Ένας αδελφός συμβουλεύτηκε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας:
«Αν δω έναν αδελφό, όπου άκουσα ότι έφταιξε, δεν θέλω να τον μπάσω στο κελλί μου. Και αν δω κάποιον ενάρετο, νοιώθω χαρά μαζί του».
Του λέγει ο γέρων:
«Αν προσφέρεις στον ενάρετο αδελφό λίγο καλό, διπλό κάμε το στον άλλον. Γιατί αυτός είναι ο αδύνατος. Υπήρχε σε ένα Κοινόβιο κάποιος αναχωρητής, ονόματι Τιμόθεος. Και άκουσε ο ηγούμενος φήμη για πειρασμό ενός αδελφού. Και ρώτησε τον Τιμόθεο για αυτόν. Και εκείνος τον συμβούλευσε να διώξει τον αδελφό. Όταν λοιπόν τον έδιωξε, ήλθε ο πειρασμός του αδελφού εναντίον του Τιμοθέου, έως ότου αυτός κινδύνευσε. Και άκουσε φωνή να του λέει:
Τιμόθεε, μη νομίσεις ότι σου τα έκαμα αυτά για άλλο λόγο, εκτός από το ότι δεν λογάριασες τον αδελφό σου στον καιρό του πειρασμού του».
(Γεροντίκόν, αββά Ποιμένος παράγρ. ο)