ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ-
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 7.20-9 βράδυ

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Πρόγραμμα Ακολουθιών - 2η Θεία Λειτουργία

Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται

στον Άγιο Σώστη

και

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.

Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα

                                                           

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

«Ο δε Θεός, που δίνει φωλιά στους νεοσσούς των αετών και άρτο στους ανθρώπους για να φάγουν, ρίχνει σαν βροχή τα χρήματα και στον μακάριο τούτον και του ανοίγει τους θησαυρούς των αρχόντων, και όλοι μαζί, συγγενείς, φίλοι, παιδιά, του χορηγούν ικανή ποσότητα χρυσού. Παίρνοντάς την ο μακάριος, άρχισε το έργο της ανοικοδομήσεως του μοναστηριού με την πεποίθηση στον Θεό, στον οποίο προσευχήθηκε και γι’ αυτό» (τ. 19Α, σελ. 225-227).

«Έως τότε δεν έμεινε ποτέ κανείς μαζί του μέσα στο κελλί. Ενώ λοιπόν κοιμόμουν στο πάτωμα, σε μία γωνιά του κελλιού του, κάποτε κατά τα μεσάνυκτα, σαν να αφυπνίσθηκα από κάποιον, είδα με ξύπνιους οφθαλμούς να συμβαίνη σ’ αυτόν ένα φρικτό θέαμα και να το ιδής και να το ακούσης. Πλησίον της στέγης του κελλιού του ήταν από επάνω κρεμασμένη η μεγάλη εικών της Δεήσεως, και εμπρός της εκαιόταν μια κανδήλα. Και ξαφνικά είδα στο ίδιο ύψος της εικόνος να κρεμιέται — μάρτυς μου ο Χριστός, η αλήθεια— στον αέρα ο άγιος έως τέσσερις πήχες, έχοντας τα χέρια προς το ύψος και προσευχόμενος όλος γεμάτος φως, όλος λαμπρότητα. Καθώς είδα τούτο το φρικτό κι’ εξαίσιο θαύμα, άπειρο παιδί από τέτοιες εμπειρίες, φοβισμένος μπήκα κάτω από το στρώμα και σκέπασα την κεφαλή και το πρόσωπό μου. Μόλις ξημέρωσε κατεχόμενος από το φόβο είπα το όραμα στον άγιο ιδιαιτέρως. Αυτός δε με επέπληξε και μου παρήγγειλε να μη το είπω σε κανένα καθόλου» (τ. 19Α, σελ. 245-247).

«Μία νύκτα λοιπόν, καθώς ήμουν ξαπλωμένος σ’ εκείνη την θήκη και απελάμβανα λίγον ύπνο, αφυπνίσθηκα σαν από κάποιο πρόσωπο, όπως είπα και πρωτύτερα, και βλέπω τον μακάριο και ισάγγελο τούτον, τον οποίο μόλις με ένα μηχάνημα κινούσαμε εδώ και εκεί και στρέφαμε επάνω στην κλίνη, καταβεβλημένον από την αρρώστια —οποίον φρικτό θαύμα— να είναι κρεμασμένος πάλι μετέωρος τέσσερις ή και περισσοτέρους πήχεις επάνω από την γη, και να προσεύχεται στον Θεό του σε ανέκφραστο φως. Όταν λοιπόν τον είδα έτσι, αφού θυμόμουν ήδη την μεγάλη αγιοσύνη του από την προηγουμένη οπτασία και την αγγελική του κατάσταση, θαύμαζα γι’ αυτόν, ευρισκόμενος σε ησυχία και γεμάτος φρίκη. Διαλογιζόμουν λοιπόν μέσα μου και έλεγα· άραγε πώς αυτός ο άνθρωπος που χθες και προχθές δεν μπορούσε να στραφή μόνος του επάνω στην κλίνη ούτε καν να σαλευθή καθόλου και να σηκωθή χωρίς την βοήθεια άλλων χεριών, σηκώθηκε έτσι μόνος του από την κλίνη και προσεύχεται αεροβατώντας με αυτόν τον τρόπο, αυτός που φορεί σάρκα επίγεια και είναι άνθρωπος όπως εμείς; Αυτά λοιπόν στρέφοντας στην σκέψι μου και θαυμάζοντας, βυθίστηκα πάλι στον ύπνο χωρίς να το θέλω, αφήνοντας τον άγιο κρεμασμένον ακόμη στον αέρα. Έπειτα, όταν σε λίγο αφυπνίσθηκα ξαφνικά (διότι η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά με το παράδοξο και παράξενο εκείνο όραμα), βλέπω τον άγιο να είναι τώρα ξαπλωμένος επί της κλίνης, να έχη σηκώσει μόνος του το σκέπασμα και να έχη σκεπάσει το σώμα του, πράγμα που με κατέπληξε και μου συνεπήρε περισσότερο τον λογισμό... Όταν δε εξημέρωσε και άρχισα την υπηρεσία στον άγιο, πήρα θάρρος και του αποκαλύπτω ιδιαιτέρως το μυστήριο. Αυτός δε λέγει «δεσμεύεσαι από τον Θεό και την ταπεινότητά μου να μη ειπής το όραμα τούτο σε κανένα, πριν με ιδής να εκδημήσω από την σάρκα». Πράγμα που εφύλαξα έως σήμερα και δεν το φανέρωσα σε κανένα» (τ. 19Α, σελ. 267-9).

«Διότι αυτός που αγανακτεί για την συνήθη σύναξη και στενοχωρείται και παραλύουν τα μέλη του για το μάκρος των ψαλλομένων ύμνων, αυτός στ’ αλήθεια δεν γνώρισε πόσο γλυκά είναι τα λόγια του Θεού στον λάρυγγα αυτών που τον αγαπούν, και ανώτερα από μελισσόκερο στο στόμα αυτών που τον αναγνωρίζουν. Αλλ’ επειδή είναι όλος σάρκα και έχει σαρκικό φρόνημα και ακόμη πιο σάρκινη την αίσθηση, δεν μπορεί κατά πνευματικό τρόπο να γεύεται αυτά που για δική μας ευεργεσία μας δόθηκαν από τον Θεό, αλλ’ όλα όσα είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού του φαίνονται πικρά και δεν γνωρίζει το, «γευθείτε και δείτε ότι είναι αγαθός ο Κύριος» (τ.19Γ, σελ.341-343).

«Όταν λοιπόν η συνείδηση του έλεγε, "Κάνε οπωσδήποτε και άλλες μετάνοιες και πρόσθεσε και άλλους ψαλμούς, και λέγε περισσότερο το ‘Κύριε, ελέησον’, διότι μπορείς", υπάκουε σ’ αυτήν με προθυμία και χωρίς δισταγμό, σαν να λεγόταν αυτό από τον ίδιο τον Θεό· έτσι τα έκαμνε όλα. Και από τότε δεν κοιμήθηκε ποτέ με τη συνείδηση να τον ελέγχει και να του λέγει ‘Γιατί δεν το έκανες αυτό;’ Ακολουθώντας λοιπόν αυτήν χωρίς παράλειψη και ενώ εκείνη ημέρα με την ημέρα πρόσθετε και αλλά λόγια, σε λίγες ημέρες αυξήθηκε πολύ η εσπερινή ακολουθία. Την ημέρα βέβαια φρόντιζε την οικία κάποιου πατρικίου και μετέβαινε καθημερινά στο παλάτι, μεριμνώντας για όσα αρμόζουν στον βίο, και για το λόγο αυτό δεν γίνονταν φανερά τα πραττόμενα σε κανένα άνθρωπο. Γι' αυτό κάθε εσπέρα χύνονταν δάκρυα από τα μάτια του και έκαμνε συχνότερα γονυκλισίες πέφτοντας με το πρόσωπο στη γη, έχοντας κολλημένα και αμετακίνητα τα πόδια του μεταξύ τους σε στάση, και διάβαζε ευχές προς την Θεοτόκο με πόνο, με δάκρυα και στεναγμούς και, σαν να ήταν παρών ο Κύριος σωματικώς, έτσι έπεφτε στα άχραντα πόδια του και ζητούσε ως τυφλός να ελεηθεί και ν’ αναβλέψει ψυχικά. Και ενώ η προσευχή αυξανόταν κάθε εσπέρα, διαρκούσε μέχρι το μεσονύκτιο, χωρίς καθόλου να κυριεύεται από χαύνωση ή αδιαφορία κατά την ώρα της προσευχής» (τ. 19Δ, σ. 253).

«Δεν τολμώ να πω, Ελέησέ με, διότι είμαι ανάξιος· εσύ όμως Κύριε, βλέπεις» (τ. 19Δ, σ. 279).

«Στάσου για προσευχή, ψάλλοντας ήσυχα και προσευχόμενος στον Θεό, ώστε να μην ακούεσαι από κανέναν. Στάσου γενναία συγκεντρώνοντας τους λογισμούς σου, χωρίς να τους αφήνεις να περιπλανώνται αλλού, σφίξε τα χέρια σου, ένωσε επίσης ασάλευτα τα πόδια σου σε μία βάση, κλείσε τους οφθαλμούς, ώστε να μη βλέπουν τίποτε άλλο και να μη διασκορπούν το νου, ύψωσε και τον ίδιο το νου και όλη σου την καρδιά στους ουρανούς και στον Θεό, και κάλεσε από εκεί με δάκρυα και στεναγμούς το έλεος» (τ.19Δ, σ.331).

«Θα γονατίσω και θα κλάψω με θλίψη για την αμαρτωλή ψυχή μου και με δάκρυα και στεναγμούς θα πω στον Κύριο· Δέσποτα, Κύριε του ουρανού και της γης, γνωρίζω ότι αμάρτησα ενώπιόν σου περισσότερο από κάθε φύση ανθρώπων και αυτών των άλογων ζώων και των ερπετών, σε σένα τον φοβερό και απρόσιτο Θεό μου, και δεν είμαι άξιος να τύχω ποτέ από σένα καθόλου έλεος. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν τολμούσα να προσέλθω και να γονατίσω μπροστά σου, φιλάνθρωπε βασιλιά, μέχρι που άκουσα την άγια φωνή σου να λέγει «δεν επιθυμώ με τη θέλησή μου τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά το να επιστρέψει και να ζήσει" και πάλι, "χαρά γίνεται στον ουρανό όταν μετανοεί ένας αμαρτωλός". Όμως, Δέσποτα, φέροντας στη μνήμη μου και την παραβολή που είπες για τον άσωτο Υιό, το πώς δηλαδή, ενώ αυτός ερχόταν και προτού σε πλησιάσει, εσύ ο εύσπλαχνος έτρεξες, έπεσες επάνω στον τράχηλό του και τον καταφίλησες, στηρίζοντας το θάρρος μου στο πέλαγος της αγαθότητάς σου, έτρεξα κοντά σου με οδύνη και λύπη και σκυθρωπή καρδιά, όντας πυρωμένος και φοβερά τραυματισμένος και κείμενος φοβερά εξαιτίας των αμαρτιών μου στα έγκατα του άδη. Όμως από τώρα και στο εξής σου δίνω το λόγο μου, Κύριε, ότι όσο προστάζεις ακόμη να βρίσκομαι σ’ αυτή τη ζωή και σ’ αυτό το σώμα, δεν θα σ’ εγκαταλείψω, ούτε θα επιστρέψω πίσω, ούτε επίσης θα πλησιάσω τα μάταια και τα πονηρά. Εσύ όμως, ο Θεός μου, γνωρίζεις καλά την αδυναμία μου, την ταλαιπωρία, την ολιγοψυχία μου και τις προλήψεις που πρόκειται να με τυραννήσουν και να με στενοχωρήσουν. Βοήθησέ με, σε ικετεύω γονατιστός μπροστά σου, και μη μ’ εγκαταλείπεις, ούτε να μ’ αφήσεις για πολύ να περιγελώμαι και να περιπαίζομαι από τον εχθρό, εμένα που από τώρα, αγαθέ, είμαι δούλος σου» (τ. 19Δ, σελ. 419-421).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

“Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται ας προσέχει μήπως πέσει”
(Α΄ Κορ. ι΄ 12)

“Να μη υπερηφανευθής όταν πλέεις καλά πριν δέσεις το πλοίο.

Διότι, πολλές φορές πολλών ανθρώπων το πλοίο, ενώ έπλεε

προς το λιμάνι καλά, βυθίστηκε το σκάφος, ενώ πολλοί άλλοι

οδήγησαν το πλοίο τους στο λιμάνι παρ’ όλο που υπήρχε τρικυμία”.

(Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ΕΠΕ 9, 421)

184. Το σώμα και το αίμα του Κυρίου είναι παρόντα σε ένα μόνο ποτήριο, σε ένα ναό και σε μία θεία λειτουργία;

Όχι. Αυτό μας απαγορεύει να το σκεφθούμε η ολότητα του μυστηρίου του σώματος και του αίματος του Χριστού, τα οποία είναι παρόντα στην ευχαριστία όχι εκτατώς και ποσστικώς. Το σώμα και το αίμα του Χριστού είναι παρόντα όχι σε ένα μόνο ιερό ποτήριο, Αλλά σε όλα τα ποτήρια και σε όλες τις λειτουργίες που τελούνται σε όλους τους ορθόδοξους ναούς που υπάρχουν σε όλα τα μέρη της γης. Αυτό φυσικά συμβαίνει, όχι επειδή το σώμα του Χριστού είναι πανταχού παρόν. Όπως είδαμε στα προηγούμενα, η ιδέα αυτή την οποία διατύπωσε ο Λούθηρος, είναι εντελώς ασύστατη και απορριπτέα, καθότι αποδίδει στο σώμα του Χριστού καθ’ εαυτό την ιδιότητα της πανταχού παρουσίας, η οποία ανήκει μόνο στο Χριστό (ως Θεό).

Το μυστήριο της παρουσίας του Χριστού στην ευχαριστία, όπως και η μεταβολή των στοιχείων του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού, καθώς και το μυστήριο της Αγίας Τριάδος και της θείας ενανθρωπήσεως αποτελούν τα κορυφαία μυστήρια της χριστιανικής πίστεως, τα οποία αδυνατεί να προσεγγίσει η φυσική του ανθρώπου διάνοια. Πώς ο Χριστός είναι «όλος όλω, όλος μέρει και όλος εκτός του όλου», δηλαδή είναι παρών όλος σε όλη την ποσότητα της θείας κοινωνίας, όλος σε κάθε μέρος αυτής και όλος έξω απ’ αυτήν σε όλους τους τόπους που τελεσιουργείται το μυστήριο, είναι κάτι που συντρίβει τον ανθρώπινο νου, και το οποίο γνωρίζει μόνο ο ίδιος ο Θεός. Είναι δε φανερό ότι καμία αναλογία από την περιοχή της φυσικής αισθήσεως και του πνεύματος δεν μπορεί να παραδειγματίσει το φρικώδες μυστήριο της δυνάμεως και της σοφίας του Θεού.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 255-256)

183. Όταν κοινωνούμε ένα μικρό τεμάχιο των θείων αγιασμάτων, πόσο μέρος κοινωνούμε από το σώμα και το αίμα του Χριστού;

Το ερώτημα είναι άχρηστο, γιατί δεν κοινωνούμε ποσοτικά από το σώμα και το αίμα του Χριστού. Στη θεία μετάληψη δεχόμαστε ολόκληρο το σώμα και το αίμα του Χριστού, και όχι μέρος αυτών που αναλογεί στην ποσότητα και την έκταση της μερίδας των θείων αγιασμάτων. Ο Αμνός του Θεού μερίζεται αμερίστως, «μερίζεται και διαμερίζεται... ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος». Αν δε υπάρχει μερισμός, αυτός δεν άφορά στην ουσία της μυστηριακής σαρκός και του αίματος του Χριστού, αλλά στα συμβεβηκότα, στα οποία υποκρύπτεται το απερινόητο μυστήριο. Ο άρτος και ο οίνος τεμαχίζονται, ως στοιχεία ανούσια και εξωτερικά, και όχι η ουσία τους η οποία μεταβλήθηκε σε σώμα και αίμα Χριστού. Και δεν κοινωνούμε μονάχα του σώματος και του αίματος του Χριστού, στα οποία εστιάζεται το άχραντο μυστήριο, αλλά και κάτι περισσότερο, της ολότητας της ανθρώπινης φύσεως του Κυρίου (σώμα-αίμα-ψυχή), επί πλέον δε και της θεότητάς του, η οποία είναι αδιαχώριστα ενωμένη με την ανθρωπότητα (οι φύσεις στο Χριστό είναι αχωρίστως ενωμένες και όλου του τριαδικού Θεού (αφού η θεότητα του Κυρίου είναι αδιάσπαστα ενωμένη, είναι ομοούσια με τη θεότητα των δύο άλλων προσώπων του τριαδικού Θεού). Με μία λέξη κοινωνούμε του όλου Θεού. Καταλαβαίνουμε τώρα γιατί η θεία ευχαριστία είναι το κατ’ εξοχήν θεοποιητικό μυστήριο.

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 254-255)

Ο φίλος είναι άνθρωπος αγαθός, υγιής στην ψυχή, σκέπτεται σωστά, αγαπάει την αρετή, είναι ακέραιος στο ήθος, πιστός στην αγάπη, ειλικρινής στον λόγο, σταθερός στην ψυχή, έντιμος σύμβουλος, θαρραλέος, αγαπάει την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Ο φίλος ο αληθινός, είναι όμοιος σε όλα με τον φίλο του. Η χαρά του φίλου του προηγείται από τη δική του και η θλίψη του φίλου είναι και δική του θλίψη.

Είναι βαθιά ευαίσθητος και διαισθάνεται την ψυχική διάθεση του φίλου· πάσχει δε σε ό,τι πάσχει και ο φίλος του. Προλαβαίνει την εξομολόγηση του φίλου του και τρέχει να τον βοηθήσει πριν του το ζητήσει. Είναι πάντα έτοιμος να αντιληφθεί τις ενέργειες του φίλου του και είναι παρών όταν κινδυνεύει. Οι φίλοι του φίλου του είναι και δικοί του φίλοι· οι δε εχθροί του και δικοί του εχθροί. Αμύνεται υπέρ του φίλου του και διακινδυνεύει τη ζωή του γι’ αυτόν. Στο σώμα του φίλου κατοικεί η ψυχή του φίλου που αγαπάει. Είναι αγαθός σύμβουλος και λέει πάντα τα καλύτερα γι’ αυτόν· φροντίζει για την τιμή και υπόληψη του φίλου του. Όσα του είναι ιερά, είναι ιερά και για τον ίδιο και σέβεται όσα ο φίλος του θεωρεί σεμνά. Φίλος αληθινός, σκέπη κραταιά και όποιος τον βρήκε, βρήκε θησαυρό. Ο αγαθός φίλος είναι πλούτος ανεκτίμητος· ακριβότερος όλων των αποκτημάτων. Δεν υπάρχει μέτρο του κάλλους του. Ο φίλος και στις δυστυχίες και στην ευτυχία του φίλου, μένει πάντοτε ο ίδιος. Ο αληθινός φίλος, με πολύ θάρρος, επαινεί αυτά που είναι άξια επαίνου και καταδικάζει τα καταδικαστέα.

Ο Ευριπίδης λέει: «Οι φίλοι δεν έχουν τίποτε μόνο δικό τους –όσοι είναι πραγματικά φίλοι-, αλλά κοινά πράγματα. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από τον ειλικρινή φίλο. Όταν παρεμβαίνει παρηγορητικά, αυτό επενεργεί δυνατότερα από κάθε φάρμακο στην πάσχουσα και θλιμμένη καρδιά του φίλου. Τα λόγια του είναι φάρμακο ζωής. Ο αγαθός και καλός φίλος έχει τάξει τον εαυτό του να αναπληρώνει ό,τι λείπει στον φίλο του, και όταν μεν πράττει καλά, τον επαινεί και τον ευχαριστεί· όταν δε σφάλλει, προσπαθεί πάρα πολύ για να τον επαναφέρει. Ο φίλος γίνεται ο νους, η καρδιά και ο οφθαλμός του φίλου του. Είναι η προσωποποίηση της αρετής. Δεν γίνεται φίλος ο μοχθηρός». Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει: «Ο πιστός φίλος είναι έμψυχος θησαυρός, περιφραγμένος κήπος, πηγή σφραγισμένη που ανοίγει από καιρό σε καιρό και προσφέρει τον πλούτο της ψυχής του. Φίλους δε λέγω τους καλούς και αγαθούς και τη φιλία που δημιουργήθηκε με γνώμονα την αρετή».

("Το γνώθι σαυτόν" κείμενα αυτογνωσίας – Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, εκδόσεις Άθως, σελ. 341-342)

387. Τι είναι ψευδής ευγνωμοσύνη στον Θεό; Το να ευχαριστή κανείς τον Θεό μονάχα με τα χείλη για τα αγαθά που έλαβε και να χρησιμοποιή αυτά τα αγαθά μονάχα για τον εαυτό του, χωρίς να γνοιάζεται για τον πλησίον του. Το να τα λαμβάνη και να τα φυλάη για δική του απκλειστικά χρήσι, στερώντας έτσι τους αδελφούς τους απ’ αυτά. Αυτή η ευχαριστία είναι ψευδής και απαρέσκει στον Θεό. Τι να τις κάνη ο Θεός τις ευχαριστίες μας, όταν δείχνουμε εσχάτη αχαριστία στην πράξι; Όταν δεν δίνουμε στους άλλους από εκείνα που μας δίνει;

388. Η κατά Θεόν σοφία είναι να νικάμε την εντός μας αμαρτία. Λόγου χάριν, θεία σοφία είναι να μην κακιώνουμε με κανένα συνάνθρωπό μας και με καμμία αφορμή. Να μη σκεπτώμαστε κακό για κανέναν, ακόμη και αν ο πλησίον μας σε κάτι μας έχη βλάψει, αλλά να τον συγχωρούμε πάντοτε. Θεία σοφία είναι, ακόμη, να περιφρονούμε τα υλικά οφέλη και τη χλιδή, αγαπώντας την ανιδιοτέλεια, την ολιγάρκεια στο φαγητό και στο πιοτό, το να έχουμε μέτρο σε όλα. Θεία σοφία είναι να αποφεύγουμε την κολακεία και να λέμε την αλήθεια χωρίς πάθος στον καθένα. Θεία σοφία είναι να μη μας παρασύρουν οι σαρκικές ροπές στη θέα της ανθρώπινης ωραιότητος, αλλά να βλέπουμε και να θαυμάζουμε, σ’ αυτή την ωραιότητα, την εικόνα του θεού. Θεία σοφία είναι να αγαπάμε τους εχθρούς μας και να μη μας παρασύρη η εκδίκησις, είτε με λόγια είτε με έργα. Θεία σοφία, τέλος, είναι να μη σωρεύουμε πλούτη για τον εαυτό μας, αλλά να δίνουμε στον φτωχό, ώστε να θησαυρίζουμε θησαυρούς ασυλήτους και αφθάρτους στον ουρανό, όπως λέγει το Ευαγγέλιο (Λουκ. ιβ’ 33).

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 166-167)

«Υπέρ του Αρχιεπισκόπου…»

Ο διάβολος πολεμά με λύσσα τον κάθε κληρικό κι αν δεν κατορθώση να τον νικήση ηθικά, δεν θα πάψη να τον πολεμά μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του. Θα προσπαθήση με διαβολές, με συκοφαντίες, με κακολογίες να μειώση το κύρος του, ακόμη θα επιχειρήση και να στρέψη εναντίον του μίσος και έχθρα, και από το ίδιο το ράσο μερικές φορές. Η ιστορία της Εκκλησίας μαρτυρεί οτι το μίσος εναντίον των κληρικών έχει φθάσει μέχρι και φόνου!

Στο Γεροντικό αναφέρεται η εξής ιστορία:
Κάποτε ένας επίσκοπος έπεσε σε μια μεγάλη αμαρτία. Την άλλη ημέρα ήταν γιορτή. Πήγε λοιπόν στην Εκκλησία, που πανηγύριζε και οπωσδήποτε βέβαια ο πολύς λαός της Μητροπόλεως θα ήταν συγκεντρωμένος εκεί. Ανέβηκε στον άμβωνα, έβγαλε το ωμοφόριό του, το σύμβολο της αρχιερωσύνης του, το άφησε κάτω και μπροστά σ’ όλους ωμολόγησε το αμάρτημά του. Και κατέληξε: - Παραιτούμαι! Είμαι πλέον ανάξιος! Φεύγω, δεν μπορώ… τα παρατάω. Δεν είμαι άξιος πλέον να σας ποιμαίνω. Να διαλέξετε έναν καινούργιο να σας λειτουργή, να σας κηρύττη, να σας εξομολογή και να σας ποιμαίνη. Και έκανε να κατέβη από τον άμβωνα, για να φύγη. Ο κόσμος αντέδρασε! Τον εμπόδισε, τον συγκράτησε.
- Στάσου εκεί, του λένε, δεν σε αφήνουμε, μείνε στη θέσι σου. (Τον αγαπούσαν τόσο πολύ!) Κι ας πέση επάνω μας η αμαρτία σου! (Φοβερός ο λόγος αυτός, πολύ μεγάλη αγάπη!). Εμείς εσένα θέλουμε για πατέρα, φώναξαν όλοι με μια φωνή. Συγκινημένος ο επίσκοπος από την αγάπη του λαού του, είπε: - Εάν θέλετε να μείνω, μολονότι είμαι ανάξιος, τότε θα κάμετε ό,τι σας πω…, διαφορετικά θα φύγω. - Θα κάνουμε, συμφώνησαν όλοι μαζί, ό,τι θέλεις. Πες μας, αρκεί μονάχα να μείνης. - Θα πάω και θα ξαπλώσω μπροστά στην πόρτα. Θα βγήτε όλοι και βγαίνοντας θα πατάτε επάνω στο στήθος μου και θα με φτύνετε και θα μου λέτε «Θεός συγχωρέσ’ τον». Τότε θα μείνω. Όλοι σας, μέχρι ενός, θα περάσετε από πάνω μου! - Θα το κάνουμε, είπαν, παρ΄όλο που δεν ήθελαν, γιατί ήταν κι αυτό φοβερό.
Οι χριστιανοί, για να μην τον χάσουν, έκαναν ό,τι τους είπε. Όταν πέρασε κι ο τελευταίος, ακούστηκε φωνή εξ ουρανού, την οποία άκουσε και ο επίσκοπος και οι χριστιανοί: - Δια την πολλή του μετάνοια και ταπείνωσι, συγχωρέθηκε η αμαρτία του!

Γι’ αυτό οι πιστοί Ορθόδοξοι αγωνιζόμενοι χριστιανοί, που παραδειγματίζονται από το ήθος και την αυταπάρνησι του καλού ποιμένος (επισκόπου, ιερέως, Γέροντος) τον αγαπούν και τον υπερασπίζονται παντοιοτρόπως. Όταν όμως ελέγχη και καυτηριάζη την αμαρτία, την εκτροπή από τα ήθη, τη διαστροφή της πίστεως, την αίρεσι, την πλάνη και τα μύρια κακά της κοινωνίας, τότε αποκτά οπωσδήποτε εχθρούς που τον διαβάλλουν και τον συκοφαντούν. Πρωταρχικός λοιπόν σκοπός του διαβόλου είναι η σπίλωσις του καλού ποιμένος, με τα πάσης φύσεως υπονοούμενα, ασύστολα ψεύδη κα.
Γι’ αυτό και επιβάλλεται να προσευχώμεθα για τους ιερείς και αυτό γίνεται σε κάθε Θεία Λειτουργία, Μυστήριο, Όρθρο, Εσπερινό… όταν λέμε: «υπέρ του Αρχιεπισκόπου ημών…, του τιμίου Πρεσβυτερίου, της εν Χριστώ Διακονίας, παντός του κλήρου και του λαού…» αλλά κι εμείς ιδιαιτέρως, κατά μόνας, στη δική μας νυκτερινή προσευχή, πρέπει να προσευχώμεθα για τον λειτουργό μας, για τον Πνευματικό μας πατέρα, για όλους τους ιερείς.

("Εμπειρίες κατά τη Θεία Λειτουργία" - πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου Κ. Αναγνωστόπουλου, εκδόσεις Γ. Γκέλμπεσης, σελ. 93-94)

κιβωτός
Η κιβωτός του Νώε έπαιρνε μέσα ζώα και τα διατηρούσε ζώα, ενώ η Εκκλησία παίρνει ζώα και τα μεταβάλλει. Μεταμορφώνει τους ανθρώπους. Μπαίνει στην Εκκλησία κοράκι, και γίνεται περιστέρι. Μπαίνει λύκος, και γίνεται πρόβατο. Μπαίνει φίδι, και γίνεται αρνί.
Ε.Π.Ε. 30,286
απ’ την πλευρά του
Από την πλευρά Του ο Χριστός δημιούργησε την Εκκλησία, όπως ακριβώς από την πλευρά του Αδάμ δημιούργησε την Εύα.
Ε.Π.Ε. 30,394
όχι μόνο ο τόπος, αλλά ο τρόπος
Μιλώντας για Εκκλησία, δεν εννοώ μόνο τον τόπο, αλλά και τον τρόπο, όχι μόνο τους τοίχους της Εκκλησίας, αλλά και τους νόμους της Εκκλησίας. Όταν καταφεύγης στην Εκκλησία, να μη καταφεύγης στον τόπο, αλλά να προσφεύγης στην αλήθεια. Διότι Εκκλησία δεν είναι τοίχος και στέγη, αλλά πίστις και τρόπος ζωής.
Ε.Π.Ε. 33,108
έξω από την Εκκλησία ο λύκος
Αν φύγης από την Εκκλησία, δεν φταίει η Εκκλησία για όσα θα σου συμβούν. Διότι, αν βρίσκεσαι μέσα, ο λύκος δεν μπαίνει σ’ αυτήν. Αν όμως βγης έξω, τότε θα σε συλλάβουν τα θηρία. Αυτό δεν οφείλεται στη μάνδρα (την Εκκλησία), αλλά στη δική σου απροσεξία.
Ε.Π.Ε. 33,108
ακατάλυτη
Τίποτε δεν εξισώνεται με την Εκκλησία. Μη μου μιλάς για τείχη και όπλα. Διότι τα τείχη με το χρόνο παλιώνουν· η Εκκλησία ποτέ δεν γερνά. Πόσοι πολέμησαν την Εκκλησία και αυτοί, που την πολέμησαν, χάθηκαν; Η Εκκλησία όμως υψώθηκε πάνω από τους ουρανούς. Την πολεμάνε, και νικά. Την εχθρεύονται, και θριαμβεύει. Την βρίζουν, και γίνεται λαμπρότερη. Δέχεται χτυπήματα, και δεν τσακίζεται από αυτά. Κλυδωνίζεται, αλλά ποτέ δεν καταποντίζεται. Και ότι αυτά δεν είναι απλά λόγια, φαίνεται από τα γεγονότα. Πόσοι μεσ’ στους αιώνες πολέμησαν την Εκκλησία! Όσοι την πολέμησαν, χάθηκαν. Εκείνη όμως έχει ανεβή πάνω από τους ουρανούς.
Ε.Π.Ε. 33,110
ονόματά της
Τίποτε δεν υπάρχει πιο ισχυρό από την Εκκλησία. Η ελπίδα σου η Εκκλησία. Η σωτηρία σου η Εκκλησία. Η καταφυγή σου η Εκκλησία. Είναι υψηλότερη από τον ουρανό. Είναι πλατύτερη από τη γη...
Ε.Π.Ε. 33,124
σκάφος που δεν καταποντίζεται
Είναι πολλά τα κύματα. Είναι φοβερός ο κλύδωνας. Όμως δεν φοβηθήκαμε μήπως καταποντιστούμε. Διότι στεκόμαστε πάνω στο βράχο. Ας μανιάζη κι ας σηκώνη φουρτούνα η θάλασσα· δεν μπορεί να διαλύση την πέτρα. Ας υψώνωνται κύματα πελώρια· το πλοίο του Ιησού δεν μπορούν να το διαλύσουν.
Ε.Π.Ε. 33,384
πάντοτε νικά
Τίποτε στον κόσμο δεν υπάρχει δυνατότερο απ’ την Εκκλησία. Είναι ισχυρότερη του ουρανού. Πόσοι αντίχριστοι τύραννοι θέλησαν να καταβάλουν την Εκκλησία; Πού είναι όλοι αυτοί που την πολέμησαν; Χάθηκαν και στη λησμονιά παραδόθηκαν. Η Εκκλησία όμως που είναι; Λάμπει παραπάνω από τον ήλιο.
Ε.Π.Ε. 33,386
όχι οι τοίχοι· το πλήθος των πιστών
Μήπως τα ντουβάρια είναι η Εκκλησία; Στο πλήθος των πιστών υπάρχει η Εκκλησία. Κοιτάξτε πόσοι στύλοι εδραίοι υπάρχουν στην εκκλησία, όχι δεμένοι με σίδερο, αλλά σφιγμένοι και συναρμολογημένοι με την πίστι.
Ε.Π.Ε. 33,388
πόλεμοι έσωθεν και έξωθεν
Πότε απ’ έξω έρχονται οι ταραχές, πότε από μέσα. Αλλά κανένας δεν μπορεί να καταπόντιση το σκάφος της Εκκλησίας.
Ε.Π.Ε. 33,440
την φύτευσε
Το γένος των Χριστιανών Εκείνος το φύτευσε. Γι’ αυτό το λόγο και κανένας δεν μπορεί να το εξοντώση, αφού τις Εκκλησίες της γης Εκείνος τις εδραίωσε.
Ε.Π.Ε. 34,14

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 132-134)

 

129. «σου δε αυτής την ψυχήν διελεύσεται ρομφαία» ( Λουκ. β’ 35).

Το τρίτο στοιχείο του προφητικού μηνύματος του Συμεών προς τη Θεοτόκο είναι το στοιχείο του προσωπικού της πάθους χάριν του Ιησού. «Ρομφαίαν ωνόμασε την τμητικωτάτην και οξείαν οδύνην, ήτις διήλθε την καρδίαν της Θεομήτορος, ότε ο υιός αυτής προσηλώθη τω σταυρώ. Περί ταύτης γαρ της αλγηδόνος νυν προεφήτευσε» (ΥΛ, 110). Η Θεοτόκος πληροφορείται από την πρώτη στιγμή, ό,τι θα πάθη για τον Ιησού. Η μητρική της καρδιά θα τρυπηθή από κοφτερό μαχαίρι... Ένα από τα στιλέττα που θα εκτοξευθούν για να χτυπήσουν τον Ιησού θα πετύχη την Μητέρα Του κατάστηθα... Κάποιο μαχαίρι που προορίζεται για τον Ιησού θα χτυπήση αναπόφευκτα και εκείνον που βρίσκεται πολύ κοντά του. Πρώτη που πληγώθηκε από ένα τέτοιο μαχαίρι ήταν η Μητέρα Του!
Όσοι αγαπούν τον Κύριο θα πάθουν και θα πονέσουν μαζί του. Ο Ιησούς δεν παρέλειψε να βεβαιώση γι’ αυτό τους μαθητάς του: «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξωσι» (Ίω. ιε' 20) και «το ποτήριον ο εγώ πίνω πίεσθε και το βάπτισμα (= το μαρτύριο) ο εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε» (Μαρκ. ι' 39).
Όσοι ακολουθούν πιστά τον Ιησού είναι βέβαιο ότι θα υποφέρουν κι’ αυτοί μαζί του. Παράδειγμα η Θεοτόκος. Ήταν η πρώτη που πίστευσε και αγάπησε τον Υιό και Θεό της, αλλά και η πρώτη στα παθήματα, τον πόνο και τις δοκιμασίες για τον Ιησού. Το πάθος της Θεοτόκου ταυτίζεται με το πάθος του Ιησού, από τη Φάτνη ως το Σταυρό. Μεγάλο, μακροχρόνιο και βαθύ πάθος. Αν η Παναγία μιλούσε για το πάθος της αυτό, θα μπορούσε κάλλιστα ν’ αναφερθή στον προφητικό θρήνο που έγραψε ο Ιερεμίας για τον Ιησού: «Ίδετε ει έστιν άλγος κατά το άλγος μου» (Θρήνοι, α' 12).

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 159)

    «Όπως συμβαίνει στην περίπτωσι συνοικεσίου, κατά το οποίο ο γαμβρός βραδύνει σε ταξίδι ή είναι απασχολημένος σε άλλες υποθέσεις και αναβάλλει τον γάμο, εάν η νύμφη οργισμένη καταφρονήσει την αγάπη εκείνου και διαγράψει ή σχίσει το χαρτί του αρραβώνος, αμέσως χάνει τις ελπίδες της για τον γαμβρό, έτσι φυσικώς συμβαίνει να γίνεται και στην περίπτωση της ψυχής. Εάν πει κάποιος από τους αγωνιζομένους «έως πότε πρέπει να κακοπαθώ», και παραμελήσει τους ασκητικούς κόπους, με την αμέλεια δε των εντολών και την εγκατάλειψη της διηνεκούς μετανοίας κατά κάποιον τρόπο διαγράψει και σχίσει τα συμφωνητικά, αμέσως εκπίπτει και του αρραβώνος και της ελπίδος προς τον Θεό» (19Α,505)

    «Και σεις οι ίδιοι, αν θέλετε, πάσχοντας και τιμωρούμενοι υπέρ του Χριστού, μπορείτε να μαρτυρήσετε σαν εκείνους καθημερινώς, όχι μόνο ημέρα αλλά και νύκτα και κάθε ώρα. Και πώς θα γίνει αυτό; αν και σεις παραταχθείτε εναντίον των ολεθρίων δαιμόνων, αν αντιστέκεστε πάντοτε κατά της αμαρτίας και του θελήματός σας. Πράγματι εκείνοι αγωνίζονταν προς τυράννους, ενώ εμείς έχομε αγώνα προς τους δαίμονες και τα ολέθρια πάθη της σάρκας, τα οποία επιτίθενται τυραννικώς στις ψυχές μας κάθε ημέρα και νύκτα και ώρα και μας εκβιάζουν να πράξομε πράγματα που δεν αρμόζουν στην θεοσέβεια και παροργίζουν τον Θεό. Αν λοιπόν σταθούμε απέναντι σ’ αυτά και δεν γονατίσομε στη Βάαλ και δεν πεισθούμε στις συστάσεις των πονηρών δαιμόνων ούτε υπηρετήσομε τη σάρκα φροντίζοντας για τις επιθυμίες της, τότε εύλογα κι’ εμείς θα είμαστε μάρτυρες, αγωνιζόμενοι προς την αμαρτία, έχοντας δηλαδή στη μνήμη μας τους μάρτυρες και τα αφόρητα κτυπήματα που υπέστησαν και πολεμώντας γι’ αυτό κατά του διαβόλου αλλ’ επίσης αποβλέποντας, και προς τους πόνους εκείνων και σκεπτόμενοι πόσο υστερούμε εμείς από την άθληση εκείνων και στενάζοντας από ψυχή, θ’ αξιωθούμε τα ίδια στεφάνια μ’ εκείνους, αν όχι κατά την ποσότητα, τουλάχιστο κατά την ποιότητα, σύμφωνα με την άνωθεν αγαθότητα του Θεού προς εμάς, και θα είμαστε αν όχι ίσοι κατά την παρρησία προς εκείνους, αλλά πάντως ίσοι στην υπομονή και την ευχαριστία για τα δεινά των πόνων. Εκείνοι σώθηκαν από τα έργα και τους πόνους της αθλήσεως, εμείς ελπίζομε να σωθούμε από έργα και πόνους ασκήσεως και γενικά από τη φιλανθρωπία και χάρη του Δεσπότη· εκείνοι από ίδρωτες και αγώνες μαρτυρικούς, εμείς από δάκρυα και αγώνες ασκητικούς· εκείνοι από τη χύση του αίματός των, εμείς από την εκκοπή του θελήματός μας, με το να επιμένομε πάντοτε και να έχομε μέσα μας την θανατική καταδίκη και να δεχόμαστε κάθε ώρα το θάνατο, εκτείνοντας το λαιμό μας πρόθυμα για να πεθάνομε για κάθε εντολή του Δεσπότη μας Θεού αντί να δεχθούμε να την παραβούμε έστω και μ’ ένα απλό λόγο» (τ.19Γ, σελ.151-153).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

katafigioti

lifecoaching