(Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού Will Durant, τόμος ΣΤ΄ σελ. 534-569 εκδόσεις Αφοί Συρόπουλοι 1970)
Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις δικές μας.Δεν παρατίθενται οι παραπομπές
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΕΙΚΟΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟΝ: ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΛΒΙΝΟΣ 1509-1564
I. ΝΕΑΝΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
Eγεννήθη εις το Νουαγιόν της Γαλλίας την 10ην Ιουλίου 1509. 'Ητο μία εκκλησιαστική πόλις, κυριαρχούμενη από την μητρόπολιν και τον επίσκοπόν της. Εδώ, εις τα πρώτα του βήματα, είχεν ένα παράδειγμα θεοκρατίας, την κυβέρνησιν μιας κοινωνίας από κληρικούς εν ονόματι του Θεού. Ο πατήρ του Γεράρδος Σωβέν, ήτο γραμματεύς του επισκόπου, αντιπρόσωπος του εκκλησιαστικού συμβουλίου και δημοσιονομικός έφορος της χώρας. Η μήτηρ του Ιωάννου απέθανεν όταν αυτός ήτο ακόμη εις παιδικήν ηλικίαν ο ττατήρ του ενυμφεύθη εκ νέου και ίσως ο Καλβίνος να ώφειλεν εις την αυστηράν ανατροφήν της μητρυιάς του μέρος του ζοφερού του πνεύματος. Ο Γεράρδος προώριζε τρεις εκ των υιών του δια το ιερατείον, πεπεισμένος, ότι ηδύνατο να τους τοποθετήση καλώς. Εύρε προσοδοφόρους θέσεις δια τους δύο, αλλά ο ένας εξ αυτών έγινεν αιρετικός και απέθανεν αρνηθείς να λάβη την θείαν κοινωνίαν. Ο ίδιος ο Γεράρδος αφωρίσθη κατόπιν μιας φιλονεικίας με το εκκλησιαστικόν σαμβούλιον και συνήντησε κάποιαν δυσκολίαν διά να ταφή εις Ιερόν χώρον.
Ο Ιωάννης απεστάλη εις το κολλέγιον της Μαρς του Πανεπιστημίου των Παρισίων. Εγράφη ως Ιωάννης Καλβίνος και έμαθε να γράφη εξαίρετα λατινικά. Μετεγράφη βραδύτερον εις το κολλέγιον του Μονταγκιού, όπου πρέπει να ήκουσε μερικάς ιδέας του περίφημου μαθητού του κολλεγίου τούτου Έρασμου. Εκεί παρέμεινε μέχρι του 1528, όταν εισήλθεν εις αυτό ο καθολικός αντίστοιχός του, Ιγνάτιος Λοϋόλα. «Αἱ ἱστορίαι, αἱ ὁποῖαι ἐλέγοντο κάποτε διά τήν ἂτακτον νεότητα τοῦ Καλβίνου», λέγει μία καθολική αυθεντία, «δεν ἒχουν βάσιν».1 Αντιθέτως, αι υπάρχουσαι μαρτυρίαι τον παρουσιάζουν ως επιμελή σπουδαστήν, συνεσταλμένον, σιωπηλόν, ευλαβή και ήδη «αἀστηρόν τιμητήν τῆς ηθικής τῶν συναδέλφων του».2 Εν τούτοις, ηγαπάτο από τους φίλους του και τώρα και βραδύτερον, με μίαν ακλόνητον πίστιν. Εις την ένθερμον επιδίωξιν της εσωτερικής γνώσεως ή της θελκτικής θεωρίας, ανεγίγνωσκε παραμένων άγρυπνος μέχρι βαθείας νυκτός. Ακόμη και κατά τα έτη αυτά των σπουδών του, παρουσιάσθησαν μερικαί αττό τας πολλάς ασθενείας, αι οποίαι εταλαιπώρησαν την ώριμον ηλικίαν του και συνετέλεσαν εις την διαμόρφωσιν της διαθέσεώς του.
Απροσδοκήτως, περι τα τέλη του 1528, έλαβε μίαν εντολήν εκ μέρους του πατρός του, να μεταβή εις την Ορλεάνην και να σπουδάση εκεί νομικά, προφανώς, λέγει ο υιός, «ἐπειδή ἒκρινεν, ὃτι ἡ επιστήμη τῶν νόμων ἐπλούτιζε συνήθως ἐκείνους οἱ ὁποίοι την ἠκολούθουν».3 Ο Καλβίνος επεδόθη με αρκετόν ζήλον εις την νέαν σπουδήν˙ το δίκαιον και όχι η φιλοσοφία ή η φιλολογία, εφαίνετο εις αυτόν ως το υπέρτατον πνευματικόν κατόρθωμα της ανθρωπότητας, η διάπλασις των αναρχικών παρορμήσεων του ανθρώπου εις τάξιν και ειρήνην. Μετέφερεν εις την θεολογίαν και την ηθικήν την λογικήν, την ακρίβεια» και την αυστηρότητα των «Εισηγήσεων» του Ιουστινιανού και έδωσεν εις το ιδικόν του αριστούργημα ένα παρόμοιον όνομα. Έγινε προ παντός ένας νομοθέτης, ο Νουμάς και ο Λυκούργος της Γενεύης.
Αποφοιτήσας, ως διπλωματούχος της νομικής (1531), επανήλθεν εις Παρισίους και επεδόθη εις μίαν άπληστον σπουδήν της κλασσικής φιλολογίας. Αισθανόμενος την κοινήν παρόρμησιν να ίδη το όνομά του τυπωμένον, εδημοσίευσε (1532) ένα λατινικόν δοκίμιον επί του «De cle mentia» του Σενέκα. Ο αυστηρότερος των θρησκευτικών νομοθετών ήρχισε την δημοσίαν σταδιοδρομίαν του με ένα χαιρετισμόν προς το έλεος. Απέστειλεν ένα αντίγραφον εις τον Έρασμον, χαιρετίζων αυτόν ως την «δευτέραν δόξαν» (μετά τον Κικέρωνα) και την «πρώτην απόλαυσιν των γραμμάτων». Εφαίνετο προωρισμένος διά τον ουμανισμόν, όταν έφθασαν μέχρις αυτού μερικά κηρύγματα του Λουθήρου και τον συνεκλόνισαν με την τολμηρότητά των. Μερικοί ζωηροί κύκλοι εις τους Παρισίους συνεζήτουν το νέον κίνημα και πρέπει να είχε γίνει πολύς λόγος διά τον παράτολμον μοναχόν, ο οποίος είχε καύσει την βούλλαν ενός πάπα και αδιαφορήσει διά τον αποκλεισμόν ενός αυτοκράτορος˙ πράγματι, ο προτεσταντισμός είχεν ήδη μάρτυρας εις την Γαλλίαν. Μερικοί εξ εκείνων οι οποίοι παρεκίνουν διά εκκλησιαστικήν αναμόρφωσιν ήσαν μεταξύ των φίλων του Καλβίνου. Ένας εξ αυτών, ο Γεράρδος Ρουσσέλ, ήτο ευνοούμενος της αδελφής του βασιλέως, Μαργαρίτας της Ναβάρρας˙ ένας άλλος, ο Νικόλαος Κόπ, είχεν εκλεγή πρύτανις του Πανεπιστημίου και πιθανώς ο Καλβίνος να είχε βοηθήσει εις την σύνταξιν του μοιραίου εναρκτήριου λόγου του Κόπ (1η Νοεμβρίου 1533). Ήρχιζε με ένα ερασμιακόν αίτημα διά μίαν κάθαρσιν του χριστιανισμού, επροχώρει εις μίαν λουθηρανικήν θεωρίαν περί σωτηρίας διά της πίστεως και της θείας χάριτος και ετελείωνε με μίαν έκκλησιν, όπως ακούωνται με ανεκτικότητα αι νέαι θρησκευτικαί ιδέαι. Ο λόγος επροκάλεσεν αναβρασμόν˙ η Σορβόννη εξέσπασεν εις οργήν˙ το κοινοβούλιον ήρχισε την λήψιν μέτρων εναντίον του Κόπ δι’ αίρεσιν. Ο Κόπ διέφυγε˙ προσεφέρθη αμοιβή 300 κορωνών διά την σύλληψίν του ζώντος ή νεκρού, αυτός όμως κατώρθωσε να φθάση εις την Βασιλείαν, η οποία ήτο ήδη προτεσταντική.
Ο Καλβίνος ειδοποιήθη από φίλους του ότι αυτός και ο Ρουσσέλ επρόκειτο να συλληφθούν. Φαίνεται ότι η Μαργαρίτα συνηγόρησεν υπέρ αυτού. Εγκατέλειψε τους Παρισίους (Ιανουάριος 1534) και εύρε καταφύγιον εις την Αγκουλέμην και εκεί, πιθανώς εις την πλούσιαν βιβλιοθήκην του Λουδοβίκου ντε Τιγιέ, ήρχισε να γράφη τας «Εισηγήσεις» του. Τον Μάιον διεκινδύνευσε να επανέλθη εις την Νουαγιόν και παρητήθη από την θέσιν, της οποίας το εισόδημα τον συνετήρει. Εκεί συνελήφθη, αφέθη ελεύθερος, συνελήφθη εκ νέου και πάλιν ηλευθερώθη. Επέστρεψε κρυφίως εις τους Παρισίους, συνωμίλησε με προτεστάντας ηγέτας και εγνωρίσθη με τον Σερβέτον, τον οποίον επρόκειτο να καύση. Όταν μερικοί προτεστάνται των άκρων ετοποθέτησαν υβριστικάς πινακίδας εις διάφορα σημεία των Παρισίων, ο Φραγκίσκος Α' προέβη εις αντίποινα με ένα μανιώδη διωγμόν. Ο Καλβίνος μόλις επρόφθασε να φύγη (Δεκέμβριος 1534) και συνήντησε τον Κόπ εις την Βασιλείαν. Εκεί, νέος 26 ετών, ετελείωσε το ευγλωττότερον, ενθερμότερον, σαφέστερον, λογικώτερον, με την μεγαλυτέραν επιρροήν και τρομερώτερον έργον εις όλην την φιλολογίαν της θρησκευτικής επαναστάσεως.
II. Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Εδημοσίευσε το βιβλίον εις την λατινικήν (1536) ως «Christianae religionis institutio» (Αι αρχαί της χριστιανικής θρησκείας). Εντός ενός έτους, η έκδοσις επωλήθη και εζητείτο νέα. Ο Καλβίνος ανταπεκρίθη με μίαν πολύ επηυξημένην έκδοσιν (1539) επίσης εις την λατινικήν το 1541 την μετέφρασεν εις την γαλλικήν και η μορφή αυτή του έργου είναι ένα από τα επιβλητικώτερα προϊόντα εις την κλίμακα της γαλλικής πεζογραφίας. Το κοινοβούλιον των Παρισίων απηγόρευσε το βιβλίον και εις τας δύο γλώσσας και μερικά αντίτυπα τούτου εκάησαν δημοσία εις την πρωτεύουσαν. Ο Καλβίνος εξηκολούθησε καθ' όλην την διάρκειαν της ζωής του να επεκτείνη και να αναδημοσιεύη το βιβλίον του˙ εις την τελικήν του μορφήν εξετείνετο εις 1118 σελίδας.
Η πρώτη έκδοσις ήρχιζε με ένα πλήρη πάθους αλλ' αξιοπρεπή «Πρόλογον προς τόν χριστιανικώτατον βασιλέα τῆς Γαλλίας». Δύο γεγονότα έδωσαν την ευκαιρίαν δια να απευθυνθή προς τον Φραγκίσκον : το βασιλικόν διάταγμα του Ιανουαρίου 1535 εναντίον των Γάλλων προτεσταντών και η σχεδόν ταυτόχρονος πρόσκλησις εκ μέρους του Φραγκίσκου προς τον Μελάγχθονα και τον Μπούσερ να έλθουν εις την Γαλλίαν διά να διαπραγματευθούν συμμαχίαν μεταξύ του Γάλλου μονάρχου και των λουθηρανών ηγεμόνων εναντίον του Καρόλου Ε'. Ο Καλβίνος ήλπισεν ότι θα ενίσχυε την πολιτικήν δεξιότητα με θεολογικά επιχειρήματα και ότι θα συνέτεινεν εις το να διαθέση ευνοϊκώς τον βασιλέα, όπως την αδελφήν του, υπέρ της προτεσταντικής υποθέσεως. Επεθύμει να απομακρύνη αυτήν από το αναβαπτιστικόν κίνημα, το οποίον τότε έκλινε προς τον κομμουνισμόν εις το Μύνστερ. Παρέστησε τους Γάλλους μεταρρυθμιστάς ως πατριώτας αφωσιωμένους εις τον βασιλέα και αντιτιθεμένους προς πάσαν οικονομικήν ή πολιτικήν αναταραχήν. Η αρχή και το τέλος του περιφήμου αυτού προλόγου αποκαλύπτουν το μεγαλείον της σκέψεως και του ύφους του Καλβίνου :
«Ὃταν ἤρχισα αὐτό το ἒργον, μεγαλειότατε, πᾶν ἂλλο ἦτο εἰς τήν σκέψιν μου ἀπό τοῦ νά γράψω ἓνα βιβλίον τό ὁποῖον θά ττροσεφέρετο κατόπιν εἰς τήν μεγαλειότητά σου. Ἡ πρόθεσίς μου ἦτο νά διατυπώσω μερικάς στοιχειώδεις ἀρχάς, διά τῶν ὁποίων οἱ ἐρευνηταί τοῦ ζητήματος τῆς θρησκείας θά ἠδύναντο νά διδαχθοῦν περί τῆς φύσεως τῆς πραγματικῆς εὑσεβείας... Ἀλλά ὃταν ἀντελήφθην ὃτι ἡ μανία μερικῶν κακῶν ἀνθρώπων εἰς τό βασίλειόν σου εἶχε λάβει τοιαύτας διαστάσεις ὣστε νά μήν ἀφήνη τόπον εἰς τήν χώραν διά ὑγιεῖς θεωρίας, ἐθεώρησα ὃτι ἦτο δυνατόν νά χρησιμοποιηθῶ ἐπωφελῶς ἐάν εἰς τό αὐτό ἓργον... ἐξέθετον τήν ὁμολογίαν μou πρός σέ, ὥστε νά δυνηθῆς νά μάθης τήν φύσιν αὐτῆς τῆς θεωρίας, ἡ ὁποία εἶναι τό ἀντικείμενον τοιαύτης ἀχαλινώτου λύσσης εἰς τάς καρδίας αὑτῶν τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι τώρα ταράσσουν τήν χώραν μέ τό πῦρ καί μέ τό ξίφος. Διότι δέν θά διστάσω νά ἀναγνωρίσω ὃτι ἡ πραγματεία αὐτή περιλαμβάνει μίαν περίληψιν αὐτῆς τῆς θεωρίας, ἡ ὁποία, κατά τάς κραυγάς των, εἶναι ἀξία νά τιμωρηθῆ μέ φυλάκισιν, ἐξορίαν, προγραφήν καί πυράν καί νά ἐξα- Φανισθῆ ἁπό τοῦ προσώπου τῆς γῆς. Γνωρίζω καλῶς μέ ποίους ἀπαισίους ὑπαινιγμούς σοῦ ἐγέμισαν τά αὐτιά, πρός τόν σκοπόν νά καταστήσουν τήν ὑπόθεσίν μας ἀπεχθῆ εἰς τήν ἐκτίμησίν σου· ἀλλά ἡ ἐπιείκειά σου θά σέ ὁδηγήση εἰς τό νά σκεφθῆς ὃτι ἐάν ἡ κατηγορία δύναται νά λογισθῆ ὡς ἐπαρκής ἀπόδειξις ἐνοχῆς, θά τεθῆ τέρμα εἰς πᾶσαν ἀθωότητα εἰς λόγους καί εἰς ἔργα...
Σύ ὁ ἲδιος, μεγαλειότατε, δύνασαι νά μαρτυρήσης περί τῶν ψευδῶν συκοφαντιῶν μέ τάς ὁποίας ἀκούεις καθημερινῶς νά ἐρμηνεύεται ἡ ὑπόθεσίς μας : ὃτι ἡ μόνη της τἀσις εἶναι νά ἀποσπάση τά σκῆπτρα τῶν βασιλέων ἀπό τάς χεῖράς των, νά ἀνατρέψη ὃλα τά δικαστήρια... νά ὑποσκάψη πᾶσαν τάξιν καί κυβέρνησιν, νά διαταράξη τήν εἰρήνην καί τήν ήσυχίαν τοῦ λαοῦ, νά καταργήση ὃλους τοὐς νόμους, νά διασκορπίση ὃλας τάς ἰδιοκτησίας καί ὃλα τά ὑπάρχοντα καί, μέ μίαν λέξιν, νά περιβάλη τά πάντα μέ πλήρη σύγχυσιν...
Διά τοῦτο σέ ἱκετεύω, μεγαλειότατε — καί ἀσφαλῶς δεν εἶναι παράλογος αἲτησις — νά λάβης ὁ ἲδιος πλήρη γνῶσιν τῆς ὑποθέσεως αὐτῆς, ή ὁποία μέχρι τοῦδε ἔχει ἀνακινηθῆ ἀορίστως καί ἀμελῶς, χωρίς καμμίαν τάξιν τοῦ νόμου καί μέ ἀλόγιστον πάθος μᾶλλον παρά μέ λελογισμένην σοβαρότητα. Μή νομίσης ὃτι σκέπτομαι τώρα τήν ἀτομικήν μου ὑπεράσπισιν διά νά ἐπιτύχω μίαν ἀσφαλῆ ἐπάνοδον εἰς τήν πατρίδα μου· διότι παρ' ὃλον ὃτι αἰσθάνομαι τήν ἀγάπην, τήν οποίαν κάθε ἄνθρωπος πρέπει νά αἰσθάνεται διά τήν γενέτειράν του, ἐν τούτοις, ὑπό τάς ὑφισταμένας περιστάσεις, δέν λυποῦμαι διά τήν ἀπομάκρυνσίν μου ἐξ αὐτῆς. Ἀλλά ὑποστηρίζω τήν ὑπόθεσίν ὃλων τῶν εὐσεβών καί κατά συνέπειαν καί τοῦ ἰδίου τοῦ Χρίστοῶ...
Εἶναι δυνἀτόν νά σκεπτώμεθα τήν ἀνατροπήν τῶν βασιλείων, ἡμεῖς οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε ἠκούσθημεν νά προφέρωμεν οὔτε μίαν ἀνατρεπτικήν λέξιν, τῶν ὁποιων ὁ βίος εἶναι γνωστόν ὃτι εἶναι φιλειρηνικός καί ἒντιμος ὃλον τό διάστημα τό ὁποῖον ζῶμεν ὑπό τήν κυβέρνησίν σου, καί οἱ ὁποῖοι, ἀκόμη καί τώρα εἰς τήν ἐξορίαν μας, δέν παύομεν νά προσευχώμεθα διά τήν εὐημερίαν σοῦ και τοῦ βασιλείου σου ;... Οὔτε ἒχομεν, μέ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἐπωφεληθῆ τόσον ὀλίγον ἀπό τό Εὑαγγέλιον, ἀλλά ὁ βίος μας θά ἠδύνατο νά
είναι διά τούς συκοφάντας μας ὐπόδειγμα σεμνότητος, γενναιοφροσύνης, ελέους, ἐγκρατείας, ὐπομονῆς, ἁγνότητος και πάσης ἂλλης ἀρετῆς...
Ἂν και τώρα εἶσαι δυσμενής και ἀπομεμακρυσμένος ἀπό ἡμᾶς και μάλιστα ἐξωργισμένος ἐναντίον μας, δέν ἀπελπιζόμεθα ὅτι θά ἐπανακτήσωμεν τήν εὔνοιάν σου, ἐάν θά θελήσης νά ἀναγνώσης μέ ἠρεμίαν και ἡσυχίαν αὐτήν τήν ὁμολογίαν μας, τήν ὁποίαν θέτομεν ὡς ὑπεράσπισίν μας ἐνώπιον τῆς μεγαλειότητός σου. Ἀλλά, ἀντιθέτως, ἐάν τά αὐτιά σου εἶναι τόσον ἀπησχολημένα με τούς ψιθύρους τῶν κακοβούλων ὥστε νά μή παρέχουν εὐκαιρίαν εἱς τούς κατηγορουμένους νά ὀμιλήσουν διά τούς ἑαυτούς των καί ἐάν αὐταί αἱ ἀπαίσιαι μαινάδες, μέ τήν συνενοχήν σου, ἐξακολουθοῦν νά καταδιώκουν μέ φυλακίσεις, μαστιγώσεις, βασανιστήρια, δημεύσεις καί πυράς, θά ἐξαναγκασθῶμεν πράγματι, ὡς πρόβατα προωρισμένα διά τήν σφαγήν, νά φθάσωμεν εἰς τά ἒσχατα. Ἐν τούτοις θά διατηρήσωμεν μέ ὑπομονήν τάς ψυχάς μας καί θά ἀναμένωμεν τήν ἰσχυράν χεῖρα τοῦ Κυρίου... διά τήν ἀπελευθέρωσιν τῶν πτωχῶν ἀπό τά δεινά των καί διά τήν τιμωρίαν τῶν καταδυναστευόντων αὐτούς, οἱ ὁποῖοι τώρα χαίρουν εἰς πλήρη ἀσφάλειαν. Εἲθε ὁ Κύριος, ὁ βασιλεύς τῶν βασιλέων, νά στερεώση τόν θρόνον σου μέ δικαιοσύνην καί τό βασίλειόν σου μέ εὐθύτητα».4
Είναι δύσκολον δι’ ημάς, εις μίαν εποχήν όπου η θεολογία παρεχώρησε την θέσιν της εις την πολιτικήν ως το κέντρον του ανθρωπίνου ενδιαφέροντος και των ανθρωπίνων συγκρούσεων, να συλλάβωμεν την ψυχικήν κατάστασιν, εις την οποίαν ευρίσκετο ο Καλβίνος όταν συνέταξε τας «Εισηγήσεις». Αυτός, περισσότερον από τον Σπινόζα, ήτο άνθρωπος στενώς συνδεδεμένος με τον Θεόν. Είχε καταπλαγη από την έννοιαν της σμικρότητας του ανθρώπου και της απεραντωσύνης του Θεού. Πόσον παράλογον θα ήτο να υποθέση ότι η ασθενής λογική ενός τόσον απειροστού μορίου, όπως ο άνθρωπος, θα ηδύνατο να κατανοήση το Πνεύμα όπισθεν αυτών των αναριθμήτων και υπακούων αστέρων; Από έλεος προς την λογικήν του ανθρώπου ο Θεός είχεν αποκαλυφθή εις ημάς εις την Βίβλον. Το ότι το άγιον αυτό Βιβλίον είναι ο λόγος Του (λέγει ο Καλβίνος) αποδεικνύεται από την απαράμιλλον εντύπωσιν την οποίαν προκαλεί εις το ανθρώπινον πνεύμα.
«Ἀναγνώσατε τόν Δημοσθένην καί τόν Κικέρωνα, ἀναγνώσατε τόν Πλάτωνα, τον Ἀριστοτέλην ἤ οιουσδήποτε ἄλλους ἀπό αὐτήν τήν τάξιν· παραδέχομαι ὅτι θά σᾶς προσελκύσουν, θά σᾶς εὐχαριστήσουν, θά σᾶς συγκινήσουν καί θά σᾶς θέλξουν κατά τρόπον ἐκπληκτικόν· ἀλλά ἐάν ἀφοῦ τούς αναγνώσετε, στραφῆτε εἰς τήν ἀνάγνωσιν τοῦ ἱεροῦ τόμου, εἲτε θέλετε εἲτε δέν θέλετε, θά σᾶς ἐπηρεάση τόσον ἐντόνως, θά εἰσδύση τόσον βαθέως εἰς τήν καρδίαν σας καί θά ἐντυπωθῆ τόσον ἰσχυρῶς εἰς τό πνεῦμα σας ὥστε, συγκρινόμεναι μέ τήν ἐνεργόν επίδρασίν του, αἱ ὡραιότητες τῶν ρητόρων καί τῶν φιλοσόφων θά ἐξαφανισθοῦν σχεδόν ἐξ ολοκλήρου· οὓτω πως εἶναι εὔκολον νά διακρίνη κανείς κάτι τό θεἲον εἰς τάς ἱεράς Γραφάς, τό ὁποιον ὑπερβαίνει πολύ τά ὑψηλότερα ἐπιτεύγματα τῆς ἀνθρωπίνης ἱκανότητος».5
Κατά συνέπειαν ο αποκαλυφθείς αυτός Λόγος ττρέπει να είναι η τελική μας αυθεντία, όχι μόνον εις ό,τι αφορά την θρησκείαν και την ηθικήν αλλά και την ιστορίαν, την πολιτικήν, τα πάντα. Πρέπει να παραδεχθώμεν την ιστορίαν του Αδάμ και της Εύας. Διότι διά της παρακοής των προς τον Θεόν εξηγούμεν την πονηράν φύσιν του ανθρώπου και την απώλειαν της ελευθέρας του θελήσεως.
«Τό πνεῦμα του ἀνθρώπου ἒχει τόσον πλήρως ἀποξενωθῆ ἀπό τήν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ ὥστε συλλαμβάνει, ἐπιθυμεῖ καί ἐπιχειρεῖ πᾶν ὅ,τι εἶναι ἀσεβές, διεστραμμένον, χυδαῖον, ἀκάθαρτον καί ἐγκλη- ματικόν. Ἡ καρδία του ἒχει τόσον πλήρως μολυνθῆ ἀπό τό δηλη- τήριον τῆς ἁμαρτίας ὥστε δέν δύναται νά παραγάγη τίποτε, τό ὁποῖον νά μήν εἶναι διεφθαρμένον· καί ἐάν εἰς πᾶσαν ἐπαχήν οἰ ἄνθρωποι πράττουν κάτι ἐπιφανειακῶς ἀγαθόν, ἐν τούτοις τό πνεῦμα των παραμένει πάντοτε ἐμττεπλεγμένον εἰς την ὑποκρισίαν καί τήν ἀπάτην καί ἡ καρδία των ὑπόδουλος εἰς την ἐσωτερικήν της κακίαν».6
Πώς είναι δυνατόν ένα τόσον διεστραμμένον ον να είναι άξιον αιωνίας ευτυχίας εις τον παράδεισον; Κανείς από ημάς δεν θα ηδύνατο να την κερδίση ποτέ με οιονδήποτε αριθμόν καλών έργων. Τα καλά έργα είναι καλά, αλλά μόνον η θυσία και ο θάνατος του Yιoύ του Θεού θα ηδύνατο να επιτύχη την σωτηρίαν δια τους ανθρώπους. Όχι όλους τους ανθρώπους, διότι η δικαιοσύνη του Θεού απαιτεί την καταδίκην των πλείστων εκ των ανθρώπων. Αλλά το έλεός του εξέλεξε μερικούς από ημάς διά να σωθούν και εις αυτούς έδωσε μίαν σωτηρίαν πίστιν εις την λύτρωσίν των υπό του Χριστού. Διότι ο απόστολος Παύλος είπεν: «Ὁ Θεός Πατήρ... ἐξελέξατο ἡμᾶς ἐν αὐτῶ πρό καταβολῆς κόσμου, εἶναι ἡμᾶς ἁγίους καί ἀμώμους κατενώπιον αὐτοῦ, ἐν ἀγάπῃ προορίσας ἡμᾶς εἰς υἱοθεσίαν διά Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς αὐτόν, κατά την εὐδοκίαν τοῦ θελήματος αὐτοῦ».7 Ο Καλβίνος, όπως και ο Λούθηρος, ηρμήνευσε τούτο ότι ο Θεός, δι' ελευθέρας εκλογής, τελείως ανεξαρτήτου από τας αρετάς και τας κακίας μας, καθώρισε πολύ πριν της δημιουργίας, ποίοι ακριβώς πρόκειται να σωθούν και ποίοι να καταδικασθούν εις την αιωνίαν κόλασιν.8 Εις την ερώτησιν διατί ο Θεός θα εξέλεγεν ανθρώπους διά την σωτηρίαν ή την κόλασιν χωρίς να λάβη υπ' όψει του την αξίαν των, ο Καλβίνος απαντά και πάλιν με τας λέξεις του Παύλου: «Τῶ Μωυσεῖ γάρ λέγει, ἐλεήσω ὅν ἄν ἐλεῶ καί οἰκτειρήσω ὅν ἄν οἰκτείρω».9 Ο Καλβίνος καταλήγει:
«Συμφώνως λοιπόν πρός τό σαφές δόγμα τῶν Γραφῶν, ὑποστη- ρίζομεν ὅτι ὁ Θεός μέ μίαν αἰωνίαν καί ἀμετάβλητον ἀπόφασιν καθώρισεν ἅπαξ διά παντός ἐκείνους τούς ὁποίους θά δεχθῆ εἰς την σωτηρίαν καί ἐκείνους τούς ὁποίους θά καταδικάση εἰς την κατα- στροφήν. Βεβαιώνομεν ὅτι ἡ ἀπόφασις αὐτή, εἰς ὃ,τι ἀφορᾶ τούς ἐκλεκτούς, στηρίζεται εἰς τό ἐκ τῆς χάριτός του ἔλεος, τελείως ἂσχετον πρός τάς ἀρετάς τῶν ἀνθρώπων· ἀλλά εἰς εκείνους, τούς ὁποίους προορίζει διά τήν κόλασιν, ἡ πύλη τῆς ζωῆς εἶναι κλειστή ἀπό μίαν δικαίαν καί ἀνέκκλητον ἀλλά καί ἀκατάληπτον κρίσιν».10
Ακόμη και η πτώσις του Αδάμ και της Εύας, με όλας τάς συνεπείας της διά το ανθρώπινον γένος, κατά την θεωρίαν του Παύλου «εἶχε καθορισθῆ ἀπό τήν θαυμαστήν ἀπόφασιν τοῦ Θεοῦ».11
Ο Καλβίνος παραδέχεται ότι ο προορισμός είναι απεχθής εις την λογικήν, αλλ' απαντά, «εἶναι παράλογον ὁ ἄνθρωπος νά διερευνᾶ ἀτιμωρητί ἐκεῖνα τά πράγματα, τά ὁποῖα ὁ Κύριος καθώρισε νά παραμείνουν κρυπτά ἐν Ἑαυτῶ».12
Εν τούτοις ισχυρίζεται ότι αυτός γνωρίζει διατί ο Θεός καθορίζει τόσον αυθαιρέτως την αιωνίαν καταδίκην τόσων δισεκατομμυρίων ψυχών: είναι «διά νά αὐξηθῆ ὁ θαυμασμός μας διά τήν δόξαν Του», με την επίδειξιν της δυνάμεώς Του.13 Συμφωνεί ότι αυτό είναι τρομερόν θέσπισμα (decretum horrible) «ἀλλά κανείς δέν δύναται να ἀρνηθῆ ὅτι ἐγνώριζεν ἐκ τῶν προτέρων τήν μελλοντικήν τελικήν μοῖραν τοῦ ἀνθρώπου πρίν τον δημιουργήση καί τό ἐγνώριζεν ἐκ τῶν προτέρων διότι εἶχε καθορισθῆ διά τοῦ ἰδικοῦ Του θεσπίσματος».14
Πιθανόν άλλοι να υπεστήριζον, όπως ο Λούθηρος, ότι το μέλλον είναι καθωρισμένον διότι ο Θεός το προείδε και η πρόγνωσίς του δεν δύναται να τροποποιηθή· ο Καλβίνος αναστρέφει το ζήτημα και θεωρεί ότι ο Θεός προβλέπει το μέλλον διότι Αυτός το ηθέλησε και το καθώρισε. Και η απόφασις της καταδίκης είναι απόλυτος· δεν υπάρχει καθαρτήριον εις την θεολογίαν του Καλβίνου, δεν υπάρχει ενδιάμεσος οίκος όπου θα ηδύνατο κανείς, με μερικών εκατομμυρίων ετών ψήσιμον, να αποπλύνη την «αποδοκιμασίαν» του. Και κατά συνέπειαν δεν υπάρχει λόγος να γίνωνται προσευχαί διά τους νεκρούς.
Θα ηδυνάμεθα να υποθέσωμεν ότι συμφώνως με τας προϋποθέσεις του Καλβίνου δεν θα είχον έννοιαν πάσης φύσεως προσευχαί· εφ' όσον όλα έχουν κοθορισθή διά Θείας αποφάσεως, ούτε ολόκληρος ωκεανός προσευχών δεν θα ηδύνατο να μεταβάλη ένα ιώτα της αμειλίκτου μοίρας. Εν τούτοις ο Καλβίνος είναι περισσότερον ανθρώπινος από την θεολογίαν του· ας προσευχώμεθα με ταπείνωσιν και με πίστιν, μας λέγει, και αι προσευχαί μας θα εισακουσθούν· η προσευχή και το ευπρόσδεκτον αυτής έχουν επίσης καθορισθή. Ας λατρεύωμεν τον Θεόν με ταπεινόφρονας ιεροτελεστίας αλλά πρέπει να απορρίψωμεν την λειτουργίαν ως μίαν ιερόσυλον αξίωσιν των ιερέων ότι μετατρέπουν γήινα υλικά εις σώμα και αίμα του Χριστού. Ο Χριστός παρίσταται κατά την Ευχαριστίαν μόνον πνευματικώς, όχι φυσικώς και η λατρεία της καθηγιασμένης οστίας ως πραγματικού Χριστού, είναι καθαρά ειδωλολατρεία. Η χρησιμοποίησις εικόνων της θεότητος είναι σαφής παράβασις της δευτέρας εντολής και ενθαρρύνει την ειδωλολατρείαν. Όλαι αι θρησκευτικαί εικόνες και τα αγάλματα, ακόμη και ο Εσταυρωμένος, έπρεπε να αφαιρεθούν από τας εκκλησίας.
Η αληθής Εκκλησία είναι η αόρατος συνένωσις όλων των εκλεκτών, αποθανόντων, ζώντων και μελλόντων να γεννηθούν. Η ορατή Εκκλησία συνίσταται από «ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι διά μιᾶς ὁμολογίας πίστεως, μιᾶς ὑποδειγματικῆς ζωῆς καί συμμετοχῆς εἰς τά μυστήρια τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ Δείπνου τοῦ Κυρίου» (ο Καλβίνος απορρίπτει τα άλλα μυστήρια) «πιστεύουν τόν ἲδιον Θεόν καί Χριστόν μέ ἡμᾶς».15 Εκτός της Εκκλησίας αυτής δεν υπάρχει σωτηρία.16 Η Εκκλησία και το κράτος είναι και τα δύο θεία και έχουν προορισθή από τον Θεόν να ιργάζωνται με αρμονίαν ως η ψυχή και το σώμα μιάς χριστιανικής κοινωνίας : η Εκκλησία θα πρέπει να κανονίζη όλας τας λεπτομερείας της πίστεως, της λατρείας και της ηθικής· το κράτος, ως ο φυσικός βραχίων της Εκκλησίας, θα πρέπει να επιβάλλη τας διατάξεις αυτάς.17 Αι κοσμικαί εξουσίαι πρέττει επίσης να φροντίζουν όπως «ἡ εἰδωλολατρεία» (ευρέως συνώνυμος με τον ρωμαιοκαθολικισμόν εις την προτεσταντικήν γλώσσαν) και «ἄλλα σκάνδαλα εἰς βάρος τῆς θρησκείας μή προβάλλωνται δημοσία καί μή διαδίδωνται εἰς τόν λαόν» και ότι μόνον ο κα-θαρός λόγος του Θεού έπρεπε να διδάσκεται και να λαμβάνεται.18 Η ιδεώδης κυβέρνησις θα είναι μία θεοκρατία και η μεταρρυθμισθείσα Εκκλησία θα έπρεπε να αναγνωρισθή ως η φωνή του θεού. Όλαι αι διεκδικήσεις των παπών διά την υπεροχήν της Εκκλησίας επί του κράτους, ανενεώθησαν υπό του Καλβίνου υπέρ της ιδικής του εκκλησίας.
Είναι άξιον παρατηρήσεως πόσον μέγα ποσοστόν ρωμαιοκαθολικής παραδόσεως και θεωρίας επέζησεν εις την θεολογίαν του Καλβίνου. Ώφειλε μερικά πράγματα εις τον στωικισμόν και ιδιαιτέρως εις τον Σενέκαν και άλλα πάλιν εις τας νομικάς του σπουδάς. Αλλά η κυριωτέρα βάσις του ήτο ο Άγιος Αυγουστίνος, ο οποίος συνήγαγε τον προορισμόν από τον απόστολον Παύλον, ο οποίος δεν είχε γνωρίσει προσωπικώς τον Χριστόν. Ο Καλβίνος ηγνόησε παντελώς την αντίληψιν του Χριστού περί του Θεού ως αγαπώντος και οικτίρμονος πατρός και αντιπαρήλθε ψυχραίμως πλήθος βιβλικών χωρίων, τα οποία προϋποθέτουν την ελευθερίαν του ανθρώπου δια να διαμορφώση το πεπρωμένον του (Β' Πέτρου γ', 9· Α' Τιμοθ. β', 4· Α' Ιωάν. β', 2· δ', 14 κ.λ.π.). Η ιδιοφυία του Καλβίνου δεν έγκειται εις την σύλληψιν νέων ιδεών αλλά εις την ανάπτυξιν της σκέψεως των προκατόχων του εις καταστρε-πτικώς λογικά συμπεράσματα, τα οποία εξέφρασε με μίαν ευφράδειαν ανάλογον με την του Αυγουστίνου και διετύπωσε τας πρακτικάς των ιδέας εις ένα σύστημα εκκλησιαστικής νομοθεσίας. Παρέλαβεν από τον Λούθηρον το δόγμα της δικαιώσεως ή εκλογής δια της πίστεως· από τον Ζβίγγλιον την πνευματικήν ερμηνείαν της ευχαριστίας και από τον Μπούσερ τας αντιφατικάς εννοίας της θείας θελήσεως ως της αιτίας όλων των γεγονότων και της ανάγκης μιας εντέχνου πρακτικής ευλαβείας ως δοκιμασίας και μαρτυρίας της εκλογής. Αι πλείσται εκ των προτεσταντικών αυτών θεωριών είχον διατυπωθή υπό ηπιωτέραν μορφήν εις την ρωμαιοκαθολικήν παράδοσιν. Ο Καλβίνος έδωσεν εις αυτάς έντονον έμφασιν και παρημέλησε τα αντισταθμίζοντα κατευναστικά στοιχεία της μεσαιωνικής πίστεως. Ήτο περισσότερον μεσαιωνικός από οιονδήποτε άλλον στοχαστήν μεταξύ του Αυγουστίνου και του Δάντη. Απέρριψε πλήρως το ουμανιστικόν ενδιαφέρον δια την επίγειον τελειοποίησιν και έστρεψε πάλιν την σκέψιν των ανθρώπων, κατά ζοφερώτερον τρόπον, προς τον άλλον κόσμον. Εις τον καλβινισμόν, η Μεταρρύθμισις απηρνήθη την Αναγέννησιν.
Το ότι μίαν τόσον άχαρις θεολογία εκέρδισε την συγκατάθεσιν εκατομμυρίων ανθρώπων εις την Ελβετίαν, την Γαλλίαν, την Σκωτίαν, την Αγγλίαν και την Βόρειον Αμερικήν, είναι εκ πρώτης όψεως μυστήριον, έπειτα μία φώτισις. Δια ποίον λόγον επολέμησαν γενναίως προς υπεράσπισιν της ιδίας των απελπισίας οι Καλβινισταί, οι Ουγενότοι και οι Πουριτανοί; Και διατί η θεωρία αυτή της ανθρώπινης αδυναμίας συνετέλεσεν εις την δημιουργίαν μερικών εκ των ισχυροτέρων χαρακτήρων της ιστορίας; Να συμβαίνη ίσως διότι οι πιστοί αυτοί απέκτων μεγαλυτέραν δύναμιν διότι επίστευον τους εαυτούς των ως τους ολίγους εκλεκτούς από εκείνην την οποίαν έχανον παραδεχόμενοι ότι ή διαγωγή των δεν συνέβαλλε κατ' ουδέν εις την μοίραν των; Ο ίδιος ο Καλβίνος συνεσταλμένος και αποφασιστικός συγχρόνως είχε την πεποίθησιν ότι ανήκεν εις τους εκλεκτούς και τούτο τον ενίσχυσε τόσον ττολύ ώστε εύρισκε «τήν φρικτήν ἀπόφασιν» του προορισμού «παραγωγικήν τῆς πλέον ἀπολαυστικῆς ὠφελείας».19 Μήπως μερικοί από τους θεωρούντας τους εαυτούς των εκλεκτούς εύρισκον ευχαρίστησιν αναλογιζόμενοι πόσον ολίγοι επρόκειτο να σωθούν και πόσον πολλοί να κολασθούν; Η πίστις ότι είχον εκλεγή υπό του Θεού έδιδεν εις πολλάς ψυχάς το θάρρος να αντιμετωπίζουν τας αντιξοότητας και το φαινομενικώς άσκοπον της ζωής όπως μία παρομοία πίστις επέτρεψεν εις τον ιουδαϊκόν λαόν να διασωθή εν μέσω δυσχερειών, αι οποίαι άλλως θα είχον υπονομεύσει την θέλησιν προς ζωήν. Πράγματι, η καλβινιστική ιδέα περί θείας εκλογής πιθανόν να ωφείλετο εις την εβραϊκήν μορφήν της πίστεως καθόσον ο προτεσταντισμός ώφειλε γενικώς πολλά εις την Παλαιάν Διαθήκην. Η εμπιστοσύνη εις την θείαν εκλογήν πρέπει να υπήρξε πύργος θάρρους δια τους Ουγενότους όταν υπέφερον τους πολέμους και τας σφαγάς και δια τους αποδήμους οι οποίοι εξερριζώνοντο επικινδύνως δια να αναζητήσουν νέαν πατρίδα εις εχθρικάς ακτάς. Εάν ένας, μετανοήσας αμαρτωλός ηδύνατο να αποκτήση αυτήν την εμπιστοσύνην και ηδύνατο να πιστεύση ότι η μετάνοιά του είχε διαταχθή από τον Θεόν, ηδύνατο να παραμείνη ακλόνητος μέχρι τέλους. Ο Καλβίνος επέτεινε το αίσθημα αυτό της υπερηφανείας διά την εκλογήν, καταστήσας τους εκλεκτούς, πένητας ή όχι, μίαν κληρονομικήν αριστοκρατίαν. Τα τέκνα των εκλεκτών εγίνοντο αυτομάτως εκλεκτοί διά της θελήσεως του Θεού.20 Τοιουτοτρόπως διά μιας απλής πράξεως πίστεως εις τον εαυτόν του, ηδύνατο κανείς, έστω και εις την φαντασίαν του, να αποκτήση και να μεταβιβάση τον παράδεισον. Χάριν τοιούτων αθανάτων αγαθών, μία ομολογία αδυναμίας ήτο τιμή ευκαιρίας.
Οι οπαδοί του Καλβίνου εχρειάζοντο τοιαύτην παρηγορίαν, διότι τους εδίδασκε την μεσαιωνικήν άποψιν ότι ο επίγειος βίος είναι μία κοιλάς θλίψεων και δακρύων. Προθύμως παρεδέχετο
«τήν ὀρθότητα τῆς γνώμης ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐθεώρουν ὅτι τό μεγαλύτερον ἀγαθόν ἦτο νά μήν εἶχε κανείς γεννηθῆ καί τό ἀμέσως ἐπόμενον, νά ἀποθάνη ἀμέσως. Δέν ὑπῆρχε τίποτε τό παράλογον εἰς τήν συμπεριφοράν ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἐλυποῦντο καί ἔκλαιον κατά τήν γέννησιν τῶν συγγενῶν των καί ἔχαιρον ἐπισήμως κατά τήν κηδείαν των».
Απλώς ελυπείτο ότι οι σοφοί αυτοί απαισιόδοξοι, επειδή ήσαν ειδωλολάτραι αγνοούντες τον Χριστόν, ήσαν καταδικασμένοι εις την αιωνίαν κόλασιν.21 Μόνον ένα πράγμα θα ηδύνατο να κάμη την ζωήν υποφερτήν, η ελπίς της αδιακόπου ευτυχίας μετά θάνατον.
«Ἐάν ὁ οὐρανός εἶναι ἡ πατρίς μας, τί ἄλλο εἶναι ἡ γῆ παρά τόπος ἐξορίας; καί ἐάν ἡ ἀναχώρησις ἀπό τόν παρόντα κόσμον εἶναι μία εἲσοδος εἰς τήν ζωήν, τί ἄλλο εἶναι ὁ κόσμος παρά ἔνας τάφος;».22
Αντιθέτως προς τον αντίστοιχόν του ποιητήν ο Καλβίνος αφιερώνει τας πλέον ευγλώττους σελίδας του όχι εις την φαντασμαγορίαν της κολάσεως αλλά εις το κάλλος του ουρανού. Οι ευλαβείς εκλεκτοί θα υποφέρουν χωρίς γογγυσμόν όλους τούς πόνους και τας θλίψεις της ζωής.
«Διότι θά ἔχουν ὑπ' ὂψει των τήν ἡμέραν ἐκείνην κατά τήν ὁποίαν ὁ Κύριος θά ὑποδεχθῆ τούς πιστούς δούλους του εἰς τό εἰρηνικόν του βασίλειον, θά σπογγίση τά δάκρυα ἀπό τούς ὀφθαλμούς των, θά τούς ἐνδύση μέ χαρμοσύνους ἐσθῆτας, θά τούς κοσμήση μέ στεφάνους δόξης, θά τούς ττεριττοιηθῆ μέ ἀρρήτους ἀπολαύσεις και θά τους ἀνυψώση εἰς την συμμετοχήν εἰς τό μεγαλεῖον του καί τήν εὐτυχίαν του».23
Διά τους πτωχούς ή τους δυστυχείς, οι οποίοι καλύπτουν την γην, ήτο δυνατόν τα ανωτέρω να είναι απαραίτητος πίστις.
III. Η ΓΕΝΕΥΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟΝ: 1536-41
Καθ' ον χρόνον αι «Εἰσηγήσεις» ευρίσκοντο υπό εκτύπωσιν (Μάρτιος 1536), ο Καλβίνος, συμφώνως προς μίαν παράδοσιν γενικώς αλλ' όχι και ομοφώνως παραδεκτήν,24 έκαμε ένα εσπευσμένον ταξείδιον δια μέσου των Άλπεων εις την Φερράραν, πιθανόν δια να ζητήση βοήθειαν δια τους καταδιωκομένους προτεστάντας της Γαλλίας από την προτεστάντιδα δούκισσαν Ρενέ, σύζυγον του δουκός Έρκολε Β' και θυγατρός του αποθανόντος Λουδοβίκου ΙΒ'. Συγκινηθείσα από την θέρμην των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, τον έκαμε πνευματικόν της οδηγόν δια ευλαβούς αλληλογραφίας μέχρι του θανάτου του. Επανελθών εις την Βασιλείαν τον Μάιον, ο Καλβίνος διεκινδύνευσεν ένα ταξείδιον εις Νουαγιόν δια να πωλήση μέρος της περιουσίας του· κατόπιν, μαζί με ένα αδελφόν και μίαν αδελφήν του, κατηυθύνθη προς το Στρασβούργον. Επειδή ο πόλεμος έφρασσε τον δρόμον των, εσταμάτησαν δι' ένα διάστημα εις την Γενεύην (Ιούλιος 1536).
Η πρωτεύουσα της γαλλικής Ελβετίας ήτο αρχαιοτέρα από την ιστορίαν. Κατά τους προϊστορικούς χρόνους ήτο ένα μίγμα από κατοικίας επί της λίμνης, κτισμένας επί πασσάλων, μερικοί εκ των οποίων φαίνονται ακόμη. Εις την εποχήν του Καίσαρος ήτο ένα πολυσύχναστον σταυροδρόμιον εμπορικών οδών εις την γέφυραν όπου ο Ροδανός εξορμά από την λίμνην της Γενεύης δια να πλανηθή δια μέσου της Γαλλίας εις αναζήτησιν της Μεσογείου. Κατά τον Μεσαίωνα, η Γενεύη περιήλθεν υπό την κοσμικήν και πνευματικήν εξουσίαν του επισκόπου της. Κανονικώς ο επίσκοπος εξελέγετο από το συμβούλιον της μητροπόλεως, το οποίον κατ' αυτόν τον τρόπον απέκτησεν ισχύν εις την πόλιν. Αυτή ήτο ουσιαστικώς η διακυβέρνησις, την οποίαν αποκατέστησε βραδύτερον ο Καλβίνος υπό προτεσταντικήν μορφήν. Κατά τον δέκατον πέμπον αιώνα, οι δούκες της Σαβοΐας, η οποία κείται ακριβώς πέραν των Άλπεων, επέτυχον να επιβάλουν τον έλεγχόν των επί του συμβουλίου και ανεβίβαζον εις τον επισκοπικόν θρόνον ανθρώπους προσκειμένους προς την Σαβοΐαν και επιδιδομένους εις τας απολαύσεις του παρόντος κόσμου εκ φόβου μήπως δε υπήρχεν άλλος. Η άλλοτε εξαίρετος επισκοπική κυβέρνησις και τα ήθη του κλήρου υπ' αυτήν, υπέστησαν αλλοίωσιν. Ένας ιερεύς, διαταχθείς να αποπέμψη την παλλακίδα του, συνεφώνησε να το πράξη ευθύς ως οι συνάδελφοί του κληρικοί θα έπραττον το ίδιον. Ο ιπποτισμός προς την γυναίκα επεκράτησεν.25
Εντός της εκκλησιαστικό - δουκικής αυτής κυβερνήσεως αι εξέχοσαι οικογένειαι της Γενεύης ωργάνωσαν ένα συμβούλιον από εξήντα μέλη δια τας δημοτικάς διατάξεις και το συμβούλιον εξέλεγε τέσσαρας συνδίκους ως εκτελεστικούς άρχοντας. Συνήθως το συμβούλιον συνήρχετο εις τον μητροπολιτικόν ναόν του Αγίου Πέτρου η δε εκκλησιαστική και αστική δικαιοδοσία ήτο τόσον αναμεμιγμένη ώστε, ενώ ο επίσκοπος έκοπτε το νόμισμα κα ηγείτο του στρατού, το συμβούλιον εκανόνιζε την ηθικήν, εξέδιδεν αφορισμούς και έδιδεν άδειαν ασκήσεως επαγγέλματος εις πόρνας. Όπως εις την Τρίερ, την Μάιντς και την Κολωνίαν, ο επίσκοπος ήτο επίσης και πρίγκιψ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και φυσικά ήσκει καθήκοντα, από τα οποία σήμερον οι επίσκοποι είναι απηλλαγμένοι. Μερικοί πολιτικοί ηγέται, με αρχηγόν τον Φραγκίσκον ντέ Μποννιβάρ, επεζήτησαν να απαλλάξουν την πόλιν και από τας δύο εξουσίας, του επισκόπου και του δουκός. Δια να ενι- σχύσουν αυτήν την κίνησιν, οι πατριώται ούτοι επραγματοποίησαν μίαν συμμαχίαν με το καθολικόν Φριβούργον και την προτεσταντικήν Βέρνην. Οι μετέχοντες της συμμαχίας ωνομάσθησαν με το γερμανικόν όνομα των ομοσπόνδων Eidgenossen, σύντροφοι του όρκου. Οι Γάλλοι το παρέφθειραν εις Hugenots. Περί το 1520 οι ηγέται της Γενεύης ήσαν κατά το πλείστον επαγγελματίαι, διότι η Γενεύη, αντιθέτως προς την Βιττενβέργην, ήτο εμπορική πόλις, μεσολαβούσα εις το εμπόριον μεταξύ της Ελβετίας προς βορράν, της Ιταλίας προς νότον και της Γαλλίας προς δυσμάς. Οι πολίται της Γενεύης ίδρυσαν (1526) ένα μέγα συμβούλιον εκ διακοσίων και τούτο εξέλεξεν ένα μικρόν συμβούλιον εξ είκοσι πέντε, το οποίον κατέστη ο πραγματικός κυρίαρχος της κοινότητος, περιφρονών συχνάκις την εξουσίαν του επισκόπου και του δουκός. Ο επίσκοπος εκήρυξε την πόλιν εις επανάστασιν και εκάλεσε δουκικά στρατεύματα εις βοήθειάν του. Αυτά συνέλαβον τον Μποννιβάρ και τον εφυλάκισαν εις τον πύργον του Σιγγόν. Ο στρατός της Βέρνης έσπευσεν εις βοήθειαν της πολιορκημένης Γενεύης· αι δυνάμεις του δουκός ηττήθησαν και διεσκορπίσθησαν· ο επίσκοπος κατέφυγεν εις το Αννεσύ· ο ήρως του Βύρωνος απηλευθερώθη από την φυλακήν του. Το μέγα συμβούλιον, εξοργισθέν από την βοήθειαν του κλήρου προς την Σαβοΐαν, εκηρύχθη υπέρ της μεταρρυθμιστικής πίστεως και ανέλαβε την πολιτικήν και εκκλησιαστικήν εξουσίαν εις ολόκληρον την πόλιν (1536), δύο μήνας προ της αφίξεως του Καλβίνου.
Ο δογματικός ήρως της επαναστάσεως αυτής ήτο ο Γουλιέλμος Φαρέλ. Όπως ο Λούθηρος, ήτο και αυτός ευσεβής μετά πάθους κατά την νεότητά του. Εις τους Παρισίους υπέστη την επίδρασιν του Ιακώβου Λεφέβρ ντ' Ετάπλ, του οποίου η μετάφρασις και εξήγησις της Βίβλου, ανέτρεψε την ορθοδοξίαν του Φαρέλ. Διότι εις τας Γραφάς δεν ηδυνήθη να εύρη κανένα ίχνος παπών, επισκόπων, συγχωροχαρτίων, καθαρτηρίου, επτά μυστηρίων, λειτουργίας, αγαμίας του κλήρου, υπερβολικής τιμής της Θεοτόκου και των αγίων. Περιφρονών την χειροτονίαν, ήρχισε να περιέρχεται από πόλεως εις πόλιν της Γαλλίας και της Ελβετίας ως ανεξάρτητος ιεροκήρυξ. Μικρός το ανάστημα, ασθενικός κατά το σώμα, με ισχυράν φωνήν και ισχυρόν πνεύμα, με το ωχρόν του πρόσωπον φωτιζόμενον από φλογερούς οφθαλμούς και μίαν γενειάδα πυρρού χρώματος, κατήγγελλε τον πάπαν ως αντίχριστον, την λειτουργίαν ως ιεροσυλίαν, τας εικόνας των εκκλησιών ως είδωλα τα οποία πρέπει να καταστραφούν. Το 1532 ήρχισε να κηρύττη εις την Γενεύην. Συνελήφθη από τους πράκτορας του επισκόπου, οι οποίοι επρότειναν να ρίψουν «τόν λουθηρανόν σκύλον» εις τον Ροδανόν· οι σύνδικοι επενέβησαν και ο Φαρέλ διέφυγε με μερικούς μώλωπας εις την κεφαλήν του και μερικά πτύελα επί του ενδύματός του. Εκέρδισε το συμβούλιον τών είκοσι πέντε εις τας απόψεις του και, με την βοήθειαν του Πέτρου Βιρέ και του Αντωνίου Φρομάν, επέτυχε τοιαύτην λαϊκήν υποστήριξιν, ώστε όλοι σχεδόν οι καθολικοί κληρικοί ανεχώρησαν. Την 21ην Μαΐου 1536, το μικρόν συμβούλιον εθέσπισε την κατάργησιν της λειτουργίας και την αφαίρεσιν των εικόνων και των λειψάνων από τας εκκλησίας. Αι εκκλησιαστικαί περιουσίαι εχρησιμοποιούντο κατά τον προτεσταντικόν τρόπον δια σκοπούς θρησκευτικούς, εκπαιδευτικούς και φιλανθρωπικούς. Η εκπαίδευσις έγινεν ελευθέρα διδάκτρων και υποχρεωτική και η αυστηρά ηθική πειθαρχία έγινε νόμος. Οι πολίται εκλήθησαν να ορκισθούν υπακοήν εις το Ευαγγέλιον και όσοι ηρνήθησαν να παρακολουθήσουν μεταρρυθμιστικάς ιεροτελεστίας εξωρίσθησαν.26 Αυτή ήτο η Γενεύη, εις την οποίαν ήλθεν ο Καλβίνος.
Ο Φαρέλ ήτο τώρα 47 ετών και παρ' όλον ότι ήτο προωρισμένος να επιζήση του Καλβίνου κατά εν έτος, είδεν εις τον αυστηρόν και εύγλωττον νέον, κατά είκοσι έτη νεώτερόν του, τον άνθρωπον ακριβώς ο οποίος εχρειάζετο δια την εδραίωσιν και προαγωγήν της Μεταρρυθμίσεως. Ο Καλβίνος εδείκνυεν απροθυμίαν. Είχε σχεδιάσει να ζήση βίον μελέτης και συγγραφής· ησθάνετο περισσοτέραν άνεσιν με τον Θεόν παρά με τους ανθρώπους. Αλλά ο Φαρέλ, με την όψιν κάποιου κεραυνοβόλου βιβλικού προφήτου, ηπείλησε να απαγγείλη ιεράν κατάραν εναντίον του εάν θα επροτίμα τας ιδιωτικάς του μελέτας από το τραχύ και επικίνδυνον κήρυγμα του ακαταλύτου Λόγου. Ο Καλβίνος ενέδωσε· το συμβούλιον και το πρεσβυτέριον ενέκριναν και — χωρίς καμμίαν άλλην χειροτονίαν — ήρχισε τα ιερατικά του καθήκοντα (5 Σεπτεμ. 1536) εκφωνήσας εις την εκκλησίαν του Αγίου Πέτρου το πρώτον από μίαν σειράν κηρυγμάτων του επί των επιστολών του αποστόλου Παύλου. Παντού εις τον προτεσταντισμόν, εκτός των κοινωνικώς ριζοσπαστικών μερίδων, η επιρροή του Παύλου επεσκίαζε την του Πέτρου, του φερομένου ως ιδρυτού της Ρωμαϊκής Έδρας.
Τον Οκτώβριον, ο Καλβίνος συνώδευσε τον Φαρέλ και τον Βιρέ εις την Λωζάννην και έλαβε δευτερεύον μέρος εις την περίφημον συζήτησιν, η οποία εκέρδισε την πόλιν αυτήν δια το προτεσταντικόν στρατόπεδον. Επανελθόντες εις την Γενεύην, ο πρεσβύτερος και ο νεώτερος, πάστορες του αγίου Πέτρου απεφάσισαν να αφιερώσουν εκ νέου τους κατοίκους της Γενεύης εις τον Θεόν. Δεχόμενοι ειλικρινώς την Βίβλον ως τον κατά γράμμα λόγον του Θεού, ησθάνθησαν μίαν αναπόφευκτον υποχρέωσιν να επιβάλουν τον ηθικόν της κώδικα. Εσκανδαλίσθησαν ευρόντες πολλούς εκ του λαού επιδιδομένους εις τα άσματα, τους χορούς και παρομοίας εκδηλώσεις ευθυμία· επί πλέον, μερικοί εχαρτόπαιζον ή επινον μέχρι μέθης ή διέπραττον μοιχείαν. Ολόκληρος συνοικία της πόλεως κατείχετο από πόρνας υπό την διοίκησιν της ιδικής των Reine du bordel. Δια τον φλογερόν Φαρέλ και τον ευσυνείδητον Καλβίνον μια παραδοχή της καταστάσεως αυτής ήτο προδοσία έναντι του Θεού.
Δια να αποκαταστήσουν την θρησκευτικήν βάσιν μιας ουσιαστικής ηθικής, ο μεν Φαρέλ εξέδωσε μίαν «Ὁμολογίάν πίστεως καί πειθαρχίας», ο δε Καλβίνος μίαν λαϊκήν «Κατήχησιν», την οποίαν το μέγα Συμβούλιον ενέκρινε (Νοέμβριος 1536). Πολίται οι οποίοι θα παρέβαινον εις το εξής τον ηθικόν κώδικα, θα αφωρίζοντο ή θα εξωρίζοντο. Τον Ιούλιον του 1537, το συμβούλιον διέταξεν όλους τους πολίτας να μεταβούν εις την εκκλησίαν του Αγίου Πέτρου και να ορκισθούν υπακοήν εις την «Ὁμολογίαν» του Φαρέλ. Οιαδήποτε εκδήλωσις καθολικισμού — ως π.χ. το να φέρη κανείς κομβολόγιον, να φυλάττη ιερά λείψανα, ή να τηρή ως ιεράν, ημέραν εορτής αγίου τινός — υπέκειτο εις τιμωρίαν. Γυναίκες εφυλακίσθησαν διότι έφερον απρεπείς πίλους. Ο Μποννιβάρ, πολύ εύχαρις εις την ελευθερίαν του, ειδοποιήθη να παύση τους ακολάστους τρόπους του. Χαρτοπαίκται ετιμωρήθησαν με βασανιστήρια. Μοιχοί εσύρθησαν δια των οδών και απεστάλησαν εις εξορίαν.
Συνηθισμένοι εις την εκκλησιαστικήν διακυβέρνησιν αλλά εις την επιεική ηθικήν πειθαρχίαν ενός καθολικισμού, τον οποίον είχον μαλακώσει τα νότια κλίματα, οι κάτοικοι της Γενεύης, αντέστησαν εις την νέαν επιβολήν. Οι Πατριώται, οι οποίοι είχον απελευθερώσει την πόλιν από τον επίσκοπον και τον δούκα, αναδιωργανώθησαν δια να την απελευθερώσουν από τους ζηλωτάς πάστοράς της. Ένα άλλο κόμμα, απαιτούν ελευθερίαν συνειδήσεως και λατρείας και δια τον λόγον τούτον καλούμενον φιλελεύθερον (Libertins)* ηνώθη με τους Πατριώτας και τους μυστικούς καθολικούς και η συμμαχία αυτή, κατά τας εκλογάς της 3ης Φεβρουαρίου 1538, επέτυχε την πλειοψηφίαν εις το μέγα συμβούλιον. Το νέον συμβούλιον είπεν εις τους πάστορας να παραμείνουν μακράν της πολιτικής. Ο Φαρέλ και ο Καλβίνος κατήγγειλαν το συμβούλιον και ηρνήθησαν να δώσουν την θείαν κοινωνίαν μέχρις ότου η ανυπότακτος πόλις συμμορφωθή με την πειθαρχίαν, εις την οποίαν είχεν ορκισθή. Το συμβούλιον έπαυσε τους δύο ιερείς (23 Απριλίου) και τους διέταξε να εγκαταλείψουν την πόλιν εντός τριών ημερών. Ο λαός επανηγύρισε την αποπομπήν των με δημοσίας εκδηλώσεις χαράς. Ο Φαρέλ εδέχθη μίαν πρόσκλησιν δια το Neuchatel· εκεί εκήρυξε μέχρι τέλους της ζωής του (1565) και εκεί ένα δημόσιον μνημείον τιμά την μνήμην του.
Ο Καλβίνος μετέβη εις το Στρασβούργον, το οποίον ήτο τότε ελευθέρα πόλις, υποκείμενη μόνον εις τον αυτοκράτορα και έγινεν ιερεύς εις την «Ἐκκλησίαν τῶν Ξένων», μιαν ενορίαν προτεσταντών, κυρίως εκ Γαλλίας. Δια να προσθέση εις τα 52 γκίλντερ (1300 δολλάρια;) τα οποία επλήρωνεν ετησίως η εκκλησία, επώλησε την βιβλιοθήκην του και εδέχθη σπουδαστάς ως οικοτρόφους. Ευρίσκων την αγαμίαν δυσχερή εις την κατάστασιν αυτήν εζήτησεν από τον Φαρέλ και τον Μπουσέρ να του εύρουν μίαν σύζυγον και κατέγραψε τα προσόντα της:
«Δέν εἶμαι κανείς ἀπό τούς τρελλούς ἐκείνους ἐραστάς, οἱ ὁποῖοι ὂταν κτυπηθοῦν ἀπό τήν ὡραίαν μορφήν μιας γυναικός, ἐναγκαλίζονται ἐπίσης καί τά ἐλαττώματά της. Αὐτή ἡ καλλονή εἶναι ἡ μόνη ἡ ὁποία με ἐλκύει: νά εἶναι σεμνή, ὑποχρεωτική, νά μή μέ ἐνοχλῆ, νά εἶναι οἰκονόμος, ὑττομονητική καί νά προσέχη τήν ὑγείαν μου».28
Μετά δύο ανεπιτυχείς προσπαθείας ενυμφεύθη (1540) την Ιντελέτ ντε Μπούρ, μιαν πτωχήν χήραν με πολλά τέκνα. Απέκτησαν ένα τέκνον, το οποίον απέθανεν εις βρεφικήν ηλικίαν. Όταν απέθανεν (1549) έγραψε δι' αυτήν με την τρυφερότητα της ψυχής του, η οποία εκρύπτετο υπό την δημοσίαν αυστηρότητά του. Έζησεν εις οικογενειακήν μόνωσιν τα υπόλοιπα δέκα πέντε έτη της ζωής του.
Καθ' ον χρόνον εμόχθει εις το Στρασβούργον, τα γεγονότα εξελίσσοντο εις την Γενεύην. Ενθαρρυνθείς από την εξορίαν του Φαρέλ και του Καλβίνου, ο εξόριστος επίσκοπος εσχεδίασε μιαν θριαμβευτικήν επάνοδον εις την μητρόπολίν του. Ως προκαταρκτικόν βήμα, έπεισε τον Ιάκοπο Σαντολέτο να γράψη μίαν «Ἐπιστολήν πρός τούς κατοίκους τῆς Γενεύης» προτρέπων αυτούς να επανέλθουν εις την καθολικήν λατρείαν και πίστιν των (1539). Ο Σαντολέτο ήτο ένας ευπατρίδης εξαιρετικής αρετής δι' ένα καρδινάλιον και ουμανιστήν. Είχεν ήδη συμβουλεύσει τον παπισμόν να χειρισθή με ηπιότητα την προτεσταντικήν ανταρσίαν και βραδύτερον έθεσεν υπό την προστασίαν του εις Καρπαντράς αιρετικούς Βαλδίους, φεύγοντας προ των σφαγών (1545). Εις μίαν εξαίρετον λατινικήν, την οποίαν έμαθεν από τον άψογον Μπέμπο, απηύθυνε «πρός τούς λίαν ἀγαπητούς του ἀδελφούς, τούς ἄρχοντας, τήν γερουσίαν καί τούς πολίτας τῆς Γενεύης», τριάντα σελίδας διπλωματικών φιλοφρονήσεων και θεολογικών παρακινήσεων. Εσημείωσε την ταχείαν διαίρεσιν του προτεσταντισμού εις αντιμαχομένας μερίδας, διευθυνομένας κατά την γνώμην του, από ισχυρούς ανθρώπους, απλήστους δι' εξουσίαν συνέκρινε τούτο με την επί ολοκλήρους αιώνας ενότητα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας και διηρωτάτο εάν ήτο πιθανώτερον να ευρίσκεται η αλήθεια μεταξύ των αντιτιθεμένων αυτών μερίδων ή εις το καθολικόν δόγμα το οποίον είχε διαμορφωθή από την πείραν αιώνων και την συγκεντρωμένην σοφίαν των εκκλησιαστικών συνόδων. Κατέληγε με την προσφοράν εις την Γενεύην οιασδήποτε υπηρεσίας την οποίαν θα ήτο εις θέσιν να της παράσχη.
Το συμβούλιον τον ηυχαρίστησε δια τας φιλοφρονήσεις του και του υπεσχέθη να του απαντήση βραδύτερον. Αλλά δεν θα ευρίσκετο κανείς εις την Γενεύην ο οποίος θα ηδύνατο να διασταυρώση το ξίφος και τα λατινικά με τον εξελιγμένον ουμανιστήν. Εν τω μεταξύ, μερικοί πολίται εζήτησαν νά απαλλαγούν από τον όρκον των να υποστηρίζουν την «Ὁμολογίαν τῆς πίστεως καί τῆς πειθαρχίας» και επί ένα διάστημα, εφαίνετο ότι η πόλις θα επανήρχετο εις τον καθολικισμόν. Ο Καλβίνος έμαθε την κατάστασιν και εις μίαν απάντησιν προς τον καρδινάλιον, ηγέρθη με όλην την δύναμίν του πνεύματος και του καλάμου του δια να υπερασπίση την Μεταρρύθμισιν. Απήντησεν εις την ευγένειαν με ευγένειαν, εις την ευγλωττίαν με ευγλωττίαν αλλά δεν ηδύνατο να υποχωρήση ούτε κατά χιλιοστόν εις την θεολογίαν του. Διεμαρτυρήθη εναντίον της μομφής ότι είχεν επαναστατήσει δια λόγους προσωπικής φιλοδοξίας· θα ηδύνατο να ανέλθη εις πολύ ανωτέραν θέσιν εάν θα είχε παραμείνει ρωμαιοκαθολικός. Παρεδέχθη την θείαν ίδρυσιν της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αλλά κατηγορεί ότι αι κακίαι των παπών της Αναγεννήσεως απέδειξαν την κατάκτησιν του παπισμού από τον αντίχριστον. Εις την σοφίαν των εκκλησιαστικών συνόδων αντέταξε την σοφίαν της Βίβλου, την οποίαν ο Σαντολέτο είχε σχεδόν αγνοήσει. Ελυπείτο διότι η διαφθορά της Εκκλησίας κατέστησε αναγκαίαν την διαίρεσιν και τον χωρισμόν, αλλά μόνον κατ' αυτόν τον τρόπον ηδύναντο να θεραπευθούν τα δεινά. Εάν καθολικοί και προτεστάνται συνειργάζοντο τώρα δια να αποκαθάρουν τα δόγματα, το τυπικόν και το προσωπικόν όλων των χριστιανικών εκκλησιών, θα αντημείβοντο με μίαν τελικήν ενότητα εις τους ουρανούς με τον Χριστόν. Ήτο μία σημαντική επιστολή, παραβλέπουσα ίσως τας παρεμπίπτουσας αρετάς των παπών της Αναγεννήσεως αλλά κατά τα άλλα διατυπωμένη με μίαν ευπρέπειαν και αξιοπρέπειαν, σπανίαν εις τας έριδας της εποχής.
Ο Λούθηρος αναγνώσας αυτήν εις την Βιττενβέργην, την εχαιρέτησεν ως εκμηδενίσασαν τον καρδινάλιον «Χαίρω», ανέκραξε, «διότι ὁ Θεός ὑψώνει ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι θἀ... τελειώσουν τόν πόλεμον, τόν ὁποῖον ἐγώ ἤρχισα κατά τοῦ ἀντιχρίστου».29 Το συμβούλιον της Γενεύης κατεπλάγη τόσον πολύ ώστε διέταξε να τυπωθούν αι δύο επιστολαί με έξοδα της πόλεως (1540). Ήρχισε να διερωτάται μήπως, με την εξορίαν του Καλβίνου, είχε χάσει τον ικανώτερον άνδρα της ελβετικής Μεταρρυθμίσεως.
Και άλλοι παράγοντες ενίσχυον την αμφιβολίαν. Οι πάστορες, οι οποίοι είχον αντικαταστήσει τον Φαρέλ και τον Καλβίνον, απεδείχθησαν ανίκανοι και εις το κήρυγμα και εις την πειθαρχίαν. Το κοινόν έχασε τον σεβασμόν προς αυτούς και επανήλθεν εις την εύκολον ηθικήν των προμεταρρυθμιστικών ημερών. Η χαρτοπαιξία, η μέθη, αι αταξίαι και αι συμπλοκαί εις τους δρόμους, η μοιχεία, ήνθουν. Άσεμνα άσματα εψάλλοντο δημοσία, διάφορα πρόσωπα περιήρχοντο γυμνά εις τας οδούς.30 Εκ των τεσσάρων συνδίκων, οι οποίοι ηγήθησαν του κινήματος δια την έξωσιν του Φαρέλ και του Καλβίνου, ο ένας κατεδικάσθη εις θάνατον δια φόνον, ένας άλλος κατεδικάσθη δια πλαστογραφίαν, ο τρίτος δια προδοσίαν, ο τέταρτος απέθανεν ενώ επεχείρει να διαφύγη την σύλληψιν. Οι επιχειρηματίαι, οι οποίοι ήλεγχον το συμβούλιον, πρέπει να έβλεπον δυσμενώς την αταξίαν αυτήν ως παραβλάπτουσαν το εμπόριον. Το ίδιον το συμβούλιον δεν είχε καμμίαν διάθεσιν να αντικατασταθή και ίσως να αφορισθή από ένα επανερχόμενον εις την εξουσίαν επίσκοπον. Βαθμηδόν, η πλειοψηφία των μελών κατέληξεν εις την ιδέαν να ανακαλέσουν τον Καλβίνον. Την 1ην Μαΐου 1541, το συμβούλιον ηκύρωσε την καταδίκην εις εξορίαν και εκήρυξε τον Φαρέλ και τον Καλβίνον έντιμους ανθρώπους. Η μία αντιπροσωπία μετά την άλλην μετέβαινεν εις το Στρασβούργον δια να πείση τον Καλβίνον να αναλάβη εκ νέου την θέσιν του ως πάστορος εις την Γενεύην. Ο Φαρέλ εσυγχώρησε την πόλιν διότι δεν του έστειλε παρομοίαν πρόσκλησιν και με ευγενή καλωσύνην ήνωσε τας προσπαθείας του με τας των αντιπροσωπιών, παρακινών τον Καλβίνον να επανέλθη. Αλλά ο Καλβίνος είχεν αποκτήσει πολλούς φίλους εις το Στρασβούργον, ησθάνετο ότι είχεν υποχρεώσεις εκεί και δεν έβλεπε να τον εναμένουν εις την Γενεύην παρά μόνον έριδες και αγώνες· «δέν ὑπάρχει μέρος εἰς τόν κόσμον, τὁ ὁποῖον νά φοβοῦμαι περισσότερον». Συνεφώνησε μόνον να επισκεφθή την πόλιν. Όταν έφθασεν εκεί (13 Σεπτεμβίου 1541), έγινε δεκτός με τόσας τιμάς, με τόσας αιτήσεις συγγνώμης και τόσας υποσχέσεις δια συνεργασίαν προς αποκατάστασιν της τάξεως και του Ευαγγελίου, ώστε του ήτο δύσκολον να αρνηθή. Την 16ην Σεπτεμβρίου, έγραψεν εις τον Φαρέλ:
«Ἡ ἐπιθυμία σου ἰκανοποιεῖται. Κρατοῦμαι στερεῶς ἐδῶ. Εἴθε ὁ Θεός νά δώση τήν εὐλογίαν του».31
IV. Η ΠΟΛΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ο Καλβίνος συμπεριεφέρθη κατά τα πρώτα έτη της ανακλήσεώς του με μίαν μετριοπάθειαν και μετριοφροσύνην, αι οποίαι εκέρδισαν όλους σχεδόν, πλην μιας μικράς μειοψηφίας, υπέρ αυτού. Διωρίσθησαν οκτώ βοηθοί πάστορες, υπ' αυτόν, δια να εξυπηρετήσουν την εκκλησίαν του Αγίου Πέτρου και τας άλλας εκκλησίας της πόλεως. Ειργάζετο από 12 έως 18 ώρας καθ' εκάστην ως ιεροκήρυξ, διευθυντής, καθηγητής της θεολογίας, επιθεωρητής των εκκλησιών και των σχολείων, σύμβουλος των κοινοτικών συμβουλίων και ρυθμιστής της δημοσίας ηθικής και της εκκλησιαστικής λειτουργικής. Εν τω μεταξύ εξηκολούθει να επεκτείνη τας «Εἰσηγήσεις»· έγραφε σχόλια εις την Βίβλον και διετήρει μίαν αλληλογραφίαν, ερχομένην εις έκτασιν αμέσως μετά την του Εράσμου αλλά υπερβαίνουσαν αυτήν εις επιρροήν. Εκοιμάτο ολίγον, έτρωγε ολίγον, ενήστευε συχνά. Ο διάδοχος και βιογράφος του Θεόδωρος ντε Μπέζ εθαύμαζε πώς ένας μικρός άνθρωπος (unicus hommunculus) ηδύνατο να φέρη ένα τόσον βαρύ και ποικίλον φορτίον.
Το πρώτον του έργον υπήρξεν η αναδιοργάνωσις της μεταρρυ- θμισθείσης Εκκλησίας. Κατόπιν αιτήσεώς του, το μικρόν συμβούλιον, ολίγον μετά την επάνοδόν του, διώρισε μίαν επιτροπήν εκ πέντε κληρικών και εξ συμβούλων με τον Καλβίνον επί κεφαλής, δια να συντάξη ένα νέον εκκλησιαστικόν κώδικα. Την 2αν Ιανουαρίου 1542 το μέγα συμβούλιον επεκύρωσε τας προκυψάσας «Ἐκκλησιαστικάς Διατάξεις» των οποίων τα κύρια χαρακτηριστικά εξακολουθούν να είναι παραδεκτά από τας Μεταρρυθμιστικάς και Πρεσβυτεριανάς εκκλησίας της Ευρώπης και της Αμερικής.
Το ιερατείον διηρέθη εις πάστορας, διδασκάλους, λαϊκούς πρεσβυτέρους και διακόνους. Οι πάστορες της Γενεύης απετέλουν την «Σεβασμίαν Ἐταιρείαν» η οποία εκυβέρνα την Εκκλησίαν και εξετταίδευε τους υποψηφίους δια το ιερατείον. Του λοιπού ουδείς ηδύνατο να κηρύξη εις την Γενεύην άνευ αδείας της Εταιρείας. Απητείτο επίσης η συγκατάθεσις του συμβουλίου της πόλεως και των ενοριτών αλλά αι επισκοπικαί διαταγαί — και οι επίσκοποι — ήσαν ταμπού. Ο νέος κλήρος, ενώ ουδέποτε διεξεδίκησε τας θαυμαστάς δυνάμεις των καθολικών ιερέων και ενώ εθέσπιζε την κατάστασίν του ασυμβίβαστον δι' εκλογήν εις πολιτικά αξιώματα, κατέστη υπό τον Καλβίνον πολύ ισχυρότερος από οιονδήποτε άλλο ιερατείον μετά το αρχαίον Ισραήλ. Ο πραγματικός νόμος ενός χριστιανικού κράτους, έλεγεν ο Καλβίνος, πρέπει να είναι η Βίβλος. Οι κληρικοί είναι οι αρμόδιοι ερμηνευταί αυτού του νόμου· αι πολιτικαί κυβερνήσεις είναι υποκείμεναι εις αυτόν τον νόμον και πρέπει να τον επιβάλλουν κατ' αυτόν τον τρόπον ερμηνευόμενον. Οι πρακτικοί άνθρωποι εις τα συμβούλια πιθανόν να είχον αμφιβολίας εις τα σημεία αυτά αλλά φαίνεται ότι ησθάνοντο ότι η κοινωνική τάξις ήτο τόσον επωφελής εις την οικονομίαν ώστε μερικαί εκκλησιαστικαί προϋποθέσεις ήτο προς το παρόν δυνατόν να υφίστανται άνευ αντιδράσεως. Επί ένα εκπληκτικόν τέταρτον αιώνος μια θεοκρατία κληρικών εφαίνετο κυριαρχούσα επί μιας ολιγαρχίας εμπόρων και επιχειρηματιών.
Η εξουσία του κλήρου επί της ζωής εις την Γενεύην, ησκείτο δι' ενός κονσιστορίου ή ποεσβυτερίου συνισταμένου από πέντε πάστορας και δώδεκα λαϊκούς πρεσβυτέρους, άπαντας εκλεγομένους υπό του συμβουλίου. Επειδή οι πάστορες διετήρουν την θέσιν των καθ' όλην την διάρκειαν της ιερωσύνης των ενώ οι πρεσβύτεροι μόνον επί εν έτος, κονσιστόριον, δια τα ζητήματα τα οποία δεν αφεώρουν κυρίας υποθέσεις, εκυβερνάτο από τα εκκλησιαστικά του μέλη. Απέκτησε το δικαίωμα να κανονίζη την Θρησκευτικήν λατρείαν και την ηθικήν συμπεριφοράν παντός κατοίκου· απέστελλεν ένα ιερέα και ένα λαϊκόν πρεσβύτερον να επισκέπτωνται εκάστην οικίαν και οικογένειαν μίαν φοράν το έτος· ηδύνατο να καλή ενώπιόν του οιονδήποτε προς εξέτασιν. Ηδύνατο να επιπλήττη και να αφορίζη διαφόρους παραβάτας και ηδύνατο να υπολογίζη επί του συμβουλίου ότι θα έξώριζεν από την πόλιν εκείνους τους οποίους το κονσιστόριον θα απέπεμπεν από την Εκκλησίαν. Ο Καλβίνος είχεν εξουσίαν ως πρόεδρος του κονσιστορίου· από του 1541 μέχρι του θανάτου του το 1564, η φωνή του είχε την μεγαλυτέραν επιρροήν εις την Γενεύην. Η δικτατορία του δεν ήτο δικτατορία νόμου ή ισχύος αλλά θελήσεως και χαρακτήρος. Η έντασις της πίστεώς του εις την αποστολήν του και η πληρότης της αφοσιώσεώς του εις τα καθηκοντά του, του έδιδον μίαν δύναμιν εις την οποίαν ουδείς ηδύνατο να αντισταθή επιτυχώς. Εάν ανέζη ο Ιλδεβράνδης θα ηδύνατο να χαρή δια τον προφανή θρίαμβον της Εκκλησίας επί του κράτους.
Ενισχυμένος με αυτάς τας εξουσίας, ο κλήρος ερρύθμισε πρώτον την θρησκευτικήν λατρείαν. «Ὁλόκληρον τό προσωπικόν τοῦ οἴκου, πρέπει νά παρευρίσκεται τήν Κυριακήν εἰς τό κήρυγμα, ἐκτός ἄν ἀφεθῆ κανείς εἰς τήν οἰκίαν νά προσέχη τά παιδία ἤ τά ζῶα. Ἐάν ὑπάρχη κήρυγμα κατά τάς ἡμέρας τῆς ἐβδομάδος, ὃλοι ὃσοι δύνανται πρέπει νά προσέρχωνται». (Ο Καλβίνος εκήρυττε τρις ή τετράκις της εβδομάδος).
«Ἐάν κανείς προσέλθη ὃταν τό κήρυγμα θά ἔχει ἀρχίσει, ἄς τοῦ γίνει προειδοποίησις· ἐάν δέν συμμορφωθῆ, νά πληρώνη πρόστιμον τριῶν σολδίων».32
Ουδείς απηλλάσσετο από τας προτεσταντικάς ιερουργίας με την δικαιολογίαν, ότι είχε διάφορον ή ιδικήν του θρησκευτικήν πίστιν. Ο Καλβίνος ήτο τόσον απόλυτος εις την απόρριψιν της ατομικότητος της πίστεως, όσον θα ήτο οιοσδήποτε πάπας. Ο μεγαλύτερος νομοθέτης του προτεσταντισμού απέκρουεν απολύτως την αρχήν εκείνην της ατομικής κρίσεως, με την οποίαν η νέα θρησκεία είχεν αρχίσει. Είχεν ίδει τον κατατεμαχισμόν της Μεταρρυθμίσεως εις πλείστας αιρέσεις και προείδε περισσοτέρας· εις την Γενεύην δεν ήθελε καμμίαν από αυτάς. Εκεί ένα σώμα από μορφωμένους ιερείς θα διετύπωνε μίαν έγκυρον πίστιν, Όσοι εκ των κατοίκων της Γενεύης δεν ηδύναντο να την αποδεχθούν, θα έπρεπε να αναζητήσουν αλλού κατοικίαν. Συνεχιζομένη απουσία από τα προτεσταντικά κηρύγματα η συνεχής άρνησις να λάβουν την Ευχαριστίαν, ήσαν παραπτώματα τιμωρητέα.
Η αίρεσις έγινε πάλιν προσβολή κατά του Θεού και προδοσία κατά του κράτους και έπρεπε να τιμωρήται με θάνατον. Ο καθολικισμός, ο οποίος είχε κηρύξει αυτήν την άποψιν περί των αιρέσεων, έγινε και αυτός αίρεσις με την σειράν του. Μεταξύ του 1542 και του 1564, πενήντα οκτώ πρόσωπα εθανατώθησαν και 76 εξωρίσθησαν, διότι παρέβησαν τον νέον κώδικα. Εδώ, όπως και παντού αλλού, η μαγεία ήτο κεφαλαιώδες έγκλημα· εντός ενός έτους και κατά συμβουλήν του κονσιστορίου, δέκα τέσσαρες υποτιθέμεναι μάγισσαι εστάλησαν εις την πυράν με την κατηγορίαν, ότι είχον πείσει τον σατανάν να προσβάλη την Γενεύην με την πανώλην.33
Το κονσιστόριον δεν έκαμνε διάκρισιν μεταξύ θρησκείας και ηθικής. Η διαγωγή έπρεπε να κατευθύνεται με την ιδίαν επιμέλειαν όπως και η πίστις διότι η καλή διαγωγή ήτο ο σκοπός της ορθής πίστεως. Ο ίδιος ο Καλβίνος, εγκρατής και αυστηρός, ωνειρεύετο μίαν κοινότητα τόσον καλώς ρυθμισμένην ώστε η αρετή της να απεδείκνυε την θεολογίαν της και να κατήσχυνε τον ρωμαιοκαθολικισμόν ο οποίος είχε δημιουργήσει και ανεχθή την πολυτέλειαν και την έκλυσιν των ηθών της Ρώμης. Η πειθαρχία έπρεπε να είναι η σπονδυλική στήλη της προσωπικότητος, επιτρέπουσα εις αυτήν να ανυψωθή από την ευτέλειαν της ανθρωπίνης φύσεως εις το ανάστημα του ανθρώπου ο οποίος ενίκησε τον εαυτόν του. Ο κλήρος πρέπει να οδηγή με το παράδειγμα όπως και με την διδασκαλίαν οι κληρικοί δύνανται να νυμφεύωνται και να αποκτούν τέκνα, αλλά πρέπει να απέχουν από τα κυνήγια, την χαρτοπαιξίαν, τα συμπόσια, το εμπόριον και τας κοσμικάς διασκεδάσεις και να δέχωνται κατ' έτος την επίσκεψιν και την έρευναν δια την διαπίστωσιν της ηθικότητος από τους εκκλησιαστικούς προϊσταμένους των.
Δια την ρύθμισιν της διαγωγής των λαϊκών, είχε καθορισθή ένα σύστημα επισκέψεων κατ' οίκον: ένας από τους πρεσβυτέρους επεσκέπτετο κατ' έτος όλας τας οικίας ενός διαμερίσματος της πόλεως, το οποίον του καθωρίζετο και εξήταζε τους κατοίκους εφ' όλων των φάσεων της ζωής των. Το κονσιστόριον και το συμβούλιον απηγόρευσαν από κοινού τα τυχερά παιγνίδια, την χαρτοπαιξίαν, την βλασφημίαν, την μέθην, το να συχνάζουν εις καπηλεία, τον χορόν (ο οποίος τότε εποίκιλλε με εναγκαλισμούς και με φιλήματα), τα άσεμνα ή αντιθρησκευτικά άσματα, τας υπερβολάς εις τας διασκεδάσεις, την πολυτέλειαν της διαβιώσεως και την άσεμνον ενδυμασίαν. Το επιτρεπόμενον χρώμα, η ποσότης των ενδυμάτων και ο αριθμός των φαγητών τα οποία επετρέποντο εις έκαστον γεύμα, καθωρίζοντο διά νόμου. Τα κοσμήματα και αι δαντέλλαι έπέσυρον δυσμενείς έπικρίσεις. Μια γυνή εφυλακίσθη διότι είχε κτενίσει την κόμην της εις ανήθικον ύψος.34 Αι θεατρικαί παραστάσεις περιωρίσθησαν εις θρησκευτικά δράματα και έπειτα απηγορεύθησαν και αυτά ακόμη. Τα παιδία έπρεπε να βαπτίζωνται όχι με ονόματα του καθολικού ημερολογίου, αλλά κατά προτίμησιν να λαμβάνουν ονόματα προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης. Ένας ισχυρογνώμων πατήρ εφυλακίσθη επί τετραήμερον διότι επέμενε να ονομασθή ο υιός του Κλαύδιος αντί Αβραάμ.35 Η λογοκρισία επί των δημοσιευμάτων παρελήφθη από τα ρωμαιοκαθολικά και κοσμικά προηγούμενα και επεξετάθη (1560): βιβλία πεπλανημένων θρησκευτικών δογμάτων ή ανηθίκων τάσεων, απηγορεύοντο· βραδύτερον επρόκειτο να υπαχθούν εις αυτήν την απαγόρευσιν τα «Δοκίμια» του Μονταίν και ο «Αἰμίλιος» του Ρουσσώ. Το να εκφρασθή κανείς ανευλαβώς περί του Καλβίνου ή περί του κλήρου ήτο έγκλημα.36 Μία πρώτη παράβασις των διατάξεων αυτών ετιμωρείτο με επίπληξιν, περαιτέρω παράβασις με πρόστιμον, εμμονή εις την παράβασιν, με φυλάκισιν ή εξορίαν. Η εξώγαμος συνουσία ετιμωρείτο με εξορίαν ή πνιγμόν η μοιχεία, η βλασφημία και η ειδωλολατρεία, με θάνατον. Εις μίαν εξαιρετικήν περίπτωσιν ένα παιδίον απεκεφαλίσθη διότι εκτύπησε τους γονείς του.37 Κατά τα έτη 1558 — 59 υπήρξαν 414 υττοθέσεις διώξεως αδικημάτων κατά της ηθικής. Μεταξύ των ετών 1542 και 1546 εσημειώθησαν 76 εξορίαι και 58 εκτελέσεις· ο συνολικός πληθυσμός της Γενεύης ήτο τότε περί τας 20.000.38 Όπως παντού κατά τον δέκατον έκτον αιώνα, τα βασανιστήρια εχρησιμοποιούντο συχνά διά την απόσπασιν ομολογιών ή μαρτυρικών καταθέσεων.
Ο διακανονισμός επεξετείνετο εις την εκπαίδευσιν, την κοινωνίαν και την οικονομικήν ζωήν. Ο Καλβίνος ίδρυσε σχολεία και μίαν ακαδημίαν, ανεζήτησεν εις ολόκληρον την Ευρώπην καλούς διδασκάλους της λατινικής, της ελληνικής, της εβραϊκής και της θεολογίας και εξεπαίδευσε νέους ιερείς οι οποίοι μετέδωσαν το ευαγγέλιόν του εις την Γαλλίαν, την Ολλανδίαν, την Σκωτίαν και την Αγγλίαν με όλην την ζέσιν και την αφοσίωσιν των Ιησουϊτών ιεραποστόλων εις την Ασίαν. Εντός ένδεκα ετών (1555—1566), η Γενεύη απέστειλε τοιούτους ιεραποστόλους εις την Γαλλίαν, πολλοί εκ των οποίων έψαλλον ουγενοτικούς ύμνους καθ' ον χρόνον υφίσταντο μαρτύρια. Ο Καλβίνος εθεώρει την διαίρεσιν των τάξεων φυσικήν και η νομοθεσία του επροστάτευσε τους βαθμούς και τα αξιώματα, καθιερώσασα το είδος του ενδύματος και τα όρια της δραστηριότητος δι' εκάστην τάξιν.39 Ανεμένετο από τον καθένα να δέχεται την Θέσιν του εντός της κοινωνίας και να εκτελή τα κα-θήκοντα αυτής χωρίς να ζηλεύη τους καλυτέρους του ή να παραπονήται διά την μοίραν του. Η επαιτεία απηγορεύετο και η άνευ διακρίσεως ελεημοσύνη αντικατεστάθη με μίαν επιμελή κοινοτικήν διεύθυνσιν της ανακουφίσεως τών πτωχών.
Ο καλβινισμός έδωσεν εις την σκληράν εργασίαν, την εγκράτειαν, την εργατικότητα, την λιτότητα και την οικονομίαν, μίαν θρησκευτικήν επικύρωσιν και επιβράβευσιν, η οποία πρέπει να συνετέλεσεν εις την επαύξησιν της φιλέργου διαθέσεως των νεωτέρων προτεσταντών επαγγελματιών. Αλλ' αυτή η σχέσις είχε τονισθή εις υπερβολικόν βαθμόν.40 Ο κεφαλαιοκρατισμός είχεν αναπτυχθή πολύ περισσότερον εις την καθολικήν Φλωρεντίαν και Φλάνδραν προ της Μεταρρυθμίσεως παρά εις την Γενεύην του Καλβίνου. Ο Καλβίνος απέκρουε τον ατομισμόν εις την οικονομίαν όπως και εις την θρησκείαν και την ηθικήν. Η κοινωνική μονάς, κατά την άποψίν του, δεν ήτο το ελεύθερον άτομον (με το οποίον ο Λούθηρος είχεν αρχίσει την επανάστασίν του) αλλά η κοινότης της πόλεως - κράτους, της οποίας τα μέλη ήσαν συνδεδεμένα με αυτήν με αυστηρούς νόμους και πειθαρχίαν.
«Κανένα μέλος τῆς χριστιανικῆς κοινότητος», έγραφε, «δέν κρατεῖ τά χαρίσματά του διά τόν ἐαυτόν του ἤ διά τήν ἀτομικήν του χρῆσιν, ἀλλά τά μοιράζει μέ τά ἄλλα μέλη· οὔτε ἀπολαμβάνει κέρδη ἐκτος μόνον ἀπό ἐκεῖνα τά πράγματα, τά ὁποῖα προκύπτουν ἀπό τό κοινόν κέρδος τοῦ σώματος ώς συνόλου».41
Δεν συνεπάθει την κερδοσκοπίαν και τον αδίστακτον πλουτισμόν.42 Όπως μερικοί καθολικοί θεωρητικοί του τέλους του Μεσαίωνος, επέτρεπε τον τόκον εις τα δάνεια αλλά θεωρητικώς τον περιώριζεν εις το 5% και παρεκίνει να δίδωνται άτοκα δάνεια εις ενδεή άτομα ή εις το κράτος.43 Με την έγκρισίν του, το κονσιστόριον ετιμώρει τους ασκούντας μονοπώλιον και τους δανειστάς οι οποίοι εζήτουν υπερβολικόν τόκον τούτο καθώριζε τας τιμάς των τροφίμων και των ειδών ενδυμασίας και τας αμοιβάς δια χειρουργικάς επεμβάσεις, ήλεγχεν ή επέβαλλε πρόστιμα εις εμπόρους οι οποίοι εξηπάτουν τους πελάτας των, εις πωλητάς χρησιμοποιούντος ηλλοιωμένα σταθμά, υφασματοπώλας οι οποίοι έκοπτον τα υφάσματα πολύ κοντά.44 Μερικάς φοράς το καθεστώς εκινείτο προς κρατικόν σοσιαλισμόν· η «Σεβασμία Ἑταιρεία» ίδρυσε μίαν τράπεζαν και διηύθυνε μερικάς βιομηχανίας.45
Εάν λάβωμεν υπ' όψει τους περιωρισμένους τούτους παράγοντας, δυνάμεθα να δεχθώμεν μίαν ήρεμον και αύξουσαν συνεννόησιν μεταξύ του καλβινισμού και των επιχειρήσεων. Ο Kαλβίνος δεν θα ηδύνατο να διατηρήση επί μακρόν την ηγεσίαν του εάν θα είχε παρεμποδίσει την εμπορικήν ανάπτυξιν μιας πόλεως, της οποίας η ζωή ήτο το εμπόριον. Προσηρμόσθη προς την κατάστασιν, επέτρεψε τόκον 10 % και συνίστα κρατικά δάνεια προς χρηματοδότησιν της εισαγωγής ή επεκτάσεως ιδιωτικής βιομηχανίας, όπως της κατασκευής υφασμάτων ή της παραγωγής μετάξης. Εμπορικά κέντρα, όπως η Αμβέρσα, το Άμστερνταμ και το Λονδίνον, προσεχώρησαν προθύμως εις την πρώτην νέαν ομολογίαν η οποία παρεδέχετο την νέαν οικονομίαν. Ο καλβινισμός παρέλαβε τας μεσαίας τάξεις εις τους κόλπους του και ανεπτύχθη μαζί με την ιδικήν των ανάπτυξιν.
Ποία υπήρξαν τα αποτελέσματα της διακυβερνήσεως του Καλβίνου; Αι δυσκολίαι της επιβολής πρέπει να ήσαν εξαιρετικώς μεγάλαι διότι ουδέποτε εις την ιστορίαν απητήθη τόσον αυστηρά ηθική από μίαν πόλιν. Μία σημαντική μερίς αντετάχθη προς το καθεστώς μέχρι του σημείου φανεράς ανταρσίας αλλά αρκετός αριθμός πολιτών με επιρροήν πρέπει να το υπεστήριξεν, έστω και βάσει της γενικής θεωρίας της ηθικής, ότι οι άλλοι είχον ανάγκην αυτής. Η εισροή Γάλλων Ουγενότων και άλλων προτεσταντών πρέπει να ενίσχυσε τον Καλβίνον ο δε περιορισμός του πειράματος εις την Γενεύην και την ενδοχώραν της, ηύξησε τας πιθανότητας της επιτυχίας του. Ο υφιστάμενος φόβος εισβολής και απορροφήσεως από εχθρικά κράτη (Σαβοΐα, Ιταλία, Γαλλία, Αυτοκρατορία) επέβαλε πολιτικήν σταθερότητα και πολιτικήν υπακοήν. Ο εξωτερικός κίνδυνος προήγαγε την εσωτερικήν πειθαρχίαν. Εν πάση περιπτώσει, έχομεν μίαν ενθουσιώδη περιγραφήν από τον κάλαμον ενός αυτόπτου, του Μπερναρντίνο Οκίνο, ενός Ιταλού προτεστάντου, ο οποίος είχεν εύρει καταφύγιον εις την Γενεύην:
«Αι βλασφημίαι και αι κατάραι, η ασέλγεια, η μοιχεία και ο άσεμνος βίος, πράγματα τα οποία επικρατούν εις άλλας πόλεις όπου είχον ζήσει, εδώ είναι άγνωστα. Δεν υπάρχουν προαγωγοί και πόρναι. Ο λαός δεν γνωρίζει τι είναι τα κοσμήματα και όλοι ενδύονται κατά ευπρεπή τρόπον. Τα τυχερά παιγνίδια δεν συνηθίζονται. Η φιλανθρωπία είναι τόσον μεγάλη ώστε οι πτωχοί δεν έχουν ανάγκην να επαιτήσουν. Οι άνθρωποι νουθετούν αλλήλους κατά τρόπον αδελφικόν, όπως καθορίζει ο Χριστός. Αι δίκαι έχουν εκλείψει από την πόλιν, ούτε υπάρχει σιμωνία, φόνοι ή φατριαστικόν πνεύμα αλλά μόνον ειρήνη και φιλανθρωπία. Εξ άλλου δεν υπάρχουν εδώ όργανα ούτε ήχοι κοδώνων ούτε επεδεικτικαί ψαλμωδίαι ούτε καύσις λαμπάδων ή κανδηλίων (εις τας εκκλησίας) ούτε λείψανα ούτε εικόνες, αγάλματα, λαμπρά άμφια, ούτε φάρσαι ή ψυχραί τελεταί. Αι εκλησίαι είναι εντελώς απηλλαγμέναι από ειδωλολατρείαν».46
Τα υπάρχοντα πρακτικά του Συμβουλίου δια την περίοδον αυτήν δεν συμφωνούν πλήρως με αυτήν την έκθεσιν: αποκαλύπτουν μέγα ττοσοστόν νόθων τέκνων, εγκαταλελειμμένων βρεφών, αναγκαστικών γάμων και καταδικών εις θάνατον.47 Ο γαμβρός του Καλβίνου και η θυγάτηρ της συζύγου του ήσαν μεταξύ των καταδικασθέντων δια μοιχείαν.48 Αλλά καΙ πάλιν βραδύτερον, περί το 1610, ευρίσκομεν τον Βαλεντίνον Ανδρέου, ένα λουθηρανόν ιερέα από την Βυρτεμβέργην, ο οποίος επαινεί την Γενεύην ζηλοφθόνως:
«Όταν ήμουν εις την Γενεύην παρετήρησα κάτι το μέγα, το οποίον θα ενθυμούμαι και θα ποθώ εφ' όσον ζω. Υπάρχει εις αυτήν την πόλιν όχι μόνον ο τέλειος θεσμός μιας τελείας δημοκρατίας αλλά, ως ειδικώτερον στόλισμα, μία ηθική πειθαρχία, η οποία προβαίνει κάθε εβδομάδα εις έρευναν της διαγωγής, ακόμη και των ελαχίστων παρεκτροπών των πολιτών... Αι ύβρεις, αι βλασφημίαι, η χαρτοπαιξία, η πολυτέλεια, η διαμάχη, το μίσος, η απάτη κ.λ.π. απαγορεύονται· ενώ σπανίως αναφέρονται μεγαλύτερα αμαρτήματα. Οποίον ένδοξον κόσμημα της χριστιανικής θρησκείας είναι μία τοιαύτη αγνότης ηθών ! Θα πρέπει να θρηνώμεν με δάκρυα διότι ελλείπει από ημάς (τους Γερμανούς) και έχει σχεδόν παντελώς παραμεληθή. Εάν δεν υπήρχεν η θρησκευτική διαφορά, θα παρέμενον προσκεκολλημένος εις την Γενεύην αιωνίως».49
V. ΑΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΛΒΙΝΟΥ
Ο χαρακτήρ του Καλβίνου ενηρμονίζετο με την Θεολογίαν του. Η ελαιογραφία εις την πανεπιστημιακήν βιβλιοθήκην της Γενεύης τον εικονίζει ως ένα αυστηρόν και σκυθρωπόν μυστικιστήν· μελαχροινόν αλλ' αναιμικόν χρώμα, αραιόν μαύρον γένειον, υψηλόν μέτωπον, διαπεραστικοί, αδίστακτοι οφθαλμοί. Ήτο κοντός και λεπτός και φυσικώς αδύνατος, κάθε άλλο παρά κατάλληλος δια να κρατή μίαν πόλιν εις τας χείρας του. Όπισθεν όμως του ασθενούς πλαισίου εφλέγετο ένα πνεύμα οξύ, στενόν, αφωσιεομένον και έντονον και μία σταθερά, αδάμαστος θέλησις, ίσως μία θέλησις προς εξουσίαν. Η διάνοιά του ήτο φρούριον τάξεως, καθιστώσα αυτόν σχεδόν τον Ακινάτον της προτεσταντικής θεολογίας. Η μνήμη του ήτο φορτωμένη και εν τούτοις ακριβής. Προηγείτο της εποχής του εις την αμφιβολίαν του περί της αστρολογίας, ευρίσκετο εις το επίπεδόν της απορρίπτων τον Κοπέρνικον και ολίγον οπίσω αυτής (όπως ο Λούθηρος) αποδίδων πολλά γήινα συμβεβηκότα εις τον διάβολον. Η συστολή του έκρυπτε το θάρρος του, η διστακτικότης του μετεμόρφωνε μίαν εσωτερικήν υπερηφάνειαν, η ταπεινότης του ενώπιον του Θεού εγίνετο κατά καιρούς επιβλητική αλαζονεία έναντι των ανθρώπων. Ήτο οδυνηρώς ευαίσθητος εις τας επικρίσεις και δεν ηδύνατο να ανεχθή την αντίδρασιν με την υπομονήν ενός ο οποίος δύναται να συλλάβη την δυνατότητα ότι πιθανόν να σφάλλη. Ταλαιπωρημένος από τας ασθενείας, κύπτων υπό την συνεχή εργασίαν, εξήπτετο συχνάκις και εξέσπα εις οργίλην ευγλωττίαν. Ωμολόγησεν εις τον Μπούσερ ότι εύρισκε δυσκολίας εις το να δαμάση «τό ἄγριον θηρίον τῆς ὁργῆς».50
Αι αρεταί του δεν περιελάμβανον το χιούμορ, το οποίον θα εμαλάκωνεν ίσως τας βεβαιότητάς του ούτε ένα αίσθημα του ωραίου το οποίον θα ηδύνατο να περισώση έργα εκκλησιαστικής τέχνης. Εν τούτοις δεν ήτο αμείλικτος εχθρός της χαράς· προέτρεπε τους οπαδούς του να είναι εύθυμοι, να παίζουν αθώα παιγνίδια, όπως σφαίρας και κύκλους και να απολαμβάνουν τον οίνου με μέτρον. Ηδύνατο να είναι ευγενικός και τρυφερός φίλος και αμείλικτος εχθρός, ικανός δια σκληράς κρίσεις και αυστηράν εκδίκησιν. Εκείνοι οι οποίοι τον υπηρέτουν τον εφοβούντο,51 αλλά εκείνοι τον ηγάπων περισσότερον, όσοι τον εγνώριζον καλύτερον. Σεξουαλικώς, ο βίος του δεν παρουσίασε σφάλμα. Έζη με απλότητα, έτρωγε ελάχιστα, ενήστευεν άνευ επιδείξεως, εκοιμάτο μόνον εξ ώρας ημερησίως, ουδέποτε έλαβεν άδειαν, προσέφερεν αδιστάκτως τον εαυτόν του εις ό,τι ενόμιζεν ότι ήτο υπηρεσία του Θεού. Απέρριπτεν αιτήσεις δι’ αύξησιν μισθών αλλά εμόχθει δια την εξεύρεσιν χρημάτων προς ανακούφισιν των πτωχών.
«Ἡ δύναμις τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοῦ», έλεγεν ο πάπας Πίος Δ' «συνίστατο εἰς τοῦτο, ὃτι τό χρῆμα δέν εἶχεν οὐδέν θέλγητρον δι' αὐτόν. Ἐάν εἶχον τοιούτους ὑπηρέτας, ἡ κυριαρχία μου θά ἐξετείνετο ἀπό τῆς μιᾶς θαλάσσης εἰς τήν ἄλλην».52
Άνθρωπος με τοιούτον χαρακτήρα πρέπει να έκαμε πολλούς εχθρούς. Τους επολέμησε με δύναμιν και με την εριστικήν γλώσσαν της εποχής. Απεκάλει τους αντιπάλους του σκουπίδια, ηλιθίους, σκύλους, γαϊδάρους, γουρούνια και βρωμερά κτήνη,53 επίθετα τα οποία θα ήρμοζον μάλλον εις το πυγμαχικόν στυλ του Λουθήρου παρά εις τα ιδικά του κομψά λατινικά. Αλλά τον επροκάλουν. Μίαν ημέραν, ο Ιερώνυμος Μπολσέκ, ένας πρώην μοναχός από την Γαλλίαν, διέκοψε το κήρυγμα του Καλβίνου εντός της εκκλησίας του Αγίου Πέτρου δια να καταγγείλη το δόγμα του προορισμού ως μίαν ύβριν κατά του Θεού. Ο Καλβίνος του απήντησεν αναφέρων αποσπάσματα από την Αγίαν Γραφήν η αστυνομία συνέλαβε τον Μπολσέκ· το κονσιστόριον του απήγγειλε κατηγορίαν ότι ήτο αιρετικός. Το συμβούλιον είχε την διάθεσιν να τον καταδικάση εις θάνατον. Αλλά όταν εζητήθησαν αι γνώμαι των θεολόγων της Ζυρίχης, της Βασιλείας και της Βέρνης, αυταί απεδείχθησαν αντιφατικαί: η Βέρνη συνέστησεν επιφύλαξιν κατά τον χειρισμόν προβλημάτων πέραν της ανθρωπίνης γνώσεως — ένας νέος τόνος εις την φιλολογίαν της εποχής — ο δε Μπούλλινγκερ προειδοποίησε τον Καλβίνον ότι «πολλοί εἶναι δυσηρεστημένοι μέ ὃσα λέγεις εἰς τάς «Εἰσηγήσεις» σχετικῶς μέ τόν προορισμόν καί συνάγουν τά ἴδια συμπεράσματα μέ τόν Μπολσέκ».54 Το Συμβούλιον κατέληξεν εις τον συμβιβασμόν να τον εξορίση (1551). Ο Μπολσέκ επανήλθεν εις την Γαλλίαν και εις τον ρωμαιοκαθολικισμόν.
Σημαντικωτέρα εις αποτελέσματα ήτο η έρις του Καλβίνου με τον Ιωακείμ Βέστφαλ. Ο λουθηρανός αυτός ιερεύς του Αμβούργου κατήγγειλεν ως «σατανικάς βλασφημίας», τας απόψεις του Ζβιγγλίου και του Καλβίνου ότι ο Χριστός παρίστατο μόνον πνευματικώς κατά την Ευχαριστίαν και είχε την γνώμην ότι οι Ελβετοί μεταρρυθμισταί θα έπρεπε να αντικρούωνται όχι με τον κάλαμον των θεολόγων αλλά με την ράβδον των δικαστών (1552). Ο Καλβίνος του απήντησε με τόσον αυστηράς εκφράσεις ώστε οι συνάδελφοί του Μεταρρυθμισταί εις την Ζυρίχην, την Βασιλείαν και την Βέρνην, ηρνήθησαν να υπογράψουν την απάντησίν του. Παρ' όλα ταύτα την εξέδωσεν· ο Βέστφαλ και άλλοι λουθηρανοί επανήλθον εις την επίθεσιν· ο Καλβίνος τους εχαρακτήρισεν ως «πιθηκίζοντας τόν Λούθηρον» και μετεχειρίσθη τόσον αποτελεσματικά επιχειρήματα, ώστε πολλαί περιοχαί, έως τότε λουθηρανικοί — το Βραδεμβούργον, το Παλατινάτον και τμήματα της Έσσης, της Βρέμης, της Ανχάλτης και του Μπάντεν — προσεχώρησαν προς την ελβετικήν άποψιν και την Μεταρρυθμιστικήν Εκκλησίαν· μόνον η σιωπή του Μελάγχθονος (ο οποίος κρυφίως συνεφώνει με τον Καλβίνον) και η μεταθανάτιος ηχώ των κεραυνών του Λουθήρου, έσωσαν το υπόλοιπον της Βορείου Γερμανίας χάριν της λουθηρανικής πίστεως.
Στρεφόμενος από τας επιθέσεις αυτός προς τα δεξιά, ο Καλβίνος αντεμετώπισε μίαν ομάδα ριζοσπαστών, εσχάτως αφιχθέντων εις την Ελβετίαν από την αντιμεταρρυθμιστικήν Ιταλίαν. Ο Καίλιος Σεκούνδος Κούριο, διδάσκων εις την Λωζάννην και την Βασιλείαν, εσκανδάλισε τον Καλβίνον διακηρύξας ότι οί σεσωσμένοι — συμπεριλαμβανομένων και πολλών εθνικών — θα υπερέβαινον κατά πολύ τους κολασμένους. Ο Λαίλιος Σοκίνος, υιός ενός επιφανούς Ιταλού νομικού, εγκατεστάθη εις την Ζυρίχην, εσπούδασεν ελληνικά, αραβικά και εβραϊκά δια να κατανοήση καλύτερον την Βίβλον, έμαθε πάρα πολλά και απώλεσε την πίστιν του εις την Αγίαν Τριάδα, τον προορισμόν, το προπατορικόν αμάρτημα και την λύτρωσιν. Εξέφρασε τον σκεπτικισμόν του εις τον Καλβίνον, ο οποίος απήντησεν όσον ηδύνατο καλύτερον. Ο Σοκίνος συνεφώνησεν όπως αποφύγη την δημοσία έκφρασιν των αμφιβολιών του, βραδύτερον όμως εξεφράσθη εναντίον της εκτελέσεως του Σερβέτου και ήτο εκ των ολίγων εκείνων οι οποίοι εις την πυρετώδη αυτήν εποχήν, ετάχθησαν υπέρ της θρησκευτικής ανοχής.
Εις ένα κράτος όπου η θρησκεία και η κυβέρνησις είχον αναμιχθή εις ένα μεθυστικόν μίγμα, ήτο φυσικόν ότι αι διαρκέστεροι έριδες του Καλβίνου θα ήσαν με τους Πατριώτας και τους Λιμπερτίνους, οι οποίοι τον είχον κάποτε εκδιώξει και τώρα εθλίβοντο δια την επάνοδόν του. Οι Πατριώται ηγανάκτουν δια την γαλλικήν του καταγωγήν και τους Γάλλους υποστηρικτάς του, απεστρέφοντο την θεολογίαν του, τον απεκάλουν περιπαικτικώς Κάιν και ωνόμαζον τους σκύλους των Καλβίνους· τον εξύβριζον εις τας οδούς και πιθανώς να ήσαν αυτοί οι οποίοι μίαν νύκτα έρριψαν πενήντα πυροβολισμούς έξω της οικίας του. Οι Λιμπερτίνοι εκήρυττον μίαν πανθεϊστικήν πίστιν χωρίς διαβόλους, αγγέλους, παράδεισον, λύτρωσιν, Βίβλον και πάπαν. Η βασίλισσα Μαργαρίτα της Ναβάρρας τους εδέχθη και τους υπεστήριξεν εις την αυλήν της εις το Νεράκ και επετίμησε τον Καλβίνον δια την αυστηρότητά του έναντι αυτών.
Την 27ην Ιουνίου 1547, ο Καλβίνος εύρε καρφωμένην επί της έδρας του μίαν πινακίδα, επί της οποίας ήσαν γεγραμμένα :
«Μεγάλε υποκριτά ! Συ και οι σύντροφοί σου δεν πρόκειται να κερδίσετε μεγάλα πράγματα δια τους κόπους σας. Εάν δεν σωθήτε δια της φυγής, κανείς δεν θα δυνηθή να προλάβη την ανατροπήν σας και θα καταρασθήτε την ώραν κατά την οποίαν εγκατελείψατε το μοναστήριόν σας... Όταν οι άνθρωποι έχουν υποφέρει επί μακρόν, εκδικούνται μόνοι των... Προσέξατε μήπως έχετε την ιδίαν τύχην με τον κ. Βέρλ (ο οποίος είχε φονευθή)... Δεν θέλομεν να έχωμεν τόσους πολλούς κυρίους...»55
Ο Ιάκωβος Γκρυέ, ένας επιφανής Λιμπερτίνος συνελήφθη ως ύποπτος δια την σύνταξιν της ως άνω πινακίδος· καμμία απόδειξις δεν προσεκομίσθη. Μερικοί ισχυρίσθησαν, ότι μερικάς ημέρας προηγουμένως είχεν εκστομίσει απειλάς κατά του Καλβίνου. Εις το δωμάτιόν του ευρέθησαν έγγραφα δήθεν συντεταγμένα δια της χειρός του, αποκαλούντα τον Καλβίνον αλαζόνα και φιλόδοξον υποκριτήν και διακωμωδούντα την έμπνευσιν των Γραφών και την αθανασίαν της ψυχής. Εβασανίζετο δις της ημέρας επί τριάντα ημέρας μέχρις ότου ωμολόγησε — δεν γνωρίζομεν κατά πόσον αληθώς — ότι αυτός είχε τοποθετήσει την πινακίδα και συνωμότει με Γάλλους πράκτορας εναντίον του Καλβίνου και της Γενεύης. Την 26ην Ιουλίου, ημιθανής, εδέθη εις ένα πάσσαλον, οι πόδες του εκαρφώθησαν επ' αυτού και απεκόπη η κεφαλή του.56
Η έντασις ηυξήθη όταν, την 16ην Δεκεμβρίου 1547, οι Πατριώται και οι Λιμπερτίνοι προσήλθον ένοπλοι εις μίαν συγκέντρωσιν του μεγάλου συμβουλίου και απήτησαν να τεθή τέρμα εις την εξουσίαν του κονσιστορίου επί των πολιτών. Εις το ανώτερον σημείον μιας βιαίας ταραχής, ο Καλβίνος εισήλθεν εις την αίθουσαν, αντεμετώπισε τους εχθρικούς ηγέτας και είπε, κτυπών το στήθος του:
«Ἐάν θέλετε αἶμα, ὑπάρχουν ἀκόμη ἐδῶ μερικαί σταγόνες, κτυπήσατε λοιπόν!»
Ξίφη ανεσύρθησαν αλλά κανείς δεν διεκινδύνευσε να είναι ο πρώτος δολοφόνος. Ο Καλβίνος απηυθύνθη προς την ομήγυριν με σπανίαν μετριοπάθειαν και τελικώς έπεισεν όλας τας μερίδας να συνάψουν ανακωχήν. Εντούτοις η εμπιστοσύνη του προς τον εαυτόν του είχε κλονισθή. Την 17ην Δεκεμβρίου έγραφε προς τον Βιρέ:
«Δέν πιστεύω ὃτι ἡ Ἐκκλησία δύναται νά διατηρηθῆ ἐπί μακρόν, τουλάχιστον ὑπό τήν ἱερατείαν μου. Πίστευσέ με, ἡ δύναμίς μου συνετρίβη, ἐκτός ἐάν ὁ Θεός ἐκτείνη τήν χεῖρα του».
Αλλά η αντίδρασις διηρέθη εις μερίδας και εξησθένησε μέχρις ότου η δίκη του Σερβέτου παρουσίασε μίαν νέαν ευκαιρίαν.
VI. ΜΙΧΑΗΛ ΣΕΡΒΕΤΟΣ : 1511-53
Ο Μιγκουέλ Σερβέτο εγεννήθη εις την Βιλλανόβα (περί τα 60 μίλλια βορείως της Σαραγόσσας) και ήτο υιός συμβολαιογράφου από καλήν οικογένειαν. Εμεγάλωσεν εις μίαν εποχήν κατά την οποίαν τα συγγράμματα του Εράσμου απελάμβανον μιας προσωρινής ανοχής εις την Ισπανίαν. Είχεν επηρεασθή ολίγον από την φιλολογίαν των Εβραίων και των Μωαμεθανών. Ανέγνωσε το Κοράνιον, διεξήλθε διάφορα ραββινικά σχόλια και του είχε κάμει εντύπωσιν η σημιτική κριτική του χριστιανισμού (με τας προσευχάς του προς μίαν Τριάδα, την Παρθένον και τους αγίους) ως πολυθεϊστικού. Ο Λούθηρος τον απεκάλει «ο Μαυριτανός». Εις την Τουλούζην, όπου εσπούδασε νομικά, είδε δια πρώτην φοράν μίαν πλήρη Βίβλον, ωρκίσθη να την αναγνώση «χιλίας φοράς» και συνεκινήθη βαθέως από τα οράματα της Αποκαλύψεως. Επέτυχε την υποστήριξιν του Χουάν ντε Κουϊντάνα, εξομολογητού του Καρόλου Ε' και συνεταξείδευσε με αυτόν εις την Βολωνίαν και το Αουγκσμπουργκ (1530). Ο Μιχαήλ ανεκάλυψε τον προτεσταντισμόν, ο οποίος του ήρεσεν. Επεσκέφθη τον Οικολαμπάδιον εις την Βασιλείαν και τόν Καπίτο και τον Μπούσερ εις το Στρασβούργον. Εντός ολίγου ήτο πολύ αιρετικός δια τας απόψεις των και παρεκλήθη να τραπή προς άλλην κατεύθυνσιν.
Το 1531 και 1532 εδημοσίευσε την πρώτην και την δευτέραν έκδοσιν του βασικού του έργου, «De Trinitatis erroribus». Ήτο μάλλον συγκεχυμένον και εις μίαν τραχείαν λατινικήν η οποία θα έπρεπε να κάμη τον Καλβίνον να γελάση, αν ήτο ποτέ δυνατόν τούτο. Αλλά ο πλούτος της βιβλικής σοφίας ήτο καταπληκτικόν έργον δι' ένα εικοσαετή νεανίαν. Ο Ιησούς, κατά την άποψιν του Σερβέτου, ήτο άνθρωπος εις τον οποίον ο Θεός Πατήρ ενεφύσησε τον Λόγον, την Θείαν Σοφίαν. Κατά την έννοιαν αυτήν, ο Ιησούς έγινεν ο Υιός του Θεού· αλλά δεν ήτο ίσος καί συνάναρχος με τον Πατέρα, ο οποίος ηδύνατο να μεταδώση το ίδιον πνεύμα και εις άλλους ανθρώπους. «Ὁ Υἱός ἀπεστάλη ἀπό τόν Πατέρα κατά κανένα ἄλλον τρόπον παρά ὡς ἔνας ἀπό τούς προφήτας».57 Τούτο ευρίσκετο πολύ πλησίον με την περί Χριστού αντίληψιν του Μωάμεθ. Ο Σερβέτος επροχώρησεν εις το να δεχθή την σημιτικήν άποψιν περί τριάδος. «Ὅλοι ὃσοι πιστεύουν εἰς μίαν Τριάδα μέ οὐσίαν θεοῦ εἶναι τριθεϊσταί»· και προσέθετε, «εἶναι πραγματικοί ἄθεοι» ως αρνούμενοι τον ένα Θεόν.58 Τούτο ήτο νεανική ακρότης αλλά ο Σερβέτος επεχείρησε να μαλακώση την αίρεσίν του συνθέσας ραψωδίας περί του Χριστού ως του φωτός του κόσμου. Εν τούτοις, οι πλείστοι εκ των αναγνωστών του ησθάνοντο ότι αυτός είχε σβύσει το φως. Ως εάν ήθελε να μην αφήση κανένα λίθον χωρίς να τον ρίψη, συνετάχθη με τους Αναβαπτιστάς κατά το ότι το βάπτισμα έπρεπε να δίδεται μόνον εις τους ενηλίκους. Ο Οικολαμπάδιος και ο Μπούσερ τον απέπεμψαν και ο Σερβέτος, ακολουθήσας αντιθέτως το δρομολόγιον του Καλβίνου, έφυγεν εκ της Ελβετίας εις την Γαλλίαν (1532).
Την 17ην Ιουλίου, η Ιερά Εξέτασις εις την Τουλούζην, εξέδωσεν ένταλμα συλλήψεως εναντίον του. Εσκέφθη να μεταβή εις την Αμερικήν αλλ' εύρε τους Παρισίους πλέον ευχάριστους. Εκεί, αλλάξας το όνομά του εις Michel de Villeneuve (το όνομα της οικογενείας), εσπούδασε μαθηματικά, γεωγραφίαν, αστρονομίαν και ιατρικήν και ερωτρόπησε με την αστρολογίαν. Ο μέγας Βεσάλιος υπήρξε συσπουδαστής του εις την ανατομίαν οι δε διδάσκαλοί των τους επήνεσαν εξ ίσου. Εφιλονείκησε με τον πρύτανιν της ιατρικής σχολής και φαίνεται γενικώς, ότι προσέβαλλε με την ορμητικότητα, το πάθος και την υπερηφάνειάν του. Επροκάλεσε τον Καλβίνον εις συζήτησιν, αλλά δεν παρουσιάσθη εις τον καθορισθέντα τόπον και χρόνον (1534). Κατά την αναταραχήν, μετά τον λόγον του Κοπ και τας αιρετικάς του πινακίδας, ο Σερβέτος, όπως ο Καλβίνος, εγκατέλειψε τους Παρισίους. Εις την Λυών εδημοσίευσε μίαν επιμελημένην έκδοσιν της «Γεωγραφίας» του Πτολεμαίου. Το 1540 μετέβη εις την Βιέννην (16 μίλια νοτίως της Λυών), και εκεί έζησε μέχρι του τελευταίου του έτους ασκών την ιατρικήν και επιδιδόμενος εις την σπουδήν. Από τόσους λογίους οι οποίοι υπήρχον εις την Λυών μεταξύ των εκδοτών — τυπογράφων, εξελέγη αυτός δια να εκδώση μίαν λατινικήν μετάφρασιν της Βίβλου υπό του Σάντες Πανίνι. Το έργον τον απησχόλησεν επί τρία έτη και εξετάθη εις εξ τόμους. Εις μίαν σημείωσιν επί του χωρίου του Ησαίου ζ', 14, το οποίον ο Ιερώνυμος είχεν αποδώσει «μία παρθένος θά συλλάβη», ο Σερβέτος εξήγησεν, ότι η εβραϊκή λέξις δεν εσήμαινε παρθένος αλλά νεαρά γυνή και εξέφρασε την γνώμην του, ότι τούτο δεν ανεφέρετο προφητικώς εις την Μαρίαν αλλ' απλώς εις την σύζυγον του Εζεκίου. Υπό το αυτό πνευμα υπέδειξεν, ότι και άλλα χωρία της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία εφαίνοντο προφητικά, ανεφέροντο μόνον εις σύγχρονα πρόσωπα και γεγονότα. Τούτο απεδείχθη ενοχλητικόν και εις τους προτεστάντας και εις τους ρωμαιοκαθολικούς.
Δεν γνωρίζομεν πότε ο Σερβέτος ανεκάλυψε την πνευμονικήν κυκλοφορίαν του αίματος, την μετάβασιν του αίματος από τον δεξιόν θάλαμον της καρδίας δια της πνευμονικής αρτηρίας προς τους πνεύμονας και εντός αυτών, την κάθαρσίν του εκεί δι' αερισμού και την επάνοδόv του δια της πνευμονικής φλεβός εις τον αριστερόν θάλαμον της καρδίας. Καθ' όσον είναι γνωστόν, δεν εδημοσίευσε τας ερεύνας του μέχρι του 1553, οπότε τας περιέλαβεν εις το τελικόν του έργον «Ἡ ἁποκατάστασης τῦ χριστιανισμοῦ». Εισήγαγε την θεωρίαν αυτήν εντός μιας θεολογικής πραγματείας, διότι εθεώρει το αίμα ως το ουσιώδες πνεύμα εις τον άνθρωπον και ως εκ τούτου — πολύ πιθανώτερον από την καρδίαν ἢ τόν εγκέφαλον — ήτο η πραγματική έδρα της ψυχής. Αναβάλλοντες επ’ ολίγον το πρόβλημα της προτεραιότητας του Σερβέτου εις αυτήν τήν ανακάλυψιν, σημειώνομεν απλώς, ότι είχε προφανώς συμπληρώσει την «Christianismi Restitutio» κατά τα 1546, διότι κατά το έτος τούτο ἀπέστειλε το χειρόγραφον εις τον Καλβίνον.
Αυτός ο ίδιος ο τίτλος ήτο μία πρόκλησις δια τον άνθρωπον ο οποίος είχε γράψει την «Christianae religionis institutio»· αλλά περαιτέρω, το βιβλίον απέρριπτε με οξύτητα και ως βλασφημίαν, την έννοιαν ότι ο Θεός έχει προορίσει ψυχάς δια την κόλασιν ανεξαρτήτως των προσόντων ή των αμαρτιών των. Ο Θεός, έλεγεν ο Σερβέτος, δεν καταδικάζει κανένα, ο οποίος να μην έχη καταδικάσει τον εαυτόν του. Η πίστης είναι καλή αλλά η αγάπη είναι καλυτέρα και ο ίδιος ο Θεός είναι πίστη. Ο Καλβίνος εθεώρησεν ότι ήτο αρκετή αντίκρουσις όλων αυτών η αποστολή εις τον Σερβέτον ενός αντιτύπου των «Εἰσηγήσεων». Ο Σερβέτος επέστρεψε με προσβλητικάς σημειώσεις,59 και κατόπιν έστειλε σειράν επιστολών τόσον περιφρονητικών ώστε ο Καλβίνος έγραψεν εις τον Φαρέλ (13 Φεβρουαρίου 1546):
«Ὁ Σερβέτος μοῦ ἔστειλε πρό ὀλίγου ἔνα μακροσκελῆ τόμον τῶν ἀσυναρτησιῶν του. Ἐάν συγκατατεθῶ, θα ἔλθη ἐδῶ ἀλλά δέν θά δώσω τόν λόγον μου, διότι ἄν ἤρχετο καί ἄν ἡ ἐξουσία μου ἔχει κάποιαν ἰσχύν, δέν θά τόν ἄφημα νά φύγη ζωντανός».60
Ο Σερβέτος, οργισθείς διότι ο Καλβίνος ηρνήθη να συνέχιση την αλληλογραφίαν, έγραψεν εις τον Άβελ Πουπέν, ένα εκ των ιερέων της Γενεύης (1547):
«Τό εὐαγγέλιόν σας εἶναι ἄνευ Θεοῦ, ἄνευ πραγματικῆς πίστεως, ἄνευ καλῶν ἔργων. Ἀντί ἑνός Θεοῦ ἔχετε ἔνα τρικέφαλον κέρβερον (τήν Τριάδα μέ τόν προορισμόν ;). Ὡς πίστιν ἔχετε ἔνα ντετερμινιστικόν ὄνειρον... Ὁ ἄνθρωπος εἶναι διά σᾶς ἔνα ἀδρανές ξύλον ὁ δέ Θεός μία χίμαιρα τῆς δουλωμένης θελήσεως... Ἀποκλείετε τήν βασιλείαν τῶν οὑρανῶν ἀπό τούς ἀνθρώπους... Αἶσχος ! αἶσχος ! αἶσχος ! Αὐτή εἶναι ἡ τρίτη ἐπιστολή, τήν ὁποίαν ἔγραψα διά νά σᾶς προειδοποιήσω, διά νά μάθετε καλύτερον. Δέν θά σᾶς προειδοποιήσω πλέον. Εἱς αὐτήν τήν πάλην τοῦ Μιχαήλ γνωρίζω ὃτι ἀσφαλῶς θά ἀποθάνω... ἀλλά δέν κάμπτομαι... Ὁ Χριστός θά ἔλθη. Δέν θά βραδύνη».61
Προφανώς ο Σερβέτος ήτο κάπως περισσότερον τρελλός από ό,τι ήτο ο μέσος όρος τών ανθρώπων εις την εποχήν του. Ανήγγειλεν ότι το τέλος του κόσμου επέκειτο και ότι ο αρχάγγελος Μιχαήλ θα διεξήγεν ένα ιερόν πόλεμον εναντίον και των δύο αντίχριστων, των παπικών και των της Γενεύης και ότι αυτός, ο οποίος είχε το όνομα του αρχαγγέλου, θα επολέμα και θα έπιπτεν εις αυτόν τον πόλεμον.62 Η «Restitutio» ήτο μια πρόσκλησις εις αυτόν τον πόλεμον. Δεν είναι παράδοξον ότι συνήντησεν δυσκολίαν εις το να εύρη εκδότην. Οι τυπογράφοι της Βασιλείας την απέφυγον. Τελικώς (3 Ιανουαρίου 1553) ετυπώθη εις την Βιέννην υπό των Βαλτάσαρ Αρνουϊγιέ και Γουλιέλμου Γκιερού. Τα ονόματά των παρελείφθησαν από την θέσιν του εκδότου και ο συγγραφεύς υπέγραψε μόνον ως Μ. S. V. Επλήρωσεν όλα τα έξοδα, διώρ- θωσε τα δοκίμια και κατόπιν κατέστρεψε το χειρόγραφον. Ο τόμος είχε 734 σελίδας, διότι περιελάμβανε μίαν αναθεωρημένην μορφήν του «De Trinitatis erroribus» και τας τριάντα επιστολάς του Σερβέτου προς τον Καλβίνον.
Εκ των χιλίων αντιτύπων, εις τα οποία εξετυπώθη, μερικά απε- στάλησαν εις ένα βιβλιοπώλην της Γενεύης. Εκεί ένα εξ αυτών περιήλθεν εις τας χείρας του Γουλιέλμου Τρή, φίλου του Καλβίνου. Αι τριάντα επιστολαί κατέστησαν φανερόν εις τον Καλβίνον ότι το MSV εσήμαινε Μιχαήλ Σερβέτος εκ Βιλλανόβας. Την 26ην Φεβρουαρίου 1553, ο Τρή έγραψεν εις τον εξάδελφόν του Αντώνιον Αρνεύς, καθολικόν, διαμένοντα εις Λυών και εξέφραζε την έκπληξίν του πως ο καρδινάλιος Φραγκίσκος ντε Τουρνόν επέτρεψε την εκτύπωσιν ενός τοιούτου βιβλίου εις την διοίκησίν του. Πώς ο Τρή εγνώριζε τον τόπον της εκτυπώσεως; Ο Καλβίνος εγνώριζεν ότι ο Σερβέτος διέμενεν εις την Λυών ή την Βιέννην.
Ο Αρνεΰς παρουσίασε τήν υπόθεσιν εις τον Ματθίαν Ορύ, ιεροε- ξεταστήν εις την Λυών. Ο Ορύ ανέφερεν εις τον καρδινάλιον, ο οποίος διέταξε τον Μωζιρόν, υποκυβερνήτην της Βιέννης, να εξετάση. Την 16ην Μαρτίου ο Σερβέτος εκλήθη εις την οικίαν του Μωζιρόν. Πριν συμμορφωθή, κατέστρεψεν όλα τα έγγραφα, τα οποία θα ηδύναντο να τον ενοχοποιήσουν. Ηρνήθη ότι είχε γράψει το βιβλίον. Ο Αρνεΰς απέστειλεν εις τον Τρή μίαν αίτησιν δια περαιτέρω αποδείξεις περί της συγγραφής του βιβλίου υπό του Σερβέτου. Ο Τρή έλαβε από τον Καλβίνον μερικάς απιστολάς του Σερβέτου και τας απέστειλεν εις την Λυών. Ωμοίαζον με πολλάς επιστολάς περιεχομένας εις το βιβλίον. Την 4ην Απριλίου ο Σερβέτος συνελήφθη. Μετά τρεις ημέρας εδραπέτευσε, πηδήσας τον φράκτην ενός κήπου. Την 17ην Ιουνίου, το πολιτικόν δικαστήριον της Βιέννης τον κατεδίκασεν, εις περίπτωσιν καθ' ην θα ανευρίσκετο, να καή ζων εις βραδείαν πυράν.
Ο Σερβέτος περιεπλανήθη ανά την Γαλλίαν επί τρεις μήνας. Απεφάσισε να ζητήση καταφύγιον εις την Νεάπολιν και να υπάγη εκεί μέσω Γενεύης. Δι' αγνώστους λόγους παρέμεινε εις την Γενεύην επί ένα μήνα υπό ψευδώνυμον. Εν τω μεταξύ εκανόνιζε την μετάβασίν του εις την Ζυρίχην. Την Κυριακήν, 13ην Αυγούστου, μετέβη εις την εκκλησίαν, δια να αποφύνη ίσως εξέτασιν εκ μέρους των αρχών. Ανεγνωρίσθη. Ο Καλβίνος επληροφορήθη τούτο και διέταξε την σύλληψίν του. Ο Καλβίνος εξήγησε την ενέργειάν του αυτήν εις μίαν μεταγενεστέραν επιστολήν του (9 Σεπτεμβρίου 1553): «Ὅταν οἱ παπισταί εἶναι τόσον τραχεῖς καί βίαιοι εἱς τήν ὑπεράσπισιν τῶν δεισιδαιμονιῶν των ὤστε νά μαίνωνται ἀπανθρώπως διά νά χύσουν ἀθώον αἶμα, δέν ἐντρέπονται οἱ χριστιανοί δικασταί νά δειχθοῦν ὀλιγώτερον ἔνθερμοι εἱς τήν ὑπεράσπισιν τῆς ασφαλοῦς πίστεως;» Το μικρόν συμβούλιον ηκολούθησε την υπόδειξιν του Καλβίνου και εξουδετέρωσε την αγριότητά του. Εφ' όσον ο Σερβέτος ήτο μόνον διερχόμενος και όχι πολίτης υποκείμενος εις τους νόμους της Γενεύης, το συμβούλιον δεν ηδύνατο νομίμως να κάμη άλλο τι παρά να τον εξορίση.
Ενεκλείσθη εις το πρώην επισκοπικόν ανάκτορον, το οποίον τώρα ήτο φυλακή. Δεν υπεβλήθη εις βασανιστήρια εκτός εκείνων, τα οποία έφερεν από τας φθείρας, αι οποίαι έβριθον εις το κελλίον του. Του επετράπη να έχη χάρτην και μελάνην και ο,τιδήποτε βιβλία ήθελε να αγοράση, ο δε Καλβίνος του εδάνεισε μερικούς τόμους των αρχαίων πατέρων. Η δίκη διεξήχθη με προσοχήν και διήρκεσεν πλέον των δύο μηνών. Το κατηγορητήριον συνετάχθη από τον Καλβίνον εις 38 άρθρα, υποστηριζόμενον από παραπομπάς εις τα έργα του Σερβέτου. Μία κατηγορία ήτο, ότι είχε δεχθή την περιγραφήν της Ιουδαίας υπό του Στράβωνος ως ερήμου χώρας, ενώ η Βίβλος την απεκάλει χώραν εις την οποίαν έρρεε μέλι καί γάλα.63 Αι βασικαί κατηγορίαι ήσαν, ότι ο Σερβέτος είχεν αποκηρύξει την Τριάδα και το βάπτισμα των βρεφών· κατηγορήθη επίσης, ότι είχεν «εἰς τό πρόσωπον τοῦ Καλβίνου δυσφημήσει τά δόγματα τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γενεύης».64 Την 17ην και την 21ην Αυγούστου, ο Καλβίνος ενεφανίσθη αυτοπροσώπως ως κατήγορος. Ο Σερβέτος υπερήσπισε τας απόψεις του με θράσος, ακόμη και τον πανθεϊσμόν. Κατά μίαν παράδοξον συνεργασίαν εχθρικών ομολογιών, το προτεσταντικόν συμβούλιον της Γενεύης ηρώτησε τους ρωμαιοκαθολικούς δικαστάς της Βιέννης δια λεπτομερείας των κατηγορών, αι οποίαι είχον απαγγελθή εκεί κατά του Σερβέτου. Μία νέα κατηγορία ήτο σεξουαλική ανηθικότης· ο Σερβέτος απήντησεν, ότι η κήλη τον είχε καταστήσει από μακρού χρόνου ανίκανον και ως εκ τούτου δεν είχε νυμφευθή.65 Κατηγορήθη περαιτέρω, ότι εις την Βιέννην παρέστη εις καθολικήν λειτουργίαν επρόβαλεν ως δικαιολογίαν τον φόβον της καταδίκης εις θάνατον. Ημφεσβήτησε την αρμοδιότητα ενός πολιτικού δικαστηρίου να δικάση υποθέσεις περί αιρέσεως· διεβεβαίωσε το δικαστήριον, ότι δεν είχε μετάσχει εις στασιαστικάς πράξεις και δεν είχε παραβή τους νόμους της Γενεύης και εζήτησεν ένα δικηγόρον, γνωρίζοντα καλύτερον από αυτόν τους νόμους τούτους, δια να τον βοηθήση εις την υπεράσπισίν του. Αι αιτήσεις αυταί απερρίφθησαν. Η γαλλική ιερά Εξέτασις έστειλεν ένα πράκτορά της εις την Γενεύην και εζήτησε να αποσταλή ο Σερβέτος εις την Γαλλίαν δια την εκτέλεσιν της εναντίον αυτού εκδοθείσης καταδικαστικής αποφάσεως. Ο Σερβέτος, με δάκρυα εις τους οφθαλμούς, παρεκάλεσε το συμβούλιον να απορρίψη την αίτησιν αυτήν. Τούτο και έγινεν· αλλά η αίτησις ίσως να παρεκίνησε το συμβούλιον, όπως φθάση την Ιεράν Εξέτασιν εις αυστηρότητα.
Την 1ην Σεπτεμβρίου, δύο εχθροί του Καλβίνου, ο Αμί Περρέν και ο Φιλιμπέρ Μπερτελιέ, επέτυχον να συγκαταλεχθούν εις τους δικαστάς της υποθέσεως αυτής. Ενέπλεξαν τον Καλβίνον εις συζητήσεις άνευ αποτελέσματος· αλλά έπεισαν το συμβούλιον να συμβουλευθή τας άλλας εκκλησίας της προτεσταντικής Ελβετίας περί του τρόπου καθ' ον έπρεπε να μεταχειρισθή τον Σερβέτον. Την 2αν Σεπτεμβρίου η ηγεσία του Καλβίνου επί της πόλεως υπέστη νέαν πρόκληση ενώπιον του συμβουλίου εκ μέρους των Πατριωτών και των Λιμπερτίνων. Ο Καλβίνος επέζησε της καταιγίδος αλλά η προφανής επιθυμία της αντιπολιτεύσεως να σώση τον Σερβέτον, πιθανόν να εσκλήρυνε τον Καλβίνον εις την δίωξιν του αιρετικού μέχρι θανάτου. Εν τούτοις, πρέπει να σημειώσωμεν ότι ο κύριος κατήγορος κατά την δίκην ήτο ο Λιμπερτίνος Κλαύδιος Ριγκώ.66
Την 3ην Σεπτεμβρίου, ο Σερβέτος παρουσίασεν εις το συμβούλιον μίαν έγγραφον απάντησιν εις τας 38 κατηγορίας, τας οποίας του απήγγειλεν ο Καλβίνος. Αντέκρουσεν έκαστον σημείον με εύστροφα επιχειρήματα και με παραπομπάς εις την Βίβλον ή εις τους πατέρας. Ημφεσβήτησε το δικαίωμα του Καλβίνου να παρεμβαίνη εις την δίκην και τον απεκάλεσε μαθητήν του Σίμωνος Μάγου, εγκληματίαν και φονέα.67 Ο Καλβίνος απήντησεν εις 23 σελίδας· ετέθησαν υπ' όψει του Σερβέτου, ο οποίος τας επέστρεψεν εις το συμβούλιον με διάφορα σχόλια εις τα περιθώρια, ως π.χ. «ψεύστης», «ἀπατεών», «ὐποκριτής», «ἄθλιον κάθαρμα».68 Πιθανώς η καταπόνησις από μίαν φυλάκισιν επί ένα μήνα και από το πνευματικόν μαρτύριον να είχε κάμψει την αυτοκυριαρχίαν του Σερβέτου. Αι εκθέσεις του Καλβίνου επί της δίκης, είναι και αυταί συντεταγμένοι κατά τον τρόπον της εποχής· γράφει περί του Σερβέτου ότι «ὁ βρωμερός σκύλος ἐσκούπισε τό ρὐγχος του»· «ὁ δόλιος κακοήθης» μολύνει εκάστην σελίδα με «ἀσεβεῖς ἀνοησίας».69 Ο Σερβέτος εζή- τησεν από το συμβούλιον να εναγάγη τον Καλβίνον ως «παραποιοῦντα τήν ἀλήθειαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», να «τον ἐξολοθρεύση», να δημεύση τα υπάρχοντά του και με αυτά να αποζημιώση τον Σερβέτον δια τας ζημίας, τας οποίας υπέστη εκ των ενεργειών του Καλβίνου. Η πρότασις αυτή δεν έγινεν ευμενώς δεκτή.
Την 18ην Οκτωβρίου έφθασαν αι απαντήσεις από τας ελβετικάς εκκλησίας, των οποίων είχε ζητηθή η γνώμη· όλαι συνέστησαν την καταδίκην του Σερβέτου, καμμία την εκτέλεσίν του. Την 25ην Οκτωβρίου, ο Περρέν κατέβαλε την τελευταίαν προσπάθειαν να τον σώση, εισηγηθείς την επανάληψιν της δίκης ενώπιον του συμβουλίου των διακοσίων. Η πρότασίς του απερρίφθη. Την 26ην το μικρόν συμβούλιον, χωρίς να μειοψηφίση κανένα μέλος του, εξέδωσεν απόφασιν καταδίκης εις θάνατον δια δύο σημεία αιρέσεως: θεϊσμόν και απόρριψιν του βαπτίσματος των βρεφών. Όταν ο Σερβέτος ήκουσε την απόφασιν, λέγει ο Καλβίνος, «ἐστέναξεν ὡς τρελλός καί... ἐκτύπα τό στήθος του καί ἐφώναζεν ἱσπανιστί Misericordia! Misericordia!» Εζήτησε να ομιλήση με τον Καλβίνον· τον παρεκάλεσε να του δοθή χάρις· ο Καλβίνος δεν του προσέφερε παρά να του δώση την τελικήν παρηγορίαν της αληθούς θρησκείας εάν θα απεκήρυττε τας αιρέσεις του. Ο Σερβέτος δεν ηθέλησεν. Εζήτησε να αποκεφαλισθή αντί να καή. Ο Καλβίνος ήτο διατεθειμένος να υποστηρίξη αυτήν την αίτησιν αλλά ο γέρων Φαρέλ, με τον ενα πόδα εις τον τάφου, τον επέπληξε δια την τόσην του ανεκτικότητα· και το συμβούλιον εψήφισεν όπως ο Σερβέτος καή ζών.70
Η απόφασις εξετελέσθη την επομένην πρωΐαν, 27 Οκτωβρίου 1553, εττί του λόφου Σαμττέλ, ακριβώς προς νότον της Γενεύης. Καθ' οδόν ο Φαρέλ προέτρεπε τον Σερβέτον να επιτύχη το θείον έλεος εξομολογούμενος το έγκλημα της αιρέσεως· κατά τον Φαρέλ, ο κατάδικος απήντησε: «Δέν εἶμαι ἔνοχος· δέν εἶμαι ἄξιος θανάτου», καί ικέτευσε τον Θεόν να συγχωρήση τους κατηγόρους του.71 Προσεδέθη επί ενός πασσάλου με σιδηράς αλύσεις και το τελευταίον του βιβλίον εδέθη εις το πλευρόν του. Όταν αι φλόγες έφθασαν εις το πρόσωπόν του εξέβαλε κραυγάς αγωνίας. Μετά μισής ώρας καύσιν απέθανε.
VII. ΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΣ ΠΡΟΣ ΑΝΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ
Ρωμαιοκαθολικοί και προτεστάνται ηνώθησαν εις την έγκρισιν της καταδίκης. Η Ιερά Εξέτασις της Βιέννης, από την οποίαν είχεν αφαιρεθή η ζωντανή λεία της, έκαυσεν ένα ομοίωμα του Σερβέτου. Ο Μελάγχθων, εις μίαν επιστολήν του προς τον Καλβίνον και τον Μπούλλινγκερ, εξέφρασεν «εὐχαριστίας πρός τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ», δια «τήν τιμωρίαν αὐτοῦ τοῦ βλασφήμου ἀνθρώπου» και απεκάλεσε την καύσιν «ἔνα εὐλαβές καί ἀξιομνημόνευτον παράδειγμα διά τάς ἐπερχομένας γενεάς».73 Ο Μπούσερ διεκήρυξεν από της έδρας του εις το Στρασβούργου, ότι ο Σερβέτος ήξιζε να «ξεκοιλιασθῆ» και να κοπή εις τεμάχια.74 Ο Μπούλλινγκερ, κατά γενικόν κανόνα φιλάνθρωπος, συνεφώνησεν, ότι οι πολιτικοί δικασταί πρέπει να τιμωρούν την βλασφημίαν με θάνατον. 75
Εν τούτοις, ακόμη και εις τας ημέρας του Καλβίνου, μερικαί φωναί ωμίλησαν υπέρ του Σερβέτου. Ένας Σικελός έγραψεν ένα μακρόν ποίημα «De injusto Serveti incendio». Ο αναβαπτιστής Δαυίδ Ζορίς εκ Βασιλείας, εδημοσίευσε μίαν διαμαρτυρίαν κατά της εκτελέσεως, αλλά υπό ψευδώνυμου· μετά τον θάνατόν του ανεκαλύφθη, ότι αυτός την είχε γράψει· το σώμα του εξετάφη και εκάη δημοσία (1566). Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Καλβίνου κατεδίκασαν, φυσικά, την εκ μέρους του μεταχείρισιν του Σερβέτου και μερικοί από τους φίλους του κατέκριναν την αυστηρότητα της καταδίκης ως ενθαρρύνουσαυ τους καθολικούς της Γαλλίας να εφαρμόζουν την θανατικήν ποινήν ευαντίον των Ουγενότων. Φαίνεται, ότι αι τοιαύται επικρίσεις είχον λάβει ευρείαν έκτασιν, διότι τον Φεβρουάριον του 1554, ο Καλβίνος εξέδωσε μίαν «Defensio Orthodoxae fidei de sacra Trinitate contra prodigiosos errores Michaelis Serveti». Εάν, υπεστήριζε, πιστεύωμεν εις την θεοπνευστίαν της Βίβλου, τότε γνωρίζομεν την αλήθειαν και όλοι όσοι αντιτίθενται εις αυτήν είναι εχθροί και βλάσφημοι του Θεού. Επειδή το αδίκημά των είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερον από οιονδήποτε άλλο έγκλημα, η πολιτική εξουσία πρέπει να τιμωρή τους αιρετικούς ως χειροτέρους από τους δολοφόνους· διότι ο δολοφόνος φονεύει απλώς το σώμα, ενώ η αίρεσις, όταν γίνη αποδεκτή, καταδικάζει την ψυχήν εις την αιωνίαν κόλασιν. (Αυτή ήτο ακριβώς και η ρωμαιοκαθολική θέσις). Επί πλέον, ο ίδιος ο Θεός μας έδωσε ρητήν εντολήν να φονεύωμεν τους αιρετικούς, να πατάσσωμεν δια του ξίφους πάσαν πόλιν, η οποία εγκαταλείπει την λατρείαν της αληθούς πίστεως, η οποία απεκαλύφθη υπ' Αυτού. Ο Καλβίνος ανέφερε τα απάνθρωπα διατάγματα του Δευτερονομίου ιγ', 5-15· ιζ', 2-5· της Εξόδου κβ', 20 και του Λευϊτικού κδ', 16 και στηριζόμενος εις αυτά υπεστήριζε με πράγματι φλογεράν ευγλωττίαν:
«Οιοσδήποτε θα ίσχυρισθῆ ὃτι ἔγινεν ἀδικία εἰς τούς αἱρετικούς καί τούς βλασφήμους μέ τήν τιμωρίαν των, γίνεται ὁ ἴδιος συνένοχος τοῦ εγκλήματός των... Δέν πρόκειται ἐδῶ περί ἀνθρωπίνης ἐξουσίας· εἶναι ὁ Θεός ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ καί εἶναι φανερόν ποῖον νόμον θά ἐτήρει εἰς τήν Ἐκκλησίαν μέχρις ἀκόμη τῆς συντελείας τοῦ κόσμου. Διά ποῖον λοιπόν λόγον ἀπαιτεῖ ἀπό ἡμᾶς τόσον ἄκραν αὐστηρότητα, ἐάν δέν εἶναι διά νά μας δείξη ὅτι δέν ἀπονέμεται ἡ πρέπουσα τιμή εἰς Αὐτόν ἐφ' ὅσον δέν θέτωμεν τήν ὑπηρεσίαν Του ὑπεράνω πάσης ἀνθρωπίνης σκέψεως, ὡστε νά μή φειδώμεθα οὔτε συγγενῶν πάσης φύσεως καί νά λησμονῶμεν πάντα ἀνθρωπισμόν, ὅταν θά πρόκειται νά πολεμήσωμεν διά τήν δόξαν Του»; 76
Ο Καλβίνος κατέληξεν εις ηπιώτερα συμπεράσματα, συμβουλεύσας έλεος προς εκείνους, των οποίων αι αιρέσεις δεν είναι βασικαί ή ωφείλοντο σαφώς εις αμάθειαν ή αδυναμίαν του πνεύματος. Αλλ' ενώ κατά γενικόν κανόνα παρεδέχετο τον απόστολον Παύλον ως οδηγόν του, ηρνείτο να χρησιμοποιήση το σύστημα του Παύλου να κηρύττη τον παλαιόν νόμον ακυρούμενον από τον νέον. Πράγματι, η θεοκρατία, την οποίαν εφαίνετο ότι είχεν ιδρύσει, θα είχε καταρρεύσει εις αταξίαν, εάν επετρέπετο η δημοσία ανάπτυξις των διαφορών ως προς την πίστιν.
Τι είχεν απογίνει, εν τω μεταξύ, το ερασμιακόν πνεύμα της ανε- κτικότητος ; Ο Έρασμος υπήρξεν ανεκτικός, διότι δεν ήτο βέβαιος. Ο Λούθηρος και ο Μελάγχθων εγκατέλειπον την ανεκτικότητα εφ' όσον επροχώρουν προς την βεβαιότητα· ο Καλβίνος, μ μοιραίαν πρωιμότητα, υπήρξε βέβαιος σχεδόν από του εικοστού έτους της ηλικίας του. Ολίγοι ουμανισταί, οι οποίοι είχον σπουδάσει την κλασσικήν σκέψιν και δεν είχον επιστρέψει έντρομοι εις τους κόλπους της καθολικής εκκλησίας, από αηδίαν προς την βιαιότητα των θεολογικών ερίδων, εξηκολούθουν να συνιστούν διστακτικώς ότι η βεβαιότης εις την θρησκείαν και την φιλοσοφίαν είναι ανεπίτευκτος και ότι κατά συνέπειαν οι θεολόγοι και οι φιλόσοφοι δεν θα έπρεπε να φονεύουν.
Ο ουμανιστής, ο οποίος ωμίλησε σαφέστερον περί ανεκτικότητος εν μέσω της συρράξεως των βεβαιοτήτων υπήρξεν επί ένα διάστημα ένας εκ των στενωτέρων φίλων του Καλβίνου. Ο Σεβαστιανός Καστέλλιο, γεννηθείς εις τον γαλλικόν Ιούραν το 1515, εσπούδασε λατινικά, ελληνικά και εβραϊκά, εδίδαξεν ελληνικά εις την Λυών, έζησε μαζί με τον Καλβίνον εις το Στρασβούργον, διωρίσθη υπ' αυτού πρύτανις της λατινικής σχολής εις την Γενεύην (1541) και ήρχισεν εκεί την μετάφρασιν ολοκλήρου της Βίβλου εις κικερώνεια λατινικά. Ενώ εθαύμαζε τον Καλβίνον ως άνθρωπον, απηχθάνετο το δόγμα του προορισμού και ηγανάκτει υπό την νέαν πειθαρχίαν του σώματος και του πνεύματος. Το 1544, κατηγόρησε τους ιερείς της Γενεύης δι' αδιαλλαξίαν, ακολασίαν και μέθην. Ο Καλβίνος παρεπονέθη εις το συμβούλιον. Ο Καστέλλιο ευρέθη ένοχος συκοφαντίας και εξωρίσθη (1544). Επί εννέα έτη έζησεν εις μεγάλην πενίαν, προστατεύων πολυμελή οικογένειαν και εργαζόμενος την νύκτα δια την έκδοσιν των Γραφών. Την ετελείωσε το 1551. Κατόπιν, κινούμενος από τον πόθον δια τον ήρεμον μόχθον της λογιότητος, ήρχισε πάλιν από τό α', 1 της Γενέσεως και μετέφρασε την Βίβλον εις την γαλλικήν. Τελικώς (1553) επέτυχε μίαν καθηγεσίαν της ελληνικής εις το Πανεπιστήμιον της Βασιλείας. Συνεπάθει τους θεϊστάς, επόθει να βοηθήση τον Σερβέτον και εσκανδαλίσθη δια την εκ μέρους του Καλβίvou υποστήριξιν της εκτελέσεως. Υπό ψευδώνυμα, αυτός και ο Καίλιος Κούριο εδημοσίευσαν (Μάρτιος 1554) το πρώτον νεώτερον κλασσικόν έργον περί της ανεκτικότητος: «De haereticis an sint persequendi» (Εάν οι αιρετικοί πρέπει να διώκωνται).
Το κύριον σώμα του βιβλίου ήτο μια ανθολογία, συλλεγείσα από τον Κούριο, χριστιανικών εκκλήσεων προς ανεκτικότητα, από του Λακταντίου και του Ιερωνύμου μέχρι του Εράσμου, του Λουθήρου εις τα πρώτα του έργα και αυτύ του Καλβίνου. Ο Καστέλλιο συνεισέφερε τα επιχειρήματα εις τον πρόλογον και τον επίλογον. Επί εκατοντάδας ετών, ετόνιζεν, οι άνθρωποι συνεζήτουν την ελευθέραν βούλησιν, τον προορισμόν, τον παράδεισον και την κόλασιν, τον Χριστόν και την Τριάδα και άλλα δύσκολα θέματα· εις ουδεμίαν συμφωνίαν κατέληξαν πιθανόν να μη καταλήξουν ποτέ. Αλλά και δεν είναι αναγκαία τοιαύτη συμφωνία, είπεν ο Καστέλλιο. Αι συζητήσεις αυταί δεν κάμνουν τους ανθρώπους καλυτέρους· εκείνο το οποίον χρειαζόμεθα είναι να μεταφέρωμεν το πνεύμα του Χριστού εις την καθημερινήν ζωήν μας, να τρέφωμεν τους πτωχούς, να βοηθώμεν τους ασθενείς και να αγαπώμεν ακόμη και τους εχθρούς μας. Του εφαίνετο γελοίον ότι όλαι αι νέαι αιρέσεις, όπως και η παλαιά Εκκλησία, ισχυρίζονται ότι κατέχουν την απόλυτον αλήθειαν και καθιστούν τας πίστεις των υποχρεωτικάς εις εκείνους, επί των οποίων διαθέτουν φυσικήν ισχύν. Αποτέλεσμα τούτου είναι ότι ένας άνθρωπος θεωρείται ως έχων ορθήν πίστιν όταν ευρίσκεται εις μίαν πόλιν και γίνεται αιρετικός μόλις εισέλθη εις μίαν άλλην θα πρέπει να αλλάζη την θρησκείαν του εις τα σύνορα, όπως κάμνει με τα χρήματά του. Είναι δυνατόν να φαντασθώμεν τον Χριστόν να διατάσση να καή ένας άνθρωπος ζων διότι υποστηρίζει το βάπτισμα των ενηλίκων ; Οι μωσαϊκοί νόμοι, οι οποίοι απήτουν τον θάνατον των αιρετικών, αντικατεστάθησαν από τον νόμον του Χριστού, ο οποίος είναι νόμος ελέους και όχι δεσποτισμού και τρομοκρατίας. Εάν ένας άνθρωπος αρνήται την μετά θάνατον ζωήν και απορρίπτη πάντα νόμον, δύναται (λέγει ο Καστέλλιο) να εξαναγκασθή δικαίως εις σιωπήν από τον δικαστήν, όχι όμως και να φονευθή. Επί πλέον (εσκέπτετο) η καταδίωξις των πεποιθήσεων είναι ματαία: το μαρτύριον δια μίαν ιδέαν διαδίδει την ιδέαν πολύ ταχύτερον από ό,τι θα έπραπεν ο μάρτυς εάν του επετρέπετο να ζήση. Οποία τραγωδία (κατέληγεν), ότι εκείνοι οι οποίοι μόλις εσχάτως είχον απελευθερωθή από την τρομεράν Ιεράν Εξέτασιν, επρόκειτο τόσον συντόμως να μιμηθούν την τυραννίαν της, επρόκειτο τόσον συντόμως να ωθήσουν τούς ανθρώπους εις κιμμέριον σκότος μετά μίαν τάσον ευχάριστον αυγήν ! 77
Γνωρίζων τα αισθήματα του Καστέλλιο, ο Καλβίνος ανεγνώρισεν αμέσως την χείρα του εις το «De haereticis». Ανέθεσε το έργον της απαντήσεως προς αυτό, εις τον λαμπρότερον εκ των μαθητών του, τον Θεόδωρον ντε Μπέσζ ή Μπέζ ή Μπέζα. Γεννηθείς εις το Βεζελαί από αρι- στοκρατικήν οικογένειαν, ο Θεόδωρος εσπούδασε νομικά εις την Ορλεάνην και την Μπούρζ, ήσκησε το νομικόν επάγγελμα επιτυχώς εις τους Παρισίους, έγραψε λατινικά ποιήματα, έθελξε πολλάς γυναίκας με το πυεύμα του, ακόμη περισσοτέρας με την ευπορίαν του, έζησεν ένα εύθυμον βίον, ενυμφεύθη, ησθένησεν επικινδύνως, υπέστη ένα προσηλυτισμόν εις την κλίνην της ασθενείας του αντίθετον προς τον του Λοϋόλα, ησπάσθη τον προτεσταντισμόν, έφυγεν εις Γενεύην, παρουσιάσθη εις τον Καλβίνον και έγινε καθηγητής της ελληνικής εις το Πανεπιστήμιον της Λωζάννης. Είναι άξιον προσοχής το ότι ένας προτεστάντης πρόσφυξ από την καταδιώκουσαν τους Ουγενότους Γαλλίαν, ανέλαβε να υποστηρίξη την καταδίωξιν. Το έπραξε με την δεξιοτεχνίαν ενός δικηγόρου και την αφοσίωσιν ενός φίλου. Τον Σεπτέμβριον του 1554 εξέδωσε το έργον του «De haereticis a civili magistratu puniendis libellus» (Βιβλιάριον περί του καθήκοντος των πολιτικών δικαστών να τιμωρούν τους αιρετικούς). Ετόνισε πάλιν ότι η θρησκευτική ανεκτικότης είναι αδύνατος δι' εκείνον ο οποίος παραδέχεται την θείαν έμπνευσιν των Γραφών. Αλλά εάν απορρίψωμεν την Βίβλον ως λόγον του Θεού, επί ποίας βάσεως θα οικοδομήσωμεν την θρησκευτικήν πίστιν, η οποία είναι τόσον φανερώς απαραίτητος— αν λάβωμεν υπ'όψει την φυσικήν κακίαν των ανθρώπων— δια την ηθικήν συγκράτησιν, την κοινωνικήν τάξιν και τον πολιτισμόν; Τίποτε δεν θα απέμενε τότε παρά χαώδης αμφιβολία η οποία θα αποσυνέθετε τον χριστιανισμόν. Δι' ένα ειλικρινώς πιστεύοντα εις την Βίβλον δύναται να υπάρχη μόνον μια θρησκεία. Όλαι αι άλλαι πρέπει να είναι ψευδείς ή ατελείς. Ναι, η Καινή Διαθήκη κηρύττει ένα νόμον αγάπης αλλά δεν μας απαλλάσσει από την τιμωρίαν των κλεπτών και των φονέων κατά ποίον λοιπόν τρόπον μας εξουσιοδοτεί να οικτίρωμεν τους αιρετικούς;
Ο Καστέλλιο επανήλθεν εις τον αγώνα με μίαν πραγματείαν «Contra libellum Calvini» αλλ' αυτή παρέμεινεν αδημοσίευτος επί μισόν αιώνα. Εις ένα άλλο χειρόγραφον «De arte dubitandi» επρόλαβε τον Καρτέσιον καταστήσας την «τέχνην τῆς ἀμφιβολίας» το πρώτον βήμα προς αναζήτησιν της αληθείας. Εις «Τέσσαρας διάλογους» (1578) υπερήσπισε την ελευθέραν βούλησιν και την δυνατότητα της οικουμενικής σωτηρίας. Το 1562 εις το έργον του «Conseil a la France desolee» απηυθύνθη ματαίως προς ρωμαιοκαθολικούς και προτεστάντας να σταματήσουν τους εμφυλίους πολέμους, οι οποίοι ηρήμωνον την Γαλλίαν και να επιτρέψουν εις πάντα πιστεύοντα εις τον Χριστόν «νά ὑπηρετῆ τόν Θεόν ὄχι συμφώνως πρός τήν πίστιν ἄλλων ἀνθρώπων ἀλλά πρός τήν ἰδικήν του».78 Κανείς σχεδόν δεν έδωσε σημασίαν εις μίαν φωνήν τόσον παράτονον πρός την εποχήν. Ο Καστέλλιο απέθανε πτωχός εις ηλικίαν 48 ετών (1563). Ο Καλβίνος εκήρυξε τον πρόωρον θάνατον του ως δικαίαν κρίσιν ενός δικαίου Θεού.
VIII. Ο ΚΑΛΒΙΝΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΟΥΣ: 1554 - 64
Ισως ο Καλβίνος να εγνώριζε την μυστικήν κλίσιν του Καστέλλιο προς τον θεϊσμόν (πίστιν εις Θεόν όχι τρισυπόστατον και κατά συνέπειαν απάρνησιν της θεότητος του Χριστού) και δύναται να συγχωρηθή ότι είδεν εις την βασικήν αυτήν αμφιβολίαν την αρχήν του τέλους του χριστιανισμού. Εφοβείτο αυτήν την αίρεσιν ακόμη περισσότερον διότι την εύρεν εντός αυτής ταύτης της Γενεύης και προ παντός μεταξύ των προτεσταντών· φυγάδων εξ Ιταλίας. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έβλεπον να υπάρχη νόημα εις την αντικατάστασιν της ακατανοήτου μετουσιώσεως δια του ακατανοήτου προορισμού· η ανταρσία των προσέβαλλε την βασικήν προϋπόθεσιν του χριστιανισμού, ότι ο Χριστός ήτο ο Υιός του Θεού. Ο Ματθαίος Γκριμπάλντι, καθηγητής της νομικής εις την Πάδουαν, είχε μίαν θερινήν οικίαν πλησίον της Γενεύης. Κατά την διάρκειαν της δίκης του Σερβέτου ωμίλησε τολμηρώς εναντίον της πολιτικής τιμωρίας δια θρησκευτικάς γνώμας και υπεστήριξεν ελευθερίαν λατρείας δι' όλους. Κληθείς ενώπιον του συμβουλίου, εξωρίσθη ως ύποπτος δια θεϊσμόν (1559). Επέτυχε τον διορισμόν του ως καθηγητού του δικαίου εις το Πανεπιστήμιον της Τυβίγγης. Ο Καλβίνος έστειλεν εκεί πληροφορίας περί των αμφιβολιών του Γκριμπάλντι· το Πανεπιστήμιον τον επίεσε να υπογράψη μίαν ομολογίαν πίστεως εις την Τριάδα· αντί τούτου, ο Γκριμπάλντι κατέφυγεν εις την Βέρνην, όπου απέθανεν από την πανώλην το 1564. Ο Γεώργιος Μπλαντράτα, Ιταλός ιατρός εγκατεστημένος εις την Γενεύην, εκλήθη ενώπιον του συμβουλίου κατηγορούμενος ότι ημφεσβήτει την θεότητα του Χριστού. Κατέφυγεν εις την Πολωνίαν όπου εύρε κάποιαν ανοχήν δια την αίρεσίν του. Ο Βαλεντίνος Τζεντίλε εκ Καλαβρίας, εξέφρασεν απροκαλύπτως θεϊστικάς ιδέας εις την Γενεύην, ερρίφθη εις τας φυλακάς, κατεδικάσθη εις θάνατον (1557), απηρνήθη, αφέθη ελεύθερος, μετέβη εις την Λυών, συνελήφθη από τας ρωμαιοκαθολικάς αρχάς αλλ' απελύθη κατόπιν της διαβεβαιώσεώς του ότι το κυριώτερον ενδιαφέρον του ήτο να αντικρούση τον Καλβίνον. Συνήντησε τον Μπλαντράτα εις την Πολωνίαν, επέστρεψεν εις την Ελβετίαν, συνελήφθη από τας αρχάς της Βέρνης, κατεδικάσθη δι' επιορκίαν και αίρεσιν και απεκεφαλίσθη (1566).
Εν μέσω των αγώνων τούτων δια τον Κύριον, ο Καλβίνος εξηκολούθει να ζη με απλότητα και να κυβερνά την Γενεύην με την δύναμιν μιας προσωπικότητος ωπλισμένης με τας πλάνας των οπαδών του. Η θέσις του καθίστατο ισχυροτέρα εφ’ όσον τα έτη της επέτρεπον να σταθεροποιήται. Η μόνη του αδυναμία ήτο φυσική. Πονοκέφαλοι, άσθμα, δυσπεψία, λίθοι, αρθρίτις και πυρετός εταλαιπώρουν και αδυνάτιζον το σώμα του και έκαμαν το πρόσωπόν του να εκφράζη μονίμως αυστηρότητα και ζοφερότητα. Μία μακρά ασθένεια 1558-59 τον άφησε χωλόν και εξησθενημένον με επανειλημμένας αιμορραγίας των πνευμόνων. Από τότε ήτο ηναγκασμένος να παραμένη κλινήρης το μεγαλύτερον μέρος του χρόνου του· εν τούτοις εξηκολούθει να μελετά, να διευθύνη και να κηρύττη έστω και εάν έπρεπε να μεταφερθή εις την εκκλησίαν επί φορείου. Την 24ην Απριλίου 1564 έκαμε την διαθήκην του, πλήρης εμπιστοσύνης δια την εκλογήν του εις την αιωνίαν δόξαν. Την 26ην οι σύνδικοι και το συμβουλίον ήλθον παρά την κλίνην του· τους εζήτησε συγγνώμην δια τας εκρήξεις της οργής του και τους παρεκάλεσε να παραμείνουν σταθερώς εις το καθαρόν δόγμα της Μεταρρυθμισθείσης Εκκλησίας. Ο Φαρέλ, ογδοηκοντούτης ήδη, ήλθεν από το Neucbatel να του ευχηθή εις το επανιδείν. Μετά πολλάς ημέρας προσευχών και πόνων, ο Καλβίνος εύρε την ειρήνην (27 Μαΐου 1564).
Η επιρροή του υπήρξεν ακόμη μεγαλυτέρα της του Λουθήρου, αλλ' αυτός εβάδισεν εις ένα δρόμον, τον οποίον είχεν ανοίξει ο Λούθηρος. Ο Λούθηρος είχε προστατεύσει την νέαν του εκκλησίαν καλέσας τον γερμανικόν εθνικισμόν εις βοήθειάν του. Η ενέργεια αυτή ήτο αναγκαία αλλά συνέδεσε τον λουθηρανισμόν με την τευτονικήν φυλήν. Ο Καλβίνος ηγάπα την Γαλλίαν και εμόχθει δια να προαγάγη την ουγενοτικήν υπόθεσιν αλλά δεν ήτο εθνικιστής· η θρησκεία ήτο η πατρίς του. Και τοιουτοτρόπως η θεωρία του, έστω και τροποποιημένη, ενέπνευσε τον προτεσταντισμόν της Ελβετίας, της Γαλλίας, της Σκωτίας και της Αμερικής και κατέκτησεν ευρείς τομείς προτεσταντισμού εις την Ουγγαρίαν, την Πολωνίαν, την Γερμανίαν, την Ολλανδίαν και την Αγγλίαν. Ο Καλβίνος έδωσεν εις τον προτεσταντισμόν εις πολλάς χώρας μίαν οργάνωσιν, εμπιστοσύνην και υπερηφάνειαν, τα οποία του επέτρεψαν να επιζήση πολλών δοκιμασιών.
Ένα έτος προ του θανάτου του, ο μαθητής του Ολεβιάνος συνειργάσθη με τον μαθητήν του Μελάγχθονος Ουρσίνον δια την σύνταξιν της Κατηχήσεως της Χαϊδελβέργης, η οποία κατέστη η παραδεδεγμένη έκφρασις της Μεταρρυθμισμένης πίστεως εις την Γερμανίαν και την Ολλανδίαν. Ο Μπέζ και ο Μπούλλινγκερ συνεβίβασαν τας ομολογίας του Καλβίνου και του Ζβιγγλίου εις την Δευτέραν Ελβετικήν Ομολογίαν (1566) η οποία κατέστη αυθεντική δια τας μεταρρυθμισμένας εκκλησίας εις την Ελβετίαν και την Γαλλίαν. Εις αυτήν την Γενεύην, το έργον του Καλβίνου συνεχίσθη με ικανότητα από τον Μπεζ. Αλλά με τον καιρόν, οι αρχηγοί των επιχειρήσεων, οι οποίοι ήλεγχον τα συμβούλια, αντέστησαν διαρκώς επιτυχέστερον εις τας προσπαθείας του κονσιστορίου και της Σεβασμίας Εταιρείας να επιβάλουν ηθικούς περιορισμούς εις τας οικονομικάς επιχειρήσεις. Μετά τον θάνατον του Μπέζ (1608) οι πρίγκιπες του εμπορίου εσταθεροποίησαν την υπεροχήν των και η Εκκλησία της Γενεύης έχασε τα ηγετικά της προνόμια επί μη θρησκευτικών υποθέσεων, τα οποία είχεν επιτύχει ο Καλβίνος υπέρ αυτής. Κατά τον δέκατον όγδοον αιώνα η επίδρασις του Βολταίρου εμετρίασε την καλβινιστικήν παράδοσιν και έθεσε τέρμα εις την επικράτησιν μιας πουριτανικής ηθικής εις τον λαόν. Ο ρωμαιοκαθολικισμός ηγωνίσθη με υπομονήν να ανακτήση μίαν θέσιν εις την πόλιν. Προσέφερεν ένα χριστιανισμόν χωρίς ζοφερότητα και μίαν ηθικήν χωρίς αυστηρότητα. Το 1954 ο λαός ήτο κατά τα 42% καθολικός και κατά 47% προτεσταντικός.78 Αλλά ο πλέον επιβλητικόν κατασκεύασμα των ανθρώπων εις την Γενεύην είναι το ευγενές «Μνημείον της Μεταρρυθμίσεως» το οποίον εκτεινόμενον κατά μήκος του τοίχου ενός πάρκου, εξυμνεί τας νίκας του προτεσταντισμού και υψώνει εις το κέντρον του τας ισχυράς μορφάς του Φαρέλ, του Καλβίνου, του Μπέζ και του Κνόξ.
Εν τω μεταξύ η τραχεία θεοκρατία του Καλβίνου παρήγαγε δημοκρατικά άνθη. Η προσπάθεια των καλβινιστών ηγετών να παράσχουν σχολικήν εκπαίδευσιν εις όλους και να τους εγχαράξουν πειθαρχημένους χαρακτήρας, εβοήθησε τους ρωμαλέους αστούς της Ολλανδίας εις το να εκδιώξουν την ξενικήν δικτατορίαν της Ισπανίας και ενίσχυσε την επανάστασιν των ευγενών και του κλήρου εις την Σκωτίαν εναντίον μιας θελκτικής αλλ' αυταρχικής βασιλίσσης. Ο στωικισμός μιας τραχείας πίστεως διεμόρφωσε τας ισχυράς ψυχάς των Σκώτων Κοβενάντερ, των Άγγλων και των Ολλανδών πουριτανών, των προσφύγων της Νέας Αγγλίας. Εστερέωσε την καρδίαν του Κρόμγουελ, ωδήγησε τον κάλαμον του τυφλού Μίλτωνος και συνέτριψε την ισχύν των οπισθοδρομικών Στούαρτ. Ενεθάρρυνε γενναίους και αδιστάκτους άνδρας να κερδίσουν μίαν ήπειρον και να διαδώσουν την βάσιν της εκπαιδεύσεως και της αυτοκυβερνήσεως έως ότου όλοι δυνηθούν να είναι ελεύθεροι. Άνθρωποι, οι οποίοι εξέλεγον τους πάστοράς των εντός ολίγου απήτησαν να εκλέξουν τους κυβερνήτας των και αι αυτοδιοικούμεναι ενορίαι κατέστησαν αυτοδιοικούμεναι κοινότητες. Η ιδέα της θείας επιλογής εδικαιώθη εις την ανακάλυψιν της Αμερικής.
Όταν το καθήκον της αυτό ετελείωσεν, η θεωρία του προορισμού επέρασεν εις τα μετόπισθεν της προτεσταντικής πίστεως. Εφ' όσον η κοινωνική τάξις επανήρχετο εις την Ευρώπην μετά τον Τριακονταετή Πόλεμον, εις τήν Αγγλίαν μετά τας επαναστάσεις του 1642 και του 1689, εις την Αμερικήν μετά το 1793, η υπερηφάνεια της θείας επιλογής μετεβλήθη εις την υπερηφάνειαν της εργασίας και της τελειοποιήσεως· οι άνθρωποι ησθάνοντο τους εαυτούς των ισχυροτέρους και ασφαλεστέρους· ο φόβος εμειώθη και η τρομοκρατημένη σκληρότης, η οποία εγέννησε τον Θεόν του Καλβίνου παρεχώρησε την θέσιν της εις μίαν πλέον ανθρωπιστικήν άποψιν, η οποία επέβαλε μίαν αναθεώρησιν της αντιλήψεως περί θεότητος. Την μίαν δεκαετηρίδα μετά την άλλην, αι εκκλησίαι αι οποίαι είχον λάβει την κατεύθυνσίν των από τον Καλβίνον, απέρριψαν τα τραχύτερα στοιχεία της πίστεώς του. Θεολόγοι ετόλμησαν να πιστεύσουν ότι όσοι απέθνησκον εις βρεφικήν ηλικίαν ηδύναντο να σωθούν και ένας σεβάσμιος ιερωμένος διεκήρυξε, χωρίς να προκαλέση αναταραχήν, ότι «ο αριθμός εκείνων οι οποίοι τελικώς θα χαθούν θα είναι ασήμαντος».80 Είμεθα ευγνώμονες διότι καθησυχάζομεν κατ' αυτόν τον τρόπον και θα συμφωνήσωμεν ότι ακόμη και η πλάνη ζη διότι εξυπηρετεί κάποιαν ζωτικήν ανάγκην. Αλλά θα δυσκολευθώμεν πάντοτε να αγαπήσωμεν τον άνθρωπον, ο οποίος εσκότισε την ανθρωπίνην ψυχήν με την πλέον παράλογον και βλάσφημον αντίληψιν περί Θεού, εις όλην την μακράν και έντιμον ιστορίαν της ανοησίας.
(Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού Will Durant, τόμος ΣΤ΄ σελ. 534-569 εκδόσεις Αφοί Συρόπουλοι 1970)