφής: μέχρι ποίου σημείου συμφωνούν με την διδασκαλίαν του Χριστού;
«Παν ό,τι δεν κηρύττει τον Χριστόν δεν είναι αποστολικόν, έστω και εάν εγράφη από τον άγιον Πέτρον ή τον άγιον Παύλον ... ο,τιδήποτε κηρύττει τον Χριστόν, θα είναι αποστολικόν, έστω και αν προέρχεται από τον Ιούδαν, τον Πιλάτον ή τον Ηρώδην»108
Απέρριψε την επιστολήν του Ιακώβου και την απεκάλεσεν «αχυρίνην επιστολήν» διότι δεν ηδύναντο να την συμβιβάση με την θεωρίαν του Παύλου περί δικαιώσεως δια της πίστεως. Ημφεσβήτει την προς Εβραίους επιστολήν διότι εφαίνετο ότι ηρνείτο την εγκυρότητα της μετανοίας μετά το βάπτισμα (υποστηρίζουσα τοιουτοτρόπως τον αναβαπτισμόν) και κατ' αρχάς εχαρακτήρισε την Αποκάλυψιν ως εν ακατάλυπτον μίγμα υποσχέσεων και απειλών «ούτε αποστολικών ούτε προφητικών.»109 «Το τρίτον Βιβλίον του Έσδρα, το ρίπτω εις τον Έλβαν».110 Αν και στηριζόμενοι επί της λογικής, αι πλείσται εκ των κρίσεών του επί του κανόνος των Γραφών έγιναν παραδεκταί από μεταγενεστέρους βιβλικούς κριτικούς ως ευφυείς και ορθαί.
«Εκ των λόγων των προφητών», έλεγε «κανείς δεν διετυπώθη κανονικώς εγγράφως κατά την ιδίαν εποχήν. Οι μαθηταί και οι ακροαταί των τους συνέλεξαν κατόπιν... Αι Παροιμίαι του Σολομώντος δεν ήσαν έργον του Σο-λομώντος».
Αλλά οι ρωμαιοκαθολικοί αντίπαλοί του αντέλεγον, ότι ο έλεγχος του της αυθεντικότητος και της εμπνεύσεως ήτο υποκειμενικός και αυθαίρετος και προέλεγον, ότι κατά το παράδειγμά του και άλλοι κριτικοί θα απέρριπτον, κατά τας ιδικάς των απόψεις και διαθέσεις, άλλα βιβλικά κείμενα, έως ότου δεν θα απέμενε τίποτε από την Βίβλον ως βάσις της Θρησκευτικής πίστεως.
Με τας αναφερθεισας εξαιρέσεις, ο Λούθηρος υπερήσπισε την Βίβλον ως απολύτως και κατά γράμμα αληθή. Παρεδέχετο, ότι εάν η ιστορία του Ιωνά και του κήτους δεν περιείχετο εις την Βίβλον, θα την περιεγέλα ως μύθον. Το αυτό θα συνέβαινε με τας διηγήσεις περί Εδέμ και του όφεως, περί του Ιησού του Ναυή και του ηλίου. Αλλά, υπεστήριζεν, εφ' όσον παραδεχόμεθα την Θείαν προέλευσιν της Βίβλου, πρέπει να δεχθώμεν και τας ιστορίας αυτάς μαζί με τας άλλας ως υπό πάσαν έννοιαν πραγματικός. Απέρριπτεν ως μίαν μορφήν αθεϊσμού τας αποπείρας του Εράσμου και άλλων να εναρμονίσουν τας Γραφάς και την λογικήν δι' αλληγορικών ερμηνειών.111   Αποκτήσας ο ίδιος πνευματικήν ηρεμίαν όχι δια της φιλοσοφίας αλλά δια της πίστεως εις τον Χριστόν, όπως παρουσιάζεται εις τα Ευαγγέλια, προσεκολλήθη εις την Βίβλον ως το τελευταίον καταφύγιον της ψυχής. Εναντίον των ουμανιστών και του θαυμασμού των προς τους ειδωλολάτρας κλασσικούς, προσέφερε την Βίβλον όχι ως απλούν προϊόν της ανθρωπίνης διανοίας, αλλά ως θείον δώρον και παρηγορίαν.   «Μας διδάσκει να βλέπωμεν, να αισθανώμεθα, να αντιλαμβανώμεθα και να κατανοώμεν την πίστιν, την ελπίδα και την φιλανθρωπίαν κατά πολύ διάφορον τρόπον από ό,τι δύναται να κάμη η απλή λογική του ανθρώπου. Και όταν το κακόν μας καταπιέζη, μας διδάσκει πώς αι αρεταί αυταί ρίπτουν φώς εις το σκότος και πώς, μετά την ταλαίπωρον και αθλίαν αύτην παρξίν μας επί της γης, υπάρχει μια άλλη και αιωνία ζωή».112
Ερωτηθείς επί ποίας βάσεως εστήριζε την θείαν έμπνευσιν της Βίβλου, απήντησεν, απλώς επί της ιδίας αυτής διδασκαλίας: κανείς άλλος παρά μόνον εμπνευσμένοι από τον Θεόν άνθρωποι θα ηδύναντο να διαμορφώσουν μιαν τόσον βαθείαν και παρήγορον πίστιν.

VIII. Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΥΘΗΡΟΥ
Αν και η θεολογία του εβασίζετο επί της εμπιστοσύνης εις το γράμμα των Γραφών, η ερμηνεία του ασυναισθήτως διετήρει παραδόσεις του τέλους του Μεσαίωνος. Ο εθνικισμός του τον έκαμε νεωτεριστήν, η θεολογία του ανήκεν εις τον Αιώνα της Πίστεως. Η ανταρσία του εστρέφετο πολύ περισσότερον κατά της ρωμαιοκαθολικής οργανώσεως και τυπικού παρά εναντίον του ρωμαιοκαθολικού δόγματος. Η πίστις του εις πολλά δόγματα διετηρήθη μέχρι τέλους. Ακόμη και εις την ανταρσίαν του ηκολούθησε μάλλον τον Ουίκλιφ και τον Χούς παρά κάποιο νέον σχέδιον: όπως και αι ιδικαί των εξεγέρσεις τοιουτοτρόπως και η του Λουθήρου συνίστατο εις την απόρριψιν του παπισμού, των συνόδων, της ιεραρχίας και παντός άλλου καθοδηγητού της πίστεως έκτος της Βίβλου. Όπως εκείνοι, απεκάλει τον πάπαν αντίχριστον και όπως εκείνοι, εύρε προστασίαν εις το κράτος. Η γραμμή από τον Ουίκλιφ προς τον Χούς και τον Λούθηρον είναι το κύριο νήμα της θρησκευτικής αναπτύξεως από του δεκάτου τετάρτου μέχρι του δεκάτου έκτου αιώνος.
Θεολογικώς η γραμμή εστηρίζετο επί των εννοιών του Αυγουστίνου περί προορισμού και θείας χάριτος, αι οποίαι πάλιν είχον τας ρίζας των εις τας επιστολάς του Παύλου, ο οποίος ουδέποτε είχε γνωρίσει προσωπικώς τον Χριστόν. Σχεδόν όλα τα ειδωλολατρικά στοιχεία εις τον χριστιανισμόν κατέπεσαν όταν ο προτεσταντισμός έλαβε μορφήν• η ιουδαϊκή συμβολή εθριάμβευσεν έναντι της ελληνικής• οι προφήται εκέρδισαν έναντι του Αριστοτέλους των κλασσικών και του Πλάτωνος των ουμανιστών. Ο Παύλος –ακολουθών μάλλον την γραμμήν των προφητών παρά των αποστόλων– εδέχθη τον Ιησούν ως ένα αντίποδα του Αδάμ• η Παλαιά Διαθήκη επεσκίασε την Καινήν. Ο Ιεχωβά εσκότισε την μορφήν του Ιησού.
Η αντίληψις του Λουθήρου περί Θεού ήτο ιουδαϊκή. Ηδύνατο να ομιλή με ευγλωττίαν περί του θείου ελέους και της θείας χάριτος, αλλά πολύ βασικωτέρα εντός αυτού ήτο η εικών του Θεού ως εκδικητού και κατά συνέπειαν του Χριστού ως του τελικού κριτού. Επίστευε, χωρίς να υφίσταται γραπτή μαρτυρία του, ότι ο Θεός είχε πνίξει το σύνολον σχεδόν της ανθρωπότητος εις τον κατακλυσμόν, είχε θέσει πυρ εις τα Σόδομα και είχε καταστρέψει χώρας, λαούς και αυτοκρατορίας με μιαν πνοήν της οργής του και με μιαν κίνησιν της χειρός του. Ο Λούθηρος υπελόγιζεν, ότι «ολίγοι σώζονται, ασυγκρίτως περισσότεροι κολάζονται».113
Η παρήγορος αντίληψις περί της Θεοτόκου ως μεσολαβητού, εξέπεσεν από την ιστορίαν και άφησε την τελικήν Κρίσιν εις όλην την γυμνήν τρομοκρατίαν της δια τους φύσει αμαρτωλούς ανθρώπους. Εν τω μεταξύ, ο Θεός είχε θέσει άγρια θηρία, ζωύφια και διεστραμμένας γυναίκας δια να τιμωρούν τους ανθρώπους δια τας αμαρτίας των. Μερικάς φοράς, ο Λούθηρος υπενθύμιζεν εις τον εαυτόν του, ότι δεν γνωρίζομεν τίποτε περί του Θεού παρά μόνον ότι υφίσταται ένα υπερκόσμιον πνεύμα.
Όταν ένας νεαρός ενοχλητικός θεολόγος τον ηρώτησεν εάν ο Θεός υπήρχε πριν δημιουργηθή ο κόσμος, απήντησε με τον απότομον τρόπον του : «Κατασκεύαζε την κόλασιν δια μερικά αλαζονικά, άστατα και περίεργα πνεύματα, όπως σύ».114
Εδέχθη τον παράδεισον και την κόλασιν ως υφιστάμενα και επίστευεν εις το επικείμενον τέλος του κόσμου.115 Περιέγραφεν ένα παράδεισον με πολλάς απολαύσεις, συμπεριλαμβανομένων και ευνοουμένων σκύλων «με χρυσούν τρίχωμα λάμπον όπως οι πολύτιμοι λίθοι», μια καλόκαρδος παραχώρησις προς τα τέκνα του, τα οποία είχον εκφράσει την θλίψιν των δια την καταδίκην των αγαπητών σκύλων των.116 Ωμίλει με την ιδίαν εμπιστοσύνην όπως ο Ακινάτος, περί των αγγέλων ως ασωμάτων και αγαθοποιών πνευμάτων. Κάποτε παρουσίαζε τον άνθρωπον ως ένα διαρκές μήλον της έριδος μεταξύ αγαθών και πονηρών αγγέλων, εις τας διαφερούσας διαθέσεις και προσπαθείας των οποίων έπρεπε να αποδίδωνται όλαι αι περιπτώσεις της μοίρας του, μια ζωροαστρική εισβολή εις την θεολογίαν του. Παρεδέχετο πλήρως την μεσαιωνικήν αντίληψιν περί διαβόλων περιτρεχόντων την γην, προκαλούντων πειρασμούς, αμαρτίας και δυστυχίας εις τον άνθρωπον και διευκολύνοντας τον δρόμον του ανθρώπου προς την κόλασιν.
«Πολλοί διάβολοι υπάρχουν εις τα δάση, εις τα ύδατα, εις την ερημίαν και εις σκοτεινά μέρη, έτοιμοι να βλάψουν... τους ανθρώπους• μερικοί ευρίσκονται επίσης εις τα πυκνά, μαύρα σύννεφα».117
Μερικά από τα ανωτέρω πιθανόν να ήσαν εν επιγνώσει παιδαγωγική επινόηση βοηθητικών υπερφυσικών φόβων αλλά ο Λούθηρος ωμίλει τόσον οικείως περί διαβόλων ώστε φαίνεται ότι επίστευεν όλα όσα έλεγε περί αυτών.
«Γνωρίζω τον σατανάν πολύ καλώς», έλεγε και εξέθετε λεπτομερώς τας συνομιλίας του μετ' αυτού.118
Κάποτε εγοήτευε τον διάβολον παίζων τον πλαγίαυλον.119 Άλλοτε ετρόμαζε τον δυστυχή διάβολον απευθύνων προς αυτόν βαρείας ύβρεις.120 Εσυνήθισε να αποδίδη εις τον διάβολον τους ήχους τους οποίους επροκάλουν οι τοίχοι όταν συνεστέλλοντο από το ψύχος της νυκτός, ώστε όταν εξύπνα από τοιούτους ήχους και ηδύνατο με εμπιστοσύνην να συμπεράνη ότι προήρχοντο από τον σατανάν περιφερόμενον εκεί γύρω, ηδύνατο να συνεχίζη τον ύπνον του με ηρεμίαν,121 Απέδιδεν εις διαβολικήν συνεργίαν διάφορα δυσάρεστα φαινόμενα –χάλαζαν, κεραυνούς, πόλεμον, επιδημίας– και εις την θείαυ ενέργειαν όλα τα ευεργετικά γεγονότα.122 Δεν ηδύνατο να εννοήση αυτό το οποίον ονομάζομεν φυσικόν νόμον. Όλαι αι τευτονικαί λαϊκαί δοξασίαι περί του poltergeist, του θορυβοποιού πνεύματος, επιστεύοντο προφανώς ασυζητητί από τον Λούθηρον. Οι όφεις και οι πίθηκοι ήσαν αι ευνοούμεναι ενσαρκώσεις του διαβόλου.123 Η παλαιά δοξασία ότι οι διάβολοι ηδύναντο να κοιμώνται με γυναίκας και να γεννούν παιδία, του εφαίνετο παραδεκτή. Εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν συνέστησεν ότι το παιδίον το όποιον θα εγεννάτο έπρεπε να πνιγή.124 Παρεδέχετο την μαγείαν και την μαγγανείαν ως πραγματικότητας και εθεώρει απλούν χριστιανικόν καθήκον την καύσιν των μαγισσών επι της πύρας.125 Πολλαί από αυτάς τας ιδέας επιστεύοντο από τους συγχρόνους του, ρωμαιοκαθολικούς ή διαμαρτυρόμενους. Η πίστις εις την δύναμιν και την πανταχού παρουσίαν των διαβόλων έφθασε κατά τον δέκατον έκτον αιώνα εις μιαν έντασιν η οποία δεν αναφέρεται εις άλλας εποχάς, αυτή δε η απασχόλησις με τον διάβολον εδαιμόνισε κατά πολύ την προτεσταντικήν θεολογίαν.
Η φιλοσοφία του Λουθήρου εσκοτίσθη εν συνεχεία από την πεποίθησιν, ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως κακός και επιρρεπής προς την αμαρτίαν.  Ως τιμωρία δια την παρακοήν του Αδάμ και της Εύας, η θεία εικών απεσπάσθη από την ανθρωπίνην καρδίαν, αφήσασα μόνον φυσικάς κλίσεις.
«Κανείς δεν είναι εκ φύσεως χριστιανός ή ευσεβής... ο κόσμος και αι μάζαι είναι και θα είναι πάντοτε αντιχριστιανικαί... Οι κακοί θα είναι πάντοτε πολυπληθέστεροι των αγαθών».126
«Είμεθα τα τέκνα της οργής», ησθάνετο ο Λούθηρος, «και όλαι αι πράξεις, αι προθέσεις και αι σκέψεις μας δεν βαρύνουν καθόλου εις την πλάστιγγα εναντίον των αμαρτιών μας».127
Εάν εξηρτάτο από τα καλά μας έργα, όλοι θα είμεθα άξιοι της κολάσεως. Δια των «καλών έργων» ο Λούθηρος ηννόει ειδικώτερον τας μορφάς εκείνας της τυπικής ευλαβείας, τας οποίας συνίστα η Εκκλησία: νηστείαι, προσκυνήματα, προσευχαί προς τους αγιους, λειτουργίαι δια τους νεκρούς, συγχωρήσεις, λιτανείαι, δώρα προς την Εκκλησίαν. Περιελάμβανεν όμως και όλα τα «έργα, οιοσδήποτε και αν ήτο ο χαρακτήρ των».128 Δεν ημφεσβήτει την ανάγκην της φιλανθρωπίας και της αγάπης δια μιαν υγιά κοινωνικήν ζωήν αλλά ησθάνετο ότι ακόμη και μία ζωή ευλογημένη με τοιαύτας αρετάς, δεν θα ηδύνατο να κερδίση την αιωνίαν μακαριότητα. «Το Ευαγγέλιον δεν διδάσκει τίποτε περί της αξίας των έργων.* Εκείνος ο οποίος λέγει ότι το Ευαγγέλιου απαιτεί έργα δια την σωτηρίαν, δηλώ απεριφράστως, ότι είνιαι ψεύτης».129 Καμμία ποσότης καλών έργων δεν θα ηδύνατο να εξαλείψη τας αμαρτίας –η κάθε μια των οποίων είναι ύβρις προς την απέραντον θεότητα– και όταν γίνωνται από τους καλυτέρους των ανθρώπων. Μόνον η λυτρωτική θυσία του Χριστού –το πάθος και ο θάνατος του υιού του Θεού- θα ηδύνατο να εξάλειψη τας αμαρτίας του ανθρώπου. Και μόνον η πίστις εις την θείαν ταύτην εξάλειψαν δύναται να μας σώση από την κόλασιν. Όπως ο Παύλος έλεγε προς τους Ρωμαίους, «εάν ομολογήσης εν τω στόματι σου κύριον Ιησούν και πιστεύσεις εν τη καρδία σου, ότι ο Θεός αυτόν ήγειρεν εκ νεκρών, σωθήση».130 Είναι αυτή η πίστις η οποία «δικαιώνει», κάμνει ένα άνθρωπον δίκαιον παρά τας αμαρτίας του και άξιον δια την σωτηρίαν. Ο ίδιος ο Χριστός είπεν : «Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται».131
«Δια τούτο», εσκέπτετο ο Λούθηρος, «θα έπρεπε να είναι η πρωταρχική φροντίς παντός χριστιανού, να αφήση κατά μέρος την εμπιστοσύνην του εις τα έργα και να ισχυροποιή όσον το δυνατόν περισσότερον την πίστιν του και μόνον».132
Και εξηκολούθησεν εις ένα χωρίον το οποίον ετάραξε μερικούς θεολόγους αλλά παρηγόρησε πολλούς αμαρτωλούς.

Ο Ιησούς Χριστός σκύβει και επιτρέπει εις τον αμαρτωλόν να πηδήση επι της ράχεώς του και τοιουτοτρόπως τον σώζει από τον θάνατον... Οποία παρηγορία δι' ευλαβείς ψυχάς να ενδύωνται Αυτόν κατ' αυτόν τον τρόπον και να βαρύνωμεν Αυτόν με τας αμαρτίας μου, με τας αμαρτίας σας, με τας αμαρτίας όλης της οικουμένης και να τον θεωρούμεν ότι φέρει όλας μας τας αμαρτίας!.. Όταν βλέπετε ότι αι αμαρτίαι σας προσκολλώνται εις Αυτόν, τότε θα σωθήτε από την αμαρτίαν, τον θάνατον και την κόλασιν. Ο χριστιανισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια συνεχής άσκησις εις το αίσθημα ότι δεν έχετε αμαρτίαν παρ' όλον ότι αμαρτάνετε, αλλά αι αμαρτίαι σας ρίπτονται εις τον Χριστόν. Είναι αρκετόν να γνωρίζετε τον Αμνόν, ο οποίος φέρει τας αμαρτίας του κόσμου. Η αμαρτία δεν δύναται να μας αποσπάση από Αυτόν έστω και αν θα διεπράττομεν χιλίας πορνείας αμερησίως ή άλλους τόσους φόνους. Δεν είναι ευχάριστος είδησις; εάν κάποιος από ημάς είναι πλήρης αμαρτιών, το Ευαγγέλιον έρχεται και του λέγει: Έχε εμπιστοσύνην και πίστευε και του λοιπού αι αμαρτίαι σου συγχωρούνται και δεν υπάρχει τίποτε άλλο δια να κάμη κανείς.133

Πιθανώς τα ανωτέρω να απέβλεπον εις το να παρηγορήσουν και να αναζωογονήσουν μερικάς ευαισθήτους ψυχάς, αι οποίαι ησθάνοντο τας αμαρτίας των βαθέως. Ο Λούθηρος ηδύνατο να ενθυμηθή πώς και αυτός επίσης είχε κάποτε μεγαλοποιήσει το ασυγχώρητον των αμαρτιών του. Αλλά εις πολλούς εφάνησαν ως ομοιάζοντα πολύ με το αποδιδόμενον εις τον Τέτζελ, «ρίψε το νόμισμά σου εις το κυτίον και όλαι αι αμαρτίαι σου θα πετάξουν μακράν». Τώρα η πίστις επρόκειτο να κάμη όλα τα θαύματα τα οποία προηγουμένως ανεμένοντο από την εξομολόγησιν, την συγχώρησιν, την συνεισφοράν και το συγχωροχάρτιον. Ακόμη καταπληκτικώτερον ήτο το χωρίον εις το οποίον ο καλόκαρδος και ενθουσιώδης Λούθηρος εύρεν ένα καλόν λόγον και δι' αύτην ταύτην την αμαρτίαν. Όταν ο διάβολος μας πειράζη με ενοχλητικήν επιμονήν, είπε, θα ήτο φρόνιμον να υποχωρήση κανείς εις μιαν η δύο αμαρτίας.

Επιζητείτε την συντροφιάν των φίλων σας, πίνετε, παίζετε, συνομιλείτε ευθύμως και διασκεδάζετε. Πρέπει κανείς κάποτε να κάμνη μιαν αμαρτίαν από μίσος και περιφρόνησιν προς τον διάβολον, ούτως ώστε να μη του δίδη την ευκαιρίαν να καθιστά τους ανθρώπους λεπτολόγους δι' ασήμαντα ζητήματα• εάν κανείς φοβήται πολύ να αμαρτήση, τότε είναι χαμένος... Ω! εάν θα ηδυνάμην να εύρω ένα πραγματικώς καλόν αμάρτημα το οποίον να συνταράξη τον διάβολον!134

Τα εύθυμα αυτά obiter dicta επροκάλουν την παρεξήγησιν. Μερικοί από τους οπαδούς του Λουθήρου τα ηρμήνευσαν ως ανεχόμενα την πορνείαν, την μοιχείαν, τον φόνον. Ένας λουθηρανός καθηγητής ηναγκάσθη να επιστήση την προσοχήν των λουθηρανών ιεροκηρύκων να λέγουν όσον το δυνατόν ολιγώτερα δια την δικαίωσιν δια μόνης της πίστεως.135 Εν τούτοις ο Λούθηρος δια της πίστεως ηννόει όχι απλώς διανοητικήν συμφωνίαν προς μιαν πρότασιν, αλλά ουσιώδη, προσωπικήν συμμετοχήν εις μιαν πρακτικήν πίστιν. Και είχε την πεποίθησιν ότι πλήρης πίστις εις την θείαν χάριν η οποία εδόθη ένεκα του λυτρωτικού θανάτου του Χριστού ηδύνατο να κάμη ένα άνθρωπον τόσον καλόν κατά βάσιν, ώστε καμμία μικρά τρέλλα της σαρκός να μη προκαλή διαρκή ζημίαν. Η πίστις θα επανέφερε τον αμαρτωλόν πολύ συντόμως εις την πνευματικήν υγείαν. Eνέκρινεν εγκαρδίως τα καλά έργα.136 Εκείνο το οποίον ηρνείτο ήτο η αποτελεσματικότης των προς σωτηρίαν.
«Τα καλά έργα» έλεγε, «δεν κάμνουν ένα καλόν άνθρωπον, αλλά ένας καλός άνθρωπος κάμνει καλά έργα».137
Και τι κάμνει ένα άνθρωπον καλόν ; Η πίστις εις τον Θεόν και τον Χριστόν.
Κατά ποιον τρόπον φθάνει κανεις εις μιαν τοιαύτην σωτηρίαν πίστιν; Όχι με την ιδικήν του αξίαν αλλά την αποκτά ως ένα θείον δώρον παρεχόμενον, αδιακρίτως αξίας, προς εκείνους, τους οποίους ο Θεός εξέλεξε δια να σώση. Όπως καθώρισεν ο άγιος Παύλος, ενθυμούμενος την περίπτωσιν του Φαραώ, ο Θεός «άρα ουν ον θέλει ελεεί, ον δε θέλει σκληρύνει».138 Δια του θείου προορισμού οι εκλεκτοί επιλέγονται δια την αιωνίαν ευτυχίαν, οι υπόλοιποι αφήνονται χωρίς την θείαν χάριν και καταδικάζονται εις την αιωνίαν κόλασιν.139

Αυτή είναι η ουσία της πίστεως, να πιστεύη κανείς ότι ο Θεός, ο οποίος σώζει τόσους ολίγους και καταδικάζει τόσους πολλούς, είναι οικτίρμων• ότι είναι δίκαιος Αυτός ο οποίος μας έκαμε κατ’ ανάγκην καταδικασμένους εις την κόλασιν, ούτως ώστε... φαίνεται ότι απολαμβάνει με τα βασανιστήρια των ταλαιπώρων, και είναι άξιος μάλλον μίσους παρά αγάπης. Εάν με οιανδήποτε προσπάθειαν της λογικής θα ηδυνάμην , να εννοήσω πως ο Θεός, ο οποίος δεικνύει τόσην οργήν και αδικίαν, δύναται να είναι οικτίρμων και δίκαιος, δεν θα υπήρχεν ανάγκη της πίστεως.140

Τοιουτοτρόπως ο Λούθηρος, εις την μεσαιωνικήν του αντίδρασιν εναντίον της ειδωλολατριζούσης Εκκλησίας της Αναγεννήσεως, ανέτρεξεν όχι μόνον εις τον Αυγουστίνον αλλά και εις τον Τερτυλλιανόν : Credo quia incredibile• του εφαίνετο αρετή να πιστεύη εις τον προορισμού διότι ήτο πράγμα απίστευτον εις την λογικήν. Εν τούτοις επίστευεν, ότι δια της σκληράς λογικής είχε φθάσει εις το απίστευτον τούτο. Ο θεολόγος ο οποίος είχε γράψει τόσον ευγλώττως περί της «ελευθερίας του χριστιανού ανθρώπου», τώρα (1525) εις μιαν πραγματείαν «De servo arbitrio», υπεστήριζεν ότι αν ο Θεός είναι παντοδύναμος πρέπει να είναι η αιτία όλων των πράξεων, συμπεριλαμβανομένων και των πράξεων του ανθρώπου• ότι αν ο Θεός είναι παντογνώστης προβλέπει τα πάντα και το κάθε τι πρέπει να συμβή όπως το προείδεν ότι συνεπώς όλα τα γεγονότα, δια μέσου του χρόνου, έχουν προκαθορισθή εις την σκέψιν του και είναι μοιραίον να συμβούν. Ο Λούθηρος συνεπέρανεν, όπως ο Σπινόζα, ότι ο άνθρωπος «είναι τόσον εστερημένος ελευθερίας όσον ένα τεμάχιον ξύλου, μια πέτρα, ένας βώλος λάσπη η μια στήλη άλατος».141 Περισσότερον παραδόξως, η ιδία θεία πρόβλεψις στερεί τους αγγέλους, και αυτόν ακόμη τον Θεόν, της ελευθερίας. Και ο ίδιος πρέπει να ενεργήση όπως έχει προβλέψει• η πρόβλεψίς του είναι η μοίρα του. Ένας ημιπαράφρων ηρμήνευσε την θεωρίαν αυτην ad libitum• ένας νεαρός απεκεφάλισε τον αδελφόν του και απέδωσε την πράξιν εις τον Θεόν, του οποίου ήτο ο ανίσχυρος πράκτωρ και ένας άλλος λογικός εφόνευσε την συζυγόν του καταπατήσας αυτήν δια των ποδών του, ανακράζων: «Τώρα εξετελέσθη η θέλησις του Πατρός».142
Τα πλείστα εκ των συμπερασμάτων τούτων ευρίσκοντο ενοχλητικώς συναφή με την μεσαιωνικήν θεολογίαν και εξήχθησαν υπό του Λουθήρου από τον Παύλον και τον Αυγουστίνον με ακλόνητον σταθερότητα. Εφαίνετο διατεθειμένος να παραδεχθή την μεσαιωνικήν θεολογίαν εάν θα ηδύνατο να απαρνηθή την Εκκλησίαν της Αναγεννήσεως• ηδύνατο να ανεχθή τον προορισμόν πολλών κολαζομένων πολύ ευκολώτερον παρά την εξουσίαν των σκανδαλωδώς φορολογούντων παπών. Απέρριπτε τον εκκλησιαστικόν ορισμόν της Εκκλησίας ως αποτελουμένης από την ιεραρχίαν. Την ώριζεν ως την κοινότητα των πιστευόντων εις τον Θεόν και το λυτρωτικόν πάθος του Χριστού. Αλλ' απήχει παπικά δόγματα όταν έγραφεν:     «Όλοι όσοι επιζητούν και μοχθούν να έλθουν προς τον Θεόν δι’ οιωνδήποτε άλλων μέσων έκτος μόνον δια του Χριστού (όπως οι Εβραίοι, οι Τούρκοι, οι παπισταί, οι ψευδοάγιοι, οι αιρετικοί κ.λ.π.) βαδίζουν εις φοβερόν σκότος και πλάνην και τελικώς θα αποθάνουν και θα χαθούν εις τας αμαρτίας των».143
    Εδώ, αναγεννηθείσα εις την Βιττενβέργην, συναντάται η γνώμη του Βονιφατίου Η' και της συνόδου της Ρώμης (1302) ότι extra ecclesiam nulla salus, «δεν υπάρχει σωτηρία εκτός της Εκκλησίας».
Το πλέον επαναστατικόν στοιχείον εις την θεολογίαν του Λουθήρον ήτο η υπ’ αυτού εκθρόνισις του ιερέως. Εδέχετο τους ιερείς όχι ως απαραιτήτους χορηγούς των μυστηρίων ούτε ως προνομιούχους μεσολαβητάς προς τον Θεόν αλλά μόνον ως υπηρέτας, εκλεγομένους υφ' εκάστης ενορίας δια να εξυπηρετούν τας πνευματικάς της ανάγκας. Δια του γάμου των και της δημιουργίας οικογενείας, οι ιερείς αυτοί θα απέβαλλον τον φωτοστέφανον της αγιότητος, ο οποίος είχε καταστήσει το ιερατείον τρομακτικώς ισχυρόν. Θα ήσαν «πρώτοι μεταξύ ίσων», αλλά εν ανάγκη, οιοσδήποτε θα ηδύνατο να εκτελέση τα καθήκοντά των, ακόμη και την συγχώρησιν ενός μετανοούντος και απαλλαγήν του από την αμαρτίαν. Οι μοναχοί θα έπρεπε να εγκαταλείψουν την εγωιστικήν και οκνηράν απομόνωσίν των, να νυμφεύωνται και να εργάζωνται μετά των άλλων. Ο ανήρ εις το άροτρον, η γυνή εις το μαγειρείον, υπηρετούν καλύτερον τον Θεόν από τον μοναχόν ο οποίος επαναλαμβάνει μέχρις αποχαυνώσεως ακαταλήπτους προσευχάς. Όλαι αι προσευχαί έπρεπε να είναι η άμεσος επικοινωνία της ψυχής με τον Θεόν και όχι επίκλησις προς κατά το ήμισυ θρυλικούς αγίους. Η τιμή των αγίων, κατά την κρίσιν του Λουθήρου, δεν ήτο μια φιλική και παρήγορος σχέσις του μονήρους ζωντανού με τον ηγιασμένον νεκρόν• ήτο μια υποτροπή εις την πρωτόγονον πολυθεϊστικήν ειδωλολατρείαν.144
   Όσον αφορά τα μυστήρια υπό την έποψιν των ιερατικών τελετουργιών προς παροχήν της θείας χάριτος, ο Λούθηρος περιώρισεν αυστηρώς τον ρόλον των. Δεν περιλαμβάνουν θαυμαστάς δυνάμεις και η αποτελεσματικότης των εξαρτάται, όχι από την μορφήν και τους τύπους των αλλά από την πίστιν του δεχομένου αυτά. Το χρίσμα, ο γάμος, η χειροτονία και η μετάληψις των αχράντων μυστηρίων υπό των αποθνησκόντων είναι τελεταί εις τας οποίας δεν αποδίδεται υπό της Αγίας Γραφής ειδική υπόσχεσις παροχής της θείας χάριτος. Η νέα θρησκεία θα ηδύνατο να κάμη και χωρίς αυτά. Το βάπτισμα έχει την εγγύησιν του παραδείγματος του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Η εξομολόγησις θα ηδύνατο να διατηρηθή ως μυστήριον, παρά τας αμφιβολίας ως προς την βάσιν της εις την Αγίαν Γραφήν. * Τα άχραντα μυστήρια προς τους θνήσκοντας είναι ο Μυστικός Δείπνος του Κυρίου η Ευχαριστία. Η έννοια ότι ένας ιερεύς με την μαγικήν δύναμιν των λέξεών του, δύναται να μεταβάλη τον άρτον εις Χριστόν, εφαίνετο εις τον Λούθηρον παράλογος και βλάσφημος. Εν τούτοις, υπεστήριζεν ότι ο Χριστός, με την θέλησίν Του, κατέρχεται από τους ουρανούς και συμπαρίσταται με τον άρτον και τον οίνον του μυστηρίου. Η Ευχαριστία δεν είναι ιερατική μαγεία αλλά ένα θείον και διαρκές θαύμα.145
    Η θεωρία του Λουθήρου περί των μυστηρίων, η υπ' αυτού αντικατάστασις της θείας λειτουργίας δια του Μυστικού Δείπνου και η θεωρία του περί της σωτηρίας δια της πίστεως μάλλον παρά δια των καλών έργων, υπενόμευσε το κύρος του κλήρου εις την Βόρειον Γερμανίαν. Προχωρών περαιτέρω, ο Λούθηρος απέρριψε τα επισκοπικά δικαστήρια και το κανονικόν δίκαιον. Εις την Λουθηρανήν Ευρώπην τα πολιτικά δικαστήρια έγιναν τα μόνα δικαστήρια και η κοσμική εξουσία, η μόνη νόμιμος εξουσία. Οι κοσμικοί ηγεμόνες διώριζον το εκκλησιαστικόν προσωπικόν, ιδιοποιήθησαν την εκκλησιαστικήν περιουσίαν, ανέλαβον τα εκκλησιαστικά σχολεία και την μοναστικήν φιλανθρωπίαν. Θεωρητικώς η Εκκλησία και το κράτος παρέμειναν ανεξάρτητα• εις την πραγματικότητα η Εκκλησία έγινεν υποτελής εις το κράτος. Το λουθηρανικόν κίνημα το οποίον απέβλεπεν εις το να υποτάξη όλην την ζωήν εις την θεολογίαν, ασυναισθήτως, παρά την θέλησίν του, προήγαγεν εκείνην την εισδυτικήν κοσμικοποίησιν, η οποία είναι βασικόν θέμα της νεωτέρας ζωής.

Όταν μερικοί επίσκοποι επεζήτησαν να επιβάλουν σιγήν εις τον Λούθηρον και τους οπαδούς του, αυτός εξέβαλε μιαν οργίλην κραυγήν, η οποία υπήρξε σχεδόν ένα σάλπισμα επαναστάσεως. Εις ένα λίβελλον «εναντίον της κακώς καλούμενης πνευματικής τάξεως του πάπα και των ιπισκόπων» (Ιούλιος 1522), εχαρακτήρισε τους ιεράρχας ως τους «μεγαλύτερους λύκους» εξ όλων, και εκάλεσεν όλους τους καλούς Γερμανούς να τους εκδιώξουν δια της βίας.

Θα ήτο καλύτερον να είχον φονευθή όλοι οι επίσκοποι, να είχον εκριζωθή όλα τα ιδρύματα και τα μοναστήρια, παρά να καταστροφή μια ψυχή, πολύ περισσότερον να χαθούν όλαι αι ψυχαί χάριν της ευτελούς αναξιότητος και της ειδωλολατρείας των. Τι χρειάζονται αυτοί οι οποίοι ζουν εις τας απολαύσεις, τρεφόμενοι από τον ιδρώτα και τον μόχθον των άλλων;... Εάν εδέχοντο τον λόγον του Θεού και επεζήτουν τον πνευματικόν βίον, ο Θεός θα ήτο μαζί των... Αλλά εάν δεν θέλουν να ακούσουν τον λόγον του Θεού αλλά μαίνονται και παλαίουν με αφορισμούς και απαγορεύσεις, με θανατώσεις και με κάθε κακόν, τι άλλο αξίζουν παρά μιαν ισχυράν εξέγερσιν, η οποία θα τους εξάλειψη από του προσώπου της γης; Και ημείς θα γελάσωμεν εάν τούτο συμβή. Όλοι όσοι συνεισφέρουν το σώμα, τα αγαθά και την τιμήν των δια να καταστραφή η κυριαρχία των επισκόπων, είναι τα αγαπητά τέκνα του Θεού και οι αληθείς χριστιανοί.146

Κατά την εποχήν αυτήν επέκρινεν εξ ίσου αυστηρώς το κράτος όπως και την Εκκλησίαν. Ερεθισθείς από την απαγόρευσιν της πωλήσεως ή της κατοχής της Καινής Διαθήκης του εις περιοχάς τελούσας υπό ρωμαιοκαθολικούς ηγεμόνας, έγραψε, το φθινόπωρον του 1522, μιαν πραγματείαν «Περί της κοσμικής εξουσίας: μέχρι ποίου σημείου πρέπει αυτή να υπακούεται». Ήρχισεν αρκετά φιλικώς επικροτών την θεωρίαν του αποστόλου Παύλου περί πολιτικής υπακοής και περί της θείας προελεύσεως του κράτους. Τούτο προφανώς αντέφασκε προς την διδασκαλίαν του περί της τελείας ελευθερίας του χριστιανού ανθρώπου. Ο Λούθηρος εξήγει ότι αν και οι αληθείς χριστιανοί δεν έχουν ανάγκην νόμου και δεν θα χρησιμοποιήσουν τον νόμον ή την βίαν μεταξύ των, πρέπει, να υπακούουν εις τον νόμον, δίδοντες τα καλόν παράδειγμα εις τους πολλούς, οι οποίοι δεν είναι πραγματικοί χριστιανοί, διότι χωρίς τον νόμον η αμαρτωλή φύσις του ανθρώπου θα διέσπα την κοινωνίαν. Εν τούτοις η εξουσία του κράτους έπρεπε να τελειώνη εκεί όπου αρχίζει η βασιλεία του πνεύματος. Ποίοι είναι εκείνοι οι ηγεμόνες, οι οποίοι επιβάλλουν δικτατορικώς το τι πρέπει να αναγιγνώσκη και τι να πιστεύη ο λαός ;

Πρέπει να γνωρίζετε ότι από καταβολής κόσμου, ένας σοφός ηγεμών ήτο πράγματι πολύ σπάνιον είδος• ακόμη περισσότερον ένας ευσεβής ηγεμών. Είναι συνήθως οι μεγαλύτεροι ανόητοι η οι χειρότεροι κακοήθεις επί της γης. Είναι οι δεσμοφύλακες και οι δήμιοι του Θεού και η θεία οργή τους χρειάζεται δια να τιμωρή τους κακούς και να εξασφαλίζη την εξωτερικήν ειρήνην... Θα ήθελα εν τούτοις, με πάσαν ειλικρίνειαν να συστήσω εις τους τυφλωμένους αυτούς ανθρώπους να προσέξουν μιαν μικράν φράσιν του ρστ' ψαλμού : «Εξεχύθη εξουδένωσις επ' άρχοντας». Σας ορκίζομαι εις τον Θεόν ότι εάν εκ σφάλματός σας η μικρά αυτή φράσις γίνη πραγματικότης εναντίον σας, είσθε χαμένοι έστω και αν ο καθείς από σας είναι τόσον ισχυρός όσον ο Τούρκος και οι θυμοί και αι μανίαι σας δεν θα σας ωφελήσουν εις τίποτε. Ένα μέγα μέρος έχει ήδη επαληθεύσει. Διότι... ο κοινός άνθρωπος μανθάνει να σκέπτεται, και... η περιφρόνησις των ηγεμόνων συγκεντρώνει οπαδούς μεταξύ του πλήθους και των κοινών ανθρώπων... Οι άνθρωποι δεν πρέπει, οι άνθρωποι δεν δύνανται, οι άνθρωποι δεν θέλουν να υποφέρουν πλέον την τυραννίαν και την αλαζονείαν σας. Αγαπητοί ηγεμόνες και άρχοντες, συνετισθήτε και κατευθύνετε καταλλήλως τους εαυτούς σας. Ο Θεός δεν θα σας ανεχθή πλέον. Ο κόσμος δεν είναι πλέον όπως ήτο όταν εκυνηγούσατε τους ανθρώπους ως εάν ήσαν άγρια ζώα.147

Ένας Βαυαρός καγκελλάριος τον κατηγόρησεν ότι αυτό ήτο μια προδοτική πρόσκλησις προς επανάστασιν. Ο δούξ Γεώργιος το κατεδίκασεν ως σκανδαλώδες και επίεσε τον εκλέκτορα Φρειδερίκον να εμποδίση την δημοσίευσιν. Ο Φρειδερίκος το άφησε να περάση με την συνήθη αταραξίαν του. Τι θα έλεγον οι ηγεμόνες εάν ειχον αναγνώσει την επιστολήν του Λουθήρου προς τον Βέντζελ Λίνκ (19 Μαρτίου 1522);
«Θριαμβεύομεν εναντίον της παπικής τυραννίας, η οποία άλλοτε συνέτριβε βασιλείς και ηγεμόνας• πόσον ευκολώτερον λοιπόν θα καταβάλωμεν και θα ποδοπατήσωμεν και αυτούς τους ηγεμόνας!»148
Ή εάν εβλεπον τον ορισμόν του δια την Εκκλησίαν ;
«Πιστεύω ότι δεν υπάρχει επί της γης, σοφή όπως ο κόσμος, παρά μόνον μια αγία, κοινή χριστινική Εκκλησία, η οποία δεν είναι άλλη από την κοινότητα των αγίων... πιστεύω ότι εις αυτήν την κοινότητα ή χριστιανοσύνην όλα τα πράγματα είναι κοινά και τα αγαθά του ενός είναι και του άλλου και τίποτε δεν ανήκει ως ιδιοκτησία εις κανένα».149
Αυται ήσαν σποραδικαί εκρήξεις και δεν θα έπρεπε να εκλαμβάνωνται κατά γράμμα. Εις την πραγματικότητα ο Λούθηρος ήτο συντηρητικός, ακόμη και αντιδραστικός, εις την πολιτικήν και την θρησκείαν υπό την έννοιαν ότι επεθύμει να επανέλθη εις τας πρώτας μεσαιωνικάς δοξασίας και τρόπους. Εθεώρει τον εαυτόν του ως αναμορφωτήν όχι ως ανανεωτήν. Θα ήτο ευχαριστημένος να διατηρήση και να συνέχιση την αγροτικήν κοινωνίαν την οποίαν είχε γνωρίσει κατά την παιδικήν του ηλικίαν με μερικάς ανθρωπιστικάς βελτιώσεις. Συνεφώνει με την μεσαιωνικήν Εκκλησίαν εις την καταδίκην του τόκου, προσθέτων απλώς, κατά τον εύθυμον τρόπον του, ότι ο τόκος ήτο εφεύρεσις του σατανά. Ελυπείτο δια την αύξησιν του εξωτερικού εμπορίου και απεκάλει το εμπόριον «οικτράν υπόθεσιν»150 και περιεφρόνει εκείνους οι οποίοι έζων με το να αγοράζουν ευθηνά και να πωλούν ακριβά. Κατήγγελλεν ως «φανερούς ληστάς» τους μονοπωλητάς οι οποίοι: συνέπραττον δια να αυξάνουν τας τιμάς. Αι αρχαί θα έκαμνον καλά να αφαιρέσουν από τους τοιούτους ανθρώπους πάν ό,τι έχουν και να τους εκδιώξουν από την χώραν».151
Εθεώρει ότι ήτο πλέον καιρός «να τεθή χαλινός εις το στόμα των Φούγκερ».152 και κατέληγε θλιβερώς εις μιαν έκρηξιν «Περί εμπορίου και τοκογλυφίας» (1524).

Οι βασιλείς και οι ηγεμόνες έπρεπε να βλέπουν αυτά τα πράγματα και να τα απαγορεύουν με αυστηρούς νόμους, αλλά πληροφορούμαι ότι έχουν συμφέροντα εις αυτά και το ρητόν του Ησαΐου επραγματοποιήθη, «Οι άρχοντες σου απειθούσι, κοινωνοί κλεπτών». Κρεμούν κλέπτας οι οποίοι έκλεψαν ενα γκούλντεν ή ήμισυ γκούλντεν αλλά διαπραγματεύονται με εκείνους οι οποίοι ληστεύουν ολόκληρον τον κόσμον... Οι μεγάλοι κλέπται κρεμούν τους μικρούς και, όπως είπεν ο Ρωμαίος συγκλητικός Κάτων, «απλοί κλέπται κείτονται εις τας φυλακάς και εις τα καταναγκαστικά έργα, οι δημόσιοι κλέπται βαδίζουν ελεύθεροι ενδεδυμένοι χρυσά και μεταξωτά ενδύματα. Αλλά τι θα είπη ο Θεός τελικώς δι' όλα αυτά; Θα κάμη όπως λέγει δια του Ιεζεκιήλ: ηγεμόνας και εμπόρους τον ένα κλέπτην με τον άλλον, θα τους λυώση μαζί όπως τον μόλυβδον και τον ορείχαλκον, όπως όταν καίεται μια πόλις, ούτως ώστε δεν θα υπάρχουν πλέον ούτε ηγεμόνες ούτε έμποροι. Φοβούμαι ότι η εποχή αυτή ευρίσκεται πλησίον.153
Και πράγματι ευρίσκετο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΔΕΚΑΤΟΝ ΕΝΑΤΟΝ.  ΛΟΥΘΗΡΟΣ ΚΑΙ ΕΡΑΣΜΟΣ 1517-36
        Αφού συνωψίσαμεν τάς οικονομικάς, πολικάς, θρησκευτικάς, ηθικάς και πνευματικάς συνθήκας,αί οποίαι εξεκόλαψαν την Μεταρρύθμισιν, πρέπει εν τούτοις να συγκαταλέξωμεν μεταξύ των θαυμάτων της ιστορίας το ότι εις την Γερμανίαν ένας άνθρωπος συνεκέντρωσεν ασυναισθήτως όλας αυτάς τάς επιρροάς εις μίαν εξέγερσιν, η οποία μετεμόρφωσε μίαν ήπειρον. Δέν χρειάζεται εδώ να υπερβάλωμεν τόν ρόλον του ήρωος αι δυνάμεις της αλλαγής θα εύρισκον άλλην ενσάρκωσιν εάν ο Λούθηρος εξηκολούθει την υπακοήν του. Εν τούτοις η όψις του τραχέος αυτού μοναχού, ισταμένου με αμφιβολίαν και τρόμον και με ακλόνητον αποφασιστικότητα εναντίον των πλέον ωχυρωμένων θεσμών και των πλέον καθιερωμένων συνηθειών της Ευρώπης, δημιουργεί αναβρασμόν και δεικνύει και πάλιν την απόστασιν την οποίαν διήνυσε ο άνθρωπος από την λάσπην ή από τον πίθηκον.                  
            Πώς ήτο αυτή ή ρωμαλέα φωνή τής εποχής του, αυτή ή κορυφή της  γερμανικής ιστορίας; Το 1526 όπως τον εζωγράφισεν ο Λουκάς Κράναχ εις ηλικίαν 43 ετών1, ήτο είς το πάχος. Πολύ σοβαρός με μόνον μίαν ελαφράν ένδειξιν του ρωμαλέου χιούμορ του κόμη σγουρή και ακόμη μαύρη μύτη τεραστία οφθαλμοί μαύροι και λάμποντες οί εχθροί  του έλεγον ότι δαίμονες έλαμπον εντός αυτών. Μία ειλικρινής και ανεπιφύλακτος έκφρασις τον έκαμνεν ακατάλληλον διά την διπλωματίαν. Μία μετεγενεστέρα προσωπογραφία του [1532], επίσης υπό του Κράναχ, δεικνύει τον Λούθηρον ευθύμως παχύν,με ένα πλατύ,γεμάτο πρόσωπο ό άνθρωπος αυτός εχαίρετο να ζή. Το 1524 εγκατέλειψε την μοναστική περιβολήν και ενεδύετο ως λαικός, κάποτε με τα μακρυά ενδύματα του διδασκάλου και άλλοτε με σύνηθες αμπέχονον και πανταλόνια. Δέν παρέλειπε να τά διορθώνη ό ίδιος. Η σύζυγός του παραπονέθη, ότι ό μέγας ανήρ είχεν αποκόψει ένα τεμάχιον από το πανταλόνιον του υίου του διά να εμβαλώση το ιδικόν του.
       Είχε νυμφευθή από αδιαφορίαν. Συνεφώνησε με τον απόστολον Παύλον, ότι είναι προτιμότερον να νυμφεύεται κανείς παρά να φλέγεται και διεκήρυττεν ότι ό σεξουαλισμός ήτο έξ ίσου φυσικός και αναγκαίος όπως το φαγητόν2. Διετήρει την μεσαιωνικήν αντίληψιν, ότι ή συνουσία, έστω και εντός του γάμου, ήτο αμαρτία, αλλά  «ό Θεός καλύπτει την αμαρτίαν».3 Κατεδίκαζε τήν παρθενίαν ως παράβασιν του θείου παραγγέλματος αυξάνεσθε και πληθύνεσθε. Εάν «ένας κήρυξ του Ευαγγελίου.. δέν δύναται να ζήση σεμνώς άγαμος, άς λάβη σύζυγον ό Θεός έκαμεν αυτό το έμπλαστρον δι αυτήν την ασθένειαν».4 Εθεώρει την ανθρωπίνην μέθοδον αναπαραγωγής ολίγον παράλογον, τουλάχιστον έκ των υστέρων και έλεγεν, ότι
«εάν ό Θεός με είχε συμβουλευθή είς αυτό το ζήτημα, θα του είχον συστήσει να συνεχίση την γέννησιν των ειδών κατασκευάζων ανθρώπινα όντα έκ λάσπης, όπως είχε γίνει ό Αδάμ».5
Είχε την πατροπαράδοτον και γερμανικήν αντίληψην, ότι ή γυνή ήτο από Θεού προωρισμένη να γεννά τέκνα, να μαγειρεύει, να προσεύχεται καί  να μη κάνει  τίποτε άλλο. «Αποσπάσατε τάς γυναίκας από το νοικοκυρίο των, και δεν είναι άξιαι δία τίποτε».6 
«Εάν αί γυναίκες καταπονηθούν και αποθάνουν από τους τοκετούς, δεν υπάρχει ζημία είς αυτό. Ας αποθνήσκουν, αρκεί να γεννούν δι αυτό έχουν πλασθή».7
Η σύζυγος έπρεπε να προσφέρη είς τον σύζηγόν της αγάπην, τιμήν και υπακοήν αυτός πρέπει να την κυβερνά,αν και με καλωσύνην αυτή πρέπει να περιορίζεται είς την σφαίραν της, τον οίκον. Εκεί όμως δύναται να πράξη μέ τά παιδία πολύ περισσότερα με ένα δάκτυλον, παρά ό ανήρ με δύο γρόνθους.8 Μεταξύ συζύγων «δεν πρέπει να υφίσταται ζήτημα ιδικού μου και ιδικού σου». Όλα τά υπάρχοντά των πρέπει να είναι κοινά.9
        Ό Λούθηρος είχε την συνήθη αντιπάθειαν του άρρενος  προς μίαν μορφωμένην γυναίκα.
«Επιθυμώ», έλεγε περί της συζύγου του, «αί γυναίκες, πρίν ανοίξουν το στόμα των,να επαναλαμβάνουν την Κυριακήν προσευχήν».10 Κατέκρινεν όμως τους συγγραφείς εκείνους, οί οποίοι έγραφον σατίρας εναντίον των γυναικών.
«Ό,τι ελαττώματα έχουν αί γυναίκες,πρέπει να τα διορθώνωμεν ιδιαιτέρως,με ευγένειαν…διότι ή γυνή είναι εύθραστον σκεύος».11
Παρά την ωμήν ειλικρίνειάν του περί σεξουαλισμού και περί γάμου, δεν ήτο αναίσθητος είς τά ασθητικά ζητήματα.
«Ή κόμη είναι το ωραιότερον στόλισμα, το οποίον έχουν αί γυναίκες. Είς την αρχαιότητα,αί παρθένοι έφερον την κόμην των λυτήν, εκτός μόνον όταν επένθουν. Μού αρέσει αί γυναίκες να αφήνουν την κόμην των να πίπτη επί της ράχεως των είναΙ ένα πολύ ευχάριστον θέαμα».12 Αυτό έπρεπε να τον κάμη επιεικέστερον προς τον πάπαν Άλεξανδρον ΣΤ΄, ό οποίος ερωτεύθη την λυτήν κόμην της Ιουλίας Φαρνέζε.
        Προφανώς, ό Λούθηρος δεν ενυμφεύθη από φυσικήν ανάγκην. Είς μίαν έκρηξιν χιούμορ είπεν, ότι ενυμφεύθη δία να ευχαριστήση τον πατέρα του και είς πείσμα του διαβόλου και του πάπα. Παρήλθε πολύς χρόνος μέχρις ότου το αποφασίση, αλλά κατόπιν δεν εμβράδυνε να το εκτελέση. Όταν, κατά σύστασίν του, μερικαί μοναχαί εγκατέλειψαν το μοναστήρίον των, ανέλαβε να τους εύρη συζύγους. Τελικώς, μόνον μία απέμεινεν άνευ συζύγου, ή Αικατερίνη φόν Μπόρα, μία γυναίκα από καλήν οικογένειαν και με καλόν χαρακτήρα, αλλά ή οποία δέν είχε τίποτε το οποίον θα ηδύνατο να γγενήση άμεσον ερωτικόν πάθος. Είχε στρέψει τάς βλέψεις της πρός ένα νεαρόν σπουδαστήν της Βιττενβέργης από αριστοκρατικήν οικογένειαν. Δέν επέτυχε να τον αποκτήση καί ηναγκάσθη να αναλάβη οικιακήν υπηρεσίαν δία να ζήση. Ό Λούθηρος της υπέδειξεν ένα δόκτορα Γκλάτς ως σύζυγον απήντησεν,ότι ό δρ.Γκλάτς ήτο απαράδεκτος αλλά ό χέρ Άμσντορφ ή ό δόκτωρ Λούθηρος θα ήσαν κατάλληλοι. Ό Λούθηρος ήτο 42 ετών καί ή Αικατερίνη 26 εθεώρησε την διαφοράν τής ηλικίας ως εμπόδιον αλλά ό πατήρ του τον επίεσε να συνεχίση το όναμα της οικογενείας. Τήν 27ην Ιουνίου 1525 ό πρώην μοναχός και ή πρώην μοναχή, έγιναν σύζυγοι.                                                                                                                            
      Ό εκλέκτωρ τους έδωσε το μοναστήριον των Αυγουστινιανών ως κατοικίαν και ηύξησε τον μισθόν του Λούθηρου είς 300 γκίλντερ (7.500 δολλάρια) κατ έτος. Βραδύτερον, ό μισθός του ηυξήθη είς 400 και κατόπιν είς 500. Ό Λούθηρος ηγόρασεν ένα αγρόκτημα, το οποίον ή Κάτη διηύθυνε καί ηγάπα. Εγέννησεν έξ τέκνα καί εφρόντιζε πιστώς δί αυτά καθώς και δι όλας τάς οικιακάς ανάγκας του Μαρτίνου, δί ένα οικιακόν ζυθοποιείον, μίαν λίμνην με ιχθύς, ένα λαχανόκηπον, όρνιθας και χοίρους. Τήν απεκάλει «άρχοντά μου Κάτη» και υπενόει αρκετά από τάς κατά καιρούς θυέλλας του και την πιστήν του απρονοησίαν. Διότι δεν άδιδεν ουδεμίαν σημασίαν είς τά χρήματα και ήτο απερισκέπτως γενναιόδωρος. Δέν εισέπραττε δικαιώματα δία τά βιβλία του άν καί αυτά έκαμαν πλούσιον τον εκδότην του. Αί επιστολαί τού πρός τήν Αικατερίνη ή περί αυτής, αποκαλύπτουν τήν αύξουσα  αγάπην του προς αυτήν και ένα γενικώς ευτυχή γάμον. Επανελάμβανε κατά τον ιδικόν του τρόπον εκείνο το οποίον του είχον είπει όταν ήτο νεαρός:
  «Το μεγαλύτερον δώρο του Θεού προς τον άνθρωπον είναι μία ευσεβής, καλή, Θεοφοβουμένη και αγαπώσα τον οίκον της σύζυγος».13                                                                               
        Ήτο καλός πατήρ, γνωρίζων ως έξ ενστίκτου την ορθήν αναλογίαν της πειθαρχίας και της αγάπης.
«Να τιμωρής εάν πρέπη αλλά μαζί με την ράβδον να δίδης και το ζαχαρωμένον δαμάσκηνον».14 
Συνέθετε τραγούδια διά τά τέκνα του και τά έψαλλε μαζί των παίζων συγχρόνως το λαγούτον. Αί επιστολαίς του προς τά τέκνα του συγκαταλέγονται μεταξύ τών κοσμημάτων της γερμανικής λογοτεχνίας. Τό ισχυρόν πνεύμα του, το οποίον ηδύνατο να αντιμετωπίση ένα αυτοκράτορα είς πόλεμον, συνετρίβη σχεδόν από τον θάνατον της προσφιλούς κόρης του Μαγδαληνής είς ηλικίαν 14 ετών. «Ό Θεός» είπε «δέν είχε δώσει είς επίσκοπον τόσον μεγάλο δώρον είς χίλια έτη όπως είχε είς εμέ αυτήν».15 Προσηύχετο νυχθημερόν δία την θεραπείαν της.
«Την αγαπώ πάρα πολύ, αλλά, αγαπητέ Θεέ, εάν είναι ή αγία σού θέλησις νά τήν πάρης θα την αφήσω ευχαρίστως είς σε».16
Καί είς εκείνην είπεν :
«Αγαπητή μου Λένα, μικρή μου κόρη, θα ήθελες νά μείνης εδώ με τόν πατέρα σου· θέλεις να μεταβής είς εκείνον τόν άλλον Πατέρα;» 
«Ναι, αγαπητέ μου πατέρα», απήντησεν ή Λένα «όπως θέλει ό Θεός».
Όταν εκείνη απέθανεν, έκλαυσε πικρώς καί επί μακρόν. Καθώς τήν κατεβίβαζον είς τόν τάφον, τής ωμίλησεν ώς εάν ήτο ζώσα:
«Du Liebes Lenichen θα αναστηθής και θα λάμψης όπως τα άστρα και ο ήλιος. Πόσον παράδοξον είναι νά γνωρίζω ότι ευρίσκεται έν ειρήνη καί τόσον καλά καί έν τούτοις νά λυπούμαι τόσον πολύ!»17
     Μή αρκούμενος είς έξ τέκνα, παρέλαβεν είς τό μοναστήριον-οικίαν του μέ τά πολλά δωμάτια, ένδεκα ορφανούς ανεψιούς καί ανεψιάς, τους ανέθρεψεν, εκάθητο είς την τράπεζα μαζί των και συνεζήτει μαζί των ακαταπονήτως. Μερικοί εξ αυτών εκράτησαν προχείρους σημειώσεις των ομιλιών του είς την τράπεζα˙ ο προκύψας όγκος εξ 6.596 παραγράφων συναγωνίζεται τον «Τζόνσον» του Μπόσγουελ και τας καταγραφείσας συνομιλίας του Ναπολέοντος είς βάρος, είς πνεύμα και είς σοφίαν˙ Κρίνοντες τον Λούθηρον πρέπει να ενθυμούμεθα οτι ουδέποτε εξέδωσεν αυτάς τας Τischreden. Ελάχιστοι άνθρωποι ηκούσθησαν τόσον πολύ απο την ανθρωπότητα. Εδώ μάλλον παρά είς τας συζητήσεις του θεολογικού πεδίου μάχης, παρουσιάζεται ο πραγματικός Λούθηρος.
Διακρίνομεν, πρό πάντων, ότι ήτο άνθρωπος και όχι ένα μελανοδοχείον˙ έζη όπως και έγραφε. Κανένας υγιής άνθρωπος δεν θα κατακρίνη την αγάπη του Λούθηρου δια το καλόν φαγητόν και την μπύραν ή δι΄ όλας τας καρποφόρους απολαύσεις τάς οποίας ηδύνατο να του παράσχη η Αικατερίνη Μπόρα. Θα ηδύνατο να είναι περισσότερον συγκρατημένος είς τους λόγους του περί αυτών των πραγμάτων αλλά η συγκράτησις ήλθε με τους πουριτανούς και ήτο άγνωστος είς τους Ιταλούς της αναγεννήσεως όπως και είς τους Γερμανούς της Μεταρρυθμίσεως. Ακόμη και ο λεπτός Έρασμος μας σκανδαλίζει με την ειλικρινή φυσιολογικήν ομιλίαν του. Ο Λούθηρος έτρωγε πολύ αλλά ηδύνατο να τιμωρή τον εαυτό του με μακράς νηστείας. Έπινε πολύ και κατέκρινε τον πότον ώς εθνικόν ελάττωμα˙ αλλά η μπύρα ήτο το ύδωρ της ζωής διά τους Γερμανούς, όπως ο οίνος διά τους Ιταλούς και τους Γάλλους. Το ύδωρ ηδύνατο να είναι κατά γράμμα δηλητήριον εκείνην την απρόσεκτον εποχήν. Εν τούτοις ουδέποτε ηκούσαμεν ότι υπερέβη την ευθυμίαν διά να μεταπέση είς μέθην.
«Εάν ο Θεός δύναται να με συγχωρήση διότι τον εσταύρωσα τελών λειτουργίας επί είκοσι έτη, θα δύναται επίσης να με αναχθή να πίνω απο καιρού είς καιρόν πρός τιμήν του».
Τα ελαττώματα του ήσαν εμφανή. Υπερήφανος εν τω μέσω των συνεχών ταπεινοφρόνων εκφράσεων του, άτεγκτος εναντίον του δόγματος, ασυγκράτητος είς ζήλον, μη παρέχων έλεος ούτε απο ευγένειαν είς τους αντιπάλους του, πιστεύων είς δεισιδαιμονίας ενώ κατεγέλα τάς δεισιδαιμονίας, καταγγέλων την αδιαλλαξίαν και εφαρμόζων αυτήν˙ εδώ δεν έχομεν ένα υπόδειγμα σταθερότητος ή αρετής αλλά ένα άνθρωπον τόσον αποφάσκοντα όσον και η ζωή και καπνισμένον απο την πυρίτιδα του πολέμου.
«Δεν παρημέλησα ποτέ να δαγκώσω τον αντίπαλον μου», ωμολογεί «αλλά ποία είναι η αξία του άλατος εάν δεν αλμυρίζε;».
Ωμίλει περί των παπικών διαταγμάτων ώς περί κόπρου (Dreck), διά τον πάπαν ώς «σποράν του διαβόλου» ή υπασπιστήν του ή ώς αντίχριστον˙ διά τους επισκόπους ώς «larvae», απίστους υποκριτάς, «αμαθείς πιθήκους»˙ περί της χειροντονίας ώς σημειούσης τον άνθρωπον «με το σημείον του θηρίου της Αποκαλύψεως», διά τους μοναχούς ώς χειροτέρους των δημίων και των δολοφόνων ή τουλάχιστον ώς «ψύλλους είς την γούναν του Παντοδυνάμου». Δυνάμεθα να συμπεράνωμεν πόσον απελάμβανε το ακροατήριον του αυτήν την ιλαρότητα.
«Το μόνον μέρος της ανθρωπίνης ανατομίας το οποίον ο πάπας ηναγκάσθη να αφήση χωρίς να το ελέγχη, είναι το οπίσθιον άκρον».
Δια τον καθολικόν κλήρον έγραφεν:
«Ο Ρήνος μόλις επαρκεί διά να πνίξη ολόκληρον την καταραμένην συμμορίαν των Ρωμαίων καταπιεστών... καρδιναλίων, αρχιεπισκόπων, επισκόπωνν και ηγουμένων»˙ ή αν το ύδωρ δεν το επετύγχανεν, «είθε ο Θεός να στείλη επ΄ αυτών την πύρινην βροχήν και το θείον τα οποία κατεύκαυσαν τα Σόδομα και τα Γόμορρα».
Μας ενθυμίζει την παρατήρησιν του αυτοκράτορος Ιουλιανού: «δεν υπάρχει αγριότερον θηρίον απο ένα θυμωμένον θεολόγον».
Αλλά ο Λούθηρος, όπως ο Κλάιβ, εθαύμαζε την μετριοπάθειαν του.
«Πολλοί νομίζουν, ότι είμαι πολύ σκληρός εναντίον του παπισμού˙ αντιθέτως διαμαρτύρομαι ότι είμαι, δυστυχώς, πολύ μαλακός˙ θα ήθελον να αποπνέω αστραπάς εναντίον του πάπα και του παπισμού και ο κάθε άνεμος να είναι και ένας κεραυνός...˙ Θα καταρώμαι και θα ελέγχω τους κακοήθεις μέχρις ότου κατέλθω είς τον τάφον και ποτέ δεν θα ακούσουν ευγενικόν λόγον απο εμέ... Διότι είμαι ανίκανος να προσευχηθώ εάν συγχρόνως δεν καταρώμαι. Εάν πρέπει να είπω: «Δοξασμένον το όνομα σου», θα πρέπει να προσθέσω, «καταραμένον, κολασμένον, κατησχυμμένον να είναι το όνομα των παπιστών». Εάν θα πρέπει να είπω: «Ελθέτω η βασιλεία σου» πρέπει κατ΄ ανάγκην να προσθέσω, «καταραμένος, κολασμένος, εξουθενωμένος να είναι ο παπισμός». Πράγματι προσεύχομαι κατ΄ αυτόν τον τρόπον καθ΄ εκάστην και προφορικώς και εντός της καρδίας μου, χωρίς διακοπήν... Ουδέποτε εργάζομαι καλύτερον παρά όταν εμπνέωμαι υπό της οργής. Όταν είμαι εξωργίσμενος, δύναμαι να γράψω, να προσευχηθώ και να κηρήξω καλώς διότι τότε ζωογονείται όλη η ιδιοσυγκρασία μου και η διάνοια μου οξύνεται».
Τοιούτον ρητορικόν πάθος ήτο είς την ιδιοσυγκρασίαν της εποχής. «Μερικοί απο τους ιεροκήρυκας και τους λιβελλογράφους εκ της ρωμαιοκαθολικής πλευράς, ομολογεί ο πολυμαθής καρδινάλιος Γκασκιέ, «ήσαν εφάμιλλοι του Λούθηρου είς αυτό το ζήτημα».Το υβρεολόγιον ανεμένετο απο τους πνευματικούς μονομάχους και απελαμβάνετο απο τα ακροατήρια των. Η ευγένεια παρείχε την υποψίαν της ανανδρίας. Όταν η σύζηγος του Λούθηρου τού παρεπονεθη, «αγαπητέ σύζυγε είσαι πολύ αγενής», της απήντησεν:
«Ένας κλαδίσκος δύναται να κοπή με το τραπεζομάχαιρον αλλά μία δρύς χρειάζεται πέλεκυν». Μια ηπία απάντησιν ηδύνατο να αποτρέψη την οργήν αλλά δεν ηδύνατο να ανατρέψη τον παπισμόν. Ένας άνθρωπος εκλεπτισμένος είς την ευγενικήν ομιλίαν θα υπεχώρει ενώπιον ενός τοιούτου θανασίμου αγώνος. Εγώ έχω χονδρόν δέρμα, χονδρότερον απο τον Έρασμον, δια να αντέχη είς τους παπικούς αφορισμούς και τους αυτοκρατορικούς αποκλεισμούς».
Και αυτό εχρειάσθη ισχυράν θέλησιν. Αυτή ήτο η βασική αρετή του Λουθήρου˙ απο αυτήν απέρρεεν η αυτοπεποίθησις του, ο δογματισμός, το θάρρος και η αδιαλλαξία του. Είχεν όμως επίσης και μερικάς ημέρους αρετάς. Περί την μέσην ηλικίαν του ήτο υπόδειγμα κοινονικότητος και προσηνείας και βράχος δυνάμεως δι΄ όλου όσοι είχον ανάγκην παρηγορίας ή βοηθείας. Δεν απέκτησεν  ύφος, δεν επεδίωξε κομψότητας, ουδέποτε ελησμόνησεν ότι ήτο υιός χωρικού. Αντετάχθη είς την δημοσίευσιν των απάντων του, παρακαλών τους αναγνώστας του να μελετούν αντ΄ αυτών την Βίβλον. Διεμαρτυρήθη εναντίον του χαρακτηρισμού ώς λουθηρανικών, των εκκλησιών εκείνων αι οποίαι ηκολούθουν την κατεύθυνσιν του. Όταν εκήρυττεν, έστρεφε τον λόγον του είς το λεξιλόγιον και το επίπεδον γενικώς του ακροατηρίου του. Το χιούμορ του ήτο αγροτικόν, τραχύ, εύθυμον, εφάμιλλον του Ραμπελαί.
«Οι εχθροί μου εξετάζουν πάν ότι πράττω», παρεπονείτο˙ «εάν αφήσω αέρα είς την Βιττενβέργην αισθάνονται την οσμήν είς την Ρώμην».
«Αι γυναίκες φορούν πέπλα διά  να μη σκανδαλίζουν τους αγγέλους. Εγώ φορώ πανταλόνια διά να μη σκανδαλίζω τάς γυναίκας».
Πολλοί απο ημάς έχουν είπει παρόμοια χονδρά αστεία αλλά δεν έχομεν τόσον αμειλίκτους ρεπόρτερ. Ο ίδιος άνθρωπος ο οποίος έλεγε τα ανωτέρω, ηγάπα την μουσικήν μέχρι λατρείας,συνέθεσε τρυφερούς ή ηχηρούς ύμνους και τους εμελοποίησε διά πολυφωνικήν απόδοσιν,-παραμερίσας πρός στιγμήν την θεολογικήν του προκατάληψιν- η οποία ήδη εχρησιμοποιείτο είς την ρωμαϊκήν Εκκλησίαν.
«Δεν θα εγκατέλιπα το ταπεινόν μουσικόν μου τάλαντον δι΄ οτιδήποτε ,οσονδήποτε μέγα και άν ήτο... Είμαι της γνώμης ,ότι... μετά την θεολογίαν,δεν υπάρχει τέχνη η οποία να δύναται να συγκριθή με την μουσικήν˙ διότι μόνη αυτή, μετά την θεολογίαν, μας δίδει... ανάπαυσιν και χαράν της καρδίας».
Η θεολογία του τον ωδήγησεν είς μίαν επιεική ηθικήν, διότι επίστευεν ότι τα καλά έργα δεν ηδύναντο να εξασφαλίσουν την σωτηρίαν άνευ πίστεως είς την λύτρωσιν του Χριστού ούτε η αμαρτία θα ηδύνατο να εμποδίση την σωτηρίαν, εάν αυτή η πίστις παρέμενεν. Εθεώρει ότι ένα μικροαμάρτημα απο καιρού είς καιρόν, θα ηδύνατο να μας χαροποιή επί της ευθείας και στενής οδού. Βαρυνθείς να βλέπη τον Μελάχθονα να βασανίζεται και να αδυνατίζη απο ζοφεράς ανησυχίας διά μικροεκτροπάς εκ της αγιότητος, τού είπε με έντονον χιούμορ:
Pecca fortiter: «αμάρτανε δυνατώτερα˙ ο Θεός δύναται να συγχωρήση μόνον ένα γνήσιον αμαρτωλόν», αλλά περιφρονεί τον αναιμικόν καζουϊστήν.
Εν τούτοις θα ήτο παράλογον να στρέψη κανείς κατηγορίαν κατά του Λουθήρου διά την τυχαίαν αυτή ειρωνείαν. Ένα πράγμα είναι σαφές: ο Λούθηρος δεν ήτο πουριτανός.
«Ο Θεός ο οποίος μας αγαπά, θέλει να τρώγωμεν να πίνωμεν και να είμεθα εύθυμοι».«Ζητώ και δέχομαι την χαράν οπουδήποτε δύναμαι να την εύρω.Γνωρίζομεν τώρα,δόξα τω Θεώ, ότι δυνάμεθα να είμεθα ευτυχείς με την συνείδησιν μας ήσυχον».
Συνίστα είς τους οπαδούς του να χορεύουν και να συμποσιάζουν την Κυριακήν. Ενέκρινε τάς διασκεδάσεις, έπαιζε καλό σκάκι, απεκάλει την χαρτοπαιξίαν αβλαβή απασχόλησιν διά τα ανώριμα πνεύματα, και είπεν ένα σοφόν λόγον διά τον χορόν:
«Οι χοροί έχουν καθιερωθή διά να εκμανθάνεται ομαδικώς η ευγένεια και διά να δημιουργήται γνωριμία και φιλία μεταξύ νέων και νεανίδων˙ εδώ αί σχέσεις των δύνανται να παρακολουθούνται και να δίδεται ευκαιρία δία εντίμους καταλήξεις. Και εγώ ο ίδιος θα ήθελον να πηγαίνω κάποτε είς τους χορούς αλλά οι νέοι θα εχόρευον με ολιγωτέραν ευθυμίαν εάν θα το έπραττον».
Μερικοί προτεστάνται ιεροκήρυκες ηθέλησαν να απαγορεύσουν τα θεατρικά έργα, αλλά ο Λούθηρος ήτο περισσότερον ανεκτικός:
«οι χριστιανοί δεν πρέπει να αποφεύγουν τελείως τάς θεατρικάς παραστάσεις επειδή υπάρχουν μερικάς φοράς είς αυτάς βωμολοχίαι και μοιχείαι˙ διά τους ιδίους λόγους τότε θα έπρεπε να παύσουν να αναγιγνώσκουν και την Βίβλον».
Γενικώς η αντίληψις του Λουθήρου περί της ζωής ήτο χαρακτηριστικώς υγιής και εύθυμος δι΄ ένα άνθρωπον ο οποίος εσκέπτετο ότι
«όλαι αι φυσικαί κλίσεις είναι είτε εκτός του Θεού είτε εναντίον του ,και ότι εννέα ψυχαί εκ των δέκα ήσαν απο Θεού προκαθωρισμέναι δια την αιωνίαν κόλασιν».
Ο άνθρωπος ήτο ασυγκρίτως καλύτερος από την θεολογίαν του.
Η διάνοιά του ήτο ισχυρά αλλ' ήτο πολύ συσκοτισμένη από τα μιάσματα της νεότητός του, πολύ χρωματισμένη από τον πόλεμον δια να επεξεργασθή μιαν λελογισμένην φιλοσοφίαν. Όπως οι σύγχρονοί του, επίστευεν εις νάνους, μαγίσσας, δαιμόνας, την θεραπευτικήν αξίαν των ζωντανών βατράχων, και εις τα στοιχεία, τα οποία ανεζήτουν νεάνιδας εις τα λουτρά και εις την κλίνην των και τας καθίστων αιφνιδίως εγγύους. Εγελοιοποίει την αστρολογίαν αλλά πολλάκις ωμίλει με την φρασεολογίαν της. Επήνει τα μαθηματικά ως "στηριζόμενα επί αποδείξεων και ασφαλών δοκιμασιών". Εθαύμαζε την τολμηράν πρόοδον της αστρονομίας αλλά, όπως όλοι σχεδόν οι σύγχρονοί του,  απέρριπτε το σύστημα του Κοπερνίκου ως αντιτιθέμενον προς τας Γραφάς. Επέμενεν ότι η λογική έπρεπε να παραμένη εντός των ορίων τα οποία εχάραξεν η θρησκευτική πίστις.
Αναμφιβόλως, είχε δίκαιον εις την κρίσιν του ότι το αίσθημα μάλλον παρά η σκέψις, είναι ο μοχλός της ιστορίας. Οι άνθρωποι οι οποίοι διαμορφώνουν θρησκείας κινούν τον κόσμον. Οι φιλόσοφοι, ενδύουν εις νέας φράσεις, εις την μίαν γενεάν μετά την άλλην, την υπέροχον άγνοιαν του μέρους, γνωματεύουσαν περί του όλου. Τοιουτοτρόπως ο Λούθηρος προσηύχετο ενώ ο Έρασμος εσκέπτετο, και ενώ ο Έρασμος εκολάκευεν ηγεμόνας, ο Λούθηρος ωμίλει προς τον Θεόν, άλλοτε επιτακτικώς, ως κάποιος ο οποίος είχε πολεμήσει σκληρώς εις τας μάχας του Κυρίου και είχε το δικάιωμα να ακουσθή και άλλοτε ταπεινώς, ως ένα παιδίον χαμένον εις το απέραντο διάστημα. Πεπεισμένος ότι ο Θεός ήτο παρά το πλευρόν του, αντιμετώπισεν ανυπέρβλητα εμπόδια και εκέρδισε.
«Φέρω επάνω μου την κακίαν όλου του κόσμου, το μίσος του αυτοκράτορος, του πάπα και όλης της ακολουθίας των. Λοιπόν, εμπρός, εις το όνομα του Θεού!»
Είχε το θάρρος να προκαλή τους εχθρούς του δίοτι δεν είχε την διανοητικότητα να αμφιβάλλη περί της αληθείας του. Υπήρξεν εκείνο το οποίον έπρεπε να είναι δια να πράξη εκείνο το οποίον έπρεπε να πράξη.

2. ΟΙ ΑΔΙΑΛΛΑΚΤΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ
Είναι διδακτικόν να παρατήρωμεν πώς ο Λούθηρος εκινήθη από την ανεκτικότητα εις το δόγμα εφ' όσον η δύναμις κια η βεβαιότης του ηύξανον. Μεταξύ των "πλανών", τας οποίας ο Λέων Ι', εις την βούλλαν "Exsurge Domine", κατήγγειλεν εις τον Λούθηρον ήτο ότι "η καύσις των αιρετικών είναι αντίθετος προς το Άγιον Πνεύμα".

Εις την "Ανοικτήν Επιστολήν προς τους Χριστιανούς ευγενείς" (1520) ο Λούθηρος εχειροτόνησε τον "καθένα ιερέα", με το δικαίωμα να ερμηνεύει την Βίβλον κατά την δικήν του ατομικήν κρίσην και τα προσωπικά του φώτα, και προσέθετε,

«θα έπρεπε να νικήσωμεν τους αιρετικούς με βιβλία και όχι με την καύσιν».
Εις το δοκίμιον "Περί της κοσμικής εξουσίας" (1522) έγραφεν:

«Επί της ψυχής ο Θεός δεν δύναται και δεν θέλει να αφήση κανέναν άλλον να κυβερνά παρά μόνον τον εαυτόν του... Θέλομεν να καταστήσωμεν τούτο τόσον σαφές ώστε να κατανοήση ο καθείς και δια να ιδούν οι Γιούνκερ μας, οι πρίγκιπες και οι επίσκοποι, πόσον ανόητοι είναι όταν επιχειρούν να πιέσουν τον λαόν... να πιστεύση το ένα ή το άλλο πράγμα... δεδομένου ότι η πίστις ή η απιστία είναι υπόθεσις της συνειδήσεως του καθενός... Η κοσμική εξουσία θα έπρεπε να περιορισθή εις την διαχείρισιν των ιδικών της υποθέσεων και να επιτρέπη εις τους ανθρώπους να πιστεύουν το ένα ή το άλλο αναλόγως της ικανότητας και της διαθέσεως αυτών και να μην εξαναγκάζη κανένα δια της βίας. Δίοτι η πίστις είναι ελεύθερον έργον, εις το οποίον κανείς δεν δύναται να εξαναγκασθή... η πίστις και η αίρεσις δεν είναι ποτέ τόσον ισχυραί παρά όταν οι άνθρωποι αντιτίθενται προς αυτάς μόνον δια της βίας, χωρίς τον λόγον του Θεού».

Εις μίαν επιστολήν προς τον εκλέκτορα Φρειδερίκον (21 Απριλίου 1524) ο Λούθηρος εζήτησεν ανοχήν δια τον Μύντζερ και άλλους εχθρούς του.

«Δεν θα πρέπει να τους εμποδίσετε να ομιλούν. Πρέπει να υπάρχουν αιρέσεις και ο Λόγος του Θεού πρέπει να αντιμετωπίση μάχας... Ας αφήσωμεν εις τας χείρας του τον αγώνα και την ελευθέραν σύγκρουσιν των πνευμάτων».

Το 1528, όταν άλλοι υπεστήριζον την θανατική ποινήν δια τους αναβαπτιστάς, συνέστησε να τιμωρηθούν μόνον με εξορίαν, εκτός αν ήσαν ένοχοι στάσεως. Ομοίως το 1530 συνέστησεν η ποινή του θανάτου δια βλασφημίαν, να μετριασθή εις εξορίαν. Είναι αληθές ότι ακόμη και κατά την φιλελευθέραν εκείνην εποχήν, ωμίλει ως εαν επεθύμει οι οπαδοί του ή ο Θεός, να πνίξουν ή οπωσδήποτε να εξοντώσουν όλους τους "παπιστάς" - αλλά τούτο ήτο "ρητορική εκστρατείας" η οποία δεν επιστεύετο σοβαρώς. Τον Ιανουάριον του 1521 έγραφε: "Δεν θα ήθελα να υπερασπίζεται το Ευαγγέλιον με βίαν και με φόνους",
και τον Ιούνιον του ίδιου έτους, επετίμησε τους σπουδαστάς της Ερφούρτης διότι επετέθησαν εναντίον ιερέων -εν τούτοις δεν είχεν αντίρρησιν να "τρομοκρατηθούν" όλιγον δια να διορθώσουν την θεολογίαν των. Τον Μάιον του 1529, κατεδίκασε διάφορα σχέδια δι' αναγκαστικόν προσηλυτισμόν ρωμαιοκαθολικών ενοριών εις τον προτεσταντισμόν. Μέχρι του 1531 εδίδασκεν ότ

«ούτε δυνάμεθα ούτε πρέπει να εξαναγκάζωμεν οιονδήποτε εις ζητήματα πίστεως».

Αλλά ήτο δύσκολον δι' ένα άνθρωπον με τον δυναμικόν και θετικόν χαρακτήρα του Λουθήρου, να υποστηρίξη ανεκτικότητα, όταν η θέσις του κατέστη σχετικώς ασφαλής. Ένας άνθρωπος ο οποίος ήτο βέβαιος ότι κατείχε τον Λόγον του Θεού δεν ηδύνατο να ανεχθεί τας αντιρρήσεις προς αυτόν. Η μετάβασις προς την αδιαλλαξίαν ήτο ευκολωτέρα εις ό,τι αφεώρα τους Εβραίους. Μέχρι του 1537, ο Λούθηρος υπεστήριζεν ότι έπρεπε να συγχωρηθούν διότι διετήρουν την πίστην των, «εφ' όσον οι ανόητοι ιδικοί μας, οι πάπαι, οι επίσκοποι, σοφισταί και μοναχοί, οι χοντροκέφαλοι αυτοί γάιδαροι, μετεχειρίσθησαν τους Εβραίους κατά τοιούτον τρόπον ώστε ο κάθε χριστιανός θα επροτίμα να ήτο Εβραίος. Πράγματι, εάν εγώ ήμουν Εβραίος και είχον ιδεί τοιούτους ηλιθίους και ανοήτους να εξηγούν τον χριστιανισμόν, θα επροτίμων να γίνω χοίρος μάλλον παρά χριστιανός... Θα συνίστων και θα παρεκάλουν τον καθένα να φέρεται ευγενώς προς τους Εβραίους και να τους διδάσκη την Γραφήν, εις την περίπτωσιν αυτήν θα έπρεπε να αναμένωμεν να προσέλθουν προς ημάς».

Πιθανόν ο Λούθηρος να είχεν αντιληφθή ότι ο προτεσταντισμός ήτο από μερικάς απόψεις μια επάνοδος εις τον Ιουδαϊσμόν, με την απόρριψιν του μοναχισμού και της αγαμίας του κλήρου, με την έμφασιν την οποίαν έδιδεν εις την Παλαιάν Διαθήκην, τους προφήτας και τους ψαλμούς και με την παραδοχήν (εξαιρουμένου του Λουθήρου) μιας αυστηροτέρας σεξουαλικής ηθικής από την του ρωμαιοκαθολικισμού. Απεγοητεύθη όταν οι Εβραίοι δεν προέβησαν εις αντίστοιχον κίνησην προς τον προτεσταντισμόν η δε αντίρρησίς του δια την είσπραξιν τόκου, συνέτεινεν εις το να στραφή εναντίον των Εβραίων δανειστών και κατόπιν κατά των Εβραίων γενικώς. Όταν ο εκλέκτωρ Ιωάννης εξεδίωξε τους Εβραίους εκ της Σαξονίας (1537) ο Λούθηρος απέρριψε μιαν έκκλησιν των Εβραίων προς αυτόν όπως μεσολαβήση. Εις τας "Επιτραπεζίους ομιλίας" του, συνήνωνεν "Εβραίους και παπιστάς" ως απιστα καθάρματα... δύο περικνημίδας κατασκευασμένας από το αυτό τεμάχιον υφάσματος. Κατά τα τελευταία έτη της ζωής του κατελήφθη από μανίαν αντισημιτισμού, κατήγγειλε τους Εβραίους ως "έθνος σκληροτράχηλον, άπιστον αλαζονικόν, διεστραμμένον, απαίσιον" και απήτησεν όπως τα σχολεία και αι συναγωγαί των καταστραφούν δια πυρός.

«Οποιοσδήποτε δύναται, ας πετάξει θειάφι και κατράμι επ' αυτών, εάν κανείς θα ηδύνατο να τους ρίψη το πυρ της κολάσεως, θα ήτο ακόμη καλύτερον... Και αυτό πρέπει να γίνη δια την τιμήν του Κυρίου ημών και του Χριστιανισμού, δια να ίδη ο Θεός ότι είμεθα πράγματι χριστιανοί. Ας διαλυθούν επίσης και ας καταστραφούν αι οικίαι των... Ας αφαιρεθούν από αυτούς τα βιβλία των προσευχών των και τα Ταλμούδ και όλη η Βίβλος των επίσης - ας απαγορευθή, επί ποινή θανάτου, εις τους ραββίνους των ωα διδάσκουν εις το μέλλον. Ας κλείσουν δι' αυτούς οι δρόμοι των πόλεων και της υπαίθρου. Ας απαγορευθή εις αυτούς να ασκούν τοκογλυφίαν και ας αφαιρεθούν από αυτούς οι θησαυροί των εις χρυσόν και εις άργυρον και ας ασφαλισθούν κάπου αλλού. Και αν όλα αυτά δεν αρκούν, ας τους εκδιώξωμεν ως λυσσώντας σκύλους από την χώραν».

Ο Λούθηρος δεν θα έπρεπε να φθάση εις το γήρας.

Ήδη το 1522 είχε γίνει παπικώτερος των παπών.

«Δεν παραδέχομαι, έγραφεν, ότι η θεωρία μου δύναται να κριθή από οιονδήποτε, ούτε καν από τους αγγέλους. Εκείνος ο οποίος δεν δέχεται την θεωρίαν μου, δεν δύναται να σωθή».

Κατά το 1529 εχάρασσε μερικάς λεπτάς διακρίσεις:

Κανείς δεν πρέπει να εξαναγκάζεται να ομολογή την πίστην αλλά και δεν πρέπει  να επιτρέπεται εις κανέναν να την βλάπτη. Οι αντίπαλοι μας ας προβάλουν τας αντιρρήσεις των και ας ακούσουν τας απαιτήσεις μας. Εαν κατ' αυτόν τον τρόπο προσηλυτισθούν, έχει καλώς -εαν όχι, ας καρατήσουν την γλώσσαν των και ας πιστεύουν ό,τι θέλουν... Δια να αποφύγωμεν αναταραχάς, δεν θα έπρεπε, κατά το δυνατόν, να ανεχώμεθα αντιθέτους διδασκαλίας.

Εντός του αυτού κράτους. Ακόμη και άπιστοι θα έπρεπε να εξαναγκάζωνται να τηρούν τάς δέκα εντολάς, να πηγαίνουν είς την εκκλησίαν και να συμμορφούνται εξωτερικώς.

Ο Λούθηρος τώρα συνεφώνει με την ρωμαιοκαθολική Εκκλησίαν ότι «οι χριστιανοί απαιτούν βεβαιότητα, συγκεκριμένα δόγματα και ασφαλή Λόγον του Θεού, τον οποίον να εμπιστεύωνται διά να ζήσουν και να αποθάνουν με αυτόν». Όπως η Εκκλησία κατά τους πρώτους αιώνας του χριστιανισμού, διαιρεθείσα και εξασθενήσασα απο το αυξανόμενον πλήθος βιαίων αιρέσεων, ησθάνθη ότι ήτο επιβεβλημένον να καθορίση την πίστιν της και να απομακρύνη όλους τους ταραξίας, τοιουτοτρόπως τώρα ο Λούθηρος, στενοχωρηθείς απο την ποικιλίαν των φιλερίδων αιρέσεων, αι οποίαι εφύτρωσαν απο τον σπόρον της ατομικής κρίσεως, μετεπήδησε βήμα πρός βήμα απο την ανεκτικότητα είς τον δογματισμόν.

«Όλοι οι άνθρωποι έχουν τώρα την αξίωσιν να κάμουν κριτικήν του Ευαγγελίου», παρεπονείτο˙«σχεδόν ο κάθε ξεμωραμένος γέρος ή φλύαρος σοφιστής θα πρέπει, πράγματι,να γίνη διδάκτωρ της θεολογίας».

Ερεθισθείς από τάς προκλήσεις των ρωμαιοκαθολικών ότι είχεν εξαπολύσει μίαν διαλυτικήν αναρχίαν πίστεων και ηθών, κατέληξε συμφωνών με την Εκκλησίαν, ότι η κοινωνική τάξις απήτει κάποιον περιορισμόν είς τάς συζητήσεις, κάποιαν ανεγνωρισμένην αυθεντίαν, η οποία θα εχρησίμευεν ώς «άγκυρα της πίστεως».Τι θα έπρεπε να είναι αυτή η αυθεντία; Η Εκκλησία απήντα ότι έπρεπε να είναι η Εκκλησία, διότι μόνον ένας ζωντανός οργανισμός θα ηδύνατο να προσαρμόση τον εαυτόν του και τάς Γραφάς είς τάς αναποφεύκτους μεταβολάς. Όχι, έλεγεν ο Λούθηρος˙ μοναδική και τελική αυθεντία έπρεπε να είναι η Βίβλος, δεδομένου ότι όλοι αναγνωρίζουν ότι είναι ο Λόγος του Θεού.

Είς το δέκατον τρίτον κεφάλαιον του Δευτερονομίου,του αλαθήτου αυτού βιβλίου, εύρε μίαν ρητήν εντολήν, θεωρουμένην ότι προήρχετο απο το στόμα του Θεού, να θανατώνονται οι αιρετικοί: «και ού φείσεται ο ο φθαλμός σου απ΄ αυτώ, ούκ επιποθήσεις επ΄ αυτώ, ουδ΄ ού μη σκεπάσης αυτόν», έστω και άν ήτο «ο αδελφός σου ή ο υιός σου ή γυνή σου ή εν κόλπω σου... και αι χείρες σου έσονται επ΄ αυτόν έν πρώτοις αποκτείναι αυτόν». Με βάσιν το τρομερόν αυτό ένταλμα, η Εκκλησία ενήργησε κατά τον δέκατον τρίτον αιώνα, εξαφανίσασα τους Αλβιγηνούς˙ η θεία αυτή κατάρα είχε γίνει πιστοποιητικόν εξουσίας διά τάς καύσεις της ιεράς εξετάσεως. Παρά την βιαιότητα των λόγων του, ο Λούθηρος ουδέποτε συνηγωνίσθη την Εκκλησίαν είς αυστηρότητα όταν ενήργει κατά αντιφρονούντων, αλλά ενήργε, εντός του χώρου και των ορίων της εξουσίας του, να τούς επιβάλη σιγήν ειρηνικώς εφ΄ όσον ηδύνατο. Το 1525 επεκαλέσθη την βοήθειαν υφισταμένων διατάξεων λογοκρισίας διά να εμποδίση την εκτύπωσιν των «βλαβερών θεωριών» των Αναβαπτιστών και Ζβιγγλιανών. Το 1530, είς το σχολίον του επι του 82ου ψαλμού, συνέστησεν είς τάς κυβερνήσεις να θανατώνουν όλους τους αιρετικούς οι οποίοι εκήρυττον την επανάστασιν ή εναντίον της ατομικής ιδιοκτησίας και

«εκείνους οι οποίοι διδάσκουν εναντίον της ατομικής ιδιοκτησίας και «εκείνους οι οποίοι διδάσκουν εναντίον ενός σαφούς άρθρου της πίστεως.... όπως είναι τα άρθρα τα οποία μανθάνουν τα παιδία είς την κατήχησιν, όπως π.χ. εάν κανείς θα εδίδασκεν ότι ο Χριστός δεν ήτο Θεός αλλά απλούς άνθρωπος».

Ο Σεβαστιανός Φράνκ εθεώρει ότι υπήρχε μεγαλυτέρα ελευθερία του λόγου μεταξύ των Τούρκων παρά είς τα λουθηρανικά κράτη ο δέ Λέων Γιούντ, ο ζβιγγλιανός, συνετάχθη με τον Κάρλστατ είς το να ονομάση τον Λούθηρον δεύτερον πάπαν. Θα πρέπει, εν τούτοις, να σημειώσωμεν ότι περί τα τέλη του βίου του ο Λούθηρος επανήλθεν είς τα παλαιά του αισθήματα της ανεκτικότητος. Είς το τελευταίον του κήρυγμα συνέστησε την εγκτάλειψιν πάσης προσπαθείας εξαλείψεως των αιρέσεων διά της βίας˙ πρέπει να ανεχώμεθα υπομονητικώς τους ρωμαιοκαθολικούς και τους Αναβαπτιστάς μέχρι της Μελλούσης Κρίσεως, όταν ο Χριστός θα λάβη μέριμναν δι΄ αυτούς.
Άλλοι μεταρρυθμισταί συνηγωνίσθησαν ή υπερέβαλον τον Λούθηρον είς την καταδίωξιν των αιρέσεων. Ο Μπούσερ του Στρασβούργου παρακινεί τάς πολιτικάς αρχάς είς τα προτεσταντικά κράτη να εξοντώσουν όλους εκείνους οι οποίοι επίστευον μίαν «ψευδή» θρησκείαν. Τοιούτοι άνθρωποι, έλεγεν, είναι χειρότεροι απο φονείς˙ ακόμη και αί σύζυγοι και τα τέκνα και τα ζώα των έπρεπε να καταστραφούν. Ο σχετικώς ήπιος Μελάγχθων απεδέχθη της προεδρίαν της κοσμικής Ιεράς Εξετάσεως η οποία κατέπνιξε τους Αναβαπτιστάς είς την Γερμανίαν με φυλακίσεις και θανατώσεις. «Διατί να οικτίρωμεν τοιούτους ανθρώπους περισσότερον απο ότι τους οικτίρει ο Θεός;» ηρώτα, διότι ήτο πεπεισμένος ότι ο Θεός προώριζεν όλους τους Αναβαπτιστάς διά την κόλασιν. Συνέστησεν όπως η μή παραδοχή του βαπτίσματος των νηπίων ή του προπατορικού αμαρτήματος ή της πραγματικής παρουσίας του Χριστού είς την Ευχαριστίαν, τιμωρήται ώς κεφαλαιώδες έγκλημα. Επέμεινεν όπως καταδικασθή είς θάνατον ένας αιρετικός ο οποίος επίστευεν ότι οι ειδωλολάτραι ηδύναντο να σωθούν και ένας άλλος ο οποίος αμφέβαλλεν αν η πίστις είς στον Χριστό ώς λυτρωτήν θα ηδύνατο να μεταβάλη ένα φύσει αμαρτωλόν είς δίκαιον. Επεκρότησε, όπως θα ίδωμεν, την εκτέλεσιν του Σερβέτου. Εζήτησεν απο το κράτος να εξαναγκάσει τον λαόν να προσέρχεται κανονικώς είς τάς προτεσταντικάς ιεροστελεστίας. Απήτησε την απαγόρευσιν όλων των βιβλίων τα οποία αντετίθεντο ή εμπόδιζον την λουθηρανήν διδασκαλίαν. Τοιουτοτρόπως,τα συγγράμματα του Ζβιγγλίου και των οπαδών του είχον επισήμως καταγραφή είς τον κατάλογον των απηγορευμένων βιβλίων είς την Βιττενβέργην. Ενώ ο Λούθηρος ήτο ικανοποιημένος με την εκδίωξιν των ρωμαιοκαθολικών απο τάς περιοχάς αί οποίαι εκυβερνώντο απο λουθηρανούς ηγεμόνας, ο Μελάγχθων ηυνόει σωματικάς ποινάς. Και οι δύο συνεφώνουν ότι η πολιτική εξουσία ήτο υποχρεωμένη εκ καθήκοντος να διαδίδη και να υποστηρίζη τον «νόμον του Θεού», δηλ. Τον λουθηρανισμόν. Εν τούτοις ο Λούθηρος συνεβούλευεν ότι όπου υφίσταντο δύο μερίδες είς ένα κράτος, η μειοψηφία ώφειλε να υποτάσσεται είς την πλειοψηφίαν. Είς ένα χαρακτηριστικώς ρωμαιοκαθολικόν πριγκιπάτον, οι προτεστάνται θα έπρεπε να υποχωρήσουν και να μεταναστεύσουν. Είς μίαν χαρακτηριστικώς προστεσταντικήν  επαρχίαν οι ρωμαιοκαθολικοί ώφειλον να ενδώσουν και να αναχωρήσουν˙ εάν ανθίσταντο, τότε θα έπρεπε να τιμωρηθούν αποτελεσματικώς.
Αι προτεσταντικαί αρχαί, ακολουθούσα ρωμαιοκαθολικά προήγουμενα, παρεδέχθησαν την υποχρέωσιν να τηρούν την θρησκευτικήν συμμόρφωσιν. Είς το Άουγκσμπουργκ (18 Ιανουαρίου 1537) το δημοτικόν συμβούλιον εξέδωσε διάταγμα, διά του οποίου απηγόρευε την ρωμαιοκαθολικήν λατρείαν και εξώριζε μετά οκταήμερον, όλους όσοι δεν θα απεδέχοντο την νέαν πίστιν. Μετά την εκπνοήν της προθεσμίας,το συμβούλιον απέστειλε στρατιώτας να καταλάβουν όλας τάς εκκλησίας και τα μοναστήρια˙ θυσιαστήρια και αγάλματα αφηρέθησαν, ιερείς,μοναχοί και μοναχαί εξωρίσθησαν. Η Φραγκγούρτη επί του Μάιν εξέδωσε παρόμοιον διάταγμα η δέ κατάσχεσις των περιουσιών των ρωμαιοκαθολικών εκκλησιών και η κατάργησις της ρωμαιοκαθολικής λειτουργίας επεξετάθησαν είς όλα τα κράτη τα οποία ηλέγχοντο απο προστεστάντας. Η λογοκρισία του τύπου, η οποία είχεν ήδη καθιερωθή είς τάς ρωμαιοκαθολικάς περιοχάς, έγινε δεκτή και απο τους προτεστάντας˙ τοιουτοτρόπως ο εκλέκτωρ της Σαξονίας Ιωάννης,κατόπιν αιτήσεως του Λουθήρου και του Μελάγχθονος, εξέδωσε (1528) ένα διάταγμα, διά του οποίου απηγόρευε την δημοσίευσιν,την πώλησιν και την ανάγνωσιν της ζβιγγλιανής ή της αναβαπτιστικής φιλολογίας καθώς και το κήρυγμα ή την διδασκαλίαν των θεωριών των, «και οιοσδήποτε πληροφορηθή ότι τούτο γίνεται απο οποιονδήποτε,είτε ξένον είτε γνώριμον του, πρέπει να πληροφορή τους άρχοντας του τόπου ίνα ο δράστης συλληφθή εγκαίρως και τιμωρηθή... Όσοι πληροφορηθούν τοιαύτας παραβάσεις των διαταγών... και δεν παράσχουν τάς δεούσας πληροφορίας θα τιμωρούνται με την απώλειαν της ζωής ή της περιουσίας των».

Ο αφορισμός, όπως η λογοκρισία, υιοθετήθη εκ μέρους των προτεστάντων από τους ρωμαιοκαθολικούς. Η ομολογία του Άουγκσμπουργκ* του 1530 διεκήρυξε το δικαίωμα της Λουθηρανής Εκκλησίας να αφορίζη πάν μέλος αυτής το οποίον θα απέρριπτεν ένα βασικόν λουθηρανικόν δόγμα.Ο Λούθηρος εξήγησεν ότι
«παρ΄ όλον ότι ο αφορισμός είς την παπωσύνην χρησιμοποιείται και υφίσταται απαίσχυντον κατάχρησιν και έχει γίνει ένα απλούν βασανιστήριον, εν τούτοις δεν πρέπει να τον καταργήσωμεν αλλά να κάμνωμεν ορθήν χρήσιν αυτού, όπως διέταξεν ο Χριστός». 

ΙΙ.     ΑΙ ΔΙΑΙΤΑΙ ΔΙΑΦΩΝΟΥΝ   1521 – 41
Όπως η εσωτερική ελευθερία ποικίλει (όταν οι άλλοι παράγοντες παραμένουν αμετάβλητοι) αναλόγως της εξωτερικής ασφαλείας, τοιουτοτρόπως ο προτεσταντισμός, κατά την περίοδο της ασφαλείας του, περιέπεσεν εις την κατάτμησιν εις φατρίας, πράγμα το οποίον εφαίνετο συναφές με τας αρχάς της ατομικής κρίσεως και της υπεροχής της συνειδήσεως. Ήδη το 1525 ο Λούθηρος έγραφεν: «Υπάρχουν σήμερον σχεδόν τόσαι φατρίαι και πίστεις όσαι και κεφαλαί». [12]  

Ο Μελάγχθων ήτο απησχολημένος με το να κατευνάζη τον αρχηγόν του και να επινοή διφορούμενας διατυπώσεις διά να συμβιβάζη αντιτιθεμένας βεβαιότητας. Οι ρωμαιοκαθολικοί έχαιρον καταδεικνύοντες τας φιλονεικούσας μεταξύ των προτεσταντικάς φατρίας και προέλεγον ότι η ελευθερία της ερμηνείας και της πίστεως θα ωδήγει εις θρησκευτικήν αναρχίαν, ηθικήν αποσύνθεσιν και ένα σκεπτικισμόν εξ ίσου απεχθή   διά τους προτεστάντας όπως και διά τους καθολικούς. [13] Το 1525, τρεις καλλιτέχναι εξωρίσθησαν από την προτεσταντικήν Νυρεμβέργην διότι ημφεσβήτησαν την θείαν έμπνευσιν της Βίβλου, την πραγματικήν παρουσίαν  κατά την Ευχαριστίαν και την θεότητα  του Χριστού.
Καθ' ον χρόνον ο Σουλεϊμάν παρεσκεύαζε την εκστρατείαν, η οποία περιέκοψε την Ουγγαρίαν κατά το ήμισυ, μία δίαιτα Γερμανών ηγεμόνων, ιεραρχών και αστών συνήλθεν εις την Σπέγιερ (Ιούνιος 1526) διά να εξετάση το αίτημα των καθολικών όπως το διάταγμα της Βορμς επιβληθή διά καταναγκασμού και την αντιπρότασιν των προτεσταντών ότι η θρησκεία πρέπει  να αφεθή ελευθέρα μέχρις ότου μία σύνοδος υπό γερμανικήν προστασίαν τακτοποιήση τας διαφοράς. Οι προτεστάνται επεκράτησαν και το τελικόν ψήφισμα της διαίτης αυτής καθώρισεν ότι – μέχρις ότου συνέλθη το ως άνω συμβούλιον – έκαστον γερμανικόν κράτος, εις ό,τι αφορά την θρησκείαν, (οφείλει να ζη, να κυβερνά και να συμπεριφέρεται κατά τρόπον, καθ' ον θα νομίζη ότι ανταποκρίνεται εις την θέλησιν του Θεού και του αυτοκράτορος). Ότι κανείς δεν πρέπει να τιμωρηθή διά προηγούμενα αδικήματα παραβάσεων του διατάγματος της Βορμς. Και ότι ο Λόγος του Θεού θα έπρεπε να κηρύσσσεται από όλα τα μέρη χωρίς το ένα να επεμβαίνη εις τας ενεργείας των άλλων. Οι προτεστάνται ηρμήνευσαν την «προσωρινήν απόφασιν της Σπέγιερ» ως επικυρούσαν την ίδρυσιν λουθηρανικών εκκλησιών, την θρησκευτικήν αυτονομίαν εκάστου τοπικού ηγεμόνος και την απαγόρευσιν της θείας λειτουργίας εις τας λουθηρανικάς περιοχάς. Οι ρωμαιοκαθολικοί απέρριψαν αυτάς τας ερμηνείας αλλά ο αυτοκράτωρ, ευρισκόμενος εις διάστασιν με τον πάπαν, τας απεδέχθη επί του παρόντος ο δε Φερδινάνδος ευρέθη εντός ολίγου εις τοιούτον βαθμόν απησχολημένος με τα ζητήματα της Ουγγαρίας ώστε να μη δύναται να προβάλη αποτελεσματικήν αντίστασιν.

Όταν αποκατέστησεν ειρηνικάς σχέσεις με τον Κλήμεντα, ο Κάρολος επανήλθεν εις την φυσικήν δι' ένα βασιλέα συντηρητικότητα  και έδωσεν εντολήν εις την δίαιταν της Σπέγιερ να συνέλθη εκ νέου την 1ην Φεβρουαρίου 1529. Υπό την επιρροήν του προεδρεύοντος αρχιδουκός και του απόντος αυτοκράτορος, η νέα συνέλευσις ανεκάλεσε το διάταγμα του 1526 και εξέδωσε ψήφισμα το οποίον επέτρεπε τας λουθηρανικάς ιεροτελεστίας, απήτει όμως την ανοχήν των ρωμαιοκαθολικών ιεροτελεστιών, εις τα λουθηρανικά κράτη, απηγόρευεν απολύτως το λουθηρανικόν κήρυγμα ή λειτουργικόν τυπικόν εις τα ρωμαιοκαθολικά κράτη, επέβαλλε το διάταγμα της Βορμς και έθετεν εκτός νόμου τας αιρέσεις των Ζβιγγλιανών και των Αναβαπτιστών παντού. Την 25ην Απριλίου 1529 η λουθηρανική μειονότης εδημοσίευσε μίαν «διαμαρτυρίαν» διακηρύσσουσα ότι η συνείδησις απηγόρευε την εκ μέρους των αποδοχήν του διατάγματος αυτού. Απηυθύνθησαν προς τον αυτοκράτορα ζητούντες την σύγκλησιν γενικής συνόδου. Εν τω μεταξύ εδήλωσαν ότι θα παραμείνουν πιστοί εις το ψήφισμα της Σπέγιερ αντί οιασδήποτε θυσίας. Ο όρος προτεστάνται απεδόθη υπό των ρωμαιοκαθολικών εις τους υπογράψαντας αυτήν την διαμαρτυρίαν και βαθμηδόν κατέστη συνήθεια να καθορίζωνται δι’ αυτού οι Γερμανοί αποστάται από την Ρώμην.

Εξακολουθών να έχη ανάγκην της γερμανικής ενότητος εναντίον των Τούρκων, ο Κάρολος συνεκάλεσε μίαν άλλην δίαιταν, η οποία συνήλθεν εις το Άουγκσμπουργκ (20 Ιουνίου 1530) υπό την προεδρίαν του. Κατά την διάσκεψιν αυτήν παρέμεινεν εις την κατοικίαν του Αντωνίου Φούγκερ, όστις ήτο τώρα αρχηγός του οίκου ο οποίος τον είχε κάμει αυτοκράτορα. Συμφώνως προς μίαν παλαιάν ιστορίαν, ο τραπεζίτης ηυχαρίστησε τον ηγεμόνα ανάψας πυράν με ένα χρεόγραφον του αυτοκράτορος. [14]  Επειδή οι Φούγκερ ήσαν οικονομικώς σύμμαχοι με τους πάπας, η χειρονομία αυτή πιθανόν να έφερε τον Κάρολον ένα βήμα πλησιέστερα προς τον παπισμόν. Ο Λούθηρος δεν παρέστη διότι εξηκολούθει να διατελή υπό αυτοκρατορικήν απαγόρευσιν και ήτο δυνατόν να συλληφθή ανά πάσαν στιγμήν. Μετέβη όμως εις το Κοβούργον, επί των σαξονικών συνόρων και ευρίσκετο εις επαφήν με την προτεσταντικήν αντιπροσωπείαν δι' αγγελιοφόρων. Παρωμοίαζε την συνέλευσιν με ένα σμήνος από κάργιες αι οποίαι εφλυάρουν και επτερύγιζον προ των παραθύρων του και παρεπονείτο ότι  «έκαστος επίσκοπος έφερε μαζί του τόσους διαβόλους» ή ψηφοφόρους εις την δίαιταν «όσοι ψύλλοι ευρίσκονται εις ένα σκύλον την ημέραν του Αγίου Ιωάννου».[15]  Προφανώς αυτήν την εποχήν συνέθεσε τον σπουδαιότερον από τους ύμνους του – «Ein feste Burg ist unser Gott» - «ένα δυνατό φρούριο είναι ο Θεός μας».

Την 24ην Ιουνίου ο καρδινάλιος Καμπέτζιο απήτησεν από την δίαιταν την ολοσχερή εξάλειψιν των προτεσταντικών αιρέσεων. Την 25ην ο Χριστιανός Μπάγιερ ανέγνωσεν εις τον αυτοκράτορα και εις μίαν μερίδα της συνελεύσεως την περίφημον Ομολογίαν του Άουγκσμπουργκ, την οποίαν είχε συντάξει ο Μελάγχθων, και η οποία, με μερικάς τροποποιήσεις, επρόκειτο να γίνη η επίσημος ομολογία πίστεως των λουθηρανικών εκκλησιών. Εν μέρει επειδή εφοβείτο πόλεμον εκ μέρους των συνδυασμένων δυνάμεων του αυτοκράτορος και του πάπα εναντίον των διηρημένων προτεσταντών, εν μέρει διότι εξ ιδιοσυγκρασίας έκλινε προς τον συμβιβασμόν και την ειρήνην, ο Μελάγχθων διετύπωσε το έγγραφον (όπως λέγει ένας ρωμαιοκαθολικός λόγιος) εις ένα «αξιοπρεπή, μετριοπαθή και ειρηνικόν τόνον», [16] και προσεπάθησε να μειώση τας διαφοράς μεταξύ των λουθηρανικών και των καθολικών απόψεων. Επεξετάθη επί των αιρέσεων, τας οποίας οι ευαγγελικοί (όπως αυτοαπεκαλούντο οι λουθηρανοί εκ του ότι εστηρίζοντο μόνον εις τα ευαγγέλια και την λοιπήν Κ.Διαθήκην) και οι ρωμαιοκαθολικοί κατεδίκαζον κατά τον ίδιον τρόπον, διεχώρισε την λουθηρανικήν από την ζβιγγλιανικήν μεταρρύθμισιν και άφησε την τελευταίαν να φροντίση μόνη της διά τον εαυτό της. Εμετρίασε τα δόγματα περί προορισμού, «μετουσιώσεως» και δικαιώσεως διά της πίστεως, ωμίλησε μετριοπαθώς περί των εκκλησιαστικών καταχρήσεων, τας οποίας είχε περιορίσει ο προτεσταντισμός. Υπερήσπισε με ευγένειαν την παροχήν της Ευχαριστίας υπό τας δύο μορφάς, την κατάργησιν των μοναστικών όρκων, τον γάμο του κλήρου, και έκαμεν έκκλησιν προς τον καρδινάλιον Καμπέτζιο να δεχθή την Ομολογίαν αυτήν με το ίδιον διαλλακτικόν πνεύμα, με το οποίον είχε συνταχθή.

Ο Λούθηρος εστενοχωρήθη διά μερικάς εκ των παραχωρήσεων άλλ' έδωσεν εις το έγγραφον την απαραίτητον έγκρισίν του. Ο Ζβίγγλιος απέστειλεν εις τον αυτοκράτορα την ιδικήν του Ratio fidei, διατυπώσας απροκαλύπτως, ότι δεν επίστευσεν εις την πραγματικήν παρουσίαν. Το Στρασβούργον, το Λιντάου, η Κωνσταντία και το Μέμμιγκεν, παρουσίασαν μίαν ιδιαιτέραν ομολογίαν, την Tetrapolitana, εις την οποίαν ο Καπίτο και ο Μπούσερ ηγωνίσθησαν να γεφυρώσουν τα χάσματα μεταξύ της λουθηρανικής, της ζβιγγλιανικής και της ρωμαιοκαθολικής πίστεως.

Η μερίς των άκρων ρωμαιοκαθολικών, υπό την ηγεσίαν του Εκ, απήντησε με μίαν «Διάψευσιν» τόσον αδιάλλακτον, ώστε η συνέλευσις ηρνήθη να την υποβάλη εις τον αυτοκράτορα μέχρις ότου  εχαμήλωσε δύο φοράς τον τόνον της. Μετά την αναθεώρησιν της αυτήν επέμενεν επί της μετουσιώσεως των επτά μυστηρίων, της επικλήσεως των αγίων της αγαμίας του κλήρου, της κοινωνίας με μόνον άρτον και της τελέσεως της λειτουργίας λατινιστί. Ο Κάρολος ενέκρινεν αυτήν την «Διάψευσιν» και διεκήρυξεν, ότι οι προτεστάνται έπρεπε είτε να την αποδεχθούν είτε να αντιμετωπίσουν πόλεμον. Μια ηπιωτέρα μερίς ρωμαιοκαθολικών ήρχισε διαπραγματεύσεις με τον Μελάγχθονα και προσεφέρθη να επιτρέψη την κοινωνίαν εις άρτον και οίνον. Εις αντάλλαγμα, ο Μελάγχθων συνεφώνησεν να δεχθή την εξομολόγηση, τας νηστείας, την επισκοπικήν δικαιοδοσίαν, ακόμη και την παπικήν εξουσίαν, με μερικάς προυποθέσεις. Άλλοι όμως προτεστάνται ηρνήθησαν να προχωρήσουν τόσο πολύ. Ο Λούθηρος διεμαρτυρήθη ότι η παλινόρθωσις της επισκοπικής δικαιοδοσίας θα υπέτασσε τους νέους ιερείς υπό την ρωμαϊκήν ιεραρχίαν και συντόμως θα εξήλειφε την Μεταρρύθμισιν. Βλέποντες, ότι η συμφωνία ήτο αδύνατος, πολλοί προτεστάνται ηγέται ανεχώρησαν διά τας εστίας των.

Την 19ην Νοεμβρίου, η διασπασθείσα δίαιτα εξέδωσε το τελικό της διάταγμα. Όλαι αι φάσεις του προτεσταντισμού κατεδικάζοντο. Το διάταγμα της Βορμς έπρεπε να επιβληθή. Το αυτοκρατορικόν δικαστήριο [ Reichskammergericht ] θα ήρχιζε την λήψιν νομίμων μέτρων εναντίον εκείνων οι οποίοι ιδιοποιήθησαν εκκλησιαστικήν περιουσίαν. Οι προτεστάνται θα έπρεπε να αποδεχθούν την «Διάψευσιν» ειρηνικώς μέχρι τις 15 Απριλίου 1531. Η υπογραφή του Καρόλου έκαμε το «ψήφισμα αυτό του Άουγκσμπουργκ», αυτοκρατορικόν διάταγμα. Πρέπει να είχε φανή εις τον αυτοκράτορα, ότι ήτο το άκρον άωτον της λογικής το να παραχωρήση εις τους αντάρτας έξ μήνας  διά να προσαρμοστούν προς την θέλησιν της διαίτης. Κατά την διάρκειαν της περιόδου αυτής τους παρέσχεν ασυλίαν από το διάταγμα της Βορμς. Κατόπιν, εάν άλλα καθήκοντα θα το επέτρεπον θα ηδύνατο να υποβάλη τας αντιπάλους θεολογίας υπό το υπέρτερον δικαστήριον του πολέμου.

Καθ' ον χρόνον η δίαιτα συνεδρίαζε πολλά κράτη εσχημάτισαν μία Καθολικήν Ομοσπονδίαν διά την άμυναν και την αποκατάστασιν  της πατροπαραδότου πίστεως. Ερμηνεύοντες τούτο ως πολεμικήν χειρονομίαν, μερικοί προτεστάνται ηγεμόνες και προτεσταντικαί πόλεις, ωργάνωσαν (Μάρτιος 1531) την Σμαλκαλδικήν Ομοσπονδίαν, η οποία έλαβε το όνομά της από την γενέτειρα της θέσιν παρά την Ερφούρτην. Όταν εξέπνευσε η δοθείσα προθεσμία ο Φερδινάνδος, ' Βασιλεύς των Ρωμαίων ' τώρα, επρότεινεν εις τον Κάρολον να αρχίση πόλεμον. Αλλά ο Κάρολος δεν ήτο ακόμη έτοιμος. Ο Σουλεϊμάν εσχεδίαζεν νέαν επίθεσιν κατά της Βιέννης. Ο σύμμαχος και ομόσπονδος του Σουλειμάν Βαρβαρόσσας, ενήργει επιδρομάς εις την Μεσόγειον, λυμαινόμενος το χριστιανικόν εμπόριον. Ο σύμμαχος του Σουλειμάν Φραγκίσκος της Γαλλίας, ανέμενε να επιτεθή εναντίον του Μιλάνου την στιγμήν κατά την οποίαν ο Κάρολος θα περιεπλέκετο εις έναν γερμανικόν εμφύλιον πόλεμον. Τον Απρίλιον του 1531 αντί να επιβάλη το διάταγμα του Άουγκσμπουργκ, το ανέστειλε και εζήτησε προτεσταντικήν βοήθειαν κατά των Τούρκων. Ο Λούθηρος και οι ηγεμόνες ανταπεκρίθησαν νομιμοφρόνως. Λουθηρανοί και καθολικοί υπέγραψαν την Ειρήνην της Νυρεμβέργης (23 Ιουλίου 1532) υποσχεθέντες ηνωμένην βοήθειαν προς τον Φερδινάνδον και αμοιβαίαν θρησκευτικήν ανοχήν μέχρις ότου θα συνήρχετο μία γενική σύνοδος. Ένας τόσο πολυάριθμος στρατός από προτεστάντας και ρωμαιοκαθολικούς Γερμανούς, από Ισπανούς και Ιταλούς ρωμαιοκαθολικούς συνεκεντρώθη υπό την σημαίαν του αυτοκράτορος εις την Βιέννην, ώστε ο Σουλεϊμάν εύρε τους οιωνούς δυσμενείς και επέστρεψεν εις την Κωνσταντινούπολιν ενώ ο χριστιανικός στρατός, μεθυσμένος από την αναίμακτον νίκην του ελεηλάτει χριστιανικάς πόλεις και οικίας «σκορπίζων μεγαλυτέραν καταστροφίν», έλεγεν ο αυτόπτης Θωμάς Κράνμερ εξ Αγγλίας «από τους Τούρκους». [17]
Ο πατριωτισμός των προτεσταντών έδωσεν εις το κίνημά των νέαν αξιοπρέπειαν και ορμήν. Όταν ο Αλεάντερ, απεσταλμένος και πάλι του πάπα, προσέφερεν εις τους προτεστάντας ηγέτας ακρόασιν εις μίαν γενικήν σύνοδον εάν θα υπέσχοντο υποταγήν εις τας τελικάς αποφάσεις της συνόδου, αυτοί απέρριψαν τας προτάσεις του. Μετά έν έτος (1534) ο Φίλιππος της Έσσης μη λαβών υπ'όψιν την υπό του Λουθήρου καταδίκην πάσης επιθετικής πολιτικής, εδέχθη γαλλικήν βοήθειαν κατά την παλινόρθωσιν του προτεστάντος δουκός Ούλριχ εις την εξουσίαν εις την Βυρτεμβέργην. Η κυριαρχία του Φερδινάνδου ετελείωσεν εκεί. Αι εκκλησίαι ελεηλατήθησαν, τα μοναστήρια εκλείσθησαν και η περιουσία των κατεσχέθη υπό του κράτους. [18] Αι περιστάσεις ηυνόησαν και πάλι τους προτεστάντας – ο Φερδινάνδος ήτο απερροφημένος προς ανατολάς, ο Κάρολος προς δυσμάς. Οι Αναβαπτισταί εσταθεροποίουν προφανώς μίαν κομμουνιστικήν επανάστασιν εις το Μύνστερ. Οι ριζοσπάσται του Γυργκενβουλλενβέφερ κατέλαβον την Λυμπέκ (1535). Οι καθολικοί ηγεμόνες εχρειάσθησαν τώρα προτεσταντικήν βοήθειαν αφ'ενός μεν εναντίον εσωτερικών εξεγέρσεων αφετέρου δε εναντίον των Οθωμανών. Επιπλέον η Σκανδιναβία και η Αγγλία είχον ήδη απαρνηθή την Ρώμην και η ρωμαιοκαθολική Γαλλία επεζήτει την συμμαχίαν της λουθηρανικής Γερμανίας εναντίον του Καρόλου Ε΄.

Ενθαρρυνθείσα από την αυξανομένην αυτήν δύναμιν, η Σμαλκαλδική Ομοσπονδία εψήφισε την συγκρότησιν ενός στρατού εκ 12.000 ανδρών. Όταν ο νεός πάπας Παύλος Γ΄, ηρώτησεν υπό ποίους όρους η Ομοσπονδία θα εδέχετο μίαν γενικήν σύνοδον, απήντησεν ότι θα ανεγνώριζεν μόνον μία σύνοδον η οποία θα συνήρχετο ανεξαρτήτως από τον πάπα και θ απετελείτο από τους εκκλησιαστικούς και τους κοσμικούς ηγέτας της Γερμανίας και θα εδέχετο τους προτεστάντας όχι ως αιρετικούς αλλά ως ομοτίμους συμμετέχοντας. [19]  Απέκλεισεν το αυτοκρατορικόν δικαστήριον και εγνωστοποίησε εις τον καγκελλάριον του αυτοκράτορος ότι δεν θα παρεδέχετο το δικαίωμα των ρωμαιοκαθολικών να διατηρούν εκκλησιαστικάς περιουσίας ή να συνεχίζουν την λατρείαν των εις τα εδάφη των προτεσταντών ηγεμόνων. [20] Τα ρωμαιοκαθολικά κράτη ανεσυγκρότησαν την ομοσπονδία των και απήτησαν από τον Κάρολον πλήρη επιβολή των εξουσιών, αι οποίαι είχον παραχωρηθή εις το Reichskammergericht. Αυτός απήντησε με ευγενείς λόγους αλλά ο φόβος του Φραγκίσκου Α΄εις τα νώτα του τον εκράτησεν επιφυλακτικόν.
Η προτεσταντική πλημμύρα εξηκολούθει να ογκούται. Ένας ρωμαιοκαθολικός ιστορικός λέγει:

Την 9ην Σεπτεμβρίου 1538, ο Αλεάντερ έγραψεν εις τον πάπαν από το Λιντς, ότι η θρησκευτική κατάστασις εις την Γερμανίαν ευρίσκετο σχεδόν εις κατάρρευσιν. Η θεία λατρεία και η παροχή των μυστηρίων είχε κατά το πλείστον σταματήση. Οι κοσμικοί ηγεμόνες, εξαιρουμένου του Φερδινάνδου, ήσαν είτε εντελώς λουθηρανοί ή εμίσουν ασπόνδως τους ιερείς και επωφθαλμίων τας εκκλησιαστικάς περιουσίας. Οι ιεράρχαι εξηκολούθουν να διάγουν την ιδίαν σπάταλον ζωήν όπως και πριν... Τα θρησκευτικά τάγματα έχουν περιορισθή εις το ελάχιστον. Ο κοσμικός κλήρος δεν ήτο πολύ περισσότερος και τόσο ανήθικος και αμαθής ώστε οι ολίγοι καθολικοί τους απέφευγον. [21]

Όταν απέθανε ο καθολικός δουξ της Αλβερτίνης Σαξονίας Γεώργιος, τον διεδέχθη ο λουθηρανός αδελφός του Ερρίκος. Τούτον με τη σειράν του διεδέχθη ο Μαυρίκιος, ο οποίος επρόκειτο να είναι ο στρατιωτικός σωτήρ του προτεσταντισμού εις την Γερμανίαν. Το 1539, ο εκλέκτωρ του Βραδιμβούργου Ιωακείμ Β΄ ίδρυσεν εις την πρωτεύουσαν του, το Βερολίνον, μίαν προτεσταντικήν εκκλησίαν υπερηφάνως ανεξάρτητον και από την Ρώμην και από την Βυττενβέργην. Το 1542, το δουκάτον της Κλέβης, η επισκοπή του Ναουμβούργου, ακόμη και η έδρα του Άλμπρεχτ εις την Χάλλην, προσετέθησαν εις τον προτεσταντικόν κατάλογον με επίκαιρον ανάμειξιν πολιτικής και πολέμου. Το 1543 ο κόμης Έρμαν φον Βηντ,  αρχιεπίσκοπος – εκλέκτωρ της Κολωνίας, εσκανδάλισεν την Ρώμην, μετατραπείς εις λουθηρανόν. Οι προτεστάνται ηγέται είχον τοιαύτην  πεποίθησιν ώστε τον Ιανουάριον του 1540, ο Λούθηρος, ο Μελάγχθων και άλλοι, εξέδωσαν μίαν προκήρυξιν δηλούντες ότι ειρήνη ήτο δυνατό να υπάρξη μόνον εάν ο αυτοκράτωρ και ο καθολικός κλήρος θα απηρνούντο την «ειδωλολατρείαν και την πλάνην» των και θα απεδέχοντο το «καθαρόν δόγμα» της ομολογίας του Άουγκσμπουργκ. Και το έγγραφο εξηκολούθει περαιτέρω: « και αν ακόμη ο πάπας επρόκειτο να μας αναγνωρίση τα δόγματα και τας ιεροτελεστίας μας, ημείς θα εξακολουθήσομεν να είμεθα υποχρεωμένοι να τον μεταχειριζώμεθα ως διώκτην και απόβλητον εφ' όσον εις τα βασίλειά μας δεν θα απηρνήτο τας πλάνας του».

«Όλα ετελείωσαν με τον πάπαν», είπεν ο Λούθηρος,  «όπως έγινε και με τον θεόν του τον διάβολον» [22]

Ο Κάρολος σχεδόν συνεφώνησε, διότι τον Απρίλιον του 1540, ανέλαβεν την θρησκευτικήν πρωτοβουλίαν από τον πάπαν και προσεκάλεσεν τους καθολικούς και προτεστάντας ηγέτας της Γερμανίας να συγκεντρωθούν εις «χριστιανικήν συγκέντρωσιν» διά να επιδιώξουν και πάλιν μίαν ειρηνικήν τακτοποίησιν των διαφορών των. «Εάν ο πάπας δεν επέμβη αποφασιστικώς», έγραφεν ένας παπικός νούντσιος, « ολόκληρος η Γερμανία θα γίνη λεία του προτεσταντισμού». Εις μίαν προκαταρκτικήν σύσκεψιν εις την Βορμς, μία μακρά συζήτησις μεταξύ του Εκ και του Μελάγχθονος κατέληξεν εις την προσωρινήν παραδοχήν εκ μέρους του προηγουμένως αδιαλλάκτου καθολικού, των ηπίων προτάσεων, αι οποίαι είχον διατυπωθή εις την Ομολογίαν του Άουγκσμπουργκ. [23]

Ενθαρρυνθείς ο Κάρολος, εκάλεσε τας δύο ομάδας εις την Ρατισβόνην [ Regensburg]. Εκεί, υπό την ηγεσίαν του (5 Απριλίου – 22 Μαίου 1541) εσημείωσαν την μεγαλυτέραν των προσέγγισιν προς μίαν διευθέτησιν.

Ο Παύλος Γ΄ είχε ειρηνικάς διαθέσεις και ο κύριος αντιπρόσωπός του, καρδινάλιος Γκάσπαρο Κονταρίνι, ήτο άνθρωπος καλής θελήσεως και πολύ ηθικού χαρακτήρος. Ο αυτοκράτωρ, καταπονούμενος από τας απειλάς εκ μέρους της Γαλλίας και από τας  εκκλήσεις εκ μέρους του Φερδινάνδου διά βοήθειαν εναντίον των επανερχομένων Τούρκων, επεθύμει τόσον εναγωνίως μίαν συμφωνίαν, ώστε πολλοί καθολικοί ηγέται τον υπωπτεύοντο διά προτεσταντικάς τάσεις. Η σύσκεψις συνεφώνησε να επιτραπή ο γάμος εις τους κληρικούς και η θεία κοινωνία εις τα δύο είδη. Αλλά κανένα πνευματικόν τέχνασμα δεν κατόρθωσε να εύρη μίαν διατύπωσιν, η οποία συγχρόνως να επιβεβαιώνη και να αρνήται την θρησκευτικήν υπεροχήν των παπών και την μετουσίωσιν εις την ευχαριστίαν, ο δε Κονταρίνι δεν διασκέδασε καθόλου όταν του ετέθη μία προτεσταντική ερώτησις, εάν ένας ποντικός ο οποίος θα έτρωγε μίαν όστιαν η οποία είχε πέσει κάτω, θα έτρωγεν άρτον ή Θεόν;[24] Η συνέλευσις απέτυχε αλλά ο Κάρολος, σπεύδων προς τον πόλεμον, παρεχώρησε μίαν προσωπικήν υπόσχεσιν προς τους προτεστάντας, ότι δεν θα εδιώκοντο διά την τήρησιν των δογμάτων της Ομολογίας του Άουγκσμπουργκ ή διά την διατήρησιν των κατασχεθεισών εκκλησιαστικών περιουσιών.

Κατά την διάρκειαν των ετών αυτών της έριδος και της αναπτύξεως, η νέα πίστις είχε δημιουργήσει μίαν νέαν εκκλησίαν. Καθ' υπόδειξιν  του Λουθήρου είχεν αυτοονομασθή ευαγγελική. Είχεν αρχικώς υποστηρίξει μίαν εκκλησιαστικήν δημοκρατίαν, εις την οποίαν έκαστη ενορία θα εξέλεγε τον ιερέα της και θα καθώριζε το τυπικόν και την πίστιν της. Αλλά η αύξουσα εξάρτησίς του από τους ηγεμόνας, τον ηνάγκασε να παραχωρήση τα προνόμια αυτά εις επιτροπάς διοριζομένας από το κράτος και υπευθύνους έναντι αυτού. Το 1525, ο εκλέκτωρ Ιωάννης της Σαξονίας διέταξεν όλας τας εκκλησίας του δουκάτου του να υιοθετήσουν την ευαγγελικήν λειτουργίαν όπως την είχε διατυπώσει ο Μελάγχθων με την έγκρισιν του Λουθήρου. Ιερείς, οι οποίοι ηρνούντο να τπακούσουν, έχανον τας αποδοχάς των, οι δε ισχυρογνώμονες λαικοί, μετά μίαν περίοδον χάριτος, εξωρίζοντο. [25] Και άλλοι λουθηρανοί πρίγκηπες ηκολούθησαν παρομοίας μεθόδους. Ως δογματικόν οδηγόν διά τας νέας εκκλησίας, ο Λούθηρος συνέταξεν ένα πεντασέλιδον «Kleiner Katechismus» [1529], συνιστάμενον από τας δέκα εντολάς, το «σύμβολον» των αποστόλων και βραχείαν ερμηνείαν εκάστου άρθρου. Η κατήχησις αυτή θα εθεωρείτο πολύ ορθόδοξος κατά τους τέσσαρας πρώτους αιώνας του χριστιανισμού.

Οι νέοι ιερείς ήσαν γενικώς άνθρωποι με χρηστά ήθη, γνωρίζοντες καλώς τας Γραφάς, αδιάφοροι διά την ουμανιστικήν μάθησιν και αφοσιωμένοι εις τα καθήκοντά των. Η Κυριακή ετηρείτο ως το «Σάββατον». Εδώ ο Λούθηρος εδέχθη μάλλον την παράδοσιν παρά την Βίβλον. Η «θεία λειτουργία» διετήρησε πολλά από το καθολικόν τυπικόν...θυσιαστήριον, σταυρόν, λαμπάδας, άμφια και τμήματα της λειτουργίας εις την γερμανικήν. Εδόθη όμως μεγαλύτερος ρόλος εις το κήρυγμα και δεν υπήρχον προσευχαί προς την Παρθένον ή προς τους αγίους. Θρησκευτικαί εικόνες και αγάλματα είχον αφαιρεθή. Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική είχε τροποποιηθή εις τρόπον ώστε να φέρη τους πιστούς πλησιέστερον προς τον ιεροκήρυκα διά να τον ακούουν ευκολώτερα. Διά τον λόγον τούτον, αι στοαί έγιναν σύνηθες χαρακτηριστικόν των προτεσταντικών εκκλησιών. Η πλέον ευχάριστος καινοτομία, ήτο η ενεργός συμμετοχή του εκκλησιάσματος εις την μουσικήν της ιεροτελεστίας. Και οι άμουσοι ακόμη αρέσκονται να ψάλλουν και τώρα έκαστος ηδύνατο να ακούη με ευχαρίστησιν την φωνήν του μέσα εις την προστατευτικήν ανωνυμίαν του πλήθους. Ο Λούθηρος έγινε από της μιάς ημέρας εις την άλλην ποιητής και έγραφε διδακτικούς, πολεμικούς και εμπνευσμένους ύμνους μιάς τραχείας και ανδροπρεπούς δυνάμεως, προσαρμοζομένης προς τον χαρακτήρα του. Δεν έψαλλον μόνον εκκλησιαζόμενοι αυτούς και άλλους θρησκευτικούς ύμνους, αλλά και συνήρχοντο κατά την διάρκειαν της εβδομάδος διά να ασκούνται εις δοκιμάς. Πολλαί οικογένειαι τούς έψαλλον κατ' οίκον. Ένας Ιησουίτης, ο οποίος είχε στενοχωρηθή δι' αυτό, υπελόγιζεν, ότι «οι ύμνοι του Λουθήρου εφόνευσαν (προσηλύτισαν) περισσοτέρας ψυχάς παρά τα κηρύγματά του». [26]  Η προτεσταντική μουσική της Μεταρρυθμίσεως υψώθη διά να ανταγωνισθή την καθολικήν ζωγραφικήν της Αναγεννήσεως.

ΙΙΙ. Ο ΛΕΩΝ ΤΗΣ ΒΙΤΤΕΝΒΕΡΓΗΣ   1536 – 46
Ο Λούθηρος δεν έλαβεν απ' ευθείας μέρος εις τας ειρηνιστικάς αυτάς  συσκέψεις των τελευταίων αυτών ετών της ζωής του. Τώρα πλέον ήσαν ηγέται των προτεσταντών οι ηγεμόνες μάλλον παρά οι θεολόγοι, διότι τα ζητήματα αφεώρων πολύ περισσότερον την ιδιοκτησίαν και την εξουσίαν παρά το δόγμα και το τυπικόν. Ο Λούθηρος δεν ήτο κατάλληλος διά διαπραγματεύσεις και είχεν ήδη πολύ γηράσει ώστε να δύναται να πολεμήση με άλλα όπλα εκτός του καλάμου. Ένας παπικός απεσταλμένος τον περιέγραφε το 1535 ως εξακολουθούντα να είναι ρωμαλέος και με εγκάρδιο χιούμορ («η πρώτη ερώτησις την οποίαν μου απηύθυνεν ήτο εάν είχον ακούσει την φήμην, η οποία διεδίδετο εις την Ιταλίαν, ότι ήτο ένας Γερμανός μεθύστακας» [27]). Αλλά το εκτεινόμενον εις όγκον σώμα του εφιλοξένει πολλάς ασθενείας...κακήν χώνευσιν, αυπνίαν, ιλίγγους, κολικούς, λίθους εις τους νεφρούς, εξανθήματα εις τα αυτιά, έλκη, αρθρίτιδα, ρευματισμούς, ισχυαλγίαν και παλμούς της καρδίας. Εχρησιμοποίει αλκοολικά ποτά διά να κατευνάζη τους πόνους του και διά να του φέρουν ύπνον. Εδοκίμαζεν απλώς τα φάρμακα, τα οποία του έδιδον οι ιατροί και επεχείρησε να θεραπευθή με προσευχάς πλήρεις ανυπομονησίας. Αι ασθένειαι επροχώρουν. Το 1537, ενόμισεν, ότι θα απέθνησκεν από τον λίθον και εξέδωσεν ένα τελεσίγραφον προς τον Θεόν:

«Εάν εξακολουθήση αυτός ο πόνος, εγώ θα τρελλαθώ και δεν θα δύναμαι να αναγνωρίσω την καλωσύνην σου». [28]

Η οξυθυμία του ήτο εν μέρει μία έκφρασις των πόνων από τους οποίους υπέφερεν. Οι φίλοι του τον απέφευγον διαρκώς περισσότερον, διότι «κανείς από ημάς», έλεγε με θλίψιν ένας ιερωμένος, «δεν δύναται να αποφύγη την οργήν του και την δημοσίαν μαστίγωσιν», ο δε υπομονητικός Μελάγχθων έκυπτεν υπό τας συνεχείς ταπεινώσεις εκ μέρους του χονδροκομμένου ειδώλου του. Όσον αφορά «τον Οικολαμπάδιον, τον Καλβίνον...και τους άλλους αιρετικούς», έλεγεν ο Λούθηρος, «έχουν τον διάβολον μέσα των, ο διάβολος τους διεπέρασεν, έχουν υπερδιαβολοποιηθή, διεφθαρμέναι καρδίαι και ψευδόμενα στόματα». [29]

Κατέβαλεν έντονον προσπάθειαν να είναι λογικός εις την πραγματείαν του «Περί των συνόδων και των Εκκλησιών» [1539]. Συνέκρινε τας ποικίλας παπικάς υποσχέσεις και αναβολάς μίας γενικής συνόδου με τον ερεθισμόν ενός πεινώντος ζώου, εις το οποίον προσφέρει κανείς τροφήν και του την αρπάζει από το στόμα του. Με αξιόλογον μάθησιν, έκαμε μίαν ανασκόπησιν της ιστορίας των συνόδων και εσημείωσεν, ότι πολλαί εκκλησιαστικαί σύνοδοι συνεκλήθησαν και προηδρεύθησαν από αυτοκράτορας, ένας υπαινιγμός διά τον Κάρολον. Αμφέβαλλεν αν οιαδήποτε σύνοδος, συγκαλουμένη από έναν πάπαν, θα ανεμόρφωνε την κουρίαν. Πριν επικυρώσωμεν την προτεσταντικήν συμμετοχήν εις μίαν εκκλησιαστικήν σύνοδον, «πρέπει πρώτον να καταδικάσωμεν τον επίσκοπον Ρώμης ως τύραννον και να καύσωμεν όλας τας βουλάς και τα διατάγματά του». [30]

Αι πολιτικαί του γνώμαι κατά τα τελευταία του έτη αποδεικνύουν, ότι η σιωπή είναι τρεις φοράς χρυσός μετά το εξηκοστόν. Υπήρξε πάντοτε πολιτικώς συντηρητικός και όταν ακόμη εφαίνετο, ότι ενθάρρυνε την κοινωνικήν επανάστασιν. Η θρησκευτική του ανταρσία εστρέφετο μάλλον κατά της εφαρμογής παρά κατά της θεωρίας. Αντετίθετο προς το υψηλόν τίμημα των συγχωρήσεων και βραδύτερον προς την παπικήν κυριαρχίαν αλλά παρεδέχετο μέχρι τέλους της ζωής του τας δυσκολωτέρας θεωρίας του ορθοδόξου χριστιανισμού -την Τριάδα, την εκ Παρθένου γέννησιν, τον εξιλασμόν, την πραγματικήν παρουσίαν, την κόλασιν– και κατέστησε μερικάς εξ αυτών περισσότερον ακαταλήπτους από πριν. Εθεώρει ότι ο Herr Omnes -ο κ. πλήθος- έχει ανάγκην ισχυράς κυβερνήσεως «ίνα μη ο κόσμος εξαγριωθή, η ειρήνη εξαφανισθή και το εμπόριον...καταστραφή... Ο κόσμος δεν είναι δυνατόν να κυβερνηθή με το κομβολόγιον».[31] 

Αλλά όταν η κυβέρνησις διά των κομβολογίων χάση την δύναμιν της, πρέπει να την αντικαταστήση η κυβέρνησις διά του ξίφους. Τοιουτοτρόπως ο Λούθηρος ηναγκάσθη να διαβιβάση εις το κράτος το πλείστον της εξουσίας το οποίον διέθετεν η Εκκλησία. Διά τούτο υπερήσπιζε το θείον δικαίωμα των βασιλέων.

«Η χείρ η οποία κραδαίνει το κοσμικόν ξίφος δεν είναι ανθρώπινη χείρ αλλά η χείρ του Θεού. Είναι Θεός και όχι άνθρωπος, εκείνος ο οποίος απαγχονίζει και συντρίβει επί του τροχού και αποκεφαλίζει και μαστιγώνει. Είναι ο Θεός εκείνος ο οποίος διεξάγει τους πολέμους». [32]

Εις την έξαρσιν αυτή του κράτους ως της μόνης τώρα πηγής τάξεως, ευρίσκονται τα σπέρματα της απολυταρχικής φιλοσοφίας του Χόμπς και του Εγέλου και μία προειδοποίησις περί της αυτοκρατορικής Γερμανίας. Εις τον Λούθηρον, ο Ερρίκος Δ΄ έφερεν τον Ιλδεβράνδην εις την Κανόσσαν.

Καθ' όσον εγήρασκεν, ο Λούθηρος γινόταν συντηρητικώτερος από τους ηγεμόνας. Ενέκρινεν την επιβολήν καταναγκαστικής εργασίας και βαρέων φεουδαρχικών υποχρεώσεων εις τους χωρικούς, εάν δε κανείς βαρώνος είχε τύψεις συνειδήσεως, ο Λούθηρος τον καθησύχαζε με την δικαιολογίαν ότι εάν δεν επεβάλλοντο τοιαύτα βάρη επί των κοινών ανθρώπων, αυτοί θα κατήντων ανυπόφοροι.[33] Ανέφερεν την Παλαιάν Διαθήκην ως δικαιολογούσαν την δουλείαν.

«Πρόβατα, βόες, δούλοι και δούλαι ήσαν όλοι κτήματα προς πώλησιν εις την διάθεσιν των κυρίων των. Θα ήτο καλόν εάν εξηκολούθουν ακόμη να είναι κατ' αυτόν τον τρόπον. Διότι άλλως, κανείς δεν δύναται να εξαναγκάση ούτε να δαμάση το δουλικόν πλήθος». [34] 

Ο καθείς έπρεπε να ίσταται με υπομονήν εις την αποστολήν και εις τον δρόμον της ζωής, τον οποίον του επεδίκασεν ο Θεός·

«να υπηρετής τον Θεόν είναι να παραμένης εις την θέσιν όπου εκλήθης, έστω κι αν αυτή είναι τόσον απλή και ευτελής».

Η αντίληψις αυτή περί της κλήσεως έγινε το στήριγμα του συντηρητισμού εις τας προτεσταντικάς χώρας.
Ένας ηγεμών ο οποίος υπήρξε νομιμόφρων υποστηρικτής της προτεσταντικής υποθέσεως, εδημιούργησεν ένα δυσάρεστον πρόβλημα διά τον Λούθηρον το 1539. Ο Φίλιππος της Έσσης ήτο συγχρόνως πολεμοχαρής, ερωτόληπτος και ευσυνείδητος. Η σύζυγός του Χριστίνα της Σαβοίας, ήτο πιστή και γόνιμος αλλά έπασχεν από οφθαλμίαν. Ο Φίλιππος εδίσταζεν να διαζευχθή μίαν τόσον αξίαν σύζυγον αλλά επόθει σφοδρώς την Μαργαρίτα του Σάαλε, την οποίαν είχε συναντήσει ενώ εθεραπεύετο από σύφιλην. [35] Αφού διέπραξεν μοιχείαν δι' ένα διάστημα, εσκέφθη ότι ευρίσκετο εις κατάστασιν αμαρτίας και πρέπει να απέχη από την θείαν κοινωνίαν. Επειδή τούτο ήτο δυσχερές, συνέστησεν εις τον Λούθηρον ότι η νέα θρησκεία, η οποία τόσα ώφειλεν εις την Παλαιάν Διαθήκην, θα έπρεπε, όπως εκείνη, να επιτρέπη την διγαμίαν, διά την οποίαν, εν τούτοις, η επικρατούσα εκ του νόμου ποινή ήτο ο θάνατος. Μήπως, αυτό δεν ήτο ευπρεπέστερον από τας αλληλοδιαδόχους ερωμένας του Φραγκίσκου Α΄ και φιλανθρωπότερον από την θανατικήν εκτέλεσιν των συζύγων του Ερρίκου Η΄; Ο Φίλιππος κατείχετο υπό τοιαύτης αγωνίας διά την βιβλικήν του λύσιν, ώστε ενεπιστεύθη την παρεκτροπήν του εις το αυτοκρατορικόν, ακόμη και εις το παπικόν στρατόπεδον, εάν οι θεολόγοι της Βιττενβέργης δεν θα ηδύναντο να ίδουν το βιβλικόν φως. Ο Λούθηρος ήτο έτοιμος. Πράγματι, εις την «Βαβυλώνιον Αιχμαλωσίαν» είχε προτιμήσει την διγαμίαν από το διαζύγιον. Είχε συστήσει την διγαμίαν ως την καλυτέραν λύσιν διά τον Ερρίκον Η΄.[ 36] Επίσης πολλοί θεολόγοι του δεκάτου έκτος αιώνος είχον ευρείαν αντίληψιν επί του θέματος.[37] Ο Μελάγχθων δεν συνεφώνει. Εν τέλει συνεφώνησε με τον Λούθηρον ότι έπρεπε να δοθή η συγκατάθεσίς των, αλλ' ότι έπρεπε να τηρηθή μυστικήν από το κοινόν. Η Χριστίνα συγκατατέθη επίσης υπό τον όρον ότι ο Φίλιππος «ώφειλε να εκπληρώνη τα συζυγικά του καθήκοντα προς αυτήν περισσότερον από πριν». [38] Την 4ην Μαρτίου 1540, ενυμφεύθη την Μαργαρίταν ως πρόσθετον σύζυγον καθ' όλους μεν τους τύπους αλλά κρυφίως, επί παρουσία του Μελάγχθονος και του Μπούσερ. Ο ευγνώμων λαντγκράβος απέστειλεν εις τον Λούθηρον μίαν άμαξαν φορτωμένην με οίνον ως φιλοδώρημα. [39]  Όταν εκυκλοφόρησεν η είδησις περί του γάμου, ο Λούθηρος διέψευσεν ότι είχε δώσει την συγκατάθεσίν του. «Το κρυφίον ναι», έγραψε, «πρέπει,  χάριν της Εκκλησίας του Χριστού, να παραμείνη ένα φανερόν όχι». [ 40]   Ο Μελάγχθων ησθένησε σοβαρώς, προφανώς από τύψεις και εντροπήν και ηρνείτο να φάγη μέχρις ότου ο Λούθηρος ηπείλησεν ότι θα τον αφορίση. [41] Ο Μελάγχθων, έγραφεν ο Λούθηρος,

«ελυπήθη φοβερά δι' αυτό το σκάνδαλον αλλά εγώ είμαι τραχύς Σάξων και γέρος χωρικός και το δέρμα μου έχει χονδρύνει αρκετά ώστε να ανέχεται παρόμοια πράγματα». [42]

Εν τούτοις, οι πλείστοι των ευαγγελικών εσκανδαλίσθησαν. Οι καθολικοί διασκέδασαν και εχάρησαν, μη γνωρίζοντες ότι ο ίδιος ο πάπας Κλήμης Ζ΄είχε σκεφθή να επιτρέψη την διγαμίαν εις τον Ερρίκον Η΄. [43] Ο Φερδινάνδος της Αυστρίας εδήλωσεν ότι αν και είχε κάποιαν κλίσιν προς την νέαν θρησκείαν, τώρα την απηχθάνετο. Ο Κάρολος Ε΄, ως αντίτιμον της μη καταδιώξεώς του, απέσπασεν από τον Φίλιππον την υπόσχεσιν να τον υποστηρίξη εις όλας τας μελλοντικάς πολιτικάς διαμάχας.

Ο θυμός του Λουθήρου έγινε φλεγομένη λάβα εφ' όσον επλησίαζε προς τον τάφον. Το 1545 επετέθη κατά των ζβιγγλιανών ' μυστηριακών ' με τοιαύτην βεβαιότητα ώστε ο Μελάγχθων εθλίβη διά το διευρυνόμενον χάσμα μεταξύ των προτεσταντών του νότου και του βορρά. Όταν ο εκλέκτωρ Ιωάννης του εζήτησε να τονίση και πάλιν το ζήτημα κατά της συμμετοχής εις σύνοδον, διευθυνομένην από τον πάπαν, ο Λούθηρος εξέπεμψεν ένα λίβελλον «Εναντίον του παπισμού εις την Ρώμην ο οποίος ιδρύθη από τον διάβολον» .(1545) εις τον οποίον η εριστική του διάθεσις υπερέβη παν όριον. Όλοι οι φίλοι του εσκανδαλίσθησαν εκτός του ζωγράφου Λουκά Κράναχ, ο οποίος εικονογράφησε το βιβλίον με ξυλογραφίας ασυγκρατήτου σατίρας. Μία εικών παρίστανεν τον πάπαν εποχούμενον χοίρου και ευλογούντα ένα σωρόν κόπρου. Μία άλλη τον είχε αλυσόδετον με τρεις καρδιναλίους επί ικριωμάτων το δε εξώφυλλον παρουσίαζε τον ποντίφηκα επί του θρόνου του περιστοιχιζόμενον από διαβόλους και φέροντα αντί τιάρας, κάλαθον οδοκαθαριστού. Η λέξις «διάβολος» εκαρύκευε το κείμενον. Ο πάπας ήτο

«ο διαβολικώτερος πατήρ»,  «ο Ρωμαίος αυτός ερμαφρόδιτος» και «σοδομίτης πάπας». Οι καρδινάλιοι ήσαν «τα ανεπανορθότως αποπωλότα τέκνα του διαβόλου... αμαθείς γάιδαροι...Θα ήθελε κανείς να τους καταρασθή  ώστε κεραυνός και αστραπή να τους συντρίψουν, το πυρ της κολάσεως να τους κατακαύση, να τους προσβάλουν η πανώλης, η σύφιλις, η επιληψία, το σκορβούτον, η λέπρα, οι δοθιήνες και όλαι αι ασθένειαι». [44] 

Απέκρουσεν και πάλιν την έννοιαν ότι η αγία ρωμαική αυτοκρατορία ήτο δώρον των παπών. Αντιθέτως, εθεώρει ότι είχεν έλθει ο καιρός διά την αυτοκρατορίαν να προσαρτήση τα παπικά κράτη.

«Επιπέσατε τώρα, αυτοκράτορ, βασιλεύ, πρίγκηπες, άρχοντες και όλοι όσοι θέλουν να επιπέσουν μαζί σας. Ο Θεός δεν δίδει ευτυχίαν εις οκνηράς χείρας. Και προ παντός αποσπάσατε από τον πάπαν την Ρώμην, την Ρωμανία, το Ουρμπίνο, την Βολωνίαν και όλα οσα έχει ως πάπας, διότι τα απέκτησε με ψεύδη και με τεχνάσματα. Με βλασφημίας και με ειδωλολατρείαν αφήρεσεν και έκλεψεν αυτά επαισχύντως από την αυτοκρατορίαν, τα κατεπάτησε επί τους πόδας του και διά τούτο ωδήγησεν αναρριθμήτους ψυχάς εις την ανταμοιβήν των εις το αιώνιον πυρ της κολάσεως... Διά τούτο θα έπρεπε να συλλάβουν αυτόν τον πάπαν, τους καρδιναλίους του και όλον τον συρφετόν της ειδωλολατρικής και παπικής αγιότητος του, ως βλασφήμους να τους αποσπάσουν την γλώσσαν από το όπισθεν μέρος του λαιμού των και να τους καρφώσουν με την σειράν επί ικριωμάτων». [45]

Ίσως το πνεύμα του να είχεν αρχίσει να εξασθενή όταν έγραψεν αυτό το σάλπισμα προς βιαιότητας. Η βαθμιαία δηλητηρίασις των εσωτερικών οργάνων από τον καιρόν και το φαγητόν και το ποτόν πιθανόν να έφτασε και να προσέβαλε τον εγκέφαλον. Κατά τα τελευταία του έτη ο Λούθηρος είχε χονδρύνει υπερβολικώς, αι παρειαί του εκρέμοντο και η σιαγών του ήτο πολλαπλή. Ήτο ένα ηφαίστειο ενεργητικότητος, ένας ακαταπόνητος Λεβιάθαν, λέγων

«Rast ich, so rost ich». «Εάν αναπαυθώ θα σκουριάσω». [46] 

Αλλά τώρα εφαίνοντο επ' αυτού σημεία κοπώσεως. Περιέγραψε τον εαυτό του (17 Ιανουαρίου 1546) ως «γέροντα, καταρρέοντα, δυσκίνητον, κουρασμένον, ψυχρόν, με ένα μόνον καλόν οφθαλμόν». [47] «Εβαρύνθην τον κόσμον και αυτός εβαρύνθη εμέ» , έγραφεν, [48] όταν δε η βασιλομήτωρ εκλέκτειρα της Σαξονίας του ηυχήθη να ζήση ακόμη 40 έτη, απήντησεν, «Κυρία, προτιμώ να δώσω την πιθανότητα την οποία έχω να υπάγω εις τον παράδεισον, παρά να ζήσω ακόμη 40 έτη». [49]  «Παρακαλώ τον Κύριον να έλθη ταχέως και να με πάρη από εδώ. Ας έλθη, προ πάντων, με την τελευταίαν κρίσιν του. Θα τείνω τον λαιμόν μου, ο κεραυνός θα εκσπάση και θα ησυχάσω» .[50]

Μέχρι τέλους εξηκολούθει να έχη οπτασίας του διαβόλου και από καιρού εις καιρόν αμφιβολίας διά την αποστολήν του.

«Ο διάβολος με πειράζει αρνούμενος ότι από το στόμα μου προέκυψαν μεγάλα αδικήματα και πολλά δεινά. Και με αυτό πολλάκις με φέρει εις αμηχανίαν».[51]

Κάποτε απηλπίζετο διά το μέλλον του προτεσταντισμού: «ευλαβείς δούλοι του Υψίστου γίνονται διαρκώς σπανιώτεροι».[52] Αιρέσεις και φατρίαι αυξάνουν εις αριθμόν και εχθρότητα.

Και «μετά τον θάνατον του Μελάγχθονος θα επακολουθήση θλιβερά κατάπτωσις» εις την νέαν θρησκείαν. [53]

Αλλά κατόπιν το θάρρος του επανήρχετο.
«Έκαμα τον Χριστόν και τον πάπαν να συμπλακούν, και τοιουτοτρόπως δεν ανησυχώ πλέον. Αν και εμπλέκομαι μεταξύ της θύρας και των στροφίγγων και θα συνθλιβώ, το πράγμα δεν έχει σημασίαν. Ο Χριστός θα επικρατήση». [54]

Η διαθήκη του ήρχιζε με χαρακτηριστικάς εκφράσεις:

«Είμαι γνωστός εις τον ουρανόν, εις την γην και εις την κόλασιν».

Έλεγε πως αυτός, ένας «ανάξιος και άθλιος αμαρτωλός», έλαβεν από τον Θεόν την χάριν να διαδώση το Ευαγγέλιον του Υιού Του και πως είχεν επιτύχει να αναγνωρισθή ως «διδάκτωρ της αληθείας, προκαλέσας την απαγόρευσιν του πάπα, του αυτοκράτορος, βασιλέων, πριγκήπων και ιερέων και το μίσος όλων των δαιμόνων». Και κατέληγε:

«Διά τούτο, ως προς την διάθεσιν της πενιχράς μου περιουσίας ας αρκέση η παρούσα μαρτυρία της χειρός μου. Και ας λεχθή: ο δόκτωρ Μαρτίνος Λούθηρος, συμβολαιογράφος του Θεού και μάρτυς του Ευαγγελίου Του, έγραψε τούτο». [55] Δεν αμφέβαλλεν ότι ο Θεός ανέμενε να τον υποδεχθή.

Τον Ιανουάριον του 1546 μετέβη με ψυχρόν καιρόν και άνεμον εις το Άισλεμπεν, την γενέτειράν του, διά να διευθετήση ως διαιτητής μίαν φιλονεικίαν. Κατά την απουσίαν του έστειλε χαριτωμένας επιστολάς εις την σύζυγον του, όπως την 1ην Φεβρουαρίου:

«Σου εύχομαι ειρήνην και χάριν εν Χριστώ και σου στέλνω την πτωχήν, γηραιάν και ανάπηρον αγάπην μου. Αγαπητή Κάτη, ήμουν ασθενής καθ' οδόν προς το Άισλεμπεν, αλλά αυτό ήτο από ιδικόν μου λάθος...Τόσον ψυχρός άνεμος εφύσα εκ των όπισθεν διά μέσου του πίλου μου επί της κεφαλής μου ώστε ήτο ωσάν να επρόκειτο να παγώση ο εγκέφαλος μου. Αυτό πιθανώς να ενίσχυε τους ιλίγγους μου, αλλά τώρα, δόξα τω Θεώ, είμαι τόσον καλά ώστε αισθάνομαι ισχυρόν πειρασμόν από τας ωραίας γυναίκας και δεν λογαριάζω πόσον αντέχουν αι δυνάμεις μου... Ο Θεός να σε ευλογήση». [56]

Την 17ην φεβρουαρίου εδείπνησεν ευθύμως. Ενωρίς την επομένην πρωίαν ησθένησε με σφοδρούς πόνους εις τον στόμαχον. Εξησθένησε ταχεώς και οι φίλοι οι οποίοι συνεκεντρώθησαν περί την κλίνην του είδον σαφώς ότι ήτο ετοιμοθάνατος.
Ένας από αυτούς τον ηρώτησε,

«Σεβάσμιε πάτερ, θα μείνης σταθερός εις τον Χριστόν και εις την θρησκείαν την οποίαν εκήρυξες;» Απήντησε, «Ναι.»

Κατόπιν μία προσβολή αποπληξίας τον εστέρησε της ομιλίας και κατά την διάρκεια αυτής απέθανε (18 Φεβρουαρίου 1546). Το σώμα του μεταφέρθη εις την Βιττενβέργην και ετάφη εις την Εκκλησίαν του Πύργου, επί της θύρας της οποίας είχεν επικολλήσει τας θέσεις του προ είκοσι εννέα ετών.

Τα έτη εκείνα υπήρξαν από τα κρισιμώτερα της ιστορίας και ο Λούθηρος υπήρξεν η διαπεραστική και κυριαρχούσα φωνή των. Τα ελαττώματά του υπήρξαν πολλά. Του έλειπεν η εκτίμησις του ιστορικού ρόλου, το οποίον είχε παίξει η Εκκλησία εις τον εκπολιτισμόν της βορείου Ευρώπης, εστερείτο κατανοήσεως της δίψης της ανθρωπότητος διά συμβολικούς και παρηγόρους μύθους, του έλειπεν η φιλανθρωπία να ενεργή δικαίως με τους καθολικούς και προτεστάντας αντιπάλους του. Απηλευθέρωσε τους οπαδούς του από ένα αλάνθαστον πάπαν αλλά τους έκαμεν υποτελείς σε ένα αλάνθαστον βιβλίον. Διετήρησε τα πλέον ακατανόητα δόγματα της μεσαιωνικής θρησκείας, ενώ επέτρεψε να καταπατηθή και να σβεστή όλη η ωραιότης της, η οποία υπήρχεν εις τους θρύλους και την τέχνην της και εκληροδότησεν εις την Γερμανίαν ένα χριστιανισμόν όχι αληθέστερον από τον παλαιόν, πολύ ολιγώτερον χαρούμενον και παρήγορον, μόνον τιμιώτερον εις την διδασκαλίαν του και εις το προσωπικόν του. Έγινε σχεδόν εξ ίσου αδιάλλακτος με την Ιεράν Εξέτασιν αλλά οι λόγοι του υπήρξαν τραχύτεροι από τα έργα του. Υπήρξεν ένοχος των πλέον υβριστικών συγγραμάτων εις την ιστορίαν της φιλολογίας. Εδίδαξεν εις την Γερμανίαν το θεολογικόν μίσος, το οποίον έβαψε με αίμα το έδαφος της μέχρι και εκατόν έτη μετά τον θάνατόν του.

Και όμως τα σφάλματά του υπήρξαν η επιτυχία του. Ήτο άνθρωπος του πολέμου διότι αι περιστάσεις φαίνεται ότι απήτουν πόλεμον, διότι τα προβλήματα εναντίον των οποίων επετέθη είχον αντισταθή επί αιώνας εις όλας τας ειρηνικάς μεθόδους. Ολόκληρος η ζωή του υπήρξε μία μάχη εναντίον της εννοίας της ενοχής, εναντίον του διαβόλου, του πάπα, του αυτοκράτορος, του Ζβιγγλίου, ακόμη και εναντίον των φίλων του οι οποίοι θα ήθελον να συμβιβάσουν την ανταρσίαν του και να την κάμουν μίαν αξιοπρεπή διαμαρτυρίαν η οποία θα ηκούετο με ευγένειαν και θα ελησμονείτο επιμελώς. Τί θα ηδύνατο ένας ηπιώτερος άνθρωπος να κάμη εναντίον τόσων εμποδίων και δυνάμεων; Κανείς άνθρωπος με φιλοσοφικόν πνεύμα, καμία επιστημονική διάνοια περιορίζουσα την πίστην εις την απόδειξιν καμία γενναιόψυχος φύσις, προβαίνουσα εις γενναίας παραχωρήσεις προς τον εχθρόν, δεν θα ηδύνατο να ρίψη μίαν τοιαύτην πρόκλησιν συγκλονίσασαν τον κόσμον ή θα ηδύνατο να βαδίση τόσον αποφασιστικώς, εώς εάν εφόρει παρωπίδας, προς τον σκοπόν του. Εάν η θεολογία του προορισμού ήτο εξ ίσου αποκρουστική εις την λογικήν και εις την ανθρωπίνην καλωσύνην όπως οιοσδήποτε μύθος ή θαύμα της μεσαιωνικής πίστεως, διά του πλήρους πάθους αυτού παραλογισμού συνεκίνει τας καρδίας των ανθρώπων. Είναι η ελπίς και ο τρόμος τα οποία κάμνουν τους ανθρώπους να προσεύχωνται και όχι η απόδειξις των πραγμάτων τα οποία είδον.

Είναι αληθές ότι με τα χτυπήματα του τραχέος γρόνθου του συνέτριψεν την δύναμιν της συνηθείας, το κέλυφος της εξουσίας, τα οποία είχον σταματήσει την κίνησιν του ευρωπαικού πνεύματος. Εάν κρίνωμεν το μεγαλείον με την επιρροήν – η οποία είναι η ολιγώτερον υποκειμενική δοκιμασία την οποίαν δυνάμεθα να μεταχειρισθώμεν – δυνάμεθα να κατατάξωμεν τον Λούθηρον, μαζί με τον Κοπέρνικον, τον Βολταίρον και τον Δαρβίνον, ως τας πλέον ισχυράς προσωπικότητας του νεωτέρου κόσμου. Έχουν γραφή περισσότερα δι' αυτόν παρά δι' οιονδήποτε άλλον νεώτερον άνθρωπον εκτός του Σαίξπηρ και του Ναπολέοντος. Η επίδρασις του επί της φιλοσοφίας υπήρξεν καθυστερημένη και έμμεσος. Παρεκίνησε τον φιντεισμόν του Καντ, τον εθνικισμόν του Φίχτε, τον θεληματισμόν του Σοπενχάουερ, την εγελειανήν παράδοσιν της ψυχής εις το κράτος. Η επιρροή του επί της γερμανικής φιλολογίας και ομιλίας υπήρξεν τόσον αποτελεσματική και εισδυτική όσον η της Βίβλου του βασιλέως Ιακώβου επί της γλώσσης και των γραμμάτων εις την Αγγλίαν. Κανείς άλλος Γερμανός δεν αναφέρεται εις παραπομπάς τόσον συχνά και με τόσην αγάπην. Με τον Κάρλστατ και άλλους, επέδρασεν επί του ηθικού βίου και των θεσμών του δυτικού ανθρώπου διά της αποσπάσεως από την αγαμίαν του κλήρου και εκχύσεως εις τον κοσμικόν βίον των ενεργητικοτήτων εκείνων αι οποίαι είχον εκτραπή προς τον μοναστικόν ασκητισμόν, την μοναστικήν οκνηρίαν και ευλάβειαν. Η επιρροή του εμειούτο εφ' όσον επεξετείνετο. Υπήρξε τεραστία εις την Σκανδιναβίαν, προσωρινή εις την Γαλλίαν, εξετοπίσθη από την του Καλβίνου εις την Σκωτίαν, την Αγγλίαν και την Αμερικήν. Αλλά εις την Γερμανίαν υπήρξε κυρίαρχος. Κανείς άλλος διανοούμενος ή συγγραφεύς δεν απετύπωσε τόσον βαθέως την σφραγίδα του εις το γερμανικόν πνεύμα και τον γερμανικόν χαρακτήρα. Υπήρξεν η ισχυροτέρα μορφή εις την γερμανικήν ιστορίαν και οι συμπατριώται του τον αγαπούν περισσότερον διότι ήτο ο πλέον Γερμανός από αυτούς όλους.

(Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού Will Durant, τόμος ΣΤ΄ σελ. 395-443 & 514-527 εκδόσεις Αφοί Συρόπουλοι 1970 οι υπογραμμίσεις δικές μας)

"Αυτόν εσθίεις"
Πόσοι τώρα λέγουν - "Ήθελα να δω την μορφή Του, τα χαρακτηριστικά Του, τα ενδύματα, τα υποδήματα".
Να, Τον Βλέπεις, Τον αγγίζεις, Τον τρώς. Και σύ μην επιθυμείς να δείς ενδύματα, ενώ Αυτός σου δίνει τον Εαυτό Του, όχι μόνο να τον δεις, αλλά και να τον πιάσεις και να τον φας και να τον πάρεις μέσα σου.
Κανείς λοιπόν ας μη προσέρχεται κυριευμένος από ναυτία, κανείς διαλυμένος, όλοι θερμοί στην πίστη και ζωντανοί. Γιατί, εάν οι Ιουδαίοι έτρωγαν με βιασύνη όρθιοι, έχοντας στα χέρια τους τα υποδήματα και τις βακτηρίες (Εξ. 12,11), πόσο περισσότερο προσεκτικός πρέπει να είσαι εσύ. Γιατί εκείνοι επρόκειτο να μεταβούν στην Παλαιστίνη, γι` αυτό και είχαν εμφάνιση οδοιπόρων, εσύ όμως πρόκειται να αποδημήσεις στον ουρανό...

Πως τιμάται η θυσία
Κανείς λοιπόν Ιούδας ας μη πλησιάζει στην τράπεζα αυτή, κανείς Σίμων, γιατί και οι δύο χάθηκαν εξ αιτίας της φιλαργυρίας τους. Ας αποφύγουμε λοιπόν το βάραθρο αυτό και ας μη νομίζουμε ότι αρκεί για την σωτηρία μας, εάν απογυμνώνοντας χήρες και ορφανά προσφέρουμε στην τράπεζα χρυσό ποτήρι, στολισμένο με πολύτιμους λίθους. Εάν λοιπόν πράγματι θέλεις να τιμήσεις την θυσία του Υιού του θεού, πρόσφερε την ψυχή σου, για την οποία και θυσιάσθηκε Αυτός - αυτήν κάνε χρυσή - εάν όμως αυτή εξακολουθεί να είναι χειρότερη από το μολύβι και το όστρακο, ενώ το σκεύος είναι χρυσό, ποιο είναι το κέρδος;...
(Εις το κατά Ματθαίον, Ν`, ΕΠΕ 11,56-62.  PG 58,507-508)

Όχι με ρυπαρά ιμάτια
Ακούστε όσοι απολαύσατε τα μυστήρια και, μολονότι προσήλθατε στους γάμους, περιβάλλετε την ψυχή σας με βρώμικες πράξεις. Ακούστε από που προσκληθήκατε: Από το σταυροδρόμι. Τι ήσασταν προηγουμένως; χωλοί και ανάπηροι ως προς την ψυχή, πράγμα που είναι πολύ χειρότερο από την σωματική αναπηρία. Σεβασθείτε την φιλανθρωπία Αυτού που σας κάλεσε και κανείς ας μη συνεχίσει να μένει με ρυπαρά ενδύματα, αλλ` ο καθένας ας φροντίζει για την στολή της ψυχής του. Ακούστε, γυναίκες - ακούστε, άνδρες. Δεν χρειαζόμαστε αυτά τα χρυσούφαντα ενδύματα, που μας στολίζουν εξωτερικά, αλλ` εκείνα που μας στολίζουν εσωτερικά. Όσο θα έχουμε αυτά, είναι δύσκολο να ντυθούμε εκείνα. Δεν είναι δυνατό να καλλωπίζουμε συγχρόνως και την ψυχή και το σώμα. Δεν είναι δυνατό και στον μαμωνά να δουλεύεις και στον Χριστό να υπακούεις, όπως πρέπει....

Τον Εαυτό Του πρόσφερε θυσιασμένο
Ας ακούσουμε λοιπόν και ιερείς και όλοι οι Χριστιανοί πόσης μεγάλης δωρεάς γίναμε άξιοι, ας το ακούσουμε και ας φρίξουμε. Μας έδωσε να χορτάσουμε με τις άγιες σάρκες Του, τον ίδιο τον Εαυτό Του πρόσφερε θυσιασμένο.
Ποιά δικαιολογία θα έχουμε να παρουσιάσουμε, όταν, τρεφόμενοι με αυτή την τροφή, κάνουμε τέτοιου είδους αμαρτίες; όταν, τρώγοντας αρνί, γινόμαστε λύκοι; Όταν τρώγοντας πρόβατο, αρπάζουμε όπως τα λιοντάρια; Γιατί το μυστήριο αυτό μας προτρέπει όχι μόνο να καθαρίζουμε τους εαυτούς μας τελείως από κάθε αρπαγή, αλλά και από κάθε απλή έχθρα. Γιατί το μυστήριο αυτό της ειρήνης - δεν επιτρέπει να το ανταλλάσουμε με χρήματα. Γιατί, εάν ο Κύριος δεν λυπήθηκε για χάρη μας τον Εαυτό Του, εμείς  ποιάς τιμωρίας είμαστε άξιοι, όταν φροντίζουμε για τα χρήματα και αδιαφορούμε για την ψυχή, για την οποία ο Ιησούς δεν λυπήθηκε να θυσιάσει τον Εαυτό Του; Στους Ιουδαίους ο Θεός ώρισε ετήσιες εορτές, για να θυμούνται τις ευργεσίες του, ενώ σε σένα τις υπενθυμίζει καθημερινά, όπως θα έλεγε κανείς, με αυτά τα μυστήρια.
Μη ντρέπεσαι λοιπόν τον Σταύρο, γιατί αυτά είναι για μας τα αξία σεβασμού, αυτά είναι τα μυστήριά μας, αυτό το δώρο αποτελεί το κόσμημά μας, με αυτό ο Θεός τέντωσε τον ουρανό, άπλωσε την γη και την θάλασσα και απέστειλε τους προφήτες και τους αγγέλους, δεν θα πω τίποτε το ισάξιο με αυτό. Γιατί αυτό είναι το αποκορύφωμα όλων των αγαθών του Θεού, το ότι δηλαδή δεν λυπήθηκε να θυσιάσει τον Υιό του, για να σώσει τους δούλους του, που είχαν απομακρυνθεί από κοντά του...

Πηγή: Χρυσοστομικός Άμβων ΣΤ

Δεν πρέπει να υπάρχει μνησικακία
Εκείνον που έλαβε την εντολή να μην προσφέρει θυσία προτού να συμφιωθεί, αν δεν τον αναγκάσει η αγάπη του προς τον πλησίον του να τρέξει και να συμφιλιωθεί με εκείνον που στεναχώρησε και να σβήσει το μίσος, θα τον αναγκάσει το καθήκον του να ολοκληρώσει την θυσία. Για αυτό μίλησε με πολλή έμφαση, επειδή ήθελε να τον κάνει να αισθανθεί φόβο και να του δημήργησει κίνητρα. Αφού είπε, δηλαδή, "Άφησε το δώρο σου", δεν αρκέσθηκε σε αυτό, αλλά πρόσθεσε - " μπροστά από το θυσιαστήριο" (και του προξενεί ρίγος και με τον τόπο ακόμη) "και πήγαινε". Και δεν είπε απλώς "πήγαινε", αλλά πρόσθεσε - "πρώτα, και τότε ερχόμενος πρόσφερε το δώρο σου", για να δείξει με όλα αυτά, ότι το τραπέζι αυτό δεν δέχεται όσους μισούνται μεταξύ τους.
(Είς Ματθαίον, ΙΣΤ, ΕΠΕ 9,568. PG 57, 251)

Έχουμε μπροστά μας όλο το Σώμα Του. Τρόπος προσελεύσεως.
Ας εγγίσουμε λοιπόν και εμείς το άκρο του ενδύματος Tου. Ή καλύτερα εάν θέλουμε, μπορούμε να τον έχουμε όλον κοντά μας. Γιατί τώρα και το σώμα Του βρίσκεται μπροστά μας, όχι μόνο το ένδυμα, αλλά και το σώμα ώστε όχι μόνο να το εγγίσουμε, αλλά και να το φάμε και να το χορτάσουμε.
Ας πλησιάσουμε λοιπόν με πίστη, όποιος από εμάς υποφέρει από κάποια ασθένεια. Γιατί εάν εκείνοι, που άγγιξαν το άκρο του ενδύματος Του, έλαβαν τόσο μεγάλη δύναμη, τόσο μεγαλύτερη δύναμη θα λάβουν αυτοί, που Τον  έχουν ολόκληρο μέσα τους; Το να πλησιάζουμε όμως τον Χριστό με πίστη, δεν σημαίνει να λάβουμε μόνον την Θεία Κοινωνία, αλλά να την εγγίσουμε με καθαρή καρδιά και να είναι τέτοια η ψυχική μας διάθεσης, σαν να μεταβαίνουμε προς τον ίδιο τον Χριστό. Γιατί τη σημασία έχει αν δεν ακούς την φωνή Του; Και όμως, βλέπεις τον ίδιο να βρίσκεται μπροστά σου - μάλλον όμως ακούς και την φωνή Του, διότι σου μιλάει μέσω των ευαγγελιστών.

Και τώρα γίνεται το δείπνο εκείνο
Πιστέψετε ότι και τώρα γίνεται εκείνο το δείπνο, στο οποίο και ο ίδιος ήταν παρών. Γιατί σε τίποτε δεν διαφέρει αυτό από εκείνο. Ούτε βέβαια αυτό το παραθέτει άνθρωπος, εκείνο όμως ο Κυρίως, αλλά ο Ίδιος παραθέτει και το ένα και το άλλο. Όταν λοιπόν θα δεις τον ιερέα να σου το προσφέρει, να μη νομίσεις ότι ο ιερέας το κάνει αυτό, αλλά πίστευε, ότι το χέρι που απλώνεται είναι του Χριστού. Διότι, όπως ακριβώς, όταν σε βαπτίζει, δεν είναι ο ιερέας εκείνος που σε βαπτίζει, αλλά ο Θεός είναι εκείνος που εγγίζει την κεφάλι σου με ορατή δύναμη και δεν τομλα ούτε άγγελος, ούτε αρχάγγελος, ούτε κανείς άλλος να πλησιάσει και να σε εγγίσει - το ίδιο συμβαίνει και τώρα. Γιατί, όταν ο Θεός αναγεννά κάποιον, η δωρεά είναι αποκλειστικά και μόνο του Θεού. Δεν βλέπεις αυτούς που υιοθετούν εδώ στην γη, ότι δεν αναθέτουν όλην αυτήν την υπόθεση στους δούλους τους, αλλά οι ίδιοι μεταβαίνουν στο δικαστήριο; Έτσι και ο Θεός δε ανέθεσε την χορήγηση της δωρεάς στους αγγέλους, αλλά ο ίδιος είναι παρών συμβουλεύοντας και λέγοντας- "Μη ονομάσετε πατέρα σας επάνω στην γη" (Ματθ. 23,9). - όχι για να περιφρονήσεις τους γονείς σου, αλλά για να προτιμάς πριν από όλα εκείνον που σε δημιούργησε και σε έγραψε στον κατάλογο των παιδιών του. Διότι Αυτός έδωσε το σπουδαιότερο, δηλαδή που πρόσφερε θυσία τον Εαυτό Του, πολύ περισσότερο δεν θα απαξιώσει να σου δώσει και το σώμα Του.

Πώς πρέπει να προσερχόμαστε...
Γι'αυτό και εγώ από εδώ ήδη φωνάζω με δυνατή φωνή και διαματρύρομαι και ικετεύω και παρακαλώ, να μην προσέρχεσθε στην ιερή αυτή τράπεζα με λεκέδες, ούτε με συνείδηση πονηρή• γιατί αυτό δεν μπορεί να είναι όφελος ούτε κοινωνία και αν ακόμη χιλιάδες φορές δεχθούμε το Άγιο εκείνο Σώμα, αλλά καταδίκη και κόλασης και αύξησης της τιμωρίας. Κανένας αμαρτωλός λοιπόν ας μην προσέρχεται, ή καλύτερα, δεν λέω κανένας αμαρτωλός, γιατί πρώτα τον εαυτό μου αποκλείω από την θεία τράπεζα• αλλά κανένας να μη προσέρχεται εξακολουθώντας να παραμένει στην αμαρτία.
Γι'αυτό από τώρα ήδη το προλέγω, ώστε, όταν μας έλθουν τα βασιλικά δείπνα και φθάσει η ιερή εκείνη βραδιά, να μην μπορεί κανείς να πει, ήρθα απροετοίμαστος και έρημος και ότι αυτά έπρεπε να τα πεις πριν από καιρό. Γιατί, αν τα άκουγα από νωρίς, οπωσδήποτε θα άλλαζα, οπωσδήποτε θα προσερχόμουν, αφού πρώτα καθάριζα τον εαυτο μου. Για να μην μπορεί λοιπόν κανείς να προφασίζεται, διαμαρτύρομαι από τώρα και παρακαλώ να δείξετε πολλή μετάνοια. Γνωρίζω ότι όλοι βρισκόμαστε σε επιτίμια και ότι κανείς δεν θα καυχηθεί ότι έχει αγνή καρδιά• δεν είναι όμως αυτό το φοβερό, ότι δηλαδή δεν έχουμε αγνή καρδιά, αλλά το ότι, ενώ δεν έχουμε αγνή καρδιά, δεν πλησιάζουμε αυτόν που μπορεί να την κάνει αγνή. Γιατί μπορεί αν θέλει• ή καλύτερα και περισσότερο από μας θέλει να είμαστε καθαροί, αλλά περιμένει να πάρει μικρή έστω αφορμή από μας, για να μας στεφανώσει με παρρησία.
(Εις το << Είδον τον Κύριον καθήμερον...>>, ΣΤ´, ΕΠΕ 8Α, 434-436. PG 56,139-140)

Εκεί είναι παρών ο Βασιλιάς τον όλων...
Όταν λοιπόν πρόκειται να πλησιάσεις την ιερή τράπεζα, να πιστεύεις ότι εκεί είναι παρών και ο βασιλιάς των όλων• γιατί πραγματικά παρευρίσκεται, εξετάζοντας με προσοχή την πρόθεση του καθενός, και βλέποντας ποιός προσέρχεται με την αγιότητα που πρέπει και ποιός με πονηρή συνείδηση, με ακάθαρτους και βρωμερούς λογισμούς, με πράξεις μιάρες. Και αν βρεί κανένα τέτοιον, αμέσως τον παραδίδει στο δικαστήριο της συνειδήσεως• έπειτα, εάν τον παραλάβει η συνείδησης και τον μαστιγώσει με τους λογισμούς και τον κάνει καλύτερο, τον δέχεται πάλι• εάν όμως μείνει αδιόρθωτος, τότε πλέον πέφτει στα χέρια Του ως αχάριστος και αγνώμων. Πόσο φοβερό είναι αυτό, άκουσε τον Παύλο που λέει << Είναι φοβερό να πέσεις στα χέρια του ζωντανού Θεού>> (Εβρ. 10,31).
Γνωρίζω ότι πληγώνουν τα λόγια μου, αλλά τί να κάνω; Εάν δεν βάλω πικρά φάρμακα, τα τραύματα δεν θεραπεύονται• αν πάλι βάλω πίκρα, εσείς δεν ανέχεσθε τον πόνο. Είναι για μένα στενά από παντού πλην όμως, είναι ανάγκη να συγκρατήσω το χέρι μου• γιατί είναι αρκετά όσα είπα, για να διορθώσουν εκείνους που προσέχουν.
(Είς τό <<Είδον τον Κύριο καθήμενον...>>, ΣΤ' ΕΠΕ 8Α, 438. PG 56, 140-141)

Η εκκλησία είναι ο οίκος του πνευματικού άρτου. Πρόσεξε μόνο μη μιμηθείς τον Ηρώδη...
Άφησε λοιπόν και σύ τον Iουδαϊκό λαό, την πόλη που ταράσσεται, τον αιμοδιψή τύραννο, την πλάνη του βίου και τρέξε στην Βηθλεέμ, όπου είναι ο οίκος του άρτου του πνευματικού.Αν είσαι βοσκός και έλθεις εδώ, θα δεις το παιδί στο κατάλυμα - αν είσαι βασιλιάς και δεν έλθεις, δεν θα έχεις κανένα κέρδος από την βασιλική στολή - αν είσαι μάγος, κανένα εμπόδιο από την ιδιότητα σου, αρκεί να έλθεις για να αποδώσεις τιμή και για προσκύνηση και όχι να καταπατήσεις τον Υιό του Θεού - αν προσέλθεις με τρόμο και χαρά, διότι μπορούν να συνδυασθούν αυτά τα δύο.
Πρόσεξε μόνο μη μοιάσεις με τον Ηρώδη και πεις - "Ας έλθω και εγώ να τον προσκηνήσω" και, όταν έλθεις, θελήσεις να τον φονεύσεις.Γιατί με αυτόν μοιάζουν όσοι μετέχουν ανάξια στα μυστήρια. Γιατί για μας λέει - "Αυτός θα είναι ένοχος του σώματος και του αίματος του Κυρίου" (Α` Κορ. 11,27). Γιατί έχουν μέσα τους τον τύραννο μαμμωνά, που είναι παρανομώτερος από εκείνον τον Ηρώδη. Αυτός επιθυμεί να επικρατήσει και στέλνει τους δικούς του, για να προσκυνήσουν κατά τύπους, που φονεύουν όμως κατά την προσκύνηση.
(Είς τό κατά Ματθαίον, Ζ`, ΕΠΕ 9,244-246. ΠΓ 57, 78-79)

Θέλετε να σας αναφέρω και οδούς της μετανοίας;

Είναι πολλές και ποικίλλες και διαφορετικές μεταξύ τους, όλες όμως οδηγούν προς τον ουρανό. 

Πρώτη οδός μετανοίας είναι η καταδίκη των αμαρτιών μας "λέγει εσύ πρώτος τις αμαρτίες σου, για να δικαιωθείς" (Ησ. 43,26). Γι αυτό είπε και ο προφήτης " Είπα, θα καταδικάσω τον εαυτό μου για την ανομία μου προς τον Κύριο, και συ συγχώρεσες την ασέβεια της καρδίας μου" (ψάλμ. 31,5). Καταδίκασε λοιπόν και σύ τα αμαρτήματα σου - αυτό είναι αρκετό στον Κύριο ως απολογία - διότι αυτός που καταδίκασε τα αμαρτήματά του είναι δυσκολώτερο να πέσει πάλι στα ίδια αμαρτήματα. Κίνησε την συνείδηση που έχεις μέσα σου για κατήγορο, για να μην έχεις εκεί άλλον κατήγορο στο βήμα του Κυρίου. Αυτή είναι μία οδός άριστη μετανοίας.

Υπάρχει και άλλη που δεν είναι κατώτερη από αυτήν- το να μη μνησικακείς εναντίον των εχθρών σου, το να συγκρατείς την οργή σου, να συγχωρείς τα αμαρτήματα των συναθρώπων σου - γιατί έτσι θα συγχωρεθούν και τα δικά μας αμαρτήματα που διεπράξαμε προν τον Κύριο. Να λοιπόν και δεύτερος τρόπος καθαρισμού των αμαρτημάτων μας. Διότι λέγει, " αν συγχωρέσετε τους οφειλέτες σας, και ο ουράνιος Πατήρ σας θα σας συγχωρέσει" (Ματθ. 6,14).

Θέλεις να μάθεις και την τρίτη οδό μετανοίας; Να κάνεις προσευχή θερμή και ειλικρινή, που προέρχεται από τα βάθη της καρδιάs σου. Δεν είδες εκείνη την χείρα πως εξευμένισε τον αναίσχυντο εκείνο δικαστή (Λουκ. 18,1-8); Ενώ εσύ έχεις Kύριο ήμερο και προσιτό και φιλάνθρωπο - εκείνη ζητούσε εναντίον των εχθρών, εσύ όμως δεν ζητάς εναντίον των εχθρών, αλλά για την δική σου σωτηρία.

Αν θέλεις να μάθεις και την τετάρτη οδό μετανοίας, θα σου πω την ελεημοσύνη - γιατί αυτή έχει μεγάλη και ανέκφραστη δύναμη - γιατί και στον Nαβουχοδονόσορα, όταν έφθασε σε κάθε είδος κακίας και διέπραξε κάθε ασέβεια, ο Δανιήλ του είπε : "Βασιλιά, να ακούσεις την συμβουλή μου - λυτρώσου από τις αμαρτίες σου με τις ελεημοσύνες και από τις ανομίες σου λυτρώσου με την ευσπλαχνία σου για τους φτωχούς" (Δαν. 4,24). Ποιο πράγμα μπορεί να γίνει ίσο με αυτή την φιλανθρωπία; Ύστερα από αναρίθμητα αμαρτήματα, ύστερα από τόσες παρανομίες υπόσχεται να απαλλάξει από όλα αυτά τον δράστη, εάν φανεί φιλάνθρωπος στους συνδούλους του.

Και η μετριοφροσύνη και η ταπεινοφροσύνη εκμηδενίζουν την φύση των αμαρτημάτων όχι λιγότερο από τους άλλους τρόπους που αναφέραμε - και μάρτυς ο τελώνης, ο όποιος δεν είχε βέβαια να αναφέρει λαμπρά έργα, αλλά αντί για όλα αυτά πρόσφερε την ταπεινοφροσύνη του και απαλλάχτηκε από το βαρύ φορτίο των αμαρτημάτων.

Να λοιπόν δείξαμε πέντε οδούς μετανοίας, πρώτη την καταδίκη των αμαρτημάτων μας, δεύτερη την συγχώρεση των αμαρτιών του πλησίον, τρίτη εκείνη που προέρχεται από την προσευχή, τετάρτη εκείνη που προέρχεται από την ελεημοσύνη και πέμπτη αυτήν που προέρχεται από την ταπεινοφροσύνη. Μην καθυστερήσεις, λοιπόν, αλλά να βαδίζεις κάθε μέρα όλους τους δρόμους - διότι είναι δρόμοι εύκολοι και δεν μπορείς να προβάλεις ως πρόσχημα την πενία , αλλά και αν ακόμα ζεις πτωχότερα από όλους tous άλλους και την οργή θα μπορέσεις να αφήσεις κατά μέρος και να ταπενοφρονείς θα μπορέσεις και να προσευχηθείς δυνατά και να καταδικάσεις τα αμαρτήματα σου - και σε τίποτε δεν γίνεται η πενία εμπόδιο. Και τι λέγω εδώ, αφού ούτε για εκείνη την μέθοδο της μετανοίας, που απαιτεί την καταβολή των χρημάτων (δηλαδή η ελεημοσύνη) ούτε εκεί μας εμποδίζει η πενία. Και αυτό μας το φανέρωσε η χήρα που κατέβαλε τα δύο λεπτά.

Αφού λοιπόν διδαχθήκαμε την θεραπεία των τραυμάτων μας, ας τοποθετούμε πάνω τους τα φάρμακα αυτά, ώστε, αφού αποκτήσουμε ξανά την πραγματική υγεία, να απολαύσουμε και την ιερή τράπεζα με παρρησία και μεγάλη δόξα να συναντήσουμε τον βασιλιά της δόξης Χριστό και να επιτύχουμε τα αιώνια αγαθά με την χάρη και τους οικτιρμούς και την φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Xριστού...Αμήν. 

(Προς τους εγκαλούντας υπέρ του μήκους των ειρημένων, ΕΠΕ 31,92-96. ΠΓ 49,262-264)

Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστομου Χροσοστομοκός Άμβων ΣΤ´

Και μη μου λες παλι· έκανα πολλές αμαρτίες, πως θα μπορέσω να σωθω;
Εσύ από μόνος σου δεν μπορείς, αλλά μπορεί ο Κύριος σου και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εξαλείψει εντελώς τα αμαρτήματά σου. Πρόσεχε παρά πολύ αυτόν τον λόγο· τόσο πολύ εξαλείφει τα αμαρτήματα, ώστε να μην αφήνει ούτε ένα ίχνος τους! Στα σώματα, βέβαια, δεν μπορεί να επιτευχθεί αυτό, αλλά κι αν μύριες φορές το επιχειρήσει ο γιατρός, κι αν φάρμακα βάλει επάνω στην πληγή, αυτή μπορεί να την θεραπεύσει, αλλά ίσως τα ίχνη της να μην μπορέσει να τα εξαλείψει.  

Συνέβη πολλές φορές να χτυπήσει κάποιος στο πρόσωπο· ο γιατρός θεράπευσε το τραύμα, η πληγή όμως παρέμεινε, δείχνοντας με την ασχήμια του προσώπου το τραύμα· και κάνει αμέτρητες προσπάθειες ο γιατρός, για να εξαλείψει το σημάδι, αλλά τίποτε δεν καταφέρνει· γιατί αντιπαλεύει με την ασθένεια της ανθρώπινης φύσης και με την αδυναμία της ιατρικής επιστήμης και με την ατέλεια των φαρμάκων.

Οταν ομως εξαλείφει ο Θεός τα αμαρτήματα, ούτε ουλή αφήνει, ούτε ίχνος επιτρέπει να παραμείνει,
αλλά μαζί με την υγεία χαρίζει και την ομορφιά, μαζι με την απαλλαγή απο την τιμωρία προσφέρει και την δικαίωση·
και αυτόν που αμάρτησε τον αξιώνει μ´αυτόν που δεν αμάρτησε.
Γιατι εξασφαλίζει το αμάρτημα και το κάνει σαν να μην υπάρχει, σαν να μην έχει συμβεί ποτέ!
Έτσι εντελώς το εξαλείφει! Δεν μένει πλέον ούτε ουλή, ούτε ίχνος, ούτε αποδείξεις, ούτε σημάδι!

Και από που φαίνεται αυτό; Γιατί για όσα λέω, οφείλω να φέρνω και τις αποδείξεις, ώστε να μην τα λέω μόνον, αλλα να τα αποδεικνύω κιόλας μέσα από την Γραφή, για να είσθε βέβαιοι γι' αυτά που μαθαίνετε. Φέρνω, λοιπόν, μπροστά σας τραυματισμένους, λαό ολόκληρο, ανθρώπους γεμάτους πληγές, σαπίσματα, σκουλήκια, ανθρώπους που είναι ολόκληροι ένα τραύμα, μια πληγή, οι οποίοι παρά την κατάστασή τους μπορούν να θεραπευθούν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μη τους μείνει κανένα σημάδι, κανένα ίχνος, κανένα δείγμα· ανθρώπους που δεν έχουν μια πληγή μόνο, ούτε δύο, ούτε τρείς, ούτε τέσσερις, αλλά από τα πόδια μέχρι το κεφάλι είναι όλοι τους μιά πληγή.

Πρόσεχε πάρα πολύ τα λόγια μου αυτά, γιατί όλους μας ενδιαφέρουν και είναι σωτήρια. Φάρμακα παρασκευάζω, απ' αυτά των γιατρών καλύτερα, τέτοια που ούτε βασιλείς δεν μπορούν να φτιάξουν. Ο βασιλιάς τι μπορεί να κάνει; Μπορεί να βγάλει από την φυλακή, δεν μπορεί όμως να απαλλάξει από την αιώνια κόλαση· μπορεί να χαρίσει χρήματα, δεν μπορεί όμως να σώσει ψυχή. Εγώ όμως σας παραδίδω στα χέρια της μετάνοιας, για να μάθετε την δύναμη της, για να μάθετε την ισχύ της, για να μάθετε οτι δεν την νικά η αμαρτία και ότι δεν μπορεί να υπερισχύσει πάνω της καμιά παρανομία.

Και σας παρουσιάζω πρώτα όχι έναν, όχι δύο, όχι τρείς, αλλά πολλές χιλιάδες πληγωμένους, τραυματισμένους, γεμάτους από αμέτρητα τραύματα, που με την μετάνοια μπορούν να σωθούν και να μην έχουν κανένα ίχνος και κανένα σημάδι από τα τραύματα τους.....

Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστομου
Χροσοστομοκός Άμβων ΣΤ´

katafigioti

lifecoaching