Στιγμές ορθρινής ή εσπερινής ακολουθίας· στρέφεσαι και ευλογείς με το «ειρήνη πάσι» και συνειδητοποιείς ότι κοιτάζεις έναν άδειο από ανθρώπινη παρουσία ναό, που αποδέχεται τον εσπερινό ύμνο και αναπνέει παράλληλα το ευώδες θυμίαμα.
«Ειρήνη πάσι»... Το λες με συναίσθηση και δέος. Όμως, ποιοι το ακούνε άραγε, σε ποιους και γιατί απευθύνεται αυτή η ευλογία; Φυσικά εσύ το λες, εσύ το ακούς και μόνος σου διερωτάσαι, καθώς γυρίζεις και βλέπεις την εικόνα του Χριστού στο τέμπλο να φωτίζεται από το ταπεινό και ιλαρό φως του λαδοκάντηλου, ενώ σκέφτεσαι: ποια σημασία έχει να λέγεται, λοιπόν, η ειρήνευση αυτή, χωρίς να υπάρχει ούτε ένας πιστός στο ναό;
Κάπου απέξω ακούγονται φωνές και βηματισμοί. Στ' αντικρινά τα σπίτια ανάβουν τα φώτα, καθώς σιμώνει η νύχτα, ενώ κάποιες θύρες ανοιγοκλείνουν. Ο κόσμος της ενορίας ειν' αυτός λοιπόν, που δεν έρχεται τις καθημερινές στον εσπερινό και μόνο στις Κυριακάτικες λειτουργίες ακούει, τις περισσότερες φορές αδιάφορα, αυτή την ευλογία. «Ειρήνη πάσι». Κι εσύ το ξέρεις, το καταλαβαίνεις και σιωπάς πάντα, γιατί ό,τι και να πεις δε γίνεσαι κατανοητός. Γιατί, άραγε;
Ωστόσο στο περιθώριο των όσων βιώνεις την κάθε μέρα, σημειώνεις με βεβαιότητα και υπομονή κάποιες ταπεινές σκέψεις/προσευχές, τις οποίες και προσφέρεις, κάθε βράδυ με το εσπερινό θυμίαμα και κυρίως, για να έχεις τη δυνατότητα ν' αποδράσεις από την απόγνωση και την αθυμία.
Γι' αυτό, όταν λες «Ειρήνη πάσι», εκείνη τη στιγμή βιώνεις και συνειδητοποιείς, πως εσύ έκαμες το χρέος σου: έστειλες δηλαδή την ειρήνη και την ευλογία Εκείνου, όχι μονάχα στους άδειους χώρους του ναού, μα πέρα και έξω απ' αυτούς. Γιατί η ειρήνη πρέπει, αφού ξεπεράσει τα όρια του ναού, να εισοδεύσει στο σπίτι του άρρωστου που πασχίζει να βρει την ισορροπία του, στον κουρασμένο και αποκαμωμένο από το άγχος της καθημερινότητας ενορίτη, στο μαθητή που συλλαβίζει τη ζωή μέσα στα βιβλία του, στο ζεύγος των νέων παιδιών που πασχίζουν να βιώσουν το βαθύ μυστήριο της συζυγίας, αλλά και στο ζεύγος εκείνο που με ποικίλους τρόπους πασχίζει να αποτινάξει και να διαλύσει το ζυγό της συμβιώσεως, στο γέροντα και τη γερόντισσα που κοιτάζουν να βρουν μια σταγόνα υπομονής και στοργής απ’ τους άλλους, στο νέο ή τη νέα που σκοτεινιάζουν το νου και την ψυχή τους με ουσίες εφήμερης ή στιγμιαίας ευτυχίας, στο κάθε πιστό, στον κάθε κληρικό, στον κάθε αγωνιζόμενο μοναχό, στον κάθε άνθρωπο. Αυτή την ειρήνη στέλνει πρωί και βράδυ η Εκκλησία, άσχετα αν δεν την αφουγκράζεται ή δεν τη συνειδητοποιεί ο κόσμος.
Η Ειρήνη, η ειρήνη του Χριστού (πρβλ. Ιω. 14, 27) στέλνεται καθημερινά στον κόσμο, όπως στέλνεται το φως, η βροχή, ο άνεμος και συνδράμουν τη γη και τους ανθρώπους. Το ζητούμενο είναι πόσοι και γιατί δεν τη δέχονται. Ένα ζήτημα που διαφαίνεται από τα πρώτα της Δημιουργίας χρόνια, όπου η παρουσία του Θεού ήταν πάντα το χάδι, η στοργή, η ανάπαυση για τους πρωτόπλαστους. Μέχρι που εισήλθε ο εχθρός όλων αυτών των αγαθών, που δόθηκαν ως δωρεά από τον Δημιουργό για την ευτυχία και ευλογία του γένους των ανθρώπων, κατέλυσε με πονηρία και θράσος την ειρήνη μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων και την αντικατέστησε με την εγωπάθεια, την ισχυρογνωμία και τον σκληρό αρνητισμό.
Αφουγκράζεσαι, λοιπόν εδώ, στην τρυχία της εσπερινής ακολουθίας τους καημούς και τα βάσανα των ανθρώπων. Καημούς και βάσανα δηλαδή που, καθώς ανεβαίνεις καθημερινά για το ναό τα μαζεύεις, αφού καταλαβαίνεις, βλέπεις κι ακούς όταν περνάς μπροστά από τα σπίτια των ενοριτών σου και ξέρεις, το γιατί φωνάζει η μια γειτόνισσα στην άλλη, γιατί μαλώνει ο πατέρας του το Νίκο κι ακόμα γιατί, αφού διασταυρώθηκαν οι δύο πρώην φιλενάδες δε χαιρέτισε η μια την άλλη κι άλλα πολλά... Και σκέφτεσαι και παρακαλάς το Θεό να ευδοκήσει να βιώσουν την πάντιμο ειρήνη Του που τους στέλνει, για να ηρεμήσει η ψυχή τους, να χαμογελάσει το στόμα τους, να βρεθούν κοινοί τόποι συνεργασίας, φιλίας, αλληλοβοηθείας, φιλαδελφίας και φιλοτιμίας...
Στέκεις σκεφτικός μετά τον Εσπερινό και διερωτάσαι, αν πρέπει να πεις δυο λόγια μεθαύριο την Κυριακή σ' όλους αυτούς που θα ‘ρθουν, μη και καταλάβουν κάτι. Μόνο που κάποτε διστάζεις, γιατί φοβάσαι ότι κι εσύ ο ίδιος ακόμα δε βίωσες ικανά την Ειρήνη Του. Με λίγα λόγια δεν έφτασες στο ύψος το πνευματικό των μοναχών εκείνων του φιλόθεου Γεροντικού, που προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια «τεχνητή» φιλονικία κι όμως η ταπείνωση και η αληθινή φιλία (πρβλ. το: «ο Χριστός εν τω μέσω ημών» του ιερατικού συλλείτουργου) δεν τους το επέτρεψε.
«Ειρήνη πάσι»· «και πρώτα στον εαυτό μου, Κύριε», ψιθυρίζεις και κάνεις το σταυρό σου καθώς αναχωρείς απ’ το ναό κι απόψε...
π. Κων. Ν. Καλλιανός