ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
«Όν αγαπά Κύριος παιδεύει»
-Γέροντα, γιατί ο κόσμος υποφέρει σήμερα τόσο πολύ;
-Από την αγάπη του Θεού! Εσύ σαν μοναχή σηκώνεσαι το πρωί,
κάνεις τον κανόνα σου, κάνεις κομποσχοίνια, μετάνοιες κ.λπ.
Για τους κοσμικούς οι δυσκολίες που περνούν είναι ο κανόνας τους,
οπότε εξαγνίζονται μ’ αυτές. Τους κάνουν μεγαλύτερο καλό από την κοσμική καλοπέραση,
η οποία δεν τους βοηθάει ούτε να πλησιάσουν στον Θεό, ούτε να αποταμιεύσουν μισθό ουράνιο.
Γι’ αυτό πρέπει να τις δέχονται ως δώρα από τον Θεό.
Ο Καλός Θεός με τις δοκιμασίες παιδαγωγεί σαν καλός Πατέρας τα παιδιά Του,
από αγάπη, από θεία καλωσύνη, και όχι από κακότητα ούτε από κοσμική,
νομική, δικαιοσύνη, γιατί θέλει να επιστρέψουν κοντά Του.
Επειδή δηλαδή θέλει να σώσει τα πλάσματά Του και να κληρονομήσουν την ουράνια Βασιλεία Του,
επιτρέπει τις δοκιμασίες, για να παλέψει ο άνθρωπος, να αγωνισθεί
και να δώσει εξετάσεις στην υπομονή στους πόνους, ώστε να μην μπορεί
να Του πει ο διάβολος: «Πώς τον ανταμείβεις αυτόν ή πώς τον σώζεις, αφού δεν κοπίασε;».
Τον Θεό δεν Τον ενδιαφέρει αυτή η ζωή, αλλά η άλλη.
Πρώτα μας φροντίζει για την άλλη ζωή και ύστερα γι’ αυτήν.
-Γιατί όμως, Γέροντα, ο Θεός σε μερικούς ανθρώπους δίνει πολλές δοκιμασίες, ενώ σε άλλους δεν δίνει;
-Τί λέει η Αγία Γραφή; «Όν αγαπά Κύριος παιδεύει» . Ένας πατέρας έχει λ.χ. οκτώ παιδιά.
Τα πέντε μένουν στο σπίτι, κοντά στον πατέρα τους, και τα τρία φεύγουν μακριά του
και δεν τον σκέφτονται. Σ’ αυτά που μένουν κοντά του, αν κάνουν καμμιά αταξία,
τους τραβάει το αυτί, τους δίνει κανένα σκαμπιλάκι ή, αν είναι φρόνιμα,
τα χαϊδεύει, τους δίνει και καμμιά σοκολάτα. Ενώ αυτά που είναι μακριά,
ούτε χάδι ούτε σκαμπίλι έχουν. Έτσι κάνει και ο Θεός. Τους ανθρώπους που είναι κοντά Του
και εκείνους που έχουν καλή διάθεση, αν σφάλουν λίγο, τους δίνει ένα σκαμπιλάκι
και εξοφλούν ή, αν τους δώσει περισσότερα σκαμπίλια, αποταμιεύουν.
Σ’ εκείνους πάλι που είναι μακριά Του δίνει χρόνια, για να μετανοήσουν.
Γι’ αυτό βλέπουμε κοσμικούς ανθρώπους να κάνουν σοβαρές αμαρτίες και παρ’ όλα αυτά
να έχουν άφθονα υλικά αγαθά και να ζουν πολλά χρόνια, χωρίς να περνούν δοκιμασίες.
Αυτό γίνεται κατ’ οικονομίαν Θεού, για να μετανοήσουν.
Αν δεν μετανοήσουν, θα είναι αναπολόγητοι στην άλλη ζωή.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 195-196)
328. Με την αγάπη μου προς τον Θεό και τον πλησίον, ανήκω στους ουρανούς, είμαι ουράνιος άνθρωπος. Με τις γήινες φροντίδες και μέριμνές μου, ανήκω στη γη, είμαι χοϊκός άνθρωπος.
329. Αγάπη! Με την αγάπη στον Θεό και τον πλησίον, όλα μπορούμε να τα κερδίσουμε και τίποτε δεν θα χάσουμε. Γιατί, όπου είναι η αγάπη, είναι και ο Θεός. Και ο Θεός είναι το παν για μας, η ζωή μας, η χαρά μας. Είναι παράδοξο, πώς ο Διάβολος κατορθώνει και μας στερεί την αγάπη του Θεού, προσφέροντάς μας τόσο φθηνά ανταλλάγματα. Χρήμα, τροφές, ποτά, ενδύματα, σπίτια, τιμές του κόσμου, όλα αυτά περνούν και χάνονται. Μαζί με τη μητέρα τους τη γη. Μαζί με το σώμα μας, που και αυτό είναι φθαρτό.
330. Θυμήσου την Αγάπη που έδωσε τη ζωή της για τους ανθρώπους. Θυσίαζε λοιπόν και συ πρόθυμα τα θελήματα της σαρκός σου για την αγάπη προς τους αδελφούς σου.
331. Το να διακονή κανείς αξίως, με άδολο φρόνημα, ζώσα πίστι και βαθύ σεβασμό, τον Κύριο κατά τη θεία λατρεία, που τελείται στον ναό, είναι πηγή ειρήνης, χαράς και ευλογίας. Έτσι, ο ευλαβής λειτουργός, που τελεί τις Ακολουθίες, τα Μυστήρια και τις λοιπές λειτουργικές πράξεις, βρίσκει μέσα στην εκπλήρωσι αυτών των καθηκόντων του την υψηλότερη πνευματική απόλαυσι και κάθε ευλογία για τον ίδιο τον εαυτό του.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 140)
325. Νοιώθω ολόφωτος, ζεστός και ήσυχος όταν στρέφωμαι με όλη μου την ψυχή προς τον νοητό ήλιο, τον ήλιο της Δικαιοσύνης, τον Κύριό μου Ιησού. Τότε οι πάγοι της καρδιάς μου λειώνουν. Τα σκοτάδια της διαλύονται. Η αμαρτία της εξαφανίζεται. Ο πνευματικός θάνατος απομακρύνεται και η ουράνια ζωή αρχίζει. Τίποτε πλέον το γήινο δεν με απασχολεί.
326. Κάθε άνθρωπος στη γη είναι άρρωστος από την αμαρτία, έχει τον πυρετό της, τους πόνους της. Και επειδή η αμαρτία, στο βάθος της, δεν είναι παρά κακία και υπερηφάνεια, πρέπει να θεραπεύουμε κάθε αμαρτωλό με την αγαθότητα και την αγάπη. Είναι αυτό μία μεγάλη αλήθεια, που συχνά τη λησμονούμε. Πράγματι, συχνά, πολύ συχνά, ενεργούμε αντίθετα προς αυτή την αλήθεια. Προσθέτουμε κακία στην κακία, αντιθέτουμε υπερηφάνεια στην υπερηφάνεια. Έτσι, η αρρώστια μεγαλώνει εξαιτίας μας και δεν υποχωρεί. Αντί να θεραπεύουμε, την επιδεινώνουμε. Κύριε, ελέησέ μας, απάλυνε την καρδιά μας.
327. Ο αληθινός χριστιανός συμπεριφέρεται σ’ αυτή τη ζωή σαν να προετοιμάζεται για την άλλη, τη μέλλουσα. Με ό,τι πράττει, δεν σκέφτεται τι θα πουν εδώ γι’ αυτόν, αλλά τι θα πουν εκεί, στον ουρανό. Αισθάνεται ζωηρά την παρουσία του Θεού, των Αγγέλων και όλων των Αγίων και θυμάται, ότι, κάποια ημέρα, θα δώση λόγο για το τι σκέφθηκε, είπε και έπραξε.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 139-140)
Ο μοναχός Σίλβεστρος
Ο π. Σίλβεστρος της μονής του Ντουράου, καταγόταν από την επαρχία Νεάμτσς της Ρουμανίας. Ήταν τόσο ταπεινός και υπάκουος, ώστε όλους τους ωφελούσε με την πραότητα και τη μοναχική διαγωγή του. Γράμματα δεν γνώριζε. Προσευχόταν διαρκώς και εργαζόταν στον κήπο. Είχε μεγάλη ευλάβεια στην Υπεραγία Θεοτόκο. Στην εικόνα της προσευχόταν κάθε μέρα λέγοντας:
- Μητέρα του Κυρίου, βοήθησε με τον αμαρτωλό! Κυρία Θεοτόκε, δος μου καλό τέλος!
Κατόπιν ασπαζόταν την εικόνα της και πήγαινε στο διακόνημα του.
Όταν έγινε ενενήντα ετών έχασε την ακοή του. Αλλά από την εκκλησία ποτέ δεν απουσίαζε. Μια μέρα τον ρώτησαν οι πατέρες:
- Πώς σηκώνεσαι τη νύχτα στον όρθρο, π. Σίλβεστρε, αφού δεν ακούς την καμπάνα;
- Έχει για μένα τον αμαρτωλό πρόνοια η Υπεραγία Θεοτόκος. Όταν κατακλιθώ λέω: Κυρία Θεοτόκε, σήκωσε με για την αγία προσευχή! Και τα μεσάνυχτα, όταν χτυπάη το σήμαντρο για τον όρθρο, κάποιος με αγγίζει λίγο και αμέσως σηκώνομαι!
Μερικές φορές έλεγε στους πατέρες:
- Άραγε γιατί δεν έρχεται πια σε μένα ο θάνατος; Φαίνεται ότι, σαν αμαρτωλός που είμαι, δεν με έχει συγχωρήσει ακόμη ο Θεός! Πατέρες, προσευχηθήτε για μένα.
Και λέγοντας αυτά έκλαιγε.
Αγωνίσθηκε στο μοναστήρι του Ντουράου περισσότερο από είκοσι χρόνια. Τον αγαπούσαν όλοι, γιατί ήταν ενάρετος και άκακος. Και όπως αγία ήταν η ζωή του, το ίδιο ήταν και το τέλος του.
Το φθινόπωρο του 1919, όταν ήσαν όλοι στον όρθρο και έψαλλαν «Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ…», ο π. Σίλβεστρος έκανε μετάνοιες, όπως συνήθιζε, στην εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Κατόπιν γονάτισε με το πρόσωπο στο έδαφος. Οι πατέρες νόμισαν ότι τον πήρε ο ύπνος. Στο τέλος της ακολουθίας τον πλησίασαν και του είπαν:
- Σήκω, π. Σίλβεστρε, τελείωσε ο όρθρος!
Αλλά ο π. Σίλβεστρος είχε παραδώσει το πνεύμα του μπροστά στην εικόνα της Παναγίας Παρθένου!
Τότε οι πατέρες τον τύλιξαν με τον μανδύα, τον έβαλαν στο μέσο της εκκλησίας και την τρίτη μέρα τον κατευόδωσαν για την αιώνια πατρίδα.
(Ρουμανικό Γεροντικό)
("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 235-236)
138. Τι διδάσκουν σχετικά οι Διαμαρτυρόμενοι;
Δεν συμφωνούν με την ορθόδοξη και τη ρωμαιοκαθολική αντίληψη. Και εδώ η διδασκαλία τους προσδιορίζεται από τις περί πτώσεως και δικαιώσεως ιδιαίτερες αντιλήψεις τους. Αφού κατά τη βασική προτεσταντική αρχή ο φυσικός άνθρωπος είναι ηθικά νεκρός (καταστροφή δια της πτώσεως του «κατ’ εικόνα»), μη μπορώντας να συμπράξει στο έργο της σωτηρίας του, η δε προπατορική αμαρτία και σ’ αυτόν ακόμη τον αναγεννημένο κυριαρχεί σ’ όλες τις δυνάμεις του και είναι η πηγή όλων των άλλων αμαρτημάτων, είναι φυσικό όλα τα αμαρτήματα να είναι φύσει θανάσιμα ως προερχόμενα από τη μόνη πηγή της διαφθοράς, τον παλαιό Αδάμ.
Βεβαίως στο προτεσταντικό δόγμα υπάρχει η διάκριση μεταξύ θανάσιμων και συγγνωστών αμαρτημάτων όμως η διάκριση αυτή δεν γίνεται με βάση την ουσία της αμαρτωλής πράξεως, αλλά από τη διαφορά των αμαρτανόντων προσώπων. Κριτήριο σε κάθε περίπτωση είναι η πίστη των ανθρώπων. Έτσι συγγνωστά αμαρτήματα είναι αυτά που προέρχονται από ανθρώπινη ασθένεια και μπορούν να συνυπάρχουν με την πίστη, ενώ θανάσιμα είναι τα βαριά αμαρτήματα τα οποία αποδιώκουν την πίστη. Μόνο κατά τους ακραίους Καλβινιστές, αυτοί που είναι προορισμένοι από το Θεό για την αιώνια ζωή δεν μπορούν ν’ αμαρτήσουν θανάσιμα αλλά μόνο συγγνωστά. Ο Θεός δεν επιτρέπει σ’ αυτούς, ως εκλεκτούς, να πράξουν θανάσιμο αμάρτημα και έτσι να χάσουν το χάρισμα της υιοθεσίας και την κατάσταση της δικαιώσεως.
Η άρση όμως πάσης ουσιαστικής διαφοροποιήσεως των αμαρτημάτων είναι πολύ επικίνδυνη, γιατί αμβλύνει το συναίσθημα της ενοχής και καταστρέφει κάθε κριτήριο ηθικού καταλογισμού στον άνθρωπο και αφανίζει τη φρικίαση της ψυχής μπροστά στα μεγάλα ηθικά κακουργήματα. Παράλληλα προσκρούει και στη μαρτυρία της Αγίας Γραφής. Όπως και στα προηγούμενα είπαμε, η Γραφή διακρίνει «αμαρτίαν προς θάνατον» και «αμαρτίαν ού προς θάνατον». Ομιλεί περί «κφους» (δηλ. μικρής αμαρτίας) και περί «δοκού» (μεγάλης αμαρτίας). Διδάσκει ότι όλοι αμαρτάνουμε και αυτοί οι δίκαιοι, εννοώντας φυσικά τα ελαφρά αμαρτήματα. Διακρίνει έργα δικαίων που είναι ασυμβίβαστα με την αγιότητα του ναού του Θεού και έργα χριστιανών που φθείρουν τον ναό του Θεού, με συνέπεια αυτοί να χάσουν την αιώνια ζωή.
Από την άλλη, η αντίληψη οτι άλλα των αμαρτημάτων συγχωρούνται και αλλά όχι, δεν οδηγεί πουθενά. Αφού στον άνθρωπο παραμένει ο παλαιός Αδάμ, τον οποίο δεν εθανάτωσε ο θάνατος του Κυρίου, τα δε αμαρτήματα είναι αδιακρίτως ίσα και θανάσιμα, δεν έχει νόημα να λέμε ότι μερικά αμαρτήματα συγχωρούνται κι άλλα όχι. Το φυσικό πόρισμα των προτεσταντικών αντιλήψεων είναι ότι όλα τα αμαρτήματα συγχωρούνται, εκτός από την απιστία.
Την αντίληψη αυτή που σαφώς οδηγεί στον αντινομισμό (να παραβαίνει κανείς αδεώς το νόμο χωρίς συνέπεια) διατυπώνουν επιφανείς αρχηγέτες του Προτεσταντισμού. Έτσι ο Μελάγχθων έγραψε: «Ό,τι και αν πράττεις... και αν αμαρτάνεις, να θυμάσαι την υπόσχεση του Θεού... οτι δεν έχεις κανένα κριτή στο ουρανό, αλλά πατέρα που σε αγαπά εγκάρδια, όπως οι γονείς αγαπούν τα τέκνα τους».
Ο δε Λούθηρος σε μία επιστολή του προς τον Μελάγχθονα έγραφε τα εξής εκκεντρικά: «Αμάρτανε ισχυρότερα, αλλά να μένεις ισχυρότερα στην πίστη, και να χαίρεις εν Χριστώ που είναι ο νικητής της αμαρτίας, του θανάτου και του κόσμου. Πρέπει να αμαρτάνουμε, εφ’ όσον είμαστε εδώ, αρκεί να γνωρίζουμε τον αμνό του Θεού τον αίροντα τις αμαρτίες του κόσμου, από τον οποίο δεν μπορεί να μας αποσπάσει η αμαρτία έστω κι αν χίλιες φορές την ημέρα πορνεύουμε ή φονεύουμε».
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 199-201)
137. Τι διδάσκει περί παραβάσεως του ευαγγελικού νόμου η ορθόδοξη Εκκλησία;
Περί του θέματος αυτού κάναμε λόγο και στα προηγούμενα. Στην ορθόδοξη θεολογία, συμφωνούσης και της Ρωμαιοκαθολικής, τα αμαρτήματα των Χριστιανών δεν είναι όλα ίσα μεταξύ τους (αυτό δίδασκαν στην αρχαιότητα οι Στωϊκοί), αλλά διακρίνονται σε μεγαλύτερα και μικρότερα, σε ακούσια και εκ προθέσεως, σε αμαρτήματα από ασθένεια και διαστροφή, σ’ αυτά που αποδιώκουν την χάρη και σ’ εκείνα που μπορούν να συνυπάρχουν μαζί της, με μια λέξη σε θανάσιμα (mortalia) και συγγνωστά (venialia).
Θανάσιμα είναι τα μεγάλα και σοβαρά εκείνα αμαρτήματα, τα οποία αποχωρίζουν τον άνθρωπο από το Θεό, διώχνουν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και παγώνουν στις ψυχές την αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον. ‘Ως τέτοια αμαρτήματα φέρονται επτά: υπερηφάνεια, πλεονεξία, πορνεία, φθόνος, γαστριμαργία (κοιλιοδουλία), μνησικακία και η ακηδία (πνευματική χαύνωση και αδιαφορία). Τα αμαρτήματα αυτά συγχωρούνται από το Θεό, κατόπιν ειλικρινούς μετάνοιας.
Παράλληλα με αυτά υπάρχει η μεγάλη αμαρτία κατά του Αγίου Πνεύματος, η οποία δεν μπορεί να συγχωρηθεί ούτε εδώ ούτε στην άλλη ζωή. Το αμάρτημα αυτό δεν συγχωρείται γιατί συνειδητά αποπτύει τη γνώση, την αλήθεια και την αναγεννητική δύναμη του παναγίου Πνεύματος, προέρχεται δε από πωρωμένη ψυχή και εμφανώς αποκλείει τη μετάνοια. Τέλος υπάρχουν και τα κραυγαλέα αμαρτήματα τα οποία προκαλούν άμεσα τη θεία δίκη, όπως η διαστροφή και η κακία των Σοδομιτών, η καταδυνάστευση των χηρών και των ορφανών κ.λ.π.
Συγγνωστά δε είναι τα ελαφρότερα αμαρτήματα, από τα οποία κανένας δεν εξαιρείται. Αυτά, αν και υπόλογα και κολάσιμα προ του θείου κριτηρίου, όμως δεν αποδιώκουν την χάρη του Θεού ούτε και επιφέρουν τον αιώνιο θάνατο. Η ορθόδοξη πίστη ως συγγνωστή αμαρτία καλεί «εκείνην την οποίαν ουδένας άνθρωπος ημπορεί να φυγή έξω από τον Χριστόν και την Παρθένον Μαρίαν· μά δεν μας στερεύει από την χάριν του Θεού, μήτε μας καθυποβάλλει εις τον αιώνιον θανατον». Τα αμαρτήματα όμως αυτά, έστω και ελαφρά, δεν πρέπει να μένουν αδιόρθωτα, αλλά να επανορθώνονται με τη μετάνοια, γιατί αν παραμείνουν επί πολύ στην ψυχή, μπορεί να οδηγήσουν σε θανάσιμα αμαρτήματα και στον πνευματικό θάνατο.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 198-199)
"Φυλάξου από το πνεύμα της ακηδίας, γιατί αυτό γεννά κάθε κακό"
Ακηδία: Ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ συμβουλεύει για την μελαγχολία και την ακηδία.
Υπάρχει λόγος να σκεφθούμε ότι το πνεύμα της ακηδίας του έκανε επίθεση στην αρχή της μοναχικής του ζωής.
«Είναι δύσκολο», λέει, «να αποφύγει αυτήν την ασθένεια κάποιος που μόλις έχει αρχίσει την μοναχική του ζωή, διότι είναι η πρώτη που του επιτίθεται. Επομένως, πριν από όλα πρέπει κανείς να φυλάγεται από αυτήν».
«Συμβαίνει μερικές φορές κάποιος που βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση του πνεύματος να σκέφτεται ότι θα ήταν πιο εύκολο για αυτόν να καταστραφεί ή να στερηθεί από κάθε αίσθημα και συνείδηση, παρά να παραμείνει περισσότερο σε αυτήν την ανεξήγητα βασανιστική κατάσταση του πνεύματος.
Πρέπει να προσπαθήσει κανείς να βγει από αυτήν όσο το δυνατόν συντομότερα. Φυλάξου από το πνεύμα της ακηδίας, γιατί αυτό γεννά κάθε κακό». «Χιλιάδες πειρασμοί πηγάζουν από αυτό: ταραχή, θυμός, μομφή, γογγυσμός του ανθρώπου για την μοίρα του, ρυπαροί λογισμοί, συνεχής αλλαγή τόπου»…
…«Η ψυχή, γεμάτη από την λύπη και γινόμενη ως παράφρων και έξω από τα λογικά της, είναι ανίκανη να δεχθεί με ηρεμία μία καλή συμβουλή ή να απαντήσει ταπεινά σε ερωτήσεις που της γίνονται».
Ίσως σκεφθούμε ότι το κακό πνεύμα της μελαγχολίας (ακηδίας) επιτέθηκε ακόμα και στον Όσιο. Αλλά αυτός αμέσως και αποφασιστικά βρήκε τον τρόπο να διαφύγει από αυτό. Το πρώτο «φάρμακο» «με την βοήθεια του οποίου σύντομα βρίσκει κανείς παρηγοριά στην ψυχή του» είναι «η πραότητα της καρδιάς», όπως διδάσκει ο Άγ. Ισαάκ ο Σύρος.
Άλλη θεραπεία βρήκε στην εργασία και στους αγώνες. «Αυτή η αρρώστια θεραπεύεται με προσευχή, αποχή από την αργολογία, με εργόχειρο, ανάλογα με τη δύναμη του καθενός, με την ανάγνωση του Λόγου του Θεού και με την υπομονή· γιατί γεννιέται από την δειλία, την ραθυμία και την αργολογία».
Και οι δύο αυτοί τρόποι οδηγούν πάνω απ’ όλα στην απλή, αγόγγυστη εκπλήρωση της υπακοής. Εδώ υπάρχει και ταπείνωση και αγώνας. «Πάνω απ’ όλα», έλεγε ο Όσιος, «ο δόκιμος πρέπει να καταπολεμά την μελαγχολία (ακηδία) με αυστηρή και άνευ αντιρρήσεων εκπλήρωση όλων των καθηκόντων που του έχουν αναθέσει.
«Όταν οι ασχολίες σου μπουν σε πραγματική σειρά, τότε η ανία δεν θα βρει πουθενά τόπο στην καρδιά σου. Οι άνθρωποι που έχουν πλήξη είναι εκείνοι που η ζωή τους δεν είναι σε τάξη. Και έτσι η υπακοή είναι το καλύτερο φάρμακο εναντίον αυτής της επικίνδυνης αρρώστιας». Και όλα αυτά μαζί οδηγούν στην τελευταία θεραπεία των πνευματικών ασθενειών – την απάθεια.
«Όποιος έχει νικήσει τα πάθη του έχει κατανικήσει και την θλίψη»…
(από το βιβλίο «Ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ – Πνευματική Βιογραφία» – Αρχιμανδρίτου π. Λάζαρου Μουρ, Εκδόσεις Άθως)
136. Τι διδάσκουν περί έργων οι Διαμαρτυρόμενοι;
Αφ’ ενός μεν δεν δέχονται τη διάκριση του νόμου του Θεού σε εντολές και συμβουλές, καμία δε αξία δεν απονέμουν στην αγαμία, τις νηστείες, το μοναχικό βίο κ.τ.ο., αφ’ ετέρου δε δεν αποδέχονται την πλήρη τέλεση του θείου νόμου, θεωρούντες ότι κάθε έργο αγαθό, αυστηρά κρινόμενο, είναι απόβλητο από το Θεό και αξιοκατάκριτο.
Είναι φανερό, ότι στα διδάγματα αυτά οδηγούνται οι Διαμαρτυρόμενοι επηρεαζόμενοι από τις ανθρωπολογικές τους αντιλήψεις. Εφ’ όσον δια της πτώσεως καταστράφηκε η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο και νεκρώθηκε πνευματικά η φύση του, ο πεσμένος στην αμαρτία άνθρωπος δεν μπορεί να πράξει το αγαθό, πολύ δε λιγότερο να τελέσει τον ευαγγελικό νόμο. Κατ’ αυτούς η τέλεση του νόμου του Θεού είναι ιδανικό ανέφικτο σε κάθε άνθρωπο. Οι Διαμαρτυρόμενοι συγχέουν, ως φαίνεται, το άπειρο θέλημα του Θεού, το οποίο όντως είναι ανέφικτο σε κάθε κτιστή φύση, από την πρακτική εφαρμογή του υπό τη μορφή εντολών, που είναι έστω και δύσκολα εφικτή στον άνθρωπο. Στο πεδίο της χάριτος οι πιστοί, επικουρούμενοι από την ενίσχυση του Αγίου Πνεύματος, μπορούν να πλησιάσουν το ηθικό ιδεώδες του Ευαγγελίου, άλλοι περισσότερο και άλλοι ολιγότερο, ανάλογα με τον τύπο του καθενός, τις δυνατότητες που έχει και τις περιστάσεις της ζωής.
Η πιο πάνω διδασκαλία του Προτεσταντισμού δεν είναι σύμφωνη με τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, η οποία επιτάσσει εμφαντικά την τέλεση των θείων εντολών, από την οποία εξαρτά τη σωτηρία του ανθρώπου. Όπως δε είναι παράλογο να ζητεί κανείς από κάποιον να κάνει το ανέφικτο και ακατόρθωτο, πολύ περισσότερο είναι ακατανόητο πώς ο άγιος και δίκαιος Θεός μπορεί ν’ απαιτεί την τέλεση του νόμου του, η οποία είναι ανέφικτη στον άνθρωπο. Έπειτα είναι εντελώς ακατανόητη η τιμωρία των αμαρτωλών για τις όποιες παραβάσεις του νόμου του Θεού. Διότι, οι θείες εντολές ή είναι δυνατές και συνεπώς αναγκαίες, η δε παράβασή τους συνεπάγεται τιμωρία και ποινές, ή είναι ανέφικτες, οπότε η παράβασή τους δεν είναι επικριτέα και κολάσιμη.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 197-198)
“Μετανοείτε”
(Ματθ. δ΄ 17, Μαρκ. α΄ 15)
“Η μετάνοια, όπως νομίζω, δεν περιορίζεται ούτε σε
χρονικά διαστήματα ούτε σε πράξεις, αλλά καλλιεργείται
με την τήρηση των εντολών του Χριστού. Μερικές εντολές,
όπως π.χ. η αγάπη, είναι πιο περιεκτικές, καθώς περιέχουν
πολλές από τις μεμονωμένες, και με ένα πρόσταγμα κόβουν
πολλές κακίες. Γι’ αυτό και όσοι αγαπούν τον Θεό και έχουν
ακλόνητη πίστη, σπεύδουν να κάνουν τις περιεκτικές εντολές,
αλλά δεν προσπερνούν και τις μεμονωμένες, όταν τύχει να τις
συναντήσουν”.
(Άγιος Μάρκος ο Ασκητής, Ευεργετινός Β΄ σελ. 126)
135. Τι φρονούν σχετικά οι Ρωμαιοκαθολικοί;
Φαίνεται μάλλον να παραθεωρούν την εξ υποκειμένου εκτίμηση των εκτάκτων έργων. Τα έργα αυτά κατ’ αυτούς είναι υπέρτακτα (Opera supererogationes), δηλαδή ξεφεύγουν από τον κύκλο των κοινών καθηκόντων του ανθρώπου και έχουν περισσεύουσαν αξιομισθία, η οποία μπορεί να διατεθεί υπέρ των υστερούντων μελών της Εκκλησίας.
Τα διδάγματα αυτά είναι επιλήψιμα και επικίνδυνα. Επιλήψιμα, διότι η έννοια της περισσεύουσας αξιομισθίας των υπερτάκτων έργων προσκρούει στην αξιομισθία του Κυρίου της οποίας συγχωρούνται οι αμαρτίες του ανθρώπου και στη χάρη του Αγίου Πνεύματος δια της οποίας τελούνται όλα τα αγαθά έργα. Επικίνδυνα δε, γιατί προάγουν στην ευαγγελική ταπείνωση και οδηγούν στο φαρισαϊσμό. Βέβαια η διάκριση των υπερτάκτων έργων γενικά δεν είναι αντίθετη προς την αντίστοιχη ορθόδοξη θεώρηση, όπως την είδαμε πιο πάνω. Η διαφορά αρχίζει από το στοιχείο της περισσεύουσας αξιομισθίας των έργων τούτων, επί των οποίων θα στηθεί η διδασκαλία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας περί θησαυρού αξιομισθίας των αγίων και διανομής της στους έχοντας ανάγκη πιστούς. Τα διδάγματα αυτά είναι εντελώς ασύστατα, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 196-197)