Ό αγώνας μεταξύ τών δύο εξουσιών (βασιλείς καί ιερωσύνης) είχε αρχίσει ήδη από τόν Δ΄ αιώνα τόσο στήν Ανατολή, όσο καί στή Δύση, αλλά στή μέν Ανατολή υπήρξε υποτονικός, λόγω τής διαμορφώσεως αρμονικών σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας καί Πολιτείας, ενώ στη Δύση προσέλαβε ευρύτατες διαστάσεις, λόγω κυρίως τών ιδιομόρφων πολιτικών συνθηκών καί τής ασαφούς εξουσίας τού παπικού θρόνου. Στή διαμάχη τών δύο εξουσιών ό παπικός θρόνος διαπνεόταν από τό ίδιο πνεύμα, από τό οποίο διαπνεόταν καί κατά τή διεκδίκηση τού πρωτείου εξουσίας σέ ολόκληρη τήν Εκκλησία. Ωστόσο, τό μέν παπικό πρωτείο προβαλλόταν κυρίως στίς σχέσεις τού παπικού θρόνου πρός τίς Εκκλησίες τής Ανατολής, ενώ ή θεωρία περί τής υπαλλήλου σχέσεως τών δύο εξουσιών προβλήθηκε κυρίως πρός τούς ηγεμόνες τής Δύσεως (ψευδο-Κωνσταντίνεια δωρεά).
Πράγματι, ενώ ή παπική περί δύο εξουσιών θεωρία οδήγησε στήν ίδρυση ενός μικρού παπικού κράτους στήν Ιταλία καί υπέθαλψε τή διεκδίκηση τής υπεροχής τής παπικής έναντι τής βασιλικής εξουσίας κατά τήν περίοδο τού περί ΄΄περιβολής΄΄ αγώνα, η περί τού παπικού πρωτείου εξουσίας αξίωση κατέληξε τελικά στό σχίσμα τών εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως (1054). Το γεγονός ότι καί αυτές ακόμη οί ήδη γνωστές από τόν Η΄ αιώνα θεολογικές διαφορές (filioque) χρησιμοποιήθηκαν περιστασιακά καί καθυστερημένα, ήτοι μετά τήν αντιπαράθεση στόν χώρο τής ιεραποστολής καί τήν οξεία ρήξη τών θρόνων τής Πρεσβυτέρας καί τής Νέας Ρώμης, υποδηλώνει ότι τό κύριο αίτιο τού μεγάλου σχίσματος τών Εκκλησιών Ανατολής καί Δύσεως (1054) πρέπει νά αναζητηθή τόσο στό παπικό πρωτείο, τό οποίο ενισχύθηκε μέ τίς ψευδο-Ισιδώρειες Διατάξεις, όσο καί στήν παπική αξίωση επιβολής του σέ ολόκληρη τήν Εκκλησία.
Ή περί τό κύριο αυτό αίτιο προσθήκη καί τών λοιπών διαφορών, μικρότερης ίσως σημασίας για τήν έν λόγω εποχή, όπως λ.χ. τών θεολογικών (filioque), τών πολιτικών (ίδρυση τού παπικού κράτους, εισαγωγή ρωμαικών εκκλ. εθίμων, υποχρεωτική αγαμία τού κλήρου, τέλεση τού χρίσματος από μόνους τούς επισκόπους, περιορισμός τής Μ.Τεσσαρακοστής κατά μία εβδομάδα, τά άζυμα κ.λπ.), διηύρυνε τό υφιστάμενο χάσμα μεταξύ Ανατολής καί Δύσεως. Τό χάσμα όμως αυτό ήταν αποτέλεσμα μιάς μακραίωνης σειράς εκκλησιαστικών μεταβολών καί εξελίξεων, οί οποίες τόνισαν τήν υφιστάμενη διαφορότητα τού ρωμαικού καί τού ελληνικού πνεύματος καί κατέληξαν σέ μία οξεία αντίθεση μεταξύ τού συγκεντρωτικού ρωμαικού πνεύματος τού παπικού θρόνου καί τής συνοδικής συνειδήσεως τής ορθοδόξου Ανατολής.
Τό παπικό πρωτείο βασίσθηκε, όπως είδαμε, στά πρεσβεία τιμής τού θρόνου τής Ρώμης, τά οποία αναγνωρίσθηκαν εθιμικώς μέν κατά τούς τρείς πρώτους αιώνες ,αλλά κατοχυρώθηκαν κανονικώς μέ τούς κανόνες 6 τής Α΄, 3 τής Β΄ καί 28 τής Δ΄ Οικουμενικής συνόδου. Τά πρεσβεία τιμής δέν είχαν βεβαίως διοικητικό χαρακτήρα μέχρι τό τέλος τού Δ΄ αι.,αλλά καί οί λοιποί πατριαρχικοί θρόνοι Κπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας καί Ιεροσολύμων σέ αυτά θεμελίωσαν όλες τίς διοικητικές διεκδικήσεις τους κατά τό πρώτο ήμισυ τού Ε΄ αι., οπότε εμφανίσθηκε καί η θεωρία περί τού παπικού πρωτείου.
Τό παπικό πρωτείο ήταν όχι βεβαίως μόνο μία διεκδίκηση διοικητικής δικαιοδοσίας σέ ολόκληρη έστω τήν Εκκλησία, αλλά καί μία προοδευτικώς εξελισσόμενη παράδοση περί τής εκκλησιολογικής θεμελιώσεως τής κυριαρχικής θέσεως τού πάπα σέ ολόκληρη τήν εκκλησία,ιδιαίτερα δέ μέ τήν θεωρία γιά τή μυστική ταύτιση τής εξουσίας τού απ. Πέτρου πρός τήν εξουσία τών εκάστοτε παπών Ρώμης (papa Petrus ipse), ότι δηλαδή διά μέσου κάθε παπά ενεργεί στήν εκκλησία ό ίδιος ό απ.Πέτρος. Τήν ιδέα αυτή είχε διακηρύξει γιά πρώτη φορά, όπως είδαμε, ό παπικός αντιπρόσωπος Φίλιππος στήν Γ΄ Οικουμενική σύνοδο (431) καί είχαν τονίσει ιδιαίτερα οί πάπες Λεών Α΄ (440-461) καί Γελάσιος Α΄ (492-496) κυρίως στόν αγώνα εναντίον τού θρόνου τής Κπόλεως. Ή Ανατολή αντέδρασε μόνον όταν κατανόησε τή σοβαρότητα τής εκκλησιολογικής παρεκκλίσεως, αλλ΄ ή θεωρία περί τού θείω δικαίω παπικού πρωτείου είχε πλέον διαμορφωθή. Ή ευρύτερη απήχηση τής στή ζωή τής εκκλησίας διευκολύνθηκε από τίς ακόλουθες ιστορικές μεταβολές:
Πρώτον, από τήν υποταγή τών πατριαρχείων τής Ανατολής (Αλεξανδρείας, Αντιοχείας καί Ιεροσολύμων) στούς Άραβες ήδη από τά μέσα τού Ζ’ αι., ή οποία κατέστησε πλέον μονοσήμαντο τόν ανταγωνισμό Πρεσβυτέρας καί Νέας Ρώμης.
Δεύτερον, από τή σταδιακή κατάρευση τής βυζαντινής κυριαρχίας στήν Ιταλία κατά τίς αρχές τού Η΄ αι., ιδιαίτερα μετά τήν κατάλυση τού εξαρχάτου τής Ραβέννας από τούς Λογγοβάρδους.
Τρίτον, από τήν κυριαρχία τού φραγκικού κράτους σέ ολόκληρη σχεδόν τή Δύση κατά τήν περίοδο τού Καρλομάγνου, κατά τήν οποία αυτονομήθηκε σταδιακά ό παπικός θρόνος από τή βυζαντινή πολιτική κηδεμονία.
Τέταρτον, από τήν διαπίστωση ότι τό παπικό πρωτείο εξυπηρετούσε τό αντιβυζαντινό πνεύμα τών Φράγκων, γι΄ αυτό καί ενισχύθηκε μέ τίς εντυπωσιακές νοθείες τών ψευδο-Ισιδωρείων Διατάξεων από τίς αρχές ήδη τού Θ΄ αιώνα.
Από τόν εναγκαλισμό όμως αυτό τού παπικού θρόνου μέ τούς Φράγκους ανεφύη στή Δύση καί τό ζήτημα τού filioque. Ή προέλευση τής διδασκαλίας περί τής εκπορεύσεως τού αγ.Πνεύματος όχι μόνο ΄΄εκ τού πατρός΄΄,αλλά ΄΄καί έκ τού Υιού΄΄(filioque) συνδεόταν αναμφιβόλως μέ τίς βησιγοτθικές αρειανικές ρίζες τής φραγκικής θεολογίας. Τόν Αρειανισμό είχαν δεχθή οί Βησιγότθοι, οί οποίοι πιεζόμενοι από τήν Ανατολή κατέφυγαν τελικώς στήν Ισπανία, κατ΄επέκταση δέ καί όλα σχεδόν τά άλλα γερμανικά φύλλα (Οστρογότθοι, Βάνδαλοι, Βουργούνδιοι, Σουηβοί κ.α.), τά οποία τελικώς απορροφήθηκαν στό Φραγκικό κράτος. Έτσι εξηγείται τό γεγονός ότι ήδη ή σύνοδος τού Τολέδο (589) εισήγαγε τελικώς το filioque καί στό σύμβολο Νικαίας-Κπόλεως.
Ή κατά τόν Η΄ αι., εισαγωγή τής καινοτομίας αυτής στό Φραγκικό κράτος ήταν συνέπεια τής αφομοιώσεως στό κράτος αυτό όλων τών αρειανικών γερμανικών φύλων, τά οποία διέθεταν μία ανεπτυγμένη θεολογία καί επηρέασαν τή γέννηση τής φραγκικής θεολογίας .Υπό τό πνεύμα αυτό ή προσθήκη τού filioque έγινε επίσημα δεκτή από τή σύνοδο τής Φραγκφούρτης (796) καί από τή σύνοδο τού Ακυίσγράνου (809). Οί ορθόδοξοι μοναχοί τής Παλαιστίνης κατηγόρησαν σέ σχετική θεολογική συζήτηση με φράγκους μοναχούς τήν προσθήκη στό σύμβολο πίστεως ώς αίρεση.
Ό πάπας Λέων Γ΄ (795-816) τήν αποδοκίμασε καί ανάρτησε δύο αργυρές πλάκες στό ναό τού αγ. Πέτρου μέ τό σύμβολο τής πίστεως χωρίς τήν προσθήκη τού filioque, ενώ καταδίκασε κάθε προσθήκη ή αλλοίωση τού παραδεδομένου συμβόλου τής πίστεως. Ή επίσημη αυτή αντίδραση τού παπικού θρόνου δέν είναι βεβαίως άσχετη πρός τήν εκλογή ανατολιτικών κυρίως υποψηφίων γιά τόν παπικό θρόνο κατά τήν πρώτη περίοδο τής εικονομαχίας (727-787), αλλά ή επίδραση τής φραγκικής θεολογίας ήταν πλέον αισθητή σέ ολόκληρη σχεδόν τή Δύση κατά τήν εποχή τού Καρλομάγνου. Ή περί του filioque όμως διδασκαλία υιοθετήθηκε προοδευτικά καί από λατίνους θεολόγους.
(Εκκλησιαστική Ιστορία,τόμος Β΄ Βλασίου Φειδά, σελ. 93-97)