«Όταν ξέσπασε και πάλι ο διωγμός εναντίον των Χριστιανών και εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο, ο αξιοθαύμαστος Γρηγόριος (ο θαυματουργός) κατέφυγε σε μία έρημη λοφοσειρά και κρυβόταν σε αυτήν έχοντας μαζί του και τον Διάκονό του, τον οποίο έκανε Χριστιανό, αφού τον είλκυσε από την λατρεία των ειδώλων, των οποίων ήταν νεωκόρος, ήδη όμως στολισμένο με τη χάρη της Ιεροδιακονίας.
Εν τω μεταξύ κάποιος πρόδωσε το κρησφύγετο και πολυπληθείς διώκτες βρίσκονταν στα ίχνη των κρυπτομένων. Η σύλληψη του αγίου Γρηγορίου και του συνοδού του επέκειτο από στιγμή σε στιγμή. Οι διώκτες κατανεμήθηκαν σε δύο ομάδες· άλλοι από αυτούς φρουρούσαν κυκλικά τους πρόποδες του λόφου, ώστε να μην μπορέσει να διαφύγει από πουθενά ο Άγιος, εάν το αποφάσιζε, και άλλοι ανέβαιναν προς την κορυφή ερευνώντας με προσοχή τον λόφο.
Αυτοί οι οποίοι ανέβαιναν στο όρος, έτρεχαν κατευθείαν προς το κρησφύγετο του αγίου, ο οποίος τους αντιλήφθηκε και τους παρακολουθούσε.
Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή ο άγιος Γρηγόριος διέταξε τον συνοδό του να έχει ακλόνητη και αδίστακτη πίστη προς τον Θεό και να είναι βέβαιος για τη σωτηρία τους και να υψώσει τα χέρια προς το Θεό, όπως αυτός, για να προσευχηθούν. Τέλος --υπέδειξε ο άγιος- η προσευχή να είναι τόσο θερμή, ώστε ο φόβος να μην κατανικήσει την πίστη, έστω και εάν πλησιάσουν οι διώκτες.
Τις συμβουλές του αυτές προς τον Διάκονο επικύρωσε και με το προσωπικό του παράδειγμα. Ύψωσε το βλέμμα αμεταστρόφως προς τον ουρανό και όρθιος, με υψωμένα τα χέρια, προσευχόταν θερμά. Ο άγιος Γρηγόριος λοιπόν και ο διάκονός του κατέφυγαν στο μέσο της θερμής και ελπιδοφόρου προσευχής.
Οι δε διώκτες αναζητώντας αυτούς παντού ερεύνησαν με μέγιστη προσευχή ολόκληρη την περιοχή· έψαξαν θάμνους, βραχάκια, κοιλότητες βράχων, χαράδρες, όλα εν γένει τα σημεία της περιοχής, χωρίς να βρουν κανένα. Η έρευνα δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα· για αυτό οι διώκτες, αφού σχημάτισαν τη γνώμη, ότι από φόβο θα έφυγαν οι καταζητούμενοι, κατέβηκαν να συναντήσουν τους άλλους στους πρόποδες του λόφου, με την βεβαιότητα ότι θα έπεσαν στα χέρια τους ο άγιος με τον συνοδό του.
Κατάπληκτοι όμως διαπίστωσαν, ότι ούτε αυτοί που φρουρούσαν τους πρόποδες είχαν συλλάβει τους αναζητουμένους. Διερωτώνταν δε μεταξύ τους τι συνέβη. Ο καταδότης τότε περιέγραφε λεπτομερώς το μέρος, στο οποίο είδε τον Άγιο.
- Αλλά -έλεγαν οι ερευνήσαντες διώκτες- στο σημείο αυτό που λέτε, δεν είδαμε τίποτα άλλο, εκτός από δύο δένδρα, που λίγο απείχαν μεταξύ τους.
Στο τέλος έφυγαν άπρακτοι οι διώκτες.
Αφού αναχώρησαν οι διώκτες και έμεινε μόνος ο καταδότης, ανέβηκε στο σημείο, όπου αρχικά είδε τον Μέγα με τον συνοδό του. Εκεί λοιπόν όπου ισχυρίζονταν οι διώκτες, ότι είδαν τα δύο δένδρα, βρίσκονταν ο άγιος Γρηγόριος και ο Διάκονός του σε στάση θερμής προσευχής!
Αμέσως αντιλήφθηκε τον θαυμαστό τρόπο, με τον οποίο ο Θεός τους φρούρησε, μεταμορφώνοντας αυτούς στα μάτια των διωκτών τους σε δύο δένδρα!
Κατάλαβε το έγκλημά του και πέφτοντας στα πόδια του αγίου ζήτησε συγγνώμη και πίστεψε στη χριστιανική πίστη. Έτσι ο προ ολίγου διώκτης έγινε ένας από τους διωκομένους, για την αγάπη του Χριστού».
(Ευεργετινός τόμος Δ, Υπόθεση Η)