ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΕΙΝΑΙ συγκινητικά όσα διαβάζομε για το μακάριο τέλος των άγιων ψυχών που σαν φωτεινά μετέωρα πέρασαν από το γήινο κόσμο, για ν' αφήσουν σ' αυτόν την λάμψι του είναι τους, και να πέσουν ύστερα ορμητικά στην απεραντοσύνη της αιωνιότητος.

Σαν έμαθαν οι πολυάριθμοι ασκηταί στο βουνό του Μεγάλου Αντωνίου πως ο Αββάς Σισώης ήταν στα τελευταία του μαζεύτηκαν στην καλύβα του να πάρουν την ευχή του. Η εκτίμησί τους γι' αυτόν δεν είχε όρια. Τον έλεγαν «διαμάντι της Ερήμου» και πολύ δίκαια. Όλη του η μακρόχρονη ζωή ήταν ένας αγώνας για την αγιότητα και τώρα στο θάνατό του έλαμψε σ' όλη της την πληρότητα.

Στην σεβάσμια μορφή του είχε χαραχτή μια έκφρασι ήρεμης ευτυχίας. Σαν ένοιωσε γύρω του τους συνασκητάς του, τους αδελφούς του, τους συντρόφους του στον «καλόν αγώνα», που τώρα αυτός νικητής άγγιζε στο τέρμα του, τα χείλη του αργοσάλεψαν, κάτι θέλησε να ειπή. Εκείνοι, Γέροντες και νεώτεροι, σεβάσμιοι Πατέρες κι αρχάριοι υποτακτικοί, όλοι τους δακρυσμένοι από βαθειά συγκίνησι, στέκονταν μ' ευλάβεια μπροστά σ' αυτή τη μυσταγωγία. Απόλυτη σιγή είχε απλωθή γύρω. Περίμεναν ν' ακούσουν τα τελευταία λόγια ενός μεγάλου Αγίου, να τα φυλάξουν σαν παρακαταθήκη ιερή. Μα εκείνος είχε μεταρσιωθή, δεν έβλεπε πια παρά μόνο τα ούρανια.

— Έρχεται ο Αββάς μου, τον άκουσαν να ψιθυρίζη.

Ρίγος πέρασε από τα λιπόσαρκα σώματα των ασκητών.

Είδαν για μια στιγμή, με τα μάτια της ψυχής τους, τη μεγάλη μορφή του «Καθηγητού των Μοναστών», τον Όσιο Αντώνιο ν' απλώνη το ευλογημένο χέρι του για να πάρη κοντά του τον πιο εκλεκτό από τους μαθητάς του, εκείνον που αντέγραψε και τις πιο μικρές λεπτομέρειες της παράδοξης ζωής του.

— Να ο χορός των Αποστόλων και των προφητών!

Το πρόσωπο του ετοιμοθάνατου έλαμψε από φως ουράνιο, καθώς σιγοψιθύριζε αυτά τα λόγια. Τα χείλη του αργοσάλευαν ακόμη, λες και κουβέντιαζε με όντα που μόνο εκείνος έβλεπε.

— Με ποιόν συνομιλείς, Πάτερ; ρώτησαν οι γεροντότεροι από τους συνασκητάς του.

— Ο Άγιοι Άγγελοι θέλουν να με πάρουν και τους παρακαλώ να με αφήσουν ακόμη να μετανοήσω, είπε με κόπο και δυό δάκρυα κύλισαν πίσω από τα πεσμένα βλέφαρά του.

— Δεν έχεις πια ανάγκη από μετάνοια, μακάριε Σισώη. Συ μετανοούσες σ' όλη σου τη ζωή, του αποκρίθηκαν οι Πατέρες θαυμάζοντας την ταπεινοφροσύνη του.

— Δεν ξεύρω, Αδελφοί μου, να έχω βάλει ακόμη αρχή.

Καθώς έλεγε αυτά, άστραψε ξαφνικά το πρόσωπό του, λες κι έβλεπε σ' αυτό τον ίδιο τον ήλιο. Οι γύρω έμειναν εκστατικοί από θαυμασμό μαζί και φόβο.

— Ο Κύριος μου και ο Θεός μου! Δόξα σοι!

Ήταν τα τελευταία του λόγια. Μ' αυτά πέταξε η ψυχή του στα ουράνια. Είχε ιδεί τον Ιησού που λάτρευε από τα βάθη της καρδιάς του; Κανείς δεν μπορούσε να ειπή, μα όλα το εβεβαίωναν. Το παράδοξο φως που έβλεπαν στην μορφή του, ή υπερκόσμια γαλήνη που είχε χυθή στην ταπεινή καλύβα, η άρρητη ευωδιά, όλα μαρτυρούσαν την επίσκεψι του Ουρανίου Βασιλέως στον εκλεκτό φίλο Του.

(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

Τι είναι η ιερά Παράδοση της Εκκλησίας;

    Όπως προειπώθηκε η Παράδοση είναι η δεύτερη πηγή της θείας αποκαλύψεως, ισότιμη και ισόκυρη προς την αγία Γραφή. Είναι δε η Παράδοση η δια ζώσης διδασκαλία του Κυρίου και των Αποστόλων, η κυκλοφορούσα και φυλασσόμενη στη ζωή και τη συνείδηση της Εκκλησίας. Ως γνωστόν ο Κύριος, ως ο μέγιστος των προφητών και διδάσκαλος, τίποτε το γραπτό δεν παρέδωσε στους Αποστόλους και την Εκκλησία, κηρύσσοντας προφορικά το περιεχόμενο της θείας του αποκαλύψεως. Το αυτό έκαναν στην αρχή και οι Απόστολοι ακολουθώντας το παράδειγμα του Διδασκάλου, κηρύσσοντας το λόγο του Θεού στο πλήρωμα της Εκκλησίας. Με το πέρασμα όμως του χρόνου και προς αντιμετώπιση των αυξανόμενων ποιμαντικών αναγκών του κηρύγματος, άρχισαν να καταγράφουν το λόγο του Θεού στα γνωστά κείμενα της αγίας Γραφής.
    Το ίδιο έκανε στη συνέχεια και η Εκκλησία και με τον τρόπο αυτό διαμορφώθηκε σιγά σιγά και γραπτώς η ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας. Αυτή μπορούμε να δούμε στα πολυειδή γραπτά μνημεία τα εκφράζοντα την πίστη της Εκκλησίας, όπως είναι οι δογματικοί όροι των οικουμενικών Συνόδων, οι αποφάσεις των τοπικών που κυρώθηκαν από σύνοδο οικουμενική, οι ιεροί Κανόνες, τα συγγράμματα των Πατέρων, τα κείμενα της θείας λατρείας και οι εκκλησιαστικοί ύμνοι, το κήρυγμα του θείου λόγου κ.α.
    Την ανάγκη της ζωντανής παραδόσεως σε παράλληλη βάση προς το γραπτό λόγο εξαίρει ο απόστολος Παύλος, παραινών τους πιστούς: «Άρα ουν, αδελφοί, στήκετε, και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε δια λόγου είτε δι’ επιστολής ημών»(Β΄Θεσ. 2,15). (Ανδρέα Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, σελ. 17-18)

Ποιο είναι το κριτήριο γνησιότητας της ιεράς Παραδόσεως;

    Το κριτήριο που διακρίνει τη γνήσια Παράδοση από κάθε άλλη ψευδή και κίβδηλη είναι η αποστολικότητα. Η Παράδοση για να είναι γνήσια και αληθινή πρέπει ν’ ανάγεται στην αποστολική εποχή, σε χρόνους δηλαδή που φανερώθηκε αγνή και ανόθευτη η λυτρωτική αλήθεια του ευαγγελίου. Με άλλα λόγια πρέπει να ανάγεται στους ίδιους τους Αποστόλους. Παράλληλα, άλλο κριτήριο γνησιότητας είναι και το κριτήριο της ομοφωνίας, ό,τι δηλαδή πιστεύει και παραδέχεται ομόφωνα το πλήρωμα της Εκκλησίας και διδάσκουν οι ιεροί Πατέρες και οι ποιμένες της. Την αλήθεια αυτή τονίζει χαρακτηριστικά ο Βιγκέντιος ο εκ Λειρίνου σε όσα σχετικά γράφει: «Quod ubique quod semper quod ab omnibus creditum est» (= Ό,τι πανταχού, πάντοτε και υπό πάντων επιστεύθη).
    Είναι φανερό ότι φορείς της αποστολικής παραδόσεως δεν μπορούν να είναι εκείνοι που αποκόπηκαν από το σώμα της Εκκλησίας, αιρετικοί και σχισματικοί. Περιττό δε να σημειωθεί, ότι γνήσιος φορέας της αποστολικής παραδόσεως είναι μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία παρέλαβε και διατήρησε ανόθευτη την διδασκαλία των Αποστόλων, όπως αυτή φέρεται αποθησαυρισμένη στα μνημεία τα εκφράζοντα τη ζωή της Εκκλησίας των οκτώ πρώτων χριστιανικών αιώνων.
    Τέλος, λέγοντας αποστολική παράδοση δεν εννοούμε αδιάκριτα κάθε παράδοση, αλλά εκείνη που αναφέρεται στη δογματική διδασκαλία και το ήθος της Εκκλησίας και όχι σε ζητήματα δευτερεύουσας σημασίας. (Ανδρέα Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, σελ. 18-19)


Τι φρονούν περί παραδόσεως οι ετερόδοξοι χριστιανοί;

Η Ρωμαϊκή Εκκλησία δέχεται, όπως και η Ορθόδοξη, την ιερά Παράδοση ως πηγή της θείας αποκαλύψεως, ισότιμη και ισόκυρη προς την αγία Γραφή. Εντούτοις στην πράξη δε συμφωνεί με την ορθόδοξη αντίληψη, αλλά εκλαμβάνει την παράδοση με έννοια ελαστική, ως ταμείο πίστεως, στο οποίο μπορεί να προσφεύγει όταν θέλει να διατυπώσει κάποιο νέο δόγμα ή να ανυψώσει σε δόγματα μεταγενέστερες θεολογικές γνώμες και δοξασίες.

Τέτοια δόγματα υπάρχουν πολλά (άσπιλος σύλληψις κ.α.), ως και διάφορες άλλες καινοτομίες, κυρίως στην τέλεση και μετάδοση των μυστηρίων (στέρηση του λαού εκ του ποτηρίου της ευχαριστίας, απαγόρευση κοινωνίας των νηπίων κ.τ.ο.). Αν θέλαμε να κάνουμε συσχετισμό, θα λέγαμε ότι κατά την ορθόδοξη πίστη η Εκκλησία είναι ο πιστός τηρητής και φύλακας της παραδόσεως, ενώ κατά τη ρωμαιοκαθολική αυτή παρουσιάζεται μάλλον ως κυρίαρχος, μεταποιώντας αυτή κατά βούληση και προσπαθώντας να συμβιβάσει τα παλαιά με τα εκάστοτε νέα.
    Παράλληλα, οι Διαμαρτυρόμενοι δεν αναγνωρίζουν την παράδοση ως πηγή της θείας αποκαλύψεως. Οι λόγοι είναι προφανείς. Κατ’ αυτούς η αγία Γραφή είναι η μόνη πηγή του λόγου του Θεού, ο πλήρης και αυτάρκης κώδικας της χριστιανικής πίστεως, ο περιέχων όλες τις αναγκαίες αλήθειες προς σωτηρία. Την παράδοση την απορρίπτουν ως αυθεντική πηγή της πίστεως, ανεχόμενοι αυτή στο μέτρο που δεν αντιφάσκει προς τη Γραφή, και ως ωφέλιμο πλην όχι και αλάθητο χειραγωγό στην ερμηνεία της αγίας Γραφής.

Εντούτοις παρά τη βασική τους αυτή τοποθέτηση, δε φαίνεται ν’ απομακρύνονται ολοσχερώς από το πνεύμα της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Ασχέτως προς τα πολλά που παρέλαβαν από την εκκλησιαστική παράδοση, ο Λούθηρος, τον οποίο αποκαλούν θείον (divinus) και τρίτον Ηλία, και τα συγγράμματα του οποίου μεγάλως εκτιμώνται στη συνείδηση των Διαμαρτυρομένων, ως αντικαταστήσαντα τα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας, έχει μεγάλο κύρος γι’ αυτούς, ενώ παράλληλα τα συμβολικά τους βιβλία έχουν αποκτήσει ένα είδος «κανόνος πίστεως» (regula fidei), ο οποίος αποτελεί συνεκτικό δεσμό της εκκλησιαστικής τους ταυτότητος και βάση του εκκλησιαστικού κηρύγματος και της ερμηνείας της αγίας Γραφής. Με άλλα λόγια ένα είδος εκκλησιαστικής παραδόσεως.  (Ανδρέα Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, σελ. 19-20)

της Αικατερίνης Διαμαντοπούλου.
υπ. υλικού web Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.

«Ο πόνος είναι η μοναδική αιτία για να αποκτήσει συνείδηση της ελευθερίας ο άνθρωπος», ισχυρίζεται ο Φ. Ντοστογιέφσκυ. Με απλά λόγια η ελευθερία αποκτιέται μέσω του πόνου.

Με τον πόνο αφυπνίζεται η συνείδηση και κατ΄ επέκταση η ιδέα της ελευθερίας αφομοιώνεται πλήρως.

Ο Ντοστογιέφσκυ αναγνωρίζει πως υπάρχει πολύς πόνος μέσα στη ζωή, όμως αυτός ο πόνος είναι λυτρωτικός.

Γράφει σχετικά:

«Ο άνθρωπος αγαπά να μετρά τις πίκρες του, μα δε λογαριάζει τις χαρές του. Αν τις λογάριαζε όμως. Θα έβλεπε πως ταιριάζουν το ίδιο».
Μέσω των ηρώων του έργου «Αδελφοί Καραμαζώφ», Ζωσιμά και Αλιόσα, καταθέτει:

«Η ζωή θα σου φέρει πολλές δυστυχίες και με αυτές ίσα ίσα θα γίνεις ευτυχισμένος και θα ευλογήσεις τη ζωή και θα αναγκάσεις και άλλους να την ευλογήσουν.

Η οδύνη είναι η οδός της μετάνοιας, αλλά και της χαράς. Της χαράς, που δίνει το ξεπέρασμα της αποτυχίας και της απελπισίας, που είναι η μεγαλύτερη αμαρτία και το μοναδικό αδιέξοδο». Αυτό συμπίπτει με την ευφρόσυνη απάντηση που έλαβε ο γέροντας Σιλουανός του Άθω από τον Κύριο: «Μείνε με επίγνωση στη Κόλαση και μην απελπίζεσαι».

Ο κορυφαίος συγγραφέας της παγκόσμιας λογοτεχνίας σε μέρος του εξαίσιου έργου του «Αδελφοί Καραμαζώφ» εξετάζει το ζήτημα της σχέσης της ελευθερίας με τον πόνο.

 Με αυτό το κύκνειο άσμα του λυτρώνεται και ψυχολογικά σαν άνθρωπος και ιδεολογικά ως μαχητής της χριστιανικής ιδέας. Εξωτερικεύει την πεποίθησή του ότι μόνο η αυτογνωσία και η αυταπάρνηση οδηγούν στην πλήρη εν Χριστώ ελευθερία.

Μέρος του έργου αυτού πραγματεύεται την επιστροφή του Χριστού στη γη, ο οποίος εμφανίζεται στη Σεβίλλη της Ισπανίας, την εποχή που η Ιερά Εξέταση βρισκόταν σε έξαρση.

Ο Μέγας Ιεροεξεταστής διατάζει να Τον συλλάβουν και Τον επισκέπτεται στη φυλακή. Εκεί Του αποδίδει κατηγορίες ότι είναι ο χειρότερος αιρετικός και θα τιμωρηθεί με παράδοση στην πυρά, καθώς δεν υπέκυψε στους τρεις πειρασμούς.

Επιπλέον Του αναφέρει ότι ο άνθρωπος είναι υλιστής και δεν προτιμά την ελευθερία, όπως την ορίζει ο Χριστός στη διδασκαλία του. Επομένως ο Χριστός έχει λάθος εικόνα του ανθρώπου. Ο Μ. Ιεροεξεταστής αντανακλά με την τοποθέτηση αυτή την υλιστική νοοτροπία του συστήματος της Παπικής Εκκλησίας στη Δύση , όπου δεν υπάρχει χώρος για το Θεάνθρωπο.

Ο Χριστός δεν αποκρίνεται στο Μέγα Ιεροεξεταστή, όπως δεν αποκρίθηκε και στον Πόντιο Πιλάτο. Διότι κατά τη χριστιανική διδαχή, ο άνθρωπος μόνο όταν είναι ελεύθερος και αγαπάει ελεύθερα, μπορεί να σταθεί, να υπάρχει, να λειτουργεί, να δημιουργεί, να καθίσταται κοινωνός σε μια κοινωνία.

Για το Θεό κάθε αναγκαστική απόδειξη βιάζει την ανθρώπινη συνείδηση και μεταβάλλει την πίστη σε απλή γνώση. Ο Χριστός μας καλεί με ελεύθερη προαίρεση:

«Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν».

Η ελεύθερη βούληση δεν προϋποθέτει κάποιο τίμημα. Ο Ντοστογιέφσκυ αρνείται κάθε σύστημα, που θα θυσίαζε την ελευθερία του ανθρώπου και θα μείωνε με οποιοδήποτε τρόπο τον άνθρωπο σαν κατ’ εικόνα του ζώντος Θεού.

Χωρίς ελευθερία και αλήθεια δεν υπάρχει ευτυχία: «Εάν ο Υιός ελευθερώση υμάς, όντως ελεύθεροι έσεσθε» (Ιωάν. 8,36). Η αμαρτία και το κακό δεν είναι μακριά από μας. Είναι θέμα της προσωπικής μας ελευθερίας και ελευθερία σημαίνει ευθύνη.

Ευθύνη επιλογής και βούλησης. Αυτό είναι η Αλήθεια, που ταυτίζεται με τον ενσαρκωμένο Σωτήρα. Γράφει σχετικά ο Ντοστογιέφσκυ σε μια επιστολή του: «Αν μπορούσε κάποιος να μου αποδείξει ότι ο Χριστός βρίσκεται έξω από την αλήθεια, εγώ θα προτιμούσα να μείνω με το Χριστό και όχι με την αλήθεια».

Όλα όσα χρειάζεται ο άνθρωπος σε αυτόν τον κόσμο και σε όλους τους άλλους πιθανούς κόσμους ο Ντοστογιέφσκυ με ειλικρινή αναζήτηση και πόνο τα βρήκε στο πρόσωπο του Θεανθρώπου.


Ο Χριστός είναι η λύση για όλα τα προβλήματα τόσο σε προσωπικό, όσο και σε κοινωνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Ο Μακαριστός π. Ιουστίνος Πόποβιτς σε μια μελέτη για τον Ντοστογιέφσκυ αναφέρει χαρακτηριστικά: «όπου είναι η μορφή του Χριστού εκεί για τον Ντοστογιέφσκυ βρίσκεται η αληθινή πρόοδος, η αληθινή παιδεία, η αληθινή χαρά, η αληθινή ζωή, η αληθινή σοφία, και κάθε αληθινή τελειότητα.

Και αν ρωτήσετε τον Ντοστογιέφσκυ πού βρίσκεται και πού φυλάσσεται η μορφή του Χριστού θα σας απαντήσει: «Στην Ορθοδοξία και μόνο στην Ορθοδοξία». Από αυτό καταδεικνύεται η έντονη θεολογική αναζήτηση του συγγραφέα.

Βασική σκέψη του συγγραφέα σε όλο του έργο «Αδελφοί Καραμαζώφ» είναι πως ο άνθρωπος για να πετύχει πλήρως την «εν Χριστώ ελευθερία», η οποία αποτελεί την τελειότερη μορφή ελευθερίας, δεν αρκεί μόνο να ταπεινωθεί, αλλά και να προσφέρει τον εαυτό του θυσία για τους άλλους, υποτάσσοντας και εξαφανίζοντας, με αυτογνωσία, το ίδιο θέλημα στην περιοχή της αγάπης.

Οι επισκέψεις του συγγραφέα σε Ορθόδοξες Ιερές Μονές και η μελέτη κειμένων πνευματικού περιεχομένου συνετέλεσαν στην πνευματική ανάταση του Ντοστογιέφσκυ και στην αγιογραφική περιγραφή της εν Χριστώ δυναμικής ελευθερίας, μέσω των ηρώων Ζωσιμά και Αλιόσα στο έργο «Αδελφοί Καραμαζώφ».

Μέσω του ήρωα Ζωσιμά καταθέτει: «Η ταπεινοφροσύνη, η γεμάτη αγάπη, είναι η πιο καταπληκτική δύναμη, πιο μεγάλη από κάθε άλλη. Για αυτό πρέπει να φιληθούν με αγάπη ο αφέντης και ο δούλος, για να συντελεσθεί ανάμεσά τους η μεγάλη ανθρώπινη αδελφοσύνη. Πρέπει να γίνει κανείς υπηρέτης του υπηρέτη του, όπως λέει και το Ευαγγέλιο, έτσι που να υπηρετεί ο ένας τον άλλο».

Σε άλλο σημείο του έργου του ο Ντοστογιέφσκυ μέσω του ήρωα Ζωσιμά, ο οποίος συμβουλεύει μια γυναίκα, που εξομολογείται τα κρίματά της, λέει:

«Τίποτα μη φοβάσαι, ποτέ μη φοβάσαι και μη θλίβεσαι. Μια και μετανοείς, όλα θα στα συγχωρέσει ο Θεός. Μα κι ούτε υπάρχει, ούτε μπορεί να γίνει στον κόσμο τέτοιο κρίμα, που να μην το συγχωρέσει ο Κύριος, σε κείνον, που μετανοεί αληθινά. Μα κι ούτε το μπορεί ο άνθρωπος να κάνει ένα τόσο μεγάλο αμάρτημα, που θα μπορούσε να εξαντλήσει την αστείρευτη αγάπη του Θεού.

Ή μήπως μπορεί να υπάρξει ένα τέτοιο μεγάλο αμάρτημα, που να ξεπεράσει την αγάπη του Θεού; Φρόντιζε μονάχα για τη μετάνοια, για την αδιάκοπη μετάνοια κι όσο για το φόβο, διώξε τον εντελώς από την καρδιά σου. Πίστευε πως ο Θεός σε αγαπάει τόσο, που εσύ ούτε και να το φανταστείς δεν μπορείς. Σε αγαπάει παρ’ όλο που αμάρτησες.

Σε αγαπάει μέσα στην αμαρτία σου. Για ένα μετανοούντα στον ουρανό χαίρονται περισσότερο, παρά για χίλιους αναμάρτητους, είπε ο Χριστός. Πήγαινε, λοιπόν και μη φοβάσαι. Μην πικραίνεσαι με τους ανθρώπους, μη θυμώνεις με τις προσβολές ...αφού μετανοείς, θα πει πως αγαπάς.

Κι όταν θα αγαπάς, θα είσαι κιόλας τέκνο του Θεού. Η αγάπη εξαγνίζει τα πάντα, σώζει τα πάντα, αφού εγώ που είμαι, όπως εσύ, ένας αμαρτωλός άνθρωπος συγκινήθηκα και σε συμπόνεσα, πόσο περισσότερο ο Θεός! Η αγάπη είναι κάτι ανεκτίμητο και με αυτή μπορείς όλο τον κόσμο να αποκτήσεις και όχι μόνο τις δικές σου, μα και τις ξένες αμαρτίες να εξαγοράσεις. Πήγαινε και μη φοβάσαι…».

Ο Ντοστογιέσκυ αγαπούσε τη ζωή γιατί και πίστευε ακράδαντα στην ανάσταση των νεκρών. Όταν κάποιος παρακινεί μια γυναίκα, υποδουλωμένη σε μια απαίσια όψη ζωής, να πέσει στο ποτάμι και να τελειώνει, αυτή του διαβάζει στο Ευαγγέλιο ένα μέρος από την ανάσταση του Λαζάρου.

«Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή και ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται». Να το μυστικό της ζωής. Με αυτήν την ελπίδα της αναστάσεως, υπάρχει η αγάπη για τη ζωή και η δημιουργία. Χωρίς αυτή δεν υπάρχει νόημα.

Μάλιστα κάτω από τον τίτλο στο βιβλίο «Αδελφοί Καραμαζώφ» έχει βάλει τα λόγια του Χριστού για την ανάσταση: «Εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει. Εάν δε αποθάνη πολύν καρπόν φέρει» (Ιωάν. 12,24). Η θυσία και ο θάνατος έχουν αποτέλεσμα την ανάσταση. Με αυτή τη χαρμόσυνη είδηση της ανάστασης τελειώνει και ολόκληρο το βιβλίο.

Στο έργο του «Ο Ηλίθιος» ο συγγραφέας έχει ως κεντρικό ήρωα τον πρίγκιπα Μίσκιν, ο οποίος ως πραγματικά ελεύθερος και απολυτρωμένος επιλέγει το δρόμο του καλού και έχει αγγελική μορφή.

Θεωρείται ηλίθιος, ανόητος και παράλογος από τους άλλους, καθώς εκφράζει την πίστη του σε μια μεταφυσική υπερ-γήινη πραγματικότητα. Βλέπει ένα όραμα ομορφιάς, με θρησκευτική ταύτιση.

Αυτή η «υποκειμενική» ομορφιά είναι η εσωτερική ομορφιά, που κλείνει μέσα της τον ουρανό. Ο Μίσκιν εκφράζει το «άλογο στοιχείο στον άνθρωπο», με το να θεωρείται παράδοξος από τον περίγυρό του, όπως και η ομορφιά σαν εσωτερική αρμονία αντιδιαστέλλεται με τη ζωή και τις δαιμονικές δυνάμεις του κόσμου.

Ο Μίσκιν εκφράζει το απόφθεγμα «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». Αυτή η λυτρωτική ομορφιά είναι η ενσάρκωση της «πνευματικής ομορφιάς». Η ομορφιά σαν ψυχική αρμονία και σαν ηθική δύναμη, που κατακτάται με την αγαθή προαίρεση και την ταπείνωση, δύο γνήσιες χριστιανικές αρετές.

Στο πρόσωπο του Μίσκιν ταυτίζεται η ταπείνωση με τη δύναμη και ενσαρκώνεται η σκέψη ότι το κακό καταρρίπτεται με την ταπείνωση του εαυτού μας, με την κένωση.

Είναι ένας φτωχός ιππότης, φτωχός τω πνεύματι, που με την τρομερή δύναμη της ταπείνωσης, δηλαδή με την ομορφιά της καλοσύνης του, θα σώσει τους ανθρώπους. Στο σημείο αυτό το ιδανικό της ομορφιά σχετίζεται με την ιδέα του Χριστού.

Ο Ντοστογιέφσκυ μέχρι το θάνατό του είχε ως αχώριστο σύντροφο το Ευαγγέλιο, το οποίο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τα βιβλία του. Μέσα από το Ευαγγέλιο αντλούσε τα θέματά του και τους χαρακτήρες των ηρώων του.

Μέσα στο Ευαγγέλιο βρήκε την αλήθεια, που δεν είναι άλλη από τον ίδιο το Χριστό. Τον Κύριο μας που είπε: «Εγώ ειμί η αλήθεια» (Ιωάν. 14,6) και
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιωάν. 8,32).

Κατά το συγγραφέα: «δεν υπάρχει πιο αγαθό, πιο βαθύ και πιο τέλειο από το Χριστό. Κι αν ο Χριστός είναι το πιο βαθύ και τέλειο αγαθό, τότε δεν μπορεί παρά να είναι και η πιο μεγάλη αλήθεια, η απόλυτη αλήθεια.

Γιατί στο Χριστό, ως Θεό, ταυτίζεται το απόλυτο αγαθό και η απόλυτη αλήθεια, όπως ταυτίζεται και η απόλυτη ομορφιά». Αυτή η ομορφιά του Χριστού είναι η σωτήρια θεία ομορφιά του σαρκωμένου Κυρίου, του προτύπου της τέλειας ηθικής ομορφιάς.

Πηγή υλικού Περιοδικό «Κοινωνία», Δελτίο της «Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων», Έτος ΜΔ΄, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2001, Τεύχος 3, σελ. 287-292

http://www.romiosini.org.gr

Κάποτε ο Κολοκοτρώνης φιλοξένησε εν γνώσει του το φονιά του αδελφού του, ο οποίος νόμιζε ότι δεν τον ξέρει ο «Γέρος».
- Παιδί μου! λέει η μάνα του, δίνεις να φάει ψωμί ο φονιάς του παιδιού μου;
- Σώπα, μάνα· είπε ο στρατηγός. Αυτό είναι το καλύτερο μνημόσυνο του σκοτωμένου.
(Βαγγέλη Μιλλεούνη, Ιστορικά Ανέκδοτα, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 273-274)

Η Εκκλησία είναι καθολική σε κάθε ένα από τα μέλη της, διότι ένα καθολικό όλο δεν μπορεί να οικοδομηθή ή να συντεθή αλλοιώτικα παρά μέσω της καθολικότητας των μελών του. Κανένα πλήθος, καμμιά μάζα, κάθε μέλος της οποίας είναι αδιαπέραστο και απομονωμένο, δεν μπορεί να γίνη αδελφότης. Η ένωσις μπορεί να γίνη δυνατή, μόνο με την αμοιβαία αδελφική αγάπη του κάθε αδελφού χωριστά.

Η γνωστή εικόνα της Εκκλησίας, που την παριστάνει σαν πύργο που κτίζεται, εκφράζει τη σκέψι αυτή πολύ ζωντανά (Πρβλ. Ποιμένα του Ερμά). Οι διάφορες πέτρες, με τις οποίες χτίζεται ο Πύργος αυτός, εικονίζουν τους πιστούς· είναι οι «ζώντες λίθοι». Καθώς προχωράει το χτίσιμο, τους βάζουν τον ένα πάνω στον άλλο κι αυτοί στέκονται περίφημα, γιατί είναι λείοι και εφαρμόζουν καλά ο ένας πάνω στον άλλο. Ενώνονται μάλιστα τόσο σφιχτά μεταξύ τους, που οι ακμές τους δεν φαίνονται πια και ο πύργος φαντάζει σαν να είναι φτιαγμένος από μια πέτρα.

Σύμβολο ωραίο ενότητος και ολότητος η εικόνα· αλλά προσέξτε, μόνο πέτρες λείες και τετράγωνες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για το χτίσιμο αυτό. Υπήρχαν κι άλλοι, μάλιστα λαμπροί λίθοι, μόνο που ήσαν στρογγυλοί και έτσι δεν ωφελούσαν καθόλου στο χτίσιμο, ήσαν ακατάλληλοι για τη δουλειά αυτή. Δεν εφάρμοζαν ο ένας πάνω στον άλλο (μη αρμόζοντες) και για τούτο έπρεπε ν’ αποτεθούν κάπου κοντά στους τοίχους. Στο συμβολισμό των αρχαίων «στρογγυλότης» εσήμαινε αυτάρκεια, απομόνωσι, αυτοϊκανοποίησι. Και είναι ακριβώς η αυτάρκεια αυτή, που εμποδίζει την είσοδό μας στην Εκκλησία. Ο λίθος πρέπει κατ’ αρχήν να είναι λείος, ώστε να μπορή να εφαρμόση μέσα στον τοίχο της Εκκλησίας.

Πρέπει ν’ απαρνηθούμε τους εαυτούς μας, για να κατασταθούμε ικανοί να εισέλθουμε στην καθολικότητα της Εκκλησίας, πρέπει, μ’ ένα καθολικό πνεύμα, να κυριαρχήσουμε πάνω στον αυτοερωτισμό μας. Και στην πληρότητα της κοινωνίας της Εκκλησίας, η καθολική μεταμόρφωσις της προσωπικότητος τελειούται και συντελείται πλήρως.
    Αλλ’ η άρνησις του ιδίου μας του εαυτού δεν σημαίνει ότι η προσωπικότης πρέπει να σβησθή, να εξοντωθή, να διαλυθή μέσα στη μάζα. Η καθολικότης δεν είναι συλλογικότης. Αντίθετα, η αυταπάρνησις πλαταίνει το εύρος της προσωπικότητός μας· περικλείουμε τους πολλούς μέσα στο δικό μας εγώ. Εδώ κείται η ομοιότης με τη Θεία ενότητα της Αγίας Τριάδος.

(π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, εκδ. Αρτος ζωής, σελ. 196-197)

Η Αληθινή Εκκλησία.

    Αυτό το κείμενο είναι μια προσπάθεια γραψίματος σε μια νέα οικουμενική γλώσσα. Ίσως η προσπάθεια να μην είναι επιτυχημένη. Ίσως, ωρισμένοι να ανακαλύψουν σ’ αυτήν μια μεγάλη ομολογιακή διάθεσι, και άλλοι να διαμαρτυρηθούν για αοριστία. Γι’ αυτό δεν θα είναι ανεδαφικό να συνοψίσω τις κύριες θέσεις μου σε γλώσσα οικεία σε μένα.

Σαν μέλος και ιερεύς της Ορθοδόξου Εκκλησίας πιστεύω ότι η Εκκλησία, μέσα στην οποία βαπτίσθηκα και ανατράφηκα, είναι η Εκκλησία, η αληθινή Εκκλησία, η μόνη αληθινή Εκκλησία.

Και το πιστεύω για πολλούς λόγους: ένεκα προσωπικής πεποιθήσεως και ένεκα της εσώτατης βεβαιώσεως του Πνεύματος, που πνέει στα μυστήρια της Εκκλησίας, και ένεκα των όσων είναι δυνατό να γνωρίζω από τη Γραφή και από την καθολική παράδοσι της Εκκλησίας. Είμαι υποχρεωμένος, λοιπόν, να θεωρώ όλες τις υπόλοιπες χριστιανικές Εκκλησίες ως ελαττωματικές, και σε πολλές περιπτώσεις μπορώ να προσδιορίσω αυτές τις ελλείψεις των άλλων Εκκλησιών με απόλυτη ακρίβεια.

Γι’ αυτό, λοιπόν, η ένωσις των Χριστιανών, για μένα, σημαίνει ακριβώς την παγκόσμια επιστροφή στην Ορθοδοξία. Δεν έχω καμμία απολύτως ομολογιακή πεποίθησι, η πεποίθησίς μου ανήκει αποκλειστικά στην Una Sancta («Μία Αγία…»).
    Ξέρω καλά ότι η αξίωσίς μου θα αγνοηθή από πολλούς χριστιανούς. Θα θεωρηθή ότι είναι μια εγωιστική και μάταιη απαίτησις. Ξέρω, επίσης, καλά ότι πολλά πράγματα, που τα πιστεύω απόλυτα δεν είναι πιστευτά από άλλους. Όμως, δεν βλέπω κανένα λόγο, για τον οποίο πρέπει εγώ ν’ αμφιβάλλω γι’ αυτά ή να μην πιστεύω εγώ ο ίδιος. Το μόνο όμως που λογικά μου επιβάλλεται να κάνω είναι να διακηρύξω την πίστι μου και να την εκφράσω με τέτοιο τρόπο, ώστε οι φτωχές μου λέξεις να μην αμαυρώσουν την αλήθεια. Γιατί είμαι σίγουρος, ότι η αλήθεια του Θεού φέρνει βεβαιότητα.

Τούτο, βέβαια, δεν σημαίνει ότι το κάθε τι μέσα στις πολλές Ορθόδοξες Εκκλησίες κατά το παρελθόν ή το παρόν πρέπει να ταυτισθή με την αλήθεια του Θεού. Πολλά πράγματα προφανώς υπόκεινται σε αλλαγές. Και, φυσικά, πολλά πράγματα έχουν ανάγκη βελτιώσεως. Η αληθινή Εκκλησία δεν είναι ακόμη η τέλεια Εκκλησία.
    Η Εκκλησία του Χριστού πρέπει να αναπτυχθή και να οικοδομηθή μέσα στην ιστορία. Κι όμως η όλη και η πλήρης αλήθεια έχει ήδη δοθή και ανατεθή στην Εκκλησία. Η αναθεώρησις και νέα διατύπωσις είναι πάντοτε δυνατή, και ωρισμένες φορές, μάλιστα, επιβεβλημένη. Όλη η ιστορία των Οικουμενικών Συνόδων του παρελθόντος το αποδεικνύει. Οι άγιοι Πατέρες μ’ αυτόν τον σκοπό συγκεντρώνονταν. Βέβαια, στο σύνολο, το ταμείο της Πίστεως φυλάχθηκε πιστά, και η μαρτυρία της πίστεως εκέρδισε σε ακρίβεια και ευστοχία διατυπώσεως. Πάνω απ’ όλα, η μυστηριακή δομή του Σώματος έχει διατηρηθή σώα και άθικτος.

Και στο σημείο τούτο πάλι γνωρίζω ότι η προσωπική μου αυτή πεποίθησις είναι δυνατό να απορριφθή σαν αυταπάτη. Αλλά για μένα αποτελεί ακράδαντη πεποίθησι. Αν αυτό ήθελε θεωρηθή πεισμονή, είναι η πεισμονή της αλήθειας και των τεκμηρίων. Μπορώ μόνο να δω αυτό, που πράγματι βλέπω. Δεν είμαι σε θέσι να κάνω τιποτ’ άλλο.

Αλλά με κανένα τρόπο δεν είμαι διατεθειμένος να θέσω κανέναν «εκτός Εκκλησίας». Η «κρίσις» έχει δοθή στον Υιό. Κανείς δεν διωρίσθηκε για να προλαμβάνη την κρίσι Του. Η Εκκλησία, βέβαια, έχει τη δική της εξουσία μέσα στην ιστορία. Είναι, πρωτ’ όλα, η εξουσία να κηρύττη και να διαφυλάττη το λόγο της αληθείας. Υπάρχει κάποιος κανόνας πίστεως και τάξεως, που πρέπει να θεωρείται σαν κανόνας. Οτιδήποτε βρίσκεται πέραν τούτου είναι «ανωμαλία». Αλλά η «ανωμαλία» πρέπει να θεραπεύεται και όχι απλώς να καταδικάζεται.

Αυτή είναι η δικαίωσις για τη συμμετοχή ενός Ορθοδόξου στον οικουμενικό διάλογο με την ελπίδα ότι με τη μαρτυρία του η Αλήθεια του Θεού είναι δυνατό να κερδίση ανθρώπινες υπάρξεις.

(Μεταφρ. Αντώνης Κουμάντος)

(π.Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, εκδ. Άρτος ζωής, 1989 σελ.219-220 υπογραμμίσεις δικές μας)

«Θεωρώ παρόμοια συμμετοχή όχι μόνο ως επιτρεπόμενη και δυνατή για τους ορθοδόξους αλλά ακόμη ως άμεσο καθήκον που απορρέει από τη ίδια την ουσία της ορθόδοξης συνειδήσεως και την υποχρέωση που ανήκει στην αληθινή Εκκλησία να καταθέτει αδιάκοπα τη μαρτυρία της παντού, στις «συναγωγές και τις αρχές και τις εξουσίες». Πως θα πιστεύσουν χωρίς να έχουν ακούσει; Και πως θα ακούσουν χωρίς κήρυγμα; Αυτή η αποστολική ρήση έχει τη θέση της κυρίως εδώ. Βλέπω την ορθόδοξη συμμετοχή στην οικουμενική Κίνηση υπό το πρίσμα της ιεραποστολικής δράσεως. Η ορθόδοξη Εκκλησία καλείται ειδικά σε συμμετοχή ακριβώς στην οικουμενική ανταλλαγή ιδεών, επειδή αναγνωρίζει τον εαυτόν της ως τον φύλακα της αποστολικής πίστεως και της Παραδόσεως στην καθολικότητα και την πληρότητα τους, και ότι είναι, μ’ αυτή την έννοια, η αληθινή Εκκλησία   επειδή έχει συνείδηση ότι κατέχει το θησαυρό της θείας χάριτος, χάρη στη συνέχεια της ιεροσύνης και της αποστολικής διαδοχής · επειδή, τέλος, διεκδικεί μια ξεχωριστή θέση μέσα στη διηρημένη χριστιανοσύνη. Η Ορθοδοξία είναι η καθολική αλήθεια, η αλήθεια για ολόκληρο τον κόσμο, για πάντα και για όλους τους λαούς. Να οι λόγοι για τους οποίους η ορθόδοξη Εκκλησία καλείται και είναι υποχρεωμένη να γίνει μάρτυρας της αλήθειας του Χριστού παντού και πάντοτε, μπροστά σ’ ολόκληρο τον κόσμο»(G, FLOROVSKY, "Une vue sur l’ Assemble d’ Amsterdam" στο «Irenikon», 22 (1949), σσ. 10-11)

«Οι Ορθόδοξοι έχουν το δικαίωμα να ισχυρίζονται, ότι το μόνο «ιδιαίτερο» ή «διακριτικό» χαρακτηριστικό της θέσης τους στην «διαιρεμένη χριστιανοσύνη» είναι το γεγονός ότι η ορθόδοξη Εκκλησία είναι εντελώς ίδια κατά την ουσία με την Εκκλησία όλων των αιώνων και μάλιστα με την πρώτη Εκκλησία. Με άλλες λέξεις, δεν είναι μία Εκκλησία, αλλά η Εκκλησία. Είναι φοβερός, αλλά ευθύς και δίκαιος ο ισχυρισμός. Εδώ υπάρχει κάτι περισσότερο από μία απλή αδιάσπαστη συνέχεια, η οποία είναι πράγματι καταφανής. Υπεράνω όλων υπάρχει μία τελική πνευματική και οντολογική ταυτότητα, η ίδια πίστη, το ίδιο πνεύμα, τα ίδια ήθη» (The ethow of the Orthodox Church, “The Ecumenical Review”,2 (1960), σ. 186)

161. Ποια έννοια έχει ο νηπιοβαπτισμός;

    Τα νήπια βαπτίζονται για να καθαρθούν από το μολυσμό του προπατορικού αμαρτήματος και να είναι εύθετα στη βασιλεία των ουρανών. Διότι η παρουσία του προπατορικού αμαρτήματος στα νήπια, έστω κι αν αυτά δεν έχουν προσωπικές αμαρτίες, τα εμποδίζει να γίνουν μέτοχα της αιώνιας ζωής. Για ν’ αποφευχθεί δε το θλιβερό ενδεχόμενο να πεθάνουν αβάπτιστα, εισήχθη πολύ νωρίς στην αρχαία Εκκλησία ο νηπιοβαπτισμός, που στην εποχή των αιρέσεων ήταν ισχυρό όπλο κατά του Πελαγιανισμού, που δίδασκε ότι δια της παραβάσεως του προπάτορα η φύση δεν έπαθε καμιά ουσιαστική ζημία από την αμαρτία. Στην αγ. Γραφή δεν υπάρχει βέβαια άμεση μαρτυρία περί του νηπιοβαπτισμού· υπάρχουν όμως έμμεσες μαρτυρίες και ενδείξεις σε όσα λέγονται περί βαπτίσματος ολόκληρων οίκων, στους οποίους είναι λογικό να υποτεθεί ότι υπήρχαν και μικρά παιδιά.
    Υπάρχει βέβαια η αιτίαση κατά του νηπιοβαπτισμού, ότι στα νήπια ελλείπει η πίστη που είναι ο απαραίτητος όρος λήψεως του βαπτίσματος, σύμφωνα με όσα είπε ο Κύριος: «Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται». Αυτό είναι αλήθεια. Δεν υπάρχει δε καμία αμφιβολία ότι το τέλειο βάπτισμα είναι εκείνο στο οποίο ο άνθρωπος προσέρχεται με πίστη στο Σωτήρα και με συναίσθηση της σημασίας της μυστηριακής τελετής, δηλαδή το βάπτισμα των ενηλίκων. Εντούτοις η έλλειψη της πίστεως δεν παρακωλύει τη λυτρωτική ενέργεια της χάριτος στα τρυφερά νήπια, στα οποία δεν υπάρχει και το στοιχείο της προσωπικής αμαρτίας που αποτελεί το κύριο εμπόδιο επενεργείας της χάριτος του Θεού. (Ανδρέα Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, σελ. 231-232)

81. Ποια είναι η έννοια του νηπιοβαπτισμού;

    Ο ΝΗΠΙΟΒΑΠΤΙΣΜΟΣ είναι απτή απόδειξη της άμεσης ανάγκης του βαπτίσματος προς σωτηρία. Είναι θεσμός πανάρχαιος της Εκκλησίας. Αφού όμως ο Κύριος συνέδεσε άμεσα πίστη και βάπτισμα («ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται»), ποια έννοια έχει το βάπτισμα των νηπίων, τα οποία δεν μπορούν να πιστεύσουν λόγω της άωρης ηλικίας τους και της έλλειψης αυτοσυναίσθησης και αυτοσυνείδησης; Φυσικά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το τελειότερο βάπτισμα είναι το βάπτισμα των ενηλίκων, στους οποίους υπάρχουν ανεπτυγμένη η συνείδηση και λειτουργεί ο λόγος.
    Ο άνθρωπος, ως υπεύθυνο πρόσωπο, πρέπει να γνωρίσει την αλήθεια, να αγαπήσει το λυτρωτικό έργο, του Χριστού και να ποθήσει τη σωτηρία του. Μετά δε από μακρά ηθική δοκιμασία, έπειτα από μετάνοια και προσπάθεια εκτέλεσης του νόμου του Θεού, θα πρέπει να δεχτεί το λουτρό της παλιγγενεσίας, για να γίνει ένα καινούριο πλάσμα ντυμένο στο φως του Χριστού και την αλήθεια της τριαδικής θεότητας. Γι’ αυτό και στην αρχαία Εκκλησία, στην οποία βιωνόταν πληρέστερα και βαθύτερα η σωστική αλήθεια του Θεού, υπήρχε ο θεσμός των κατηχουμένων, των ανθρώπων που επιθυμούσαν να βαπτισθούν και να γίνουν χριστιανοί, οι οποίοι υποβάλλονταν σε μακράν ηθική προετοιμασία και διδάσκονταν τις βασικές αλήθειες της χριστιανικής πίστης. Στην κατάλληλη ώρα δέχονταν το «φώτισμα», όπως λεγόταν το βάπτισμα, επειδή χορηγούσε στις ψυχές των ανθρώπων το φως του Χριστού και της μακαρίας Τριάδος.
    Όλα αυτά βέβαια είναι σωστά και καλά. Γιατί όμως θεσπίστηκε στην Εκκλησία ο νηπιοβαπτισμός; Ποια ανάγκη τον επέβαλε; Γιατί το τέλειο βάπτισμα των ενηλίκων αντικαταστάθηκε με το βάπτισμα των νηπίων; Ο λόγος είναι ένας. Για να προστατεύονται τα βρέφη από αιφνίδιο θάνατο, ο οποίος θα τα εύρισκε αβάπτιστα και θα έχαναν τη δυνατότητα εισόδου τους στη βασιλεία των ουρανών, ως φέροντα στην φύση τους την αμαρτία του Αδάμ. Βαπτίζονται για ν’ αποφύγουν ένα τέτοιο θλιβερό ενδεχόμενο. Έτσι κρίθηκε συμφερότερο τα νήπια να δεχτούν το βάπτισμα στην πρώτη άωρη και ανώριμη ηλικία τους, με τη ρητή διαβεβαίωση ότι αυτό που δεν μπορούν να κάνουν τώρα, να διδαχτούν την πίστη και τις αρχές του Ευαγγελίου, θα το αναπληρώσουν εν καιρώ ο ανάδοχος και οι γονείς τους. Όπως βλέπουμε, έχει βαθύ νόημα ο νηπιοβαπτισμός. (Ανδρέα Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα σωτηριολογικά, σελ. 190-191)

Αφού ο Κύριος είπε «ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται», γιατί εμείς βαπτίζουμε τα νήπια, τα οποία δεν μπορούν να πιστεύουν;

    Είναι αλήθεια ότι ο Κύριος προέταξε του βαπτίσματος την πίστη. Ο άνθρωπος προτού δεχθεί το βάπτισμα πρέπει να πιστέψει στο Χριστό, να γνωρίσει τη θεία αλήθεια, να ποθήσει τη σωτηρία του και ακολούθως να βαπτισθεί.
Αυτή είναι η κανονική σειρά και δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι το βάπτισμα ενηλίκων, που γίνεται κατόπιν πίστεως στο Σωτήρα, είναι προτιμότερο. Έτσι γινόταν στην αρχαία Εκκλησία.
    Ο νηπιοβαπτισμός εισήχθη πολύ νωρίς στην πράξη της αρχαίας Εκκλησίας. Εισήχθη για ν’ αντιμετωπίσει μια επείγουσα ανάγκη στη ζωή του πληρώματος της Εκκλησίας, ένα σοβαρό κίνδυνο, το ενδεχόμενο να πεθάνει κανείς αβάπτιστος, οπότε κωλύεται να εισέλθει στη Βασιλεία των ουρανών. Το κώλυμα, όπως είπαμε, είναι η παρουσία στην ψυχή του προπατορικού αμαρτήματος. Τα νήπια βέβαια δεν έχουν τη δυνατότητα να πιστέψουν. Αυτό όμως δεν αποτελεί αποχρώντα λόγο, ώστε να μη μπορούν να δεχθούν τη βαπτισματική χάρη. Είναι βασικό αξίωμα στη θεολογία ότι η θεία χάρη ενεργεί λυτρωτικά, εκεί όπου δεν υπάρχει η αμαρτία, η οποία είναι ο μόνος παράγων που αναστέλλει και ματαιώνει τη λυτρωτική της ενέργεια. Στα νήπια όμως το στοιχείο της προσωπικής αμαρτίας απουσιάζει. Συνεπώς η θεία χάρη μπορεί να επιδράσει ευεργετικά στην τρυφερή καρδιά τους, καταλύοντας από τη φύση τους το σώμα του προπατορικού αμαρτήματος. Άλλωστε την έλλειψη προσωπικής τοποθετήσεως των νηπίων έναντι της πίστεως και του λόγου του Θεού, αναλαμβάνει την υποχρέωση ν’ αναπληρώσει εν καιρώ σ’ αυτά ο ανάδοχος, βοηθούμενος από τους γονείς του παιδιού και την Εκκλησία.
    Μερικοί ρωτούν· γιατί με βάπτισαν, χωρίς κανένας να με ρωτήσει, αν ήθελα να βαπτισθώ και να γίνω χριστιανός; (αυτό είναι συνηθισμένο ερώτημα των Μαρτύρων του Ιεχωβά). Το ερώτημα είναι σχήμα οξύμωρο. Πως μπορείς να ρωτηθείς, αφού δεν έχεις τη δυνατότητα να κατανοήσεις και να απαντήσεις; Το βάπτισμα το κάνουμε στα νήπια για το καλό τους, για να τα προφυλάξουμε από έναν μέγιστο κίνδυνο. Το ίδιο άλλωστε δεν κάνουμε στα μικρά παιδιά, όταν τα εμβολιάζουμε; Ζητάμε προηγουμένως τη συγκατάθεσή τους;

(Ανδρέα Θεοδώρου, Απαντήσεις σε ερωτήματα Δογματικά, σελ. 158-159)

Στιγμές ορθρινής ή εσπερινής ακολουθίας· στρέφεσαι και ευλογείς με το «ειρήνη πάσι» και συνειδητοποιείς ότι κοιτάζεις έναν άδειο από ανθρώπινη παρουσία ναό, που αποδέχεται τον εσπερινό ύμνο και αναπνέει παράλληλα το ευώδες θυμίαμα.

«Ειρήνη πάσι»... Το λες με συναίσθηση και δέος. Όμως, ποιοι το ακούνε άραγε, σε ποιους και γιατί απευθύνεται αυτή η ευλογία; Φυσικά εσύ το λες, εσύ το ακούς και μόνος σου διερωτάσαι, καθώς γυρίζεις και βλέπεις την εικόνα του Χριστού στο τέμπλο να φωτίζεται από το ταπεινό και ιλαρό φως του λαδοκάντηλου, ενώ σκέφτεσαι: ποια σημασία έχει να λέγεται, λοιπόν, η ειρήνευση αυτή, χωρίς να υπάρχει ούτε ένας πιστός στο ναό;

Κάπου απέξω ακούγονται φωνές και βηματισμοί. Στ' αντικρινά τα σπίτια ανάβουν τα φώτα, καθώς σιμώνει η νύχτα, ενώ κάποιες θύρες ανοιγοκλείνουν. Ο κόσμος της ενορίας ειν' αυτός λοιπόν, που δεν έρχεται τις καθημερινές στον εσπερινό και μόνο στις Κυριακάτικες λειτουργίες ακούει, τις περισσότερες φορές αδιάφορα, αυτή την ευλογία. «Ειρήνη πάσι». Κι εσύ το ξέρεις, το καταλαβαίνεις και σιωπάς πάντα, γιατί ό,τι και να πεις δε γίνεσαι κατανοητός. Γιατί, άραγε;

Ωστόσο στο περιθώριο των όσων βιώνεις την κάθε μέρα, σημειώνεις με βεβαιότητα και υπομονή κάποιες ταπεινές σκέψεις/προσευχές, τις οποίες και προσφέρεις, κάθε βράδυ με το εσπερινό θυμίαμα και κυρίως, για να έχεις τη δυνατότητα ν' αποδράσεις από την απόγνωση και την αθυμία.

Γι' αυτό, όταν λες «Ειρήνη πάσι», εκείνη τη στιγμή βιώνεις και συνειδητοποιείς, πως εσύ έκαμες το χρέος σου: έστειλες δηλαδή την ειρήνη και την ευλογία Εκείνου, όχι μονάχα στους άδειους χώρους του ναού, μα πέρα και έξω απ' αυτούς. Γιατί η ειρήνη πρέπει, αφού ξεπεράσει τα όρια του ναού, να εισοδεύσει στο σπίτι του άρρωστου που πασχίζει να βρει την ισορροπία του, στον κουρασμένο και αποκαμωμένο από το άγχος της καθημερινότητας ενορίτη, στο μαθητή που συλλαβίζει τη ζωή μέσα στα βιβλία του, στο ζεύγος των νέων παιδιών που πασχίζουν να βιώσουν το βαθύ μυστήριο της συζυγίας, αλλά και στο ζεύγος εκείνο που με ποικίλους τρόπους πασχίζει να αποτινάξει και να διαλύσει το ζυγό της συμβιώσεως, στο γέροντα και τη γερόντισσα που κοιτάζουν να βρουν μια σταγόνα υπομονής και στοργής απ’ τους άλλους, στο νέο ή τη νέα που σκοτεινιάζουν το νου και την ψυχή τους με ουσίες εφήμερης ή στιγμιαίας ευτυχίας, στο κάθε πιστό, στον κάθε κληρικό, στον κάθε αγωνιζόμενο μοναχό, στον κάθε άνθρωπο. Αυτή την ειρήνη στέλνει πρωί και βράδυ η Εκκλησία, άσχετα αν δεν την αφουγκράζεται ή δεν τη συνειδητοποιεί ο κόσμος.

Η Ειρήνη, η ειρήνη του Χριστού (πρβλ. Ιω. 14, 27) στέλνεται καθημερινά στον κόσμο, όπως στέλνεται το φως, η βροχή, ο άνεμος και συνδράμουν τη γη και τους ανθρώπους. Το ζητούμενο είναι πόσοι και γιατί δεν τη δέχονται. Ένα ζήτημα που διαφαίνεται από τα πρώτα της Δημιουργίας χρόνια, όπου η παρουσία του Θεού ήταν πάντα το χάδι, η στοργή, η ανάπαυση για τους πρωτόπλαστους. Μέχρι που εισήλθε ο εχθρός όλων αυτών των αγαθών, που δόθηκαν ως δωρεά από τον Δημιουργό για την ευτυχία και ευλογία του γένους των ανθρώπων, κατέλυσε με πονηρία και θράσος την ειρήνη μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων και την αντικατέστησε με την εγωπάθεια, την ισχυρογνωμία και τον σκληρό αρνητισμό.

Αφουγκράζεσαι, λοιπόν εδώ, στην τρυχία της εσπερινής ακολουθίας τους καημούς και τα βάσανα των ανθρώπων. Καημούς και βάσανα δηλαδή που, καθώς ανεβαίνεις καθημερινά για το ναό τα μαζεύεις, αφού καταλαβαίνεις, βλέπεις κι ακούς όταν περνάς μπροστά από τα σπίτια των ενοριτών σου και ξέρεις, το γιατί φωνάζει η μια γειτόνισσα στην άλλη, γιατί μαλώνει ο πατέρας του το Νίκο κι ακόμα γιατί, αφού διασταυρώθηκαν οι δύο πρώην φιλενάδες δε χαιρέτισε η μια την άλλη κι άλλα πολλά... Και σκέφτεσαι και παρακαλάς το Θεό να ευδοκήσει να βιώσουν την πάντιμο ειρήνη Του που τους στέλνει, για να ηρεμήσει η ψυχή τους, να χαμογελάσει το στόμα τους, να βρεθούν κοινοί τόποι συνεργασίας, φιλίας, αλληλοβοηθείας, φιλαδελφίας και φιλοτιμίας...

Στέκεις σκεφτικός μετά τον Εσπερινό και διερωτάσαι, αν πρέπει να πεις δυο λόγια μεθαύριο την Κυριακή σ' όλους αυτούς που θα ‘ρθουν, μη και καταλάβουν κάτι. Μόνο που κάποτε διστάζεις, γιατί φοβάσαι ότι κι εσύ ο ίδιος ακόμα δε βίωσες ικανά την Ειρήνη Του. Με λίγα λόγια δεν έφτασες στο ύψος το πνευματικό των μοναχών εκείνων του φιλόθεου Γεροντικού, που προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια «τεχνητή» φιλονικία κι όμως η ταπείνωση και η αληθινή φιλία (πρβλ. το: «ο Χριστός εν τω μέσω ημών» του ιερατικού συλλείτουργου) δεν τους το επέτρεψε.

«Ειρήνη πάσι»· «και πρώτα στον εαυτό μου, Κύριε», ψιθυρίζεις και κάνεις το σταυρό σου καθώς αναχωρείς απ’ το ναό κι απόψε...

π. Κων. Ν. Καλλιανός

 


(Π.Ν. Τρεμπέλα, Δογματική τόμος 3, σελ. 112-116, εκδ. ο Σωτήρ, μετάφραση στα νέα ελληνικά π. Νικόλαος Πουλάδας).

«Εάν δεν είναι βέβαιο, είναι όμως πολύ πιθανό, ότι από αυτήν την αποστολική εποχή γίνονταν δεκτά στο βάπτισμα και νήπια άμοιρα λογικής, που ανήκαν σε σπίτια που προσχώρησαν όλοι μαζί στο Χριστιανισμό. Έτσι τόσο οι Πράξεις των Αποστόλων, όσο και ο Παύλος κάνουν λόγο για ολόκληρες οικογένειες που δέχτηκαν το βάπτισμα. Ο Κορνήλιος και «όλος ο οίκος του», η Λυδία «και ο οίκος της», ο δεσμοφύλακας των Φιλίππων «και όλοι όσοι ήταν στο σπίτι του», ο Κρίσπος στην Κόρινθο «μαζί με όλο το σπίτι του» όπως και «οίκος του Στεφανά» πίστεψαν και βαπτίστηκαν όλοι, και πιθανότατα περιλαμβάνονταν στα σπίτια αυτά και νήπια, που έγιναν και αυτά δεκτά στο βάπτισμα τόσο μάλλον, όσο αυτό ήταν «η περιτομή του Χριστού», που αντικατέστησε την σαρκική περιτομή των Ιουδαίων, η οποία παρεχόταν στα νήπια την όγδοη ημέρα από τη γέννησή τους (σημειωση 54. Πραξ. ια 14,ιστ 15,33,ιη 8, Α΄Κορ. α 16, Κολ. β 11.)

Ο Leeming τονίζει πολύ το επιχείρημα από την σύγκριση στην Κ.Δ. του βαπτίσματος και της περιτομής. Ο θείος Παύλος αντιθέτοντας το βάπτισμα στην περιτομή και θεωρώντας αυτό ως αντίστοιχο και ως τελείωσή της υπονοεί, ότι οι Χριστιανοί καταλέγονταν στη χριστιανική κοινότητα με τελετή, η οποία ήταν όμοια με αυτήν του Παλαιού νόμου, αλλά διαφορετική ως προς το εξωτερικό σημάδι και τα αποτελέσματά της. Η μία ήταν φυσικό κόψιμο ανθρωπίνου δέρματος, η άλλη ήταν πνευματική αποκοπή της αμαρτίας. Η μία έδινε δικαιώματα νομικά, η άλλη εσωτερική ένωση με το Θεό. Εφόσον όμως είναι γνωστό και από αλλού, ότι οι αρχαίοι χριστιανοί ακολουθούσαν σε πολλά σημεία τις ιουδαϊκές παραδόσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στις λειτουργικές τελετές, η τελετή της εισόδου στο χριστιανικό σώμα διαμορφώθηκε σύμφωνα με τα κατά την περιτομή κρατούντα στους Ιουδαίους, έτσι λοιπόν και τα νήπια των Χριστιανών βαπτίζονταν νωρίς, όπως περιτέμνονταν και τα των Ιουδαίων. Όπως σημειώνει ο ίδιος Leeming το επιχείρημα αυτό χαρακτηρίστηκε ως αποφασιστικό από τον Καλβίνο και τον Chemnitz.
Άλλωστε ο Κύριος διακήρυξε την αναγκαιότητα του βαπτίσματος ανεξαιρέτως για όλους, «εάν κάποιος δεν γεννηθεί από νερό και πνεύμα» λέγοντας, εκδήλωσε από την άλλη ιδιαίτερη συμπάθεια και προς τα μικρά παιδιά λέγοντας στους μαθητές που εμπόδιζαν τις μητέρες τους που έφερναν αυτά στον Κύριο «για να βάλει πάνω τους τα χέρια του και να προσευχηθεί»: «Αφήστε τα παιδιά και μην τα εμποδίζετε να έλθουν σε μένα». Δεν στερείται επίσης σημασίας, ότι με την ευκαιρία αυτή «έβαλε πάνω τους τα χέρια» (Ιω. γ 5, Ματθ. ιθ 13-15).

Από την άλλη τα λόγια του Παύλου στο Α΄Κορ. ζ 14, σύμφωνα με τα οποία τα παιδιά, τα προερχόμενα από ήδη υφιστάμενους μικτούς γάμους μεταξύ συζύγων, από τους οποίους ο ένας ή η μία προσχώρησαν ήδη στο Χριστιανισμό, «είναι άγια», όχι μόνο δεν μπορεί να προσαχθεί ως επιχείρημα εναντίον του νηπιοβαπτισμού, ότι μαρτυρούν ότι αυτά ως άγια ήδη δεν θα ήταν αναγκαίο να βαπτιστούν, αλλά αντιθέτως παρουσιάζουν αυτά επιδεκτικά και του αγιασμού από το βάπτισμα.
Και δεν αποδεικνύουν μεν τίποτα εναντίον του νηπιοβαπτισμού, διότι και για τον σύζυγο που δεν προσχώρησε στην πίστη βεβαιώνεται στα λόγια αυτά, ότι «έχει αγιαστεί ο άνδρας ο άπιστος μέσω της γυναίκας και έχει αγιαστεί η γυναίκα η άπιστη μέσω του άνδρα». Θα μπορούσε λοιπόν να λεχθεί για το άλλο μέλος που παρέμεινε στην απιστία, ότι δεν είχε ανάγκη του βαπτίσματος; Αποτελούν όμως τα λόγια αυτά επιχείρημα και υπέρ του νηπιοβαπτισμού, διότι υπαινίσσονται, ότι η πίστη και ο αγιασμός των γονέων δημιουργούν σε αυτά κατάσταση που κληρονομιέται σε κάποιο μέτρο και από τα παιδιά τους και που κάνει αυτά επιδεκτικά και μεγαλύτερου αγιασμού.
Στη μετέπειτα Χριστιανική γραμματεία διέκριναν τον πρώτο περί του νηπιοβαπτισμού υπαινιγμό σε κάποια λόγια του Ειρηναίου, σύμφωνα με τα οποία ο Χριστός ήλθε να σώσει όλους όσοι μέσω αυτού αναγεννιούνται σε Θεό, παιδιά, νήπια, νέους, γέροντες (56. ΙΙ 22,4 Μ. 7,784).
Σαφέστερα όμως για αυτόν μιλά ο Τερτυλλιανός, που κηρύσσεται εναντίον του και υποστηρίζει από τη μία μεν, ότι η αθωότητα των νηπίων κάνει περιττό το βάπτισμά τους, από την άλλη δε ότι αυτοί που λαμβάνουν το βάπτισμα πρέπει πρώτα να διδάσκονται τη χριστιανική αλήθεια. Διότι ναι μεν ο Κύριος είπε να μην εμποδίζουν τα παιδιά να έρχονται προς αυτόν, αλλά ας έρχονται αυτά, όταν γίνονται έφηβοι και όταν διδαχτούν. Ας γίνονται Χριστιανοί όταν θα μπορούν να γνωρίσουν το Χριστό (57. De Bapt. 18. M.L. 1, 1330).
Αντιθέτως όμως ο Κυπριανός λέει ότι δεν πρέπει να εμποδίζεται από το βάπτισμα το παιδί, το οποίο επειδή πρόσφατα γεννήθηκε δεν έχει καμία άλλη αμαρτία παρά το ότι αφού γεννήθηκε σαρκικά κατά τον Αδάμ κουβαλά τον μολυσμό του θανάτου της αρχαίας παράβασης, και το οποίο τόσο ευκολότερα πλησιάζει για να λάβει την άφεση των αμαρτιών, όσο σε αυτό όχι δικά του αλλά ξένα αμαρτήματα συγχωρούνται (58. Epist. 59,5 M.L. 3,1054).
Ο Ωριγένης επίσης έχοντας πριν από αυτόν να ισχύει ως καθεστώς τον νηπιοβαπτισμό παρατηρεί, ότι «τα παιδιά βαπτίζονται εις άφεσιν αμαρτημάτων». Θέτοντας όμως το ερώτημα «ποιων  αμαρτημάτων; Διότι πότε αμάρτησαν;» απαντά «μη τυχόν, επειδή κανείς δεν είναι καθαρός από ρύπο, αλλά τον ρύπο τον διώχνει κάποιος με το μυστήριο του βαπτίσματος, για αυτό και τα παιδιά βαπτίζονται»
Αλλά αυτός που περισσότερο ασχολήθηκε με τον νηπιοβαπτισμό υπήρξε ο Γρηγόριος ο Νανζιανζηνός: «Έχεις νήπιο;» ρωτά. «Μη δίνεις καιρό στην κακία», απαντά. «Από βρέφος ας αγιαστεί, ας αφιερωθεί από την τρυφερή ηλικία στο Πνεύμα». Και υπενθυμίζει την Άννα η οποία «και πριν να γεννηθεί ο Σαμουήλ, τον υποσχέθηκε στο Θεό και όταν γεννήθηκε αμέσως τον αφιέρωσε και τον μεγάλωσε με ιερατική στολή». Στρεφόμενος πάλι εναντίον ειδωλολατρικών εθίμων που επικρατούσαν τότε προσθέτει: «Δεν σου χρειάζονται καθόλου τα φυλακτά και τα μαγικά ψιθυρίσματα, μαζί με τα οποία εισέρχεται ο πονηρός, κλέβοντας το σεβασμό από το Θεό για τον εαυτό του στα μηδαμινότερα πράγματα. Δώσε στο παιδί σου την Τριάδα, το μέγα και καλό φυλακτό». Προχωρώντας παραπέρα διαπραγματεύεται την ένσταση, η οποία θα προβαλλόταν από το ότι τα νήπια δεν αισθάνονται ούτε τη ζημιά την οποία υφίστανται στερούμενα του βαπτίσματος, ούτε την χάρη την οποία λαμβάνουν όταν βαπτίζονται. Και εκφέρει μεν τη γνώμη, ώστε να αναμένεται στο παιδί η συμπλήρωση τριετίας, «ή λίγο λιγότερο ή περισσότερο», ώστε «όταν θα είναι δυνατόν να ακούσουν κάτι το μυστηριακό και να απαντήσουν, έστω και αν δεν κατανοούν πλήρως, αλλά τυπώνονται» στη μνήμη του μικρού παιδιού, «και έτσι αγιάζουν και τις ψυχές και τα σώματα με το μέγα μυστήριο της τελείωσης». Τονίζει όμως συγχρόνως, ότι ενδείκνυται να βαπτίζονται και τα νήπια, «εάν επείγει κάποιος κίνδυνος. Διότι είναι προτιμότερο να αγιάζονται χωρίς να το αισθάνονται παρά να φύγουν ασφράγιστα και αμύητα». Για απόδειξη του τελευταίου αυτού αναφέρεται στην «οκταήμερη περιτομή που ήταν μία τυπική σφραγίδα και δινόταν σε αυτούς των οποίων δεν είχε αναπτυχθεί ακόμη το λογικό». Υπενθυμίζει επίσης «και την επάλειψη των πορτών» με το αίμα του πασχάλιου αμνού κατά τη νύχτα της από την Αίγυπτο εξόδου του Ισραήλ, η οποία επάλειψη «με τα αναίσθητα» διαφύλαξε τα πρωτότοκα των Ιουδαίων (59. Λόγος Μ, παραγρ. 17 και 28).
Όπως επίσης παρατηρεί ο Leeming το ζήτημα του νηπιοβαπτισμού πήρε σοβαρότητα νωρίς τον τέταρτο αιώνα κατά τη σύγκρουση μεταξύ Αυγουστίνου και Πελαγιανών. Ο Αυγουστίνος αναζητούσε από το νηπιοβαπτισμό επιχείρημα υπέρ της ύπαρξης του προπατορικού αμαρτήματος, εφόσον το βάπτισμα παρέχεται εις άφεσιν αμαρτιών. Κατ’ ακολουθίαν οι Πελαγιανοί, οι οποίοι αρνούνταν την κληρονομικότητα αυτού του αμαρτήματος, είχαν συμφέρον να αρνηθούν, ότι ο νηπιοβαπτισμός αποτελούσε καθολική και αρχαία της Εκκλησίας συνήθεια. Δεν το έπραξαν όμως, αλλά κατέφυγαν στη διάκριση μεταξύ «αιώνιας ζωής» και «βασιλείας ουρανών», ισχυριζόμενοι ότι τα νήπια βαπτίζονταν, όχι για να γίνουν από κακά καλά, αλλά από αγαθά, που ήταν, να γίνουν καλύτερα. Έτσι ώστε εάν πέθαιναν αβάπτιστα, δεν θα πήγαιναν μεν στη βασιλεία των ουρανών, θα εισάγονταν όμως στην αιώνια ζωή. Κατά τον τέταρτο λοιπόν αιώνα δεν αμφισβητήθηκε, ότι ο νηπιοβαπτισμός επικρατούσε σε όλη την Εκκλησία. Ο Πελάγιος και ο Κελέστιος είχαν ταξιδέψει και στην Παλαιστίνη και στην Αφρική και στην Ιταλία· ειδικά μάλιστα ο Πελάγιος πιθανότατα γνώρισε και τη Γαλλία και τη Βρεττανία. Εάν σε κάποια από τις επαρχίες αυτές και χώρες δεν υφίστατο νηπιοβαπτισμός, ασφαλώς θα προβαλλόταν αυτό».
(Π.Ν. Τρεμπέλα ,Δογματική τόμος 3, σελ. 112-116, εκδ. ο Σωτήρ, μετάφραση στα νέα ελληνικά π. Νικόλαος Πουλάδας)

katafigioti

lifecoaching