Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
26 Νοε

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ

Γράφτηκε από τον 

Περιεχόμενα
 
1. Η Γέννηση στο Κατά Ματθαίον                 σελ.   4
2. Η Γέννηση στο Κατά Λουκάν                    σελ.   50
3. Η Γέννηση στο Κατά Ιωάννην (στίχοι)      σελ.   80
 
Σημείωση:
 
Στη μετάφραση κάποιων χωρίων των Πατέρων της Εκκλησίας χρησιμοποιήσαμε ως βοήθημα και τις Πατερικές Εκδόσεις Ε.Π.Ε  (Εκδοτικός Οίκος Ελευθερίου Μερετάκη «Το Βυζάντιον»)
 
Η παρούσα εργασία είναι εντελώς ανεξάρτητη των εκδόσεων «ο Σωτήρ»
 
        


Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ

(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

Α.  Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ  α 18 – β 23
(Υπόμνημα στο κατά Ματθαίον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 33-53 εκδόσεις «ο Σωτήρ», μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)

ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας                 Ζ = Ζιγαβηνός Ευθύμιος
Απ = Απολλινάριος                       Θφ = Θεοφύλακτος Βουλγαρίας
Αυ = Αυγουστίνος                        Ιε = Ιερώνυμος
Β = Βασίλειος ο Μέγας                  Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός            Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Γν = Γρηγόριος Νύσσης                 Ω = Ωριγένης
Δ = Δαμασκηνός Ιωάννης             DB=Dict. Of the Bible,Hastings
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας
(Σύγχρονοι Θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible, St Matthew Edited by G.H. Box on the basis of the earlier edition by Prof  W.F. Slater, Edirburgh 1922 (σημειώνεται με το S)
M.J. Lagrange.   Evangile selon s. Matthieu, Deuxieme edition      Paris 1923 (σημειώνεται με το L.)
Alf. Plummer.   An exegetical commentary on the Gospel according to S. Matthew, London 1911 (σημειώνεται με το p.)
W. Allen    A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Matthew Third edition 1922 (σημειώνεται με το a).
A. Commentary critical, expository and practical κ.λ.π by I. Owen, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
L. Cl. Fillion    La sainte Bible commentee VII (σημειώνεται με το F).
J.A. Bengel      Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm  Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά  Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)

ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους

Ματθ. 1,18     Τοῦ δὲ(1) Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις(2) οὕτως(3) ἦν. μνηστευθείσης(4) γὰρ(5) τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν(6) αὐτοὺς εὑρέθη(7) ἐν γαστρὶ ἔχουσα(8) ἐκ Πνεύματος(9) Ἁγίου(10).
Ματθ. 1,18      Η δε γέννησις του Ιησού Χριστού έγινε κατά τον ακόλουθον υπερφυσικόν τρόπον. Οταν δηλαδή εμνηστεύθη η μήτηρ αυτού Μαρία με τον Ιωσήφ, χωρίς να συνοικήσουν ως σύζυγοι, ευρέθη έγκυος από την δημιουργικήν ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος.  (μετάφραση στίχων υπό Ιωάννου. Κολιτσάρα εδώ & εξής)
(1)   Η περικοπή αυτή είναι ακριβέστατα η συνέχεια της προηγούμενης (L). Η γενεαλογία που προηγήθηκε προετοίμασε την οδό για αυτά που ακολουθούν. Από μία άποψη ο κατάλογος που προηγήθηκε μπορεί να θεωρηθεί ως περίληψη της ιουδαϊκής ιστορίας. Στον Ιουδαίο αναγνώστη θα εμφανιζόταν όχι ως ένας απλός κατάλογος ονομάτων, αλλά ως σύντομο σκιαγράφημα σειράς γεγονότων από τη θεία πρόνοια. Ο αληθινός κληρονόμος των υποσχέσεων προς τον Αβραάμ και τον Δαβίδ ήταν ο Ιησούς Χριστός, τα περιστατικά της γέννησης του οποίου έρχεται ο ευαγγελιστής να αφηγηθεί. Αυτά προδιαγράφτηκαν κατά τρόπο σκιώδη στην ιστορία που προηγήθηκε.
Αλλά η θεία Πρόνοια εργαζόταν ήδη, για να συντελεστούν τα παρόντα γεγονότα, τα οποία οδήγησαν στη γέννηση του Ιησού (S).
«Ούτε δηλαδή ήλθε αμέσως στη γέννηση, αλλά μας υπενθυμίζει πρώτα, πόσες γενιές απείχε από τον Αβραάμ, πόσες από τον Δαβίδ, πόσες από την μετοικεσία Βαβυλώνας, και με αυτά ωθεί τον λεπτολόγο ακροατή να εξετάσει τα χρονικά διαστήματα, δείχνοντας ότι αυτός είναι εκείνος ο Χριστός, που κηρύχτηκε από τους προφήτες» (Χ).
(2)   Πιο αυθεντική γραφή: γένεσις. Το γένεσις εδώ σημαίνει γέννηση όπως στα Γένεσ. λα 13, Ρουθ β 11, Λουκά α 14. Δες και Ηροδότου 1,204 και 6,69. Εφ’ όσον όμως στο στίχο 1το γένεσις χρησιμοποιήθηκε με διαφορετική έννοια και εφ’ όσον ο όρος γέννησις είναι αυτός που χρησιμοποιείται γενικώς, θα ανέμενε κάποιος τον τελευταίο αυτόν (a). Η λέξη αυτή βρίσκεται εδώ για να δηλώσει και τη συλληψη (δες «τὸ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν») και τη γέννηση (δες «τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος» β 11) (b).
(3)   «Όπως πρόκειται να πει» (Ζ). «Είδες πως κέντρισε τη σκέψη και το ενδιαφέρον του ακροατή; Επειδή δηλαδή πρόκειται να πει κάτι το πρωτοφανές, υπόσχεται να εκθέσει και τον τρόπο» (Χ).
(4)   Ο Ματθαίος μιλά για τη Μαρία ως μνηστή, ως σύζυγο («ὁ ἀνὴρ αὐτῆς» στίχος 19) και ως γυναίκα («τὴν γυναῖκά σου» στίχος 20) σε πλήρη αρμονία με το γαμικό δίκαιο των Εβραίων (L). Η μνηστεία κατά τον αρχαίο ιουδαϊκό νόμο ήταν ουσιώδες προκαταρκτικό του γάμου, παρόλο που διακρινόταν από αυτόν. Ο γάμος συνίστατο στο να παραλάβει ο νυμφίος τη νύφη στο σπίτι του.
Η μνηστεία όμως δημιουργούσε σχέση δεσμευτικής υποχρέωσης μεταξύ των μνηστευομένων. Έτσι εάν ο μνηστήρας πέθαινε πριν το γάμο, η μνηστευμένη θεωρούνταν χήρα του. Μετά τη μνηστεία και πριν το γάμο (οι δύο τελετές χωρίζονταν από παλιά με χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε), ο άνδρας ήταν ο κατά νόμον σύζυγος (δες Γεν. κθ 21, Δευτ. κβ 23) και ο δεσμός μπορούσε να λυθεί μόνο με κανονικό διαζύγιο, το οποίο υποχρέωνε τον άνδρα να δώσει στη γυναίκα «βιβλίο αποστασίου» και αποζημίωση χρηματική (S).
(5)  Είναι επεξηγηματικό. Ο ευαγγελιστής έρχεται να αναπτύξει το «Η γέννηση του Ιησού Χριστού έτσι έγινε» (F).
(6)   Ή «πριν ακόμη έλθουν σε σαρκική επαφή» (Ζ) ή πιο σωστά «πριν να οδηγηθεί αυτή στο σπίτι του γαμπρού» (Χ), ερμηνεία την οποία δεν αποδέχονται οι Χ., Ζ. φρονώντας, ότι η Μαρία «έμενε μέσα στο σπίτι (του Ιωσήφ). Διότι οι παλαιοί είχαν, σχεδόν χωρίς εξαίρεση, τη συνήθεια να μένουν οι μνηστευμένες στο σπίτι του γαμπρού» (Χ).
Η φράση μπορεί να σημαίνει και τις συζυγικές σχέσεις, αλλά εφ’ όσον ο γάμος δεν είχε ακόμη συντελεστεί, ο Ιωσήφ δεν είχε παραλάβει τη μνηστή του στο σπίτι του (L).
(7)   «[Το βρέθηκε, το έτυχε], λέγεται συνήθως για τα παράδοξα και αυτά που ανέλπιστα συμβαίνουν και τα απροσδόκητα» (Χ). «Σε ποιόν όμως βρέθηκε αν όχι στον Ιωσήφ;» (Ε).
(8)   «Αλλά γιατί δεν έμεινε έγκυος πριν από τη μνηστεία; Για να καλυφθεί εκείνο που έγινε και για να απαλλαγεί η Παρθένος από κάθε πονηρή υποψία. Διότι, όταν είναι γνωστό ότι όχι μόνο δεν την κακολόγησε, ούτε την θεώρησε άτιμη, αλλά και την αναγνώριζε ως μνηστή του και την περιποιούνταν μετά τον τοκετό εκείνος ο οποίος ήταν επόμενο να ενδιαφέρεται περισσότερο από όλους τους άλλους για τη συζυγική της πίστη, είναι ευνόητο ότι, εάν δεν είχε απόλυτη πεποίθηση ότι το νεογέννητο προερχόταν από την ενέργεια του αγίου Πνεύματος, δεν θα την ανεχόταν και δεν θα της προσέφερε όλες τις άλλες υπηρεσίες» (Χ).
«Μετά τη μνηστεία συνέλαβε… και για να γενεαλογηθεί από αυτόν, και για να έχει προστάτη κατά τις εναντίον της κατηγορίες» (Κ). «Διότι αυτός και στη φυγή στην Αίγυπτο την φρόντισε και την έσωσε» (Θφ).
(9)   Επειδή μπαίνει χωρίς άρθρο όπως και στο Λουκά α 35 εισηγήθηκαν οι L και S την ερμηνεία ότι δεν σημαίνει το άγιο Πνεύμα ως πρόσωπο, αλλά η φράση βρίσκεται μάλλον για να δηλώσει τη θεία ενέργεια, που χορηγεί τη ζωή και τη γονιμοποίηση (L). Παρόλ’ αυτά η εκδοχή που έγινε από την καθολική εκκλησία στο σύμβολο της πίστης αναφέρει τη φράση στο τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. «Η σύλληψη ήταν παράδοξη, ο τοκετός όμως ήταν φυσικός» (Χ).
(10)   Από Πνεύμα σεβαστό, πλήρες μεγαλειότητας και κατεξοχήν απομακρυσμένο από κάθε ακάθαρτο. «Μην προχωρείς λοιπόν περισσότερο, ούτε να ζητάς κάτι περισσότερο από αυτά που ειπώθηκαν, ούτε να λες: και πώς το Πνεύμα το έκανε αυτό από Παρθένο; Διότι αν όταν η φύση εργάζεται είναι αδύνατον να ερμηνεύσουμε τον τρόπο διάπλασης του εμβρύου, πώς όταν το Πνεύμα θαυματουργεί, θα μπορέσουμε να πούμε αυτά;» (Χ).
Είναι προφανές, ότι οι αφηγήσεις για την από την Παρθένο γέννηση προέρχονται από ιδιωτικές πηγές, η μεν του Ματθαίου από παράδοση του Ιωσήφ, η δε του Λουκά από τη Μαρία.
Εδώ έχουμε τις εντυπώσεις του μνήστορος (Ιωσήφ), τον φόβο του και την αμηχανία του, την ανθρώπινη απόφασή του και την υποταγή του στη θεία αποκάλυψη.
Εκεί, στο Λουκά, έχουμε τις εντυπώσεις της μητέρας, την ταραχή και έκπληξή της, και την υποταγή της στη θεία βουλή. Οι δυο αφηγήσεις είναι εξ ολοκλήρου ανεξάρτητες μεταξύ τους, όπως οι μεγάλες τους διαφορές δείχνουν, διαφορές όμως οι οποίες δεν καταντούν σε αντιφάσεις, αλλά περιορίζονται στις λεπτομέρειες.
Ήδη αυτός ο Ο. Holtzmann (στο βίο του Ιησού σελ. 85) ομολογεί ότι «μεταξύ των δύο αυτών αφηγήσεων, του Ματθαίου και του Λουκά, καμία αντίφαση δεν υπάρχει». Οι διαφορές αυτές αντίθετα επιβεβαιώνουν την γενική αξιοπιστία τους, διότι καμία από τις δύο αυτές δεν είναι δυνατόν να βασίστηκε πάνω στην άλλη.
Οι δύο αφηγήσεις συμφωνούν όχι μόνο στο κύριο γεγονός της γέννησης από Παρθένο, αλλά και στον τρόπο αυτής, ότι δηλαδή έγινε εκ Πνεύματος Αγίου. Και η συμφωνία αυτή δεν είναι δυνατόν να οφείλεται στην επίδραση της Π.Δ. πάνω στους δυο συγγραφείς. Διότι τέτοια επενέργεια Αγίου Πνεύματος πάνω σε παρθένο δεν συναντιέται στην Π.Δ., στην οποία και η ίδια η φράση «εκ Πνεύματος Αγίου» σπάνια βρίσκεται.
Οι δύο αφηγήσεις συμφωνούν και σε τέσσερα άλλα σημεία. Δηλαδή και οι δύο λένε, ότι την ώρα που ανακοινώθηκε στη Μαρία και στον Ιωσήφ η θεία βουλή ήταν αυτοί μνηστευμένοι, ότι το παιδί ονομάστηκε Ιησούς, ότι γεννήθηκε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας και ότι οι γονείς του το έφεραν στη Ναζαρέτ.
Από την άλλη η λεπτότητα και η νηφαλιότητα και των δύο διηγήσεων αποτελούν νέα απόδειξη της ιστορικής πραγματικότητας, η οποία ενσωματώνεται σε αυτές. Οι εθνικοί αναγνώστες θα αισθάνονταν την  ανείπωτη διαφορά μεταξύ των αφηγήσεων αυτών, και των ακαθάρτων μύθων για τη μίξη μεταξύ θνητών και θεών στην ειδωλολατρική μυθολογία. Και αυτά τα χριστιανικά συναξάρια δείχνουν την ίδια χαρακτηριστική αντίθεση.
Τα απόκρυφα ευαγγέλια, όταν κάνουν προσθήκες στα κανονικά ευαγγέλια, δείχνουν, ότι και οι παλαιοί Χριστιανοί δεν μπόρεσαν να παράγουν κάτι παρόμοιο. Οι επινοήσεις τους είναι οικτρές στις απρέπειές τους.
Εάν οι δύο ευαγγελιστές είχαν αναζητήσει υλικό σε συναξάρια εθνικής ή ιουδαϊκής ή χριστιανικής προέλευσης, θα είχαμε κάτι εξόχως διαφορετικό από τις αφηγήσεις, οι οποίες υπήρξαν η χαρά και η έμπνευση της χριστιανοσύνης διαμέσου ατελεύτητων γενεών. Επιπλέον και οι δυο αφηγήσεις είναι έντονα ιουδαϊκές κατά τον τόνο. Και δεν είναι πιθανόν, ότι ο Ιουδαϊσμός, ο οποίος εξόχως τιμούσε τις ευλογίες του γάμου, θα επινοούσε την κάθε μία από τις δύο αυτές (p).

Ματθ. 1,19     Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος(1) ὢν(2) καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι(3), ἐβουλήθη λάθρα(4) ἀπολῦσαι(5) αὐτήν.
Ματθ. 1,19      Ο δε Ιωσήφ, ο μνηστήρ αυτής, όταν αντελήφθη την εγκυμοσύνην αυτής, επήρε την απόφασιν να διαλύση την μνηστείαν. Επειδή όμως ήτο ενάρετος και εύσπλαγχνος δεν ηθέλησε να την διαπομπεύση δημοσία, αλλ'εσκέφθη να την διώξη μυστικά χωρίς να ανακοινώση εις κανένα τας υποψίας του.
(1)   Ευσυνείδητος τηρητής του ιουδαϊκού νόμου (S). Ή διότι ήταν δίκαιος δεν θεωρούσε επιτετραμμένο να κρατήσει ως σύζυγό του γυναίκα, η οποία παρουσιάστηκε  ότι παραβίασε τη συζυγική πίστη (b), και για αυτό επιθυμεί «να μείνει χωρίς καμία ευθύνη απέναντι στο νόμο, ο οποίος διέταζε να δίνουν διαζύγιο σε αυτές που κυοφορούσαν από άλλο άνδρα» (Ζ).
Ή, το δίκαιος πρέπει να εννοηθεί ότι εμπερικλείει και την έννοια του ελέους και της καλοσύνης (S). Ο Ιωσήφ ονομάζεται δίκαιος «και για τις άλλες του αρετές, και για την πραότητα και αγαθότητά του» (Ζ). «Δηλαδή αγαθός και επιεικής» (Χ). «Διότι δεν ήθελε να είναι σκληρός, αλλά έδειχνε φιλανθρωπία από πολλή αγαθότητα… ήδη ζώντας υπεράνω των νομικών εντολών» (Θφ). «Λέει τον Ιωσήφ δίκαιο, επειδή δεν είχε ένα μέρος της αρετής… αλλά επειδή ήταν ενάρετος σε όλα και είχε την καθολική αρετή» (Χ).
(2)   Τροπική μετοχή. Πολλοί θεώρησαν αυτήν ως αντιθετική = αν και ήταν δίκαιος, αλλά όμως επειδή δεν ήθελε να την διαπομπεύσει. Αλλά η φράση τότε έπρεπε να είναι: «δίκαιος μεν ὢν, μὴ θέλων δε…» (L).
(3)   Αυθεντική γραφή δειγματίσαι. Έχει την ίδια έννοια με το παραδειγματίζω = παράδειγμα ποιούμαι, επιδεικνύω για παραδειγματισμό, εκθέτω κάποιον σε ατιμία (g). Συναντιέται στην Κ.Δ. μόνο στο Κολ. β 15. Το παραδειγματίσαι συναντιέται στους Ο΄ (εβδομήντα μεταφραστές) στο Αριθμ. κε 4 για πρόσωπα που εκτελέστηκαν με αγχόνη (b).
«Η φράση «να παραδειγματίσει» λεγόταν, όταν ο άνδρας οδηγούσε αυτήν που υποπτευόταν στο συνέδριο και την κατηγορούσε και έτσι φανερά την έδιωχνε από το σπίτι του» (Ζ) ή και αξίωνε να επιβληθεί σε αυτήν η ποινή του θανάτου που επιβαλλόταν σύμφωνα με το Λευϊτ. κ 10 στους μοιχούς και τις μοιχαλίδες (ο).
(4)   Χωρίς κρίση, τελείως ιδιωτικά ή και με έγγραφο διαζυγίου στο οποίο δεν θα μνημονευόταν ο λόγος του χωρισμού (F).
(5)   Το διαζύγιο μπορούσε να πραγματοποιηθεί, εφόσον ο σύζυγος προτιμούσε, και κατ’ ιδίαν με παρουσία δύο μαρτύρων. Αλλά η υποτιθέμενη από τον Ιωσήφ απιστία της Μαρίας αποτελούσε έγκλημα, για το οποίο δικαιούνταν αυτός να φέρει αυτήν σε δημοσιότητα. Σύμφωνα με τον ιουδαϊκό νόμο η μνηστευμένη, αν συλλαμβανόταν ως άπιστη, υπέκειτο σε λιθοβολισμό (δες Δευτ. κβ 23), αν και ο νόμος αυτός δεν τηρούνταν υποχρεωτικά, αλλά η παροχή διαζυγίου είχε θέσει αυτόν σε αχρηστία. Ο Ιωσήφ ενδιαφερόταν να αποφύγει την δημοσιότητα (S).
«Επομένως όχι μόνο να την τιμωρήσει δεν ήθελε, αλλά ούτε να την διαπομπεύσει. Είδες φιλόσοφο άνδρα που είναι και απαλλαγμένος από το τυραννικότατο πάθος; Διότι ξέρετε πόσο δυνατό πάθος είναι η ζήλεια… Αλλά όμως τόσο ήταν καθαρός από το πάθος, ώστε δεν ήθελε ούτε στα πιο μικρά να λυπήσει την Παρθένο» (Χ).

Ματθ. 1,20     Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος(1) ἰδοὺ(2) ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ(3) ἐφάνη αὐτῷ λέγων· Ἰωσὴφ(4) υἱὸς Δαυΐδ(5), μὴ φοβηθῇς(6) παραλαβεῖν(7) Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου(8)· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν(9) ἐκ Πνεύματός(10) ἐστιν Ἁγίου.
Ματθ. 1,20      Ενώ δε αυτά είχε στον νουν, ιδού ένας άγγελος του Κυρίου παρουσιάσθη στο όνειρόν του και του είπεν• Ιωσήφ, απόγονε του Δαυΐδ, μη διστάσης, να παραλάβης στον οίκον σου την Μαριάμ, την αγνήν και πιστήν μνηστή σου, διότι το παιδίον που κυοφορείται έντος αυτής έχει συλληφθή από την δημιουργικήν ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος.
(1)   Την ώρα που οι σκέψεις αυτές πέρασαν από το μυαλό του (S). «Βλέπεις την επιείκεια του άνδρα; Όχι μόνο δεν την τιμώρησε, αλλά δεν το ανακοίνωσε και σε κανέναν, ούτε σε αυτήν που υποπτευόταν, αλλά το σκεφτόταν μόνος του και φρόντιζε να αποκρύψει την κατηγορία ακόμη και από την Παρθένο» (Χ). «Διότι όταν τα σκέφτηκε αυτά, αλλά δεν τα είπε, εμφανίζεται σε αυτόν ο άγγελος» (Θφ).
(2)   Δεν εγκαταλείφθηκε για πολλή ώρα στην αμφιβολία (b). «Όταν απορούσε ο δίκαιος, τότε ήλθε ο άγγελος, διδάσκοντας αυτόν τι να κάνει» (Θφ). Ζωηρός εβραϊσμός ειδικά συχνός στο πρώτο και τρίτο ευαγγέλιο (S). Συναντιέται μόνο και χωρίς άλλο μόριο μαζί του 30 φορές στο Ματθαίο 29 στο Λουκά και 7 στο Μάρκο, ενώ συνδεδεμένο με το και («και ιδού») βρίσκεται 28 φορές στο Ματθαίο και 26 στο Λουκά (a).
(3)   Όνειρα αναφέρονται και στο Πράξ. β 17, με παράθεση από την Π.Δ. Αν εξαιρέσουμε αυτό το χωρίο, ο Ματθαίος είναι ο μόνος συγγραφέας της Κ.Δ. που αναφέρει όνειρα δηλαδή ένα της συζύγου του Πιλάτου (κζ 19), άλλο των Μάγων (β 12), άλλο του Ιωσήφ εδώ, ένα δεύτερο σε αυτόν στο κεφ. β 13, και ένα τρίτο στον ίδιο στο κεφ. β 19 και ένα άλλο στον ίδιο στο κεφ. β 22. Ο τρόπος αυτός των θείων ανακοινώσεων ήταν κατάλληλος για τους πρώτους εκείνους χρόνους της Κ.Δ. (b).
(4)   Στις οπτασίες εκείνοι, οι οποίοι αξιώνονται αυτών, προσφωνούνται με το ίδιο τους το όνομα, σαν να ήταν ήδη πολύ γνωστοί σε αυτόν που τους μιλά (b).
(5)   «Αμέσως του θυμίζει τον Δαβίδ, από όπου επρόκειτο να έλθει ο Χριστός, υπενθυμίζοντάς του με την ονομασία των προγόνων την υπόσχεση που έγινε σε όλο το γένος» (Χ), «και οδηγώντας τη σκέψη του στο Δαβίδ, από τον οποίο προσδοκούσαν οι Ιουδαίοι ότι θα έλθει ο Χριστός» (Ζ).
(6)   Μην αμφιβάλλεις ή διστάσεις (ο). «Τον δείχνει να φοβάται, μήπως δυσαρεστήσει το Θεό, αν συγκατοικεί με μοιχαλίδα» (Χ).
(7)   Να παραλάβεις στο σπίτι σου. «Να την έχεις μέσα μαζί σου… Να την πάρεις όμως όχι για γάμο αλλά για να την φυλάσσεις» (Ζ).
(8)   «Είπε όμως την γυναίκα σου, πληροφορώντας αυτόν και από αυτό, ότι δεν ήλθε σε σχέση με άνδρα» (Ζ), «δεν θα την ονόμαζε έτσι αν είχε γίνει ανήθικη» (Χ). «Λέει λοιπόν το εξής: Εσύ μεν ίσως νομίζεις ότι είναι μοιχαλίδα. Εγώ όμως σού λέω ότι είναι γυναίκα σου. Δηλαδή δεν χάθηκε η αγνότητά της από κάποιον, αλλά είναι γυναίκα σου» (Θφ).
(9)   «Το ότι προήλθε από τη σάρκα της Παρθένου, το δήλωσε λέγοντας «διότι αυτό που γεννήθηκε μέσα σε αυτήν» και ο Παύλος λέει «έγινε από γυναίκα» (Γαλάτ. δ 4) αποστομώνοντας αυτούς που λένε, ότι, σαν ακριβώς μέσα από κάποιον σωλήνα πέρασε ο Χριστός. Διότι αν γινόταν αυτό, δεν έχει τίποτα κοινό με εμάς, αλλά είναι κάποια άλλη εκείνη η σάρκα, και όχι από τη δική μας φύση» (Χ).
(10)   «Το να πούμε για ένα πράγμα ότι προέρχεται «από κάτι» σημαίνει ή ότι γεννήθηκε ή ότι δημιουργήθηκε ή ότι προέρχεται κατά τρόπο φυσικό όπως η ενέργεια από αυτόν που ενεργεί. Αυτό λοιπόν που γεννήθηκε μέσα στην Παρθένο, ούτε γεννήθηκε από το άγιο Πνεύμα, διότι αυτό που γεννήθηκε είναι σάρκα, ούτε προέρχεται κατά τρόπο φυσικό, αφού το πνεύμα είναι ασώματο. Απομένει λοιπόν να προέρχεται από αυτό (το Πνεύμα) ως δημιούργημα και κτίσμα του» (Ζ).
«Συνέλαβε με πιο θείο τρόπο» (Θφ). «Όχι μόνο δηλαδή είναι απαλλαγμένη από παράνομη μίξη, αλλά συνέλαβε και υπερφυσικά» (Χ).

Ματθ. 1,21     τέξεται δὲ υἱὸν(1) καὶ καλέσεις(2) τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν(3)· αὐτὸς(4) γὰρ σώσει(5) τὸν λαὸν αὐτοῦ(6) ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν(7) αὐτῶν(8).
Ματθ. 1,21      Θα γεννήση δε υιόν, και συ (ο οποίος σύμφωνα με τον νόμον θεωρείσαι προστάτης και πατέρας του) θα το ονομάσης Ιησούν (δηλαδή Θεόν-Σωτήρα) διότι αυτός θα σώση πράγματι τον λαόν του από τας αμαρτίας αυτών.
(1)   «Δεν είπε θα σού γεννήσει, αλλά απλώς θα γεννήσει, και το άφησε αόριστο. Διότι δεν θα γεννούσε για αυτόν, αλλά για όλη την οικουμένη» (Χ). «Διότι δεν κατέληγε η χάρη μόνο σε αυτόν, αλλά απλωνόταν σε όλους» (Θφ). Η λέξη σοί, η οποία προστίθεται στο Λουκά α 31 προκειμένου για τον Ζαχαρία, δεν εισάγεται εδώ (b).
(2)   «Εσύ θα τον ονομάσεις Ιησού, σαν πατέρας σύμφωνα με το νόμο, αν και όχι φυσικός πατέρας του και θα δείξεις όλα τα πατρικά καθήκοντα σχετικά με αυτόν, έστω και αν δεν είναι δικό σου γέννημα» (Ζ).
«Μη νομίσεις λοιπόν, ότι επειδή γεννήθηκε από το άγιο Πνεύμα, δεν έχεις καθήκον να του προσφέρεις τις υπηρεσίες σου ως οικογενειάρχης. Διότι αν και δεν συνέβαλες καθόλου στη γέννηση, αλλά έμεινε ανέπαφη η Παρθένος, όμως, αυτό το οποίο ανήκει στον πατέρα… αυτό σού δίνω, το να δώσεις δηλαδή το όνομα στο νεογέννητο. Διότι εσύ θα του δώσεις το όνομα. Διότι αν και δεν είναι παιδί σου, θα ενεργείς ως πατέρας του» (Χ).
(3)   «Επειδή το όνομα Ιησούς σημαίνει Σωτήρας, δείχνει ότι δίκαια θα ονομαστεί έτσι» (Ζ). Ιησούς είναι ο ελληνικός τύπος του εβραϊκού Γιοσούα, το οποίο σημαίνει ο Ιεχωβά είναι σωτηρία.
(4)   Η αντωνυμία αυτός στην ονομαστική είναι πάντοτε εμφατική. Εδώ είναι ιδιαιτέρως τέτοια (b).
(5)   «Προαναγγέλλει τα αγαθά που μέσω αυτού πρόκειται να συμβούν στην οικουμένη» (Χ).
(6)   Δηλαδή τον Ισραήλ και όλους εκείνους, οι οποίοι θα προστεθούν στον Ισραήλ (b). «Ονόμασε λαό του σύμφωνα μεν με την πρόχειρη γνώση τους Ιουδαίους, από τους οποίους ανεβλάστησε, σύμφωνα με την βαθύτερη όμως, όλους αυτούς που θα πιστέψουν σε αυτόν και θα τον εκλέξουν ως βασιλιά τους» (Ζ)
(7)   «Και εδώ φανερώνει το παράδοξο. Διότι δεν ευαγγελίζεται απαλλαγή από πολέμιους αισθητούς, ούτε από βαρβάρους, αλλά κάτι το πολύ σημαντικότερο, απαλλαγή από τις αμαρτίες» (Χ) «το οποίο κανείς από τους ανθρώπους δεν έκανε ποτέ. Ώστε να είναι και από αυτό γνωστό, ότι είναι Θεός αυτός που γεννιέται» (Ζ). Πράγματι. Σύγκρινε την όλη φράση με αυτήν στο Ψαλμ. ρκθ 8 «και αυτός (ο Θεός) θα λυτρώσει τον Ισραήλ από όλες τις ανομίες του». Η λύτρωση που συντελείται στην Π.Δ. από τον Ιεχωβά αποδίδεται εδώ στον Ιησού.
(8)   Το περιεχόμενο των στίχων 20-21 έχει όλα τα χαρακτηριστικά εβραϊκής ποίησης. Το μέτρο συμπίπτει με αυτό του «Ευλογητός κύριος ο Θεός του Ισραήλ» (Λουκά α 68 και εξής) και είναι πεντάμετρο. Φαίνεται να αποτελεί απόσπασμα εβραϊκού ποιήματος -οι στίχοι του μπορούν να ξαναμεταφραστούν στην εβραϊκή τελείως- και ενδέχεται να προήλθε από τον κύκλο των ποιημάτων σχετικά με τη γέννηση του Χριστού, ο οποίος κύκλος αποτελεί, τόσο ευρέως, στοιχείο στην αφήγηση του Λουκά για την γέννηση (S).

Ματθ. 1,22     Τοῦτο(1) δὲ ὅλον(2) γέγονεν ἵνα(3) πληρωθῇ(4) τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου(5) λέγοντος(6)·
Ματθ. 1,22      Και όλον αυτό το θαυμαστόν και μοναδικόν γεγονός έγινε, δια να πραγματοποιηθή και επαληθεύση αυτό, που είχε λεχθή από τον Κυριον δια του προφήτου Ησαΐου•
(1)   Ή, λιγότερο πιθανώς: «ο άγγελος λέει και αυτό» (Ζ). Ή, πιο σωστά, αποτελεί αυτό υπόμνημα του ευαγγελιστού και όχι συνέχεια των λόγων του αγγέλου (L). Ο Ματθαίος παραθέτει ιδιαίτερα συχνά τους προφήτες, για να δείξει τη συμφωνία μεταξύ των προφητειών και των εκβάσεων, στις οποίες εκπληρώθηκαν αυτές. Οι άλλοι ευαγγελιστές μάλλον προϋποθέτουν τη συμφωνία αυτή (b).
(2)   «Αυτό το τόσο μεγάλο, εννοώ δηλαδή το να μείνει έγκυος η Παρθένος εκ Πνεύματος Αγίου» (Ζ).
(3)   Το «ἵνα», καθώς και το αντί για αυτό «όπως» που χρησιμοποιείται στα Ματθ. β 23,η 17, ιγ 35 χρησιμοποιούνται στην καθομιλουμένη αντί για το απλό απαρέμφατο (να εκπληρωθεί Γ΄ Βασ. β 27). Ελάχιστα λοιπόν σημαίνεται έννοια του τελικού αιτίου. Πράγματι δεν θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η προφητεία είναι η αιτία του γεγονότος το οποίο αναγγέλλει, ούτε, συνεπώς, ότι το γεγονός όφειλε να έχει ως σκοπό την εκπλήρωση της προφητείας. Το γεγονός έχει την αιτία του στις βουλές του Θεού.
Μόνο δε σε κάποιες περιπτώσεις άρεσε στο Θεό να προαναγγείλει τις βουλές του είτε προτυπώνοντας αυτές σε άλλα γεγονότα είτε προλέγοντας αυτές άμεσα. Την σχέση λοιπόν αυτή των δύο διαθηκών θέλησε ο Ματθαίος να εξάρει, δείχνοντας ότι οι πραγματικότητες της Κ.Δ. ήταν κατά κάποιο τρόπο το τέρμα και η εκπλήρωση της Π.Δ. Το ἵνα λοιπόν πρέπει να το πάρουμε όχι εξ ολοκλήρου εκβατικά (=έτσι ώστε) αλλά πολύ ελαφρά με έννοια τελική (L).
(4)   Η φράση ἵνα (όπως) πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν συναντιέται και στα Ματθ. β 15,23,δ 14,η 17,ιβ 17,ιγ 35,κα 4,κστ 56. Ενώ η φράση τότε επληρώθη το ρηθέν συναντιέται στα β 17, κζ 9 (a).
(5)   «Μη νομίσεις ότι τώρα τελευταία θέλησε αυτά ο Θεός, αλλά από παλιά και από την αρχή» (Θφ). «Δεν είπε, για να εκπληρωθεί αυτό που ειπώθηκε από τον Ησαΐα, αλλά αυτό που ειπώθηκε από τον Κύριο. Διότι το μεν στόμα ήταν του Ησαΐα, η προφητεία όμως ερχόταν από τον ουρανό» (Χ). «Φέρνει μαρτυρία που ειπώθηκε μεν από τον προφήτη Ησαΐα, δεν ήταν όμως δική του αλλά του Θεού» (Ζ). «Επομένως είναι αξιόπιστος ο χρησμός» (Θφ).
(6)   Οι παραθέσεις που εισάγονται με αυτόν τον τρόπο είναι ως επί το πλείστον ελεύθερες μεταφράσεις από το εβραϊκό πρωτότυπο (a).

Ματθ. 1,23     (1)Ἰδοὺ(2) ἡ παρθένος(3) ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι(4) τὸ ὄνομα(5) αὐτοῦ Ἐμμανουήλ(6), ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός(7).
Ματθ. 1,23      “Ιδού η αγνή και άμωμος παρθένος θα συλλάβη και θα γεννήση υιόν, χωρίς να γνωρίση άνδρα, και θα ονομάσουν αυτόν Εμμανουήλ, όνομα που σημαίνει• Ο Θεός είναι μαζή μας”.
(1)   Η παράθεση είναι από το Ησαΐου ζ 14 σύμφωνα με τους Ο΄ με τη διαφορά αντί για το «καλέσεις» των Ο΄, το οποίο δεν θα συμφωνούσε εδώ με τα συμφραζόμενα, μπήκε εδώ το καλέσουσι, και αντί για το λήμψεται, όπως είναι η γραφή του Βατικανού κώδικα σύμφωνα με τους Ο΄ μπήκε εδώ το ἕξει (a). Όσον αφορά στη σχέση της προφητείας με το γεγονός, πρέπει κατά πρώτον να διαπιστώσουμε, ότι ο Ματθαίος παραδεχόταν την υπερφυσική σύλληψη ως γεγονός και δεν υποβλήθηκε σε αυτόν η ιδέα της υπερφυσικής σύλληψης από το κείμενο του Ησαΐα. Αυτό δέχονται και πολλοί από τους ορθολογιστές (Holtzmann και άλλοι).
Αφού έγινε δεκτό το γεγονός, ο Ματθαίος είδε αυτό να προφητεύεται στα λόγια του Ησαΐα, και πολύ σωστά, διότι ο Ησαΐας μιλούσε ασφαλώς για θείο σωτήρα και ο Μιχαίας (ε 2-4) υπαινισσόταν την ίδια πίστη. Και οι δύο αναμένουν τη σωτηρία του Ισραήλ από παιδί που προέρχεται από καταγωγή μυστηριώδη και μιλούν από αυτήν την αφορμή για τη μητέρα του παιδιού (L). Η παρθενία της μητέρας του Κυρίου δεν αποδεικνύεται πλήρως από τα λόγια του προφήτη αν τα πάρουμε μεμονωμένα, αλλά η φανέρωση της εκπλήρωσής τους ρίχνει άπλετο φως στην προφητεία και αναπτύσσει την πλήρη σημασία της (b).
(2)   Μόριο ειδικά κατάλληλο για την έξαρση κάποιου σημείου (b).
(3) Το εβραϊκό (πρωτότυπο) έχει τη λέξη αλμάχ = νέα γυναίκα, η οποία δεν υπήρξε ακόμη σύζυγος, και όχι τη λέξη μπεθουλάχ = παρθένος από την οποία αποκλείεται κάθε ιδέα γάμου (p). Σε κάθε περίπτωση οι Ο΄ μετέφρασαν ήδη την λέξη με τον όρο παρθένος και το γεγονός ότι μεταγενέστεροι Ελληνες μεταφραστές αντικατέστησαν το παρθένος με το νεᾶνις (= νεανίδα, νέα), καθώς και το ότι δεν υπάρχουν ίχνη για υπερφυσική γέννηση του Μεσσία στη μεταγενέστερη ιουδαϊκή γραμματεία, οφείλεται σε αντιχριστιανική πολεμική. Δες Ιουστίνου προς Τρύφωνα XLIII, LXVII (a).
«Παραχαράσσουν λοιπόν οι Εβραίοι από σκόπιμη κακία την Γραφή και αντί για το παρθένος βάζουν το νεᾶνις» (Θφ).
«Αν όμως… προβάλλουν σε εμάς άλλους ερμηνευτές και μας λένε ότι αυτοί δεν είπαν για παρθένα, αλλά για νεάνιδα (νέα κόρη), πρώτα μεν θα πούμε αυτό, ότι είναι δίκαιο να είναι περισσότερο αξιόπιστοι από όλους τους άλλους οι Εβδομήκοντα μεταφραστές (Ο΄). Διότι οι δικοί τους ερμηνευτές μεν ερμήνευσαν μετά την παρουσία του Χριστού, παραμένοντας πιστοί Ιουδαίοι και δίκαια λοιπόν πρέπει να θεωρούνται αναξιόπιστοι, επειδή μίλησαν μάλλον με μίσος και επειδή παραποιούν επίτηδες τις προφητείες. Οι Εβδομήκοντα όμως έγραψαν πριν από εκατό ή και περισσότερα χρόνια από την παρουσία του Χριστού» (Χ).
«Αν όμως σύμφωνα με αυτούς, νεάνιδα είναι η παντρεμένη, πού είναι το καινούργιο στο να μείνει έγκυος και να γεννήσει η παντρεμένη; Διότι ο προφήτης πρώτα είπε: Ιδού (=Να), θα δώσει ο Κύριος σε σας σημάδι· έπειτα πρόσθεσε: Ιδού η παρθένος θα συλλάβει στην κοιλιά της. Αλλά σημάδι είναι κάτι που είναι πάνω από τη φύση και όχι το φυσικό» (Ζ).
«Διότι αν δεν επρόκειτο να γεννήσει παρθένος, δεν θα ήταν σημάδι» (Θφ). Έτσι το ευαγγέλιο αυτό αρχίζει με εμφατική διάψευση ευρέως γνωστής ιουδαϊκής συκοφαντίας και τελειώνει με εξίσου εμφατική διάψευση μίας άλλης τέτοιας. Οι Ιουδαίοι έλεγαν ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος ήταν γιος κάποιου άνδρα που αποπλάνησε τη Μαρία. Έλεγαν επίσης, ότι οι μαθητές του έκλεψαν το σώμα του από τον τάφο, για να ισχυριστούν ότι είχε αναστηθεί από τους νεκρούς (p).
(4)   Όχι οι γονείς του, αλλά όλοι όσοι επικαλούνται το όνομά του και λένε «μεθ᾿ ἡμῶν (=μαζί μας)» (b). «Θα ονομάσουν, όσοι θα πιστέψουν σε αυτόν» (Ζ).
(5)   «Και όμως, κανείς δεν τον ονόμασε Εμμανουήλ. Ονομαστικά μεν κανείς, στην πραγματικότητα όμως όλοι. Διότι αυτοί που πιστεύουν ότι αυτός που μιλά μαζί τους, αυτός είναι Θεός,… ομολογούν μαζί ότι: Είναι μαζί μας ο Θεός» (Ζ). «Εδώ δηλαδή δίνει ως όνομα το αποτέλεσμα. Η αγία Γραφή έχει αυτή τη συνήθεια, να δίνει ως όνομα αυτά που θα συμβούν στην πραγματικότητα» (Χ).
(6)   Ορθόδοξα ερμηνευόμενο το όνομα σημαίνει ό,τι και το θεάνθρωπος, ώστε να δηλώνεται η προσωπική ένωση της θείας και ανθρώπινης φύσης στο Χριστό (g). «Δεν είναι ούτε Θεός χωρισμένος από την ανθρώπινη φύση, ούτε άνθρωπος απογυμνομένος από την θεότητα… Η φράση «είναι μαζί μας ο Θεός» δηλώνει και την ανθρώπινη φύση που πάρθηκε από εμάς και για χάρη μας (τον άνθρωπο Χριστό) και κηρύττει και τον Θεό Λόγο που πήρε αυτήν την ανθρώπινη φύση» (Κ).
Ο Ματθαίος δεν σκέφτηκε να αντικαταστήσει το Ιησούς με το Εμμανουήλ. Τα δύο αυτά ονόματα, το ένα πραγματικό, το άλλο προφητικό, συμπληρώνουν το ένα το άλλο (L).
(7)   «Τίποτα άλλο δεν δηλώνει το «θα τον ονομάσουν Εμμανουήλ» παρά ότι θα δουν το Θεό μαζί με τους ανθρώπους. Πάντοτε βεβαίως βρισκόταν μεταξύ των ανθρώπων, ουδέποτε όμως τόσο φανερά» (Χ) «Δηλαδή (ο Θεός) συναναστρέφεται με εμάς ως άνθρωπος» (Ζ). Η ένωση της θείας και της ανθρώπινης φύσης στο Χριστό είναι το θεμέλιο της ένωσης του Θεού με τους ανθρώπους, ούτε μπορεί κάποιος να θεωρήσει την τελευταία ξεχωριστά από την πρώτη (b).

Ματθ. 1,24     Διεγερθεὶς(1) δὲ ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν(2) ὡς προσέταξεν αὐτῷ(3) ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ παρέλαβε(4) τὴν γυναῖκα αὐτοῦ,
Ματθ. 1,24      Αμέσως λοιπόν μόλις εσηκώθη από τον ύπνον ο Ιωσήφ, έκαμε όπως τον είχε διατάξει ο άγγελος του Κυρίου και παρέλαβε στον οίκον του με εμπιστοσύνην και σεβασμόν την μνηστήν του.
(1)   Αυθεντική γραφή εγερθείς. Το διεγερθείς προϋποθέτει προϋπάρχουσα κατάσταση ησυχίας όπως εδώ. Είναι εντονότερο από το εγείρω.
(2)   Χωρίς αναβολή (b). Δεν λέγεται ξεκάθαρα ότι ο Ιωσήφ εκτέλεσε τη διαταγή κατά την ίδια μέρα. Παρόλ’ αυτά οι λέξεις υποδηλώνουν μεγάλη βιασύνη (L).
(3) «Είδες υπακοή και πειθαρχικό χαρακτήρα; Είδες την εκλεκτή και πάντοτε ορθά σκεπτόμενη ψυχή του;» (Χ)
(4) Παραλαμβάνω γυναίκα = παραλαμβάνει κάποιος την μνηστή στο σπίτι του (g). Η παρθένος δεν ανήκε πλέον στους συγγενείς της, αλλά στον Ιωσήφ, ο οποίος «την κρατά και γίνεται υπηρέτης όλου του θείου σχεδίου» (Χ).

Ματθ. 1,25     καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν(1) αὐτὴν ἕως οὗ(2) ἔτεκε τὸν υἱὸν(3) αὐτῆς τὸν πρωτότοκον(4), καὶ ἐκάλεσε(5) τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν.
Ματθ. 1,25      Και ποτέ δεν εγνώρισεν αυτήν ως σύζυγον ούτε και όταν εγέννησεν αυτή τον πρώτον και μοναδικόν υιόν της ούτε και μετά ταύτα. Και εκάλεσεν ο Ιωσήφ το όνομα του παιδίου Ιησούν.  
(1)  «Γνώση εδώ ονόμασε με πιο εύσχημο τρόπο την σαρκική σχέση» (Ζ). Ερχεται σε αυτόν τον στίχο να δηλώσει σαφώς και καθαρά, ότι η συγκατοίκηση αυτή καμία δεν έφερε μεταβολή στη σχέση της μνηστείας που υπήρχε (δ).
(2)  Δεν έπεται από το «έως ότου», ότι την γνώρισε μετά από αυτά. Ο ίδιος ο Loisy ομολόγησε ότι «η σημείωση αυτή… δεν περιέχει θετική άρνηση της μετέπειτα παρθενίας της Μαρίας, διότι η προσοχή του συγγραφέα της, είναι στραμμένη ολόκληρη προς τη γέννηση του Ιησού (L).
«Το «έως» εδώ το έβαλε, όχι για να υποπτευθείς, ότι μετά από αυτά την γνώρισε (σαρκικά), αλλά… πληροφόρησε για μόνο το χρόνο τον μέχρι τη γέννησή του, ενώ το μετά από αυτά, το άφησε σε σένα να το συλλογίζεσαι» (Ζ) και «για να μάθεις, ότι πριν τη γέννα ήταν οπωσδήποτε ανέπαφη η Παρθένος. Για ποιο λοιπόν λόγο, θα πει κάποιος, έβαλε το «έως»; Διότι συνηθίζει η Γραφή να το κάνει αυτό πολλές φορές, χωρίς όμως να δίνει στη λέξη αυτή την έννοια ορισμένου χρονικού ορίου. Διότι και στη διήγηση της κιβωτού λέει, Δεν επέστρεψε το κοράκι έως ότου ξεράθηκε η γη (Γένεση η 7), παρόλο βεβαίως που δεν επέστρεψε ούτε αργότερα. Αλλά και για το Θεό μιλώντας η Γραφή, λέει Από του αιώνος και έως του αιώνος εσύ είσαι (Ψαλμ. πθ 2) χωρίς να θέτει χρονικά όρια στο σημείο αυτό. Και όταν πάλι προφητεύει και λέει: Θα ανατείλει στις ημέρες του δικαιοσύνη και πλήθος ειρήνης, έως ότου ανταναιρεθεί (=εκλείψει) η σελήνη (Ψαλμ. οα 7), δεν περιορίζει χρονικά την ύπαρξη του ωραίου αυτού ουράνιου σώματος» (Χ).
«Και πάλι: Κάθισε στα δεξιά μου έως ότου βάλω τους εχθρούς σου υποπόδιο των ποδιών σου, παρόλο που και μετά την υποταγή των εχθρών, ομοίως θα κάθεται στα δεξιά του» (Ζ). Ο Ματθαίος εδώ ενδιαφέρεται για την θαυμαστή γέννηση και όχι για το ζήτημα, εάν η Παρθένος μετά από αυτά έγινε μητέρα τέκνων.
(3)   Αυθεντική γραφή χωρίς το άρθρο. Το άρθρο εδώ έχει αναφορική έννοια και αναφέρεται στο σ. 21 = έως ότου γέννησε εκείνον τον υιό (b).
(4)   Η λέξη παραλείπεται από πολλούς και αυθεντικούς κώδικες. Οι λέξεις «αὐτῆς τὸν πρωτότοκον» φαίνεται να μπήκαν στο Ματθαίο από το παράλληλο χωρίο του Λουκά (b).
«Πρωτότοκο λέει τώρα όχι τον πρώτο ανάμεσα σε αδέλφια, αλλά αυτόν που είναι και πρώτος και μόνος. Διότι υπάρχει και τέτοιο είδος στις σημασίες του πρωτότοκος. Διότι υπάρχουν σημεία που η Γραφή ονομάζει πρώτο τον μόνο, όπως το Εγώ είμαι Θεός πρώτος και μετά από εμένα δεν υπάρχει άλλος» (Ζ). Δες για την έννοια αυτή το Εξόδ. ιγ 2.
(5)   Αυτό συνδέεται όχι με το γέννησε, αλλά με το παρέλαβε και δεν γνώρισε και ονόμασε. Εκπλήρωσε δηλαδή ο Ιωσήφ όλη την παραγγελία του αγγέλου (δ). Αποδέχτηκε ο Ιωσήφ την κατά νόμον πατρότητα του Ιησού (L). Και ονομάζοντας αυτός το παιδί αναγνώρισε αυτό δημόσια ως μέλος της οικογένειάς του που γεννήθηκε νόμιμα (S).
Η προσκύνηση των μάγων (β΄1-12)
Η διήγηση για κανένα λόγο δεν είναι απίθανη από μόνη της και είναι δύσκολο να βρούμε κάποια ικανοποιητική εξήγηση για την αρχή της, με εξαίρεση μόνο αν δεχτούμε αυτήν ως αληθινή. Η εναντίον αυτής ένσταση του Κέλσου, ότι έγινε σύγχυση των μάγων με τους Χαλδαίους (Ωριγένη κατά Κέλσου Ι, 58) είναι πολύ ασθενής και δεν φαίνεται να τέθηκε από τους αντιτιθέμενους στο Χριστιανισμό Ιουδαίους. Οι απόπειρες να εξηγηθεί η αφήγηση αυτή με μυθολογικές αναλογίες υπήρξαν εξόχως ανεπιτυχείς. Τα παραδείγματα που έφεραν είναι περισσότερο αξιοσημείωτα για τις ανομοιότητές τους παρά για τις ομοιότητές τους (p).
Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο Ματθαίος, που γράφει ειδικότερα για τους Ιουδαίους, αυτός μας παρουσιάζει τους εθνικούς αυτούς κοντά στη φάτνη, ενώ από την άλλη ο Λουκάς, που γράφει ειδικότερα για τους Ελληνες, μας παρουσιάζει τους ποιμένες στο σπήλαιο. Οι Μάγοι υπήρξαν οι απαρχές των εθνών, οι ποιμένες οι απαρχές του Ιουδαϊσμού (F).

Ματθ. 2,1       Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας(1) ἐν ἡμέραις Ἡρῴδου(2) τοῦ βασιλέως(3), ἰδοὺ μάγοι(4) ἀπὸ ἀνατολῶν(5) παρεγένοντο(6) εἰς Ἱεροσόλυμα(7)
Ματθ. 2,1        Οταν δε εγεννήθη ο Ιησούς εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας, κατά τας ημέρας που βασιλεύς ήτο ο Ηρώδης, ιδού μάγοι ήλθον από τας χώρας της Ανατολής εις τα Ιεροσόλυμα.
(1)   Ο ευαγγελιστής καθιστά σαφές, ότι πρόκειται για την Βηθλεέμ Ιούδα (δες Κριτ. ιζ 7,ιθ 1,18,Ρουθ α 1), της πόλης Δαβίδ (Λουκ. β 4), η οποία ήταν και ο τόπος της γέννησής του (Α΄ Βασ. ιστ 4). Υπήρχε και άλλη Βηθλεέμ στη Γαλιλαία, επτά μίλια ΒΔ. της Ναζαρέτ (S). Ιουδαία στο ευαγγέλιο αυτό σημαίνει το νότιο τμήμα της Παλαιστίνης. Καθορίζεται εδώ για έμφαση του γεγονότος, ότι ο Ιησούς ως Μεσσίας γεννήθηκε στο έδαφος της φυλής του Ιούδα (a). Συγχρόνως όμως διακρίνει αυτήν και από την ομώνυμη κωμόπολη που βρίσκεται στη φυλή Ζαβουλών. Δες Ιησού του Ναυή ιθ 15 (F). «Λέει τον τόπο, για να δείξει, ότι εκπληρώθηκε η προφητεία του Μιχαία» (Ζ).
«Η ονομασία Βηθλεέμ ερμηνεύεται οίκος άρτου» (Θφ). Δόθηκε σε αυτήν η ονομασία αυτή για την ευφορία της χώρας που την περιβάλλει (ο).
(2)   Δηλαδή του Ηρώδη του μεγάλου, που ήταν αυτόχθονας της Ασκάλωνας, αλλοδαπός από καταγωγή, και πλησίαζε η αφαίρεση του σκήπτρου του βασιλικού από τον Ιούδα. Ανάμεσα στους γιους του ήταν ο Αρχέλαος, που μνημονεύεται στο σ. 22, οι Ηρώδες Αντίπας και Φίλιππος, που μνημονεύονται στο κεφάλαιο ιδ του Ματθαίου και κεφάλαιο κγ του Λουκά, και ο Αριστόβουλος, ο πατέρας του Ηρώδου του Αγρίππα, που αναφέρεται στις Πράξεις β (b).
«Αναφέρει τον Ηρώδη, για να μάθεις εσύ ότι εξέλιπαν οι άρχοντες και βασιλιάδες από την φυλή του Ιούδα και αναγκαστικά ήλθε ο Χριστός. Διότι ο Ηρώδης δεν ήταν  Ιουδαίος, αλλά Ιδουμαίος» (Θφ).
(3)   Ο Ηρώδης έγινε κυβερνήτης της Γαλιλαίας το 47 π.Χ. και δόθηκε σε αυτόν ο τίτλος του βασιλιά της Ιουδαίας από τον Αντώνιο και τον Οκτάβιο το 40 π.Χ. (S).
(4)   Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (Ι,101) οι μάγοι ήταν αρχικά Μηδική φυλή, η οποία απέβη ιερατική τάξη μεταξύ των Περσών (Ι,132), όπως οι Χαλδαίοι στη Βαβυλώνα (S). Μετά την κατάκτηση της Βαβυλώνας οι Μάγοι ασχολούνταν με την αστρολογία, και εξ’ αιτίας αυτού χρησιμοποιούσαν και μεθόδους ύποπτους, έτσι ώστε η λέξη μάγος, από όπου η λέξη μαγεία, κατέστη σχεδόν συνώνυμη με τη λέξη γόης (=μάγος). Πάντως η πρόθεση του Ματθαίου για κανένα λόγο δεν είναι να υποτιμήσει αυτούς που αναφέρονται εδώ ( L).
Η λέξη μάγος είναι ινδογερμανικής προέλευσης. Με την ονομασία αυτή στους Βαβυλώνιους, Μήδους, Πέρσες και άλλους ονομάζονταν οι σοφοί, διδάσκαλοι, ιερείς, γιατροί, αστρολόγοι, μάντεις, ερμηνευτές των ονείρων, έμπειροι των μαγικών τεχνών κλπ. Εδώ ονομάζονται σοφοί αστρολόγοι ανατολίτες, οι οποίοι από την ανατολή αστέρος διαπίστωσαν την πρόσφατη γέννηση του Μεσσία (g). Ότι οι μάγοι υπήρξαν βασιλιάδες συναντιέται για πρώτη φορά στον Τερτυλλιανό σύμφωνα με καθαρά εξηγητικό συνδυασμό με το Ψαλμ. οα 10 («βασιλιάδες Αράβων και Σαβά θα φέρουν δώρα»). Ότι ήταν τρεις, αναμφίβολα σύμφωνα με τον αριθμό των δώρων που έφεραν, συναντιέται στις τοιχογραφίες από τις αρχές του β αιώνα (L).
(5)   Η πατρίδα τους αναφέρεται εδώ αόριστα (S). Εφ’ όσον η πρόθεση του Ματθαίου δεν ήταν να υποτιμήσει εδώ τους μάγους, ήταν πολύ φυσικό, να θεωρήσουν αυτούς ως ιερείς Πέρσες, σύμφωνα με την τιμητική και επίσημη έννοια της λέξης. Αυτή επίσης είναι η εικονογραφική παράδοση της Ρώμης και ομόφωνη σχεδόν παράδοση των Πατέρων (δες και Κλήμη Αλεξ. Στρωματείς Ι,15, Ωριγένη Κατά Κέλσου Ι,58).
Αλλά η εκδοχή αυτή δεν συμβιβάζεται με την έννοια της φράσης στη Βίβλο «από ανατολών» που σημαίνει την χώρα που είναι πέρα από τον Ιορδάνη και τη Νεκρά θάλασσα. Τα δώρα επίσης των μάγων είναι τα κατά παράδοση δώρα της Αραβίας. Ότι επίσης οι μάγοι προέρχονταν από την Αραβία βεβαιώνεται από τον Ιουστίνο δέκα φορές στο διάλογο προς Τρύφωνα (L).
Εάν η ελπίδα να βρεθεί ο Σωτήρας του κόσμου έφερε τον Τιριδάτη και τους μάγους του στη Νεάπολη, όπως αναφέρει ο Σουετώνιος, είναι πολύ πιθανόν και άλλοι μάγοι να ήλθαν στη μητρόπολη της Παλαιστίνης για παρόμοιο σκοπό (a). Αυτός που ενέπνευσε τον Βαλαάμ, να εκφωνήσει μία τόσο αξιοσημείωτη προφητεία για τον Μεσσία μπορούσε αναντίρρητα να διεγείρει και τους μάγους αυτούς, για να μεταβούν για προσκύνηση αυτού του Μεσσία ταυτόχρονα με τη γέννησή του (ο).
«Πρόσεξε λοιπόν, πως από την αρχή ανοίγεται στα έθνη πόρτα πίστης για να ντροπιαστούν οι Ιουδαίοι. Επειδή δηλαδή, αν και άκουγαν τους προφήτες να προαναγγέλλουν την παρουσία του Χριστού, δεν πρόσεχαν πολύ, τα οικονόμησε έτσι ώστε να έλθουν βάρβαροι… και από χώρα μακρινή και να τους διδάξουν» (Ζ).
(6)   Ήλθαν, αφού είχε πάρει το όνομα Ιησούς και συνεπώς μετά την περιτομή του (b). Το παραγίνομαι συναντιέται και στα Ματθ. γ 1,13 και μία φορά στο Μάρκ. ιδ 43 (a).
(7)   Ήταν φυσικό να υποθέσουν, ότι η πρωτεύουσα θα ήταν ο τόπος, όπου θα διακρίβωναν την αλήθεια και νόμιζαν αναμφίβολα ότι ο βασιλιάς γεννήθηκε εκεί (b).

Ματθ. 2,2       λέγοντες· ποῦ(1) ἐστιν ὁ τεχθεὶς(2) βασιλεὺς(3) τῶν Ἰουδαίων(4); εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ(5) τὸν ἀστέρα(6) ἐν τῇ ἀνατολῇ(7) καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι(8) αὐτῷ.
Ματθ. 2,2        Και ερωτούσαν τους κατοίκους• “που είναι ο νεογέννητος βασιλεύς των Ιουδαίων; Διότι ημείς είδαμεν τον αστέρα αυτού εις την Ανατολήν και από το ουράνιον αυτό φαινόμενον επληροφορηθήκαμεν την γέννησίν του και ήλθομεν να τον προσκυνήσωμεν”.
(1)   Είναι τόσο βέβαιοι για το γεγονός και το χρόνο, ώστε ρωτάνε μόνο το πού (b).
(2)   Βεβαιώνουν, ότι η γέννησή του έλαβε ήδη χώρα και ότι με αυτήν είναι συνδυασμένα τα βασιλικά δικαιώματά του (b).
(3)   Για έναν και μόνο λέχθηκε, ότι από τη στιγμή που γεννήθηκε είναι βασιλιάς (b). Δεν έχουν αμφιβολία για το ότι ο βασιλιάς γεννήθηκε. Η συνέχεια όμως του λόγου τους και η επίσημη ερμηνεία του συνεδρίου (σ. 5 και εξής) δείχνουν, ότι δεν περίμεναν να δουν έναν συνηθισμένο μονάρχη, αλλά τον ιδεώδη βασιλιά, αυτόν που από πολύ παλιά αναμενόταν ως σωτήρας (F).
(4)   Λένε όχι ο βασιλιάς μας, αλλά των Ιουδαίων, δείχνοντας έτσι, ότι αυτοί δεν ήταν Ιουδαίοι (b).
(5)   Δηλαδή τον αστέρα μαζί με τον οποίο οι αστρονομικοί υπολογισμοί τους οδήγησαν αυτούς να συνδυάσουν τη γέννηση του αναμενόμενου μονάρχη (a). Το αστέρι που φανερώνει και ειδικά αναγγέλλει αυτόν (F).
(6)   Διάφορες απόπειρες έγιναν, για να ταυτιστεί ο αστέρας της αφήγησης με κάποιο εξαιρετικό ουράνιο φαινόμενο και να καθοριστεί η σύμπτωσή του με αστρονομικό υπολογισμό. Η πιο περίφημη από αυτές είναι αυτή του Κέπλερ (1605), ο οποίος νόμισε, ότι επρόκειτο για πάρα πολύ κοντινή σύνοδο των πλανητών Δία και Κρόνου και τους αστερισμού των Ιχθύων –μιας συνόδου σπανιότατης, που σημειώνεται ανά 800 έτη. Αλλά το αστέρι του χωρίου μας αναφέρεται αναμφίβολα σε ένα ιδιαίτερο αστέρι, το οποίο δεν σημείωσε κάποια καταπληκτική εμφάνιση στη φύση. Πράγματι, η άγνοια, την οποία εκδηλώνουν ο Ηρώδης και οι Ιεροσολυμίτες ως προς τη φύση του αστεριού μάλλον υποδηλώνει, ότι η εμφάνισή του δεν προκάλεσε την προσοχή κάποιου άλλου παρά μόνο των αστρολόγων (S).
Ως προς τη φύση του αστεριού διατυπώθηκαν διάφορες γνώμες. Ο Χ. Ζ. και ο Διόδωρος ο Ταρσού θεώρησαν ότι «δεν ήταν ένα από τα πολλά αυτό το αστέρι, ή μάλλον δεν ήταν καν αστέρι, αλλά μία αόρατη δύναμη που μετασχηματίστηκε σε αυτήν τη μορφή» (Χ). Ο Ω. «το αστέρι που φάνηκε στην ανατολή, νομίζουμε ότι είναι καινούργιο και δεν είναι παραπλήσιο με κανένα από τα συνηθισμένα, ούτε με αυτά που είναι στην απλανή περιοχή (που δεν μετακινούνται), ούτε με όσα είναι στις κατώτερες σφαίρες, αλλά έγινε στο είδος τέτοιο, όπως κατά καιρούς γίνονται οι κομήτες ή δοκίδες (=είδος μετεώρου με σχήμα δοκού) ή πωγωνίες (=κομήτης με πώγωνα (γένι)».
Πιο σωστή η εκδοχή που συνδυάζει και τις δύο γνώμες, σύμφωνα με την οποία το αστέρι για το οποίο γίνεται λόγος, ήταν στην αρχή αληθινό αστέρι, όταν δηλαδή φάνηκε ταυτόχρονα με τη γέννηση του Σωτήρα. Όταν όμως βγήκαν από τα Ιεροσόλυμα είδαν πάλι το αστέρι το οποίο είχαν δει στην πατρίδα τους, αλλά όχι πλέον το αληθινό εκείνο, αλλά υπερφυσικό αντίτυπο αυτού, το οποίο τους οδηγούσε στη Βηθλεέμ και τέλος αφού ήλθε στάθηκε επάνω από όπου ήταν το παιδί (δ).
Και ότι το αστέρι που φάνηκε στους μάγους κατά την πορεία τους από Ιεροσόλυμα στη Βηθλεέμ ήταν υπερφυσικό, φαίνεται πρώτον μεν «από την λαμπρότητα. Διότι κανένα αστέρι δεν φαίνεται την ημέρα, λόγω της υπερβολικής ηλιακής λαμπρότητας, αυτό μόνο φαινόταν την ημέρα και δεν μπορούσε ο ήλιος να το κρύψει»· και επίσης και «από το ότι βάδιζε το αστέρι πολύ κοντά στη γη. Διότι δεν θα έδειχνε το σπήλαιο, αν βρισκόταν ψηλά παραπλήσια με τα άλλα αστέρια. Αυτό όμως αφού ήλθε σταμάτησε πάνω από όπου ήταν το παιδί» (Ζ).
«Ότι ήταν αγγελική δύναμη το αστέρι είναι φανερό… από το ότι κινούνταν μεν, όταν κινούνταν οι μάγοι, ενώ στεκόταν όταν αναπαύονταν» (Θφ)
(7)   Μπορεί να σημαίνει ότι και το προηγούμενο από ανατολών. Δες Αριθ. γ 38,Ιησού Ναυή ιη 7,Ιερεμ. λη 40,Αποκαλ. κα 13. Αλλά είναι απίθανο ότι οι μάγοι θα έλεγαν στην ανατολή αντί να πουν στη χώρα μας και ότι ο ευαγγελιστής θα χρησιμοποιούσε τον πληθυντικό και τον ενικό σε δύο αλλεπάλληλους στίχους με την ίδια έννοια. Είναι δύσκολο να μην υποθέσουμε ότι η λέξη ανατολή εδώ είναι τεχνικός αστρονομικός όρος που σημαίνει την αρχή του ιδιαίτερου φαινομένου, το οποίο εκφράζει εδώ η λέξη αστέρι (a).
Το ανατολή λοιπόν σημαίνει κατά τη στιγμή της ανατολής του. Και πράγματι οι αστρολόγοι απέδιδαν μεγάλη σημασία στο σημείο αυτό. Τα άστρα είχαν το μέγιστο της επίδρασής τους κατά την ανατολή τους. Οι Μάγοι λοιπόν θα είχαν βγάλει συμπεράσματα από τη σύμπτωση της ανατολής του άστρου με τη γέννηση του παιδιού (L).
(8)   Λέξη αγαπητή στο Ματθαίο που συναντιέται 13 φορές σε αυτόν, 2 στον Μάρκο και 3 στο Λουκά (a). Οι μάγοι αναγνώριζαν τον Ιησού ως Κύριό τους και σωτήρα τους (b). Διότι «αν δεν ανέμεναν να γίνει δικός τους βασιλιάς, αλλά ενός παράξενου λαού, που κατοικούσε σε μεγάλη απόσταση από την πατρίδα τους, ούτε το έβλεπαν να έχει γίνει ήδη άνδρας, για ποιο λόγο κάνουν τόσο μακρινό ταξίδι και προσφέρουν δώρα, και αυτά ενώ επρόκειτο να τα κάνουν με κινδύνους;» (Χ)

Ματθ. 2,3       Ἀκούσας δὲ Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς(1) ἐταράχθη καὶ πᾶσα Ἱεροσόλυμα(2) μετ᾿ αὐτοῦ(3),
Ματθ. 2,3        Οταν ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης να γίνεται λόγος δια νεογέννητον Βασιλέα εκυριεύθη από ταραχήν• μαζή με τον Ηρώδην εταράχθησαν και όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ.
(1)   Ο ευαγγελιστής σκόπιμα μιλά για τον Ηρώδη ως βασιλιά, για να εξηγήσει γιατί ταράχτηκε. Ο θρόνος του ήταν σε κίνδυνο (p). «Ταράχτηκε επειδή φοβήθηκε για την βασιλεία μιας και ήταν από άλλη φυλή (όχι τη βασιλική του Ιούδα)» (Θφ).
Άλλωστε οι Φαρισαίοι, λίγο πιο πριν είχαν προείπει, όπως μαθαίνουμε από τον Ιώσηπο (Αρχ. XVII 3), ότι πλησίαζε η άρση της βασιλείας από τον οίκο του Ηρώδη (b). Ταράχτηκε αν και αυτός ήταν εβδομήντα ετών και συνεπώς δεν είχε λόγο προσωπικό, να φοβηθεί ένα νήπιο, το οποίο μετά από έτη πολλά θα ενηλικιωνόταν (ο).
(2)   Ή βάζει θηκυκό γένος κατά τρόπο ασυνήθιστο όπως και στο Τωβίτ ιδ 4. Ή, πιο σωστά «όλη η πόλη, που ονομάζεται Ιεροσόλυμα» (Ζ).
(3)   Ταράχτηκε η πόλη, «αν και έπρεπε αυτή να χαίρεται μάλλον, διότι γεννήθηκε σε αυτούς βασιλιάς, τον οποίο οι προφήτες προκατήγγειλαν σωτήρα και λυτρωτή του Ισραήλ» (Ζ). Ο λαός, ο οποίος επί μακρόν είχε συνηθίσει το βασιλιά, ακολουθούσε τον αρχηγό του (b). Ήταν λοιπόν προς το συμφέρον τους να μην έχουν δυναστεία διαφιλονικούμενη (p).
Ταράχτηκε από την προσδοκία μεγάλων επικειμένων κακών, τα οποία τόσο οι φίλοι, όσο και οι εχθροί του Ηρώδη φοβούνταν και ήταν αυτά οι εμφύλιοι πόλεμοι που επρόκειτο να προέλθουν από την εξαγρίωση του Ηρώδη και η διέγερση της θηριώδους εκδίκησής του (δ).

Ματθ. 2,4       καὶ συναγαγὼν πάντας(1) τοὺς ἀρχιερεῖς(2) καὶ γραμματεῖς(3) τοῦ λαοῦ(4) ἐπυνθάνετο(5) παρ᾿ αὐτῶν ποῦ(6) ὁ Χριστὸς(7) γεννᾶται(8).
Ματθ. 2,4        Ο Ηρώδης, αφού εκάλεσε και συνεκέντρωσε όλους τους αρχιερείς και γραμματείς του λαού εζητούσε πληροφορίας, που, σύμφωνα με τας Γραφάς, θα εγεννάτο ο Χριστός.
(1)   Όλους όσοι ήταν στα Ιεροσόλυμα τότε (b). Επειδή ήταν Ιδουμαίος από τη γέννησή του ο Ηρώδης και ελάχιστα παρακολουθούσε τις θρησκευτικές ιδέες των υπηκόων του, συγκαλεί τους ειδικούς (F).
(2)   Πολλές φορές στον πληθυντικό συναντιέται στα ευαγγέλια, στις Πράξεις και στα συγγράμματα του Ιώσηπου και περιλαμβάνονται έτσι εκτός από εκείνον, ο οποίος κατείχε το αρχιερατικό αξίωμα, που ήταν εν ενεργεία αρχιερέας, και εκείνοι, οι οποίοι προηγουμένως το ίδιο αξίωμα είχαν διαχειριστεί, αλλά σταμάτησαν να το έχουν και οι οποίοι είχαν μεγάλη επιρροή στην κοινωνία, καθώς και εκείνοι από τις οικογένειες των οποίων λαμβάνονταν οι αρχιερείς (g).
Το ισόβιο και κληρονομικό των αρχιερέων καταργήθηκε επί Ηρώδου και των Ρωμαίων και ο αρχιερέας αυθαίρετα επιβαλλόταν και αντικαθίστατο με άλλον, έτσι ώστε συνυπήρχαν και άλλοι πρώην αρχιερείς, που φύλαγαν το όνομα, την εσθήτα και τις τιμές του αρχιερέα (δ).
(3)   Ιδιώτες ή διδάσκαλοι ειδικοί στις Γραφές (b). «Γραμματείς ήταν οι διδάσκαλοι του λαού» (Θφ). Ο Λουκάς συνήθως ονομάζει αυτούς νομικούς. Ήταν επιφορτισμένοι να ερμηνεύουν τη μωσαϊκή νομοθεσία και εκπλήρωναν συγχρόνως έργα θεολόγων και νομομαθών. Δες Ιησήπου Αρχαιολ. XVII 6,2, XVIII 3,5. Το συνέδριο αποτελούνταν από τους αρχιερείς και γραμματείς, στους οποίους προστίθενταν οι πρεσβύτεροι του λαού (F).
(4)   Αρχίζει εδώ η καταδικαστική στάση του ευαγγελιστή απέναντι στους επίσημους διδασκάλους του ιουδαϊκού έθνους. Μήνυμα ήλθε κάτω από εξόχως εξαιρετικές και αξιόλογες συνθήκες  ότι ο βασιλιάς των Ιουδαίων γεννήθηκε και οι εθνικοί αυτοί αρχηγοί δεν έλαβαν τον κόπο να πληροφορηθούν εάν αυτό ήταν ή δεν ήταν αληθές. Ειδωλολάτρες, οι οποίοι δεν είχαν τίποτα να καθοδηγήσει αυτούς παρά μόνο ημιμάθεια επιστήμης αναμεμιγμένη με δεισιδαιμονία, παρόλ’ αυτά όμως γίνονται τόσο φλογεροί από ενθουσιασμό με τα σημάδια, τα οποία ο Θεός με μέσα τόσο ατελή είχε παράσχει σε αυτούς, ώστε αναλαμβάνουν μακρινό ταξίδι και κάνουν επιμελείς έρευνες για να προσκυνήσουν το νέο βασιλιά, ο οποίος στάλθηκε στον κόσμο.
Αντιθέτως η ιουδαϊκή ιεραρχία, που είχε την Πεντάτευχο και τους προφήτες στα χέρια, καμιά φροντίδα δεν λαμβάνει για να διαπιστώσει την εκπλήρωση των προτυπώσεων και προφητειών (p).
(5)   Το ρήμα πυνθάνομαι μόνο εδώ συναντιέται σε αυτό το ευαγγέλιο (a).
(6)   «Δηλαδή σε ποιο μέρος της γης βρίσκεται στις Γραφές, ότι γεννιέται» (Ζ).
(7)   «Αλλά όμως οι μάγοι δεν είπαν ότι ζητούν το Χριστό. Πώς λοιπόν ο Ηρώδης ρωτά για το Χριστό; Διότι από παλιά άκουγε ότι πρόκειται να γεννηθεί ο Χριστός βασιλιάς του Ισραήλ» (Ζ).
(8)   Ο ενεστώτας συμφωνεί με την γενική προσδοκία της έλευσης του Μεσσία, η οποία επικρατούσε τότε (b). Αναμένει την απάντηση από τις προφητικές γραφές. Ο ενεστώτας άρα εκφράζει το δέον, το πρέπον (δ).

Ματθ. 2,5       οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας(1)· οὕτω γὰρ(2) γέγραπται διὰ τοῦ προφήτου·
Ματθ. 2,5        Εκείνοι δε του είπαν• “εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας, διότι έτσι έχει γραφή από τον προφήτην Μιχαίαν•
(1)   Αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως η ορθόδοξη απάντηση, την οποία θα έδινε κατά φυσικό λόγο μία επίσημη συνέλευση αρχιερέων και γραμματέων. Υπήρχε όμως και άλλη λαϊκή αντίληψη, σύμφωνα με την οποία ο Μεσσίας, όταν θα εμφανιζόταν, θα ερχόταν αιφνιδίως και η καταγωγή του θα ήταν μυστηριώδης. Δες Ιω. ζ 27. Για την ορθοδοξότερη όμως εκδοχή, η οποία ήταν και επικρατέστερη δες Ιω. ζ 42 και το Ταργκούμ στο Μιχαίου ε 1 (S).
(2)   Η αιτιολογία αυτή προβλήθηκε από το συνέδριο. Αλλά ο Ματθαίος επέθηκε σε αυτήν την επιδοκιμασία του (b).

Ματθ. 2,6       Καὶ(1) σὺ Βηθλεέμ, γῆ Ἰούδα(2), οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν Ἰούδα(3)· ἐκ σοῦ γὰρ(4) ἐξελεύσεται(5) ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ(6) τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ(7).
Ματθ. 2,6        Και συ Βηθλεέμ, που ανήκεις εις την περιοχήν της φυλής Ιούδα μολονότι μικρά στον πληθυσμόν, δεν είσαι από απόψεως αξίας καθόλου μικρότερη και άσημη από τας μεγάλας πόλεις της φυλής του Ιούδα. Και τούτο, διότι από σε θα προέλθη και θα αναδειχθή άρχων, ο οποίος ως καλός πομήν θα οδηγήση με στοργήν τον λαόν μου τον Ισραηλιτικόν”.
(1)   Το χωρίο έχει ληφθεί από το Μιχαίου ε 1και μεταφράζεται από τους Ο΄ ως εξής: Καὶ σύ, Βηθλεέμ, οἶκος τοῦ Ἐφραθά, ὀλιγοστὸς εἶ τοῦ εἶναι ἐν χιλιάσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ μοι ἐξελεύσεται τοῦ εἶναι εἰς ἄρχοντα ἐν τῷ Ἰσραήλ. (=Και συ Βηθλεέμ, η άλλως λεγομένη και οίκος εφραθά, μικρά είσαι μεταξύ των πόλεων του Ιούδα. Δεν έχεις ούτε χιλίους κατοίκους. Αλλά από σε θα προέλθη εις δόξαν ιδικήν μου ένας ανήρ ο οποίος θα γίνη άρχων του ισραηλιτικού λαού). Ο ευαγγελιστής απέδωσε γενικώς την έννοια της προφητείας μεταβάλλοντας το λεκτικό της ώστε να είναι πιο κατανοητή.
(2)   Οι Ο΄ γράφουν στο Ιησού Ναυή ιε 59 «Θεκώ και Εφραθά. Αυτή είναι η Βηθλεέμ». Από αυτό φαίνεται ότι όταν η γη Χαναάν διαιρέθηκε μεταξύ των φυλών του Ισραήλ, η Βηθλεέμ δεν υπολογιζόταν μεταξύ των πόλεων. Δες και Ιω. ζ 42, όπου η Βηθλεέμ ονομάζεται κώμη (χωριό) (b). Ο ευαγγελιστής αντικαθιστά εδώ τη φράση «οίκος του Εφραθά», ελάχιστα κατανοητή για τους αναγνώστες, με το «γη Ιούδα».
(3)   «Δηλαδή ως προς του φυλάρχους (Ιούδα). Λέγοντας όμως αυτό συμπεριέλαβε και την Ιερουσαλήμ» (Χ). Για κατανόηση αυτού του στίχου ( σύμφωνα με τους Ο΄) πρέπει να σημειωθεί ότι κάθε φυλή στο Ισραήλ διαιρούνταν σε χιλιάδες ή συγγένειες. Και για αυτό ο προφήτης (κατά τους Ο΄) λέει εδώ για τη Βηθλεέμ, ότι είναι μικρή, ώστε να είναι ανάμεσα στις συγγένειες Ιούδα, σαν μία από αυτές και αυτή (δ).
Δες στο Κριτών στ 15 τη φράση η χιλιάς μου δηλαδή η οικογένειά μου. Για αυτό και ο Ματθαίος αφού έβαλε το ελαχίστη μνημονεύει αντί των χιλιάδων τους ηγεμόνες των χιλιάδων, πάνω από τους οποίους θέτει έναν ηγούμενο, το Χριστό (b). «Αν και φαινομενικά είσαι ασήμαντη, αλλά αν το εξετάσει κάποιος βαθύτερα δεν είσαι κάποια ελάχιστη ανάμεσα σε όλες τις ηγεμονίες της φυλής του Ιούδα. Διότι κάθε φυλή είχε διαφορετικές ηγεμονίες στις πόλεις τους» (Ζ).
(4)   «Προσθέτει και την αιτία της δόξας λέγοντας ότι από σένα θα βγει. Κανείς όμως άλλος δεν έκανε λαμπρό και ένδοξο το μέρος εκείνο παρά μόνος αυτός. Μετά λοιπόν από τη γέννα εκείνη, από τα πέρατα της οικουμένης έρχονται για να δουν τη φάτνη και τον τόπο της καλύβας. Διότι το χωριό έγινε ξακουστό όχι μόνο στην Παλαιστίνη αλλά και σε όλη την οικουμένη» (Χ).
(5)   «Δηλαδή θα βλαστήσει» (Ζ). «Δεν είπε ότι θα μείνει στη Βηθλεέμ, αλλά ότι θα προέλθει. Επομένως και αυτό αποτελούσε προφητεία, ότι μόνο θα γεννηθεί εκεί» (Χ). «Διότι δεν έμεινε ο Χριστός στη Βηθλεέμ, αλλά βγήκε από αυτήν μετά τη γέννηση και τον περισσότερο χρόνο έμενε στη Ναζαρέτ» (Θφ). Το ἐκ σοῦ ἐξελεύσεται σημαίνει σε σένα θα πάρει την αρχή, την ύπαρξή του. Και για αυτό σωστά κατάλαβαν οι Ιουδαίοι ότι αυτό δηλώνει την γέννηση στη Βηθλεέμ (δ).
(6)   «Θα ποιμάνει είπε, όχι θα τυραννήσει ή θα καταφάει» (Θφ).
(7)   Η όλη φράση παρουσιάζεται να προσαρμόστηκε στο Β΄ Βασ. ε 2 σύμφωνα με τους Ο΄: «ο οποίος θα ποιμάνει το λαό μου τον Ισραήλ». «Λέγοντας εδώ τον Ισραήλ, υπαινίχθηκε όσους από τους Ιουδαίους πίστεψαν σε αυτόν. Και αυτό ερμηνεύοντας ο Παύλος έλεγε. «Δεν είναι αυτοί Ισραήλ, όσοι δηλαδή προέρχονται από το Ισραήλ, αλλά όσοι γεννήθηκαν μέσω της πίστης και της υπόσχεσης» (Ρωμ. θ 7).
Αν λοιπόν δεν τους ποίμανε όλους, η αιτία και η κατηγορία είναι δική τους. Διότι έπρεπε αυτοί να προσκυνήσουν μαζί με τους μάγους και να δοξάσουν το Θεό… αυτοί όμως κάνουν το αντίθετο και ταράττονται και προκαλούν ανησυχία και πλέκουν άπειρες σκευωρίες έπειτα από αυτά» (Χ)

Ματθ. 2,7       Τότε(1) Ἡρῴδης λάθρα(2) καλέσας τοὺς μάγους ἠκρίβωσε(3) παρ᾿ αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ φαινομένου(4) ἀστέρος(5),
Ματθ. 2,7        Τοτε ο Ηρώδης εκάλεσε κρυφίως τους μάγους και επληροφορήθη ακριβώς από αυτούς τον χρόνον, κατά τον οποίον είχε φανή ο αστήρ.
(1)   Αγαπημένη λέξη του Ματθαίου. Συναντιέται σε αυτόν 90 φορές, 6 στο Μάρκο και 15 στο Λουκά (a).
(2)   Αυτό αποδεικνύει δόλια σχέδια εκ μέρους του Ηρώδη (b). «Γιατί τους κάλεσε κρυφά; Διότι υποπτευόταν τους Ιουδαίους… και δεν ήθελε να ακούσουν αυτοί, αυτά που επρόκειτο να ρωτήσει και να παραγγείλει, μη τυχόν αφού καταλάβουν ότι θέλει να του κάνει κακό, τον σώσουν σαν δικό τους βασιλιά» (Ζ). Να που ο Ηρώδης σε όλη την αφήγηση αυτή παρουσιάζεται όπως γνωρίζουμε αυτόν και από τον Ιώσηπο και από τους υπόλοιπους κλασσικούς συγγραφείς (F).
(3)   «Αντί να πει: έμαθε με ακρίβεια» (Ζ). «Διότι νομίζω ότι το αστέρι είχε φανεί πριν από πολύ χρόνο. Επειδή επρόκειτο να ξοδέψουν πολύ χρόνο στην οδοιπορία οι μάγοι» (Χ).
(4)   Δηλαδή την περίοδο από τη στιγμή που το αστέρι φάνηκε σε αυτούς για πρώτη φορά ανατέλλοντας (a). Η μετοχή είναι χρόνου παρατατικού = κατά τον οποίο (χρόνο) φαινόταν. «Εξακρίβωσε το χρόνο του αστεριού, όταν φάνηκε σε αυτούς, ώστε από εκεί να αριθμήσει το χρόνο της γέννησης του Χριστού. Διότι ανέμενε, ότι, όταν αυτό φάνηκε, τότε οπωσδήποτε γεννήθηκε και ο Χριστός» (Ζ).
(5)   «Πρόσεξε όμως την ανοησία (του Ηρώδη). Αν μεν πίστευε την προφητεία και την θεωρούσε αμετακίνητη, είναι ολοφάνερο ότι επιχειρούσε αδύνατα πράγματα. Αν πάλι δεν πίστευε και δεν περίμενε ότι θα πραγματοποιηθούν τα λεγόμενα, δεν έπρεπε να τρέμει και να φοβάται ούτε για αυτό να σχεδιάζει κακά. Επομένως είτε έτσι είτε αλλιώς ο δόλος ήταν περιττός» (Χ)

Ματθ. 2,8       καὶ πέμψας(1) αὐτοὺς εἰς Βηθλεὲμ εἶπε· πορευθέντες ἀκριβῶς ἐξετάσατε περὶ τοῦ παιδίου(2), ἐπὰν δὲ εὕρητε, ἀπαγγείλατέ μοι(3), ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτῷ(4).
Ματθ. 2,8        Κατόπιν τους έστειλε εις την Βηθλεέμ και είπε• “πηγαίνετε εκεί και εξετάσατε με κάθε ακρίβειαν όλα τα περί του παιδίου• και όταν θα το εύρετε, πληροφορήσατέ με, δια να έλθω εις την Βηθλεέμ να το προσκυνήσω και εγώ”.
(1)   Πέμψας = αφού τους οδήγησε ότι στη Βηθλεέμ θα βρουν το ζητούμενο, όχι όμως ότι διέταξε σε αυτούς αυτό (δ).
(2)   «Δεν είπε, αφού πάτε μάθετε για τον βασιλιά, αλλά για το παιδί. Διότι δεν ανεχόταν ούτε το όνομα της εξουσίας του να κατονομάσει» (Χ).
(3)   Ο Ηρώδης δεν δεχόταν ως απολύτως αληθή την αντίληψη των μάγων, αν και θεωρούσε αυτήν ως δυνατή. Για αυτό δεν πρέπει να απορεί κάποιος, γιατί δεν έσπευσε να μεταβεί μαζί με τους μάγους, για να προσκυνήσει το παιδί (b).
(4)   Το αποκορύφωμα της υποκρισίας, για να επιτύχει ασφαλέστερα τα δόλια και φονικά σχέδιά του (F).

Ματθ. 2,9       οἱ δὲ ἀκούσαντες τοῦ βασιλέως ἐπορεύθησαν(1)· καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ(2) ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς(3), ἕως ἐλθὼν ἔστη(4) ἐπάνω οὗ ἦν(5) τὸ παιδίον·
Ματθ. 2,9        Οι δε μάγοι, αφού ήκουσαν τα λόγια του βασιλέως, εξεκίνησαν και επορεύοντο εις την Βηθλεέμ• και ιδού το λαμπρόν αστέρι, που είχαν ίδει εις την Ανατολήν, επροπορεύετο και τους ωδηγούσεν, έως ότου ήλθε και εστάθη επάνω από τον τόπον όπου ευρίσκετο το παιδίον.
(1)   «Οι μάγοι [από τις επιβουλές του Ηρώδη] αυτές, τίποτα δεν αντιλήφθηκαν λόγω της πολλής τους ευλάβειας και φεύγουν χωρίς καμιά υποψία για αυτά, αλλά από τον εαυτό τους έκριναν και τη συμπεριφορά των άλλων» (Χ). Οι μάγοι πέτυχαν την απάντηση που επιθυμούσαν (b) και τίποτα κακό δεν υποπτεύθηκαν για τις διαθέσεις του Ηρώδη.
(2)   Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού τους δεν είχαν δει το αστέρι (b). Ή τουλάχιστον είχε εξαφανιστεί το αστέρι πριν ακόμη αυτοί φθάσουν στην Ιερουσαλήμ (F). «Διότι για αυτό και κρύφτηκε, ώστε αφού χάσουν τον οδηγό τους να βρεθούν στην ανάγκη να ρωτήσουν τους Ιουδαίους και να γίνει έτσι το πράγμα ολοφάνερο σε όλους» (Χ)
(3)   Προπορευόταν μπροστά από αυτούς (δ). «Και όχι απλώς προχωρούσε, αλλά πήγαινε μπροστά από αυτούς και τους έσυρε από το χέρι και τους καθοδηγούσε μέρα μεσημέρι… Και τι χρειαζόταν το αστέρι τούτο, θα ρωτήσει κάποιος, αφού είχε γίνει γνωστό το μέρος; Για να γίνει ορατό και το παιδί. Διότι δεν υπήρχε κανένα σημείο που να το δείχνει, επειδή ούτε το σπίτι ήταν μεγαλοπρεπές ούτε η μητέρα λαμπρή και επίσημη, χρειαζόταν λοιπόν το αστέρι που θα τους σταματούσε στον ορισμένο τόπο. Για αυτό και εμφανίζεται σε αυτούς όταν βγήκαν από τα Ιεροσόλυμα και δεν σταμάτησε προηγουμένως, ώσπου έφθασε στη φάτνη» (Χ).
(4)   Συμπεραίνουμε από εδώ ότι το αστέρι βρισκόταν κάτω από την καθοδήγηση λογικής αιτίας (b). «Όταν έφτασε πάνω από το παιδί, το άστρο σταμάτησε πάλι, γεγονός το οποίο ακριβώς φανέρωνε μία μεγαλύτερη δύναμη από ένα απλό αστέρι, το να κρύβεται μεν τώρα, έπειτα να φαίνεται και μετά την εμφάνιση να σταματά» (Χ).
(5)   Επάνω όπου ήταν, δηλαδή πάνω από το σπίτι (δ). «Αφού ήλθε στάθηκε επάνω στο κεφάλι του και έδειχνε ότι το παιδί που γεννήθηκε ήταν θείο» (Χ). «Κατέβηκε το αστέρι από το ύψος και αφού πλησίασε πολύ τη γη έδειξε σε αυτούς τον τόπο» (Θφ).

Ματθ. 2,10     ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν(1) χαρὰν μεγάλην σφόδρα(2),
Ματθ. 2,10      Οι μάγοι, όταν είδαν τον αστέρα, εδοκίμασαν πολύ μεγάλην χαράν.
(1)   «Χάρηκαν επειδή βρήκαν τον αψευδέστατο οδηγό. Διότι πληροφορήθηκαν λοιπόν ότι και αυτό που ζητούσαν θα το βρουν» (Ζ).
(2)   Συναντιέται η λέξη 7 φορές στο Ματθαίο και ανά μία φορά στο Μάρκο και το Λουκά (a).

Ματθ. 2,11     καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν(1) οἰκίαν(2) εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ(3), καὶ πεσόντες προσεκύνησαν(4) αὐτῷ, καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς(5) αὐτῶν προσήνεγκαν(6) αὐτῷ δῶρα(7), χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν(8)·
Ματθ. 2,11      Και ελθόντες εις την οικίαν είδαν το παιδίον με την μητέρα αυτού Μαρίαν και πεσόντες στο έδαφος επροσκύνησαν με βαθείαν ευλάβειαν αυτό• και ανοίξαντες τας αποσκευάς και τα θησαυροφυλάκιά των του προσέφεραν δώρα, χρυσόν και πολύτιμα αρώματα της Ανατολής, λιβάνι και σμύρναν.
(1)   Το άρθρο μπήκε για να δηλώσει την οικία στην οποία τότε κατά συγκυρία έμεναν και την οποία έκανε γνωστή το αστέρι που στάθηκε πάνω της (δ).
(2)   Παράδοση παλαιότατη (Ιουστίνου προς Τρύφωνα LXXVIII 5, Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου XVIII) μιλά για σπήλαιο, στο οποίο γεννήθηκε ο Χριστός, και ο Ωριγένης στηριζόταν πάνω στην παράδοση αυτή για να αποδείξει την γέννηση στη Βηθλεέμ (Κατά Κέλσου Ι, 51). Το σπήλαιο αυτό άλλωστε με την φάτνη του Λουκά εναρμονίζεται πλήρως (β 6 και εξής). Μπορεί κάποιος να υποθέσει ότι μετά τη γέννηση του Ιησού, ο Ιωσήφ κατόρθωσε να βρει στέγη ανετότερη ή ότι ο Ματθαίος χρησιμοποιεί εδώ όρο γενικό ( L). «Αφού ευλογήθηκε αυτός (ο Ιησούς) από τον Συμεών, κατέβηκαν πάλι στη Βηθλεέμ και το βρέφος το είχε στην αγκαλιά της η μητέρα του, και έμειναν προσωρινά σε σπίτι που τους φιλοξενούσε για πολλές ημέρες και αφού ήλθαν οι μάγοι στο σπίτι από τη γη της ανατολής εκεί έφεραν σε αυτό τα δώρα και έγιναν θεατές του αιωνίου βασιλιά» (Ω).
(3)   Φαίνεται ότι τη στιγμή που ήλθαν οι μάγοι βρήκαν το παιδί με μόνη τη μητέρα του (δ).
(4)   Η προσκύνηση εκφράζεται ζωηρά με δύο ρήματα «πεσόντες προσεκύνησαν» (L). «Τι ήταν αυτό που τους έπεισε να προσκυνήσουν; Διότι ούτε η Παρθένος ήταν επίσημη, ούτε η οικία ένδοξη, ούτε κάτι άλλο από όσα έβλεπαν ήταν ικανό να προκαλέσει την έκπληξη και να προσελκύσει… Τι λοιπόν τους έπεισε; Ήταν και το άστρο και ο φωτισμός τον οποίο ο Θεός έστειλε στη διάνοιά τους που τους οδηγούσε σιγά σιγά προς την τελειότερη γνώση» (Χ).
(5)   Θησαυρός λέγεται κάθετί πολύτιμο που φυλάσσεται, όπως και αυτό στο οποίο φυλάσσεται, οι θήκες των θησαυρών (δ). Εδώ είναι το σακούλι ή άλλο σκεύος, στο οποίο αποτίθενται πράγματα πολύτιμα (g).
(6)   Σύμφωνα με τη συνήθεια που είχαν στην ανατολή του να μην έρχονται με άδεια χέρια σε βασιλιά. Δες Γεν. μγ 10, Α Βασ. ι 27, Γ΄ Βασ. ι 2 (δ). Εφεραν σαν σε βασιλιά, χωρίς να σκανδαλιστούν από την τωρινή φτώχεια του (b). «Κανένα από τα αισθητά δεν ήταν μεγάλο εκεί, αλλά φάτνη και καλύβα και μητέρα φτωχή για να δεις καθαρή την φιλόσοφη διάθεση των μάγων» (Χ).
(7)   «Πρόσφεραν δώρα απαλλαγμένα μεν από την ιουδαϊκή προσήλωση στα υλικά, (για αυτό δεν θυσίασαν πρόβατα και μοσχάρια), αλλά δώρα που ήταν κοντά στην εκκλησιαστική φιλοσοφία» (Χ)
(8)   Όλα τα δώρα αυτά είναι προϊόντα της Αραβίας όχι όμως και αποκλειστικά σε αυτήν παραγόμενα. Για τη χρήση τέτοιων πολύτιμων δώρων δες Ησ. ξ 6, Ψαλμ. οα 10,15 και Ασμα γ 6 (S). Λίβανος είναι το δέντρο και το κόμμι (=κολλώδης ουσία) που εκκρίνεται από αυτό, που θυμιάζεται, το λιβάνι δηλαδή. Σμύρνα είναι το φυτικό άρωμα που κατά τρόπο φυσικό ή με κόψιμο απορρέει από το δέντρο το ονομαζόμενο Βαλσαμόδενδρον μύρρα. Χρησιμοποιούσαν το άρωμα αυτό είτε ως θυμίαμα (Εξόδου λ 23, Ασμα γ 6), είτε ως άρωμα στα ρούχα (Ψαλμ. μδ 9) είτε για άλειψη με μύρα νεκρών (Ιω. ιθ 39), είτε για να αλείφονται με αυτό (Ασμα ε 5, Εσθήρ β 12) είτε για ανάμιξη με κρασί ως ναρκωτικό (Μάρκ. ιε 23) (δ).
Είναι διάφορες οι αλληγορίες των δώρων. Ή «προσφέρουν δώρα, και δώρα όχι σαν σε άνθρωπο, αλλά σαν σε Θεό. Διότι το λιβάνι και η σμύρνα ήταν σύμβολο αυτού» (Χ). Ετσι ερμηνεύει και ο Τερτυλλιανός. Ή «είναι σύμβολο ο μεν χρυσός της βασιλείας· διότι χρυσάφι προσφέρουν ως φόρο στο βασιλιά οι υπήκοοι. Το λιβάνι είναι σύμβολο της θεότητας· διότι το λιβάνι θυμιαζόταν στο Θεό. Η σμύρνα είναι σύμβολο της νέκρωσης, διότι με αυτήν οι παλαιοί άλειφαν τους νεκρούς, για να μην σαπίζουν, ούτε να μυρίζουν άσχημα» (Ζ). Έτσι ερμηνεύουν και οι Ειρηναίος, Ωριγένης και Θεοφύλακτος. Ο Δαμαλάς αλλιώς.
Ματθ. 2,12     καὶ χρηματισθέντες(1) κατ᾿ ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς Ἡρῴδην, δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ(2) ἀνεχώρησαν(3) εἰς τὴν χώραν αὐτῶν(4).
Ματθ. 2,12      Επειδή δε έλαβον εντολήν και οδηγίαν από τον Θεόν εις όνειρόν των να μη επιστρέψουν προς τον Ηρώδην, ανεχώρησαν δια την πατρίδα των από άλλον δρόμον.
(1)   Το χρηματίζω έχει και την έννοια στους Διόδωρο και Πλούταρχο του δίνω απάντηση με χρησμό σε αυτούς που ζητούν συμβουλή ή ζητούν κάτι. Για αυτό στον Ιώσηπο σημαίνει προκειμένου για το Θεό = από το Θεό διατάσσω, προτρέπω, διδάσκω. Το παθητικό σημαίνει από το Θεό διατάσσομαι, προτρέπομαι, οδηγούμαι όπως εδώ (g).
«Αφού χρηματίστηκαν δηλαδή δέχτηκαν αποκάλυψη από το Θεό» (Θφ). «Χρηματίστηκαν λέει αντί να πει τους δόθηκε παραγγελία. Προτού μεν δουν το παιδί, τους οδηγούσε αστέρι. Αφού όμως το είδαν, μιλά σε αυτούς πλέον άγγελος επειδή αγιάστηκαν» (Ζ)
(2)   «Δες και από εδώ την πίστη τους, πως δεν σκανδαλίστηκαν, αλλά είναι υπάκουοι και ευγνώμονες και δεν ταράσσονται, ούτε συλλογίζονται μέσα τους λέγοντας: Αλλά όμως αν αυτό το παιδί είναι μεγάλο και έχει κάποια δύναμη τι χρειάζεται η φυγή και η μυστική αναχώρηση;» (Χ).
(3)   Συναντιέται 10 φορές στο Ματθαίο, και μία στο Μάρκο και πουθενά στο Λουκά (a).
(4)   «Στέλνει τους μάγους γρήγορα για να τους κάνει διδασκάλους στην περσική χώρα και για να θεραπεύσει ταυτόχρονα την μανία του τυράννου, για να μάθει ότι επιχειρεί ακατόρθωτα πράγματα, αν βεβαίως ήθελε να καταλάβει» (Χ)

Ματθ. 2,13     (1)Ἀναχωρησάντων(2) δὲ αὐτῶν ἰδοὺ(2) ἄγγελος Κυρίου φαίνεται(3) κατ᾿ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· ἐγερθεὶς(4) παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα(5) αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον(6), καὶ ἴσθι ἐκεῖ(7) ἕως ἂν εἴπω σοι(8)· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης(9) ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό(10).
Ματθ. 2,13      Οταν δε αυτοί ανεχώρησαν, ιδού άγγελος Κυρίου εφάνηκε δι' ονείρου στον Ιωσήφ και του είπε• “σήκω αμέσως χωρίς αναβολήν και πάρε το παιδίον και την μητέρα του και φύγε εις την Αίγυπτον, και μένε εκεί, μέχρις ότου πάλιν εγώ σου είπω• διότι ο Ηρώδης θα αναζητήση το παιδίον, δια να το θανατώση”.
(1)   Η φυγή του Ιησού στην Αίγυπτο επιβεβαιώνεται έμμεσα από κάποια παλαιότατη παράδοση και όπως φαίνεται ανεξάρτητη που διασώζεται στο Ταλμούδ (Abodah Zarah 16β,17α), σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς έφερε μαγικές δυνάμεις από την Αίγυπτο, με τις οποίες αργότερα τέλεσε πολλά θαύματα. Η παράδοση αυτή που χρονολογείται στα χρόνια του Ελιέζερ Υρκανού (80-120 μ.Χ.) πιθανότατα οφείλει την αρχή της σε διαστροφή προφορικής παράδοσης που ανάγεται στην εξ’ Ιουδαίων χριστιανών εκκλησία της Παλαιστίνης. Μεταγενέστερη μορφή αυτής αναφέρεται στον Ωριγένη (κατά Κέλσου Ι,38. Δες Ιουστίνου Απολογία Ι,30) (S).
Η παράδοση αυτή επιβεβαιώνει δύο πράγματα, ότι δηλαδή ο Ιησούς ήλθε στην Αίγυπτο και ότι μετά από αυτά έκανε θαύματα. Η απλότητα της αφήγησης του Ματθαίου αποτελεί σοβαρή ένδειξη αλήθειας. Θα μπορούσε να αντιταχτεί προς τις επεξεργασμένες λεπτομέρειες των απόκρυφων ευαγγελίων. Δες ψευδο-Ματθαίον XVII-XXV, το αραβικό ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας  IX-XXVI, το ευαγγέλιο του Θωμά, λατιν. έκδοση Ι-ΙΙΙ.
(2)    Για τη σύνταξη Ἀναχωρησάντων… ἰδοὺ, δες α 20 (a).
(3)   Η γενική απόλυτος που προηγήθηκε, το ιδού και ο ιστορικός ενεστώτας φαίνεται, δείχνουν ότι η εμφάνιση του αγγέλου επακολούθησε αμέσως μετά την αναχώρηση των μάγων (L).
(4)    Δηλαδή αμέσως και χωρίς κάποια αναβολή.
(5)   «Εδώ δεν λέει πλέον τη γυναίκα σου, αλλά την μητέρα του» (Χ).
(6)   Η Αίγυπτος υπήρξε συχνά τόπος καταφυγής απέναντι στην εξουσία στην Ιερουσαλήμ. Δες Γ΄ Βασ. ια 40 (L). Ήταν η χώρα που γειτόνευε περισσότερο προς νότο με την Ιουδαία. Εκεί και πολλοί από τους Ιουδαίους είχαν καταφύγει αποφεύγοντας την τυραννία του Ηρώδη (F).
«Πρέπει να φύγει και κατά το ανθρώπινο να μετοικήσει. Διότι δεν έπρεπε να θαυματουργήσει από τότε. Διότι αν από την πρώτη ηλικία έδειχνε θαύματα, δεν θα νομιζόταν ότι είναι άνθρωπος. Για αυτό βεβαίως δεν δημιουργείται αμέσως τέλειος ναός (το σώμα του), αλλά προηγείται η κυοφορία του, το διάστημα των εννέα μηνών, οι ωδίνες, ο τοκετός, ο θηλασμός η πολυχρόνιος ησυχία εν αναμονή της ανδρικής ηλικίας, για να γίνει με όλα αυτά εύκολα δεκτό το μυστήριο της οικονομίας. Διότι εάν μερικοί τόλμησαν να πουν ότι ήταν μύθος το ότι πήρε σάρκα παρόλο ότι έγιναν αυτά και πολλά οικονομήθηκαν, όπως αρμόζει σε ανθρώπους, σκεφτείτε σε ποια μεγάλη ασέβεια θα έπεφταν, εάν τα έπραττε όλα όπως αρμόζει στο Θεό και ανάλογα με τη δύναμή του;» (Χ).
(7)   «Να είσαι εκεί, αντί να πει να κατοικήσεις, να μένεις» (Ζ), «να είσαι εκεί» (Θφ).
(8)   Ετσι η πίστη του Ιωσήφ δοκιμάστηκε. Δεν αποκαλύφθηκαν σε αυτόν τα πάντα με τη μία. Υποχρεώθηκε να περιμένει το χρόνο της επιστροφής, ούτε ο άγγελος είπε κάτι σε αυτόν στο μεταξύ.
«Αφού άκουσε αυτά ο Ιωσήφ δεν σκανδαλίστηκε, ούτε είπε «το πράγμα είναι αίνιγμα. Δεν έλεγες προηγουμένως ότι θα σώσει το λαό του; Και τώρα δεν σώζει ούτε τον εαυτό του, αλλά είναι ανάγκη να φύγουμε, να αποδημήσουμε και να ζήσουμε αλλού πολύ καιρό. Τα πράγματα είναι αντίθετα με τις υποσχέσεις». Αλλά τίποτα από αυτά δεν λέει (διότι ήταν πιστός ο άνδρας), ούτε δείχνει περιέργεια για το χρόνο της επιστροφής, μολονότι ο άγγελος μίλησε αόριστα για αυτόν. Εως ότου σού πω… αλλά υπακούει και πείθεται, υπομένοντας με χαρά όλους τους πειρασμούς» (Χ).
(9)   Ο Ιωσήφ θα γνώριζε αρκετά για την κακότητα του Ηρώδη, διότι πρόσφατα αυτός είχε θανατώσει τους ίδιους του τους γιους Αλέξανδρο και Αριστόβουλο, επειδή υποπτεύθηκε αυτούς ότι επιβουλεύονταν το θρόνο του. Το οποίο έκανε τον Αύγουστο να πει, ότι είναι προτιμότερο να είναι κάποιος γουρούνι του Ηρώδη παρά γιος του.
(10)   «Και άλλο διδασκόμαστε από εδώ… Ποιο είναι λοιπόν αυτό; Ότι εξ αρχής πρέπει να περιμένουμε πειρασμούς και επιβουλές. Βλέπεις λοιπόν ότι αυτό γίνεται αμέσως από τα σπάργανα. Διότι αμέσως μόλις γεννήθηκε και μαίνεται ο τύραννος και γίνεται φυγή και εγκατάσταση σε χώρα εξορίας… έτσι ώστε εσύ ακούγοντας αυτά, όταν καταξιωθείς να διακονήσεις σε κάποιο πνευματικό πράγμα και έπειτα δεις να σε βρίσκουν συμφορές αθεράπευτες και να υπομένεις μύριους κινδύνους, να μην ταραχτείς ούτε να πεις… αλλά να τα υπομείνεις όλα γενναία» (Χ).

Ματθ. 2,14     Ὁ δὲ ἐγερθεὶς(1) παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς(2) καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον(3),
Ματθ. 2,14      Και ο Ιωσήφ εσηκώθηκε αμέσως, παρέλαβε νύκτα το παιδίον και την μητέρα αυτού και έφυγεν εις την Αίγυπτον.
(1)   Ο Ιωσήφ σηκώθηκε αμέσως και εκπλήρωσε την ίδια νύχτα του οράματος την παραγγελία του αγγέλου (δ).
(2)    Η ευεργεσία της νύχτας είναι μεγάλη σε καιρό διωγμού (b).
(3)   Δεν γνωρίζουμε σε ποιο μέρος της Αιγύπτου οδήγησε ο Ιωσήφ το παιδί και την μητέρα του. Το αραβικό ευαγγέλιο για την παιδική ηλικία του Ιησού μαρτυρεί, ότι ο Ιωσήφ κατέφυγε στη Ματαρέα κοντά στο Κάιρο (έκδοση Tischendorf κεφ. 24). Αλλά η παράδοση αυτή εμφανίζεται για πρώτη φορά κατά τον ΙΓ΄ αιώνα. Κατά την επίσημη παράδοση της κοπτικής εκκλησίας ο τόπος της διαμονής της αγίας οικογένειας τοποθετείται στο μοναστήρι Koskam στη μέση Αίγυπτο (L). Αναμφίβολα ο Ιωσήφ ακολούθησε την οδό την κατά μήκος της Μεσογείου και χρειάστηκε περίπου δέκα ημερών πορεία για να μεταβεί από Βηθλεέμ στα αιγυπτιακά σύνορα (F).

Ματθ. 2,15     καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου(1), ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου(2) λέγοντος· ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου(3).
Ματθ. 2,15      Και έμενε εκεί, έως ότου απέθανε ο Ηρώδης και έτσι εξεπληρώθη και επραγματοποιήθη πλήρως εκείνο, που είχε λεχθή από τον Κυριον δια του προφήτου, ο οποίος είπε• “από την Αίγυπτον εκάλεσα τον υιόν μου”.
(1)   «Πικρό τέλος είχε ο Ηρώδης και με πυρετό και δυσεντερία και φαγούρα και πρήξιμο ποδιών και σάπισμα των γεννητικών οργάνων, που γεννούσε σκουλήκια και με δύσπνοια και τρέμουλο και σπασμούς των μελών βγήκε η πονηρή ψυχή του» (Ζ). Ο Ιωσήφ διέμεινε στην Αίγυπτο έως το θάνατο του Ηρώδη, που συνέβη το 750 από κτίσεως Ρώμης, δηλαδή το 4 π.Χ. κατά τη συνηθισμένη χρονολογία. Επομένως λίγους μόνο μήνες έμειναν στην Αίγυπτο (δ). Κατά την παράδοση των απόκρυφων ευαγγελίων η διαμονή στη Αίγυπτο διήρκησε για αρκετό χρόνο, που υπολογίζεται διαφορετικά από ένα μέχρι επτά έτη (S). Προφανώς η παράδοση αυτή δεν στηρίζεται σε σοβαρά στοιχεία.
(2)   Η παράθεση είναι από το Ωσηέ ια 1 κατά το πρωτότυπο εβραϊκό, ενώ οι Ο΄ μεταφράζουν εξ Αιγύπτου εκάλεσα τα τέκνα αυτού. Ο Ακύλας όμως μεταφράζει εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου (b).
(3)   Ο στίχος δεν είναι προφητεία, αλλά έκθεση ιστορικού γεγονότος –της κλήσης του Ισραήλ από την Αίγυπτο στη γη Χαναάν, για να γνωστοποιήσουν εκεί την αληθινή θρησκεία. Αλλά η ιστορία του έθνους συχνά θεωρείται ως τυπική προεικόνιση της ζωής του Μεσσία (p). Όσα κατά τον τύπο προηγήθηκαν σε άλλους, κατά την αλήθεια και εκπλήρωση αναφέρονται στο Χριστό (Ιερωνύμου στον L).
«Αν όμως θα αμφέβαλλαν για την προφητεία οι Ιουδαίοι λέγοντας ότι το «από την Αίγυπτο κάλεσα τον υιό μου» ειπώθηκε για αυτούς, θα μπορούσαμε να πούμε σε αυτούς, ότι και αυτός είναι νόμος προφητείας, το ότι δηλαδή πολλές φορές πολλά λέγονται μεν για άλλους, εκπληρώνονται όμως σε άλλους… Το οποίο βεβαίως θα μπορούσε και εδώ να πει κάποιος. Διότι ποιος θα μπορούσε να ονομαστεί γνησιότερος Υιός Θεού;… Και ο λαός [του Ισραήλ] και ο πατριάρχης όταν κατέβηκαν εκεί [στην Αίγυπτο] και ανέβηκαν από εκεί, εκπλήρωναν τον τύπο αυτής της ανόδου. Διότι και εκείνοι κατέβαιναν αποφεύγοντας τον θάνατο από την πείνα και αυτός (ο Ιησούς) τον θάνατο από επιβουλή. Αλλά εκείνοι μεν αφού κατέβηκαν, απαλλάχτηκαν τότε από την πείνα, ενώ αυτός αφού κατέβηκε, αγίασε όλη τη χώρα με την εκεί παρουσία του» (Χ).
Η διαμονή του Χριστού στην Αίγυπτο ήταν το προοίμιο του εκχριστιανισμού της χώρας εκείνης. Κατά τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού η Αιγυπτιακή εκκλησία διακρίθηκε πολύ (b).

Ματθ. 2,16     (1)Τότε(2) Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη(3) ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν(4), καὶ ἀποστείλας(5) ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας(6) τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις(7) αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς(8) καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων(9).
Ματθ. 2,16      Τοτε ο Ηρώδης, όταν είδε ότι οι Μαγοι τον εξεγέλασαν, ωργίσθη παρά πολύ, και επάνω εις την φονικήν οργήν του έστειλε δημίους και έσφαξε όλα τα παιδιά, που ήσαν εις την Βηθλεέμ και εις τα περίχωρα αυτής από ηλικίας δύο ετών και κάτω, σύμφωνα με τον χρόνον, τον οποίον είχε εξακριβώσει από τους μάγους.
(1)   Τέτοια σφαγή, σαν αυτή που περιγράφεται στους στίχους 16-19 δεν αναφέρεται από τον Ιώσηπο. Τέτοια όμως ενέργεια εκ μέρους του Ηρώδη είναι εξ’ ολοκλήρου σύμφωνη με ό,τι γνωρίζουμε για το χαρακτήρα του, όταν κυριευόταν αυτός από κάποια υποψία. Περισσότερες από μία φορές παρέδωσε σε σφαγή, χωρίς να λυπηθεί ούτε τα μέλη της οικογένειάς του. Δες Ιωσήπου Αρχαιολογία XV1 11,7, XVII 2,4, VI 4,5. Ο αριθμός των παιδιών τα οποία έπεσαν θύματα της μανίας του κατά την περίπτωση αυτή ήταν μικρός, συγκρινόμενος με τις χιλιάδες των άλλων θυμάτων της θηριωδίας του Ηρώδη και το γεγονός εύκολα μπορούσε να διαφύγει την προσοχή του ιστορικού.
(2)   «Τότε. Πότε; Αφού δηλαδή η οικογένεια του Ιησού έφυγε στην Αίγυπτο» (Ζ).
(3)   Ετσι ο Ηρώδης εξέλαβε την εσπευσμένη αναχώρηση των μάγων: Νόμισε ότι τον ξεγέλασαν (F). «Είναι άξιο της δύναμης του Θεού όχι βεβαίως μόνο το να νικά ολοφάνερα τους εχθρούς μόνο, αλλά και το να τους εξαπατά με ευκολία. Έτσι λοιπόν εξαπάτησε και τους Αιγυπτίους προς χάριν των Ιουδαίων, και ενώ μπορούσε φανερά να μεταφέρει τον πλούτο εκείνων στα χέρια των Εβραίων, διατάζει να γίνει αυτό κρυφά και με απάτη» (Χ). Αυτός που επιχείρησε να εξαπατήσει τους μάγους, αποκρύπτοντας από αυτούς τους αληθινούς σκοπούς του ως προς το παιδί, με κάθε δικαιοσύνη βρέθηκε εξαπατημένος από αυτούς.
(4)   «Δεν έπρεπε βεβαίως να θυμώσει, αλλά να φοβηθεί και να μαζευτεί και να καταλάβει ότι επιχειρεί ακατόρθωτα πράγματα. Αλλά δεν συγκρατείται. Διότι όταν η ψυχή είναι αχάριστη και αθεράπευτη δεν υποχωρεί σε κανένα από τα φάρμακα που δίνει ο Θεός» (Χ). «Διότι και πριν άκουσε από μεν τους μάγους ότι αστέρι μήνυσε αυτόν που γεννήθηκε· από δε τους αρχιερείς και γραμματείς, ότι προφήτες για αυτόν προφήτευσαν. Αυτός όμως περισσότερο παραλογίζεται, για να δειχτεί τελείως η πονηρία και η ανοησία του» (Ζ).
«Τι έγινε που δεν έγινε καλύτερος; Αυτό όμως δεν ήταν έγκλημα εκείνου ο οποίος οικονόμησε όλα αυτά, αλλά αποτέλεσμα της δικής του υπερβολικής μανίας, που δεν υποχωρούσε σε εκείνους οι οποίοι μπορούσαν να τον παρηγορήσουν και να τον ελευθερώσουν από την κακία αλλά προχωρούσε περισσότερο, για να δεχτεί ακόμη βαρύτερη τιμωρία για την ανοησία του αυτή».
(5)   Δηλαδή σφαγείς και μάλιστα αιφνίδια (b).
(6)   Όχι και τα κορίτσια. Δες Εξόδου α 16 (b).
(7)   Δηλαδή στα περίχωρα που ανήκουν στους Βηθλεεμίτες (δ).
(8)   Είναι γένους αρσενικού = του παιδιού που έχει δύο έτη, που είναι δυο ετών· όχι λοιπόν ουδέτερο = από διετές διάστημα χρόνου (δ). «Αν όμως ο Ηρώδης σκοτώνει τα παιδιά από δύο ετών και κάτω, μη θαυμάσεις. Διότι υποπτεύθηκε, ότι δεν έγινε αμέσως ορατός ο αστέρας από τους μάγους, αλλά ίσως προηγήθηκε, και για αυτό, λόγω ασφαλείας, αύξησε και τον καιρό, και επεξέτεινε το φόνο μέχρι τα όρια της Βηθλεέμ, για να στενέψει τον κλοιό από παντού στο θήραμα, και με το πλήθος των σκοτωμένων να σκοτώσει μαζί και το Χριστό» (Ζ).
Εάν το αστέρι κατά την ανατολή του φανέρωνε τη σύλληψη του παιδιού, θα ήταν αρκετό να φονεύσει τα παιδιά που είχαν ηλικία ενός έτους. Αλλά ο Ηρώδης ίσως σκέφτηκε ως καλύτερο να βασιστεί στη δυνατότητα, ότι το φαινόμενο συνέπιπτε με τη γέννηση και σε αυτή την περίπτωση το παιδί θα διήγε το δεύτερο έτος της ηλικίας του (a).
(9)   Ο χρόνος που καθορίστηκε από τους μάγους ήταν ίσως λίγο παραπάνω από το έτος. Για αυτό ο Ηρώδης όρισε δύο έτη ως το όριο της σφαγής (b).
«Πολλοί πολλά φλυαρούν χάριν των παιδιών αυτών, και χαρακτηρίζουν ως αδικία τα γενόμενα… Αλλά αίτιος αυτής της σφαγής δεν έγινε ο Χριστός, αλλά η ωμότητα του βασιλιά… Αλλά αν εκείνος έπραττε άδικα, για ποιο λόγο ο Θεός επέτρεψε;… Οτιδήποτε άδικο και αν πάθουμε από τον οποιοδήποτε, υπολογίζει ο Θεός την αδικία αυτή ή για διαγραφή αμαρτημάτων ή για να μας δώσει μισθό… Με μια τέτοια προϋπόθεση ποια ζημιά λοιπόν έπαθαν τα παιδιά που φονεύτηκαν και μεταφέρθηκαν αμέσως στο ακύμαντο λιμάνι;» (Χ).
«Αφού λοιπόν τα παιδιά αυτά δεν φονεύτηκαν για διαγραφή δικών τους αμαρτημάτων, είναι ολοφάνερο, ότι έπαθαν με αφορμή να πάρουν στεφάνια και δεν αδικήθηκαν» (Ζ).


Ματθ. 2,17     τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν ὑπὸ(1) Ἱερεμίου(2) τοῦ προφήτου λέγοντος(3)·
Ματθ. 2,17      Τοτε εξεπληρώθη εκείνο που είχε λεχθή από τον προφήτην Ιερεμίαν, ο οποίος είχε προφητεύσει•
(1)   Αυθεντική γραφή δια Ιερεμίου.
(2)   Η παράθεση γίνεται από το Ιερεμίου λα 15 σύμφωνα με το πρωτότυπο και λη 15 σύμφωνα με τους Ο΄. Φαίνεται να είναι παράθεση από μνήμης από το κείμενο των Ο΄: «φωνὴ ἐν Ῥαμᾷ ἠκούσθη» είναι φράση των Ο΄. Το «κλαυθμός και οδυρμός πολύς» εκπροσωπεί την φράση των Ο΄ «θρήνου και κλαυθμού και οδυρμού». Η φράση «Ραχήλ κλαίουσα» αποτελεί παράφραση της φράσης των Ο΄ «Ραχήλ αποκλαιομένη». Τέλος η φράση τὰ τέκνα αὐτῆς έχει εισαχθεί από το Εβραϊκό πρωτότυπο (a).
Στα συμφραζόμενα του χωρίου που παρατίθεται ο προφήτης περιγράφει τη Ραχήλ, την μητέρα του Ιωσήφ και Βενιαμίν να κλαίει από τον τάφο της την εξορία των παιδιών της, όταν περνούσαν αυτά κοντά στον τάφο της οδηγούμενα στην αιχμαλωσία (S) της Βαβυλώνας. Αλλά το κεφάλαιο αυτό του Ιερεμία είναι προφητικό σε μεγάλο βαθμό των χρόνων της Κ.Δ., έτσι λοιπόν το χωρίο αυτό αναφέρεται και στο γεγονός αυτό της ιστορίας της Κ.Δ., έστω και αν ο Ιερεμίας είχε στο νου κατά τον ίδιο χρόνο την Βαβυλώνια αιχμαλωσία (b).
Δεν πρόκειται για απλή προσαρμογή των λόγων του Ιερεμία σε γεγονός τελείως διαφορετικό. Εάν ο Ιερεμίας μπόρεσε να παρουσιάσει απαρηγόρητη τη Ραχήλ για την αναχώρηση των υιών της στην εξορία, η εικόνα αυτή βρίσκει πραγματική και ζωηρότερη ακόμη εφαρμογή προκειμένου να περιγραφεί η λύπη των Ισραηλίτιδων μητέρων, των οποίων τα τέκνα παρέδωσε ο Ηρώδης σε σφαγή (Condamin στο L).
(3)   «Επειδή γέμισε με φρίκη τον ακροατή όταν διηγήθηκε αυτά, την σφαγή την βίαιη, την άδικη, την ωμότατη, την παράνομη, παρηγορεί πάλι αυτόν, λέγοντας ότι δεν έγιναν αυτά επειδή δεν μπορούσε ο Θεός να τα εμποδίσει, ούτε επειδή τα αγνοούσε, αφού από πριν τα γνώριζε και τα είχε προαναγγείλει με το στόμα του προφήτη» (Χ).
Ματθ. 2,18     Φωνὴ ἐν Ῥαμᾷ(1) ἠκούσθη, θρῆνος(2) καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ῥαχὴλ(1) κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι(3), ὅτι οὐκ εἰσίν(4).
Ματθ. 2,18      “Κραυγή πόνου και σπαραγμού ηκούσθη εις την περιοχήν Ραμά• θρήνος μεγάλος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς• όλαι αι μητέρες της περιοχής, απόγονοι της συζύγου του Ιακώβ Ραχήλ έκλαιαν και εκόπτοντο δια τα φονευθέντα τέκνα των και δεν ήθελαν με κανένα τρόπον να παρηγορηθούν, διότι τα αθώα αυτά πλάσματα δεν υπάρχουν πλέον”.
(1)   «Η Ραμά ήταν τόπος της Παλαιστίνης υψηλός. Διότι αυτό σημαίνει το όνομα, υψηλή» (Θφ). Σήμερα ονομάζεται Ερ-Ραμ, δύο ώρες βόρεια της Ιερουσαλήμ (F). «Τι σχέση έχει όμως η Ραμά με τη Ραχήλ; Η Ραχήλ ήταν μητέρα του Βενιαμίν, και μετά το θάνατό της την έθαψαν στον ιππόδρομο, που ήταν εκεί κοντά. Επειδή λοιπόν και ο τάφος ήταν κοντά και η περιοχή ανήκε στον κλήρο του παιδιού της Βενιαμίν (η Ραμά ανήκε στη φυλή του Βενιαμίν), αποκαλεί δικαίως δικά της τα παιδιά και εξ’ αιτίας του αρχηγού της φυλής και από τον τόπο της ταφής» (Χ).
Οντως η Ραμά βρισκόταν στα βόρεια όρια της φυλής Βενιαμίν και κοντά σε αυτήν λεγόταν ότι τάφηκε η Ραχήλ (Α΄ Βασ. ι 2). Αλλά στο Γεν. λε 19 και μη 7 ο τάφος της Ραχήλ τοποθετείται στην Εφραθά, και στα δύο όμως τα χωρία αυτά έχει προστεθεί μία γλώσσα (=γραφή που παρεμβλήθηκε στο κείμενο) που ταυτίζει την Εφραθά με τη Βηθλεέμ. Φαίνεται λοιπόν ότι ήταν δύο παραδόσεις ως προς τον τόπο της ταφής της Ραχήλ. Ο Ματθαίος γνωρίζοντας καλά την παράδοση που αφορούσε στη Βηθλεέμ, χρησιμοποιεί το χωρίο του Ιερεμία για να αποσαφηνίσει τη διήγησή του (S).
(2)    Αυθεντική γραφή χωρίς το «θρήνος και».
(3)  «Δεν ήθελε η Βηθλεέμ να παρηγορηθεί» (Ζ). Φράση που εκφράζει βαθειά θλίψη (b). «Από εδώ φανέρωσε την υπερβολή του πάθους» (Ζ).
(4)    «Διότι δεν υπάρχουν τα παιδιά της, δηλαδή δεν ζουν» (Ζ)

Ματθ. 2,19     (1)Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου(2) ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ
Ματθ. 2,19      Οταν δε απέθανε ο Ηρώδης, ιδού άγγελος πάλιν Κυρίου εφάνη δι' ονείρου στον Ιωσήφ, που έμενε εις την Αίγυπτον
(1)   Ο Ματθαίος δεν αναφέρει κάποια παλαιότερη διαμονή στη Ναζαρέτ, όπου διέμενε η Παρθένος κατά το χρόνο του ευαγγελισμού (Λουκ. α 26, β 4). Πρέπει να υπήρχε κάποιος λόγος, για τον οποίο ο Ιωσήφ κατά την επιστροφή του από την Αίγυπτο προτίμησε ως τόπο διαμονής τη Ναζαρέτ. Και ο λόγος αυτός εξηγείται από το Λουκά. Οι δύο αφηγήσεις, ανεξάρτητες μεταξύ τους, μπορούν να συνδυαστούν και να συμπληρώσουν η μία την άλλη. Από το Λουκά συμπεραίνεται ότι η Ναζαρέτ ήταν η αρχική διαμονή της Μαρίας (όχι του Ιωσήφ). Η άποψη η οποία ενδιαφέρει εδώ το Ματθαίο, είναι η εκπλήρωση της προφητείας που ευθύς αμέσως παρατίθεται (S)..
(2)   Σωστά τονίστηκε η αφέλεια και αντικειμενικότητα της αφήγησης του Ματθαίου, ο οποίος, αν και ήδη παρέχεται σε αυτόν ευκαιρία, αποφεύγει να τονίσει, ότι ο θάνατος του τυράννου επήλθε ως θεία τιμωρία ή τουλάχιστον να υπενθυμίσει τις εκτελέσεις, οι οποίες έκαναν βουτηγμένες στο αίμα και τις τελευταίες ημέρες του (L).
Η τελευταία εντολή του για τον ταυτόχρονα με το θάνατό του φόνο των αξιόλογων ανδρών του ιουδαϊκού έθνους, τους οποίους προσκάλεσε στα Ιεροσόλυμα, ώστε και χωρίς τη θέλησή του να πενθήσει για αυτόν το έθνος, δείχνει ολοφάνερα το βαθμό της θηριωδίας και πώρωσής του (δ), ανεξάρτητα του αν η εντολή του αυτή δεν εκτελέστηκε. Για πλήρη και περιγραφική αφήγηση του οικτρού τέλους του αιμοδιψούς αυτού βασιλιά παραπέμπεται ο αναγνώστης στον Ιώσηπο (Αρχαιολ. XVII 6-8)(ο).
Ματθ. 2,20     λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου(1) εἰς γῆν Ἰσραήλ(2)· τεθνήκασι(3) γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν(4) τοῦ παιδίου.
Ματθ. 2,20      και του είπε• “σήκω, πάρε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πήγαινε, χωρίς φόβον, εις την χώραν των Ισραηλιτών. Διότι έχουν πλέον αποθάνει εκείνοι, που εζητούσαν να αφαιρέσουν την ζωήν του παιδίου”.
(1)   «Δεν λέει πλέον φεύγε, αλλά να πορευτείς» (Χ). «Διότι δεν υπήρχε πλέον φόβος» (Θφ).
(2)   «Γη Ισραήλ είπε απλώς την Παλαιστίνη» (Ζ). Στον Ιωσήφ επιτράπηκε να εκλέξει την πόλη ή την περιφέρεια αλλά όχι και τη χώρα της διαμονής τους, εφ’ όσον έπρεπε ο Εμμανουήλ τα έτη της ανθρώπινης ζωής του να τα περάσει στη δική του χώρα (b).
(3)    Η όλη φράση χρησιμοποιείται και από τους Ο΄. Δες Εξόδ. δ 19 («διότι πέθαναν όλοι που ζητούσαν την ψυχή σου»). Ο πληθυντικός εδώ μπορεί να υπονοεί, ότι και κάποιοι άλλοι είχαν γίνει ενήμεροι του σχεδίου του και συνεργοί στην εκτέλεσή του (L). Ο θάνατος του Ηρώδη έθετε τέρμα στις προσπάθειες των αυλικών του να φονεύσουν τον Ιησού (ο). Μπορεί όμως να σημαίνει απλώς, ότι ο Ηρώδης πέθανε και ότι δεν υπάρχουν πλέον άλλοι που μελετούν κακά εναντίον του παιδιού (b).
(4)   Ζητώ την ψυχή είναι εβραϊκό ιδίωμα = ζητώ τη ζωή (δ). Αφαιρώ την ψυχή ως ζωτική αρχή ισοδυναμεί με το αφαιρώ τη ζωή (L). Ζητά την ψυχή του παιδιού «να την βγάλει και να την χωρίσει από το σώμα» (Ζ). «Πού είναι ο Απολλινάριος (αιρετικός του Δ΄ αιώνα μ.Χ.), ο οποίος έλεγε ότι ο Κύριος δεν πήρε ψυχή ανθρώπου; Διότι από εδώ ελέγχεται» (Θφ).

Ματθ. 2,21     ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἦλθεν(1) εἰς γῆν Ἰσραήλ.
Ματθ. 2,21      Αυτός δε εσηκώθη, επήρε το παιδίον και την μητέρα του και επανήλθεν εις την Παλαιστίνην.
(1)  Αυθεντική γραφή εισήλθεν. Ο Ιωσήφ μπήκε, όπως φαίνεται, στα σύνορα της Παλαιστίνης και μαθαίνοντας τα σχετικά με τον Αρχέλαο αναχώρησε μέσω της Περαίας στη Γαλιλαία (δ).

Ματθ. 2,22     ἀκούσας δὲ ὅτι Ἀρχέλαος βασιλεύει(1) ἐπὶ τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ Ἡρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ᾿ ὄναρ(2) ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας,
Ματθ. 2,22      Οταν όμως ήκουσε ότι εις την Ιουδαίαν βασιλεύει αντί του Ηρώδου του πατρός του ο Αρχέλαος εφοβήθη να μεταβή εκεί. Λαβών δε οδηγίας από τον Θεόν στο όνειρόν του ανεχώρησε και επήγε εις τα μέρη της Γαλιλαίας.
(1)   Ο Ηρώδης είχε ορίσει τον Αντίπα ως διάδοχό του. Λίγες μέρες όμως πριν το θάνατό του με νέα διαθήκη παραχωρούσε την Ιουδαία, Σαμάρεια (και Ιδουμαία) στον Αρχέλαο μαζί με τον τίτλο του βασιλιά, ενώ την Γαλιλαία και την Περαία στον Αντίπα με τον τίτλο του τετράρχη (Ιωσήπου Αρχαιολ. XVII 8,1).
Ο Αύγουστος αρνήθηκε τον τίτλο του βασιλιά στον Αρχέλαο, αναγνωρίζοντας αυτόν μόνο ως εθνάρχη. Αλλά ο Αρχέλαος παίρνοντας την εξουσία μετά το θάνατο του πατέρα του επευφημήθηκε από το πλήθος ως βασιλιάς (Αρχαιολ. XVII 8,2), ελπίζοντας ότι θα επικυρωνόταν ο τίτλος αυτός. Το βασιλεύει λοιπόν, το οποίο χρησιμοποιεί εδώ ο Ματθαίος δεν είναι ανακριβές (L).
Ο ανηλεής χαρακτήρας του γιου αυτού του Ηρώδη δείχτηκε αμέσως στη σφαγή, την οποία διέπραξε (Αρχαιολ. XVII 11,4). Τελικά καθαιρέθηκε για την κακή κυβέρνησή του γύρω στο 6 μ.Χ. (S) και εξορίστηκε από τον Αύγουστο στη Βιέννα της Γαλατίας, όπου και πέθανε. Στον τρίτο γιο του Φίλιππο άφησε ο Ηρώδης την Βατανέα, Τραχωνίτιδα και Αυρανίτιδα (δ).
«Αν όμως ο Λουκάς έγραψε ότι ο Πόντιος Πιλάτος ηγεμόνευε στην Ιουδαία, τίποτα το καινούργιο δεν υπάρχει σε αυτό. Διότι ύστερα αφού εξέπεσε ο Αρχέλαος της βασιλείας από κατηγορία, δεν υπήρχε πλέον βασιλιάς, αλλά επίτροπος, δηλαδή ηγεμόνας της Ιουδαίας στάλθηκε από τη Ρώμη από τον Τιβέριο Καίσαρα ο Πιλάτος» (Ζ).
(2)   Η οδηγία αυτή από το όνειρο ενθάρρυνε αυτόν να εγκατασταθεί στα μέρη της Γαλιλαίας, παρόλο που εξουσίαζε σε αυτήν άλλος γιος του Ηρώδη, ο Ηρώδης Αντίπας, λιγότερο όμως ωμός από τον Αρχέλαο.

Ματθ. 2,23     καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ(1), ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν(2) ὅτι Ναζωραῖος(3) κληθήσεται(4).
Ματθ. 2,23      Και αφού ήλθεν εκεί, εγκατεστάθη εις την πόλιν ονομαζομένην Ναζαρέτ• και έτσι εξεπληρώθη αυτό που είχε προαναγγελθή από τους προφήτας, ότι δηλαδή ο Ιησούς “θα ονομασθή Ναζωραίος”.
(1)   «Ερχεται στη Ναζαρέτ, αποφεύγοντας ταυτόχρονα και τον κίνδυνο, ενώ συγχρόνως εγκαθίσταται στην πατρίδα του, για να έχει περισσότερο θάρρος» (Χ). Αυθεντική γραφή Ναζαρέθ. Η πόλη γράφεται Ναζαρά, Ναζαρέθ ή Ναζαρέτ (a). Δεν αναφέρεται στην Π.Δ. στον Ιώσηπο και στο Ταλμούδ και αν εξαιρέσουμε την ευαγγελική ιστορία ήταν άσημη και σχεδόν άγνωστη. Δες Ιω. α 46 (S).
«Ο Λουκάς όμως δεν αναφέρει ότι ήλθε εκεί έπειτα από υπόδειξη του αγγέλου αλλά ότι, αφού εκπλήρωσαν όλοι τον απαιτούμενο καθαρμό, επέστρεψαν στη Ναζαρέτ. Τι μπορούμε λοιπόν να πούμε; Ότι ο Λουκάς αναφέρεται στο χρόνο πριν την κάθοδο στην Αίγυπτο» (Χ).
(2)   Πουθενά στους προφήτες δεν βρίσκεται η παράθεση αυτή. Για αυτό και το χωρίο προξένησε πολλές δυσκολίες στους ερμηνευτές. Και οι μεν Τερτυλλιανός, Ιερώνυμος, Ερασμος και άλλοι από τους νεώτερους μπέρδευαν το Ναζωραίος με το Ναζιραίος δηλαδή άγιος, αγιασμένος, που ζει ασκητικά. Δες Αριθμ. στ 1 και εξής. Αυτό όμως όχι μόνο ουδεμία σχέση έχει με την έλευση του Σωτήρα στη Ναζαρέτ, αλλά είναι και τελείως ασυμβίβαστο με τη ζωή του Σωτήρα που ήταν διαφορετική ως προς αυτό από τη ζωή του Προδρόμου (Ματθ. ια 19), κανένα επίσης τέτοιο προφητικό χωρίο δεν υπάρχει που να λέει, ότι Ναζιραίος κληθήσεται (δ).
Άλλοι συνδέουν την ονομασία με την εβραϊκή λεξη νέζερ= άνθος ή βλαστός, στο μεσσιανικό χωρίο Ησαΐου ια 1, όπου ο Μεσσίας ονομάζεται βλαστός από τη ρίζα Ιεσσαί. Εάν δεχτούμε ότι από τη λέξη αυτή παράγεται κάποιο επίθετο, θα έχουμε τον ελληνικό τύπο Ναζωραίος=ο Μεσσίας (S).
Ο ευαγγελιστής σύμφωνα με την εκδοχή αυτή παίζει με τις αραμαϊκές και εβραϊκές λέξεις, οι οποίες μοιάζουν με το Ναζωραίος και σημαίνουν βλαστός, αλλά η εξήγηση αυτή δεν είναι ικανοποιητική. Ο Zahn τονίζει, ότι εδώ δεν υπάρχει μαζί με το «των προφητών» η λέξη «λεγόντων», ενώ ο Ματθαίος, όταν παραθέτει κάποια προφητική φράση, συνηθίζει πάντοτε να προσθέτει και αυτή τη λέξη. Δες α 22,β 15,17,γ 3,δ 14,η 17,ιβ 17,ιγ 35, κα 4,κζ 9, όπως και ιγ 14,ιε 7,κβ 31.
Το συμπέρασμα είναι, ότι το Ναζωραίος κληθήσεται δεν αποτελεί παράθεση από προφητικό βιβλίο, αλλά αποτελεί αιτιολογία των προηγουμένων οπότε το μόριο «ότι», με το οποίο εισάγεται αυτή, δεν είναι ειδικό αλλά αιτιολογικό. Η εκδοχή αυτή εναρμονίζεται πλήρως με την ερμηνεία του Ιερωνύμου, σύμφωνα με την οποία ο ευαγγελιστής αναφέρεται εδώ στα χωρία των προφητών, τα οποία προλέγουν ότι ο Μεσσίας θα περιφρονηθεί (p).
Οι Ιουδαίοι με περιφρόνηση προσέβλεπαν στη Ναζαρέτ. Ναζωραίος λοιπόν έγινε λέξη κοινής περιφρόνησης. Ο Ιησούς λόγω της μακράς του διαμονής στη Ναζαρέτ ονομάστηκε Ναζωραίος και εκπληρώθηκαν σε αυτόν όλες οι προφητείες, που αναφέρονται στην περιφρόνηση της οποίας θα τύχαινε ο Μεσσίας. Έγινε όνειδος ανθρώπων και εξουθένημα λαού (ο). Τώρα λοιπόν λέγοντας σε πληθυντικό τους προφήτες, έδειξε, ότι δεν πήρε τα λόγια από τις γραφές, αλλά την έννοια» (Ιερωνύμου στο L).
Τέλος υπάρχει και η ερμηνεία «Ποιος προφήτης είπε αυτό; Μην είσαι περίεργος ούτε να ρωτάς για πολλά. Διότι πολλά από τα προφητικά βιβλία αφανίστηκαν. Και αυτά θα μπορούσε κάποιος να τα δει από την ιστορία των Παραλειπομένων» (Χ). Η εκδοχή του Zahn και αυτή του Χ. είναι οι πιο πιθανές.
(3)   Ο Κύριος ήταν στο λαό γνωστός ως ο Ναζωραίος (Ματθ. β 33,κστ 71, Λουκ. ιη 37, Ιω. ιη 5,7,ιθ 19, Πράξ. 7 φορές) ή ο Ναζαρηνός (στον Μάρκο 4 φορές και στον Λουκά 2). Είναι προφανές ότι τα επίθετα αυτά έχουν την ίδια σημασία με το «ο από Ναζαρέτ» (Ματθ. κα 11,Ιω. α 45,46,Πράξ. ι 38)(a).
(4)   Στο δεύτερο αυτό κεφάλαιο έχουμε ομάδα τριών γεγονότων, τα οποία είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, δηλαδή την επίσκεψη των μάγων (1-12), τη φυγή στην Αίγυπτο (13-18) και την επάνοδο στην Παλαιστίνη (19-23). Στα κεφάλαια που ακολουθούν έχουμε άλλη ομάδα τριών γεγονότων, δηλαδή το κήρυγμα του Ιωάννη (γ 1-12), το βάπτισμα του Μεσσία (13-17) και τον πειρασμό (δ 1-11)(p).

.

.

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
 
Γ.  Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ  β 1-20
Υπόμνημα στο κατά Λουκάν, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 83-98 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
 
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας              Θφ = Θεοφύλακτος
Β = Βασίλειος ο Μέγας                Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας             Σγ = Σεβηριανός
Ζ = Ζιγαβηνός                           Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Η = Ησύχιος                              Ω = Ωριγένης
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
F. Godet, Commentaire sur l’ Evangile de S. Luc 1888 (σημειώνεται με το g)
M.J. Lagrange.   Evangile selon s. Luc, Deuxieme edition      Paris 1921 (σημειώνεται με το L.)
Alf. Plummer.   A critical and exegetical commentary on the Gospel according to S. Luc, Fifth edition (1928) (σημειωνεται με το p.)
J.A. Bengel      Gnomon of the N.T. Testament translated by A. Fausset. Τόμ. II (σημειώνεται με το b)
J. Owen, A Commentary on the Gospel of Luc, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
Ν. Δαμαλά  Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
 
 
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
 
Λουκ. 2,1        Ἐγένετο(1) δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις(2) ἐξῆλθε(3) δόγμα(4) παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου(5) ἀπογράφεσθαι(6) πᾶσαν τὴν οἰκουμένην(7).
Λουκ. 2,1        Κατά τας ημέρας εκείνας, μετά την γέννησιν του Ιωάννου, εξεδόθη ένα διάταγμα από τον Αύγουστον Καίσαρα, να γίνη απογραφή όλων των κατοίκων του κόσμου. .  (μετάφραση υπό Ι. Κολιτσάρα)
(1)    Ἐγένετο… ἐξῆλθε, αλλού συναντιέται μαζί με το «και» πριν το δεύτερο ρήμα. Εβραϊκή σύνταξη που πρέπει να εξηγηθεί: συνέβη να βγει (δ)
(2)    Το «εκείναις» μας μεταφέρει στο α 65, 66 δηλαδή κατά το χρόνο που επακολούθησε στη γέννηση του Ιωάννη (g).
(3)    Το ρήμα εξέρχομαι εδώ όπως και στο Δανιήλ β 13 λέγεται για έκδοση ή δημοσίευση βασιλικών γραμμάτων (δ).
(4)    Στους κλασσικούς συγγραφείς σημαίνει απόφαση ή διάταγμα που εκδόθηκε από την αρμόδια αρχή (g)· κυριαρχική απόφαση της νόμιμης αρχής (δ).
(5)    Ο Αύγουστος βασίλευσε από το 31 π.Χ. μέχρι το 14 μ.Χ. (g). «Χρήσιμα και αναγκαία επεσήμανε ο ευαγγελιστής τον καιρό της γέννησης του Σωτήρα μας. Για να μάθουμε δηλαδή ότι δεν υπήρχε στους Ισραηλίτες βασιλιάς από τη φυλή Δαβίδ, αλλά είχαν εκλείψει οι άρχοντες οι προερχόμενοι από αυτούς, δικαιολογημένα λοιπόν υπενθυμίζει τα θεσπίσματα του Καίσαρα, επειδή μαζί με τις άλλες χώρες είχε υπό την εξουσία του την Ιουδαία. Έτσι λοιπόν διέταξε να γίνει η απογραφή» (Κ).
(6)    Το ρήμα δηλώνει την, με φροντίδα των αρχών, γινομένη εγγραφή των πολιτών σε δημόσιους καταλόγους που περιείχαν εκτός από την κατοικία το όνομα, επάγγελμα, ηλικία, οικογένεια και περιουσία του καθενός (δ). Κυρίως «για να πληρώσουν το νόμισμα, για να παρέχουν φόρο» (Ζ). Ο ενεστώτας μπαίνει εδώ για τη συνεχή απογραφή του πλήθους, ενώ στο σ. 5 μπαίνει αόριστος για να δηλώσει την απογραφή ενός προσώπου (p).
(7)    Λείπει στη φράση η λέξη γη… (δ). Το όνομα του Καίσαρος Αυγούστου μας οδηγεί να πάρουμε τη λέξη με έννοια γενική = ο κόσμος, στο μέτρο που αποτελούσε μέρος του ρωμαϊκού κράτους. Οι αυτοκράτορες της Ρώμης στις επιγραφές συχνά τιτλοφορούνται κύριοι της οικουμένης (g).
Γεννήθηκε λοιπόν ο Κύριος στα χρόνια κατά τα οποία η από τον Δανιήλ προφητευόμενη τέταρτη μοναρχία ήταν στο ύψος της ακμής της, ακριβώς όταν περισσότερο από κάθε άλλη εποχή πριν από αυτήν είχε καταστεί οικουμενική και παγκόσμια μοναρχία.
Επί των ημερών του Αυγούστου το ρωμαϊκό κράτος εκτεινόταν μέχρι την Παρθία από τη μία και μέχρι τη Βρεταννία από την άλλη, έχοντας την ονομασία: η αυτοκρατορία όλης της οικουμένης. Αλλά αυτός ήταν ο κατάλληλος χρόνος να γεννηθεί ο Μεσσίας, σύμφωνα με την προφητεία του Δανιήλ (Δαν. β 44). «Στις ημέρες των βασιλέων εκείνων (της μοναρχίας αυτής) θα αναστήσει ο Θεός του ουρανού, βασιλεία, η οποία στους αιώνες δεν θα καταστραφεί».
 
Λουκ. 2,2        αὕτη ἡ ἀπογραφὴ(1) πρώτη ἐγένετο ἡγεμονεύοντος(2) τῆς Συρίας Κυρηνίου.
Λουκ. 2,2        Αυτή η απογραφή ήτο η πρώτη που έγινεν, όταν ηγεμών της Συρίας ήτο ο Κυρήνιος.
(1)    Αυθεντική γραφή μπορεί να θεωρηθεί η: Αὕτη ἀπογραφὴ πρώτη ἐγένετο = Αυτή έγινε πρώτη απογραφή, όταν ο Κυρήνιος ήταν ηγεμόνας της Συρίας. Αποσκοπείται δηλαδή να διακριθεί η απογραφή, στην οποία ο Ιωσήφ με τη Μαρία γράφτηκαν στους δημόσιους καταλόγους, από την άλλη απογραφή η οποία έγινε από τον ίδιο Κυρήνιο το 6-7 μ.Χ., όταν μαρτυρημένα ο Κυρήνιος ηγεμόνευσε της Συρίας. Αλλά ήταν ο Κυρήνιος ηγεμόνας της Συρίας και προηγουμένως, πριν δηλαδή πεθάνει ο Ηρώδης, δηλαδή το 3-4 π.Χ., όταν γεννήθηκε ο Χριστός;
Από το 9-6 π.Χ. ηγεμόνας της Συρίας υπήρξε ο Sentius Σατουρνίνος και από το 6-4 π.Χ. ο Κουϊνκτίλιος Βάρος. Είναι δυνατόν, όπως ο Zumpt και άλλοι απέδειξαν, ο Κυρήνιος να ηγεμόνευσε και πάλι της Συρίας κατά το διάστημα από 4 π.Χ. μέχρι το 6 μ.Χ., γύρω στο 3-2 π.Χ. Θεωρήθηκε παρόλ’ αυτά ως απίθανο και πολύ δύσκολο να βρούμε θέση για άλλη ηγεμονία αυτού στη Συρία ανάμεσα στο 9 π.Χ. και στο θάνατο του Ηρώδη. Ότι όμως ο Λουκάς έκανε σύγχυση της απογραφής αυτής, την οποία αποκαλεί πρώτη, με αυτήν που έγινε το έτος 6-7 μ.Χ., την οποία αναφέρει ο ίδιος στο Πράξ. ε 37, είναι τελείως απίθανο. Εξάλλου ότι έγινε απογραφή στην Ιουδαία κατά το χρόνο αυτόν, στον οποίο συνέπεσε η γέννηση του Κυρίου, μπορεί να συναχθεί με κάποια βεβαιότητα και από αλλού. Δεν είναι επίσης αδύνατο ο Κυρήνιος, μολονότι δεν ήταν ηγεμόνας ακόμη της Συρίας, να έλαβε κάποιο επίσημο μέρος στην απογραφή αυτή. Η ακρίβεια του Λουκά σε τέτοιες πληροφορίες, έχει διαπιστωθεί επανειλημμένα με τρόπο θαυμαστό (p).
Ως προς τη σχέση του Κυρηνίου με την απογραφή αυτή ο μεν Mommsen φρονεί, ότι αυτός υπήρξε εν ενεργεία legatus της Συρίας το 3-1 π.Χ.. ενώ ο   Ramsay κλίνει υπέρ της γνώμης, ότι ο Κυρήνιος έλαβε έκτακτη εντολή και εξουσιοδότηση από τον Varus να ενεργήσει αυτήν στην Ιουδαία, όπως έγινε και για τον Corbulo από τον Quadratus και για τον Βεσπεσιανό από τον Mucianus.
(2)    Ηγεμονεύοντος. Λέξη που έχει έννοια γενική και δηλώνει το αξίωμα οποιουδήποτε άρχοντα. Δεν καθορίζει ότι ο Κυρήνιος ήταν τότε legatus, όπως υπήρξε το 6 μ.Χ. Ο Ιουστίνος (Α΄Απολογία 34) αναφέρει ότι ο Κυρήνιος κατά την πρώτη αυτή απογραφή ήταν επίτροπος (procurator).
Ο Λουκάς επίσης χρησιμοποιώντας μία ακόμη φορά (κεφ. γ 1) το ρήμα ηγεμονεύω, χρησιμοποιεί αυτό πάλι για επίτροπο. Αυτό ενισχύει την εκδοχή, ότι κατά την πρώτη απογραφή ήταν μεν legatus της Συρίας ο Βάρος (Varus), αλλά και ο Κυρήνιος είχε κάποιο αξίωμα, λόγω του οποίου έλαβε μέρος στη διενέργεια της απογραφής (p).
 
Λουκ. 2,3        καὶ ἐπορεύοντο πάντες ἀπογράφεσθαι, ἕκαστος εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν(1).
Λουκ. 2,3        Και επήγαιναν όλοι να απογραφούν, ο καθένας εις την πόλιν από την οποίαν κατήγετο.
(1)    ἰδίαν πόλιν ονομάζει όχι αυτήν στην οποία γεννήθηκε, αλλά αυτήν από την οποία καταγόταν ο οίκος και η πατριά του (δ). Μία καθαρά ρωμαϊκή απογραφή δεν θα απαιτούσε τίποτα τέτοιο. Εάν όμως ο Ηρώδης καθόριζε τα της απογραφής, θα ακολουθούνταν οι ιουδαϊκές συνήθειες (p). Η απογραφή αυτή έγινε λοιπόν κατά την ιουδαϊκή συνήθεια με την κατά πατριά απαρίθμηση, για αυτό και διεξάχθηκε με ησυχία. Η δεύτερη όμως επειδή έγινε από Ρωμαίους υπαλλήλους και με ρωμαϊκό τρόπο και επειδή ήταν αποτίμηση των περιουσιών με σκοπό τη φορολογία, επόμενο ήταν να ξεσηκώσει τις στάσεις εκείνες, τις οποίες αναφέρει ο Ιώσηπος στην αρχή του ΙΗ΄ βιβλίου της αρχαιολογίας του (δ).
Η δεύτερη αυτή απογραφή, εφ’ όσον συνοδεύτηκε από τρομερό εμφύλιο πόλεμο, δεν θα έκανε δυνατό το ταξίδι του Ιωσήφ και της Μαρίας στην Ιουδαία. Επιπλέον η δεύτερη αυτή απογραφή, επειδή έγινε από την ρωμαϊκή εξουσία, δεν θα ήταν δυνατόν να επεκταθεί και στους κατοίκους της Γαλιλαίας, η οποία ανήκε στη δικαιοδοσία του Ηρώδη Αντίπα, τετράρχου της Γαλιλαίας, αλλά περιορίστηκε στην Ιουδαία που οριστικά προσαρτήθηκε στη Ρώμη (g).
Αυτά αποτελούν νέες ενδείξεις για το ότι η πρώτη αυτή απογραφή, την οποία αναφέρει εδώ ο Λουκάς, πρέπει να διακρίνεται από τη δεύτερη απογραφή που έγινε το έτος 6 μ.Χ.
 
Λουκ. 2,4        ἀνέβη δὲ καὶ Ἰωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲτ εἰς τὴν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαυΐδ(1), ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ, διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς(2) Δαυΐδ,
Λουκ. 2,4        Ανέβηκε δε και ο Ιωσήφ από την Ναζαρέτ της Γαλιλαίας εις την Ιουδαίαν, εις την πόλιν τον Δαυΐδ, η οποία ωνομάζετο Βηθλεέμ, επειδή κατήγετο από το γένος και την οικογένειαν του Δαυΐδ.
(1)    Πόλη Δαβίδ στην Π.Δ. ονομάζεται η ακρόπολη της Ιερουσαλήμ, το όρος Σιών, όπου υπήρχε και ο τάφος αυτού (Γ΄ Βασ. γ 1,η 1,θ 9). Αλλά και η Βηθλεέμ, ως τόπος της γέννησής του δικαιούνταν αυτό το όνομα (L). Για το ότι η Βηθλεέμ ήταν τόπος της γέννησης του Δαβίδ αναφέρεται στο Α΄ Βασ. ιζ 12 και ιζ 58 σύμφωνα με το εβραϊκό, και τα δύο όμως αυτά χωρία παραλείπονται από τους Ο΄ (p). Ονομάζεται Βηθλεέμ της Ιουδαίας για να διακρίνεται από τη Βηθλεέμ που ήταν στη φυλή Ζαβουλών (Ιησ. Ναυή ιθ 15) σύμφωνα με το Εβραϊκό, και ονομάζεται και Εφραθά (Γεν. λε 16,19).
Βρισκόταν δύο περίπου ώρες (έξι μίλια) μακριά από την Ιερουσαλήμ και σήμερα ονομάζεται στα αραβικά Βαΐτ λάχμ (δ).
(2)    Συνήθως το πατριά είναι όρος γενικότερος (p). Για να μπαίνει όμως εδώ ο όρος οίκος πρώτος πρέπει αυτός να εκφράζει τη γενικότερη έννοια, σημαίνοντας όλους τους συγγενείς του Δαβίδ, συμπεριλαμβανομένων και των αδελφών του, καθώς και των απογόνων του. Ενώ ο όρος πατριά εδώ περιλαμβάνει μόνο όσους κατάγονται άμεσα από τον Δαβίδ, τους γιους του δηλαδή και τους απογόνους των γιων του (g).
«Το μεν βιβλίο των ιερών ευαγγελίων κατεβάζοντας τη γενεαλογία στον Ιωσήφ, ο οποίος είχε τη γενεαλογία του από τη γενεά του Δαβίδ, έδειξε με αυτό, ότι και η Παρθένος ανήκε στη φυλή του Δαβίδ… Αλλά και ο εξάγγελος των ουράνιων δογμάτων, ο μέγας απόστολος Παύλος, ξεκάθαρα διασαφηνίζει την αλήθεια, μαρτυρώντας ότι ο Κύριος ανέτειλε από τη φυλή του Ιούδα» (Κ). Είναι αξιοσημείωτος ο τόπος, όπου γεννήθηκε ο Κύριος Ιησούς. Γεννήθηκε στη Βηθλεέμ. Ετσι είχε προφητευτεί (Μιχαίου ε 2), και οι γραμματείς έτσι είχαν αντιληφθεί την προφητεία (Ματθ. β 5,6) και έτσι φρονούσε και το πλήθος του λαού (Ιω. ζ 42).
Το όνομα Βηθλεέμ από την άλλη σημαίνει οίκος άρτων. Κατάλληλος τόπος γέννησης για εκείνον, ο οποίος είναι ο άρτος της ζωής, ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό. Αλλά η Βηθλεέμ ήταν και η πόλη Δαβίδ, όπου αυτός είχε γεννηθεί και εκεί έπρεπε να γεννηθεί και εκείνος, ο οποίος θα ονομαζόταν Υιός Δαβίδ. Πόλη Δαβίδ ονομαζόταν και η Σιών.
Ο Κύριος όμως δεν γεννήθηκε στη Σιών, αλλά στη Βηθλεέμ, η οποία ήταν η πόλη, όπου ο Δαβίδ είχε γεννηθεί σε αφάνεια, για να είναι ένας ποιμένας της υπαίθρου. Και την πόλη αυτή διάλεξε ως τόπο της γέννησής του και ο Κύριος, όταν ταπείνωσε τον εαυτό του και πτώχευσε για μας. Δεν προτίμησε τη Σιών, στην οποία ο Δαβίδ βασίλευσε ένδοξα και την οποία άφησε ο Κύριος να είναι τύπος της εκκλησίας του, το όρος αυτό της Σιών, που παραμένει αιώνια.
 
Λουκ. 2,5        ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ(1) τῇ μεμνηστευμένῃ(2) αὐτῷ γυναικί, οὔσῃ ἐγκύῳ(3).
Λουκ. 2,5        Επήγε δε να απογραφή μαζή με την Μαριάμ, την μνηστευομένην με αυτόν γυναίκα, η οποία ήτο έγκυος.
(1)    Ή δεν πρέπει να συνδέσουμε το συν Μαριάμ με το απογράψασθαι, αλλά με το ανέβη. Στη ρωμαϊκή απογραφή οι γυναίκες πλήρωναν τον κεφαλικό φόρο, αλλά δεν υποχρεούνταν να προσέλθουν αυτοπροσώπως (p). Ανέβηκε ο Ιωσήφ με τη Μαρία, διότι αυτή ήταν έγκυος και δεν ήθελε κατά την κρίσιμη στιγμή του επικειμένου τοκετού να την αφήσει μόνη (g). Ή, όπως στην Αίγυπτο υποχρεώνονταν και οι γυναίκες να παρίστανται κατά την απογραφή, έτσι φαίνεται επικράτησε από εκεί και στους Ιουδαίους (L). Προστίθεται εδώ και το «που ήταν έγκυος», διότι έτσι έπρεπε να καταγραφεί και στον κατάλογο (b).
Ετσι φαίνεται καθαρά, ότι μπήκε κάτω από το νόμο. Διότι έγινε και υπήκοος του ρωμαϊκού κράτους αμέσως μόλις γεννήθηκε. Πολλοί υποθέτουν, ότι με το να γεννηθεί ο Κύριος την ώρα που διεξαγόταν η απογραφή, καταγράφηκε και αυτός, όπως και ο Ιωσήφ και η Μαρία, για να φανεί καθαρά πως έγινε και αυτός φόρου υποτελής, αφού πήρε μορφή δούλου. Αντί να έχει τους βασιλιάδες φορολογούμενους από αυτόν, όταν ήλθε στον κόσμο έγινε αυτός φορολογούμενος.
«Ο λόγος θέλει να φανερώσει ένα μεγάλο μυστήριο, ότι δηλαδή στην απογραφή όλης της οικουμένης έπρεπε να καταγραφεί ο Ιησούς Χριστός, έτσι ώστε καταγραφόμενος και αυτός μαζί με αυτούς που ήταν στην οικουμένη να αγιάσει την οικουμένη και να μεταφέρει την απογραφή αυτή στο βιβλίο των ζώντων, έτσι ώστε τα ονόματα αυτών που γράφτηκαν μαζί του και πίστεψαν σε αυτόν, να γραφτούν στους ουρανούς» (Ω).
«Απογράφτηκε ο Κύριος και πλήρωσε φόρο στον Καίσαρα, νομοθετώντας να υποτασσόμαστε στο κράτος, όταν δεν βλάπτει σε τίποτα την ευσέβεια» (Ισιδ. Πηλουσ.).
(2)    «Ο ιερός ευαγγελιστής λέει ότι ο Ιωσήφ ήταν αρραβωνιασμένος με την Μαρία, δείχνοντας ότι μόνο με τον αρραβώνα έγινε η σύλληψη και η παράδοξη γέννηση του Εμμανουήλ, και δεν ακολούθησε τους νόμους της ανθρώπινης φύσης» (Κ).
(3)    Αναφορική μετοχή = η οποία ήταν έγκυος· και όχι αιτιολογική = επειδή ήταν έγκυος (δ). Απλώς αναφέρεται ως λεπτομέρεια προπαρασκευαστική του συμβάντος που θα επακολουθήσει, και όχι ως λόγος, για τον οποίο πήρε αυτήν μαζί του ο Ιωσήφ (L).
 
Λουκ. 2,6        ἐγένετο δὲ ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐκεῖ(1) ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν,
Λουκ. 2,6        Συνέβη δε όταν αυτοί ήσαν εκεί, συνεπληρώθησαν αι ημέραι, δια να γεννήση αυτή.
(1)    Το ταξίδι από τη Ναζαρέτ στη Βηθλεέμ μπορούσε να γίνει άνετα σε τέσσερεις μέρες διαμέσου της Σαμάρειας, που βρισκόταν και αυτή κάτω από την εξουσία του Ηρώδη, όπως και η Ιουδαία (L). Η Μαρία δεν φαίνεται να είχε γνώση, ότι σύμφωνα με την προφητεία επρόκειτο να γεννήσει στη Βηθλεέμ. Η Θεία Πρόνοια όμως οικονόμησε τα πάντα, για να γίνει έτσι (b). «Για αυτό γίνεται απογραφή, για να… ανέβει και η Παρθένος στη Βηθλεέμ επειδή ήταν η πατρίδα της, και έτσι να γεννηθεί ο Κύριος στη Βηθλεέμ και να εκπληρωθεί η προφητεία» (Θφ).
Οι άνθρωποι καθορίζουν σκοπούς αλλά ο Θεός τακτοποιεί τα πράγματα ώστε να κατευθύνονται τα πάντα σύμφωνα με τη βουλή και τα σχέδιά του. Δες πως η θεία Πρόνοια κανονίζει τα πάντα για εκπλήρωση των προφητειών και χρησιμοποιεί τα σχέδια των ανθρώπων που ενεργούν για δικούς τους σκοπούς, για πραγματοποίηση των βουλών της.
 
Λουκ. 2,7        καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον(1), καὶ ἐσπαργάνωσεν(2) αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν(3) αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ(4), διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος(5) ἐν τῷ καταλύματι(6).
Λουκ. 2,7        Και εγέννησε τον πρώτον και μόνον υιόν της και τον εσπαργάνωσε και τον έβαλεν εις φάτνην, διότι δεν υπήρχε δι' αυτούς τόπος στο πανδοχείον να παραμείνουν
(1)    «Πρωτότοκο ονομάζει εδώ, όχι αυτόν που είναι πρώτος μεταξύ αδελφών, αλλά αυτόν που είναι και πρώτος και μόνος. Γιατί υπάρχει και κάποιο τέτοιο είδος με τη σημασία του πρωτότοκου. Διότι μερικές φορές η Γραφή ονομάζει πρώτο τον μόνο, όπως το «Εγώ είμαι Θεός πρώτος, και μαζί με μένα δεν υπάρχει άλλος» (Κ). «Πρωτότοκος λοιπόν λέγεται αυτός που γεννήθηκε πρώτος, έστω και αν δεν γεννήθηκε δεύτερος στη συνέχεια» (Θφ).
Η λέξη μπορεί βεβαίως να χρησιμοποιηθεί χωρίς να υπονοεί παιδιά που ακολούθησαν (p). Αξιόλογη και η επόμενη ερμηνεία: «Λόγω της σάρκωσης έγινε αδελφός μας και για αυτό το λόγο ονομάστηκε πρωτότοκος, επειδή είναι πρώτος μεταξύ όλων αυτός» (Σχ).
(2)    Σπαργανώνω= περιτυλίγω με σπάργανα (δ).
(3)    = τον ξάπλωσε (δ).
(4)    Σημαίνει το ξύλο, που έχει βαθύ κοίλωμα, στο οποίο βάζουν την τροφή των ζώων. Ξάπλωσε αυτό στη φάτνη αντί για λίκνο, την κούνια που λέμε στην καθομιλουμένη (δ). Με άρθρο, για να δηλώσει την συγκεκριμένη φάτνη του καταλύματος (L).
Εξυπνη η παρατήρηση: «Βρήκε τον άνθρωπο αποκτηνωμένο, για αυτό τοποθετήθηκε στη φάτνη αντί τροφής, ώστε, μεταβάλλοντας την κτηνώδη ζωή μας, να επανέλθουμε στη φρόνηση που ταιριάζει στον άνθρωπο, και όσοι είμαστε κτηνώδεις στην ψυχή, αφού προσέλθουμε στη δική μας τράπεζα, δηλαδή στη φάτνη, να μη βρούμε πια χόρτο, αλλά τον ουράνιο άρτο, το σώμα της ζωής» (Κ). Ακόμη πιο αξιόλογη η επόμενη: Ο Σωτήρας είχε φάτνη αντί για κρεβάτι. Ως νήπιο στερήθηκε την άνεση αιωρούμενης κούνιας. Παρά τούτο όμως ήταν ελεύθερος από τον μολυσμό της ανυπομονησίας (b).
(5)    Και μέχρι σήμερα ακόμη ο Ιησούς έρχεται στον κόσμο και «δεν υπάρχει τόπος» για αυτόν. Και ο λόγος για τον οποίο ο Ιησούς δεν μπορεί να βρει και σήμερα τόπο για το ευαγγέλιό του, είναι ανάλογος και πολύ σχετικός με ό,τι είχε συμβεί στη Βηθλεέμ κατά τη γέννησή του. Τα οικήματα είχαν τότε γεμίσει όλα από το πλήθος αυτών που μαζεύτηκαν για απογραφή.
Και σήμερα οι καρδιές των ανθρώπων, όπου ο Χριστός ζητά τόπο για το ευαγγέλιό του, είναι γεμάτες από άλλους επισκέπτες. Ισως πολλοί δεν έχουν πρόθεση να περιφρονήσουν τον Ιησού. Είναι όμως απορροφημένες οι καρδιές τους από σκέψεις, επιθυμίες και φροντίδες της ματαιότητας και δεν μένει σε αυτές ούτε ο ελάχιστος χώρος για τον Ιησού και το ευαγγέλιό του.
Οσον αφορά πάλι στον κόσμο και τα ανά την οικουμένη έθνη, τα περισσότερο πολιτισμένα από αυτά λέγονται χριστιανικά, αλλά εκτός του ότι τα απομένοντα, τα οποία είναι και πιο πολυάριθμα, είναι ξένα τελείως με το Χριστό, αγνοούν τελείως αυτόν και κανένα τόπο δεν φυλάσσουν για αυτόν, και μεταξύ αυτών των χριστιανικών εθνών πόσο λίγοι είναι εκείνοι, οι οποίοι παρέχουν τις ψυχές και τις καρδιές τους τόπο, για να ξαπλώσει και να αναπαυτεί ο Χριστός σε αυτές. Οι πολλοί παρέχουν σε αυτόν τη φάτνη, ενώ θα έπρεπε να αδειάσουν πλήρως το πανδοχείο για να κυριεύσει αυτό ολόκληρο ο Ιησούς.
(6)    Η λέξη σημαίνει τόπο όπου ξεφορτώνονται τα υποζύγια και αποτίθενται οι αποσκευές του ταξιδιώτη, για ανάπαυση (p). Αν και ο Λουκάς χρησιμοποιεί αλλού τη λέξη πανδοχείο, κάτι τέτοιο φαίνεται να υπονοεί εδώ. Ο Ιωσήφ και η Μαρία δεν βρήκαν τόπο, τουλάχιστον κατάλληλο. Εάν όμως εγκαταστάθηκαν σε κάποιο σταύλο, πολύ φυσικό θα ήταν, ο σταύλος αυτός να βρισκόταν σε σπήλαιο, διότι όταν λείπουν πανδοχεία σπήλαια κατοικούνται κοινά από ανθρώπους και κτήνη.
Το πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου κατέστησε την εκδοχή αυτή πιθανότερη με την υπόθεση, ότι τη Μαρία την έπιασε αιφνίδια ο τοκετός και για αυτό αναγκάστηκε ο Ιωσήφ μαζί της να καταφύγει σε κάποιο σπήλαιο (κεφ. ιη). Το σπήλαιο αυτό «κοντά στο χωριό» μνημονεύεται από τον Ιουστίνο (Διάλογος προς Τρύφωνα 78) και από τον Ωριγένη (κατά Κέλσου Ι 51), στις μέρες του οποίου έδειχναν αυτό (L).
Υποτέθηκε ότι η παράδοση αυτή για σπήλαιο προήλθε από το Ησαΐου λγ 16 «αυτός θα μείνει σε υψηλό σπήλαιο πέτρας οχυρής», με μετατροπή της προφητείας σε ιστορία (p). Αλλά στο χωρίο του Ησαΐα γίνεται λόγος για σπήλαιο υψηλό που χρησιμεύει αντί για φρούριο και χωρίς κάποιο υπαινιγμό μεσσιακό. Ο Ιουστίνος λοιπόν πρέπει να στηρίχτηκε σε παράδοση που ήδη υπήρχε (L).
Ο Κύριος γεννήθηκε σε πανδοχείο και σε σπήλαιο που χρησιμοποιούνταν ως σταύλος. Ο Υιός του Δαβίδ, ο οποίος θα ήταν η δόξα και το καύχημα του οίκου του πατέρα του, δεν είχε ούτε στην πόλη Δαβίδ κάποια καλύβα σαν κληρονομιά του στη διάθεσή του, ούτε ένα φίλο διατεθειμένο να παράσχει την απαραίτητη κατά τη στιγμή εκείνη άνεση στη μητέρα του. Και γεννήθηκε σε πανδοχείο, για να σημάνει και με αυτό, ότι ήλθε στον κόσμο ως ταξιδιώτης, για να παραμείνει σε αυτόν για λίγο σαν σε πανδοχείο και για να διδάξει και εμάς έτσι να συμπεριφερόμαστε, ως  πάροικοι και διαβάτες στη γη αυτή. Το ότι επίσης ξάπλωσαν αυτόν στη φάτνη, υπήρξε δείγμα της πτωχείας των γονέων του, αλλά και της καταπτώσεως των συγχρόνων του, οι οποίοι ανέχτηκαν γυναίκα που γεννούσε να παραμείνει σε σπήλαιο, χωρίς καμιά εκδήλωση συμπάθειας εκ μέρους εκείνων, οι οποίοι θα υπήρξαν μάρτυρες των δύσκολων στιγμών της.
 
Λουκ. 2,8        Καὶ ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ(1) ἀγραυλοῦντες(2) καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς(3) τῆς νυκτὸς(4) ἐπὶ(5) τὴν ποίμνην αὐτῶν.
Λουκ. 2,8        Και ήσαν μερικοί ποιμένες εις την περιοχήν αυτήν, που έμεναν στους αγρούς και με την σειράν των κατά το διάστημα της νυκτός εφύλατταν άγρυπνοι το ποίμνιον των.
(1)    Μόλις βγει κάποιος από τη Βηθλεέμ από την ανατολική πλευρά βρίσκεται μπροστά σε λιβάδια κατάλληλα για βοσκή και η φύση του εδάφους δείχνει, ότι πάντοτε η έκταση αυτή ήταν τέτοια (L). Ίσως στα ίδια λιβάδια νεαρός ποιμένας ο προφητάνακτας και ψαλμωδός, φυλάσσοντας τα πρόβατα του πατέρα του εμπνεύστηκε τον 22ο ψαλμό και τους άλλους ποιμενικούς και ευλαβικούς λυρικούς ύμνους (ο).
(2)    «Δηλαδή έπαιζαν με τον αυλό τους αγροτική μουσική, ή διέμεναν και περνούσαν το χρόνο τους στον αγρό» (Θφ). Έμεναν στην ύπαιθρο και φύλασσαν το ποίμνιο (δ). Εάν τα ποίμνια ανήκαν σε κατοίκους του χωριού, κατά τη διάρκεια του χειμώνα τα οδηγούσαν στους σταύλους. Αλλά οι Βεδουίνοι ποιμένες -και αυτοί είναι οι πιο πολυάριθμοι- παραμένουν σε σκηνές και τα ποίμνιά τους είναι πάντοτε στο ύπαιθρο (L).
Επειδή σε κάποιο χωρίο του Ταλμούδ λέγεται ότι τα ποίμνια παραμένουν στο ύπαιθρο κατά το διάστημα μεταξύ του Πάσχα και των πρώτων βροχών του φθινοπώρου, συμπέραναν κάποιοι, ότι η γέννηση του Κυρίου έγινε το καλοκαίρι. Παρόλ’ αυτά ο Wieseler διαπίστωσε, ότι ο ορισμός αυτός του Ταλμούδ αφορά στα ποίμνια που ζουν σε στέππες, μακριά από τους συνοικισμούς. Αυτά όμως για τα οποία γίνεται λόγος εδώ δεν ανήκουν στην κατηγορία αυτή (g).
Έπειτα είναι σαφές, ότι η βροχή δεν υπακούει επακριβώς στους ραββινικούς αυτούς καθορισμούς, οι οποίοι υποδηλώνουν τις αρχές Νοεμβρίου. Συνήθως η πρώτη σοβαρή βροχή στα μέρη εκείνα πέφτει γύρω στις 15 Νοεμβρίου. Παρόλ’ αυτά κατά το έτος 1910-1911 έπεσε αυτή γύρω στα μέσα Ιανουαρίου. Και σε ένα άλλο έτος το εκατοντάβαθμο θερμόμετρο σημείωσε θερμοκρασία 26 βαθμών την 27 Δεκεμβρίου (L).
Το αγραυλούντες λοιπόν για κανένα λόγο δεν αποκλείει ότι η εποχή, στην οποία σημειώθηκε το γεγονός ήταν Δεκέμβριος. Ο καιρός μπορούσε να είναι ήπιος, και επιπλέον δεν είναι βέβαιο, ότι όλα τα πρόβατα στεγάζονταν κατά τις νύχτες του χειμώνα.
Ως προς την ημερομηνία παρόλ’ αυτά της γέννησης του Κυρίου θα μπορούσε να σημειωθεί, ότι η παλαιότερη απόπειρα για καθορισμό της είναι αυτή που αναφέρεται και όπως φαίνεται αποκηρύττεται ως βέβηλη περιέργεια από τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα (Στρωματείς Ι 21). Στα χρόνια του κάποιοι όριζαν την 21 Απριλίου, άλλοι την 22 Απριλίου και άλλοι την 20 Μαΐου ως ημέρα της γεννήσεως του Κυρίου. Η 25 Δεκεμβρίου καθορίστηκε όχι παλαιότερα από τον Δ΄ αιώνα και φαίνεται να επικράτησε για πρώτη φορά στη Δύση (p).
(3)    Η φράση συναντιέται και στα Αριθμ. γ 7,8,28,32,38 κλπ. (p), και δηλώνει ότι οι ποιμένες αγρυπνούσαν όλη τη νύχτα εναλλάξ, διαιρώντας πιθανώς τη νύχτα σε ίσα μέρη και με σειρά διαδέχονταν ο ένας τον άλλο στη φύλαξη. Ο πληθυντικός (φυλακάς) μπήκε για αυτό ακριβώς, για να δηλώσει τα διάφορα αυτά ισόχρονα διαστήματα και όχι γιατί η φύλαξη γινόταν συγχρόνως σε πολλούς τόπους (δ).
(4)    Ορίζει το χρόνο, για να δείξει ότι έγινε νύχτα η γέννηση του Σωτήρα και η εμφάνιση των αγγέλων και όχι για να δηλώσει ότι υπήρχαν και φυλακές της ημέρας (δ).
(5)    Η πρόθεση επί = πάνω στην ποίμνη. Δηλώνει την παρατήρηση και επίβλεψη της ποίμνης (δ). Ο άγγελος, για τον οποίο μιλά ο επόμενος σ. δεν στάλθηκε στους αρχιερείς ή τους πρεσβυτέρους, οι οποίοι δεν ήταν προετοιμασμένοι να δεχτούν το μήνυμα αυτό, αλλά σε ένα όμιλο ποιμένων φτωχών, οι οποίοι όπως ο Ιακώβ ήταν απλοϊκοί άνθρωποι που έμεναν σε σκηνές. Οι πατριάρχες ήταν ποιμένες, ιδιαιτέρως μάλιστα ο Μωϋσής και ο Δαβίδ την ώρα που έβοσκαν τα ποίμνιά τους κλήθηκαν να κυβερνήσουν το λαό του Θεού.
Στον Μωϋσή το μήνυμα της απελευθέρωσης του Ισραήλ από την Αίγυπτο κομίστηκε, την ώρα που φύλαγε πρόβατα. Και στους ποιμένες αυτούς, οι οποίοι πιθανότατα ήταν ευσεβείς, κομίστηκαν μηνύματα ασυγκρίτως μεγαλύτερης απελευθέρωσης. Σημείωσε, ότι δεν κοιμούνταν αυτοί στα κρεβάτια τους, όταν οι χαρμόσυνες ειδήσεις κομίστηκαν σε αυτούς, αλλά παρέμεναν στους αγρούς αγρυπνώντας. Ήταν ξύπνιοι και για αυτό δεν ήταν δυνατόν να εξαπατηθούν για όσα έβλεπαν και άκουγαν, όπως είναι εύκολο να πάθουν αυτό οι μισοκοιμισμένοι.
Εκείνοι, οι οποίοι πρόκειται να δεχτούν μηνύματα από το Θεό είτε εξωτερικά και τα οποία γίνονται αντιληπτά στις αισθήσεις του σώματος, είτε εσωτερικά με παρηγοριά των καρδιών από το Πνεύμα, πρέπει να ξαγρυπνούν έχοντας το μάτι της ψυχής άγρυπνο. Οι ποιμένες ακόμη, όταν ο άγγελος κόμισε σε αυτούς το χαρμόσυνο μήνυμα, δεν προσεύχονταν, αλλά ασκούσαν τα έργα του επαγγέλματός τους. Φύλαγαν τη νύχτα την ποίμνη τους, για να ασφαλίσουν αυτήν από τους κλέπτες και από την επιδρομή θηρίων. Δεν είμαστε λοιπόν έξω από την οδό των θείων επισκέψεων, όταν ασκούμε ευσυνείδητα και με φόβο Θεού κάποιο έντιμο επάγγελμα.
 
Λουκ. 2,9        καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου(1) ἐπέστη(2) αὐτοῖς(3) καὶ δόξα Κυρίου(4) περιέλαμψεν(5) αὐτούς(6), καὶ ἐφοβήθησαν φόβον(7) μέγαν.
Λουκ. 2,9        Και ιδού ένας άγγελος Κυρίου παρουσιάσθη έξαφνα εις αυτούς και φως ολόλαμπρον, θείον και υπερφυσικόν, τους περιεκύκλωσε και εφοβήθησαν παρά πολύ δι' αυτά, που αντίκρυσαν.
(1)    Σε κάθε περίπτωση ταπείνωσης του Χριστού ελήφθησαν μέτρα από κάποιου είδους επίκαιρης διαμαρτυρίας, που εξασφάλιζαν την αναγνώριση της θεότητάς του. Στο χωρίο αυτό συντελέστηκε αυτό με τον ευαγγελισμό του αγγέλου· στην περιτομή του με το όνομα που δόθηκε σε αυτόν, το Ιησούς = Θεός Σωτήρας· στην παρουσίασή του στο ναό με την υπαπαντή (υποδοχή) και μαρτυρία του Συμεών· στο βάπτισμά του με την άρνηση που αντιτάχτηκε σε αυτόν από τον Ιωάννη· και στο πάθος του με σημάδια περισσότερα από ότι στις υπόλοιπες περιπτώσεις (b).
Όταν δούμε τον υιό της Παρθένου τυλιγμένο σε σπάργανα και ξαπλωμένο σε φάτνη, μπαίνουμε στον πειρασμό να πούμε: Ασφαλώς το νήπιο αυτό δεν είναι δυνατόν να είναι ο Υιός του Θεού. Αλλά όταν βλέπουμε και χορό αγγέλων να παρίσταται στη γέννησή του, οδηγούμαστε να φωνάξουμε: Ασφαλώς δεν μπορεί να είναι κάποιος άλλος ο νεογέννητος αυτός παρά ο Υιός του Θεού, για τον οποίο λέχθηκε, «όταν εισαγάγει τον πρωτότοκον στην οικουμένη λέει: Και θα προσκυνήσουν αυτόν όλοι οι άγγελοι του Θεού» (Εβρ. α 6).
(2)    Η έννοια της αιφνίδιας έλευσης δεν εκφράζεται αναγκαστικά από το ρήμα, συμπεραίνεται όμως συχνά από τα συμφραζόμενα. Το ρήμα στην Κ.Δ. είναι αποκλειστικό σχεδόν στον Λουκά. Και στους κλασσικούς συγγραφείς χρησιμοποιείται για εμφάνιση ουράνιων όντων, ονείρων, οπτασιών κλπ. Δες Λουκ. κδ 4,Πράξ. ιβ 7 κγ 11 (p). Η πρόθεση «επί» σημαίνει το «πάνω από αυτούς», σε τόπο δηλαδή υψηλότερο μπροστά τους (δ).
(3)    «Για ποιο λόγο τέλος πάντων ο άγγελος δεν πήγε στα Ιεροσόλυμα, δεν ζήτησε τους γραμματείς και τους Φαρισαίους, δεν μπήκε στην ιουδαϊκή συναγωγή, αλλά βρήκε ποιμένες που έμεναν έξω στους αγρούς και φύλαγαν τις φυλακές της νύχτας την ποίμνη τους και σε εκείνους έφερε το χαρμόσυνο μήνυμα; Διότι εκείνοι μεν ήταν διεφθαρμένοι και επρόκειτο να τρίζουν τα δόντια τους από το φθόνο, ενώ αυτοί ήταν άπλαστοι (ανυπόκριτοι), και μιμούνταν με ζήλο τον παλαιό τρόπο ζωής των πατριαρχών και του ίδιου του Μωϋσή· διότι ποιμένες ήταν και αυτοί» (Ω).
Ούτε σοφοί, ούτε διακεκριμένοι με οποιονδήποτε τρόπο, ούτε άνθρωποι επιρροής ήταν οι ποιμένες αυτοί. Επιλέχτηκαν μάλλον για την πτωχεία τους και την αφάνειά τους. Ο παντοδύναμος Θεός επιβλέπει με ιδιαίτερη εύνοια τους χαμηλούς και άσημους. Ο άγγελος εμφανίστηκε στους ποιμένες, σαν να δείχνει, ότι ο Θεός τους πτωχούς του κόσμου αυτού που με καρτερία και ελπίδα προς αυτόν υπομένουν την πτωχεία τους, διάλεξε ως κληρονόμους της βασιλείας του και για αυτό και τώρα τιμά αυτούς.
Αλλά προ παντός έγινε τώρα φανερό, ότι ο Θεός δεν προσβλέπει μεροληπτικά σε πρόσωπα. Μπροστά του αυτοί που κατέχουν τα υψηλά στρώματα της κοινωνίας και αυτοί που ζουν στα ταπεινά με αφάνεια είναι όλοι ίσοι και στη συμμετοχή των αιώνιων ευλογιών του ευαγγελίου δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο μονάρχη που κάθεται σε θρόνο λαμπρό και στο ζητιάνο που ζει σε φτωχή καλύβα.
(4)    «Δόξα Κυρίου να εννοήσεις εδώ το θείο φως» (Ζ)· φωτεινή λάμψη, λαμπρό και αστραφτερό φως (δ), το οποίο είναι σημείο της παρουσίας του Θεού ή κάποιου ουράνιου όντος (Β΄ Κορ. γ 18. Δες Λουκ. θ 31,32) (p)
(5)    Το ρήμα περιλάμπω =  σημαίνει την λάμψη του θαυμαστού εκείνου φωτός που από παντού ερχόταν και τους περικύκλωνε (δ).
(6)    Η λάμψη από τον άγγελο περικύκλωσε τους ποιμένες, οι οποίοι, μαζεμένοι καθώς ήταν, βρέθηκαν αιφνίδια κάτω από υπερφυσικό φως που διέλυε το νυχτερινό σκοτάδι.
(7)    Για το φόβο εξ’ αιτίας αυτού του είδους των εμφανίσεων δες Λουκ. α 12 (δ). «Ο φόβος εκείνων (των ποιμένων) είναι όχι από δειλία της ψυχής, αλλά από επίγνωση της παρουσίας ανώτερων όντων» (Α).
 
Λουκ. 2,10      καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος· μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ γὰρ(1) εὐγγελίζομαι(2) ὑμῖν χαρὰν μεγάλην(3), ἥτις(4) ἔσται παντὶ τῷ λαῷ(5),
Λουκ. 2,10      Και είπεν εις αυτούς ο άγγελος• “μη φοβείσθε, διότι σας αναγγέλλω χαρμόσυνον είδησιν, χαράν μεγάλην, η οποία θα είναι χαρά δι' όλον τον λαόν του Θεού.
(1)    Για να καθησυχάσει τους ποιμένες ο άγγελος αρχίζει να τους διαβεβαιώνει, ότι το κομιζόμενο από αυτόν μήνυμα είναι χαρμόσυνο (g).
(2)    Το ρήμα συναντιέται συχνά στο Λουκά και στον Παύλο και σπανίως αλλού. Αν εξαιρέσουμε το Ματθ. ια 5, όπου πρόκειται για παράθεση, πουθενά στα άλλα ευαγγέλια δεν βρίσκεται (p). Εδώ σημαίνει αναγγέλλω αγαθή είδηση (δ).
(3)    Μπαίνει εδώ το αποτέλεσμα αντί για το αίτιο = γεγονός αίτιο μεγάλης χαράς (δ). Ο πρώτος λόγος για τον οποίο ο Χριστιανισμός είναι το αληθινό ευαγγέλιο και η περισσότερο από κάθε άλλη χαρμόσυνη είδηση, είναι ότι αποκάλυψε το Θεό στον άνθρωπο, και ο δεύτερος και εξόχως εμφαντικός λόγος είναι ότι αποκάλυψε τον άνθρωπο στον εαυτό του.
Ουδέποτε άλλοτε μέχρι την εποχή, κατά την οποία γεννήθηκε και αναλήφθηκε ο Χριστός, γνώρισε ο άνθρωπος την ευγένεια του γένους του. Ουδέποτε μέχρι την εποχή, κατά την οποία ο Θεός πήρε σάρκα ανθρώπινη, μπόρεσε να αντιληφθεί ο άνθρωπος, τι μπορεί να αποβεί η σάρκα και η φύση του. Μέχρι την εποχή, κατά την οποία το πλήρωμα της θεότητας κατοίκησε σωματικά στον Ιησού, δεν είχε αντιληφθεί ο άνθρωπος, ότι μπορεί να γίνει κοινωνός θείας φύσης και να ενωθεί με τον ίδιο το Θεό.
Από τη στιγμή που ο Ιησούς γεννήθηκε, η ανθρωπότητα μπήκε σε νέο ξεκίνημα, δόθηκε νέα σημασία και έννοια στις γεννήσεις των ανθρώπων, η μητρότητα εξυψώθηκε σε ορίζοντες ουράνιους και η πατρότητα πήρε ευρύτατη αγιότητα. Ο Χριστός έδειξε, τι μπορεί να γίνει ο άνθρωπος και συνεπώς καθόρισε μόνιμα την υψηλή αξία του.
(4)    Η οποία είναι τόσο μεγάλη, ώστε δεν θα χαροποιήσει μόνον εσάς, αλλά ολόκληρο το λαό (g).
(5)    «Τον κυρίως λαό του Θεού. Διότι δεν είναι όλοι οι Ιουδαίοι λαός του Θεού. Αλλά και σε όλο το λαό των ανθρώπων, που δεν είναι κυρίως Ιουδαίοι, έγινε χαρά η σάρκωση του Θεού» (Θφ). Για όλους μας ο Χριστός πέτυχε την απολύτρωση από την αμαρτία και την ενοχή. Υπάρχει πιο χαρμόσυνο γεγονός από αυτό; Η μεγαλύτερη πληγή των ανθρώπων είναι η μάστιγα της ένοχης συνείδησης. Πολλές άλλες αθλιότητες και δυστυχίες είναι δυνατόν με το χρόνο και με την ικανότητα να απομακρυνθούν και όλες βρίσκουν το τέλος τους στον τάφο.
Αλλά η ένοχη συνείδηση είναι κάτι το οποίο κανείς δεν μπορεί να απομακρύνει ούτε από τον εαυτό του ούτε από τους άλλους. Το ότι και μετά θάνατον μας τύπτει και μας καταδιώκει μέχρι το ίδιο το βήμα του παγκόσμιου Κριτή και θα μας βασανίζει στον τόπο της απόγνωσης και του εξωτέρου σκότους, κάνει το κεντρί της φοβερό και εξόχως οδυνηρό.
Αλλά ο Χριστός μάς ελευθέρωσε από τη μάστιγα αυτή. Αφού κατανίκησε τον σκληρό και κακεντρεχή εχθρό, ο οποίος είναι συγχρόνως εχθρός και του Θεού και του ανθρώπου, δηλαδή τον διάβολο, εξασφάλισε και ετοίμασε σε εμάς τόπο στους ουρανούς και παραμένει πάντοτε μαζί μας. Στην παρούσα ζωή η παρουσία του μας γεμίζει χαρά μέχρι τις τελευταίες μας στιγμές, αλλά και τότε δεν μας αφήνει, διότι η καθοδήγησή του και η χαροποιός παρουσία του μας συντροφεύει και όταν θα μπούμε στη σκοτεινή εκείνη κοιλάδα, η οποία χωρίζει την επίγεια σκηνή από την αιώνια κατοικία του ουρανού.
 
Λουκ. 2,11      ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν(1) σήμερον σωτήρ(2), ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος(3), ἐν πόλει Δαυΐδ(4).
Λουκ. 2,11      Σας αναγγέλω, ότι εγεννήθη σήμερον για σας Σωτήρ, ο οποίος είναι ο Μεσσίας, ο Κυριος και Θεός. Και εγεννήθη εις την πόλιν του Δαυίδ την Βηθλεέμ.
(1)    Ή για σας τους ποιμένες ως τμήμα και ίσως ειδικά ως τμήμα περιφρονημένο του λαού του Ισραήλ (p). Ή, πιο σωστά, το «για σας» αναφέρεται στο, «σε όλο το λαό» = για σωτηρία όλων σας (δ). Για σας γεννήθηκε. Για σας τους Ιουδαίους κατά πρώτον. Αλλά και για σας τους ποιμένες, παρόλο που είστε φτωχοί και αφανείς κατά κόσμον. Γεννήθηκε για σας τους ανθρώπους, όχι για μας τους αγγέλους. Δεν πήρε τη δική μας αγγελική φύση, αλλά τη δική σας ανθρώπινη φύση, για να εκπληρωθεί ο λόγος του Ησαΐου (θ 6): Παιδί γεννήθηκε για μας, και γιος δόθηκε σε μας.
(2)    Μόνο εδώ και στο α 47 στο Λουκά και μία φορά στον Ιωάννη (δ 42), δύο στις Πράξεις (ε 31,ιγ 23) και συχνά στην προς Τίτον και Β΄ Πέτρου (p), και επιπλέον και στα Εφεσ. ε 23,Φιλιπ. γ 20 και Α΄ Ιω. δ 14. Στην Π.Δ. αποδίδεται στο Θεό και μερικές φορές και σε εκείνους, τους οποίους ο Θεός στέλνει για απελευθέρωση του λαού του από τους εχθρούς τους. Ανταποκρινόταν προς την χρήση των Ελλήνων δυναστών, οι οποίοι έπαιρναν τον τίτλο που συνόδευε την αποθέωσή τους (π.χ. Πτολεμαίου του σωτήρος και θεού). Οι ελληνιστικές πόλεις της Ασίας μαζί με την Έφεσο  χαιρέτησαν τον Ιούλιο Καίσαρα ως «θεό ένδοξο και κοινό σωτήρα του ανθρώπινου βίου» (L).
(3)    «Είναι Χριστός από τη μία επειδή η ανθρώπινή του φύση χρίστηκε με τη θεότητα και είναι Κύριος από την άλλη επειδή είναι Θεός» (Ζ). Είναι Χριστός ο Μεσσίας στον οποίο κατοικεί όλο το πλήρωμα της θεότητας και των θείων χαρισμάτων (δ). Στο Λουκά πάντως η απουσία του άρθρου, η τόσο συχνή στα δύο πρώτα κεφάλαια, δεν εμποδίζει το άναρθρο Χριστός να σημαίνει ο Μεσσίας. Το Κύριος χρησιμοποιούνταν ως επίθετο και στους ειδωλολατρικούς θεούς ή τους θεοποιημένους αυτοκράτορες, έμπαινε όμως μπροστά από το όνομα (π.χ. στον κύριο Σέραπι). Ο Λουκάς βάζει αυτό μετά το όνομα Μεσσίας, ίσως για να σημάνει ότι ο Χριστός είναι ο μόνος Κύριος (L).
Ο τίτλος Χριστός βρίσκεται σε ειδική σχέση με τον ιουδαϊκό λαό, ο οποίος μόνος ανέμενε τον Μεσσία, τον Χριστό του Θεού. Ο τίτλος Κύριος εκφράζει τη σχέση του Ιησού με ολόκληρο τον κόσμο και με αυτούς ακόμη τους αγγέλους (g).
Ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Μεσσίας, ο Χρισμένος από τον Πατέρα. Αλλά είναι και ο Κύριος, ο Κύριος όλων. Είναι ο Θεός, διότι στην Π.Δ. το όνομα Κύριος ανταποκρίνεται προς το όνομα Ιεχωβά. Είναι και Σωτήρας, και θα είναι τέτοιος σε εκείνους, οι οποίοι δέχονται αυτόν ως Κύριό τους.
(4)    Συντάσσεται με το ετέχθη (b) και δείχνει, ότι ο σωτήρας αυτός είναι ο βασιλιάς του Ισραήλ που υποσχέθηκαν οι προφήτες (p).
 
Λουκ. 2,12      καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον(1)· εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον(2) ἐν φάτνῃ.
Λουκ. 2,12      Και αυτό θα είναι για σας σημείον, με το οποίον θα αναγνωρίσετε τον γεννηθέντα Σωτήρα• θα βρήτε ένα βρέφος απλοϊκά σπαργανωμένον, βαλμένο εις την φάτνην.
(1)    «Αυτό ας είναι σε σας το τεκμήριο για το ότι λέω αλήθεια» (Ζ), το σημείο που επιβεβαιώνει την υπερφυσική αναγγελία, για την οποία θα μπορούσαν να υποπτεύσουν, ότι επρόκειτο για κάποια πλάνη της φαντασίας (L). Ή το σημάδι με το οποίο θα αναγνωρίσετε το παιδί που γεννήθηκε. Δεν ήταν δυνατόν να υπάρχουν πολλά νεογέννητα βρέφη τη νύχτα εκείνη στη Βηθλεέμ, και αν είχαν γεννηθεί και κάποια άλλα πάντως κανένα από αυτά δεν θα ήταν ξαπλωμένο σε φάτνη (g).
Αξιόλογη και η παρατήρηση: Και η ίδια η ταπεινή φάτνη είναι μέχρι σήμερα σημάδι σε αυτούς που πιστεύουν (b). Η πίστη των ποιμένων υποβλήθηκε με το λόγο αυτό του αγγέλου σε δοκιμασία. Διότι ο λόγος αυτός συγκρουόταν με όλες τις σχετικά με το Μεσσία προκαταλήψεις τους, τον οποίο για κανένα λόγο δεν θα ανέμεναν ως νήπιο ασθενές και κάτω από τέτοιες συνθήκες βρισκόμενο.
(2)    Υπάρχει και η γραφή εσπαργανωμένον και κείμενον εν φάτνη. Και τα δύο αποτελούν το σημάδι επειδή είναι εκ πρώτης όψεως αντιφατικά. Ένα βρέφος ήταν δυνατόν να απορριφθεί σε φάτνη αφρόντιστο και ως ανεπιθύμητο από τους γονείς του. Το εκπληκτικό όμως εδώ είναι, ότι επιδείχτηκε επιμελής φροντίδα για αυτό και σπαργανωμένο μπήκε στη φάτνη, πράγμα το οποίο από καμιά μητέρα που θα διέμενε μόνιμα στη Βηθλεέμ δεν θα γινόταν (L).
Ίσως θα ανέμεναν να τούς λεχθεί: Θα βρείτε αυτόν νήπιο μεν αλλά τυλιγμένο σε λαμπρά και πολυτελή σπάργανα, στην καλύτερη οικία της πόλης μέσα σε κούνια μεγαλοπρεπή κυκλωμένη από συνοδεία τιμητική με στολές επίσημες. Αλλά όχι· λέγεται σε αυτούς το αντίθετο. Θα τον βρείτε τυλιγμένο σε σπάργανα και τοποθετημένο μέσα σε φάτνη.
Όταν ο Χριστός ήταν στη γη, διακρίθηκε, και διακρίθηκε αισθητά, όχι με κάτι άλλο τόσο, όσο με την ταπείνωσή του. Αλλά και μέχρι σήμερα ο Θεός υποκρύπτεται πολλές φορές κάτω από φαινόμενα κοινά και τα οποία συνήθως πέφτουν στα μάτια μας. Ό,τι έγινε τότε με τον σαρκωθέντα Λόγο, το ίδιο μπορεί να παρατηρηθεί και μέχρι σήμερα στην αγία Βίβλο, την οποία ο Θεός μας παρέδωσε.
Τι είναι αυτή; Μία δέσμη φύλλων, γραμμένων από χέρι και μελάνι, που πολλαπλασιάζονται από τον τύπο και μεταφέρονται εδώ και εκεί με τα συνήθη μέσα της μεταφοράς, που πωλούνται και αγοράζονται στα βιβλιοπωλεία, που φθείρονται στα χέρια των ανθρώπων και σχίζονται πολλές φορές και διασκορπίζονται από αγροίκους και αμαθή πρόσωπα. Και όμως στο Βιβλίο των βιβλίων, το τόσο υλικό, γήινο και ανθρώπινο κατά την εξωτερική του εμφάνιση, βρίσκεται κρυμμένη η ίδια η πνοή και η χάρη του παντοδύναμου Θεού, που αφυπνίζει και εξυψώνει τις καρδιές και αναγεννά τις ψυχές.
 
Λουκ. 2,13      καὶ ἐξαίφνης(1) ἐγένετο σὺν τῷ ἀγγέλῳ(2) πλῆθος(3) στρατιᾶς(4) οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεὸν καὶ λεγόντων(5)·
Λουκ. 2,13      Και έξαφνα πλήθος στρατιάς αγγέλων από τον ουρανόν ενώθηκε με τον άγγελον και όλοι μαζή εδοξολογούσαν τον Θεόν και έλεγαν•
(1)    Η εμφάνιση στο σ. 9 δεν ήταν λιγότερο αιφνίδια, το έκτακτο όμως εδώ είναι, ότι ολόκληρο πλήθος αγγέλων εμφανίζεται συγχρόνως (L).
(2)    «Δηλαδή ήλθε μαζί με τον άγγελο εκείνο» (Ζ). Γίνεσθαι συν τινί = προστίθενται σε κάποιον, έρχονται και συνενώνουν τους εαυτούς τους με εκείνον (δ). Αξιοσημείωτη η παρατήρηση: «Μπορούμε να σκεφτούμε ότι ήταν αρχάγγελος εκείνος που έφερε το ευχάριστο μήνυμα στους ποιμένες, κατεβαίνοντας μαζί με την κάτω από την εξουσία του στρατιά, για να φέρει την ευχάριστη είδηση της σωτηρίας των ανθρώπων, έστω και αν τότε συνομιλούσε με αυτούς εντελώς μόνος, χωρίς να φαίνεται με τα μάτια τους η υφισταμένη του στρατιά, επειδή από τη φύση της είναι αόρατη» (Κ).
(3)    Πλήθος που βγήκε από τα βάθη του αόρατου αυτού κόσμου, που μας κυκλώνει από παντού (g). Δηλώνει μεγάλο αριθμό, χωρίς όμως και να εξαντλείται το αναρίθμητο πλήθος της ουράνιας στρατιάς. Δες Δανιήλ ζ 10 (L).
(4)    Ενδοξη ονομασία. Εδώ όμως η στρατιά αυτή διακηρύσσει ειρήνη (b) ανόμοια με τις άλλες στρατιές που κηρύσσουν πόλεμο. Το στρατιάς μπορεί να είναι γενική διαιρετική= πλήθος που αποτελεί μέρος του ουράνιου εκείνου πλήθους, το οποίο αποτελεί τη στρατιά του Θεού (g). Οπότε το αἰνούντων που ακολουθεί= Η όλη ουράνια στρατιά δοξολογούσε το Θεό, και όχι απλώς το τμήμα εκείνο που ήταν ορατό από τους ποιμένες τη στιγμή εκείνη (p).
(5)    Η σύνταξη είναι με σχήμα κατά το νοούμενον = ουράνια στρατιά αγγέλων που αινούσαν το Θεό (δ). Οι άγγελοι αινούν τον Κύριο για τα έργα του (Ψαλμ. ρμη 2 και εξής) (L). Δοξολογούν τώρα «την μία θεότητα για τη σωτηρία που οικονόμησε (σχεδίασε)» (Ζ). Οι ουράνιοι άγγελοι δοξολόγησαν με φωνή μεγάλη τον Κύριο «όταν έγιναν τα άστρα» (Ιωβ λη 7) και διακόνησαν στην παράδοση του νόμου (Δευτερον. λγ 2, Πραξ. ζ 38, Γαλατ. γ 19), ουδέποτε όμως άλλοτε είχαν να επιτελέσουν πιο χαρμόσυνο έργο από το να αναπέμψουν ύμνους στο Θεό για τη σάρκωση του Υιού του (ο).
 
Λουκ. 2,14      (1)δόξα ἐν ὑψίστοις(2) Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς(3) εἰρήνη(4), ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία(5).
Λουκ. 2,14      “Δοξα ας είναι στον Θεόν στους ουρανούς και εις ολόκληρον την γην ειρήνη, θεία εύνοια και ευλογία στους ανθρώπους”.
(1)    Υπάρχουν δύο κύριοι τρόποι σύνταξης και διαίρεσης αυτού του ύμνου. Μπορεί να διαιρεθεί ή σε δύο ή σε τρεις προτάσεις και η διαφορά αυτή της σύνταξης συνδέεται με κάποια διαφορετική γραφή, που έγινε δεχτή από πολλούς νεώτερους ερμηνευτές. Αυτή η γραφή είναι «ευδοκίας» αντί για «ευδοκία».  Εάν δεχτούμε τη γραφή αυτή, τότε ο ύμνος αποτελείται από δύο και όχι από τρεις προτάσεις (g) = Δόξα (είναι ή ας είναι) στον ουράνιο Θεό και πάνω στη γη ειρήνη στους ανθρώπους, στους οποίους ευδόκησε ο Θεός. Έτσι λοιπόν σύμφωνα με τους ερμηνευτές αυτούς προκύπτει ακριβής παραλληλισμός του δόξα και ειρήνη, του εν υψίστοις και επί γης, του Θεού και του εν ανθρώποις (δ).
Οι περισσότεροι από τους νεώτερους ερμηνευτές δέχονται τη σύνταξη και διαίρεση αυτή πρώτον μεν για την γενική προτίμηση των γραφών των αλεξανδρινών μεγαλογράμματων κωδίκων και δεύτερον, για τον επιτυγχανόμενο παραλληλισμό μεταξύ των δύο ημιστιχίων που προκύπτουν έτσι.
Αλλά η γραφή «ευδοκία» στηρίζεται σε 15 μεγαλογράμματους κώδικες, μεταξύ των οποίων και δύο, οι οποίοι συνήθως ακολουθούν τα αλεξανδρινά χειρόγραφα. Από την άλλη η φράση «άνθρωποι ευδοκίας» τι σημαίνει; Σημαίνει άνθρωποι που εμπνέονται από αγαθή θέληση και εμψυχώνονται από την αγάπη του καλού; Η έννοια αυτή ελάχιστα ταιριάζει με τα συμφραζόμενα, με τα οποία μόνος ο Θεός και η ευσπλαχνία του δοξάζεται.
Αναγκαστικά λοιπόν πρέπει να εκλάβουμε τη φράση ότι σημαίνει ανθρώπους, στους οποίους ο Θεός δείχνει την αγαθή θέλησή του. Αλλά όταν η λέξη άνθρωπος η άνδρας συνδέεται έτσι με γενική πτώση, το αντικείμενο ή η γενική σημαίνει πάντοτε ιδιότητα αυτού του ίδιου του ανθρώπου. Δες άνδρας ελέους (Σοφ. Σειρ. μδ 10), άνθρωπος αμαρτίας (Β΄ Θεσ. β 3), τέκνο απωλείας, υιός οργής κλπ. (g). Η έννοια του όλου ύμνου αποδόθηκε από διαφόρους με διάφορους τρόπους.
Πρώτη εκδοχή: «Δόξα [θα είναι ή ας είναι] στο Θεό, διότι πάνω στη γη έγινε τώρα ειρήνη… και στους ανθρώπους ευδοκία [έγινε] δηλαδή επανάπαυση του Θεού. Επαναπαύτηκε δηλαδή ο Θεός τώρα και ευαρεστήθηκε με τους ανθρώπους, ο οποίος προηγουμένως βεβαίως, δεν ευδοκούσε ούτε αρεσκόταν με τους ανθρώπους» (Θφ). «Για να μάθεις, ότι για αυτό δοξάζουν το Θεό, επειδή πήρε πίσω η γη τα αγαθά, πρόσθεσαν οι άγγελοι και την αιτία, λέγοντας: και πάνω στη γη ειρήνη, στους ανθρώπους ευδοκία, τους ανθρώπους του βρίσκονταν σε πόλεμο με το Θεό, που ήταν αχάριστοι» (Χ).
Σχετική και η: «Ύμνος στους ουρανούς στο Θεό… διότι και πάνω στη γη έγινε ειρήνη, η οποία πολιτεύεται στους ουρανούς, επειδή ειρηνεύουν τώρα και οι άνθρωποι με το Θεό. Ή διότι και πάνω στη γη φανερώθηκε ο υιός του Θεού, ο οποίος είναι ειρήνη του κόσμου» (Ζ).
Δεύτερη εκδοχή: Δόξα ας είναι στο Θεό στα ύψιστα μέρη και πάνω στη γη είθε να είναι ειρήνη· αφού υπάρχει η ευαρέσκεια και αγαθή θέληση του Θεού μεταξύ των ανθρώπων (b). Για τις δύο πρώτες προτάσεις φυσικότερο φαίνεται να υπονοήσουμε την ευκτική εἴη (=είθε να είναι). Οι άγγελοι ζητούν ώστε από ουρανό σε ουρανό μέχρι το θρόνο του Θεού τα μακάρια πνεύματα να τονίσουν ύμνο δοξολογίας προς το Θεό και πάνω στη γη την ταραγμένη από την αμαρτία και τόσους αγώνες να κατεβεί επί τέλους η θεία ειρήνη. Τέλος στην τρίτη πρόταση παρέχεται η δικαιολόγηση των δύο ευχών που προηγήθηκαν. Παρέχεται ο λόγος για τον οποίο οφείλεται ύμνος στο Θεό στους ουρανούς και ο λόγος της ειρήνης πάνω στη γη: Ο Θεός εκδήλωσε λαμπρά την αγαθή του θέληση και διάθεση, την οποία έχει για τους ανθρώπους (g).
Τρίτη εκδοχή: Οι άγγελοι απευθύνονται προς τον γεννημένο Μεσσία λέγοντας: Δόξα δηλαδή αιτία δόξας είσαι εσύ για τον ύψιστο Θεό, και στη γη ειρήνη, στους ανθρώπους ευδοκία. Δηλαδή για σένα θα δοξαστεί στους ουρανούς ο Θεός, για σένα θα ειρηνεύσει η γη, για σένα θα ευδοκήσει ο Θεός στους ανθρώπους (δ). Η δεύτερη εκδοχή πιο εύστοχη.
(2)    στους ύψιστους τόπους ή μέρη. Η λέξη ισοδυναμεί με το «στους ουρανούς» (δ). «Ύμνος στους ουρανούς» (Ζ)· δόξα που αποδίδεται στο Θεό στους ουρανούς από τους αγγέλους (Meyer). «Διότι κανείς από αυτούς που είναι στη γη δεν μπορεί να αναπέμψει τη δοξολογία [που αρμόζει και είναι αντάξια] για την κατάβαση του Υψίστου, αλλά μόλις που μπορούν οι ουράνιες δυνάμεις, οι οποίες με το να ανυμνούν τον ύψιστο υψώνονται περισσότερο. Διότι με το να πουν με έμφαση «στα ύψιστα μέρη», φανέρωσαν την υψηλότερη απ’ όλες δόξα που οφείλεται να αναπέμπεται στο Χριστό και ότι οι πιο υψηλές από όλες τις ουράνιες δυνάμεις, μπορούν σε κάποιο βαθμό να υμνολογήσουν το Χριστό» (Ω).
Οι ουράνιοι άγγελοι, μολονότι η γέννηση του Μεσσία δεν τους ενδιέφερε άμεσα, θα αναπέμψουν δόξα προς το Θεό. Δες Αποκ. ε 11,12. Δόξα στο Θεό του οποίου η εύνοια και η αγάπη συνέλαβε ως σχέδιο και έφερε εις πέρας αυτήν την χάρη· και του οποίου η σοφία οικονόμησε έτσι τα πράγματα, ώστε κανένα από τα θεία ιδιώματα να μην δοξάζεται εις βάρος του άλλου, αλλά η δόξα να αναφέρεται σε όλες τις θείες ιδιότητες, και στην αγαθότητα και στην αγιότητα και στη δικαιοσύνη και στη σοφία του Θεού. Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ. Βεβαίως και αδιαμφισβήτητα η δόξα του Θεού ούτε να αυξηθεί ούτε να μειωθεί είναι δυνατόν.
Αλλά όσο τα πλάσματά του γνωρίζουν περισσότερο αυτόν, τόσο περισσότερο κινούνται σε θαυμασμό και αίνο των απείρων τελειοτήτων του. Έτσι και οι άγγελοι τώρα με τη δοξολογία τους αυτή, διακηρύττουν, ότι η σάρκωση του Υιού του Θεού υπήρξε νέα αποκάλυψη σε αυτούς, νέα φανέρωση σε αυτούς του θεϊκού ανεξερεύνητου πλούτου της σοφίας, της δύναμης, της αγάπης.
Η άπειρη συγκατάβαση του Υιού του Θεού, ο οποίος ήδη έγινε και άνθρωπος, όπως υπήρχε αιωνίως και Θεός, και ταπείνωσε τον εαυτό του με την κένωση και συγκατέβη μέχρι του να πάρει ως δική του τη φύση μας, ήταν μέχρι τη στιγμή αυτή το άγνωστο στους αγγέλους μυστήριο, το οποίο ανακαλυπτόμενο τώρα κινεί αυτούς σε δοξολογία και αίνο του πανάγαθου και πάνσοφου Θεού.
(3)    Όχι απλώς στην Ιουδαία, αλλά ούτε πλέον μόνο στους ουρανούς (b).
(4)    «Εμείς όμως οι ταλαίπωροι, προβάλλοντας στα θελήματα του Κυρίου τις δικές μας επιθυμίες, καταντήσαμε στη θέση των εχθρών του. Αυτό όμως έχει καταργηθεί με το Χριστό, γιατί αυτός είναι η ειρήνη μας, και μας ένωσε μέσω του εαυτού του με το Θεό και Πατέρα, βγάζοντας από τη μέση την αμαρτία που μάς κάνει εχθρούς του και δικαιώνοντάς μας με την πίστη, αλλά και καλώντας κοντά του αυτούς που βρίσκονται μακριά. Και με άλλο τρόπο, ένωσε τους δύο λαούς σε ένα καινούργιο άνθρωπο, κάνοντας ειρήνη και συμφιλιώνοντας και τους δύο σε ένα σώμα με τον Πατέρα. Γιατί θέλησε ο Θεός να συνάψει τα πάντα στον εαυτό του, ενώνοντας τα κάτω με τα ουράνια, και να κάνει ένα ποίμνιο αυτούς που είναι στον ουρανό και στη γη» (Κ).
Πράγματι «με τη φράση «πάνω στη γη ειρήνη» παρουσιάζεται το γεγονός ότι ειρηνοποιήθηκαν με την έλευση του Χριστού και τα γήινα και τα ουράνια. Επειδή δηλαδή ζητούσαν οι άγγελοι του Θεού, βλέποντας τους ανθρώπους να είναι εχθροί λόγω των αμαρτιών τους, να τους κάνουν φίλους και έκαναν ό,τι περνούσε από αυτούς, για να τους θεραπεύσουν, οι άνθρωποι όμως παρόλ΄αυτά δεν θεραπεύτηκαν, βλέποντας οι άγγελοι αυτόν που θα τους θεραπεύσει (το Χριστό) δοξάζουν και λένε το «επί γης ειρήνη» » (Ω).
Ο Χριστός ειρήνευσε τον άνθρωπο με το Θεό. Ο άνθρωπος λόγω των κακών έργων του είχε αποξενωθεί από το Θεό και επειδή έβλεπε, ότι με τα έργα του δεν αγαπούσε το Θεό, φοβόταν, ότι ο Θεός τον μισούσε. Αλλά τώρα γεννήθηκε παιδί, το οποίο επρόκειτο να «σκοτώσει την έχθρα» η οποία υπήρχε μέσα στην καρδιά του ανθρώπου και θα προσείλκυε και πάλι με την εξιλαστήρια θυσία του το ρεύμα της θείας αγάπης στον αμαρτωλό. Αλλά ο άνθρωπος δεν βρισκόταν σε ειρήνη ούτε με τους αδελφούς του.
Η ιδιοτέλεια και φιλαυτία είναι η ρίζα όλων των διαιρέσεων στη γη, από τους ασήμαντους διαπληκτισμούς, οι οποίοι διαταράσσουν την ειρήνη των χωριών μέχρι τους καταστρεπτικούς πολέμους, οι οποίοι ερημώνουν τη γη. Αλλά το βρέφος της Βηθλεέμ ήλθε να ξεριζώσει την ιδιοτέλεια από τις καρδιές των ανθρώπων και αντί για αυτήν να εμφυτεύσει σε αυτές το φυτό της αγάπης. Οσοδήποτε και αν είναι μακριά η ημέρα, θα έλθει όμως αυτή ασφαλώς, οπότε τα έθνη δεν θα γνωρίσουν στο εξής τον πόλεμο, και οι άνθρωποι βαθμιαία θα συναδελφώνονται με Πατέρα και προστάτη το Θεό.
(5)    Σύμφωνα με τη γραφή ευδοκίας: «Το «ἐν ἀνθρώποις εὐδοκίας» το λένε οι άγγελοι, αντί να πουν· επιθύμησε ο Θεός να ευεργετήσει τους ανθρώπους. Διότι ευδοκώ σημαίνει το να επιθυμώ πάρα πολύ κάτι» (Ω). Ανθρωποι ευδοκίας= άνθρωποι, τους οποίους η θεία εύνοια ευλόγησε (p). Η γραφή ευδοκία = η ειρήνη στη γη προέρχεται από την αγαθή θέληση του Θεού (L).
Ο όρος ευδοκία μπαίνει για να δηλώσει τη θεία εύνοια προς τους ανθρώπους, που προβάλλεται όχι ως το αποτέλεσμα, αλλά ως η αιτία της σωτηρίας των ανθρώπων (g). Όχι μόνο ειρήνη πάνω στη γη αλλά και χάρη. Όχι μόνο συγχώρεση, αλλά και κάθε ευλογία, που απορρέει από την αγαθή θέληση και εύνοια του Θεού προς τους ανθρώπους. Δεν μπορεί κάποιος να ελπίζει κάτι άλλο τόσο αγαθό, τόσο μεγάλο, τόσο υψηλό, από το να είναι αδελφός του αιωνίου Υιού και παιδί του αιωνίου Πατέρα και από το να έχει μέσα του το αιώνιο Πνεύμα που ενσωματώνει και συνενώνει αυτόν με το Χριστό ως αληθινό μέλος του Υιού.
 
Λουκ. 2,15      καὶ ἐγένετο ὡς ἀπῆλθον ἀπ᾿ αὐτῶν εἰς τὸν οὐρανὸν οἱ ἄγγελοι, καὶ οἱ ἄνθρωποι(1) οἱ ποιμένες(2) εἶπον πρὸς ἀλλήλους· διέλθωμεν(3) δὴ(4) ἕως(5) Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ῥῆμα τοῦτο(6) τὸ γεγονός(7), ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν.
Λουκ. 2,15      Οταν δε οι άγγελοι έφυγαν από αυτούς στον ουρανόν, τότε οι ποιμένες είπαν μεταξύ των• “ας περάσωμεν λοιπόν έως εις την Βηθλεέμ, δια να ίδωμεν αυτό που έγινε και το οποίον μας εγνωστοποίησε δια του αγγέλου ο Κυριος”.
(1)    Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το «οι άνθρωποι». Η αποσιώπηση αυτή οφείλεται αναμφίβολα στο εκ πρώτης όψης παράδοξο της έκφρασης. Η λέξη αποδίδει τελείως την εντύπωση των ποιμένων, όταν μετά την εξαφάνιση των αγγέλων, βρέθηκαν μόνοι μεταξύ των ανθρώπων. Κανείς δεν θα σκεπτόταν να επινοήσει εδώ μία τέτοια γλωσσική έκφραση (g). Λέγεται σε αντίθεση με το «οι άγγελοι». Άνθρωποι ήλθαν προς τον Ιησού, την ώρα που άγγελοι επιτελούσαν το έργο τους εξ’ αποστάσεως (b).
(2)    Το «οι ποιμένες», είναι προσδιορισμός αυτού. Ποιοί δηλαδή άνθρωποι ήταν αυτοί; Οι ποιμένες (δ). Όταν δεν αναμένουμε πλέον έκτακτα μηνύματα από τον ουράνιο κόσμο, πρέπει να φροντίζουμε να επωφεληθούμε από τα πλεονεκτήματα, τα οποία η χάρη του Θεού ευδόκησε να μας παράσχει, και να στηρίξουμε ακόμη περισσότερο την πίστη μας, και να διατηρήσουμε και την επικοινωνία μας με το Θεό στον κατώτερο αυτόν κόσμο. Αυτό έπραξαν εδώ οι ποιμένες.
(3)    Η πρόθεση «δια» στο διέλθωμεν σημαίνει το διαμέσου της πεδιάδας, η οποία τους χώριζε από την πόλη (g) = Ας περάσουμε όλο το ενδιάμεσο διάστημα. Το διέλθωμεν έως, συνηθίζεται από το Λουκά (Πράξ. θ 38,ια 19) αντί για τον κλασσικό τύπο διέρχομαι εις, το οποίο επίσης βρίσκεται στο Πράξ. ιη 27 (δ).
(4)    Το «δη» προσδίδει χαρακτήρα εσπευσμένο στο διέλθωμεν (g). Μετά από προστακτική μάλιστα σημαίνει ό,τι και το οὖν ή λοιπόν (L).
(5)    Συνυπονοεί κάποια απόσταση (L).
(6)    Λιγότερο πιθανώς: «ας δούμε αυτόν το λόγο, δηλαδή ας εξετάσουμε το λόγο σχετικά με το ότι γεννήθηκε σήμερα Σωτήρας σε μας. Και ας τον εξετάσουμε αυτόν με το σημάδι που μάς δόθηκε» (Ζ) ή, πιο σωστά, δεν είναι ανάγκη η λέξη να περιοριστεί στο λόγο του αγγέλου. Μάλλον πρόκειται για το πράγμα, για το οποίο αυτός μίλησε (p). Το ρήμα λοιπόν= το πράγμα (δ), μάλιστα όταν βρίσκεται σε συνδυασμό με το ίδωμεν (g).
(7)    Οι ποιμένες πιστεύουν, ότι αυτό που ειπώθηκε σε αυτούς από τον άγγελο συντελέστηκε ήδη (b). Δεν μιλούν με αμφιβολία: Ας πάμε να δούμε εάν πράγματι έγινε αυτό, όπως μάς ειπώθηκε. Αλλά εκφράζονται με βεβαιότητα: Ας πάμε να δούμε αυτό που έγινε, για να μάθουμε περισσότερα για αυτό που μάς αναγγέλθηκε.
 
Λουκ. 2,16      καὶ ἦλθον σπεύσαντες, καὶ ἀνεῦρον(1) τήν τε Μαριὰμ(2) καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ(3).
Λουκ. 2,16      Και ήλθαν όσον ημπορούσαν γρηγορώτερα και αφού έψαξαν ευρήκαν και την Μαρίαν και τον Ιωσήφ και το βρέφος τοποθετημένο εις την φάτνην.
(1)    Η πρόθεση «ανά» δηλώνει εξέταση και έρευνα που προηγήθηκε από την επίτευξη του σκοπού = κατόρθωσαν μετά από αναζήτηση να βρουν. Μία ακόμη φορά στην Κ.Δ. συναντιέται να χρησιμοποιείται με την ίδια έννοια από τον Λουκά στο Πράξ. ια 25 (δ).
(2)    Η Μαρία μπαίνει μπροστά από τον Ιωσήφ, διότι πάντοτε αυτήν έχει υπ’ όψιν ο Λουκάς (L).
(3)    Με άρθρο = τη φάτνη που από τον άγγελο αναφέρθηκε ως σημάδι αναγνώρισης (δ). Η πτωχεία και αφάνεια στην οποία βρήκαν το Χριστό και Κύριο, δεν υπήρξε πέτρα σκανδάλου για την πίστη τους. Ήταν και αυτοί φτωχοί, ήξεραν όμως από την ευλαβή πείρα τους, τι αξίζει να ζει κανείς ζωή άνετης επικοινωνίας με το Θεό κάτω από περιστάσεις φτώχειας και αφάνειας. Είναι πολύ πιθανό, αν όχι και εξ’ ολοκλήρου βέβαιο, ότι οι ποιμένες ανακοίνωσαν στη Μαρία και τον Ιωσήφ τα σχετικά με την οπτασία των αγγέλων και για τον ύμνο τον οποίο άκουσαν.
Και αυτό θα υπήρξε ενίσχυση στη μητέρα και τον κηδεμόνα του παιδιού ασυγκρίτως μεγαλύτερη, από όσο αν γινόταν η επίσκεψη αυτή σε αυτούς από τις κυρίες της ανώτερης τάξης της Βηθλεέμ. Πιθανώς και η Μαρία και ο Ιωσήφ θα ανακοίνωσαν στους ποιμένες τις υπερφυσικές οπτασίες και ανακοινώσεις, τις οποίες είχαν πάρει για το παιδί. Και έτσι με την αναμεταξύ τους ανακοίνωση της πείρας την οποία είχαν και οι δύο, πολύ στηρίχτηκαν και τα δυο μέρη στην πίστη τους.
 
Λουκ. 2,17      ἰδόντες δὲ διεγνώρισαν(1) περὶ τοῦ ῥήματος(2) τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς περὶ τοῦ παιδίου τούτου·
Λουκ. 2,17      Οταν δε είδον αυτά, εγνωστοποίησαν τότε με λεπτομέρειαν όλα όσα είχεν είπει εις αυτούς ο άγγελος δια το παιδίον αυτό.
(1)  Από τα αλεξανδρινά μεγαλογράμματα χειρόγραφα υποστηρίζεται η γραφή εγνώρισαν = έκαναν γνωστό. Το διαγνωρίζω είναι λέξη που συναντιέται μία μόνο φορά. Στους εθνικούς συγγραφείς = ακριβώς διακρίνω. Εδώ = ακριβώς, λεπτομερώς έκαναν γνωστό, όπως δείχνουν τα συμφραζόμενα (δ).
(2)     Εδώ το ρήμα = το λόγο των αγγέλων που ειπώθηκε για το παιδί (δ), «ότι γεννήθηκε για το λαό Σωτήρας» (Ζ).
 
Λουκ. 2,18      καὶ πάντες(1) οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν(2) περὶ(3) τῶν λαληθέντων ὑπὸ τῶν ποιμένων πρὸς αὐτούς.
Λουκ. 2,18      Και όλοι όσοι ήκουσαν, εθαύμασαν δι' όσα τους είχον είπει οι ποιμένες.
(1)    Πρόκειται απλώς και μόνο για αυτούς που έτυχε να είναι εκεί κοντά στη φάτνη μαζί με τη Μαρία και τον Ιωσήφ ή και για αφήγηση των ποιμένων σε άλλους, τους οποίους συνάντησαν μετά την έξοδό τους από το κατάλυμα; Μάλλον είναι πιθανόν από το «όλοι» ότι και σε άλλους ανακοίνωσαν το γεγονός οι ποιμένες, οπότε η από το κατάλυμα αναχώρησή τους πρέπει να τοποθετηθεί ανάμεσα στο στίχο 16 και τον στίχο 17 (g).
(2)    Οι ποιμένες προφανώς ήταν απλοί και ειλικρινείς άνθρωποι και κανείς δεν μπορούσε να υποπτευθεί αυτούς ως ένοχους αγυρτείας ή ιδιοτέλειας. Και τα λόγια τους παρουσιάστηκαν αξιόπιστα και αληθινά σε όσους τούς άκουγαν. Για αυτό θαύμαζαν αυτοί για το ότι ο Μεσσίας γεννήθηκε και ξάπλωσε στη φάτνη και όχι σε ανάκτορο και άγγελοι έφεραν το μήνυμα της γέννησης, σε απλούς όμως ποιμένες και όχι σε πρεσβύτερους και αρχιερείς.
Το περίεργο όμως είναι, ότι περιορίστηκαν στο να θαυμάσουν μόνο και δεν ζήτησαν να μάθουν ποια καθήκοντα τούς επιβάλλονταν απέναντι στο θείο βρέφος και ποια πλεονεκτήματα και οφέλη έφερνε σε αυτούς ο γεννημένος Μεσσίας. Ω της ανοησίας των ανθρώπων της γενεάς εκείνης που εκπλήσσεται και θαυμάζει! Τα σχετικά με την ειρήνη τους παρέμεναν καλυμμένα στα μάτια τους!
(3)    Πρέπει να αποδοθεί όχι στο ακούσαντες, αλλά στο εθαύμασαν, αν και μόνο εδώ το θαυμάζω συντάσσεται με γενική και την πρόθεση περί, ενώ συνηθέστερα συντάσσεται με δοτική μαζί με την πρόθεση επί (δ).
 
Λουκ. 2,19      ἡ δὲ(1) Μαριὰμ πάντα συνετήρει(2) τὰ ῥήματα ταῦτα(3) συμβάλλουσα(4) ἐν τῇ καρδίᾳ(5) αὐτῆς.
Λουκ. 2,19      Η δε Μαριάμ έβαλεν εις την καρδίαν της και εκρατούσε εις την μνήμην της όλους αυτούς τους λόγους και τους συνέκρινε με εκείνα, τα οποία κατά την ώρα του ευαγγελισμού της είχεν είπει ο άγγελος.
(1)    Οι πολλοί που άκουσαν τις αφηγήσεις των ποιμένων δοκίμασαν κάποιο θαυμασμό γενικό και αόριστο. Η Μαριάμ όμως (=δε) δεν ήταν δυνατόν να δοκιμάσει μία τέτοια έκπληξη, ούτε εκδήλωσε όπως οι άλλοι τις εντυπώσεις της. Οι αποκαλύψεις που από πριν είχαν γίνει σε αυτήν και στον Ιωσήφ απέκλειαν αυτό. Της Μαριάμ η εντύπωση ήταν βαθύτερη και διαρκέστερη, ήταν μία εργασία μελέτης και σύγκρισης των παλαιότερων κάπως με τα νεώτερα γεγονότα (g p).
(2)    = φύλαγε, διατηρούσε στη μνήμη της (δ).
(3)    «Αυτά που ειπώθηκαν από τους ποιμένες» (Ζ).
(4)    Συγκρίνοντας τα λόγια αυτά των ποιμένων με όσα ήδη εξ αρχής γνώριζε για το παιδί (δ). «Σύγκρινε αυτά μέσα της και με τον ευαγγελισμό του Γαβριήλ που έγινε στην αρχή και με την χωρίς σπέρμα σύλληψη και με την χωρίς πόνους γέννα… και βεβαιωνόταν σιγά σιγά με τρόπο τελειότερο» (Ζ).
Καθένα από τα γεγονότα αυτά είχε από μόνο του μια πειστική σαφήνεια, αλλά συνενούμενα όλα διαφώτιζαν περισσότερο το μυστήριο, το οποίο ο Θεός συντέλεσε σε αυτήν και κάτω από τα μάτια της (L).
(5)    Αυτό μπορεί να αποδοθεί και στο συμβάλλουσα και στο συνετήρει. Λοιπόν ή συγκρίνοντας μόνη της στο νου της ή διατηρώντας στο βάθος της καρδιάς της (δ). Από πού έμαθε αυτό ο Λουκάς; (p). Υποδηλώνει εδώ την πηγή από την οποία άντλησε τα γεγονότα. Για να εξακριβώσει την όλη σειρά τους απευθύνθηκε προς τη Μαρία, που διατηρούσε πιστά την ανάμνησή τους (L).
Η Παρθένος Μαρία έκανε αυτά αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης. Και όπως με σιγή άφησε στο Θεό να αποκαλύψει την αθωότητά της και αγνότητα κατά την εγκυμοσύνη της και με σιγή πάλι συγκάλυψε την τιμή, που της είχε κάνει ο Θεός, χωρίς να πει τίποτα για το μυστήριο και όταν ακόμη αυτό αποκαλύφθηκε στην Ελισάβετ και στον Ιωσήφ, έτσι και τώρα με σιγή διατηρεί τα όσα άκουσε από τους ποιμένες. Και παραμένει ικανοποιημένη πλήρως, εάν μόνο οι άγγελοι και κανείς άλλος δεν γνώριζε τη γέννηση του θείου βρέφους της.
Οι σχετικά με το Χριστό αλήθειες είναι άξιες να φυλάγονται στα βάθη της ψυχής μας αλησμόνητες. Και ο τρόπος του να φυλάξουμε αυτές με ασφάλεια, είναι να μελετούμε αυτές με σιγή. Η μελέτη και η συγκέντρωση του νου σε αυτές είναι το καλύτερο βοήθημα για τη μνήμη μας ώστε να διατηρεί αυτές ζωηρές.
 
Λουκ. 2,20      καὶ ὑπέστρεψαν οἱ ποιμένες δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς.
Λουκ. 2,20      Και επέστρεψαν οι ποιμένες στο ποίμνιόν των, δοξάζοντες και υμνούντες τον Θεόν δι' όλα όσα ήκουσαν και είδαν και τα οποία ήσαν ακριβώς όπως τους τα είπε ο άγγελος      
(1)    «Επέστρεψαν στην ποίμνη τους» (Ζ).
(2)    = όλα τα λόγια και τα πράγματα (δ).
(3)    Ή άκουσαν εξιστορούμενα από τη Μαρία και τον Ιωσήφ και είδαν με τα ίδια τους τα μάτια όταν πληροφορήθηκαν για το βρέφος. Δεν αποκλείεται και η εκδοχή αυτή από την όλη αφήγηση. Ή, το άκουσαν αναφέρεται πιο φυσικά στα λεχθέντα σε αυτούς από τον άγγελο και το είδαν που άμεσα συνδέεται με το άκουσαν, αναφέρεται στην με τα ίδια τους τα μάτια επαλήθευση, που με ακρίβεια συμφωνούσε με το μήνυμα του αγγέλου (g).
(4)    Είδαν αυτά να είναι έτσι, όπως ειπώθηκε σε αυτούς από τον άγγελο (g). Ευχαρίστησαν το Θεό, διότι είχαν δει το Χριστό, παρόλο που ήταν στο βάθος της ταπείνωσής του. Όπως έπειτα ο σταυρός του Χριστού, έτσι και τώρα η φάτνη του, αν και σε μερικούς φάνηκε ανοησία και σκάνδαλο, στους πιστούς παρείχαν και παρέχουν αφορμή θαυμασμού και δοξολογίας και αίνου του Θεού, διότι για αυτούς είναι Θεού δύναμη και Θεού σοφία.

.

.

Η  ΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ

(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
 
Δ.  Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ  α 1-2, & α 14
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
 
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας               Θφ = Θεοφύλακτος
αμ = Αμμώνιος                            Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος                       Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας                 Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός           Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης                Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας               Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός                             Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel                                             κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928              χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer                                           μ. = Macgregor G.H. London 1928                                        
DB = Dict. Of the Bible,Hastings               τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928                      σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John,  New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
 
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
 
Ιω. 1,1 (1) Ἐν ἀρχῇ(2) ἦν(3) ὁ Λόγος(4), καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν(5), καὶ Θεὸς(6) ἦν(7) ὁ Λόγος(8).
Ιω. 1,1 Εις την αρχήν της πνευματικής και υλικής δημιουργίας, άναρχος και προαιώνιος, υπήρχεν ο Υιός και Λογος του Θεού. Και ο Λογος ήτο πάντοτε αχώριστος από τον Θεόν και πλησιέστατα προς αυτόν, και ο Λογος ήτο Θεός (μετάφραση υπό Ι. Κολιτσάρα)
(1)    Θαυμάσιο προοίμιο, το οποίο «σαν να εμφανίστηκε ξαφνικά επάνω από την κορυφή του ουρανού» ο Ιωάννης «μιλά σε μας και έχει μέσα του τον Παράκλητο που μιλά, το Πνεύμα το ευθές, το ηγεμονικό, αυτό που μας οδηγεί στους ουρανούς, που μας δίνει άλλα μάτια και μας κάνει να βλέπουμε τα μέλλοντα ως παρόντα, αυτό που μας δίνει τη δυνατότητα να εξερευνήσουμε όσα υπάρχουν στους ουρανούς ενώ ακόμη έχουμε σάρκα» (Χ).
Σε αυτό, πριν ακόμη αφηγηθεί ο Ιωάννης τα σχετικά με τον επίγειο βίο του Ιησού Χριστού, ταυτίζει αυτόν με τον αιώνιο Λόγο, του οποίου με λίγες αλλά πυκνές φράσεις καθορίζει τη σχέση με το Θεό και τον κόσμο και περιγράφει την σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο σάρκωση και έλευσή του ανάμεσα στους ανθρώπους. Έτσι τον Πρόλογο τρεις κυρίως ιδέες τονίζονται· ο Λόγος (στίχοι 1-4)· ο Λόγος που παραγνωρίζεται (στίχοι 5-11) και τέλος ο Λόγος που γίνεται δεκτός (στίχοι 12-18).
(2)    Ή στην αρχή του κόσμου, κατά την πρώτη στιγμή της δημιουργίας (F). «Μπορούμε όμως βεβαίως το όνομα της αρχής να το θεωρήσουμε ότι λεγεται και για την αρχη του κόσμου, οπότε μαθαίνουμε με αυτά που λέγονται εδώ, ότι ο Λόγος ήταν παλαιότερος από αυτά που έγιναν στην αρχή. Διότι αν «Στην αρχή (Γένεση α 1)» δημιούργησε ο Θεός τον ουρανό και τη γη, αλλά το «Στην αρχή ήταν (Ιωάννης α 1)» είναι σαφώς παλαιότερο από αυτό που δημιουργηθηκε στην αρχή, τότε λοιπόν ο Λόγος είναι παλαιότερος όχι μόνο από το στερέωμα και την ξηρά, αλλά και από τον ουρανό και τη γη» (Ω).
«Υπήρχε ο Λόγος ανέκαθεν και ήταν και είναι θεία αρχή των πάντων» (Κλ). «Τίποτα δεν υπάρχει παλαιότερο από την αρχή, που να έχει στον εαυτό του τον όρο της αρχής. Γιατί αρχή της αρχής δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ, και οπωσδηποτε θα πάψει να είναι πραγματικά αρχή, εφόσον θα προϋπονοείται κάποιο άλλο που θα έχει την ύπαρξή του πριν από αυτό» (Κ).
Ο Ιωάννης αρχίζει από το ίδιο σημείο από το οποίο και ο Μωϋσής στο βιβλίο της Γένεσης. Αλλά ευθυς αμέσως οι δύο συγγραφείς χωριζονται μεταξύ τους, διότι ο μεν Μωϋσής κατεβαίνει ακολουθώντας τη ροή των αιώνων, η οποία από την έναρξη της δημιουργίας οδηγεί στο τέλος της με την πλάση του ανθρώπου, ενώ ο Ιωάννης ανεβαίνει από την αρχή του κόσμου στην αιωνιότητα (g).
Εφόσον το ευαγγέλιο εκθέτει τη νέα δημιουργία, από την οποία προήλθαν «τέκνα Θεού» οι στίχοι με τους οποίους αρχίζει ο πρόλογός του απηχουν το ύφος, το λεξιλόγιο, την σύνταξη και τη γενική έννοια των πρώτων στίχων της Γένεσης και των χωριων εκείνων των Παροιμιών και της Σοφίας Σολομώντος, τα οποία αναφέρονται στην εξιστόρηση της δημιουργίας. «Στην αρχή», «φως», «ζωή», «έγινε» και η διαδοχή των φράσεων που ακολουθεί η μία την άλλη υπενθυμίζουν το πρώτο κεφάλαιο της Γένεσης. Η λέξη ο Λόγος υπενθυμίζει τις αλλεπάλληλες προσταγες του Θεού, όπως: Και είπε ο Θεός ας γίνει φως και έγινε φως (χ).
Η εμφάνιση πάνω στη γη του σαρκωμένου Λόγου είναι η πρώτη πράξη της νέας δημιουργίας, η οποία συγκρίνεται και αντιτίθεται με την πρώτη δημιουργία του σύμπαντος (μ). Ή, λιγότερο πιθανώς «το όνομα της αρχής… κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο τώρα σημαίνει το «πάντα» » (Ζ). Πράγματι η αιωνιότητα είναι όχι η χρονική αλλά η λογική αρχή του χρόνου και για να δηλώσει την αιωνιότητα βρίσκεται η λέξη στα χωρία Παροιμίες η 23, και ίσως και στο Α΄Ιωάννου α 1 (g).
«Για ποιο λόγο… αφού αποσιώπησε όλα τα άλλα… μάς μιλά αμέσως για την αιώνια γέννηση; Επειδή οι άλλοι ευαγγελιστές αφιέρωσαν το μεγαλύτερο μέρος αναφερόμενοι στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, υπήρχε φόβος μήπως πολλοί προσκολλημμένοι στα ταπεινά να μην καταλάβουν για τον μονογενή Υιό του Θεού τίποτα το υψηλότερο από τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, για αυτό προσπερνώντας εκείνα ξεκινά τη διήγηση από την από την προαιώνια ύπαρξη. Πρέπει όμως να ξερουμε και αυτό· ότι ούτε αυτός κάνοντας λόγο για τον υψηλότερο εαυτό του, παραμέλησε τη θεία οικονομία, ούτε οι άλλοι ευαγγελιστές, ασχολούμενοι με τη διήγηση αυτής, αποσιώπησαν την προαιώνια ύπαρξη» (Χ).
«Γιατί μπορούμε να δούμε τους μεν άλλους ευαγγελιστές να κάνουν με μεγάλη ακρίβεια λόγο για την κατά σάρκα γενεαλογία του Σωτήρα μας… ο μακάριος όμως Ιωάννης… χρησιμοποιώντας καποια θερμότατη και φλογερή σκέψη, επιχειρεί να αγγίξει αυτά που ξεπερνούν τον ανθρώπινο νου, και τολμά να εξηγήσει την απόρρητη και ανέκφραστη γέννηση του Θεου Λόγου» (Κ).
(3)    «Και ο Μωϋσής μεν εξηγώντας τη δημιουργία του κόσμου είπε· Στην αρχή εποίησε (δημιούργησε)  ο Θεός τον ουρανό και τη γη. Ο Ιωάννης όμως δεν είπε· Στην αρχή έγινε ή δημιουργήθηκε ο Λόγος, αλλά· Στην αρχή υπήρχε (ήταν) ο Λόγος. Διότι ήταν στην αρχή δημιουργώντας τον ουρανό και τη γη» (Ω). «Λέγοντας λοιπόν «στην αρχή ήταν ο Λόγος» έδειξε ότι πάντα ήταν και δεν υπήρξε κάποιος χρόνος ή αιώνας, που δεν υπήρχε αυτός» (Ζ).
«Η διάνοια δεν μπορεί να φτάσει στο «ἦν (=ήταν,υπήρχε)», και η φαντασία να ξεπεράσει την «αρχή». Διότι όσο και αν ανεβείς με τη διάνοια προς τα πάνω δεν θα καταλήξεις στο «ἦν». Και όσο και αν τεντωθείς για να δεις του Υιου την αιώνια ύπαρξη, δεν θα κατορθώσεις να ξεπεράσεις την «αρχή» » (Β).
«Όπου ανεβάσεις το νου, σε προλαβαίνει και σε συναντά το «ἦν», και τρέχοντας παντού πριν από σένα δεν αφήνει τη σκέψη σου να βρει κάποια στάση» (Ζ). Ο Λόγος του Θεού δεν ακούστηκε για πρώτη φορά, όταν ο Ιησούς ξεκίνησε να μιλά και να δρα. Ο Λόγος ακούστηκε εν μέσω της όλης δημιουργίας από την αρχή της (χ).
(4)    «Λέγεται Λόγος, διότι η σχέση του με τον Πατέρα είναι όποια είναι και η σχέση του λόγου με το νου· όχι μόνο διότι η γέννησή του είναι χωρίς πάθος, αλλά και διότι είναι πολύ ενωμένος και διότι είναι η εξαγγελία του Πατέρα… και ο Υιός είναι σύντομη και εύκολη απόδειξη της φύσης του Πατέρα· διότι κάθε γέννημα είναι σιωπηρός λόγος αυτού που το γέννησε» (Γ).
«Και ο Υιός ονομάστηκε Λόγος, για να αποδειχτεί ότι είναι γεννητός και να μην θεωρηθεί κτιστός· διότι ο λόγος γεννιέται, αλλά δεν κτίζεται, αφού προφέρεται μεν από το στόμα και κινείται από την καρδιά» (Γν).
Ο Θεός είναι Πνεύμα ή αιώνιος Νους· ο Υιός του Θεού είναι ο Λόγος, ο ενδιάθετος (=ο λόγος που είναι μέσα στο νου,ο εσωτερικός,ο ενδόμυχος), αλλά και ταυτόχρονα ο πληρέστατα εκδηλούμενος Λόγος του αιωνίου Νου (b).
Μόνο ο Ιωάννης χρησιμοποιεί με αυτήν την έννοια τον όρο (δες και σ. 14,Α΄Ιω. α 1,Αποκ. ιθ 13). Είναι αμφίβολο εάν με την ίδια έννοια χρησιμοποιείται και στο Εβρ. δ 12. Παρόλ’ αυτά στη Βίβλο υπάρχουν χωρία, στα οποία ο θείος λόγος και η θεία σοφία προσωποποιούνται (Ψαλμ. λβ 4-6, ρστ 20,ρμζ 4,7,Παροιμ. η 22) (F). Προτιμά εδώ από την ονομασία ο μονογενής Υιός που είναι παρακάτω, την ονομασία Λόγος, «για να μην θεωρήσει κάποιος ότι η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα είναι με πάθος… οπότε η ονομασία δηλώνει και ότι ο Υιός προέρχεται από αυτόν (τον Πατέρα), και ότι προέρχεται χωρίς πάθος» (Χ).
«Όπως ακριβώς δηλαδή ο λόγος γεννιέται από το νου χωρίς πάθος, έτσι και αυτός γεννήθηκε από τον Πατέρα χωρίς πάθος» (Θφ). «Δεν τον ονόμασε όμως απλώς Λόγο, αλλά μαζί με την προσθήκη του άρθρου, διακρίνοντάς τον από τους άλλους λόγους με τον τρόπο αυτόν… για να μην νομισει κάποιος ότι είναι αυτός απλώς λόγος προφορικός ή ενδιάθετος» (Χ).
«Και για άλλο λόγο όμως τον ονόμασε Λόγο… για να δείξει ότι ο Υιός είναι συναΐδιος (=ο ομοίως αιώνιος,συναιώνιος,συνάναρχος) με τον Πατέρα. Διότι όπως ακριβώς δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ποτέ ο νους χωρίς λόγο, έτσι ούτε και ο Πατέρας και Θεός υπάρχει χωρίς τον Υιό» (Θφ).
Ο Ιωάννης εδώ δεν δανείζεται τον όρο από τον Φίλωνα, ο οποίος αλληγορικά και θεοσοφικά ερμηνεύοντας την Π.Δ., χρησιμοποιεί τον όρο με έννοια τελείως διαφορετική. Θεωρώντας ο Φίλων, ότι είναι ανάρμοστο στο Θεό να δημιουργήσει τον κόσμο αγγίζοντας αυτόν την ύλη (περί θυόντων Β΄261, περι δημιουργίας κόσμου Α,5) χρησιμοποίησε όργανο τον Λόγο, τον οποίο και ονομάζει ο Φίλων Θεό, ή δευτερο Θεό, γιο του πρώτου Θεού παλαιότατο και πρωτόγονο, ξεκάθαρα όμως χαρακτηρίζει αυτόν ότι δεν είναι ούτε θείας ούτε ανθρώπινης φύσης, αλλά κάποιας τρίτης, ανώτερης μεν από την ανθρώπινη, κατώτερης όμως από τη θεία, και μόνο σε αντίθεση με τον νεώτερο και δευτερόγονο υιό του Θεού, τον κόσμο, ονομάζει αυτόν πρεσβύτερο και πρωτόγονο (Περί ονείρων βιβλ. Α α 640,655,βιβλ. β Α 683,684, Περί φυγάδων Α 561,Τις ο των θείων πραγμάτων κληρονόμος Α 501,502, ότι άτρεπτον το θείον Α 277). Και θεωρώντας αυτόν ως την πρώτη και κυριώτατη από τις πολλές δυνάμεις του Θεού, ξεκάθαρα κηρύττει τις δυνάμεις αυτές ως τάση ή έκταση ή τομή της θείας φύσης, όπως είναι και η ανθρώπινη ψυχή, η οποία «έλαχε καθαρότερης και καλυτερης της ουσίας, από την οποία οι θείες φύσεις δημιουργούνταν» (Περί της Μωυσ. κοσμοποιΐας Α 35).
Εχοντας επίσης ως πηγές τα λεγόμενα στην Π.Δ. για τη σοφία του Θεού, την οποία Π.Δ. ερμηνεύει αλληγορικά, και αντλώντας κατά μέγα μέρος την ιδέα του Λόγου από την ελληνική φιλοσοφία, από μόνη αυτήν την ίδια τη λέξη Λόγος,λαμβάνει ο Φίλων από μεν την Πλατωνική φιλοσοφία την ιδέα για την ψυχή του κόσμου ως κάποιου ενδιάμεσου μεταξύ του Θεού και της κτίσεως, από δε την Στωική φιλοσοφία παίρνει την διδασκαλία περί σπερματικού λόγου, ταλαντεύεται ανάμεσα στην άποψη για τον λόγο ως προσωπικό ον και στην άποψη για το λογο ως απλή δύναμη του Θεού, κάνοντας συγκεχυμένη και πλήρη αντιφάσεων την διδασκαλία του περί λόγου. Πάντως ο Λόγος του Φίλωνος είναι τελείως διαφορετικός από το Λόγο του Ιωάννου. Διοτι ο Λόγος κατά τον Ιωάννη είναι Θεός με την κυριώτατη σημασία και φανερώνει την πληρέστατη ενότητα της ουσίας και φύσης που υπάρχει μεταξυ υιού και πατέρα, ενώ κατά τον Φίλωνα ο Λόγος καταχρηστικά ονομάζεται Θεός, σε σχέση με τους ατελείς ανθρώπους (Ιερ. Νομ. αλληγ. Γ΄ Α 73).
Επιπλέον κατά τον Ιωάννη ο Λόγος είναι αυτός από τον οποίο έγιναν τα πάντα, και το «από τον οποίο» φανερώνει όχι το όργανο απλώς, αλλά την γενετική αιτία, τον συναίτιο της δημιουργίας του κόσμου, ενώ κατά τον Φίλωνα σημαίνει το υπηρετικό οργανο του πατέρα, ο οποίος μόνος είναι η ποιητική αιτία του κόσμου (Περί Χερουβείμ Ι 161), και τον διαμορφωτή μονο και αυτόν που τέμνει την υλη.
Τέλος ο Φίλων αποκλείει τελείως την διδασκαλία για σαρκοποίηση του Λόγου στον θεάνθρωπο, κηρύσσοντας ξεκάθαρα ότι «ο θείος Λόγος δεν ήλθε σε ορατή μορφή, επειδή   « (Περί φυγάδων Ι 561 Μ (δ).
Πρώτη και κύρια αφορμή για χαρακτηρισμό του Ιησού Χριστού ως του προσωπικού Λόγου του Θεού παρέσχε η προσωπική εμπειρία των Αποστόλων, η από αυτούς, και μαλιστα από τον Ιωάννη, με όσα είδαν και άκουσαν από τον Ιησού, εμβάθυνση στον θείο Αυτού χαρακτήρα και την ιδιότητα. Ονομάζοντας ο ιερός ευαγγελιστής τον Ιησού Λόγο, εξέφραζε προφανώς για το Χριστό ό,τι αποκόμισε σχετικά με αυτόν από την παρουσία και τα ίδια του τα λόγια (δες α 30,γ 13,21,35,36,ε 19-30,στ 57,ζ 28,29,η 14,23,38,42,54,58,ι 29-38,ιβ 44-50,ιδ 6-11,ιστ 15,28,ιζ 2,5,8,21,ιη 37,κ 28,30,31), και καθόλου ό,τι παραπλήσιο παρείχαν τυχόν σε αυτόν οι παλαιότερες και σύγχρονες φιλοσοφικές θεωρίες.
Επιπλέον στον απόστολο Παύλο και στην προς Εβραίους επιστολή συναντιέται απεικόνιση του προσώπου του Χριστού διαφορετική μεν όσον αφορά τη λέξη, αλλά η ίδια κατ’ ουσίαν με αυτήν του Ιωάννου (δες ιδιαιτέρως Κολ. α 13-20,β 9,Φιλιπ. β 5-11,Εβρ. α 1-4). Από όπου είναι φανερό, ότι η διδασκαλία αυτή για το Χριστό αποτελούσε κτήμα ιδιαίτερο της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας (κ).
Ο όρος αυτός του Ιωάννη εξηγείται απλούστατα ως συνδεόμενος με τη συνηθισμένη χρήση του όρου αυτού (ο λόγος του Θεού = κάθετί που ο Θεός λέει ή εγινε αιτία να λεχθεί στους ανθρωπους). Σημαίνει το Χριστό ως αυτόν που εκπροσωπεί η ως αυτόν στον οποίο έχει κρυφτεί αιωνίως και ειδικώς από την αρχή του κόσμου ό,τι ο Θεός είχε να πει στον άνθρωπο και ό,τι αποκαλύφθηκε πλήρως στο κήρυγμα της χάρης και του ελέους της Κ.Δ. Ο Χριστός εκπροσωπεί τον λογο του Θεού όπως ηλθε στον κόσμο, αλλά εφ’ όσον ο κόσμος δεν δέχεται αυτόν, η θριαμβευτική του δύναμη θα αποκαλυφθεί τελικά με αποφασιστική σύγκρουση και νίκη (C).
«Τον ονόμασε Λόγο επειδή επρόκειτο να μας εκθέσει τα του Πατέρα. «Διότι όλα, λέει, όσα άκουσα από τον Πατέρα τα ανήγγειλα σε σας» (Ιω. ιε 15)… Δεν τον ονόμασε όμως απλώς Λόγο αλλά με την προσθηκη του άρθρου, διακρινονάς τον από τους υπόλοιπους λόγους και με αυτόν τον τρόπο» (Χ).
(5)    «Δηλαδή μαζι με το Θεό, στους κόλπους τους πατρικούς» (Θφ). «Για να μην νομίζουμε ότι υπήρξε ποτέ χρόνος που ο Υιός ηταν αφανής κρυπτόμενος μέσα στον Πατέρα, και για να μην τον θεωρούμε ότι είναι λόγος προφορικός ή ενδιαθετος… για αυτούς τους λόγους είπε και ο Ιωάννης, Και ο Λόγος ήταν όχι μέσα στο Θεό αλλά προς τον Θεό, αποδίδοντας στο Λογο ξεχωριστή υπόσταση που υφίσταται από την πατρική ουσία… για να θεωρηθει ότι υπάρχει Θεός από Θεό» (Γν).
«Διότι, εάν στην καρδιά υπήρχε ο Λόγος, πώς θα μπορουσε να εννοηθεί Θεός; Πώς θα μπορούσε να υπάρξει κοντά στο Θεό; Επειδή ούτε ο λόγος που είναι στον άνθρωπο είναι άνθρωπος, ούτε λέγεται ότι είναι κοντά σε αυτόν, αλλά μέσα σε αυτόν» (Β).
«Προσθέτει βεβαίως παντού αναγκαία το «υπήρχε», εξαιτίας της προαιώνιας γέννησής του, και λέγοντας ότι «ο Λόγος ήταν μαζί με το Θεό», δείχνει ότι ο Υιος είναι ένα και υπάρχει αυτός καθ’ εαυτόν, και άλλος πάλι είναι ο Θεός και Πατέρας, μαζί με τον οποίο ήταν ο Λόγος. Γιατί πώς γενικά το ένα σε αριθμό, μπορει να νοηθεί ότι αυτό υπάρχει με τον εαυτό του, δηλαδή δίπλα στον εαυτό του;» (Κ).
«Με τη φράση «στην αρχή υπήρχε» φανερώνει το αιώνιο· με τη φράση «αυτός υπήρχε στην αρχή κοντά στο Θεό» μάς φανέρωσε το συναιώνιο. Δηλαδή να μην νομίσεις ότι είναι παλαιότερη η ύπαρξη του Πατέρα· διότι δεν ήταν ποτέ χωρις τον Λόγο (ο Πατέρας)» (Χ). «Ο Λόγος υπήρχε κοντά (προς) στο Θεό· κοντά σε όλο το Θεό οπωσδηποτε όλος ο Λόγος. Επομένως όσος είναι ο Θεός, τόσος εννοείται είναι και ο Λόγος που είναι κοντά σε αυτόν» (Γν).
«Διοτι αν ηταν ελλιπής στο δικο του μέγεθος ο Λόγος, ώστε να μην μπορεί να είναι κοντα σε ολο το Θεό, τότε πρέπει αναγκαστικά να νομίζουμε ότι το μέρος αυτό του Θεου που ξεπερνά το Λόγο, είναι άλογο (χωρίς λόγο). Αλλά όμως, με την όλη μεγαλειότητα του Θεού συνθεωρείται η μεγαλειότητα του Λόγου» (Γν).
Ο Λόγος του Θεού δεν είναι κάτι το ουδέτερο, αλλά ενεργεί με προσωπική συνείδηση και θέληση. Η πρόθεση «προς» δηλώνει το «πού» ή το «με συντροφια κάποιου» (χ). Η «προς» σημαίνει όχι μόνο το ότι είναι κοντά αλλά συγχρόνως και συνεχή κίνηση και τάση του Υιου προς τον Πατέρα. Δηλώνει λοιπόν την στενότατη και αδιαχώριστη και αδιάσπαστη ένωση, αλλά συγχρόνως και την διάκριση των προσώπων που βρίσκονται σε τετοια ένωση.
«Δεν είπε… ότι (ο Λόγος) είναι μέσα στο Θεό, για να μην επινοηθεί από την αρχή αμέσως του ευαγγελίου σύγχυση των (θείων) προσώπων, αλλά είπε, προς τον Θεό, δηλαδή κοντά στον Πατέρα, για να φανερώσει και το ξεχωριστό των (θείων) υποστάσεων και ότι είναι αχώριστοι ο Πατέρας και ο Υιός» (Ζ).
Ο Λογος και ο Θεός δεν υφίστανται απλώς παράπλευρα ο ένας με τον άλλον, αλλά βρίσκονται σε ζωντανή κοινωνία, παρόλο που είναι διακεκριμένα πρόσωπα (μ).
(6)    Ο παρισινός κώδικας L και ο Γρηγόριος ο Νύσσης έχουν τη γραφή «ο Θεός». «Με το να είναι μεν μαζί (κοντά) με το Θεό αναγνωρίζεται ότι είναι άλλος από τον Πατέρα… ενώ με το ότι είναι Θεός, νοείται ομοούσιος και προερχόμενος από αυτόν κατά φύση, καθότι είναι και Θεός, και προήλθε από το Θεό» (Κ).
«Διότι πολλοί είναι οι λόγοι του Θεού, αλλά κανένας από εκείνους τους λόγους δεν είναι Θεός· αλλά εκείνοι μεν όλοι είναι προφητείες και προστάγματα, ενώ αυτος ο Λόγος είναι μία ουσία η οποία προηλθε απαθώς (=χωρίς τροπή,αλλαγή) από τον ίδιο τον Πατέρα» (Χ).
«Για να μην βλασφημήσει κάποιος νομίζοντας, ότι είναι λόγος, όπως ο δικός μας, ενδιάθετος ή προφορικός», διακηρύττει ότι «δεν είναι τέτοιος, αλλά είναι ενυπόστατος (=έχει αληθινή υπόσταση,ύπαρξη),και έχει την ίδια φύση και αξία με τον Πατέρα» (Ζ).
«Διότι ο μεν λόγος των ανθρώπων αποτελείται από συλλαβές και ούτε ζει ούτε ενεργεί κάτι, αλλά μόνο εκφράζει τη σκέψη εκείνου που μιλάει, και μόλις βγει από το στόμα χάνεται και δεν φαίνεται πλέον, επειδή δεν υπήρχε καν πριν να λεχθεί. Για αυτό ούτε ζει ούτε ενεργεί κατι, και δεν είναι καν άνθρωπος ο λογος των ανθρώπων. Και παθαίνει αυτό ο λόγος των ανθρώπων, επειδή και ο ανθρωπος που τον γεννά έχει φύση που προέρχεται από το μηδέν. Ο Λόγος όμως του θεου δεν είναι προφορικός, όπως θα έλεγε κανείς, ούτε ψίθυρος λέξεων, ούτε η προσταγή του Θεού είναι «ο Υιός», αλλά όπως η ακτινοβολία του φωτός, έτσι είναι και αυτός γέννημα τέλειο από τον τέλειο (Πατέρα)» (Α).
«Ο λόγος αυτού δεν είναι τέτοιος, όπως είναι ο λόγος όλων. Διότι κανενός ο λόγος δεν είναι «ζωντανή ύπαρξη»· κανενός ο λόγος δεν είναι «Θεός»·κανενός ο λόγος δεν υπήρχε «στην αρχή» κοντά σε εκείνον, του οποίου ήταν λόγος» (Ω).
Μπαίνει μπροστά το Θεός, αν και είναι κατηγορούμενο, διότι εμπερικλείει την νέα ιδέα, την οποία η παρούσα φράση προσθετει στην προηγούμενη. Μπαίνει χωρίς άρθρο, διοτι ο Λόγος δεν ηταν ολόκληρη η θεότητα αλλά το δεύτερο πρόσωπο αυτής. Η έννοια της λέξης Θεός στη φράση αυτή είναι διαφορετική από αυτήν στην προηγούμενη φράση. Εδώ σημαινει γενικώς τη θεότητα, εκεί τον Θεό και Πατέρα.
(7)    «ήταν λοιπόν και Θεός· δεν έγινε ύστερα, αλλά ήταν από παλαιά» (Κ).
(8)    Σύμφωνα με αυτά στον στιχο αυτόν η μεν πρωτη φράση (Στην αρχή υπήρχε ο Λογος) διακηρύττει την αιωνιότητα του Λόγου, αποκλείοντας, ότι ο Λόγος υπήρξε δημιούργημα ή κάποια απόρροια (=ροή,έκχυση) από τη θεία ουσία που σημειώθηκε σε χρόνο· η δεύτερη φράση (και ο Λόγος υπηρχε κοντα στο Θεό) διακηρύττει την ξεχωριστή προσωπικότητα και την σχέση του με τον Πατερα· και η τρίτη φράση διακηρρύττει την ύψιστη θεότητά του αποκλείοντας την ιδέα, ότι ο Λόγος ήταν κάποιος κατωτερος Θεός, μη ίσος προς τον Πατέρα.
«Στην αρχή υπήρχε ο Λόγος, και ο Λόγος υπηρχε κοντά στον Θεό, και Θεός ήταν ο Λόγος· μέσα σε λίγες λέξεις περιέκλεισε την αιώνια ύπαρξη, την απαθή γέννηση, την συνύπαρξη με τον Πατέρα, το μεγαλείο της φύσης του, τα πάντα, και με την προσθήκη του «ἦν (υπήρχε)» τα ανέβασε όλα στην αρχή» (Β)   
 
Ιω. 1,2 Οὗτος(1) ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν(2).
Ιω. 1,2 Αυτός υπήρχεν εις την αρχήν της δημιουργίας ηνωμένος προς τον Θεόν.
(1)    Συγκεφαλαιώνει τις αλήθειες που διακηρύχτηκαν στις τρεις προηγούμενες φράσεις και ειδικότερα το «και Θεός ηταν ο Λόγος» (g). «Με το οὗτος (αυτός) είναι σαν να δείχνει το Θεό Λόγο που προαναφέρθηκε και συγκεντρώνοντας σε μία τέταρτη πρόταση και το «Στην αρχή υπήρχε ο Λόγος» και το «ο Λόγος ήταν προς τον Θεό», και το «Θεός ήταν ο Λόγος», λέει· Αυτός υπήρχε στην αρχή προς τον Θεό» (Ω). «Αφού είπε, ότι πάντα ήταν και ότι ήταν αχώριστος με τον Πατέρα και ότι ηταν Θεός, ανακεφαλαίωσε σύντομα ταυτόχρονα και θαυμάσια… παρέχοντας σε εμάς σύνοψη θεολογίας για τον υιό» (Ζ).
(2)    Αυτό που επαναλαμβάνεται από το στίχο 1 μπαίνει τώρα σε αντίθεση με την αποστολή του στους ανθρώπους που επακολούθησε (b), και με την δημιουργία που συντελέστηκε από αυτόν σε συγκεκριμένο χρόνο.
……………………..
 
Ιω. 1,14           Καὶ(1) ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο(2) καὶ ἐσκήνωσεν(3) ἐν ἡμῖν(4), καὶ ἐθεασάμεθα(5) τὴν δόξαν(6) αὐτοῦ, δόξαν(7) ὡς(8) μονογενοῦς(9) παρὰ πατρός(10), πλήρης(11) χάριτος καὶ ἀληθείας(12).
Ιω. 1,14           Και ο Υιός και Λογος του Θεού έγινε άνθρωπος κατά υπερφυσικόν τρόπον και κατεσκήνωσεν με οικειότητα εν τω μέσω ημών και ημείς είδαμεν την μεγαλειώδη δόξαν του, δόξαν όχι ανθρωπίνην, αλλά θείαν και απέραντον, την οποίαν είχεν ως φυσικήν του κατάστασιν από τον Πατέρα, σαν Υιός του Θεού μονογενής, γεμάτος χάριν και αλήθειαν.
(1)    «Αφού είπε… ότι έγιναν τέκνα Θεού, εκθέτει τωρα και την αιτία της απερίγραπτης αυτής τιμής. Και αυτή είναι το ότι έγινε σάρκα ο Λόγος» (Χ). «Διότι ο υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, για να γινουν οι άνθρωποι υιοί Θεού» (Ζ).
«Εγινε σάρκα από φιλανθρωπία με το να κοινωνήσει με την ταπεινή μας φύση, για αυτό, αφού αναμίχθηκε με τον άνθρωπο, δέχτηκε στον εαυτό του όλη τη φύση μας, έτσι ώστε με την ανάμιξη με το θείο να θεωθεί μαζί και το ανθρώπινο, αφού με την απαρχή εκείνη συναγιάζεται και όλη η δική μας φύση» (Γν).
Ο Λόγος έγινε σάρκα. Το καταπληκτικότερο από όλα τα παράδοξα, το οποίο τονίζεται έντονα με την υπονοουμενη αντίθεση με τον πρώτο στίχο: Εκείνος, ο οποίος «ήταν στην αρχή» «έγινε»· και εκεινος, ο οποίος ήταν Θεός εγινε σάρκα· και εκείνος, ο οποίος ήταν προς (κοντά) στο Θεό ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν (μ).
(2)    «Χρησιμοποίησε τα κατάλληλα ρήματα, το μεν «έγινε» για την σάρκα, ενώ το ἦν (υπήρχε) για τη θεότητα» (Ω). «Ο Λόγος έγινε σάρκα, είναι ίσο με το να πει έγινε άνθρωπος» (Α), «διότι η Γραφή συνηθίζει να λέει σαρκα τον άνθρωπο, όπως με τον προφήτη Ιωήλ λέει· Θα εκχύσω από το Πνεύμα μου πάνω σε κάθε σάρκα» (Α), και «από μόνη τη σάρκα ονομάζει ολόκληρο το ζώο (ανθρωπο)» (Κ). «Ο Λόγος έγινε σάρκα, όχι με το να αναλυθεί σε σάρκα, αλλά με το να φορέσει σάρκα» (Α).
«Δεν μετέβαλλε την ουσία του σε σάρκα, αλλά την προσέλαβε ενώ η ουσία του παρέμεινε ανέπαφη» (Χ). «Διότι αν βεβαίως πάθαινε κάποια τροπή και αλλοίωση, δεν θα ήταν Θεός» (Θφ).
«Εάν όμως λένε κάποιοι ότι σαν Θεός που είναι τα μπορεί όλα και επομένως ότι μπορούσε να μεταπέσει (μεταβληθεί) και σε σάρκα, τους λέμε αυτό, ότι όλα τα μπορεί έως ότου εξακολουθεί να είναι Θεός. Εάν όμως δέχτηκε μεταβολή και μεταβολή προς τα χειρότερα, πώς μπορεί να είναι Θεός;… Διότι η ουσία του Θεού είναι υπεράνω  κάθε μεταβολής» (Χ).
«Ακούγοντας λοιπόν ότι «ο Λόγος έγινε σάρκα», δεν εννοούμε ότι ο Λόγος είναι ολόκληρος σώμα, αλλα ότι φόρεσε σώμα και έγινε άνθρωπος» (Α).
«Επειδή λοιπόν υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι λένε ότι όλα τα γεγονότα της θείας οικονομίας ήταν μία φαντασία και προσποίηση και υποψία… χρησιμοποίησε το ρήμα «έγινε», θέλοντας να εκφράσει όχι μεταβολή της ουσίας, προς Θεού, αλλά ότι προσέλαβε αληθινή σάρκα» (Χ). Γράφοντας τη φράση αυτή ο ευαγγελιστής έχει στο νου τον Δοκητισμό (=αίρεση που θεωρούσε φαινομενική την ενανθρώπηση), τον οποίο με σαφήνεια αποκηρύττει στο Α΄Ιωάννου δ 2 (β).
«Ο Λόγος… μένοντας Θεός, έγινε και άνθρωπος, παίρνοντας σάρκα εμψυχωμένη με ψυχή λογική και νοερή» (Ζ).
Το χωρίο Φιλιπ. β 6-8 διασαφηνίζει πλήρως το δίδαγμα του παρόντος στίχου. Η αληθινή έννοια της σάρκωσης του Λόγου εκφράζεται στο Κολασ. β 9 «σε αυτόν κατοικεί όλο το πλήρωμα της θεότητας σωματικά». «Δεν είπε· Αφού βρήκε κάποιον άνθρωπο ο Λόγος, ενώθηκε με αυτόν, αλλά αυτός ο ίδιος έγινε άνθρωπος. Ανατρέπεται λοιπόν από αυτό το ρητό και ο Νεστόριος (αιρετικός του Ε΄ αιώνα)» (Θφ).
«Εγινε άνθρωπος και όχι μπήκε σε άνθρωπο… μη τυχόν και οι ασεβείς εξαπατήσουν κάποιους και νομίσουν και εκείνοι, ότι όπως ακριβως στα προηγούμενα χρόνια γινόταν σε καθέναν από τους αγίους, έτσι και τώρα, ήλθε σε έναν άνθρωπο ο Λόγος για να αγιάζει και αυτόν, και φανερώνεται όπως και στους άλλους» (Α).
Ο Λόγος δεν έγινε ένας ορισμένος και προσωπικά υφιστάμενος άνθρωπος, αλλά γενικώς άνθρωπος. Δεν απέκτησε τότε προσωπικότητα, διότι ηδη είχε αυτήν, αλλά μαζί με το προϋπάρχον ήδη πρόσωπό του προσέλαβε και πραγματική ανθρώπινη φύση (μ). «Αφού λοιπόν έγινε αυτός και άνθρωπος για τη δική μας σωτηρία, τον προσκυνούμε όχι σαν ίσο που πήρε ίσο με μας σώμα, αλλά σαν δεσπότη που πήρε τη μορφή του δούλου και σαν δημιουργό και κτίστη που ήλθε μέσα στο κτίσμα» (Α).
Το σάρξ εγένετο δεν δηλώνει μόνο, ότι ο Κύριος υπήρξε πραγματικά και αληθινά άνθρωπος, αλλά και ότι υπέβαλλε τον εαυτό του στις αθλιότητες και ασθένειες της ανθρώπινης φύσης. Ο όρος σάρκα σημαίνει τον άνθρωπο ως ασθενή ύπαρξη. Και αληθινά ο Κύριος σταυρώθηκε με ασθένεια (Β΄Κορ. ιγ 4).
Σημαίνει ακόμη ο όρος σάρκα φύση θνητή και που πεθαίνει («είναι σάρκες, φύσημα περαστικό ανέμου, το οποίο όταν περάσει δεν επιστρέφει πλέον» Ψαλμ. οζ 39). Και ο Χριστός «θανατώθηκε κατά την σάρκα» (Α΄ Πέτρου γ 18).
Η σάρκα παρουσιάζει τον άνθρωπο εμποτισμένο με την αμαρτία και βυθισμένο σε αυτήν. Και ο Χριστός μολονότι υπήρξε ακηλίδωτος και απολύτως αναμάρτητος, όμως εμφανίστηκε «με ομοίωμα σάρκας αμαρτίας» (Ρωμ. Η 3) «γινόμενος για χάρη μας αμαρτία» (Β΄Κορ. ε 6), «για να γίνουμε εμείς δικαιοσύνη Θεού μέσω αυτού».
Ας θαυμάσουμε το ότι ο Λόγος έγινε σάρκα· αυτός ο οποίος δημιούργησε τα πάντα ντύθηκε την ευτελή ανθρώπινη φύση. Όταν στη Γραφή διακηρύττεται «ο άνθρωπος είναι σαν το χορτάρι οι ημέρες του» και «κάθε άνθρωπος είναι σαν χορτάρι», τονίζεται συγχρόνως και η αξιοθαύμαστη αγάπη του Λυτρωτή, ο οποίος για να μας λυτρώσει και σώσει έγινε σάρκα και ξεράθηκε σαν χορτάρι.
(3)    Κυριολεκτικά σημαίνει κατοίκησε κάτω από σκηνή. Ή, για να δηλώσει την πάνω στη γη διαμονή του Λόγου για ένα σύντομο διάστημα (β). Ή «λέγοντας «και κατασκήνωσε μεταξύ μας», είναι σαν να λέει μην υποψιαστείς τίποτα το άτοπο από το «έγινε». Διότι δεν είπα μετατροπή της φύσης εκείνης που είναι αμετάτρεπτη, αλλά κατασκήνωση και κατοίκηση. Το κατασκηνώνω όμως δεν ταυτίζεται με τη σκηνή, αλλά είναι άλλο» (Χ).
Δηλαδή ο Λόγος πήρε την ανθρώπινη φύση του σαν σκηνή του «όπως ακριβώς ο ναός (της Π.Δ.) είχε τη δόξα του Θεού που κατασκήνωνε μέσα σε αυτόν» (Ω). και οι δύο εκδοχές είναι σοβαρές. Ίσως με την προτίμηση του ρήματος αυτού (εσκήνωσε) να ήθελε ο ευαγγελιστής να υπαινιχθεί την σκηνή του μαρτυρίου στην έρημο, η οποία ήταν κατά κάποιο τρόπο η σκηνή του Ιεχωβά (Εξοδ. κε 8,9) (F).
Πάντως το ρήμα σκηνώνω εδώ δηλώνει τις σχέσεις οικειότητας, τις οποίες σύναψε με τους όμοιούς του. «Για αυτό κατασκήνωσε μέσα μας, για να μπορέσουμε με πολλή ελευθερία και να τον πλησιάσουμε και να συζητήσουμε μαζί του και να τον συναναστραφούμε» (Χ). Κατασκήνωσε μεταξύ μας. Υπαινίσετται αυτό πρώτον, ότι έμεινε κάτω από συνθήκες πολύ πτωχικές, όπως οι ποιμένες στις σκηνές τους. Δεν έμεινε σαν σε ανάκτορα, αλλά σαν σε σκηνή. Διότι δεν είχε πού να γυρει το κεφάλι του.
Δεύτερον, ότι οι συνθήκες, στις οποίες έζησε εδώ, ηταν στρατιωτικές. Οι στρατιώτες παραμένουν σε σκηνές. Και από την εποχή της παράβασης των πρωτοπλάστων έχει κηρυχθεί πόλεμος κατά του σπέρματος του φιδιού, και ήλθε τώρα ο Χριστός, να διαξαγάγει αυτοπροσώπως την μάχη.
Τρίτον, ότι η παραμονή του ανάμεσά μας δεν επρόκειτο να παραταθεί παντοτινά. Παρέμεινε μεταξύ μας σαν σε σκηνή και όχι σαν σε μόνιμο οικοδόμημα. Οι πατριάρχες κατοικώντας σε σκηνές διακήρυτταν τους εαυτούς τους ξενους και παρεπίδημους στη γη και επιζητούσαν καλύτερη πατρίδα και πόλη. Έτσι επραξε και Χριστός, αφήνοντας σε μας παράδειγμα. Δες Εβρ. ιγ 13,14.
Τέταρτον, ότι όπως ανέκαθεν ο Θεός διαμένει στη σκηνή του Μωϋσή και υπεράνω της κιβωτού αναμεσα στα χερουβείμ, έτσι και τώρα κατασκήνωσε στην πραγματική σκηνή του μαρτυρίου, στην ανθρώπινη φύση του Χριστού.
(4)    Αναφέρεται ή στους αυτόπτες, στους οποίους ανήκει και ο ευαγγελιστής, για τους οποίους προστίθεται αμέσως το εθεασάμεθα (b,g). Ή, στην ανθρωπότητα ολόκληρη. «Την σκηνή την κατοικεί παντοτινά. Δεν περιεβλήθη την σάρκα τη δική μας για να την αφήσει πάλι, αλλά για να την έχει παντοτινά μαζί του. Διότι, αν δεν συνέβαινε αυτό, δεν θα την έκανε άξια και του βασιλικού θρόνου και δεν θα προσκυνούνταν έχοντας αυτήν από ολόκληρη την ουράνια στρατιά των αγγέλων, αρχαγγέλων, θρόνων, κυριοτήτων, αρχών και εξουσιών. Ποιος λόγος, ποια διάνοια μπορεί να παραστήσει την τόσο μεγαλη τιμή, η οποία έγινε στο γένος μας:» (Χ).
(5)    «Φανερώθηκε σε μας με το σώμα που τον συντρόφευε. Διότι αν δεν μπόρεσαν να δουν μόνο το δοξασμένο πρόσωπο του Μωϋσή, ο οποίος ήταν από τη δική μας φύση, οι σύγχρονοί του… πώς θα μπορούσαμε να υπομείνουμε εμείς οι πήλινοι και γήινοι την θεότητα, η οποία είναι απλησίαστη ακόμη και σε αυτές τις ουράνιες δυνάμεις;» (Χ).
Πουθενά στην Κ.Δ. το θεάσθαι δεν βρίσκεται με την έννοια οπτασίας ή θεωρίας πνευματικής. Χρησιμοποιείται 22 φορες με την έννοια του βλέπω με τα σωματικά μάτια. (Δες και α 32,38,δ 35,στ 5,ια 45,Α΄Ιω. δ 12,14) (β). Είναι όμως πλουσιότερο από το ρήμα ορώ και  σημαίνει βλέπω άνετα και με ικανοποίηση (g). Εθεασάμεθα. Εμείς και όχι όλοι στα μάτια των οποίων έπεσε ο Ιησούς. Ο Καϊάφας, ο Ηρώδης και ο Πιλάτος δεν είδαν τη δόξα του, αλλά μόνο οι αληθινοί μαθητές του (τα).
(6)    Την υπερφυσική αίγλη και υπερκόσμια λάμψη, ανάλογη με τις εμφανίσεις του Θεού στην Π.Δ.. Δες Εξοδ. ιστ 10,κδ 16,μ 28-32 κλπ. (κ). Ή «τη δόξα του Λόγου, τη δύναμη της θεότητας που έλαμψε μέσα από τη σάρκα, σαν μέσα από παραπέτασμα (προκάλυμμα,κουρτίνα). Τα άπειρα και ποικίλα θαύματα, η υπέρλαμπρη μεταμόρφωση… η υπέρλογη ανάσταση… και όσα μετά από αυτήν έργα που αρμόζουν στο Θεό… είδαν οι απόστολοι» (Ζ). Ή, την σφραγίδα της υιότητας η οποία ήταν εντυπωμένη σε όλο τον βίο του Ιησού· τη στενή κοινωνία του Ιησού με τον Θεό Πατέρα, η οποία διεκρινε βαθύτατα τη ζωή του Ιησού από τη ζωή κάθε άλλου ανθρώπου.
Αυτή η σχέση κατά τον ίδιο συγγραφέα περιλαμβάνει φυσικά όλες τις εκδηλώσεις αυτής, δηλαδή τα θαύματα, τη θεία σοφία στα λόγια του, τη ζωή της αγιότητας και αναμαρτησίας, κάθετί που οι μαθητές είδαν στον Ιησού θεϊκά μεγάλο και ωραίο (g). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
(7)    Συνδέεται ή λιγότερο πιθανώς με το μονογενοῦς ή με το παρὰ Πατρός = Δόξα τέτοια που λαμβάνει από τον Πατέρα ο μονογενής.
(8)    «Το «ως» εδώ δεν σημαίνει παρομοίωση ή σύγκριση, αλλά βεβαιότητα και αναμφισβήτητη αναφορά. Είναι σαν να έλεγε· είδαμε δόξα τέτοια που έπρεπε και ήταν φυσικό να έχει αφού ήταν μονογενής και γνήσιος Υιός του Θεού ο οποίος είναι βασιλιάς όλων» (Χ).
(9)    «Μου φαίνεται ότι λέγεται Υιός από τη μία, επειδή είναι ένα και το αυτό με τον Πατερα στην ουσία… μονογενής από την άλλη, όχι μόνο επειδή είναι μόνος αυτός από μόνον τον Πατέρα και μόνον αυτός, αλλά και διότι είναι αυτά κατά μοναδικό τρόπο, και όχι όπως γεννιούνται τα σώματα» (Γ).
Είναι ο μόνος «φυσικός υιός του Θεού» (Ζ). «Η φράση «ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός» μάς υπαγορεύει να εννοήσουμε ότι ο υιός είναι από την ουσία του πατέρα. Διότι κανένα από τα κτίσματα δεν έχει την ύπαρξη «παρά πατρός» αλλά «εκ Θεού» μέσω του Λόγου. Διότι αν και άλλα είχαν την ύπαρξη «παρά πατρός», τότε μάταια χρησιμοποιήθηκε η ονομασία του μονογενή, εφ’ όσον είναι πολλά αυτά που έχουν την ύπαρξη «παρά πατρός» » (Ω).  
Προς τον όρο αυτόν  δεν ανταποκρίνεται πλήρως ο όρος αγαπητός των συνοπτικών, αλλά μάλλον η Παύλεια φράση ίδιος υιός (Ρωμ. Η 32. Δες Ιω. ε 18) (C). Είναι με τέτοια έννοια Υιός του Θεού, με την οποία αδελφούς δεν έχει· με τελείως λοιπόν διαφορετική έννοια ονομάζονται αυτοί που υιοθετούνται μέσω αυτου σε τέκνα Θεού (G).
(10)    «Τα θαύματα δεν δόθηκαν σε αυτόν από δωρεά και χάρη, αλλά ο Υιός έχει το αξίωμα της πατρικής θεότητας από τη φυσική κοινωνία του με τον Πατέρα. Διότι το να πάρει μεν, είναι κοινό και όσον αφορά την κτίση· το να έχει όμως από τη φύση του, αυτό είναι ιδιαίτερο γνώρισμα αυτου που γεννήθηκε. Ως Υιός λοιπόν από τη μία, κατά τρόπο φυσικό έχει ως απόκτημα αυτά που είναι του Πατέρα· ως Μονογενής από την άλλη, όλα τα έχει συγκεντρωμένα στον εαυτό του, και τίποτα δεν μοιράζεται με άλλον» (Β).
«Δεν έχει τη χάρη μετρημένη σαν δοσμένη από άλλον, αλλά σαν τέλειος που είναι, την έχει τέλεια και αληθινή, δηλαδή όχι εισαγόμενη από έξω, ούτε αποκτημένη από έξω υπό μορφή προσθήκης, αλλά που υπάρχει μέσα στην ουσία του και παρέχει κατά τρόπο φυσικό καρπό πατρικού ιδιώματος στον Υιό που προήλθε από αυτόν» (Κ).
«Διότι όλοι οι άλλοι μεν και οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι και οι προφήτες τα έκαναν όλα κατόπιν προσταγής, ενώ αυτός με εξουσία, που πρέπει σε βασιλιά και δεσπότη» (Χ).
(11)    Υπάρχει και η λιγότερο αυθεντική γραφή πλήρη (=δόξα πλήρη). Η πρόταση και εθεασάμεθα… πατρός, είναι παρενθετική.
(12)    Ή «με χάρη από τη μία στις θαυματουργίες, με αλήθεια από την άλλη στις διδασκαλίες» (Ζ). Ή, γεμάτος δυναμη θεία για αναγέννησή μας και πλήρης γνώσης θείας για φωτισμό μας (δ). Ή η χάρη εδώ σημαίνει την θεία αγάπη που ποθεί να ξεχύσει τις ευεργεσίες της και η αλήθεια τον υπερφυσικό φωτισμό τον οποίο έφερε ο Λόγος (F).
Στην παλαιά σκηνή, στην οποία διέμενε ο Θεός, ήταν ο νόμος. Εδώ είναι η χάρη. Εκεί ήταν τύποι, εδώ η αλήθεια. Ο σαρκωμένος Λόγος έφερε μέσα του ό,τι απαιτούνταν, για να γίνει Μεσίτης. Ήταν γεμάτος χάρη και αλήθεια, τα δύο απαραίτητα για τον πεσμένο άνθρωπο. Ήταν γεμάτος χάρη και αλήθεια, διότι δεν δόθηκε με μέτρο σε αυτόν το άγιο Πνεύμα. Ήταν γεμάτος χάρη και πλήρως αρεστός στον Πατέρα του, έτσι όμως και μόνος ικανός να μεσιτεύσει προς αυτόν για χάρη μας. Ήταν και γεμάτος αληθεια, άρα λοιπόν και περισσότερο από κάθε άλλον ικανός, να διδάξει και σε μας αυτήν.

Εύρεση

Δημοφιλή Θέματα (Α-Ω)

αγάπη (607) Αγάπη Θεού (348) αγάπη σε Θεό (248) αγάπη σε Χριστό (167) άγγελοι (69) Αγγλικανισμός (1) Αγία Γραφή (231) Αγιασμός (10) Άγιο Πνεύμα (98) Άγιο Φως (1) άγιοι (179) άγιος (198) αγνότητα (42) άγχος (36) αγώνας (105) αγώνας πνευματικός (275) αδικία (6) Αθανασία (7) Αθανάσιος ο Μέγας (4) αθεΐα (128) αιρέσει (1) αιρέσεις (363) αιωνιότητα (15) ακηδία (4) ακτημοσὐνη (14) αλήθεια (119) αμαρτία (345) Αμβρόσιος άγιος (3) άμφια (1) Αμφιλόχιος της Πάτμου (4) Ανάληψη Χριστού (4) Ανάσταση (146) ανασταση νεκρών (31) ανθρώπινες σχέσεις (324) άνθρωπος (304) αντίχριστος (11) Αντώνιος, Μέγας (5) αξιώματα (15) απἀθεια (5) απελπισία (11) απιστία (21) απληστία (5) απλότητα (16) αποκάλυψη (8) απόκρυφα (17) Απολογητικά Θέματα (1) αργολογία (3) αρετή (201) Αρσένιος Όσιος (5) ασθένεια (110) άσκηση (63) αστρολογία (2) Αυγουστίνος άγιος (3) αυταπάρνηση (31) αυτεξούσιο (2) αυτογνωσία (149) αυτοθυσἰα (26) αυτοκτονία (10) αχαριστία (6) Β Παρουσία (10) Β' Παρουσία (11) βάπτιση (17) βάπτισμα (32) Βαρβάρα αγία (1) Βαρσανουφίου Οσίου (31) Βασιλεία Θεού (34) Βασίλειος ο Μέγας (32) Βελιμίροβιτς Νικόλαος Άγιος (42) βία (4) βιβλίο (31) βιοηθική (10) βίος (1) Βουδδισμός (5) γαλήνη (2) γάμος (125) Γένεση (5) Γέννηση Κυρίου (14) Γεροντικόν (195) Γερόντισσα Γαβριηλία (1) Γεώργιος Άγιος (1) γηρατειά (11) γιόγκα (4) γλώσσα (64) γνώση (26) Γνωστικισμός (3) γονείς (134) Γρηγόριος Νεοκαισαρείας άγιος (1) Γρηγόριος Νύσσης Άγιος (2) Γρηγόριος ο Θεολόγος (20) Γρηγόριος ο Παλαμάς όσιος (10) γυναίκα (37) δάκρυα (58) δάσκαλος (24) Δεύτερη Παρουσία (29) Δημήτριος Άγιος (1) Δημιουργία (62) διάβολος (235) Διάδοχος Φωτικής όσιος (13) διαίσθηση (1) διακονία (4) διάκριση (148) διάλογος (5) δικαιο (4) δικαιοσύνη (39) Διονύσιος Αρεοπαγίτης Άγιος (2) Διονύσιος Κορίνθου άγιος (1) Δογματικα Θέματα (205) Δογματική Τρεμπέλα (1) δύναμη (71) Δωρόθεος αββάς (10) εγκράτεια (20) εγωισμός (250) εικόνες (34) Ειρηναίος Λουγδούνου άγιος (4) ειρήνη (56) εκκλησία (240) Εκκλησιαστική Ιστορία (24) Εκκλησιαστική περιουσία (3) έκτρωση (5) έλεγχος (17) ελεημοσύνη (115) ελευθερία (62) Ελλάδα (19) ελπίδα (61) εμπιστοσὐνη (59) εντολές (13) Εξαήμερος (2) εξέλιξης θεωρία (16) Εξομολόγηση (168) εξωγήινοι (13) εξωσωματική γονιμοποίηση (5) Εορτή (3) επάγγελμα (17) επιείκεια (2) επιμονἠ (52) επιστήμη (108) εργασία (80) Ερμηνεία Αγίας Γραφής (186) έρωτας (19) έρωτας θείος (9) εσωστρέφεια (1) Ευαγγέλια (195) Ευαγγέλιο Ιωάννη Ερμηνεία (33) Ευαγγελισμός (2) ευγένεια (16) ευγνωμοσὐνη (42) ευλογία (5) Ευμένιος Όσιος γέροντας (7) ευσπλαχνία (34) ευτυχία (65) ευχαριστία (54) Εφραίμ Άγιος Νέας Μάκρης (1) Εφραίμ Κατουνακιώτης Όσιος (42) Εφραίμ ο Σύρος όσιος (6) εχεμύθεια (1) ζήλεια (15) ζώα (46) ζωή (40) ηθική (14) ησυχία (32) θάνατος (310) θάρρος (100) θαύμα (260) θέατρο (5) Θεία Κοινωνία (179) Θεία Λειτουργία (130) θεία Πρόνοια (14) θἐλημα (57) θέληση (38) θεογνωσία (2) Θεόδωρος Στουδίτης όσιος (36) θεολογία (29) Θεός (333) Θεοφάνεια (6) Θεοφάνους Εγκλείστου Αγίου (6) θέωση (6) θλίψεις (282) θρησκείες (43) θυμός (100) Ιάκωβος Αδελφόθεος Άγιος (1) Ιάκωβος Τσαλίκης Όσιος (15) ιατρική (13) Ιγνάτιος Θεοφόρος (9) Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ Άγιος (7) ιεραποστολή (49) ιερέας (177) ιερωσύνη (17) Ινδουισμός (14) Ιουδαίοι (1) Ιουλιανός Παραβάτης (2) Ιουστίνος άγιος (3) Ιουστίνος Πόποβιτς Άγιος (64) Ιππόλυτος άγιος (1) Ισαάκ ο Σύρος (5) Ισίδωρος Πηλουσιώτης όσιος (36) Ισλάμ (11) Ιστορία Ελληνική (12) Ιστορία Παγκόσμια (16) Ιστορικότης Χριστού (1) Ιωάννης Δαμασκηνός Άγιος (1) Ιωάννης Θεολόγος (3) Ιωάννης Κροστάνδης (331) Ιωάννης Χρυσόστομος (401) Ιωσήφ Ησυχαστής Άγιος (7) Καινή Διαθήκη Ερμηνεία (139) Καινή Διαθήκη κριτικό κείμενο NestleAland (5) Κανόνες Εκκλησίας (4) καρδιά (120) Κασσιανός Όσιος (4) κατάκριση (132) καταναλωτισμός (8) Κατηχητικό (4) καύση νεκρών (1) κενοδοξία (14) κήρυγμα (53) Κίνητρα (3) Κλήμης Αλεξανδρέας (1) Κλήμης Ρώμης άγιος (1) Κλίμακα (6) κλοπή (5) Κοίμησις Θεοτόκου (26) κοινωνία (167) κόλαση (50) Κόντογλου Φώτης (4) Κοσμάς Αιτωλός Άγιος (2) Κουάκεροι (1) ΚράτοςΕκκλησία (1) Κρίσις Μέλλουσα (49) Κυπριανός άγιος (1) Κύριλλος Άγιος (1) Κωνσταντίνος Άγιος (2) Λατρεία Θεία (75) λείψανα (9) λογική (1) λογισμοί (117) λόγος Θεού (22) Λουκάς Ευαγγελιστής Άγιος (1) Λουκάς Κριμαίας Άγιος (12) λύπη (60) μαγεία (19) μακροθυμία (5) Μανιχαϊσμός (1) Μάξιμος Ομολογητής (15) Μαρία Αιγυπτία Αγία (2) Μαρκίων αιρετικός (1) μάρτυρες (24) μεγαλοσὐνη (7) Μεθοδιστές (1) μελέτη (59) μετά θάνατον (44) μετά θάνατον ζωή (103) Μεταμόρφωση (11) μετάνοια (372) Μετάσταση (1) μετάφραση (13) Μετενσάρκωση (8) μητέρα (56) Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος (3) μίσος (12) ΜΜΕ (4) μνημόσυνα (9) μοναξιά (20) μοναχισμός (115) Μορμόνοι (1) μόρφωση (20) μουσική (8) Ναός (17) ναρκωτικά (4) Νέα ΕποχήNew Age (1) Νεκτάριος άγιος (27) νέοι (27) νεοπαγανισμός (11) νηστεία (67) νήψη (2) Νικηφόρος ο Λεπρός Άγιος (3) Νικόδημος Αγιορείτης Άγιος (3) Νικόλαος Άγιος (8) Νικόλαος Καβάσιλας Άγιος (3) Νικόλαος Πλανάς Άγιος (1) νους (55) οικονομία (2) Οικουμενισμός (4) ομολογία (3) ομορφιά (17) ομοφυλοφιλία (2) όνειρα (35) οραμα (25) οράματα (33) οργή (2) ορθοδο (1) Ορθοδοξία (295) όρκος (1) πάθη (270) πάθος (38) παιδεία (24) παιδιά (138) Παΐσιος Όσιος (381) Παλαιά Διαθήκη (7) Παλαιά Διαθήκη Ερμηνεία (10) παλαιοημερολογίτες (17) Παναγία (336) Παπαδόπουλος Στυλιανός (3) παράδειγμα (38) Παράδεισος (113) Παράδοση Ιερά (9) Παρασκευή Αγία (1) Παρθένιος ο Χίος Όσιος (2) Πάσχα (23) πατήρ Νικόλαος Πουλάδας (21) πατρίδα (9) Πατρολογία (19) Παύλος Απόστολος (4) πειρασμοί (28) Πεντηκοστή (12) περιέργεια (3) Πέτρος Απόστολος (1) πίστη (548) πλησἰον (69) πλούτος (75) Πνευματικές Νουθεσίες (93) πνευματική ζωή (279) πνευματικός πατέρας (121) πνευματισμός (10) ποίηση (21) πόλεμος (29) πολιτική (25) πολιτισμός (9) Πορφύριος Όσιος (273) πραότητα (7) προθυμἰα (28) Πρόνοια (5) Πρόνοια Θεία (91) προορισμός (16) προσευχή (816) προσοχή (51) προσπἀθεια (139) προτεσταντισμός (29) προφητείες (15) ραθυμία (18) Ρωμαιοκαθολικισμός (36) Σάββας Καλύμνου Άγιος (1) Σαρακοστή (12) σεβασμός (28) Σεραφείμ του Σαρώφ Όσιος (12) Σιλουανός Άγιος (3) σιωπή (14) σοφία (54) Σπυρίδων Άγιος (2) σταθερότητα (2) Σταυρός (86) Σταυροφορίες (4) Σταύρωση (53) συγχώρηση (97) συκοφαντία (3) Συμεών Νέος Θεολόγος όσιος (88) συμπὀνια (24) συναξάρι (2) συνείδηση (27) σχίσμα (34) σώμα (49) σωτηρία (57) Σωφρόνιος του Έσσεξ Άγιος (37) τάματα (2) ταπεινοφροσύνη (271) ταπείνωση (197) Τέλος Κόσμου (4) Τερτυλλιανός (1) Τεσσαρακοστή Μεγάλη (6) τέχνη (1) τιμωρία (21) Τριάδα Αγία (35) τύχη (2) υγεία (8) υλικά αγαθά (43) υπακοή (130) Υπαπαντή (2) υπαρξιακά (73) υπερηφἀνεια (55) υποκρισία (27) υπομονή (230) φανατισμός (5) φαντασία (5) φαντάσματα (3) φιλαργυρἰα (9) φιλαυτἰα (11) φιλία (31) φιλοσοφία (23) Φλωρόφσκυ Γεώργιος (3) φόβος (55) φὀβος Θεοὐ (26) φύση (1) φως (47) Φώτιος άγιος (1) χαρά (124) Χαράλαμπος Άγιος (1) χάρις θεία (122) χαρίσματα (39) Χειρόγραφα Καινής Διαθήκης (1) Χριστιανισμός (21) χριστιανός (101) Χριστός (366) Χριστούγεννα (70) χρόνος (36) ψαλμωδία (7) ψεύδος (24) ψυχαγωγία (10) ψυχή (278) ψυχολογία (25)