ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Όταν κάποτε βρισκόμουνα στο Κοινόβιο, είχα τον πειρασμό να προσπαθώ να συμπεράνω την εσωτερική κατάσταση κάποιου από τις κινήσεις του. Μου συνέβη λοιπόν ένα σχετικό γεγονός. Μια φορά, καθώς στεκόμουν, προσπερνάει μια γυναίκα που βάσταζε ένα σταμνί νερό, και δεν κατάλαβα πώς παρασύρθηκα και πρόσεχα τα μάτια της. Αμέσως τότε μου γεννήθηκε ο λογισμός ότι ήταν πόρνη. Μόλις λοιπόν μου είπε αυτό το πράγμα ο λογισμός, πολύ στενοχωρήθηκα και το ανέφερα στον Γέροντα, τον αββά Ιωάννη, μ’ αυτό τον τρόπο: «Γέροντα, αν, χωρίς να το θέλω, δω μια κίνηση κάποιου και συμπεράνω με το λογισμό την κατάσταση που βρίσκεται, τι πρέπει να κάνω»; Και μου απάντησε ο Γέροντας κατ’ αυτό τον τρόπο:

«Τι λοιπόν, δεν συμβαίνει πολλές φορές να έχει κανείς κάποιο φυσικό ελάττωμα και με πολύ αγώνα να το ξεπεράσει; Δεν μπορείς απ’ αυτό να καταλάβεις την κατάστασή του. Ποτέ λοιπόν να μην πιστεύεις στις υποψίες σου, γιατί στραβός οδηγός και τα ίσια τα κάνει στραβά. Οι υποψίες είναι ψεύτικες και βλάπτουν».

Από τότε, και αν ακόμα μου έλεγε ο λογισμός για τον ήλιο ότι είναι ήλιος ή για το σκοτάδι ότι είναι σκοτάδι, δεν το πίστευα. Επειδή δεν υπάρχει τίποτε βαρύτερο από τις υποψίες. Είναι τόσο πολύ βλαβερές, γιατί μένουν πολύ καιρό μέσα μας και αρχίζουν να μας πείθουν να νομίζουμε ότι βλέπουμε καθαρά, πράγματα που ούτε υπάρχουν ούτε έχουν γίνει.

Και σας αναφέρω ένα πράγμα αξιοθαύμαστο σχετικό μ’ αυτό, που έτυχε να παρακολουθήσω όταν ακόμα βρισκόμουνα στο Κοινόβιο. Εκεί είχαμε έναν αδελφό που τον ενοχλούσε πάρα πολύ αυτό το πάθος. Και τόσο πολύ πίστευε στις υποψίες του, ώστε για κάθε υποψία του να είναι βέβαιος ότι ακριβώς έτσι συμβαίνει, όπως του υπαγορεύει ο λογισμός του, και δεν υπάρχει άλλη πιθανότητα. Και επειδή με την πάροδο του χρόνου μεγάλωνε το κακό, οι δαίμονες τον παραπλάνησαν σε τέτοιο σημείο, ώστε να μπει μια φορά στον κήπο για να κατασκοπεύσει. Γιατί πάντοτε κρυφοκοίταζε και κρυφάκουγε. Του φάνηκε λοιπόν, ότι είδε κάποιον αδελφό να κλέβει σύκα και να τρώει. Ήταν δε και Παρασκευή και δεν είχαν φθάσει ακόμα στη δεύτερη Ώρα. Αφού δε έπεισε τον εαυτό του ότι αληθινά αυτό που είδε ήταν πραγματικότητα, φεύγει κρυφά και βγαίνει έξω, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα, περιμένοντας πάλι την ώρα της Συνάξεως, για να δει τι θα κάνει ο αδελφός –αυτός που δήθεν είχε κλέψει και είχε φάει τα σύκα- κατά την ώρα της Θείας Κοινωνίας.

Και καθώς τον είδε να νίβει τα χέρια του, για να προσέλθει να κοινωνήσει, τρέχει και λέει στον Γέροντα: «Αυτό τον αδελφό που μπαίνει να μεταλάβει μαζί με τους άλλους, δώσε εντολή να μην τον κοινωνήσουν, γιατί τον είδα από το πρωί να κλέβει σύκα και να τρώει». Στο μεταξύ προχωρεί ο αδελφός εκείνος με πολλή κατάνυξη στην Αγία Προσφορά, γιατί ήταν και από τους ευλαβείς αδελφούς. Μόλις λοιπόν τον είδε ο Γέροντας, τον καλεί, πριν ακόμα πλησιάσει τον ιερέα που κοινωνούσε, τον παίρνει παράμερα και του λέει: «Πες μου, αδελφέ, τι είναι αυτό που έκανες σήμερα»; Εκείνος παραξενεύτηκε και του λέει: «Πού, Γέροντα»; Και του λέει ο Γέροντας: «Στον κήπο που μπήκες το πρωί, τι έκανες εκεί»; Λέει πάλι με έκπληξη ο αδελφός: «Γέροντα, ούτε τον κήπο είδα σήμερα, ούτε εδώ στο Κοινόβιο βρισκόμουν το πρωί, αλλά δες, μόλις έφθασα από οδοιπορία. Γιατί αμέσως, μόλις τελείωσε η αγρυπνία, μ’ έστειλε ο Οικονόμος σ’ αυτή τη μακρινή δουλειά». Ήταν δε η εξωτερική αυτή δουλειά που ανέφερε πολλά μίλια μακριά και μόλις αυτή την ώρα της Συνάξεως είχε γυρίσει ο αδελφός. Καλεί ο Γέροντας τον Οικονόμο και τον ρωτάει: «Πού τον έστειλες αυτό τον αδελφό»; Απαντάει ο Οικονόμος το ίδιο ακριβώς που είχε πει και ο αδελφός: «Σ’ αυτή την πόλη τον έστειλα».

Και βάζει μετάνοια, λέγοντας: «Συγχώρεσέ με, Γέροντα, γιατί ξεκουραζόσουν από την αγρυπνία και γι’ αυτό δεν τον έφερα να πάρει την καθιερωμένη ευχή πριν φύγει». Μόλις λοιπόν πήρε αυτές τις πληροφορίες ο Γέροντας, τους έδωσε ευχή και τους άφησε να πάνε να κοινωνήσουν. Και καλεί τον αδελφό που είχε τις υποψίες και τον επιτιμά και του απαγορεύει να κοινωνήσει. Και όχι μόνο αυτό, αλλά κάλεσε όλους τους αδελφούς, μετά από τη Σύναξη, τους ανέφερε με δάκρυα όσα συνέβηκαν και επιτίμησε δημόσια τον αδελφό για όλα, για να βγουν τρία καλά από αυτό: Να ντροπιασθεί και να παραδειγματισθεί ο διάβολος, αυτός που σπέρνει τις υποψίες, να συγχωρεθεί η αμαρτία του αδελφού με την ατίμωση εκείνη και να βοηθηθεί στο εξής από τον Θεό, και για να κάνει τους αδελφούς προσεκτικότερους να μην παραδέχονται ποτέ τις υποψίες τους.

(αββά Δωροθέου, "Ασκητικά", Διδασκαλία Θ΄, εκδ. Ετοιμασία, σελ. 255-259)

Θ’ Διδασκαλία. ΓΙΑ ΤΟ ΨΕΜΑ.

            96.-. Θέλω να σας θυμίσω, αδελφοί μου, λίγα για το ψέμα. Γιατί δεν βλέπω να πολυφροντίζετε να κρατάτε τη γλώσσα σας και γι’ αυτό εύκολα παρασυρόσαστε σε λάθη. Βλέπετε, αδελφοί μου, ότι για κάθε πράγμα, όπως πάντα σας λέω, παίζει ρόλο η συνήθεια και στο καλό και στο κακό. Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη προσοχή και άγρυπνη φροντίδα, για να μη μας ξεγελάει το ψέμα. Γιατί κανένας απ’ αυτούς που λένε ψέματα δεν ενώθηκε με τον Θεό. Το ψέμα δεν έχει καμιά σχέση με τον Θεό. Γιατί είναι γραμμένο ότι: «Το ψέμα πηγάζει από τον Πονηρό». Και σ’ άλλο σημείο έχει γραφεί ότι: «Ο διάβολος είναι ψεύτης και πατέρας του ψεύδους» (Ιωαν. 8, 44). Βλέπετε, λέει τον διάβολο πατέρα του ψεύδους. Η δε αλήθεια είναι ο Θεός. Γιατί Αυτός λέει: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιωαν. 14, 6). Καταλαβαίνεται λοιπόν από Ποιον χωριζόμαστε και με ποιον δενόμαστε με το ψέμα. Είναι ολοφάνερο ότι δενόμαστε με τον διάβολο. Αν πραγματικά θέλουμε να σωθούμε, έχουμε υποχρέωση, με όλη τη δύναμη και με κάθε φροντίδα, να αγαπάμε την αλήθεια και να φυλαγόμαστε από κάθε είδους ψέμα, για να μη μας χωρίσει από την αλήθεια και τη ζωή.

            97.-. Υπάρχουν δε τρεις διαφορετικοί τρόποι για να πει κανείς ψέματα. Ο ένας είναι να πει κανείς ψέματα με το νου του. Ο άλλος το να πει ψέματα με λόγια και ο τρίτος το να πει ψέματα με ολόκληρη τη ζωή του. Εκείνος που με το νου του λέει ψέματα, είναι αυτός που δέχεται τις υπόνοιες. Αυτός, αν δει κάποιον να μιλάει με τον αδελφό του, υποψιάζεται και λέει: «Για μένα λένε». Κι αν σταματήσουν να μιλάνε, πάλι υποψιάζεται ότι σταμάτησαν γι’ αυτόν. Αν του πει κανείς μια κουβέντα, υποψιάζεται ότι την είπε επίτηδες, για να τον στενοχωρήσει. Και μ’ ένα λόγο, σε κάθε πράγμα έτσι υποψιάζεται τον αδελφό του, λέγοντας: «Για μένα το’ κανε αυτό, για μένα το’ πε εκείνο. Γι’ αυτό το λόγο έκανε τούτο το πράγμα». Αυτός είναι που με το νου του λέει ψέματα. Γιατί δεν λέει τίποτε αληθινό, αλλά όλα είναι βασισμένα στις υποψίες. Απ’ αυτό το λόγο λοιπόν γεννιούνται περιέργειες, καταλαλιές, κρυφακούσματα, διαμάχες, κατακρίσεις.

            Τυχαίνει καμιά φορά να υποψιαστεί κάποιος κάτι και τα πράγματα να αποδείξουν ότι ήταν αληθινό. Και γι’ αυτό ακριβώς ισχυρίζεται ότι, επειδή θέλει να διορθώσει τον εαυτό του, πάντοτε κινείται με καχυποψία και περιέργεια, κάνοντας την ακόλουθη σκέψη: «Αν μιλάει κανείς εναντίον μου κι εγώ τον ακούσω, θα καταλάβω ποιο είναι το σφάλμα που με κατηγορεί και θα διορθωθώ». Πρώτα-πρώτα λοιπόν, αυτή η προκατάληψη που δέχεται στην ψυχή του είναι έργο του Πονηρού. Γιατί άρχισε με το ψέμα, δηλαδή χωρίς να ξέρει, υποψιάστηκε αυτό που δεν ήξερε. Πώς μπορεί λοιπόν κακό δένδρο να κάνει καλούς καρπούς; Αν όμως θέλει να διορθωθεί εντελώς, όταν του πει ο αδελφός «μην το κάνεις αυτό» ή «γιατί το έκανες εκείνο;», να μην ταραχθεί. Αλλά να βάλει μετάνοια και να τον ευχαριστήσει και τότε θα διορθωθεί. Και, αν δει ο Θεός ότι είναι τέτοια η πρόθεσή του, δεν θα τον αφήσει ποτέ να πλανηθεί, αλλά οπωσδήποτε θα του στείλει τον κατάλληλο άνθρωπο, για να τον διορθώσει. Το να πει όμως ότι «επειδή θέλω να διορθωθώ, πιστεύω στις υποψίες μου και κατά συνέπεια συνηθίζω να κρυφακούω και να περιεργάζομαι», αυτό είναι μια σκέψη που του τη βάζει και τη δημιουργεί ο διάβολος, θέλοντας να τον καταστρέψει.

(αββά Δωροθέου, "Ασκητικά", Διδασκαλια Θ΄, εκδ. Ετοιμασία, σελ. 253-255)

Δεν θέλουν μετάνοια.

«Κάποια φορά ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ο 11ος (γύρω στο 1300 μ.Χ.) αρρώστησε. Φώναξε, λοιπόν, ένα παπά να κάνη δέησι για την υγεία του, για να γίνη καλά. Ο παπάς άρχισε τότε να εύχεται “υπέρ ελέους, ζωής, ειρήνης, υγείας, σωτηρίας, συγχωρήσεως και αφέσεως των αμαρτιών του δούλου του Θεού Λουδοβίκου…”.

Ο Λουδοβίκος, όμως, δεν ήταν και τόσο καλός χριστιανός. Ήταν λιγάκι παλιοχαρακτήρας. Και ζούσε ζωή άσχημη και ακατάστατη. Και όταν άκουσε τον ιερέα να εύχεται και “υπέρ σωτηρίας, συγχωρήσεως και αφέσεως των αμαρτιών” ταράχθηκε. Και σκέφθηκε μέσα του: “Πολύ τα ανακατεύει ο παπάς. Αν ο Θεός τώρα τα ακούση και αυτά τα περί σωτηρίας και συγχωρήσεως των αμαρτιών, πολύ φοβάμαι πως δεν θα με κάνη καλά. Γιατί θα σκεφθή ότι είναι καλύτερα να μείνω άρρωστος, παρά να γίνω καλά και να συνεχίσω τις αμαρτίες τις οποίες κάνω”.

Φώναξε, λοιπόν, νευριασμένος τον παπά:

- Παπούλη, μην τα ανακατεύεις πολύ τα πράγματα. Μην ζητάς πολλά. Ένα-ένα. Αυτή την στιγμή μόνο για την υγεία πες. Τα άλλα άστα. Την υγεία να μου δώση ο Θεός και για τα άλλα βλέπουμε….!» (ΛΝ, φ. 44, 1)

«Αν ζητάμε συγχώρησι από το Θέο, πρέπει να ζητάμε συγχώρησι και για την ανειλικρίνια της αιτήσεώς μας!»(SMu, 39).

Αυτό μας θυμίζει την περίπτωση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που σ’ ένα ωραιότατο διήγημά του περιγράφει την πορεία του στο σεληνόφως προς ένα εξωκκλήσι για να ζητήση από την εκεί Αγία να τον θεραπεύση από ένα πάθος του. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν ήθελε να θεραπευθή από αυτό, γι’ αυτό τελειώνει με τα λόγια: «Σ’ ευχαριστώ Αγία μου, που δεν με άκουσες».

(αρχ. Ιωάννου Κωστώφ, Η Εξομολόγηση... Αθήνα 2012, σελ. 211-213)

Η δύναμη της θέλησης!

Το μικρό αγροτικό σχολείο θερμαινόταν από μια παλιού τύπου σόμπα με κάρβουνα. Ένα παιδάκι, είχε την ευθύνη να έρχεται στο σχολείο νωρίς κάθε μέρα ν’ ανάβει τη σόμπα και να ζεσταίνει την αίθουσα, πριν φτάσει ο δάσκαλος κι οι συμμαθητές του. Ένα πρωί, φτάνοντας οι άλλοι είδαν το σχολείο τυλιγμένο στις φλόγες. Έσυραν αναίσθητο το μικρό έξω από το λαμπαδιασμένο κτίριο, μάλλον νεκρό παρά ζωντανό. Είχε σοβαρά εγκαύματα στο κάτω ήμισυ του σώματός του και μεταφέρθηκε στο γειτονικό αγροτικό νοσοκομείο.

Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, το φρικτά καμένο και ημιαναίσθητο παιδάκι άκουσε αχνά το γιατρό να μιλά στη μητέρα του. Της έλεγε ότι ο γιος της σίγουρα θα πέθαινε – κι ίσως ήταν καλύτερα έτσι – γιατί η φοβερή φωτιά είχε καταστρέψει το κάτω μέρος του σώματός του.

Αλλά το γενναίο παιδί δεν ήθελε να πεθάνει. Πήρε λοιπόν την απόφαση να ζήσει. Και προς μεγάλη έκπληξη του γιατρού του, έζησε. Όταν ο κίνδυνος του θανάτου ξεπεράστηκε, πάλι άκουσε το γιατρό να μιλά με τη μητέρα του χαμηλόφωνα και να της λέει ότι, εφόσον η φωτιά κατέστρεψε τόση σάρκα στο κάτω μέρος του σώματός του, θα ήταν καλύτερα να είχε πεθάνει γιατί τώρα ήταν καταδικασμένο να μείνει ανάπηρο για όλη του τη ζωή, καθώς δε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει καθόλου τα κάτω άκρα του. Άλλη μια φορά το γενναίο παιδί πήρε την απόφασή του. Δε θα γινόταν ανάπηρος. Θα περπατούσε. Δυστυχώς, όμως, από τη μέση και κάτω δεν είχε τη δυνατότητα κίνησης. Τα λεπτά του πόδια απλώς κρέμονταν εκεί, άψυχα.

Τελικά βγήκε από το νοσοκομείο. Κάθε μέρα η μητέρα του του έκανε μασάζ στα πόδια, αλλά δεν υπήρχε καμιά αντίδραση. Το παιδί δεν ένιωθε, δεν έλεγχε τα πόδια του. Η απόφασή του ωστόσο να περπατήσει ήταν ισχυρότατη. Όταν δε βρισκόταν στο κρεβάτι, ήταν αναγκασμένος να κάθεται σε μια αναπηρική πολυθρόνα. Μια ηλιόλουστη μέρα, η μητέρα του τον έσπρωξε με το καροτσάκι στην αυλή για ν’ αναπνεύσει καθαρό αέρα. Εκείνη τη μέρα, αντί να μείνει εκεί ακίνητος, έπεσε σκόπιμα από το καροτσάκι κι άρχισε να σέρνεται πάνω στο γρασίδι.

Προχώρησε έρποντας μέχρι το λευκό ξύλινο φράκτη που υπήρχε γύρω από το οικόπεδό τους. Με μεγάλη προσπάθεια, ανασηκώθηκε στηριγμένος στο φράκτη αποφασισμένος να περπατήσει. Συνέχισε να το κάνει αυτό κάθε μέρα, μέχρι που δημιουργήθηκε μονοπάτι γύρω γύρω, σ’ όλη την έκταση της διαδρομής που ακολουθούσε. Η μεγαλύτερη επιθυμία στη ζωή του ήταν να δώσει ζωή σ’ εκείνα τα πόδια. Με τα καθημερινά μασάζ, την άκαμπτη επιμονή του και τη σιδερένια αποφασιστικότητά του, απέκτησε κάποια στιγμή την ικανότητα να στέκεται στα πόδια του, μετά να περπατά με βοήθεια και μετά να περπατά μόνος του και, τέλος, να τρέχει.

Αρχικά πήγαινε στο σχολείο περπατώντας, μετά πήγαινε στο σχολείο τρέχοντας, και, μετά έτρεχε μόνο και μόνο για να χαρεί το τρέξιμο.

Πολύ αργότερα, στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν, αυτός ο νεαρός που δεν αναμενόταν να ζήσει, που σίγουρα ποτέ δε θα μπορούσε να περπατήσει, που ποτέ δε θα μπορούσε να τρέξει – αυτός ο αποφασιστικός νεαρός, ο Δόκτωρ Γκλεν Κάνιγκχαμ, ήρθε πρώτος στα 1500 μέτρα! (Burt Dubin).

(Βάλσαμο για την ψυχή, εκδ. Διόπτρα σελ. 213-215)

            Είπεν ένας ερημίτης:

- Αν όσα χρωστάς σ’ αυτή τη ζωή τα ξεπληρώσης, τότε σώζεσαι. Αν φας όμως και καμμιά παραπάνω, παίρνεις και κανένα φράγκο παραπάνω. Αν φάη κάποιος ξύλο άδικα, τότε έχει καθαρό μισθό. Πολλές φορές δηλαδή, ανθρώπους με πολύ καλή ζωή συμβαίνει να τους βρίσκουν τα χειρότερα. Εάν ο Θεός επιτρέπει, γιατί επιτρέπει;

Ας φέρω ένα παράδειγμα: Είναι μια καλή οικογένεια. Και ο άνδρας πολύ καλός και η γυναίκα πολύ καλή και τα παιδάκια πολύ καλά. Όλοι εκκλησιάζονται, κοινωνούν κ.λ.π. Για μια στιγμή περνάει ένας μεθυσμένος ή ένας τρελλός, χτυπάει τον οικογενειάρχη και τον σκοτώνει. Στα καλά καθούμενα. Μετά, όσοι άνθρωποι είναι απομακρυσμένοι από τον Θεόν, λένε: «Για δες τον. Βλέπετε; Πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι γι’ αυτό τα ‘παθε».

Αυτό είναι αναίδεια. Επιτρέπει ο Θεός να παθαίνουν και άνθρωποι χωρίς να φταίνε καθόλου, για να δίνη την ευκαιρία στους τελείως αναιδείς να λένε ό,τι είπε και ο καλός ληστής. Τι βλέπουμε στους δυο ληστές; Ο ένας έβριζε τον Χριστό: «Αν είσαι Θεός, κατέβα κάτω» κ.λ.π. Λέει ο άλλος: «Δεν φοβάσαι τον Θεό; Εμείς δικαίως ταλαιπωρούμαστε. Ο άνθρωπος αυτός δεν έκανε τίποτα. Δεν φοβάσαι τον Θεό»; (Βλ. Λουκ. 23,39-41)

Δηλαδή, δια να δώση ο Θεός την ευκαιρία στους αναιδείς να συνέλθουν, επιτρέπει να πάθουν μερικοί, χωρίς να φταίνε. Ενώ αυτοί που παθαίνουν, μπορεί να είναι τα πιο αγαπημένα παιδιά του Θεού. Στον Παράδεισο ο Θεός πιστεύω δεν θα τους πη: Καθήστε σ’ αυτή τη θέσι. Αλλά: Διαλέξτε τον καλύτερο τόπο. Καταλάβατε; Έτσι είναι. Με το να ζητάμε το δίκαιό μας τα χάνουμε όλα. Χάνομε και την ειρήνη μας, χάνομε και τον μισθό μας.

(Αθωνικό Γεροντικό, αρχ. Ιωαννικίου Κοτσώνη, σελ.152-153)

Η φτερούγα της θελήσεως

Ο κόσμος εύκολα επηρεάζεται και προς το καλό και προς το κακό. Προς το κακό επηρεάζεται πιο εύκολα, γιατί εκεί κανοναρχεί και ο διάβολος. Πες σε έναν λ.χ. να κόψη το τσιγάρο, γιατί βλάπτει. Μόλις θα αποφασίση να το κόψη, θα πάη ο διάβολος και θα του πη: «Εκείνο το τσιγάρο έχει λιγώτερο φαρμάκι, το άλλο έχει φίλτρο και καθαρίζει... Κάπνισε από ’κείνα· δεν θα σε βλάψουν». Θα του βρη δηλαδή μια δικαιολογία, για να μην το κόψη· θα του βρη... μια λύση! Γιατί ο διάβολος μπορεί να μας βρη ένα σωρό δικαιολογίες. Και εκείνο το τσιγάρο που του προτείνει, μπορεί να τον βλάψη ακόμη περισσότερο. Γι' αυτό χρειάζεται να έχουμε θέληση. Και αν κανείς δεν κόψη τα κουσούρια του, όταν είναι ακόμη νέος, μετά είναι δύσκολο να τα κόψη, γιατί, όσο περνάει η ηλικία, εξασθενεί η θέληση.

Αν ο άνθρωπος δεν έχη θέληση, δεν μπορεί να κάνη τίποτε. Ο Ιερός Χρυσόστομος λέει: «Εν τω θέλειν και τω μη θέλειν κείται το πάν». Δηλαδή όλα εξαρτώνται από το αν θέλη ή αν δεν θέλη ο άνθρωπος. Μεγάλη υπόθεση! Ο Θεός είναι φύσει αγαθός και θέλει πάντοτε το καλό μας. Χρειάζεται όμως να θέλουμε και εμείς. Γιατί ο άνθρωπος πετά πνευματικά με δυο φτερούγες· με την θέληση του Θεού και με την θέληση την δική του. Ο Θεός την μια φτερούγα – την δική του θέληση – μας την έχει κολλήσει μόνιμα στον έναν ώμο μας. Αλλά για να πετάξουμε πνευματικά, πρέπει και εμείς να κολλήσουμε στον άλλο ώμο την δική μας φτερούγα, την ανθρώπινη θέληση. Άμα ο άνθρωπος έχη δυνατή θέληση, έχει την φτερούγα την ανθρώπινη, που ισορροπεί με την θεϊκή φτερούγα, οπότε πετάει. Ενώ, αν η θέλησή του είναι ατροφική, πάει να πετάξη λίγο και τουμπάρει. Ξαναπροσπαθεί λίγο, πάλι τούμπα!

– Γέροντα, καλλιεργείται η θέληση;

– Δεν έχουμε πει ότι όλα καλλιεργούνται; Θέληση υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, σε άλλους λίγη και σε άλλους περισσότερη. Όταν ο άνθρωπος έχη διάθεση να αγωνισθή, προσεύχεται και ζητά από τον Θεό να του αυξήση την θέληση, και ο Θεός τον βοηθάει. Όταν δεν κάνη προκοπή ο άνθρωπος, τότε να ξέρη ότι ή δεν βάζει καθόλου θέληση ή θα βάζη λίγη και αυτή θα είναι εξασθενημένη, οπότε και αυτό πάλι δεν βοηθάει. Ένα πουλί, ας υποθέσουμε, έχει την μία φτερούγα του γερή, αλλά παραμελεί την άλλη· της πέφτουν μερικά φτερά και μετά δεν μπορεί να πετάξη σωστά. Η μία φτερούγα δουλεύει καλά, η άλλη όμως είναι σαν την σπασμένη τσατσάρα. Την κουνάει το πουλί, αλλά μπαίνει αέρας ενδιάμεσα και δεν μπορεί να πετάξη καλά. Πετάει λίγο και μετά κάνει τούμπες. Πρέπει να έχη ακέραιη και αυτήν την φτερούγα, για να μπορή να πετάη.

Έτσι και ο άνθρωπος, θέλω να πω, πρέπει να προσέχη και να μην παραμελή την ανθρώπινη θέληση, αν θέλη να πετάη συνέχεια σωστά, πνευματικά. Γιατί το ταγκαλάκι τι κάνει; Πάει σιγά-σιγά και τραβάει από την ανθρώπινη φτερούγα πρώτα κανένα μικρούτσικο φτερό, ύστερα κανένα λίγο μεγαλύτερο, και αν δεν προσέξη ο άνθρωπος, του βγάζει και ένα μεγάλο, οπότε πάει να πετάξη και δεν μπορεί. Και αν τυχόν του τραβήξη μερικά φτερά, τότε, όταν πάη να πετάξη, μπαίνει αέρας στην φτερούγα που της λείπουν φτερά και κάνει τούμπες.

Η θεϊκή φτερούγα είναι πάντα γεμάτη, συμπληρωμένη· δεν της λείπουν φτερά, γιατί ο διάβολος δεν μπορεί να τα τραβήξη και να τα βγάλη· είναι θεϊκή. Να προσέχη ο άνθρωπος να μην αμελήση και του βγάλη ο διάβολος κανένα φτερό από την δική του φτερούγα. Όταν αρχίζη σιγά-σιγά λίγο η τεμπελιά, λίγο η αδιαφορία, εξασθενεί η θέληση. Τι να κάνη ο Θεός, αν δεν θέλη ο άνθρωπος; Δεν θέλει να επέμβη, γιατί σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου. Αχρηστεύει έτσι ο άνθρωπος και την φτερούγα του Θεού. Όταν όμως έχη θέληση, έχη δηλαδή και την δική του φτερούγα ακέραιη, τότε θέλει ο Θεός, θέλει και ο άνθρωπος, και πετάει ο άνθρωπος.

– Δηλαδή, Γέροντα, τι είναι ακριβώς αυτό το πέταγμα; Εννοείτε να θέλω να προοδεύσω πνευματικά, να θέλω την σωτηρία μου;

– Ναι, βρε παιδί! Όταν λέω πέταγμα, εννοώ την άνοδο την πνευματική, δεν εννοώ να πετάξω να ανέβω σε κανένα κυπαρίσσι!


("Γέροντος Παϊσίου Λόγοι", τόμος Β΄, σελ. 116-118)

Εις έναν Προηγούμενο ονόματι Νεόφυτον, Δοχειαρίτην το έτος 1880 εις το ησυχαστήριόν του «οι Αρχάγγελοι» της μικράς αγίας Άννης εφάνη ότι είδεν όνειρον τον μέγαν Βασίλειον. Τον παρεκίνησε μάλιστα να προσκυνήση το δάκτυλον του ποδιού του.

            Το όνειρον αυτό ήτο ικανόν να δημιουργήση μιαν οίησιν και ένα εγωιστικόν τύφον εις την ψυχήν του Προηγουμένου ότι βλέπει και προσκυνά αγίους. Ο λογισμός του ησχολείτο συνεχώς και αδιακόπως με το όνειρον τούτο και μάλιστα εις βάρος της προσευχής και του «κανόνος»του.

            Παρήλθεν καιρός και τον εφώτισεν ο Πανάγαθος Θεός να επισκεφθή τον ονομαστόν Πνευματικόν παπα-Γρηγόρην, ο οποίος ησκήτευεν εν τελεία ακτημοσύνη και πτωχεία ολίγον πιο επάνω, εις την ιδίαν Σκήτην.

            - Αδελφέ μου Προηγούμενε, μεγάλον διάβολον προσεκύνησες και όχι τον άγιον Βασίλειον, του είπεν απεριφράστως. Σε παρακαλώ εις το εξής να μη δίδης σημασίαν εις τα όνειρα από τα οποία και με τα οποία ο διάβολος ως πονηρός απατά τους ανθρώπους.

(Αθωνικό Γεροντικό, αρχ. Ιωαννικίου Κοτσώνη, σελ.369-370)

Το έτος 1925 ήλθεν εις την ιεράν Μονήν Διονυσίου ένας δαιμονισμένος. Μετά το απόδειπνον ευρισκόμενος εις το δωμάτιόν του ήρχιζε να τραγουδά μεγαλοφώνως και να χορεύη μανιωδώς, κτυπών με θόρυβον τα πόδια του εις το πάτωμα, μέχρις εξαντλήσεως. Οι πατέρες και οι αδελφοί ηναγκάζοντο να του δένουν χέρια και πόδια, προς αναγκαστικήν, ούτως ειπείν, ανάπαυσιν. Αλλά ελύνετο, ωσάν να τον είχαν δέσει με μίαν κλωστήν. Μιαν ημέραν ένας έμπειρος αδελφός τον έδεσε με καινούριο σχοινί. Κατά την ώραν εκείνην το δαιμόνιον, που κατοικούσε μέσα του, εφώναζε: «Δέσε με, καλόγερε, και θα δης που θα πάνε τα σχοινιά». Όντως, μετά από δύο ώρας ευρέθη λυμένος και το σχοινί ήτο πεταγμένον εις τον κήπον. Μιαν ημέραν, μετά τον εξαντλητικόν χορόν, έτρεξεν ο γέρων Βησσαρίων να του δώση ένα κανάτι μερό να πιή, εις το οποίον έρριψαν αγιασμόν.

- Έλα Γιαννάκη, παιδί μου, να πιής κρύο νερό, του είπε.

Αυτός λαχανιασμένος καθώς ήτο, με λαχτάραν ήρχισε να πίνη. Με τας πρώτας σταγόνας, όμως, ησθάνθη, όπως έλεγεν, κάψιμον εις τον λαιμόν.

- Φτου, φτου, μ’ έκαψες καλόγερε, μ’ έκαψες, είπε και το έφτυσεν.

Ω του παραδόξου θαύματος! Όλοι εθαύμασαν την ενέργειαν της Χάριτος, που έχει ο αγιασμός.

Μετά εδοκίμασαν να του δώσουν άλλο νερόν, απλόν, χωρίς αγιασμόν. Το ήπιε με βουλιμίαν… Επί ένα μήνα του εδιάβαζαν τους εξορκισμούς και βελτιωθείς ανεχώρησεν.

Μιαν φορά τον ηρώτησαν:

- Τι φοβάσαι περισσότερον; Τον αγιασμόν, το αντίδωρον ή την Θείαν Κοινωνίαν; Το δαιμόνιον απεκρίθη:

- Εάν εφυλάγετε αυτό που μεταλαμβάνετε εις την Εκκλησίαν, κανένας από εμάς δεν θα μπορούσε να σας βλάψη.

- Γιατί, Γιάννη, την φοβάσαι την Θείαν Μετάληψιν;

- Άφησε τον Γιάννη, μην τον ερωτάς. Μόνο άκουσε εμένα τι σου ομιλώ, είπε. Δεν σου ομιλεί ο Γιάννης. Λύσε με να δώσω μια βουτιά στην θάλασσα και να βρεθώ αμέσως στην Αθήνα!

(Αθωνικό Γεροντικό, αρχ. Ιωαννικίου Κοτσώνη, σελ.208-209)

  Φωνὴ ζωηρῆς ἐπικλήσεως πρὸς τὸν Θεό. Φωνὴ καρδιᾶς συντετριμμένης καὶ ταπεινωμένης μέχρι κά τω στὴ γῆ, στὸ χῶμα. Φωνὴ ἱκεσίας θερμῆς, ἀπὸ τὰ τρίσβαθα ψυχῆς ὀδυνωμένης. Ψυχῆς ποὺ ἀπ’ ὅλους καὶ ὅλα εἰσέπραξε τὴν ἀπόρριψη. Οἱ θλίψεις καὶ δοκιμασίες τῆς ζωῆς σὰν κύματα ἀλλεπάλληλα τὴ βύθισαν στὸ πέλαγος τῆς ἀπογνώσεως, καὶ ἄλλη πιὰ βοήθεια δὲν ἔχει νὰ ἀναμένει ἀπὸ πουθενὰ παρὰ μόνο ἀπὸ Ἐκεῖνον. Ψυχῆς ποὺ ἀνατείνεται ὁρμητικὰ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ μὲ πόθο ἰσχυρὸ καὶ ἀπαντοχὴ τελεία καρφώνει τὸ βλέμμα της ἐπάνω του. Ψυχῆς ποὺ βοᾶ, κραυγάζει πρὸς τὸν Θεό!

  –Κύριε, μὴν ἀργήσεις...
Σὰν τὴ φωνὴ νεαρῆς κόρης πρὸς τὸν σύζυγο ποὺ ξενιτεύεται, σὰν τὴ φωνὴ παιδιῶν πρὸς τὸν πατέρα ποὺ μπαρκάρει, σὰν τὴ φωνὴ ἀσθενοῦς πρὸς τὸ γιατρὸ ποὺ φεύγει ἀπὸ κοντά του, ἔτσι ἡ φωνὴ τοῦ Ψαλμωδοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ μαζί της καὶ ὅλες ἀνὰ τοὺς αἰῶνες οἱ φωνὲς ἐκείνων ποὺ Τὸν ἀναζητοῦν: τὸν Πατέρα, τὸν Νυμφίο, τὸν Ἰατρό. Ἐκεῖνον! Καὶ τὰ μάτια τους ἐκεῖ, κολλημένα, ἀκίνητα, ἀπαρασάλευτα.

  Χωρὶς νὰ γυρνοῦν πουθενὰ ἀλλοῦ. Χωρὶς νὰ δέχονται καμιὰ ἄλλη παράκληση. Χωρὶς νὰ τοὺς ἐνδιαφέρει τίποτε ἄλλο. Μόνον αὐτό, πότε θὰ ξανάρθει ὁ Κύριος. Πότε πάλι θὰ τοὺς ἐπισκεφθεῖ. Πότε θά ’ρθεῖ, γιὰ νὰ Τὸν νιώσουν κοντά τους, νὰ αἰσθανθοῦν τὴν παρουσία του δίπλα τους, νὰ παρηγορηθεῖ ἡ καρδιά τους ἀπὸ τὸ βάρος ποὺ τὴν πιέζει, νὰ βαλσαμώσουν οἱ πόνοι της...

  «Κύριε, μὴ χρονίσῃς» (Ψαλ. ξθ΄ [69] 6).
Καὶ ὁ Κύριος ἀκόμα δὲν φαίνεται. Καὶ ἡ ψυχὴ ἀκόμα πιὸ ἐπίπονα τώρα φωνάζει: Ποῦ εἶσαι, Κύριε; Γιατί δὲν μὲ ἀκοῦς; Γιατί δὲν ἔρχεσαι νὰ μὲ συναντήσεις; Πόσο ἀκόμα θὰ ἀντέχω νὰ φωνάζω; Τρέξε, Κύριε, κινδυνεύω νὰ καταποντισθῶ. Τρέξε, Κύριε, νὰ μὲ βοηθήσεις, «εἰς τὸ βοηθῆσαί μοι σπεῦσον» (στίχ. 2), νὰ μὲ γλυτώσεις ἀπὸ τὴ θλίψη μου. Τρέξε, Κύριε, νὰ ἁπαλύνεις τὸν πόνο μου, νὰ ἀνακουφίσεις τὸ βάρος μου. Μὴν καθυστερήσεις ἄλλο, ἱκετεύω.

  «Κύριε, μὴ χρονίσῃς»!
Ἀλλά, ψυχὴ θεοφιλής, σὺ ποὺ ἀκόμα Τὸν ἀναζητεῖς, Τοῦ φωνάζεις, μὴν ἀποκάμνεις. Συνέχισε. Λίγο ἀκόμα. Καὶ λίγο ἀκόμα.

 «Ἔτι μικρὸν ὅσον ὅσον, ὁ ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ» (Ἑβρ. ι΄ 37).
Θά ’ρθεῖ ὁ Κύριος στὴ ζωή σου, ὅπως τὸ θέλησες, ὅπως τὸ πόθησε ἡ καρδιά σου. Θά ’ρθεῖ· δὲν θὰ καθυστερήσει. Θά ’ρθεῖ καὶ θὰ σοῦ δώσει ὅ,τι Τοῦ ζήτησες. Ὅ,τι γνωρίζει ὅτι ἔχεις ἀνάγκη. «Οὐ χρονιεῖ». Δὲν θὰ καθυστερήσει. Τὸ ὑποσχέθηκε ὁ Ἴδιος. Τὸ ἀκούσαμε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ τὸ λέει: «Ὁ δὲ Θεὸς οὐ μὴ ποιήσῃ τὴν ἐκδίκησιν τῶν ἐκλεκτῶν αὐτοῦ τῶν βοώντων πρὸς αὐτὸν ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ μακροθυμῶν ἐπ’ αὐτοῖς; λέγω ὑμῖν ὅτι ποιήσει τὴν ἐκδίκησιν αὐτῶν ἐν τάχει» (Λουκ. ιη΄ 7-8).

 Ὁ Θεὸς λοιπὸν δὲν θὰ ἀποδώσει τὸ δίκαιο αἴτημα τῶν ἐκλεκτῶν του, ποὺ μέρα - νύχτα φωνάζουν πρὸς Αὐτὸν μὲ τὶς προσευχές τους καὶ Ἐκεῖνος ἀναβάλλει νὰ τοὺς τὸ δώσει; Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι γρήγορα θὰ τοὺς ἱκανοποιήσει. Ἔτσι μᾶς εἶπε ὁ Κύριος. Τώρα ποὺ βρίσκεσαι στὴ δίνη τοῦ πειρασμοῦ, τῆς θλίψεως, τῆς δοκιμασίας, σοῦ φαίνεται πὼς καθυστερεῖ ὁ Θεός. Πὼς φωνάζεις καὶ δὲν σὲ ἀκούει. Ὅταν ὅμως ἔλθει στὴ ζωή σου καὶ σοῦ χαρίσει τὸ ἔλεός του καὶ σὲ βγάλει ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο ὅπου βρίσκεσαι, τότε καὶ σὺ θὰ ὁμολογήσεις ὅτι «ἐν τάχει» ἐνήργησε ὁ Κύριος. Τότε ἀποβλέποντας στὸ παρελθὸν σου θὰ λές, πότε τέλειωσαν ὅλα αὐτὰ καὶ ἤδη ἀπολαμβάνω τὸν ἥλιο στὴ ζωή μου; Τότε ὅλα θὰ ἔχουν ξεχαστεῖ πιὰ καὶ οὔτε ποὺ θὰ γυρνᾶ τὸ μυαλό σου στὰ περασμένα.

  Γι’ αὐτὸ τώρα συνέχισε νὰ Τοῦ φωνάζεις. Μὲ τὸν ἴδιο αὐτὸ λόγο.
«Κύριε, μὴ χρονίσῃς»!
Σήκωσε τὰ χέρια σου, προσήλωσε τὸ βλέμμα σου ἐπάνω στὴν ἁγία μορφή του, ἱκέτευσέ Τον μὲ ὅλο τὸν πόθο, τὴν ἀπαντοχή, τὸ δόσιμο τῆς ψυχῆς σου. Καὶ ἐπιπλέον, πτώχευσε μπροστά του. Γίνε «πτωχὸς καὶ πένης» (στίχ. 6). Παραδέξου ὅτι ἐπάνω σου δὲν ὑπάρχει κανένας πλοῦτος, καμιὰ ἱκανότητα, τίποτε ποὺ νὰ σὲ στηρίζει, νὰ σὲ δικαιώνει μπροστὰ στὸν Θεό. Κι ὅταν αὐτὸ σοῦ γίνει ἐσωτερικὸ φρόνημα, μόνιμη διάθεση μέσα σου, τότε θὰ δεῖς τὸν Κύριο νὰ ἔρχεται στὴ ζωή σου καὶ νὰ σὲ σηκώνει, νὰ σὲ ἀνεβάζει, νὰ σὲ δοξάζει.
Διότι μόνος Αὐτὸς εἶναι «ταχὺς εἰς βοήθειαν».

Πηγή:www.osotir.org

(Αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου,Αρθρα και Μελέται,σελ.354-359). ΑΙ ΙΕΡΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ Η ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ ΑΥΤΩΝ.

Οι Χιλιασταί και οι «Ευαγγελικοί», εκτός των άλλων πλανών, τας οποίας έχουν, ισχυρίζονται ότι η Αγία Γραφή απαγορεύει την κατασκευήν, καθώς και την προσκύνησιν των εικόνων.

Κατηγορούν δε την Ορθόδοξον Εκκλησίαν ως ειδωλολατρικήν, επειδή έχει εικόνας και προκυνεί αυτάς. Ας ακούσωμεν, λοιπόν, πρώτον τα επιχειρήματα αυτών και κατόπιν ας δώσωμεν εις αυτά την απάντησιν που πρέπει.

Α’   Η ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΙΣ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ

Η Αγία Γραφή, λέγουν οι ανωτέρω αιρετικοί, καταδικάζει την κατασκευήν και χρησιμοποίησιν εικόνων. Ιδού τι λέγει: «Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω, και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης» (Έξοδος κ’, 4). Δηλαδή δεν θα κατασκευάσης καμμίαν εικόνα οιουδήποτε πράγματος εξ όλων των δημιουργημάτων.

Ερωτώμεν τους αιρετικούς: Λέγουσα τα ανωτέρω η Αγία Γραφή, τι εννοεί; Να μη κατασκευάζωμεν εικόνας, αγάλματα κ.λ.π. με σκοπόν να τα θεωρήσωμεν ως θεούς, όπως οι ειδωλολάτραι, και να τα λατρεύσωμεν, ή γενικώς απαγορεύει να κατασκευάζωμεν οιανδήποτε ζωγραφικήν ή γλυπτικήν παράστασιν, έστω και χάριν διακοσμήσεως; Την απάντησιν θα μας την δώση πρώτον η Αγίαν Γραφή και δεύτερον αυτοί ούτοι οι αιρετικοί.

1ον. Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ. α) Ο Θεός έδωκεν εντολήν εις τον Μωυσήν να κατασκευάση δύο χρυσά ομοιώματα των Αγγέλων, που ανήκουν εις το τάγμα των Χερουβείμ, και να στολίση δι’ αυτών την κιβωτόν της Διαθήκης. Ιδού τι είπεν ο Θεός: «Και ποιήσεις δύο Χερουβείμ χρυσοτορευτά και επιθήσεις αυτά εξ αμφοτέρων των κλιτών του ιλαστηρίου… έσονται οι χερουβείμ εκτείνοντες τας πτέρυγας επάνωθεν, συσκιάζοντες εν ταις πτέρυξιν αυτών επί του ιλαστηρίου και τα πρόσωπα αυτών εις άλληλα» ( Έξοδος κε’, 17-19).

β) Βραδύτερον πάλιν διατάσσει τον Μωυσήν να κατασκευάση με χαλκόν ομοίωμα όφεως, δια να βλέπουν αυτό οι Ισραηλίται και να θεραπεύωνται εκ του δηλητηρίου των πραγματικών όφεων. Ιδού τι είπεν ο Θεός: «Ποίησον σεαυτώ όφιν και θες αυτόν επί σημείου, και έσται εάν δάκη όφις άνθρωπον, πας ο δεδηγμένος ιδών αυτόν ζήσεται». (Αριθμ. κα’, 8). Όπως βλέπομεν, ο Θεός, που είπεν ανωτέρω «ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα», τώρα με τα ίδια ακριβώς λόγια διατάσσει τον Μωυσήν, να κατασκευάση ομοίωμα όφεως· «ποίησον σεαυτώ όφιν», λέγει ο Θεός. Άρα το «ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα» δεν πρέπει να «το παίρνωμε τοις μετρητοίς», δεν πρέπει δηλαδή να το θεωρώμεν ως απόλυτον απαγόρευσιν κατασκευής και χρησιμοποιήσεως εικόνων και ομοιωμάτων, αλλά μόνον κατασκευής εικόνων και ομοιωμάτων, που προορίζονται να λατρευθούν ως θεοί. Αυτό είνε το νόημα της Γραφής. Αν απηγόρευεν απολύτως πάσαν τοιαύτην κατασκευήν, δεν θα έδιδεν ο Θεός εις τον Μωυσήν εντολήν να κατασκευάση ομοιώματα χρυσά των Χερουβείμ και χάλκινο ομοίωμα του όφεως.

2ον. Η ΠΡΑΞΙΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ. Και αυτοί οι αιρετικοί, αντιθέτως προς τας θεωρίας των και τους ισχυρισμούς των, με την πράξιν των αποδεικνύουν, ότι δεν πιστεύουν, ότι η Γραφή απαγορεύει απολύτως την κατασκευή οποιουδήποτε ομοιώματος, που δεν προορίζεται να λατρευθή ως θεός. Και το αποδεικνύουν αυτό, διότι δεν καταδικάζουν τας λεγομένας εικαστικάς τέχνας, δηλ. την ζωγραφικήν και την γλυπτικήν. Όχι μόνον θρησκευτικάς εικόνας χρησιμοποιούν και διακοσμούν με αυτάς τα βιβλία των, τα περιοδικά των, τα σχολεία των, τα Μουσεία των κ.λ.π., αλλά και αγαλματίδια («μπιμπελώ») βλέπομεν να έχουν εις τας οικίας των. Χρησιμοποιούν ακόμη ζωγραφικούς πίνακας («κάδρα») και ασφαλώς θα εγέλων, αν τους έλεγες, ότι απαγορεύεται από την Γραφήν να φωτογραφίζωνται, ή ότι τα άνθη που είνε αποτυπωμένα εις τα υφάσματα (φορέματα) των γυναικών των ή τα πτηνά και τα ψάρια, που πολλάκις είνε αποτυπωμένα εις τα νάϋλον τραπεζομάνδηλά των, αποτελούν παράβασιν της εντολής του Θεού, η οποία απαγορεύει την δια της ζωγραφικής παράστασιν οιουδήποτε αντικειμένου [«όσα εν τω ουρανώ άνω (Άγγελοι, αστέρες, πτηνά) και όσα εν τη γη κάτω (άνθρωποι, ζώα, φυτά) και όσα εν τοις ύδασι υποκάτω της γης (ψάρια)»].

Όλα αυτά, λοιπόν, πείθουν ότι και αυτοί δεν πιστεύουν, ότι η Γραφή απαγορεύει απολύτως την ζωγράφισιν εικόνων και διαφόρων ομοιωμάτων, αλλά μόνον αν αυτά πρόκειται να λατρευθούν. Αυτό ακόμη αποδεικνύει και το γεγονός, ότι δεν θεωρούν αμαρτίαν, όπως είπομεν, το να φωτογραφίζωνται, δηλαδή να κάμνουν ομοιώματα του εαυτού των. Συμπέρασμα. Καθόλου δεν μας απαγορεύει η Αγία Γραφή να ζωγραφίζωμεν αστέρας, θαλάσσας, ζώα, φυτά, ανθρώπους και ό,τι άλλο θέλομεν, αν αυτά δεν έχωμεν σκοπόν να τα λατρεύσωμεν ως θεούς, αλλά τα θέλωμεν απλώς δια σκοπούς διακοσμητικούς ή αναμνηστικούς (δηλ. να μας βοηθούν να ενθυμούμεθα ευκολώτερον κάτι). Έχομεν, λοιπόν, παν δικαίωμα να ζωραφίζωμεν θρησκευτικού περιεχομένου εικόνας· αρκεί να μη τας λατρεύωμεν.

Β’ Η ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ.  Αλλ’ αυτό ακριβώς κάνετε, φωνάζουν οι αιρετικοί. Δεν σας αρκεί να κατασκευάζετε εικόνας, αλλά θέλετε να τας λατρεύετε. Εις αυτό όμως ψεύδονται ασυστόλως. Ποτέ η Εκκλησία μας δεν είπεν ότι αι εικόνες πρέπει να λατρεύωνται. Τας εικόνας, βεβαίως, δεν τας περιφρονούμεν, αλλά τας τιμώμεν. Αν τιμώμεν τας εικόνας των γονέων μας, πόσο μάλλον πρέπει να τιμώμεν τας εικόνας των Αγίων; Τας σεβόμεθα, τας ασπαζόμεθα μετ’ ευλαβείας, τας προσκυνούμεν ακόμη, δηλαδή υποκλινόμεθα ενώπιον αυτών, αλλά δεν τας λατρεύομεν.Λάθος! Φωνάζουν και πάλιν οι αιρετικοί. Η προσκύνησις είνε εκδήλωσις λατρείας. Δεν υπάρχει, όπως νομίζετε σεις, και τιμητική προσκύνησις, αλλά μόνον μία προσκύνησις, η προσκύνησις της λατρείας. Η Αγία Γραφή δε ρητώς απαγορεύει την προσκύνησιν παντός άλλου προσώπου, πλην του Θεού· «Κύριον τον Θεόν σου», λέγει «προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις» (Δευτ. ς, 13, Ματθ. δ’, 10).

Ας ίδωμεν λοιπόν, αν οι αιρετικοί έχουν δίκαιον. Ας ίδωμεν, αν υπάρχει μόνον λατρευτική προσκύνησις, οπότε πρέπει μόνον τον Θεόν να προσκυνώμεν, ή μήπως υπάρχει και τιμητική προσκύνησις, οπότε δυνάμεθα να προσκυνώμεν οιονδήποτε πρόσωπον άξιον τιμής και σεβασμού.

1ον. ΜΑΡΤΥΡΙΑΙ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ. Η Παλαιά Διαθήκη έχει πάρα πολλάς περιπτώσεις τιμητικής προσκυνήσεως. Άκουσε μερικάς, αναγνώστα μου.

α) Ο Βαλαάμ, όταν είδε τον Άγγελον, «κύψας προσεκύνησε τω προσώπω αυτού». (Αριθμ. κβ’, 31). Αν ο Βαλαάμ με την προσκύνησιν απέδιδεν εις τον Άγγελον λατρείαν και όχι την τιμήν και σεβασμόν, θα ετόλμα ποτέ ο Άγγελος να δεχθή την προσκύνησίν του; Όχι βεβαίως! Πώς λοιπόν ισχυρίζονται οι αιρετικοί, ότι δεν υπάρχει τιμητική προσκύνησις;

β) Ο Ιησούς του Ναυή, ο διάδοχος του Μωυσέως, εις την ηγεσίαν του Ισραηλιτικού λαού και θεόπνευστος συγγραφεύς, όταν είδε τον Άγγελον, «έπεσεν επί πρόσωπον επί την γην» (Ιησ. Ναυή ε’, 14). Ήτο δυνατόν ο Ιησούς του Ναυή να προσκυνήση τον Άγγελον και ο Άγγελος να δεχθή αδιαμαρτυρήτως την προσκύνησιν, αν η προσκύνησις αύτη απέδιδε λατρείαν και όχι τιμήν και σεβασμόν απλώς; Ουδέποτε!

γ) Ο θεόπνευστος Δαυΐδ «προσεκύνησε τρίς» τον φίλον του Ιωνάθαν, υιόν του βασιλέως Σαούλ (Α’ Βασιλ. κ’, 41). Και άλλοτε «προσεκύνησε» τον βασιλέα Σαούλ (Α’ Βασιλ. κδ’, 9). Ασφαλώς δεν θα έκαμνε τούτο ο Δαυΐδ, αν δεν υπήρχε προσκύνησις τιμητική.

δ) Και ο Προφήτης Νάθαν, όταν μετέβη εις τον βασιλέα Δαυΐδ, δια να τον ελέγξη, επειδή είχεν αμαρτήσει, «προσεκύνησε των βασιλεί κατά πρόσωπον αυτού επί την γην» (Γ’ Βασιλ. α’, 23). Ασφαλώς κάτι περισσότερον των Χιλιαστών και των «Ευαγγελικών» θα εγνώριζεν ο θεόπνευστος Προφήτης Νάθαν. Και κάπως περισσότερον θα εσέβετο τον Νόμον του Θεού. Δια να προσκυνήση τον βασιλέα, σημαίνει, ότι η θεωρία των αιρετικών, πως δεν υπάρχει προσκύνησις τιμής και σεβασμού, είνε μύθος ανόητος.

ε) Τέλος, και ολόκληρος ο Ισραηλιτικός λαός, «κάμψαντες τα γόνατα προσεκύνησαν τω Κυρίω και τω βασιλεί (Δαυΐδ)» (Α’ Παραλ. κθ’, 20). Και όμως οι αιρετικοί ισχυρίζονται, ότι δεν υπάρχει τιμητική προσκύνησις!...

2ον. ΜΑΡΤΥΡΙΑΙ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ. α) Όλαι αι προσκυνήσεις προς τον Κύριόν μας Ιησούν, τας οποίας αναφέρει η Καινή Διαθήκη τι ήσαν; λατρευτικαί ή τιμητικαί; Οι Χιλιασταί δεν τολμούν να είπουν, ότι ήσαν λατρευτικαί, διότι δεν παραδέχονται, ότι ο Κύριός μας ήτο πραγματικός Θεός. Και… καταπίνουν την γλώσσαν των. Αλλά και οι «Ευαγγελικοί» αναγκάζονται να καταπίουν την γλώσσα των, διότι αν και δέχωνται, ότι ο Κύριός μας ήτο τέλειος Θεός και όχι μόνον άνθρωπος, δεν είνε εύκολον να είπουν ότι όσοι Τον προσκυνούσαν το έκαμνον από λατρείαν. Και δεν είνε εύκολον να το είπουν αυτό, διότι γνωρίζουν πολύ καλώς, ότι τότε που έζη εδώ εις την γην ο Κύριος ουδείς άνθρωπος εγνώριζεν ότι ήτο ενσαρκωμένος Θεός, αλλ’ άλλοι Τον ενόμιζον ως άνθρωπον σπουδαίον και άγιον και από τον Θεόν απεσταλμένον, ελάχιστοι δε Τον εθεώρουν και ως Μεσσίαν ή ως Υιόν του Θεού, μη έχοντες όμως σαφή γνώσιν του Μυστηρίου της Σαρκώσεως. Δεν ήτο, λοιπόν, δυνατόν να προσφέρουν λατρείαν, αλλά τιμήν και σεβασμόν. Αν θέλης δε να ίδης, αναγνώστα μου, τα χωρία, εις τα οποία οι άνθρωποι προσκυνούν τον Κύριόν μας, σημείωσε τα εξής: Ματθ. η’, 2. Ματθ. θ’, 18. Ματθ. ιζ’, 14. Ματθ. κ’, 20. Μαρκ. ε’, 22. Μαρκ. ε’, 33. Λουκ. ε’, 8. Λουκ. ιζ’, 15-16. Ιωάν. θ’, 38. Ιωάν. ια’, 32.

β) Κάποτε ο Παύλος και ο βοηθός του Σίλας είχον φυλακισθή εις τους Φιλίππους της Μακεδονίας. Την νύκτα λοιπόν έγινε σεισμός και ελύθησαν όλων των κρατουμένων τα δεσμά και ηνοίχθησαν αι θύραι της φυλακής. Ο δεσμοφύλαξ, όταν είδε το θαύμα αυτό, «προσέπεσε τω Παύλω και τω Σίλα», δηλαδή τους προσεκύνησε, και ηρώτησε τι έπρεπε να κάμη, δια να σωθή (Πραξ. ις’, 25-30). Εάν ο δεσμοφύλαξ από λατρείαν έκαμνε την προσκύνησιν και όχι από τιμήν και σεβασμόν, ήτο δυνατόν οι δύο Απόστολοι να εδέχοντο αδιαμαρτυρήτως την προσκύνησίν του; Ουδέποτε!.

γ) Ο Κύριος μας λέγει εις τον Επίσκοπον της Εκκλησίας της Φιλαδελφείας, ότι θα κάμη, ώστε μερικοί ανυπότακτοι Χριστιανοί να προσέλθον ταπεινωμένοι εις τον Επίσκοπον και να «προσκυνήσωσιν ενώπιον των ποδών αυτού». (Αποκ. γ’, 9). Δεν αποδεικνύει το χωρίον τούτο αναντιρρήτως, ότι υπάρχει και τιμητική προσκύνησις; Βεβαίως! Διότι θα ήτο ακατανόητον να λέγη ο Κύριος, ότι θα κάμη τους Χριστιανούς εκείνους να προσκυνήσουν λατρευτικώς τον Επίσκοπον!

ΜΙΑ ΕΝΣΤΑΣΙΣ. Οι αιρετικοί, παρ’ όλον αυτό το βαρύ πυροβολικόν των χωρίων της Γραφής, δεν αισχύνονται και δεν κλείουν το απύλωτον στόμα των. Αλλά τολμούν να φέρουν αντιρρήσεις. Και τι λέγουν; Επικαλούνται δύο χωρία, το Πραξ. ι’, 26, όπου ο Πέτρος δεν επιτρέπει εις τον Κορνήλιον να τον προσκυνήση, και το Αποκ. ιθ’, 10, όπου πάλιν ο Άγγελος δεν επιτρέπει εις τον Απόστολον Ιωάννην να τον προσκυνήση. Και λέγουν, ότι απαγορεύεται η προσκύνησις! Αλλά τότε πως εις τόσα άλλα χωρία, τα οποία είδομεν, επιτρέπεται. Πως θα το εξηγήσουν αυτό οι αιρετικοί; Αν θέλουν την ιδικήν μας εξήγησιν, ας την ακούσουν.

Ο Κορνήλιος φαίνεται, ότι εξέλαβε τον Πέτρον όχι ως απλούν άνθρωπον, αλλ’ ως θείον ον. Και τον προσεκύνησε με διάθεσιν λατρείας. Δι’ αυτό και ο θείος Απόστολος του το απαγορεύει. Και ο Ιωάννης φαίνεται, ότι εξέλαβε τον Άγγελον όχι ως Άγγελον, αλλ’ ως τον Κύριον και έπεσε να τον προσκυνήση με διάθεσιν λατρείας. Ο Άγγελος όμως δεν τολμά να το δεχθή αυτό και του το απαγορεύει. Οι προηγούμενοι όμως Άγγελοι, τους οποίους, όπως είδομεν, προσεκύνησαν ο Ιησούς του Ναυή και ο Βαλαάμ, καθόλου δεν εταράχθησαν εκ της προσκυνήσεως, καθόλου δεν διαμαρτυρήθησαν, αλλά την εδέχθησαν χωρίς καμμίαν αντίρρησιν. Διατί αυτό; Διότι εγνώριζον, ότι δεν προσεκυνούντο λατρευτικώς, αλλά τιμητικώς.

Συμπεράσματα

α) Η Αγία Γραφή δεν απαγορεύει γενικώς και απολύτως την κατασκευήν εικόνων και ομοιωμάτων, αλλά μόνον όταν γίνωνται με σκοπόν να λατρευθούν ως θεοί.

β) Η Αγία Γραφή εις πολλά χωρία διδάσκει, ότι δεν υπάρχει μόνο λατρευτική προσκύνησις, αλλά και προσκύνησις τιμητική. Συνεπώς ορθότατα πράττομεν τιμώντες δια προσκυνήσεως τους Αγίους μας, τα άγιά των λείψανα και τας ιεράς των εικόνας.

katafigioti

lifecoaching