ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα να σου στείλω λίγο ψωμί,
μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ότι έμεινε απ' τον ήλιο
να σου το στείλω να ντυθείς. Έμαθα πως κρυώνεις.
Την πράσινή σου φορεσιά να την φορέσεις την Λαμπρή!
Θα τρέξουν μ' άνθη τα παιδιά. Θα βγουν τα περιστέρια,
κ' η μάνα σου με μια ποδιά, πλατιά, γεμάτη αγάπη!
Πάρε όποιο δρόμο, όποια κορφή, ρώτα όποιο δένδρο θέλεις.
Μ' ακούς; Οι δρόμοι όλης της γης
βγαίνουνε στην καρδιά μου!
Μην ξεχαστείς κοιτάζοντας το φως. Τ' ακούς; Ναρθείς!
Νικηφόρος Βρεττάκος
... Καλοκαίρι, μην πίστεψες πως δε συλλογιέμαι!
Η σκέψη μου είναι αγάπη κι η αγάπη μου σκέψη.
Μυστηριακή θεία δύναμη που αναθρώσκει
απ' τα βάθη μου, αντανακλά και στολίζει
με την εξαίσιά της λάμψη το μηδέν και τη νύχτα.
Μη ρωτήστε πού πέφτουν τα ποτάμια της γης
τι στηρίζουν οι κορφές των βουνών
τι κρύβει από πάνω μας η μεγάλη φωτιά.
Δε ρωτώ γι' άλλο τίποτα.
Τραγουδώ σαν πουλί στ' ακρινότερο δέντρο του κόσμου:
Αγαπώ, άρα υπάρχω.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Φίλη μου,
μόνος κατάμονος
χωρίς καταφύγιο
κοιτάζω με σπασμένα μάτια
τον απέραντο ουρανό.
Ζητώ άσυλο
στις λίμνες των ματιών σου
ζητώ στέγη στους κάμπους της ψυχής σου
μα το πρόσωπό σου, που μπαίνοντας μέσα μου
αραιώνει τη νύχτα της υπάρξεώς μου,
μόλις μου στέλνει μιαν αναλαμπή
από το σπίτι των αγγέλων.
Βουνά που ταξιδεύουν στους ορίζοντες
οι αιώνιες συννεφιές,
φαντάσματα που χορεύουν πατώντας
στα λεπίδια των κεραυνών,
τόξα τεντωμένα που παραφυλούν
μη βγω και δω τον ήλιο.
Σαν τον ωκεανό
που ταραγμένος περιστρέφεται
μελανιασμένος απ' τη δίνη της καρδιάς του
γυρεύω ν' αναρριχηθώ
πατώντας στα γαλάζια δάχτυλα,
να σπάσω των νεφών το τείχος
και ν' αλαλάξω εμπρός στον ήλιο.
Μα πέφτω με σπασμένο στήθος.
Φεύγει ο καπνός
από τα συγκρουσμένα σπλάχνα μου
κι η σελήνη της μορφής σου
ρίχνει λάδι στις πληγές μου.
Ακόμη
απ' το διάστημα
μου απλώνουν το χέρι τους
η θωπεία των θαλασσών
κι η ευλογία των άστρων.
Μα η σκοτεινή οροσειρά του Ταϋγέτου
άκαμπτη και ζωντανή
σαν παραταγμένος θάνατος
φρουρεί μες στα σύννεφα
το σιωπηλό μου ερημητήριο
αναφέροντας στους ουρανούς
όταν δύει ο ήλιος
την κατάσταση του εκπτώτου.
Όρη μεγαλοπρεπή
που οι λευκές κορυφές σας
κοιτάζουν μέσ' απ' τα γαλάζια πρίσματα
το μεγαλείο της δημιουργίας,
Ωκεανέ,
που αρχίζεις απ' τον ουρανό
και συνεχίζεσαι στ' άπειρο της ψυχής μου
στολίζοντας τη δυστυχία μου
με τα μαργαριτάρια των αφρών σου,
ρόδα των δύσεων
που σβήνατε
στα ποτήρια των αγγέλων
και στην ψυχή μου,
όλα όσα χορέψαμε μαζί
στο λευκό γάμο
της ενώσεώς μου με το σύμπαν
γιατί δεν γυρίζετε
στην πρωτινή κατοικία σας
γιατί εγκαταλείψατε
την παιδική μου ψυχή;
Είμαι η τύψη του αγγέλου
που αδίκησε ο Θεός...
Νικηφόρος Βρεττάκος
Ο γιος της σκοτώθηκε πριν έξι μήνες
Τώρα κάθε πρωί που ανοίγει την πόρτα της,
είναι ένα πένθος. Νομίζεις πως βλέπεις,
έξω από χρόνο και χώρο: το πένθος.
Το βράδυ, το ίδιο:
Σπρώχνει την πόρτα
σα να σωριάζεται. Μπαίνει τρεκλίζοντας
ανάβει το φως. Η μαύρη της μπόλια
είναι λυμένη. Οι άκρες της κρέμονται
ως κάτου στο πάτωμα. Στον τοίχο, αντίκρυ της
η εικόνα ταράζεται. Η Παναγία τη βλέπει,
τρέμουν τα χέρια της, θα της φύγει θαρρείς,
θα της πέσει το βρέφος της.
Τα χείλη της σφίγγονται, η κόκκινη
μαντίλα της παίζει. Θέλει να την
βοηθήσει, αλλά – το σπίτι είναι έρημο.
Δεν έχει σε ποιον ν’ αφήσει σ’ αυτόν
τον κόσμο για μια στιγμή το παιδί της.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Είμαι κι εγώ
μια μικρή λεπτομέρεια
μέσα στην τραγική
ιστορία του σύμπαντος.
Τα κύτταρά μου διεχώρισα
σε άπειρα πολλοστημόρια
για να τ' αγαπήσω όλα
όσα κινούνται στη γη,
όσα στων θαλασσών τα βάθη αναπαύονται
κι όσα στ' αχανή μού διαφεύγουν.
Μα δε βρέθηκε τίποτε
μέσα στ' άπειρα πλάσματα
μιαν αχτίδα τού ήλιου
να μου βάλει στο μέτωπο.
Χάνομαι τόσο νωρίς
στη γλαυκή απεραντοσύνη
γιατί δε μ' αγάπησε τίποτε.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Καὶ τὶς ἀχτίδες σου, ἥλιε, θὰ στὶς ἐπιστρέψω.
Στοῦ σύμπαντος τὸν ὀργασμό θὰ ζεσταθῶ,
θἄχω ἐξοφλήσει πιὰ στὴ γῆ κάθε μισθό –
καὶ τὶς ἀχτίδες σου θὰ σοῦ τὶς ἐπιστρέψω.
Τίποτα λογαριάζω πώς δὲν σοῦ χρωστῶ.
Μέσα στὸν τάφο μου τὸ σῶμα θ’ ἀντιστρέψω –
καὶ τὶς ἀχτίδες σου θὰ σοῦ τὶς ἐπιστρέψω,
στὴ σκληρὴ πλάκα μου διαθλῶντας σου τὸ φῶς.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Εκείνους λοιπόν που χάσκουν στα παρόντα πράγματα και αφοσιώνονται σ΄αυτά, χωρίς να νοιάζονται καθόλου για τα μέλλοντα, και τρέχουν χωρίς διακοπή στις σωματικές απολαύσεις, ενώ αφήνουν τις ψυχές τους να λειώνουν από την πείνα και να ταλαιπωρούνται από μύρια κακά, αυτούς τους παρομοιάζω με τον άνδρα εκείνο που έφευγε μπροστά από μαινόμενο ρινόκερω επειδή δεν άντεχε το θόρυβο της βοής και το τρομακτικό μούγκρισμα του, φεύγοντας όμως γρήγορα για να μην τον καταβροχθίσει ο ρινόκερος και τρέχοντας με ταχύτητα, έπεσε μέσα σε ένα μεγάλο βόθρο.
Ενώ δε έπεφτε μέσα σ΄αυτόν, άπλωσε τα χέρια του και πιάστηκε απο ένα φυτό το οποίο κρατούσε γερά, και αφού στήριξε και τα πόδια του σε κάποια βάση, νόμιζε ότι βρίσκεται σε ειρήνη και ασφάλεια.
Καθώς κοιτούσε όμως, βλέπει δύο ποντίκια, ένα άσπρο και ένα μαύρο, που έτρωγαν αδιάκοπα τη ρίζα του φυτού, από το οποίο ήταν κρεμασμένος, και κόντευαν σε λίγο να την κόψουν.
Κοιτάζοντας τότε τον πυθμένα του βόθρου, είδε ένα δράκο τρομερό στην όψη, που έβγαζε φωτιά από τα ρουθούνια του, ήταν πολύ άγριος, είχε πολύ φρικτά ανοιχτό το στόμα του στη βάση εκείνη που είχε στηριγμένα τα πόδια του, είδε να προβάλλουν τα κεφάλια τεσσάρων ασπίδων από τον τοίχο στον οποίο στηριζόταν, ενώ στρέφοντας τα μάτια προς τα επάνω, βλέπει να στάζει από τα κλαδιά του φυτού εκείνου λίγο μέλι.
Αφήνοντας λοιπόν τις σκέψεις για τις συμφορές που τον περικύκλωναν, ότι δηλαδή απ’ έξω ο ρινόκερος μανιασμένος ήθελε να τον κατασπαράξει, από κάτω ο φοβερός δράκος περίμενε με ανοιχτό το στόμα για να τον καταπιεί, το φυτό από το οποίο ήταν πιασμένος όπου νά ΄ναι θα κοβόταν, καί ότι τα πόδια του στηρίζονταν σε γλυστερή και άστατη βάση, ξεχνώντας ασυλλόγιστα τα τόσα και τέτοιου είδους φρικτά θεάματα, προσηλώθηκε μ΄όλη τη σκέψη του στη γλυκύτητα της μικρής εκείνης σταγόνας του μελιού.
Αυτή είναι η παρομοίωση αυτών που προσκολλώνται στην απάτη του κόσμου αυτού, τη σημασία της οποίας θα σου εξηγήσω αμέσως.
Ο ρινόκερος είναι σύμβολο του θανάτου, ο οποίος καταδιώκει διαρκώς και βιάζεται να συλλάβει το ανθρώπινο γένος.
Ο βόθρος είναι σύμβολο του κόσμου, που είναι γεμάτος από κάθε είδους κακά και θανατηφόρες παγίδες.
Το φυτό που διαρκώς το έκοβαν τα δύο ποντίκια, από το οποίο είχε πιαστεί, είναι η περίοδος της ζωής του καθενός, η οποία ξοδεύεται και καταναλώνεται όλες τις ώρες του ημερονυκτίου και κοντεύει λίγο-λίγο να κοπεί.
Οι τέσσερις πάλι ασπίδες σημαίνουν τη σύσταση του ανθρώπινου σώματος από τέσσερα αβέβαια και ασταθή στοιχεία, τα οποία όταν ατακτούν και ταράζονται, καταστρέφουν τη σύσταση του σώματος.
Επί πλέον, ο φλογώδης εκείνος σκληρός δράκος εικονίζει τη φοβερή κοιλιά του άδη, η οποία επιθυμεί πάρα πολύ να δεχθεί αυτούς που προτιμούν τα τωρινά ευχάριστα, από τα μελλοντικά αγαθά.
Τέλος η σταγόνα του μελιού φανερώνει τη γλυκύτητα που έχουν οι χαρές του κόσμου, με την οποία, απατώντας τους φίλους του, δεν τους αφήνει να προνοήσουν για τη σωτηρία τους.
(Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Βίος Βαρλαάμ και Ιωάσαφ, εκδόσεις ΕΠΕ τ. 10, σελ. 163-167)
Γράμμα από τη Μόροβα
Ο Τάσος Ρηγόπουλος, στρατευμένος στην Αλβανία το 1940, έστειλε από το μέτωπο το παρακάτω γράμμα στον αδελφό του.
«Αδελφέ μου Νίκο.
Σου γράφω από μια αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Η φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου όμως δεν είναι να σου περιγράφω τα θέλγητρα μιας χιονισμένης Μόροβας με όλο το άγριο μεγαλείο της. Σκοπός μου είναι να σου μεταδώσω αυτό που έζησα, που το είδα με τα μάτια μου και που φοβάμαι μήπως, ακούγοντας το από άλλους, δεν το πιστέψεις.
Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για τα οχυρά της Μόροβας, είδαμε σε απόσταση καμιά δεκαριά μέτρων μια ψηλή μαυροφόρα να στέκει ακίνητη.
- Τις ει;
Μιλιά...
Ο σκοπός θυμωμένος ξαναφώναξε:
- Τις ει;
Τότε, σαν να μας πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: Η ΠΑΝΑΓΙΑ!
Εκείνη όρμησε εμπρός σαν να είχε φτερά αετού. Εμείς από πίσω της. Συνεχώς την αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη. Ολόκληρη εβδομάδα παλέψαμε σκληρά, για να καταλάβουμε τα οχυρά Ιβαν-Μόροβας.
Υπογραμμίζω πως η επίθεση μας, πέτυχε τους Ιταλούς στην αλλαγή των μονάδων τους. Τα παλιά τμήματα είχαν τραβηχτεί πίσω και τα καινούργια …κοιμόνταν! Το τι έπαθαν δεν περιγράφεται. Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά. Κι όταν πια νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε η Υπέρμαχος έγινε ατμός, νέφος απαλό και χάθηκε».
Το αδέσποτο μουλάρι
Ο Ν. Ντραμουντιανός διηγείται μία θαυμαστή εμπειρία του από τον πόλεμο του ’40:
«Ο λόχος μας πήρε διαταγή να καταλάβει ένα προχωρημένο ύψωμα για προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμπούρι μέσα στα βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, άρχισε να πέφτει πυκνό χιόνι. Έπεφτε αδιάκοπα δύο μερόνυχτα κι έφτασε σε πολλά μέρη τα δύο μέτρα. Αποκλειστήκαμε από την επιμελητεία. Καθένας είχε τροφές στο σακίδιο του για μία ημέρα. Από την πείνα και το κρύο δεν λάβαμε πρόνοια «δια την αύριον» και τις καταβροχθίσαμε.
Από κει και πέρα άρχισε το μαρτύριο. Τη δίψα μας τη σβήναμε με το χιόνι, αλλά η πείνα μας θέριζε. Περάσαμε έτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Το ηθικό μας το διατηρούσαμε ακμαίο, αλλά η φύση έχει και τα όρια της. Μερικοί υπέκυψαν. Το ίδιο τέλος περιμέναμε όλοι «υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Τότε μία έμπνευση του λοχαγού μας, έκανε το θαύμα! Έβγαλε απ’ τον κόρφο του μία χάρτινη εικόνα της Παναγίας, την έστησε στο ψήλωμα και μας κάλεσε γύρω του:
— Παλληκάρια μου! είπε. Στην κρίσιμη αυτή περίσταση ένα θαύμα μόνο μπορεί να μας σώσει. Γονατιστοί, παρακαλέστε την Παναγία, τη μητέρα του Θεανθρώπου, να μας βοηθήσει!
Πέσαμε στα γόνατα, υψώσαμε τα χέρια, παρακαλέσαμε θερμά. Δεν προλάβαμε να σηκωθούμε κι ακούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε και πιάσαμε τα όπλα. Πήραμε θέση «επί σκοπόν».
Δεν πέρασε ένα λεπτό και βλέπουμε ένα πελώριο μουλάρι να πλησιάζει κατάφορτο. Ανασκιρτήσαμε! Ζώο χωρίς οδηγό να περνά το βουνό, μ’ ένα μέτρο χιόνι - το λιγότερο - ήταν εντελώς αφύσικο. Καταλάβαμε: το οδηγούσε η Κυρία Θεοτόκος. Την ευχαριστήσαμε όλοι μαζί ψάλλοντας σιγανά, μα ολόκαρδα, το «Τη Υπερμάχω» και άλλους ύμνους της. Το ζώο είχε πάνω του μία ολόκληρη επιμελητεία από τρόφιμα: κουραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιάκ και άλλα.
Πολλές κι απίστευτες κακουχίες πέρασα στον πόλεμο. Αλλ’ αυτή μου μένει αξέχαστη, γιατί δεν είχε διέξοδο. Την έδωσε όμως η Παναγία».
("Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας", σσ. 174-178, Ιεράς Μονής Παρακλήτου)
Οι δύο λόγοι του Νεστορίου
Ο αββάς Κυριακός (5ος-6ος αι.) ήταν πρεσβύτερος στη λαύρα του Καλαμώνος, κοντά στον ποταμό Ιορδάνη. Κάποτε διηγήθηκε τα έξης :
«Μια νύχτα είδα στον ύπνο μου να στέκουν έξω από το κελί μου μία πορφυροντυμένη γυναίκα με σεμνή εμφάνιση και δύο άνδρες ιεροπρεπείς και σεβάσμιοι. Κατάλαβα πώς ή γυναίκα ήταν ή ίδια ή Υπεραγία Θεοτόκος, ενώ από τούς άνδρες ο ένας ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και ο άλλος ο Τίμιος Πρόδρομος.
Βγήκα από το κελί και τούς παρακάλεσα να περάσουν μέσα για να το ευλογήσουν. Η Θεοτόκος όμως αρνήθηκε. Εγώ επέμεινα για πολλή ώρα να την παρακαλώ, οπότε εκείνη αποκρίθηκε αυστηρά:
- Έχεις τον εχθρό μου στο κελί σου και πώς θέλεις να μπω ;
Αυτό είπε κι έφυγε.
"Όταν ξύπνησα, άρχισα να σκέπτομαι στενοχωρημένος μήπως αμάρτησα με τον λογισμό απέναντι της. Στο κελί μου δεν υπήρχε άλλος κανείς παρά μόνο εγώ. Για πολλή ώρα εξέταζα τον εαυτό μου, άλλα δεν βρήκα να έσφαλα σε τίποτε απέναντι της.
Σηκώθηκα τότε πολύ λυπημένος και πήρα να διαβάσω ένα βιβλίο, για να διώξω τη λύπη με την ανάγνωση. Το βιβλίο ήταν του άγιου Ησυχίου, πρεσβυτέρου των Ιεροσολύμων.
Καθώς το ξεφύλλιζα, βρήκα προς το τέλος δύο λόγους τού δυσσεβούς Νεστορίου. Κατάλαβα αμέσως ότι αυτός είναι ό εχθρός της Θεοτόκου. Σηκώθηκα τότε και το επέστρεψα σ’ αυτόν πού μου το είχε δώσει λέγοντας:
- Πάρε το βιβλίο σου, αδελφέ, γιατί περισσότερο ζημιώθηκα παρά ωφελήθηκα.
Κι όταν του εξήγησα τα συμβάντα, έκοψε με ζήλο τούς δύο λόγους του Νεστορίου και τούς πέταξε στη φωτιά λέγοντας:
Δεν θα παραμείνει στο κελί μου ό εχθρός της Υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας».
Η αιρετική πατρικία
Κάποια πατρικία, πού λεγόταν Κοσμιανή (6ος αι.), ήρθε μια νύχτα να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο στην Ιερουσαλήμ. Καθώς πλησίαζε, της παρουσιάσθηκε η Κυρία Θεοτόκος μαζί με άλλες γυναίκες και της είπε:
- Δεν επιτρέπεται να μπεις εδώ, γιατί δεν είσαι δική μας.
Το είπε αυτό, γιατί η Κοσμιανή άνηκε στην αίρεση του Σεβήρου. Εκείνη όμως επέμενε και παρακαλούσε να της επιτρέψει την είσοδο. Τότε η Θεοτόκος αποκρίθηκε:
- Είναι αδύνατο να μπεις εδώ μέσα, αν προηγουμένως δεν έρθεις σε μυστηριακή κοινωνία μ’ εμάς.
Κατάλαβε τότε η πατρικία ότι η είσοδός της εμποδίζεται επειδή είναι αιρετική, και ότι αν δεν προσέλθει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν πρόκειται να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο.
Έτσι κι έκανε. Πρώτα-πρώτα εγκατέλειψε την αίρεση του Σεβήρου, κι ύστερα μετανοημένη κάλεσε τον διάκονο και μετέλαβε τα άχραντα μυστήρια. Τότε προχώρησε ανεμπόδιστα και προσκύνησε το ζωοποιό μνήμα του Σωτήρος Χριστού.
(Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας σελ. 132-134. Ιεράς Μονής Παρακλήτου)
Η Παναγία της Τήνου
Δεν έχει περάσει παρά ένας χρόνος από την ιστορική ημέρα, που ο επίσκοπος Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο της επαναστάσεως. Στο μοναστήρι του Κεχροβουνίου, που φαντάζει κάτασπρο πάνω στο νησάκι της Τήνου, η μοναχή Πελαγία, ύστερα από τη βραδινή προσευχή, αποσύρθηκε στο κελί της να ησυχάσει. Ενώ είχε αποκοιμηθεί, ένοιωσε ξαφνικά μιαν άρρητη ευωδία, κι αμέσως άκουσε την πόρτα του κελιού ν’ ανοίγει με πάταγο. Μια μεγαλόπρεπη γυναίκα, που άστραφτε σαν Βασίλισσα, μπήκε μέσα και στάθηκε απέναντι από το κρεβάτι της.
- Σήκω γρήγορα, της είπε. Πήγαινε να συναντήσεις τον Σταματέλλο Καγκάδη, και πες του πως στο χωράφι του Αντώνη Δοξαρά είναι χωμένη χρόνια τώρα η εικόνα μου. Να φροντίσει να τη βγάλει και να χτίσει το σπίτι μου.
Η γερόντισσα ξύπνησε τρομαγμένη, αλλά από ταπείνωση δεν υπάκουσε στην εντολή.
Την άλλη εβδομάδα, την ώρα που η μοναχή προσευχόταν, δέχτηκε στον ίδιο τόπο για δεύτερη φορά την επίσκεψη της Παναγίας. Τη φορά αυτή η Θεοτόκος συνόδευε τα λόγια της μ’ ένα γλυκό μειδίαμα, σαν να έλεγε: «Γνωρίζω τους λογισμούς και δισταγμούς σου, αλλά μη φοβάσαι. Εσένα διάλεξα για να εκπληρώσεις τη βουλή μου. Λοιπόν, μη διστάζεις».
Αλλά ο δισταγμός κρατούσε ακόμη δέσμια την αγαθή γερόντισσα. Γ’ αυτό η Θεοτόκος την επισκέπτεται και τρίτη φορά, την 29η Ιουλίου 1822, σε ώρα πάλι προσευχής. Την είδε τότε η μοναχή να στέκεται μπροστά της ακίνητη και να εκπέμπει τριγύρω της ένα ουράνιο φως, απαλό και λευκό. Ύστερα κάρφωσε το βλέμμα επάνω της και είπε:
- Πελαγία, γιατί δεν υπάκουσες στην εντολή μου; Την επαναλαμβάνω τώρα για τελευταία φορά.
Εκείνη τρομαγμένη επιστράτευσε όλο το θάρρος της και ρώτησε:
- Ποια είσαι, Κυρία, που με διατάζεις τέτοια πράγματα και οργίζεσαι μαζί μου;
Τότε η Κυρία φάνηκε πως ανέκτησε την πρώτη γλυκύτητα, σήκωσε το χέρι σαν να έδειχνε όλο τον κόσμο και είπε χαριτωμένα:
- "Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην".
- "Αινείτε ουρανοί Θεού την δόξαν", ψέλλισε η μοναχή κι έπεσε στα γόνατα.
Η καμπάνα σήμανε για τον όρθρο. Η μοναχή Πελαγία σηκώθηκε, έκανε τον σταυρό της και κατηφόρισε για τον ναό. Όταν διηγήθηκε στην ηγούμενη το δράμα της, εκείνη την άκουσε με προσοχή και δέος. Τέλος της είπε:
- Πελαγία, το όραμά σου είναι θεϊκό και σε μακαρίζω. Αύριο το πρωί να ενεργήσεις σύμφωνα με την εντολή που έλαβες.
Την επομένη η εκλεκτή της Παναγίας ξεκίνησε για την Καρυά, όπου συνάντησε τον Σταματέλλο Καγκάδη. Κι αυτός συγκινημένος την παρέπεμψε στον επίσκοπο Γαβριήλ.
Ο επίσκοπος παρακολούθησε δακρυσμένος την αφήγηση. Ύστερα με σοβαρή και τρεμάμενη φωνή έδωσε την ακόλουθη εξήγηση:
- Το δράμα σου, γερόντισσα, είναι πολύ σημαντικό. Η Παναγία, η υπέρμαχος Στρατηγός, που πάντοτε μας προστατεύει, είδε τα δεινοπαθήματά μας, γι’ αυτό ευαγγελίζεται στο δούλο γένος μας την απελευθέρωση του από τον βαρβαρικό ζυγό. Και μας φανερώνει την αγία εικόνα της, για να ενδυναμώσει το έθνος μας στον αγώνα αυτό.
Οι καμπάνες του ιερού ναού των Ταξιαρχών αναστατώνουν τους κατοίκους. Ο δεσπότης με λόγια θερμά συγκλονίζει τον λαό, ο οποίος με θρησκευτική έξαρση αποδύεται στην προσπάθεια για την εύρεση της εικόνας.
Ζητούν αμέσως άδεια από τη γυναίκα του Δοξαρά, για ν’ αρχίσουν τις ανασκαφές στο κτήμα του. Εκείνη όμως αρνείται, με τη δικαιολογία ότι δεν έχει τέτοια πληρεξουσιότητα από τον σύζυγό της, ο οποίος λείπει στην Κων/πολη. Εξ άλλου το κτήμα είναι καλλιεργημένο και δεν πρέπει να καταστραφεί.
Τη νύχτα βλέπει στον ύπνο της φοβερό όνειρο. Ένας άγριος φουστανελοφόρος την απειλεί πως, αν δεν δώσει την άδεια, θα την εξοντώσει. Τρομαγμένη εκείνη ξυπνά και τρέχει να βγει από το σπίτι. Στην παραζάλη της όμως, αντί ν’ ανοίξει την πόρτα του δωματίου, άνοιξε της ιματιοθήκης και κλείστηκε μέσα. Το πρωί τη βρήκαν εκεί λιπόθυμη. Μόλις συνήλθε ειδοποίησε τον Επίσκοπο πως όχι μόνο δίνει την άδεια, αλλά προσφέρει και το ίδιο ακόμη το κτήμα για ανέγερση ναού, αν βρεθεί η εικόνα.
Έτσι λοιπόν αρχίζουν οι ανασκαφές στο κτήμα του Δοξαρά τον Σεπτέμβριο του 1822. Δουλεύουν εργάτες απ' όλο το νησί, αλλά η εικόνα δεν φανερώνεται. Ο ζήλος μαραίνεται και σε δύο μήνες το σκάψιμο σταματά.
Τότε επεμβαίνει η Μεγαλόχαρη με νέο θαύμα για να υπενθυμίσει στους κατοίκους το χρέος τους. Η σύζυγος και η αδελφή του Καγκάδη, τον οποίο η Θεοτόκος υπέδειξε ονομαστικά για την εύρεση της εικόνας: αρρωσταίνουν βαριά. Ο κίνδυνος αυτός τον κάνει να συναισθανθεί την ιερή ευθύνη που είχε επωμιστεί από τη Θεοτόκο. Σπεύδει λοιπόν στον επίσκοπο και τον παρακαλεί να προκαλέσει γενική κινητοποίηση αρχόντων και λαού. Είναι πρόθυμος και χρήματα να δώσει προκειμένου να ξαναρχίσουν οι ανασκαφές.
Πράγματι το σκάψιμο ξαναρχίζει. Οι χωρικοί δουλεύουν με βάρδιες, αλλά τους τριγυρίζει και πάλι η αποκαρδίωση. Η μεγάλη όμως ημέρα πλησιάζει. Στις 30 Ιανουαρίου 1823 σκάβουν με τη σειρά τους στο χωράφι οι Φαλαταδιανοί. Γύρω στο μεσημέρι η αξίνα του Δημήτρη Βλάσση χτυπά πάνω σε ξύλο. Ρίγησε ο ευλαβής χωρικός από συγκίνηση, και πλημμυρισμένος χαρά πήρε στα χέρια το κομμάτι που βρήκε.
Πράγματι, είχε βρει την εικόνα, αλλά μόνο τη μισή τον Άγγελο. Σε λίγο βρήκαν και την άλλη μισή. Κάποια αξίνα την είχε χωρίσει στα δύο, χωρίς να βλάψει καθόλου τα πρόσωπα. Η τομή από θεία επέμβαση είχε γίνει κάθετα. Η ιερή εικόνα καθαρίστηκε και πρόβαλε η γλυκειά μορφή της Παρθένου. Παριστάνει τον Ευαγγελισμό και πρόκειται για ένα αριστούργημα τέχνης.
("Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας", σ. 67, Ιεράς Μονής Παρακλήτου)