ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Μἰα φορά ο Ζαχαρίας, ο μαθητής του Αββά Σιλουανού, χωρίς να ρωτήσει τον Γέροντα, πήρε τους άλλους αδελφούς κι έριξαν κάτω τον φράχτη για να μεγαλώσουν τον μικρό τους κήπο. Όταν το είδε ο Αββάς Σιλουανός, χωρίς να τους πει λέξη, φόρεσε τον μανδύα του και τους αποχαιρέτησε:
- Εύχεσθε για μένα, αδελφοί, ήταν τα μοναδικά λόγια που έβγαλε από το στόμα του καθώς έφευγε.
Εκείνοι σάστισαν που τον είδαν τόσο ξαφνικά να φευγει.
- Πού πας, Αββά; τον ρώτησαν. Τί σου συμβαίνει;
- Δεν μπαίνω μέσα σε τούτο το κελλί ούτε τον μανδύα βγάζω από πάνω μου, τους είπε τότε ο Γέροντας, αν δεν φέρετε τον φράχτη στην πρωτινή του θεση.

ΈΝΑΣ πλούσιος άρχοντας πήγε να επισκεφθεί την σκήτη των Πατέρων. Μαζί του είχε πολλά χρήματα για να τους φιλοδωρήσει και ήθελε να τα δώσει στον Πρεσβύτερο, να τα μοιράσει ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός.
- Οι Γέροντες δεν χρειάζονται χρήματα, του είπε ο Πρεσβύτερος. Επειδή όμως επέμενε ο άρχοντας, τα έβαλε σ’ ένα σακκούλι και το κρέμασε στην πόρτα της εκκλησίας. Την Κυριακή, που πηγαν οι Πατέρες να λειτουργηθούν, ο Πρεσβύτερος τους είπε:
- Όποιος χρειάζεται χρήματα, ας πάρει από κείνο το σακκούλι.
Κανένας όμως δεν πλησίασε να πάρει. Οι πιο πολλοί μάλιστα δεν γύρισαν καν να κοιτάξουν προς τα εκεί. Γύρισε τότε ο Πρεσβύτερος και είπε στον άρχοντα, που στεκόταν παράμερα και παρακολουθούσε:
- Βλέπεις πως οι μοναχοί αποστρέφονται τα χρήματα. Πάρ’ τα λοιπόν και μοίρασέ τα στους φτωχούς. Ο Θεός δεχτηκε την καλή σου προαίρεση.
Ο άρχοντας έφυγε, θαυμάζοντας την αφιλοχρηματία των Πατέρων.

ΈΝΑΣ αδελφός πήγε να συμβουλευτεί κάποιο Γέροντα:
- Είναι σωστό, Αββά, να φυλάξω δυο χρυσά νομίσματα, που μου περίσσεψαν από το εργόχειρό μου, για να τα έχω στα γεράματά μου ή όταν μου συμβεί αρρώστια;

Ο ΑΜΕΡΙΜΝΟΣ μοναχός, που έχει γευθεί την γλύκα της ακτημοσύνης, λέει κάποιος Πατήρ,
νιώθει σαν βάρος περιττό και το ράσο ακόμη που φορά και το λαγήνι του νερού που έχει στο κελλί του, γιατί κι αυτά καμιά φορά του απασχολούν τον νου του.

ΑΛΛΟΣ Γέροντας πνευματικός δίνει τις παρακάτω συμβουλές στους μοναχούς:
Μην θέλεις να έχεις κρεμασμένο στην πόρτα του κελλιού σου άλλο ρούχο από κείνο που φοράς. Πολλοί καλύτεροί σου τρέμουν από το κρύο. Πώς εσύ ο αμαρτωλός τολμάς να έχεις περιττά;
Μην γυρεύεις να κρύβεις παράμερα σκεύος αμεταχείριστο, γιατί θα πάψει να έχει την φροντίδα σου ο Θεός. Ούτε χρήματα μην συνηθίζεις να κρατάς. Αγόρασε μ’ αυτά τα απολύτως αναγκαία και τα υπόλοιπα δώσε τα ελεημοσύνη, προτού βραδιάσει, γιατί δεν ξέρεις αν ξημερωθείς.
Αν το κελλί σου χωρά μόνο την κεφαλή σου, μην θέλεις ν’ αποκτήσεις πιο ευρύχωρο.


Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 45-47)

Η εμφάνιση του φωτός

Η δεύτερη θεωρία του φωτός που αξιώθηκε να δεχθεί ο νεαρός τότε δόκιμος όσιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, σε ηλικία 28 ετών, συνέβη το 977 σ’ ένα κελλί της μονής του Στουδίου, στην Κωνσταντινούπολι.
Το βράδυ μιας κοπιαστικής μέρας ο γέροντας του όσιος Συμεών ο Ευλαβής, βλέποντάς τον να μην τρώη και να μην πίνη τίποτε, του είπε
- Γνώριζε, τέκνο μου, ότι ούτε με την νηστεία, ούτε με την αγρυπνία, ούτε με την κακοπάθεια, ούτε με καμμιά άλλη αρετή ευχαριστείται τόσο ο Θεός, όσο με την ταπεινή και απλοϊκή και καλοπροαίρετη ψυχή.
Ο υποτακτικός έπεσε με πολλή ταπείνωση στα πόδια του και συντετριμμένος παρακάλεσε:
- Ευχήσου για εμένα, άγιε του Θεού, για να βρω έλεος με τη μεσιτεία σου. Εγώ δεν έχω κανένα από τα καλά που είπες, παρά μόνο πλήθη αμαρτιών, τις οποίες και συ γνωρίζεις.
Συγκινημένος ο γέροντας τον διέταξε να σηκωθή από το έδαφος και να πάη να κοιμηθή λέγοντας μόνο το Τρισάγιο.

«Μόλις άρχισα το Τρισάγιο, περιγράφει ο όσιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, θυμήθηκα τα λόγια του αγίου και άρχισα να δακρύζω και να νιώθω χαρά και ευφροσύνη. Και τότε ένα δυνατό φως έλαμψε και μ’ άφησε εκστατικό! Έχασα την αίσθησι του τόπου και του χρόνου. Λησμόνησα ποιος ήμουν. Όταν συνήλθα κατάλαβα ότι φώναζα το «Κύριε, ελέησον». Ποιος όμως στην κατάσταση αυτή κινούσε τη γλώσσα μου σε επίκλησι, δεν γνωρίζω. Ο Θεός το γνωρίζει. Δεν γνωρίζω ακόμη εάν με το σώμα είτε χωρίς το σώμα βρέθηκα σ’ αυτό το φως. Ο Θεός το γνωρίζει… Ένιωσα να ελευθερώνομαι από το ψυχικό μου σκοτάδι και το γήινο φρόνημα, τη ραθυμία, τη νάρκωσι, τον κόπο και το βάρος του φθαρτού σώματος. Ένιωσα γλυκύτητα και πνευματική ηδονή που ξεπερνά κάθε απόλαυσι των αισθητών… Σε λίγο όμως άρχισε σιγά-σιγά να μετριάζεται το άπλετο εκείνο φως, κατά κάποιο τρόπο να περιορίζεται και να συστέλλεται και να σβήνη… Καθώς εγώ συνειδητοποιούσα την απομάκρυνσί του, άρχισα να κυριεύομαι από μια θλίψι. Σφοδρή οδύνη άναψε σαν φωτιά στην καρδιά μου με την απώλεια της γλυκύτατης θέας του ακτίστου φωτός».

(Όσιος Συμεών ο νέος Θεολόγος)

(Χαρίσματα και χαρισματούχοι , Ι.Μ.Παρακλήτου, τόμος Β΄, σελ. 59-60).

Θυσία για τους άλλους. 

Οι περισσότεροι στρατιώτες είχαν πνεύμα θυσίας, αλλά ο Αρσένιος ήταν άφοβος στους κινδύνους και στον θάνατο. Πολλές φορές κινδύνευσε να συλληφθή αιχμάλωτος και αντίκρυσε τον θάνατο από πολύ κοντά.
Κάποτε επρόκειτο να ρίξουν κλήρο για το ποιος θα πάει στο χωριό για εφόδια. «Θα πάω εγώ», είπε ο Αρσένιος. Τον είδαν οι αντάρτες, αλλά τον πέρασαν για δικό τους. Πήρε τα εφόδια και γύρισε πίσω.
Όταν έβαζαν κάποιον να κάνη επικίνδυνη βάρδια ή περίπολο, τον ρωτούσε ο Αρσένιος: «Τι οικογένεια έχεις;». Αν του έλεγε, «είμαι παντρεμένος, έχω και παιδί», έλεγε, «καλά». Πήγαινε στο υπασπιστήριο, τον άλλαζε και πήγαινε αυτός στην θέση του.
Τον άλλο ασυρματιστή δεν τον άφηνε να κουβαλά ούτε τον ασύρματο ούτε την μπαταρία, για να είναι ελεύθερος σε περίπτωση κινδύνου να τρέξη και να σωθή.
«Σε μια μάχη», διηγήθηκε, «είχα σκάψει μια μικρή λακκούβα. Έρχεται ένας και μου λέει: "Να μπω και εγώ;". Στρυμώχθηκα και με δυσκολία χωρέσαμε. Έρχεται και άλλος. Τον άφησα και αυτόν και εγώ βγήκα έξω. Σε μια στιγμή με παίρνει ένα βλήμα ξυστά στο κεφάλι. Δεν είχα κράνος, φορούσα μόνο κουκούλα. Πιάνω με το χέρι μου το κεφάλι, δεν βλέπω αίματα. Το ξαναπιάνω, τίποτα. Το βλήμα είχε περάσει ξυστά από το κεφάλι μου και είχε ξυρίσει μόνο τα μαλλιά και έκανε μια γραμμή έξι πόντους φάρδος χωρίς μαλλιά και ούτε γρατζουνιά δεν άφησε. Το είχα κάνει με την καρδιά μου. "Καλύτερα", είπα, "να σκοτωθώ μια φορά εγώ, παρά να σκοτωθή ο άλλος, και μετά να με σκοτώνη η συνείδησή μου σε όλη μου την ζωή. Πώς να αντέξω μετά, όταν θα σκέφτομαι ότι μπορούσα να τον σώσω και δεν τον έσωσα;". Και ο Θεός φυσικά βοηθά πολύ αυτόν που θυσιάζεται για τους άλλους».

(Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, ιερομ. Ισαάκ, σελ. 69-70).

 

Δεξίωσις των αγίων στον ουρανό

Όταν οι αθλητές της ευσεβείας ανεβούν στους ουρανούς, τότε τρέχουν να τους υποδεχθούν όλοι μαζί οι άγγελοι, όλες οι ουράνιες δυνάμεις. Ύστερα με μεγάλη ευχαρίστησι τους δεξιούνται στον ουρανό και τους ασπάζονται. Έπειτα με μεγάλη συνοδεία τους οδηγούν στο Βασιλιά του ουρανού, στο θρόνο τον γεμάτο δόξα πολλή, εκεί όπου βρίσκονται τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ. Και σαν φτάσουν εκεί και προσκυνήσουν τον καθήμενο επί του θρόνου, απολαμβάνουν τιμή από τον Κύριο πολύ μεγαλύτερη από τη φιλοφροσύνη των ομοδούλων ανθρώπων. Διότι ο Θεός δεν τους δέχεται ως δούλους, αλλά τους δέχεται ως φίλους. Ε.Π.Ε. 36,616

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 25)

596-     ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΝΟΥΜΕ.

–Θυμάστε, που μου είχατε υποσχεθή να ενδιαφερθήτε για μια υπόθεσί μου; ρωτούσε κάποιος ένα γνωστό του.

            -Καλά που μου το ξαναλέτε, γιατί το είχα  ξεχάσει, απαντά εκείνος,

            -Όχι, δεν το ξεχάσατε. Μου κάνατε ό,τι σας ζήτησα και ήλθα τώρα να σας ευχαριστήσω.

            -Μάλιστα, έχετε δίκηο, δεν είχα ξεχάσει να σας εξυπηρετήσω, αλλά ξέχασα ότι σας εξυπηρέτησα.

(Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 272 )

Χριστέ μου Σ’αγαπάω πολύ αλλά όταν πρόκειται να διαλέξω ανάμεσα σε Σένα και την αμαρτία, διαλέγω την αμαρτία πολλές φορές… Σ’αγαπάω Χριστέ μου αλλά δεν ακολουθώ όλες τις εντολές Σου, νομίζω είναι υπερβολικές μερικές… δεν είμαι και μοναχός! Σ’αγαπάω Χριστέ μου αλλά δεν αγαπώ και τον πλησίον μου, κάνω παρέα με μερικούς αδερφούς αλλά δεν μπορώ να τους αγαπάω όπως Εσύ! Έτσι κι αλλιώς δεν ταιριάζουμε όλοι με όλους! Σ’αγαπάω Χριστέ μου αλλά δεν μπορώ να βοηθάω και τους συνανθρώπους μου… κι εγώ φτωχός είμαι. Αν δώσω τον ένα μου χιτώνα και μου χαλάσει ο άλλος τί θα έχω; Σ’αγαπάω Χριστέ μου αλλά δεν συμφωνώ με όλα που έχεις πει… μερικά δε μου φαίνονται και τόσο λογικά . Σ’αγαπάω Χριστέ μου αλλά δεν πιστεύω και τόσο πολύ! Σ’ αναζητάω όμως γι’αυτό μη βιαστείς να μου φανερωθείς… έχω αγαπήσει πιο πολύ την αναζήτηση από τον Αναζητούμενο!
Σ’αγαπάω Χριστέ μου αλλά δεν μπορώ να προσεύχομαι. Ξέρεις… δουλειές, κούραση, άγχη… θέλω αλλά δεν μπορώ! Σ’αγαπάω Χριστέ μου αλλά όταν μπαίνω στο ίντερνετ διαβάζω και το Λόγο Σου, διαβάζω και τίποτε κουτσομπολίστικο και άλλα… άσεμνα πράγματα! τί να κάνω; άνθρωπος είμαι! Σ’αγαπάω Χριστέ μου αλλά όταν με κακολογούν νευριάζω πολύ και κάνω άσχημες σκέψεις γι’αυτούς! Όμως Σ’αγαπώ! Δεν έρχομαι κάθε Κυριακή στην εκκλησία, είμαι πολύ κουρασμένος καμιά φορά! Ούτε και μπορώ να έρχομαι από τις 7, δεν είμαι και θεούσος! Χριστέ μου Σ’αγαπάω πολύ αλλά όταν βάλω στη ζυγαριά Εσένα και το τσιγάρο, παίρνω το τσιγάρο από τη ζυγαριά και το καπνίζω! Σ’αγαπάω Χριστέ μου αλλά δεν μπορώ να νηστεύω σαράντα ημέρες επειδή Εσύ γεννιέσαι ή επειδή σταυρώνεσαι! Σαράντα ημέρες χωρίς κρέας, χωρίς γλυκά… Δε φτάνει που είμαι καλός άνθρωπος; Σ’αγαπάω Χριστέ μου αλλά για να νιώσω Χριστούγεννα δε μου φτάνεις μόνο Εσύ, θέλω και λαμπάκια και χριστουγεννιάτικο δέντρο γιατί αλλιώς νιώθω μελαγχολία!
Σ’αγαπάω Χριστέ μου αλλά αν ένας αδερφός μου μού πει μετά από δύο χρόνια που έχω να εξομολογηθώ ότι με την εξομολόγηση θα νιώσω καλύτερα, πιέζομαι τόσο πολύ που του κόβω την καλημέρα! Σ’αγαπάω Χριστέ μου αλλά μερικές φορές δεν καταλαβαίνω γιατί να μην έχω ελεύθερες ερωτικές σχέσεις. Νέος είμαι, γουρούνι στο σακί θα πάρω; Σ’αγαπάω Χριστέ μου αλλά μερικές φορές ο πνευματικός μου είναι πολύ αυστηρός και δε με αναπαύει! Κι έτσι φεύγω από την Εκκλησία ή ψάχνω να βρω κάποιον να μου κάνει τα χατίρια! Σ’αγαπάω Χριστέ μου αλλά όταν ακούω ότι έχω μήνυμα στο κινητό λέω ‘ αχ λες να είναι η Ελένη;’ και όταν βλέπω ότι είναι κάτι πνευματικό νευριάζω… άνθρωπος είμαι, κάθε μέρα με Σένα θα ασχολούμαι;
Σ’αγαπάω Χριστέ μου αλλά σκανδαλίζομαι με τους αδερφούς μου, τέτοιοι που είναι και τους κρίνω και τους ελέγχω αλλά εγώ δε θέλω έλεγχο! … Σ’αγαπάω Χριστέ μου αλλά αυτό που κοινωνούμε είναι όντως Σώμα και Αίμα Σου; Σ’αγαπάω Χριστέ μου αλλά μένω αδιόρθωτος , όλο λόγια είμαι, όλο ‘ από αύριο’, όλο δικαιολογίες… Σ’αγαπάω Χριστέ μου αλλά καμιά φορά αναρωτιέμαι ‘ Σ’αγαπάω αλήθεια Χριστέ μου;’ (Κ.Δ.Κ)

511-     ΠΩΣ ΛΥΟΝΤΑΙ ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ. Κάτοικοι γειτονικών χωριών φιλονικούσαν από πολλά χρόνια μεταξύ των. Στο τέλος αποφάσισαν να πάνε να βρουν ένα φημισμένο για τη σοφία του και την αγιότητά του ερημίτη και να του εκθέσουν τα ζητήματά των.

            Οι αντιπρόσωποι των χωριανών παρουσιάσθησαν στον ερημίτη. Ο ασκητής ερημίτης τους άκουσε με υπομονή. Στο τέλος πήρε το σχοινί, που είχε στη μέση του, σχημάτισε ένα κόμβο και τον έδωσε στους αντιπροσώπους λέγοντας:

            -Έχετε την καλωσύνη να λύσετε τον κόμβο αυτόν;

            Οι αντιπρόσωποι τον έλυσαν χωρίς καμιά δυσκολία.

            -Έτσι , προσέθεσε ο ασκητής, οι άνθρωποι πρέπει να λύνουν τις διαφορές τους. Αν ο καθένας σας ήθελε να λύση τον κόμβο τραβώντας το σχοινί προς το μέρος του, δεν θα τον έλυνε ποτέ.

(Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 231 )

16. «Γέγονε η κοιλία σου αγία Τράπεζα, έχουσα τον ουράνιον άρτον» (Ω).
Στη Σκηνή του Μαρτυρίου και μέσα στα «Άγια» υπήρχε η χρυσή Τράπεζα «των άρτων και προθέσεως» (Έξοδ. κε' 22–29). Και εδώ η Εκκλησία διείδε τον τύπο της Θεοτόκου. Η Θεομήτωρ ήταν η πραγματική αγία Τράπεζα, διότι επάνω της ακούμπησε ο Θεός τον ουράνιο άρτο, «τον εκ του ουρανού καταβάντα» (Ιω. στ' 41), τον Κύριο Ιησού.
Η χρυσή Τράπεζα της Σκηνής εικόνιζε επί αιώνες την μορφή της Θεοτόκου. Κάθε φορά που Ιερείς και λαός ακουμπούσαν επάνω της τους άρτους της Προθέσεως, ικέτευαν, χωρίς να το γνωρίζουν, για την προετοιμασία και την εμφάνισι της μοναδικής αγίας Τράπεζας που θα δεχόταν τον «άρτον της ζωής». Η χρυσή Τράπεζα της Σκηνής κατασκευάστηκε σε μικρό χρονικό διάστημα· την Αγία Τράπεζα, την Θεοτόκο κατασκεύαζε ο Θεός επί αιώνες...
Η Εκκλησία, στο Ναό και μέσα στο Ιερό Βήμα, που εικονίζει τα «Άγια» της Σκηνής του Μαρτυρίου, έχει τοποθετήσει μόνιμα την Αγία Τράπεζα, πάνω στην οποία τελείται το ιερό μυστήριο του Άρτου και του Οίνου και όπου υπάρχει δια παντός το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου Ιησού. Κάθε φορά που οι πιστοί προσέρχονται στην Αγία Τράπεζα για να κοινωνήσουν, ας θυμούνται ευγνώμονα την έμψυχο Τράπεζα του Θεού, τη Θεοτόκο. Διότι χωρίς Αυτή δεν θα μπορούσαν ποτέ ν’ απολαύσουν «ξενίας δεσποτικής και αθανάτου τραπέζης» (Τ).
17. «Του άνθρακος χρυσούν θυμιατήριον» (ΜΜ).
Μέσα στο δεύτερο τμήμα της Σκηνής του Μαρτυρίου που λεγόταν «Άγια των Αγίων» υπήρχε ένα «χρυσούν θυμιατήριον», (Εβρ. θ' 4), μέσα στο οποίο, κατά την λατρεία, έβαζαν αναμμένα κάρβουνα από το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων μαζί με θυμίαμα που συμβόλιζε την προσευχή (Λευΐτ. ι' 1. Έξοδ. λ΄ 1, 7 –10. Αριθ. ιζ' 11).
Η εκκλησιαστική ευσέβεια και στο ιερό αυτό σκεύος της λατρείας είδε μια ακόμη προτύπωσι της Θεοτόκου. Η Θεοτόκος ήτο το χρυσούν θυμιατήριον, όπου εκράτησεν αφλέκτως το πυρ της Θεότητος» (Η. Μηνιάτης. X, 13).
Η Θεοτόκος ήταν ο άνθρωπος της προσευχής. Από την πυρακτωμένη ύπαρξί της ανέβαινε συνεχώς προς τον ουρανό το ευωδιαστό θυμίαμα της προσευχής της. «Πάντοτε η Παναγία προσηύχετο. Από τα παιδικά της χρόνια εις την προσευχήν εύρισκε τροφήν και αγαλλίασιν· ήταν η προσευχομένη μητέρα» (X, 134). Το ότι η Θεοτόκος ήταν άνθρωπος της προσευχής μαρτυρείται από το γεγονός ότι η αγία Μορφή της ταυτίστηκε τελικά με την μορφή της Δεομένης ψυχής (πρβλ. Εικόνα της «Δεομένης» Θεοτόκου) .
Η λειτουργία της προσευχής δεν είναι ένα ξηρό μάθημα που μας διδάχθηκε... Είναι μια μυστική εμπειρία που μας παραδόθηκε από τον Κύριο, την Θεοτόκο και τους Αγίους της Εκκλησίας μας. Και η χριστιανική προσευχή, όπως μας την παρέδωσε η Εκκλησία δεν είναι «βαττολογία» (Ματθ. στ' 7), αλλά το θυμίαμα μιας ψυχής, πυρακτωμένης απ’ τη φωτιά της αγάπης και του θείου έρωτος. Είναι χαρακτηριστική η σχέσις της προσευχής με την φωτιά. Με σβυσμένα κάρβουνα δεν καίεται το θυμίαμα. Χωρίς τη φωτιά της αγάπης, προσευχή δεν ανεβαίνει στον ουρανό. Μόνο όποιος αγαπά προσεύχεται. Και η προσευχή που γίνεται δεκτή απ’ τον Θεό είναι εκείνη που προέρχεται από μια ύπαρξι, πυρακτωμένη απ’ την αγάπη και τον έρωτα του Θεού (πρβλ. «τετρωμένη αγάπης είμι εγώ») .


(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 37-38 )

439- ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΥΓΕΙΑΣ. Η σωματική ευεξία ζωγραφίζεται στη γλώσσα και γι’ αυτό οι ιατροί την γλώσσα πρώτα εξετάζουν για να διαπιστώσουν την κατάστασι του αρρώστου. Παρομοίως και τη ψυχική ευεξία γνωρίζεται από τη χαλιναγώγησι ή μη, της γλώσσης.
440- ..Ω ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ. Ιδρυτής του «Οίκου του καλού Τύπου» στη Γαλλία, ο Πατήρ Βικέντιος Μπαγύ, είχε επιβάλει στη γλώσσα του να τηρή τον ακόλουθο κανονισμό:
Αγαπητή μου γλώσσα, σου χαράττω κανόνες συμπεριφοράς.
Δε θα ομιλής παρά ύστερα από τους άλλους.
Θα ομιλής πάντοτε καλά για τους άλλους.
Δε θα ομιλήσης ποτέ για να με δικαιολογήσης.
Απόφευγε να με λυπάσαι και να ομιλής για μένα.
Δε θα λέγης ούτε λέξι εναντίον της αληθείας.
Μη φανερώσης κανένα μυστικό, να είσαι διακριτική.
Ω, γλώσσα μου, μην ομιλείς ποτέ θυμωμένη!
441- ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ. Όταν ο Αίσωπος ήταν δούλος, ο κύριός του τον έστειλε μια μέρα στην αγορά να του αγοράση για γεύμα του «το καλύτερο φαΐ» που θα εύρισκε. Ο Αίσωπος του έφερε γλώσσες. Και στην απορία του κυρίου του αποκρίθηκε:
-Μα τι υπάρχει καλύτερο από τη γλώσσα; Αυτή είναι το όργανο της προσευχής, της αληθείας και της κοινωνικής συνεννοήσεως.
-Ε, λοιπόν, του είπε τότε ο κύριός του, αύριο να μου ψωνίσης το χειρότερο που θα βρής στην αγορά.
Ο Αίσωπος του έφερε και την άλλη μέρα…γλώσσες. Κι όταν ο κύριός του τον ερώτησε τι εσήμαινε αυτή η ιστορία, ο ποιητής του είπε:
-Μα η γλώσσα δεν είναι το χειρότερο απ’ όλα; Αυτή είναι το όργανο της βλασφημίας, της έριδος και του ψεύδους.

(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 196-197)

Ο ΑΒΒΑΣ Ισίδωρος, ο Πρεσβύτερος μιας σκήτης στην Αίγυπτο, είχε τόση ανεξικακία, ώστε έπαιρνε κοντά του και διόρθωνε όλους τους κακούς υποτακτικούς. Όταν, λόγου χάρη, συνέβαινε να έχει κανένας από τους Γέροντες υποτακτικό αντίλογο ή ανυπότακτο και ήθελε να τον διώξει, ο Αββάς Ισίδωρος προλάβαινε και του έλεγε:

- Φέρε τον σε μένα, αδελφέ.

Τον κρατούσε στο κελλί και με την καλοσύνη και την υπομονή του τον διόρθωνε και τον έστελνε σωφρονισμένο στον Γέροντά του.

Στην εκκλησία πάλι το πιο προσφιλές του κήρυγμα ήταν το: «εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών...» (Ματθ. στ' 14).

- Αδελφοί, συγχωρήστε, συγχωρήστε τους αδελφούς σας, για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες σας, φώναζε από τον άμβωνα με όλη την δύναμη της ψυχής του ο Άγιος Γέροντας.

 

ΈΝΑΣ ΑΠΟ τους Πατέρες της ερήμου έκανε αυτήν την παραστατική διδασκαλία στους νεώτερους μοναχούς:

- Υπόθεσε, αδελφέ μου, ότι αυτήν την στιγμή παίρνω το πρόσωπο του δικαίου Κριτού και ανεβαίνω στο δικαστικό βήμα. Σε ρωτώ, λοιπόν. «Τί θέλεις να σου κάνω;». Αν μου πεις, «ελέησέ με», σου αποκρίνομαι. «ελέησε κι εσύ τον αδελφό σου». Αν πάλι μου πεις. «συγχώρεσέ με», σου απαντώ. «συγχώρεσε κι εσύ τα σφάλματα του πλησίον σου».

- Μήπως είναι άδικος ο Κριτής; Μη γένοιτο!

Αδελφέ, στο χέρι σου είναι να κερδίσεις την συμπάθεια του Κριτού, αρκεί να έχεις μάθει να συγχωρείς.

(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 56 )

Ο ΑΒΒΑΣ Ισίδωρος, ο Πρεσβύτερος μιας σκήτης στην Αίγυπτο, είχε τόση ανεξικακία, ώστε έπαιρνε κοντά του και διόρθωνε όλους τους κακούς υποτακτικούς. Όταν, λόγου χάρη, συνέβαινε να έχει κανένας από τους Γέροντες υποτακτικό αντίλογο ή ανυπότακτο και ήθελε να τον διώξει, ο Αββάς Ισίδωρος προλάβαινε και του έλεγε:

- Φέρε τον σε μένα, αδελφέ.

Τον κρατούσε στο κελλί και με την καλοσύνη και την υπομονή του τον διόρθωνε και τον έστελνε σωφρονισμένο στον Γέροντά του.

Στην εκκλησία πάλι το πιο προσφιλές του κήρυγμα ήταν το. «εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών...» (Ματθ. στ' 14).

- Αδελφοί, συγχωρήστε, συγχωρήστε τους αδελφούς σας, για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες σας, φώναζε από τον άμβωνα με όλη την δύναμη της ψυχής του ο Άγιος Γέροντας.

 

ΈΝΑΣ ΑΠΟ τους Πατέρες της ερήμου έκανε αυτήν την παραστατική διδασκαλία στους νεώτερους μοναχούς:

- Υπόθεσε, αδελφέ μου, ότι αυτήν την στιγμή παίρνω το πρόσωπο του δικαίου Κριτού και ανεβαίνω στο δικαστικό βήμα. Σε ρωτώ, λοιπόν. «Τί θέλεις να σου κάνω;». Αν μου πεις, «ελέησέ με», σου αποκρίνομαι. «ελέησε κι εσύ τον αδελφό σου». Αν πάλι μου πεις. «συγχώρεσέ με», σου απαντώ. «συγχώρεσε κι εσύ τα σφάλματα του πλησίον σου».

- Μήπως είναι άδικος ο Κριτής; Μη γένοιτο!

Αδελφέ, στο χέρι σου είναι να κερδίσεις την συμπάθεια του Κριτού, αρκεί να έχεις μάθει να συγχωρείς.

katafigioti

lifecoaching