E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Τρεις είναι οι καταστάσεις των ανθρώπων .
Ο ένας αφήνει ελεύθερο το πάθος του να εκδηλώνεται,
ο άλλος δεν το αφήνει να εκδηλωθεί
και ο τρίτος το ξεριζώνει.
Αυτός που το αφήνει να εκδηλωθεί, ενεργεί όπως του υπαγορεύει το πάθος, σαν αυτό να ήταν δικαίωμά του.

Αυτός που δεν επιτρέπει στο πάθος να εκδηλωθεί, ούτε το αφήνει ελεύθερο ούτε και το κόβει, αντίθετα το εξετάζει και το ξεπερνάει τη δύσκολη στιγμή, αλλά δεν παύει να το έχει.

Και αυτός που ξεριζώνει το πάθος είναι όποιος αγωνίζεται και κάνει τα αντίθετα από αυτά που του υπαγορεύει το πάθος του.

Από έπαρση δε σηκώνει κανείς μια κουβέντα από τον αδελφό του. Μπορεί κάποιος να ακούσει μια κουβέντα και να ταραχθεί και να πει πέντε κουβέντες ή και δέκα για τη μια που άκουσε.
Μετά μαλώνει και ταράζει τον άλλο. Και, όταν τελειώσει ο καβγάς, συνεχίζει να κάνει κακές σκέψεις για τον άνθρωπο που του είπε αυτή την κουβέντα και τη θυμάται με εμπάθεια και λυπάται που δεν του είπε ακόμα περισσότερα. Ετοιμάζει μάλιστα μέσα του λόγια ακόμα χειρότερα να πει στον άλλο, και όλο σκέφτεται: «Γιατί να μην του πω αυτό; Μπορώ να του πω και το άλλο». Και είναι συνέχεια θυμωμένος.

Να μια κατάσταση. Εδώ το κακό έχει γίνει συνήθεια. Ο Θεός να μας φυλάξει από τέτοια κατάσταση. Αυτή η κατάσταση οδηγεί στην κόλαση. Γιατί κάθε αμαρτία που δεν διορθώνεται μας οδηγεί στον εσωτερικό θάνατο. Αλλά κι αν ακόμα θελήσει ένας τέτοιος άνθρωπος να μετανοήσει, δεν μπορεί μόνος του να νικήσει το πάθος του, παρά μόνο αν έχει τη βοήθεια πνευματικών οδηγών, όπως είπαν οι Πατέρες της Εκκλησίας.

Γι’ αυτό σας λέω πάντα, να φροντίσετε να κόψετε τα πάθη σας πριν σας γίνουν συνήθεια.

Αββάς Δωρόθεος

"Κλίμαξ".ΛΟΓΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ.

Περί γαστριμαργίας (Διά την ονομαστήν δέσποιναν, την πονηράν κοιλίαν).

1. Προκειμένου τώρα να ομιλήσωμε περί κοιλίας, απεφασίσαμε πάλι, όπως και σε όλα τα άλλα θέματα, να στρέψωμε την φιλοσοφία μας εναντίον μας. Διότι είναι αξιοθαύμαστο εάν απηλλάγη κανείς από αυτήν, πρίν κατοικήση τον τάφο.
2. Γαστριμαργία είναι η υποκριτική συμπεριφορά της κοιλίας, η οποία, ενώ είναι χορτασμένη, φωνάζει πώς είναι ενδεής και ενώ είναι παραφορτωμένη μέχρι διαρρήξεως, ανακράζει ότι πεινά. Γαστριμαργία είναι η δημιουργός των καρυκευμάτων, η πηγή των τέρψεων του λάρυγγος. Εσύ έκλεισες την φλέβα (των ηδονικών απαιτήσεών της), αλλά αυτή ξεπρόβαλε από άλλος μέρος. Την έφραξες και τούτη, αλλά καινούργια ανοίχθηκε. Γαστριμαργία είναι μια απάτη των οφθαλμών. Καθ΄ ήν στιγμήν κάποιος τρώγει το μέτριο σε ποσότητα φαγητό του, η γαστριμαργία τον κάνει να σκέπτεται, πώς να ήταν δυνατό να καταβροχθίση διά μιας τα σύμπαντα.

3. Ο χορτασμός από φαγητά είναι πατήρ της πορνείας η θλίψις δε της κοιλίας είναι πρόξενος της αγνότητος. Εκείνος πού εκολάκευσε τον λέοντα, πολλές φορές τον ημέρωσε. Εκείνος όμως πού περιποιήθηκε την σάρκα, περισσότερο την εξαγρίωσε.

4. Χαίρεται ο Ιουδαίος το Σάββατο ή τις εορτές, και ο γαστρίμαργος μοναχός το Σάββατο και την Κυριακή. Από καιρό υπολογίζει το Πάσχα και από πολλές ημέρες ετοιμάζει τα φαγητά. Ο δούλος της κοιλίας σκέπτεται με τι είδους φαγητά θα εορτάση, ο δε δούλος του Θεού με τι χαρίσματα θα πλουτήση. Ο κοιλιόδουλος, όταν έλθη κάποιος ξένος, συνέχεται ολόκληρος από την αγάπη -αγάπη πού προέρχεται από την γαστριμαργία- και θεωρεί ως αναψυχή του αδελφού την ιδική του κατάλυσι! Επί παρουσία ωρισμένων άλλων απεφάσισε την κατάλυσι οίνου, και νομίζοντας πώς κρύβει την αρετή του, υποδουλώθηκε στο πάθος του.
5. Εχθρεύεται πολλές φορές η κενοδοξία προς την γαστριμαργία και αντιμάχονται για την κατοχή του αθλίου μοναχού σαν να πρόκειται για αγοραστό δούλο. Η μέν γαστριμαργία τον ωθεί στην κατάλυσι, η δε κενοδοξία του συνιστά την επίδειξι της αρετής του, αλλά ο σοφός μοναχός θα τις αποφύγη και τις δύο διώχνοντας στην κατάλληλη ώρα την μία με την βοήθεια της άλλης.
6. Όταν η σάρκα σφριγά, ας φυλάξωμε την εγκράτεια παντού και πάντοτε. Όταν δε ηρεμή -πράγμα πού δεν πιστεύω ότι κατορθώνεται πρό του τάφου-, ας αποκρύψωμε την εργασία μας.
7. Είδα ηλικιωμένους ιερείς να εμπαίζωνται από τους δαίμονες και να δίνουν ευλογία σε νέους, πού δεν εξηρτώντο πνευματικώς από αυτούς, να καταλύσουν σε επίσημο τραπέζι κρασί και ό,τι άλλο. Εάν μέν οι ιερείς αυτοί έχουν έν Κυρίω καλή μαρτυρία, άς κάνωμε μετρία κατάλυσι. Εάν όμως είναι αμελείς, ας μη λάβωμε καθόλου υπ΄ όψιν μας την ευλογία τους, και μάλιστα εάν τύχη και μαχώμεθα εναντίον σαρκικής πυρώσεως.
8. Ενόμισε ο θεήλατος Ευάγριος ότι έγινε σοφώτερος των σοφών και στην μορφή και στο περιεχόμενο των λόγων του. Απατήθηκε όμως ο ταλαίπωρος και φάνηκε ανοητότερος των ανοήτων και σε πολλά άλλα ζητήματα και σ΄ αυτό. Εδίδαξε: «Οσάκις η ψυχή επιθυμεί ποικίλα φαγητά, ας θλίβεται με άρτον μόνο και ύδωρ». Είναι δε η προσταγή του αυτή σαν να προτρέπης ένα παιδί ν΄ ανεβή με ένα βήμα όλη την σκάλα. Εμείς όμως, αντικρούοντες τον ορισμό του, ως εξής ορίζουμε: Όταν επιθυμούμε τα διάφορα φαγητά, ζητούμε κάτι πού είναι μέσα στην φύσι μας. Γι΄ αυτόν τον λόγο ας χρησιμοποιήσωμε ένα τέχνασμα προς την πολυμήχανη κοιλία, και μάλιστα αν δεν μας απειλή βαρύτατος πόλεμος ή δεν υπάρχη πένθος ή κανών για προηγούμενες σοβαρές πτώσεις. Ας κόψωμε πρώτα τα λιπαρά, έπειτα τα ερεθιστικά και έπειτα τα εύγευστα.
9. Αν σου είναι εύκολο, δίδε στην κοιλία σου τροφή χορταστική και ευκολοχώνευτη, ώστε με τον χορτασμό να ικανοποιήσουμε την αχόρταστη όρεξί της, ενώ με την σύντομη χώνευσι να σωθούμε από την σαρκική πύρωσι σαν από μάστιγα. Ας εξετάσωμε, και θα βρούμε πώς τα περισσότερα από τα φαγητά πού «φουσκώνουν» ερεθίζουν την σάρκα.
10. Να γελάς με τον δαίμονα πού σου υποβάλλει μετά το δείπνο να αφήσης για την επόμενη ημέρα τους κανόνες των προσευχών σου, διότι θα έλθη η ενάτη ώρα της επομένης, και δεν θα έχη τηρηθή η συμφωνία της προηγουμένης.
11. Άλλη είναι η εγκράτεια πού αρμόζει σε όσους δεν έχουν δοκιμάσει μεγάλες πτώσεις και άλλη σε όσους έχουν υποπέσει σ΄ αυτές. Οι μέν πρώτοι έχουν ως γνώμονα την σαρκική κίνησι, οι δε δεύτεροι αντιμετωπίζουν το θέμα με σκληρότητα και αδιαλλαξία μέχρι θανάτου. Και οι μέν προσπαθούν να διαφυλάττουν πάντοτε την σωφροσύνη του νου, ενώ οι δε εξευμενίζουν τον Θεόν με την σκυθρωπότητα της ψυχής και με την θλίψι της σαρκός.
12. Ο καιρός της ευφροσύνης και της «παρακλήσεως» στον τέλειο μοναχό είναι καιρός αμεριμνίας, στον αγωνιστή καιρός πάλης και στον εμπαθή «εορτών εορτή και πανήγυρις πανηγύρεων».
13. Όνειρα γύρω από τροφές και φαγητά συναντώνται στην καρδία των γαστριμάργων, και όνειρα γύρω από την κόλασι και την Κρίσι συναντώνται στην καρδία των μετανοούντων.
14. Κυριάρχησε στην κοιλία σου, πρίν κυριαρχήση αυτή πάνω σου, και τότε θα αναγκασθής να νηστεύης γεμάτος καταισχύνη. Αυτό που είπα το καταλαβαίνουν εκείνοι πού έπεσαν στον ακατανόμαστο βόθρο. Όσοι είναι ευνούχοι - (κατά πνεύμα ευνούχοι) (πρβλ. Ματθ. ιθ΄12) δεν εγνώρισαν το αμάρτημα αυτό.
15. Ας περικόψωμε τις απαιτήσεις της κοιλίας με την σκέψι του αιωνίου πυρός. Μερικοί πού υπετάγησαν σ΄ αυτήν έφθασαν στην ανάγκη στο τέλος να αποκόψουν τα μέλη του σώματός τους, και απέθαναν έτσι σωματικά και ψυχικά. Ας ερευνήσωμε, και οπωσδήποτε θα διαπιστώσωμε πώς τα ηθικά μας ναυάγια προέρχονται μόνο από την γαστριμαργία.
16. Ο νούς του νηστευτού προσεύχεται καθαρά και προσεκτικά, του δε ακρατούς είναι γεμάτος από ακάθαρτες εικόνες. Ο χορτασμός της κοιλίας εξήρανε τις πηγές των δακρύων. Όταν όμως αυτή απεξηράνθη, εδημιούργησε τα ύδατα των δακρύων.
17. Εκείνος που περιποιείται την κοιλία του και αγωνίζεται να νικήση το πνεύμα της πορνείας, ομοιάζει με εκείνον πού προσπαθεί να σβήση μεγάλη φωτιά με λάδι. Όταν θλίβεται η κοιλία ταπεινούται η καρδία. Όταν όμως δέχεται περιποιήσεις, θεριεύουν και αλαζονεύονται οι λογισμοί.
18. Εξέταζε τον εαυτόν σου την πρώτη ώρα της ημέρας και το μεσημέρι και την τελευταία πρό του φαγητού, και θα κατανοήσης έτσι την ωφέλεια της νηστείας. Το πρωί (πού δεν πεινάς) οι λογισμοί σκιρτούν και περιπλανώνται εδώ κι εκεί, κατά την έκτη ώρα ατονούν κάπως, και κατά το ηλιοβασίλεμα έχουν εντελώς ταπεινωθή.
19. Θλίβε την κοιλία και οπωσδήποτε θα κλείσης και το στόμα διότι η γλώσσα ισχυροποιείται από τα πολλά φαγητά. Να πυγμαχής συνεχώς εναντίον της και να επαγρυπνής συνεχώς επάνω της. Εάν εσύ κοπιάσης ολίγο, αμέσως και ο Κύριος σε βοηθεί.
20. Όσο χρησιμοποιούνται και μαλακώνουν οι ασκοί, τόσο αυξάνουν στην χωρητικότητα. Όταν όμως μείνουν περιφρονημένοι και αχρησιμοποίητοι, θα μαζέψουν και δεν θα χωρούν τόσο πολύ.
21. Εκείνος που καταπιέζει την κοιλία με πολλά φαγητά, επλάτυνε τα έντερα, ενώ εκείνος πού της εναντιώνεται, τα εστένευσε. Και όταν αυτά εστένευσαν, δεν χρειάζονται πολλά φαγητά, οπότε κατά φυσικό τρόπο μαθαίνομε να νηστεύωμε.
22. Η δίψα πολλές φορές εσταμάτησε την δίψα. Είναι όμως δυσχερές και ακατόρθωτο με την πείνα να περικοπή η πείνα. Όταν σε νικήση η κοιλία, δάμαζέ την με σωματικούς κόπους. Και αν αυτό σου είναι αδύνατο διά λόγους ασθενείας, πάλαιψε εναντίον της με την αγρυπνία.
23. Όταν βαραίνουν οι οφθαλμοί, πιάσε το εργόχειρο. Εάν όμως ο ύπνος έχη φύγει, μη το πιάνης, διότι δεν είναι δυνατόν να προσηλώσης τον νου σου στον Θεόν και στον μαμωνά (Ματθ. στ΄24), δηλαδή στον Θεό και στο εργόχειρο.
24. Γνώριζε ότι πολλές φορές ο δαίμων της γαστριμαργίας έρχεται και κάθεται επάνω στο στομάχι, και κάνει ώστε να μη χορταίνει ο άνθρωπος, έστω και αν φάγη ολόκληρη την Αίγυπτο και πιή ολόκληρο τον Νείλο. Μετά το φαγητό φεύγει ο ανόσιος και μας στέλνει τον δαίμονα της πορνείας, αφού του περιέγραψε το συμβάν. «Να τον συλλάβης, του λέγει, να τον συλλάβης, να τον ζαλίσης. Καθώς η κοιλία του είναι παραφορτωμένη, δεν θα κουρασθής πολύ». Και εκείνος μόλις ήλθε χαμογέλασε. Και αφού μας έδεσε «χειροπόδαρα» με τον ύπνο, έπραξε όλα όσα θέλησε καταλερώνοντας σώμα και ψυχή με μολυσμούς και φαντασίες και εκκρίσεις. Θαυμαστό πράγμα! Να βλέπης ασώματο νού να μολύνεται και να σκοτίζεται από το σώμα και πάλι διά μέσου του πηλίνου σώματος τον άϋλο νού να καθαρίζεται και να λεπτύνεται!
25. Εάν υποσχέθηκες στον Χριστόν να βαδίζης την στενή και τεθλιμμένη οδό, στενοχώρησε την κοιλία. Διότι όταν αυτή δέχεται περιποιήσεις και πλατύνεται, τότε εσύ αθέτησες τις υποσχέσεις.
26. Σύνελθε! Και θα ακούσης τον Χριστόν να λέγη: «Πλατεία και ευρύχωρος η οδός της κοιλίας, η απάγουσα είς την απώλειαν της πορνείας και πολλοί εισίν οι εισπορευόμενοι εν αυτή. Τι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός της νηστείας, η εισάγουσα είς την ζωήν της αγνείας και ολίγοι εισίν οι εισερχόμενοι δι΄αυτής» (πρβλ. Ματθ. ζ΄ 13-14).
27. Αρχηγός των δαιμόνων είναι ο πεσών Εωσφόρος, και αρχηγός των παθών ο λαιμός της κοιλίας.
28. Όταν λάβης θέσι σε πλούσιο τραπέζι, φέρε εμπρός σου την μνήμη του θανάτου και της Κρίσεως ίσως έτσι να συγκρατήσης ολίγο το πάθος. Και ενώ πίνεις, μη παύσης να θυμάσαι το όξεος και την χολή του Δεσπότου σου. Έτσι ή θα εγκρατευθής ή τουλάχιστον, αν δεν εγκρατευθής, θα ταπεινωθής αναστενάζοντας (συγκρίνοντας την πολυφαγία σου με το πάθος του Χριστού).
29. Μη πλανάσαι! Ούτε από την δουλεία του Φαραώ πρόκειται να ελευθερωθής ούτε το άνω Πάσχα θα αντικρύσης, εάν δεν γευθής παντοτεινά πικρίδες και άζυμα. Πικρίδες είναι η βία και κακοπάθεια της νηστείας, και άζυμα το χωρίς φυσίωσι φρόνημα.
30. Ας ενωθή με την αναπνοή σου ο λόγος του Ψαλμωδού: «Όταν με ενωχλούσαν οι δαίμονες, εφορούσα πένθιμο ένδυμα και εταπείνωνα με νηστεία την ψυχή μου και η προσευχή μου είχε κολληθή στους κόλπους της ψυχής μου» (πρβλ. Ψαλμ. λδ΄ 13).
31. Η νηστεία είναι βία φύσεως και περιτομή των ηδονών του λάρυγγος, εκτομή της σαρκικής πυρώσεως, εκκοπή των πονηρών λογισμών, απελευθέρωσις από μολυσμούς ονείρων, καθαρότης προσευχής, φωτισμός της ψυχής, διαφύλαξις του νου, διάλυσις της πωρώσεως, θύρα της κατανύξεως, ταπεινός στεναγμός, χαρούμενη συντριβή, σταμάτημα της πολυλογίας, αφορμή ησυχίας, φρουρός της υπακοής, ελαφρότης του ύπνου, υγεία του σώματος, πρόξενος της απαθείας, άφεσις των αμαρτημάτων, θύρα και απόλαυσις του παραδείσου.
32. Ας συλλάβωμε και ας ανακρίνωμε και αυτόν τον εχθρόν -προπαντός αυτόν- πού ευρίσκεται επικεφαλής όλων των επικινδύνων εχθρών μας. Αυτόν πού είναι η θύρα των παθών, η πτώσις του Αδάμ, η απώλεια του Ησαύ, ο όλεθρος των Ισραηλιτών, η ασχημοσύνη του Νώε, η προδοσία των Γομόρρων, η κατηγορία του Λώτ, η εξολόθρευσις των υιών του ιερέως Ηλεί, ο καθοδηγητής προς τους μολυσμούς. Ας την ανακρίνωμε -την γαστριμαργία- από πού γεννάται, ποιοι είναι οι απόγονοί της, ποιος είναι αυτός πού την συντρίβει και ποιος αυτός πού την εξολοθρεύει τελείως.
"Λέγε μας, ώ τύραννε όλων των ανθρώπων, σύ πού τους εξαγοράζεις όλους με το χρυσάφι της απληστίας, από πού εισέρχεσαι μέσα μας; Και τι εν συνεχεία συνηθίζεις να γεννάς εκεί; Και πώς μπορούμε να επιτύχωμε την έξοδό σου και απομάκρυνσι από εμάς";
Εκείνη δε ταλαιπωρημένη από τις ύβρεις αυτές, γεμάτη μανία και αγριότητα μας αποκρίθηκε τυραννικά:
"Γιατί με ονειδίζετε σείς πού είσθε υπόλογοι απέναντί μου; Και πώς φροντίζετε να με αποχωρισθήτε, ενώ εγώ είμαι εκ φύσεως συνδεδεμένη μαζί σας; Θύρα για μένα είναι η φύσις των φαγητών. Αιτίας της απληστίας μου είναι η συνεχής χρήσις. Αφορμή δε της επικρατήσεως του πάθους μου είναι η προϋπάρχουσα συνήθεια, η αναισθησία της ψυχής και η λησμοσύνη του θανάτου."
"Και πώς ζητείτε να μάθετε τα ονόματα των απογόνων μου; Θα τους απαριθμήσω και θα πληθυνθούν περισσότερο από την άμμο. Ακούστε όμως ποιοι θεωρούνται ως υιοί μου πρωτότοκοι και αγαπητοί: Πρωτότοκός μου υιός είναι ο υπηρέτης της πορνείας. Δεύτερος η σκληροκαρδία. Τρίτος ο ύπνος. Από εμένα επίσης γεννώνται η θάλασσα των λογισμών, τα κύματα των μολυσμών, ο βυθός των κρυπτών και ανεκφράστων ακαθαρσιών."
"Ιδικές μου θυγατέρες είναι η οκνηρία, η πολυλογία, η «παρρησία», τα γέλια, τα αστεία και τα ευτράπελα, η αντιλογία, η σκληροτράχηλη διαγωγή και συμπεριφορά, η ανυπακοή, η αναισθησία, η αιχμαλωσία και υποδούλωσις (στα πάθη), η καύχησις, η θρασύτης. Επίσης και η αγάπη του καλλωπισμού, την οποία διαδέχονται η ρυπαρά προσευχή, ο ρεμβασμός των λογισμών και πολλές φορές συμφορές ανέλπιστες και απροσδόκητες, στις οποίες μάλιστα ακολουθεί η απελπισία πού είναι η πιο φοβερή από όλες."
"Εμένα με πολεμεί, αλλά δεν με νικά, η μνήμη των αμαρτημάτων. Υπερβολικά με εχθρεύεται η σκέψις του θανάτου. Εκείνο δε πού με καταστρέφει τελειωτικά δεν υπάρχει στους ανθρώπους. Όποιος απέκτησε μέσα του Τον Παράκλητο, Τον παρακαλεί εναντίον μου. Και Εκείνος καμφθείς από τις ικεσίες δεν με αφίνει να ενεργώ με εμπάθεια. Αυτοί πού δεν εγεύθηκαν την χάρι του Παρακλήτου, επιζητούν οπωσδήποτε να γλυκαίνωνται από την ιδική μου ηδονή."
Πρόκειται για ανδρεία νίκη! Όποιος την εκέρδησε, προχωρεί σύντομα προς την απάθεια και την κορυφή της σωφροσύνης.

από το βιβλίο "Κλίμαξ"
Ι.Μ.Παρακλήτου

Κουραστήκαμε από την ακατάσχετη πολυλογία, προχειρολογία και φθηνολογία.

Το κόστος τους είναι βαρύ, αλλοιώνουν την ουσία, τα πρώτα, τα σημαντικά, τα καίρια και ιερά...

Έχουμε ανάγκη από την ανάπαυση στη χρυσή σιωπή, την πολύτιμη ακοή, τη βιωματικότητα των απαραίτητων λόγων.

Χρειάζεται μια αντίσταση στους πρόχειρους κι εύκολους λόγους...

Αξίζει να καταλαγιάσουμε, να ησυχάσουμε, να ξαποστάσουμε για ν’ ακούσουμε μέσα στην ησυχία τη χαμηλή φωνή του Θεού, της συνειδήσεως μας, τη διδακτική φωνή του ιερού παρελθόντος, για να μετανοήσουμε ειλικρινά.... 

Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου

"Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ" του Γ. Βερίτη

Πάσχα θα κάμω πάλι σήμερα,
κι ειν’ η λαχτάρα μου μεγάλη!
Πάσχα θα κάμω πάλι σήμερα,
γιατί θα κοινωνήσω πάλι.

Μαζί κι οι δυο μας θα γιορτάσουμε,
ω, πόσο τόχες πεθυμήσει.
«Επιθυμία επεθύμησα»,
μας είπες πριν το δείπνο αρχίσει.

Επιθυμία επεθύμησα!
-πώς μας φλογίζ’ η επιθυμιά σου!
πώς λαχταρήσαμε να γείρωμε
απόψε πάνω στην καρδιά σου!

Δέξου μας σαν τον άγιο Γιάννη σου,
πάνω στο στήθος σου σκυμμένους.
Δε θα σου πούμε ποια άγρια κύματα
μας φέραν δω μισοπνιγμένους.

Τα ξέρεις όλα! Κι αν πονούσαμε,
πιότερο συ για μας πονούσες
και, σιωπηλός, - τα χρόνια ως διάβαιναν -,
στο δείπνο σου μας καρτερούσες.

Μαζί σου τώρα θα γιορτάσουμε,
και το τραπέζι ‘ναι στρωμένο.
Μα πώς σε βλέπω, ω τρισελεύτερε,
τη δουλική ποδιά ζωσμένο;

-«Σταθήτε, φίλοι! Ο νους σας άγρυπνος
κι ολάνοιχτ’ η ψυχή σαν κρίνο,
για να δεχτή, δροσιά απριλιάτικη,
την ύστερη εντολή που αφήνω.

Εγώ ‘μαι ο Κύριος κι ο Διδάσκαλος.
Μαζί μου ως τ’ άστρα θ’ ανεβήτε,
μ’ αφού στα πόδια τ’ άλλου σκύψετε
και δουλική ποδιά ζωσθήτε.

Εγώ ‘μαι ο Κύριος κι ο Διδάσκαλος,
μα ταπεινώθηκα ως τα Βάθη.
Όποιος το Θρόνο μου λαχτάρησε,
το δρόμο τούτο πρώτα ας μάθη!

Μα ελάτε τώρα να γιορτάσουμε.
Χρείαν ουκ έχει ο λελουμένος.
Μαζί σας, η χαρά μου απέραντη,
κι ας είμαι κιόλα προδομένος».

Κύριε, τα λόγια σου αντηχήσανε
ως τα κατάβαθα του νου μας.
Εσύ διαβάζεις την αγάπη μας
μεσ’ στην καρδιά του καθενού μας.

Εσύ διαβάζεις την αγάπη μας,
και, πιο καλά από μας, το ξέρεις
Πόσο οι ψυχές μας νοσταλγήσανε
σ’ αυτό τ’ ανώγειο να μας φέρης.

Μαζί το Πάσχα θα γιορτάσουμε
και τον καινούργιο Αμνό θα φάμε,
Μαζί σου, ακόμα και στον θάνατο
- και στην ανάσταση - θα πάμε.

Πάσχα θα κάμω πάλι σήμερα,
γιατί θα κοινωνήσω πάλι!
Πάσχα θα κάμω πάλι σήμερα,
κι ειν’ η λαχτάρα μου μεγάλη!

Ο λειτουργός προβαίνει επίσημα
τ’ Άγια κρατώντας υψωμένα,
μα Εσύ μας κράζεις με τα χείλη του:
«πιστοί μου, ελάτε προς Εμένα».

Σεμνά κι αθόρυβα προσέρχονται
θερμός στα μάτια ο πόθος λάμπει
κι ανοίγουν οι καρδιές εφτάδιπλες,
ο Βασιλιάς των όλων νάμπη.

Ανοίγουν οι καρδιές ευφρόσυνα
καθώς στον ήλιο τα λουλούδια,
κι ανάερα φτερουγάνε γύρω μας,
αύρες των όρθρων, τ’ αγγελούδια.

Αύρες των όρθρων μας θωπεύουνε
μεσ’ στη σεμνή φωτοχυσία.
την εκκλησιά μας όλη γέμισε
χίλιων ψυχών η παρουσία.

Άκτιστε Λόγε και Συνάναρχε,
πόσους εκάλεσες σιμά σου!
Γύρω ένα πλήθος αναρίθμητο
σιμώνει προς την Τράπεζά σου.

Τούτη την ώρα που κυκλώνουμε
τ’ αφθαρτοπάροχο ποτήρι,
πνεύματα μύρια ολούθε κίνησαν
για να βρεθούν στο πανηγύρι.

Θα κοινωνήσω με τους Έντεκα
- στη νύχτα χάθηκε ο προδότης -
με την Παρθένα Μάνα που έσφιξε
στην αγκαλιά της τον Αμνό της.

Θα κοινωνήσω με τους Έντεκα
και με την πρώτην Εκκλησία.
Κοινή κι η πίστη κι η λαχτάρα μας
μπρος στην υπέρτατη Θυσία.

Να, με τους πρώτους, οι Εβδομήκοντα,
και να κι ο Παύλος που 'χει φτάσει
στα τρίδιπλα φτερά του ζήλου του,
πέλαγα περνώντας, κάμπους, δάση.

Γεμάτη δύναμη και θέληση
στράφτει η ματιά του, σαν ατσάλι.
Χαίρε, ω ποτήρι μυριολάτρευτο
που τον χαλύβδωσες στη πάλη.

Να των μαρτύρων τ’ αναρίθμητα
που φτερουγάνε πλήθη, γύρω,
κρατώντας, θησαυρό σε αλάβαστρα,
το αίμα τους, ουράνιο μύρο.

Πώς την θυμούνται την αξέχαστη,
των πιο μεγάλων θριάμβων, μέρα!
Στη φυλακή πρωί, μετάλαβαν,
το βράδυ στα θεριά τους φέραν.

Στη φυλακή, πρωί, μετάλαβαν
ελεύθεροι φυλακισμένοι.
το βράδι μπαίνουν αλαλάζοντας
στον ουρανό που τους προσμένει.

Χαίρε τροφή μαρτυροπλάστρα, Συ,
και χαίρε των ηρώων γεννήτρα!
Τα νύχια των θηρίων εσύντριψεν
η δύναμή σου η καταλύτρα.

Να κι ο Ταρσίζιος μεσ’ στους μάρτυρες,
ο μικρός φίλος κι αδερφός μας.
Γεια σου αδελφούλη, που ξεπέρασες
τους πιο τρανούς εσύ του κόσμου!

Στη δωδεκάχρονη καρδούλα του
σφίγγει ο Ταρσίζιος τ’ άγια Δώρα.
Δε θα τα ρίξη, κι ας ουρλιάζουνε
τριγύρω του σκυλιά αιμοβόρα.

Δε θα τα ρίξη στην ατίμωση,
- Θε μου, η καρδούλα του πως κάνει! -
κι ας τον χτυπούν, κι ας τον πληγώνουνε.
Με τ’ άγια Δώρα θα πεθάνη!

Να κι οι σεπτές χορείες προβαίνουνε
των ομολογητών της πίστης,
κι ο ιεράρχης κι ο σοφός ο δάσκαλος,
ο βάρδος, ο πνευματικός, ο μύστης.

Να κι οι παρθένες αστρομέτωπες
τ’ άφθαρτα φέρνοντας στεφάνια,
και να οι μανάδες των Χρυσοστόμων,
με την σεμνή τους περηφάνεια.

Η Φοίβη, η Πρίσκιλλα, η διακόνισσα,
η κατηχήτρα, η τίμια χήρα,
κι η δοξασμένη αυτοκρατόρισσα
που καταφρόναε την πορφύρα.

Θε μου τι πλήθος αναρίθμητο
μαζί μας ήρθε να δειπνήση!
Κι όλους, αυτό το θείο ποτήρι σου
τους έχει θρέψει και ποτίσει!

«Ιδού βαδίζω…» Κύριε, δέξου με
ξεχνώντας τον πολύ μου ρύπο…
Εσύ που ακούς τον κρυφό πόθο μου
και της καρδιά μου κάθε χτύπο.

«Ιδού βαδίζω…» Γήινο τίποτα
δεν έχει τώρα ο λογισμός μου,
γιατί με κάλεσε συντράπεζο
ο Βασιλιάς όλου του κόσμου.

«Ιδού …» Στο βήμα των πατέρων μου
ρυθμίζω το δικό μου βήμα,
κι Εσύ με δέχεσαι ως τους δέχτηκες,
θύτης Εσύ μαζί και θύμα!

«Στώμεν καλώς!» Τα μάτια, ορθάνοιχτα,
την αγρύπνια του πνεύματος μας
ας δείχνουν, τούτη τη φριχτή στιγμή
που σφαγιάζετ’ ο Χριστός μας.

Ευλαβικά σαν τον προφήτη Σου
τον άνθρακα στα χείλη παίρνω,
κι ω καθαρμού φωτιά αδαπάνητη
που μεσ’ στην ύπαρξή μου παίρνω!

Είδες την δίψα μου την άσβηστη,
και να που μούχεις αναβρύσει
αθανασίας καθάρια νάματα
κι αλήθειας κρουσταλλένια βρύση.

Τώρα ξεχνώ του βίου τα βάσανα
και της ζωής κάθε φαρμάκι.
Δε χάνομαι άσωτα στα πέλαγα
μάταια ζητώντας κάποια Ιθάκη.

Ο δρόμος φέρνει προς τη θέωση,
διάπλατα μπρος μου τον ανοίγεις,
κι ως το στερνό – μου τόπες – βήμα μου,
απ’ το πλευρό μου δε θα φύγης.

Στην ομορφιά μας την πρωτόπλαστη
μας ξαναφέρν’ η δύναμή σου.
Στην ομορφιά μας την πρωτόπλαστη
και στις χαρές του παραδείσου.

Αγγέλων λύρες αρμονίζονται
και χερουβίμ δοξολογούνε,
κι αρχάγγελοι έσκυψαν, θαυμάζοντας,
τη μυστική ένωση να δούνε…

Σ’ ευχαριστώ που καταδέχτηκες
στη φάτνη τούτη να ξανάρθης.
Ω, μείνε χρόνια, χρόνια ατέλειωτα
μέσα μου, αφέντης και μονάρχης.

Μείνε για πάντα, όπως και σήμερα
μεσ’ στην καρδιά μου σ’ έχω πάρει
με την πλαστουργική σου δύναμη
και την αγνιστική σου χάρη.

Μείνε, το θάρρος μου κι η ελπίδα μου,
φίλος, παράκλητος, Θεός μου!
Με σένα θάμαι παντοδύναμος
και νικητής όλου του κόσμου.

Κι όταν στερνά θα πέφτη απάνω μου,
θα πέφτη ο ίσκιος του θανάτου,
στο φως μιας νέας ζωής, αθάνατης,
θ’ ανοίγη ο νους τα βλέφαρά του!

Ο Αλέξανδρος Γκιάλας (1915-1948) γνωστός με το φιλολογικό ψευδώνυμο «Γ. Βερίτης».

(Γ. Βερίτη, Άπαντα, Ποιήματα, εκδ. Η Δαμασκός, Αθήνα 1999, σελ. 34-41)

Στο βίο του αγίου Μαρτίνου, Επισκόπου Φραγκιάς,

ευρίσκομε την έξης παράξενη διήγησι:
Ο άγιος Μαρτίνος ήταν πολύ ελεήμων. Τόσο, ώστε στρατιώτης ακόμα είχε δώσει τη μοναδική του χλαίνη σ' ένα φτωχό.

Παρά ταύτα, κάθε φορά που τον έβλεπαν μερικοί ζητιάνοι κουτσοί και μισοπαράλυτοι, το έβαζαν στα πόδια.

Και ξέρετε γιατί; Επειδή έβλεπαν, πως ο άγιος Μαρτίνος έκανε εκτός από ελεημοσύνες και πολλά θαύματα.

Ναι, βλέποντας τα θαύματα του οι άνθρωποι εκείνοι, εφοβήθηκαν μήπως τους κάνη κάποια στιγμή και αυτούς καλά!

Ήταν κουτσοί και παράλυτοι. Όμως με τις ελεημοσύνες που έπαιρναν, εζούσαν καλά. Χωρίς δουλειά και χωρίς κόπο. Ενώ σαν υγιείς θα έπρεπε να δουλεύουν. Και μάλιστα σκληρά. Το σκέφτηκαν καλά και προτίμησαν την αρρώστεια τους! Έτσι, κάθε φορά που έβλεπαν τον άγιο Μαρτίνο, το έβαζαν στα πόδια, για να μην τυχόν τους προλάβη και τους θεραπεύση και χάσουν τα όβολα!

Άραγε θα βρεθεί άνθρωπος να αποδεχθή την τακτική τους; Υπάρχει χειρότερο κατάντημα;

Και όμως! Πόσοι δεν τους μιμούνται. Πόσοι δεν αποφεύγουν συστηματικά να πλησιάζουν τους ιερείς και να διαβάζουν το λόγο του Θεού, από φόβο μην ανοίξουν τα μάτια τους και υποχρεωθούν να αλλάξουν τρόπο ζωής και χάσουν έτσι τις ευχαριστήσεις που έχουν! Δεν είναι οι άνθρωποι άξιοι να τους λυπάται κανείς;

Για την μετάνοια την μοναδική λύση στα αδιέξοδα μας, Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"

Έφυγα μακριά. 
Έφυγα μακριά Φίλε του ανθρώπου,
είχα τη σκηνή μου στην έρημο,
από Σένα, έφυγα και κρύφτηκα,
κάτω απ τη νύχτα χώθηκα της αγωνίας να επιβιώσω.
από κει γέμισα πολλές δαγκωματιές και τραύματα.
Γύρισα, ήρθα σε Σένα,
στην ψυχή μου όμως πολλές οι πληγές…
Το έλεος της χάρης Σου στάλαξε, Θεέ μου,
τις πληγές μου άλειψε, εξάλειψε τα έλκη,
τα μέλη μου συνάρμοσε και σύσφιξε…
παράλυσαν…
αφάνισε τις ουλές, μη μείνει ούτε μία, Σωτήρα,
τέλεια γιάτρεψέ με ολόκληρο, κάνε με όπως πρίν,
όταν δεν είχα μολυσμό ούτε μώλωπα
ούτε πληγή να αιμορραγεί, ούτε κηλίδα, Θεέ μου,
είχα γαλήνη, χαρά, ειρήνη και πραότητα,
την άγια ταπείνωση και μακροθυμία,
τον φωτισμό της υπομονής και πράξεις όμορφες,
σε όλα υπομονή και δύναμη ανίκητη...
Χάζεψα, Κύριε, αποβλακώθηκα, σε μένα ελπίζοντας,
με πλάκωσε και μ έσυρε η αγωνία για τα υλικά
η μέριμνα για τα βιωτικά,
ο ταλαίπωρος, καταξέπεσα,
ψυχράθηκα σαν το σίδερο κι έγινα μαύρος
πολύ καιρό, ώσπου έπιασα σκουριά.
Κι έτσι φωνάζω πάλι εσένα,
Φιλάνθρωπε, θέλω να καθαρίσω
να υψωθώ στην πρώτη μου Ομορφιά
το Φώς Σου τέλεια ν απολαύσω
Τώρα κι αδιάκοπα σέ όλους τους αιώνες.

"Ύμνοι Θείων Ερώτων” του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου

(Ύμνος ΜΙΆ, στ. 1-5, 11-21, 41-49)


Το δαχτυλίδι - «Κι αυτό θα περάσει».
Λένε πως μια φορά κι έναν καιρό ήταν λέει στα μέρη της Ανατολής ένας βασιλιάς. Κι ήτανε λέει άνθρωπος που ποτέ του δεν αδίκησε κανέναν, κι είχε πάντα να δώσει στον κόσμο συμβουλές από κείνες που διορθώνουνε τα λάθη, κι από αυτές που σε οδηγούνε στη ζωή.  
Μια μέρα έλαχε αυτός ο βασιλιάς να κάνει τη βόλτα του στους κήπους του παλατιού. Την ώρα που περπατούσε κοντά σε κάτι δέντρα άκουσε κουβέντες πίσω από μια αγκαλιά θάμνους. Στάθηκε για λίγο να ακούσει καλύτερα, μα τι το 'θελε; Οι κουβέντες που έφτασαν στα αυτιά του, καλύτερα, λένε, να μην έφταναν. Γιατί δεν ήταν μονάχα τα λόγια που κάποιος είχε ξεστομίσει. Ο βασιλιάς κατάλαβε απ' τη φωνή πως αυτός που μιλούσε ήταν ο καλύτερός του φίλος. Είχαν μεγαλώσει μαζί από μικροί, είχαν τους ίδιους δασκάλους, έπαιξαν παρέα τα ίδια παιχνίδια και τώρα τον είχε υπασπιστή και μπιστικά του. Μα οι κουβέντες που ακούστηκαν έκοβαν πιότερο κι από μαχαίρια. «Αν δεν ήμουνα εγώ, ο βασιλιάς δε θα είχε καταφέρει τίποτα μονάχος του, κι ό, τι έκαμε στη δική μου τη βοήθεια το χρωστάει...»
Ο βασιλιάς γύρισε στο παλάτι κι έπεσε οε συλλογισμό μεγάλο. Κάμποσες μέρες αργότερα στέλνει τους ανθρώπους του να φωνάξουν τον υπασπιστή του. Ο άντρας μπήκε στη μεγάλη σάλα που ήτανε ο θρόνος. Ο βασιλιάς κοίταξε κατάματα το φίλο του κι ύστερα του έκαμε νόημα να σιμώσει. Σήκωσε το χέρι του και του λέει: «Καλέ μου, φίλε! Σύντροφέ μου απ' τα μικρά μας χρόνια, στα γράμματα, στο παιχνίδι, στο κυνήγι και τους πολέμους. Όλοι ξέρουν, πως αν δεν είχα εσένα στο πλάι μου, μπιστικό και συμβουλάτορα, μπορεί να μην είχα καταφέρει πολλά απ' όσα δοξάζουν το όνομά μου! Μα τώρα θαρρώ πως ήρθε η ώρα να δείξεις την αξία σου για μια φορά ακόμα. Άκουσα πως κόπου σε τούτον τον τόπο, υπάρχει λένε, ένα δαχτυλίδι που σαν έχεις μεγάλες στενοχώριες, βάσανα και σκοτούρες να σου βαραίνουν το μυαλό, το κοιτάζεις κι ο νους σου αλαφραίνει. Κι άμα πάλι, λένε, έχεις πλημμυρίσει από χαρά κι ο νους σου ταξιδεύει στα ουράνια, κοιτάζεις το δαχτυλίδι κι έρχονται τα πόδια σου να πατήσουνε ξανά πάνω στη γη.

Ε, λοιπόν, θέλω από σένα να μου βρεις αυτό το δαχτυλίδι και να το φέρεις μπροστά μου. Σου δίνω έξι μήνες καιρό από σήμερα κι αν δεν τα καταφέρεις, να το ξέρεις θα σου πάρω το κεφάλι. Και τώρα τράβα και μη χάνεις ώρα!».
Νωρίς νωρίς κιόλας, πριν χαράξει ακόμα ο ήλιος την καινούργια μέρα, ο υπασπιστής πήρε τους δρόμους κι άρχισε να περπατάει και να διαβαίνει όλους τους δρόμους κείνης της πολιτείας, να ρωτάει τους περαστικούς: «Υπάρχει λένε, ένα δαχτυλίδι που σαν έχεις μεγάλες στενοχώριες, βάσανα και σκοτούρες να σου βαραίνουν το μυαλό, το κοιτάζεις κι ο νους σου αλαφραίνει. Κι άμα πάλι, λένε, έχεις πλημμυρίσει από χαρά κι ο νους σου πετάει στα ουράνια, κοιτάζεις το δαχτυλίδι κι έρχονται τα πόδια σου να πατήσουνε ξανά πάνω στη γη!» Μα κανένας δεν ήξερε να του δώσει την απόκριση που ζητούσε. Πέρασε ερήμους κι ανέβηκε βουνά, βρέθηκε σε πολιτείες και χωριά που τα έβρεχε η θάλασσα. Κάθε φορά ρωτούσε: «Υπάρχει λένε, ένα δαχτυλίδι που σαν έχεις μεγάλες στενοχώριες, βάσανα και σκοτούρες να σου βαραίνουν το μυαλό, το κοιτάζεις κι ο νους σου αλαφραίνει. Κι άμα πάλι, λένε, έχεις πλημμυρίσει από χαρά κι ο νους σου ταξιδεύει στα ουράνια, κοιτάζεις το δαχτυλίδι κι έρχονται τα πόδια σου να πατήσουνε ξανά πάνω στη γη. Μήπως ξέρετε πού μπορώ να το βρω; Μήπως έχετε ακούσει πουθενά για δαύτο;» Μα κανένας δεν ήξερε να του πει, κανένας δε γνώριζε να τον συμβουλέψει.
Κι ο καιρός περνούσε. Οι μέρες στην αρχή κύλαγαν αργά, μα ύστερα οι βδομάδες χάνονταν η μια μετά την άλλη. Και πέρασε ο πρώτος μήνας, κι ήρθε ο δεύτερος, και φάνηκε ο τρίτος και διάβηκε ο τέταρτος και να σου κι ο πέμπτος στη σειρά του. Κι όλο στεκόταν εδώ κι όλο ρωτούσε εκεί κι όλο τραβούσε παραπέρα. Μέχρι που λένε, πως κόντευε να γιομίσει κι ο έκτος μήνας, και σαν δεν βρήκε το δαχτυλίδι που ζητούσε ο βασιλιάς του, πήρε την απόφαση να γυρίσει στο παλάτι.
Είδε από μακριά την πολιτεία του να βάφεται στα χρώματα του σούρουπου.
Πέρασε τη μεγάλη καστρόπορτα και κίνησε για το παλάτι. Λένε όμως πως τούτη τη φορά πήρε ένα σοκάκι, που δεν είχε ματαδιαβεί και βρέθηκε μπροστά σε ένα μαγαζί. Στα σκαλοπάτια του καθόταν ένα παιδί που έπαιζε, Ο άντρας το σιμώνει και το ρωτά: «Μήπως εσύ, παιδί μου, έχεις ακούσει για ένα δαχτυλίδι που λένε πως… Πριν προλάβει καλό καλά το παιδί ν' αποκριθεί ακούστηκε μια φωνή μέσα απ' το μαγαζί. «Εγώ θα σου πω για το δαχτυλίδι που ζητάς!» Ο άντρας μπήκε στο μαγαζί κοιτάζει και τι να δει; Πίσω από έναν πάγκο στεκόταν ένας γέρος. Του έκανε νόημα να σιμώσει. Όταν ο υπασπιστής πλησίασε πιο κοντά, ο γέρος τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: «Ξέρω στ' αλήθεια τι είναι αυτό που ψάχνεις, περίμενε...» Τότε, λένε πως πήρε από ένα ράφι ένα κομμάτι χαλκό. Το μέτρησε κι έκοψε όσο έπρεπε. Το έβαλε στον πάγκο του και κόλλησε τις δυο του άκρες κι ύστερα πήρε ένα μικρό γλύφανο κι ένα σφυράκι κι άρχισε σιγά σιγά κάτι να χαράζει στην απάνω μεριά. Σαν τελείωσε, το έδωσε στον άνθρωπο που περίμενε. Ο υπασπιστής το πήρε και διάβασε τις κουβέντες που είχε χαράξει ο γέρας πάνω στο δαχτυλίδι. Ήταν όλες κι όλες τέσσερις λέξεις. Τα μάτια του φωτίστηκαν. «Αυτό είναι! Αυτό το δαχτυλίδι που ζητάω…» μουρμούρισε. Πλήρωσε του γέρου όσα του ζήτησε και τράβηξε γρήγορα στο παλάτι, για να προλάβει τη διορία που τέλειωνε σε λίγες ώρες.
Μπήκε μια βιάση στο παλάτι. Στην άκρη της κάμαρας βρισκόταν καθισμένος ο βασιλιάς και τριγύρω του κόσμος πολύς. Σαν γύρισε και είδε τον υπασπιστή του, έκαμε νόημα στους υπηρέτες να τον αφήσουν να περάσει. Ο άντρας έφτασε μπροστά του και προσκύνησε. Άπλωσε τα χέρια του και λέει: «Βασιλιά μου, βρήκα και σου έφερα αυτό που μου ζήτησες!» Στην άκρη του χεριού του ήταν ένα δαχτυλίδι. Ο βασιλιάς το πήρε μέσα στη χούφτα του, το κράτησε και το διάβασε στο φως των κεριών

«Κι αυτό θα περάσει».

Τούτα τα λόγια ήταν γραμμένα, για να τα διαβάζεις σαν έχεις στενοχώρια μεγάλη και σκοτούρα και να φεύγουνε οι μαυρίλες μα και σαν έχεις χαρά μεγάλη που σε κάνει να πετάς μέχρι τα ουράνια, να διαβάζεις τα λόγια του δαχτυλιδιού και τα πόδια σου να έρχονται να πατήσουν ξανά πάνω στη γη.
Λένε πως από εκείνη τη μέρα ο βασιλιάς του τόπου έγινε ακόμα πιο σοφός κι ο λαός του πέρασε καλύτερα...


Οι δυο ταξιδιώτες
Λένε οι ιστορίες των παλιών πως μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γεωργός. Μια μέρα κίνησε να πάει στο χωράφι του, παρέα με το βόδι του. Φτάνει στο χωράφι, ζεύει το βόδι στο αλέτρι κι αρχίζει να οργώνει το χώμα. Πήγαινε κι ερχότανε, πήγαινε κι ερχότανε πίσω από το αλέτρι, που η μύτη του έσκιζε στα δυο τη γης κι ανακάτευε για τα καλά το χώμα. Κι όλο πήγαινε, κι όλο ερχόταν και ζύμωνε τούτος ο άνθρωπος τη γη με τον ίδρο του και την πότιζε με το αίμα του.
Την ώρα που όργωνε το χωράφι του, φάνηκε να έρχεται από μακριά ένας ταξιδιώτης. Είχε λένε αυτός ένα δισάκι στον ώμο και μια σκούφια φορεμένη στο κεφάλι, τα παπούτσια του ήταν πνιγμένα στο χώμα του δρόμου και το κεφάλι κοίταζε τη γης. Σιμώνει αυτός καμιά φορά το χωράφι του γεωργού και στάθηκε να τον χαιρετίσει. Ο γεωργός πάλι, άλλο που δεν ήθελε να πάρει μιαν ανάσα, αφήνει στην άκρη το αλέτρι, και τεντώνει το κορμί του, για να ξεπιαστεί κομματάκι από τη δουλειά.
Ο ταξιδιώτης τότε γυρίζει και του λέει:

«Καλημέρα, πατριώτη. Πηγαίνω κατά την πολιτεία που είναι πίσω απ' τα βουνά. Μήπως ξέρεις του λόγου σου, μήπως έχεις ακούσει τι λογής άνθρωποι μένουν εκεί πέρα;»

Ο γεωργός άκουσε τα λόγια του ταξιδιώτη και τον ρωτάει:

«Για πες μου, εσύ, αδελφέ, τι λογής ανθρώπους είχε ο τόπος που άφησες πίσω σου; Μήπως ξέρεις;»

Ο ταξιδιώτης παίρνει μιαν ανάσα και αποκρίνεται.

«Πού να στα λέω, πατριώτη! Ανοιχτή πληγή, ήτανε σου λέω! Από κακία άλλο τίποτα! Όλο σε καβγάδες έμπλεκαν κι από δουλειά ούτε κουβέντα. Ήταν γεμάτοι εγωισμό και μονάχα να γκρινιάζουν ήξεραν. Για όλα είχανε να πουν την κουβέντα την κακή, κι έναν καλό λόγο δεν είχαν για κανένα… Σαν και αυτούς άλλος στον κόσμο δεν ξαναπέρασε. Δεν μπορείς να φανταστείς τι χαρά που έχω που έφυγα από κείνον τον τόπο και δε θα ξαναδώ τα μούτρα τους!»

Ο γεωργός τον ακούει και αποκρίνεται:

«Ώστε έτσι ε; Τότε φοβάμαι, πως θα συναντήσεις τέτοιους ανθρώπους και στην πολιτεία που είναι πίσω απ' τα βουνά…»
Ο ταξιδιώτης στράβωσε τα μούτρα του, μουρμούρισε δυο βρισιές κι έσυρε τα πόδια του πάνω στον σκονισμένο δρόμο, τραβώντας προς τα κει που ήτανε, λέει, η πολιτεία. Σε λίγο χάθηκε μέσα στον ορίζοντα η σκιά του.
Κάμποσες ώρες αργότερα, έτυχε να περνάει από τον ίδιο τόπο ένας άλλος ταξιδιώτης. Ερχότανε του λόγου του από τον ίδιο δρόμο, και είχε ένα χαμόγελο στα χείλη. Βλέπει από μακριά τον γεωργό, τον σιμώνει, τον χαιρετάει και του λέει:

«Αδερφέ, για πες μου, εσύ που ξέρεις τούτον τον τόπο, μήπως έχεις ακούσει τι άνθρωποι ζούνε πέρα απ' τα βουνά, στην πολιτεία;»

Ο γεωργός που ήθελε να πιάσει την κουβέντα, γυρίζει και του αποκρίνεται:

«Για πες μου, πατριώτη, τι ανθρώπους έχει η πολιτεία που άφησες πίσω στον τόπο σου;»

Ο ταξιδιώτης τότε του απαντάει:

«Αχ! Αυτή η πολιτεία! Μη μου ξύνεις τέτοια ώρα τις πληγές! Πού να στα λέω! Τέτοιους ανθρώπους δεν βρίσκεις εύκολα, πατριώτη! Ήταν αυτοί άνθρωποι της δουλειάς, ποτέ δεν κορόιδεψαν κανέναν. Ήταν τίμιοι, και με την καρδιά τους ανοιχτή σαν περιβόλι. Με έναν καλό λόγο για τον καθένα. Στο τραπέζι τους μια καρέκλα πάντα για τον περαστικό, η πόρτα του σπιτιού τους ανοιχτή για τον ξένο, πάντα να σε ακούσουν και να σε στηρίξουν. Δε μπορείς να φανταστείς πόσο στενοχωρήθηκα που αναγκάστηκα να τους αφήσω.
Ο γεωργός τότε, του λέει:

«Μη φοβάσαι, αδερφέ. Θα συναντήσεις τέτοιους ανθρώπους, τους, ίδιους, και στην πολιτεία που θα βρεις μπροστά σου. Καλό σου ταξίδι».

(Πνευματικός Λειμών, Ιωάννου Μόσχου, εκδ. ΕΠΕ,Φιλοκαλία τόμος 2, σελ. 319). 

Υπάρχει στη Θηβαΐδα μια πόλη που τη λένε Λυκώ. Σ’ αυτήν υπάρχει ένα βουνό έξι μίλια μακριά. Σ' αυτό το βουνό μένουν μοναχοί, άλλοι σε σπήλαια και άλλοι σε κελλιά.

Πηγαίνοντας εμείς εκεί επισκεφθήκαμε τον αββά Ισαάκ, Θηβαίο κατά το γένος. Μας διηγήθηκε ο γέροντας.
Πριν πενήντα δύο χρόνια, καθώς έκαμνα το εργόχειρό μου (έκαμνα μια κουνουπιέρα μεγάλη), έκανα λάθος και στενοχωριόμουν, γιατί δεν έβρισκα το λάθος μου. Πέρασα όλη την ήμερα μονολογώντας ανόητα και δεν ήξερα τι να κάνω. Και καθώς ήμουν στενοχωρημένος, να από το πορτάκι μπαίνει κάποιος νεανίσκος και μου λέει.
- Έκανες λάθος, αλλά δος το σε μένα να το διορθώσω.
Του λέγω.
- Φύγε συ από δω και ας μη γίνει ποτέ.
Μου αποκρίθηκε τότε αυτός
- Όμως θα ζημιώσεις τον εαυτό σου, αν δεν το κάνεις σωστά.
Του λέγω.
- Για αυτό μην σε ενδιαφέρει.
Πάλι μου λέει.
- Αλλά σε λυπάμαι, γιατί θα πάει στα χαμένα ο κόπος σου.
Τότε του είπα.
- Κακώς ήρθες εδώ μαζί μ’ αυτούς που σε έφεραν.
Τότε μου λέει.
- Στ’ αλήθεια, εσύ με ανάγκασες να έρθω, γιατί είσαι δικός μου.
Τού λέγω.
- Πώς το εννοείς αυτό;
Αυτός μου είπε.
- Έχεις τρεις Κυριακές που κοινωνάς, ενώ είσαι ψυχραμένος με το γείτονά σου.
Και εγώ τού είπα.
- Ψέματα μου λες.
Και αυτός.
- Δεν του κρατάς κακία για το «μάττιν» (αιγυπτιακή μονάδα χωρητικότητας) της φακής; Εγώ είμαι ο ειδικός για τη μνησικακία, και από τώρα είσαι δικός μου.
Μόλις άκουσα αυτά, άφησα το κελλί μου και πήγα στον αδελφό και έβαλα μετάνοια, και αφού συμφιλιωθήκαμε, επέστρεψα και βρήκα πώς έκαψε την κουνουπιέρα και την ψάθα που έκαμνα τις μετάνοιες, γιατί με φθόνησε για την δικιά μας αγάπη.

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ' έναν τόπο ένας άρχοντας. Ήταν που λέτε, αυτός πολύ πλούσιος κι είχε σπίτια, κτήματα και ζώα που τα έχανες στο μέτρημα. Είχε ανθρώπους πολλούς στη δούλεψή του μα είχε και μια στενοχώρια ακόμα μεγαλύτερη. Λένε πως είχε ένα γιο μονάκριβο, που ήταν αυτός μεγάλος τεμπέλης κι αχαΐρευτος και έγνοια άλλη δεν είχε στο μυαλό του παρά μονάχα πώς να πηγαίνει από γλέντι σε γλέντι και να σκορπάει τα λεφτά του. Πού τον έχανες πού τον έβρισκες, πότε στα καπηλειά και στις ταβέρνες να τρώει και να πίνει, και στα ξενύχτια και σε γιορτές να ξοδεύει τον κόπο αλλωνών. Κι ήταν αυτός κεφάλι αγύριστο, που δεν έπαιρνε μήτε από λόγια μήτε από συμβουλές. Το κατάλαβε ο πατέρας του πως σαν πεθάνει, ο γιος του δεν θα αφήσει ούτε λεφτά ούτε κτήματα που να μην τους βάλει χέρι, και θα γίνουν όλα καπνός και θα χαθούν. Κάθισε και σκέφτηκε τι να κάνει, για να μην βρεθεί στο δρόμο και πεινάσει το παιδί του και πάρει το βιος του ο αέρας.
Μια μέρα ο άρχοντας φωνάζει τον γιο του. Είχε πια γεράσει για τα καλά κι ο χρόνος θόλωσε τα μάτια του και βάρυναν τα χρόνια πάνω στο κορμί του. Κατάλαβε πως ήταν η ώρα του να φύγει. Παίρνουν την άμαξα και πηγαίνουν σ' ένα απ' τα πολλά σπίτια που είχε ο άρχοντας. Μα αυτό δεν ήταν σαν τα άλλα. Φαίνονταν άδειο κι ερημωμένο, με τα πατώματα να τρίζουν και τους τοίχους έτοιμους να πέσουν. Κατέβηκαν από την άμαξα και μπήκαν μέσα στο σπίτι. Πήγαν σε μια κάμαρα που απ' το ταβάνι της κρεμόταν μια κρικέλα. Ο πατέρας τότε μίλησε και λέει: «Γιε μου, εγώ σε λίγο καιρό θα πεθάνω, γέρασα πια, τα 'φαγά τα ψωμιά μου. Με τα μυαλά όμως που κουβαλάς, το βλέπω πως πολύ γρήγορα δεν θα σου μείνει δεκάρα τσακιστή. Όταν θα τα 'χεις χάσει όλα, περιουσία κι ελπίδα, όταν θα πιάσεις πάτο στο κατήφορο και δεν θα σου έχει απομείνει τίποτα άλλο, να έρθεις σ' αυτό το σπίτι. Άκου καλά! Να περάσεις ένα σκοινί απ' την κρικέλα που βλέπεις στο ταβάνι και να κρεμαστείς, για να γλιτώσεις εσύ απ' τα βάσανα κι ο κόσμος απ' τα κρίματα που κουβαλάς!». Ο γιος του, λένε, δεν έδωσε σημασία, γιατί είχε το νου του να πάει να βρει τις παρέες του να γλεντήσει.
Πέρασαν λίγες βδομάδες κι ο άρχοντας σφάλισε τα μάτια του για πάντα. Ο γιος του από την ίδια κιόλας μέρα άρχισε να ροκανίζει όλα αυτά που απόμειναν δικά του. Απόχτησε πιότερους φίλους, κι οι παρέες του, λένε, έρχονταν στο αρχοντικό και έτρωγαν κι έπιναν και γλεντούσαν. Τώρα τα ξενύχτια κυλούσαν το ένα μετά το άλλο. Κουβαλήθηκαν κι άλλοι φίλοι, καινούργιες βδέλλες, που μυρίστηκαν παράδες. Τον καλόπιαναν με κολακείες και του έπαιρναν λεφτά με τις ψευτιές. Τραπέζια ολοένα στρώνονταν γιομάτα μ' όλων των ειδών τα καλά, και να οι μουσικές κι οι χοροί. Περνούσε ο καιρός και οι σπατάλες άδειασαν τα σεντούκια. Ύστερα το άδειασμα των σεντουκιών ακολούθησε κι εκείνο των αποθηκών με τα γεννήματα, και λίγο μετά ήρθε το ξεπούλημα των κτημάτων και των κοπαδιών. Πούλησε αυτός τα χωράφια και τα περιβόλια που έφερναν σοδειές και όταν τέλεψαν κι αυτά, άρχισε να πουλάει τα σπίτια που του άφησε ο πατέρας του. Στο τέλος βρέθηκε να πουλάει και το μεγάλο αρχοντικό κι απόμεινε στο δρόμο με όλα κι όλα τρία γρόσια στο χέρι.
Οι φίλοι κι οι παρέες είχαν αρχίσει να αραιώνουν από καιρό και στο τέλος τον άφησαν ολομόναχο να γυρνάει στους δρόμους εδώ κι εκεί. Όταν δεν του απόμεινε παρά μόνο η απελπισιά, έφερε στο νου του κείνο το παλιό σπίτι, που τον είχε πάει ο πατέρας του. «Εκεί θα περάσω τη νύχτα μου...» μουρμούρισε και πήγε. Στο δρόμο αγόρασε με τα τελευταία λεφτά λίγο ψωμί και χαλούμι. Φτάνει καμιά φορά στο σπίτι που με δυσκολία στεκόταν όρθιο. Μπαίνει στην καμάρα και κοιτάζει το ταβάνι με την κρικέλα. «Αύριο θα κρεμαστώ να μη βασανίζομαι άλλο» είπε και έφερε στο νου του τα λόγια του πατέρα του. Τη νύχτα, την ώρα που αυτός κοιμόταν σε μια γωνιά, βγήκαν τα ποντίκια και του έφαγαν το ψωμί και το τυρί και δεν έμεινε μήτε ψίχουλο.
Το πρωί ξυπνάει και βλέπει τι έγινε. Αντί να κρεμαστεί όμως, πηγαίνει στους παλιούς του φίλους να τους ζητήσει να του δώσουν να φάει κατιτί, μην φύγει απ' αυτόν τον κόσμο πεινασμένος. Τους βρήκε στον καφενέ να περνάνε την ώρα τους. Τους είπε τι έγινε τη νύχτα στο παλιό σπίτι με τα ποντίκια και τους ζήτησε να του δώσουν να φάει. Εκείνοι ξέχασαν πολύ γρήγορα τα τραπέζια που τους έκανε τον παλιό καλό καιρό και γέλασαν μαζί του. Του είπαν πως τα ποντίκια δεν τρώνε ψωμί και τυρί και πως τους λέει ψέματα. Γυρίζει τότε εκείνος στο παλιόσπιτο. Ρίχνει ένα σκοινί, το περνάει απ' την κρικέλα και το δένει στο λαιμό του. Την ώρα που το τράβηξε να κρεμαστεί, «γκραπ!» κάνει μια και γκρεμίζεται το ταβάνι και πέφτει μια στάμνα γιομάτη με λίρες και λαμποκόπησε όλη η κάμαρα απ’ το χρυσάφι. Τα μάτια του αστράψανε. «Σίγουρα τούτη είναι δουλειά του πατέρα μου. Κατάλαβε τι θα πάθω με το μυαλό που κουβαλάω και φρόντισε για μένα μπας και καταλάβω το λάθος μου». Ύστερα για κάμποσο απόμεινε σκεφτικός.
Από κείνη τη μέρα έγινε άλλος άνθρωπος. Δούλεψε σκληρά και λένε πως κατάφερε τα πάρει ένα χωράφι κι ένα περιβόλι πίσω. Η σοδειά τους και η δική του φροντίδα τού έφερε σιγά σιγά το βιος του και πάλι. Αγόρασε περισσότερα χτήματα που του έδωσαν πιο πολλά γεννήματα. Οι φίλοι του άρχισαν να έρχονται ξανά κοντά του γιατί θυμούνταν τα παλιά τα γλέντια και την καλοπέραση που είχαν μαζί του. Αλλά τώρα αυτός είχε το νου του γιατί κατάλαβε...
Μια μέρα πήγαν να τον χαιρετίσουν τάχα και να αρχίσουν τα καλοπιάσματα και τις κολακείες, μα τον βρήκαν μαραζωμένο και σε μεγάλη στενοχώρια. «Τι έχεις, άρχοντα, καλέ μας φίλε;» τον ρώτησαν, τάχα μου όλο νοιάξιμο. Εκείνος τότε τους αποκρίθηκε: «Αφήστε, πού να σας τα λέω! Είχα αγοράσει κρικέλες, καρφιά και κλειδαριές για τις πόρτες του σπιτιού μου, μα τη νύχτα βγήκαν τα ποντίκια και μου τα φάγανε». Οι παλιοί φίλοι στην αρχή παραξενεύτηκαν: «Μα τι λες, άρχοντα, τι μας ξεστομίζεις; Τρώνε τα ποντίκια σίντερο;» τον ρώτησαν, αλλά σε λίγη ώρα άλλαξαν τις κουβέντες τους αφού κοιτάχτηκαν με νόημα μεταξύ τους: «Μα βέβαια, κι οι ποντικοί τρώνε σίντερο, έχεις δίκιο άρχοντα!» του αποκρίθηκαν. Τότε ο άρχοντας θυμήθηκε το πάθημα του, θυμώνει και τους λέει: «Όταν ήμουνα φτωχός και κουρελής, σας είπα πως οι ποντικοί μού φάγανε το ψωμί και το χαλούμι, μα εσείς κάνατε τάχα πως δεν με πιστεύατε και με κοροϊδέψατε. Τώρα που ξανάγινα πλούσιος και δυνατός, σας λέω πως οι ποντικοί μού φάγανε τα σίδερα, και για να με κολακέψετε πιστεύετε τις κουβέντες μου! Φύγετε από μπροστά μου παλιάνθρωποι, δεν σας θέλω για φίλους!».
Γι' αυτό λένε στην Κύπρο: «Πιστεύουνε τον άρχοντα και ψέματα αν λαλεί και περιπαίζουν τον φτωχό αλήθεια άμα πει...»

(Παραμύθια λαϊκά ενάντια σε δύσκολους καιρούς, Δημήτρης Β. Προυσάλης, εκδ. Εύμαρος

katafigioti

lifecoaching