E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Ευχή πρό τού ύπνώσαι. Τού άγίου Έφραίμ τού Σύρου.

Κύριε Ίησού Χριστέ ό Θεός ήμών, ό τήν άγίαν σου Μητέρα τιμιωτέραν άναδείξας πασών τών έπουρανίων δυνάμεων,

αύτός, Πανάγαθε, διά τών πρεσβειών αύτής καί πάντων σου τών άγίων, παρακληθήτι καί συγχώρησόν μοι τώ άνάξιω δούλω σου,

εί τι ήμαρτον σήμερον ώς άνθρωπος, μάλλον δέ ώς άπάνθρωπος, τά έκούσια μου πταίσματα καί τά άκούσια,

τά έν γνώσει καί έν άγνοία, τά έκ συναρπαγής καί άπροσεξίας καί πολλής μου ραθυμίας καί άμελείας γεγενημένα,

είτε τό όνομά σου τό άγιον ώμοσα, είτε έπιόρκησα, ή έκλεψα, ή έψευσάμην, ή φίλος παρέβαλε πρός έμέ καί παρείδον αύτόν,

ή άδελφόν έθλιψα καί παρεπίκρανα, ή ίσταμένου μου έν προσευχή καί ψαλμωδία ό νούς μου ό πονηρός είς τά πονηρά καί βιωτικά περιεπόλευσεν,

ή παρά τό πρέπον έτρύφησα, ή εύτράπελα έλάλησα, ή άφρόνως έγέλασα, ή έκενοδόξησα, ή ύπερηφανευσάμην,

ή κάλλος μάταιον έθεασάμην καί ύπ’ αύτού έθέλχθην τόν νούν,

ή τά μή δέοντα έφλυάρησα, ή τό έλάττωμα τού άδελφού περιεργασάμην καί κατέκρινα αύτόν, καί τά έμαυτού άναρίθμητα έλαττώματα παρεβλεψάμην,

είτε τής προσευχής μου ήμέλησα, είτε τι άλλο πονηρόν ένενόησα.

Ταύτα πάντα καί άλλα, άπερ έπραξα καί ού μέμνημαι, συγχώρησον μοι ό Θεός τώ άχρείω δούλω σου, καί έλέησον με ώς άγαθός καί φιλάνθρωπος, ίνα έν είρήνη κοιμηθώ καί ύπνώσω ό άσωτος έγώ,

δοξάζων σε σύν τώ Πατρί καί τώ παναγίω καί άγαθώ καί ζωοποιώ σου Πνεύματι, νύν καί άεί καί είς τούς αίώνας τών αιώνων. Άμήν.

Μετάφραση στα νέα ελληνικά

Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μας, συ που ανέδειξες την αγίαν σου Μητέρα τιμιωτέρα όλων των αγγελικών δυνάμεων,

Συ Πανάγαθε, με τις πρεσβείες της και όλων σου των αγίων, συγχώρησέ μου τον ανάξιο δούλο σου σ’ ό,τι αμάρτησα σήμερα σαν άνθρωπος, τα θεληματικά και τα αθέλητα σφάλματά μου, αυτά που ήξερα πώς είναι αμαρτία κι αυτά που δεν ήξερα, αυτά που έκανα από συναρπαγή και απροσεξία και αμέλεια, είτε ορκίστηκα στο άγιο Όνομά σου, είτε δε τήρησα τον όρκο μου, είτε βλασφήμησα μέσα μου, ή έκλεψα, ή είπα ψέματα, ή κάτι μου ζήτησε ένας φίλος μου και εγώ δεν τον πρόσεξα, ή έθλιψα και πίκρανα κάποιο αδελφό, ή όταν στεκόμουν να προσευχηθώ και να ψάλω ο νους μου γύριζε σε πονηρά και βιωτικά, ή παρά το πρέπον απόλαυσα, ή μίλησα απρόσεκτα, ή γέλασα χωρίς φρόνηση, ή κενοδόξησα, ή περηφανεύτηκα, ή είδα μάταιη ομορφιά και τράβηξε το νου μου, ή εφλυάρησα, ή περιεργάστηκα με διάθεση κατακρίσεως το ελάττωμα του αδελφού μου και τον κατέκρινα, παραβλέποντας τα δικά μου αναρίθμητα σφάλματα, είτε αμέλησα την προσευχή μου, είτε άλλο πονηρό σκέφθηκα.

Όλα αυτά και αλλά που έκανα και δεν θυμάμαι συγχώρησέ τα, Χριστέ μου, και ελέησέ με, γιατί είσαι αγαθός και φιλάνθρωπος, ώστε να κοιμηθώ ειρηνικά εγώ ο άσωτος και να σε δοξάζω, Κύριε Ιησού Χριστέ μου, μαζί με τον Πατέρα και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό σου Πνεύμα και τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


(απὸ τὸ «Αγιοπατερικὸ Προσευχητάρι», Ἐκδόσεις Ζύμη)

Μια μέρα βρισκόμουν σε ένα ταξί και πήγαινα στο αεροδρόμιο.

Το ταξί προχωρούσε στη δεξιά λωρίδα του δρόμου, όταν ξαφνικά ένα μαύρο αυτοκίνητο πετάχτηκε από ένα χώρο στάθμευσης ακριβώς μπροστά μας.

Ο οδηγός του ταξί πάτησε το φρένο, γλίστρησε και κατάφερε να μην χτυπήσει το άλλο αυτοκίνητο για λίγα μόλις εκατοστά.
Ο οδηγός του άλλου αυτοκινήτου κούνησε το κεφάλι του και άρχισε να μας φωνάζει.

Ο δικός μου οδηγός απλώς του χαμογέλασε και τον χαιρέτισε. Ήταν πολύ φιλικός απέναντί του. Έτσι τον ρώτησα:

«Γιατί το έκανες αυτό; Αυτός ο τύπος παραλίγο να καταστρέψει το αυτοκίνητό σου και να μας στείλει στο νοσοκομείο!».

Τότε εκείνος με δίδαξε κάτι που σήμερα πλέον ονομάζω «Η αλληγορία του απορριμματοφόρου».

Ο οδηγός μου εξήγησε ότι πολλοί άνθρωποι μοιάζουν με απορριμματοφόρα. Περιφέρονται γεμάτοι σκουπίδια, γεμάτοι πίκρα, θυμό και απογοήτευση.

Καθώς τα σκουπίδια τους γίνονται όλο και περισσότερα, χρειάζονται ένα μέρος να τα πετάξουν και μερικές φορές αυτό το μέρος μπορεί να είστε κι εσείς.

Μην το πάρετε όμως προσωπικά, απλώς χαμογελάστε τους, χαιρετίστε τους, ευχηθείτε τους να είναι καλά και φύγετε.
Δεν αξίζει να κουβαλάτε τα δικά τους σκουπίδια και να τα εξαπλώνετε και σε άλλους ανθρώπους στη δουλειά σας, στην οικογένειά σας ή και σε αγνώστους.

Από Ιερα Μονη Παναγιας Λαμπηδονας

Το ανέκδοτο.

Κάποιος Εβραίος βρήκε ένα Χριστιανό και του λέει: «Είσαι καλός Χριστιανός;». Λέει, «προσπαθώ». Του αστράφτει ένα χαστούκι.

Λέει: «Αν είσαι καλός Χριστιανός, στρέψε και το άλλο μάγουλο». Του έστρεψε και το άλλο. Του έδωσε άλλο χαστούκι. «Στρέψε πάλι». Του έδωσε άλλο. Έφαγε καμιά δεκαριά χαστούκια από τον Εβραίο και μάλιστα δυνατά. Του λέει τότε. «Τώρα παραδέχομαι ότι είσαι καλός Χριστιανός».

«Όχι», του λέει, «ακόμη είμαι μισός Χριστιανός. Τώρα θα γίνω ολόκληρος». Τον παίρνει τον Εβραίο, του δίνει ένα γερό ξύλο και του λέει˙ «“Δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε” (Μθ 10, 8), λέει το Ευαγγέλιο. Τώρα», του λέει, «το τήρησα και στις δυο πλευρές το Ευαγγέλιο. Μέχρι πριν ήμουνα μισός, τώρα είμαι ολόκληρος».

Διότι εκεί πράγματι του χρειαζότανε και είχε αποτελέσματα˙ πολύ καλά του έκανε. (π. Επιφάνιος Θειδωρόπουλος)

Η σοβαρή ερμηνεία
Ματθαίου 5,39 Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ(1)· ἀλλ᾿ ὅστις(2) σε ῥαπίσει(3) ἐπὶ τὴν δεξιὰν(4) σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην(5)·
(3) «Όπως ακριβώς όταν λέει ότι αυτός που αποκαλεί τον αδελφό του ανόητο θα είναι ένοχος στη γέεννα, δεν το λέει μόνο για αυτήν την λέξη, αλλά και για κάθε κοροϊδία, έτσι λοιπόν και εδώ, δεν νομοθετεί αν μας ραπίζουν να το υποφέρουμε με γενναιότητα, αλλά και οτιδήποτε τυχόν πάσχουμε, να μην αναστατωνόμαστε. Για αυτό και εκεί επέλεξε την χειρότερη βρισιά, και εδώ το πιο ατιμωτικό θεωρούμενο χτύπημα, το χτύπημα στο σαγόνι, που είναι και το πιο υβριστικό» (Χρυσόστομος).
(4) Ή, το δεξί σαγόνι αναφέρεται ως πιο ευγενές μέλος, παρόλο που πιο φυσικό είναι να χτυπηθεί από το δεξί χέρι αυτού που χτυπά το αριστερό μάγουλο αυτού που χτυπιέται (L).
Ή, εννοείται εδώ το δεξί χέρι που χτυπά με το εξωτερικό χέρι το δεξί μάγουλο και έπειτα το αριστερό μάγουλο με την παλάμη (δ). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
(5) «Διατάζει όχι μόνο να μην αμυνόμαστε, αλλά και περισσότερο να παραδίδουμε τον εαυτό μας σε αυτόν που χτυπά και να τον συγκρατούμε με την ανεξικακία και μεγαλοψυχία μας» (Ζιγαβηνός Ευθύμιος). Πρέπει αυτός που χαστουκίζεται να είναι διατεθειμένος να υπομείνει και άλλες ύβρεις, χωρίς να εκδικηθεί (L).
Καθόλου όμως δεν αποκλείει και τη χρήση του λόγου προς αυτόν που φέρεται έτσι άτοπα, αλλά μάλιστα προϋποθέτει ότι αυτή ακολουθεί μαζί με την μη αντίσταση και εξηγεί τους λόγους και τα αίτια της υποχώρησης, ότι δηλαδή αυτή δεν γίνεται από φόβο, αλλά από αγάπη. Για αυτό και ο Σωτήρας τον δούλο του αρχιερέα που τον χαστούκισε από τυφλό ζήλο, αμέσως τον νουθέτησε (δ).

Ιωάννου 18,22 ταῦτα δὲ αὐτοῦ εἰπόντος εἷς τῶν ὑπηρετῶν παρεστηκὼς ἔδωκε ῥάπισμα τῷ Ἰησοῦ εἰπών· οὕτως ἀποκρίνῃ τῷ ἀρχιερεῖ;
Ιωάννου 18,23 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(1)· εἰ(2) κακῶς ἐλάλησα(3), μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ(4)· εἰ δὲ καλῶς, τί με δέρεις(5);

(1) «Ρωτάνε λοιπόν κάποιοι, πώς δεν γύρισε και το άλλο μάγουλο ο Χριστός σε αυτόν που τον χαστούκισε…; Λέμε λοιπόν εμείς, ότι και η εντολή εκείνη εισηγήθηκε το να μην αμυνόμαστε, λόγω των ερίδων που προκαλούνται από αυτό. Και τώρα λοιπόν ο Χριστός δεν αμύνθηκε εναντίον αυτού που τον ράπισε· αλλά μάλλον χωρίς να τον σπρώξει ούτε να φύγει από αυτόν, ήταν έτοιμος και για άλλες πληγές· δικαιολογήθηκε όμως, για να μην δώσει την εντύπωση με τη σιωπή του ότι είναι αυθάδης, πράγμα για το οποίο και κατηγορήθηκε πριν» (Ζιγαβηνός Ευθύμιος).
«Δεν απαντά αληθινά και με πραότητα και δίκαια και ταυτόχρονα δεν προσφέρει όχι μόνο και το άλλο μάγουλο σε αυτόν που τον ράπισε, αλλά όλο το σώμα του να καρφωθεί στο ξύλο; Από εδώ έδειξε μάλλον, ό,τι χρειαζόταν να δειχτεί, δηλαδή ότι τα μεγάλα εκείνα παραγγέλματά του πρέπει να εκπληρώνονται όχι με σωματική επίδειξη, αλλά με προετοιμασία της καρδιάς. Διότι είναι δυνατόν και οργισμένος κάποιος ορατά να προβάλλει και το άλλο του μάγουλο. Αλλά πόσο καλύτερο είναι, όταν κάποιος εσωτερικά όντας ειρηνικός δίνει αληθινή απάντηση και με ήρεμη διάνοια φυλάει τον εαυτό του έτοιμο, για να υπομείνει επερχόμενα βαρύτερα παθήματα;» (Αυγουστίνος).
Ο Κύριος αποκρίνεται με πραότητα και ειρηνικά, ανακαλώντας τον υπηρέτη, όπως προηγουμένως και τον αρχιερέα στον τρόπο και την μέθοδο που άρμοζε στη νόμιμη έρευνα (τ)...
(Υπομνήματα Π.Ν. Τρεμπέλα στο κατά Ματθαίον & κατά Ιωάννην,μετάφραση π. Νικόλαος Πουλάδας)


- Γέροντα, όταν είμαι στενοχωρημένη, πώς θα βρω παρηγοριά;
- Να καταφύγης στην προσευχή. Και μόνον το κεφάλι σου να ακουμπήσης σε μια εικόνα, θα βρης παρηγοριά. Κάνε το κελλί σου σαν εκκλησάκι με εικόνες που σε αναπαύουν , και θα δης, θα βρίσκης μέσα σε αυτό πολλή παρηγοριά.
- Μερικές φορές, Γέροντα, κατά την ώρα της προσευχής ασπάζομαι τις εικόνες. Είναι σωστό;
- Σωστό είναι . Κανονικά έτσι πρέπει να ασπαζώμαστε τις εικόνες: Να ξεχειλίζη η καρδιά μας από αγάπη προς τον Χριστό, την Παναγία και τους Αγίους, και να πέφτουμε , να προσκυνούμε τις άγιες εικόνες τους.
Μια χρονιά , στις 26 Μαρτίου , που γιορτάζουμε την Σύναξη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ , προσευχόμουν όρθιος μπροστά στις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας. Για μια στιγμή βλέπω τον Χριστό και την Παναγία να κινούνται σαν ζωντανοί! «Χριστέ μου, είπα, ευλόγησέ με». Και, καθώς έπεφτα να προσκυνήσω, μια έντονη ευωδία γέμισε το κελλί. Με έπιασε τρέλλα! Το χαλάκι που είχα στρωμένο κάτω, αν και ήταν γεμάτο χώμα, ακόμη και αυτό ευωδίαζε. Έμεινα γονατιστός και ασπαζόμουν αυτό το χαλάκι. Τέτοια ευωδία!
- Γέροντα, όταν προσεύχωμαι, βοηθάει να φέρω στον νου μου την εικόνα του Χριστού;
- Κοίταξε, όταν προσεύχεσαι μπροστά σε μια εικόνα , η εικόνα βοηθάει, γιατί από την εικόνα περνάς στο εικονιζόμενο πρόσωπο . Όταν όμως προσεύχεσαι νοερώς και είσαι σκυμμένη με κλειστά τα μάτια , δεν πρέπει να φέρνης στην φαντασία σου εικόνες, γιατί μπορεί να το εκμεταλλευθή το ταγκαλάκι και να σου τα παρουσιάση σαν οράματα, για να σε πλανήση και να σου κάνει κακό.
Ιδίως η ευχή καλά είναι να γίνεται με καθαρό νου, χωρίς λογισμούς ή παραστάσεις, έστω κι αν αυτές είναι εικόνες του Χριστού ή παραστάσεις από την Αγία Γραφή, γιατί αυτό είναι επικίνδυνο, ιδιαίτερα για όσους έχουν πολλή φαντασία και υπερηφάνεια. Μόνον όταν έρχονται ρυπαροί ή βλάσφημοι λογισμοί, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε παραστάσεις από την Αγία Γραφή. Η καλύτερη όμως «παράσταση» είναι η συναίσθηση της αμαρτωλότητός μας και της αχαριστίας μας.

Γέροντος Παισίου Αγιορείτου-«Λόγοι Ζ΄Περί Προσευχής»

Η Εκκλησία μας καθόρισε όλες τις Τετάρτες και Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να τελείται μία άλλη Λειτουργία, η Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων.

Κατά τη Λειτουργία αυτή δεν τελείται Θυσία, δε γίνεται δηλαδή μεταβολή του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Τα Τίμια Δώρα, ο Άρτος και ο Οίνος είναι έτοιμα, έχουν προαγιασθή (γι' αυτό και λέγεται Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων) κατά την προηγηθείσα θεία Λειτουργία της Κυριακής, είναι πλέον Σώμα και Αίμα Χριστού, και απλώς προσφέρονται προς μετάληψη στους πιστούς.

Ο Ιερέας καθ' εκάστη Κυριακή κόπτει από το πρόσφορο τον λεγόμενο «Αμνόν», δηλαδή το τετράγωνο εκείνο τεμάχιο της σφραγίδας που γράφει ΙΣ-ΧΣ ΝΙ-ΚΑ, και το τοποθετεί επάνω στο ιερό Δισκάριο. Μετ' ολίγο, κατά τη στιγμή του «Σε υμνούμεν...», το τεμάχιον αυτό του άρτου θα μεταβληθεί δια της ευλογίας του Ιερέως σε αυτό τούτο το Σώμα του Κυρίου, όπως και ο οίνος, που είναι στο ιερό Ποτήριο, θα μεταβληθεί και αυτός σε αυτό τούτο το Αίμα του Κυρίου.

Όταν όμως βρισκόμαστε στη πένθιμο περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, ο Ιερέας, κατά τη Θ. Λειτουργία της Κυριακής, δεν θα κόψει ένα μόνο τεμάχιο εκ της σφραγίδας του προσφόρου, ωσάν αυτό που είπαμε ανωτέρω, αλλά περισσότερα (συνήθως τρία), ανάλογα προς τον αριθμό των Λειτουργιών των Προηγιασμένων που θα τελέσει κατά την εβδομάδα.

Τα τεμάχια αυτά (που δεν κόπτονται όλα από ένα πρόσφορο, αλλ' ένα από κάθε πρόσφορο), θα τα ευλογήσει κατά την ώρα που πρέπει και αυτά θα μεταβληθούν σε Σώμα Χριστού. Από αυτά το ένα θα χρησιμοποιηθεί για τη θεία Μετάληψη της ημέρας εκείνης (Κυριακής), τα άλλα (συνήθως δύο) θα εμβαπτισθούν στο ιερό Ποτήριο, όπου το άγιο Αίμα του Κυρίου, και θα φυλαχθούν σε ειδικό κιβωτίδιο, το ιερό Αρτοφόριο, για τις Λειτουργίες των Προηγιασμένων Δώρων που θα γίνουν εντός της εβδομάδας. Κατ' αυτές τις Λειτουργίες ο Ιερέας θα προσφέρει στους πιστούς προς μετάληψη τα Προηγιασμένα αυτά Δώρα.

Η Λειτουργία των Προηγιασμένων είναι συνυφασμένη με Εσπερινό, είναι δηλαδή βραδινή. Αυτό έχει θεσπιστεί, διότι οι παλιοί Χριστιανοί κατά τις ημέρες της Μ. Τεσσαρακοστής διετέλουν τελείως άσιτοι (νηστικοί) μέχρι των εσπερινών ωρών. Μπορούσαν λοιπόν να εκκλησιαστούν και να κοινωνήσουν κατά τις εσπερινές ώρες. Σήμερα η Λειτουργία των Προηγιασμένων τελείται και κατά την εσπέρα συνηθέστερα όμως τελείται κατά τις πρωινές ώρες προς διευκόλυνση των πιστών.

Η Λειτουργία αυτή δεν έχει τον πανηγυρικό και θριαμβευτικό τόνο των άλλων Λειτουργιών, αλλά δεσπόζει σε αυτή το πένθιμο και κατανυκτικό στοιχείο.Η Λειτουργία των Προηγιασμένων τελείται όλες τις Τετάρτες και Παρασκευές της Μ. Τεσσαρακοστής. Κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα τελείται μόνο τις τρεις πρώτες μέρες αυτής (Μ. Δευτέρα, Μ. Τρίτη και Μ. Τετάρτη). Επίσης τελείται και κατά τις ημέρες εορτών ευρισκομένων εντός της περιόδου της Μ. Τεσσαρακοστής. Δεν τελείται κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής. Ο Ιερέας, και αν κρατήσει τα ονόματα, δεν θα τα μνημονεύσει, στην Πρόθεση, αλλά θα τα αφήσει για τη Λειτουργία του Σαββάτου ή της Κυριακής. Επίσης, κατά τη Λειτουργία των Προηγιασμένων δε γίνονται μνημόσυνα.

Γέροντας Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Ιδού και κάτι από το βίο του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά:

«Καθώς ο άγιος ησύχαζε και προσευχόταν μυστικά στο Θεό, επειδή έφθασε η σεβάσμια εορτή του μεγάλου Αντωνίου, οι μαθητές του Γρηγορίου και συνασκητές ήταν όλοι μαζί στο θαυμαστό Ισίδωρο και εκεί επιτελούσαν την αγρυπνία ψάλλοντας και πανηγυρίζοντας, κατά το πρέπον, τον αρχηγό και καθηγητή και κοινό πατέρα των μοναχών το θείο Αντώνιο.

Αλλ’ ω του θαύματος, δεν έλειπε από την ιερή εκείνη αγρυπνία ούτε και αυτός ο μέγας εκείνος πατήρ ο Αντώνιος, αλλά και στα δύο μέρη φαινόταν παρών να συνεορτάζη λαμπρά και να συνεργή και να αποφασίζη τα πρέποντα˙ επειδή, εκεί όπου προσευχόταν με την ησυχία του ο Γρηγόριος, ιδού και έρχεται ξαφνικά θείο φώς, και τον περιλάμπει, καθώς και πολλές άλλες φορές˙ με το φως δε τούτο αντάμα ιδού φαίνεται και ο Μέγας Αντώνιος˙ ο οποίος και αφού στάθηκε μπροστά στα μάτια του Γρηγορίου, καλή μεν είναι, του λέει, και η μετά ησυχίας του νοός προσευχή, επειδή και το νοερό μάτι της ψυχής καθαρίζει και καταξιώνει τον άνθρωπο της θείας αποκαλύψεως των απορρήτων˙ όμως, σε κάποιους καιρούς, είναι αναγκαία και η συναναστροφή και αντάμωσι των ομοψύχων αδελφών, για να κάνετε από κοινού τις προσευχές και ψαλμωδίες και τα υπόλοιπα πνευματικά αγαθά˙ λοιπόν, πρέπει τώρα να πας και σε εκείνους τους αδελφούς, που αγρυπνούν και ψάλλουν, οι οποίοι έχουν μεγάλη ανάγκη από την επιστασία σου.

Αυτά του είπε, και αμέσως έγινε άφαντος ο θείος Αντώνιος˙ ο δε Γρηγόριος αμέσως εφάρμοσε την εντολή και έρχεται με χαρά στους φίλους, οι οποίοι, αφού τον δέχθηκαν με χαρά, όλη εκείνη τη νύχτα πέρασαν μαζί αγρυπνώντας και πανηγυρίζοντας». (Π, 101)

(αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, "Η μητέρα μας η Εκκλησία", Σταμάτα 2014, σελ. 85-86)

"Κλίμαξ". (εκδόσεις Ι.Μ. Παρακλήτου). 
ΛΟΓΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ. Περί μετανοίας. 
(Διά την πραγματικήν και γνησίαν μετάνοια και διά τους αγίους καταδίκους και διά την Φυλακήν).

1. Ο Ιωάννης κάποτε, (την ημέρα της Αναστάσεως), έτρεξε πρίν από τον Πέτρο (στον τάφο του Κυρίου). Και εμείς ετοποθετήσαμε τον λόγο της υπακοής πρίν από τον λόγο της μετανοίας. Διότι ο Ιωάννης έγινε τύπος υπακοής, ενώ ο Πέτρος μετανοίας.
2. Μετάνοια σημαίνει ανανέωσις του βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία με τον Θεόν για νέα ζωή. Μετανοών σημαίνει αγοραστής της ταπεινώσεως. Μετάνοια σημαίνει μόνιμος αποκλεισμός κάθε σωματικής παρηγορίας. Μετάνοια σημαίνει σκέψις αυτοκατακρίσεως, αμεριμνησία για όλα τα άλλα και μέριμνα για την σωτηρία του εαυτού μας. Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα της ελπίδος και αποκήρυξις της απελπισίας. Μετανοών σημαίνει κατάδικος απηλλαγμένος από αισχύνη.
Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωσις με τον Κύριον, με έργα αρετής αντίθετα προς τα παραπτώματά μας. Μετάνοια σημαίνει καθαρισμός της συνειδήσεως. Μετάνοια σημαίνει θεληματική υπομονή όλων των θλιβερών πραγμάτων. Μετανοών σημαίνει επινοητής τιμωριών του εαυτού του. Μετάνοια σημαίνει υπερβολική ταλαιπωρία της κοιλίας (με νηστεία) και κτύπημα της ψυχής με υπερβολική συναίσθησι.

3. Τρέξατε και ελάτε. Ελάτε όλοι όσοι παρωργίσατε τον Θεόν, για να ακούσετε αυτά που έχω να σας διηγηθώ. Συγκεντρωθήτε για να ιδήτε αυτά πού μου έδειξε ο Θεός προς οικοδομήν. Ας τοποθετήσωμε πρώτη και ας προτιμήσωμε μια διήγησι πού αναφέρεται σε τιμημένους εργάτες της αρετής πού ζούσαν χωρίς τιμή.

4. Όσοι ανέλπιστα επέσαμε σε κάποια αμαρτία, ας τα ακούσωμε αυτά και ας τα κρατήσωμε και ας τα μιμηθούμε. Σηκωθήτε και καθήσατε (να ακούσετε) εσείς πού είσθε πεσμένοι από τις αμαρτίες. Δώστε προσοχή στον λόγο μου, αδελφοί μου. Ανοίξατε τα αυτιά σας όλοι εσείς πού θέλετε με πραγματική επιστροφή να συμφιλιωθήτε πάλι με τον Θεόν.
5. Όταν άκουσα εγώ ο μικρός και αδύνατος ότι ήταν σπουδαίος και θαυμαστός ο τρόπος της ζωής και η ταπείνωσις αυτών πού έμεναν στην απομονωμένη Μονή, την λεγόμενη Φυλακή, η οποία υπαγόταν στον εξαίρετο εκείνο φωστήρα πού προαναφέραμε, παρεκάλεσα τον όσιο να την επισκεφθώ. Και πράγματι υπεχώρησε στην παράκλησί μου ο μέγας Ποιμήν, μη θέλοντας ποτέ να λυπήση άνθρωπο.
Μόλις έφθασα λοιπόν στη Μονή αυτών πού μετανοούσαν, και στον τόπο αυτών πού αληθινά πενθούσαν, αντίκρυσα πραγματικά, αν μπορούμε να το ειπούμε, πράγματα πού οφθαλμός αμελούς ανθρώπου δεν είδε και αυτί ραθύμου δεν άκουσε και νους ανθρώπου οκνηρού δεν εφαντάσθηκε (πρβλ. Α΄ Κορ. β΄ 9). Είδα και άκουσα πράγματα και λόγια πού έχουν την δύναμι να εκβιάσουν το έλεος του Θεού, τρόπους και μορφές ασκήσεως πού μπορούσαν να κάμψουν σύντομα την φιλανθρωπία Του.
Άλλους από τους ενόχους αυτούς και όχι πλέον ενόχους, τους είδα να ίστανται όλη την νύκτα μέχρι το πρωί στην ύπαιθρο. Να έχουν τα πόδια ακίνητα. Από την πίεσι του ύπνου και την βία πού εξασκούσαν επάνω στην φύσι τους να πηγαίνουν πέρα-δώθε κατά τρόπο αξιολύπητο. Να μη προσφέρουν στον εαυτό τους καμμία ανάπαυσι. Αντίθετα δε να τον επιπλήττουν, να τον ξυπνούν και να του επιτίθενται με «ατιμίες» και ύβρεις. Άλλους τους είδα να ατενίζουν τον ουρανό με ύφος αξιολύπητο, και με οδυρμούς και κραυγές να επικαλούνται από εκεί την βοήθεια.
Άλλους να ίστανται στην προσευχή δένοντας τά χέρια πίσω σαν τους καταδίκους, σκύβοντας το σκυθρωπό τους πρόσωπο κάτω, κρίνοντας και καταδικάζοντας τον εαυτό τους ανάξιο να ατενίση προς τον ουρανό. Να μην έχουν να ειπούν ή να προσφέρουν κάτι στον Θεόν, από την αμηχανία πού τους προκαλούσε η σκέψις και η συναίσθησις της αμαρτωλότητός των. Να μην ευρίσκουν πώς ή από πού να αρχίσουν την ικεσία. Να παρουσιάζουν μόνο στον Θεό μία ψυχή αμίλητη και έναν νου άφωνο γεμάτο από σκοτισμό και από κάποια απελπισία.
Άλλοι πάλι να κάθωνται στο έδαφος σε σάκκο και σποδό, να έχουν το πρόσωπο χωμένο στα γόνατα και να κτυπούν το μέτωπο στη γη. Άλλοι να κτυπούν συνεχώς το στήθος τους, να καταδικάζουν και να ανακαλούν την αμαρτωλή τους ψυχή και ζωή. Μερικοί από αυτούς έβρεχαν το έδαφος με τα δάκρυά τους. Και μερικοί πού δεν είχαν δάκρυα επλήγωναν το σώμα τους με δυνατά κτυπήματα. Άλλοι, πού δεν μπορούσαν να υποφέρουν την πίεση της καρδιάς, ωλόλυζαν για την ψυχή τους ωσάν για νεκρό. Και άλλοι εβογγούσαν εσωτερικά και εμπόδιζαν να εξέλθη από το στόμα το βογγητό. Μερικές όμως φορές, μη μπορώντας να συγκρατηθούν, αναστέναζαν απότομα.
Είδα εκεί μερικούς που έδειχναν σαν παράφρονες, τόσο με τα φερσίματά τους, όσο και με το κλείσιμο στον εαυτό τους. Έδειχναν σαν αποσβολωμένοι από την πολλή αδημονία, γεμάτοι σκοτισμό και σχεδόν αναίσθητοι για κάθε πράγμα της παρούσης ζωής. Είχαν πλέον βυθίσει τον νους τους στην άβυσσο της ταπεινώσεως, και με το πύρ της θλίψεως είχαν τηγανίσει και καταξηράνει τά δάκρυα των οφθαλμών τους. Άλλους να κάθωνται με σύννοια, να σκύβουν στην γη, να κινούν αδιάκοπα το κεφάλι τους, να αναστενάζουν και να μουγκρίζουν ωσάν λεόντες μέσα από τα βάθη της καρδιάς των, μέσα από τα δόντια τους.
Μερικοί από αυτούς προσεύχονταν γεμάτοι ελπίδα και επιζητούσαν τελεία άφεσι. Άλλοι από ανέκφραστη ταπείνωσι κατεδίκαζαν και έκριναν τον εαυτό τους ανάξιο συγχωρήσες, και έκραζαν πώς δεν μπορούν να απολογηθούν στον Θεόν. Μερικοί εκλιπαρούσαν να τιμωρηθούν εδώ, για να ελεηθούν εκεί. Άλλοι πού ήταν συντετριμμένοι από το βάρος της συνειδήσεως, έλεγαν με ειλικρινή πόθο: «Είμαστε ευχαριστημένοι, εάν ούτε κολασθούμε ούτε αξιωθούμε της επουρανίου βασιλείας».
Είδα εκεί μέσα ψυχές ταπεινές και συντετριμμένες πού ελύγιζαν από το βάρος του φορτίου των αμαρτιών και με τις κραυγές τους προς τον Θεόν μπορούσαν να κάνουν και τις αναίσθητες πέτρες να ραγίσουν. Σκυμμένοι προς την γή εκραύγαζαν: «Το γνωρίζομε. Το γνωρίζομε. Μας αξίζει κάθε τιμωρία και κάθε κόλασις. Και δικαίως. Και αν ακόμη συναθροίζαμε όλη την οικουμένη να πενθή για εμάς, δεν θα ήταν αρκετό να μας δικαιώση για τα τόσα μας χρέη. Ένα όμως μόνο παρακαλούμε, ένα δυσωπούμε, ένα ικετεύουμε: «Μη τώ θυμώ σου ελέγξης ημάς, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης ημάς» (Ψαλμ. στ΄ 2). Μήτε να μας τιμωρήσης με την δικαία κρίσι σου. Αλλά να μας αντιμετωπίσης με την επιείκειά σου και αρκεί αυτή να μας απαλλάξη ολίγο από την βαρειά απειλή σου και από τις κρυφές και άγνωστες τιμωρίες της κολάσεως. Δεν τολμούμε να ζητήσουμε τελεία άφεσι, διότι πώς να το κάνουμε αυτό; Άνθρωποι, πού δεν εφυλάξαμε καθαρό το μοναχικό μας επάγγελμα, αλλά το εμολύναμε και μάλιστα μετά από την φιλανθρωπία και συγχώρησι πού προηγήθηκε, (την συγχώρησι των μετά το βάπτισμα και πρό της κουράς αμαρτιών).
Μπορούσε εκεί, αγαπητοί μου, μπορούσε εκεί να ιδή κανείς να πραγματοποιούνται πλήρως τα λόγια του Δαβίδ. Μπορούμε να ιδή «ανθρώπους πού ήταν ταλαιπωρημένοι και κυρτωμένοι συνεχώς μέχρι το τέλος της ζωής τους, πού όλη την ημέρα περπατούσαν σκυθρωποί, που ανέδιδαν δυσοσμία από τις σαπισμένες πληγές του σώματός τους, ανθρώπους πού δεν εφρόντιζαν τον εαυτόν τους, πού ξεχνούσαν να φάγουν τον άρτο τους, πού έπιναν το ύδωρ αναμεμειγμένο με δάκρυα, και έτρωγαν χώμα και στάχτη μαζί με τον άρτο, πού είχαν τα οστά κολλημένα στο δέρμα και ωμοίαζαν με ξηρό χορτάρι» (Ψαλμ. λζ΄ 7, 6, ρα΄ 5, 10, 6, 12). Τίποτε άλλο δεν μπορούσες να ακούσης από αυτούς, παρά μόνο τούτα τα λόγια: ουαί – ουαί, αλλοίμονο – αλλοίμονο, δίκαια – δίκαια, λυπήσου μας – λυπήσου μας, Δέσποτα. Άλλοι έλεγαν: ελέησέ μας – ελέησέ μας. Και άλλοι ακόμη πιο λυπητερά: συγχώρησέ μας – συγχώρησέ μας, Δέσποτα, εάν είναι δυνατόν.
Μπορούσες να ιδής εκεί φλογισμένες γλώσσες πού εκρέμονταν έξω από το στόμα όπως των σκύλων. Άλλοι ετιμωρούσαν τον εαυτό τους στον καύσωνα, και άλλοι τον εβασάνιζαν στο ψύχος. Μερικοί εδοκίμαζαν από το ύδωρ τόσο, όσο μόνο για να μην αποθάνουν από την δίψα. Και μερικοί αφού έτρωγαν ολίγο από τον άρτο, τον υπόλοιπο τον επετούσαν με το χέρι μακρυά, λέγοντας πώς είναι ανάξιοι να γευθούν την τροφή των λογικών ανθρώπων, αφού διέπραξαν τα έργα των άλογων ζώων.
Πού να εμφανισθή ανάμεσα σ΄αυτούς γέλιο; Πού αργολογία; Πού θυμός; Πού οργή; Αυτοί δεν εγνώριζαν αν υπάρχη ακόμη οργή μεταξύ των ανθρώπων, διότι το πένθος είχε σβήσει τελείως τον θυμό μέσα τους. Πού να συναντήσεις την αντιλογία; Πού εορτή; Πού παρρησία; Πού ευχαρίστησι και περιποίησι του σώματος; Πού ίχνος κενοδοξίας; Πού ελπίδα τρυφής; Πού ενθύμησις οίνου; Πού γεύσι φρούτων; Πού παρηγορία χύτρας; Πού γλύκισμα για τον λάρυγγα; Όλων τούτων η ελπίδα είχε σβήσει γι΄αυτούς. Πού να συναντήσης σ΄αυτούς μέριμνα για επίγεια πράγματα; Πού κατάκρισι κάποιου ανθρώπου; Πουθενά!
Όσα έλεγαν και εκραύγαζαν αυτοί προς τον Κύριον ήταν τα εξής: Μερικοί, ωσάν να ίσταντο εμπρός στην πύλη του ουρανού, εκτυπούσαν δυνατά το στήθος και έλεγαν προς τον Θεόν: «Άνοιξέ μας, άνοιξε, ώ δικαστά, άνοιξέ μας, αφού εμείς με τις αμαρτίες μας εκλείσαμε για τον εαυτό μας την πύλη». Άλλοι έλεγαν: «Επίφανον το πρόσωπόν σου μόνον, και σωθησόμεθα» (Ψαλμ. οθ΄ 4). Ένας έλεγε: «Επίφανον τοίς έν σκότει και σκιά θανάτου καθημένοις ταπεινοίς» (Ησ. θ΄ 2). Άλλος πάλι: «Ας μας προλάβουν γρήγορα, Κύριε, οι οικτιρμοί σου, διότι εχαθήκαμε, διότι απελπισθήκαμε, διότι εσβήσαμε τελείως» (Ψαλμ. οη΄ 8).
Μερικοί από αυτούς έλεγαν: «Θα φανερωθή άραγε πλέον σ΄εμάς ο Κύριος»; Και άλλοι: «Εξώφλησε άραγε η ψυχή μας το χρέος το ανυπέρβλητο»; Άλλος: «Θα καταπραϋνθή άραγε τώρα πλέον από εμάς ο Κύριος; Θα τον ακούσωμε άραγε να λέγη σ΄εμάς τους δεμένους μ΄άλυτα δεσμά, «εξέλθετε»; Και σ΄εμάς πού ευρισκόμαστε στον άδη της μετανοίας, «είσθε συγχωρημένοι»; Έφθασε άραγε η κραυγή μας στα αυτιά του Κυρίου»;
Όλοι επερνούσαν τον καιρό τους έχοντας συνεχώς εμπρός στους οφθαλμούς των τον θάνατο και λέγοντας:
«Άραγε ποια θα είναι η κατάληξις; Άραγε ποια θα είναι η απόφασις; Άραγε ποιο θα είναι το τέλος μας; Άραγε υπάρχει επαναφορά; Άραγε υπάρχει συγχώρησις σ΄εμάς τους σκοτεινούς, τους ταπεινούς, τους καταδίκους; Άραγε μπόρεσε η δέησίς μας να φθάση ενώπιον του Κυρίου ή εγύρισε πίσω ταπεινωμένη και ντροπιασμένη; Άραγε, αν έφθασε, τι κατώρθωσε; πόσο Τον εξευμένισε; πόσο ωφέλησε; πόσο ενήργησε; διότι εβγήκε από ακάθαρτα στόματα και σώματα και δεν έχει πολλή δύναμι. Άραγε μας συμφιλίωσε τελείως με τον Κριτή; Άραγε έν μέρει; Άραγε για τα μισά τραύματά μας; επειδή είναι πράγματι μεγάλα και χρειάζονται πολλούς ιδρώτες και μόχθους. Άραγε μας επλησίασαν καθόλου οι φύλακές μας (άγγελοι) ή ίστανται ακόμη μακρυά; Εάν εκείνοι δεν μας πλησιάσουν, όλοι μας οι κόποι είναι μάταιοι και ανωφελείς, διότι η προσευχή μας, εάν δεν την πάρουν οι προστάτες μας άγγελοι, ερχόμενοι πλησίον μας, και την προσφέρουν στον Κύριον, δεν έχει δύναμη παρρησίας ούτε φτερά καθαρότητος για να φθάση σ΄Αυτόν».
Γι΄αυτά πολλές φορές και μεταξύ τους απορούσαν και έλεγαν: «Άραγε, αδελφοί, κατορθώνομε τίποτε; Άραγε επιτυγχάνωμε αυτό πού ζητούμε; Άραγε μας δέχεται πάλι ο Θεός; Άραγε μας ανοίγει την θύρα»;
Και οι άλλοι απαντούσαν:
«Ποιος ξέρει -όπως το είπαν οι αδελφοί μας οι Νινευίτες- μήπως μεταμεληθή ο Κύριος και μας λυτρώση από την μεγάλη έστω τιμωρία; (Ιωνά γ΄ 9). Εμείς όμως ας πράξωμε ό,τι εξαρτάται από εμάς. Και αν μέν μας ανοίξη, πολύ καλά, ειδεμή «ευλογητός Κύριος ο Θεός», ο οποίος δίκαια μας έκλεισε έξω. Πλήν όμως ας επιμείνωμε κτυπώντας μέχρι το τέλος της ζωής μας, και ίσως, βλέποντας την πολλή μας αναίδεια και επιμονή, μας ανοίξη ο Αγαθός».
Γι΄αυτό και έλεγαν παρακινώντας τους εαυτούς των:
« Δράμωμεν, αδελφοί, δράμωμεν. Έχομεν ανάγκη δρόμου και μάλιστα δρόμου σκληρού, διότι έχομε μείνει πίσω από την καλή μας συνοδία. Ας τρέξωμε χωρίς να λογαριάζωμε την ακάθαρτη και ταλαίπωρη σάρκα μας. Αν την φονεύσωμε και εμείς, όπως μας εφόνευσε και αυτή».
Έτσι και έκαναν οι μακάριοι εκείνοι υπόδικοι.
Έβλεπες σ΄αυτούς γόνατα αποσκληρυμένα από τις πολλές μετάνοιες. Οφθαλμούς λυωμένους και βυθισμένους στο βάθος των κόγχων. Απογυμνωμένοι από τρίχες, με μάγουλα πληγωμένα και φλογισμένα από την φλόγα των θερμών δακρύων.
Έβλεπες πρόσωπα ωχρά και καταμαραμένα πού δεν ξεχώριζαν καθόλου από πρόσωπα νεκρών. Στήθη που επονούσαν από τα κτυπήματα και αιματηρά πτύελα που προέρχονταν από τα γρονθοκοπήματα του στήθους.
Πού να ευρεθή εκεί στρώμα; Πού καθαρό ή στερεό ένδυμα; Όλα ήταν σχισμένα, ακάθαρτα και σκεπασμένα με ψείρες. Πού να συγκριθή με την ιδική τους ταλαιπωρία η ταλαιπωρία των δαιμονισμένων; Πού εκείνων που θρηνούν τους νεκρούς; Πού εκείνων πού ζούν εξόριστοι; Πού η τιμωρία των καταδικασμένων για φόνο; Ούτε συγκρίνεται η αθέλητη παίδευσις και τιμωρία αυτών με την ιδική τους την θεληματική.
Και σας παρακαλώ, αδελφοί, να μη τα θεωρήσετε σαν μύθους όσα σας είπα. Ικέτευαν οι άνθρωποι αυτοί πολλές φορές τον μεγάλο εκείνο δικαστή -τον Ποιμένα τους εννοώ, τον άγγελο πού ζούσε μεταξύ των ανθρώπων- να περισφίγξη τα χέρια και τον τράχηλό τους με σιδερένια δεσμά, και να δέση τα πόδια τους στο τιμωρητικό ξύλο, και να μη λυθούν από αυτά πρίν τους δεχθή το μνήμα. Ακόμη δε ούτε και σε μνήμα να τους βάλουν!
Δεν θα κρύψω καθόλου ούτε την ελεημένη ταπείνωσι αυτών των πραγματικά μακαρίων ούτε την συντετριμμένη προς τον Θεόν αγάπη και μετάνοιά τους.
Καθ΄όν χρόνον οι καλοί αυτοί κάτοικοι της χώρας της μετανοίας επρόκειτο να αναχωρήσουν προς τον Κύριον και να παρασταθούν εμπρός στο αδέκαστο βήμα, βλέποντας ότι τελειώνει πλέον η ζωή τους, μέσω του προϊσταμένου τους εκλιπαρούσαν με όρκους τον Μέγαν, (τον Ηγούμενο δηλαδή), να μην αξιωθούν ανθρωπίνης ταφής, αλλά να πεταχθούν σαν άλογα ζώα ή στο ρεύμα του ποταμού ή στα θηρία του αγρού.
Και πολλές φορές υπήκουσε και το έκανε ο λύχνος εκείνος της διακρίσεως, δίδοντας εντολή να τους κηδεύσουν χωρίς καμμία τιμή και ψαλμωδία.
Πόσο δε φοβερό και οικτρό ήταν το θέαμα της τελευταίας ώρας τους! Όταν δηλαδή οι συγκατάδικοι αντελαμβάνονταν πώς κάποιος πρίν από αυτούς επρόκειτο να αποθάνη, ενώ ακόμη είχε τις αισθήσεις του, τον περικύκλωναν. Και με δίψα, με πένθος, με επιθυμία, με αξιολύπητο ύφος και λυπητερά λόγια, κουνώντας το κεφάλι, υπέβαλλαν ερωτήσεις σ΄αυτόν πού έφευγε και με θερμή συμπάθεια του έλεγαν:
«Τι γίνεται αδελφέ και συγκατάδικε; Πώς βλέπεις τα πράγματα; Τι λέγεις; Τι ελπίζεις; Τι καταλαβαίνεις; Επέτυχες με τους κόπους σου αυτό πού εζητούσες ή δεν το κατόρθωσες; Άνοιξες ή ακόμη αισθάνεσαι ως ένοχος; Έφθασες ή απέτυχες; Έλαβες κάποια πληροφορία ή έχεις αβεβαία ελπίδα; Έλαβες άνεσι και ελευθερία ή ταλαντεύεται και αμφιβάλλει ακόμη ο λογισμός σου; Αισθάνθηκες μέσα στην καρδιά σου κάποιο φωτισμό ή βλέπεις ότι παραμένει ακόμη στο σκότος και στην ατιμία; Άκουσες μέσα σου καμμία φωνή να σου λέγη: «Ίδε υγιής γέγονας»; (Ιωάν. ε΄ 14) ή «αφέωνταί σοι αί αμαρτίαι»; (Λουκ. ζ΄ 48) ή «η πίστις σου σέσωκέ σε»; (Λουκ. ζ΄ 50). Ή μήπως αισθάνεσαι πώς ακούεις ακόμη την φωνή: «Αποστραφήτωσαν οι αμαρτωλοί είς τον άδην» (Ψαλμ. θ΄ 18) και «δήσαντες αυτού (=αφού του δέσετε) χείρας και πόδας εμβάλετε είς το σκότος» (Ματθ. κβ΄ 13) και «αρθήτω (=ας εκδιωχθή) ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου»; (Ησ. κστ΄ 10). Τι λέγεις, αλήθεια, αδελφέ; Πές μας, σε ικετεύουμε, για να μάθωμε κι εμείς τι πρόκειται να συναντήσωμε. Για σένα πλέον έκλεισε η προθεσμία και δεν θα σου δοθή άλλη είς τον αιώνα».
Σ΄αυτά τα ερωτήματα άλλοι από τους ετοιμοθανάτους απαντούσαν: «Ευλογητός Κύριος, ός ούκ απέστησε (= απεμάκρυνε) την προσευχήν ημών, και το έλεος αυτού άφ΄ ημών» (Ψαλμ. ξε΄ 20). Άλλοι πάλι έλεγαν «Ευλογητός ο Κύριος πού δεν μας παρέδωσε στα δόντια τους να μας φάγουν» (Ψαλμ. ρκγ΄ 6). Άλλοι γεμάτοι οδύνη έλεγαν: «Άραγε θα κατορθώση η ψυχή μας να περάση το αδιαπέραστο ύδωρ, δηλαδή το πλήθος των πονηρών πνευμάτων του αέρος»; (πρβλ. Ψαλ. ρκγ΄ 5). Δεν ετολμούσαν ακόμη να ξεθαρρέψουν, αλλά εσκέπτονταν συνεχώς τί γίνεται σ΄εκείνο το κριτήριο.
Και άλλοι από αυτούς απαντούσαν με άλλα πιο οδυνηρά λόγια: «Αλλοίμονο στην ψυχή πού δεν εφύλαξε το μοναχικό επάγγελμα άσπιλο. Αυτή και μόνο την ώρα θα καταλάβη τι την περιμένει».
Εγώ δε πού είδα σ΄ αυτούς και άκουσα τούτα, παρ΄ ολίγο θα απελπιζόμουν βλέποντας και συγκρίνοντας την αδιαφορία μου με την ιδική τους κακοπάθεια.
Αλλά και η διαμονή και η διαρρύθμισις του τόπου αυτού ποια ήταν! Ήταν γεμάτη σκότος, γεμάτη δυσωδία, εντελώς ρυπαρά και ξηρά. Γι΄αυτό και πολύ σωστά ωνομάσθηκε Φυλακή και καταδίκη. Έτσι και μόνη η θέας της τοποθεσίας έφθανε για να διδάσκη την πλήρη μετάνοια και το πένθος.
Αυτά όμως πού για τους άλλους είναι δύσκολα, απαράδεκτα και ανεπιθύμητα, σε αυτούς που εξέπεσαν από την αρετή και τον πνευματικό πλούτο γίνονται ευχάριστα και ευπρόσδεκτα. Διότι η ψυχή πού εστερήθηκε την προηγουμένη παρρησία προς τον Θεόν, πού έχασε την ελπίδα της απαθείας, πού διέρρηξε την σφραγίδα της αγνότητος, πού της έκλεψαν τον πλούτο των χαρισμάτων, πού αποξενώθηκε από την θεία παρηγορία, πού αθέτησε το συμβόλαιό της με τον Κύριον, πού έσβησε μέσα της το χαριτωμένο πύρ των δακρύων, και πού πληγώνεται αναπολώντας αυτά και κεντάται οδυνηρά… όχι μόνο τους προηγουμένους κόπους τους δέχεται ολοπρόθυμα, αλλά, πολύ περισσότερο, επινοεί με ευσεβείς ασκήσεις να οδηγηθή στον θάνατον –εάν βέβαια απέμεινε μέσα της κάποιος σπινθήρ αγάπης ή φόβου του Κυρίου, όπως ακριβώς συνέβαινε σ΄αυτούς τους μακαρίους.
Έχοντας στον νου τους αυτά και αναλογιζόμενοι το ύψος από το οποίο εξέπεσαν, έλεγαν: «Εμνήσθημεν ημερών αρχαίων (Ψαλμ. ρμβ΄ 5), την πρώτη δηλαδή φλόγα του ζήλου μας». Άλλοι εφώναζαν προς τον Θεόν: «Πού είσι τα ελέη σου τα αρχαία Κύριε, ά έδειξας τη ψυχή ημών έν τη αληθεία σου; Μνήσθητι του ονειδισμού και του μόχθου των δούλων σου» (πρβλ. Ψαλμ. πη΄ 50-51).
Άλλος: «Ποιος να με εγύριζε στον παρελθόντα καιρό, στις ημέρες πού με επροστάτευε ο Θεός, τότε πού ο φωτεινός λύχνος Του έφεγγε επάνω από την κεφαλή μου, την κεφαλή της καρδιάς μου»; (Ιώβ κθ΄ 2-3).
Με πόση νοσταλγία ενθυμούντο τα προηγούμενα κατορθώματά τους, και κλαίοντας γι΄ αυτά σαν μικρά παιδιά, έλεγαν:
«Πού είναι η καθαρότης της προσευχής; Πού το θάρρος και η παρρησία της; Πού το γλυκύ δάκρυ αντί του τωρινού πικρού; Πού η ελπίς της τελείας αγνότητος και καθάρσεως; Πού η προσδοκία της μακαρίας απαθείας; Πού η πίστις προς τον Γέροντα; Πού η ενέργεια της προσευχής του σ΄εμάς; Εχάθηκαν όλα αυτά, εξέλιπαν σαν να μην υπήρξαν καθόλου, εξαφανίσθηκαν σαν ανύπαρκτα και διελύθησαν».
Ενώ έλεγαν αυτά και εθρηνούσαν, μερικοί προσεύχονταν να καταληφθούν από δαιμόνιο. Άλλοι ικέτευαν τον Κύριον να αποκτήσουν λέπρα. Άλλοι, να χάσουν την όρασί τους, και να γίνουν σ΄ όλους αξιολύπητο θέαμα. Άλλοι, να πέσουν παράλυτοι στο κρεββάτι, αρκεί μόνο να μη δοκιμάσου τά (μελλοντικά) εκείνα κολαστήρια.
Εγώ τότε, αγαπητοί μου, ξεχάσθηκα, εισήλθα ολόκληρος μέσα στο πένθος τους, και ο νούς μου αιχμαλωτίσθηκε εντελώς, χωρίς να μπορώ να τον επαναφέρω. Ας επιστρέψωμε όμως πάλι στην σειρά του λόγου.
Αφού παρέμεινα τριάντα ημέρες σ΄αυτήν την φυλακή, επιστρέφω ο ανυπομόνητος στο μεγάλο Κοινόβιο, στον Μέγαν, (τον Ηγούμενο δηλαδή). Αυτός δε ο πάνσοφος βλέποντάς με σαν να είμαι άλλος άνθρωπος και σαν να τα έχω χαμένα, κατάλαβε την αιτία και μου λέγει: «Τι συμβαίνει, πάτερ Ιωάννη; Είδες τους άθλους των αγωνιζομένων»;
Και εγώ του απήντησα: «Τους είδα, πάτερ μου, και τους εθαύμασα και εμακάρισα αυτούς πού έπεσαν και πενθούν, περισσότερο από εκείνους πού δεν έπεσαν και δεν πενθούν για τον εαυτό τους, διότι με την πτώσι τους εσηκώθηκαν και εστάθηκαν σε μία κατάστασι πού δεν κινδυνεύουν πλέον». Εκείνος δε μου είπε: «Πραγματικά, έτσι είναι».
Και έν συνεχεία με την αψευδή του γλώσσα μου διηγήθηκε: «Πρό δεκαετίας είχα εδώ έναν αδελφό με υπερβολικό ζήλο, αγωνιστή, και τόσο σπουδαίο, ώστε, καθώς τον έβλεπα να καίη μέσα του τέτοια φλόγα, έτρεμα και εφοβόμουν υπερβολικά τον φθόνο του διαβόλου, μήπως με την μεγάλη ταχύτητα που έτρεχε σκοντάψη σε κάποια πέτρα το πόδι του, πράγμα που συμβαίνει συνήθως σ΄αυτούς πού προχωρούν με ταχύτητα. Και αυτό (δυστυχώς) έγινε.
» Και αμέσως μετά την πτώσι του, αργά το βράδυ, έρχεται σε μένα, μου αποκαλύπτει γυμνό το τραύμα του, ζητεί έμπλαστρο, παρακαλείνα το καυτηριάσω, ανησυχεί υπερβολικά. Βλέποντας όμως τον ιατρό να μη θέλη να του φερθή απότομα -εφ΄ όσον άλλωστε άξιζε να τον συμπαθήση κανείς- ρίχνεται κάτω στο έδαφος, αγκαλιάζει τα πόδια μου, τα λούζει με άφθονα δάκρυα και ζητεί να καταδικασθή στην φυλακή αυτή που είδες.
«Είναι αδύνατο, εφώναζε, να μην πάω εκεί».
» Έτσι αναγκάζει να μεταβληθή η ευσπλαγχνία του ιατρού σε σκληρότητα – πράγμα σπάνιο μεταξύ των αρρώστων και εντελώς παράδοξο. Τρέχει γρήγορα και παίρνει θέσι ανάμεσα στους μετανοούντας, συμμερίζεται το πένθος τους και συμμετέχει σ΄αυτό πρόθυμα. Πληγώθηκε δε στην καρδιά από την λύπη για την αγάπη του Θεού σαν με ξίφος, με αποτέλεσμα να αποδημήση σε οκτώ ημέρες προς τον Κύριον, αφού προηγουμένως εζήτησε να μην αξιωθή ενταφιασμού. Εγώ όμως αντιθέτως, ως άξιο, και εδώ στο Κοινόβιο τον έφερα, και τον έθαψα μαζί με τους άλλους πατέρας. Έτσι μετά την εβδόμη ημέρα της σκλαβιάς, την ογδόη ημέρα ελύθηκε από τα δεσμά και ελευθερώθηκε [1].
Υπάρχει δε κάποιος [2] που αντελήφθηκε πολύ καλά, πώς ο προηγούμενος μοναχός δεν σηκώθηκε από τα ταπεινά πόδια μου, πρίν εξευμενίση τον Θεόν. Και δεν είναι άξιον απορίας. Διότι μέσα στην καρδιά του έβαλε την πίστι της πόρνης εκείνης του Ευαγγελίου, και με μία παρομοία πληροφορία κατάβρεξε και αυτός με τα δάκρυά του τα δικά μου αχρεία πόδια. Όπως δε είπε ο Κύριος, «πάντα δυνατά τώ πιστεύοντι» (Μαρκ. θ΄ 23).
6. Είδα ψυχές πού έρρεπαν με μανία στους σαρκικούς έρωτες. Αυτές λοιπόν αφού έλαβαν αφορμή μετανοίας από την γεύσι του αμαρτωλού έρωτος, μετέστρεψαν αυτόν τον έρωτα σε έρωτα προς τον Κύριον. Έτσι ξεπέρασαν αμέσως κάθε αίσθημα φόβου και εκεντρίσθηκαν στην άπληστη αγάπη του Θεού. Γι΄αυτό και ο Κύριος στην αγνή εκείνη πόρνη (Λουκ. ζ΄ 37-48) δεν είπε ότι εφοβήθηκε, αλλά «ότι ηγάπησε πολύ» και κατώρθωσε εύκολα να αποκρούση τον ένα έρωτα με τον άλλον.
7. Δεν το αγνοώ, θαυμαστοί μου φίλοι, ότι σε μερικούς τα κατορθώματα των μακαρίων αυτών ανθρώπων πού σας διηγήθηκα θα φανούν απίστευτα, σε άλλους δύσπιστα και σε άλλους ότι δημιουργούν απόγνωσι. Ο γενναίος όμως άνδρας μάλλον θα ωφεληθή. Θα πάρη από αυτά ένα κεντρί και ένα πυρωμένο βέλος και θα φύγη με φλογερό ζήλο στην καρδιά του. Αλλά και αυτός πού έχει ολιγώτερη προθυμία, θα καταλάβη την αδυναμία του, θα αποκτήση εύκολα ταπεινοφροσύνη με την αυτομεμψία και θα τρέξη πίσω από τον προηγούμενο. Δεν γνωρίζω μάλιστα μήπως και τον προφθάση. Αντίθετα ο αμελής άνδρας δεν πρέπει ούτε να πλησιάση (και να ακούση) αυτά που διηγήθηκα, μη τυχόν πέση σε τελεία απόγνωσι και σκορπίση και αυτό (το ολίγο) πού μέχρι τώρα κατορθώνει, και εφαρμοσθή έτσι σ΄ αυτόν ο λόγος της Γραφής: «Από αυτόν πού δεν έχει -προθυμία- και αυτό που νομίζει ότι έχει θα του αφαιρεθή» (Ματθ. κε΄ 29).
8. Δεν είναι δυνατόν σ΄εμάς πού επέσαμε στον λάκκο των ανομιών, να ανελκυσθούμε από εκεί, εάν δεν καταδυθούμε στην άβυσσο της ταπεινώσεως των μετανοούντων.
9. Διαφορετική είναι η θλιμμένη ταπείνωσις των πενθούντων και διαφορετικός ο έλεγχος και η καταδίκη της συνειδήσεως αυτών πού ακόμη περιπίπτουν σε αμαρτίες. Διαφορετική επίσης είναι «η μακαρία πλουτοταπείνωσις» που αποκτούν με την ενέργεια της θείας χάριτος οι τέλειοι. Ας μη βιασθούμε να γνωρίσωμε την τρίτη κατάστασι με λόγια, διότι αδίκως θα τρέξωμε. Της δευτέρας καταστάσεως γνώρισμα είναι η πλήρης υποδοχή και υπομονή κάθε ατιμίας. Εκείνον δε (πού ανήκει στην πρώτη περίπτωσι), τον άνθρωπο δηλαδή που πενθεί, τον τυραννούν πολλές φορές οι αμαρτωλές συνήθειες και αναμνήσεις του παρελθόντος. Και αυτό βέβαια δεν είναι κάτι το παράδοξο.
10. Ο λόγος για τις ένοχες πράξεις και για τις πτώσεις είναι σκοτεινός και ακατανόητος για κάθε ψυχή. Είναι δύσκολο να γνωρίζωμε ποιες πτώσεις μας προέρχονται από αμέλεια, ποιες από σκόπιμη εγκατάλειψι του Θεού και ποιές από αποστροφή του Θεού. Το μόνο πού κάποιος μου εξήγησε είναι, ότι όσες μας συμβαίνουν από σκόπιμη παραχώρησι του Θεού έχουν σύντομη επανόρθωσι, διότι ο Θεός πού μας παρέδωσε δεν μας αφίνει επί πολύ αιχμαλώτους σε αυτές.
11. Όσοι επέσαμε, ας πολεμήσωμε πρό πάντων τον δαίμονα της λύπης. Διότι αυτός έρχεται δίπλα μας την ώρα της προσευχής, μας ενθυμίζει την προηγουμένη μας παρρησία και προσπαθεί να αχρηστεύση την προσευχή μας.
12. Μη τρομάξης όταν πέφτης κάθε ημέρα, και μη εγκαταλείψης τον αγώνα. Αντιθέτως να ίστασαι ανδρείως και οπωσδήποτε να ευλαβηθή την υπομονή σου ο φύλαξ άγγελός σου. Όσο είναι ακόμη πρόσφατο και ζεστό το τραύμα, τόσο και ευκολώτερα θεραπεύεται. Ενώ τα τραύματα πού εχρόνισαν, σαν παραμελημένα και αποσκληρυμένα, δύσκολα θεραπεύονται, και χρειάζονται για να ιατρευθούν πολύ κόπο και νυστέρι και ξυράφι και το εδώ πύρ των καυτηριασμών, (δηλαδή το πύρ των εδώ θλίψεων, έν αντιθέσει με το μελλοντικό πύρ της κολάσεως).
13. Πολλά ψυχικά τραύματα πού εχρόνισαν είναι ανίατα. Στον Θεόν όμως όλα είναι δυνατά.
Πρίν από την πτώσι οι δαίμονες αποκαλούν τον Θεόν φιλάνθρωπο. Μετά όμως από την πτώσι τον αποκαλούν σκληρό.
14. Εάν μετά από την μεγάλη σου πτώσι πέσης και σε κάποιο μικρό αμάρτημα και σου ειπή ο λογισμός, «είθε να μην έπεφτες σ΄εκείνο το μεγάλο, τούτο το μικρό δεν είναι τίποτε το σπουδαίο», μην τον παραδεχθής αυτόν τον λογισμό. (Και τα μικρά πράγματα έχουν την σημασία τους). Πολλές φορές μάλιστα μερικά μικρά δώρα κατεπράϋναν τον μεγάλο θυμό του δικαστού.
15. Όποιος πραγματικά εξοφλεί αμαρτίες, την ημέρα πού δεν επένθησε την θεωρεί χαμένη, έστω και αν έπραξε κατ΄αυτήν μερικά άλλα καλά έργα.
16. Κανείς από τους πενθούντας άς μη περιμένη την πληροφορία της συγχωρήσεως την στιγμή του θανάτου. Διότι κάτι πού είναι άγνωστο είναι και αβέβαιο. Γι΄αυτό και κάποιος έλεγε: «Άφησέ με να αισθανθώ αναψυχή με την πληροφορία της συγχωρήσεως, πρίν αποθάνω και πρίν απέλθω από την ζωή αυτή απληροφόρητος» (πρβλ. Ψαλμ. λη΄ 14).
17. Όπου εμφανισθή το Πνεύμα του Κυρίου, ο δεσμός για τις αμαρτίες ελύθηκε. Όπου εμφανισθή απέραντη ταπείνωσις, ο δεσμός για τις αμαρτίες ελύθηκε. Όσοι τυχόν (έφυγαν από την ζωή) χωρίς αυτά τα δύο, άς μη πλανώνται. Είναι δεμένοι.
18. Μόνο αυτοί που ζούν στον κόσμο, μένουν ξένοι προς τις πληροφορίες πού ανέφερα, και μάλιστα στην πρώτη, (στην εμφάνισι της χάριτος του Αγίου Πνεύματος). Μερικοί από τους κοσμικούς αγωνίζονται με την ελεημοσύνη, και καταλαβαίνουν την ωφέλειά της την ώρα του θανάτου των.
19. Όποιος θρηνεί τον εαυτό του, δεν βλέπει τον θρήνο ή την πτώσι ή την επίπληξι του άλλου.
20. Ο σκύλος που εδαγκώθηκε από κάποιο θηρίο, εξαγριώνεται περισσότερο προς αυτό και από τον πόνο της πληγής μαίνεται σφοδρότερα εναντίον του. (Παρόμοια συμπεριφέρεται προς τους δαίμονες ο μοναχός που επληγώθηκε από αυτούς).
21. Όταν η συνείδησις παύση να μας ελέγχη για αμαρτίες, ας προσέξωμε μήπως αυτό δεν οφείλεται στην καθαρότητα, αλλά στην κόπωσι και άμβλυνσι αυτής, της συνειδήσεως, εξ αιτίας πλήθους αμαρτιών.
22. Απόδειξις ότι έσβησε το χρέος των αμαρτιών μας είναι το να θεωρούμε πάντοτε χρεώστη τον εαυτό μας.
23. Τίποτε δεν υπάρχει ίσο ή ανώτερο από τους οικτιρμούς του Θεού. Γι΄αυτό όποιος απελπίζεται σφάζη ο ίδιος τον εαυτό του.
24. Σημείο της πραγματικής και επιμελούς μετανοίας είναι το να θεωρούμε τον εαυτό μας άξιο για όλες τις θλίψεις πού μας συμβαίνουν -τις ορατές (που προέρχονται από τα πράγματα και από τους ανθρώπους) και τις αόρατες (πού προέρχονται από τους δαίμονας) - και για πολύ περισσότερες.
25. Ο Μωϋσής αφού αξιώθηκε να ιδή τον Θεόν στην βάτο, επέστρεψε πάλι στην Αίγυπτο, η οποία υποδηλοί το πνευματικό σκότος, και ίσως υποχρεώθηκε να κατασκευάζη πλίνθους στον Φαραώ, ο οποίος υποδηλοί τον διάβολο. Πλήν όμως πάλι ανέβηκε στην βάτο, και όχι μόνο σ΄αυτήν, αλλά και στο όρος Σινά, (το οποίο υποδηλοί τα ύψη των αρετών). Όποιος εννόησε το παράδειγμα, ποτέ δεν θα απελπισθή για την σωτηρία του. Επτώχευσε και ο μέγας Ιώβ, αλλ΄ έπειτα απέκτησε διπλάσιο πλούτο.
26. Στους ραθύμους οι πτώσεις μετά την μοναχική τους κλήσι είναι πολύ σοβαρές. Διότι πλήττουν την ελπίδα (της πνευματικής προόδου και κατακτήσεως) της απαθείας. Και διότι τους δημιουργούν την ιδέα ότι θα θεωρούνται ευτυχείς, εάν έστω κατορθώσουν και σηκωθούν από τον λάκκο (της αμαρτίας).
27. Πρόσεχε! Πρόσεχε καλά! Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να επιστρέψωμε από τον ίδιο δρόμο πού επλανηθήκαμε, αλλά από άλλον συντομώτερο, (από τον δρόμο δηλαδή της ταπεινώσεως).
28. Είδα δύο πού εβάδιζαν (πρόν τον Θεόν) καθ΄ όμοιο τρόπο και είς τον ίδιο καιρό. Ο ένας ήταν ηλικιωμένος και με περισσότερους ασκητικούς κόπους. Ο άλλος ήταν ένας νεαρός μαθητής, και «προέδραμε τάχιον» (= έτρεξε γρηγορότερα) από τον ηλικιωμένο, και «ήλθε πρώτος είς το μνημείον» (Ιωάν. κ΄ 4) της ταπεινώσεως.
29. Ας προσέξωμε όλοι, και ιδιαίτερα όσοι εγνωρίσαμε πτώσεις, να μη προσβληθή η καρδιά μας από την νόσο του ασεβούς Ωριγένους[3]. Διότι η βδελυκτή αυτή νόσος, προβάλλοντας την φιλανθρωπία του Θεού, γίνεται ευπρόσδεκτη στους φιληδόνους.
«Με την μελέτη μου και την περισυλλογή μου θα ανάψη μέσα μου πυρ» (Ψαλμ. λη΄ 4). Μάλλον με την μετάνοιά μου θα ανάψη μέσα μου το πύρ της προσευχής, και αυτό θα κάψη κάθε αμαρτία [4].
30. Όρος για σένα και τύπος και υπογραμμός και παράδειγμα μετανοίας ας είναι οι προηγούμενοι άγιοι κατάδικοι, και δεν θα σου χρειασθή σε όλη την ζωή κανένα άλλο βιβλιο, έως ότου λάμψη εμπρός σου ο Χριστός, ο Υιός του Θεού και Θεός, κατά την ημέρα της αναστάσεως - εννοώ της πνευματικής αναστάσεως πού θα σου φέρη η πραγματική και επιμελής μετάνοια.
Εσύ πού μετανόησες, ανέβηκες στην Πέμπτη βαθμίδα.
Εκαθάρισες με την μετάνοια τις πέντε αισθήσεις και με την εκουσία τιμωρία και κόλασι εγλύτωσες την ακουσία.

από το βιβλίο "Κλίμαξ"
Ι.Μ.Παρακλήτου

[1] Η εβδόμη ημέρα, αντίστοιχη προς το «νομικόν» Σάββατο, συμβολίζει την παρούσα ζωή των πειρασμών και θλίψεων. Η δε ογδόη υπερέχει του Σαββάτου και εικονίζει την μέλλουσα μακαριότητα και αιωνιότητα, εφ΄ όσον ευρίσκεται έξω από τον χρόνο πού ανακυκλείται με τις ημέρες της εβδομάδος και εφ΄ όσον είναι η ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου.
[2] Κατά πάσα πιθανότητα αυτός θα είναι ο ίδιος ο Ηγούμενος και το αποκρύπτει από ταπεινοφροσύνη, για να μη φανή ως διορατικός.
[3] Ο Ωριγένης (185-254 μ.Χ.) υπήρξε σπανία προσωπικότης. Φλογερός στην πίστι, μεγαλοφυής στην διάνοια, βαθύς και συναρπαστικός στην ερμηνεία της Γραφής, πολυμαθέστατος, πολυγραφώτατος και πατήρ της θεολογικής επιστήμης. Οι μεγάλοι Καππαδόκαι Πατέρες πολύ τον εκτιμούσαν. Δυστυχώς όμως περιέπεσε σε ωρισμένες πλάνες (αιωνιότης κόσμου, προΰπαρξις ψυχών, μη αιωνιότης κολάσεως κ.λ.π.) Τον έκτο μ.Χ. αιώνα, στους χρόνους δηλαδή της Κλίμακος, ετάρασσε την Εκκλησία και ιδιαίτερα τον μοναχισμό η λεγομένη Τρίτη φάσις των ωριγενιστικών ερίδων, οπότε η Ε΄Οικουμενική Σύνοδος (553 μ.Χ.) κατεδίκασε επισήμως τις κακοδοξίες του. Έτσι μέσα σ΄ αυτό το δυσμενές κλίμα δικαιολογείται η βαρειά αυτή έκφρασις της Κλίμακος για τον Ωριγένη.
[4] Η έννοια του χωρίου είναι, ότι θα εξαλειφθούν οι αμαρτίες μόνο κατά την διάρκεια της παρούσης ζωής με το πύρ της έν μετανοία προσευχής και όχι στην μέλλουσα ζωή με το πύρ της δικαιοκρισίας του Θεού, όπως εσφαλμένα υπεστήριζε ο Ωριγένης ομιλώντας περί μη αιωνιότητος της κολάσεως και περί αποκαταστάσεως των πάντων.

Οι πειρασμοί παραχωρούνται για να φανερωθούν τα κρυμμένα πάθη, να καταπολεμηθούν κι έτσι να θεραπευθεί η ψυχή. Είναι και αυτοί δείγμα του θείου ελέους.

Γι’ αυτό άφησε με εμπιστοσύνη τον εαυτό σου στα χέρια του Θεού και ζήτησε τη βοήθειά Του, ώστε να σε δυναμώσει στον αγώνα σου. Η ελπίδα στο Θεό δεν οδηγεί ποτέ στην απελπισία.

Οι πειρασμοί φέρνουν ταπεινοφροσύνη. Ο Θεός ξέρει την αντοχή του καθενός μας και παραχωρεί τους πειρασμούς κατά το μέτρο των δυνάμεών μας. Να φροντίζουμε όμως κι εμείς να είμαστε άγρυπνοι και προσεκτικοί, για να μη βάλουμε μόνοι μας τον εαυτό μας σε πειρασμό.

Εμπιστευτείτε στο Θεό τον Αγαθό, τον Ισχυρό, τον Ζώντα, και Αυτός θα σας οδηγήσει στην ανάπαυση. Μετά τις δοκιμασίες ακολουθεί η πνευματική χαρά. Ο Κύριος παρακολουθεί όσους υπομένουν τις δοκιμασίες και τις θλίψεις για τη δική Του αγάπη. Μη λιποψυχείτε λοιπόν και μη δειλιάζετε...

Δεν θέλω να θλίβεστε και να συγχύζεστε για όσα συμβαίνουν αντίθετα στη θέλησή σας, όσο δίκαιη κι αν είναι αυτή. Μία τέτοια θλίψη μαρτυρεί την ύπαρξη εγωισμού...

Προσέχετε τον εγωισμό, που κρύβεται κάτω από τη μορφή του δικαιώματος. Προσέχετε και την άκαιρη λύπη, δημιουργείται ύστερα από έναν δίκαιο έλεγχο. Η υπερβολική θλίψη για όλα αυτά είναι του πειρασμού. Μία είναι η αληθινή θλίψη...

Αυτή που δημιουργείται, όταν γνωρίσουμε καλά την άθλια κατάσταση της ψυχής μας. Όλες οι άλλες θλίψεις δεν έχουν καμιά σχέση με τη χάρη του Θεού.

Φροντίζετε να περιφρουρείτε στην καρδιά σας τη χαρά του Αγίου Πνεύματος και να μην επιτρέπετε στον πονηρό να χύνει το φαρμάκι του. Προσέχετε! Προσέχετε, μήπως ο παράδεισος, που υπάρχει μέσα σας, μετατραπεί σε κόλαση.

Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως

(από τη σειρά των φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ», Ι. Μ. Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής)

‘Το αφεντικό μου οδηγούσε κάθε μέρα ένα πολυτελές αυτοκίνητο και εγώ είχα το καθήκον να του ανοίγω την πόρτα της βίλας του καθώς δούλευα σαν νυχτοφύλακας εκεί. Πάντα τον χαιρετούσα αλλά αυτός ποτέ δεν ανταπέδιδε τον χαιρετισμό μου.’

‘Μια μέρα με είδε που άνοιγα μια σακούλα με σκουπίδια για να βρω φαγητό. Αλλά και πάλι δεν είπε τίποτα. Ήταν σαν να μην υπήρχα.’

‘Την άλλη μέρα βρήκα στο ίδιο σημείο μια σακούλα με φρέσκο φαγητό, λες και κάποιος το είχε μόλις αγοράσει από το σούπερ μάρκετ Χαρούμενος το πήρα και δεν έδωσα μεγάλη σημασία για το πως βρέθηκε εκεί.’

‘Κάθε μέρα έβρισκα μια χάρτινη τσάντα με φρέσκο φαγητό και άλλα απαραίτητα για το σπίτι. Είχε γίνει πλέον ρουτίνα. Τρώγαμε στο σπίτι όλοι και αναρωτιόμουν ποιος ήταν αυτός ο ανόητος που ξεχνούσε την τσάντα με το φαγητό!

‘Μια μέρα πέθανε το αφεντικό και στην βίλα ήρθαν πολλοί άνθρωποι. Εκείνη την ημέρα δεν βρήκα την σακούλα με το φαγητό και υπέθεσα ότι κάποιος από τους ανθρώπους που είχαν έρθει θα την πήρε. Αλλά το ίδιο έγινε και την δεύτερη και την τρίτη και την τέταρτη μέρα.’

‘Αυτό συνεχίστηκε για κάμποσες εβδομάδες και υπήρχε πρόβλημα αφού δεν μπορούσα να συντηρήσω την οικογένεια μου. Αποφάσισα τότε να ζητήσω από την γυναίκα του αφεντικού μου αύξηση διαφορετικά έπρεπε να παραιτηθώ από νυχτοφύλακας και να βρω αλλού δουλειά.’

‘Της μίλησα αλλά αυτή έπαθε σοκ. Με ρώτησε πως και δεν ζήτησα εδώ και δυο χρόνια αύξηση και γιατί ζητάω τώρα. Της έδωσα πολλές εξηγήσεις αλλά δεν πείστηκε!’

‘Στο τέλος αναγκάστηκα να της πω την αλήθεια. Της είπα για τα ψώνια που έβρισκα κάθε μέρα. Τότε αυτή με ρώτησε πότε σταμάτησε αυτό και τότε κατάλαβα. Αυτό σταμάτησε την ημέρα που πέθανε το αφεντικό.’

‘Κατάλαβα ότι αυτός ήταν που μου τα άφηνε τα πράγματα αλλά το μυαλό μου δεν πήγε ποτέ σε αυτόν γιατί ποτέ δεν με χαιρετούσε. Πως μπορούσε να είναι τόσο γενναιόδωρος;’

‘Η γυναίκα του άρχισε να κλαίει και εγώ την παρακάλεσα να σταματήσει και ότι θα την υπηρετούσα και δεν ήθελα καμιά αύξηση.’

‘ Η γυναίκα είπε ότι κλαίει επειδή βρήκε το έβδομο πρόσωπο που έδινε την σακούλα ο άνδρας της. Αυτός μοίραζε φαγητό σε επτά ανθρώπους . Είχε βρει τους άλλους έξι και έψαχνε τον έβδομο.’

‘Από εκείνη την ημέρα άρχισα να παίρνω πάλι την σακούλα με τα φαγητά μόνο που τώρα την έφερνε στο σπίτι μου ο γιος του αφεντικού μου. Τον ευχαριστούσα κάθε φορά αλλά αυτός δεν απαντούσε ποτέ. Όπως ακριβώς και ο πατέρας του.’

‘Μια μέρα του είπα το ευχαριστώ πολύ δυνατά και τότε αυτός μου είπε να μην προσβάλλομαι γιατί έχει πρόβλημα με την ακοή όπως και ο πατέρας του!’

Αχ! Πόσες φορές κάναμε λάθος και κρίναμε κάποιον χωρίς να ξέρουμε την ιστορία που κρύβεται από πίσω. Πρέπει να είμαστε ευγενικοί με τους άλλους γιατί δεν ξέρουμε την μάχη που δίνουν. Προσέξτε! Δεν γυρίζουν όλα γύρω από εσάς. Πριν αρχίσετε να κάνετε υποθέσεις υπάρχει κάτι που λέγεται ‘ρώτησε’.

Μη βιάζεστε να βγάλετε συμπεράσματα γιατί πραγματικά δεν είναι παιχνίδι. Μπορεί να σας βλάψει στο τέλος της μέρας. Πολλά από τα προβλήματα που έχουμε προκαλούνται από το πως εμείς επεξεργαζόμαστε αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Μην κρίνετε μια κατάσταση στην θέση της οποίας δεν έχετε βρεθεί εσείς ποτέ. Να καταδέχεστε να μάθετε. Δεν τα γνωρίζετε όλα. Ας αλλάξουμε τον τρόπο που αισθανόμαστε για τον εαυτό μας και τους άλλους.

Υπάρχουν πάντα δυο πλευρές σε μια ιστορία. Μην πιστεύετε όλα όσα ακούτε.

Όλοι όσους συναντάτε δίνουν τον δικό τους αγώνα μόνο που εσείς δεν το ξέρετε.

(έκδοση Ι. Μονή Παρακλήτου). ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΟΓΔΟΟΣ. Περί προσευχής.
(Διά την ιεράν προσευχήν, την μητέρα των αρετών, και διά το πώς πρέπει να παρίσταταί τις είς αυτήν νοερώς και σωματικώς). 

1. Η προσευχή, ως προς την ποιότητά της, είναι συνουσία και ένωσις του ανθρώπου με τον Θεόν[1], και ως προς την ενέργειά της, σύστασις και διατήρησις του κόσμου, συμφιλίωσις με τον Θεόν, μητέρα των δακρύων, καθώς επίσης και θυγατέρα, συγχώρησις των αμαρτημάτων, γέφυρα που σώζει από τους πειρασμούς, τοίχος πού μας προστατεύει από τις θλίψεις, συντριβή των πολέμων, έργο των Αγγέλων, τροφή όλων των ασωμάτων, η μελλοντική ευφροσύνη, εργασία που δεν τελειώνει, πηγή των αρετών, πρόξενος των χαρισμάτων, αφανής πρόοδος, τροφή της ψυχής, φωτισμός του νου, πέλεκυς πού κτυπά την απόγνωσι, απόδειξις της ελπίδος, διάλυσις της λύπης, πλούτος των μοναχών, θησαυρός των ησυχαστών, μείωσις του θυμού, καθρέπτης της πνευματικής προόδου, φανέρωσις των μέτρων, δήλωσις της πνευματικής καταστάσεως, αποκάλυψις των μελλοντικών πραγμάτων, σημάδι της πνευματικής δόξης που έχει κανείς. Η προσευχή είναι γι΄ αυτόν που προσεύχεται πραγματικά δικαστήριο και κριτήριο και βήμα του Κυρίου, πρίν από το μελλοντικό βήμα.

2. Ας εγερθούμε και ας ακούσωμε την ιερή αυτή βασίλισσα των αρετών να φωνάζη με υψωμένη την φωνή και να μας λέγη: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς. Άρατε τον ζυγόν μου εφ΄ υμάς, και ευρήσετε ανάπαυσιν ταίς ψυχαίς υμών -και ίασιν ταίς πληγαίς υμών- ο γάρ ζυγός μου χρηστός – και πταισμάτων μεγάλων ιαματικός – υπάρχει» (πρβλ. Ματθ. ια΄ 28-30).

3. Όσοι πηγαίνομε να παρασταθούμε ενώπιον του Βασιλέως και Θεού και να συνομιλήσωμε μαζί Του, ας μη προχωρούμε χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία. Διότι υπάρχει φόβος, εάν μας ιδή από μακρυά να μην έχωμε τα όπλα και την στολή που αρμόζουν για την παρουσίαση ενώπιον του Βασιλέως, να διατάξη τους υπηρέτας και λειτουργούς Του να μας δέσουν και να μας εξορίσουν μακρυά από το πρόσωπό Του, και τις δεήσεις μας να τις σχίσουν και να τις πετούν στο πρόσωπό μας.
4. Όταν ξεκινάς να σταθής ενώπιον του Κυρίου, ας είναι ο χιτών της ψυχής σου υφασμένος εξ ολοκλήρου με το νήμα ή μάλλον με το λήμμα της αμνησικακίας. Ειδεμή τίποτε δεν πρόκειται να ωφεληθής από τον προσευχή. Όλο το ύφος και το λεκτικό της προσευχής σου ας είναι ανεπιτήδευτο, διότι ο τελώνης και ο άσωτος με έναν μόνο λόγο συμφιλιώθηκαν με τον Θεόν.
5. Μία είναι εξωτερικώς η στάσις στην προσευχή, αλλά παρουσιάζει εσωτερικώς πολλές ποικιλίες και διαφορές. Άλλοι συνομιλούν μαζί Του σαν με φίλο και κύριό τους, και Του προσφέρουν τον ύμνο και την ικεσία χάριν των άλλων και όχι του εαυτού τους. Άλλοι ζητούν πλούτο και δόξα και περισσοτέρα παρρησία. Άλλοι παρακαλούν να απαλλαγούν τελείως από τον εχθρό τους. Μερικοί ικετεύουν να τους δοθή κάποια τιμή, και μερικοί για την τελεία εξάλειψι του χρέους τους. Άλλοι ζητούν απελευθέρωσι από τα δεσμά των παθών, και άλλοι συγχώρησι των ανομημάτων τους.
6. Πριν απ΄ όλα ας βάλωμε στον κατάλογο της δεήσεώς μας την ειλικρινή ευχαριστία. Στην δεύτερη σειρά, την εξομολόγησι των αμαρτιών μας και την συντριβή της ψυχής μας με συναίσθησι. Και εν συνεχεία ας αναφέρωμε τα αιτήματά μας προς τον Παμβασιλέα. Ο τρόπος αυτός της προσευχής είναι άριστος, όπως απεκαλύφθη σε κάποιον από τους αδελφούς από Άγγελον του Κυρίου.
7. Εάν κάποτε εστάθηκε ως υπόδικος εμπρός σε επίγειο δικαστή, δεν χρειάζεσαι άλλο υπόδειγμα για την παράστασι στην προσευχή σου. Εάν δε δεν εστάθηκες ακόμη, αλλά ούτε και άλλους είδες να δικάζωνται, τουλάχιστον ας το διδαχθής αυτό από τις ικεσίες των ασθενών προς τους ιατρούς, όταν πρόκειται να χειρουργηθούν ή να καυτηριασθούν.
8. Μην επιτηδεύεσαι τα λόγια της προσευχής σου. Διότι πολλές φορές τα απλά και ανεπιτήδευτα ψελλίσματα των μικρών παιδιών ευχαρίστησαν και ικανοποίησαν τον ουράνιο Πατέρα τους.
9. Μη ζητής να λέγης πολλά στην προσευχή σου, για να μη διασκορπισθή ο νους σου, αναζητώντας λόγια. Ένας λόγος πίστεως έσωσε τον ληστή. Η πολυλογία στην προσευχή πολλές φορές εδημιούργησε στο νου φαντασίες και διάχυσι, ενώ αντιθέτως η μονολογία συγκεντρώνει τον νου.
10. Όταν αισθάνεσαι γλυκύτητα ή κατάνυξι σε κάποιο λόγο της προσευχής σου, σταμάτησε σ΄ αυτόν, διότι τότε συμπροσεύχεται μαζί μας ο φύλαξ Άγγελός μας.
11. Μή προσεύχεσαι με παρρησία, έστω και εάν διαθέτης καθαρότητα. Αντιθέτως πλησίασε με πολλή ταπεινοφροσύνη, και έτσι θα αποκτήσης περισσοτέρα παρρησία.
12. Και αν ακόμη έχης ανεβή όλη την κλίμακα των αρετών, και τότε πάλι να προσεύχεσαι υπέρ αφέσεως των αμαρτιών σου, ακούοντας τον Παύλο να βοά: «Αμαρτωλών πρώτος ειμί εγώ» (Α΄ Τιμοθ. α΄ 15).
13. Τα φαγητά τα αρτύουν με το λάδι και το αλάτι. Και στην προσευχή δίνουν φτερά η ζωή της σωφροσύνης και αγνότητος, και τα δάκρυα.
14. Αν ενδυθής καλά την πραότητα και την αοργησία, τότε δεν θα κοπιάσης πολύ να ελευθερώσης τον νου σου από την αιχμαλωσία.
15. Έως ότου αποκτήσωμε προσευχή εναργή, θα ομοιάζωμε με εκείνους που γυμνάζουν στις αρχές τα νήπια πώς να βαδίζουν.
16. Να πυκτεύης, ώστε να ανυψώνης ή μάλλον να περικλείης την σκέψι σου μέσα στα λόγια της προσευχής. Και εάν, λόγω της νηπιακής σου πνευματικής καταστάσεως, ατονήση και ξεφύγη, συμμάζεψέ την πάλι. Διότι ίδιον του νου είναι το άστατον, και ίδιον του Θεού το να μπορή όλα να τα σταθεροποιή.
17. Αν αγωνίζεσαι συνεχώς και αποφασιστικώς, τότε θα σε επισκεφθή και εσένα Εκείνος πού θέτει όρια στην θάλασσα του νου και κατά την ώρα της προσευχής σου θα της ειπή: «Μέχρι τούτου ελεύση, και ούχ υπερβήση» (Ιώβ λη΄ 11).
18. Είναι αδύνατο να δεσμεύση κάποιος ένα πνεύμα, (όπως τον νου). Όπου όμως παρουσιασθή ο Κτίστης του πνεύματος, τα πάντα υποτάσσονται.
19. Εάν κάποτε αντίκρυσες καθαρά τον Ήλιο, (δηλαδή τον Χριστόν), τότε θα κατορθώσης και να συνομιλήσης μαζί Του όπως πρέπει. Ειδεμή, πώς μπορείς να συνομιλής πραγματικά με κάποιον πού δεν τον έχεις ιδεί;
20. Αρχή της προσευχής είναι το να διώκωνται οι εχθρικές προσβολές στην αρχή τους, με ένα αποφασιστικό λόγο. Μέσον, το να παραμένη ο νους στα λόγια και στα νοήματα της προσευχής. Και τέλος, το να αρπαγή ο νους προς τον Κύριον.
21. Άλλη είναι η αγαλλίασις που δοκιμάζουν στην προσευχή τους οι κοινοβιάτες, και άλλη οι ησυχασταί. Διότι η πρώτη ίσως να επηρεάζεται κάπως από την κενοδοξία, ενώ η δευτέρα είναι γεμάτη από ταπεινοφροσύνη.
22. Εάν γυμνάζης πάντοτε τον νου σου να μη φεύγη μακρυά, τότε και κατά την ώρα της τραπέζης θα ευρίσκεται κοντά σου. Εάν όμως συνηθίζη να περιπλανάται ελεύθερα, ποτέ δεν θα κατορθωθή να παραμένη πλησίον σου.
23. Ο μεγάλος εργάτης της μεγάλης και τελείας προσευχής (δηλαδή ο Απόστολος Παύλος), λέγει: «Θέλω ειπείν πέντε λόγους τώ νοί μου» κ.τ.λ. (Α΄ Κορ. ιδ΄ 19), πράγμα που είναι ξένο για τους νηπίους και αρχαρίους. Γι΄αυτό εμείς σαν ατελείς, εκτός από την ποιότητα, έχομε ανάγκη και από την ποσότητα της προσευχής. Το δεύτερο άλλωστε είναι πρόξενο του πρώτου. «Ο Θεός -λέγει η Γραφή- δίνει προσευχή καθαρή σ΄εκείνον πού προσεύχεται, έστω και ρυπαρά, αλλά χωρίς να υπολογίζη κόπο και πόνο» (πρβλ. Α΄ Βασ. β΄ 9).
24. Άλλο πράγμα είναι ο ρύπος της προσευχής και άλλο ο αφανισμός και άλλο η κλοπή και άλλο ο μώμος. Ο ρύπος είναι το να ίστασαι ενώπιον του Θεού και να έχης αισχρές σκέψεις. Ο αφανισμός είναι το να αιχμαλωτίζεται ο νους σου από μάταιες φροντίδες και μέριμνες. Η κλοπή είναι το να πέφτη η σκέψις ανεπαίσθητα σε ρεμβασμούς. Και μώμος είναι ο οιοσδήποτε πειρασμός πού έρχεται να μας θίξη την ώρα της προσευχής.
25. Όταν δεν είμαστε μόνοι μας κατά την ώρα της προσευχής τότε ας λαμβάνωμε μόνο εσωτερικά την αρμόζουσα ικετευτική στάσι. Όταν όμως απουσιάζουν εκείνοι πού θα μας επαινούσαν, τότε ας συμμορφώσουμε αναλόγως και την εξωτερική μας στάσι. Διότι στους ατελείς πολλές φορές ο νους συμμορφώνεται προς την στάσι του σώματος.
26. Όλοι βέβαι, αλλά περισσότερο εκείνοι πού πηγαίνουν στον βασιλέα για να ζητήσουν άφεσι του χρέους των, έχουν ανάγκη από απερίγραπτη συντριβή.
27. Εάν ακόμη ευρισκώμαστε στο δεσμωτήριο, ας ακούσωμε τα λόγια του Αγγέλου προς τον Πέτρο: «Ζώσου την ποδιά της υπακοής, βγάλε από πάνω σου τα θελήματά σου, και έτσι γυμνός πλησίασε και προσευχήσου στον Κύριον, ζητώντας το ιδικό Του μόνο θέλημα» (πρβλ. Πράξ. ιβ΄ 8), και θα αποκτήσης τότε τον Θεόν, ο οποίος θα κρατά το τιμόνι της ψυχής σου και θα σε κυβερνά ακίνδυνα.
28. Αφού εγερθής από την φιλοκοσμία και την φιληδονία, πέταξε από πάνω σου τις μέριμνες, βγάλε από πάνω σου τις σκέψεις, απαρνήσου το σώμα, (και τότε προσευχήσου). Διότι η προσευχή δεν είναι τίποτε άλλο, παρά αποξένωσις από όλον τον ορατό και αόρατο κόσμο.
Θεέ μου, «τι γάρ μοι υπάρχει έν τώ ουρανώ»; Τίποτε! «Και παρά σού τι ηθέλησα επί της γής»; (πρβλ. Ψαλμ. οβ΄ 25). Τίποτε! Παρά μόνο το να προσκολλώμαι πάντοτε σ΄ Εσένα απερίσπαστα μέσω της προσευχής. Μερικοί ζουν με την επιθυμία του πλούτου, άλλοι με της δόξης και άλλοι με κάποιου άλλου κτίσματος. «Εμοί δε το προσκολλάσθαι τώ Θεώ επιθυμητόν εστί, τίθεσθαι έν αυτώ την ελπίδα της απαθείας μου» (πρβλ. Ψαλμ. οβ΄ 28).
29. Η πίστις έδωσε φτερά στην προσευχή. Χωρίς αυτήν η προσευχή δεν μπορεί να πετάξη στον ουρανό.
30. Όσοι είμαστε εμπαθείς ας παρακαλέσωμε γι΄αυτό με επιμονή τον Κύριον, διότι όλοι οι απαθείς από την εμπάθεια προχώρησαν και έφθασαν στην απάθεια.
31. Παρ΄ όλον ότι σαν Θεός πού είναι δεν φοβείται τον Θεό ο «Κριτής» (πρβλ. Λουκ. ιη΄ 2), έν τούτοις όμως, επειδή τον ενοχλεί η χήρα, η ψυχή δηλαδή πού εχήρευσε από Αυτόν με τις αμαρτίες και τις πτώσεις της, θα εκδικηθή και θα την σώση από τον αντίδικό της, από το σώμα δηλαδή και από τους εχθρούς της δαίμονας.
32. Ο Θεός, ο καλός μας οικονόμος, τους ευγνώμονες τους εφελκύει στην αγάπη Του με την σύντομη εκπλήρωσι του αιτήματός των. Ενώ τις αχάριστες και όμοιες με τους σκύλους ψυχές τις αναγκάζει να κάθωνται πλησίον Του προσευχόμενες, πεινασμένες και διψασμένες για το αίτημά τους. Διότι ο αγνώμων σκύλος, μόλις πάρη το ψωμί, απομακρύνεται αμέσως από εκείνον πού του το έδωσε.
33. Να μη λέγης ότι, αν και προσευχήθηκες πολύν καιρό, δεν κατώρθωσες τίποτε, διότι ήδη κάτι σπουδαίο κατώρθωσες. Τι, αλήθεια, υπάρχει ανώτερο από την προσκόλλησι στον Κύριον και από την συνεχή παραμονή σ΄αυτήν την ένωσι;
34. Δεν φοβείται τόσο ο κατάδικος την απόφασι της τιμωρίας του, όσο φοβείται ο εργάτης της προσευχής την στάσι του στην ώρα της προσευχής. Γι΄αυτό, αν είναι σοφός και έξυπνος, με την ανάμνησι αυτής της ώρας θα μπορή να αποστρέφεται κάθε λοιδορία και οργή και μέριμνα και ασχολία και θλίψι και χορτασμό και λογισμό και πειρασμό.
35. Να προετοιμάζεσαι με την αδιάλειπτο εσωτερική προσευχή προκειμένου να σταθής να προσευχηθής, και έτσι σύντομα θα προοδεύσης (στην προσευχή).
36. Είδα μερικούς να λάμπουν στην υπακοή τους και να μην αμελούν, όσο τους ήταν δυνατό, την νοερά μνήμη του Θεού. Και μόλις εστάθηκαν στην προσευχή, εκυριάρχησαν σύντομα στον νου τους, αυτοσυγκεντρώθηκαν και έχυναν κρουνηδόν τα δάκρυα. Και τούτο, διότι ήταν προετοιμασμένοι από την οσία υπακοή.
37. Στην ψαλμωδία πού γίνεται με πολλούς ακολουθούν αιχμαλωσίες και ρεμβασμοί. Στην κατά μόνας όμως προσευχή δεν παρατηρούνται αυτά. Αλλά αυτήν την πολεμεί η ακηδία, ενώ την πρώτη την βοηθεί η προθυμία.
38. Την αγάπη του στρατιώτου προς τον βασιλέα την έδειξε η ώρα του πολέμου. Και την αγάπη του μοναχού προς τον Θεόν την εδοκίμασε ο καιρός και ο τρόπος της προσευχής. Την πνευματική σου κατάστασι θα σου την φανερώση η προσευχή σου. Οι θεολόγοι άλλωστε εχαρακτήρισαν την προσευχή καθρέπτη του μοναχού.
39. Εκείνος που ασχολείται με κάτι και το συνεχίζει, ενώ εσήμανε η ώρα της προσευχής, αυτός εμπαίζεται από τους δαίμονας. Διότι αυτό επιδιώκουν οι κλέπτες, ώρα με την ώρα να κλέβουν τον χρόνο της προσευχής μας.
40. Μην αρνήσαι να προσεύχεσαι για κάποια ψυχή (πού σου το εζήτησε), έστω και αν δεν διαθέτης καρποφόρο προσευχή. Διότι η πίστις εκείνου πού εζήτησε την προσευχή, έσωσε πολλές φορές κι εκείνον που προσευχήθηκε και μάλιστα με συντριβή καρδίας. Μην υπερηφανεύεσαι, εάν προσεύχεσαι για άλλους και εισακούεσαι, διότι η πίστις αυτών ενήργησε, ώστε να εισακουσθή η προσευχή σου.
41. Κάθε μαθητής θα εξετάζεται από τον διδάσκαλό του καθημερινά στα μαθήματά πού εδιδάχθη. Και από κάθε νού θα ζητηθή, και δικαίως, να παρουσιάση σε κάθε προσευχή του την δύναμι εκείνη πού έλαβε από τον Θεόν. Γι΄αυτό ας προσέχωμε.
42. Όταν προσευχηθής με προσοχή και επιμέλεια, τότε σύντομα θα πολεμηθής από το πάθος της οργής, διότι έτσι είναι το σχέδιο των δαιμόνων. Κάθε αρετή, πρό πάντων όμως την προσευχή, ας την εργαζώμεθα πάντοτε με πολλή συναίσθησι. Και η ψυχή τότε προσεύχεται με συναίσθησι, όταν υπερνικήση τον θυμό.
43. Όσα αποκτούμε με πολλές ικεσίες και σε πολύ χρόνο, αυτά είναι μόνιμα. Όποιος απέκτησε μέσα του τον Κύριον, δεν ρυθμίζει πλέον ο ίδιος τα λόγια και το σχέδιο της προσευχής, διότι τότε «το πνεύμα εντυγχάνει υπέρ αυτού στεναγμοίς αλαλήτοις» (Ρωμ. η΄ 26).
44. Να μη δεχθής στην προσευχή σου καμμία αισθητή εικόνα και φαντασία για να μη (πλανηθής και) παραφρονήσης.
45. Για κάθε αίτημα η πληροφορία εμφανίζεται στην προσευχή. Πληροφορία είναι η απαλλαγή από την αμφιβολία. Πληροφορία είναι η βεβαία και ασφαλής φανέρωσις ενός αγνώστου πράγματος.
46. Να γίνεσαι υπερβολικά ελεήμων και συμπονετικός, σύ πού καλλιεργείς την προσευχή. Διότι με την ελεημοσύνη οι μοναχοί «εκατονταπλασίονα λήψονται» στην παρούσα ζωή. Και το επόμενο του ευαγγελικού λόγου, (δηλαδή το «ζωήν αιώνιον κληρονομήσουσι), (Ματθ. ιθ΄ 29), θα το απολαύσουν στον μέλλοντα αιώνα.
47. Ήλθε το πύρ (του θείου πόθου) μέσα στην καρδιά και ανέστησε την προσευχή. Αφού δε η προσευχή ανεστήθη και ανελήφθη στους ουρανούς, έγινε στο ανώγειο της ψυχής η κάθοδος του πυρός (του Αγίου Πνεύματος).
48. Μερικοί ισχυρίζονται ότι η προσευχή είναι ανωτέρα από την μνήμη του θανάτου. Εγώ όμως γνωρίζω να ανυμνώ εξ ίσου τις δύο ουσίες της μιας υποστάσεως.
49. Ο ικανός ίππος συνήθως, καθώς αρχίζει να τρέχη, θερμαίνεται και προχωρώντας αυξάνει την ταχύτητα του δρόμου του. Ως δρόμο εννοώ την υμνωδία και ως ίππο τον ανδρείο νου, ο οποίος «πόρρωθεν οσφραίνεται πολέμου» (Ιώβ λθ΄ 25) και προετοιμάζεται για την μάχη και πάντοτε δείχνεται ανίκητος.
50. Είναι βαρύ να αρπάξης το νερό από το στόμα του διψασμένου. Βαρύτερο όμως είναι να διακόψης μία ψυχή πού προσεύχεται με κατάνυξι από την πολυπόθητη αυτή προσευχή της πρίν την τελειώση.
51. Μην αναχωρήσης από την προσευχή σου, πρίν ιδής να σταματούν, σύμφωνα με την οικονομία του Θεού, το πύρ (της χάριτος) και το ύδωρ (των δακρύων). Διότι ίσως να μη σου δοθή πάλι σε ολόκληρη την ζωή σου τέτοια ευκαιρία για την συγχώρησι των αμαρτιών σου. Εκείνος πού εγεύθηκε την χάρι της προσευχής, συνέβη ώστε πολλές φορές από έναν (απρόσεκτο) λόγο πού είπε να μολύνη τον νου του, και έτσι μόλις στάθηκε στην προσευχή δεν ευρήκε το ποθούμενο όπως συνήθως.
52. Άλλο είναι να επισκοπής (να εποπτεύης δηλαδή) συχνά την καρδιά σου και άλλο το να επισκοπεύσης (να κάνης δηλαδή χρέος επισκόπου) σ΄ αυτήν. Στην πρώτη περίπτωσι ο νους ομοιάζει με άρχοντα, ενώ στην δευτέρα με αρχιερέα, ο οποίος προσφέρει στον Χριστόν λογικές θυσίες[2]. Και όπως λέγει κάποιος πού έλαβε την προσωνυμία του θεολόγου[3], το Άγιον και Υπερουράνιον πύρ, (δηλαδή το Άγιον Πνεύμα), τους πρώτους τους επισκέπτεται ως φλόγα και τους καταφλέγει, διότι έχουν ακόμη ανάγκη καθάρσεως, ενώ τους δευτέρους ως φως και τους φωτίζει, διότι έφθασαν στα μέτρα της τελειότητος.
Το ίδιο δηλαδή Άγιον Πνεύμα ονομάζεται και «πύρ καταναλίσκον» (Εβρ. ιβ΄ 29) και «φως φωτίζον» (πρβλ. Β΄ Κορ. δ΄ 6). Γι΄αυτό και μερικοί όταν εξέρχωνται από την προσευχή, είναι σαν να εξέρχωνται από φλογισμένο καμίνι, αισθανόμενοι συγχρόνως μία ελάφρωσι και ένα καθαρισμό από τον ρύπο και το βάρος της αμαρτίας. Και άλλοι πάλι αισθάνονται σαν να εφωτίσθηκαν με φως και σαν να εφόρεσαν την διπλοΐδα της ταπεινώσεως και της αγαλλιάσεως. Όσοι εξέρχονται από την προσευχή τους χωρίς να αισθάνονται καμμία από τις δύο αυτές ενέργειες, αυτοί προσεύχονται όχι πνευματικά, αλλά σωματικά, για να μην ειπώ ιουδαϊκά. Διότι, εάν ένα ανθρώπινο σώμα πού εγγίζει σε άλλο υφίσταται κάποια επίδρασι και αλλοίωσι, πώς δεν θα δοκιμάση επίδρασι και αλλοίωσι εκείνος πού με καθαρά χέρια εγγίζει (διά της προσευχής και της θεωρίας) το «σώμα» του Θεού;
53. Ο πανάγαθος Βασιλεύς μας, όπως ακριβώς και ο επίγειος βασιλεύς, προσφέρει τα δώρα του στους στρατιώτες του άλλοτε ο ίδιος, άλλοτε με έναν φίλο του, άλλοτε με ένα υπηρέτη του και άλλοτε με άγνωστο τρόπο. Αλλά και ανάλογα με τον χιτώνα της ταπεινώσεως πού ο καθένας φορεί.
54. Στον επίγειο βασιλέα είναι αποκρουστικός εκείνος πού παρίσταται ενώπιόν του και εν συνεχεία γυρίζει το πρόσωπό του και συζητεί με τους εχθρούς του βασιλέως. Παρόμοια είναι αποκρουστικός στον Κύριον αυτός πού, ενώ προσεύχεται, δέχεται ακάθαρτους λογισμούς.
55. Όταν βλέπης τον κύνα να έρχεται (για να σε αποσπάση με κάποια πρόφασι από την προσευχή), κυνήγα τον με το όπλο. Και κάθε φορά πού γαυγίζει με αναίδεια, μην υποχωρής.
56. Να αιτής με δάκρυα και πένθος. Να ζητής με υπακοή. Να κρούης με μακροθυμία. Διότι «ο ούτως αιτών λαμβάνει, και ο ζητών ευρίσκει, και τω κρούοντι ανοιγήσεται» (Λουκ. ια΄ 10). Πρόσεξε μήπως προσευχηθής χωρίς την απαιτούμενη προσοχή για κάποια γυναίκα, και σε κλέψη εκ δεξιών ο διάβολος.
57. (Όταν προσεύχεσαι), μη θέλης να εξομολογήσαι τις σαρκικές αμαρτίες σου λεπτομερώς και όπως ακριβώς έγιναν, για να μη γίνης σύ ο ίδιος επίβουλος και επικίνδυνος στον εαυτό σου.
58. Ο καιρός της προσευχής ας μη γίνη για σένα ώρα πού θα σκεφθής σπουδαία και αναγκαία θέματα, έστω και πνευματικά. Διαφορετικά άφησες και σου έκλεψαν το πολυτιμότερο.
59. Όποιος κρατά στα χέρια του το ραβδί της προσευχής, δε πρόκειται να σκοντάψη. Αλλά και αν ακόμη σκοντάψη, δε θα πέση εντελώς. Διότι η προσευχή είναι ένας ευσεβής τύραννος του Θεού. Την ωφέλεια εκ της προσευχής μπορούμε να την καταλάβουμε από τα εμπόδια πού μας φέρνουν οι δαίμονες κατά τις ώρες των Ακολουθιών. Τον δε καρπό της προσευχής, από την ήττα του εχθρού, καθώς το λέγει και ο Ψαλμωδός: «Εν τούτω έγνων ότι τεθέληκάς με, ότι ού μη επιχαρή ο εχθρός μου επ΄ εμέ» (Ψαλμ. μ΄ 12) τον καιρό του πολέμου. Λέγει δε επίσης: «Εκέκραξα έν όλη καρδία μου» (πρβλ. Ψαλμ. ριη΄ 145), δηλαδή και με το στόμα μου και με την ψυχή μου και με το πνεύμα μου, διότι όπου ευρίσκονται συγκεντρωμένοι οι δύο τελευταίοι, (η ψυχή και το πνεύμα), εκεί ανάμεσά τους ευρίσκεται και ο Θεός (πρβλ. Ματθ. ιη΄ 20).
60. Ούτε τα σωματικά ιδιώματα, αλλά ούτε και τα πνευματικά είναι σε όλους όμοια. Και γι΄ αυτό σε άλλους φαίνεται πιο κατάλληλος η σύντομος ψαλμωδία και σε άλλους η μακροτέρα. Και οι πρώτοι ισχυρίζονται ότι πολεμούν έτσι την αιχμαλωσία του νου τους, ενώ οι δεύτεροι την αμάθειά τους.
61. Εάν αδιάκοπα προσεύχεσαι στον Βασιλέα κατά των εχθρών σου, οσάκις έρχωνται να σε πειράξουν, έχε θάρρος και δεν πρόκειται να κοπιάσης πολύ. Διότι αυτοί οι ίδιοι θα απομακρυνθούν από κοντά σου σύντομα, επειδή δεν θέλουν οι ανόσιοι να σε βλέπουν να στεφανώνεσαι πολεμώντας εναντίον τους με την προσευχή. Επί πλέον, θα φύγουν και επειδή τους μαστιγώνει η προσευχή σαν φωτιά.
62. Δείξε όλη την ανδρεία σου και την προθυμία σου (όταν προσεύχεσαι), και θα έχης τον ίδιον τον Θεόν διδάσκαλο στην προσευχή σου.
63. Δεν μπορούμε να διδαχθούμε το πώς να βλέπωμε, διότι έκ φύσεως το γνωρίζομε μόνοι μας. Παρόμοια δεν μπορούμε να γνωρίσωμε με την διδασκαλία του άλλου το κάλλος της προσευχής. Διότι η προσευχή έχει ως διδάσκαλό της τον Θεόν, «τον διδάσκοντα άνθρωπον γνώσιν, και διδόντα ευχήν τώ ευχομένω και ευλογούντα έτη δικαίων» (Ψαλμ. ﻜ΄ γ΄ 10 - Α΄ Βασ. β΄ 9).
Αμήν.

Ι.Μ.Παρακλήτου
[1] Η έκφρασις «συνουσία και ένωσις του ανθρώπου με τον Θεόν», δηλώνει ότι διά της προσευχής επιτυγχάνεται πραγματική θεοκοινωνία, μέθεξις του θείου. Ο Θεός βέβαια είναι αμέθεκτος, ακοινώνητος, αναφής ως προς την άκτιστη φύσι Του, πλήν όμως είναι μεθεκτός, κοινωνητός, απτός ως προς τις άκτιστες ενέργειές Του, ως προς την άκτιστη χάρι και δόξα Του.
[2] Ο νους, όταν κυβερνά καλώς την καρδία και την προστατεύη από τους εχθρούς, επιτελεί χρέη άρχοντος (βασιλικόν ήθος). Και όταν διά της προσευχής προσφέρη στον Χριστόν καθαρά και άγια καρδιακά κινήματα και νοήματα, επιτελεί χρέη αρχιερέως, ο δε άνθρωπος μεταβάλλεται σε έμψυχο θυσιαστήριο (ιερατικόν ήθος). Εδώ πίσω από την βραχυλογία της Κλίμακος κρύπτεται μέγα βάθος και πλάτος θείων εννοιών και μυστικών καταστάσεων – «φρέαρ βαθύ»!
[3] Πρόκειται, όπως σημειώνουν και οι σχολιασταί, για τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο.

katafigioti

lifecoaching