ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.


Τὴν ἐποχὴ ποὺ ἀνθοῦσε ὁ ἀσκητισμὸς στὴν Αἴγυπτο, ζοῦσε στὴν Ἀλεξάνδρεια μία ὀρφανὴ κόρη ποὺ τὴν ἔλεγαν Ταϊσία. Ὅταν πέθαναν οἱ καλοὶ γονεῖς της, τῆς ἄφησαν κληρονομιὰ πρῶτα ἀπ' ὅλα τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀγάπη τους γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ ξένους, καὶ ὕστερα ἕνα μεγάλο σπίτι καὶ πολλὰ χρήματα.
Ἡ κόρη, ἀπὸ μεγάλη εὐλάβεια πρὸς τοὺς ἐρημίτες, ἔκανε τὸ σπίτι της ξενώνα γιὰ χάρη τους.
Κι ὅταν κατέβαιναν στὴν πόλη νὰ πουλήσουν τὰ ἐργόχειρά τους, τοὺς περιποιόταν μὲ ὅλη της τὴν καρδιά. Μὲ τὰ χρόνια ὅμως τὰ χρήματα ξοδεύτηκαν καὶ ἡ ἴδια ἄρχισε νὰ στερῆται. Τότε μπῆκαν στὴ μέση κακοὶ καὶ διεφθαρμένοι ἄνθρωποι. Ἐκμεταλλεύτηκαν τὴ δυστυχία της καὶ μὲ τὴν πονηριά τους τὴν παρέσυραν στὴ διαφθορά. Ἡ ὡραία Ταϊσία κατάντησε διάσημη ἑταίρα!
Ὅταν ἔμαθαν τὸ κατρακύλισμα τῆς ὀρφανῆς κόρης οἱ πατέρες τῆς ἐρήμου, ἀποφάσισαν νὰ κάνουν ὅ,τι περνοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι τους γιὰ νὰ τὴ σώσουν.
— Ἐκείνη, ὅταν εἶχε τὰ μέσα, μᾶς ἔδειχνε ὅλη τὴ συμπάθειά της, ἔλεγαν μεταξύ τους. Τώρα ποὺ κινδυνεύει ἡ ψυχή της, πρέπει κι ἐμεῖς νὰ τὴ βοηθήσουμε.
Ἀνέθεσαν λοιπὸν στὸν ἀββᾶ Ἰωάννη τὸν Κολοβὸ τὴ λεπτὴ καὶ δύσκολη ἀποστολή. Ἐκεῖνος στὴν ἀρχὴ δίστασε. Τοῦ φαινόταν ἀκατόρθωτο τὸ ἔργο. Τέλος ὅμως, γιὰ νὰ μὴ γίνη παρήκοος στοὺς γέροντες, ἀποφάσισε νὰ κατέβη στὴν πόλη καὶ νὰ παρουσιαστῆ στὸ σπίτι τῆς ἁμαρτωλῆς. Παρακάλεσε τὴ θυρωρὸ νὰ τὸν ὁδήγηση στὴν κυρία της.
—Φύγε ἀπὸ δῶ, παλιοκαλόγερε! τοῦ φώναξε ἐκείνη θυμωμένη. Φάγατε πρῶτα τὴν περιουσία της κι ἀκόμη δὲν παύετε νὰ τὴν ἐνοχλῆτε.
Ὁ ἀββὰς δὲν ἀπελπίστηκε. Ἐξακολουθοῦσε νὰ παρακαλῆ νὰ δῆ τὴν Ταϊσία. Ἔλεγε πὼς τὴν ἤθελε γιὰ κάτι πολὺ ὠφέλιμο. Μπροστὰ στὴ μεγάλη του ἐπιμονή, ἡ γριὰ ὑποχώρησε καὶ πῆγε νὰ εἰδοποίηση τὴν κυρία της.
—Αυτοί οἱ καλόγεροι ψαρεύουν συχνὰ στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα καὶ βρίσκουν μαργαριτάρια, εἶπε ἡ Ταϊσία. Φέρε τον ἐπάνω.
Κοιτάχτηκε στὸν καθρέφτη της, ἔφτιαξε τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ φορέματά της, ἔριξε ἄφθονο ἄρωμα πάνω της καὶ πῆρε τὸ ὕφος τῶν ξεπεσμένων γυναικῶν, γιὰ νὰ ὑποδεχτῆ τὸν ἐρημίτη.
Ὁ ἀββὰς Ἰωάννης μπῆκε στὸ δωμάτιο καὶ στάθηκε περίλυπος ἀπέναντί της. Τὴν κοίταξε ἀρκετὴ ὥρα ἀμίλητος μὲ οἶκτο. Ὕστερα τῆς εἶπε μὲ σιγανὴ φωνή:
—Σε τί σοῦ ἔφταιξε ὁ Χριστός μας, Ταϊσία, καὶ Τὸν προσβάλλεις τόσο ἄσπλαχνα;
Σταμάτησε. Δὲν μποροῦσε νὰ συνεχίση. Τὸν ἔπνιγαν οἱ λυγμοί. Ἀπὸ τὰ βαθουλωμένα μάτια του ἔτρεχαν καυτὰ δάκρυα. Ἐκείνη ἔνιωσε ντροπή. Ἄφησε τὴν ἄπρεπη προκλητική της στάση καὶ στενοχωρημένη τὸν ρώτησε:
—Γιατί κλαῖς, ἀββᾶ;
—Πῶς νὰ μὴν κλάψω, κόρη μου, ποὺ βλέπω τὸν σατανᾶ νὰ παίζη στὴ μορφή σου;
Ἡ κόρη ταράχτηκε. Ρίγος διαπέρασε ὁλόκληρο τὸ κορμί της.
—Τώρα ποὺ ἦρθες εἶναι πολὺ ἀργά, γέροντα... Δὲν ἔχει μείνει τίποτε ὄρθιο μέσα μου. Τὰ κύλισα ὅλα στὴ λάσπη, σιγομουρμούρισε συγχυσμένη.
Ἤθελε καὶ κάτι ἄλλο νὰ πῆ, ἀλλὰ σταμάτησε. Ὁ γέροντας περίμενε μὲ σταυρωμένα χέρια. Μέσα του προσευχόταν τόσο δυνατὰ γιὰ τὴ σωτηρία τῆς κόρης, ποὺ λὲς καὶ γύρευε νὰ τραντάξη τὰ οὐράνια.
—Ὑπάρχει ἄραγε ἐλπίδα σωτηρίας γιὰ μένα, ἀββᾶ; ψιθύρισε μὲ ἀμφιβολία ἐκείνη.
—Ὦ, ναί, ὑπάρχει, κόρη μου, φώναξε μὲ ἀγωνία ὁ γέροντας. Ἡ μετάνοια ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία.
Τὸ θαῦμα, ποὺ τόση ὥρα γύρευε μὲ τὴν προσευχή του, ἔγινε τὴ στιγμὴ ἐκείνη.
Ἡ Ταϊσία ἔπεσε συντετριμμένη στὰ πόδια του καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρακάλεσε:
—Βγάλε με ἀπὸ δῶ μέσα, πάτερ. Δεῖξε μου τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.
—Ἀκολούθησέ με.
Χωρὶς ἄλλη κουβέντα ἡ κόρη σηκώθηκε καὶ ἀκολούθησε τὸν γέροντα. Ἐκεῖνος θαύμασε πῶς δὲν ἔδειξε κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ σπιτικό της. Πῆραν τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἔρημο. Μὰ εἶχαν πολὺ διάστημα νὰ βαδίσουν καὶ τοὺς βρῆκε ἡ νύχτα. Σταμάτησαν. Ὁ ἀββὰς Ἰωάννης ἔκοψε θάμνους κι ἔφτιαξε ἕνα πρόχειρο κρεβάτι γιὰ τὴν κόρη.
—Κοιμήσου ἐσὺ ἐδῶ μέχρι νὰ ξημερώση, τὴ συμβούλεψε.
Ἐκεῖνος ἀπομακρύνθηκε ἀρκετά. Εἶπε τὶς προσευχές του καὶ πλάγιασε στὸ χῶμα νὰ ξαποστάση, παίρνοντας γιὰ προσκεφάλι του μιὰ πέτρα. Κοιμήθηκε λίγο καὶ ξύπνησε πάλι τὰ μεσάνυχτα νὰ συνεχίση τὴν προσευχή του. Τότε παρουσιάστηκε μπροστὰ στὰ μάτια του ἕνα θέαμα μεγαλειῶδες. Ἀπὸ τὸ σημεῖο, ποὺ εἶχε ἀφήσει τὴν κόρη νὰ κοιμᾶται, ἄρχιζε ἕνας δρόμος ὁλοφώτεινος ποὺ ἄγγιζε τὸν οὐρανό! Ἄγγελοι γοργόφτεροι ἀνέβαζαν μία ψυχή, ὁλόλευκη σὰν περιστέρι, στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ! Ὁ ὅσιος στάθηκε πολλὴ ὥρα καὶ κοίταζε συνεπαρμένος.
Ὕστερα πῆγε νὰ συνάντηση τὴν Ταϊσία. Τῆς φώναξε νὰ ξυπνήση. Δὲν πῆρε ἀπάντηση. Τὴν κίνησε ἐλαφρά. Δὲν αἰσθανόταν. Ἡ ψυχὴ της εἶχε πετάξει στὸν οὐρανό.
Ὁ ὅσιος γονάτισε καὶ προσευχήθηκε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ. Τότε θεία φωνὴ τὸν πληροφόρησε ὅτι ἡ σύντομη μετάνοια τῆς πόρνης, εὐαρέστησε τὸν Θεὸ περισσότερο ἀπὸ τὴ μετάνοια πολλῶν ἄλλων, γιὰ τὴ θερμότητά της.
(Γεροντικὸν, Γερόντισσας Θεοδώρας Χαμπάκη Ἔκδοσις ΛΥΔΙΑ, σελ. 137)

 

Αναδημοσίευση από: www.myriobiblos

Από Γ.Ν. Φίλια: «Οι Θεομητορικές Εορτές στη Λατρεία της Εκκλησίας.» Εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2002.

1. Η δημιουργία της εορτής

(I) Εισαγωγική αναφορά στο θέμα των πηγών

(α) Οι πηγές μιας εορτής αποτελούν πάντοτε ζήτημα εισαγωγικό και, ταυτοχρόνως, νευραλγικό σχετικώς με τη δημιουργία της. Η έρευνα των εορτών, όμως, πριν από τη μελέτη του ημερολογιακού καθορισμού, ενδιαφέρεται για την προέλευση του περιεχομένου της εορτής. Με δεδομένη την παντελή απουσία καινοδιαθηκικών μαρτυριών περί των γεγονότων της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το έορτολογικό περιεχόμενο αναζητείται σε εξωβιβλικές πηγές.

Αναφερόμεθα, ουσιαστικώς, σε ένα απόκρυφο κείμενο το οποίο φέρει τον τίτλο «De Transitu beatae Mariae virginis» (περί Μεταστάσεως της μακαρίας Παρθένου Μαρίας), χρονολογείται περί τον 5ο αι. και είναι λατινική μετάφραση παλαιοτέρου απολεσθέντος ελληνικού πρωτοτύπου(1). Ως «Liber transitus Mariae» παρατίθεται υπό του J.P. Migne(2), αποδιδόμενο λανθασμένα στον Μελίτωνα Σάρδεων(3). Περί τον 6ο αι. χρονολογείται η λατινική μετάφραση ενός άλλου περί την Κοίμηση απόκρυφου υπό τον τίτλο «Joannis liber de Dormitione Mariae» (βίβλος Ιωάννου περί της κοιμήσεως της Μαρίας)(4). Μετά την έκδοση του συριακού πρωτοτύπου του εν λόγω απόκρυφου υπό του Wright (5) έγινε αντιληπτό ότι η λατινική μετάφραση του «transitus» αποτελεί ελεύθερη απόδοση του συριακού «Joannis liber...».

Οι απόκρυφες διηγήσεις περί των σχετικών με την Κοίμηση της Θεοτόκου γεγονότων δεν μπορεί να περιορίζονται μόνο στο εν λόγω κείμενο, εφόσον η Κοίμησις δεν αποτελεί γεγονός ελάσσονος σημασίας για την χριστιανική εκκλησιαστική παράδοση. Φαίνεται, εν προκειμένω, ότι ισχύει η θέση του P. Voulet, εκδότου των θεομητορικών Ομιλιών του Ιωάννου Δαμασκηνού, ο οποίος υπεστήριξε ότι το «Transitus Mariae» αποτελεί σύνοψη του συνόλου των περί της Κοιμήσεως απόκρυφων διηγήσεων, μη διασωθεισών στην εκκλησιαστική παράδοση εφόσον είχαν ενσωματωθεί στο εν λόγω κείμενο(6).
Τα φιλολογικά ερωτήματα περί του κειμένου αυτού δεν έχουν γνωρίσει την πλήρη διαλεύκανση. Είναι δύσκολο να αποδεχθούμε την απολυτότητα του Dom Cabrol ότι το πρωτότυπο είναι συριακό(7), εφόσον και το ελληνικό πρωτότυπο φαίνεται ότι διεκδικεί την αλήθεια(8). Συριακό ή ελληνικό,το πρωτότυπο κείμενο χρονολογείται περί τα τέλη του 4ου-αρχές του 5ου αι., έτυχε μεταφράσεως στην κοπτική, λατινική και αραβική γλώσσα, θεωρείται δε ως σύνοψη αρχαιοτέρων στοιχείων, ίσως και του 2ου αι.(9). Η μελέτη του περιεχομένου του, άλλωστε, ενισχύει τη διαίσθηση ότι στο εν λόγω κείμενο περιέχονται πρωτοχριστιανικές διηγήσεις περί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου(10).

(β)Το κείμενο της «Transitus Mariae» υπήρξε πηγή της περί Κοιμήσεως της Θεοτόκου παραδόσεως, η οποία χαρακτηρίζεται ως «Ευθυμιακή ιστορία» και η οποία διασώθηκε στον Β' Λόγο του Ιωάννου Δαμασκηνού στην Κοίμηση(11). Η απόκρυφη αυτή διήγηση έχει δανειστεί, μεν, στοιχεία εκ της «Transitus», περιέχει όμως και άλλα εξαιρετικώς άτοπα και ελεγχόμενα (όπως το αίτημα της Πουλχερίας -5ος αι.- περί μεταφοράς στην Κωνσταντινούπολη του λειψάνου της Θεοτόκου!), τα οποία την καθιστούν «διπλά απόκρυφη»(12). Η επιβίωση της «Ευθυμιακής ιστορίας» έως την εποχή του Δαμασκηνού επιβεβαιώνει την επισήμανση της προηγουμένης παραγράφου ότι, το γεγονός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είχε μεγάλη σημασία για την εκκλησιαστική παράδοση, με αποτέλεσμα την επεξεργασία του σε διάφορες απόκρυφες παραδόσεις.

 
(II) Η παράδοση περί της ταφής της Θεοτόκου

Οι απόκρυφες διηγήσεις παρέχουν μεν στοιχεία του εορτολογικού περιεχομένου (των γεγονότων της εορτής της Κοιμήσεως), δεν σχετίζονται όμως με τη διαδικασία εμφανίσεως της εορτής(13). Το ενδιαφέρον της περί του θέματος της εμφανίσεως μελέτης πρέπει να επικεντρωθεί στην παράδοση περί του τόπου της Κοιμήσεως και της ταφής της Θεοτόκου, εφόσον είναι εύλογο οι τοποθεσίες αυτές να απετέλεσαν το λίκνο εμφανίσεως της εορτής(14).

Η παράδοση περί Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην εν Ιεροσολύμοις οικία της(15) και ταφής της στην ίδια πόλη αναφαίνεται περί τον 5ο αι.(16) (περί τα τέλη του 4ου αι. ο Επιφάνιος Σαλαμίνος ουδεμία παρόμοια παράδοση γνωρίζει(17) και ενισχύεται από μαρτυρίες «Οδοιπορικών» του 6ου αι., τόσο του προσκυνητού Θεοδοσίου (530) περί υπάρξεως ναού προς τιμή της Θεοτόκου στη Γεθσημανή(18), όσο και του Αντωνίου της Πλακεντίας (570), ο οποίος επισημαίνει ότι εντός του ναού αυτού υπήρχε και ο τάφος της Θεοτόκου(19). Μνεία του τάφου αυτού γίνεται τον 7ο αι. στην Ανακρεόντιο ποίηση του Σοφρωνίου Ιεροσολύμων (+638)(20), ο οποίος τιμά τη Θεοτόκο στη συγκεκριμένη τοποθεσία(21). Η παράδοση της «Dormitio hierosolymata» (Κοιμήσεως εν Ιεροσολύμοις), όπως αναφέρεται στο «Brevarius de Hierosolyma» του 6ου αι.(22), φαίνεται να κατέχει την αίγλη της ιστορικότητας(23), προς αυτήν δε προσανατολίζονται σημαντικές έρευνες περί του τάφου της Θεοτόκου(24).

Κατά συγκυρία περισσότερο «μυστικιστική» και ολιγότερο ερευνητική ανεφάνη η παράδοση περί Κοιμήσεως και ταφής της Θεοτόκου στην Έφεσο. Αναφερόμεθα στην περί του θέματος «δραματική αποκάλυψη», την οποία διετείνετο ότι είχε η Anna Vatherine Emmerich, αυγουστινιανή μοναχή του αβαείου Agnetenberg της Βεστφαλίας (+1824). Οι «αποκαλύψεις» της Emmerich σχετίζονται με το γεγονός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, την οποία (Κοίμηση) τοποθετούν στην Έφεσο και, μάλιστα, στην οικία την οποία είχε οικοδομήσει ο ευαγγελιστής Ιωάννης(25). Η περιοχή της Εφέσου «Παναγία-Καπούλη» (πόρτες της Παναγίας) εθεωρήθη ως η τοποθεσία Κοιμήσεως της Θεοτόκου(26). Οι απόψεις αυτές δεν είχαν μεν την απαιτούμενη τεκμηρίωση, συνεκίνησαν όμως τους διατεινόμενους ότι η Θεοτόκος δεν ετάφη στη Γεθσημανή(27). Η παράδοση περί Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Έφεσο, άλλωστε, συντηρήθηκε από την απόκρυφη γραμματεία(28), αλλά κυρίως από το γεγονός συγκλίσεως της Γ' Οικουμενικής Συνόδου στο ναό της «αγίας Μαρίας» στην Έφεσο(29), αν και δεν υπάρχει βεβαιότητα περί αφιερώσεως του ναού αυτού στην παρθένο Μαρία ή σε ομώνυμη αγία(30).

Η «παράδοση της Εφέσου» αποτελεί μάλλον παρένθεση στο όλο θέμα του τόπου Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η μετακίνηση του ευαγγελιστού Ιωάννη στην Έφεσο πραγματοποιείται σε χρονική στιγμή μεταγενέστερη του ημίσεως του 1ου αι., γεγονός το οποίο αποδυναμώνει εξαιρετικά την περίπτωση μεταφοράς της Θεοτόκου στην Έφεσο. Η περί Θεοτόκου παράδοση στην πόλη αυτή δεν είναι αναγκαίο να σχετίζεται με την αυτοπρόσωπη παρουσία της Θεοτόκου, αλλά προφανώς με την παρουσία του Ιωάννη, ο οποίος στην εκκλησιαστική συνείδηση ευρίσκετο στενά συνδεδεμένος με τη Θεοτόκο. Η πόλη των Ιεροσολύμων, άλλωστε, κατέχει μεγαλύτερες «περγαμηνές» -σε σχέση με την Έφεσο- ώστε να θεωρείται ως το λίκνο εμφανίσεως της εορτής της Κοιμήσεως.

(III) Η πρώτη εορτή προς τιμή της Θεοτόκου στα Ιεροσόλυμα

Οι εορτές γεννώνται σ’ ένα τόπο δια της ισχύος των τοπικών παραδόσεων και αναμνήσεων. Δεν απαιτείται ιδιαίτερη ικανότητα έρευνας της χριστιανικής Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, ώστε να συμπεράνουμε ότι το γεγονός το οποίο κυριαρχούσε στις συνειδήσεις σχετικώς με τη Θεοτόκο ήταν η θεϊκή μητρότητα. Η υπό της Θεοτόκου Γέννηση του Κυρίου είναι εύλογο να αποτελούσε το εορτολογικό περιεχόμενο της όποιας πρωτογεννούς Θεομητορικής εορτής(31). Ας μην παραθεωρείται μία σημαντική παράμετρος της ιστορίας των εορτών, συμφώνως προς την οποία ή εμφάνιση κάποιας εορτής σε συγκεκριμέμη χρονική περίοδο δεν συμπίπτει με τη γένεση του εορτολογικού της περιεχομένου. Το γεγονός, δηλαδή, ότι υπήρχε αντικείμενο τιμής της Θεοτόκου (εν προκειμένω η Γέννηση του Κυρίου) είναι προγενέστερο από την ημερολογιακή διαμόρφωση αντίστοιχης εορτής. Τα δύο δεδομένα όχι μόνο δεν ταυτίζονται, αλλά χαρακτηρίζονται από επαγωγική σχέση εφόσον το πρώτο (ή πρωτοχριστιανική τιμή προς τη Θεοτόκο) προετοίμασε την εμφάνιση του δευτέρου (τον ημερολογιακό καθορισμό αντίστοιχης εορτής).

Η εκτίμηση περί υπάρξεως ενός «πρωτογεννούς Θεομητορικού έορτολογικού υλικού» συνδέεται με μία τοποθεσία τρία μίλια μετά τα Ιεροσόλυμα καθ' οδόν προς Βηθλεέμ, η οποία επονομάζεται «Κάθισμα»(32). Η εν λόγω τοποθεσία εκίνησε το ευρύτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον των ερευνητών(33), ειδικότερον
όμως ως προς τη Θεοτόκο απετέλεσε τόπο ιερό, εφόσον κατά την απόκρυφη παράδοση του Πρωτευαγγελίου του Ιακώβου (17, 2-3) η Θεοτόκος, καθ' οδόν προς τη Βηθλεέμ και ευρισκόμενη ολίγον προ της κυήσεως, εζήτησε από τον Ιωσήφ να κατέλθει εκ της όνου για να ξεκουρασθεί(34). Την παράδοση αυτή επιβεβαιώνει το 530 ο προσκυνητής Θεοδόσιος(35), φαίνεται δε ότι ήταν η κυρίαρχη σε σχέση με άλλη, περί παραμονής επ' ολίγον της Θεοτόκου στο συγκεκριμένο τόπο κατά τη φυγή προς την Αίγυπτο(36).

Σύμφωνα με τη μαρτυρία Κυρίλλου του Σκυθοπολίτου, στο «Κάθισμα» ανοικοδομήθηκε ναός προς τιμή της Θεοτόκου από μία Ρωμαία, ευγενούς καταγωγής και μεγάλης πίστεως προσκυνήτρια, την Ικελία (ή Ικηλία), κατά τους χρόνους πατριαρχείας του Ιουβεναλίου Ιεροσολύμων (417-458)(37) Ο ναός αυτός δεν φαίνεται να αντικατέστησε κάποιον παλαιότερο, εφόσον αποκαλείται ως «Κάθισμα παλαιόν» από το Θεόδωρο Πέτρας, το βιογράφο Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, ο οποίος βεβαιώνει και περί ανεγέρσεως ναού υπό της Ικελίας(38). Ως εκ τούτου, το εν λόγω «Κάθισμα» πρέπει να απετέλεσε τον πρώτο συγκεκριμένο τόπο τιμής προς τη Θεοτόκο στις αρχές του 5ου αι.(39) και, επομένως, τον πρώτο τόπο επιτελέσεως μιας εορτής, την οποία ο προαναφερθείς Θεόδωρος Πέτρας αποκαλεί «μνήμην Θεοτόκου» και επισημαίνει ότι τελείται «άπαξ του ενιαυτού»(40).

Ποια ήταν όμως, η ακριβής ημερομηνία της μίας αυτής εορτής κατ' έτος και ποιο ήταν το εορτολογικό της περιεχόμενο; Ο Baumstark διατείνεται ότι συγκεκριμένη ημερομηνία ήταν αυτή της 13-15 Αυγούστου (την περί 13ης Αυγούστου άποψη υιοθετεί και ο καθ. Ι.Φουντούλης(41)), αλλά περιπλέκει το όλο θέμα υποστηρίζων ότι το περιεχόμενο της εορτής είχε σχέση με τα εγκαίνια του ναού της Ικελίας κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία(42). Είναι πιθανόν οι, εκτιμήσεις του Baumstark περί του εορτολογικού περιεχομένου να πηγάζουν από το γενικότερο κανόνα ότι, προ της διαμορφώσεως μιας εορτής, προηγείται η ανάμνηση εγκαινίων ενός αντιστοίχου ναού. Θεωρούμε, όμως, ότι η άποψη αυτή του μεγάλου Γερμανού λειτουργιολόγου στερείται συγκεκριμένης ιστορικής κατοχυρώσεως περί πιθανού εγκαινιασμού του ναού της Ικελίας στις 13 Αυγούστου κάποιου έτους, αλλά και παρακάμπτει τη συνάφεια του «Καθίσματος» με την τιμή της Θεοτόκου ως Μητέρας του Κυρίου.

(IV) Η εορτολογική εξέλιξη προς τη 15η Αυγούστου

Τα παραπάνω στοιχεία πιστοποιούν ότι, η εορτή του «Καθίσματος» της Θεοτόκου προετοιμάζει μεν ημερολογιακώς την εορτή της Κοιμήσεως, αλλά το εορτολογικό περιεχόμενό της είναι παντελώς διαφορετικό από το γεγονός της Κοιμήσεως(43). Εάν λάβουμε υπόψη το «αρμενικό λεκτσιονάριο» ή «εκλογάδιο», το oποίο εξέδωσε σε παράρτημα ο Conybeare(44) και περί του οποίου o εκδότης ισχυρίζεται ότι καταγράφει τη λειτουργική πράξη των Ιεροσολύμων κατά τον 6ο αι.(45), συμπεραίνουμε ότι την εποχή εκείνη ισχύει ακόμα η εορτή με το γενικό θεομητορικό περιεχόμενο (η εορτή του «Καθίσματος»)(46). Στο χρονικό αυτό σημείο φαίνεται ότι επαληθεύεται η άποψη του Cabrol περί δημιουργίας της εορτής της Κοιμήσεως υπό το βάρος του κύρους, το οποίο ακτινοβολούσε ο τάφος της Θεοτόκου στη Γεθσημανή(47).

Οι εορτολογικές εξελίξεις εμφανίζονται καταιγιστικές από τα μέσα του 5ου αι, όταν ο αυτοκράτορας Μαρκιανός (450-457) έκτισε ναό προς τιμή της Θεοτόκου στη Γεθσημανή(48). Τρία έτη μετά το θάνατο του αυτοκράτορα, το 460, εμφανίζεται για πρώτη φορά εορτασμός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου και στον συγκεκριμένο ναό(49), εκτοπιζομένης τοιουτοτρόπως της παλαιάς θεομητορικής εορτής του «Καθίσματος»(50). Στο σημείο αυτό πολύτιμη εμφανίζεται η μαρτυρία του «Γεωργιανού Κανοναρίου», ενός κειμένου το οποίο αντικατοπτρίζει την ιεροσολυμιτική λατρεία μεταξύ 450 και 750(51), το οποιο φαίνεται ότι γνωρίζει ο Μόδεστος Ιεροσολύμων (645-646)(52) και το οποίο αποτελεί γεωργιανή μετάφραση απολεσθέντος ελληνικού πρωτοτύπου, η ύπαρξη του οποίου ήταν άγνωστη έως τις αρχές του 20ου αι,(53).

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του «Κανοναρίου», στις 15 Αυγούστου «τιμάται η μνήμη της Θεοτόκου στη Γεθσημανή στο ναό του αυτοκράτορα Μαρκιανού («Μαυρικίου» κατά γεωργιανή παραλλαγή(54)»(55). Η επιβεβαίωση των εξελίξεων είναι σαφής: η παλαιά θεομητορική εορτή του ναού της Ικελίας έχει εκτοπισθεί (οι δύο εκδότες του «Κανοναρίου» αναφέρουν ότι η εορτή αυτή μετατοπίσθηκε στις 13 Αυγούστου και εξαφανίσθηκε σταδιακώς(56)), στη θέση της δε κατά τις 15 Αυγούστου τοποθετήθηκε η εορτή της Κοιμήσεως(57). Ουδείς, βεβαίως, δύναται να συμπεράνει ότι η Εκκλησία των Ιεροσολύμων επανέφερε στην ιστορική της μνήμη το γεγονός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου το 460 (!). Η εορτολογική έρευνα θα πρέπει να διακρίνει μεταξύ της τιμής ενός θεομητορικού γεγονότος στη συνείδηση της Εκκλησίας (αυτή η τιμή είναι πρωτοχριστιανική) και του ημερολογιακού καθορισμού εορτασμού του (αυτός ο καθορισμός επισυμβαίνει πάντοτε κατόπιν μακρών χρονικών εξελίξεων).

Ευνόητο είναι ότι η περί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εορτολογική εξέλιξη δεν μπορεί να εννοηθεί ανεξαρτήτως της διατυπώσεως του ορθοδόξου Μαριολογικού δόγματος κατά την Γ' Οικουμενική Σύνοδο(58). Η από τα μέσα του 5ου αι. εορτολογική παράδοση περί της Κοιμήσεως συμπορεύεται με την εδραίωση του περί της Θεοτόκου ορθοδόξου δόγματος, γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την εδραίωση, διάδοση και καθολική επισημοποίηση της εορτής της Κοιμήσεως. Η επισημοποίηση αυτή επισυμβαίνει περί τα τέλη του 6ου αι., όταν ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος (582-602), σύμφωνα με τη μαρτυρία Νικηφόρου του Καλλίστου(59), καθορίζει δια διατάγματος την επιτέλεση της εορτής στις 15 Αυγούστου.

Πρόκειται περί αποκρυσταλλώσεως μιας μακραίωνης θεομητορικής παραδόσεως, ενόσω η εορτή της Κοιμήσεως περιβάλλεται πλέον με νομική ισχύ(60). Είναι σαφές ότι με το διάταγμα του Μαυρικίου δεν επιτελείται σύσταση νέας εορτής, εφόσον αναφέρεται ότι η σύστασή της έχει συντελεσθεί κατά το παρελθόν(61). Ο Μαυρίκιος υιοθέτησε επισήμως και καθολικώς την ιεροσολυμιτική ημερομηνία περί της «Μνήμης της Θεοτόκου», συνειδητοποιήσας προφανώς την καθολική ευλάβεια προς το μνήμα της Θεοτόκου στη Γεθσημανή(62) και υπό την αύξουσα ακτινοβολία του εν λόγω προσκυνήματος, όπου συνέρρεε πλήθος προσκυνητών(63). Δεν φαίνεται, όμως, ότι η κατά τον 6ο αι. αποκρυσταλλωθείσα εορτή της Κοιμήσεως επεβλήθη αυτομάτως σε όλο το εύρος του χριστιανικού κόσμου. Όπως τονίζει τον 7ο αι. ο Ιωάννης Θεσσαλονίκης, «υπήρχαν κάποιοι τόποι, οι οποίοι δεν εόρταζαν ακόμα την ετήσια μνήμη της Κοιμήσεως», μεταξύ δε αυτών ο Ιωάννης συγκαταλέγει και τη Θεσσαλονίκη(64).

(V) Περαιτέρω εξέλιξη της εορτής στον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο

Στις αρχές του 6ου αι. η εορτή της Κοιμήσεως υιοθετείται από την Εκκλησία της Συρίας(65). Είναι χαρακτηριστική η ποίηση περί του θανάτου και του τάφου της Θεοτόκου, την οποία κατέλειπε ο Ιάκωβος του Sarug(66) (Σύρος επίσκοπος περί το 518). Στην ποίηση αυτή είναι σαφής η ιδιαιτερότητα της εορτής της Κοιμήσεως, αλλά δεν είναι σαφής η ημερομηνία παρά την περί της 15ης Αυγούστου επιχειρηματολογία του Faller(67). Η ασάφεια της ημερομηνίας έγκειται στην παράδοση της Συριακής Εκκλησίας να υιοθετήσει μεν την ιεροσολυμιτική εορτή της Κοιμήσεως, αλλά να την τοποθετήσει στις 26 Δεκεμβρίου, σύμφωνα με την απόκρυφη παράδοση περί Κοιμήσεως της Θεοτόκου την ίδια ημέρα Γεννήσεως του Κυρίου, μετατεθείσης της εορτής κατά μία ημέρα ώστε να μην συμπέσουν οι δύο εορτές(68).

Από τη Συρία η εορτή της Κοιμήσεως μεταλαμπαδεύτηκε στη Ρώμη.
Διαρκούντος, ήδη, του 6ου αι.,ο Γρηγόριος Τουρώνης (573-593) αναφέρεται σε εορτή υπό τον γενικό τίτλο «Festivitas S. Mariae»(69). Στη συγκεκριμένη μαρτυρία ουδεμία αναφορά γίνεται στο γεγονός της Κοιμήσεως, συμπεραίνουμε δε ότι πρόκειται προφανώς περί κάποιας θεομητορικής εορτής γενικού χαρακτήρος(70). Ο πάπας Θεόδωρος Α' (647-649) είναι ο πρώτος, ο οποίος επεχείρησε εισαγωγή της εορτής στη Ρώμη, φαίνεται όμως ότι η προσπάθειά του δεν στέφθηκε από επιτυχία(71). Η παραπάνω επισήμανση ότι η Συρία επέδρασε επί της Ρώμης στην υιοθέτηση της εορτής της Κοιμήσεως αφορά στην εδραίωση της εορτής στη Ρώμη από το Σύρο πάπα Σέργιο Α' (687-701), ο οποίος μετέφερε στη Ρώμη την τελετουργική λαμπρότητα της Συρίας κατά τον εορτασμό της Κοιμήσεως(72). Η ορολογία της εορτής φαίνεται ότι αποκρυσταλλώθηκε σταδιακώς: το «ευαγγελιστάριο» του 740 αναγγέλει την εορτή ως «Sollemnitas de pausatione sanctae Mariae»(73), ενώ το «Aνδριανό ευχολόγιο» (περί το 770) καταχωρίζει ακολουθία εορτής της «Μεταστάσεως» (Transitus)(74). Γνωρίζουμε ότι o πάπας Αδριανός εγκαινίασε την εορτή στο ναό της «Αγίας Μαρίας της Μείζονος» στη Ρώμη(75).

Στην αιγυπτιακή Εκκλησία φαίνεται ότι κατά τον 5ο αι. εμφανίζεται εορτή της Κοιμήσεως εξ επιδράσεως των Ιεροσολύμων. Ο κατά την εποχή αυτή, όμως, χρονολογούμενος Ψευδο-Διοσκορικός πανηγυρικός του Μακαρίου αναφέρει ότι, οι πιστοί συνάζονται στην Εκκλησία της Παρθένου στη Γεθσημανή στις 21 του αιγυπτιακού μηνός «Τομπί», ημερομηνία αντίστοιχη με την 16η Ιανουαρίου του Ιουλιανού ημερολογίου(76). Από τον Ψευδο-πανηγυρικό συμπεραίνουμε, επίσης, ότι η συγκεκριμένη ημερομηνία ήταν εορτασμός της Κοιμήσεως, ενώ διετηρείτο και η ημερομηνία της 15ης Αυγούστου ως εορτασμός της Μεταστάσεως. Η εορτολογική ερμηνεία των αιγυπτιακών μαρτυριών φαίνεται ότι μπορεί να διατυπωθεί μόνο σε υποθετικό επίπεδο: εφόσον δηλαδή η 6η Ιανουαρίου ήταν -κατά την αρχαία αιγυπτιακή παράδοση- η ημερομηνία εορτασμού της Γεννήσεως του Κυρίου (ταυτοχρόνως με τον εορτασμό της Βαπτίσεως)(77) η 16η εντάσσεται στον χριστουγεννιάτικο εορτολογικό κύκλο της αιγυπτιακής Εκκλησίας, σύμφωνα με την απόκρυφη παράδοση περί Κοιμήσεως της Θεοτόκου την ιδία εποχή ή και ημερομηνία με τη Γέννηση του Κυρίου. Εύλογο ήταν η ίδια εορτολογική διάκριση (16 Ιανουαρίου η εορτή της Κοιμήσεως/15 Αυγούστου ή της Μεταστάσεως) να παραληφθεί και από την Εκκλησία της Αιθιοπίας(78).

Υποσημειώσεις

1. Βλ. Χρήστου, Πατρολογία, Β', σ. 673.

2. PG 5,1231-1240.

3. Το γεγονός ότι πρόκειται περί ψευδο-Μελίτωνος υποστηρίζεται επαρκώς υπό του M.Jugie, «Homélies mariales Byzantines», εν Ρ.Graffin, Patrologia Orientalis19 (2), 1926,σ.370.

4. Το εξέδωσε ο Tischendorf, Apocrypha,σς. 95-112.

5. Apocrypha Literature, σσ. 42-51.

6. S. Jean Damascéne, Homélies sur la Nativité et la Dormition, SC 80, 1961, σ.26.

7. «Assomption», στ. 2998.

8. Βλ. σχετικώς εν P.Voulet, ό.π., σ. 27.

9. Είναι αξιοσημείωτο ότι μια παραλλαγή του κειμένου αποδίδεται στον Μελίτωνα Σάρδεων (+180), στο έργο του «Κοίμησις Θεοτόκου», το οποίο, όμως, είναι νόθο και μεταγενέστερο του 4ου αι. (Παπαδοπούλου, Πατρολογία, Α', σ. 263).

10. Πρβλ. Leclercq, «Assomption», στ.2993.

11. Το περιεχόμενό της θα εκτεθεί σε επόμενη παράγραφο των σχετικών με το Λόγο του Δαμασκηνού.

12. Πρβλ. Jugie, mort et assumption, σ.92.

13. Νέλλα, Θεομήτωρ,σ. 27, σημ. 1.

14. Πρβλ. Cabrol, «Assomption», στ.2996.

15. H οικία αυτή είναι διαφορετική από το «υπερώο» των Πράξεων των Αποστόλων (1,13). Βλ. περισσότερα εν Lagrange, «Dormition», σσ. 599-600.

16. Βλ. σχετικώς εν Καλογήρου, «Μαρία», στ. 663/Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου, σ. 14.

17. Κατά αιρέσεων, 78,11, PG 42, 716Β-C. Βλ. και τίς παρατηρήσεις του Kellner, Heortologie, σ. 172.

18. Ibi est vallis Iosaphat, ibi Dominum Iudas traditit. Ibi est ecclesia Domnae Mariae matris Domini (De situ terrae sanctae, έκδ. Geyer, CCL 175, σ. 119). Ο Capelle επιχειρεί να αξιολογήσει περισσότερο τη μαρτυρία αυτή («Fete de la Vierge», σ.29, σημ. 61).

19. In qua valle Gethsemanae est Basilica sanctae Mariae, in qua monstratur sepulcrum de quo dicunt sanctam Mariam ad caelos fuisse sublatam (εκδ. J. Tobler, Itinera et descriptiones Terrae sanctae, t. I,Iena1877, σ.100). Ο Raes, όμως, θεωρεί ότι ο μαρτυρούμενος ναός και ο τάφος δεν ευρίσκοντο στον ίδιο τόπο («Assomption», σ.264).

20. PG 83(3), 3789Α• 3821Β- 3824Β.

21. H εν λόγω μαρτυρία του Σοφρωνίου παρατίθεται στην παρούσα ενότητα επειδή δεν συνεξετάζουμε την ποίησή του με τους εγκωμιαστικούς προς την Κοίμηση λόγους των λοιπών εκκλησιαστικών συγγραφέων.

22. Πρόκειται περί της ιεροσολυμιτικής λειτουργικής τάξεως, όπως εξάγεται από τα «Oδοιπορικά» των εκ της Δύσεως προερχομένων προσκυνητών των Αγίων Τόπων. Στο εν λόγω breviarium επαναλαμβάνεται η μαρτυρία των «Οδοιπορικών» ότι ibi (στη Γεθσημανή) est basilica sanctae Ariae, et ibi est sepulchrum eius (έκδ. Geyer, εν CCL 175, σ. 155).

23. Σωστές οι επισημάνσεις των Abel (Jerusalem, σσ. 816-817) και Σιώτη (Λατρεία Θεοτόκου,σ. 13).

24. Σύνοψη των ερευνών αυτών στις μελέτες των Nirsche (Das Grab) και Bagatti («tomba delle Vergine», σσ. 236-290). Τις θέσεις του Nirsche σχολιάζει και o Kellner (Heortologie, σ.172, σημ. 2).

25. Οι επί του θέματος αυτού «δραματικές αποκαλύψεις» της Emmerich εξεδόθησαν από το αβαείο της στο έργο Vie de Saint Vierge d’ après les meditations d’A,C. Emmerich, γαλλική μετάφραση υπό Η. Cazalès Paris 1931, ιδιαιτέρως σσ. 380-381.

26. Τα αναλυτικότερα συμπεράσματα της Emmerich δημοσιεύθηκαν μετά το θάνατό της (βλ. Panagia-Capouli). Σχετική αναφορά γίνεται και στην τότε νεοσύστατη Revue Biblique [1 (1892), σ. 463], γεγονός το oποίο μαρτυρεί το ερευνητικό ενδιαφέρον περί των απόψεων της Emmerich.

27. Ο κυριότερος εκπρόσωπος της απόψεως αυτής είναι ο (βλ. στη μελέτη του Grab der Maria)

28. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, όταν o ευαγγελιστής Ιωάννης ήλθε στην Έφεσο, έφερε μαζύ του τη Θεοτόκο (βλ.σχετικώς εν Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου, σ. 12).

29. Βλ. Cabrol, «Assomption», στ. 2995.

30. Στεφανίδου, Ιστορία, σ. 316. Είναι χαρακτηριστικό της επί του θέματος ασαφείας ότι, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας προσφωνών τα μέλη της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου αναφέρεται σε ναό προς τιμή της Θεοτόκου [Χαίροις τύνοιν παρ’ ημών αγία μυστική Τριάς, η τούτους ημάς πάντας συγκαλεσαμένη επί τήνδε την Εκκλησίαν της Θεοτόκου Μαρίας, PG 77, 992Α-Β], ενώ ο τίτλος της προσφωνήσεώς του αναφέρεται σε ναό της αγίας Μαρίας [Όμιλία Δ', Εν Εφέσω λεχθείσα προς Νεστόριον, ηνίκα κατήλθον οι επτά προς την αγίαν Μαρίαν, 992Α].

31. Βλ. Jugie, «fetes ίείεδ ηΐ3Π3ΐε8», σ. 130. Το γεγονός υπάρξεως παλαιοχριστιανικής εορτής στα Ιεροσόλυμα προς τιμή της Θεοτόκου επισημαίνει και o Kellner (Heortologie, σ.172).

32. Βλ. Φουντούλη, «Κοίμησις», στ.705/Milik, «topographie palestinienne», σσ. 571-572/Aubineau, Hesychius, σσ. 137-138.

33. Ενδεικτικώς αναφέρουμε τις μελέτες των Von Riess, “Kathisma”, σσ. 17-23/Klameth, Lokaltraditionen, σσ. 60-71/Abel, Bethleem, σ.3.

34. Πρβλ. Strycher, Protévangile, σσ.142-145. Βλ. επίσης Capelle, «Fete de la Vierge», σ. 21/ Martimort, Eglise en Prière IV, σ. 147.

35. Est locus tertio miliario de Hierusalem civitate. Dum domna Maria mater Domini iret in Bethleem, descendit de asina et sedit super petram et benedixit eam (De situ terrae sanctae, 28, έκδ. Geyer, CCL 175, σ. 124).

36. Βλ. σχετικώς εν Klameth, Localtraditiones, σσ. 60-71. Αξιοσημείωτη είναι και η πληροφορία του Raes ότι, στο εν λόγω «Κάθισμα» η Ραχήλ εγένησε το Βενιαμίν και απέθανε εκεί («Assomption», σ. 262).

37. Πρβλ. Schwartz, Kyrillos σ. 236 (20).

38. Βίος Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου, εκδ. Usener, Thedosios, σσ. 3 και 14.

39. Βλ. Capelle, «Fete de la Vierge», σ. 22.

40. Πρβλ. Usener, Theodosios. σ.58.

41. «Κοίμησις», στ. 705.

42. Πρβλ. Baumstark, Liturgie, σ. 202/Του ιδίου, Festbrevier, σσ. 216 εξ.

43. Είναι απορίας άξιον το γεγονός ότι, ο Faller θεωρεί την εορτή του «Καθίσματος» ως εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (silentio circa Assumptionem, σσ. 18-20).

44. Rituale Armenorum, Oxford, Clarendon Press,1905, σσ. 507-527. H έκδοση έγινε με βάση δύο χειρόγραφα, εκ των οποίων το αρχαιότερο ανάγεται στον 9ο αι. (Paris fonds arménien, 20). Περί της μαρτυρίας του «αρμενικού λεκτσιοναρίου» περί εορτασμού της «Μαρίας Θεοτόκου» στο «Κάθισμα» κατά τις 15 Αυγούστου, βλ. και Renoux, Codex arménien,σ. 357.

45. Ο καθ. Ι. Φουντούλης θεωρεί ότι η καταγραφόμενη λειτουργική πράξη είναι του 5ου αι. («Κοίμησις», στ. 507). Την ίδια χρονολόγηση παρέχει ο Raes, ο οποίος ισχυρίζεται ότι το «λεκτσιονάριο» συνετάγει σε μοναστήρι της Ιερουσαλήμ περί το 460 («Assomption», σ. 262).

46. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από τα υπό του «λεκτσιοναρίου» αναφερόμενα περί εορτής της Θεοτόκου στη μονή του αγ.Ευθυμίου προ του 479 (βλ. σχετικώς εν Capelle, «fete de la Vierge», σσ. 19-20). Το γεγονός ότι κατά τον 5ο αι. υφίσταται η παλαιά εορτή του «Καθίσματος» επισημαίνεται και από τον C.Andrinicof (Sens des fetes σ. 279).

47. «Assomption», στ. 2997.

48. Στεφανίδου, Ιστορία, σ. 317.

49. Βλ. Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου, σ. 11/Martimort, Eglise en Prière, IV, σ. 147.

50. Πρβλ. Σπουρλάκου-Ευτυχιάδου, Παναγία Θεοτόκος, σ. 64.

51. Πρβλ. Wenger, Assomption,σσ. 102-103/Esbroek,«Dormition», σσ. 363-369.

52. Στην οικεία παράγραφο θα γίνει αναφορά στις πληροφορίες του Μόδεστου περί της εορτής της Κοιμήσεως, μέσα από την Ομιλία του στην Κοίμηση. Επί του παρόντος αρκούμεθα στην επισήμανση της ενότητας των δύο πηγών, δηλαδή του «Κανοναρίου» και της Ομιλίας του Μοδέστου (βλ. περισσότερα εν Raes, «Assomptionη», σ. 264).

53. Πρώτος γνωστοποίησε την ύπαρξή του ο C. Kékedidzé», ο οποίος και το εξέδωσε το 1912 (Kanonar. Κριτική παρουσίαση υπό Peeters, «Kékedidzé», σσ.349-350). Το 1923 o H.Goussen πραγματοποίησε διορθωτική επανεξέταση της αρχικής εκδόσεως (georgische Drucke. Κριτική παρουσίαση υπό Peeters «Goussen», σσ. 137-140), ενώ την ίδια εποχή ο Α. Chanidzé ολοκλήρωσε την παλαιογραφική έρευνα του κειμένου («histoire de la langue géorgienne». Κριτική παρουσίαση υπό Peeters, «Chanidzέ», σσ. 384-386). H χρονολόγηση του «Κανοναρίου» υπό του Capelle κατά τον 8ο αι. δεν δημιουργεί προβλήματα στα συμπεράσματα της έρευνας («Fetes de la Vierge», σ. 2).

54. Από την παραλλαγή αυτή προφανώς πηγάζει ο χαρακτηρισμός του ναού στη Γεθσημανή ως «ευκτηρίου του Μαυρικίου» (Φουντούλη, «Κοίμησις», στ. 705). Ο Kékedidzé διορθώνει το γεωργιανό πρωτότυπο περί «Μαυρικίου» σε «Μαρκιανό», επειδή προφανώς εγνώριζε ότι δύο προσκυνητές των αγίων Τόπων (ο Θεοδόσιος περί το 530 και ο Αντώνιος της Πλακεντίας περί το 570) μαρτυρούν περί υπάρξεως του ναού, ο οποίος επομένως υπήρχε προ του Μαυρικίου (582-602). Είναι πιθανόν η μετατροπή του «Μαρκιανός» σε «Μαυρίκιος» υπό του γεωργιανού) πρωτοτύπου να οφείλεται στην επωνυμία του Μαρκιανοΰ ως «Μαυρικιανοϋ» (βλ.Raes, «Assomption» σ. 264).

55. Kékedidzé, Kanonar, σ. 123. Ο Dalmais συγκρίνει τη μαρτυρία με μεταγενέστερες γεωργιανές πηγές και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, ο συγκεκριμένος εορτασμός δεν περιορίζετο κατά τη 15η Αυγούστου, αλλά εξετείνετο μεταξύ 13ης και 17ης Αυγούστου («Apocryphes de la Dormition», σσ. 13-14).

56. Πρβλ. Kékedidzé, Kanonar, σ. 123/Goussen, georgische Drucke σ. 29.

57. Νέλλα, Θεομήτωρ, σ. 27, σημ. I/P.Voulet, όπ.π., σ. 9. Περί των θεωριών αιτιολογήσεως της 15ης Αυγούστου ως ημέρας Κοιμήσεως της Θεοτόκου επί τη βάσει ειδωλολατρικών δεδομένων-θεωρίες καταδικασμένες από την Εκκλησία, βλ. εν Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου, σ.12.

58. Πρβλ., Jugie, «tete mariale», σσ. 130-131/Kellner, Heortologie, σσ. 172-173.

59. Τάττει δε και Μαυρίκιος την της πανάγνου και θεομήτορος κοίμησιν, κατά την πεντεκαιδεκάτην του Αυγούστου μηνός (Νικηφόρου Καλλίστου, Εκκλησιαστική ιστορία,17.28, ΡG 147, 292Α-Β).

60. Βλ. Στεφανίδου, Ιστορία, σ. 317/Martimort , Eglise en Prière ; IV, σ. 147/Σπουρλάκου-Ευτυχιάδου, Παναγία Θεοτόκος, σ. 64/Καλογήρου, «Μαρία», στ. 663/Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου,σ.11.

61. Βλ. και, Cabrol, «Assomption», στ. 2997.

62. Πρβλ. Capelle, «Fete de la Vierge», σσ.28-29.

63. Φουντούλη, «Κοίμησις», στ.705.

64. Κοίμησις της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, 1, έκδ. Μ. Jugie, «Homélies mariales byzantines», εν Ρ. Graffin, Patrolologia Orientalis 19 (2),1926, σ.376.

65. Βλ.Σιώτη, Λατρεία Θεοτόκου, σ. 11.

66. Λατινική μετάφραση υπό A. Baumstark, Or. Chr.(1905), σσ. 91-99.

67. Silentio circa Assumptionem, σσ. 20-22.

68. Βλ. περισσότερα εν Wallis Budge, Blessed Virgin,σσ. 125/Raes, «Assumption» σ. 270.

69. Πρβλ. De gloria martyrum, Ι,4, PL 71, 713.

70. Την άποψη αυτή αποδέχεται και o Cabrol, «Assomption», στ. 2998.

71. Πρβλ. Andronikof, Sens des fetes, σ. 280.

72. Βλ. Φουντούλη,«Κοίμησις», στ. 706.

73. Πρβλ. Klauser, Capitulare, σ.81.

74. Βλ. στο Γρηγοριανό ευχολόγιο (η έκδοση περιλαμβάνει και επιμέρους ευχολόγια), έκδ. J. Deshusses, Fribourg 1971, σ. 262 (Spicilegium Friburgense, 12).

75. Βλ. περισσότερα εν Duchesne, Liber Pontificalis, Ι, σ. 500.

76. Έκδ. Amélineau, «Panégyrique de Macaire», σ.125.

77. Βλ. Mossay, Νοel-Epiphanie, σ.57.

78. Βλ. σχετικώς εν Nollet, «culte de marie», σσ. 376-379/Martimort, Eglise en Prière IV, σ. 148.


Αναδημοσίευση από: www.myriobiblos

Του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.

Τω αυτώ μηνί ΙΕ΄, η σεβασμία Μετάστασις της υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.

Ου θαύμα θνήσκειν κοσμοσώτειραν Κόρην,
Του Κοσμοπλάστου σαρκικώς τεθνηκότος.
Zή αεί Θεομήτωρ καν δεκάτη θάνε πέμπτη.

Όταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ηθέλησε να παραλάβη εις τον εαυτόν του την εδικήν του Μητέρα, τότε προτίτερα από τρεις ημέρας, εφανέρωσεν εις αυτήν διά μέσου Αγγέλου (όστις λέγουσιν, ότι ήτον ο Αρχάγγελος Γαβριήλ) την από γης εις Ουρανόν αυτής
Μετάστασιν. Ελθών δε προς αυτήν ο Άγγελος, είπε. Τάδε λέγει ο Υιός σου. καιρός είναι να παραλάβω την Μητέρα μου εις τον εαυτόν μου. Όθεν μη ταραχθής διά τούτο, αλλά με ευφροσύνην δέξαι το μήνυμα, επειδή και μεταβαίνεις εις ζωήν αθάνατον. Τούτο δε μαθούσα η Θεοτόκος, εχάρη χαράν μεγάλην. Και λοιπόν από τον πόθον κινουμένη του να μεταβή προς τον Υιόν της, ανέβη με σπουδήν και προθυμίαν επάνω εις το όρος των Ελαιών διά να προσευχηθή. (Είχε γαρ η Πανύμνητος τοιαύτην συνήθειαν, να αναβαίνη συχνά εις το όρος αυτό.) Τότε δε ηκολούθησεν ένα θαύμα παράδοξον. Διότι όταν ανέβη εκεί η Θεοτόκος, τότε έκλιναν την κορυφήν αυτών τα δένδρα, οπού ήτον εις το όρος φυτευμένα, ωσάν να ήτον έμψυχα και λογικά, και έτζι επροσκύνησαν, και απέδωκαν κατά το πρέπον, σέβας και τιμήν εις την Κυρίαν του κόσμου και Δέσποιναν.

Αφ’ ου δε ικανώς επροσευχήθη η Πανάχραντος, εγύρισεν εις την οικίαν της, και ω του θαύματος! παρευθύς εσείσθη όλη. Έπειτα άναψε πολλά φώτα η Δέσποινα, και ευχαριστήσασα τον Θεόν, εκάλεσε τας συγγενίδας αυτής και γειτόνισσας. Σαρόνοι τον οίκόν της, ευτρεπίζει τον νεκροκράββατον, και ετοιμάζει όλα, όσα ήτον επιτήδεια εις τον ενταφιασμόν της. Φανερόνοι δε και εις τας άλλας γυναίκας τα λόγια, οπού την ελάλησεν ο Άγγελος διά την εις τους Ουρανούς αυτής μετάστασιν. Και εις πληροφορίαν και πίστωσιν των λεγομένων, δείχνει εις αυτάς το χαροποιόν και νικητικόν σημείον, οπού έδωκεν εις αυτήν ο Άγγελος. Τούτο δε ήτον ένας κλάδος της φοινικίας. Η δε καλεσμέναις γυναίκες, το λυπηρόν τούτο ακούσασαι μήνυμα, εθρήνουν, και με δάκρυα το πρόσωπον αυτών έλουον, ελεειναίς φωναίς οδυρόμεναι. Παύσασαι όμως από τους θρήνους, παρεκάλουν την Δέσποιναν να μη τας αφήση ορφανάς. Η δε Θεοτόκος τας εβεβαίονεν, ότι και αφ’ ου μετασταθή εις τους Ουρανούς, έχει να διαφυλάττη, όχι μόνον αυτάς, αλλά και όλον τον κόσμον. Όθεν με τα τοιαύτα παρηγορητικά λόγια, έπαυσε την υπερβολικήν αυτών λύπην.

Έπειτα εδιώρισεν η Πάναγνος διά τα δύο φορέματα οπού είχεν, ότι δηλαδή αι δύω χήραι, οπού ήτον εις αυτήν γνώριμαι και φιλαινάδαι, και οπού ετρέφοντο παρ’ αυτής, αυταί να πάρουν κάθε μία το ένα φόρεμα.

Εις καιρόν δε οπού ταύτα εδιάτασσεν η Πανάμωμος, ω του θαύματος! έγινεν αιφνιδίως ένας ήχος μιάς δυνατής βροντής, και ευθύς ήλθον εκεί πάμπολλα νέφαλα, τα οποία αρπάσαντα από τα πέρατα της οικουμένης τους Αποστόλους, έφεραν αυτούς εις την οικίαν της Θεοτόκου. Μαζί δε με τους Αποστόλους ήλθε και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, ο Άγιος Ιερόθεος ο διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Απόστολος Τιμόθεος, και οι λοιποί θεόσοφοι Ιεράρχαι, επί των νεφελών φερόμενοι. Οι οποίοι καθώς έμαθον την αιτίαν, διά την οποίαν αιφνιδίως και παραδόξως εσυνάχθησαν, ταύτα έλεγον προς την Θεοτόκον. Σε Δέσποινα, βλέποντες ημείς, πως έζης και έμενες εις τον κόσμον, επαρηγορούμεθα, ωσάν να εβλέπομεν τον Υιόν σου και Δεσπότην ημών και Διδάσκαλον. Επειδή δε τώρα με την βουλήν του Υιού και Θεού σου μεταβαίνεις εις τα Ουράνια, διά τούτο θρηνούμεν, ως οράς, και δακρύομεν. Αγκαλά και κατά άλλον τρόπον χαίρομεν, διά τα επί σοί οικονομούμενα πράγματα. Ταύτα δε λέγοντες, έβρεχον το πρόσωπόν τους με δάκρυα.

Τότε η Θεοτόκος προς αυτούς απεκρίθη. Ώ φίλοι και μαθηταί του εμού Υιού και Θεού, μη κάμετε πένθος και λύπην την εδικήν μου χαράν. Αλλά ενταφιάσετε το σώμά μου, καθώς εγώ θέλω το σχηματίσω επάνω εις το νεκροκράββατον. Όταν δε ταύτα τα λόγια ετελειώθησαν, ιδού φθάνει και ο θεσπέσιος Απόστολος Παύλος, το σκεύος της εκλογής, όστις πεσών εις τους πόδας της Θεομήτορος, επροσκύνησεν αυτήν. Και ανοίξας το στόμα του, την εγκωμίασε με πολλά και ουράνια εγκώμια. Χαίρε, λέγων, ω Μήτερ της ζωής, και του εδικού μου κηρύγματος η υπόθεσις: διατί, αγκαλά και εγώ δεν είδον σωματικώς επί της γης τον Υιόν σου, εσένα όμως βλέπωντας, ενόμιζον ότι βλέπω εκείνον τον ίδιον. Μετά ταύτα, αποχαιρετά όλους η Παρθένος. Ανακλίνεται επάνω εις τον νεκροκράββατον. Σχηματίζει το Πανάχραντον αυτής Σώμα, καθώς ηθέλησε. Προσφέρει δεήσεις και ικεσίας εις τον Υιόν της διά την σύστασιν και ειρήνην όλου του κόσμου. Γεμόζει τους Αποστόλους και Ιεράρχας από την ευλογίαν του Υιού της, την διδομένην δι’ αυτής εις τους ανθρώπους. Και έτζι αφίνει εις τας χείρας του Υιού και Θεού της, την ολόφωτον και Παναγίαν ψυχήν της. Τότε ο Κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος, άρχισε πρώτος να λέγη εις την Θεοτόκον εγκώμια επιτάφια, οι δε λοιποί Απόστολοι εσήκωσαν τον νεκροκράββατον. Και άλλοι μεν, επροπορεύοντο έμπροσθεν, βαστάζοντες λαμπάδας και φώτα, και ύμνους ψάλλοντες. Άλλοι δε, ηκολούθουν, παραπέμποντες εις τον τάφον το Θεοδόχον σώμα της Θεομήτορος.

Τότε δή τότε και Άγγελοι ηκούοντο ψάλλοντες από τους Ουρανούς, και αι φωναί των ασωμάτων Δυνάμεων τον αέρα εγέμοζον. Τα οποία όλα μη υποφέροντες να βλέπουν και να ακούουν οι φθονεροί άρχοντες των Ιουδαίων, επαρακίνησαν μερικούς από τον λαόν, και έπεισαν αυτούς να κρημνίσουν εις την γην το ιερόν νεκροκράββατον, επάνω εις το οποίον εφέρετο το ζωαρχικόν Σώμα της Θεοτόκου. Αλλ’ όμως η θεία δίκη επρόφθασε και επαίδευσε τους τούτο τολμήσαντας, τυφλώσασα πάντων τους οφθαλμούς. Ένα δε από αυτούς εστέρησεν όχι μόνον από ομμάτια, αλλά και από χέρια. Επειδή και αυτός θρασύτερον από τους άλλους ώρμησε και επίασε την ιεράν εκείνην κλίνην. Όστις αφήκεν εις την κλίνην κρεμασμένα τα τολμηρά του χέρια, τα οποία το σπαθί της θείας δίκης απέκοψεν. Έμεινε λοιπόν ο τάλας εκείνος ένα ελεεινόν και αξιοδάκρυτον θέαμα. Πιστεύσας όμως ύστερον εξ όλης ψυχής, όχι μόνον αυτός ιατρεύθη και απεκατέστη υγιής ως το πρότερον, αλλά και εις τους άλλους οπού ετυφλώθησαν, έγινεν αίτιος ιατρείας και σωτηρίας. Πέρνωντας γαρ ούτος ολίγον τι μέρος από το ρούχον της Θεοτόκου, και βαλών αυτό επάνω εις τους τυφλωθέντας, ω του θαύματος! ιάτρευσεν αυτούς, και από το πάθος της τυφλότητος, και από το πάθος της απιστίας.

Φθάσαντες δε οι Απόστολοι εις το χωρίον Γεθσημανή, ενταφίασαν το Πάναγνον Σώμα της Θεοτόκου, και τρεις ημέρας προσμένουσιν εκεί, ακούοντες ακαταπαύστως εις όλον αυτό το διάστημα, τους ύμνους και τας φωνάς των Αγίων Αγγέλων. Επειδή δε κατά θείαν οικονομίαν, ως άδεται λόγος, ένας από τους Αποστόλους (ο Θωμάς δηλαδή, καθώς οι πολλοί θέλουσιν) δεν ευρέθη παρών εις την κηδείαν του ζωαρχικού σώματος της Θεομήτορος, αλλ’ ήλθεν εις την τρίτην ημέραν, διά τούτο ελυπείτο πολλά, επειδή δεν ηξιώθη να ιδή και αυτός εκείνα, οπού ηξιώθησαν και είδον οι λοιποί Απόστολοι. Όθεν κοινή ψήφω άπαντες οι Απόστολοι άνοιξαν τον τάφον διά να προσκυνήση το Σώμα της Θεοτόκου, ο υστερήσας Απόστολος. Ανοίξαντες δε τον τάφον, εξέστησαν άπαντες. Εύρον γαρ τον τάφον, εύκερον μεν από σώμα, μόνον δε το σινδόνι έχοντα, το οποίον έμεινε παρηγορία εις τους Αποστόλους, οπού έμελλον να λυπούνται, και μαρτυρία και απόδειξις αψευδής της εκ του τάφου μεταθέσεως της Θεοτόκου. Επειδή και έως τώρα, ο εν τη πέτρα σκαμμένος τάφος αυτής, βλέπεται και προσκυνείται εύκερος από σώμα. Τελείται δε η αυτής Σύναξις και εορτή εν τω σεβασμίω οίκω των Βλαχερνών, πανηγυρίζεται δε και εις όλας τας κατά τόπον Εκκλησίας.


Σχόλιο Αγίου Νικοδήμου για το ότι η Παναγία ανέστη και ανελήφθη στους ουρανούς

Σημειούμεν ενταύθα, ότι η Kυρία ημών Θεοτόκος, μετά την εν τω τάφω τριήμερον αυτής Kοίμησιν, όχι μόνον μετέστη, αλλά και ανέστη από του τάφου, και ανελήφθη εις τους Ουρανούς, ήτοι ενώθη πάλιν η ολόφωτος αυτής ψυχή μετά του θεοδόχου αυτής σώματος, και ούτως ανέστη από του τάφου. Kαι μετά την ανάστασίν της, ευθύς ανελήφθη σύσσωμος εις τους Ουρανούς, μάλλον δε και υπέρ Ουρανούς. Ότι δε ταύτά εστιν αληθή, βεβαιούσι τα πνευματοκίνητα στόματα των ιερών Θεολόγων. Ο μέν γαρ θεσπέσιος Ανδρέας ο Kρήτης, εν ενί των εις την Kοίμησιν τριών εγκωμίων αυτού, ου η αρχή: «Μυστήριον η παρούσα πανήγυρις», ούτω γράφει: «Πώς ουκ αψευδής η μετάθεσις; επεί και τάλλα συνέδραμε. Ψυχής διάστασις από σώματος, συνθέτου λύσις, μερών διάζευξις, ανάλυσις, επίζευξις (ήτοι ένωσις ψυχής μετά σώματος), σύμπηξις (ήτοι ανάστασις) και προς το αφανές υποχώρησις». Ο Δαμασκηνός Ιωάννης εν ενί των εις την Kοίμησιν τριών λόγων αυτού, ου η αρχή: «Έθος εστί τοις ερωτικώς προς τι διακειμένοις», ούτω φησίν: «Έδει καθάπερ χρυσόν αποβαλούσαν το γεώδες και αλαμπές της θνητότητος πάχος, ως εν χωνεύσει τω θανάτω σάρκα (της Θεοτόκου) άφθαρτον και καθαράν τω φέγγει της αφθαρσίας εκλάμπουσαν, εξαναστήναι του μνήματος. Σήμερον αρχήν λαμβάνει (η Θεοτόκος) δευτέρας υπάρξεως (ήτις εστίν η ανάστασις) υπό του δόντος αυτή την αρχήν της προτέρας υπάρξεως». Τούτοις συμμαρτυρεί και ο ιερός Kοσμάς ούτως άδων έν τινί τροπαρίω της πρώτης ωδής του εις την Kοίμησιν Kανόνος αυτού: «Διό θνήσκουσα, σύν τω Υιώ εγείρη διαιωνίζουσα».

Kαθαρώτατα δε και σαφέστατα τούτο παρίστησιν ο της Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος ο Παλαμάς, εν τω εις την Kοίμησιν λόγω αυτού, ούτω πανηγυρίζων: «Μόνη αύτη νυν μετά του θεοδοξάστου Σώματος σύν τω Υιώ τον ουράνιον έχει χώρον… ει γαρ ψυχή Θεού χάριν ένοικον σχούσα προς Ουρανόν ανέρχεται των ενταύθα λυθείσα… πως άν, το μη μόνον εν εαυτώ λαβόν αυτόν τον προαιώνιον και μονογενή του Θεού Υιόν, την αένναον πηγήν της χάριτος, αλλά και γεννητικόν αναφανέν αυτού σώμα, ουκ από γης προς Ουρανόν ανελήφθη; Διά τούτο, το γεννήσαν εικότως σώμα, συνδοξάζεται τω γεννήματι, δόξη θεοπρεπεί, και συνανίσταται, κατά το προφητικόν άσμα, τω πρότερον αναστάντι τριημέρω Χριστώ, η Kιβωτός του αγιάσματος αυτού. Kαι παράστασις γίνεται τοις μαθηταίς, της εκ νεκρών αυτής αναστάσεως, αι σινδόνες και τα εντάφια μόνα περιλειφθέντα τω τάφω, και μόνα κατ’ αυτόν ευρεθέντα τοις κατά ζήτησιν προσελθούσι, καθάπερ επί του Υιού και Δεσπότου πρότερον. Ουκ ην δε χρεία και ταύτην έτι προσολίγον, καθάπερ ο ταύτης Υιός και Θεός, διατρίψαι τη γη. Διά τούτο προς τον υπερουράνιον ευθύς ανελήφθη χώρον από του τάφου».

Αλλά και ο Θεόδωρος ο Στουδίτης τούτο βεβαιοί εν τω εις την Kοίμησιν λόγω αυτού. Ωσαύτως δε και ο θείος Μάρκος ο Εφέσου εν τοις εις την Kοίμησιν οκτωήχοις Kανόσιν αυτού, ούτω λέγει έν τινι τροπαρίω της ενάτης ωδής του βαρέος ήχου: «Μεγαλυνέσθω ευφήμοις ωδαίς η Πάναγνος, μακαριζέσθω αξίως η Παμμακάριστος, ότι νενέκρωται και εγήγερται πάλιν ως Μήτηρ του Kυρίου, εις πίστωσιν εσχάτης αναστάσεως ην ελπίζομεν». Kαι εν άλλω τροπαρίω της ³΄ ωδής του πλαγίου δ΄ ήχου ούτω φησί: «Nέκρωσιν η της ζωής Μήτηρ δέχεται, και τάφω τεθείσα, μετά τρίτην ημέραν, ευκλεώς εξανίσταται εις αιώνας τω Υιώ συμβασιλεύουσα, και αιτούσα την των πταισμάτων ημίν άφεσιν». Παρίημι λέγειν, ότι και εν τω κοινώ Ωρολογίω γράφεται περί της υψώσεως της Παναγίας, ότι οι μαθηταί τω τάφω προσελθόντες, και μη ευρόντες το Πανάγιον της Θεοτόκου σώμα, επείσθησαν αληθώς, ότι σύσσωμος, ζώσα, και τριήμερος, ως ο Υιός αυτής, εκ νεκρών αναστάσα και μεταστάσα, εις Ουρανούς μεταβέβηκε.

Ει δε και προβάλοι τινάς το Kάθισμα εκείνο το λέγον· «Εις τα Ουράνια, η νοερά σου ψυχή, εις τον Παράδεισον, η ιερά σου Σκηνή». Αποκρινόμεθα: πρώτον, ότι το Kάθισμα αυτό είναι ανωνύμου ποιητού, και ουχί Ιωάννου του Δαμασκηνού, και δεύτερον, ότι το Kάθισμα αυτό εν τοις χειρογράφοις βίβλοις ούτως ευρίσκεται γεγραμμένον: «Εις τον Παράδεισον, η νοερά σου ψυχή, ως θεοπρόστακτον, Μαρία άχραντε, τοις Αποστόλοις εν φωνή, Παναγία παραδέδοται». Εκ δε των αμφιλεγομένων, ουδέν βέβαιον συμπεραίνεται. Άλλως τε δε, και ο Παράδεισος νοητώς εννοείται, και αντί του Ουρανού παραλαμβάνεται, ως λέγει ο ιερός Θεοφύλακτος, ερμηνεύων το, «Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω».

Διατί δε ου δημοσιεύεται επ’ Εκκλησίας η της Θεοτόκου ανάστασις και ανάληψις, αλλά Μετάστασις μόνον αυτής λέγεται; Εις τούτο αποκρίνονται μερικοί. Πρώτον, ότι η της Θεοτόκου ανάστασις και ανάληψις δεν είναι μαρτυρημένη εν ταις θείαις Γραφαίς, καθώς είναι η του Υιού αυτής και Θεού Ανάστασις και Ανάληψις. Δεύτερον, διατί η της Θεοτόκου ανάστασις και ανάληψις, δόγμα εστί μυστικόν, εν μόνοις τοις λόγοις των Πατέρων σημειούμενον, και ουχί κήρυγμα. Όθεν και σιωπάται, επεί κατά τον Μέγαν Βασίλειον, «Τα μεν δόγματα σιωπάται, τα δε κηρύγματα δημοσιεύεται» (καν. ²α΄). Αποκρίνονται δε και τρίτον, ότι η Μετάστασις είναι καθολικωτέρα της αναστάσεως και αναλήψεως. Kαθότι πάν το αναστηθέν ή αναληφθέν, μεθίσταται κατά τόπον. Όθεν η Μετάστασις λεγομένη επί της Θεοτόκου, και την ανάστασιν αυτής συμπεριλαμβάνει και την ανάληψιν. Εκ των ειρημένων λοιπόν έγινε δήλον, ότι οι φρονούντες, ότι η Θεοτόκος ουκ ανέστη, ήτοι δεν ενώθη η αγιωτάτη αυτής ψυχή μετά του αχράντου αυτής σώματος, αλλ’ ουδέ το σώμα αυτής εστί ζωντανόν εν Ουρανοίς, αλλά νεκρόν, ως χωρισμένον της ζωοποιούσης αυτό ψυχής, ουκ ορθώς τούτο φρονούσιν.

(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα: http://www.imaik.gr/

«Παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου, ἐν ἰματισμῶ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη».

Αὐτὴ εἶναι ἡ πλέον ζωντανὴ καὶ πρεπώδης εἰκὼν τῆς μεταστάσης εἰς οὐρανὸν Θεομήτορος.ὁπού ἐζωγράφισε μὲ θεοκίνητον κάλαμον ὁ Προφητάναξ· καὶ πρὸς τὴν θεωρίαν τῆς εἰκόνος ταύτης προσκαλῶ σήμερον τὰ ὄμματα τῆς εὐλαβοῦς σας διανοίας, ὢ φιλέορτον σύστημα.

Μὴ στοχασθῆτε ἐδῶ κάτω τὰ θλιβερὰ ἐκεῖνα σύμβολα τοῦ θανάτου· ἐκεῖ, δηλαδή, ὁπού φαίνεται ἕνα σῶμα νεκρὸν ἁπλωμένον ἐπάνω εἰς ἕνα κράββατον, κηδευόμενον σεπτῶς παρὰ τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων, παραδόξως συνηγμένων ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς. Εἰς τὴν ἁγιωτάτην Παρθένον ὅλα ἐστάθησαν ὑπὲρ ἄνθρωπον· εἰς τοῦτο μόνον ἔδειξε πὼς ἦτον φύσεως ἀνθρωπίνης, διατὶ σήμερον φαίνεται, πὼς εἶναι φύσεως θνητῆς· ἀλλὰ καὶ εἰς τοῦτο ἐφάνησαν τὰ προνόμια τῆς θείας χάριτος· διατί, καθὼς ὅταν ἡ πανάμωμος Μαρία συνέλαβεν, ἡ σύλληψις ἐστάθη ἄσπορος, καὶ ὅταν ἐγέννησεν, ἡ κύησις ἐστάθη ἀδιάφθορος,ἔτζι ὅταν ἀπέθανεν, ἡ νέκρωσις ἐστάθη ἀθάνατος.

Δὲν εἶναι θάνατος, ὄχι, ἐτοῦτος, ὡσὰν ἐκεῖνος ὁ τύραννος τοῦ γένους μας, ὁ υἱὸς τῆς κατάρας καὶ πατὴρ φθορᾶς, ὁπού εἰς τὸ σκοτεινόν του βασίλειον κρατεῖ αἰχμάλωτον τοῦ Ἀδὰμ τὴν κληρονομίαν. Αὐτὸς εἶναι ἢ ἕνας γλυκὺς ὕπνος, μὲ τὸν ὁποῖον θέλησε ἡ πάναγνος Δέσποινα ὡσὰν νὰ ἀναπαυθῆ ὀλίγον εἰς τὸ πέρας τῆς ἐπικήρου ταύτης ζωῆς, διὰ νὰ ἀρχίση τὴν ὁδὸν ἐκείνης τῆς ἀκηράτου· ἢ μία θαυμαστὴ ἔκστασις θείου ἔρωτος, εἰς τὴν ὁποίαν, ἡ μὲν μακαριωτάτη ἐκείνη ψυχὴ σπεύδουσα τὸ ὀγληγορώτερον νὰ φθάση πρὸς τὸν ἠγαπημένον θεῖον Υἱόν, ἄφησε δι’ ὀλίγον τὸ ὁμοδίαιτον σῶμα· καὶ τοῦτο ὁμοίως αἱρόμενον ὑπὸ χερουβικοῦ ἅρματος ἠκολούθησε τὸν αὐτὸν δρόμον καὶ ἀνέβη δεδοξασμένον εἰς οὐρανούς.

Ἴδετε τὸν τάφον εἰς τὸ χωρίον Γεθσημανῆ καὶ θέλετε τὸν εὕρει κενόν· διατὶ τάφος δὲν δύναται νὰ χωρίση τὴν Μητέρα τῆς ζωῆς, τὸ δοχεῖον τῆς σεσωρευμένης θεότητος, τοῦ ὁποίου τόπος ἀντάξιος εἶναι ὁ θρόνος τῆς θείας δόξης. Καὶ ἐπάνω εἰς τοιοῦτον θρόνον, ἐκ δεξιῶν τοῦ Βασιλέως Θεοῦ, μεταστάσα ἡ Μήτηρ τοῦ Θεοῦ κάθεται ὡς Βασίλισσα τῶν οὐρανίων καὶ ἐπιγείων, ὑπερτέρα πάσης κτίσεως· «παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου». Βασίλισσα τῶν ἐπιγείων· εἰς αὐτὴν ἀποδίδει τὰς δευτέρας, μετὰ Θεόν, τιμητικάς λατρείας τῶν πιστῶν ἡ Ἐκκλησία εἰς τοὺς ἀχράντους αὐτῆς πόδας ρίπτουσι τὰ σκῆπτρα καὶ διαδήματα οἱ εὐσεβεῖς Βασιλεῖς. Αὐτῆς τὸν ὑψηλὸν θρόνον περικυκλώνουσι τῶν Ὀρθοδόξων τὰ συστήματα· καὶ ποῖος παρακαλεῖ ὑγείαν εἰς τὰς νόσους· τοῦτος παρηγορίαν εἰς τὰς θλίψεις· ἐκεῖνος βοήθειαν εἰς τὰς συμφοράς· ὅλοι ζητοῦσιν ἔλεος ἀπὸ τὴν πηγὴν τοῦ ἐλέους· καὶ ὁ παρακαλῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει· διατὶ ἀνεξάντλητον εἶναι τὸ πέλαγος, ἀκένωτος εἶναι ἡ πηγὴ τῶν ἀγαθῶν.

Βασίλισσα τῶν οὐρανίων· αὐτὴν σέβονται καὶ προσκυνοῦσιν ὅλα τῶν ἀσωμάτων τὰ τάγματα· οἱ Ἄγγελοι, τὸ καθαρώτατον ἔσοπτρον τῆς ἁγνείας· οἱ Ἀρχάγγελοι, τὸ πολύτιμον σημεῖον τῶν θείων ἀποκαλύψεων· αἱ Ἐξουσίαι, τὸ πανσθενὲς κράτος τῶν πιστῶν· αἱ Δυνάμεις, τὸ ἀκαταμάχητον τεῖχος τῆς Ἐκκλησίας· αἱ Ἀρχαί, τὴν σωτήριον ἀρχὴν τῆς παγκοσμίου ἀπολυτρώσεως· αἱ Κυριότητες, τὴν ὑπερτάτην Κυρίαν τοῦ παντός· οἱ Θρόνοι, τὸν ἔμψυχον θρόνον τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης· τὰ Χερουβίμ, τὴν θεοδίδακτον μυσταγωγὸν τῆς ὑψηλῆς γνώσεως· τὰ Σεραφὶμ τὴν ἄσβεστον λαμπάδα τῆς θείας καθαρωτάτης ἀγάπης. Βασίλισσα, τὴν ὁποίαν ἀσπάζεται αὐτὴ ἡ τρισήλιος Θεαρχία· τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὴν ἀνύμφευτον νύμφην· ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τὴν ἀπήρανδρον Μητέρα· ὁ Θεὸς καὶ Πατήρ, τὴν ἠγαπημένην θεόπαιδα· «παρέστη ἡ Βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου».

Ἀλλ’ ἡ δοξασμένη Παντάνασσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, εἶναι (λέγει), «ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη»·δηλαδὴ τὸ θεοΰφαντον ἔνδυμα τῆς μακαριότητος ὁπού τὴν στολίζει, εἶναι διάχρυσον, διὰ τὰς ὑπερκάλλους ἀγλαΐας τοῦ ἀπροσίτου φωτός. Εἶναι πεποικιλμένον, ἤγουν διακεκριμένον μὲ διάφορα χρώματα, ὁπού θέλει νὰ εἰπῆ· καθὼς εἰς τὴν Παρθένον ζῶσαν ἐπὶ τῆς γῆς, ἤσαν ὅλοι οἱ διάφοροι χαρακτῆρες τῶν ἀρετῶν,ὁπού εἰς πάντων τῶν Ἁγίων τὰς ψυχάς τυπώνει ἡ χάρις, ἔτζι εἰς τὴν Παρθένον, μεταστάσαν εἰς οὐρανούς, εἶναι ὅλα τὰ διάφορα χρώματα τῶν θείων ἐλλάμψεων, ὁπού εἰς πάντων τῶν Μακαρίων τὰ πρόσωπα ζωγραφίζει τῆς θείας δόξης τὸ τρισόλβιον φῶς.

Ὅταν ὁ Ἥλιος φθάση εἰς τὴν μέσην ἁψίδα τοῦ οὐρανοῦ, ἐξίσου χύνει εἰς ὅλα τὰ μέρη τῶν ἀκτίνων τὸ φῶς, μὰ ἐξίσου δὲν φωτίζονται πάντα τὰ φωτιζόμενα σώματα· καθὼς εἶναι, ἢ ἀραιότερα ἢ πυκνότερα, ἔτζι, ἢ περισσότερον ἢ ὀλιγώτερον λαμβάνουσι τὸ προσβάλλον ἀπαύγασμα τῆς ἡλιακῆς λαμπηδόνος· τὰ μὲν καθαρὰ ἐκλάμπουσιν ὁλόφωτα, τὰ δὲ διαφανῆ διαλάμπουσιν εὔδια καὶ τὰ στερεὰ καὶ ἀντίτυπα ἀντιλάμπουσιν ὅσον μόνον γίνονται ὁρατά. Μὰ ὅταν λάχη καὶ ὁ Ἥλιος προσβάλη τὰς ἀκτίνας του εἰς ἕνα ἀκηλίδωτον καθρέπτην, ὄχι μόνον τὸν φωτίζει, ἀλλ’ αὐτὸς ὅλος ὁ ἥλιος ἐκεῖ φαίνεται νὰ εἰσεβαίνει καὶ νὰ περικλείεται εἰς τρόπον, ὅτι ἐκεῖνος δὲν φαίνεται τόσον ἕνα κρύσταλλον ὁπού φωτίζεται, ἀλλ’ αὐτὸς ὁ Ἥλιος ὁπού φωτίζει. Αὐτὴ εἶναι, ἀνάμεσα τῶν ἄλλων φωτιζομένων σωμάτων καὶ τοῦ καθρέπτου ἡ διαφορά· ὅτι τὰ μὲν ἄλλα λαμβάνουσι μόνον τοῦ Ἡλίου τὸ φῶς, ὁ καθρέπτης λαμβάνει αὐτὸν ὅλον τὸν Ἥλιον καὶ ἀκτινοβολεῖ ὡσὰν Ἥλιος.

Ὁμοίως ὁ ἄδυτος ἐκεῖνος τῆς δικαιοσύνης Ἥλιος, ὁπού λάμπει ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν ἁγίων, ἐξίσου χύνει εἰς ὅλα τὰ πνεύματα τῶν Μακαρίων τῆς θείας δόξης τὸ ἀνέσπερον φῶς, μὰ ἐξίσου δὲν φωτίζονται πάντα· καθένας λαμβάνει τὸ ἴδιον μέτρον τῆς θείας φωτοχυσίας, ὡσὰν ἕνα μερικὸν χρῶμα μακαρίας ἐλλάμψεως· καὶ δέχεται ἢ περισσότερον ἢ ὀλιγώτερον τὸ μέτρον τοῦ θείου τούτου φωτός, καθὼς εἶναι δεκτικόν, κατὰ τὸν βαθμὸν δηλαδὴ καὶ ἀναλογίαν τῆς ἰδίας του καθαρότητος. Ἔτζι ἀλλέως φωτίζονται οἱ ἅγιοι λΆγγελοι, ὁπού εἶναι ἄϋλα πνεύματα· ἀλλέως οἱ ἄνθρωποι, ὁπού εἶναι φύσεως παχυτέρας·καὶ πάλιν ἀνάμεσα καὶ εἰς τοὺς Ἀγγέλους διαφορετικὰ φωτίζονται ἀπὸ τὰς Κυριότητας οἱ Θρόνοι· ἀπὸ τοὺς θρόνους τὰ Χερουβὶμ καὶ ἀπὸ τὰ Χερουβὶμ τὰ Σεραφίμ· καὶ ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τοὺς Προφήτας οἱ Ἀπόστολοι, ἀπὸ τοὺς Ὁμολογητάς οἱ Μάρτυρες, καὶ τοὺς Ἀσκητάς αἱ Παρθένοι· ὅλοι εἶναι ἄστρα τοῦ νοητοῦ στερεώνατος, ὅθεν οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς φωστῆρες· πλὴν «ἀστὴρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξει» κατὰ τὸ ρητόν.

Ἡ Παναγία Παρθένος εἶναι ἀνάμεσα εἰς ὅλους τούς Μακαρίους ἀκηλίδωτος καθρέπτης ἁγνείας καὶ καθαρότητος· ὅλη καλή, ὅλη ἄμωμος, καθὼς τὴν ὀνομάζει εἰς τὸ Ἆσμα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· «ὅλη καλὴ ἡ πλησίον μου, καὶ μῶμος οὐκ ἔστιν ἐν σοί». Καθαρωτέρα ἀσυγκρίτως καὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν Ἀγγέλων.Ὅθεν ὄχι μόνον εἰς αὐτὴν χύνει τῆς μακαριότητος τὸ φῶς, ἀλλ’ εἰς αὐτὴν εἰσεβαίνει καὶ ὡσὰν περικλείεται ὅλη, ὅλη ἐκείνη ἡ πολυχεύμων πηγὴ τοῦ φωτός, ὅλος, ὅλος τῆς δόξης ὁ Ἥλιος· εἰς τρόπον, ὅτι ὡς ἄλλος δεύτερος τῆς δόξης Ἥλιος, ἀκτινοβολεῖ τῆς Παναγίας Παρθένου τὸ μακάριον πρόσωπον καὶ κάνει διπλοῦν τὸ φῶς τῆς ἀνεσπέρου ἡμέρας. Καταλάβετε δὲ τὴν διαφορὰν τῆς μακαριότητος ὁπού χαίρονται τῶν λοιπῶν δικαίων τὰ πνεύματα καὶ τῆς μακαριότητος ὁπού χαίρεται ἡ θεομήτωρ Μαρία· ὅτι ἐκεῖνοι μὲ κατὰ μέρος δέχονται τῆς θείας δόξης τὸ φῶς, αὐτὴ δὲ ὅλον δέχεται τῆς δόξης τὸν Ἥλιον. Ἐκεῖνοι μερικῶς ἔλαβον ἐδῶ τὴν χάριν καὶ κατὰ τὸ μέτρον τῆς χάριτος ἀπολαμβάνουσιν ἐκεῖ τὴν δόξαν· αὐτὴ εἶναι δοχεῖον δεκτικὸν ἐκεῖ ὅλης τῆς δόξης, καθὼς ἐδῶ ἐστάθη δοχεῖον δεκτικὸν ὅλης τῆς χάριτος. Ὅθεν ἐδῶ ἦτον, καθὼς τὴν ὠνόμασεν ὁ Ἀρχάγγελος κεχαριτωμένη, εἶχε δηλαδὴ ὅλον τὸ πλήρωμα τῆς θείας χάριτος· τὸ ὁμολογεῖ καὶ ὁ Θεολόγος· «ἐκάστοις τῶν ἐκλεκτῶν ἡ χάρις κατὰ μέγεθος ἐδόθη, τῇ δὲ Παρθένῳ ἅπαν τὸ τῆς χάριτος πλήρωμα»· ἐκεῖ δὲ εἶναι δεδοξασμένη, ἔχει δηλαδὴ ὅλον τὸ πλήρωμα τῆς θείας δόξης, καθὼς τὴν ἐπροεῖδεν ὁ Ἰεζεκιήλ· «καὶ εἶδον, καὶ ἰδοὺ πλήρης δόξης ὁ οἶκος τοῦ Κυρίου». Καὶ «παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου, ἐν ἱματισμῶ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλμένη».

Ἀδύνατον εἶναι, Χριστιανοί, ὁ νοῦς μας νὰ φαντασθῆ τὸ ὑπέρλαμπρον ἐκεῖνο φῶς, μὲ τὸ ὁποῖον ἀστράπτει ἡ μακαρία Παρθένος εἰς τὸν Παράδεισον· ἡ Σελήνη, ὁ Ἥλιος εἶναι σκοτεινὰ πράγματα παραβαλλόμενα μὲ ἐκεῖνο τὸ ἀνεκλάλητον κάλος, τὸ ὁποῖον βλέπουσι καὶ δὲν χορταίνουσιν οἱ μακάριοι· τί ὡραῖον! τί φαεινόν! τί θεοειδὲς θέαμα εἰς τὰ μάτια τῶν Σεραφίμ. Τοῦτο ἐπεθύμησε νὰ ἰδῆ ἕνας νέος πολλὰ εὐσεβής τῆς Παρθένου καὶ ἔκαμε πρὸς αὐτὴν τοιαύτην δέησιν. «Μαρία, γλυκύτατον ὄνομα, ὅπου ἐγὼ μετὰ Θεὸν σέβω καὶ προσκυνῶ μὲ ὅλον τὸν πόθον καὶ εὐλάβειαν τῆς ψυχῆς μου, διατὶ εἶσαι τῆς ψυχῆς μου ἡ παρηγορία καὶ ἡ χαρά· ἂν εὑρῆκα χάριν ἐνώπιόν σου ὁ ταπεινὸς δοῦλος σου, μίαν χάριν νὰ μοῦ κάμης σὲ παρακαλῶ· ἀνάμεσα εἰς τὰς ἄλλας εὐεργεσίας νὰ μὲ ἀξιώσης νὰ σὲ ἰδῶ καθὼς εἶσαι εἰς τὸν Παράδεισον. Ἀξίωσόν με, ἀειπάρθενε Κόρη, ἀξίωσόν με, Μῆτερ ἐλέους· ἂς σὲ ἰδῶ καὶ εὐχαριστοῦμαι νὰ χάσω ἕνα ἀπὸ τὰ μάτια μου». Εἰσήκουσεν ἡ Πάναγνος Δέσποινα τοῦ εὐλαβοῦς της δούλου τὴν προσευχή· τοῦ ἐφάνη μίαν νύκτα εἰς τὸν ὕπνον του ὁλολαμπής, μὲ ὅλον ἐκεῖνο τὸ φῶς τῆς δόξης, μὲ τὸ ὁποῖον λάμπει εἰς τὸν οὐρανόν. Ἐξύπνησεν ὁ νέος καί, ἀληθινά, ἔχασε τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ ὀμμάτια του, μὰ ἀπὸ τὴν χαρὰν ὁπού εἶχεν, ὅτι ἠξιώθη νὰ ἰδῆ τὴν Βασίλισσαν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, δὲν ἐλυπᾶτο ὁλότελα, ὅτι ἐστερήθη τὸ φῶς του· μάλιστα πάλιν παρακαλεῖ νὰ τὴν ἰδῆ ἄλλην μίαν φορὰν καὶ εὐχαριστεῖται νὰ χάση καὶ τὸ ἄλλο ὀμμάτι, ὁπού τοῦ ἔμεινε· καὶ πάλιν ἠξιώθη, πάλιν τὴν εἶδε· μὰ τί λογιάζετε, Χριστιανοί; πῶς τάχα νὰ ἔμεινε τυφλὸς καὶ ἀπὸ τὰ δύο ὀμμάτια; ἡ συμπαθεστάτη Μήτηρ τοῦ Θεοῦ, ὡσὰν τοῦ ἐφάνη τὴν δευτέραν φοράν, ὄχι μόνον δὲν τὸν ἐστέρησεν ἀπὸ τὸ ἕνα ὀμμάτι ὁπού τοῦ ἔμεινεν, ἀλλὰ τοῦ ἔστρεψε καὶ τὸ ἄλλο ὁπού εἶχε χαμένον. Ἐξύπνησεν ὁ νέος ἐκεῖνος καὶ μὲ τὰ δύο ὀμμάτια ὑγιῆ καὶ ὅλος ἐκστατικὸς ἀπὸ τὴν διπλὴν χαρά, μὲ πολλὰ δάκρυα εὐλαβοῦς ἀγαλλιάσεως, ἔδωκε τῇ Θεομήτορι χιλίας εὐχαριστίας.

Κεχαριτωμένη, Δεδοξασμένη, Παντάνασσα, ἀπὸ τὴν ἄφθονον ἐκείνην ἡλιοβολίαν τοῦ θείου φωτὸς ὁπού χαίρεσαι, παρισταμένη ἐκ δεξιῶν του μονογενοῦς σου Υἱοῦ, πέμψον ἐδῶ κάτω καὶ εἰς ἠμᾶς τοὺς εὐλαβεῖς δούλους σου μίαν μακαρίαν ἀκτίνα, ὁπού νὰ εἶναι καὶ φῶς εἰς τὸν ἐσκοτισμένον μας νοῦν καὶ φλόγα εἰς τὴν ψυχραμένην μας θέλησιν, διὰ νὰ βλέπωμεν νὰ περιπατοῦμεν σπουδαῖοι εἰς τὴν ὁδὸν τῶν θείων δικαιωμάτων. Ἠμεῖς, μετὰ Θεόν, εἰς ἐσὲ τοῦ Θεοῦ τὴν Μητέρα καὶ Μητέρα ἡμῶν ἔχομεν τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας· ἀπὸ σὲ ἐλπίζομεν τὰς νίκας τῆς γαληνοτάτης Αὐθεντίας, τὰ τρόπαια τῶν Εὐσεβῶν Βασιλέων· τὴν στερέωσιν τῆς Ἐκκλησίας· τὴν ἀντίληψιν τοῦ Ὀρθοδόξου γένους· τὴν σκέπην τῆς εὐλαβοῦς σου ταύτης πολιτείας, ὁπού εἶναι ἀφιερωμένη εἰς τὴν ἄμαχόν σου βοήθειαν. Ναί, Παναγία Παρθένε, ναί, Μαρία, ὄνομα ὁπού εἶναι ἡ χαρά, ἡ παρηγορία, τὸ καύχημα τῶν Χριστιανῶν· δέξου τὴν νηστείαν καὶ παράκλησιν τῶν ἁγίων τούτων ἡμερῶν, ὁπού ἐκάμαμε εἰς τιμήν σου, ὡς θυμίαμα εὐπρόσδεκτον· καὶ ἀξίωσόν μας, καθὼς ἐδῶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν εὐλαβῶς ἀσπαζόμεθα τὴν ἁγίαν καὶ θαυματουργὸν ταύτην εἰκόνα, ἔτζι καὶ ἐκεῖ εἰς τὸν Παράδεισον νὰ ἰδοῦμεν αὐτὸ τὸ μακάριόν σου πρόσωπον, τὸ ὁποῖον νὰ προσκυνοῦμεν σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰώνας. Αμην
Copyright © 2012 ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΡΕΑ.

Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα: http://www.imaik.gr/

Τον καθένα από μας τον βασανίζει το ερώτημα: τι θα γίνει με μας και τι μας περιμένει μετά το θάνατο; Μία σαφή απάντηση σ' αυτό το ερώτημα μόνοι μας δεν μπορούμε να την βρούμε. Αλλά η Αγία Γραφή και πρώτα απ' όλα ο λόγος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού μας αποκαλύπτουν αυτό το μυστικό.
Μας το αποκαλύπτουν επίσης το απολυτίκιο και το κοντάκιο της μεγάλης αυτής γιορτής της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου και οι εκκλησιαστικοί ύμνοι που ψάλλονται σ' αυτή τη γιορτή.

Θέλω όλοι σας να καταλάβετε, γιατί ο θάνατος της Υπεραγίας Θεοτόκου και Παρθένου Μαρίας λέγεται Κοίμησή της. Ο μέγας απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος στο 20ο κεφάλαιο της Αποκαλύψεως μιλάει για τον πρώτο και το δεύτερο θάνατο. Ο πρώτος μόνο θάνατος, ο οποίος είναι αναπόφευκτος για όλους τους ανθρώπους, περιμένει και τους αγίους και τους δικαίους. Αλλά ο δεύτερος, ο φοβερός και αιώνιος θάνατος, περιμένει τους μεγάλους και αμετανόητους αμαρτωλούς, οι οποίοι αρνήθηκαν την αγάπη και την δικαιοσύνη του Θεού και είναι καταδικασμένοι να βρίσκονται αιωνίως σε κοινωνία με το διάβολο και τους αγγέλους του.

Στο Ευαγγέλιο του ίδιου μεγάλου αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου διαβάζουμε τα λόγια του Χριστού, τα οποία είναι πολύ στενά συνδεδεμένα με όσα γράφει η Αποκάλυψη: «αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ίωάν. 5, 24).

Το ακούτε, το καταλαβαίνετε; Νομίζω ότι ακόμα και θα πρέπει να σας κινήσει την περιέργεια το γεγονός ότι όλοι όσοι υπακούουν στο λόγο του Χριστού και πιστεύουν στον Ουράνιο Πατέρα του, ο οποίος τον έστειλε, αμέσως μετά το θάνατο τους θα περάσουν στην αιώνια ζωή. Δεν υπάρχει λόγος να δικαστούν αυτοί που έχουν ζωντανή πίστη στο Θεό και υπακούουν στις εντολές του.

Και στους μεγάλους δώδεκα αποστόλους είπε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός: «αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο Υιός του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ» (Ματθ. 19, 28).

Δικαστές και κατήγοροι θα είναι κατά την Φοβερά Κρίση του Θεού οι Απόστολοι του Χριστού και, βεβαίως, είναι τελείως αδύνατο να φανταστούμε να δικάζονται η Υπεραγία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, ο Βαπτιστής του Κυρίου Ιωάννης, οι μεγάλοι προφήτες του Θεού, ο Ηλίας και ο Ενώχ τους οποίους ζωντανούς τους πήρε ο Θεός στον Ουρανό, όλο το αμέτρητο πλήθος των μαρτύρων του Χριστού, οι δοξασμένοι από τον Θεό άγιοι αρχιερείς και θαυματουργοί με επί κεφαλής τον άγιο Νικόλαο, αρχιεπίσκοπο Μύρων της Λυκίας.

Είναι αδύνατον ακόμα και να περάσει από το μυαλό μας η σκέψη πως θα δικαστούν αυτοί, οι όποιοι άκουσαν από το στόμα του Χριστού: «Η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν» (Λκ. 17, 21). Σ' αυτούς τους μεγάλους αγωνιστές του Χριστού, σαν σε πολύτιμους ναούς κατοικούσε το Άγιο Πνεύμα. Ακόμα και ζώντας στη γη, αυτοί βρισκόταν στην άμεση κοινωνία με τον Θεό, επειδή έτσι είπε ο Κύ¬ριος μας Ιησούς Χριστός: «Εάν τις αγαπήση με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυ¬τόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ' αυτώ ποιήσομεν» (Ίωάν. 14, 23).

Η Υπεραγία Παρθένος Μαρία υπήρξε άχραντος ναός του Σωτήρος και σ' αυτήν κατοίκησε το Άγιο Πνεύμα και από την αγιότατη μήτρα της έλαβε το ανθρώπινο σώμα ο Υιός του Θεού, ο Οποίος κατέβηκε από τους Ουρανούς. Γι' αυτό ο σωματικός της θάνατος δεν ήταν θάνατος αλλά Κοίμηση, δηλαδή ένα άμεσο πέρασμα από τη Βασιλεία του Θεού εντός της στη Βασιλεία των Ουρανών και την αιώνια ζωή.

Μού ήρθε τώρα στο μυαλό και κάτι καινούριο. Σ' ένα από τα προηγούμενα κηρύγματα μου σάς έλεγα, ότι έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε, ότι και το σώμα της Υπεραγίας Θεοτόκου με τη δύναμη του Θεού έγινε άφθαρτο και ανελήφθη στους ουρανούς. Αυτό μάς λέει και το κοντάκιο της μεγάλης γιορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου: «Την εν πρεσβείαις ακοίμητον Θεοτόκον, και προστασίαις αμετάθετον ελπίδα, τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν ως γαρ ζωής Μητέρα, προς την ζωήν μετέστησεν, ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον».

Προσέξτε: «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν». Σκεπτόμενοι αυτό, ας θυμηθούμε και τι γράφει η Αγία Γραφή για το θάνατο του μεγαλυτέρου προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης, του Μωυσή στο 34ο κεφάλαιο του βιβλίου του Δευτερονομίου, ότι πέθανε σύμφωνα με το λόγο του Θεού στο όρος Νεβώ και τάφηκε στη γη Μωάβ. Ο τάφος του μεγάλου αυτού προφήτη έπρεπε να είναι για πάντα τόπος προσκυνήματος για όλο το λαό του Ισραήλ. Όμως στη Βίβλο διαβάζουμε, ότι: «ουκ οίδεν ουδείς την ταφήν αυτού έως της ημέρας ταύτης» (Δευτ. 34, 6). Όμως κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου στο όρος Θαβώρ εμφανίστηκε ο Μωυσής στον Κύριο και Δεσπότη του τον Ιησού μαζί με τον προφήτη Ηλία, ο οποίος αρπάχτηκε ζωντανός στους ουρανούς.

Νομίζω ότι δεν θα είναι αμαρτία αν θα πούμε, ότι το σώμα του μεγάλου Μωυσή, όπως και το σώμα της Υπεραγίας Θεοτόκου, με τη δύναμη του Θεού, έμεινε άφθαρτο. Γι' αυτό και ο τάφος του είναι άγνωστος.

Να σκεφτόμαστε, αδελφοί και αδελφές μου, την μακάρια Κοίμηση της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας και να θυμόμαστε τα λόγια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: «Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώνιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ίωάν. 5, 24). Να μας αξιώσει ο Θεός να γευθούμε και εμείς οι αμαρτωλοί τη μεγάλη αυτή χαρά, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω Αυτού Πνεύματι εις τους αιώνας. Αμήν.
--------------------------------------------
πηγή: Άγιος Λουκάς Κριμαίας, Λόγοι και ομιλίες, τόμος Γ΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη.

Αναδημοσίευση από: http://paterikakeimena.blogspot.gr

Μετάφραση - Λογοτεχνική απόδοση: Δημήτρης Σταθόπουλος

1. Όποιοι έρωτα νιώθουνε για κάτι, συνηθίζουνε να μιλάν αδιάκοπα γι' αυτό και να το φέρνουνε μέρα και νύχτα στη σκέψη τους. Μη με κατακρίνετε, λοιπόν, που για τρίτη φορά τώρα έκαμα τούτο δω το έφύμνιο στη μάνα του Θεού μου, για να της το προσφέρω σαν αποχαιρετιστήριο δώρο στην έξοδό της.

Στην πραγματικότητα όμως τούτο το δώρο μου δεν είναι προσφορά σ' εκείνη, αλλά σε μένα τον ίδιο και σε σένα, θείε και ιερέ λαέ, που παραστέκεσαι δω γύρω.

Κι αυτό γίνεται με το να στρώσω τραπέζι με τροφές που δεν είναι μονάχα σωτήριες κι ωφέλιμες στις ψυχές, αλλά και ταιριαστές στην ιερή τούτη νύχτα· και με το να γενώ έτσι νοικοκύρης πνευματικής χαράς.

Επειδή βλέπετε πώς σπανίζουνε τα τρόφιμα, γι' αυτό ακριβώς ετοιμάζω στα πρόχειρα το δείπνο, αν κι όχι ταιριαστά κι επιδέξια κι ούτε όπως θάξιζε στα μάτια Εκείνης που μας κάλεσε, αλλά τουλάχιστο στην ανάγκη μας τούτη, να μας δώσει παρηγοριά στην πείνα μας.

Η Παναγιά δεν έχει ανάγκη, βέβαια, από τα δικά μας εγκώμια, μα εμείς είμαστε κείνοι που χρειαζόμαστε τη δική της δόξα. Γιατί ό,τι είναι γεμάτο από τη δόξα του Θεού, πώς γίνεται να δοξαστεί (από μας); Και πώς μπορεί να φωτιστεί από μας η πηγή του φωτός; Μα μ' ό,τι κάνουμε τώρα, πλέκουμε για μας τους ίδιους στεφάνι. «Γιατί ο Κύριος λέει: ζω εγώ κι όσους με δοξάζουνε, θα τους δοξάσω».

Γλυκό που 'ναι, αλήθεια, γλυκό το κρασί και πόσο καλοφάγωτο το ψωμί! Εκείνο ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου και τούτο την στεριώνει. Αλλά τί 'ναι πιο γλυκό από τη μάνα του Θεού μου; Αυτή μου πήρε τα μυαλά και μου 'δεσε τη γλώσσα. Αυτήν βλέπω στον ύπνο μου και μ' ανοιχτά την βλέπω μάτια. Αυτή γίνηκε μάνα του Λόγου του Θεού και τούτου δω του δικού μου λόγου. Το γέννημα της στείρας, κάνει τώρα να καρποφορήσουνε οι στέρφες μας ψυχές. Αυτής την ιερή και θεία μετάσταση γιορτάζουμε σήμερα.


2. Για ελάτε, λοιπόν, ν' ανέβουμε στο μυστικό βουνό κι αφού υψωθούμε πάνω απ' τις μέριμνες του βίου κι απ' τη γυαλάδα των υλικών πραγμάτων και μπούμε μέσα στο θείο κι ακατανόητο σκοτάδι και βρεθούμε παράδοξα μέσα στο θείο φως, τότε να δοξολογήσουμε την απειροδύναμη δύναμη.

Πώς ο Λόγος απ' το υπερούσιο ύψος του κι από το κάθε τι επέκεινα, χωρίς ν' αφήσει την πατρική αγκαλιά, κατέβηκε στα σπλάγχνα της Παρθένας· και πώς αφού γίνηκε η σύλληψη κι η σάρκωσή του, μεσ' από παθήματα που υπόμεινε εθελοντικά, τράβηξε στο θάνατο· και αφού ήρθε με σώμα χοϊκό, και με τη φθορά κατάκτησε την αφθαρσία, τράβηξε πάλι κατά κει πάνω στον Πατέρα· και πώς τότε παράσυρε κοντά στον Πατέρα του τη μάνα που τούδωσε σάρκα, κι ύψωσε αυτήν που γίνηκεν επίγειος ουρανός ψηλά στην επουράνια γη!

Σήμερα η πνευματική κι έμψυχη σκάλα, με την οποία ο Ύψιστος κατέβηκε και «φανερώθηκε στη γη και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους», χρησιμοποιώντας το θάνατο για σκάλα της, μετανάστεψε από τη γη στους ουρανούς.

Σήμερα η επίγεια τράπεζα, αυτή που χωρίς γάμο κράτησε μέσα της τον ουράνιο άρτο της ζωής, τ' αναμμένο κάρβουνο της θεότητας, υψώθηκε από τη γη στους ουρανούς. Σ' εκείνη που γίνηκε η ανατολική πύλη για να περάσει μέσα της ο Θεός, τώρα της ανοιχτήκανε διάπλατα οι πύλες τ' ουρανού.

Σήμερα η έμψυχη πόλη του Θεού μεταθέτεται από την επίγεια Ιερουσαλήμ στην «άνω Ιερουσαλήμ» κι αυτή που γέννησε πρωτότοκο μαζί και μονογενή, τον «πρωτότοκο της δημιουργίας όλης», τον μονάκριβο Γιο του Πατέρα, αυλίζεται τώρα πια εκεί πάνω στην συντροφιά των «πρωτοτόκων». Η έμψυχη και λογική κιβωτός του Κυρίου μεταναστεύει στην ανάπαυση του Γιου της.

Οι πύλες της παράδεισος ανοίγονται για να υποδεχτούν τη θεοφόρα γη, απ' όπου, μόλις βλάστησε το δέντρο της αιώνιας ζωής, διάλυσε την παρακοή της Εύας και τη νέκρωση του Αδάμ. Ο ίδιος ο Χριστός, ο αίτιος της ζωής των πάντων, υποδέχεται το λαξεμένο σπήλαιο, το αλοτόμητο βουνό, απ' όπου, χωρίς ανθρώπου χέρι, ξεπήδησε η πέτρα που γέμισε όλη την οικουμένη.

Η νυφική παστάδα, που μέσα της ο Θείος Λόγος σαρκώθηκε, αναπαύεται τώρα σε πανέμορφο τάφο, σαν σε νυφικό θαλάμι, απ' όπου ανεβαίνει στον ουράνιο νυμφώνα και ολόφωτη βασιλεύει μαζί με τον Γιο και Θεό της, αφήνοντας σε μας εδώ κάτω τον τάφο της σαν νυφική παστάδα. Μα πώς γίνεται να 'ναι ο τάφος νυφική παστάδα; Μα ναι.

Κι απ' οποιαδήποτε νυφική παστάδα είναι λαμπρότερος ο τάφος της, όχι από χρυσαφιού ανταύγειες, απ' ασημιού λαμπράδα κι από λάμψες πετραδιών κι ούτε από φόρεμα μεταξωτό και πορφυρένιο, αλλ' από τη θεία λαμπρότητα του πανάγιου Πνεύματος. Κι ο τάφος της Παναγιάς δεν γίνεται αιτία για τη σωματική σύνδεση των χοϊκών εραστών, αλλά αιχμαλωτίζει με το Πνεύμα τις όσιες ψυχές και τις ενώνει με το Θεό σε μιά ένωση που 'ναι καλύτερη και γλυκύτερη απ' ο,τιδήποτε άλλο.

Αυτός ο τάφος της Παναγιάς είναι ωραιότερος κι απ' την Παράδεισο. Λέγοντας τούτο, δεν θέλω να θυμάμαι το τι γίνηκε μέσα εκεί: το πόσο ενδιαφέρον έδειξε ο διάβολος, πόσο ανόητη, φθονερή κι απατηλή συμβουλή έδωσε στην Εύα και πόσο κείνη δείχτηκε αδύνατη κι ευκολόπιστη· ούτε θέλω να θυμάμαι κείνο το γλυκόπικρο δόλωμα με το οποίο την ξεμυάλισε κι ύστερα κείνη εξαπάτησε τον άντρα της, ούτε την παρακοή, την εξορία, τον θάνατο· δεν θάπρεπε ίσως να τα θυμηθώ όλα τούτα, για να μη κάνω τη γιορτή μας και γυρίσει σε λύπη.

Ο τάφος τούτος, σώμα θνητό ανύψωσε στον ουρανό κι εκείνη υψώθηκε κει ψηλά και κατέβασε στη γη τον γενάρχη. Σε τούτη τη γη άλλωστε δεν καταδικάστηκε αυτός που πλάστηκε «κατ' εικόνα Θεού» με το «γη είσαι και σ' αυτή τη γη θα πας»;

Αυτός ο τάφος είναι τιμιώτερος κι απ' την αρχαία σκηνή, γιατί δέχτηκε το λογικό, έμψυχο και θεόφεγγο λυχνάρι και τη ζωηφόρο τράπεζα που πάνω της έχει όχι «άρτους προθέσεως», αλλά ουράνιο ψωμί κι είναι αναμμένη όχι με υλική φωτιά, αλλά με τ' άυλο φως της θεότητας.

Αυτός ο τάφος είναι πιο μακάριος κι από την κιβωτό του Μωυσή, γιατί ευτύχησε να φιλοξενήσει όχι «σκιές» και «τύπους», αλλά την ίδια την αλήθεια. Κι ακόμα γιατί πραγματικά υποδέχτηκε την ανόθευτη και χρυσαφένια στάμνα που από μέσα της καρποφόρησε το ουράνιο μάνα, και την ζωντανή πλάκα π' αγκάλιασε το Λόγο του Θεού, (όχι απλά το Νόμο, αλλά) τον ενυπόστατο Λόγο που σαρκώθηκε με την ενέργεια του παντοδύναμου Πνεύματος. Κι ακόμα δείχτηκε το χρυσό θυμιατήρι που κυοφόρησε το θείο άνθρακα και μοσχομύρισε όλη την πλάση.

3. Σκορπίστε πέρα σεις δαιμόνια και κλάψτε πανάθλιοι αιρετικοί, καθώς παλιά τότε οι Αιγύπτιοι κι ο αρχηγός τους ο νέος Φαραώ, αυτός ο πικρός άθλιος και τύραννος, καταχώθηκαν στα βάθη της βλαστήμιας, εμείς όμως που σωθήκαμε χωρίς να βρέξουμε το πόδι μας και ξεπεράσαμε την αρμυρή θάλασσα της ασέβειας, ας ψάλουμε τώρα στη Μάνα του Θεού ωδή εξόδια. Ας πάρει ο λαός σαν την Μαριάμ το τύμπανο κι' ας αρχίσει το γιορταστικό τραγούδι. Εβγάτε σεις κορίτσια του πνευματικού Ισραήλ «με τύμπανα και χορούς» κι ας ακουστούν οι χαρούμενες φωνές σας.

Ε, βασιλιάδες της γης, κριτές κι αρχόντοι, «αγόρια και κορίτσια, γερόντοι και νιοι», υμνήστε τη Θεοτόκο. Γλώσσες, έθνη και λαοί ας μελουργήσουμε «καινούργιο άσμα». Κι ο αγέρας να γεμίσει από ήχους πνευματικούς σαν θ' αντηχούν οι αυλοί κι οι σάλπιγγες και μέσα από χαριτωμένες φλόγες φωτιάς ας ανατείλει καινούργια και σωτήρια μέρα. Ας ευφρανθούν τα ουράνια και τα σύγνεφα ας σταλάξουν αγαλλίαση.

Πηδήστε από χαρά οδηγοί του διαλεχτού ποιμνίου του Θεού, σεις θείοι Απόστολοι, που ωσάν τα βουνά ψηλά στον αέρα υψώνεστε με τις θείες θεωρίες. Χαρείτε κι εσείς πρόβατα του Θεού, άγιε λαέ, τα θρεφτάρια της Εκκλησίας, σεις ταπεινές κορφές, που με το θείο σας πόθο τραβάτε κει πάνω στα ψηλά βουνά.

Αλλοί! Αλλοί! Πέθανε η Μάνα του Κυρίου μου, η πηγή της ζωής. Γιατί έπρεπε ό,τι από γη γίνηκε, σ' αυτή τη γη να επιστρέψει για να μεταφερθεί έτσι ψηλά στον ουρανό. Καταθέτοντας στη γη το σώμα της η Παναγιά μετάδωσε σ' αυτή την άφθαρτη ζωή της. Και τώρα την ξαναπαίρνει πίσω. Όπως ακριβώς το χρυσάφι στο χωνευτήρι βγάζει τ' άχρηστα υλικά, έτσι κι η Παναγιά έπρεπε στο χωνευτήρι του θανάτου να ξεντυθεί τη γήινη και θαμπή όλη της θνητότητας, για να υψώσει από το μνήμα τη σάρκα της άφθαρτη και καθάρια, έτσι που να λάμπει από το φεγγοβόλημα της αφθαρσίας.


4. Σήμερα η Παναγιά αρχίζει τη δεύτερη ύπαρξή της, που της χάρισε Εκείνος που της έδωσε και την προηγούμενη ύπαρξη, και που η προηγούμενη αθάνατη ύπαρξή του δεν είχε χρονική αρχή, αν και είχε τον Πατέρα σαν αιτία της θείας του ύπαρξης.

Χαίρε Σιών, βουνό θείο και άγιο, που σε σένα κατοικούσε το θείο κι έμψυχο βουνό· η νέα Βαιθήλ που μέσα σου η ανθρώπινη φύση χρίεται με τη θεότητα, όπως στην παλαιά Βαιθήλ χρίστηκε η στήλη του Ιακώβ. Απ' όπου απ' το όρος των Ελαιών, έχει ανυψωθεί ψηλά στον ουρανό ο Γιός της Παναγιάς.

Ας ετοιμαστεί νεφέλη ουράνια και πανέμορφη και των ανέμων τα φτερά ας μεταφέρουν στην Σιών τους αποστόλους απ' τα πέρατα της γης. «Ποιοί είναι τούτοι δω που πετάνε σαν σύγνεφα και σαν αϊτοί κοντά στο λείψανο τούτο», που 'ναι η αιτία της ανάστασης όλων των πραγμάτων, για να το υπερετήσουνε στην έξοδό του; «Ποιά είναι κείνη που ανεβαίνει στ' άσπρα ντυμένη, πανώρια και λάμπει σαν τον ήλιο»;

Τραγουδήστε σεις κιθάρες του Πνεύματος, αποστολικές γλώσσες· βγάλτε φωνές χαρμόσυνες, σεις όργανα, οι κορυφές των θεολόγων. Και συ ο Ιερόθεος, το σκεύος της εκλογής, ο καθαγιασμένος από το θείο Πνεύμα, που με τη θεία ένωση έλαβες πείρα και μάθηση, παραμέρισε το σώμα και μ' όλη σου την καρδιά συναποδήμησε και ηχηρά ν' ακουστούν τα εφύμνιά σου. Όλα τα έθνη χειροκροτήστε κι υμνήστε την Θεοτόκο· κι εσείς άγγελοι διακονήστε το θνητό σώμα.

Θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, ακολουθήστε τη βασίλισσα και παρθένες, που το Πνεύμα κρατάει πάντα νέα τα νιάτα σας, ελάτε μαζί της στο νυμφίο, για να παρασταθείτε στα «δεξιά» του Κυρίου. Και συ, Κύριε, κατέβα, κατέβα για ν' αποδώσεις στη Μάνα σου, που της είσαι τόσο πολύ υποχρεωμένος, ό,τι για την ανατροφή σου της χρωστάς.

Άνοιξε τα θεία σου χέρια και δέξε της Μάνας την ψυχή, Συ που Εκεί πάνω στο σταυρό το πνεύμα σου εμπιστεύτηκες στα χέρια του Πατέρα και πες της κάποιο γλυκό ψιθύρισμα: έλα καλή μου συ, «κοντινή σε μένα» που με την ομορφιά της παρθενίας σου ακτινοβολείς πιο πάνω κι απ' τον ήλιο. Μου μετέδωσες τα δικά σου. Έλα ν' απολάψεις τα δικά μου. Έλα Μάνα στο παιδί σου!

Έλα, να βασιλέψεις μαζί μ' εμένα που ταπεινά γεννήθηκα από σένα κι έζησα ταπεινά μ' εσένα. Πήγαινε, Δέσποινα, ξεκίνα όχι με τη μωσαϊκή τάξη, «ανέβα» και «απόθανε». Θάλεγα ν' αποθάνεις πρώτα και μετά ν' ανεβείς. Την ψυχή σου εμπιστέψου στα χέρια του Γιου σου. Δώσε πίσω στη γη το χώμα που της ανήκει αφού κι αυτό θα συνανυψωθεί.

Σήκωσε τα μάτια σου, λαέ του Θεού, ύψωσέ τα. Να, στη Σιών, βρίσκεται η κιβωτός Κυρίου του Θεού των δυνάμεων. Και γύρω της παρευρίσκονται σωματικά οι απόστολοι κηδεύοντας το ζωαρχικό και θεοδόχο σώμα. Χωρίς υλικό σώμα, αόρατα και σεβαστικά πετάν άγγελοι και συντροφεύουνε το σώμα της Μάνας του Κυρίου τους.

Κι ο ίδιος ο Κύριος είναι δω, «ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών», αυτός που συντηρεί το κάθε τι κι είναι πέρα από κάθε τόπο, γιατί μέσα σ' αυτόν είναι όλα τα πράγματα, αφού αυτός είναι το ποιητικό και συνεκτικό τους αίτιο.

Να, η παρθένα, η θυγατέρα του Αδάμ και Μάνα του Θεού. Εξ αιτίας εκείνου του Αδάμ επιστρέφει το σώμα της στη γη, την ψυχή της όμως χάρη στο γιο, στέλνει στις ουράνιες σκηνές. Αγιάζου η άγια πόλη και ήδη ευλογημένη απόλαψε αιώνια ευλογία στο πέρασμα του θείου σκηνώματος. Προπορευτείτε σεις οι άγγελοι και περιποιηθείτε τον τάφο· ας τον στολίσει η λάμψη του Πνεύματος.

Ας ετοιμασθούν μύρα και από το πανάμωμο και μοσχομύριστο ας αρωματισθούν σώμα. Ας έρθει εδώ νάμα καθαρό για να ευλογηθεί απ' την αμόλυντη πηγή της ευλογίας. «Αγάλλου γη» καθώς μέσα σου καταθέτεται το σώμα κι εσύ αγέρα χαίρε πολύ καθώς τώρα ανεβαίνοντας σε διασχίζει το πνεύμα της. Πνεύστε αύρες δροσερές και χαριτωμένες.

Η πλάση όλη πανηγύριζε την άνοδο στους ουρανούς της Μάνας του Θεού. Αλαλάξτε νεανικές συντροφιές κι από τις γλώσσες των ρητόρων ας ξεχυθούν τα εφύμνια· οι καρδιές των σοφών ας φιλοσοφήσουν πάνω στο θαύμα και οι γέροντες με τ' ολόλευκο κεφάλι, που τους σεβόμαστε, ας μας δώσουνε γαλήνια τους καρπούς της μυστικής τους θεωρίας. Η πλάση όλη ας προσφέρει στον έρανο. Αλλά κι έτσι, νιώθω, πως ελάχιστα θάφταναν την αξία της γιορτής.

5. Ελάτε όλοι εγκάρδια να κατεβούμε στο τάφο μαζί μ' αυτή που τον κατεβαίνει. Ας σταθούμε γύρω γύρω στην πανίερη κλίνη της και μελωδικά να ψάλουμε ύμνους ιερούς:

«Χαίρε χαριτωμένη, ο Κύριος μαζί σου»! Χαίρε συ, η προορισμένη Μάνα του Θεού. Χαίρε συ που ήσουνα διαλεγμένη προαιώνια στο σχέδιο του Θεού· χαίρε το θειότερο της γης βλαστάρι, κατοικία του θείου πυρός, το ιερώτατο αριστούργημα του πανάγιου Πνεύματος, πηγή του ζωντανού νερού, παράδεισε του ξύλου της ζωής, έμψυχο κλήμα του θείου σταφυλιού, που πηγάζεις νέκταρ και αμβροσία, ποτάμι κατάμεστο από τ' αρώματα του Πνεύματος, χωράφι με το θείο στάχυ, ρόδο τόσο φωτεινό, από το παρθένεμα, που αναδίνεις πνοή με την ευωδιά της χάρης, κρίνο βασιλικού φορέματος, αμνάδα που γέννησες τον αμνό του Θεού, κείνον που στις πλάτες του σήκωσε την αμαρτία του κόσμου, εργαστήρι της σωτηρίας μας, συ ανώτερη κι απ' τις αγγελικές δυνάμεις, δούλα και Μάνα Θεού.

Ελάτε να περιτριγυρίσουμε τον αμόλευτο τάφο και ν' αντλήσουμε θεία χάρη. Ελάτε με τις αγκαλιές της ψυχής να κρατήσουμε το αειπάρθενο σώμα κι έτσι βαστώντας το να μπούμε μαζί του μέσα στο μνήμα και να νεκρωθούμε μαζί του, βγάζοντας πάνωθέ μας τα πάθη και ζώντας μαζί με την Παναγιά, ζωή ειρηνική κι ολοκάθαρη. Ας ακούσουμε, λοιπόν, τους θείους ύμνους, που έρχονται από τ' αγγελικά χείλη. Ας μπούμε να προσκυνήσουμε και ας μάθουμε τα παράξενα μυστήρια: πώς, δηλαδή, το σώμα της σηκώθηκε, πώς υψώθηκε, πώς αναλήφτηκε στους ουρανούς και παραυρίσκεται κοντά στο Γιό της πάνω απ' όλες τις αγγελικές τάξεις. Γιατί, στ' αλήθεια, τίποτα δεν χωρίζει τη Μάνα από το Γιο.

Αυτός εδώ είναι ο τρίτος αποχαιρετιστήριος λόγος στην κοίμησή σου, Μάνα του Θεού, που έγραψα κοντά στους άλλους δυο για σένα και για το σεβασμό και την αγάπη στην Πανάγια Τριάδα, που την υπηρέτησες με την πατρική ευδοκία και τη δύναμη του Πνεύματος, με το να δεχτείς μέσα σου, τον άναρχο Λόγο, την παντοδύναμη σοφία και δύναμη του Θεού.

Δέξου λοιπόν το ζήλο μου που ξεπερνάει τις δυνάμεις μου και δίνε μου τη σωτηρία, την αποξένωση από τα ψυχικά πάθη, την παρηγοριά στους σωματικούς πόνους, τη διάλυση των δυσκολιών, τη γαλήνη του βίου και το φωτισμό του Πνεύματος. Παναγιά μου, κάμε να λαμπαδιάσει ο πόθος για το Γιο σου και το βίο μας κάνε τον έτσι που να του αρέσει. Ώστε, σαν θα ευτυχήσουμε να λάβουμε από κει ψηλά την μακαριότητα και να σε βλέπουμε να λάμπεις με του Γιου σου τη δόξα, ν' αναπέμπουμε ύμνους ιερούς στο Χριστό, το Γιο του Θεού και Θεό μας, που μεσ' από σένα οικοδόμησε τη σωτηρία μας, κι εμείς σ' αιώνια, κοινή με το λαό του Θεού ευφροσύνη, αντάξια στο Πνεύμα.

Σ' αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το Πανάγιο Πνεύμα και τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(πηγή:  Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Η Θεοτόκος - Τέσσερις Θεομητορικές ομιλίες, εκδ. Αποστολική Διακονία, 1970.)

Αναδημοσίευση από: http://paterikakeimena.blogspot.gr

Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας: Λόγος εις την Μεταμόρφωσιν του Σωτήρος

(του αγίου Λουκά αρχιεπ. Κριμαίας)

Η μεγάλη γιορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου μας δίνει την αφορμή να θυμηθούμε τα λόγια του Κυ­ρίου μας Ιησού Χριστού:
«Ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί εστι; τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν, απ' εμαυτού ου λα­λώ. ο δε πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα. Πι­στεύετέ μοι ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί. ει δε μη, διά τα έργα αυτά πιστεύετέ μοι» (Ιωάν. 14, 10-11).

Μεγάλα και αμέτρητα ήταν τα θαύματα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: με ένα μόνο λόγο του ανέστησε την κόρη του Ιαείρου, του αρχισυναγώγου, τον γιο της χήρας της Ναΐν, ακόμα και τον Λάζαρο, ο οποίος ήταν στον τάφο τέσσερεις ολόκληρες ημέρες. Με ένα λόγο του μόνο επιτίμησε τους ανέμους και τα κύματα της λίμνης Γεννησαρέτ και έγινε απόλυτη γαλήνη. Με πέντε ψωμιά και δύο ψάρια χόρτασε πέντε χιλιάδες ανθρώπους, χωρίς γυναίκες και παιδιά, και με τέσσερα ψωμιά τέσσερεις χιλιάδες.

Ας θυμηθούμε πως κάθε μέρα θεράπευε τους ασθενείς, γιατρεύοντας κάθε είδους ασθένεια, έδιωχνε τα πονηρά πνεύματα από τους δαιμονιζομένους. Πως ξαναέδινε την όραση στους τυφλούς και την ακοή στους κουφούς με ένα μόνο άγγιγμά του. Δεν φτάνουν αυτά;

Όλα αυτά όμως δεν ήταν αρκετά για τους ανθρώπους οι οποίοι τον ζήλευαν, για τους ανθρώπους για τους οποίους ο μέγας προφήτης Ησαΐας είπε:
«Ακοή ακούσετε και ου συνήτε, και βλέποντες βλέψετε και ου μη ίδητε. επαχύνθη γαρ η καρδία του λαού τούτου, και τοις ωσί βαρέως ήκουσαν, και τους οφθαλμούς αυτών εκάμμυσαν, μήποτε ίδωσι τοις οφθαλμοίς και τοις ωσίν ακούσωσι και τη καρδία συνώσι και επιστρέψωσι, και ιάσομαι αυτούς» (Ματθ. 13, 14-15).

Σε όλα αυτά, τα οποία όμως δεν ήταν αρκετά για τους βαρήκοους ανθρώπους και με τα συσκοτισμένα μάτια, πρόσθεσε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός το μέγα θαύμα της Μεταμορφώσεώς Του στο όρος Θαβώρ. Σ' αυτόν, που έλαμψε με ένα εκθαμβωτικό θείο φως, εμφανίστηκαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μωυσής και ο Ηλίας και προσκύνησαν τον δημιουργό του νόμου. Με φόβο και τρόμο έβλεπαν το θαυμαστό αυτό θέαμα οι εκλεκτοί απόστολοι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης. Και μετά από τη νεφέλη, που τους σκέπασε, ακούστηκε η φωνή του Θεού:
«Ούτος εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα. αυτού ακούετε» (Ματθ. 17, 5).

Οι άγιοι απόστολοι κήρυξαν σ' όλο τον κόσμο, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είναι «αληθώς, του Πατρός το απαύγασμα».

Ο κόσμος ολόκληρος, όταν το άκουσε, θα έπρεπε να γονατίσει μπροστά στον Κύριο Ιησού Χριστό και να προσκυνήσει τον Αληθινό Υιό του Θεού.

Θα έπρεπε η εμφάνιση στο Θαβώρ των δύο πιο μεγάλων προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και η προσκύνηση του Κυρίου Ιησού Χριστού κατά την μεταμόρφωσή του, να κλείσει για πάντα τα βδελυρά χείλη των γραμματέων και των φαρισαίων, οι οποίοι μισούσαν τον Κύριο Ιησού και τον θεωρούσαν παραβάτη του νόμου του Μωυσή. Αλλά και μέχρι σήμερα δεν πιστεύουν οι Εβραίοι ότι Αυτός είναι ο Μεσσίας.

Όχι μόνο οι Εβραίοι δεν τον πιστεύουν, αλλά και για πολλούς χριστιανούς όλο και περισσότερο θαμπώνει το θείο φως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ακόμα μικρότερο γίνεται το μικρό ποίμνιο του Χριστού για το οποίο το θείο φως του Χριστού λάμπει με την ίδια δύναμη με την οποίαν έλαμψε στους αποστόλους Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη τότε στο όρος Θαβώρ.

Όμως να μην απελπιζόμαστε, επειδή ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είπε:
«Μη φοβού το μικρόν ποίμνιον. ότι ευδόκησεν ο πατήρ υμών δούναι υμίν την βασιλείαν» (Λκ. 12, 32).

Η απιστία μεταξύ των λαών έλαβε ανησυχητικές διαστάσεις και το φως του Χριστού επισκιάστηκε από το σκοτεινό νέφος της αθεΐας. Σήμερα πιο συχνά από ποτέ ενθυμούμαστε το φοβερό λόγο του Χριστού:
«Πλην ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;» (Λκ. 18, 8).

Να μην απελπιζόμαστε όμως, επειδή Εκείνος, λέγοντας για τα σημεία της δευτέρας παρουσίας του, είπε:
«Αρχομένων δε τούτων γίνεσθαι ανακύψατε και επάρατε τας κεφάλας υμών, διότι εγγίζει η απολύτρωσις υ­μών» (Λκ. 21, 28).

Να είναι, λοιπόν, η ζωή σας τέτοια ώστε την φοβερή ημέρα της Κρίσεως να μπορέσουμε να σηκώσουμε το κεφάλι μας και όχι να το σκύψουμε βαθειά απελπισμένοι. Αμήν.


πηγή: «Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ
Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (1884-1980)»
Τεύχος 2. ΜΑΪΟΣ- ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2001. Θεσ/νίκη
Έκδοσις: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Λόγος στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Εμπρός, φίλοι μου, ας απλώσουμε σήμερα χωρίς δισταγμό το χέρι στους θησαυρούς του Ευαγγελίου, για να αντλήσουμε από εκεί κατά την συνήθειά μας πλούτο, που άφθονα σε όλους διαμοιράζεται και ούτε στο ελάχιστο ποτέ δεν ξοδεύεται. Ελάτε, τον πάνσοφο και πάλι ας ακολουθήσουμε, τον ωραίο οδηγό μας, τον Λουκά, να δούμε τον Χριστό να ανεβαίνει σε όρος υψηλό και τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη να παίρνει μάρτυρες της θεϊκής Μεταμορφώσεως. Διότι «πήρε μαζί του», λέει, «αυτούς που αποτελούσαν την συντροφιά του Πέτρου και σε όρος υψηλό ανέβηκε» ο Δεσπότης. Όρος υψηλό, στο οποίο η δυάδα Μωυσής και Ηλίας συζητούσε με τον Χριστό.

Όρος υψηλό, επάνω στο οποίο ο Νόμος και οι Προφήτες συνομιλούσαν με την Χάρη. Όρος υψηλό: σ' αυτό ο Μωυσής, που έγινε σφαγέας του αμνού για το πάσχα των Ισραηλιτών και έτσι με το αίμα τα ανώφλια των Εβραίων ράντισε.

Όρος υψηλό, σ' αυτό ο Ηλίας, που κοντά σ' εκείνους το βόδι είχε τεμαχίσει, την θυσία την περιχυμένη με νερό είχε αφανίσει με φωτιά. Όρος υψηλό, όπου ο Μωυσής, ο άνθρωπος που άνοιξε και έκλεισε της Ερυθράς Θάλασσας τα πολλά και πάντοτε αξεχώριστα νερά. Όρος υψηλό, για να μάθουν όσοι ανήκαν στον κύκλο του Πέτρου και του Ιακώβου ότι Αυτός είναι το πρόσωπο, εμπρός στο οποίο κάθε γόνατο θα λυγίσει των επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων.

Βέβαια, ανέβηκε μόνο με τρεις, δεν τους πήρε όλους μαζί του, δεν τους άφησε κάτω όλους, δεν απέκλεισε τους άλλους από την φανέρωση της δόξας του, δεν τους έκρινε υποδεέστερους, αφού, καθώς είναι δίκαιος, με δικαιοσύνη τα πάντα τακτοποιεί. Έχοντας όλους στον νου του, δεν χωρίζει από την μεταξύ τους αγάπη αυτούς που ένωσε. Αλλά, επειδή δεν ήταν άξιος να δει το θεϊκό πρόσωπο και την φοβερή εκείνη οπτασία ο Ιούδας, ο μελλοντικός προδότης, για τούτο ο Κύριος και τους άλλους αφήνει, για να αφήσει ύστερα κι εκείνον, που δεν αφέθηκε μόνος, τελείως αναπολόγητο, και τους τρεις, σύμφωνα με τον μωσαϊκό Νόμο, να πάρει επαρκείς μάρτυρες της Μεταμορφώσεως. Αυτοί εσωτερικά, ψυχικά, και τους υπόλοιπους έφεραν μαζί τους. Διότι λέει ο Ίδιος: «Φύλαξέ τους, Πάτερ δίκαιε, για να είναι και αυτοί ένα, όπως και εμείς ένα είμαστε». Διότι, αν έβλεπε ο Ιούδας σιμά στο όρος τον Ανδρέα, τον Θωμά, τον Φίλιππο και τους υπόλοιπους να βρίσκονται μαζί του και ούτε να γογγύζουν, να μην αγανακτούν, να μην κακολογούν, αλλά να χαίρονται και κοινή να λογαριάζουν για τους εαυτούς τους και τους απόντες την χάρη από ψηλά, ήταν από κάθε απολογία στερημένος, αφού ποτέ για κανένα θαύμα δεν τον παρέβλεψε ο Χριστός. Απεναντίας, και το κουτί των συνεισφορών είχε, μόλο που την διάθεση του μύρου (από την ευγνώμονα Μαρία στην Βηθανία) χωρίς λόγο ζήλευε, και τον Διδάσκαλο στους εχθρούς τόλμησε να προδώσει.

Τι λέει, λοιπόν, ο Ευαγγελιστής; «Και μεταμορφώθηκε ενώπιόν τους και εμφανίστηκαν ο Μωυσής και ο Ηλίας να συζητούν μαζί του». Αλλά ο Πέτρος, σαν θερμός πάντα γύρω από όλα τα θέματα, παρότι με τα μάτια της διάνοιας είδε κάποια στιγμή αυτούς που δεν γνώριζε να συνομιλούν μ' Αυτόν, ελάχιστα λογαριάζοντας το θαύμα, υπολογίζοντας όχι τον παράδοξο χαρακτήρα της θείας ελλάμψεως, ονόμαζε ωραίο τον έρημο τόπο. Σκηνοποιός από ψαράς να γίνει ήθελε, αφού φώναζε στον Σωτήρα: «Ας κάνουμε τρείς σκηνές· μία για σένα, μία για τον Μωυσή και μία για τον Ηλία» δίχως να ξέρει τι λέει.

Αλλά, Πέτρο, κορυφαίε και πρώτε στην χορεία των Μαθητών, γιατί με ουτιδανές σκέψεις απερίσκεπτα προτρέχεις και με συλλογισμούς ανθρώπινους μιλάς ολότελα εις βάρος των θείων, θέλοντας να στήσεις τρεις σκηνές σε ερημιά; Όμοια με των δούλων αξία καθορίζεις για τον Δεσπότη; Και για τον Χριστό μία σκηνή και για τους δύο εξίσου βιάζεσαι να φτιάξεις; Μήπως, λοιπόν, από Άγιο Πνεύμα, όπως Αυτός, συνελήφθη ο Μωυσής; Μήπως παρθένος γέννησε τον Ηλία, όπως Αυτόν η Παναγία Παρθένος Μαρία; Μήπως ως έμβρυο μέσα από την μήτρα τον αντιλήφθηκε ο Πρόδρομος; Μήπως ο ουρανός έδωσε μήνυμα για του Ηλία την γέννηση, οι μάγοι προσκύνησαν του Μωυσή τα σπάργανα; Μήπως λοιπόν ο Μωυσής και ο Ηλίας έκαμαν τόσα θαύματα και από σπήλαιο ανθρώπινο έδιωξαν πονηρά πνεύματα; Ο Μωυσής, βέβαια, οργίστηκε κάποτε και, σαν χτύπησε το πέλαγος με ράβδο, το διάβηκε· ο διδάσκαλός σου όμως Ιησούς πάνω στην θάλασσα περπάτησε μαζί με τον Πέτρο και βατόν έκαμε τον βυθό. Ο Ηλίας μετά από ικεσία πλήθυνε της χήρας το αλεύρι και τον γιό της ανέστησε από τους νεκρούς, ενώ Εκείνος μαθητή του μέσα από τους ψαράδες σε πήρε και με λίγους άρτους χιλιάδες ανθρώπους χόρτασε και τον Ήδη άφησε γυμνόν από άρματα και άρπαξε αυτούς που, αφότου φάνηκαν άνθρωποι στην γη, ήσαν παραδομένοι σε ύπνο.

Γι' αυτό, Πέτρο, μη λες «Ας φτιάξουμε εδώ τρεις σκηνές», μήτε «όμορφα είναι εδώ να είμαστε», μήτε λόγο που αναφέρεται σε κάτι ανθρώπινο ή μικροπρεπές, μήτε κάτι γήινο ή ευτελές. Τα άνω να σκέφτεσαι, τα άνω ν' αναζητείς, καθώς ο Παύλος μήνυσε, όχι τα επίγεια. Διότι πώς είναι όμορφο να βρισκόμαστε εμείς εδώ, όπου ο Όφις κακομεταχειρίστηκε και έβλαψε τον πρωτόπλαστο και έτσι τον παράδεισο έκλεισε; Όπου το ψωμί με ιδρώτα του προσώπου του να τρώει ακούσαμε; Όπου μάθαμε ότι ειπώθηκε σ' αυτόν να στενάζει και να τρέμει για την παρακοή του επάνω στην γη; Όπου τα πάντα είναι σκιά; Όπου τα πάντα θα παρέλθουν και θα χαθούν, σε χρόνο τόσο, όσο διαρκεί μια απλή κίνηση; Πώς λοιπόν το να βρισκόμαστε εδώ είναι ωραίο; Εάν εδώ ο Χριστός ήθελε να μας παρατήσει, γιατί πήρε αίμα και σάρκα; Εάν εδώ ο Χριστός ήθελε να μας εγκαταλείψει, γιατί έσκυψε στον πεσόντα άνθρωπο με συγκατάβαση; Γιατί αυτόν που βρισκόταν χάμω ανέστησε;

Εάν νομίζεις ότι είναι ωραίο να είμαστε επάνω στην γη, ματαίως έλαβες την προσωνυμία «κλειδούχος των ουρανών». Σε ποια περίπτωση, λοιπόν, μπορεί να χρησιμοποιηθούν των ουρανών τα κλειδιά; Αφού το όρος τούτο ποθείς, παράτησε στο εξής τους ουρανούς. Αν σκηνές να σηκώσεις θέλεις, μη συνεχίσεις να είσαι της Εκκλησίας θεμέλιος. Διότι μεταμορφώθηκε ο Χριστός όχι χωρίς ιδιαίτερο λόγο, αλλά για να φανερώσει σ' εμάς μεσ' απ’ τα πράγματα την μεταμόρφωση, που μέλλει να υποστεί η φύση μας, και τον δεύτερο σωτήριο ερχομό του, ο οποίος θα γίνει πάνω στις νεφέλες, μέσα στις φωνές των Αρχαγγέλων. Διότι ο Ίδιος είναι που το φως σαν πανωφόρι περιβάλλεται, καθώς είναι κριτής ζωντανών και νεκρών. Γι' αυτό εμφάνισε τον Μωυσή και τον Ηλία, για να παρουσιάσει τα δείγματα των αρχαίων προσώπων.

Και τι λέει ο μεγάλος συγγραφέας; «Ενώ ακόμη αυτός μιλούσε, να, νεφέλη φωτεινή από πάνω τους κάλυψε. Και ιδού, φωνή από τον ουρανό να λέει: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, ο οποίος έχει πλήρη την ευαρέσκειά μου. Αυτόν να ακούτε». Όσο ακόμη, λέει ο Ευαγγελιστής, ο Πέτρος μιλούσε, είπε ως απάντηση στα λόγια του ο Πατήρ: «Γιατί, Πέτρο, λες ότι είναι όμορφα, αφού δεν ξέρεις αυτό που λες; λησμόνησες τον εαυτό σου ή μήπως φθονείς το γένος; Ακόμη δεν έχεις παιδαγωγηθεί; Μέχρι τώρα δεν απέκτησες την ασφαλή γνώση σχετικά με την υιότητα, εσύ που λες: «Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του ζωντανού Θεού». Τόσα θαύματα είδες καθαρά, γιέ του Ιωνά, και ακόμα είσαι Σίμων; Των ουρανών κλειδούχο σε τοποθέτησε και της θαλασσινής δουλείας ακόμα το ρούχο δεν πέταξες από πάνω σου; Ορίστε, για τρίτη φορά αντιστέκεσαι στου Σωτήρα το θέλημα, δίχως να ξέρεις αυτό που λες. Σου είπε δηλαδή: «Πρέπει να υποστώ το πάθος και λες: «Να μη σου συμβεί αυτό». Είπε πάλι: «Όλοι θα σκανδαλισθείτε», και λες: «αν όλοι σκανδαλισθούν, εγώ δεν θα σκανδαλισθώ». Ορίστε, και τώρα να σηκώσεις θέλεις σκηνή για τον Χριστό, ο Οποίος μαζί με μένα θεμελίωσε την γη, ο Οποίος μαζί με μένα ένωσε υδάτινους όγκους σε σύνολο οργανικό, την θάλασσα, και το στερέωμα κάρφωσε, στον αιθέρα έδωσε φωτιά· και μαζί με μένα δημιούργησε όλα τα πριν από την αισθητή κτίση· σκηνή γι' Αυτόν, που γεννήθηκε από μένα, σκηνή γι' Αυτόν που υπάρχει μέσα σε μένα και μαζί σας, σκηνή για τον χωρίς πατέρα Αδάμ, σκηνή για τον χωρίς μητέρα Θεό, σκηνή γι' Αυτόν που έκαμε δική του σκηνή διαλεγμένη, κοιλία παρθενική. Λοιπόν, επειδή εσύ τρεις σκηνές θέλεις να φτιάξεις, έχοντας άγνοια γι' αυτό που λες, εγώ νεφέλη φωτεινή χρησιμοποίησα για σκηνή. Έτσι, έκρυψα τους παρόντες και λέω δυνατά: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, στον οποίο ευδόκησα». Όχι ο Μωυσής και ο Ηλίας, αλλά Αυτός· όχι εκείνος, όχι ο άλλος, αλλ’ Αυτός, ένας και αν είναι ο Ίδιος, ο εκλεκτός μου, Αυτόν να ακούτε.

Τον Μωυσή ανέδειξα δίκαιο, αλλά σ' Αυτόν βρήκα καθετί αρεστό. Τον Ηλία τον πήρα από την γη, αλλ’ Αυτόν τον έστειλα από Παρθένο στον ίδιο τον ουρανό». Διότι κανείς, λέει ο Χριστός, δεν ανέβηκε στον ουρανό, παρεκτός απ’ εκείνον που απ’ τον ουρανό κατέβηκε. Από εκεί λοιπόν πραγματοποίησε την κάθοδό του στην γη, εκεί από τον εαυτό του «εξήλθε», έχοντας πάρει μορφή δούλου. Εάν παρέμεινε αυτό που ήταν και δεν έγινε ό,τι ακριβώς είμαστε, αν δεν υπέμεινε σταυρό για μας με σχήμα ανθρώπινο και δεν εξαγόρασε με το δικό του αίμα τον κόσμο, τότε δεν πραγματώνεται η θεία Οικονομία και απομένουν όσα τον παλαιό καιρό είπαν οι Προφήτες αβέβαια λόγια. «Όμως πάψε, Πέτρο, και μην έχεις στην σκέψη σου όσα ταιριάζει σε ανθρώπους, αλλ’ αυτά που αρμόζουν στον Θεό. Διότι Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, ο Οποίος έχει τέλεια την ευαρέσκειά μου. Αυτόν να ακούτε. Καθότι δύο φορές έχω εκφραστεί με φωνή, που μιλούσε γι' Αυτόν, την μία που είσθε παρόντες στο όρος αυτό, την άλλη παρόντος του Ιωάννη στον Ιορδάνη ποταμό».

Αυτή την φωνή θα παρουσιάσει αληθινή ο παλαιός Προφήτης, που κήρυξε μεγαλόφωνα: «Το Θαβώρ και το Ερμονιήλ στο όνομά Σου θα αγαλλιάσουν». Ποιο όνομα; «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός». Διότι του χάρισε όνομα τρανότερο από κάθε όνομα. Αλλά το δίχως άλλο θα πεις, αγαπητέ μου: «Τι σημαίνει, Το Θαβώρ και το Ερμονιήλ στο ονομά Σου θα νιώσουν αγαλλίαση»; Μάθε λοιπόν και αποτύπωσέ το στην σκέψη σου: Το Θαβώρ, αυτό είναι το όρος, όπου θέλησε και μεταμορφώθηκε ο Χριστός και δόθηκε γι' Αυτόν μαρτυρία από τον Πατέρα πως είναι Υιός του, καθώς πριν από λίγο ακούσατε. Το Ερμονιήλ πάλι είναι όρος μικρό, από την γη του Ιορδάνη, απ’ όπου έγινε η ανάληψη του Ηλία και κοντά στο οποίο, μες στο τρεχούμενο νερό του Ιορδάνη, επεθύμησε και βαπτίστηκε ο Χριστός, και τότε δόθηκε γι' Αυτόν μαρτυρία από τον Πατέρα πως είναι Υιός του. Σ' αυτά τα δύο όρη ο άχραντος Πατήρ επιβεβαιώνοντας την υιότητα, και τότε και τώρα για δεύτερη φορά λέει με φωνή δυνατή: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, στον Οποίο ευδόκησα, Αυτόν να ακούτε. Διότι αυτός που Τον ακούει και εμένα ακούει. Και αυτός που θα ντραπεί γι' Αυτόν και για τα λόγια του, και εγώ θα ντραπώ γι' αυτόν, όταν φανερωθώ μες στην δόξα μου καθώς και οι άγιοι Αγγελοι. Αυτόν να ακούτε, χωρίς προσποίηση, χωρίς κακία, χωρίς περιέργεια, με πίστη αναζητώντας Τον, αλλά όχι θέλοντας με γλωσσικές απόπειρες να ορίσετε τα μεγέθη του, με την πίστη προχωρώντας στον χώρο του υπέρλογου, αλλ’ όχι με τα λόγια επιχειρώντας να βρείτε τα μέτρα του Λόγου».
Διότι τώρα ο Παύλος, ο δεινός ομιλητής, βάζοντας χαλινάρι στον περίεργο άνθρωπο και τα πάντα διδάσκοντας χωρίς δισταγμούς, κηρύττει μεγαλοφώνως: «Βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού! Πόσο ανεξερεύνητες είναι οι κρίσεις και αποφάσεις του και πόσο ανεξιχνίαστοι οι δρόμοι, μέσα από τους οποίους ενεργεί!».

Σε Αυτόν ανήκει η δόξα στους ατελείωτους αιώνες. Αμήν.

(πηγή: "Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα")

Λόγος στην Θεία Μεταμόρφωση του Κυρίου

(του οσίου Εφραίμ του Σύρου)

Αναδημοσίευση από: http://paterikakeimena.blogspot.gr/

Ἀπό τούς ἀγρούς τέρψεις συγκομιδῆς καί ἀπό τά ἀμπέλια τρύγος ἐδεσμάτων. Καί ἀπό τίς Γραφές διδαχή ζωοποιός. Ὁ ἀγρός μία φορά ἔχει τήν συγκομιδή καί τό ἀμπέλι μιά φορά ἔχει τόν τρύγο. Ἡ Γραφή, ὅμως, πάντοτε ἀναβλύζει διδαχή ζωοποιό. Ὁ ἀγρός, ὅταν θεριστεῖ, μένει ἔρημος. Καί τό ἀμπέλι, ὅταν τρυγηθεῖ, ταπεινώνεται. Ἡ Γραφή, ὅμως, ἄν καί θερίζεται καθημερινά, τά στάχυα τῶν ἑρμηνειῶν τῶν λόγων της δέν ἐκλείπουν. Καθημερινά τρυγᾶται καί τά σταφύλια τῆς ἐλπίδας πού κρύβει δέν δαπανῶνται. Ἄς πλησιάσουμε λοιπόν τόν ἀγρό τοῦτο κι ἄς ἀπολαύσουμε τά ζωοποιά του ρεῖθρα καί ἄς θερίσουμε ἀπ᾽ αὐτόν στάχυα ζωῆς, τούς λόγους τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶπε: «βρίσκονται ἐδῶ κάποιοι, οἱ ὁποῖοι δέν θά γευθοῦν θάνατο, ἕως νά δοῦν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ ἐρχόμενο στήν δόξα Του».

Καί μετά ἀπό ἕξι ἡμέρες παρέλαβε τόν Σίμωνα Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν ἀδελφό του Ἰωάννη καί τούς ἀνέβασε σέ πολύ ψηλό βουνό καί μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους. Καί ἔλαμψε τό πρόσωπό του ὅπως ὁ ἥλιος, τά δέ ροῦχα του ἔγιναν λευκά σάν τό φῶς. Πράγματι, οἱ ἄνδρες γιά τούς ὁποίους εἶπε ὅτι δέν θά γευθοῦν θάνατο, ἕως νά δοῦν τόν τύπο τῆς ἐλεύσεώς Του, αὐτοί οἱ τρεῖς ἀπόστολοι εἶναι, τούς ὁποίους πῆρε κοντά Του καί ἀνέβηκαν στό βουνό, ὅπου τούς ἔδειξε πῶς πρόκειται νά ἔλθει κατά τήν ἐσχάτη ἡμέρα στήν δόξα τῆς θεότητάς Του καί μέ τό σῶμα τῆς ἀνθρωπότητάς Του. Τούς ἀνέβασε στό βουνό, γιά νά τούς δείξει ποιός εἶναι καί ποίου υἱός. Διότι, ὅταν τούς ρωτοῦσε «ποῖος λένε οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι ἐγώ, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου;» ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν: «ἄλλοι, πώς εἶσαι ὁ Ἠλίας· ἄλλοι, ὁ Ἱερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς προφῆτες» (Μάρκ. 8, 27-30. Ματθ. 16, 13-20. Λουκ. 9, 18-20.).

Γι᾽ αὐτό καί τούς ἀνεβάζει στό βουνό καί τούς ἀποκαλύπτει, ὅτι δέν εἶναι ὁ Ἠλίας, ἀλλά ὁ Θεός καί Πλάστης τοῦ Ἠλία. Οὔτε πάλι ὁ Ἱερεμίας, ἀλλ᾽ αὐτός πού ἁγίασε τόν Ἱερεμία ἐκ κοιλίας. Οὔτε ἕνας ἀπό τούς προφῆτες, ἀλλ᾽ ὁ Κύριος τῶν προφητῶν, ὁ Ὁποῖος καί τούς ἔστειλε. Ἀλλά καί τοῦτο ὑποδηλώνει σ᾽ αὐτούς, ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ ποιητής τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, καί ὁ κύριος ζωντανῶν καί νεκρῶν. Διότι διέταξε τόν οὐρανό, καί εὐθύς ἀμέσως κατέβασε τόν Ἠλία. Ἔκαμε νεῦμα στήν γῆ καί τόν Μωϋσῆ παρέστησε. Καί σ᾽ αὐτούς πάλι τούς κορυφαίους τῶν προφητῶν ἀπέδειξε ὅτι Κύριος εἶναι τῶν ζώντων, ἐφόσον τόν Ἠλία ἀπό τούς ζωντανούς κατέβασε. Καί ὅτι εἶναι Αὐτός πού ἐγείρει τούς νεκρούς, ἐφόσον ἤγειρε τόν Μωϋσῆ ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἡ δέ ἀνάβαση στό βουνό τούς βεβαίωσε ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ.

Τί κι ἄν ἔλεγε σ᾽ αὐτούς ὅτι «ἐγώ εἶμαι Θεός ἐκ Θεοῦ»; Δέν θά πείθονταν εὔκολα, ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος, πού εἶχε περιβληθεῖ, καί διότι συναναστρεφόταν μαζί τους σάν ὅμοιός τους. Ἔβλεπαν τήν Μαριάμ, πού Τόν γέννησε, καί τόν Ἰωσήφ, πού Τόν ἀνέθρεψε, καί πώς ὁ πατέρας Του εἶχε ἕνα κοινό ὄνομα. Παιδιά τοῦ Ἰωσήφ ἦσαν οἱ ἀδελφοί Του. Καί ὅπως αὐτοί πείνασε καί ἔλαβε τροφή, καί δίψασε καί τήν δίψα ἔσβησε μέ νερό, καί στόν κόπο βρῆκε παρηγοριά τήν ἀνάπαυση, καί στήν νύστα ἔδωσε ὕπνο. Καί τόν φόβο ἀκολούθησαν σταλαγμοί ἱδρῶτα. Ἔχοντας, λοιπόν, ὅλα τά δικά μας παρεκτός τήν ἁμαρτία, πῶς θά γινόταν πιστευτός, ἐάν ἔλεγε ὅτι «ἐγώ εἶμαι Θεός ἐκ Θεοῦ;» Διότι αὐτά δέν ἦσαν ἁρμόδια στήν θεϊκή φύση. Γι᾽ αὐτό λοιπόν στό βουνό τούς ἀνεβάζει, ὥστε νά μιλήσει ὁ Πατήρ καί νά τούς διδάξει, ὅτι εἶναι πραγματικά Υἱός του. Ὑπέδειξε, ὅμως, καί τήν βασιλεία Του πρίν ἀπό τόν θάνατο. Καί τήν δόξα Του πρίν ἀπό τήν ὕβρη. Καί τήν δύναμή Του πρίν ἀπό τό πάθος. Καί τήν τιμή Του πρίν ἀπό τήν ἀτίμωση. Ὥστε, ὅταν δεθεῖ καί σταυρωθεῖ ἀπό τούς Ἰουδαίους, νά γνωρίσουν οἱ μαθητές Του, ὅτι δέν σταυρώνεται ἀπό ἀδυναμία ἀλλά κατά τό ἀγαθό Του θέλημα, γιά νά δωρήσει τήν χάρη, πού θά σώσει ὅλο τόν κόσμο. Δείχνει καί πρίν ἀπό τήν ἀνάσταση τήν δόξα Του, ὥστε, ὅταν ἐγερθεῖ ἐκ νεκρῶν στήν θεϊκή δόξα τῆς φύσεώς Του, νά γνωρίσουν ὅτι δέν ἔλαβε τήν δόξα ὡς μισθό γιά τόν κόπο του, σάν νά μήν τήν εἶχε, ἀλλ᾽ ἦταν ἡ δόξα Του ἀπ᾽ ἀρχῆς καί προαιώνια κοντά καί μαζί μέ τόν Πατέρα Του – καθώς ὁ Ἴδιος λέει: «Πάτερ, δόξασέ με μέ τήν δόξα, πού εἶχα κοντά σου πρίν νά ὑπάρξει ὁ κόσμος» (Ἰω. 17, 5). Αὐτή, λοιπόν, τήν δόξα τῆς θεότητάς Του, τό ἄδηλο καί κρυμμένο μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση Του, ἔδειξε στούς ἀποστόλους κατά τήν ἀνάβαση στό ὄρος. Διότι ἔγινε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καί τά ροῦχα Του λευκά σάν τό φῶς. Δύο ἥλιους ἔβλεπαν στό βουνό τά μάτια τῶν μαθητῶν: ὁ ἕνας ἦταν αὐτός πού φέρνει τό φῶς τῆς ἡμέρας, καί ὁ ἄλλος ἀσυνήθης καί φοβερός. Ὁ ἕνας φαινόταν καί σ᾽ αὐτούς καί τόν κόσμο ὅλο φώτιζε στό στερέωμα. Καί ὁ ἄλλος σ᾽ αὐτούς μόνους ἄστραφτε, ὁ ὁποῖος ἦταν τοῦ Ἰησοῦ τό πρόσωπο.

Ἔγινε, λοιπόν, τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καί τά ροῦχα Του λευκά ὅπως τό φῶς. Μέ αὐτά ἔδειξε, ὅτι ἀπό ὅλο τό σῶμα Του ἐκχύθηκε ἡ δόξα Του, καί ἀπό ὅλη τή σάρκα Του ἔλλαμψε τό φῶς Του, καί ἀπό ὅλα τά μέλη Του ἐκπορεύονταν οἱ ἀκτῖνες τῆς θεότητάς Του. Διότι δέν ἔλλαμψε ἡ σάρκα Του ἔξωθεν, ὅπως τοῦ Μωυσῆ ὁ ὁποῖος ἀπέκτησε μέ ἐπίκτητο φῶς ὡραιότητα, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο ἐκχύθηκε ἡ δόξα Του καί μέσα Του ἔμεινε. Ἀπό τόν Ἴδιο ἀνέτειλε τό φῶς ου καί μέσα Του ἦταν συγκεντρωμένο. Οὔτε σέ ἄλλο μέρος πῆγε ἀφήνοντάς Τον, οὔτε ἦλθε ἐκ τοῦ πλαγίου ἄλλο φῶς καί τόν κόσμησε, οὔτε στολίσθηκε κατά χάριν μέ ἐπίχριση ξένου φωτός, ἀλλά ἔχοντας φυσική στόν ἑαυτό Του λαμπρότητα, εἶχε ἀχώριστο καί τό φῶς ὅλης τῆς θεότητας. Δικό Του ἦταν καί οὔτε ὁλόκληρη τήν ἄβυσσο τῆς δόξας Του τούς φανέρωσε, ἐφόσον τά μάτια τους δέν εἶχαν τέτοια δυνατότητα. Ἀλλά τούς ἔδειξε κατά τό μέτρο τῆς ὁπτικῆς τους δυνάμεως.

Καί παρουσιάστηκαν σ᾽ αὐτούς ὁ Μωυσῆς καί ὁ Ἠλίας νά συνομιλοῦν μαζί Του. Τί ἔλεγαν σ᾽ Αὐτόν; Ἀπ᾽ ὅσο μπορῶ νά ὑποθέσω, εὐχαριστία τοῦ ἀπηύθυναν, διότι ἐπαλήθευσε τούς λόγους τῶν προφητῶν μέ τήν παρουσία Του. Καί προσκύνηση τοῦ ἀπένειμαν ὑπέρ τῆς σωτηρίας, πού χάρισε στό ἀνθρώπινο γένος. Καί τό μυστήριο, τό ὁποῖο αὐτοί ζωγράφησαν, αὐτός ὁλοκλήρωσε μέ τό ἔργο Του. Διότι αὐτοί δεχόμενοι τίς ἀρχές καί ἀντανακλάσεις τῶν πραγμάτων προφήτευαν μέ λόγους συγκαλυμμένους. Ὁ Σωτήρας, ὅμως, πιστοποίησε μέ ἔργα τούς λόγους καί τίς εἰκόνες.

Χαρά κατέλαβε τούς προφῆτες καί τούς ἀποστόλους μέ τήν ἀνάβαση αὐτή στό βουνό. Χάρηκαν οἱ προφῆτες βλέποντας τήν ἀνθρώινη φύση Του, τήν ὁποία ἐπιθυμοῦσαν νά δοῦν, καί ἀγαλλίασαν οἱ ἀπόστολοι ἀκούγοντας τήν φωνή τοῦ Πατέρα. Μέ αὐτήν τήν πατρική φωνή πληροφορήθηκαν τό μυστήριο τῆς οἰκονομίας Του, τό ὁποῖο ἦταν κρυφό γι᾽ αὐτούς. Διότι δέν ἦταν δυνατόν νά μάθουν ἀπό ἄλλη πηγή γιά τήν ἐνανθρώπισή Του, παρά ἀπό τόν Πατέρα, πού Τόν γέννησε χωρίς πάθος. Ἀλλά καί ἡ δόξα τοῦ σώματός Του, πού φανερώθηκε, προσεπικύρωσε τήν πατρική φωνή. Καί σφραγίστηκε ἡ μαρτυρία τῶν τριῶν μέ τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία, οἱ ὁποῖοι κοντά στόν Ἰησοῦ στάθηκαν ὡς δοῦλοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τους. Καί οἱ μέν ἔβλεπαν τούς δέ, οἱ προφῆτες τούς ἀποστόλους καί οἱ ἀπόστολοι τούς προφῆτες. Αὐτοί πού ἐξ ὀνόματος μόνο γνωρίζονταν, συναντήθηκαν τότε πρόσωπο μέ πρόσωπο. Ἔμαθαν ἐπί πλέον σ᾽ αὐτήν τήν φανέρωση τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι Αὐτός ὁ Ἴδιος ἔθαψε τόν Μωϋσῆ καί μέ δικό Του κέλευσμα ὁ Θεσβίτης ἀναλήφθηκε. Διότι κανείς δέν εἶδε τό μνῆμα τοῦ Μωϋσῆ, παρά μόνο αὐτός πού τόν ἔθαψε. Οὔτε κανείς γνώριζε καλύτερα ποῦ βρισκόταν ὁ Ἠλίας, παρά μόνο ἐκεῖνος πού τόν ἀνέβασε στόν οὐρανό ἐπάνω σέ ἅρμα. Καί δέν θά μποροῦσε κανείς νά τούς φέρει ἔτσι αὐτομάτως, τόν μέν ἀπό τούς νεκρούς, τόν δέ ἀπό τήν ἀγγελική κατοικία, παρά μόνο ὁ Κύριος τῶν ὅλων καί ἐξουσιαστής τοῦ ἅδη καί τ᾽ οὐρανοῦ. Καί συναντήθηκαν ἐκεῖ οἱ ἀρχηγοί τῆς Παλαιᾶς καί οἱ ἄρχοντες τῆς Καινῆς. Εἶδε ὁ Μωϋσῆς ὁ ἅγιος τόν Σίμωνα νά ἔχει ἁγιασθεῖ, ὁ οἰκονόμος τοῦ Πατρός τόν ἐπίτροπο τοῦ Υἱοῦ. Ὁ μέν ἔσχισε τήν θάλασσα, γιά νά πεζοπορήσει ἀνάμεσα στά κύματα, ὁ δέ σηκώνει σκηνή γιά νά οἰκοδομήσει τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία οὔτε οἱ πυλῶνες τοῦ ἅδη κατέβαλαν. Εἶδε ὁ παρθένος τῆς παλαιᾶς τόν παρθένο τῆς νέας· ὁ Ἠλίας τόν Ἰωάννη. Αὐτός πού ἀνέβηκε σέ φλογερό ἅρμα, αὐτόν πού ἔγειρε στό στῆθος τῆς φλόγας. Καί ἔγινε τό ὄρος τύπος τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἕνωσε ὁ Θεός σ᾽ αὐτό τίς δύο διαθῆκες. Καί ἔτσι τόν δέχτηκε ἡ Ἐκκλησία καί μᾶς γνώρισε ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ δοτήρας καί τῶν δύο. Ἡ μία παρέλαβε τά μυστήρια Αὐτοῦ καί ἡ ἄλλη φανέρωσε τήν δόξα τῶν ἔργων Του.

Εἶπε, λοιπόν, ὁ Σίμων: «Καλό εἶναι νά μείνουμε ἐδῶ». Ὦ Σίμων, τί λές; Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, ποιός θά ἐκπληρώσει τούς λόγους τῶν προφητῶν καί τήν διδαχή τῶν κηρύκων ποιός θά ἐπισφραγίσει; Καί τά μυστήρια τῶν ὁσίων καί δικαίων ποιός θά τελειώσει; Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, τό «τρύπησαν τά χέρια καί τά πόδια μου» (Ψαλ. 21, 17) σέ ποιόν θά πραγματοποιηθεῖ; Καί τό «διαμοίρασαν τά ἱμάτιά μου μεταξύ τους καί στόν ἱματισμό μου ἔβαλαν κλῆρον» (Ψαλμ. 21, 14) σέ ποιόν θά ταιριάξει; Καί τό «ἔδωσαν χολή στό στόμα μου καί στήν δίψα μου μέ πότισαν ξίδι» (Ψαλμ. 68, 22) σέ ποιόν θά συμβεῖ; Καί ποιός θά βεβαιώσει τό «ἐλεύθερος ἀνάμεσα στούς νεκρούς» (Ψαλμ. 87, 5); Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, τοῦ Ἀδάμ τό χειρόγραφο ποιός θά σχίσει καί τό χρέος του ποιός θά ἀποδώσει; Καί ποιός θά ἀποκαταστήσει τό ἔνδυμα τῆς δόξας Του; Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, πῶς θά πραγματοποιηθεῖ τό σχέδιό μου γιά σένα, πῶς θά οἰκοδομηθεῖ ἐπάνω σου ἡ Ἐκκλησία; Τά κλειδιά τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν πού δέχθηκες, πῶς θά χρησιμεύσουν; Ἀλλά καί ποιόν θά λύσεις ἤ ποιόν θά δέσεις, Πέτρε; Ἐάν παραμείνουμε ἐδῶ, ὅλα αὐτά ἀναιροῦνται.

Εἶπε πάλι ὁ Σίμων στόν Ἰησοῦ: «Κύριε, καλό εἶναι νά μείνουμε ἐδῶ. Νά στήσουμε, ἐάν θέλεις, τρεῖς σκηνές. Μία γιά σένα, μία γιά τόν Μωϋσῆ καί μία γιά τόν Ἠλία». Σίμων, δέν ξέρεις τί λές. Στάλθηκες στόν κόσμο νά οἰκοδομήσεις Ἐκκλησία καί τώρα ἑτοιμάζεις νά στήσεις σκηνές στό ὄρος; Εἶναι, λοιπόν, φανερό ὅτι ἀκόμη εἶχε ἀνθρώπινη ἀντίληψη γιά τόν Ἰησοῦ. Γι᾽ αὐτό καί τόν κατέτασσε μαζί μέ τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία. Θέλοντας, λοιπόν, ὁ Κύριος νά δείξει ὅτι δέν ἔχει καμμία ἀνάγκη χειροποίητης σκηνῆς, μέ νεφέλη φανέρωσε ὅτι Αὐτός εἶναι πού εἶχε ἑτοιμάσει στούς πατέρες τους σκηνή νεφέλης σαράντα χρόνια στήν ἔρημο. Διότι ἐνῶ αὐτοί ἀκόμη μιλοῦσαν, νεφέλη φωτός τούς ἐπισκίασε. Βλέπε, Σίμων, σκηνή ἕτοιμη, πού ἐμποδίζει τό καῦμα, καί ὁλόφωτη, δίχως σκιά μέσα της. Σκηνή ἐξαστράπτουσα καί φωτίζουσα. Καί μέσα στόν θαυμασμό τῶν μαθητῶν φωνή ἀκούστηκε ἀπό τήν νεφέλη νά λέει: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στόν ὁποῖον εὐαρεστοῦμαι, αὐτόν νά ἀκοῦτε». Καί μέ τήν φωνή τοῦ Πατέρα ὁ Μωϋσῆς ἐπέστρεψε στόν τόπο του καί ὁ Ἠλίας γύρισε στήν χώρα του. Καί οἱ ἀπόστολοι ἔπεσαν μέ τό πρόσωπο στήν γῆ. Καί ὁ Ἰησοῦς μόνος στεκόταν, διότι ἡ φωνή ἐκείνη Αὐτόν μόνο ἀφοροῦσε. Ἔφυγαν οἱ προφῆτες καί ἔπεσαν οἱ ἀπόστολοι, καθώς δέν ἐκπληρωνόταν σ᾽ αὐτούς τό νόημα τοῦ λόγου. Διότι δέν ἦταν κανείς ἀπό αὐτούς υἱός ὁμοούσιος καί συναΐδιος μέ τόν Πατέρα, οὔτε γι᾽ αὐτούς ἦταν τό «αὐτόν νά ἀκοῦτε».

Μέ τό λόγο, λοιπόν, αὐτόν δήλωσε ὅτι ἀφαιρέθηκε πλέον ἡ οἰκονομία ἀπό τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία, καί στόν Υἱό ὑπακούουν κατά πάντα. Μήν πεῖτε, δηλαδή, ὅτι αὐτά εἶπε ὁ Μωϋσῆς καί αὐτά ὁ Ἠλίας. Διότι ὡς δοῦλοι ὑπηρέτησαν στόν κέλευσμα καί αὐτό πού τούς ὑποδείχθηκε κήρυξαν. Αὐτός εἶναι υἱός καί ὄχι ὁμογενής· κύριος καί ὄχι δοῦλος· ἄρχοντας καί ὄχι ἀρχόμενος· νομοθέτης καί ὄχι νομοθετούμενος· ἴσος κατά τήν θεία φύση καί υἱός ἀγαπητός. Ἔτσι οἱ ἀπόστολοι μυήθηκαν σ᾽ αὐτό πού ἦταν γι᾽ αὐτούς ἄδηλο. Ἐδῶ ὁ Πατήρ φανέρωσε τόν Υἱό Του. Ἐδῶ ὁ Ὤν ἀναγγέλει τό συναΐδιο γέννημά Του. Ἐξαίτιας τῆς φωνῆς αὐτῆς ἔπεσαν οἱ ἀπόστολοι μέ τό πρόσωπο στήν γῆ. Διότι ἦταν βροντή φοβερή, πού δονοῦσε καί τάραζε τήν γῆ καί αὐτοί ἀπό τόν φόβο ἔπεσαν χάμω. Ἔδειξε σ᾽ αὐτούς τό ἰσοδύναμο τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα στήν θεϊκή Του φύση. Διότι καθώς ἡ φωνή τοῦ Πατέρα τούς ἔριξε κάτω, ἔτσι καί ἡ φωνή τοῦ Υἱοῦ μέ τήν δύναμή Του τούς ἀνασήκωσε. Ἐκεῖ ἡ θεϊκή του δόξα καί ἡ ἀνθρώπινη σάρκα Του φαίνονταν σέ ἕνα πρόσωπο. Διότι δέν ἔλαβε ὅπως ὁ Μωϋσῆς ἐπίκτητη ὡραιότητα, ἀλλ᾽ ὡς Θεός στήν δόξα Του ἄστραψε. Τοῦ Μωϋσῆ τό πρόσωπο ἐξωτερικά χρίστηκε μέ λαμπρότητα, ἐνῶ ὅλο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ὅπως ὁ ἥλιος στίς ἀκτῖνες του ἄστραφτε καί ἡ δόξα τῆς θεότητάς Του τό σῶμα τῆς ἀνθρωπότητάς Του σκέπασε. Γι᾽ αὐτόν ἀνήγγειλε ὁ Πατήρ: «Αὐτός εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Δέν ἦταν χωρισμένη ἡ δόξα τῆς θεότητάς Του ἀπό τήν ἀνθρωπότητά Του, ἀλλά γιά ἕναν ἦταν ἡ φωνή, αὐτόν πού φαινόταν σέ σῶμα εὐτελές καί δόξα φοβερή. Καί ἡ ἁγία Μαρία υἱό τόν ἀποκαλοῦσε, τοῦ ὁποίου τό ἀνθρώπινο σῶμα δέν ἦταν χωρισμένο ἀπό τήν θεϊκή Του δόξα. Διότι εἶναι ἕνα πρόσωπο αὐτός πού φανερώθηκε στόν κόσμο μέ τό σῶμα καί τήν δόξα Του. Καί ἡ δόξα Του μήνυσε τήν ἐκ τοῦ Πατρός θεία φύση. Καί τό σῶμα Του μήνυσε τήν ἐκ τῆς Μαρίας ἀνθρώπινη φύση. Ἕνας ὅμως Υἱός μονογενής ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τῆς Μαρίας. Ἄς παύσουν τά στόματα τῶν αἱρετικῶν. Διότι ὅποιος τόν μερίζει, θά μερισθεῖ ἀπό τήν βασιλεία Του. Καί ὅποιος τόν συγχέει, θά ἀποκλεισθεῖ ἀπό τήν ζωή Του. Ὅποιος ἀρνεῖται ὅτι γέννησε Θεόν ἡ Μαρία, ἄς μή δεῖ τήν δόξα τῆς θεότητάς Του. Καί ὅποιος ἀρνεῖται ὅτι φόρεσε σάρκα, στερημένος θά εἶναι τῆς σωτηρίας καί ζωῆς πού προσφέρεται διά τοῦ σώματός Του. Διότι τά ἴδια τά πράγματα διδάσκουν ὅσους ἔχουν διαύγεια. Οἱ θεῖες δυνάμεις Του κηρύσσουν ὅτι εἶναι Θεός ἀληθινός, καί τά πάθη Του μαρτυροῦν ὅτι εἶναι ἄνθρωπος ἀληθινός, καί τό σῶμα πού περιεβλήθη, ὅτι εἶναι ἀπό θυγατέρα ἀνθρώπου. Ἀλλά κι ἄν δέν τό κατανοοῦν οἱ ἀσθενεῖς κατά τήν διάνοια, ἐμεῖς θά ἐπιχειρήσουμε νά ἐκθέσουμε τήν ἀλήθεια ἀπό τά ἄχραντα Εὐαγγέλια, ὥστε νά προσφέρουμε στούς φιλόθεους ἀκροατές μεγαλύτερη ὠφέλεια, ἐξαπλώνοντας καί διατρανώνοντας τόν λόγο μέ ἐπιχειρήματα ἀψευδῆ, καί πιό λαμπρά θά πανηγυρίσουμε.

Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, γιά ποιόν λόγο ἐμφανίζεται ἡ Μαρία στό προσκήνιο, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, ὁ Γαβριήλ ποιόν προσφωνοῦσε Κύριο; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός τυλιγόταν στά σπάργανα, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, ποιόν διακονοῦσαν οἱ ἄγγελοι πού κατέβηκαν; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός ἦταν ξαπλωμένος στήν φάτνη, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, οἱ ποιμένες γιά ποιόν λόγο ὕστερα ἀπό οὐράνια μύηση τόν προσκύνησαν; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός ὑποβλήθηκε σέ περιτομή; Ἐάν δέν ἦταν Θεός, γιά ποιόν οἱ μάγοι ἀπό τήν ἀνατολή πρόσφεραν δῶρα; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιόν βάσταξε στήν ἀγκαλιά του ὁ Συμεών, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, σέ ποιόν ἔλεγε «τώρα ἄφησέ με νά πεθάνω εἰρηνικά»; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιόν πῆρε ὁ Ἰωσήφ καί κατέφυγε στήν Αἴγυπτο; Ἐάν δέν ἦταν Θεός, τό «ἀπό τήν Αἴγυπτο κάλεσα τόν υἱό μου» σέ ποιόν ἐκπληρώθηκε; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ὁ Ἰωάννης ποιόν βάπτισε, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, γιά ποιόν βεβαίωσε ἀπό τόν οὐρανό ὁ Πατέρας ὅτι εἶναι ἀγαπητός Του Υἱός; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός νήστεψε στήν ἔρημο καί πείνασε; Ἐάν δέν ἦταν Θεός, ποιόν οἱ ἄγγελοι κατέβηκαν καί διακονοῦσαν, ἄν δέν ἦταν τέλειος καί κατά τίς δύο φύσεις; Ποιός κλήθηκε στόν γάμο τῆς Κανᾶ καί μετέβαλε τό νερό σέ κρασί, ἐάν δέν ἦταν Θεός καί ἄνθρωπος; Ἐάν ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος καί ὄχι Θεός τέλειος, πῶς συνέτρωγε μέ τόν Φαρισαῖο Σίμωνα, πῶς τά πλημμελήματα τῆς πόρνης συγχώρησε; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός κάθησε στό πηγάδι μετά τήν ὁδοιπορία καί ζητοῦσε νερό, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, ποιός ἐνῶ ζητοῦσε νερό ἀπό τήν Σαμαρείτιδα, ἐν τούτοις ἔδινε νερό καί ἔλεγχε; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, πῶς ἔφτυσε στήν γῆ, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, πῶς ἔκανε τόν ἐκ γενετῆς τυφλό μέ πηλό νά ἀναβλέψει; Στό μνῆμα τοῦ Λαζάρου ποιός δάκρυσε, καί μέ ποίου τό κέλευσμα ἐξῆλθε, νεκρός τετραήμερος, ἐάν ὁ Χριστός δέν ἦταν Θεός καί ἄνθρωπος; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, πῶς κάθησε στό πουλάρι, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, οἱ ὄχλοι ποιόν δοξολογοῦσαν λέγοντας τό ὠσαννά; Καί πῶς νά διηγηθῶ ὅσα οἱ παράνομοι Ἰουδαῖοι τοῦ ἔκαναν; Μιλῶ γιά τήν προδοσία τοῦ μαθητοῦ καί ὅσα μετά τήν προδοσία ἔγιναν στό κριτήριο τοῦ Πιλάτου· τά ραπίσματα, τά φτυσίματα, τά χτυπήματα στό πρόσωπο καί ὅσα τίς ὧρες μετά τήν προδοσία ἔπαθε γιά χάρη μας. Δέν τά ὑπέμεινε αὐτά ὡς ἄνθρωπος; Τά δέ τοῦ σταυροῦ ποιά γλῶσα νά διηγηθεῖ; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, τότε ποιά χέρια καί πόδια καρφώθηκαν, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ πῶς σχίστηκε, οἱ πέτρες πῶς ράγισαν, τά μνημεῖα πῶς ἀνοίχτηκαν, οἱ νεκροί πῶς ἀνασταίνονταν;

Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός κρεμάστηκε μέ ληστές στόν σταυρό; Κι ἄν δέν ἦταν Θεός, πῶς ἔλεγε στόν ληστή «σήμερα θά εἶσαι μαζί μου στόν παράδεισο»; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιόν ἄλειψαν μέ σμύρνα καί ἔθαψαν ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος; Κι ἄν δέν ἦταν Θεός, ποιός ἀναστήθηκε τήν τρίτη ἡμέρα; Ποιόν οἱ ἀπόστολοι στό ὑπερῶο εἶδαν καί ψηλάφησαν, ἐάν δέν ἦταν σάρκα, καί πῶς εἰσῆλθε κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, ἐάν δέν ἦταν Θεός; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός ἔφαγε στήν λίμνη τῆς Τιβεριάδος, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, πῶς μέ κέλευσμα γέμισε τό δίχτυ; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, οἱ ἀπόστολοι καί οἱ ἄγγελοι ποιόν εἶδαν, ὅταν ἀναλήφθηκε, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ ποιόν προσκύνησαν; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ψεύτικη ἦταν ἡ σωτηρία μας, πού θεμέλιο εἶχε τό ὅτι ὁ Θεός γεννήθηκε ἄνθρωπος ἀπό γυναίκα, τήν ἄχραντη καί ἀειπάρθενο Μαρία. Αὐτός εἶναι ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ καί λόγος, ὁ ἐρχόμενος στόν κόσμο. Τόν ἴδιον ὁμολογῶ Θεό τέλειο καί τέλειο ἄνθρωπο· μέ δύο φύσεις ἑνωμένες σέ μία ὑπόσταση, πού γνωρίζεται δίχως διαίρεση καί δίχως σύγχιση τῶν φύσεων.

Αὐτός θεώρησε ἄξιο νά σαρκωθεῖ, δίχως τροπή τῆς θείας Του φύσεως, ἀπό τήν Θεοτόκο Παρθένο, ἡ ὁποία εἶχε προκαθαρθεῖ κατά τήν ψυχή καί τό σῶμα μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χρημάτισε ἄνθρωπος μετά ἀπό πρόσληψη σώματος, καί γενόμενος αὐτό πού δέν ἦταν, καί μένοντας αὐτό πού ἦταν, τέλειος καί στά δύο, ἦταν ἐπίγειος καί οὐράνιος· πρόσκαιρος καί ἀθάνατος· ἄναρχος καί ὑποκείμενος στόν χρόνο· παθητός καί ἀπαθής· Θεός καί ἄνθρωπος, ἕνας συγκείμενος ἀπό δύο τέλειες φύσεις καί γνωριζόμενος ὡς μία ἀπό τρεῖς ὑποστάσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι μία οὐσία, μία δύναμη, μία θεότητα. Ἔτσι, φώναξε ὁ Πατέρας ἀπό τούς οὐρανούς: «αὐτός εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στόν ὁποῖον εὐδόκησα, αὐτόν νά ἀκοῦτε». Τήν φωνή αὐτή σάν ἄκουσαν οἱ μαθητές, ἔπεσαν μέ τό πρόσωπο στήν γῆ. Καί λέει πρός αὐτούς Αὐτός πού ἔλαβε τήν μαρτυρία τοῦ Πατέρα: «Σηκωθεῖτε καί μή φοβᾶσθε». Τούς παρήγγειλε δέ τό ἑξῆς: «Μή πεῖτε σέ κανένα τό ὅραμα, ἕως ὅτου ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀναστηθεῖ ἀπό τούς νεκρούς. Σ᾽ Αὐτόν ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση, μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα Του καί τό Πανάγιο καί ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντα καί στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες.

πηγή: egolpion.com

Αναδημοσίευση από: http://paterikakeimena.blogspot.gr/

Αναδημοσίευση από: http://paterikakeimena.blogspot.gr

Μετάφραση - Λογοτεχνική απόδοση: Καίτη Χιωτέλλη

1. Άνθρωπος κανείς δε θα μπορέσει ποτέ, άξια τη μετάσταση την ιερή να υμνήσει της Θεομήτορος, μακάρι μύριες νάχε γλώσσες και μύρια στόματα· μ' ακόμα κι αν όλες των σκόρπιων ανθρώπων οι γλώσσες μαζεύονταν ποτέ, δε θα φτιάναν τα επάξια εγκώμια.

Γιατί εκείνη βρίσκεται ψηλότερα από κάθε μέτρο δοξολογικό. Και λόγω που αγαπά ο Θεός το κατά δύναμη, όταν μ' αγάπη του δωρίζεται και ζήλο και με προαίρεση αγαθή, κι αφού κι η μάνα του Θεού αγαπά όσα στο Γιο είναι αρεστά κι ευχάριστα, ας ξαναρχίσουμε τα εγκώμια με υποταγή στις διαταγές σας, άριστοι μες στους ποιμενάρχες κι αγαπημένοι του Θεού, αφού πρώτα το Λόγο, που από κείνην σαρκώθηκε, βοηθό μας γυρέψουμε, που κάθε στόμα οπού σ' αυτόν ανοίγεται γεμίζει, κι οπού για κείνην μοναχό στολίδι και δοξαστικό τραγούδι Εκείνος φύτρωσε· κι αφού καλά το ξέρουμε, πως χρέος ξεπληρώνουμε αρχίζοντας τα εγκώμια κι όταν το ξεπληρώσουμε πάλι σε χρέος μπαίνουμε, για να κρατά παντοτινά το χρέος, όλο αρχίζοντας και τέλος να μην έχει.

Κι ας γίνει σπλαχνική σε μας εκείνη που ανυμνούμε, η πέρα απ' όσα πλάστηκαν, κυρία σ' όλη την πλάση, σα μάνα πούναι του Θεού, του κτίστη και δημιουργού και πάνω σ' όλα αφέντη. Σχωράτε ελόγου σας και σεις, που απ' αγάπη τα θεία ν' ακούσετε λόγια συνάζεστε· την πρόθεση την αγαθήν αποδεχθείτε, τον πόθο χαρείτε, μα πονέστε μαζί μας και σεις για τη φτώχεια του λόγου.

Γιατί να, πέστε πως κάποιος έρχεται στον αυτοκράτορα, που στα χέρια του μέσα ο Θεός το πηδάλιο του λαού εμπιστεύτη, που όλα τάχει στο τραπέζι του πλούσια και περισσεύουν φαγητά κάθε λογής, και μύρου μοσκοβόλημα πολύτιμου ευωδιάζει το παλάτι, και του κομίζει εκτός καιρού ή μενεξέ στο χρώμα της στολής του, ή ρόδο που βλασταίνει ευωδιαστό πάνω στ' αγκάθι, με πράσινους τους κάλυκες απ' όπου δίχρωμο προβάλλει και λίγο - λίγο φτάνει στη φλογάτη του ομορφιά, και ζουμερό καρπό στο γλυκό χρώμα του μελιού· κι εκείνος δίνει προσοχή στα παράξενα δώρα και θαυμάζει που βρέθηκαν, δεν τονε νοιάζει αν είναι φτωχικά, γιατί ξέρει να κρίνει και κατέχει τα πράγματα, και με άφθονα κι όμορφα δώρα τον αγρότη θ' αμείψει· έτσι και μεις μακάρι όλο και πιότερο ν' αποδειχτεί, πως φέρνουμε των λόγων τα λουλούδια μες στο χειμώνα στη βασίλισσα, και πως οπλίζουμε τις μεταχειρισμένες λέξεις να πάρουν μέρος στον αγώνα για τα εγκώμια, κι ακόμα πως προσφέρουμε σε σας, που ακρόαμα και λόγον αγαπάτε, κάποιο αμυδρό σπινθήρα από την προστριβή του πόθου μας πάνω στο νου, όπως σε σίδερο λιθάρι, κι σπ' το ξεζούμισμα σσν αγουρίδας του μυαλού, τις ιστορίες που γεννά, το καταστάλαγμα του λόγου.

Γιατί τι άλλο από λόγο να χαρίσουμε στη μάνα του Λόγου; Αφού με τα όμοια χαίρονται τα όμοια και μάλιστα τ' αγαπητά. Τώρα λοιπόν που ανοίξαμε τη στρόφιγγα των λόγων, και λίγο ξαμολύσαμε τα γκέμια, να τρέξει λεύτερα ας αφήσουμε το λόγο, σαν άτι που στο δρόμο τ΄οδηγήσαμε. Όμως εσύ, Λόγε Θεού, γίνε βοηθός και γέμισε με λόγο εσύ τη σκέψη μου την άλογη, και κάνε με το λόγο σου βατό το μονοπάτι μου, κι οδήγησε το δρόμο μου στην ευαρέστησή σου Εκεί, που ο κάθε λόγος του σοφού κι η σκέψη κατευθύνεται.

2. Στην υπερκόσμια σήμερα και στην ουράνια εκκλησιά η άγια και μοναδική παρθένα οδηγιέται, αυτή που τόσο πολύ την παρθενία πόθησε, που λές κι έγινε καθαρώτερη φωτιά και τη μετάλλαξε. Γιατί βέβαια η κάθε κόρη που γεννά, παρθένα πιά δεν είναι, όμως παρθένα μένει αυτή πριν κι ύστερα απ' τη γέννα ως και την ώρα που γεννά.

Σήμερα, η ζώσα κιβωτός του ζώντος Θεού η αγία, που στην κοιλιά της κράτησε μέσα τον τεχνουργό της, σ' αχειροποίητη εκκλησιά σχολάζει του Κυρίου. Χορεύει από χαρά ο Δαβίδ, που είν' απ' τη γενιά του και κείνη κι ο θεάνθρωπος, κι οι άγγελοι αντάμα του χορεύουνε, οι αρχάγγελοι χειροκροτούν, δοξάζουν οι δυνάμεις μαζί κι οι αρχές αγάλλονται, οι εξουσίες ευφραίνονται κι οι κυριότητες χαίρουν, θρόνοι πανηγυρίζουνε, τα χερουβίμ υμνούνε, δοξολογούν τα σεραφίμ· γιατί καθώς δοξάζουνε της δόξας τη μητέρα, πιότερο αυτοί δοξάζονται.

Σήμερα, η περιστέρα η πιο ιερή, η ακέρια κι άκακη ψυχή, η αγιασμένη από το Θείο Πνεύμα, φτερούγισε απ' την κιβωτό, λέω απ' το σώμα που Θεό δέχτηκε κι έγινε η αρχή για τη ζωή, κι ανάπαψε τα πόδια της Εκεί στον κόσμο το νοητό που πέταξε και τη σκηνή της έστησε στη γη την άσπιλη της θείας κληρονομιάς.

Σήμερα δέχεται η Εδέμ του νέου Αδάμ το λογικό παράδεισο, που μες σ' αυτόν η τιμωρία χαρίστηκε, το δεντρο της ζωής φυτεύτηκε κι η γύμνωσή μας πήρε τέλος. Γιατί γυμνοί δεν είμαστε πια τώρα κι ούτε ανέντυτοι, με δίχως τη λαμπρότητα της θεϊκιάς εικόνας κι έρημοι απ' την πλούσια του Πνεύματος τη χάρη, κι ούτε, την παλιά γύμνωση κλαίγοντας, θε να πούμε· «Έβγαλα το χιτώνα μου και πώς θα τον φορέσω;» Γιατί, σε τούτον τον παράδεισο δεν τρύπωσε το φίδι, που για να πεθυμήσουμε την ψεύτικιά του θέωση, κατάντησε να μοιάσουμε στα ζώα τα δίχως γνώση.

Γιατί ο ίδιος του Θεού ο Γιός ο μονογεννημένος, πούναι Θεός έχοντας την ίδια ουσία του Πατέρα, άνθρωπον επλαστούργησε ο ίδιος τον εαυτό του από τούτη την καθαρή και την παρθένα γη. Κι ο άνθρωπος εγώ θεώθηκα, αθανατίστηκα ο θνητός, κι έβγαλα τους δερμάτινους χιτώνες. Γιατί ξεντύθηκα το ντύμα της φθοράς, και φόρεσα την αφθαρσία καθώς τυλίχτηκα την αλουργίδα της θεότητας.

Σήμερα η παρθένα η άχραντη, που καμιά με τα πάθη της γης δεν είχε συγγένεια, αλλά με ουράνια εθράφη νοήματα, δεν εγύρισε πίσω στο χώμα της γης, μα καθώς ουρανός ζωντανός είχε γίνει, στ' ουρανού πια τα δώματα κατοικεί.

Γιατί ποιός, που θα την πει ουρανό, αληθινός δε θάναι, εκτός και μιλήσει κανείς που τη γνώση κατέχει καλά, και την ύψωση ασύγκριτα ψηλότερ' απ' τους ουρανούς; Γιατί εκείνος πού 'φτιαξε και συγκρατεί τους ουρανούς, πούναι ο τεχνίτης κάθε πλάσματος εγκόσμιου κι υπερκόσμιου, βλεπόμενου κι αόρατου, που τόπος δεν είναι γι' αυτόν κανείς στους τόπους όλους —αν καθορίζουμε σαν τόπο για τα πράγματα αυτό που τα περιέχει—, μέσα σ' αυτήν χωρίς σπορά τον εαυτό του βρέφος έπλασε, και την απόδειξε κατοικία ευρύχωρη για τη θεότητά του, που γεμίζει τα πάντα και που μένει μονάχη αυτή απερίγραφτη, ολόκληρος μικραίνοντας για να χωρέσει μέσα της, χωρίς ν' αλλοιωθεί, και μένοντας έξω απ' αυτήν ολόκληρος, κι έχοντας τόπο του τον αχώρητο σε όλα εαυτό του.

Σήμερα ο πλούτος της ζωής κι η άβυσσο της χάρης —πώς να τολμήσω μ' άτρεμα να το προφέρω χείλη— κρύβεται μές σε θάνατο από ζωή γιομάτο, και τον πλησιάζει ατρόμητη, που στην κοιλιά της κράτησε τον εξολοθρευτή του, αν είναι μπορετό να πούμε θάνατο τ' όλο ζωή κι όλο αγιοσύνη ξόδι της.

Γιατί, εκείνη που την αληθινή για όλα ανάβρυσε ζωή πώς γίνεται στο θάνατο υποταχτική να γένει; Αλλά στου σπλάχνου της το νόμο υπακούει, κι ως θυγατέρα του παμπάλαιου Αδάμ το πατρικό της χρέος ξεπληρώνει, αφού κι ο Γιός της, η ζωή η ίδια, δεν τ' αρνήθηκε· μα ως γενάμενη του ζωντανού Θεού μητέρα, καθώς πρέπει, κοντά του μεταφέρεται.

Γιατί αφού λέει ο Θεός· «Μήπως κι απλώσει χέρι» ο άνθρωπος ο πρωτόπλαστος «κι από το δέντρο πάρει της ζωής και το γευτεί και αιώνια ζήσει», πώς να μη ζήσει στον αιώνα τον απέραντο, κείνη που εδέχτη τη ζωή την άναρχη κι ατέλειωτη, που όρια δεν την κυβερνούν της αρχής και του τέλους;

3. Παλιά λοιπόν, Κύριος ο Θεός, κείνους που κάναν την αρχή στο γένος των θνητών, κι ήπιαν και γέμισαν απ' της παρακοής το κρασί το άκρατο, κι ενύσταξε το βλέμμα της ψυχής μέσα στη μέθη απ' το ξεστράτισμα, κι ύπνο κοιμήθηκαν θανατερό, σα βάρυναν του πνεύματος τα μάτια τους μες στην ακολασία της αμαρτίας, τους έβγαλε έξω απ' τον εδεμικό παράδεισο, να πορευτούν εξόριστοι. και τώρα τούτην που αποτίναξε του πάθους κάθε επίθεση κι αύξησε το φυντάνι της υπακοής στο Θεό και Πατέρα, κι έκανε αρχή για τη ζωή σ' ολόκληρο το γένος, γίνεται να μην την δεχτεί παράδεισος; να μην ανοίξει διάπλατα τις πύλες του απ' τη χαρά του ο ουρανός;

Το δίχως άλλο. Αφού η Εύα, του φιδιού το μήνυμα ν' ακούσει που έστερξε και που τη συμβουλή του όχτρού εδέχτη, κι η αίσθηση μαγεύτηκε απ' τ' άγγιγμα της ψεύτικης κι απατηλής χαράς, κέρδισε την απόφαση του πόνου και της θλίψης, γεννά μ' ωδίνες τα παιδιά, και καταδίκη παίρνει εις θάνατον μαζί με τον Αδάμ, και μες στους κόλπους του άδη κατοικεί.

Κι αυτήν εδώ, που αλήθεια είναι μακαριστή, που έκλινε μ' υποταγή το αυτί στο λόγο του Θεού, κι απ' τις ενέργειες γέμισε του Πνεύματος, και στην κοιλιά της κράτησε με τη φωνή του αγγέλου εκείνον που είναι η ευδοκία του Πατρός, αυτήν που δίχως ηδονή κι ανέγγιχτη από άνδρα συνέλαβε του Θεού Λόγου την υπόσταση που γεμίζει τα πάντα, και δίχως πόνους γέννησε ως έπρεπε, κι ενώθηκε με τον Θεόν ολάκερη, πώς να την καταπιεί ο θάνατος; πώς να την πάρει μέσα του ο άδης; πώς η φθορά θα τόλμαγε ν' αγγίξει το σώμα που εδέχτη εντός του τη ζωή; Ολωσδιόλου τούτα ξένα και παράδοξα για την ψυχή και για το σώμα που βάσταξαν το Θεό.

Και μόνο να τη βλέπει ο θάνατος φοβήθηκε. Γιατί και με το Γιό της τάβαλε, κι έμαθε αφού έπαθε, κι η πείρα του τον δίδαξε κι εσωφρονίστη. Κι έτσι γι' αυτήν αδιάβατες οι σκοτεινές κατηφοριές του άδη, μα ο δρόμος για τον ουρανό ίσιος κι ομαλός κι εύκολος για κείνην ετοιμάστη.

Γιατί αφού λέει ο Χριστός πού 'ναι η αλήθεια κι η ζωή «Όπου είμαι εγώ, εκεί κι ο υπηρέτης ο δικός μου θά 'ναι», πόσο μάλλον αυτή πού 'ναι μητέρα του κοντά του να μη μείνει; Πριν να πονέσει γέννησε και δίχως πόνους ήταν κι η θανή της. «Κακό το ξόδι των αμαρτωλών»· πώς λοιπόν να τηνε πούμε αυτήν που μέσα της νεκρώθηκε η αμαρτία, του θανάτου το κεντρί, πώς αλλιώς από αρχή ζωής, ατέλειωτης και πιο καλής; «Τίμιος» αλήθεια «ο θάνατος των οσίων» Κυρίου, του Θεού των δυνάμεων και της μητέρας του Θεού η μετάσταση απάνω κι από τίμια.

Τώρα, «οι ουρανοί ας ευφραίνονται», κι οι άγγελοι ας χειροκροτούν τώρα «ας αγάλλεται η γη» κι οι άνθρωποι ας χορεύουν· τώρα τραγούδια ας αντηχεί μες στη χαρά του ο αγέρας, κι ας βγάλει η νύχτα η άφεγγη το αγέλαστο το σκότος, το θλιβερό, κι ας μιμηθεί γιορταστικά της μέρας τη λαμπρότη με τις μαρμαίρουσες φωτιές.

Γιατί, του Θεού η πόλη η ζωντανή, του Κύριου των δυνάμεων, πάνω απ' τη γην υψώνεται, κι απ' του Κυρίου το ναό της ξακουστής Σιών, πρός την ελεύθερη Ιερουσαλήμ την άνω, βασιλιάδες οι απόστολοι, που άρχοντες γίνανε για το Χριστο πάνω σ' όλη τη γη, τη μάνα τους φέρνουνε, δώρο πολύτιμο, την παντοτινή παρθένα και μητέρα του Θεού.


4. Κι ούτε που διόλου το θαρρώ παράκαιρο, να περιγράψω με λόγια κι όσο δύναμαι και να εικονίσω και σχηματικά να δείξω, όλα όσα τελέστηκαν θαύματα, πάνω σ' αυτή την άγια μάνα του Θεού, κείνα που μέτρια και πολύ συνοπτικά, κατά πώς λέμε, από πατέρα σε παιδί κι απ' την αρχή τα παραλάβαμε.

Γιατί θαρρώ πως τούτη, μες στους αγίους πιο άγια, κι οσιώτερη στους όσιους, του μάννα η στάμνα η γλυκιά, κι αληθινά καλύτερα να πούμε η πηγή του, έγειρε σ' ένα ανάκλιντρο μέσα στην πόλη του Δαβίδ την ξακουσμένη και θεϊκιά, μες στην περίβλεφτη Σιών την πολυδοξασμένη, που μέσα της ήρθε το πλήρωμα του κατά γράμμα νόμου, κι αναγορεύτηκε ο νόμος ο πνευματικός· που μέσα της, ο νομοθέτης ο Χριστός στο τυπικό το πάσχα έβαλε τέλος και της παλιάς και της καινούργιας διαθήκης ο Θεός το αληθινό το πάσχα μάς παράδωσε· στην πόλη αυτή το μυστικό το δείπνο εμυσταγώγησε στους μαθητές του ο αμνός του Θεού, που πήρε απάνω του την αμαρτία του κόσμου, και τον εαυτό του πρόσφερε για χάρη τους σα μόσχο σιτευτό, και της αληθινής κληματαριάς πάτησε μες στο πατητήρι το ζουμερό καρπό· στην πόλη αυτή, στους αποστόλους φανερώνεται ο Χριστός, απ' τους νεκρούς ως ανασταίνεται και το Θωμά στην πίστην οδηγάει και διαμέσου αυτού της γης τα πέρατα, πως είναι αυτός Θεός και Κύριος, δυό φύσεις φέροντας κι ύστερ' απ' την ανάσταση, και τις δυο αντίστοιχες σ' αυτές ενέργειες, κι αυτεξούσια θελήματα, που στον αιώνα τον απέραντο διαμένουν.

Αυτή είναι των εκκλησιών το φρούριο· των μαθητών η διαμονή· μέσα σ' αυτήν η επιφοίτηση του παναγίου Πνεύματος, μ' άπειρες γλώσσες κι ήχους και μορφές φωτιάς, στους αποστόλους χύθηκε· μέσα σ' αυτήν ο μαθητής ο θεολόγος τη Θεοτόκο που μαζί του την παρέλαβε, φρόντιζε σ' ό,τι χρειάζονταν αυτή, η μάνα των εκκλησιών όλης της οικουμένης, κατοικητήριο έγινε της μάνας του Θεού, ύστερ' από την εκ νεκρών επιστροφή του Γιου της στους ανθρώπους. Σ' αυτή την πολιτεία λοιπόν, μακάρια η παρθένα, σ' ένα κλινάρι κείτονταν, το τρισευτυχισμένο.


5. Αλλά σ' ετούτο ως έφτασα το σύνορο του λόγου, για να μπορέσω να εκφραστώ το δυνατό μου πάθος, κι ενώ από θέρμη καίγομαι κι από την κοχλαστή φωτιά του πόθου, με συνεπαίρνουν δάκρυα χαράς και κάποιο ρίγος, λες κι αγκαλιάζω τ' όλβιο και ποθεινό κλινάρι, το ξέχειλο από θαύματα, που δέχτηκε το ζωαρχικό το σώμα και τον αγιασμό μοιράστηκε απ' τη γειτονιά του, αυτό το ίδιο το άγιο, πανάγιο, κι άξιο του Θεού σκήνωμα, μ' ετούτα δω τα χέρια μου θαρρούσα πως αγκάλιαζα.

Μάτια, χείλη και μέτωπα ως άγγιζαν τα μέλη μου, τα μάγουλα και το λαιμό, την αίσθηση είχα της αφής, λες και το σώμα ήταν όλο ένα παρόν, κι ωστόσο εστάθη αδύνατο, μ' όλον πολύ που επάσχισα, κείνο που επόθουν με τα μάτια μου να δω. Γιατί πώς θάταν μπορετό να δω ό,τι αρπάχτηκε ψηλά, στου ουρανού τα ιερά; Κι έτσι έχουνε τα τωρινά.


6. Όμως ποιες έκανε τότε γι' αυτήν τιμές, κείνος που όρισε να τιμάμε τους γεννήτορες; Και πρώτα αυτούς που εσπάρησαν σ' όλο το πρόσωπο της γης, για να ψαρεύουν με του Πνεύματος τις γλώσσες τις ποικίλες κι εναρμόνιες και με του λόγου τους το δίχτυ, τους ανθρώπους απ' της πλάνης το βυθό, και να τους φέρνουν στο ουράνιο και πνευματικό του μυστικού δείπνου τραπέζι της ιερής χαράς για τους πνευματικούς τ' ουράνιου νυμφίου γάμους, που ο Πατέρας για του Γιου τη χάρη του ομοούσιου κι ισοδύναμου λαμπρά και με βασιλικές τιμές γιορτάζει, σύννεφο, καθώς δίχτυ που στοιβιάζει και μαζεύει αϊτούς, από της γης τις άκριες στην Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με το θείο πρόσταγμα, τους φέρνει. «Όπου είν' το σώμα» είπεν η αλήθεια, ο Χριστός, εκεί κι οι αϊτοί θα μαζευτούνε.

Και μ' όλο που το είπε αυτό προφητικά, για τη μεγάλη, δεύτερη, δική του παρουσία, τη μεγαλοπρεπή, κι από τον ουρανό τον ερχομό του, κι εδώ ωστόσο άσχημα δεν πάει, το λόγο να ομορφήνουμε.

Φτάσαν λοιπόν αυτοί, το Λόγο που είδανε και που τον υπηρέτησαν, για να φροντίσουν και τη μάνα του ως ώφειλαν, και πλούσιο και πολύτιμο μεράδι την ευλογία απ' αυτήν ν' αντλήσουνε. Γιατί ποιος αμφιβάλλει, πως είναι αυτή της ευλογίας η πηγή, κι όλων των αγαθών το κεφαλάρι;

Κι ήταν μαζί τους οι οπαδοί τους κι οι διάδοχοι, να πάρουν μέρος στη φροντίδα και στην ευλογία. Γιατί όσοι μαζί κοπιάζουνε, ανάλογα και τον καρπό του κόπου τους κερδίζουν.

Κι ήταν ακόμα εκεί όλη των εκλεκτών του Θεού η κοινότητα που κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ.

Αλλά κι από τους δίκαιους, παλιούς προφήτες, έπρεπε οι σπουδαιότεροι να δώσουν το παρόν, να πάρουν μέρος στην ιερή ακολουθία, όσοι δηλαδή προφητέψανε, πως θα γεννιόταν απ' αυτήν για χάρη μας, και σάρκα θα φορούσε απ' αγάπη στους ανθρώπους, ο Λόγος του Θεού.

Μα ούτε κι οι άγγελοι έπρεπε να λείπουν απ' τη σύναξη. Γιατί όπως στη γνώμη στάθηκαν του βασιλιά υπάκουοι και να τον παραστέκουνε τιμητικά αξιώθηκαν, έτσι και τη μητέρα του την κατά σάρκα έπρεπε τιμητικά να συνοδεύουν, την τρισευδαίμονη κι αληθινά μακαριστή, που απ' όλες τις γενιές κι όλη την κτίση είναι ψηλότερα.

Όλοι σ' εκείνηνε σιμά σταθήκανε, που έλαμπε απ' τη φωτιά του Πνεύματος και με λαμπρές μαρμαρυγές εφώτιζε, όσους με σεβασμό και φόβο και με πόθο σταθερό, το καθαρό του νου τους βλέμμα της απέθεταν.

Γιατί καμιά δεν είναι ύπαρξη που έτσι να μην έκανε ή το πολύ νάναι μία· γιατί κανείς όσο ψηλά κι αν στέκει τα προσφερόμενα δεν τα καταφρονεί· κι ούτε που γίνεται, μια και προς όλα συγκατέβη κι αυτόν που πράττει και την προσφορά να μη δεχτεί.


7. Εδώ, λόγοι εμπνευσμένοι απ' το Θεό, που ο Θεός τους λέει. Εδώ κάποια ποιήματα που στο Θεό ταιριάζουνε φτιαγμένα για το ξόδι. Γιατί να υμνήσουν έπρεπε μ' αυτή την ευκαιρία, του Θεού την αγαθότητα, την πάνω κι από άπειρη και τη μεγαλοσύνη, που κάθε μέτρο ξεπερνά, τη δύναμη, που όλα αυτή τα δύναται, και τη δική του καταδεχτικότητα σε μας, που από κάθε ύψος και μέτρο πέρα βρίσκεται, και της ακατανόητης καλωσύνης του τον πλούτο τον υπέρπλουτο, και της αγάπης του το χάος το αγέμιστο· πώς δίχως ν' αποχωριστεί το μεγαλείο του, κατέβηκε ως την κένωση όπου τον ύψωσε, καθώς μαζί μ' αυτόν το θέλησε ο Πατέρας και το Πνεύμα· πώς ο υπερούσιος ουσία γίνεται από κοιλιά γυναίκας με τρόπο υπερούσιο· πώς είναι και θεός, κι άνθρωπος έγινε, και μένει, και συνάμα υπάρχει και τα δυό· πώς ούτε την ουσίαν αφήκε της θεότητας, και «όμοια, κοινή» με μας «έλαβε σάρκα κι αίμα»· πώς, ο που τα σύμπαντα πληροί κι υπάρχει πάνω απ' όλα και συγκρατεί τους κόσμους με το λόγο των χειλιών του, κατοίκησε τόπο στενό· πώς το φθαρτό και χορταρένιο σώμα εκείνης της πανένδοξης γυναίκας, δέχτηκε τη θεοτική φωτιά την καταλύτρα, και σαν χρυσάφι καθαρό ακατάλυτον εδείχτη. Με του Θεού τη θέληση γένηκαν όλα τούτα· γιατί όλα είναι δυνατά, όταν ο Θεός το θέλει, κι αδύνατο να γίνουνε εκείνος σα δε θέλει.

Πάνω σε τούτα, βάλθηκαν οι λόγοι να φιλονικούν και ν' αναμετριούνται, όχι πως πιο ψηλά θα φτάσουνε ο ένας απ' τον άλλο — αυτό θα ταίριαζε σ' ένα μυαλό ματαιόδοξο και μακριά πολύ από ό,τι το Θεό ευχαριστεί — μα πώς λειψοί να μην φανούν σε δύναμη και ζήλο, και στου Θεού την ύμνηση και στης μητέρας του Θεού το σέβας.


8. Τότε λοιπόν, τότε ο Αδάμ κι η Εύα, του γένους οι προπάτορες, με χείλη οπού 'σταζαν χαρά φωνάζανε και λέγαν· κόρη μακαριστή, εσύ μας ελευθέρωσες απ' της απείθειας την ποινή. Σώμα φθαρτό εμείς για σε κληρονομιάν αφήσαμε, και συ για μας μες στην κοιλιά σου ετοίμασες της αφθαρσίας το ρούχο.

Την ύπαρξη εσύ πήρες απ' τη σάρκα μας κι αντίδωρο ευδαιμονία μας χάρισες· τις λύπες τις κατάργησες, τα σάβανα έσκισες που μας τυλίγαν του θανάτου· την πρώτη κατοικία για μας την εξανάφτιαξες. Εμείς κλείσαμε τον παράδεισο, εσύ το δρόμο προς το δέντρο της ζωής πλατύ μας άνοιξες.

Αιτία εμείς που απ' τα καλά προκύψανε τα θλιβερά, χάρη σε σε απ' τα θλιβερά μας ήρθαν τα καλύτερα. Και πώς εσύ η αμόλευτη το θάνατο να τον γευτείς; Γιοφύρι εσύ προς τη ζωή, κι ο θάνατος σου θα γενεί σκάλα που πάει στους ουρανούς, μικρό καράβι που περνάει προς την αθανασία. Αληθινά μακαριστή εσύ 'σαι τρισμακάριστη. Γιατί ποιος θα προσφέρονταν, ο Λόγος αν δεν ήτανε, να πάθει αυτό που ανάλαβε να πράξει;

Κι η σύναξη των προφητών εσυμφωνούσεν όλη. Εσύ τις προφητείες μας έκανες ν' αληθέψουν. Εσύ την που προσμέναμε μας έφερες χαρά. Γιατί λευτερωθήκαμε απ' του θανάτου τα δεσμά για χάρην εδική σου. Έλα κοντά μας, θησαυρέ θεϊκέ, ζωή που φέρνεις, έλα σε μας τους διψασμένους, συ που προσκόμισες του πόθου μας το πλήρωμα.

Αλλά κι απ' τη μεριά την άλλη πλήθος άγιοι, τραβούσανε την προσοχή με λόγους αρκετούς καθώς σωματικά γυροστεκόντανε. Μείνε μαζί μας, η παρηγοριά μας, λέγανε, μοναδικό στη γη κουράγιο μας· μη μας αφήσεις ορφανούς, μητέρα, που για του Γιου σου την αγάπη κινδυνεύουμε.

Άσε να σ' έχουμε στους κόπους μας ανάπαυλα και στους ιδρώτες μας δροσιά. εσύ, κι αν θες να μείνεις το μπορείς, κι αν βιάζεσαι να φύγης εμπόδιο δε θα βρής. Αν εσύ φύγεις, του Θεού η κατοικία, και μεις μακάρι αντάμα σου να φύγουμε, που για το Γιό σου εμείς λαός σου είμαστε. Μονάχα εσύ μας έμεινες να σ' έχουμε πάνω στη γη παρηγοριά. Ευτυχισμένοι θάμαστε αν ζεις ζώντας μαζί σου, κι αν πεθάνεις πεθαίνοντας. Μα τι θα πει αν πεθάνεις; Αφού για σε κι ο θάνατος ζωή, και πιο καλή ζωή, κι απ' την ζωήν ετούτην ασύγκριτα υπέρτερη· αλλά για μας τι ζωή θάναι τούτη να τη ζούμε, όταν εσέ μαζί μας δε θα σ' έχουμε;


9. Έτσι θαρρώ απάνω - κάτω οι απόστολοι, μ' όλη μαζί της εκκλησίας τη σύναξη στην όλβια παρθένα θα μιλούσανε. Αλλά επειδή βλέπαν τη Θεομήτορα ανυπόμονα την εκδημία της να ορέγεται, ύμνους άρχισαν κατευόδιους, καταγεμάτοι από τη θεία χάρη, το στόμα τους δανείζοντας στο Πνεύμα, απ' το κορμί τους σ' έκσταση και με βαθιάν αποθυμιά να την ακολουθήσουν στο ταξίδι της τη μάνα του Θεού, φεύγοντας απ' τον κόσμο πριν την ώρα τους αν ήταν μπορετό κατά τη δύναμη του πόθου τους.

Κι έπειτα όλοι, όταν τον πόθο και το χρέος ξεπληρώσανε, και πολυλούλουδο πολύχρωμο με τα ιερά τραγούδια τους στεφάνι πλέξανε, την ευλογία ως θησαυρό ελάβαιναν θεόσταλτο, καθώς και τα στερνά της λόγια που όπως έφευγε τους έλεγε. Κι απ' όσο ξέρω ήταν για τη ζωήν ετούτη που κυλά και χάνεται, και φανερώναν τα κρυμμένα μυστήρια των αγαθών των μελλούμενων.


10. Κι ύστερα κοντά με τούτα και συνέχεια κι άλλα γίνανε, να, κάπως έτσι, όπως εγώ θαρρώ· ο ερχομός του βασιλιά σ' αυτήν που τον εγέννα, για να δεχτεί στα θεϊκά κι άχραντα χέρια του την ιερή της την ψυχή, την καθαρή κι αμόλευτη. Και δίχως άλλο έτσι αυτή του μίλησε.

Στα χέρια σου το πνεύμα μου, τέκνο μου, παραδίνω. Δέξου τήν π' αγαπάς ψυχή μου, που άψογην εκράτησες. σε σένανε, κι όχι στη γη, το σώμα μου τ' αφήνω· το κατοικιά σου πούκαμες άβλαβο φύλαξέ το, παρθενικό που εκράτησες κι απ' όταν εγεννήθης.

Κοντά σου πάρε με, μαζί με σε να κατοικήσω κι εγώ, όπου θα είσαι εσύ, των σπλάχνων μου η φύτρα· σε σένα βιάζομαι να ρθω πούρθες και μ' επισκέφτεις, δίχως να χωριστείς απ' τον Πατέρα. Συ στα παιδιά μου π' αγαπώ, κι αδέρφια σου να τα ονομάσεις δέχτηκες, γίνε παρηγοριά για το ταξίδι μου· καθώς τα χέρια μου πάνω τους θ' ακουμπήσω, βάνε ευλογία πάνω στην ευλογία τους.

Ύστερα, καθώς να φανταστεί κανείς μπορεί, τα χέρια της υψώνοντας τους συναγμένους βλόγησε, αφού λόγια ως ετούτα είπε, κι ως άκουσε: «Έλα ευλογημένη» μου μητέρα, «να ξεκουραστείς». «Σήκω, γειτόνισσά μου, έλα» μες στις γυναίκες «η ομορφότερη», «γιατί, να, διάβηκε ο χειμώνας, ήρθεν η ώρα για να κόψουμε κλαδιά»· «γειτόνισσά μου όμορφη, κι ούτε πούχεις ψεγάδι»· «η ευωδιά των μύρων σου πάνω απ' τ' αρώματα όλα».

Ετούτα δω ως άκουσε η Παναγιά, το πνεύμα της στου Γιου τα χέρια αφήνει.

11. Και τώρα τι γίνεται; Κίνηση των στοιχείων θαρρώ, κι αλλαγή και φωνές και πάταγοι κι επάξιες υμνωδίες αγγέλων που συνοδεύουν, προπορεύονται, ακολουθούν· κι άλλοι μπαίνουνε στην ακολουθία της πανάγιας κι αψεγάδιαστης ψυχής, και στα ουράνια ως ανεβαίνει ανεβαίνουνε μαζί της, ώσπου στο θρόνο το βασιλικόν έφεραν τη βασίλισσα, κι άλλοι το θείο κι ιερό κυκλώνουν σώμα το άγιο, και με τραγούδια που σ' αγγέλους πρέπουνε τη μάνα του Θεού υμνούνε.

Και τι να κάναν όσοι στο πανάγιο και στο πανίερο σώμα παραστέκονταν; με σεβασμό και πόθο και δάκρυα καυτής χαράς, κυκλώνοντας το άγιο και τρισευτυχισμένο σκήνωμα, το αγκάλιαζαν, το ασπάζονταν, κι όλα τα μέλη τους φέρναν κοντά στο σώμα, γιομίζοντας απ' τ' άγγιγμα αγιωσύνη κι ευλογία.

Τότε οι αρρώστιες χάνονταν, κοπαδιαστά δαιμόνια φεύγαν τρέχοντας, συμμαζωμένα από παντού, μόνο προς τα βασίλεια του άδη· αγέρι, αιθέρας κι ουρανός αγιάζονταν το πνεύμα όπως ανέβαινε, καθώς κι η γη, το σώμα ως της απόθεσαν.

Αλλά κι η φύση των νερών μεράδι δε στερήθηκεν από την ευλογία· γιατί με καθαρό νερό τη λούζουν, που αντίς να δώσει καθαρμό, αυτό από κείνη αγνίζεται. Εδώ οι κουφοί βρίσκουν ξανά ακέρια την ακοή τους, για τους κουτσούς στεργιώνονται οι βάσεις των ποδιών τους, καινούργιο φως χαρίζεται και στους τυφλούς, τα χρέη σκίζονται των αμαρτωλών με πίστη που πλησιάζουν.

Ύστερα τι άλλο; Το καθάριο σώμα το τυλίγουν σε καθαρά σεντόνια εντός, και πάλι στο κλινάρι αποθέτουν τη βασίλισσα. Κατόπι μύρα και κεριά, κι άσματα κατευόδια, καθώς οι άγγελοι ψαλμωδούν στις εδικές τους γλώσσες τον ύμνο τον καλύτερο, κι ως τραγουδούν οι απόστολοι κι οι θεοφόροι πατέρες ωδές που ευφραίνουν το Θεό και που εμπνέει το Πνεύμα.


12. Τότε λοιπόν, τότε Κυρίου η κιβωτός, τ' όρος αφήνοντας της Σιών, φερμένη στους ονομαστούς ώμους των αποστόλων, μες απ' τον τάφο στ' ουρανού την εκκλησιά περνάει. και πρώτα την περνούν μέσα απ' την πόλη, σα νύφη απειρόκαλλη, του Πνεύματος την άφθαστη τη λάμψη στολισμένη, κι έτσι τη φέρνουν στο ιερώτατο χωριό Γεθσημανή, καθώς άγγελοι τρέχουν μπρος κι άλλοι πιο πίσω ακολουθούν και με τις φτερούγες όλην τηνε σκεπάζουν, κι όλο μαζί της πάει της εκκλησίας το πλήρωμα.

Κι όπως εκάλεσε ο βασιλιάς ο Σολομών, σαν ήτανε ν' αναπαυτεί η κιβωτός μες στου Κυρίου την Εκκλησιά, που ο ίδιος είχε χτίσει, «τους γέροντες του Ισραήλ όλους να 'ρθούνε στη Σιών, κι από την πόλη του Δαβίδ να φέρουνε την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου (που αυτή είναι η Σιών)· και σήκωσαν οι ιερείς την κιβωτό και τη σκηνή του μαρτυρίου και τ' ανέβασαν οι λευΐτες κι οι ιερείς· κι ήταν μπροστά στην κιβωτό ο βασιλιάς κι ο λαός όλος, βόδια θυσιάζοντας αμέτρητα και πρόβατα· και φέρνουν μέσα οι ιερείς την κιβωτό της διαθήκης του Κυρίου, στον τόπο της και στο δαβίρ της εκκλησιάς, στ' άγια των αγίων, κάτω απ' τις φτερούγες των χερουβίμ»· έτσι και τώρα το λοιπόν, σαν ήτανε ν' αναπαυτεί η κιβωτός η νοητή, όχι της διαθήκης του Κυρίου, αλλά της ίδιας της υπόστασης του Λόγου και Θεού, ο ίδιος ο νέος Σολομών πούν' της ειρήνης ο άρχοντας κι όλου του κόσμου ο τεχνουργός, σήμερα κάλεσε στην Ιερουσαλήμ όλες τις τάξεις των πνευμάτων τ' ουρανού τις υπερκόσμιες και τους εξέχοντες της νέας διαθήκης, δηλαδή τους απόστολους, μαζί μ' ολάκερο το λαό των μαθητών.

Και την ψυχή μ' αγγέλους του τη φέρνει και την οδηγεί μες των αγίων τ' άγια, τ' αρχέτυπα κι αληθινά κι ουράνια, πάνω στις φτερούγες των ζώων των τετράμορφων, και την εκάθισε κοντά στο θρόνο του, μέσα απ' το καταπέτασμα, που πρώτος και σωματικά ο ίδιος έχει μπει ο Χριστός, κι ως για το σώμα, μεταφέρεται στα χέρια των απόστολων, καθώς ο βασιλιάς των βασιλέων το συγκαλύπτει κάτω απ' τη λάμψη της αόρατης θεότητας, και μ' όλη των πιστών τη σύναξη να τρέχει εμπρός, κραυγές αφήνοντας ιερές, κι «αινέσεως θυσίαν» θυσιάζοντας, ώσπου στον τάφο, σαν σε κάμαρη νυφιάτικη, το απόθεσαν, κι απ' αυτόν μέσα στης Εδέμ τη χαρμονή και στα ουράνια δώματα.


13. Μπορεί ακόμα κι απ' τους Ιουδαίους να βρέθηκαν, όσοι δεν ήτανε παραπολύ αχάριστοι. και δεν θάναι παράκαιρο, καθώς στο πιάτο το γαρνίρισμα, αν μες στο λόγο κάτι ανακατέψουμε που σε πολλά χείλη κυκλοφορεί.

Γιατί λέν, πως καθώς κατηφόριζαν την πλαγιά κείνοι που το μακάριο σώμα σήκωναν της μάνας του Θεού, ένας Εβραίος, της αμαρτίας δούλος και της πλάνης οπαδός, κάνοντας όπως έκανε ο δούλος του Καϊάφα (που το θεϊκό, δεσποτικό του Χριστού και Θεού μας πρόσωπο ράπισε) και του διαβόλου όργανο γενάμενος, μες στην ορμή του θράσους την αλόγιστη, σπρωγμένος από δαίμονα κακόν ερρίχτηκε σ' εκείνο το θείο σκήνωμα, που τρέμοντας το πλησιάζουν οι άγγελοι, και το κλινάρι με τα δυό του χέρια μανικά και ξέφρενα αρπάζοντας το τραβούσε να το ρίξει στη γης· αποτέλεσμα φθόνου του αρχεκάκου διαβόλου και τούτο το πήδημα· μα ο καρπός τον κόπο πρόλαβε, και τρύγησε πικρό σταφύλι, αντάξιο εκείνου που βουλήθηκε.

Γιατί λεν πως του λείψανε τα χέρια. και μπόρειες να τον δεις κείνον που τ' άπρεπο τόλμησε με τα ίδια του τα χέρια, ολομεμιάς να εμφανιστεί κουλός, ώσπου τη γνώμη του άλλαξε κι εστράφη προς την πίστη και μετάνοιωσε. Γιατί εκείνοι που σηκώνανε την κλίνη ευθύς εστάθηκαν, κι όπως τα χέρια του ακούμπησε ο δύστυχος στο σκήνωμα το ζωαρχικό που γέννησε τα θαύματα, πάλι γερός από κουλός ξανάγινε. Γιατί γνωρίζει η δύσκολη ώρα πως πολλές, σοφές απόφασες και σωστικές να γεννάη. Αλλά στην ιστορία μας ας ξανάρθουμε.


14. Από δω προς την ιερώτατη Γεθσημανή τη φέρνουν πάλι ασπασμοί, αγκαλιάσματα, και παινέματα, ύμνοι ιεροί, χαιρετισμοί και δάκρυα και ποταμοί να τρέχουν οι ίδρωτες και της αγωνίας και του πόθου. Κι ήταν να βλέπης ίδρωτες και δάκρυα ν' ανταγωνίζονται στους ποταμούς που έφτιαχναν. Κι έτσι το σώμα το πανάγιο αποτίθεται στο δοξασμένο και στο θαυμαστό του μνήμα, κι από κει τρεις μέρες μετά, ψηλά στα ουράνια ανυψώνεται.

Γιατί ετούτη η κατοικία η αντάξια του Θεού, η πηγή η άσκαφτη του νερού της συγγνώμης, η γη η ανόργωτη του ψωμιού του ουράνιου, τ' αμπέλι τ' απότιστο πούδωσε της αθανασίας το σταφύλι, η πάντα πράσινη με τους ωραίους καρπούς ελιά της ευσπλαχνίας του πατέρα, δεν γίνονταν μέσα στης γης τα χάη να κλειστεί· αλλά καθώς το σώμα που απ' αυτήν ο Θεός Λόγος ένωσε με την υπόστασή του, το άγιο κι αμόλευτο, την τρίτη μέρα ανέστη από το μνήμα, έτσι και τούτη έπρεπε από τον τάφο ν' αρπαχτεί και νάβρει άλλο λιμάνι, κοντά στο Γιο η μητέρα· κι όπως αυτός σ' εκείνηνε κατέβηκε, έτσι κι εκείνη προς αυτόν έπρεπε ν' ανέβει, προς «το ναό το μεγαλύτερο και τελειότερο, στον ουρανό τον ίδιο».

Έπρεπε εκείνη που το Λόγο και Θεό μες στην κοιλιά της φιλοξένησε, να κατοικήσει μες στου Γιου της τις θείες σκηνές· κι όπως είπεν ο Κύριος πως έπρεπε στην κατοικία του Πατέρα του να βρίσκεται, έτσι κι η μάνα έπρεπε μες στο βασίλειο του Γιου να κατοικεί, «στο σπίτι του Κυρίου» και «στις αυλές του Θεού μας». Γιατί αν βρίσκεται σ' αυτόν «όλων που χαίρονται η κατοικία» άραγε πού να κατοικήσει θα μπορούσε η αιτία της χαράς;

Έπρεπε αυτή που φύλαξε την παρθενία και μες στη γέννα απείραχτη, αδιάφθορο το σώμα. της να φυλαχτεί κι από το θάνατο ύστερα.

Έπρεπε αυτή που στην αγκάλη της βρέφος τον κτίστη εκράτησε στα θεϊκά να κατοικεί σκηνώματα.

Έπρεπε η νύφη που ο Πατέρας διάλεξε, στους νυφικούς θαλάμους τ' ουρανού να μένει.

Έπρεπε αυτή που στο σταυρό το Γιο τον εδικό της αναγνώρισε, και δέχτηκε μες στην καρδιά τη μαχαιριά του πόνου, που απόφυγε στη γέννα της, να τον θεωρεί με τον Πατέρα του μαζί να κάθεται.

Έπρεπε η μάνα του Θεού όλα τα πράγματα του Γιου και κείνη να κατέχει, κι απ' όλη να προσκυνηθεί την κτίση ως μάνα του Θεού και δούλη του.

Γιατί πάντα η κληρονομιά κατέρχεται απ' τους γονιούς στα τέκνα. μα τώρα, ως είπε ένας σοφός, πάνω οι πηγές των ποταμών των ιερών ανεβαίνουν.

Γιατί ο Γιος υπόταξε στη μάνα όλη τη χτίση.

15. Ελάτε γι' αυτό και μεις σήμερα την εξόδια γιορτή της μητέρας του Θεού να γιορτάσουμε, χωρίς σουραύλια και ντελίρια, και όργια ομαδικά της μάνας, όπως λένε, των ψευτοθεών, που οι ανόητοι στη φαντασία τους την πλάθουνε πολύτεκνη, ενώ ο λόγος της αλήθειας τη δείχνει άτεκνη.

Τέτοιες της φαντασίας σκιές είναι οι θεοί αυτοί, χυδαία που υποκρίνονται πως είναι ό,τι ποτέ δεν ήτανε, έχοντας για βοήθεια την ανοησία αυτών που βρίσκονται στην πλάνη. Πώς μπορεί να γεννήσει με σύζευξη το ασώματο; και με ποιό τρόπο θα ενωθεί; και πώς μπορεί νάναι θεός κείνο που, μη όντας πρώτα, έγινε με τη γέννηση;

Γιατί το γένος των θεών πως είναι ασώματο είναι ολοφάνερο ακόμα και σ' αυτούς πούναι τυφλοί στο πνεύμα. Γιατί είπε κάπου μες στα λόγια του ο Όμηρος μιλώντας για την κατάσταση των θεών που τιμούσε:
Ψωμί δεν τρώνε και πυρρό δεν πίνουνε κρασί
για τούτο αίμα δεν έχουνε κι αθάνατους τους λένε.

Λέει πως δεν τρώνε ψωμί κι ούτε κρασί θερμαντικό πως πίνουν, για τούτο είναι αναίμονες, δηλαδή χωρίς αίμα και τους λένε αθάνατους. Τόπε πολύ σωστά ότι «τους λένε». Γιατί τους λένε αθάνατους· μα ό,τι τους λέν δεν είναι· γιατί πέθαναν της κακίας το θάνατο.

Όμως εμείς που είναι Θεός αληθινός εκείνο που λατρεύουμε, Θεός, που δεν ήρθε στην ύπαρξη απ' την ανυπαρξία, μα αιώνιος απ' τον αιώνιο, πέρα από κάθε αιτία και λογική και νόημα του χρόνου και της φύσης, τη μάνα του Θεού τιμούμε και σεβόμαστε, χωρίς να λέμε πως αυτή τούδωσε της θεότητας τη γέννηση την άχρονη - γιατί του Θεού Λόγου η γέννηση και άχρονη είναι κι αιώνια μαζί με του Πατέρα—, μα δεύτερην ομολογούμε γέννηση, με την εκούσια σάρκωση, που την αιτία της καλά γνωρίζουμε και λέμε.

Γιατί εκείνος που είναι αιώνια ασώματος, σαρκώνεται για χάρη μας, για το δικό μας το σωσμό, για να μπορέσει τ' όμοιο με τ' όμοιο να το σώσει· και σαρκωμένος, απ' αυτήν την ιερή παρθένα, γεννιέται δίχως σύζευξη, και μένει ολάκερος Θεός κι ακέριος γίνεται άνθρωπος, ο ίδιος Θεός ολόκληρος μαζί με το κορμί του, κι άνθρωπος είν' ολόκληρος με τη θεότητά του την πάνω απ' τις θεότητες.

Έτσι, αναγνωρίζοντας την κόρη αυτή για μάνα του Θεού, την κοίμησή της την πανηγυρίζουμε χωρίς θεά και να τη λέμε· προς Θεού· τα παρόμοια παραμύθια ταιριάζουνε στην αγυρτεία την ελληνική· αφού και τη θανή της την κηρύττουμε· αλλά αφού ο Θεός σαρκώθηκε την ξέρουμε για μάνα του Θεού.


16. Εκείνην μ' άσματα ιερά σήμερα ας την υμνήσουμε, εμείς που μας χαρίστηκεν ο πλούτος νάμαστε λαός Χριστού και να λεγόμαστε. Εκείνην ας τιμήσουμε με προσευχές ολονύχτιες· εκείνην ας ευφράνουμε με την αγνότητα του σώματος και της ψυχής, γιατί είναι αγνή αληθινά, ύστερα απ' το Θεό απάνω απ' όλους· γιατί έτσι ασφαλώς αρμόζει: στους όμοιους τα όμοια να υποσχόμαστε. Αυτήν ας υπηρετήσουμε βοηθώντας και συμπάσχοντας μ' αυτούς πόχουν ανάγκη.

Γιατί αν στου Θεού τη δούλεψη, τίποτα ως η αγάπη, ποιος θα πει πώς με τα όμοια κι η μάνα δε θ' αγάλλεται; Αυτή στ' αληθινά την ανείπωτη άβυσσο της αγάπης του Θεού εχάρισε σε όλους.

Χάρη σ' αυτήν ο πόλεμος που κάναμε ο πολύχρονος ενάντια στο δημιουργό σταμάτησε.

Χάρη σ' αυτήν κηρύχτηκε συμφιλίωση ανάμεσα σε μας και κείνον, μας δωρίστηκε η χάρη κι η ειρήνεψη, κι οι άνθρωποι χορεύουνε μαζί με τους αγγέλους, και γίναμε τέκνα Θεού οι καταφρονεμένοι.

Kαι το σταφύλι της ζωής τρυγήσαμε από τούτη, της αφθαρσίας το βλαστό τον κόψαμε από τούτη. Αυτή έγινε μεσίτρια για τ' αγαθά μας όλα. Μέσα της ο Θεός έγινε άνθρωπος και σε Θεό ο άνθρωπος υψώθη.

Τι πιο παράδοξο απ' αυτό; και τι ευδαιμονικώτερο; Ζαλίζομαι απ' τον τρόμο μου, φοβάμαι για ό,τι λέω. Ελάτε να χορέψουμε, εσείς νεανικές ψυχές, με την προφήτιδα Μαριάμ στον ήχο των τύμπανων, νεκρώνοντας «τα μέλη μας που βρίσκονται πάνω στη γης»· γιατί αυτό είν' το μυστικό νόημα του τυμπάνου· με της ψυχής μας την κραυγή μπρος στου Κυρίου και Θεού την κιβωτό ας φωνάξουμε, και της Ιεριχώς ευθύς θα γκρεμιστούν τα τείχη, λέω τα εχθρικά οχυρά του κράτους του διαβόλου. Πνευματικά ας χορέψουμε με το Δαβίδ αντάμα· γιατί ανεπαύτη σήμερα η κιβωτός Κυρίου.

Ας πούμε με τον άγγελο Γαβριήλ τον πρωτοστάτη·
«Χαίρε, γιομάτη χάρη εσύ, ο Κύριος μαζί σου».
Χαίρε, της χαρμονής εσύ, το πέλαγος τ' αξόδευτο.
Χαίρε, τη λύπη μόνο εσύ μπορείς κι εξουθενώνεις.
Χαίρε, γιατρειάς το βάλσαμο σε κάθε καρδιάς πόνο.
Χαίρε, που φεύγει ο θάνατος κι η ζωή μπαίνει εντός μας.


17. Και συ, πούσαι ο πιο ιερός μέσα στους τάφους τους ιερούς, ύστερ' απ' το ζωαρχικό τον τάφο του Κυρίου, εκείνον πούγινε πηγή κι ανάβρυσε η ανάσταση, — θα σου μιλήσω ως νάσουνα ύπαρξη ζωντανή —, πούν' ο χρυσός ο καθαρός όπου τα χέρια μέσα σου κρύψαν των αποστόλων; πούναι τ' αξόδευτα αγαθά; πούν' το κειμήλιο που Θεόν εδέχτη; πούν' το ζωντανό τραπέζι, το νέο κι άκοπο πού βρίσκεται βιβλίο, που δίχως χέρι εγράφτηκεν άρρητα ο Θεός Λόγος; πούναι της χάρης η άβυσσος; το πέλαο της γιατρειάς; πούν' η πηγή που τη ζωή γέννησε; πούν' το σώμα της Θεομάνας τ' ακριβό και πολυαγαπημένο;

Στον τάφο τι ζητάτε αυτήν που πέταξε στα ουράνια δώματα; Σαν νάμουν φρουρός τι μου ζητάς ευθύνες; Ν' αντισταθώ δεν δύναμαι στις διαταγές τις θείες. Το σώμα τ' άγιο κι ιερό, αφού το σάβανο άφησε και μούδωσε τον αγιασμό, καθώς με γέμισε ευωδιές και μύρα κι ιερό ναό μ' έκανε, σα να τ' άρπαξαν έφυγε, με τη συνοδεία αγγέλων κι αρχαγγέλων κι όλων των επουράνιων δυνάμεων. Τριγύρω μου τώρα φτερουγίζουνε άγγελοι.

Τώρα μέσα μου η θεία χάρη κατοικεί. Εγώ για τους αρρώστους έγινα γιατρικό, μακριά τους πόνους τους που διώχνει· εγώ πηγή ιαματική παντοτινή· σκορπίζω εγώ τους δαίμονες μακριά. Έγινα εγώ η πόλη που δίνει καταφύγιο για τους κατατρεγμένους. Με πίστη ελάτε, οι λαοί, ν' αντλήσετε χαρίσματα ποτάμι.

Με την πίστη σας ακλόνητη πλησιάστε. «Όσοι διψάτε στο νερό πηγαίνετε» προστάζει ο Ησαΐας, «κι από σας όσοι λεφτά δεν έχουν, πάτε και δίχως πληρωμή αγοράστε». Εγώ σ' όλους κατά το ευαγγέλιο φώναξα.

Απ' τις αρρώστιες όποιος διψά τη γιατρειά, απ' της ψυχής τα πάθη τη λύτρωση, οι αμαρτίες να χαθούν, να νεκρωθούν οι επιδρομές οι διάφορες, της βασιλείας των ουρανών την τέρψη ν' απολαύσει, με πίστη ας έρχεται κοντά μου απ' τα νερά της χάρης ν' αντλήσει που πολλά μπορούν και σ' όλα χρησιμεύουν.

Γιατί καθώς η ενέργεια του νερού πούναι μία κι απλή, όπως της γης κι όπως του αέρα και του ήλιου του λαμπερού, κι ωστόσο αλλάζει ανάλογα μ' εκείνου τη φύση που τη δέχεται, στο κλίμα γίνεται κρασί και στο λιόδεντρο λάδι· έτσι κι η χάρη, ενώ είναι απλή και μία, διάφορα δίνει δώρα σ' όσους μετέχουνε, ανάλογα με τη χρεία του καθενός. Δεν είναι από τη φύση μου τη χάρη που κατέχω· γιατί ο κάθε τάφος ξέχειλος βρωμιά, τη θλίψη φέρνει, τη χαρά τη μάχεται.

Δέχτηκα μύρο ατίμητο, πήρα απ' την ευωδιά του, κι έτσι το μύρο ευωδιαστό και δυνατόν εστάθη, που για το λίγο οπού 'μεινε παντοτινή ν' αφήσει τη μυρωδιά «γιατί ποτέ» στ' αλήθεια «δεν παίρνει πίσω ο Θεός κείνο πούχει χαρίσει»· στης ευφροσύνης την πηγή έδωσα κατοικία, κι ο πλούτος μου χαρίστηκε να την πηγάζω αιώνια.


18. Βλέπετε αγαπητοί πατέρες κι αδελφοί, με τι λόγια μας απαντά ο πολυδοξασμένος τάφος· και πως αυτά είν' αληθινά το μαρτυρούν όσα στην ιστορία την Ευθυμιακή, στον τρίτο λόγο, τεσσαρακοστό κεφάλαιο έτσι αυτολεξεί είναι γραμμένα.

Είπαμε πριν πως στην Κωνσταντινούπολη πολλές έχτισεν εκκλησιές για το Χριστό η αγία Πουλχερία. Μία απ' αυτές κι εκείνη, που στις Βλαχέρνες χτίστηκε όταν πρωτοβασίλεψε ο Μαρκιανός, που βρήκε θείο θάνατο.

Αυτοί λοιπόν σαν έχτισαν εκεί ναό σεβάσμιο για την πολυτραγουδισμένη και παναγία, Θεοτόκο Μαρία την παρθένα την παντοτινή, και μ' όλα τα στολίδια τον στολίσανε το σώμα της ζητούσαν το πανάγιο που εδέχτη το Θεό· στείλαν λοιπόν και κάλεσαν τον Ιουβενάλη, στα Ιεροσόλυμα επίσκοπο, και τους επίσκοπους της Παλαιστίνης, που στη βασιλεύουσα βρισκόταν, τότε για τη σύνοδο της Χαλκηδόνας κείνον τον καιρό, και τους λένε· Μάθαμε στην Ιερουσαλήμ πως βρίσκεται της παναγιάς η πρώτη κι εξαιρετική εκκλησιά της Θεοτόκου κι αειπάρθενης Μαρίας, σ' ένα χωριό, Γεσθημανή το λένε, όπου το σώμα της που εκράτει τη ζωή, σε φέρετρο τ' απόθεσαν. Λοιπόν αυτό το λείψανο θέλουμε να το φέρουμε εδώ για να φυλάει αυτή την πόλη την πρωτεύουσα.

Πήρε το λόγο ο Ιουβενάλης κι αποκρίθη· Μες στη θεόπνευστη Γραφή και την αγία, δεν αναφέρεται τίποτα για το θάνατο της Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας· όμως από παράδοση αρχαία κι αληθινή πολύ, μάθαμε ότι τον καιρό που ένδοξα κοιμήθηκε, όλοι οι άγιοι απόστολοι που πάνω -κάτω τρέχανε στην οικουμένη ολόκληρη τα έθνη για να σώσουνε, σε μια στιγμή μαζεύτηκαν στα Ιεροσόλυμα, πετώντας πάνωθε απ' τη γη, κι όπως κοντά της έφτασαν όραμα αγγελικό τους φανερώνεται, και ψαλμωδία θεϊκιά ακούγονταν απ' τις καλύτερες δυνάμεις κι έτσι με δόξα θεϊκή κι ουράνια παράθεσε μες στου Θεού τα χέρια την άγια της ψυχή με τρόπον άρρητο.

Κι ως για το σώμα της που εδέχθη το Θεό με υμνωδία αγγελική κομίσθη κι αποστολική, το κήδεψαν και τόθεσαν στον τάφο στη Γεθσημανή· όπου τρεις μέρες δε σταμάτησαν οι υμνωδίες των αγγελικών χορών.

Κι από την τρίτη μέρα κι ύστερα, η υμνωδία όταν σταμάτησε η αγγελική, οι απόστολοι πούταν εκεί ανοίξανε το φέρετρο, να προσκυνήσει το θεοδόχο σώμα ως το θέλησε, κι ένας ακόμα, που έλειπε κι ήρθε μετά την τρίτη μέρα.

Κι ούτε που διόλου μπόρεσαν να βρουν το σώμα της το πολυδοξασμένο, κι αφού τα σάβανά της βρήκανε που κείτονταν μονάχα και γέμισαν απ' την ευωδιά που χύναν την ανείπωτη, το φέρετρο ξανάκλεισαν.

Κι έκπληχτοι μπρος στο θαυμαστό μυστήριο μονάχα ετούτο να σκεφτούν μπορούσαν ότι αυτός που ευδόκησε να σαρκωθεί προσωπικά κι άνθρωπος να γενεί απ' αυτήν και με σάρκα να γεννηθεί Θεός Λόγος και Κύριος της δόξας, αυτός που φύλαξε άβλαβη την παρθενία της και μετά τη γέννα, αυτός εδέχτη το άχραντο κι αμόλευτό της σώμα, αφού απ' τον κόσμον τούτον έφυγε, να το τιμήσει κάνοντάς το άφθαρτο και μεταθέτοντάς το πριν απ' την ανάσταση που κοινή θάναι για όλους.

Και βρέθηκαν εκεί με τους απόστολους τότε κι ο τιμιώτατος Τιμόθεος ο απόστολος και πρώτος μες στην Εκκλησία των Εφεσίων επίσκοπος, κι ο αρεοπαγίτης Διονύσιος, καθώς το μαρτυρεί ο ίδιος Διονύσιος ο μέγας μες στους λόγους του πούγραψε στον απόστολο Τιμόθεο, εκείνον που αναφέραμε, με θέμα του τον Ιερόθεο το μακάριο, που κι αυτός τότε ήταν εκεί, μ' αυτά εδώ τα λόγια:
«Το ίδιο και μεις κοντά στους θεοφώτιστους ιεράρχες μας, όπως κι εσύ το ξέρεις κι αυτός και πολλοί απ' τους αγίους μας αδερφούς, συμμαζευτήκαμε το ζωαρχικό και θεοδόχο να δούμε σώμα· κι ήταν μπροστά κι ο αδελφόθεος Ιάκωβος, κι ο Πέτρος, ο κορυφαίος και γηραιότατος μέσα στους θεολόγους.

Ύστερα αποφασίσαμε, αφού το σώμα είδαμε, οι ιεράρχες όλοι ν' ανυμνήσουμε, όπως μπορούσε ο καθείς, την καλωσύνη με τη δύναμη την άπειρη της θεαρχικής αδυναμίας. Μετά τους θεολόγους, όπως ξέρεις, όλους τους άλλους ιερομύστες ξεπερνούσε, σαν κάπου αλλού να βρίσκονταν ολόκληρος, ολόκληρος σ' έκσταση απ' τον εαυτό του, πάσχοντας απ' τη σχέση του μ' εκείνα που ανυμνούσε, κι όλοι εκεί που τον άκουγαν, τον έβλεπαν, τον γνώριζαν και δεν τον γνώριζαν, τον κρίναν για θεοφώτιστο και ιερό υμνολόγο.

Αλλά γιατί να σου μιλώ για όσα εκεί θεολογικά ειπωθήκανε; Γιατί, εκτός και μ' απατά η μνήμη μου, ξέρω πως από σένα πολλές φορές άκουσα κάποια κομμάτια από τις εμπνευσμένες κείνες υμνωδίες».
Κι οι βασιλιάδες αφού τούτα τάκουσαν, γύρεψαν απ' τον ίδιον αρχιεπίσκοπο Ιουβενάλη εκείνο τ' άγιο φέρετρο μ' όσα είχε μέσα ρούχα και σεντόνια της Μαρίας, της δοξασμένης παναγίας Θεοτόκου, να τους το στείλει βουλλωμένο μ' ασφάλεια· κι όταν το λάβαν τ' αποθέσανε στο σεβαστό ναό που στις Βλαχέρνες χτίστηκε της παναγίας Θεοτόκου. Κι όσο γι' αυτά έτσι έγιναν.


19. Όμως εμείς στον τάφο τι θ' αποκριθούμε; Μπορεί νάναι η χάρη σου παντοτινή κι αδιάκοπη, ωστόσο η θεία δύναμη δεν κλείνεται σε τόπους, κι ούτε της μάνας του Θεού οι ευεργεσίες κατοικούν μόνο μέσα στο μνήμα· γιατί αν στον τάφο μόνο περιορίζονταν, λίγοι τη θεία δωρεά θα λάβαιναν· μα τώρα ως τα πέρατα όλα του κόσμου άφθονα έχουν μοιραστεί.

Λοιπόν στη Μάνα του Θεού τη μνήμη μας ας φτιάξουμε για κατοικία. Πώς τάχα; Παρθένα η ίδια ήταν και την παρθενίαν αγάπαε· αγνή ήταν κι η ίδια και αγάπαε την αγνότητα. Όταν λοιπόν αγνίσουμε τη μνήμη με το σώμα μας μαζί, θα την κατέχουμε τη χάρη της να κατοικεί παντοτινά μαζί μας. Γιατί το βούρκο κάθε λογής τον αποφεύγει, και τ' ακόλαστα τα πάθη τ' αποστρέφεται, τη βουλιμία απεχθάνεται, την πορνεία τη μάχεται· τους λόγους τους αισχρούς αηδιάζει· τους βρώμικους τους λογισμούς τους αποφεύγει, σαν όχεντρας γεννήματα· μισεί του θυμού τα πρηξίματα· δεν πλησιάζει όπου είν' απανθρωπιά και φθόνος κι όπου μάχονται· τη ματαιοδοξία που κοπιάζει άδικα αποστρέφεται· τον όγκο της υπερηφάνειας σαν οχτρός αντιμάχεται· τη μνησικακία μισεί που στη σωτηρία είν' αντίθετη· κάθε κακία θανατερό φαρμάκι λογαριάζει και χαίρεται στ' αντίθετα απ' αυτά.

Γιατί στ' αντίθετα, τ' αντίθετα είναι γιατρικά. Με τη νηστεία ευφραίνεται και την εγκράτεια και με τραγούδια ψαλμικά· με την αγνότητα, την παρθενία και τη σωφροσύνη αγάλλεται, ειρηνικά περνά μαζί τους πάντοτε και τις φιλεί μ' αγάπη.

Το ειρηνικό και πράο φρόνημα φιλεί· την αγάπη, τη σπλαχνιά, την ταπεινότητα, τις αγκαλιάζει ως νάταν παραμάνες της. Και με δυο λόγια στις κακίες όλες θλίβεται και στενοχωριέται, και σ' όλες τις αρετές, σαν για δικό της χάρισμα ευφραίνεται.

Λοιπόν απ' τις παλιές κακίες αν φύγουμε ολόψυχα, και μ' όλη μας τη δύναμη τις αρετές ποθήσουμε, και συνοδεία τις έχουμε, συχνά στους υπηρέτες της θε νάρχεται, μαζί της φέρνοντας κι όλη τη σύναξη των αγαθών, και το Χριστό το Γιο της και των όλων βασιλέα και κύριο μαζί της θα τον φέρει στις καρδιές μας να κατοικεί· που δόξα και τιμή του πρέπει, δύναμη και μεγαλωσύνη και μεγαλοπρέπεια, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα, και πάντα και στων αιώνων τους αιώνες. Αληθινά.

-------------------------------------
πηγή:  Ᾱγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Η Θεοτόκος - Τέσσερις Θεομητορικές ομιλίες, εκδ. Αποστολική Διακονία, 1970.

Αναδημοσίευση από: http://paterikakeimena.blogspot.gr

katafigioti

lifecoaching