ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Ιωάννης 14,28 ἠκούσατε ὅτι ἐγὼ εἶπον ὑμῖν, ὑπάγω καὶ ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς· εἰ ἠγαπᾶτέ με, ἐχάρητε ἂν ὅτι εἶπον, πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα· ὅτι ὁ πατήρ μου μείζων μού(7) ἐστι·
Ηκούσατε ότι σας είπα, πηγαίνω προς τον Πατέρα και πάλιν έρχομαι κοντά σας. Εάν είχατε πλουσίαν και σταθεράν αγάπην προς εμέ, θα εδοκιμάζατε μεγάλην χαράν, διότι σας είπα· Πηγαίνω προς τον Πατέρα. Διότι ο Πατήρ μου είναι μεγαλύτερος από εμέ.
Αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου. «Είναι μεγαλύτερος ο Πατέρας επειδή ο Υιός είναι ακόμη δούλος και στη δική μας κατάσταση, αφού εξάλλου ονομάζει τον Πατέρα και Θεό δικό του, και αυτό το αποδίδει στην ανθρώπινη μορφή. Διότι εάν πιστεύουμε ότι άδειασε και ταπείνωσε τον εαυτό του, πώς δεν θα είναι ολοφάνερο σε όλους, ότι κατέβηκε από κάποια υπεροχή σε ελάττωση, ή καλύτερα από ισότητα προς τον Πατέρα σε κατάσταση διαφορετική από αυτήν; Τίποτα από αυτά όμως δεν υπέμεινε ο Πατέρας· αλλά έμεινε και είναι σε αυτά που ήταν από την αρχή. Είναι άρα μεγαλύτερος από αυτόν που από συγκατάβαση διάλεξε την ελάττωση» (Κύριλλος Αλεξανδρείας).

«Πήρε μορφή δούλου, χωρίς να αποβάλλει τη θεία· όταν πήρε το ένα δεν καταργήθηκε το άλλο. Και αναφερόμενος σε αυτό που πήρε λέει «ο Πατέρας μου είναι μεγαλύτερος από εμένα». Για το άλλο όμως λέει «Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα». Ας προσέξουν σε αυτό οι Αρειανοί και με την προσοχή τους ας βρουν θεραπεία… Διότι εφόσον ο Υιός του Θεού ήταν με μορφή δούλου, ήταν μικρότερος όχι μόνο από τον Πατέρα, αλλά και από το Άγιο Πνεύμα και επιπλέον μικρότερος και από τον εαυτό του, διότι και Αυτός ο ίδιος ως Θεός είναι μεγαλύτερος από τον εαυτό του» (Αυγουστίνος). Μπορεί όμως να εφαρμοστεί και στη θεία φύση του Λόγου. Όχι λίγοι από τους Έλληνες και Λατίνους (Πατέρες) απάντησαν στους Αρειανούς… ότι ο Πατέρας όχι ως Θεός, αλλά ως αγέννητος Πατέρας λέγεται μεγαλύτερος του Υιού, όπου ο Υιός βλέπεται όχι σύμφωνα με το χαρακτήρα Του ως Θεός, αλλά ως Υιός που γεννήθηκε από τον Πατέρα. Και αυτό δεν αποκλείει το ομοούσιο με τον Πατέρα (b).

«Αν όμως πει κάποιος ότι είναι μεγαλύτερος ο Πατέρας, ως προς το ότι είναι αίτιος του Υιού, ούτε σε αυτό θα φέρουμε αντίρρηση. Αλλά όμως αυτό δεν κάνει τον Υιό να είναι άλλης ουσίας» (Χρυσόστομος).

«Είναι μεγαλύτερος μεν, αλλά όχι στη δύναμη, αλλά μόνο όσον αφορά το αίτιο· διότι είναι αίτιος του υιού με τη γέννηση· διότι από τον πατέρα προέρχεται ο υιός» (Ζιγαβηνός Ευθύμιος).

«Ο Πατέρας μου είναι μεγαλύτερος από εμένα, επειδή δηλαδή είναι Πατέρας…Γενικά λοιπόν δεν μπορούμε να πούμε ότι η ουσία είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από την ουσία» (Βασίλειος Μέγας).

Και «δεν είπε, ο Πατέρας μου είναι καλύτερος από εμένα, για να μην τον θεωρήσει κανείς ξένο ως προς τη φύση εκείνου, αλλά είπε «μεγαλύτερος», όχι κατά το μέγεθος, ή κατά το χρόνο, αλλά λόγω της γέννησής του από τον ίδιο τον Πατέρα· εκτός του ότι και με το να πει «μεγαλύτερος είναι», έδειξε πάλι τη συγγένεια της ουσίας» (Αθανάσιος Μέγας).

«Εγώ όμως και από αυτή τη φράση πιστεύω ότι δηλώνεται ότι είναι ομοούσιος ο Υιός με τον Πατέρα. Διότι ξέρω ότι οι συγκρίσεις γίνονται κυρίως σε αυτά που έχουν την ίδια φύση. Διότι λέμε άγγελο μεγαλύτερο από άγγελο και άνθρωπο δικαιότερο από άνθρωπο και πτηνό ταχύτερο από πτηνό. Αν λοιπόν οι συγκρίσεις γίνονται σε πράγματα του ιδίου είδους, και σύμφωνα με σύγκριση ειπώθηκε ο Πατέρας μεγαλύτερος του Υιού, άρα είναι ομοούσιος με τον Πατέρα ο Υιός. Αλλά υπάρχει και κάποια άλλη έννοια που βρίσκεται μέσα σε αυτό το ρητό. Πού είναι δηλαδή το θαυμαστό, εάν ομολόγησε τον Πατέρα μεγαλύτερο του εαυτού του, εφόσον είναι Λόγος και έγινε σάρκα, τη στιγμή που φάνηκε κατώτερος και από τους αγγέλους όσον αφορά τη δόξα και από τους ανθρώπους όσον αφορά τη μορφή;» (Βασίλειος Μέγας).

Εφόσον όμως εδώ μιλά για επάνοδο προς τον Πατέρα, είναι προφανές, ότι οι λόγοι αυτοί αναφέρονται στην ανθρώπινη φύση του. Έξυπνη, αλλά όχι και ακριβής η ερμηνεία:

«Είπε αυτό για να παρηγορήσει τους μαθητές. Επειδή δηλαδή εκείνοι λυπούνταν, επειδή τάχα δεν θα μπορούσε ο Χριστός να τους βοηθήσει, λέει ότι, Αν και εγώ δεν μπορώ, ο Πατέρας μου όμως, τον οποίο θεωρείτε ανώτερό μου, δεν είναι ικανός να σας βοηθήσει;» (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας)

(Υπόμνημα Π.Ν. Τρεμπέλα στον Ιωάννη, εκδόσεις Σωτήρ, σελ. 532, μετάφραση π. Νικόλαος Πουλάδας)

Χωρίς την ταπείνωση, έλεγε ο στάρετς Αμβρόσιος της Όπτινα, δεν σώζεται ο άνθρωπος. Αν πιστεύσουμε πως από δική μας αξία σωζόμαστε, έχουμε απατηθεί. Θα σας αναφέρω ένα διδακτικό περιστατικό.

Μία επιφανής αρχόντισσα, αρκετά ευσεβής αλλά όχι και αρκετά ταπεινή, καθώς κοιμόταν είδε ένα συγκλονιστικό όνειρο: Πάνω σε ένδοξο θρόνο ο δίκαιος Κριτής! Και απέναντί του πλήθη λαού, μεταξύ των οποίων και η ίδια. Ο Χριστός ετοιμαζόταν να καλέσει πλησίον του τούς εκλεκτούς. Εκείνη που βασιζόταν στις αρετές της και στις καλοσύνες της περίμενε μεγάλες τιμές, αλλά έπεσε έξω στην πρόβλεψή της. Κάποια ταπεινή χωριατοπούλα εκρίθη άξια για την πρώτη θέση. Δεύτερος ήταν ένας φτωχός χωρικός που φορούσε μάλιστα και τσαρούχια. Ακολούθησαν στη σειρά πλήθη απλοϊκών ανθρώπων. Σε μια στιγμή ο Κύριος έπαυσε να προσκαλεί άλλους. Εκείνη επάνω στην απελπισία της αποφάσισε να τον πλησιάσει και να του υπενθυμίσει τα καλά που είχε κάνει.
Ο Χριστός όμως απέστρεψε εντελώς το πρόσωπό του απ’ αυτήν. Εξουθενωμένη πλέον, «κάλαμος συντετριμμένος», έπεσε στο έδαφος, έκλαψε και αναγνώρισε ταπεινά πως πράγματι δεν της άξιζε η ουράνια βασιλεία.
Να, αγαπητοί μου -εδώ δυνάμωσε τη φωνή του ο στάρετς- το ταπεινό φρόνημα! Έτσι πρέπει να σκεπτόμαστε όλοι. Όταν ξύπνησε από το όνειρο η αρχόντισσα, δεν τόλμησε πια να φιλοξενήσει υπερήφανες ιδέες στην ψυχή της. Της έδωσε ο Θεός με το όνειρο αυτό ένα αξέχαστο μάθημα»

(Ο στάρετς Αμβρόσιος,αρχιμ. Τιμοθέου εκδόσεις ο Παράκλητος, 1974, σελ. 156-157)

(Μία όμορφη ιστορία του Paulo Coelho)

Ένας άντρας , το άλογο και ο σκύλος του περπατούσαν σε έναν δρόμο.Και καθώς περνούσαν κάτω από ένα τεράστιο δέντρο έπεσε ένας κεραυνός και τους έκανε και τους τρεις στάχτη.
Όμως ο άντρας δεν κατάλαβε ότι είχε εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο , και συνέχισε την πορεία του με τα δυο του ζώα .Ο δρόμος ήταν πολύ μακρύς και ανέβαιναν σε ένα λόφο.Ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός κι αυτοί ίδρωναν και διψούσαν. Σε μια στροφή του δρόμου είδαν μία πανέμορφη μαρμάρινη πύλη που οδηγούσε σε μια πλατεία στρωμένη με πλάκες από χρυσάφι.Ο διαβάτης μας κατευθύνθηκε προς τον άνθρωπο που φύλαγε την είσοδο και είχε μαζί του τον εξής διάλογο:

-Καλημέρα – Καλημέρα , απάντησε ο φύλακας – Πώς λέγεται αυτό το τόσο όμορφο μέρος; - Αυτός είναι ο παράδεισος – Τι καλά που φτάσαμε στον Παράδεισο , γιατί διψάμε – Μπορείτε Κύριε να μπείτε και να πιείτε όσο νερό θέλετε.Και ο φύλακας του έδειξε την πηγή.- Ναι, μα το άλογο και ο σκύλος μου διψούν επίσης…-Λυπάμαι πολύ, είπε ο φύλακας – αλλά εδώ απαγορεύεται η είσοδος στα ζώα.

Ο άντρας αρνήθηκε με μεγάλη δυσκολία , μιας και διψούσε πολύ , αλλά δεν σκεφτόταν να πιει μόνο αυτός.Ευχαρίστησε τον φύλακα και συνέχισε την πορεία του. Αφού περπάτησαν για αρκετή ώρα στην ανηφοριά , εξαντλημένοι πλέον και οι τρεις , έφτασαν σε ένα άλλο μέρος , η είσοδος του οποίου ξεχώριζε από μια παλιά πόρτα που οδηγούσε σε έναν χωματόδρομο περικυκλωμένο από δέντρα…Στη σκιά ενός δέντρου καθόταν ένας άντρας , και είχε το κεφάλι σκεπασμένο με ένα καπέλο. Μαλλόν κοιμόταν.

Καλημέρα – είπε ο διαβάτης. Ο άντρας έγνεψε σε απάντηση με το κεφάλι του. Διψάμε πολύ , το άλογό μου , ο σκύλος μου κι εγώ. Υπάρχει μια πηγή ανάμεσα σε εκείνα τα βράχια – είπε ο άντρας, δείχνοντας το μέρος. Μπορείτε να πιείτε όσο νερό θέλετε. Ο άνθρωπος , το άλογο και ο σκύλος πήγαν στην πηγή και κατεύνασαν τη δίψα τους. Ο διαβάτης γύρισε πίσω να ευχαριστήσει τον άντρα.Μπορείτε να ξανάρθετε όποτε θέλετε , του απάντησε εκείνος.Επί τη ευκαιρία , πώς ονομάζεται αυτό το μέρος ; ρώτησε ο άντρας. ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ. O Παράδεισος; Μα , ο φύλακας της μαρμάρινης εισόδου μου είπε ότι εκείνο ήταν ο Παράδεισος. Εκείνο δεν ήταν ο παράδεισος. Ήταν η Κόλαση , απάντησε ο φύλακας.Ο διαβάτης έμεινε σαστισμένος. Θα έπρεπε να τους απαγορεύσετε να χρησιμοποιούν το όνομά σας. Αυτή η λάθος πληροφορία μπορεί να προκαλέσει μεγάλο μπέρδεμα, είπε ο διαβάτης. Σε καμιά περίπτωση – αντέτεινε ο άντρας.Στην πραγματικότητα , μας κάνουν μεγάλη χάρη , διότι εκεί παραμένουν όλοι όσοι είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τους καλύτερούς τους φίλους…

Ποτέ να μην εγκαταλείπεις τους πραγματικούς σου φίλους ακόμη κι αν αυτό σου προκαλεί δυσκολίες. Εάν αυτοί σου προσφέρουν την αγάπη τους και τη συντροφιά τους έχεις ένα χρέος: Να μην τους εγκαταλείψεις ποτέ. Διότι: Το να κάνεις ένα φίλο είναι ευλογία , το να έχεις ένα φίλο είναι δώρο , το να κρατήσεις ένα φίλο είναι αρετή , το να είναι κάποιος φίλος σου… είναι τιμή…

(Μία όμορφη ιστορία του Paulo Coelho)

Ένας άντρας , το άλογο και ο σκύλος του περπατούσαν σε έναν δρόμο.Και καθώς περνούσαν κάτω από ένα τεράστιο δέντρο έπεσε ένας κεραυνός και τους έκανε και τους τρεις στάχτη.
Όμως ο άντρας δεν κατάλαβε ότι είχε εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο , και συνέχισε την πορεία του με τα δυο του ζώα .Ο δρόμος ήταν πολύ μακρύς και ανέβαιναν σε ένα λόφο.Ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός κι αυτοί ίδρωναν και διψούσαν. Σε μια στροφή του δρόμου είδαν μία πανέμορφη μαρμάρινη πύλη που οδηγούσε σε μια πλατεία στρωμένη με πλάκες από χρυσάφι.Ο διαβάτης μας κατευθύνθηκε προς τον άνθρωπο που φύλαγε την είσοδο και είχε μαζί του τον εξής διάλογο:

-Καλημέρα – Καλημέρα , απάντησε ο φύλακας – Πώς λέγεται αυτό το τόσο όμορφο μέρος; - Αυτός είναι ο παράδεισος – Τι καλά που φτάσαμε στον Παράδεισο , γιατί διψάμε – Μπορείτε Κύριε να μπείτε και να πιείτε όσο νερό θέλετε.Και ο φύλακας του έδειξε την πηγή.- Ναι, μα το άλογο και ο σκύλος μου διψούν επίσης…-Λυπάμαι πολύ, είπε ο φύλακας – αλλά εδώ απαγορεύεται η είσοδος στα ζώα.

Ο άντρας αρνήθηκε με μεγάλη δυσκολία , μιας και διψούσε πολύ , αλλά δεν σκεφτόταν να πιει μόνο αυτός.Ευχαρίστησε τον φύλακα και συνέχισε την πορεία του. Αφού περπάτησαν για αρκετή ώρα στην ανηφοριά , εξαντλημένοι πλέον και οι τρεις , έφτασαν σε ένα άλλο μέρος , η είσοδος του οποίου ξεχώριζε από μια παλιά πόρτα που οδηγούσε σε έναν χωματόδρομο περικυκλωμένο από δέντρα…Στη σκιά ενός δέντρου καθόταν ένας άντρας , και είχε το κεφάλι σκεπασμένο με ένα καπέλο. Μαλλόν κοιμόταν.

Καλημέρα – είπε ο διαβάτης. Ο άντρας έγνεψε σε απάντηση με το κεφάλι του. Διψάμε πολύ , το άλογό μου , ο σκύλος μου κι εγώ. Υπάρχει μια πηγή ανάμεσα σε εκείνα τα βράχια – είπε ο άντρας, δείχνοντας το μέρος. Μπορείτε να πιείτε όσο νερό θέλετε. Ο άνθρωπος , το άλογο και ο σκύλος πήγαν στην πηγή και κατεύνασαν τη δίψα τους. Ο διαβάτης γύρισε πίσω να ευχαριστήσει τον άντρα.Μπορείτε να ξανάρθετε όποτε θέλετε , του απάντησε εκείνος.Επί τη ευκαιρία , πώς ονομάζεται αυτό το μέρος ; ρώτησε ο άντρας. ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ. O Παράδεισος; Μα , ο φύλακας της μαρμάρινης εισόδου μου είπε ότι εκείνο ήταν ο Παράδεισος. Εκείνο δεν ήταν ο παράδεισος. Ήταν η Κόλαση , απάντησε ο φύλακας.Ο διαβάτης έμεινε σαστισμένος. Θα έπρεπε να τους απαγορεύσετε να χρησιμοποιούν το όνομά σας. Αυτή η λάθος πληροφορία μπορεί να προκαλέσει μεγάλο μπέρδεμα, είπε ο διαβάτης. Σε καμιά περίπτωση – αντέτεινε ο άντρας.Στην πραγματικότητα , μας κάνουν μεγάλη χάρη , διότι εκεί παραμένουν όλοι όσοι είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τους καλύτερούς τους φίλους…

Ποτέ να μην εγκαταλείπεις τους πραγματικούς σου φίλους ακόμη κι αν αυτό σου προκαλεί δυσκολίες. Εάν αυτοί σου προσφέρουν την αγάπη τους και τη συντροφιά τους έχεις ένα χρέος: Να μην τους εγκαταλείψεις ποτέ. Διότι: Το να κάνεις ένα φίλο είναι ευλογία , το να έχεις ένα φίλο είναι δώρο , το να κρατήσεις ένα φίλο είναι αρετή , το να είναι κάποιος φίλος σου… είναι τιμή…

Ματθαίος 24,36 Περὶ δὲ(1) τῆς ἡμέρας ἐκείνης(2) καὶ ὥρας(3) οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν(4), εἰ μὴ ὁ πατήρ μου μόνος(5). Ως προς δε την ημέρα εκείνη και την ώρα της δευτέρας παρουσίας κανείς δεν γνωρίζει τίποτε, ούτε οι άγγελοι των ουρανών, ει μη μόνον ο Πατήρ.
(1) Ο σύνδεσμος «δε» είναι αντιθετικός. Ο Κύριος δείχνει το χρόνο της καταστροφής του ναού και της πόλης των Ιεροσολύμων στους στίχους 32-34, αρνείται όμως στον στίχο αυτό, ότι η ώρα και η ημέρα της συντέλειας του κόσμου είναι γνωστή (b).
(2) Την γνωστή, την μεγάλη και φοβερή ημέρα της φανέρωσης του Σωτήρα (δ). Μερικοί από εκείνους, οι οποίοι άκουγαν τα λόγια του Σωτήρα θα ζούσαν, για να δουν ένα τρομακτικό παράδειγμα που πείθει για το τι είναι η κρίση του Θεού· αλλά όλοι πρέπει να θυμούνται ότι απομένει κάτι τρομακτικότερο, που αφορά στην όλη ανθρωπότητα, η χρονολογία όμως του οποίου είναι μόνο στο Θεό γνωστή (p).
(3) Ημέρα είναι το σύνολο, ώρα είναι ένα τμήμα αυτής (b).
(4) «Εάν οι άγγελοι οι ουράνιοι αγνοούν αυτές, πολύ περισσότερο οι άνθρωποι οι γήινοι δεν πρέπει να γνωρίζουν αυτές» (Ζιγαβηνός Ευθύμιος).
(5) Οι κώδικες σιναϊτικός και βατικανός και κάποιοι άλλοι έχουν: ουδέ ο υιός ει μη ο πατήρ μόνος. Οποιαδήποτε και αν είναι η αυθεντική γραφή, εφ’ όσον προστίθεται η λέξη «μόνος», η έννοια του χωρίου παραμένει ούτως ή άλλως η ίδια. = «Ούτε ο υιός δεν ξέρει την ημέρα εκείνη και ώρα ως άνθρωπος· διότι ως Θεός γνωρίζει ακριβώς το ίδιο με τον Πατέρα» (Ζιγαβηνός).
«Διότι όλα όσα έχει ο Πατέρας είναι του Υιού· και την γνώση όμως έχει της ημέρας ο Πατέρας. Και ο Υιός άρα έχει αυτήν» (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας).
«Διότι αν γνωρίζει καλά τον Πατέρα (ο Υιός), πώς αγνοεί την έσχατη ημέρα; Διότι κανείς δεν γνωρίζει τον Πατέρα παρά μόνο ο Υιός… Και αν το Πνεύμα το Άγιο γνωρίζει όλα τα του Θεού, πώς ο Υιός αγνοεί την ημέρα την οποία δημιούργησε; Και αν οι αιώνες από αυτόν έγιναν και οι χρόνοι, είναι φανερό ότι και η έσχατη ημέρα βρίσκεται στους αιώνες και τους χρόνους και είναι αδύνατον να την αγνοεί αυτός» (Αθανάσιος Μέγας).
«Αλλά, αν και ο ίδιος, μολονότι είναι Θεός Λόγος, έγινε και χρημάτισε άνθρωπος, ο οποίος αγνοεί αυτά που θα γίνουν σύμφωνα με τη δική του φύση και το μέτρο της ανθρωπότητας, αλλά δέχεται πολλές φορές τη γνώση με αποκάλυψη του Θεού. Και να μην απορήσεις αν καταδέχεται την μικροπρέπεια της άγνοιας. Γιατί, αν και είναι δεσπότης, ονομάζεται δούλος ως άνθρωπος, και ενώ είναι Κύριος της δόξας, ζητά δόξα από τον Πατέρα σαν να μην έχει δόξα, και ενώ ο ίδιος είναι πραγματικά η ζωή και ζωογονεί τα πάντα, λέγεται ότι αναστήθηκε με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος… τι το παράδοξο αν και αυτό που υπάρχει κατά φύση, δηλαδή το να αγνοήσει κάτι από αυτά που υπάρχουν, θεώρησε άξιο ενδεχομένως να το οικειωθεί και αυτό μαζί με τα άλλα ιδιώματα;… Σκεπτόμενοι λοιπόν σωστά, θα πούμε ότι γνωρίζει ο Υιός κατά το ότι είναι και νοείται Θεός, όσον αφορά όμως την ανθρώπινη φύση του, επειδή έγινε και άνθρωπος, δεν ψεύδεται καθόλου όταν λέει, ότι δεν γνωρίζει, και να μην αποδώσουμε το πράγμα στα ιδιώματα της θεότητας, αλλά στη μορφή του δούλου και στη δική μας πτωχεία. … Διότι δεν ήρθε και εγκαταστάθηκε σε κάποιον άνθρωπο, σύμφωνα με την ανοησία κάποιων, αλλά έγινε ο ίδιος αληθινά άνθρωπος, μαζί με το ότι είναι και από τη φύση του Θεός» (Κύριλλος Αλεξανδρείας).
Μιλά σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση στην κατάσταση της ταπείνωσης και αποδίδει στη θεία φύση και θεότητα, και κατά συνέπεια στον Πατέρα που έχει την πρωτοβουλία σε κάθε έργο της θεότητας, την εξουσία του να ορίσει την μεγάλη εκείνη ημέρα, όπως και την γνώση αυτής (δ). Προβλήθηκε το χωρίο αυτό για άρνηση του δόγματος της θεότητας του Χριστού. Καμία σημασία όμως δεν έχει αυτό, όταν κάποιος έχει την αληθινή έννοια για τις δύο φύσεις στον Χριστό που ενώθηκαν στον Θεάνθρωπο κατά τρόπο ασύγχυτο. Κατά την ανθρώπινη φύση του ο Κύριος αγνοούσε, αυτό όμως δεν είναι περισσότερο εκπληκτικό από την βεβαίωση, ότι ο Ιησούς αύξανε κατά την σοφία (Λουκ. β 52) ή είχε ψυχή που ταραζόταν και κυριευόταν από αγωνία (Ματθ. κστ 38,Μάρκ. ιδ 34,Ιω. ιβ 27,ιγ 31)(ο).

Μάρκος 13,32 Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἢ τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν(1), οὐδὲ οἱ ἄγγελοι(2) ἐν οὐρανῷ, οὐδὲ ὁ υἱός(3), εἰ μὴ ὁ πατήρ. Ως προς δε την ημέρα εκείνη ή την ώρα, κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς ούτε οι άγγελοι που είναι στον ουρανό ούτε ο Υιός, ειμή μόνον ο Πατήρ.
(1) Τον ακριβή χρόνο, κατά τον οποίο θα συμβεί η συντέλεια του κόσμου, κανείς δεν τον γνωρίζει. Φυλάχτηκε αυτός κρυμμένος από τον Πατέρα, διότι αυτό είναι ένα από εκείνα, τα οποία ο Πατέρας «έβαλε στη δική του εξουσία» (Πραξ. α 7).
(2) Η γνώση των αγγέλων αν και ευρεία, δεν είναι απεριόριστη (Εφεσ. γ 10,Α΄Πέτρ. α 12)(σ). «Με το να πει μεν ότι ούτε οι άγγελοι, τους έκλεισε το στόμα, ώστε να μη ζητούν να μάθουν, αυτό το οποίο εκείνοι δεν ξέρουν· με το να πει από την άλλη ούτε ο Υιός, εμποδίζει όχι μόνο να μάθουν αλλά και να ζητήσουν» (Βίκτωρ Αντιοχείας).
(3) Πολλές προτάθηκαν ερμηνείες: Η πιο σοβαρή: Λέχθηκε αυτό όχι απόλυτα, αλλά αναφορικά με την ανθρώπινη φύση του Χριστού, τόσο μάλλον όσο και στο χωρίο αυτό, βάζει τον εαυτό του ως άνθρωπο πάνω από τους αγγέλους (b).
Με άλλα λόγια «Ως μεν Λόγος γνωρίζει, ως άνθρωπος όμως αγνοεί· διότι του ανθρώπου είναι χαρακτηριστικό το να αγνοεί… Δεν είπε «Ούτε ο Υιός του Θεού γνωρίζει», για να μην φαίνεται η θεότητα ότι αγνοεί, αλλά απλώς είπε «Ούτε ο Υιός», ώστε η άγνοια να είναι στον Υιό που γεννήθηκε από ανθρώπους. Για αυτό και μιλώντας για τους αγγέλους, δεν είπε συνεχίζοντας, ότι ούτε το Άγιο Πνεύμα γνωρίζει, αλλά σιώπησε, δείχνοντας και τα δύο αυτά, ότι δηλαδή εάν το Πνεύμα γνωρίζει, πολύ περισσότερο ο Λόγος, εφ’ όσον είναι Λόγος, γνωρίζει, από τον οποίο (Λόγο) λαμβάνει και το Πνεύμα, και ότι με το να μη μιλήσει για το Άγιο Πνεύμα, φανέρωσε ότι όσον αφορά την ανθρώπινη φύση του έλεγε, ούτε ο Υιός» (Αθανάσιος Μέγας).
Ως Λόγος όμως γνωρίζει. «Διότι πώς θα αγνοούσε την ημέρα, αν όλα έγιναν από αυτόν και χωρίς αυτόν δεν έγινε τίποτα (Ιω. α 3); Διότι αυτός που δημιούργησε τους αιώνες είναι προφανές ότι δημιούργησε και τους χρόνους· αν όμως τους χρόνους, και την ημέρα. Πώς λοιπόν αγνοεί αυτήν που δημιούργησε;» (Βίκτωρ Αντιοχείας).
«Διότι καθ’ όσον μεν θεωρείται άνθρωπος όπως εμείς, δεν θα μπορούσε να ξέρει αυτά που είναι στον Πατέρα· καθ’ όσον όμως είναι από τη φύση του Θεός και προέρχεται από αυτόν, γνωρίζει οπωσδήποτε και την έσχατη ημέρα, έστω και αν λέει ότι δεν γνωρίζει λόγω της ανθρώπινης φύσης του» (Κύριλλος Αλεξανδρείας).
«Δεν είναι άρα του Θεού Λόγου η άγνοια, αλλά της μορφής του δούλου, η οποία εκείνο τον καιρό τόσα ήξερε, όσα του αποκάλυψε η θεότητα που κατοικούσε μέσα του» (Κύριλλος Αλεξανδρείας).
Αξιοσημείωτη και η εκδοχή σε σχέση με τη θεία φύση του Κυρίου που εκφράστηκε ως ακολούθως. «Ούτε ο Υιός θα γνώριζε εάν δεν είχε γνωρίσει ο Πατέρας· δηλαδή η αιτία του ότι ο Υιός γνωρίζει προέρχεται από τον Πατέρα…Η έννοια λοιπόν του χωρίου του Μάρκου είναι η εξής· Για την ημέρα εκείνη ή ώρα κανείς δεν γνωρίζει, ούτε οι άγγελοι του Θεού, αλλά ούτε και ο Υιός θα γνώριζε, εάν δεν γνώριζε ο Πατέρας· διότι από τον Πατέρα είχε δοθεί σε αυτόν η γνώση ήδη εξ’ αρχής». «Ούτε ο υιός γνωρίζει, αν δεν γνωρίζει ο πατέρας. Επειδή όμως γνωρίζει ο Πατέρας, γνωρίζει άρα και ο υιός. Διότι εγώ, λέει, και ο Πατέρας είμαστε ένα» (Ζιγαβηνός στον Ματθαίο).
«Επειδή γνωρίζει ο Πατέρας, και ο Υιός εννοείται ότι γνωρίζει, η σοφία του Πατέρα, η οποία έχει όλα τα του Πατέρα εκτός από το να είναι αυτό το ίδιο, δηλαδή Πατέρας» (Βίκτωρ Αντιοχείας).
Αρκετά έξυπνη και η επόμενη: «Θέλοντας ο Κύριος να εμποδίσει τους μαθητές από το να ρωτάνε για την ημέρα εκείνη και την ώρα, λέει, ότι ούτε οι άγγελοι, ούτε ο υιός γνωρίζει. Διότι αν έλεγε ότι Γνωρίζω μεν, αλλά δεν θέλω να σας αποκαλύψω, θα τους λυπούσε. Τώρα όμως ενεργεί σοφότερα και εμποδίζει αυτούς τελείως από το να ζητούν να μάθουν και να τον ενοχλούν, με το να πει ότι Ούτε οι άγγελοι, ούτε εγώ γνωρίζω. Από ένα παράδειγμα λοιπόν θα κατανοήσεις το λεγόμενο. Πολλές φορές μικρά παιδιά βλέπουν τους πατέρες τους να κρατούν κάτι στα χέρια, και ζητούν αυτό. Οι πατέρες όμως δεν θέλουν να το δώσουν. Επειδή όμως τα παιδιά κλαίνε μιας και δεν παίρνουν, στο τέλος λοιπόν οι πατέρες κρύβουν εκείνο που κρατούν, και δείχνοντας τα χέρια άδεια στα παιδιά, τα σταματούν από το κλάμα. Έτσι και ο Κύριος, συμπεριφερόμενος σαν σε παιδιά στους Αποστόλους, απέκρυψε την ημέρα. Διότι αν έλεγε ότι γνωρίζω μεν, αλλά δεν λέω, θα λυπούνταν, επειδή δεν θα μάθαιναν από αυτόν» (Θεοφύλακτος).
Η ερμηνεία αυτή συγκρούεται κάπως με την απόλυτη ειλικρίνεια και φιλαλήθεια του Κυρίου. Υπέρ της πρώτης ερμηνείας συνηγορεί και το ότι ιδιαίτερα στο ευαγγέλιο αυτό παρουσιάζεται η όλη θρησκευτική και ηθική ζωή του Ιησού κάτω από τους ανθρώπινους όρους εξάρτησης από τον Θεό ως Πατέρα του. Ο περιορισμός λοιπόν στη γνώση ήταν μόνο ένα μέρος του μεγαλύτερου περιορισμού και της κένωσης, τα οποία υπονοεί η ενανθρώπηση του Λόγου. Εξαιτίας αυτού λοιπόν υποτάχτηκε ο Κύριος και στους συνηθισμένους νόμους της αύξησης -της φυσικής, διανοητικής και ηθικής- για την οποία μιλά η Κ.Δ. (Λουκ β 40,52,Εβρ. ε 8).
Σε αυτού του είδους λοιπόν την άγνοια, που αποδίδεται στον Κύριο, δεν υπάρχει τίποτα το ασυμβίβαστο με την απόλυτη αναμαρτησία του. Υπάρχει πλήθος πραγμάτων αδιάφορων ηθικά, η γνώση ή η άγνοια των οποίων ούτε καλύτερους ούτε χειρότερους μας κάνει από ηθική άποψη. Το να υποκείμεθα λοιπόν σε μια τέτοια άγνοια, είναι όρος φύσης πλήρως ανθρώπινης (σ).

(Υπομνήματα Π.Ν. Τρεμπέλα στον Ματθαίο και Μάρκο, εκδόσεις Σωτήρ, μετάφραση στα νέα Ελληνικά πατήρ Νικόλαος Πουλάδας, για τις άλλες συντομογραφίες των πηγών δες ανάρτηση «Το τέλος του κόσμου στα Ευαγγέλια»)

Ματθαίος 19,16 Καὶ ἰδοὺ εἷς(1) προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε ἀγαθέ(2), τί ἀγαθὸν ποιήσω(3) ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; Και ιδού ένας προσήλθε εις αυτόν και του είπε· “διδάσκαλε αγαθέ, τι αγαθόν πρέπει να κάμω, δια να έχω ζωήν αιώνιον;”
(1) «Ο Λουκάς τον ονόμασε αυτόν άρχοντα, δηλαδή των Ιουδαίων» (Ζιγαβηνός Ευθύμιος). Δε γνωρίζουμε με ποια σημασία ειπώθηκε το άρχοντας από το Λουκά. Ίσως λόγω του μεγάλου πλούτου του ονόμασε έτσι το νέο, για να σημάνει ότι ήταν υπολογίσιμος παράγοντας στην κοινωνία (p). «Κάποιοι μεν κατηγορούν το νέο αυτόν ως ύπουλο και πονηρό… εγώ όμως δεν θα αρνιόμουν να πω ότι ήταν φιλάργυρος και δούλος των χρημάτων, επειδή και ο Χριστός τον έλεγξε ότι ήταν τέτοιος· ύπουλο όμως δεν θα τον έλεγα με κανέναν τρόπο» (Χρυσόστομος). «Διότι αλλιώς δεν θα τον παρατηρούσε ο Ιησούς και θα τον συμπαθούσε (Μάρκ.10,21). Αλλά ως προς τα άλλα μεν ήταν καλός και επιθυμούσε την αιώνια ζωή, αλλά το αγκάθι της φιλαργυρίας είχε καταστρέψει το γόνιμο χωράφι της ψυχής του» (Ζιγαβηνός)
(2) Αυθεντική γραφή, διδάσκαλε, τι αγαθόν.

Ματθαίος 19,17 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ(1)· τί με λέγεις ἀγαθόν(2); οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός(3)
Ο δε Ιησούς του είπε· τι με λέγεις αγαθόν; Κανείς δεν είναι αγαθός, ει μη μόνον ένας, ο Θεός.
(1) Αυθεντική γραφή που μαρτυρείται και από τους κώδικες σιναϊτικό, βατικανό, όπως και από τον Ωριγένη: «τι με ρωτάς για το αγαθό; ένας είναι ο αγαθός» = «ο μεν Ματθαίος έγραψε αυτά σαν να ρωτήθηκε ο Σωτήρας για αγαθό έργο με την ερώτηση τι αγαθό να πράξω· ενώ ο Μάρκος και ο Λουκάς λένε ότι ο Σωτήρας είπε, τι με λες αγαθό; κανείς δεν είναι αγαθός παρά μόνο ένας ο Θεός» (Ωριγένης). Σύμφωνα με τη γραφή αυτή η έννοια της φράσης είναι: Γιατί με ρωτάς για το αγαθό; Ένας είναι ο αγαθός, δηλαδή το αγαθό δεν είναι κάποια ανεξάρτητη και περιορισμένη ποσότητα στη ζωή. Είναι ιδιότητα χαρακτήρα και μάλιστα του θείου χαρακτήρα. Η αγαθότητα λοιπόν αυτή της θείας φύσης έχει αποκαλυφθεί στις εντολές (a).
Ζωή αιώνια μπορεί να εξασφαλίσει όχι κάποια ορισμένη πράξη, οσοδήποτε έξοχη και ξεχωριστή, αλλά μόνο ο έξοχος χαρακτήρας. Σαν τη γνωστότερη λοιπόν περίληψη για το ποιος πρέπει να είναι ο χαρακτήρας αυτός, ο Ιησούς αναφέρει τις εντολές, στις οποίες ο Θεός αποκάλυψε τη θέλησή του (p).
(2) «Επειδή τον πλησίασε σαν να ήταν απλός άνθρωπος και ένας από τους πολλούς και διδάσκαλος των Ιουδαίων· για αυτό λοιπόν και ως άνθρωπος συζητά μαζί του» (Χρυσόστομος). «Γιατί με λες αγαθό, αφού είμαι άνθρωπος σύμφωνα με τη δική σου αντίληψη;» (Ζιγαβηνός). «Διότι εκείνος, τόν νόμιζε άνθρωπο μόνο και όχι Θεό. Αν δηλαδή, λέει, με νομίζεις άνθρωπο και όχι Θεό, μη με λες αγαθό» (Αθανάσιος Μέγας). «Διότι κανείς από τους ανθρώπους δεν είναι αγαθός με την κύρια έννοια· και διότι είμαστε ευμετάβλητοι μιας και μετακινούμαστε από το αγαθό· και διότι συγκρινόμενη η ανθρώπινη αγαθότητα με αυτήν του Θεού, θεωρείται πονηρία» (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας).
«Διότι δεν θα μπορούσε με τον τρόπο που λέγεται αγαθός ο Θεός, με τον ίδιο τρόπο να λεχθεί αγαθός ο άνθρωπος ο οποίος από τον αγαθό θησαυρό της καρδιάς του προσφέρει αγαθά» (Ωριγένης). «Νομίζω λοιπόν ότι αυτός που εκτελεί το πρόσταγμα «απομακρύνσου από το κακό και κάνε το καλό», ως προς αυτά μεν που κάνουν οι υπόλοιποι άνθρωποι, κάνει το αγαθό, ως προς το αληθινά αγαθό όμως, όπως ακριβώς δεν θα δικαιωθεί μπροστά στο Θεό κάθε ζωντανός άνθρωπος, αφού κάθε ανθρώπινη δικαιοσύνη αποδεικνύεται ως μη δικαιοσύνη, όταν γίνει αντιληπτή η δικαιοσύνη του Θεού, κατά τον ίδιο τρόπο ούτε αγαθός θα είναι μπροστά στον αγαθό Θεό καθένας που θα μπορούσε να ονομαστεί αγαθός σε σύγκριση με τα κατώτερα από εκείνα» (Ωριγένης).
(3) «Όταν λέει «κανείς δεν είναι αγαθός», δεν το λέει αυτό για να αποκλείσει τον εαυτό του από το ότι είναι αγαθός… Διότι δεν είπε, τι με λες αγαθό; Δεν είμαι αγαθός· αλλά (είπε) κανείς δεν είναι αγαθός· δηλαδή κανείς από τους ανθρώπους. Αλλά και αυτό ακόμη όταν το λέει, δεν το λέει αποστερώντας ούτε τους ανθρώπους από την αγαθότητα· αλλά το λέει σε σύγκριση με την αγαθότητα του Θεού» (Χρυσόστομος). «Δεν το είπε αυτό κατηγορώντας όλη την ανθρώπινη φύση για πονηρία, αλλά συγκρίνοντας την αγαθότητα που υπάρχει στους ανθρώπους με αυτήν του Θεού» (Σειρές,Χρυσόστομος)· «επειδή το αγαθό με την κύρια έννοια δεν αναφέρεται σε κανέναν παρά μόνο στο Θεό» (Ωριγένης). «Διότι μόνος κυρίως αγαθός είναι ο Θεός» (Ζιγαβηνός). «Δηλαδή εκ φύσεως μεν αγαθός είναι μόνος ο Θεός, ενώ από ελεύθερη διάθεση (θέληση) αγαθός είναι μόνο αυτός που μιμείται το Θεό» (Σειρές,Χρυσόστομος).

Μάρκος 10,17 Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ εἰς ὁδὸν(1) προσδραμὼν(2) εἷς καὶ γονυπετήσας(3) αὐτὸν ἐπηρώτα αὐτόν· διδάσκαλε ἀγαθέ(4), τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον(5) κληρονομήσω;
Και καθώς έβγαινε ο Ιησούς στον δρόμον, έτρεξε εμπρός εις αυτόν ένας και αφού εγονάτισε, τον ρώτησε· διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω δια να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;
(2) Ο άνθρωπος αυτός φαίνεται να ωθείται από κάποιο βαθμό ζήλου και με κάποιο πόθο αναμένει τη συνάντηση με τον Σωτήρα (b). Αυτό εκφράζει το ρήμα προσδραμών=έτρεξε προς τον Ιησού.
(3) Άλλο γεγονός που μαρτυρεί το ζήλο του και την εκτίμησή του προς το νέο διδάσκαλο (σ). «Κάποιοι κατηγορούν αυτόν το νέο, ότι είναι ύπουλος και πονηρός και θέλει να πειράξει. Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Αλλά φιλοχρήματος μεν είναι ο άνθρωπος, όχι όμως να βάλει σε πειρασμό. Διότι άκου τον ευαγγελιστή (στο στίχο 21) ότι αφού τον παρατήρησε ο Ιησούς, τον συμπάθησε» (Θεοφύλακτος). «Δεν έδειξε μικρή προθυμία ο νέος πέφτοντας σε έναν τέτοιο έρωτα. Και ενώ οι άλλοι, άλλοι μεν τον πλησίαζαν για να τον πειράξουν, ενώ άλλοι για ασθένειες είτε δικές τους είτε ξένων, αυτός πλησιάζει και συζητά για την αιώνια ζωή. Διότι ήταν γόνιμο και πλούσιο το χωράφι της ψυχής του, αλλά το πλήθος των αγκαθιών έπνιγε τον σπόρο. Πρόσεξε λοιπόν πώς ήταν έτοιμος αρχικά για να υπακούσει στις εντολές. Διότι δεν είπε, Πώς θα μπω στη ζωή; Αλλά είπε, τι να κάνω; Τόσο έτοιμος ήταν για να εφαρμόσει αυτά που θα λέγονταν… Επιθυμεί λοιπόν τη ζωή, αλλά είναι κυριευμένος από πολύ κακό πάθος» (Βίκτωρ Αντιοχείας).
Από το Ματθαίο χαρακτηρίζεται ως νεανίσκος (Ματθ. ιθ 20,22) και από το Λουκά ως άρχων (Λουκ. ιη 18), ήταν όμως και πλούσιος. Σπάνιο πράγμα άνθρωπος της ηλικίας του και των προσόντων του να ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τη μέλλουσα ζωή. Άφησε κατά μέρος τη βαρύτητα του άρχοντα και έτρεξε να αρπάξει την ευκαιρία της συνάντησης και χωρίς να έχει την αξίωση να τύχει ιδιαίτερης ακρόασης από τον Ιησού, όπως ο Νικόδημος, και μπροστά σε όλους γονάτισε, παρέχοντας εξαίρετο δείγμα του μεγάλου σεβασμού προς τον Ιησού ως διδάσκαλο που στάλθηκε από το Θεό.
(4) Ο νέος αναγνώριζε τον Ιησού ως μεγάλο ραββίνο και ως τέτοιο χαιρέτησε αυτόν ευλαβικά όπως οι μαθητές συνήθιζαν να εκδηλώνουν το σεβασμό τους προς διακεκριμένους διδασκάλους. Δεν είχε όμως υψηλότερη ιδέα για τον Ιησού (σ). Πάντως αναγνωρίζει, ότι ο Ιησούς είναι αγαθός διδάσκαλος. …
(5) Η φράση αιώνια ζωή συναντιέται για πρώτη φορά στο Δανιήλ ιβ 2 όπου αντιτίθεται με τη φράση «αισχύνη αιώνια». Είχε γίνει οικεία στους Ιουδαίους και ειδικά στους γραμματείς και Φαρισαίους, και είχε αποβεί θέμα συζήτησης, από την οποία προκλήθηκαν πολλά ερωτήματα, άλλα μεν σοβαρά, και άλλα μάλλον θεωρητικά (σ). Σημαίνει τις ευλογίες της μεσσιακής βασιλείας, τόσο τις τωρινές, όσο και τις μελλοντικές (γ). …

Μάρκος 10,18 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· τί με λέγεις ἀγαθόν(1); οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός(2). Ο δε Ιησούς του είπεν· διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανείς δεν είναι αγαθός, ειμί μόνον ένας, ο Θεός.
(1) «Γιατί απάντησε έτσι σε αυτόν ο Χριστός; Επειδή τον πλησίασε σαν άνθρωπο και σαν έναν από τους πολλούς διδασκάλους. Αυτό δηλαδή λέει ο Χριστός. Εάν νομίζεις ότι είμαι αγαθός ως διδάσκαλος, κανείς άνθρωπος δεν είναι αγαθός σε σύγκριση με το Θεό… Επομένως με τα λόγια αυτά ο Χριστός θέλει αυτό, δηλαδή το να κάνει υψηλότερη τη σκέψη του ανθρώπου ώστε να αναγνωρίσει αυτόν ως Θεό. Αλλά και κάτι άλλο κατορθώνει, το να τον διδάξει, όταν πρόκειται να μιλήσει σε κάποιον, να μη μιλά κολακευτικά, αλλά να ξέρει ότι ο Θεός είναι η ρίζα και η πηγή της αγαθότητας και σε αυτόν να προσφέρει τις τιμές» (Θεοφύλακτος). «Διότι και όταν λέει «Μην αποκαλέσετε διδάσκαλο πάνω στη γη», σε σύγκριση με αυτό το λέει, και για να μάθουν ποια είναι η πρώτη αρχή όλων των όντων» (Βίκτωρ Αντιοχείας).
«Δες λοιπόν, σε παρακαλώ, παντού και σε κάθε περίπτωση τον υιό να δείχνει ταπεινοφροσύνη αλλά ταυτόχρονα να δείχνει και το θεϊκό μέγεθος, πρώτον όταν λέει προς τον νέο που τον ονόμασε αγαθό, Τι με λες αγαθό; Κανείς δεν είναι αγαθός παρά μόνο ο Θεός. Και πολύ λογικά είπε αυτό· ήταν σαν να έλεγε ο Χριστός, σου φαίνομαι ως άνθρωπος, νέε μου, εσύ όμως, ονομάζοντάς με διδάσκαλο σαν έναν από τους γραμματείς, πρόσθεσες το «αγαθός». Κανείς όμως από τους ανθρώπους δεν είναι αγαθός, αλλά μόνο στο Θεό ανήκει η ονομασία αυτή. Μάταια λοιπόν ονόμασες αγαθό αυτόν που μέχρι τώρα σου φαινόταν άνθρωπος. Έτσι λοιπόν απαντώντας, έδειξε την ταπεινοφροσύνη στον άνδρα λέγοντας· Κανείς δεν είναι αγαθός, από αυτούς που εσύ θεωρείς» (Γρηγόριος Νύσσης).
Δεν λέει παρόλ’ αυτά ο Κύριος, ότι δεν είμαι αγαθός, αλλά τι με λες αγαθό;… Ο Ιησούς δεν δέχεται για τον εαυτό του τον τίτλο αγαθός χωρίς τον τίτλο της θεότητας. Εφόσον ο νέος δεν αναγνώριζε την θεότητά του, υπερασπίζεται ο Κύριος την δόξα του Πατέρα (b). «Όταν λοιπόν λέει κανείς δεν είναι αγαθός, δεν το λέει αυτό αποκλείοντας τον εαυτό του από το να είναι αγαθός… αλλά το λέει για αντιδιαστολή με την αγαθότητα του Θεού. Έδωσε αυτήν την ονομασία συγκρίνοντας την αγαθότητα των ανθρώπων με αυτήν του Θεού» (Χρυσόστομος). «Για αυτό και πρόσθεσε στη συνέχεια, παρά μόνο ένας ο Θεός. Και δεν είπε, παρά μόνο ο Πατέρας μου, για να μάθεις ότι δεν αποκάλυψε τον εαυτό του στον νέο» (Βίκτωρ Αντιοχείας).
(2) Ο Θεός μόνος κατέχει την απόλυτη αγαθότητα. Δεν υπάρχει άλλος από μόνος του και αναλλοίωτα αγαθός παρά μόνο ο Θεός. Η αγαθότητά του πηγάζει από τον εαυτό του και κάθε αγαθότητα στα δημιουργήματα προέρχεται από αυτόν. Είναι η πηγή, από την οποία προέρχεται η αγαθότητα και οποιαδήποτε άλλα ρεύματα ή ρυάκια αγαθότητας «από επάνω κατεβαίνουν», από αυτόν ο οποίος είναι Αγάπη…

Λουκάς 18,18 Καὶ ἐπηρώτησέ τις(1) αὐτὸν ἄρχων(2) λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ(3), τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω(4);
Και τον ηρώτησε κάποιος άρχων, λέγων· Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;
(2) Μόνο ο Λουκάς λέει αυτό και μένουμε σε αμφιβολία για το τι να σημαίνει με αυτό (p). Πιθανώς σημαίνει άρχοντας συναγωγής. Δες Ματθ. θ 18 σε συνδυασμό με τα Μάρκ. ε 22 και Λουκ. η 41 (g). Ίσως όμως με τη λέξη αυτή θέλησε ο Λουκάς να δηλώσει κάποια κοινωνική θέση (L).
(3) Δεν υπάρχει σε όλο το Ταλμούδ παράδειγμα ραββίνου που να προσφωνήθηκε με το Διδάσκαλε αγαθέ. Ο τίτλος λοιπόν ήταν τελείως άγνωστος στους Ιουδαίους. Η προσφώνηση συνεπώς ήταν έκτακτη και ίσως και καθαρά περιποιητική φιλοφροσύνη. Το Ταλμούδ λέει: Κανένα άλλο αγαθό δεν υπάρχει παρά μόνο ο νόμος (p).

Λουκάς 18,19 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν(1); οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός(2). Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς· διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανένας δεν είναι αγαθός, ει μη μόνον ο Θεός.
(1) «Με είπες αγαθό, λέει. Γιατί λοιπόν πρόσθεσες το Διδάσκαλε;… Κανείς από τους ανθρώπους δεν είναι αγαθός με την κύρια έννοια, παρά μόνο ένας ο Θεός. Επομένως αν θες να με λες αγαθό, ως Θεό να με λες αγαθό, αλλά μη με πλησιάζεις ως απλό άνθρωπο. Διότι αν με νομίζεις κάποιον κοινό άνθρωπο, να μη με ονομάζεις αγαθό. Διότι στην πραγματικότητα αγαθός και πηγή αγαθότητας και αρχή της αυτοαγαθότητας είναι ο Θεός. Οι άνθρωποι όμως αν και είμαστε αγαθοί, αλλά όχι με την κύρια έννοια, αλλά μετέχουμε στη θεία αγαθότητα, και έχουμε ανάμικτο το αγαθό και μεταβαλλόμενο» (Θεοφύλακτος).
(2) «Το ένας εδώ σημαίνει το ίδιο με το μόνος» (Βασίλειος ο Μέγας). «Διότι ο Θεός από τη φύση του είναι αγαθός, και ιδιαίτερο και ουσιώδες φυσικό και εξαίρετο αξίωμά του είναι το ότι είναι αγαθός, και κατά συμμετοχή οι άγγελοι και εμείς» (Κύριλλος Αλεξανδρείας). Όσοι πλησιάζουν το Χριστό ως διδάσκαλό τους πρέπει να πιστεύουν όχι μόνο στη θεία αποστολή του, αλλά και στη θεία φύση και αγαθότητά του.

(Υπομνήματα Π.Ν. Τρεμπέλα, κατ’ επιλογήν αποσπάσματα, στο κατά Ματθαίον σελ.349-350, στο κατά Μάρκον σελ. 184-186, στο κατά Λουκάν σελ. 520, εκδόσεις Σωτήρ, επιλογή και μετάφραση στα νέα Ελληνικά π. Νικόλαος Πουλάδας)

Γέροντα, εύκολα κρίνω και κατακρίνω.

- Η κρίση που έχεις, είναι φυσικά, χάρισμα που σου έδωσε ο Θεός, αλλά την εκμεταλλεύεται το ταγκαλάκι και σε κάνει να κατακρίνεις και να αμαρτάνεις. Γι’ αυτό, μέχρι να εξαγνισθεί η κρίση σου και να έρθει ο θείος φωτισμός, να μη την εμπιστεύεσαι. Όταν κανείς ασχολείται με τους άλλους και τους κρίνη, ενώ ακόμα δεν έχει εξαγνισθή η κρίση του, πέφτει συνέχεια στην κατάκριση.
- Και πώς, Γέροντα, θα εξαγνισθεί η κρίση μου;
- Πρέπει να την λαμπικάρεις. Μπορεί να έχεις καλή διάθεση και μια δύναμη μέσα σου, αλλά πιστεύεις ότι κρίνεις πάντοτε σωστά. Η κρίση σου είναι όμως είναι ανθρώπινη, κοσμική. Προσπάθησε να απαλλαγείς από το ανθρώπινο στοιχείο, να αποκτήσεις ανιδιοτέλεια, για να έρθει ο θείος φωτισμός και να γίνει η κρίση σου πνευματική, θεϊκή. Τότε η κρίση σου θα είναι σύμφωνη με την δικαιοσύνη του Θεού και όχι με την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Με την αγάπη και την ευσπλαχνία του Θεού και όχι με την λογική την ανθρώπινη.
Μόνον ο Θεός κρίνει δίκαια, γιατί μόνον Αυτός γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων. Εμείς, επειδή δεν ξέρουμε την δίκαιη κρίση του Θεού, κρίνουμε “κατ’ όψιν”, εξωτερικά, και γι’ αυτό πέφτουμε έξω και αδικούμε τον άλλον. Η ανθρώπινη κρίση μας δηλαδή είναι μία μεγάλη αδικία. Είδες τι είπε ο Χριστός: “Μη κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε”.

«Ποιοί λοιπόν είναι οι λόγοι για τους οποίους και ο ίδιος και οι Απόστολοι έχουν πει πολλά ταπεινά για αυτόν;
Ο πρώτος λόγος και ο σπουδαιότερος, είναι το ότι αυτός φόρεσε ανθρώπινη σάρκα και θέλει να βεβαιώσει και τους τότε και όλους τους μεταγενεστέρους, ότι αυτό που βλέπεται δεν είναι ούτε κάποια σκιά, ούτε απλώς κάποιο σχήμα, αλλά είναι πραγματική φύση.
Διότι, εάν, μολονότι τόσα πολλά ταπεινά και ανθρώπινα έχουν πει για αυτόν και οι απόστολοι και ο ίδιος για τον εαυτό του, όμως κατόρθωσε ο διάβολος να πείσει μερικούς από τους άθλιους και ταλαίπωρους ανθρώπους να απαρνηθούν την αιτία της κατ’ οικονομίαν ενανθρωπήσεως αυτού, και να τολμήσουν να πουν, ότι δεν έλαβε σάρκα, και έτσι να βλάψουν την όλη υπόθεση της φιλανθρωπίας του Θεού, εάν δεν έλεγε τίποτα από αυτά, πόσοι δεν θα έπεφταν στο βάραθρο αυτό του διαβόλου; Δεν ακούς ακόμη και τώρα τον Μαρκίωνα που αρνείται την κατ’ οικονομίαν ενανθρώπηση του Κυρίου, καθώς και τον Μανιχαίο και τον Ουαλεντίνο και πολλούς άλλους;
Για αυτό λέει πολλά ανθρώπινα και ταπεινά, και υπολείπονται πάρα πολύ από την απόρρητη εκείνη ουσία, για να επιβεβαιώσει την αιτία της κατ’ οικονομίαν ενανθρωπήσεώς του. Καθόσον ο διάβολος κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες να ξεριζώσει από τους ανθρώπους αυτήν την πίστη, γνωρίζοντας ότι, αν ξεριζώσει από τους ανθρώπους αυτήν την πίστη στην ενανθρώπηση του Κυρίου, θα εξαφανιστεί το μεγαλύτερο μέρος όλων εκείνων που συνιστούν την πίστη μας.
Υπάρχει και άλλη μετά από αυτήν αιτία, η πνευματική αδυναμία των ακροατών, και το ότι δεν μπορούσαν να δεχτούν τις υψηλότερες αλήθειες της πίστης τότε που για πρώτη φορά τον έβλεπαν και τον άκουγαν. Και ότι αυτό δεν είναι δική μου σκέψη, θα προσπαθήσω να το παρουσιάσω και να το αποδείξω από τις Γραφές, ότι δηλαδή όταν κάποτε συνέβαινε και έλεγε κάτι το μεγάλο και υψηλό και άξιο της δόξας του. Και γιατί λέω μεγάλο και υψηλό και άξιο της δόξας τους; Εάν κάποτε έλεγε κάτι που ήταν απάνω από τις δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης, θορυβούνταν και σκανδαλίζονταν, εάν πάλι κάποτε έλεγε κάτι το ταπεινό και ανθρώπινο, τότε έτρεχαν κοντά του και δέχονταν τα λόγια του. Και πού, λέει, μπορούμε να το δούμε αυτό; Κατ’ εξοχήν στο ευαγγέλιο του Ιωάννη· διότι, αφού είπε ο Ιησούς, «ο Αβραάμ ο πατέρας σας αισθάνθηκε αγαλλίαση που επρόκειτο να δει την ημέρα μου, και την είδε και χάρηκε», του απαντούν εκείνοι· «Δεν είσαι ούτε σαράντα χρονών ακόμη και είδες τον Αβραάμ;»(Ιω. 8,56,57). Βλέπεις ότι συμπεριφέρονταν απέναντί του σαν να ήταν απλός άνθρωπος;
Τί απαντά λοιπόν αυτός; «Εγώ υπάρχω» λέει, «προτού γεννηθεί ο Αβραάμ. Και πήραν πέτρες για να τις ρίξουν εναντίον του»(Ιω. 8,58). Και όταν τους απηύθυνε μακρούς λόγους για τα μυστήρια, λέγοντας, «Και ο άρτος που θα δώσω εγώ είναι η σάρκα μου»(Ιω. 6,51), αυτοί έλεγαν· «Είναι σκληρός αυτός ο λόγος· ποιός μπορεί να τον ακούει; Για το λόγο αυτόν πολλοί από τους μαθητές του έφυγαν και δεν πήγαιναν πλέον μαζί του» (Ιω. 6, 60-66). Πες μου λοιπόν, τι έπρεπε να κάνει; Να μιλά συνέχεια με υψηλού περιεχομένου λόγια, ώστε να απομακρύνει το θήραμα και όλοι να αποκρούσουν τη διδασκαλία του; Αλλά αυτό δεν ήταν γνώρισμα της φιλανθρωπίας του. Καθόσον και πάλι, επειδή είπε, «Εκείνος που ακούει το λόγο μου δεν θα γευτεί θάνατο στον αιώνα»(Ιω. 8,52), έλεγαν εκείνοι· «Δεν λέγαμε πολύ σωστά ότι έχεις δαιμόνιο; Ο Αβραάμ πέθανε, και οι προφήτες πέθαναν και συ λες ότι εκείνος που ακούει το λόγο μου δεν θα γευτεί ποτέ θάνατο;» (Ιω. 8,52-53). Και τι το παράξενο εάν το πλήθος έδειχνε τέτοια συμπεριφορά απέναντί του, τη στιγμή βέβαια που οι ίδιοι οι άρχοντες είχαν την ίδια γνώμη;
Πράγματι λοιπόν ο Νικόδημος, που ήταν άρχοντας και ήρθε προς αυτόν με μεγάλη αγάπη και του είπε, «Γνωρίζουμε ότι ήρθες σαν δάσκαλος από τον Θεό»(Ιω. 3,2), δεν μπόρεσε να δεχτεί το λόγο του για το βάπτισμα, διότι ήταν πολύ πιο μεγάλος από την πνευματική του αδυναμία. Διότι, όταν ο Χριστός είπε, ότι «Αν κάποιος δεν γεννηθεί από νερό και Πνεύμα, δεν μπορεί να δει τη βασιλεία του Θεού», σε τόσο χαμηλές σκέψεις έπεσε, ώστε να πει «Πώς μπορεί ο άνθρωπος να γεννηθεί ενώ είναι γέρος; Μήπως μπορεί για δεύτερη φορά να μπει στην κοιλιά της μητέρας του και να γεννηθεί από τον ουρανό;».
Τι λοιπόν απαντά ο Χριστός; «Εάν σας μίλησα για τα επίγεια και δεν πιστέψατε, πώς εάν σας μιλήσω για τα επουράνια, θα πιστεψετε;» (Ιω. 3,3-4.12). Είναι σαν να απολογείται κατά κάποιο τρόπο και να λέει, για ποιό λόγο δεν τους μιλούσε συνέχεια για την ουράνια γέννηση. Πάλι κατά την ώρα εκείνη του σταυρικού θανάτου του, μετά από άπειρα θαύματα, μετά από τη μεγάλη εκείνη απόδειξη της δυνάμεώς του, όταν είπε, «Θα δείτε τον Υιό του ανθρώπου να έρχεται επάνω στα σύννεφα» ((Ματθ. 26,64), μη υποφέροντας ο αρχιερέας τα λόγια αυτά, ξέσχισε τα ρούχα του. Πώς λοιπόν έπρεπε να ομιλεί προς αυτούς, που δεν μπορούσαν τίποτα από τα υψηλά να ανεχτούν; Το ότι λοιπόν γενικά δεν είπε για τον εαυτό του κάτι το μεγάλο και υψηλό, δεν είναι καθόλου άξιο θαυμασμού, εφόσον μιλούσε προς ανθρώπους που σύρονταν κάτω και ήταν τόσο αδύναμοι πνευματικά.
4. Θα αρκούσαν λοιπόν και τα όσα έχουν λεχθεί να δείξουν, ότι αυτή ήταν η αιτία και ο λόγος για τον οποίο τα τότε λεγόμενα λέγονταν με τρόπο ταπεινό, αλλά εγώ θα προσπαθήσω να καταστήσω αυτό φανερό και με άλλο τρόπο. Όπως ακριβώς δηλαδή είδατε αυτούς να σκανδαλίζονται, να θορυβούνται, να απομακρύνονται από κοντά του, να τον βρίζουν και να φεύγουν, εάν κάποτε ο Χριστός έλεγε κάτι το μεγάλο και υψηλό, έτσι θα προσπαθήσω να σας δείξω ότι αυτοί οι ίδιοι έτρεχαν κοντά του και δέχονταν τη διδασκαλία του, εάν κάποτε έλεγε κάτι το ταπεινό και ευτελές. Διότι αυτοί οι ίδιοι που έφυγαν από κοντά του, όταν εκείνος τους είπε πάλι «Τίποτα από μόνος μου δεν κάνω, αλλά μιλώ όπως με δίδαξε ο Πατέρας μου»(Ιω. 8,28), αμέσως έτρεξαν κοντά του. Και θέλοντας ο ευαγγελιστής να μας δείξει, ότι πίστεψαν εξαιτίας της ταπεινότητας των λόγων, επισημαίνει αυτό λέγοντας· «Αφού αυτός είπε αυτά πολλοί πίστεψαν σε αυτόν»(Ιω. 8,30)· και αλλού πολλές φορές θα μπορούσε κανείς να βρει να συμβαίνει αυτό.
Για αυτό πολλά πολλές φορές τα είπε με ανθρώπινο τρόπο, και άλλοτε πάλι όχι με ανθρώπινο τρόπο, αλλά με τρόπο θεοπρεπή και άξιο της υψηλής καταγωγής του, από το ένα μέρος δείχνοντας συγκατάβαση στην αδυναμία των ακροατών, από το άλλο φροντίζοντας για την ορθότητα των δογμάτων. Για να μη συμβεί δηλαδή, εφαρμόζοντας πάντα τη συγκατάβαση στα λεγόμενά του, να βλάψει τους μεταγενέστερους ως προς την πίστη στο αξίωμά του, ούτε για το θέμα αυτό έδειξε αδιαφορία, αλλά, αν και γνώριζε από πριν, ότι δεν θα τα ακούσουν, αλλά και θα τον χλευάσουν και θα φύγουν από κοντά του όμως τα είπε, επιδιώκοντας αυτό ακριβώς που είπα, και για να δείξει την αιτία για την οποία ανέμιξε σε αυτά και ταπεινά λόγια. Η αιτία αυτή ήταν το ότι δεν μπορούσαν ακόμη να δεχτούν το μέγεθος των λεγομένων. Εάν δεν ήταν αυτή η επιδίωξή του, τότε ήταν περιττή η διδασκαλία των υψηλών δογμάτων προς εκείνους που δεν θα τον άκουγαν, ούτε θα τον πρόσεχαν. Τώρα όμως, αν και εκείνους δεν τους ωφελούσε καθόλου, όμως δίδασκε εμάς και μας ασκούσε να έχουμε την πρέπουσα πίστη για αυτόν, και μας έπειθε, ότι, επειδή δεν μπορούσαν ακόμη εκείνοι να δεχτούν το μέγεθος των λεγομένων, μετέφερε το λόγο σε ταπεινότερα. Όταν λοιπόν δεις αυτόν να λέγει ταπεινά, πίστευε ότι η συγκατάβαση δεν οφειλόταν στην ευτέλεια της ουσίας του, αλλά στην πνευματική αδυναμία των ακροατών.
Θέλετε να σας αναφέρω και τρίτη αιτία; Διότι πολλά ταπεινά έκανε και έλεγε όχι μόνο διότι φόρεσε την ανθρώπινη σάρκα, ούτε εξαιτίας της πνευματικής αδυναμίας των ακροατών, αλλά και επειδή ήθελε να διδάξει τους ακροατές του να δείχνουν ταπεινοφροσύνη. Αυτή λοιπόν είναι η τρίτη αιτία. Διότι εκείνος που διδάσκει ταπεινοφροσύνη, διδάσκει αυτήν όχι μόνο με λόγια, αλλά και με τις πράξεις, δείχνοντας μετριοφροσύνη και με λόγια και με πράξεις. Διότι λέει «Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά»(Ματθ. 11,29) και πάλι αλλού λέει «Ο Υιός του ανθρώπου δεν ήρθε για να υπηρετηθεί, αλλά για να υπηρετήσει». Εκείνος λοιπόν που διδάσκει να είμαστε ταπεινοί και σε καμιά περίπτωση να μην επιδιώκουμε τα πρωτεία, αλλά να καταδεχόμαστε παντού να είμαστε κατώτεροι, και μας οδηγούσε σε αυτό με λόγια και πράξεις, είχε πολλούς λόγους που μιλούσε με λόγια ταπεινά.
Είναι δυνατόν να αναφέρω και τέταρτη αιτία, όχι κατώτερη από εκείνες που προαναφέρθηκαν. Ποιά είναι αυτή; Για να μην φθάσουμε κάποτε να σκεφτούμε, εξαιτίας της μεγάλης και απερίγραπτης εγγύτητας των υποστάσεων του Υιού και του Πατέρα, ότι ένα είναι το πρόσωπο αυτών, τη στιγμή μάλιστα που και τώρα, αν και λίγες μόνο φορές μίλησε για κάτι παρόμοιο, ήδη μερικοί παρασύρθηκαν προς την ασέβεια αυτή. Ο Σαβέλλιος δηλαδή ο Λίβυς, επειδή άκουσε αυτόν να λέει, «Εγώ και ο Πατέρας μου είμαστε ένα»(Ιω.10,30) και «Εκείνος που είδε εμένα, είδε και τον Πατέρα»(Ιω. 14,9), άρπαξε την εγγύτητα αυτή των υποστάσεων του Υιού προς τον Πατέρα που φαίνεται από τα λόγια αυτά και διατύπωσε την ασεβή σκέψη, ότι ένα είναι το πρόσωπο και μία η υπόσταση αυτών. Και δεν είναι βέβαια μόνο αυτές οι αιτίες, αλλά και για να μην σκεφτεί κανένας ότι αυτός (ο Υιός) είναι η πρώτη και αγέννητη ουσία και τον θεωρήσει έτσι ανώτερο από τον Πατέρα. Καθόσον και ο Παύλος αυτό ακριβώς φαίνεται να φοβάται, μη τυχόν κανείς κάποτε σκεφτεί αυτό το ασεβές και πονηρό δόγμα. Αφού είπε δηλαδή «Πρέπει αυτός να βασιλεύει μέχρι που να θέσει τους εχθρούς κάτω από τα πόδια αυτού», και πρόσθεσε ότι «όλα τα υπέταξε κάτω από τα πόδια αυτού», συμπλήρωσε λέγοντας «Εκτός από εκείνον που υπέταξε σε αυτόν τα πάντα»(Α Κορ. 15,25-27)· δεν θα πρόσθετε αυτό, εάν δεν είχε το φόβο, μήπως δημιουργηθεί κάποτε αυτή η διαβολική σκέψη.
Και σε πολλές άλλες περιπτώσεις καταπραΰνοντας το φθόνο των Ιουδαίων, κατεβάζει το ύψος των λεγομένων του, και πολλές φορές πάλι απαντά ανάλογα με εκείνα που σκέφτονταν οι ακροατές του, όπως όταν λέει, «Εάν εγώ δίνω μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου δεν είναι αληθινή»(Ιω.5,31). Αυτό το είπε απευθυνόμενος προς εκείνο που σκέφτονταν· διότι βέβαια δεν θέλησε να δείξει αυτό, ότι δηλαδή δεν είναι αληθινή η μαρτυρία του, αλλά, λέει, όπως εσείς νομίζετε και υποπτεύεσθε και δεν θέλετε να με παραδεχτείτε όταν μιλώ για τον εαυτό μου.
5. Μπορούμε όμως και άλλες περισσότερες αιτίες να βρούμε. Της ταπεινότητας των λόγων του βέβαια θα μπορούσαμε να πούμε πολλές αιτίες, συ όμως πες μία άλλη ακόμη αιτία των υψηλών δογμάτων του, εκτός από εκείνην που ανέφερα (Και αυτή η αιτία ήταν το ότι ήθελε να μας δείξει την υψηλή καταγωγή του)· αλλά όμως δεν θα μπορούσες να πεις άλλη.
Διότι ο μεγάλος θα μπορούσε και κάτι μικρό να πει για τον εαυτό του, χωρίς για αυτό να μπορεί να κατηγορηθεί (καθόσον αυτό λέγεται από μετριοφροσύνη), ενώ ο μικρός, εάν κάποτε πει κάτι το μεγάλο για τον εαυτό του, δεν θα αποφύγει την κατηγορία (διότι αυτό είναι δείγμα αλαζονείας). Για αυτό τον μεν ανώτερο όλοι τον επαινούμε όταν λέει ταπεινά λόγια για τον εαυτό του, ενώ τον ασήμαντο κανένας δεν θα τον επαινέσει, εάν κάποτε πει κάτι το μεγάλο για τον εαυτό του.
Επομένως εάν ο Υιός ήταν πολύ κατώτερος από τον Πατέρα, όπως εσείς ισχυρίζεστε, δεν έπρεπε να λέει αυτός τέτοια λόγια, με τα οποία έδειχνε τον εαυτό του ίσο με εκείνον που τον γέννησε (διότι αυτό ήταν αλαζονεία)· όμως το να είναι ίσος με εκείνον που τον γέννησε και να λέει ορισμένα ταπεινά και ευτελή, δεν υπάρχει καμία μομφή ούτε κατηγορία διότι αυτό είναι άξιο επαίνου και μεγάλου θαυμασμού».

(Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Περί Ομοουσίου Λόγος Ζ, παράγραφος 3-5, εκδόσεις ΕΠΕ τόμος 35 σελ. 233-245)

Ένας αδελφός συμβουλεύτηκε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας:
«Αν δω έναν αδελφό, όπου άκουσα ότι έφταιξε, δεν θέλω να τον μπάσω στο κελλί μου. Και αν δω κάποιον ενάρετο, νοιώθω χαρά μαζί του».
Του λέγει ο γέρων:
«Αν προσφέρεις στον ενάρετο αδελφό λίγο καλό, διπλό κάμε το στον άλλον. Γιατί αυτός είναι ο αδύνατος. Υπήρχε σε ένα Κοινόβιο κάποιος αναχωρητής, ονόματι Τιμόθεος. Και άκουσε ο ηγούμενος φήμη για πειρασμό ενός αδελφού. Και ρώτησε τον Τιμόθεο για αυτόν. Και εκείνος τον συμβούλευσε να διώξει τον αδελφό. Όταν λοιπόν τον έδιωξε, ήλθε ο πειρασμός του αδελφού εναντίον του Τιμοθέου, έως ότου αυτός κινδύνευσε. Και άκουσε φωνή να του λέει:
Τιμόθεε, μη νομίσεις ότι σου τα έκαμα αυτά για άλλο λόγο, εκτός από το ότι δεν λογάριασες τον αδελφό σου στον καιρό του πειρασμού του».
(Γεροντίκόν, αββά Ποιμένος παράγρ. ο)

«Όταν ξέσπασε και πάλι ο διωγμός εναντίον των Χριστιανών και εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο, ο αξιοθαύμαστος Γρηγόριος (ο θαυματουργός) κατέφυγε σε μία έρημη λοφοσειρά και κρυβόταν σε αυτήν έχοντας μαζί του και τον Διάκονό του, τον οποίο έκανε Χριστιανό, αφού τον είλκυσε από την λατρεία των ειδώλων, των οποίων ήταν νεωκόρος, ήδη όμως στολισμένο με τη χάρη της Ιεροδιακονίας.

Εν τω μεταξύ κάποιος πρόδωσε το κρησφύγετο και πολυπληθείς διώκτες βρίσκονταν στα ίχνη των κρυπτομένων. Η σύλληψη του αγίου Γρηγορίου και του συνοδού του επέκειτο από στιγμή σε στιγμή. Οι διώκτες κατανεμήθηκαν σε δύο ομάδες· άλλοι από αυτούς φρουρούσαν κυκλικά τους πρόποδες του λόφου, ώστε να μην μπορέσει να διαφύγει από πουθενά ο Άγιος, εάν το αποφάσιζε, και άλλοι ανέβαιναν προς την κορυφή ερευνώντας με προσοχή τον λόφο.

Αυτοί οι οποίοι ανέβαιναν στο όρος, έτρεχαν κατευθείαν προς το κρησφύγετο του αγίου, ο οποίος τους αντιλήφθηκε και τους παρακολουθούσε.
Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή ο άγιος Γρηγόριος διέταξε τον συνοδό του να έχει ακλόνητη και αδίστακτη πίστη προς τον Θεό και να είναι βέβαιος για τη σωτηρία τους και να υψώσει τα χέρια προς το Θεό, όπως αυτός, για να προσευχηθούν. Τέλος --υπέδειξε ο άγιος- η προσευχή να είναι τόσο θερμή, ώστε ο φόβος να μην κατανικήσει την πίστη, έστω και εάν πλησιάσουν οι διώκτες.

Τις συμβουλές του αυτές προς τον Διάκονο επικύρωσε και με το προσωπικό του παράδειγμα. Ύψωσε το βλέμμα αμεταστρόφως προς τον ουρανό και όρθιος, με υψωμένα τα χέρια, προσευχόταν θερμά. Ο άγιος Γρηγόριος λοιπόν και ο διάκονός του κατέφυγαν στο μέσο της θερμής και ελπιδοφόρου προσευχής.
Οι δε διώκτες αναζητώντας αυτούς παντού ερεύνησαν με μέγιστη προσευχή ολόκληρη την περιοχή· έψαξαν θάμνους, βραχάκια, κοιλότητες βράχων, χαράδρες, όλα εν γένει τα σημεία της περιοχής, χωρίς να βρουν κανένα. Η έρευνα δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα· για αυτό οι διώκτες, αφού σχημάτισαν τη γνώμη, ότι από φόβο θα έφυγαν οι καταζητούμενοι, κατέβηκαν να συναντήσουν τους άλλους στους πρόποδες του λόφου, με την βεβαιότητα ότι θα έπεσαν στα χέρια τους ο άγιος με τον συνοδό του.

Κατάπληκτοι όμως διαπίστωσαν, ότι ούτε αυτοί που φρουρούσαν τους πρόποδες είχαν συλλάβει τους αναζητουμένους. Διερωτώνταν δε μεταξύ τους τι συνέβη. Ο καταδότης τότε περιέγραφε λεπτομερώς το μέρος, στο οποίο είδε τον Άγιο.

- Αλλά -έλεγαν οι ερευνήσαντες διώκτες- στο σημείο αυτό που λέτε, δεν είδαμε τίποτα άλλο, εκτός από δύο δένδρα, που λίγο απείχαν μεταξύ τους.
Στο τέλος έφυγαν άπρακτοι οι διώκτες.
Αφού αναχώρησαν οι διώκτες και έμεινε μόνος ο καταδότης, ανέβηκε στο σημείο, όπου αρχικά είδε τον Μέγα με τον συνοδό του. Εκεί λοιπόν όπου ισχυρίζονταν οι διώκτες, ότι είδαν τα δύο δένδρα, βρίσκονταν ο άγιος Γρηγόριος και ο Διάκονός του σε στάση θερμής προσευχής!

Αμέσως αντιλήφθηκε τον θαυμαστό τρόπο, με τον οποίο ο Θεός τους φρούρησε, μεταμορφώνοντας αυτούς στα μάτια των διωκτών τους σε δύο δένδρα!
Κατάλαβε το έγκλημά του και πέφτοντας στα πόδια του αγίου ζήτησε συγγνώμη και πίστεψε στη χριστιανική πίστη. Έτσι ο προ ολίγου διώκτης έγινε ένας από τους διωκομένους, για την αγάπη του Χριστού».

(Ευεργετινός τόμος Δ, Υπόθεση Η)

katafigioti

lifecoaching