138. Τι διδάσκουν σχετικά οι Διαμαρτυρόμενοι;
Δεν συμφωνούν με την ορθόδοξη και τη ρωμαιοκαθολική αντίληψη. Και εδώ η διδασκαλία τους προσδιορίζεται από τις περί πτώσεως και δικαιώσεως ιδιαίτερες αντιλήψεις τους. Αφού κατά τη βασική προτεσταντική αρχή ο φυσικός άνθρωπος είναι ηθικά νεκρός (καταστροφή δια της πτώσεως του «κατ’ εικόνα»), μη μπορώντας να συμπράξει στο έργο της σωτηρίας του, η δε προπατορική αμαρτία και σ’ αυτόν ακόμη τον αναγεννημένο κυριαρχεί σ’ όλες τις δυνάμεις του και είναι η πηγή όλων των άλλων αμαρτημάτων, είναι φυσικό όλα τα αμαρτήματα να είναι φύσει θανάσιμα ως προερχόμενα από τη μόνη πηγή της διαφθοράς, τον παλαιό Αδάμ.
Βεβαίως στο προτεσταντικό δόγμα υπάρχει η διάκριση μεταξύ θανάσιμων και συγγνωστών αμαρτημάτων όμως η διάκριση αυτή δεν γίνεται με βάση την ουσία της αμαρτωλής πράξεως, αλλά από τη διαφορά των αμαρτανόντων προσώπων. Κριτήριο σε κάθε περίπτωση είναι η πίστη των ανθρώπων. Έτσι συγγνωστά αμαρτήματα είναι αυτά που προέρχονται από ανθρώπινη ασθένεια και μπορούν να συνυπάρχουν με την πίστη, ενώ θανάσιμα είναι τα βαριά αμαρτήματα τα οποία αποδιώκουν την πίστη. Μόνο κατά τους ακραίους Καλβινιστές, αυτοί που είναι προορισμένοι από το Θεό για την αιώνια ζωή δεν μπορούν ν’ αμαρτήσουν θανάσιμα αλλά μόνο συγγνωστά. Ο Θεός δεν επιτρέπει σ’ αυτούς, ως εκλεκτούς, να πράξουν θανάσιμο αμάρτημα και έτσι να χάσουν το χάρισμα της υιοθεσίας και την κατάσταση της δικαιώσεως.
Η άρση όμως πάσης ουσιαστικής διαφοροποιήσεως των αμαρτημάτων είναι πολύ επικίνδυνη, γιατί αμβλύνει το συναίσθημα της ενοχής και καταστρέφει κάθε κριτήριο ηθικού καταλογισμού στον άνθρωπο και αφανίζει τη φρικίαση της ψυχής μπροστά στα μεγάλα ηθικά κακουργήματα. Παράλληλα προσκρούει και στη μαρτυρία της Αγίας Γραφής. Όπως και στα προηγούμενα είπαμε, η Γραφή διακρίνει «αμαρτίαν προς θάνατον» και «αμαρτίαν ού προς θάνατον». Ομιλεί περί «κφους» (δηλ. μικρής αμαρτίας) και περί «δοκού» (μεγάλης αμαρτίας). Διδάσκει ότι όλοι αμαρτάνουμε και αυτοί οι δίκαιοι, εννοώντας φυσικά τα ελαφρά αμαρτήματα. Διακρίνει έργα δικαίων που είναι ασυμβίβαστα με την αγιότητα του ναού του Θεού και έργα χριστιανών που φθείρουν τον ναό του Θεού, με συνέπεια αυτοί να χάσουν την αιώνια ζωή.
Από την άλλη, η αντίληψη οτι άλλα των αμαρτημάτων συγχωρούνται και αλλά όχι, δεν οδηγεί πουθενά. Αφού στον άνθρωπο παραμένει ο παλαιός Αδάμ, τον οποίο δεν εθανάτωσε ο θάνατος του Κυρίου, τα δε αμαρτήματα είναι αδιακρίτως ίσα και θανάσιμα, δεν έχει νόημα να λέμε ότι μερικά αμαρτήματα συγχωρούνται κι άλλα όχι. Το φυσικό πόρισμα των προτεσταντικών αντιλήψεων είναι ότι όλα τα αμαρτήματα συγχωρούνται, εκτός από την απιστία.
Την αντίληψη αυτή που σαφώς οδηγεί στον αντινομισμό (να παραβαίνει κανείς αδεώς το νόμο χωρίς συνέπεια) διατυπώνουν επιφανείς αρχηγέτες του Προτεσταντισμού. Έτσι ο Μελάγχθων έγραψε: «Ό,τι και αν πράττεις... και αν αμαρτάνεις, να θυμάσαι την υπόσχεση του Θεού... οτι δεν έχεις κανένα κριτή στο ουρανό, αλλά πατέρα που σε αγαπά εγκάρδια, όπως οι γονείς αγαπούν τα τέκνα τους».
Ο δε Λούθηρος σε μία επιστολή του προς τον Μελάγχθονα έγραφε τα εξής εκκεντρικά: «Αμάρτανε ισχυρότερα, αλλά να μένεις ισχυρότερα στην πίστη, και να χαίρεις εν Χριστώ που είναι ο νικητής της αμαρτίας, του θανάτου και του κόσμου. Πρέπει να αμαρτάνουμε, εφ’ όσον είμαστε εδώ, αρκεί να γνωρίζουμε τον αμνό του Θεού τον αίροντα τις αμαρτίες του κόσμου, από τον οποίο δεν μπορεί να μας αποσπάσει η αμαρτία έστω κι αν χίλιες φορές την ημέρα πορνεύουμε ή φονεύουμε».
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 199-201)