Οι δύο λόγοι του Νεστορίου
Ο αββάς Κυριακός (5ος-6ος αι.) ήταν πρεσβύτερος στη λαύρα του Καλαμώνος, κοντά στον ποταμό Ιορδάνη. Κάποτε διηγήθηκε τα έξης :
«Μια νύχτα είδα στον ύπνο μου να στέκουν έξω από το κελί μου μία πορφυροντυμένη γυναίκα με σεμνή εμφάνιση και δύο άνδρες ιεροπρεπείς και σεβάσμιοι. Κατάλαβα πώς ή γυναίκα ήταν ή ίδια ή Υπεραγία Θεοτόκος, ενώ από τούς άνδρες ο ένας ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και ο άλλος ο Τίμιος Πρόδρομος.
Βγήκα από το κελί και τούς παρακάλεσα να περάσουν μέσα για να το ευλογήσουν. Η Θεοτόκος όμως αρνήθηκε. Εγώ επέμεινα για πολλή ώρα να την παρακαλώ, οπότε εκείνη αποκρίθηκε αυστηρά:
- Έχεις τον εχθρό μου στο κελί σου και πώς θέλεις να μπω ;
Αυτό είπε κι έφυγε.
"Όταν ξύπνησα, άρχισα να σκέπτομαι στενοχωρημένος μήπως αμάρτησα με τον λογισμό απέναντι της. Στο κελί μου δεν υπήρχε άλλος κανείς παρά μόνο εγώ. Για πολλή ώρα εξέταζα τον εαυτό μου, άλλα δεν βρήκα να έσφαλα σε τίποτε απέναντι της.
Σηκώθηκα τότε πολύ λυπημένος και πήρα να διαβάσω ένα βιβλίο, για να διώξω τη λύπη με την ανάγνωση. Το βιβλίο ήταν του άγιου Ησυχίου, πρεσβυτέρου των Ιεροσολύμων.
Καθώς το ξεφύλλιζα, βρήκα προς το τέλος δύο λόγους τού δυσσεβούς Νεστορίου. Κατάλαβα αμέσως ότι αυτός είναι ό εχθρός της Θεοτόκου. Σηκώθηκα τότε και το επέστρεψα σ’ αυτόν πού μου το είχε δώσει λέγοντας:
- Πάρε το βιβλίο σου, αδελφέ, γιατί περισσότερο ζημιώθηκα παρά ωφελήθηκα.
Κι όταν του εξήγησα τα συμβάντα, έκοψε με ζήλο τούς δύο λόγους του Νεστορίου και τούς πέταξε στη φωτιά λέγοντας:
Δεν θα παραμείνει στο κελί μου ό εχθρός της Υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας».
Η αιρετική πατρικία
Κάποια πατρικία, πού λεγόταν Κοσμιανή (6ος αι.), ήρθε μια νύχτα να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο στην Ιερουσαλήμ. Καθώς πλησίαζε, της παρουσιάσθηκε η Κυρία Θεοτόκος μαζί με άλλες γυναίκες και της είπε:
- Δεν επιτρέπεται να μπεις εδώ, γιατί δεν είσαι δική μας.
Το είπε αυτό, γιατί η Κοσμιανή άνηκε στην αίρεση του Σεβήρου. Εκείνη όμως επέμενε και παρακαλούσε να της επιτρέψει την είσοδο. Τότε η Θεοτόκος αποκρίθηκε:
- Είναι αδύνατο να μπεις εδώ μέσα, αν προηγουμένως δεν έρθεις σε μυστηριακή κοινωνία μ’ εμάς.
Κατάλαβε τότε η πατρικία ότι η είσοδός της εμποδίζεται επειδή είναι αιρετική, και ότι αν δεν προσέλθει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν πρόκειται να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο.
Έτσι κι έκανε. Πρώτα-πρώτα εγκατέλειψε την αίρεση του Σεβήρου, κι ύστερα μετανοημένη κάλεσε τον διάκονο και μετέλαβε τα άχραντα μυστήρια. Τότε προχώρησε ανεμπόδιστα και προσκύνησε το ζωοποιό μνήμα του Σωτήρος Χριστού.
(Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας σελ. 132-134. Ιεράς Μονής Παρακλήτου)
Η Παναγία της Τήνου
Δεν έχει περάσει παρά ένας χρόνος από την ιστορική ημέρα, που ο επίσκοπος Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο της επαναστάσεως. Στο μοναστήρι του Κεχροβουνίου, που φαντάζει κάτασπρο πάνω στο νησάκι της Τήνου, η μοναχή Πελαγία, ύστερα από τη βραδινή προσευχή, αποσύρθηκε στο κελί της να ησυχάσει. Ενώ είχε αποκοιμηθεί, ένοιωσε ξαφνικά μιαν άρρητη ευωδία, κι αμέσως άκουσε την πόρτα του κελιού ν’ ανοίγει με πάταγο. Μια μεγαλόπρεπη γυναίκα, που άστραφτε σαν Βασίλισσα, μπήκε μέσα και στάθηκε απέναντι από το κρεβάτι της.
- Σήκω γρήγορα, της είπε. Πήγαινε να συναντήσεις τον Σταματέλλο Καγκάδη, και πες του πως στο χωράφι του Αντώνη Δοξαρά είναι χωμένη χρόνια τώρα η εικόνα μου. Να φροντίσει να τη βγάλει και να χτίσει το σπίτι μου.
Η γερόντισσα ξύπνησε τρομαγμένη, αλλά από ταπείνωση δεν υπάκουσε στην εντολή.
Την άλλη εβδομάδα, την ώρα που η μοναχή προσευχόταν, δέχτηκε στον ίδιο τόπο για δεύτερη φορά την επίσκεψη της Παναγίας. Τη φορά αυτή η Θεοτόκος συνόδευε τα λόγια της μ’ ένα γλυκό μειδίαμα, σαν να έλεγε: «Γνωρίζω τους λογισμούς και δισταγμούς σου, αλλά μη φοβάσαι. Εσένα διάλεξα για να εκπληρώσεις τη βουλή μου. Λοιπόν, μη διστάζεις».
Αλλά ο δισταγμός κρατούσε ακόμη δέσμια την αγαθή γερόντισσα. Γ’ αυτό η Θεοτόκος την επισκέπτεται και τρίτη φορά, την 29η Ιουλίου 1822, σε ώρα πάλι προσευχής. Την είδε τότε η μοναχή να στέκεται μπροστά της ακίνητη και να εκπέμπει τριγύρω της ένα ουράνιο φως, απαλό και λευκό. Ύστερα κάρφωσε το βλέμμα επάνω της και είπε:
- Πελαγία, γιατί δεν υπάκουσες στην εντολή μου; Την επαναλαμβάνω τώρα για τελευταία φορά.
Εκείνη τρομαγμένη επιστράτευσε όλο το θάρρος της και ρώτησε:
- Ποια είσαι, Κυρία, που με διατάζεις τέτοια πράγματα και οργίζεσαι μαζί μου;
Τότε η Κυρία φάνηκε πως ανέκτησε την πρώτη γλυκύτητα, σήκωσε το χέρι σαν να έδειχνε όλο τον κόσμο και είπε χαριτωμένα:
- "Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην".
- "Αινείτε ουρανοί Θεού την δόξαν", ψέλλισε η μοναχή κι έπεσε στα γόνατα.
Η καμπάνα σήμανε για τον όρθρο. Η μοναχή Πελαγία σηκώθηκε, έκανε τον σταυρό της και κατηφόρισε για τον ναό. Όταν διηγήθηκε στην ηγούμενη το δράμα της, εκείνη την άκουσε με προσοχή και δέος. Τέλος της είπε:
- Πελαγία, το όραμά σου είναι θεϊκό και σε μακαρίζω. Αύριο το πρωί να ενεργήσεις σύμφωνα με την εντολή που έλαβες.
Την επομένη η εκλεκτή της Παναγίας ξεκίνησε για την Καρυά, όπου συνάντησε τον Σταματέλλο Καγκάδη. Κι αυτός συγκινημένος την παρέπεμψε στον επίσκοπο Γαβριήλ.
Ο επίσκοπος παρακολούθησε δακρυσμένος την αφήγηση. Ύστερα με σοβαρή και τρεμάμενη φωνή έδωσε την ακόλουθη εξήγηση:
- Το δράμα σου, γερόντισσα, είναι πολύ σημαντικό. Η Παναγία, η υπέρμαχος Στρατηγός, που πάντοτε μας προστατεύει, είδε τα δεινοπαθήματά μας, γι’ αυτό ευαγγελίζεται στο δούλο γένος μας την απελευθέρωση του από τον βαρβαρικό ζυγό. Και μας φανερώνει την αγία εικόνα της, για να ενδυναμώσει το έθνος μας στον αγώνα αυτό.
Οι καμπάνες του ιερού ναού των Ταξιαρχών αναστατώνουν τους κατοίκους. Ο δεσπότης με λόγια θερμά συγκλονίζει τον λαό, ο οποίος με θρησκευτική έξαρση αποδύεται στην προσπάθεια για την εύρεση της εικόνας.
Ζητούν αμέσως άδεια από τη γυναίκα του Δοξαρά, για ν’ αρχίσουν τις ανασκαφές στο κτήμα του. Εκείνη όμως αρνείται, με τη δικαιολογία ότι δεν έχει τέτοια πληρεξουσιότητα από τον σύζυγό της, ο οποίος λείπει στην Κων/πολη. Εξ άλλου το κτήμα είναι καλλιεργημένο και δεν πρέπει να καταστραφεί.
Τη νύχτα βλέπει στον ύπνο της φοβερό όνειρο. Ένας άγριος φουστανελοφόρος την απειλεί πως, αν δεν δώσει την άδεια, θα την εξοντώσει. Τρομαγμένη εκείνη ξυπνά και τρέχει να βγει από το σπίτι. Στην παραζάλη της όμως, αντί ν’ ανοίξει την πόρτα του δωματίου, άνοιξε της ιματιοθήκης και κλείστηκε μέσα. Το πρωί τη βρήκαν εκεί λιπόθυμη. Μόλις συνήλθε ειδοποίησε τον Επίσκοπο πως όχι μόνο δίνει την άδεια, αλλά προσφέρει και το ίδιο ακόμη το κτήμα για ανέγερση ναού, αν βρεθεί η εικόνα.
Έτσι λοιπόν αρχίζουν οι ανασκαφές στο κτήμα του Δοξαρά τον Σεπτέμβριο του 1822. Δουλεύουν εργάτες απ' όλο το νησί, αλλά η εικόνα δεν φανερώνεται. Ο ζήλος μαραίνεται και σε δύο μήνες το σκάψιμο σταματά.
Τότε επεμβαίνει η Μεγαλόχαρη με νέο θαύμα για να υπενθυμίσει στους κατοίκους το χρέος τους. Η σύζυγος και η αδελφή του Καγκάδη, τον οποίο η Θεοτόκος υπέδειξε ονομαστικά για την εύρεση της εικόνας: αρρωσταίνουν βαριά. Ο κίνδυνος αυτός τον κάνει να συναισθανθεί την ιερή ευθύνη που είχε επωμιστεί από τη Θεοτόκο. Σπεύδει λοιπόν στον επίσκοπο και τον παρακαλεί να προκαλέσει γενική κινητοποίηση αρχόντων και λαού. Είναι πρόθυμος και χρήματα να δώσει προκειμένου να ξαναρχίσουν οι ανασκαφές.
Πράγματι το σκάψιμο ξαναρχίζει. Οι χωρικοί δουλεύουν με βάρδιες, αλλά τους τριγυρίζει και πάλι η αποκαρδίωση. Η μεγάλη όμως ημέρα πλησιάζει. Στις 30 Ιανουαρίου 1823 σκάβουν με τη σειρά τους στο χωράφι οι Φαλαταδιανοί. Γύρω στο μεσημέρι η αξίνα του Δημήτρη Βλάσση χτυπά πάνω σε ξύλο. Ρίγησε ο ευλαβής χωρικός από συγκίνηση, και πλημμυρισμένος χαρά πήρε στα χέρια το κομμάτι που βρήκε.
Πράγματι, είχε βρει την εικόνα, αλλά μόνο τη μισή τον Άγγελο. Σε λίγο βρήκαν και την άλλη μισή. Κάποια αξίνα την είχε χωρίσει στα δύο, χωρίς να βλάψει καθόλου τα πρόσωπα. Η τομή από θεία επέμβαση είχε γίνει κάθετα. Η ιερή εικόνα καθαρίστηκε και πρόβαλε η γλυκειά μορφή της Παρθένου. Παριστάνει τον Ευαγγελισμό και πρόκειται για ένα αριστούργημα τέχνης.
("Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας", σ. 67, Ιεράς Μονής Παρακλήτου)
(Βλασίου Φειδα, Εκκλησιαστική Ιστορία τομ. Β)
TΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΚΑΙ ΔΥΣΕΩΣ
Το μέγα σχίσμα (1054) τών εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως θεωρείται τό συγκλονιστικότερο εκκλησιαστικό γεγονός τής περιόδου αυτής αφού κατέστη τό δραματικό τέλος μιάς μακράς διαδικασίας διαφοροποιήσεως τής Δυτικής Εκκλησίας έναντι της Ανατολικής, ή οποία είχε αρχίσει ήδη από τό τέλος τού Ε΄ αιώνα καί κορυφώθηκε κατά τήν περίοδοτής κρίσεως τών σχέσεων Ρώμης καί Κπόλεως μέ πρόσχημα τήν κανονικότητα τής εκλογής τού πατριάρχη Φωτίου (863-867). Η κρίση βεβαίως αυτή εσφαλμένως καί καταχρηστικώς χαρακτηρίζεται ώς σχίσμα, αφού δέν είχε πράγματι όλα τα κανονικά στοιχεία ενός πραγματικού σχίσματος, τα οποία δηλαδή νά μπορούν νά συνδέσουν τή διαμόρφωση ενός σχισματικού εκκλ. σώματος έξω από τα όρια τής μιάς, αγίας, καθολικής καί αποστολικής Εκκλησίας. Ή αμφισβήτηση από τόν πάπα Ρώμης Νικόλαο τής κανονικότητας τής εκλογής τού ί.Φωτίου ή τής εκθρονίσεως τού Ιγνατίου, καίτοι προκάλεσε τή μονομερή διακοπή τής κοινωνίας τών δύο θρόνων γιά μία τριετία περίπου, δέν έπληξε τήν ενότητα τού εκκλ. σώματος καί οπωσδήποτε δέν παρήγαγε απηρτισμένο σχίσμα μεταξύ τών Εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως. Ή σκόπιμη καλλιέργεια εντάσεως μεταξύ τών δύο θρόνων γιά μία διαμφισβητούμενη ερμηνεία μιάς ασήμαντης ή καί αδιάφορης πτυχής τής κανονικής παραδόσεως (΄΄αθρόον΄΄ χειροτονία) δέν επαρκούσε γιά τή θεμελίωση σχίσματος καί εγκαταλείφθηκε από τόν ίδιο τόν παπικό θρόνο στή συνολική θεώρηση τού θέματος. Άλλωστε,καί ή διαδοχή τών ιστορικών γεγονότων τής κρίσεως δέν οδήγησε στή γενική διακοπή τής κοινωνίας τών Εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως.
Υπό τήν κανονική καί τήν εκκλησιολογική αξιολόγηση τών γεγονότων ή κρίση στίς σχέσεις τών δύο θρόνων μπορεί νά χαρακτηρισθή απλώς ώς μία κατάσταση ακοινωνησίας, ή οποία εκτονώθηκε προτού προσλάβει τίς διαστάσεις εκκλησιαστικού σχίσματος. Βεβαίως,ή απόφαση τής συνόδου τής Κπόλεως (867) γιά τήν ανταπόδοση τής καθαιρέσεως στόν πάπα Νικόλαο θά μπορούσε ίσως νά οδηγήση σέ ένα σχίσμα τών Εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως, αφού στή σύνοδο αυτή τέθηκαν από τόν πατριάρχη Φώτιο νέα σοβαρά θεολογικά (filioque) καί εκκλησιαστικά θέματα (παπικό πρωτείο, επιβολή συνοδικώς κατακριθέντων λατινικών εθίμων στή Βουλγαρία). Ή απόφαση όμως τής συνόδου τής Κπόλεως (867) παρέμεινε ανενεργός μετά τήν εκθρόνιση τού Φωτίου, η οποία διευκόλυνε τήν εκτόνωση τής κρίσεως καί τήν αποκατάσταση τών κανονικών σχέσεων Ρώμης καί Κπόλεως. Έν τούτοις, ή έγερση μέ τήν εγκύκλια επιστολή τού Φωτίου τού ζητήματος τών σοβαρών θεολογικών καί εκκλησιαστικών διαφορών, οί οποίες μάλιστα κυρώθηκαν συνοδικώς, τροφοδότησε τή θεολογική γραμματεία τής Ανατολής ,ενώ ή προγενέστερη επιστολή τού πάπα Νικολάου πρός τόν ηγεμόνα τών Βουλγάρων Βόρη είχε ανάλογες προεκτάσεις στή θεολογική γραμματεία τής Δύσεως μέ έντονο πολεμικό πνεύμα εναντίον τής ανατολικής παραδόσεως. Ή ειδική σχέση καί τών δύο πολεμικών κειμένων μέ τά δικαιοδοσιακά ζητήματα τών δύο θρόνων στόν χώρο τής ιεραποστολής εξηγούν πολλά από τά στοιχεία τής επιλεγμένης οξύτητας, ειδικότερα στά ζητήματα τής διαφοράς τών εκκλ. εθίμων. Ή επίσημη όμως αποδοκιμασία τών διαφοροποιήσεων αυτών στά πλαίσια τού ιεραποστολικού ανταγωνισμού θεμελιώθηκε σέ μία νέα διαλεκτική θεολογικής δικαιώσεως ή κατακρίσεως τους,ή οποία πολλαπλασίασε τίς αντιπαραθέσεις τών δύο θεολογικών παραδόσεων καί επιτάχυνε τήν πορεία πρός τό μέγα σχίσμα τών Εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως (1054).
Τά κύρια αίτια τού σχίσματος τών εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως προσδιορίζονται συνήθως ώς θεολογικά (filioque), πολιτικά (ίδρυση τού παπικού κράτους καί τής φραγκικής αυτοκρατορίας από τό Καρλομάγνο) καί εκκλησιαστικά (παπικό πρωτείο, εκκλ. έθιμα κ.λπ). Ο σχηματικός αυτός διαχωρισμός δέν ανταποκρίνεται βεβαίως στή διαμορφωμένη πραγματικότητα, αφού δέν μπορεί νά γίνη λόγος περί μονομερούς επιδράσεως ενός εκάστου από τά αίτια αυτά στίς σχέσεις τών εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως. Πράγματι, δέν υπάρχει σαφής αλληλεξάρτηση τών πολιτικών καί τών εκκλησιαστικών αιτίων, καίτοι, όπως θά δούμε, στήν ίδρυση τόσο τού παπικού κράτους, όσο καί τής αυτοκρατορίας τής Δύσεως υπόκειται άμεσα ή έμμεσα ώς βασική ιδέα ή θεωρία περί τού παπικού πρωτείου.
Αναδημοσίευση από το site: www.oodegr.com/.../apokryfa/apokr_evag
Τα απόκρυφα ευαγγέλια
Επιμέλεια Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Αποσπάσματα από τα βιβλία Τα απόκρυφα ευαγγέλια και ο σχηματισμός της Καινής Διαθήκης (Πύρρα, Αθήνα) και Εναντίον του Θεού (Όμορφος Κόσμος, Ρέθυμνο).
Πρώτες μαρτυρίες για την Καινή Διαθήκη
Τα βιβλία των αποστόλων –αυτά που στη συνέχεια αποτέλεσαν την Καινή Διαθήκη– παραδόθηκαν στους χριστιανούς ήδη από την πρώτη γενιά, από τους ίδιους τους αποστόλους. Αν και αρχικά μάλλον οι χριστιανοί δεν τα θεωρούσαν ως ένα είδος «αγίας γραφής», όμως τα θεωρούσαν βασική πηγή πληροφόρησης για την πίστη που είχαν παραλάβει οι κατά τόπους Εκκλησίες από τα χείλη των ίδιων των αποστόλων. Η αξία των βιβλίων αυτών οφειλόταν στο ότι ήταν έργα των αποστόλων και η σημασία τους μεγάλωσε όταν οι απόστολοι, σιγά - σιγά, έφυγαν από αυτή τη ζωή.
Τα βιβλία Καινής Διαθήκης είναι γνωστά ως «κανονικά» («κανόνας» = σειρά στα αρχαία ελληνικά, γι’ αυτό τα ονομάζουμε «κανονικά», οι δε σειρές των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης αντίστοιχα ονομάζονται κανόνες της Π.Δ. και της Κ.Δ.) ήδη από τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ., δηλ. λίγο μετά το 100 μ.Χ. Εκτός από τα σπαράγματα παπύρων που σώζονται εδώ κι εκεί, οι βασικότερες μαρτυρίες είναι οι παρακάτω:
· Ο ταπεινός και σεμνός άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, όπως φαίνεται από τις 7 σωζόμενες επιστολές του (γραμμένες περίπου το 110 μ.Χ.), ξέρει και αναγνωρίζει ως γνήσια τις επιστολές του Παύλου και τα ευαγγέλια του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννη.
· Ο άγιος Κλήμης Ρώμης φαίνεται ότι ξέρει τις επιστολές του Παύλου προς Κορινθίους, Ρωμαίους και Εβραίους, ίσως δε και τα ευαγγέλια.
· Ο άγιος Πολύκαρπος Σμύρνης, στη δική του επιστολή προς Φιλιππησίους (δηλ. τους κατοίκους της πόλης Φίλιπποι της Μακεδονίας –είχε γράψει και ο Παύλος ανάλογη επιστολή), προδίδει γνώση των επιστολών του Παύλου προς Ρωμαίους, Α΄ Κορινθίους, Γαλάτες, Εφεσίους, Β΄ προς Θεσσαλονικείς, Α΄ και Β΄ προς Τιμόθεον, άρα έχει στα χέρια του corpus των κειμένων του Παύλου, προφανώς αντίγραφα, όπως και ο άγιος Ιγνάτιος που είπαμε παραπάνω.
· Η απόκρυφη Επιστολή Βαρνάβα, κεφ. 4, στ. 14, παραθέτει το Ματθ. 22, 14, εισάγοντάς το με το «ως γέγραπται» (=όπως έχει γραφτεί), στερεότυπη φράση που σημαίνει ότι το θεωρεί μέρος της Αγίας Γραφής.
· Επιπλέον, ο Παπίας Ιεραπόλεως, που το έργο του δε σώζεται, αλλά μαθαίνουμε γι’ αυτό από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιου επισκόπου Καισάρειας της Μικράς Ασίας (4ος αιώνας), γνωρίζει τα ευαγγέλια του Μάρκου και του Ματθαίου, για το δεύτερο μάλιστα παραθέτει την ανεξακρίβωτη πληροφορία ότι ο Ματθαίος το είχε γράψει αρχικά σε «εβραϊκή διάλεκτο» και κατόπιν το μεταγλώττισε στα ελληνικά, όπως το ξέρουμε. Ο Παπίας, κατά τον άγιο Ειρηναίο της Λυών (μικρασιατικής καταγωγής, επίσης του 2ου αιώνα), ήταν μαθητής του αποστόλου Ιωάννη και φίλος του Πολύκαρπου Σμύρνης, αν και είχε επηρεαστεί από διάφορες δοξασίες που εντοπίζονταν στη Μικρά Ασία και παρέκκλιναν από την ορθόδοξη παράδοση.
· Ο ίδιος ο άγιος Ειρηναίος γνωρίζει πλέον την Καινή Διαθήκη σχεδόν όπως έχει φτάσει ως εμάς. Λέω «σχεδόν», γιατί μερικά βιβλία δεν τα αναφέρει, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι οπωσδήποτε δεν τα γνώριζε. Την εποχή του (γύρω στο 170 μ.Χ.) ο «κανόνας» είχε συγκροτηθεί, με βάση την παράδοση των κατά τόπους Εκκλησιών, που διέσωζαν αποστολικά συγγράμματα και τα διαχώριζαν από άλλα, ορθόδοξα, που επίσης τα διάβαζαν, αλλά δεν τα θεωρούσαν αποστολικά ή τουλάχιστον όχι με βεβαιότητα, όπως η Επιστολή Βαρνάβα, η Διδαχή των Αποστόλων, η Β΄ Κλήμεντος προς Κορινθίους, η Επιστολή προς Διόγνητον, ο Ποιμήν κ.λ.π., ή και άλλα, όπως η απόκρυφη Αποκάλυψη Πέτρου, η απόκρυφη Γ΄ προς Κορινθίους δήθεν του Παύλου κ.λ.π.
· Σημειωτέον ότι τα ίδια τα απόκρυφα βιβλία συνιστούν μια σοβαρή μαρτυρία για την παλαιότητα των κανονικών, καθώς περιέχουν πλήθος αυτούσιων στίχων από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, αποκομμένους από το περιβάλλον τους, και απηχούν πολλούς άλλους.
(Λεπτομέρειες για τη δημιουργία της Καινής Διαθήκης βλ., μεταξύ άλλων, στις «Εισαγωγές» στην Καινή Διαθήκη των καθηγητών Σάββα Αγουρίδη κ.ά. –από την Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην του Σάββα Αγουρίδη, εκδ. Γρηγόρη, προέρχονται τα ανωτέρω στοιχεία).
Πηγή ανάρτησης:www.impantokratoros.gr
Ο Προτεσταντισμός
Δημήτριος Τσελεγγίδης Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΥ
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
Γένεση - Προσδοκίες - Διαψεύσεις
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΕΛΕΤΩΝ Α.Π.Θ. 20-24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2004
Εισαγωγή
Για να κατανοήσουμε σωστά την θεολογική ταυτότητα του Προτεσταντισμού, θα πρέπει να αναφερθούμε απαραιτήτως στις θεολογικές προϋποθέσεις, στις «ρίζες» δηλαδή της Προτεσταντικής θεολογικής σκέψεως. Γνωρίζοντας τις «ρίζες», με άλλα λόγια το θεολογικό υπόβαθρο του Προτεσταντισμού, θα μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε σε βάθος τις δογματικές και θεσμικές αποκλίσεις του από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Έτσι, θα μπορέσουμε στα στενά πλαίσια αυτής της εισηγήσεως να σκιαγραφήσουμε επιστημονικά και χωρίς προκαταλήψεις την θεολογική ιδιοπροσωπία του.
Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, ο Προτεσταντισμός απέρριψε την αυθεντία και το αλάθητο των Οικουμενικών Συνόδων. Αυτό σημαίνει ότι απέρριψε την εν Αγίω Πνεύματι αυθεντική ζωή της Εκκλησίας, η οποία αποτελεί και το αντίκρισμα της θεολογίας της. Οι αλήθειες των Οικουμενικών Συνόδων διασφαλίζουν αλαθήτως αυτήν ακριβώς την πνευματική εμπειρία του πληρώματος της Εκκλησίας. Εύλογα, λοιπόν, οι ρίζες της Προτεσταντικής θεολογικής σκέψεως θα πρέπει να αναζητηθούν πρωτίστως στην έλλειψη εκ μέρους των Προτεσταντών της αγιοπνευματικής εμπειρίας της Εκκλησίας. Ο Προτεσταντισμός απέδειξε στην πράξη ότι στερείται την ζώσα και ενεργό παρουσία του Αγίου Πνεύματος στη ζωή των θρησκευτικών κοινοτήτων του.
Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να εξηγηθεί θεολογικά η τόσο ευρείας κλίμακας απόκλιση από την δογματική διδασκαλία των Οικουμενικών Συνόδων, παρά ως θεσμική έπαρση των Προτεσταντών έναντι της Εκκλησίας; Να πού οφείλεται πρακτικώς η ετεροδοξία, δηλαδή η αίρεση του Προτεσταντισμού. Μη έχοντας ο Προτεσταντισμός εμπειρία της θείας δόξας, εξαιτίας της υπεροψίας του, δεν γνωρίζει αυθεντικά ούτε τον Θεό ούτε το εν Χριστώ είναι του ανθρώπου. Και αυτό αποδεικνύεται από τα πιο επίσημα κείμενα του Προτεσταντισμού, που αντιβαίνουν όχι μόνο στη ζωντανή διαχρονική εμπειρία της Εκκλησίας αλλά και σ' αυτήν την Αγία Γραφή, όπως θα επιχειρήσουμε να καταδείξουμε στη συνέχεια.
Οι σπουδαιότερες θεολογικές θέσεις του Προτεσταντισμού διαμορφώθηκαν ιστορικά κυρίως κατά την αντιπαράθεσή του προς τις παπικές αυθαιρεσίες, οι οποίες απέκλιναν σαφώς από την πίστη της αρχέγονης Εκκλησίας. Παρά το γεγονός όμως ότι η δογματική διδασκαλία του Προτεσταντισμού είναι συχνά αντίθετη προς την αντίστοιχη Ρωμαιοκαθολική, δεν θα μπορούσε να ταυτιστεί η διδασκαλία του αυτή σε καμμία περίπτωση με την πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Συγκεκριμενοποιώντας τις κυριότερες θεολογικές αποκλίσεις του Προτεσταντισμού από την πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας θα παρουσιάσουμε συνοπτικώς τα εξής χαρακτηριστικά σημεία:
1. Η Αποκάλυψη του Θεού
Ο Προτεσταντισμός αντικειμενοποίησε την Αποκάλυψη του Θεού. Την θεώρησε έκτακτη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος που αναφέρεται μόνο στο παρελθόν και θα αποκαλυφθεί πλήρως στα έσχατα. Έτσι, την περιόρισε στην Αγία Γραφή. Ειδικότερα, ο Λούθηρος αναφερόμενος στην αυθεντική Αποκάλυψη του Θεού προς τον κόσμο απέρριψε κατηγορηματικά την Παράδοση της Εκκλησίας ως φορέα της Αποκαλύψεως του Θεού στην ιστορία και θεώρησε την Αγία Γραφή ως την μοναδική πηγή (sic) Αποκαλύψεως, ως τον πλήρη και αυτάρκη κώδικα της πίστεως και ύψιστο κριτήριο κάθε δογματικής αλήθειας. Αυτή ακριβώς η απόρριψη της Παραδόσεως ήταν και ο βαθύτερος λόγος, στον οποίο επιχείρησε ο Προτεσταντισμός να στηρίξει την αμφισβήτηση του αλάθητου χαρακτήρα των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων της Εκκλησίας.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία όμως η Αποκάλυψη του Θεού νοείται πρωταρχικά ως φανέρωση του ίδιου του Θεού, ως θεοφάνεια, και βιούται ως χαρισματική εμπειρία της παρουσίας Του. Από την ίδια την ιστορία του λαού του Θεού, από την ίδια την πνευματική εμπειρία της Εκκλησίας, πιστοποιείται ότι η ζώσα πηγή της Αποκαλύψεως του Θεού και του θελήματός Του ήταν και παραμένει πάντοτε ο Τριαδικός Θεός. Η Αποκάλυψη του Θεού παρέχεται τριαδικά: εκ Πατρός, δι' Υιού, εν Αγίω Πνεύματι. Τόσο η Αγία Γραφή, όσο και η Ιερά Παράδοση, θεωρούνται από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως ισόκυροι φορείς της Αποκαλύψεως του Θεού. Η θεία Αποκάλυψη διατυπώνεται αυθεντικά εξίσου στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση. Η Ιερά Παράδοση, ειδικότερα, θεωρείται στην Ορθοδοξία ως η αδιάλειπτη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία και ως ζωή της Εκκλησίας, που μαρτυρείται πάντοτε από τους Πατέρες και από τους θεούμενους πιστούς. Εύλογα λοιπόν η Ιερά Παράδοση κατανοείται συνδεδεμένη με τις συνεχείς θεοφάνειες. Με την έννοια αυτή η Αγία Γραφή αποτελεί μέρος μόνο της Παραδόσεως της Εκκλησίας.
Ξεκινώντας ο Προτεσταντισμός από εσφαλμένες εκκλησιολογικές προϋποθέσεις αρνείται την ορατή Εκκλησία και κατά συνέπεια αρνείται και την αρμοδιότητά της να ερμηνεύει αυθεντικά την Αποκάλυψη του Θεού και να διατυπώνει τη δογματική διδασκαλία συνερχομένη σε Οικουμενικές Συνόδους. Θεωρεί την Αγία Γραφή ως σαφή και καταληπτή από τον κάθε Χριστιανό, ο οποίος μπορεί να την ερμηνεύει φωτιζόμενος από το Άγιο Πνεύμα. Όμως η αντίληψη αυτή του Προτεσταντισμού αμφισβητήθηκε καίρια στην πράξη, αφού οι ερμηνευτές τους εμφανίζουν ριζικές διαφωνίες στα δυσνόητα χωρία της Αγίας Γραφής. Παράλληλα, η άποψη για τον εσωτερικό φωτισμό του πιστού από το Άγιο Πνεύμα στην ερμηνεία της Αποκαλύψεως του Θεού οδήγησε τον Προτεσταντισμό σε έναν άκρατο υποκειμενισμό και ορθολογισμό, ώστε σύγχρονοι Προτεστάντες να απορρίπτουν όχι μόνο την θεοπνευστία της Αγίας Γραφής αλλά και την γνησιότητα διηγήσεων και γεγονότων της.
2. Τριαδολογία
Στην Τριαδολογία εντοπίζεται θεσμικά η σπουδαιότερη δογματική απόκλιση συνολικά της Δυτικής Χριστιανοσύνης από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Εδώ πρόκειται για την θεολογική αλλοίωση του Τριαδικού δόγματος εξαιτίας της αιρέσεως του Filioque. Βέβαια, ιστορικοδογματικώς προσεγγίζοντας τα πράγματα βλέπουμε ότι ο Προτεσταντισμός απλώς διατήρησε το Σύμβολο της πίστεως, όπως το παρέλαβε από την Ρωμαιοκαθολική «μήτρα» που γεννήθηκε, δηλαδή με την προσθήκη του Filioque. Έτσι όμως θεσμικά και ουσιαστικά εμφανίζεται να δέχεται ότι το Άγιο Πνεύμα ως πρόσωπο της Τριαδικής θεότητας εκπορεύεται όχι μόνο από τον Πατέρα αλλά και από τον Υιό (ex patre filioque).
Ταυτόχρονα, η αποδοχή του Filioque αποδεικνύει, ότι οι Δυτικοί έχουν αλλοτριωθεί όχι μόνο από την ορθή πίστη στον Τριαδικό Θεό αλλά προηγουμένως και από την άμεση εμπειρία του Θεού, αφού αδυνατούν να κατανοήσουν και να αποδεχθούν την χαρισματική θέωση του ανθρώπου από την άκτιστη θεοποιό χάρη.
Και επειδή η αυθαίρετη προσθήκη του Filioque στο Σύμβολο της πίστεως είναι σαφώς αντικανονική ως αντίθετη τόσο προς την απόφαση της Β' Οικουμενικής Συνόδου όσο και προς την ερμηνεία των Πατέρων των επομένων Συνόδων, εύλογα ο θεολόγος της θεοπτίας, άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, εισηγείται ο θεολογικός διάλογος με τους Δυτικούς να γίνει μόνο μετά την άρση του Filioque από το Σύμβολο της πίστεως1.
3. Χριστολογία
Ο Προτεσταντισμός διαφοροποιείται από την Ορθόδοξη Εκκλησία δογματικώς και στην Χριστολογική του διδασκαλία υποστηρίζοντας την αιρετική διδασκαλία για την πανταχού παρουσία του Χριστού σωματικώς, την γνωστή ubiquitas. Η Χριστολογική αυτή διδασκαλία του Προτεσταντισμού αποτελεί φυσική συνέπεια της εσφαλμένης ερμηνείας του Χριστολογικού δόγματος της Δ' Οικουμενικής Συνόδου.
Οι Προτεστάντες θεολόγοι δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν ότι η αντίδοση των ιδιωμάτων (και ονομάτων) των δύο φύσεων του Χριστού (της θεότητας και της ανθρωπότητας) γίνεται στο πρόσωπο του Θεανθρώπου. Κατά συνέπεια, δεν γίνεται μετάδοση των ιδιωμάτων της μιας φύσεως στην άλλη καθεαυτήν. Με τον τρόπο αυτό oι δύο φύσεις του Χριστού και μετά την ένωσή τους παραμένουν ακέραιες, μέσα δηλαδή στα οντολογικά όριά τους. Κατά την Ορθόδοξη Χριστολογία η ανθρώπινη φύση του Χριστού ως κτιστή -τόσο πριν όσο και μετά την ανάστασή Του- είναι τοπικώς περιορισμένη. Γι' αυτό και δεν είναι δυνατόν η ανθρώπινη φύση του Χριστού να είναι, όπως η θεότητά του, πανταχού παρούσα.
Επομένως, όταν οι Προτεστάντες υποστηρίζουν την παρουσία της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού παντού, τοποθετούν την ανθρώπινη φύση Του έξω από τα φυσικά όριά της, πράγμα που είναι κατηγορηματικά αντίθετο προς τις δογματικές αποφάνσεις της Δ' και της Στ' Οικουμενικής Συνόδου. Άλλο πράγμα είναι η θέωση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού (εμπλουτισμός της με τις άκτιστες θείες ενέργειες) και άλλο η μεταβολή της σε θεία φύση (απώλεια των κτιστών ανθρωπίνων ιδιωμάτων).
Φυλλάδιο Ιεράς Μονής Παρακλήτου (Ωρωπός Αττικής 1997)
ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ TOY ΣΤΑΥΡΟΥ
Δύναμη, Σημασία και Θαύματά του
Εισαγωγικά
Πριν από είκοσι αιώνες ο σταυρός ήταν όργανο ατιμωτικής τιμωρίας και φρικτού θανάτου. Οι Ρωμαίοι καταδίκαζαν στην ποινή της σταυρώσεως τους πιο μεγάλους εγκληματίες.
Σήμερα ο σταυρός κυριαρχεί σ' ολόκληρη τη ζωή των πιστών χριστιανών, σ' ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας μας, ως όργανο θυσίας, σωτηρίας, χαράς, αγιασμού και χάριτος. Όπως γράφει ο ιερός Χρυσόστομος, «αυτό το καταραμένο και αποτρόπαιο σύμβολο της χειρότερης τιμωρίας τώρα έχει γίνει ποθητό και αξιαγάπητο». Παντού το βλέπεις. «Στην αγία Τράπεζα, στις χειροτονίες των ιερέων, στη θεία λειτουργία. στα σπίτια, στις αγορές, στις ερημιές και στους δρόμους. στις θάλασσες, στα πλοία και στα νησιά. στα κρεββάτια και στα ενδύματα. στους γάμους, στα συμπόσια, στα χρυσά και τ' ασημένια σκεύη, στα κοσμήματα και στις τοιχογραφίες... Τόσο περιπόθητο σ' όλους έγινε το θαυμαστό αυτό δώρο, η ανέκφραστη αυτή χάρη.»
Πράγματι, όπου κι αν στρέψει κανείς το βλέμμα του, μέσα κι έξω από τον ναό, θα δει το σημείο του σταυρού. Σαν ορατό, σχηματικό σύμβολο, αλλά και σαν ιερή χειρονομία. Το σημείο του σταυρού δεσπόζει στη ζωή της Εκκλησίας.
Γιατί όμως;
Γιατί από τότε, που πάνω στον σταυρό καρφώθηκε και πέθανε για τη σωτηρία του κόσμου ο ίδιος ο Θεός, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, το όργανο αυτό της τιμωρίας έγινε όργανο σωτηρίας. «... Ου γαρ έτι καταδίκης εστί τιμωρία, αλλά τρόπαιον εδείχθη ημίν σωτηρίας», λέει ένα τροπάριο. Το αντικείμενο της αισχύνης έγινε η δόξα της Εκκλησίας. Της κατάρας το σύμβολο, έγινε «αράς της αρχαίας λύτρον». Της οδύνης και του θανάτου το ξύλο, έγινε «χαράς σημείον» και «ζωής ταμείον». Και όλ' αυτά, επειδή πάνω στο ξύλο του σταυρού, μαζί με το πανάχραντο σώμα Του, ο Κύριος κάρφωσε και τις αμαρτίες μας. Όπως γράφει ο άγιος απόστολος Παύλος, μας χάρισε «πάντα τα παραπτώματα, εξαλείψας το καθ' ημών χειρόγραφον... προσηλώσας αυτό τω σταυρώ.»
Ο Σταυρός του Χριστού μας συμφιλίωσε με τον ουράνιο Πατέρα, από τον Οποίο μας είχε χωρίσει ο διάβολος, εξαπατώντας τους προπάτορες. Ο Σταυρός του Χριστού μας άνοιξε τη βασιλεία των ουρανών, αφού μέχρι τη σταύρωση Εκείνου ο άδης κατάπινε αχόρταγα ακόμη και τους δικαίους. Γι' αυτό έχει τόση δύναμη και χάρη, τη δύναμη και τη χάρη του Χριστού, που, όταν σταυρώθηκε, τη μεταβίβασε με τρόπο μυστικό και ακατάληπτο στον τίμιο σταυρό Του, όπως σοφά μας λέει και η υμνολογία: «Ο σταυρός σου, Χριστέ, ει και ξύλον οράται τη ουσία, αλλά θείαν περιβέβληται δυναστείαν και αισθητώς τω κόσμω φαινόμενος, νοητώς την ημών θαυματουργεί σωτηρίαν...».
Ο σταυρός λοιπόν έγινε το σύμβολο του ιδίου του Χριστού. Σύμβολο, που τρέμουν τα δαιμόνια.
Η ανεκτίμητη αξία του Τιμίου Σταύρου
Αν είναι όμως πράγματι έτσι, γιατί τότε υπάρχουν άνθρωποι, που αρνούνται, αποστρέφονται και ατιμάζουν τον σταυρό; «Πολλοί γαρ περιπατούσιν», γράφει ο απόστολος Παύλος, «ους πολλάκις έλεγον υμίν, νυν δε και κλαίων λέγω, τους εχθρούς του σταυρού του Χριστού, ων το τέλος απώλεια...».
Πράγματι, ορισμένοι αιρετικοί είναι «εχθροί του σταυρού». Ο σταυρός, λένε, είναι όργανο εγκλήματος, και αποτελεί ειδωλολατρία η απόδοση σ' αυτόν τιμής. Υποστηρίζουν μάλιστα πως η αρχαία Εκκλησία δεν χρησιμοποιούσε το σημείο του σταυρού.
Η άποψη αυτή είναι πλανεμένη. Πρώτον, επειδή η Εκκλησία μας δεν τιμά τον σταυρό, σαν ένα τυχαίο γεωμετρικό σχήμα. Δεύτερον, επειδή η τιμή προς το σημείο του σταυρού έχει την αρχή της στους αποστολικούς ήδη χρόνους. Τρίτον, επειδή ο ίδιος ο Θεός φανέρωσε με υπερφυσικά γεγονότα, σε διάφορες περιπτώσεις και εποχές, ότι ο σταυρός αποτελεί το σύμβολό Του. Και τέταρτον, επειδή με το σημείο του σταυρού έγιναν και γίνονται εξαίσια θαύματα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Γέροντας Σωφρόνιος: Πρωινή προσευχή
(Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ)
«Πώς οικοδομείται η οικία της ψυχής; Την ακρίβεια του πράγματος μπορούμε να την μάθουμε από την αισθητή οικία. Πραγματικά αυτός που θέλει να οικοδομήσει την οικία αυτή, χρειάζεται να την ασφαλίσει από παντού και να ανυψώσει την οικοδομή κι από τις τέσσερεις πλευρές και να μην φροντίζει για το ένα μόνο μέρος, ενώ καταφρονεί τα άλλα, επειδή τότε δεν επιτυγχάνει τίποτα, αλλά καταβάλλει ματαίως και τον κόπο και τις δαπάνες.
Οφείλει ο άνθρωπος να μην παραμελεί κανένα μέρος της οικοδομής του, αλλά να την ανεγείρει ισομερώς και αρμονικά. Αυτό είναι που λέγει ο αββάς Ιωάννης, «εγώ θέλω να παίρνει ο άνθρωπος λίγο από κάθε αρετή και να μην κάνουν όπως μερικοί, που κρατούν μία αρετή και μένουν σε αυτήν και, ενώ ασκούν αυτήν, παραμελούν τις άλλες»… Αυτοί λοιπόν μοιάζουν με εκείνον που οικοδομεί ένα τοίχο και τον ανυψώνει όσο μπορεί και παρατηρώντας το ύψος του νομίζει ότι έκανε κάτι μεγάλο, και δεν γνωρίζει ότι ο πρώτος άνεμος που θα έλθει τον γκρεμίζει, διότι στέκεται απομονωμένος, χωρίς τη σύνδεση με τους άλλους τοίχους…
Πρώτα οφείλει να βάλει το θεμέλιο που είναι η πίστη, «διότι χωρίς πίστη», όπως λέει ο Απόστολος, «είναι αδύνατον να ευαρεστήσει κανείς το Θεό»(Εβρ. 11,6), και έπειτα πάνω σε αυτό το θεμέλιο να κτίσει την οικοδομή με σύστημα. Απαιτείται υπακοή; Οφείλει να βάλει έναν λίθο υπακοής. Συμβαίνει παροξυσμός αδελφού; Οφείλει να βάλει έναν λίθο μακροθυμίας. Απαιτείται εγκράτεια; Οφείλει να βάλει ένα λίθο εγράτειας. Ετσι για κάθε παρουσιαζόμενη αρετή πρέπει να βάλει στην οικοδομή έναν λίθο και έτσι να την ανυψώνει κυκλικά…
Ιδιαιτέρως από όλα αυτά οφείλει να επιμελείται την υπομονή και την ανδρεία, διότι αυτές είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι και με αυτές συσφίγγεται η οικοδομή και συναρμόζεται τοίχος με τοίχο και δεν γέρνουν ούτε αποχωρίζονται μεταξύ τους οι τοίχοι. Χωρίς αυτές δεν είναι κανείς ικανός να τελειοποιήσει καμία αρετή. Πραγματικά, αν δεν έχει κανείς ανδρεία στην ψυχή, ούτε υπομένει, και αν δεν υπάρχει υπομονή, κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι τέλειο. Γι αυτό λέει «θα κερδίσετε τις ψυχές σας με την υπομονή σας»(Λουκ. 21,19).
Πρέπει ομοίως αυτός που κτίζει να βάλει κάθε λίθο πάνω σε πηλό. Διότι αν βάλει λίθο πάνω σε λίθο χωρίς πηλό, σπάνε οι λίθοι και πέφτει η οικία. Ο πηλός είναι η ταπείνωση, επειδή είναι από τη γη και βρίσκεται κάτω από τα πόδια όλων. Κάθε αρετή λοιπόν που γίνεται χωρίς ταπείνωση δεν είναι αρετή… Ο,τι λοιπόν αγαθό κάνει κανείς, οφείλει να το κάνει με ταπείνωση, για να συντηρηθεί με την ταπείνωση αυτό που έγινε.
Πρέπει όμως να έχει η οικία και τους λεγόμενους αρμούς, οι οποίοι είναι η διάκριση που στερεώνει την οικία και ενώνει λίθο με λίθο και συσφίγγει την οικοδομή, παρέχοντας εκτός από αυτό και πολλή ευπρέπεια στην οικία.
Η δε στέγη είναι η αγάπη, που είναι η τελείωση των αρετών, όπως η στέγη της οικίας.
Επειτα μετά τη στέγη έρχεται η περιστεφάνωση του δώματος. Τι είναι η περιστεφάνωση; Είναι γραμμένο και στο νόμο «εάν κτίσετε οικία και κατασκευάσετε δώμα σε αυτήν, κάντε κιγκλίδωμα στο δώμα, για να μην πέφτουν τα παιδιά σας από το δώμα»(Δευτερ. 22,8). Το κιγκλίδωμα είναι η ταπείνωση. Διότι αυτή είναι που στεφανώνει και φυλάσσει όλες τις αρετές. Και όπως κάθε αρετή πρέπει να γίνεται με ταπείνωση, με τον τρόπο που είπαμε ότι κάθε λίθος τοποθετείται πάνω σε πηλό, έτσι και η τελείωση της αρετής χρειάζεται την ταπείνωση, εφ όσον οι φυσικώς προοδεύοντες άγιοι έρχονται σε ταπείνωση. Όπως πάντοτε σας λέω ότι όσο προσεγγίζει κανείς το Θεό, τόσο αμαρτωλότερο βλέπει τον εαυτό του.
Τι είναι τώρα τα παιδιά που είπε ο νόμος να μην πέσουν από το δώμα; Τα παιδιά είναι οι λογισμοί που γεννιούνται στην ψυχή, τους οποίους πρέπει να φυλάσσουν με ταπείνωση, για να μην πέσουν επάνω από το δώμα, το οποίο είπαμε ότι είναι η τελείωση των αρετών.
Η οικία τώρα τελείωσε. Εχει τους αρμούς, έχει την στέγη. Να και η περιστεφάνωση. Και γενικά η οικία έχει τελειώσει. Αραγε μήπως της λείπει τίποτα; Ναι, παραλείψαμε άλλο ένα. Τι είναι αυτό; Το να είναι τεχνίτης ο οικοδόμος. Διότι αν δεν είναι τεχνίτης, η οικοδομή γίνεται κάπως στραβή και η οικία κάποια μέρα πέφτει. Ο τεχνίτης είναι αυτός που ενεργεί με γνώση. Διότι συμβαίνει να καταβάλλει κανείς τον κόπο της αρετής και από το γεγονός ότι δεν τον κάνει με γνώση, τον αχρηστεύει ή μένει αμήχανος και δεν βρίσκει τρόπο να συμπληρώσει το έργο, αλλά βάζει έναν λίθο και τον παίρνει…»
(αββάς Δωρόθεος εκδ. ΕΠΕ σελ537-543)
Ω αγνότητα, που σιχαίνεσαι την τρυφή και τη σπατάλη και την περιποίηση του σώματος και τον καλλωπισμό των ενδυμάτων!
Ω αγνότητα, που μισείς τα πολυτελή φαγητά και απομακρύνεις τη μέθη! Ω αγνότητα, που είσαι χαλινάρι των οφθαλμών και μεταφέρεις όλο το σώμα από το σκοτάδι στο φως!
Ω αγνότητα, που σκληραγωγείς το σώμα και το μεταχειρίζεσαι σαν δούλο, και προσέχεις στα ουράνια!
Ω αγνότητα, μητέρα της αγάπης και πολίτευμα των αγγέλων!
Ω αγνότητα, που έχεις καθαρή την καρδιά και είσαι γλυκειά γλώσσα και χαρούμενο πρόσωπο!
Ω αγνότητα, που ύψωσες τον φιλόθεο Ιωσήφ (τον Πάγκαλο) στην ξένη χώρα, ώστε να αγοράζει ακόμη και εκείνους που τον αγόρασαν!
Ω αγνότητα, δώρο του Θεού, γεμάτη ωφέλεια και παιδαγωγία και γνώση!
Ω αγνότητα, ήσυχο λιμάνι, γεμάτο ειρήνη και ασφάλεια!
Ω αγνότητα, που κάνεις χαρούμενη την καρδιά εκείνου που σε έχει, και δίνεις φτερά στην ψυχή, για να πετάξει στα ουράνια!
Ω αγνότητα, που γεννάς την πνευματική χαρά και φονεύεις την λύπη!
Ω αγνότητα, που αποστρέφεσαι το κακό και προσηλώνεσαι στο καλό!
Ω αγνότητα, που ελαττώνεις τα πάθη και καλλιεργείς την απάθεια!
Ω αγνότητα, που φωτίζεις τους δικαίους και βυθίζεις στο σκοτάδι τον Διάβολο, και τρέχεις προς το βραβείο της ουρανίου κλήσεως, που μας έκανε ο Χριστός!
Ω αγνότητα, που διώχνεις μακριά την ακηδία και προξενείς την υπομονή! Ω αγνότητα, φορτίο ελαφρό, που δεν καταποντίζεται από τα κύματα, και αιώνιος πλούτος κρυμμένος στην ψυχή του φιλόχριστου ανθρώπου, που θα τον βρει στον καιρό της ανάγκης όποιος τον έχει αποκτήσει!
Ω αγνότητα, ωραίο κτήμα, που δεν το καταστρέφουν τα θηρία και δεν το κατακαίει η φωτιά!
Ω αγνότητα, που κρατάς στα χέρια σου πλούτο, για τον οποίο κανείς δεν μετανιώνει, και που διώχνεις μακριά την αμέλεια!
Ω αγνότητα, που είσαι πνευματικό άρμα και ανεβάζεις στα ύψη εκείνον που σε έχει!
Ω αγνότητα, που κατοικείς στις ψυχές των πράων και ταπεινών και τους κάνεις ανθρώπους του Θεού!
Ω αγνότητα, που ανθίζεις σαν ρόδο ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα, και γεμίζεις όλο τον οίκο με ευωδία!
Ω αγνότητα, που είσαι πρόδρομος και σύνοικος του Αγίου Πνεύματος!
Ω αγνότητα, που εξιλεώνεις το Θεό και απολαμβάνεις την πραγματοποίηση των υποσχέσεών του, και για αυτό σε ευγνωμονούν όλοι οι άνθρωποι!
Αυτήν αγάπησαν οι Αγιοι. Αυτήν αγάπησε ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής· και επειδή την αγάπησε, αξιώθηκε να γείρει στο στήθος του ενδόξου Κυρίου.
Ω αγνότητα, που δεν απέκτησες βραβεία μόνο με αυτούς που έμειναν για πάντα παρθένοι, αλλά και με τους έγγαμους!
Αυτήν λοιπόν ας αγαπήσουμε και εμείς με όλη μας την καρδιά, ευλογημένοι δούλοι του Σωτήρα, για να κάνουμε να χαρεί το Πνεύμα του Θεού, που κατοικεί μέσα μας.
Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα, στους αιώνες. Αμήν
(Οσίου Εφραίμ του Σύρου Έργα,τόμος Γ' σελ.170-172 εκδοση «Το περιβόλι της Παναγίας»)