ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Η πιο φοβερή κι η πιο ανεξιχνίαστη δύναμη στον κόσμο είναι ο Χρόνος, ο Καιρός. Καλά-καλά τι είναι αυτή η δύναμη δεν το ξέρει κανένας, κι όσοι θελήσανε να την προσδιορίσουνε μάταια πασκίσανε.
Το μυστήριο του Χρόνου απόμεινε ακατανόητο, κι ας μας φαίνεται τόσο φυσικός αυτός ο Χρόνος. Τον ίδιο το Χρόνο δε μπορούμε να τον καταλάβουμε τι είναι, αλλά το νοιώθουμε μοναχά από την ενέργεια που κάνει, από τα σημάδια που αφήνει πάνω στην πλάση. Η μυστηριώδης πνοή του όλα τ’ αλλάζει. Δεν απομένει τίποτα σταθερό, ακόμα κι όσα φαίνονται σταθερά κι αιώνια. Μια αδιάκοπη κίνηση στριφογυρίζει όλα τα πάντα, μέρα-νύχτα, κι αυτή την άπιαστη και κρυφή κίνηση δε μπορεί να τη σταματήσει καμιά δύναμη. Τούτο το πράγμα που το λέμε Χρόνο, το έχουμε συνηθίσει, είμαστε εξοικειωμένοι μαζί του, αλλιώς θα μας έπιανε τρόμος, αν είμαστε σε θέση να νοιώσουμε καλά τι είναι και τι κάνει. Όπως είπαμε, δουλεύει μέρα-νύχτα, αιώνες αιώνων, αδιάκοπα, βουβά, κρυφά, κι όλα τ’ αλλάζει με μία καταχθόνια δύναμη, άπιαστος, αόρατος, ανυπάκουος, τόσο, που να τον ξεχνά κανένας και να θαρρεί πως δεν υπάρχει, αυτός που είναι το μόνο πράγμα που υπάρχει και που δε μπορεί η διάνοιά μας, με κανέναν τρόπο, να καταλάβει πως κάποτε δεν θα υπάρχει, πως θα καταστραφεί, πως θα λείψει. Πώς, αφού αυτό το «κάποτε» είναι ο ίδιος ο Χρόνος; Πώς μπορεί να φανταστεί κανένας πως κάποτε θα πάψει να υπάρχει αυτό το ίδιο το «κάποτε»;
Αν λείψει ο Χρόνος, θα λείψουνε όλα τα πάντα. Αυτός τα γεννά κι αυτός πάλι τα λυώνει, τα κάνει θρύψαλα, και τα εξαφανίζει. Γι’ αυτό οι αρχαίοι Έλληνες λέγανε στη Μυθολογία τους πως ο Κρόνος, δηλαδή ο Χρόνος, έτρωγε τα παιδιά του. Γέννηση, μεγάλωμα, φθορά και θάνατος είναι τ’ ακατάπαυστα έργα του. Ενώ βρίσκεται γύρω μας, απάνω μας, μέσα μας, δεν το νοιώθουμε ολότελα, αυτό τον ακατανόητο άρχοντά μας, αυτός που είναι φίλος κι εχθρός μας, γιατί αυτός μας φέρνει όλα τα καλά που μας χαροποιούνε, κι όλα τα κακά που μας πικραίνουνε. Μας δίνει τη γέννηση, τη γλυκιά λέξη της ζωής, τη χαρά της νιότης, τη δύναμη της αντρείας, μας δωρίζει παιδιά, εγγόνια, έργα λαμπρά που μας ξεγελούνε, κάθε λογής ευχαρίστηση κι ανάπαψη. Και πάλι, ο ίδιος μας δίνει τις στενοχώριες, τις θλίψεις, τους πόνους, τις αρρώστιες, το απίστευτο άλλαγμα και χάλασμα του κορμιού μας και των έργων, που κοπιάσαμε να τα κάνουμε, και στο τέλος μας ποτίζει το φαρμάκι από το ίδιο ποτήρι που μας πότισε το γλυκό κρασί της χαράς, δίνοντάς μας το θάνατο, σε εμάς και στους δικούς μας.
Ω! ποιός θα πιάσει αυτόν τον κλέφτη, που μέρα-νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, την ώρα που κοιμόμαστε και την ώρα που είμαστε ξυπνητοί, αδιάκοπα, χωρίς να σταματήσει μήτε όσο ανοιγοκλείνει το μάτι μας, τριγυρίζει παντού, ολόγυρά μας, μέσα μας, στο φως και στο σκοτάδι, μπαίνει σε κάθε μέρος, στον ουρανό που γυρίζουνε τ’άστρα και στα καταχθόνια, σε κάθε στεριά και σε κάθε θάλασσα, σε κάθε τρύπα, σε κάθε ζωντανό κι άψυχο, σε κάθε αρμό του βράχου, σε κάθε καρδιά, κι όλα τα παλιώνει, τα τρίβει σαν τη μυλόπετρα, τα κάνει σκόνη· και πάλι από την άλλη μεριά ο ίδιος φτιάνει κάθε λογής κτίσμα και κάθε πλάσμα, κάθε κορμί, κάθε τι που υπάρχει σε τούτον τον κόσμο!
Όπως, λοιπόν, όλα τα πάντα, έτσι κι εμείς οι άνθρωποι είμαστε μπαίγνια στα χέρια αυτού του ακαταμάχητου γίγαντα, που είναι μαζί ευεργέτης μας και τύραννός μας. Και δεχόμαστε το ποτήρι που μας κερνά με το ’να χέρι του και που ’ναι γεμάτο γλυκό κρασί, και πίνουμε, και τ’ άλλο ποτήρι που κρατά στ’άλλο χέρι του και που έχει μέσα το πικρό φαρμάκι. Τι είναι, λοιπόν, αυτό το σκληρό παιχνίδι που παίζει με μας αυτό το τέρας, που δεν έχει μήτε μορφή, μήτε φωνή, μήτε τίποτα απ ό,τι έχουνε όσα πλάσματα γεννά και σκοτώνει, και που το παίζει δίχως να γελά, μήτε να κλαίει, αδιάφορος κι ανέκφραστος, κρύος σαν φάντασμα, αυτός ο ίδιος που ανάβει τη φλόγα της ζωής;
Αλλοίμονο! Αυτή την άσπλαχνη μυλόπετρα που τ’αλέθει όλα στον κόσμο, τη γιορτάζουμε κάθε πρωτοχρονιά, και τη ευχαριστούμε για όσα μας έκανε πριν, και για όσα θα μας κάνει ύστερα, για τα πολλά κακά που θα πάθουμε απ’ αυτή, κοντά στα λίγα καλά που θα μας φέρει και που θα μας τα πάρει βιαστικά. Εμείς είμαστε σαν τους δυστυχισμένους κατάδικους που καλοπιάνουνε τον δήμιό τους, σαν τους μονομάχους της Ρώμης που χαιρετούσανε τον Καίσαρα, πριν να σφάξει ο ένας τον άλλον, κράζοντάς του: «Χαίρε, ω Καίσαρ, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούνε»! Έτσι, κι εμείς, χαιρετάμε τον καινούριο Χρόνο που θα μας πάει πιο κοντά στο στόμα του για να μας φάγει και χοροπηδάμε και τραγουδάμε οι δύστυχοι, σαν τα σαλιγκάρια του Αισώπου, την ώρα που ψηνόντανε.
Τούτος ο υλικός κόσμος είναι το βασίλειο του Χρόνου, που τον κάνει ν’ ανθίζει και να μαραίνεται αδιάκοπα. Η φθορά είναι ο σκληρός νόμος που έβαλε απάνω του τούτος ο τύραννος. Μ αυτή την άσπαστη αλυσίδα βαστά και τον άνθρωπο, σκλάβο ανήμπορο κάτω από τα πόδια του.
Μόνο μία ελπίδα υπάρχει γι αὐτόν, να γλυτώσει από τη φθορά: ο Χριστός, ο λυτρωτής, ο καθαιρέτης της φθοράς. Εκείνος που πάτησε το θάνατο και που είπε: «ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται. Εγώ ειμί ο άρτος ο ζων, ο εκ του ουρανού καταβάς. Εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα»!
(Ο Χρόνος και ο κόσμος της φθοράς, Φώτης Κόντογλου, Μικρό εορταστικό, Ακρίτας, 2006)
Ο Άγιος Βασίλης, σαν περάσανε τα Χριστούγεννα, πήρε το ραβδί του και γύρισε σ' όλα τα χωριά, να δει ποιος θα τόνε γιορτάσει με καθαρή καρδιά.
Πέρασε από λογιών-λογιών πολιτείες κι από κεφαλοχώρια, μα σ' όποια πόρτα κι αν χτύπησε δεν τ' ανοίξανε, επειδή τον πήρανε για διακονιάρη. Κ' έφευγε πικραμένος, γιατί ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από τους ανθρώπους, μα ένοιωθε το πόσο θα πονούσε η καρδιά κανενός φτωχού από την απονιά που του δείξανε κείνοι οι άνθρωποι.
Μια μέρα έφευγε από ένα τέτοιο άσπλαχνο χωριό, και πέρασε από το νεκροταφείο, κ' είδε τα κιβούρια πως ήταν ρημαγμένα, οι ταφόπετρες σπασμένες κι αναποδογυρισμένες, και τα νιόσκαφτα μνήματα είτανε σκαλισμένα από τα τσακάλια. Σαν άγιος που είτανε άκουσε πως μιλούσανε οι πεθαμένοι και λέγανε: «Τον καιρό που είμαστε στον απάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι αφήσαμε πίσω μας παιδιά κ' εγγόνια να μας ανάβουνε κανένα κερί, να μας καίγουνε λίγο λιβάνι μα δεν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπά στο κεφάλι μας να μας διαβάσει παραστάσιμο (τρισάγιο) μήτε κόλλυβα, παρά σαν να μην αφήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι ο άγιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κ' είπε: «Τούτοι οι χωριάτες ούτε σε ζωντανό δε δίνουνε βοήθεια, ούτε σε πεθαμένον», και βγήκε από το νεκροταφείο, και περπατούσε ολομόναχος μέσα στα παγωμένα χιόνια.
Παραμονή της πρωτοχρονιάς έφταξε σε κάτι χωριά που είτανε τα πιο φτωχά ανάμεσα στα φτωχοχώρια, στα μέρη της Ελλάδας. Ο παγωμένος αγέρας βογκούσε ανάμεσα στα χαμόδεντρα και στα βράχια, ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Είδε μπροστά του μια ραχούλα, κι από κάτω της είτανε μια στρούγκα τρυπωμένη. Ο άγιος Βασίλης μπήκε στη στάνη και χτύπησε με το ραβδί του την πόρτα της καλύβας και φώναξε:
- Ελεήστε με, τον φτωχό, για την ψυχή των αποθαμένων σας κι ο Χριστός μας διακόνεψε σε τούτον τον κόσμο!
Τα σκυλιά ξυπνήσανε και χυθήκανε απάνω του, μα σαν πήγανε κοντά του και τον μυριστήκανε, πιάσανε και κουνούσανε τις ουρές τους και πλαγιάζανε στα ποδάρια του και γρούζανε παρακαλεστικά και χαρούμενα. Απάνω σ' αυτά, άνοιξε η πόρτα και βγήκε ένας τσοπάνης, ως εικοσιπέντε χρονών παλληκάρι, με μαύρα στριφτά γένεια, ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, άνθρωπος αθώος κι απελέκητος, προβατάνθρωπος, και πριν να καλοϊδεί ποιος χτύπησε, είπε:
- Έλα, έλα μέσα. Καλή μέρα, καλή χρονιά!
Μέσα στο καλύβι έφεγγε ένα λυχνάρι, κρεμασμένο από πάνω από μία κούνια, που είτανε δεμένη σε δυο παλούκια. Δίπλα στα τζάκι είτανε τα στρωσίδια τους και κοιμότανε η γυναίκα του Γιάννη. Αυτός, σαν εμπήκε μέσα ο Άγιος Βασίλης, κ' είδε πως είτανε γέρος σεβάσμιος, πήρε το χέρι του και τ' ανεσπάσθηκε κ' είπε:
- Να 'χω την ευχή σου γέροντα, και το 'λεγε σαν να τον γνώριζε κι από πρωτύτερα, σα να 'τανε πατέρας του.
Και κείνος του είπε:
- Βλογημένος να 'σαι, εσύ κι όλο το σπιτικό σου, και τα πρόβατά σου· η ειρήνη του Θεού να 'ναι απάνω σας!
Σηκώθηκε κ' η γυναίκα και πήγε και προσκύνησε και κείνη τον γέροντα και φίλησε το χέρι του και τη βλόγησε. Κι ο άγιος Βασίλης είτανε σαν καλόγερος ζητιάνος, με μια σκούφια παλιά στο κεφάλι του, και τα ράσα του είτανε τριμμένα και μπαλωμένα και τα τσαρούχια του τρύπια, κ' είχε κ' ένα παλιοτάγαρο αδειανό. Ο Γιάννης ο Βλογημένος έβαλε ξύλα στο τζάκι. Και παρευθύς, φεγγοβόλησε το καλύβι και φάνηκε σαν παλάτι. Και φανήκανε τα δοκάρια, σα να 'τανε μαλαμοκαπνισμένα, κ' οι πυτιές που είτανε κρεμασμένες φανήκανε σαν καντήλια, κ' οι καρδάρες και τα τυροβόλια και τ' άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, γινήκανε σαν ασημένια, και σαν πλουμισμένα με διαμαντόπετρες φανήκανε, και τ' άλλα, τα φτωχά τα πράγματα που 'χε μέσα στο καλύβι του ο Γιάννης ο Βλογημένος. Και τα ξύλα που καιγόντανε στο τζάκι τρίζανε και λαλούσανε σαν τα πουλιά που λαλούνε στον παράδεισο, και βγάζανε κάποια ευωδιά πάντερπνη.
Τον άγιο Βασίλη τον βάλανε κ' έκατσε κοντά στη φωτιά κ' η γυναίκα του 'θεσε μαξιλάρια να ακουμπήσει. Κι ο γέροντας ξεπέρασε το ταγάρι του από το λαιμό του και το 'βαλε κοντά του, κ' έβγαλε και το παλιόρασό του κι απόμεινε με το ζωστικό του.
Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε κι άρμεξε τα πρόβατα μαζί με τον παραγυιό του, κ' έβαλε μέσα στην κοφινέδα τα νιογέννητα τ' αρνιά, κι ύστερα χώρισε τις ετοιμόγεννες προβατίνες και τις κράτησε στο μαντρί, κι ο παραγυιός τα 'βγαλε τα άλλα στη βοσκή. Λιγοστά είτανε τα ζωντανά του, φτωχός είτανε ο Γιάννης, μα είτανε Βλογημένος. Κ' είχε μία χαρά μεγάλη, σε κάθε ώρα, μέρα και νύχτα, γιατί είτανε καλός άνθρωπος κ' είχε και καλή γυναίκα, κι όποιος λάχαινε να περάσει από την καλύβα τους, σαν να 'τανε αδελφός τους, τον περιποιόντανε. Για τούτο κι ο άγιος Βασίλης κόνεψε στο σπίτι τους, και κάθησε μέσα, σα να 'τανε δικό του σπίτι, και βλογηθήκανε τα θεμέλιά του. Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της Οικουμένης, οι αρχόντοι, οι δεσποτάδες κ' οι επίσημοι ανθρώποι· μα εκείνος δεν πήγε σε κανέναν, παρά πήγε και κόνεψε στο καλύβι του Γιάννη του Βλογημένου.
Το λοιπόν, σαν σκαρίσανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στον άγιο:
- Γέροντα, έχω χαρά μεγάλη. Θέλω να μας διαβάσεις τα γράμματα τ' Άη Βασίλη. Εγώ είμαι άνθρωπος αγράμματος, μα αγαπώ τα γράμματα της θρησκείας μας. Έχω και μία φυλλάδα από έναν γούμενο αγιονορίτη, κι όποτε τύχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τον βάζω και μου διαβάζει από μέσα την φυλλάδα, γιατί δεν έχουμε κοντά μας εκκλησία.
Έπιασε και θαμπόφεγγε κατά το μέρος της ανατολής. Ο άγιος Βασίλης σηκώθηκε και στάθηκε κατά την ανατολή κ' έκανε το σταυρό του, ύστερα έσκυψε και πήρε μία φυλλάδα από το ταγάρι του, κ' είπε:
- Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε και στάθηκε από πίσω του, κ' η γυναίκα βύζαξε το μωρό και πήγε και κείνη και στάθηκε κοντά του, με σταυρωμένα χέρια. Κι ο άγιος Βασίλης είπε το «Θεὸς Κύριος» και τ' απολυτίκο της Περιτομής «Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», δίχως να πει και το δικό του το απολυτίκιο που λέγει «Εἰς πάσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου». Η φωνή του είτανε γλυκειά και ταπεινή, κι ο Γιάννης κ' η γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ας μην καταλαβαίνανε τα γράμματα. Κ' είπε ο άγιος Βασίλης όλον τον Όρθρο και τον Κανόνα της Εορτής: «Δεῦτε λαοὶ ἄσωμεν ἄσμα Χριστῷ τῷ Θεῶ», χωρίς να πει το δικό του τον Κανόνα, που λέγει «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κ' ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κ' έκανε απόλυση και τους βλόγησε.
Και σαν καθήσανε στο τραπέζι και φάγανε κι αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπητα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. Κι ο άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπητα, κ' είπε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»· κ' έκοψε το πρώτο το κομμάτι κ' είπε «τοῦ Χριστοῦ» κ' ύστερα είπε «τῆς Παναγίας», κ' ύστερα είπε «τοῦ νοικοκύρη Γιάννη τοῦ Βλογημένου». Του λέγει ο Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τον άη Βασίλη!». Του λέγει ο άγιος: «Ναί, καλά!» κ' ύστερα λέγει: «Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου». Κ' ύστερα λέγει πάλι: «Τοῦ νοικοκύρη», «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ παιδιοῦ», «τοῦ παραγυιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν». Τότε λέγει στον άγιο ο Γιάννης ο Βλογημένος: «Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιωσύνη σου;». Του λέγει ο άγιος: «Έκοψα, Βλογημένε!», μα, ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο μακάριος. Κ' ύστερα, σηκώθηκε όρθιος ο άγιος Βασίλειος κ' είπε την ευχή του «Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὐκ εἰμὶ ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου».
Κ' είπε ο Γιάννης ο Βλογημένος:
- Πες μου, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, σε ποια παλάτια άραγες πήγε σαν απόψε ο άγιος Βασίλης; Οι αρχόντοι κ' οι βασιληάδες τι αμαρτίες να 'χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε.
Κι ο άγιος Βασίλης δάκρυσε κ' είπε πάλι την ευχή, αλλοιώτικα: «Κύριε, ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι ὁ δοῦλος σου «Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς ἐστὶν ἄξιος καὶ ἱκανὸς ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην του εἰσέλθῃς. Ὅτι νήπιος ὑπάρχει καὶ τὰ μυστήριά Σου τοῖς νηπίοις ἀποκαλύπτεται». Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο μακάριος, ο Γιάννης ο Βλογημένος...
"Το βλογημένο μαντρί"_Φώτη Κόντογλου
Η αγία μας Εκκλησία μας εκάλεσε σήμερα να μεταβούμε νοερώς στο άγιο Σπήλαιο της Βηθλεέμ και εκεί να προσκυνήσουμε τον Κύριο και Θεό μας, τον πτωχεύσαντα και σαρκωθέντα για εμάς και για την σωτηρία μας, μαζί με τους Ποιμένες και τους εξ ανατολών Μάγους, και να ψάλουμε και εμείς με των Αγγέλων τον ύμνο· «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Και όντως εκεί ήμασταν και εμείς απόψε, στην αγία Βηθλεέμ, και βλέπαμε αυτό το μυστήριο το ξένο, το ανερμήνευτο, το παράδοξο, πώς ο άναρχος Θεός άρχεται, και πώς ο αχώρητος Θεός χωρείται, και όλα αυτά για την σωτηρία μας.
Και έτσι η ψυχή μας ήταν γεμάτη ευγνωμοσύνη. Και διερωτώμεθα, τι άραγε μπορούμε να κάνουμε στην ζωή μας για να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας προς τον σαρκωθέντα Θεό; Και σαν απάντηση δινόταν το εξής: Εκείνο το δώρο που θέλει από εμάς ο νηπιάσας Θεός είναι να τον δεχθούμε και εμείς μέσα στην καρδιά μας και να τον ανακλίνουμε και να τον αναπαύσουμε εκεί. Και η καρδιά του κάθε ενός από εμάς να γίνει μία ευλογημένη και αγία φάτνη. Τι ωραίο πράγμα να είναι πάντοτε η καρδιά μας μία φάτνη, στην οποία ο Ιησούς Χριστός θα αναπαύεται!
Και πώς μπορεί να γίνει η καρδιά μας μία φάτνη, για να αναπαύεται ο Ιησούς Χριστός;
Πρώτον, δια της πίστεως. Η πίστη φέρνει τον Χριστό στην καρδιά μας. Είναι η πρώτη και βασική προϋπόθεση, για να κατοικεί ο Χριστός μέσα στην καρδιά μας.
Δεύτερον, η μετάνοια. Εάν ζούμε μέσα στα πάθη μας και τα θελήματά μας, παραβαίνοντας τις άγιες εντολές του Χριστού, και είμαστε γεμάτοι αμαρτίες, πώς μπορεί να κατοικεί ο Χριστός μέσα στην καρδιά μας, έστω και εάν έχουμε πίστη; Γι’ αυτό χρειάζεται και η μετάνοια και η κάθαρση με τα δάκρυα της μετανοίας και με τον αγώνα της μετανοίας της καρδιάς μας από την αμαρτία, και από τα πάθη, και από τις παραβάσεις του αγίου θελήματος του Θεού. Και τότε ο Ιησούς Χριστός αναπαύεται στην καρδιά μας.
Τρίτον, χρειάζονται τα μυστήρια της Εκκλησίας. Με τα μυστήρια της Εκκλησίας ο Θεάνθρωπος Χριστός ενώνεται μαζί μας, κατοικεί μέσα μας, όπως λέμε και σε μία ωραία ευχή της θείας Λειτουργίας: Να έχουμε, λέει, «τον Χριστόν κατοικούντα εν ταις καρδίαις ημών» και να είμαστε «ναός του Παναγίου και προσκυνητού Πνεύματος».
Και τέταρτο και τελευταίο – και αυτό πολύ σπουδαίο, όπως τα άλλα – η αδιάλειπτη προσευχή. Διότι, ας πούμε ότι πιστεύουμε, ας πούμε ότι μετανοούμε, ας πούμε ότι κοινωνούμε. Εάν όμως δεν έχουμε και την αδιάλειπτη προσευχή και λησμονούμε τον Χριστό, πώς θα κατοικεί ο Χριστός μέσα στην καρδιά μας; Γι’ αυτό οι άγιοι Πατέρες θεώρησαν και αυτή την προϋπόθεση της αδιάλειπτης προσευχής και μνήμης του Θεού ως ένα αναγκαιότατο, απαραίτητο όρο, χωρίς τον οποίο ο Χριστός δεν κατοικεί μόνιμα στην καρδιά μας. Και αυτή η προσευχή η αδιάλειπτη είναι ως γνωστόν το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Με αυτή την προσευχή, εφόσον υπάρχουν και οι άλλες προϋποθέσεις που είπαμε, κατοικεί ο Χριστός μέσα στην καρδιά μας.
Να, λοιπόν, τέσσερα μέσα, βασικά, αναγκαία, με τα οποία ο Ιησούς Χριστός θα κατοικεί μέσα στην καρδιά μας. Ας αγωνισθούμε, αδελφοί μου, να εφαρμόζουμε αυτά τα μέσα, να τα επιδιώκουμε καθημερινά, για να μπορούμε να έχουμε τον Χριστό αναπαυόμενο στην καρδιά μας, και έτσι να έχουμε και την ειρήνη Του και την Χάρη Του και τον φωτισμό Του και την ευλογία Του.
Μεγάλο πράγμα είναι το άγιο Σπήλαιο της Βηθλεέμ. Όσοι αξιωθήκαμε και πήγαμε και προσκυνήσαμε εκεί, αισθανθήκαμε αυτή την μεγάλη Χάρη που έχει. Αλλά μπορώ να σας πω, ότι ανώτερη Χάρη έχει η καρδιά ενός ανθρώπου που θα γίνει ζωντανό σπήλαιο του θείου βρέφους Ιησού Χριστού. Και αυτό έκαναν οι Άγιοι. Οι Άγιοι προσφέρθηκαν στον Χριστό και ο Χριστός κατοίκησε μέσα τους και έγιναν Χριστοφόροι και Θεοφόροι και ανώτεροι από την Φάτνη και το Σπήλαιο της αγίας Βηθλεέμ.
Παρακαλούμε τον Θεάνθρωπο Σωτήρα μας να μας συγχωρήσει, διότι στην ζωή μας κάθε λεπτό τον πικραίνουμε, διότι δεν έχουμε το φιλότιμο, τον πόθο, την ευγνωμοσύνη να αγωνισθούμε όπως πρέπει και να ανταποκριθούμε στην δική Του μεγάλη, απέραντη, ανέκφραστη αγάπη για μας, αλλά πιο πολύ ζούμε μέσα στην φιλαυτία μας και τον εγωισμό μας.
Θυμάστε εκείνη την ωραία ιστορία με τον άγιο Ιερώνυμο; Ασκητής ήταν ο άγιος Ιερώνυμος και συγγραφεύς της αρχαίας Εκκλησίας. Όταν κάποτε αγρυπνούσε στο Σπήλαιο της Βηθλεέμ, του ενεφανίσθη ο Κύριος. Τον ερώτησε τότε ο άγιος Ιερώνυμος: «Τι θέλεις Κύριε να σου δώσω ως δώρο;». Και του απάντησε ο Κύριος: «Τις αμαρτίες σου, να τις συγχωρήσω». Αυτό το δώρο εζήτησε ο Θεάνθρωπος Χριστός από τον Ιερώνυμο, που ήταν δικός Του δούλος πιστός. Αυτό ζητάει και ο Χριστός από μας σήμερα. Την καρδιά μας ζητάει, τις αμαρτίες μας για να τις συγχωρήσει, και την απόφασή μας να αρχίσουμε μία νέα ζωή.
Ζούμε σε ένα κόσμο γεμάτο σύγχυση. Όμως μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο που έχει τόση σύγχυση, τόση αβεβαιότητα, τόσο άγχος, τόση ανασφάλεια, που όλα είναι τόσο ρευστά και τόσο μάταια, αυτός ο οποίος έχει τον Χριστό μέσα του έχει ασφάλεια, έχει ειρήνη, έχει βεβαιότητα, είναι ήδη μπολιασμένος μέσα στον Θεό και μέσα στην αιωνιότητα του Θεού.
Με αυτές τις σκέψεις ταπεινά εύχομαι σε όλους τους πατέρες και αδελφούς της Μονής, αλλά και στους λαϊκούς αδελφούς, οι οποίοι ήλθαν να συνεορτάσουμε και να προσκυνήσουν και αυτοί τα άγια αυτά σκηνώματα, να δώσει ο Κύριος την Χάρη Του πλούσια, ώστε από σήμερα, από τώρα να αρχίσουμε έναν πιο εντατικό αγώνα, για να έχουμε τον Χριστό κατοικούντα μέσα στις καρδιές μας.
Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης (†), 1986
(από το βιβλίο: Αρχιμανδρίτου Γεωργίου, "Ομιλίες σε ακίνητες Δεσποτικές και Θεομητορικές Εορτές", εκδ. Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2015, σ. 63)
Η ζωή στη γη είναι πολύ μικρή, αφάνταστα μικρή.
Αλλά μας έχουν δοθεί πολλά σ’ αυτή τη μικρή χρονική περίοδο της ζωής μας,
προκειμένου να μπορέσουμε να στραφούμε προς τον Θεό εκ βάθους καρδίας.
Εκείνος είναι που μπορεί να μεταμορφώσει και να αναστήσει τις ψυχές μας.
Οι χριστιανοί είμαστε πράγματι πολύ τυχεροί, που έχουμε την
Υπεραγία Θεοτόκο να πρεσβεύει για μας ενώπιον του θρόνου του Θεού.
Γέροντας Θαδδαίος της Βιτόβνιτσα
Ο Χριστός, ο Θεός, γεννήθηκε στη γη ως άνθρωπος.
Γιατί;
Για να μας εξηγήσει με τη Γέννησή Του τη γέννησή μας.
Ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος Θεός.
Να, μέσα σ' αυτό περιλαμβάνεται όλο το μυστήριο της θαυμαστής Γεννήσεως του Θεανθρώπου την ημέρα των Χριστουγέννων.
Μέσα σ' αυτό περιέχεται ολόκληρο το Ευαγγέλιό του και όλη η Εκκλησία του και κάθε τι που βρίσκεται μέσα σ' Αυτήν.
Όλα τα άγια Μυστήρια και όλες οι άγιες αρετές και μέσα σ' αυτές όλες οι άγιες θεϊκές δυνάμεις.
Από τη Γέννηση του Σωτήρα Χριστού στη γη, όλο το πλήρωμα της Θεότητας, όλος ο Θεός βρίσκεται σωματικά παρών στον δικό μας ανθρώπινο κόσμο για να γεμίσουμε εμείς με αυτό το πλήρωμα της Θεότητας.
Και έτσι να πραγματοποιήσουμε τον σκοπό που ο Ίδιος ο Θεός έθεσε, για το ανθρώπινο είναι μας, για την ανθρώπινη ζωή μας, για την ανθρώπινη ύπαρξή μας.
Τον μόνο αληθινό και αθάνατο σκοπό και για μένα και για σένα και για τον κάθε άνθρωπο.
Ώ, πώς εμείς τα άθλια ανθρώπινα όντα να φθάσουμε σ' αυτόν τον ύψιστο σκοπό;
Μέσω των αγίων Μυστηρίων του Χριστού που υπάρχουν στην αγία Εκκλησία Του, και μέσω των αγίων αρετών που υπάρχουν μέσα σ' Αυτήν.
Όταν ζούμε μέσα σ' αυτές τις αρετές και μέσω αυτών ο καθένας από μας γεμίζει με όλες τις θεϊκές δυνάμεις, που είναι αναγκαίες για τον άνθρωπο, ώστε να ζήσει εν Θεώ και μαζί με τον Θεό, τόσο σ' αυτόν όσο και στον άλλο κόσμο.
Με τον τρόπο αυτό ο καθένας γίνεται «Θεός κατά χάριν», κι αυτό είναι κάτι που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη βοήθεια του Κυρίου μας, του Θεανθρώπου Χριστού που ελεεί όλους τους ανθρώπους...
Η επίτευξη του σκοπού αυτού αρχίζει με το άγιο Βάπτισμα και ολοκληρώνεται με τη θέωση.
Στο Μυστήριο του Βαπτίσματος ντύνεσαι τον Ίδιο τον Χριστό.
Στη Θεία Κοινωνία υποδέχεσαι ολόκληρο τον Θεό.
Να, είσαι Χριστοφόρος χριστιανέ!
Είσαι Θεοφόρος!
Να, ζεις, όπως ο μικρός «Θεός κατά χάριν».
Να, ζεις με τον Χριστό και για χάρη του Χριστού, γιατί Αυτός ο Χριστός είναι το μόνο λογικό και χαρμόσυνο νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης και για μένα και για σένα και για τον κάθε άνθρωπο.
Γι' αυτό: όλα για τον Χριστό, τον Χριστό να μην Τον ανταλλάξεις με τίποτε!
Ας είναι Αυτός -ο θαυμαστός και ελεήμονας προς όλους τους ανθρώπους - Κύριος και Σωτήρας μας. «Αυτός πρώτος σε όλα», μέσα σε όλη τη ζωή μου, σε όλη τη ζωή σου και τη ζωή του κάθε ανθρώπου, τη ζωή που αρχίζει εδώ στη γη, για να συνεχιστεί σε ολόκληρη την αιωνιότητα, σε όλους τους ουράνιους Θείους κόσμους.
Γι' αυτό πάλι και πολλές φορές επαναλαμβάνω τη χαρμόσυνη φωνή και τον αγγελικό χαιρετισμό:
ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ!
Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς
Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης (19/10/1829 – 20/12/1908)
Ο Ιβάν Ίλιτς Σέρκιεφ γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1829 στη Σούρα, μικρό χωριό στην επαρχία του Αρχαγγέλου, στο Ρωσικό Άπω Βορρά, από γονείς φτωχούς. Ο πατέρας του ήταν νεωκόρος και του εμφύσησε την αγάπη για την Εκκλησία, τις Ακολουθίες και την προσευχή· τον δίδαξε επίσης να μη ζητά καταφύγιο και παρηγοριά για τις δοκιμασίες του παρά μόνον στον Θεό.
Στο σχολείο, ο μικρός Ιβάν δυσκολευόταν πολύ να μάθει γράμματα· ο Θεός όμως άκουσε τις παρακλήσεις του και εν μια νυκτή τον απάλλαξε από την νωθρότητα του πνεύματος. Ο Ιωάννης έγινε τόσο λαμπρός μαθητής ώστε κέρδισε υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή της Αγίας Πετρούπολης. Ως σπουδαστής, ενδιαφερόταν για όλες τις επιστήμες, μελετούσε πολύ, αλλά αναζητούσε πάνω απ’ όλα την προσευχή και την δοξολογία του Κυρίου σε μοναχικούς περιπάτους στη φύση.
Όταν πέθανε ο πατέρας του ο Ιωάννης αναγκάστηκε παράλληλα με τις σπουδές του να εργάζεται ως γραμματέας, ώστε να συμβάλλει στις ανάγκες της οικογένειάς του. Δοκιμάστηκε σκληρά από κάθε λογής δεινά και από τον πειρασμό της αποθάρρυνσης και αγωνιζόταν διαρκώς προσερχόμενος, ζητώντας από τον Θεό την χάρη της πίστέως και της χαράς. Η θλίψη, έλεγε, είναι αποστασία και θάνατος της καρδιάς. Ο Ιωάννης θεωρούσε κάθε γεγονός της ζωής του ως σημείο εκ Θεού και γι’ αυτό, μετά από αποκαλυπτικό ενύπνιο δέχθηκε να νυμφευθεί την θυγατέρα του πρωθιερέα του Καθεδρικού Ναού της Κροστάνδης, εγκαταλείποντας τα όνειρα για ιεραποστολικές περιοδείες στη μακρυνή Κίνα, για να γίνει ιεραπόστολος στην ίδια του την πατρίδα, στο ναύσταθμο αυτό, κοντά στην πρωτεύουσα που συγκέντρωνε όλη την αθλιότητα, την κοινωνική αδικία και την ηθική κατάπτωση μιας κοινωνίας που βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής.
Την ημέρα του γάμου του, είπε στην γυναίκα του: «Λίζα, ευτυχισμένες οικογένειες υπάρχουν πολλές. Ας θέσουμε τους εαυτούς μας στην υπηρεσία του Θεού». Και μέχρι τέλους της ζωής τους, φύλαξαν τέλεια παρθενία, αποκαλώντας «αδελφό» ή «αδελφή» ο ένας τον άλλο. Χειροτονήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1855 και ο π. Ιωάννης θεμελίωσε την ιερατική του διακονία στην ενδελεχή μελέτη των Ιερών Γραφών, και κυρίως στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Η Θεία Λειτουργία είναι αληθώς η ουράνια τελετή επί γης, κατά την διάρκεια της οποίας, ο Ίδιος ο Θεός, με τρόπο ιδιαίτερο, άμεσο και εγγύτατο, παρουσιάζεται και σκηνώνει εν μέσω των ανθρώπων, όντας ο Ίδιος εκείνος ο αόρατος Ιερουργός ο προσφέρων και προσφερόμενος. "Δεν υπάρχει τίποτα πλέον μεγαλειώδες, πλέον ιερό, πλέον υψηλό, πλέον ζωοποιό από την Θεία Λειτουργία", γράφει στο ημερολόγιό του, "η εν Χριστώ ζωή μου".
Για τον Ιωάννη, όλες οι ενέργειες του πρεσβυτέρου, συμπεριλαμβανομένης της ποιμαντικής στοργής για το ποίμνιο, αποτελούν προέκταση του μυστηρίου της Θείας Λειτουργίας, της Ιερατείας του Χριστού που ενεργεί την σωτηρία και τον καθαγιασμό των ανθρώπων στην Εκκλησία. Ο ιερέας είναι ζώσα εικόνα Χριστού, και γι’ αυτό, ήδη από την αρχή της ιερωσύνης του, ο π. Ιωάννης αφοσιώθηκε στο να φέρνει την φωτεινή και ζωοποιό παρουσία του φιλάνθρωπου Χριστού στις πιο εξαθλιωμένες και κακόφημες συνοικίες. Πήγαινε στα σπίτια, έπαιρνε τα παιδιά στην αγκαλιά του και με τα λεγόμενα του που σφραγίζονταν από ασυνήθιστη πραότητα και στοργή, βοηθούσε τους γονείς να μεταστραφούν.
Φρόντιζε τους αρρώστους μεταμορφώνοντας την «κλίνη του πόνου σε κλίνη ευτυχίας με την παραμυθία της πίστεως», έδινε ελεημοσύνη ό,τι είχε και δεν είχε, και συχνά επέστρεφε στην οικία του δίχως υποδήματα ή πανωφόρι. Πήγαινε παντού, όχι για να κρίνει, αλλά για να προσευχηθεί και να μεταφέρει την παρουσία του Χριστού. Με το πνεύμα διαρκώς προσηλωμένο στον Θεό, διέσχιζε το πλήθος που πάντα συγκεντρωνόταν στο διάβα του και όπως ο ήλιος διαχέει το φως, ο π. Ιωάννης διέχεε γύρω του την ευωδία Χριστού και την φιλευσπλαγχνία, ευλογώντας, προσευχόμενος, προσφέροντας αμέσως με το αριστερό χέρι ό,τι δεχόταν στο δεξί. Η διαγωγή του σύντομα τον έκανε στόχο κατηγοριών και συκοφαντιών από όλες τις πλευρές.
Κατηγορήθηκε ότι έχασε τα λογικά του, αλλά εκείνος συνέχιζε παρ’ όλα αυτά το έργο του, χαρούμενος που ταλαιπωρούνταν έτσι για την αγάπη του Χριστού. Παρά τις αναρίθμητες δυσκολίες, κατόρθωσε χάρις στις όλο και μεγαλύτερες δωρεές, να ιδρύσει τον «Οίκο Εργασίας», τεράστιο φιλανθρωπικό συγκρότημα που αποτελούνταν από ναό, σχολεία, νοσοκομεία, εργαστήρια, όπου χιλιάδες κάτοικοι της πόλης λάμβαναν όχι μόνον υλική βοήθεια, αλλά ξαναέβρισκαν την αξιοπρέπειά τους μέσω της εκπαίδευσης και της συμμετοχής τους στην εκκλησιαστική ζωή. Επί τριάντα δύο χρόνια, παράλληλα με το ποιμαντικό έργο του, δίδασκε και στο σχολείο. Αντί της συσσώρευσης των γνώσεων, προέκρινε την εκπαίδευση της καρδιάς και προετοίμαζε τους μαθητές να δεχθούν την χάρη του Θεού, εμφυσώντας τους την αίσθηση της ωραιότητος του σύμπαντος και τον σεβασμό προς τον άνθρωπο ως εικόνας Θεού.
Τα χρόνια περνούσαν και η αγάπη του π. Ιωάννη για τους ανθρώπους ολοένα και μεγάλωνε, όπως μεγάλωνε η φήμη του και απλωνόταν πέρα από τα όρια της πόλεως Κροστάνδης. «Ο ιερέας πρέπει να συμπονά όλον τον κόσμο· πρέπει να καθίσταται τα πάντα τοις πάσι», έλεγε. Και ο Κύριος έδωσε στην προσευχή του εξαιρετική δύναμη για την θεραπεία του σώματος, για την παραμυθία, και την μεταστροφή των ψυχών, δείχνοντάς του με αυτόν τον τρόπο ποια ήταν η αποστολή του: να καταστεί ζωντανός στύλος προσευχής και δεήσεων για όλον τον κόσμο, να γίνει ο «ποιμήν πάσης Ρωσίας». Αργότερα στην ζωή του έγινε, μια αλλαγή στην κοινωνία του με τους ανθρώπους· δεν ήταν τόσο εκείνος που έσπευδε να πάει να συναντήσει τους δεινοπαθούντες, όσο ο φιλόχριστος ρωσικός λαός που προσέτρεχε σ’ εκείνον. Κατά χιλιάδες έφθαναν κάθε μέρα στην Κροστάνδη για να λάβουν συμβουλές και βοήθεια, για να του ζητήσουν να προσευχηθεί για εκείνους ή απλώς για να τον δουν. Το ταχυδρομείο αναγκάστηκε να ανοίξει ειδική υπηρεσία για να διανέμει τον όγκο των γραμμάτων, τηλεγραφημάτων, και εμβάσματος που έφθαναν καθημερινά για τον π. Ιωάννη. Με τα χρήματα αυτά, ο Άγιος πρόσφερε συσσίτιο σε περισσότερους από χίλιους απόρους και ίδρυσε πολλούς ναούς και μοναστήρια.
Ξυπνούσε στις 3 το πρωί και πήγαινε, στην εκκλησία, που ήταν ήδη γεμάτη κόσμο για τον όρθρο. Την ώρα της προσκομιδής έφερναν τα πρόσφορα σε πελώρια πανέρια, μαζί με ατελείωτους καταλόγους ονομάτων. Ο π. Ιωάννης τα έπαιρνε στα χέρια του και ανέπεμπε διάπυρο προσευχή προς τον Κύριο ωσάν να μεσίτευε για κάθε έναν χωριστά. Δέος σε καταλάμβανε όταν τον έβλεπες να τελεί την Θεία Λειτουργία· στεκόταν ενώπιον της Αγίας Τραπέζης ωσάν να βρισκόταν ενώπιον του θρόνου της δόξης του Θεού, πρόφερε τις ευχές με τρόπο που συγκινούσε και τους πιο σκληρόκαρδους, και όταν μετελάμβανε το πρόσωπό του λουζόταν από δάκρυα. «Πεθαίνω όταν δεν τελώ την Θεία Λειτουργία», έλεγε.
Στα φλογερά του κηρύγματα παρότρυνε τους χριστιανούς να κοινωνούν συχνά, διότι την εποχή εκείνη πολλοί, αρκούνταν να κοινωνούν μια φορά τον χρόνο. Καθώς ήταν αδύνατο να εξαγορεύσει την εξομολόγηση του καθενός χωριστά, οι πιστοί ξανάβρισκαν αυθόρμητα την αρχαία συνήθεια της δημόσιας εξομολόγησης. Μετανοούντες και θρηνούντες, εξομολογούνταν όλα τους τα αμαρτήματα ενώπιον των αδελφών, πριν πάνε να αντλήσουν νέα ζωή από την Πηγή της Χαράς. Τόσο με τα λόγια του όσο και με την διαγωγή του. ο π. Ιωάννης είχε λάβει το χάρισμα να μπορεί να μεταδίδει την αίσθησή του για την παρουσία του Χριστού:
«Ο Χριστός είναι η αναπνοή μου, πιο πολύ και από τον αέρα, κάθε στιγμή της ζωής μου. Είναι το φως μου πάνω από κάθε άλλο φως, η τροφή και η πόσις μου, η ένδυσή μου, η ευωδία μου, η πραότης, ο πατέρας και η μητέρα μου, τόπος πιο στέρεος από την γη, που τίποτε δεν μπορεί να κλονίσει και με βαστάξει». Μετά την λειτουργία που τελείωνε κατά το μεσημέρι, περνούσε την υπόλοιπη μέρα του δεχόμενος αιτήματα για προσευχές, επισκεπτόμενος τα ιδρύματά του, εμπνέοντος πίστη, ελπίδα και χαρά στους απελπισμένους, και γυρνούσε στην οικία του πολύ αργά το βράδυ. Παρά το πλήθος των δραστηριοτήτων του, το πνεύμα του δεν περιεσπάτο ποτέ από την προσευχή, διότι έχοντας γίνει κατά χάριν θεός, όλα τα λόγια και τα έργα του ήσαν προσευχές πλήρεις θείας ενεργείας.
Προς τα τέλη του βίου του δοκιμάστηκε σκληρά από αρρώστεια την οποία υπέμεινε με πραότητα, υπομονή και ευχαριστία. Προείπε την ημέρα της εκδημίας του και εκοιμήθη εν Κυρίω στις 20 Λεκεμβρίου 1908, περιβεβλημένος την τιμή και την ευλάβεια όλου του ρωσικού λαού, από τους πιο ταπεινούς μέχρι την αυτοκρατορική οικογένεια. Σταλείς από τον Θεό ως προφήτης, ο π. Ιωάννης της Κροστάνδης κατέστη αφετηρία της πνευματικής αφύπνισης του ρωσικού λαού στις παραμονές της επανάστασης και κατέδειξε τι πρέπει να είναι ο ορθόδοξος ιερέας: έφορος και οικονόμος της θείας φιλευσπλαγχνίας μεταξύ των ανθρώπων.
("Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας", Δεκέμβριος, εκδ.Ίνδικτος. Αναδημοσίευση από: Ουράνιοι Άνθρωποι, Διμηνιαίο Περιοδικό "Μοναχική Έκφραση", εκδ.Ιεράς Μονής Αγ.Νεκταρίου Τρικόρφου Φωκίδος, τεύχος 4ο, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2004)
(Ν.Π Βασιλειάδη,Αρχαιολογία και Αγία Γραφή,εκδ. Σωτήρ, σελ.337-341)
«…Οι αναφορές αυτές τού θεοπνεύστου Ευαγγελιστού [Λουκά] υπήρξαν μία πρόκλησις δια τον ιστορικόν και τον αρχαιολόγον. Ήδη εκάμαμε εις προηγούμενα κεφάλαια εκτενή λόγον δια το πότε εβασίλευσεν ο Ηρώδης ο Μέγας και οι διάδοχοί του. Εδώ υπενθυμίζομεν μόνον ότι ο Ηρώδης εβασίλευσεν από το 37 μέχρι το 4 π.Χ.. Τούτο σημαίνει ότι ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εγεννήθησαν πριν από τον θάνατον του Ηρώδου, δηλαδή πριν από το 4 π.Χ.. Σήμερα είναι πλέον αποδεκτόν ότι «εκ πλάνης κατά τον ε΄ αιώνα έτος γεννήσεως του Κυρίου ωρίσθη το 753 (από κτίσεως Ρώμης), ήτοι τρία ή τέσσαρα έτη βραδύτερον της πραγματικής χρονολογίας»(Π. N. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον σελ. 34 σχόλια εις τον στίχο 5). Ενώ άλλοι, βασιζόμενοι εις το Ματθ. β' 1, τοποθετούν την γέννησιν του Κυρίου εις τα τέλη του 5 π.Χ. ή και το 6 π.Χ., και τούτο, διότι η απογραφή, η οποία ωρίσθη από την Ρώμην το 9 - 8 π.Χ., καθυστέρησεν ένεκα των αντιδράσεων των Ιουδαίων και έγινε μόλις το 7 - 6 π.Χ. Ο Sir W. Μ. Ramsay υποστηρίζει ότι αυτή είναι η απογραφή, περί της οποίας ομιλεί ο ιερός Λουκάς (β' 1-3) σχετικά με την γέννησιν του Χριστού. Οπότε ή απογραφή αυτή μάς οδηγεί εις το 6 π.Χ. ως έτος γεννήσεως τού Χριστού.(Ρ. FREE, Archaeology and Bible History, σελ. 285. Επίσης W. Μ. RAMSAY, Was Christ Born at Bethlehem? (London 1898), σσ. 174 έξ. Επίσης J. A. THOMPSON, The Bible and Archaeology, σσ. 378-379)
Δια το πότε ακριβώς έγινε η απογραφή του Αυγούστου και Κυρηνίου (Λουκ. β' 1έξ.) παρατηρούμε: Βεβαίως ο λόγος του Ευαγγελιστού «πάσαν την οικουμένην» δεν εννοεί όλον τον κόσμον, αλλά μόνον τους λαούς, οι οποίοι ήσαν υπό την κυριαρχίαν των Ρωμαίων των χρόνων εκείνων.
Κατά της επιμονής τού Λουκά περί της ανωτέρω απογραφής οι αρνηταί της ιστορικότητος του τρίτου Ευαγγελίου προέβαλαν τρεις ενστάσεις. Είπαν: α) Η Ιστορία δεν αναφέρει καμμίαν τέτοιαν απογραφήν. β) Ο Κυρήνιος ήταν κυβερνήτης της Συρίας τουλάχιστον δέκα χρόνια αργότερα. γ) Είναι παράλογον να υποθέσωμεν ότι ο λαός πρέπει να φύγη από τα σπίτια του δια να απογραφή.
Εις τις τρεις αυτές ενστάσεις απαντούμε:
Απογραφές πληθυσμού εγίνοντο από πολύ παλαιά, διότι ήσαν απαραίτητες δια την φορολογίαν. Άλλωστε χωρίς αυτές πώς θα εισέπραττε η Ρώμη τα τεράστια ποσά, πού της ήσαν απαραίτητα δια τα πολυτελή κτίριά της, την άσωτη ζωή των αρχόντων και του λαού, την συντήρησιν του στρατού και το πολυδάπανον και εκτεταμένο διοικητικόν της σύστημα; Πάπυροι, τους οποίους κατέχει σήμερα η Αρχαιολογία, μάς πληροφορούν ότι εις το Ρωμαϊκόν κράτος εγίνοντο απογραφές κάθε δεκατέσσερα χρόνια. Η απογραφή περιελάμβανε τους «Ρωμαίους πολίτας», αλλά και την Ισπανίαν, την Γαλατίαν, την Αίγυπτον, την Συρίαν και την Παλαιστίνην. Οι πάπυροι αυτοί ομιλούν περί απογραφής, η οποία έγινε το 9 - 6 π.Χ.( P. FREE, ένθ' ανωτ.. σσ 285 - 286. Επίσης W. KELLER. Η Βίβλος ως ιστορία λαών και πολιτισμών, σελ. 463). Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (155 - 220 μ.Χ.) ομιλεί περί συστήματος απογραφής και λέγει ότι αυτό άρχισε με την απογραφήν, η οποία έγινε το έτος της γεννήσεως του Χριστού. Κείμενα παπύρων αναφέρουν απογραφές, οι οποίες έγιναν κάθε 14 χρόνια: Δηλαδή το 90, 104, 118, 132 και εξής μέχρι το 230 μ.Χ.( A. Τ. ROBINSON, Luke the Historian in the Light of Research (Edinburgh 1920, σσ. 123έξ). Επίσης υπάρχουν αναφορές εις τον Πλίνιον και εις τον Τάκιτον περί απογραφής κατά τα έτη 35, 48, 61 και 74 μ.Χ.. Ο Sir W. Μ. Ramsay υπογραμμίζει, ότι κατέχομεν πληροφορίες περί απογραφής εις την Αίγυπτον κατά το 34 και το 62 μ.Χ., και ακόμη ότι έχομεν έμμεσες πληροφορίες περί απογραφής το 20 και το 48 π.Χ.. Δεν κατέχομεν μόνον πληροφορίες δια την απογραφήν του 6 μ.Χ., εις την οποίαν φαίνεται να αναφέρεται ο ιερός Λουκάς (Πράξ. ε' 37), αλλά μπορούμε να υποθέσωμεν ότι έγινε. Η απογραφή, η οποία έγινε πριν από αυτήν, θα πρέπη να ήταν εκείνη τού 8 π.Χ.( J. A. THOMPSON, ένθ’ άνωτ.. σελ. 378)
Επομένως το επιχείρημα των αρνητών, ότι η Ιστορία δεν αναφέρει τίποτε περί της απογραφής, δια την οποίαν ομιλεί ο ιερός Λουκάς δεν ευσταθεί! Ο ιερός Λουκάς είναι ακριβής.
2. Κατά τον Ιουδαίον ιστορικόν Ιώσηπον, ο Κυρήνιος ήταν κυβερνήτης της Συρίας το 6 μ.Χ.. Τότε έλαβε χώραν μία απογραφή, η οποία εξώργισε τους Ιουδαίους. Ο Κύριος όμως δεν εγεννήθη το 6 μ.Χ. αλλά, όπως εξηγήσαμε περί το 4 π.Χ.. Ώστε ο Κύριος ήταν ήδη περισσότερον από δέκα ετών, όταν ο Κυρήνιος «ηγεμόνευε» εις την Συρίαν. Τι συμβαίνει λοιπόν;
Εν πρώτοις η Ελληνική λέξις «ηγεμονεύοντος» (Λουκ. β' 2) «έχει γενικήν έννοιαν και δηλοί το αξίωμα οιουδήποτε άρχοντος». Ο δε ευαγγελιστής Λουκάς «δεν καθορίζει ότι ο Κυρήνιος ήτο τότε legatus, όπως υπήρξε το 6 μ.Χ.»( Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ. ένθ' ανωτ.. σελ. 84. σχόλιον εις τον στίχ. 2). Κατά συνέπειαν το «ηγεμονεύοντος Κυρηνίου» σημαίνει ουσιαστικώς «επιτήρησιν» υπό διάφορες μορφές.
Το 1828 ευρέθη εις την Ρώμην μία επιγραφή, η οποία ανέφερεν ότι ο Κυρήνιος υπήρξε κυβερνήτης της Συρίας δύο φορές (Ρ. FREE, ένθ' ανωτ.. σελ. 286), παρ’ όλον ότι η υπηρεσία του δεν ήταν η ιδία και τις δύο φορές. Μία επιγραφή επίσης αναφέρει ότι ο «Ρ. Suplicius Quirinius dumvir» (=ανώτατος άρχων εις τις αποικίες) κατηύθυνε μίαν εκστρατείαν εις την Συρίαν λίγο πριν από το 6 π.Χ.( A.Τ. ROBINSON, ένθ’ ανωτ.. σελ. 128). Ο F.F. Bruce (Μπρούς) πιστεύει, ότι «υπάρχει ουσιώδης μαρτυρία ότι ο Κυρήνιος κατείχε τέτοια θέση ενωρίτερα, πιθανώς μεταξύ του 10 και 7 π.Χ., όταν ως αυτοκρατορικός απεσταλμένος στην επαρχία της Συρο-Κιλικίας για στρατιωτικούς σκοπούς, κατηύθυνε εκστρατείαν εναντίον των Homanadenses, μιας ορεινής φυλής της Μ. Ασίας» (πρόκειται διά βαρβαρικήν φυλήν, η οποία ζούσε εις το όρος Ταύρος)(F.F. BRUCE, Are the Ν. Testanent Documents Roliable σελ 85). Ο Ράμσεϋ ευρήκε πράγματι, λίγο πριν από τον Α' Παγκόσμιον πόλεμον, μίαν επιγραφήν εις την Αντιόχειαν της Πισιδίας, η οποία επιβεβαιώνει τις δύο διοικητικές περιόδους του Κυρηνίου εις την Συρίαν. Ημπορούσε λοιπόν ο Κυρήνιος να έχη διοικητική εξουσία τότε που εγεννήθη ο Χριστός, όπως επίσης να είναι διοικητής και αργότερα, κατά το 6 μ.Χ.( J. P. FREE, ένθ άνωτ σελ. 286).
Εξ άλλου ο απόστολος Λουκάς δεν γράφει, ότι ο ίδιος Κυρήνιος έκαμε την απογραφήν, η οποία έλαβε χώραν το έτος της γεννήσεως του Κυρίου· γράφει απλώς ότι η απογραφή έγινε τότε που ο Κυρήνιος ήταν ηγεμών της Συρίας· «ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου»· Τότε δε ο Κυρήνιος, όπως γράφει ο αρχαιολόγος Τόμπσον «ήταν επιφορτισμένος με έκτακτον αποστολήν παραλλήλως πρός τον κανονικόν ηγεμόνα, ο οποίος ήταν τότε ο Sentius Saturnius (8 - 6 π.Χ.)» ( J. A. THOMPSON. ενθ. ανωτ.. σελ. 379). Ώστε ο απόστολος Λουκάς είναι απολύτως ακριβής. Η απογραφή έγινε τότε που εγεννηθη ο Κύριος. Την ιδίαν εποχήν ο Κυρήνιος, δηλαδή περί το 4 π.Χ., ευρίσκετο εις την Συρίαν με έκτακτη αποστολή και ειδικήν εξουσιοδότησιν της Ρώμης και όχι ως ηγεμών, όπως το 6 μ.Χ..
Όταν η ψυχή είναι ταραγμένη, θολώνει το λογικό και δεν βλέπει καθαρά. Μόνο, όταν η ψυχή είναι ήρεμη, φωτίζει το λογικό, για να βλέπει καθαρά την αιτία κάθε πράγματος.
Η ψυχή είναι πολύ βαθιά και μόνο ο Θεός τη γνωρίζει.
Γιατί να κυνηγάμε τα σκοτάδια; Να, θα ανάψουμε το φως και τα σκοτάδια θα φύγουν μόνα τους. Θα αφήσουμε να κατοικήσει σ’ όλη την ψυχή μας ο Χριστός και τα δαιμόνια θα φύγουν μόνα τους.
Όταν έρθει μέσα μας ο Χριστός, τότε ζούμε μόνο το καλό, την αγάπη για όλο τον κόσμο. Το κακό, η αμαρτία, το μίσος εξαφανίζονται μόνα τους, δεν μπορούν, δεν έχουν θέση, να μείνουν.
Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης
Για την Εκκλησία ο θάνατος δεν είναι θάνατος με την έννοια την οποία δίδουμε σ’ αυτόν τον όρο. Είναι αποδημία, δηλαδή ταξίδι. Και μάλιστα αποδημία από των «λυπηρότερων προς τα ευειδέστερα». Ταξίδι, δηλαδή, από ένα τόπο προς ένα άλλο τόπο καλύτερο. Ψάλλουμε, κατά το «Τρισάγιο», ν’ αναπαύσει ο Κύριος τους κεκοιμημένους «ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος». Η ζωή είναι γεμάτη δοκιμασίες και ασθένειες. Ο θάνατος είναι το εισιτήριο για ένα ταξίδι.
Όταν εκάλεσαν τον Κύριο να επισκεφθεί τον τάφο του φίλου του Λαζάρου είπε «ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει» δηλαδή, δεν πέθανε αλλά κοιμάται. Γι’ αυτό και τον τόπο που τοποθετούμε τους νεκρούς μας δεν πρέπει να τον ονομάζουμε νεκροταφείο, αλλά κοιμητήριο. Εκεί κοιμούνται οι αδελφοί μας περιμένοντας να ξυπνήσουν. Βέβαια, οι ψυχές ούτε κοιμούνται, ούτε πεθαίνουν. Επομένως, ο θάνατος για την Oρθόδοξη Εκκλησία είναι μετάβαση εκ του θανάτου εις την ζωήν. Ο Κύριος είπε ότι όποιος πιστεύει σ’ Eκείνον δεν πεθαίνει αλλά ζει και μεταβαίνει εκ του θανάτου εις την ζωήν. Ο Κύριος, δηλαδή, αυτή την ζωή που τώρα ζούμε, την ονομάζει θάνατο και την άλλη ζωή που ακολουθεί μετά τον θάνατό μας, ονομάζει ζωή. Έτσι, λοιπόν, δια του θανάτου μεταβαίνουμε εις την ζωήν. Αυτή είναι η πραγματικότητα της Χριστιανικής μας πίστεως και διδασκαλίας.
(«η μετά Θάνατον ζωή», μακαριστού αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, εκδ. Χρυσοπηγή, σελ. 79-80)
«Αν δεν θεραπεύτηκες ακόμα δε σημαίνει πως ο Θεός δεν άκουσε τις προσευχές που γίνονται για σένα, αλλά πως δε θεραπεύει αμέσως μερικούς ανθρώπους, για να ωφεληθούν περισσότερο. Με τα πρόσκαιρα βάσανα ο αμαρτωλός άνθρωπος απαλλάσσεται από τα αιώνια βάσανα και ταυτόχρονα κερδίζει τη σωτηρία του, γίνεται κληρονόμος της βασιλείας των ουρανών.
Ο Κύριος και Θεός με την άπειρη σοφία Του τα ρυθμίζει όλα σύμφωνα με την αγάπη Του για το ανθρώπινο γένος και χαρίζει σε όλους αυτό που τους ωφελεί. Εμάς δεν πρέπει να μας απασχολεί γιατί το ένα γίνεται έτσι και το άλλο αλλιώς, αλλά ν’ αφοσιωνόμαστε με παιδική υποταγή στο θέλημα του ουρανίου πατέρα μας και να λέμε από τα βάθη της ψυχής μας: «Πάτερ ημών… γεννηθήτω τό θέλημά Σου».
«Αν θέλεις να δεις καλύτερες μέρες, ν’ αγαπήσεις την αγία ταπείνωση μ’ όλη σου την ψυχή και θα βρεις την ειρήνη του Χριστού».
«Ο Θεός επιτρέπει τόσο τις καλές όσο και τις σκληρές εξουσίες για μας. Τις πρώτες για να μας παρηγορούν, τις δεύτερες για να μας προκαλέσουν συντριβή και ταπείνωση».
«Την ψυχική σου ωφέλεια θα τη βρείς εκεί που δε γίνεται το θέλημά σου».
Οδηγίες για καθημερινή ενασχόληση:
Στην αγαπητή δόκιμη Ν.Ν.:
1. Όταν σηκώνεσαι από τον ύπνο η πρώτη σου σκέψη πρέπει να στραφεί στο Θεό, ο πρώτος σου λόγος πρέπει να’ ναι προσευχή στο Θεό – τον Πατέρα και Δημιουργό σου.
2. Να μετανοείς και να δοξολογείς το Θεό που δεν επέτρεψε ν’ απωλεστείς από τις αδυναμίες σου.
3. Βάλε αρχή να κάνεις ό,τι είναι άριστο. Κανένας δε θα ολοκληρώσει την πορεία προς τον ουρανό, εκτός από κείνον που ξεκινάει την ημέρα του καλά.
4. Να ξεκινάς την ημέρα σου σαν σεραφείμ στην προσευχή, σαν χερουβίμ στις πράξεις και σαν άγγελος στη συμπεριφορά σου.
5. Μην περνάς τον καιρό σου αργή.
6. Σε όλες τις πράξεις, τα λόγια και τις σκέψεις σου ο νους σου να 'ναι στο Θεό.
7. Ο λόγος σου να 'ναι ήρεμος, ταπεινός, σοβαρός κι ωφέλιμος. Η σιωπή θα σε βοηθήσει να λες μόνο τ’ απαραίτητα λόγια, με διάκριση. «Λόγος σαθρός εκ του στόματος υμών μη εκπορευέσθω» (Εφεσ. δ’29).
8. Μη γελάς με θόρυβο, αλλά μόνο να χαμογελάς. Κι αυτό όχι συχνά.
9. Ν’ αποφεύγεις την αντιλογία και τη φιλονικία.
10. Ν’ αγαπάς πάντα την ταπείνωση και ν’αποφεύγεις πάντα την υπερηφάνεια.
11. Μη μισήσεις κανένα, για οποιοδήποτε λόγο.
12. Να 'σαι εγκρατής στο φαγητό, το ποτό και τα γλυκά.
13. Να 'σαι καταδεχτική με όλους. Έτσι ο Θεός θα σ’ ευλογεί κι οι καλοί άνθρωποι θα σ’ επαινούν.
14. Ο θάνατος δίνει τέλος σ’ όλα τα πράγματα. Αυτό πρέπει να το’ χει πάντα στο νου του ο άνθρωπος.
Πράξεις σαν κι αυτές είναι ευάρεστες στο Θεό, ως «οσμή ευωδίας πνευματικής».
15. Σε παρακαλώ να μνημονεύεις στις προσευχές σου τον ανάξιο μοναχό Αντώνιο που 'χει αμαρτήσει πολύ σε όλους και σε σένα, κι ο Θεός να σου μνησθεί στη βασιλεία Του.
«Σε παρακαλώ να ματαιώσεις προς το παρόν το ταξίδι σου. Τη βασιλεία του Θεού δεν πρέπει να την αναζητήσουμε κάπου αλλού αλλά μέσα μας, στην καρδιά μας. Θα με ρωτήσεις: τι είναι η βασιλεία του Θεού; Σου απαντώ: Η βασιλεία του Θεού είναι η ενάρετη εν Χριστώ ζωή. Το να 'χει η ψυχή σου ταπείνωση και υπομονή, ειρήνη. Αν ζεις έτσι, θα δεις την ειρήνη (δηλ. Τη βασιλεία του Θεού) μέσα σου όσο ζεις και, μετά την κοίμησή σου, θα ζεις πάλι μαζί της».
Στάρετς Αντωνίου της Όπτινα