ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.


(Ιωάννου Καραβιδόπουλου,Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, εκδ.Πουρναρα, σελ.509-514).

Επίλογος του ευαγγελίου: Οι εμφανίσεις του Αναστημένου Χριστού 16, 9-20.
Πολλοί ερμηνευτές από τους πρώτους ήδη αιώνες αναρωτιούνται: Ποιό είναι το αρχικό τέλος του ευαγγελίου; Το «εφοβούντο γαρ» [ότι είναι δυνατόν να τελειώνει το ευαγγέλιο με το «γαρ», έδειξαν διάφοροι ερευνητές προσάγοντας παραδείγματα από την αρχαία ελληνική φιλολογία· βλ. π.χ. Πλωτίνου,Εννεάδες 32 (V,5): «τελειότατον γαρ»· και Μουσονίου Ρούφου, Tractatus 12: «γνώριμον γαρ». Τα παραδείγματα είναι από το άρθρο του F.W. van Horst, “Can a book end with γαρ? Note on Mark. 16,8” JTS 1972,121-124. Ο Lane προσάγει παράδειγμα και από την πρόσφατη δημοσίευση της κωμωδίας του Μενάνδρου, Δύσκολος, 437: «ναι μα τον Δία, το γουν πρόβατον μικρού τέθνηκε γαρ»] του στιχ. 8;

Πράγματι στο σημείο αυτό τελειώνει το ευαγγέλιο στους δύο μεγάλους αρχαίους κώδικες του 4ου αιώνα, το Σιναϊτικό (Σιν) και το Βατικανό (Β),  επίσης στο μικρογράμματο χειρόγραφο 304 (του 12ου αι.), στη συριακή σιναϊτική μετάφραση και στα περισσότερα χειρόγραφα της αρμενικής μετάφρασης. Από τους εκκλ. συγγραφείς και πατέρες άλλοι παραδίδουν την πληροφορία ότι τα χειρόγραφα του ευαγγελίου που γνωρίζουν τελειώνουν στο «εφοβούντο γαρ» και άλλοι ότι περιέχουν και στους στίχους από το «Αναστάς δε πρωί…» ως το «επακολουθούντων σημείων» (δηλ. τους στιχ. 9-20).
Έτσι π.χ. ο Ευσέβιος Καισαρείας γράφει: «Τα γουν ακριβή των αντιγράφων το τέλος περιγράφει της κατά Μάρκον ιστορίας εν τοις λόγοις του οφθέντος νεανίσκου ταις γυναιξί και ειρηκότος αυταίς μη φοβείσθαι… και ακούσασαι έφυγον και ουδενί ουδέν είπον· εφοβούντο γαρ. Εν τούτω γαρ σχεδόν εν άπασι τοις αντιγράφοις του κατά Μάρκον ευαγγελίου περιγέγραπται το τέλος» (Προς Μαρίνον α ΒΕΠ. 23,328). Επίσης και ο Γρηγόριος Νύσσης: «Εν μεν τοις ακριβεστέροις αντιγράφοις το κατά Μάρκον ευαγγέλιον μέχρι του εφοβούντο γαρ έχει το τέλος» (Εις το άγιον Πάσχα Λόγ. Β 9,PG 46,644-645).

Από την άλλη μεριά όμως ο Βίκτωρ πρεσβύτερος Αντιοχείας γράφει στο τέλος της ερμηνείας του τα εξής: «Ει δε και το «αναστάς πρωί» μετά τα επιφερόμενα παρά πλείστοις αντιγράφοις ου κείνται εν τω παρόντι ευαγγελίω, ως νόθα νομίσαντες αυτά είναι, αλλ’ ήμείς εξ ακριβών αντιγράφων εν πλείστοις ευρόντες αυτά και κατά το Παλαιστινιαίον ευαγγέλιον, ως έχει η αλήθεια Μάρκου, συντεθείκαμεν, και την εν αυτώ επιφερόμενην δεσποτικήν ανάστασιν, μετά το εφοβούντο γαρ… μέχρι του «δια των επακολουθούντων σημείων. Αμήν». Αργότερα ο Ζιγαβηνός παρόλο που γνωρίζει την άποψη ότι η περικοπή είναι «προσθήκη μεταγενεστέρα» ωστόσο την ερμηνεύει: «φασί δε τινες των εξηγητών ενταύθα συμπληρούσθαι το κατά Μάρκον ευαγγέλιον· τα δε εφεξής προσθήκην είναι μεταγενεστέραν. Χρη δε και ταύτην ερμηνεύσαι, μηδέν τη αληθεία λυμαινομένην».
Οι παραπάνω πατερικές μαρτυρίες δείχνουν ότι το ερώτημα περί του τέλους του ευαγγελίου είχε αντιμετωπισθεί ήδη κατά τους πρώτους αιώνες·  αυτό μαρτυρούν άλλωστε και οι  προσπάθειες συγγραφής επίλογου σε αρχαία χειρόγραφα. Ένας τέτοιος σύντομος επίλογος είναι ο ακόλουθος: Πάντα δε τα παρηγγελμένα τοις περί τον Πέτρον συντόμως εξήγγειλαν. Μετά δε ταύτα και αυτός ο Ιησούς από ανατολής και άχρι δύσεως εξαπέστειλεν δι΄αυτών το ιερόν και άφθαρτον κήρυγμα της αιωνίου σωτηρίας. αμήν
Έναν ευρύτερο και γνωστότερο επίλογο αποτελούν οι στιχ, 9-20 [Ο σύντομος επίλογος μόνος του μαρτυρείται σε χειρόγραφο της itala· ακολουθούμενος και από τον ευρύτερο των στίχ. 9-20 μαρτυρείται στα χειρόγραφα L,Ψ,099,0112,274,579,I 602, και σε μερικές αρχαίες μεταφράσεις. Ο ευρύτερος επίλογος (στιχ. 9-20) μόνος του μαρτυρείται στα A,C,D,K,(W),X,Δ,Θ,Π,f 13,28,33,565,700 κ.α., στα βυζαντινά μικρογράμματα, σε Εκλογάδια, στη Vulgata και σε αρχαίες μεταφράσεις· επίσης στους Ιουστίνο, Ειρηναίο, Τατιανό (Διατεσσάρων(, Δίδυμο] που στις νεώτερες κριτικές εκδόσεις τοποθετούνται μέσα σε αγκύλες.
Οι σύγχρονοι ερμηνευτές επισημαίνουν, πέρα από τη διαφοροποίηση της χειρόγραφης παράδοσης, και τα εξής: α) Το διαφορετικό λεξιλόγιο των στίχων αυτών που είναι άγνωστο στο υπόλοιπο σώμα του ευαγγελίου. (π.χ. απιστώ, βεβαιώ, βλάπτω, επακολουθώ, θανάσιμος, θεώμαι, μετά ταύτα κλπ)· β) τη διαπίστωση ότι οι άλλοι δύο Συνοπτικοί ευαγγελιστές ακολουθούν τον Μάρκο στη διήγηση του πάθους και της ανάστασης ως το 16, 8 ενώ μετά από το στίχο αυτό ακολουθούν όχι από κοινού αλλ΄ο καθένας ξεχωριστά άλλη σειρά στις αφηγήσεις του για τις εμφανίσεις του Αναστημένου Χριστού· γ) το γεγονός ότι  οι στίχοι αυτοί αποτελούν σύνοψη όλων των άλλων ευαγγελικών διηγήσεων για τις εμφανίσεις του Αναστημένου Χριστού.
Επίσης συζητούν οι σύγχρονοι ερμηνευτές το θέμα του συγγραφέα των στιχ. 9-20.

Ορισμένοι αποδίδουν τη συγγραφή του τεμαχίου αυτού στον Αριστίωνα τον οποίο αναφέρει ο Παπίας, επίσκοπος στην Ιεράπολη (Ευσεβίου Εκκλ.Ιστ. Γ 39,ΒΕΠ 19,280), και τούτο γιατί σε αρμενικό χειρόγραφο του έτους 989 υπάρχει η πληροφορία, πιθανώς μεταγενέστερη από την εποχή του χειρογράφου, ότι οι στίχοι αυτοί προέρχονται από κάποιον Αρίστωνα. Έτσι, ορισμένοι ταύτισαν τον Αρίστωνα με τον Αριστίωνα του Παπία (Τρεμπέλας, Β. Ιωαννίδης (Εισαγωγή εις την Κ.Δ. 1960,83)· προς την άποψη αυτή κλίνει και ο Grundmann). Ελάχιστοι πιστεύουν ότι ο ίδιος o ευαγγελιστής μεταγενεστέρως πρόσθεσε αυτόν τον επίλογο στο κείμενό του (X. Παπαϊωάννου,169-179· βλ. κριτική της άποψης του Παπαϊωάννου με τα αρχικά Σ.Ε. στη Θεολογία 2(1924),297-306), ενώ άλλοι τον αποδίδουν αορίστως σε μαθητή του Κυρίου με αναγνωρισμένο κύρος (Lagrange, κ.α.), και άλλοι, τέλος δεν προσδιορίζουν εγγύτερα το συγγραφέα αρκούμενοι στην άποψη ότι είναι διαφορετικό του ευαγγελιστή πρόσωπο (Lane,Schmid,Schweizer,Branscomb κ.α. Δες και W.Farmer,The Last Twelve Verses of Mark, 83 ε).
Λαμβάνοντες υπόψη τις μαρτυρίες των χειρογράφων, τα σχόλια των ερμηνευτών εκκλ. συγγραφέων και πατέρων, καθώς και τις απόψεις των συγχρόνων ερμηνευτών παρατηρούμε τα εξής:
α) Δεν έχει αμφισβητηθεί από κανένα – και δεν είναι άλλωστε δυνατό να αμφισβητηθεί – η κανονικότητα των στιχ. 9-20, το γεγονός δηλαδή ότι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ευαγγελίου και συνεπώς του κανόνα της Κ.Δ. αφού μαρτυρούνται ήδη από το 2ον αιώνα στους Ιουστίνο, Τατιανό, και Ειρηναίο (Βλ. Ειρηναίου, Έλεγχος Γ 10,6 PG 7,879. Ιουστίνου,Α Απολογία 45,5. ΒΕΠ 3,185. Τατιανού,Διατεσσάρων…..
β) Και αν ακόμα προέρχονται οι στίχοι αυτοί από κάποιον άλλον συγγραφέα, διάφορον του ευαγγελιστή Μάρκου, αποτελούν θεόπνευστο κείμενο της εκκλησίας που περιέχει το μήνυμα της Ανάστασης, όπως το έζησαν και το μετέδωσαν αυτοί στους οποίους εμφανίσθηκε ο Αναστημένος Χριστός.
γ) Είναι ορθή η διαπίστωση ότι οι στίχοι αυτοί αποτελούν σύνθεση και περίληψη όλων των ευαγγελικών διηγήσεων για τις εμφανίσεις του Αναστημένου Χριστού, αποτελούν δηλ. την αρχαιότερη «ευαγγελική αρμονία» (Cassien Besobrasoff,La Pentecote Johannique,1939,28…. Ο Gnilka χαρακτηρίζει τους στίχους 9-20 ως «ένα είδος πασχάλιας κατήχησης για τη διδασκαλία της κοινότητας»). Οι στίχοι 9-11 περιέχουν την εμφάνιση στην Μαρία την Μαγδαληνή (Ιω 20,11-18), οι στιχ. 12-13 την εμφάνιση σε δύο μαθητές που πορεύονται προς Εμμαούς (Λκ 24, 13-35), ο στιχ. 14 την εμφάνιση στους ένδεκα (Λκ 24, 36-49. Ιω 20, 19-23), οι στιχ. 15 ε. την εντολή του Αναστάντος προς τους μαθητές (Μθ 28, 18-20) και τέλος οι στιχ. 19-20 την ανάληψη (Λκ 24, 50-53).

(Ιωάννου Καραβιδόπουλου,Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, εκδ.Πουρναρα, σελ.504-508).
Επίσκεψη των μυροφόρων στον κενό τάφο (Μάρκος 16, 1-8).
Όλα τα ευαγγέλιά μας τελειώνουν με την ανάσταση του Χριστού. Για την ακρίβεια αναφέρουν μαρτυρίες για αυτήν (επίσκεψη στον κενό τάφο, εμφανίσεις του Αναστάντος), χωρίς να περιγράφουν αυτό το ίδιο το γεγονός της Ανάστασης (περιγραφή της Ανάστασης με μυθικά χρώματα και διογκωμένες διαστάσεις δίνει το απόκρυφο Ευαγγέλιον Πέτρου. Βλ. Hennecke-Schneemelcher,Neutestamentliche Apokryphen 1959 I,122.). Δεν είναι δυνατόν να δει κανείς και να περιγράψει την ανάσταση, γιατί αυτή εγκαινιάζει ένα νέο κόσμο, που δεν υπάγεται στην νομοτέλεια του παρόντος κόσμου της φθοράς· την ανάσταση τη βλέπει ο πιστός με τα μάτια της πίστης, και τον Αναστημένο Κύριο τον συναντά στα μυστήρια της εκκλησίας (βλ. Λκ 24,30 όπου οι δύο μαθητές στην Εμμαούς αναγνωρίζουν τον Αναστημένο Χριστό όταν ευλόγησε τον άρτον).
Μετά το πέρας του Σαββάτου και «λίαν πρωί» της πρώτης ημέρας της εβδομάδας, της Κυριακής (η οποία πολύ νωρίς έλαβε το όνομα αυτό καθώς συνάγεται από το χωρίο Αποκ 1,10) έρχονται στο μνήμα τρεις γυναίκες: Μαρία η Μαγδαληνή, Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη, για να αλείψουν με αρώματα το σώμα του ενταφιασθέντος Ιησού (στιχ. 1-2). Ο εγγύτερος προσδιορισμός του χρόνου της επίσκεψης «ανατείλαντος του ηλίου» θεωρείται από πολλούς ερμηνευτές ως μη εναρμονιζόμενος προς το «λίαν πρωί» του ιδίου στίχου, γι΄αυτό και προτάθηκαν οι ακόλουθες λύσεις:
α) Οι γυναίκες ανεχώρησαν μεν «λίαν πρωί», έφθασαν όμως στο μνήμα όταν ανέτειλε ο ήλιος· β) η μνεία της ανατολής του ηλίου έχει θεολογική έννοια: συμβολίζει την εκ του τάφου έγερση και ανατολή του νοητού ηλίου της δικαιοσύνης·

γ) πιθανώς δεν εννοείται εδώ η πλήρης ανατολή του ηλίου αλλά το πριν από αυτή λυκαυγές· δ) οι γυναίκες δεν ήλθαν όλες μαζί αλλά μερικές «λίαν πρωί» και άλλες μετά την ανατολή του ηλίου·

ε) ο κώδικας D και μερικά άλλα χειρόγραφα με τη διόρθωση του «ανατείλαντος» σε «ανατέλλοντος» προσπαθούν να τοποθετήσουν την επίσκεψη νωρίτερα.

Νομίζουμε ότι οι χρονικοί προσδιορισμοί των ευαγγελιστών έχουν κάποια ελαστικότητα, γι΄αυτό και συνοδεύονται πολύ συχνά με τις λέξεις «ως», «ωσεί» κ.λ.π. (βλ. σχόλια στο στιχ. 15,25 όπου γίνεται λόγος για την ώρα της σταύρωσης). Ειδικότερα ο Μάρκος συνηθίζει να προσδιορίζει με ένα δεύτερο όρο το ευρύτερο διάστημα που καλύπτει ο αρχικός χρονικός προσδιορισμός (βλ. π.χ. 1,32 «οψίας δε γενομένης, ότε έδυσεν ο ήλιος» κ.α.) το ίδιο πράττει εδώ παρέχοντας με το «ανατείλαντος» τον εγγύτερο προσδιορισμό του χρόνου άφιξης των γυναικών στον τάφο.
Ενώ καθ΄οδόν διαλογίζονται οι γυναίκες πως ή μάλλον ποιος θα σύρει το μεγάλο λίθο, ο οποίος καλύπτει την είσοδο του τάφου, όταν πλησιάζουν διαπιστώνουν ότι ο λίθος «αποκεκύλισται» (στιχ. 2-4). Μόλις εισέρχονται στον τάφο καταλαμβάνονται από δέος, γιατί αντί του νεκρού Ιησού βλέπουν «νεανίσκον» (Τόσο οι πατέρες όσο και οι νεώτεροι ερμηνευτές με τη μορφή του νεανίσκου εννοούν την εμφάνιση αγγέλου: Taylor, Schweizer, Lane, Τρεμπέλας κ.α.) με στολή λευκή να κάθεται στα δεξιά (στιχ. 5). Ο νεανίσκος καθησυχάζει τις μυροφόρες με το «μη εκθαμβείσθε» και κατόπιν απευθύνει σ΄αυτές το μήνυμα της ανάστασης («Διότι πρώτα έπρεπε να τις απαλλάξει από το φόβο και τότε να τους μιλήσει για την ανάσταση»(Βίκτωρ Αντιοχείας)): Ο Ιησούς ο εσταυρωμένος δεν βρίσκεται μεταξύ των νεκρών, «ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν» (στιχ.6). Ο αρχηγός της ζωής (η «αυτοζωία», κατά τον ύμνον της εκκλησίας) δεν είναι δυνατόν να φυλακισθεί στον τάφο: Διήλθε μέσα από το βασίλειο των νεκρών, για να «πατήσει τον θάνατον», να καταλύσει το βασίλειο του Άδη και να χαρίσει στους ανθρώπους τη ζωή.

«Ο τάφος του Ιησού δεν είναι πια ο τόπος του θανάτου αλλά της ζωής και της δόξης… το πάθος με την έσχατη μορφή του, το θάνατο, αντιστρέφεται από την ανάσταση… Η Χριστολογία της εξουσίας εισβάλλει θριαμβευτικά για να πει τον τελευταίο λόγο στην ευαγγελική ιστορία» ( Δ. Τρακατέλλης). Κατόπιν, ο άγγελος παραγγέλλει στις γυναίκες, που είναι οι πρώτοι αποδέκτες του μηνύματος της ανάστασης, να αναγγείλουν το γεγονός τους μαθητές, καθώς επίσης να μεταφέρουν σ΄αυτούς  την πληροφορία ότι θα συναντήσουν τον Αναστημένο Χριστό στη Γαλιλαία, σύμφωνα με την υπόσχεσή του (βλ.14,18).
Από όλους τους μαθητές ονομαστικά αναφέρεται από τον άγγελο μόνο ο Πέτρος. Η ονομαστική αυτή αναφορά αποβλέπει στο να βεβαιωθεί ο μαθητής αυτός ότι παρά την τριπλή άρνησή του δεν έχασε την εμπιστοσύνη και στοργή του Κυρίου αφού ακολούθησαν μάλιστα, μετά την άρνησή του, τα δάκρυα της μετάνοιας. Άλλωστε στην Καινή Διαθήκη γίνεται λόγος για ιδιαίτερη εμφάνιση του Αναστάντος σ΄αυτόν (Λκ 24,34 και Α΄Κορ 15,5).
Οι τρεις γυναίκες εξέρχονται από τον τάφο με έντονη την αίσθηση «τρόμου και εκστάσεως». Το ευαγγέλιο του Μάρκου, στο οποίο συνεχώς γίνεται λόγος για το θάμβος, την έκσταση και τον θαυμασμό του λαού, που παρακολουθεί τα «σημεία» του Ιησού, κατακλείεται με τον τονισμό του τρόμου και της έκστασης ενώπιον του κατ΄εξοχήν «σημείου» που είναι η Ανάσταση.

"Και Εκκλησία λέγω όχι μόνο τον τόπο, αλλά και τον τρόπο, όχι μόνο τους τοίχους της Εκκλησίας, αλλά τους νόμους της Εκκλησίας. Όταν καταφεύγεις στην εκκλησία μην καταφεύγεις στον τόπο, αλλά στη γνώμη. Γιατί εκκλησία δεν είναι τοίχος και στέγη, αλλά πίστη και τρόπος ζωής….        
Τίποτε δεν είναι ίσο με την Εκκλησία. Μη μου λέγεις τα τείχη και τα όπλα, γιατί τα τείχη με το χρόνο παλαιώνουν, ενώ η Εκκλησία ποτέ δε γερνά. Τα τείχη οι βάρβαροι τα γκρεμίζουν, την Εκκλησία όμως ούτε οι δαίμονες τη νικούν. Και ότι τα λόγια αυτά δεν είναι μεγάλη καύχηση το μαρτυρούν τα πράγματα.

Πόσοι πολέμησαν την Εκκλησία και αυτοί που την πολέμησαν χάθηκαν; Αυτή όμως ανέβηκε πάνω από τους ουρανούς. Τέτοιο μεγαλείο έχει η Εκκλησία.

Όταν την πολεμούν, νικάει˙ όταν την επιβουλεύονται, θριαμβεύει˙ όταν τη βρίζουν, γίνεται λαμπρότερη˙ δέχεται τραύματα και δεν πέφτει από τις πληγές˙ κλυδωνίζεται, αλλά δεν καταποντίζεται˙ δοκιμάζεται από τρικυμίες, αλλά δεν παθαίνει ναυάγιο˙ παλεύει, αλλά μένει αήττητη˙ αγωνίζεται, αλλά δε νικιέται….
Μην απομακρύνεσαι από την εκκλησία, γιατί τίποτε δεν είναι πιο δυνατό από την Εκκλησία. Η ελπίδα σου είναι η Εκκλησία, η σωτηρία σου η Εκκλησία, το καταφύγιό σου η Εκκλησία.

Είναι πιο ψηλή από τον ουρανό, είναι πιο πλατιά από τη γη. Ποτέ δε γερνά και πάντοτε είναι νέα.

Γι’ αυτό η Γραφή, για να δηλώσει τη στερρεότητα και τη σταθερότητά της, την ονομάζει όρος˙ για να δηλώσει την αφθαρσία της, την ονομάζει παρθένο˙ για να δηλώσει τη συγγένειά της προς το Θεό, την ονομάζει θυγατέρα˙ για να δηλώσει τη μεγάλη γονιμότητά της, την ονομάζει στείρα που γεννάει επτά˙ για να παραστήσει την ευγένεια της, χρησιμοποιεί χίλια ονόματα….
Γιατί, όπως ο Κύριος της έχει πολλά ονόματα˙ και πατέρας ονομάζεται, και οδός ονομάζεται, και ζωή ονομάζεται, και φως ονομάζεται και βραχίονας ονομάζεται, και εξιλέωση ονομάζεται, και θεμέλιο ονομάζεται, και θύρα ονομάζεται, και αναμάρτητος ονομάζεται, και θησαυρός ονομάζεται, και Κύριος ονομάζεται και Θεός ονομάζεται, και Υιός ονομάζεται, και μονογενής ονομάζεται, και μορφή Θεού και εικόνα Θεού ονομάζεται. Μήπως αρκεί ένα όνομα να παραστήσει το όλον;  Καθόλου. Αλλά γι’ αυτόν υπάρχουν άπειρα ονόματα, για να μάθουμε κάτι για το Θεό, έστω και μικρό. Έτσι ακριβώς και η Εκκλησία έχει πολλά ονόματα".
(Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις Ευτρόπιον, ομιλ. Β, αποσπάσματα, Άπαντα τα έργα, Τόμος 33, Ομιλίες, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη, 1985).

«Παρέλαβε η κιβωτός (του Νώε) άλογα ζώα και έσωσε άλογα ζώα· παραλαμβάνει η Εκκλησία παράλογους ανθρώπους και όχι μόνο τους σώζει, αλλά και τους μεταμορφώνει.

Παρέλαβε η κιβωτός κόρακα και έστειλε κόρακα· παραλαμβάνει η Εκκλησία ανθρώπους μαύρους από την αμαρτία, σαν τον κόρακα, και τους παραδίδει αθώους σαν τα περιστέρια·

παραλαμβάνει ανθρώπους με άγρια αισθήματα, σαν το λύκο, και τους παραδίδει ήμερους σαν τα πρόβατα.

Γιατί, όταν μπει μέσα στην Εκκλησία άνθρωπος που αρπάζει, που είναι πλεονέκτης, και ακούσει τα θεία λόγια της χριστιανικής διδασκαλίας, αλλάζει νοοτροπία, και αντί για λύκος που ήταν γίνεται πρόβατο.

Και ο μεν λύκος αρπάζει και τα ξένα πρόβατα, ενώ το πρόβατο χαρίζει και το μαλλί του» (Εις πτωχόν Λάζαρον, Λόγος ΣΤ,7,ΕΠΕ 25,606)


«Δεν θα σφάλει κανείς, αν ονομάσει την Εκκλησία ανώτερη από την κιβωτό.

Γιατί η κιβωτός δεχόταν ζώα και τα διατηρούσε ζώα, ενώ η Εκκλησία παίρνει τα ζώα και τα μεταβάλλει.

Για παράδειγμα· μπήκε εκεί γεράκι και βγήκε γεράκι· μπήκε λύκος και βγήκε λύκος· ενώ εδώ, στην Εκκλησία, μπαίνει κανείς γεράκι και βγαίνει περιστέρι· μπαίνει λύκος και βγαίνει πρόβατο·

μπαίνει φίδι και βγαίνει αρνί, όχι γιατί αλλάζει η φύση, αλλά γιατί απομακρύνεται η κακία» (Περί μετανοίας, Ομιλ. Η, 1 ΕΠΕ 30,284-286)

Οι ψεύτες!

Ένας ιεροκήρυκας κάποτε θέλησε να δοκιμάσει τους ακροατές του αν παρακολουθούν με προσοχή τα κηρύγματά του και να τηρούν όσα τους λέει. Τους ανήγγειλε λοιπόν:
- Χριστιανοί μου, την άλλη Κυριακή θέλω να σας μιλήσω για το ψέμμα. Θέλω όμως να προετοιμαστείτε κατάλληλα κι εσείς, για να εμπεδώσουμε καλύτερα τις αλήθειες του ευαγγελίου. Γι’ αυτό μέχρι τότε σας παρακαλώ να διαβάσετε καλά το κεφάλαιο 27 του κατά Μάρκον Ευαγγελίου.
 Την άλλη Κυριακή ο ιεροκήρυκας ξεκινάει να κάνει το κήρυγμά του και λέει:
- Ποιοι από σας διάβασαν το κεφάλαιο 27 του κατά Μάρκον Ευαγγελίου;
Άρχισαν να σηκώνονται δειλά δειλά κάποια χέρια και σε λίγο οι περισσότεροι είχαν σηκώσει το χέρι τους.
- Βλέπετε, λοιπόν; συνεχίζει ο ιεροκήρυκας. Διαπιστώνετε μόνοι σας πόσο απαραίτητο είναι το κήρυγμα για το ψέμμα, αφού κεφάλαιο 27 δεν υπάρχει στο κατά Μάρκον Ευαγγέλιο! (Ως γνωστό, το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο έχει μόνο 16 κεφάλαια).
Κι οι ακροατές έσκυψαν το κεφάλι τους ντροπιασμένοι.

(Πέτρου Μπότση, Αποφθέγματα και ανέκδοτα, Αθήνα 2002, σελ. 130)

Κεφάλαιο 15: Κατά πόσο μπορούν οι δαίμονες να γνωρίζουν τις σκέψεις των ανθρώπων.

ΑΒΒΑΣ ΣΕΡΗΝΟΣ: Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι τα πονηρά πνεύματα μπορούν να γνωρίζουν τη φύση των λογισμών μας. Αλλά αυτό γίνεται μόνο εξωτερικά, από συμπεράσματα που στηρίζονται σε κάποια φαινόμενα, όπως είναι αυτά που εκφράζουν τις διαθέσεις μας ή τα λόγια μας ή ακόμα και οι ασχολίες, στις οποίες βλέπουν ότι έχουμε ιδιαίτερη κλίση. Αλλά οι λογισμοί, που δεν έχουν ακόμα βγει από τα βάθη της ψυχής μας, τους είναι εντελώς απρόσιτοι.
Αν οι λογισμοί που μας υποβάλλουν  οι δαίμονες έχουν γίνει αποδεκτοί από εμάς ή όχι, αυτό δεν το γνωρίζουν οι δαίμονες. Επειδή αυτοί έχουν τη δυνατότητα της κοινωνίας με την ψυχή μας – δηλαδή είναι σε θέση να παρακολουθήσουν την εσωτερική διεργασία των λογισμών μας, η οποία είναι καλυμμένη και άγνωστη – αλλά το αντιλαμβάνονται από τις εξωτερικές μας κινήσεις και από τις ενδείξεις που παρουσιάζει η συμπεριφορά μας.

Υποβάλλουν για παράδειγμα στον άνθρωπο τη ροπή προς το πάθος της λαιμαργίας. Αν δουν τον άνθρωπο να σηκώνεται και να κυττάζει προς το παράθυρο ή προς το μέρος του ήλιου σκεπτικά και να ζητά να μάθει εναγώνια τι ώρα είναι, τότε πληροφορούνται με αυτό το σημάδι ότι ο πειρασμός της λαιμαργίας έχει γίνει αποδεκτός από αυτόν. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του πειρασμού της πορνείας. Αν τα πονηρά πνεύματα παρατηρήσουν ότι ο άνθρωπος δέχεται χωρίς αντίσταση το βέλος του πάθους, αν δουν δηλαδή ότι η σάρκα ερεθίστηκε και ότι αυτός δεν λυπήθηκε και δεν έκλαψε, όπως θα έπρεπε να είχε κάνει τη στιγμή που δέχτηκε την προσβολή, τότε αντιλαμβάνονται ότι το κεντρί της κακής επιθυμίας έχει ήδη καρφωθεί στα βάθη της ψυχής του.

Σχετικά με τους πειρασμούς της θλίψης, του θυμού και της οργής, οι δαίμονες πληροφορούνται τα αποτελέσματα της πειρασμικής υποβολής από τις κινήσεις και από τη συναισθηματική φόρτιση που εκδηλώνει ο άνθρωπος. Αν η προσβολή έχει εισχωρήσει και έχει πλήξει την καρδιά του ανθρώπου, το διακρίνουν από μια σιωπηλή διέγερση, από ένα αγανακτισμένο αναστεναγμό, από μια αλλαγή, από τη χλωμάδα δηλαδή ή από το κοκκίνισμα του προσώπου. Αυτά είναι τα μέσα, με τα οποία η λεπτή νοημοσύνη τους διακρίνει ποιος άνθρωπος έχει παραδοθεί σε ένα πάθος και σε ποιο ακριβώς πάθος. Έτσι για καθένα από μας γνωρίζουν με σιγουριά τι μας αρέσει ή όχι.

Δηλαδή από την πρώτη αντίδραση, την οποία η δαιμονική προσβολή προκαλεί στο σώμα μας, από μια χειρονομία ή από μια κίνησή μας, τα πονηρά πνεύματα συμπεραίνουν με βεβαιότητα ότι ο πειρασμός που εξαπέλυσαν έχει κερδίσει τη συγκατάθεσή μας, για την οποία εμείς πλέον θα έχουμε την ευθύνη.
Σε γενικές γραμμές, δεν είναι παράδοξο και πρωτόγνωρο το ότι τα πονηρά πνεύματα αντιλαμβάνονται τα αισθήματά μας και τις αντιδράσεις μας, εφόσον την ίδια δυνατότητα μπορεί να έχει και ένας έξυπνος άνθρωπος. Ένας εύστροφος ανθρώπινος νους  μπορεί, και με τη θέα ακόμα του προσώπου, και με την εξωτερική δηλαδή εμφάνιση ενός ανθρώπου, να αναγνωρίσει την εσωτερική κατάστασή του.

Πόσο λοιπόν περισσότερο θα μπορούν να το κάνουν αυτό οι δαίμονες, οι οποίοι είναι, εξαιτίας της πνευματικής τους φύσης, πολύ πιο ευαίσθητοι και πολύ πιο οξυδερκείς από τους ανθρώπους;

(αββά Κασσιανού, Συνομιλίες, εκδ. Ετοιμασία τομ. Α, σελ. 217-218)

Ένας υποτακτικός πήγε κάποτε στο γέροντα και του είπε:
- Δάσκαλε, θέλω να βρω το Θεό!
Ο γέροντας χαμογέλασε και, επειδή έκανε πολύ ζέστη, κάλεσε το νεαρό να πάει μαζί του για να κάνουν μπάνιο στο  ποτάμι. Βούτηξε λοιπόν ο νέος, βούτηξε και ο δάσκαλός του, ο οποίος τον άρπαξε και τον κράτησε με το ζόρι κάτω από το νερό.
Ο νέος επάλαιψε για μερικές στιγμές, μέχρις ότου ο γέροντας τον άφησε να βγει στην επιφάνεια. Έπειτα τον ρώτησε τι πράγμα αναζητούσε περισσότερο όταν ήταν μέσα στο νερό.
- Τον αέρα, απάντησε ο υποτακτικός.
- Επιθυμείς το Θεό με τον ίδιο τρόπο; Τον ρώτησε ο δάσκαλος. Εάν τον αναζητάς έτσι, θα τον βρεις οπωσδήποτε, εάν όμως δεν έχεις μέσα σου αυτό το φλογερό πόθο, σε απολύτως τίποτε δε θα σε ωφελήσουν οι προσπάθειες και τα βιβλία σου. Δε θα μπορέσεις να βρεις την πίστη εάν δεν την αναζητάς όπως τον αέρα για να αναπνέεις.

Αποφθέγματα των Πατέρων της ερήμου La morale de la favola, σελ. 208
(Στοχασμοί και αποφθέγματα, π.Rosario Scognamiglio,εκδ. Κ.Ε.Ο. σελ. 40)

(από το Βίο του Οσίου Αντωνίου του Μεγάλου).

Κατά τη διάρκεια  της νύχτας εκείνης, δημιουργούν οι δαίμονες τέτοιο χτύπο, ώστε να νομίζει κανείς, ότι όλος εκείνος ο τόπος σειόταν. Έδωσαν δε την εντύπωση οι δαίμονες ότι τρύπησαν τους τέσσερεις τοίχους του μικρού σπιτιού και φάνηκαν να μπαίνουν από τις οπές, αφού πρώτα μεταμορφώθηκαν σε φανταστικά θηρία και ερπετά.
Γέμισε τότε αμέσως όλος ο χώρος από  μορφές λιονταριών, αρκούδων, λεοπαρδάλεων, ταύρων και φιδιών ασπίδων και σκορπιών και λύκων. Και το καθένα από αυτά ενεργούσε κατά το δικό του τρόπο. Το λιοντάρι βρυχιόταν, θέλοντας να πέσει πάνω του· ο ταύρος φαινόταν ότι τον κερατίζει, το φίδι, ενώ συρόταν πάνω στο χώμα εναντίον του, δεν πλησίαζε κοντά του· ο λύκος, ενώ ορμούσε, συγκρατιόταν· και γενικώς όλων μαζί των θηρίων οι θόρυβοι ήταν φοβεροί και ο θυμός τους άγριος.
Ο Αντώνιος όμως την ώρα που κακοποιούνταν και δαγκωνόταν από τα ζώα, αισθανόταν μεν ισχυρότερο σωματικό πόνο, αλλά ατρόμητος και με εντονότερη νηφαλιότητα, ήταν μισοξαπλωμένος. Και βογκούσε μεν λόγω του σωματικού πόνου, με νηφάλια όμως τη σκέψη και σαν να τους ειρωνευόταν έλεγε·
Εάν είχατε δύναμη πραγματική, έφθανε και ένας μόνο από εσάς να έλθει. Αλλά επειδή σάς έχει αχρηστεύσει ο Κύριος, για αυτό, αν και προσπαθείτε να με φοβίσετε με το πλήθος σας, παρόλα αυτά το να μιμείστε τις μορφές των αλόγων θηρίων είναι γνώρισμα της αδυναμίας. Παίρνοντας δε και πάλι θάρρος, συνέχισε· Εάν μπορείτε και αν έχετε λάβει εξουσία εναντίον μου, μην αναβάλλετε, αλλά επιτεθείτε. Εάν όμως δεν μπορείτε, τι ταράζεστε άδικα; Διότι ασφάλεια και τείχος που μας προστατεύει είναι η πίστη στον Κύριο.
Αφού λοιπόν έκαναν πολλές προσπάθειες, έτριζαν εναντίον του τα δόντια τους, διότι μάλλον ενέπαιζαν τον εαυτό τους παρά εκείνον.
Αλλά ο Κύριος ούτε στη δοκιμασία αυτή λησμόνησε το ηρωικό κατόρθωμα του Αντωνίου, και έσπευσε σε βοήθειά του. Όταν λοιπόν ο Αντώνιος ύψωσε τα μάτια του προς τα πάνω, είδε τη στέγη να φαίνεται ότι ανοίγει λίγο-λίγο και να κατεβαίνει κάποια ακτίνα φωτός μέχρις αυτόν. Οι δαίμονες ξαφνικά έγιναν άφαντοι και ο πόνος του σώματος σταμάτησε αμέσως, και το σπίτι ήταν και πάλι ακέραιο. Ο δε Αντώνιος, όταν αντιλήφθηκε τη θεία βοήθεια, πήρε βαθειά αναπνοή και αφού ανακουφίστηκε από τους πόνους, απηύθυνε προσευχή προς την οπτασία που του παρουσιάστηκε, και είπε·
Πού ήσουν; Γιατί δεν εμφανίστηκες από την αρχή για να μου παύσεις τα βασανιστήρια;
Ακούστηκε τότε μία φωνή να του λέει:
Αντώνιε, εδώ ήμουν. Αλλά περίμενα να δω το αγώνισμά σου. Αφού λοιπόν άντεξες με υπομονή και δεν νικήθηκες, θα σου είμαι βοηθός και θα συντελέσω στο να γίνεις ξακουστός παντού.
Όταν άκουσε αυτά, σηκώθηκε και προσευχόταν. Και έλαβε τόσες δυνάμεις, ώστε να αντιλαμβάνεται ο ίδιος, ότι οπωσδήποτε είχε μεγαλύτερη δύναμη στο σώμα, από εκείνη που είχε προηγουμένως. Ήταν λοιπόν τότε τριάντα πέντε περίπου ετών.


(Βίος και Πολιτεία του Οσίου Αντωνίου, Αθανασίου του Μεγάλου, εκδ. ΕΠΕ τόμος 11, σελ. 35-39)

Ένα καλάθι για τις καλές σκέψεις και ένα για τις κακές!

Ο αββάς Σιλουανός σηκώνεται και πάει στον αδελφό που προσποιούνταν το σαλό (=τρελλό). Χωρίς να χτυπήσει, ανοίγει σιγά σιγά το μάνδαλο και αιφνιδιάζει τον αδελφό.
Εκείνος καθισμένος έκανε την πνευματική του εργασία και είχε δύο καλαθάκια, το ένα από τα δεξιά και το άλλο από τα αριστερά. Σαν είδε το Γέροντα, άρχισε –όπως συνήθιζε- να γελάει. Κι ο Γέροντας του λέει:
«Άστα τώρα αυτά και πες μου ποια είναι η άσκησή σου».
Εκείνος πάλι γελούσε. Συνέχισε ο αββάς Σιλουανός:
«Το ξέρεις πολύ καλά ότι εκτός Σαββάτου και Κυριακής δεν βγαίνω από το κελί· αλλά τώρα ήρθα μεσοβδόμαδα, γιατί ο Θεός με έστειλε εδώ».
Φοβήθηκε ο αδελφός και βάζοντας μετάνοια στο Γέροντα τού λέει:
«Συγχώρεσέ με πάτερ. Κάθε πρωί αρχίζω την πνευματική μου εργασία έχοντας τα χαλίκια αυτά μπροστά μου. Εάν μου έρθει καλός λογισμός, ρίχνω ένα χαλίκι στο δεξιό ζεμπίλι, αν έρθει πονηρός λογισμός, ρίχνω στο αριστερό. Το απόγευμα μετρώ τα χαλίκια· και αν του δεξιού είναι περισσότερα, τρώγω· αν όμως του αριστερού είναι περισσότερα, δεν τρώγω.

Την επόμενη μέρα πάλι εάν μου έρθει πονηρός λογισμός, λέγω στον εαυτό μου: Πρόσεξε τι κάνεις, γιατί πάλι δεν θα φας».
Θαύμασε σαν τ’ άκουσε ο αββάς Σιλουανός και είπε:
«Πράγματι οι Πατέρες που ήλθαν σήμερα άγιοι άγγελοι ήταν, που ήθελαν να κάνουν γνωστή την αρετή του αδελφού…»


(Το Μέγα Γεροντικόν,τόμος Β΄,εκδ. Ι.Ησυχ. «Το Γενέσιον της Θεοτόκου» Πανόραμα Θεσσαλ. σελ. 459)

Κάποτε στό Άγιον Όρος ήταν ένας μοναχός πού διέμενε στίς Καρυές.
Έπινε καθημερινά καί μεθούσε καί γινόταν αιτία νά σκανδαλίζονται οι προσκυνητές.
Κάποια στιγμή πέθανε καί ανακουφισμένοι κάποιοι πιστοί πήγαν στόν γέροντα Παΐσιο νά τού πούν μέ ιδιαίτερη χαρά ότι επιτέλους λύθηκε αυτό τό τεράστιο πρόβλημα.
Ο π. Παΐσιος τούς απάντησε ότι γνώριζε γιά τό θάνατο τού μοναχού, αφού είδε ολόκληρο τάγμα αγγέλων πού ήρθαν νά παραλάβουν τήν ψυχή του.
Οι προσκυνητές απόρησαν καί διαμαρτυρήθηκαν καί κάποιοι προσπαθούσαν νά εξηγήσουν στόν γέροντα Παΐσιο γιά ποιόν ακριβώς μιλούσαν, νομίζοντας ότι δέν κατάλαβε ο γέροντας.
Ο π. Παΐσιος τούς διηγήθηκε:
«Ο συγκεκριμένος μοναχός γεννήθηκε στή Μ. Ασία, λίγο πρίν τήν καταστροφή όταν οι Τούρκοι μάζευαν όλα τά αγόρια.
Γιά νά μήν τό πάρουν από τούς γονείς του, αυτοί τό έπαιρναν μαζί τους στό θερισμό καί γιά νά μήν κλαίει, τού έβαζαν λίγο ρακί στό γάλα γιά νά κοιμάται.
Ως εκ τούτου μεγαλώνοντας έγινε αλκοολικός. Κάποια στιγμή και μετά από αποτρεπτικές απαντήσεις από διάφορους γιατρούς να μην κάνει οικογένεια, ανέβηκε στο Όρος και έγινε μοναχός.
Εκεί βρήκε γέροντα καί τού είπε ότι είναι αλκοολικός.
Τού είπε ο γέροντας νά κάνει μετάνοιες καί προσευχές κάθε βράδυ καί νά παρακαλεί τήν Παναγία νά τόν βοηθήσει νά μειώσει κατά 1, τά ποτήρια πού έπινε.
Μετά ένα χρόνο κατάφερε μέ αγώνα καί μετάνοια νά κάνει τά 20 ποτήρια πού έπινε, 19 ποτήρια.
Ο αγώνας συνέχισε μέ τήν πάροδο τών χρόνων καί έφτασε τά 2-3 ποτήρια, μέ τά οποία όμως πάλι μεθούσε.»
Ο κόσμος έβλεπε χρόνια ένα αλκοολικό μοναχό πού σκανδάλιζε τούς προσκυνητές, ο Θεός έβλεπε ένα αγωνιστή μαχητή πού μέ μεγάλο αγώνα αγωνίστηκε νά μειώσει τό πάθος του.
Χωρίς νά ξέρουμε γιατί ο κάθε ένας προσπαθεί νά κάνει αυτό πού θέλει νά κάνει, μέ ποιό δικαίωμα νά κρίνουμε τήν προσπάθειά του;

katafigioti

lifecoaching