ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ-
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 7.20-9 βράδυ

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Πρόγραμμα Ακολουθιών - 2η Θεία Λειτουργία

Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται

στον Άγιο Σώστη

και

ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.

Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα

                                                           

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

"Την ώρα της κηδείας έλαμπε ένα φως δυνατό"
Μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο του Γέροντα βρήκα εκεί
τον πατέρα του κοριτσιού, του οποίου μόλις είχε γίνει η κηδεία.
Τον αγκάλιασα, τον φίλησα κι αρχίσαμε να κλαίμε και οι δύο.
Πετιέται τότε ο Γέροντας και μας λέει: "Να βγείτε έξω και οι δύο. Δε σας αντέχω".
Βγήκαμε, πράγματι, έξω. Ύστερα από λίγο έστειλε ο Γέροντας και με φώναξαν.
Πήγα και μου είπε: -Με συγχωρείς, που σας είπα να βγείτε έξω,
αλλά ξέρεις τί μου συμβαίνει σήμερα; -Τί, Γέροντα;
Κι άρχισε να μου λέει κλαίοντας: -Την ώρα της κηδείας έβλεπα ένα φώς δυνατό
επάνω από την Εκκλησία. Σ' όλη τη διάρκεια της κηδείας έβλεπα αυτό το φωτεινό άστρο.
Κι όταν μετέφεραν το φέρετρο προς τον τάφο, πάλι το έβλεπα.
Όταν κατέβασαν το φέρετρο μέσα στον τάφο και τον γέμισαν με το χώμα,
τότε σταμάτησα να το βλέπω. -Σταμάτησε, Γέροντα, σε παρακαλώ γιατί κι εσύ
θα πάθεις κάτι κι εγώ θα πάθω, από την υπερβολική συγκίνησή μας!
-Μετά από τόσα χρόνια και να σας βλέπω να κλαίτε, κύριε Παπαζάχο,
αφηγούμενος αυτό το συγκλονιστικό πράγμα!
-Δεν μπορώ, πράγματι, να συγκρατήσω τα δάκρυά μου!
[Γερ.78]

Μου είπε κάποτε: "Ο θάνατος δύναται να παρασταθεί ως εξής:
Υπόθεσε πώς βρισκόμαστε σε ένα δωμάτιο που ανοίγουνε την πόρτα
και αμέσως βρισκόμαστε στο άλλο δωμάτιο .Έτσι και εμείς:
Αν είμαστε εδώ με το Χριστό, και εκεί θα βρεθούμε με Αυτόν".
[Τζ 120]

(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.201-202)

Τα καθυστερημένα παιδιά
Οι μάνες που έχουν καθυστερημένα παιδιά, που κάνουν συνέχεια σκηνές,
που λερώνουν, τί τραβάνε οι καημένες! Μαρτύριο! Γνώρισα μια μάνα που έχει
κοτζάμ παιδί και δεν μπορεί να το κουμαντάρη, γιατί κάνει κάτι αταξίες!...
Το καημένο παίρνει τις ακαθαρσίες και πασαλείβει τα ντουβάρια, τα σεντόνια...
Η μάνα να συμμαζεύη, να καθαρίζη το σπίτι, να κάνη όλο το νοικοκυριό,
και αυτό να τα κάνη όλα άνω-κάτω, όλα να τα λερώνη.
Να κρύβη η φουκαριάρα τα απορρυπαντικά και αυτό να τα βρίσκη και να τα πίνη!
Ολόκληρα ντουλάπια τα πετάει κάτω από το μπαλκόνι.
Φύλαξε ο Θεός και δεν σκότωσε κανέναν μέχρι τώρα.
Και δεν είναι μια μέρα και δυό. Χρόνια ολόκληρα είναι αυτή η κατάσταση!
-Μπορεί, Γέροντα, κάποιος που είναι λειψός στο μυαλό να έχη ταπείνωση και καλωσύνη;
-Πώς δεν μπορεί! Νά, αυτό το παιδάκι που έρχεται συχνά εδώ στο μοναστήρι
μπορεί να είναι διανοητικά καθυστερημένο, αλλά την καλωσύνη που έχει αυτό,
ποιός λογικός άνθρωπος την έχει; Τί προσευχή, τί μετάνοιες κάνει!
Όταν με την κήλη δυσκολευόμουν να κάνω μετάνοιες, του είπαν οι γονείς του:
«Ο Παππούλης είναι άρρωστος• δεν μπορεί να κάνη μετάνοιες».
«Κάνω γώ», είπε εκείνο, και έκανε μετά μετάνοιες για μένα και γινόταν μούσκεμα στον ιδρώτα.
Πόσο φιλότιμο, πόση αρχοντιά έχει! Μια φορά το έδειρε ένα παιδί στην γειτονιά,
κι εκείνο, αφού έφαγε το ξύλο, του έδωσε το χέρι και του είπε:
«Γειά, χαρά!». Ακούς; Ποιός γνωστικός το κάνει αυτό, κι ας έχη διαβάσει
Ευαγγέλιο και ένα σωρό πνευματικά βιβλία.
Νά, και πριν από λίγες μέρες που είχε έρθει εδώ όλη η οικογένειά του να με δή,
αυτό κάθησε δίπλα μου και η αδελφούλα του πιο πέρα.
Μόλις είδε την αδελφούλα του που κάθησε μακριά μου, «έλα, κοντά Παππούλη»,
της λέει και την έβαλε δίπλα μου. Πολύ με συγκίνησε και του έδωσα ευλογία
έναν μεγάλο φιλντισένιο σταυρό που μου είχαν φέρει από τα Ιεροσόλυμα.
Μόλις τον πήρε στα χέρια του, «γιαγιά», είπε και έδειξε πώς θα τον βάλη στον τάφο
της γιαγιάς του! Φοβερό! Τίποτε δεν θέλει για τον εαυτό του• όλα για τους άλλους!
Αυτό θα πάη με τα τσαρούχια στον Παράδεισο, αλλά θα βάλη και τους γονείς του στον Παράδεισο.
Μακάρι να ήμουν και εγώ στην θέση του, και ας μην καταλάβαινα και ας μη μιλούσα.
Ενώ ο Θεός μου έδωσε όλα τα αγαθά, εγώ τα αχρήστευσα.
Στην άλλη ζωή θα κρύβωνται μπροστά του ακόμη και θεολόγοι.
Μου λέει ο λογισμός ότι οι θεολόγοι Αγιοι στον Ουρανό δεν θα είναι σε καλύτερη θέση
ως προς την γνώση του Θεού από αυτά τα παιδάκια.
Ίσως σ’ αυτά να δώση ο δίκαιος Θεός και κάτι παραπάνω, γιατί εδώ έζησαν στερημένα.

(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 237-238)

ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-

Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα

Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας

Κεφάλαιο 13
Η παραβολή της άκαρπης συκιάς.
13.7 εἶπεν δὲ πρὸς τὸν ἀμπελουργόν(1),
᾽Ιδοὺ τρία ἔτη(2) ἔρχομαι ζητῶν καρπὸν ἐν τῇ συκῇ ταύτῃ καὶ οὐχ εὑρίσκω.
ἔκκοψον αὐτήν· ἱνατί καὶ τὴν γῆν καταργεῖ(3);
7 Είπε τότε στον αμπελουργό: “τρία χρόνια τώρα έρχομαι σ’ αυτήν τη συκιά
να βρω σύκα και δε βρίσκω· κόψε την, λοιπόν, για να μην αχρηστεύει και το έδαφος”.
(1) «Αμπελουργός είναι ο Χριστός, επειδή φροντίζει αυτό το αμπέλι
και καλλιεργεί σαν φυτά τους πιστούς» (Ζ), «και ήλθε για να εργαστεί με διάθεση
και να καθαρίσει το αμπέλι μας» (Θφ).
(2) Ερμηνεύτηκε αλληγορικά: «Τρεις φορές ήλθε· την πρώτη μέσω του Μωϋσή
και του Ααρών· τη δεύτερη, στην εποχή του Ιησού του Ναυή και των κριτών
μετά από αυτόν· την τρίτη επίσης, μετά από αυτούς, το διάστημα που εμφανίστηκαν
οι μακάριοι προφήτες μέχρι τον Ιωάννη τον Βαπτιστή.
Σε αυτούς τους καιρούς έγινε άκαρπος ο Ισραήλ» (Κ).
«Ως άλλο τέταρτο καιρό, θα θεωρήσουμε τον χρόνο της ενανθρώπησης,
κατά τον οποίο τρυπάει και σκάβει ολόγυρα τον Ισραήλ ζεσταίνοντάς τον,
για να τους καταστήσει φλογερούς στο πνεύμα· επειδή όμως μετά από τόσες απειλές
έμειναν άκαρποι, κόπηκε η συκιά και μπολιάστηκαν τα έθνη στη ρίζα εκείνων.
Διότι έμεινε η ρίζα» (Ω). Πιο σωστή ερμηνεία: ο αριθμός των 3 ετών,
σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιείται για δήλωση πλήρους κύκλου.
Δες και Λουκ. ιγ 32 (L). Τρία έτη είναι ο συνηθισμένος καιρός,
κατά τον οποίο το φυτεμένο δέντρο της συκιάς έπρεπε να καρποφορήσει (δ)
και μετά την παρέλευση του οποίου μπορούσαν με ασφάλεια να κρίνουν
για τη στειρότητα του δέντρου (g). Πιο ατυχής η εκδοχή του b. σύμφωνα
με την οποία τα 3 έτη υποδηλώνουν την τριετή δημόσια δράση του Κυρίου.
Διότι το δέντρο υπήρξε άκαρπο πολύ πριν ακόμη αρχίσει ο Κύριος να κηρύττει.
(3) Κάνει τη γη αργή [άγονη] (δ). Το και=Μαζί με το ότι δεν παράγει κανένα καλό,
κάνει στείρο και το έδαφος· όχι μόνο δεν αποδίδει καρπό,
αλλά και καθιστά άχρηστο το έδαφος (p).
«Αυτό βεβαίως το έλεγε, ερεθίζοντας μεν τον γεωργό στο να φροντίσει την συκιά
και διεγείροντας την άκαρπη ψυχή στο να παράγει τους καρπούς που επιβάλλεται» (Β).
Είναι θλιβερό να σκέφτεται κάποιος, πόσοι απολαμβάνουν τα προνόμια
και τις χάριτες του ευαγγελίου χωρίς να πράττουν τίποτα για τη δόξα του Θεού
και χωρίς να ανταποδίδουν κάτι στην τόση εύνοια την οποία ο Θεός τους δείχνει.
Εδώ η ακαρπία της συκιάς γίνεται βαρύτερη για δύο λόγους.
Λόγω της ιδιαίτερης επιμέλειας και καλλιέργειας, της οποίας έτυχε αυτή,
αναμενόταν και η καρποφορία της να είναι πλούσια.
Και όμως δεν παρήγαγε ούτε ένα σύκο.
Επιπλέον ανέμενε ο ιδιοκτήτης αυτήν για χρόνο μακρό.
Ήλθε για 3 συνεχή έτη με υπομονή περιμένοντας την καρποφορία του δέντρου.
Μακρόθυμος ο Θεός.
Αλλά όταν οι άνθρωποι καταχρώνται τη μακροθυμία του ακολουθεί πλέον
αδυσώπητη η αυστηρότητά του. Πόσες τριετίες ήλθε ο Θεός σε πολλούς από εμάς
ζητώντας καρπό και δεν βρήκε κανέναν. Αλλά δέντρα καρποφόρα που αποδείχτηκαν στείρα,
δεν είναι απλώς άκαρπα αλλά και βλαβερά. «Γιατί καταργούν και τον τόπο;»
Εκείνοι οι οποίοι δεν πράττουν το καλό, με την επίδραση του παραδείγματός τους
γίνονται και βλαβεροί, θλίβοντας μεν και αποθαρρύνοντας αυτούς
που πράττουν το αγαθό, σκληραίνοντας από την άλλη και ενισχύοντας εκείνους,
οι οποίοι είναι κακοί. Και η βλάβη είναι τόσο μεγαλύτερη,
όσο τα δέντρα αυτά είναι υψηλότερα και παλαιότερα.

«Του δόθηκε (του Συμεών) από εκεί (το όραμα του ακτίστου φωτός) και λόγος σοφίας και γνώσεως, ώστε όλοι να θαυμάζουν για την σύνεση και τους λόγους του και έκπληκτοι να λέγουν τα εξής· «από πού του ήλθε τέτοια σοφία και γνώσις, ενώ δεν διδάχθηκε την θύραθεν παιδεία;». Αλλ’ λησμόνησαν ότι ο Θεός, ως σοφία και τελεία γνώση που είναι, σε όσους επισκεφθεί και εγκαταστήσει μονή, γεμίζει απόρρητη σοφία και γνώση τους μετόχους και τους καθιστά, σαν τους μαθητάς και αποστόλους του, σοφωτέρους από όλους τους σοφούς και ρήτορες» (τ. 19Α, σ. 71).

«(Συμβουλή σε μοναχούς για νέο Ηγούμενο)· Κανείς σας λοιπόν να μη καταφρονεί την νεότητά του, τον άπλαστο λόγο και την άπλαστη διδασκαλία του· και αν ακόμη είναι απαίδευτος στον λόγο, δεν είναι και στην γνώσι της χάριτος. Διότι ο έμπρακτος λόγος, που κατέχει την άνωθεν χάρη, είναι σοφώτερος από την μωραμένη σοφία των ανθρώπων, όπως ο ήλιος είναι λαμπρότερος και ανώτερος από τα άστρα» (τ. 19Α, σ. 143).

«Κάθε δοκησίσοφος λόγω της μαθηματικής πολυμαθείας του δεν θ’ αξιωθεί ποτέ να κοιτάξει και δει τα μυστήρια του Θεού, έως ότου θελήσει πρώτα να ταπεινωθεί και να γίνει μωρός, αποβάλλοντας και την γνώση που κατέχει μαζί με την οίηση. Διότι αυτός που πράττει τούτο και ακολουθεί με αδίστακτη πίστη τους σοφούς στα θεία, χειραγωγούμενος από αυτούς, εισέρχεται μαζί με αυτούς στην πόλη του ζώντος Θεού και οδηγούμενος και φωτιζόμενος από το θείο Πνεύμα, βλέπει και διδάσκεται όσα κανείς από τους άλλους ανθρώπους δεν είδε και δεν μπορεί ποτέ να δει ή να μάθει, και τότε γίνεται μαθητής του Θεού» (τ. 19Α, σ. 527).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

«Πραγματικά, καθώς κάποια νύκτα στεκόταν σε προσευχή και με καθαρό νου ενωνόταν με τον πρώτο καθαρότατο νου, είδε ξαφνικά να λάμπει σ’ αυτόν φως επάνω από τους ουρανούς, λαμπερό και άφθονο, που καταφώτισε το παν και το κατέστησε καθαρό σαν ημέρα. Από αυτό δε φωτιζόμενος και ο ίδιος νόμιζε ότι όλος ο οίκος μαζί με το δωμάτιο όπου στεκόταν είχε αφανισθεί και είχε περάσει αμέσως στο μη ον κι ο ίδιος αισθανόταν ότι είχε αρπαγή στον αέρα και είχε ξεχάσει τελείως το σώμα. Σ’ αυτήν την κατάσταση, όπως έλεγε και έγραφε στους έμπιστούς του, γέμισε από μεγάλη χαρά και θερμά δάκρυα· και κατάπληκτος από την παραξενιά του θαύματος, αφού ήταν αμύητος ακόμη των αποκαλύψεων αυτού του είδους, εφώναξε δυνατά ακαταπαύστως το «Κύριε, ελέησον», καθώς αντιλήφθηκε ύστερα, όταν ήλθε στον εαυτό του· διότι εκείνη την ώρα δεν γνώριζε καθόλου ότι ομιλεί με φωνή ή ότι ακούεται προς τα έξω η λαλιά του. Ενεργούμενος λοιπόν σ’ αυτό το φως είδε ένα είδος φωτεινότατης νεφέλης, άμορφης και ασχημάτιστης και γεμάτης άρρητη δόξα Θεού στο ύψος του ουρανού, από τα δεξιά δε αυτής της νεφέλης έβλεπε να στέκεται ο πνευματικός πατήρ του Συμεών ο Ευλαβής -τι φρικτό όραμα!- με την στολή που συνήθιζε να φορά στην ζωή του, να παρατηρή σταθερά το θείο εκείνο φως και να το παρακαλεί απερίσπαστα. Ευρισκόμενος λοιπόν πολλή ώρα σ’ αυτήν την έκσταση και βλέποντας τον πατέρα του να παρίσταται δεξιά της δόξας του Θεού, δεν αισθανόταν αν ευρισκόταν τότε μέσα στο σώμα ή έξω από το σώμα, όπως διαβεβαίωνε κι έλεγε ύστερα. Όταν δε επί τέλους κάποτε το φως εκείνο συστάλθηκε για λίγο προς εαυτό, τότε αυτός αντιλήφθηκε πάλι ότι ευρίσκεται στο σώμα και μέσα στο δωμάτιο, και έτσι την μεν καρδιά ευρήκε γεμάτη άφατη χαρά, το δε στόμα να φωνάζει δυνατά το «Κύριε, ελέησον», και τον εαυτό του ολόκληρο καταβρεγμένο με δάκρυα γλυκύτερα από μέλι και κερί. Από την ώρα εκείνη αισθάνθηκε ότι το σώμα του έγινε λεπτό και ελαφρό, σαν πνευματικό, και παρέμεινε πολύν χρόνο σ’ αυτήν την κατάσταση. Τέτοιο και τόσο σπουδαίο είναι το έργο που ενεργεί στους ζηλωτάς η καθαρότης και ο θείος έρως» (τ. 19Α, σελ. 43-45).

«Αυτός που έχει αποκτήσει τον ουράνιο πλούτο, δηλαδή την παρουσία και ενοίκηση εκείνου που είπε, "εγώ και ο Πατήρ θα έλθωμε και θα κάμωμε σ’ αυτόν την διαμονή μας", γνωρίζει ενσυνειδήτως πόση χάρι απήλαυσε, γνωρίζει πόσου και ποιού είδους θησαυρό έχει στα ανάκτορα της καρδιάς του. Διότι διαλεγόμενος με τον Θεό ως φίλος προς φίλον, παρουσιάζεται με θάρρος ενώπιον του κατοικούντος στο απρόσιτο φως. Μακάριος είναι όποιος πιστεύει σ’ αυτά» (τ. 19Α, σ. 461).

«Σαν γίνω ταπεινός λοιπόν εκείνην (τη θεία λάμψη) αποχτώντας τότε κι εκείνη αχώριστη μένει μαζί μ’ εμένα, με καταλάμπει, μου μιλά, με βλέπει και τη βλέπω. Μες στην καρδιά μου βρίσκεται, απ’ τον ουρανό δε λείπει, μου ερμηνεύει τις γραφές και μου προσθέτει γνώση, μου εξηγεί τ’ απόκρυφα μα πώς να σας τα εκφράσω, μου δείχνει πώς με τράβηξε μέσ’ απ’ τον κόσμο εκείνη και με προστάζει να ελεώ στον κόσμον όσους ζούνε. Τοίχοι με κλείουν ολόγυρα, το σώμα μ’ εμποδίζει, κι ωστόσο είμαι έξω απ’ αυτά στ’ αλήθεια, μη απιστήσεις! Δε νιώθω εγώ χτυπήματα, κι ούτε φωνές ακούω, δε με φοβίζει ο θάνατος, τον έχω ξεπεράσει. Τι είναι η θλίψη τ’ αγνοώ κι ας με λυπούν οι πάντες, πίκρα μου γίνονται οι ηδονές, όλα τα πάθη φεύγουν, και βλέπω φως παντοτινά τη νύχτα και τη μέρα. Μέρα η νυχτιά μου φαίνεται και νύχτα η μέρα μου είναι, τον ύπνο δεν επιθυμώ, ζημία μου τούτο το έχω. Αλλά όταν όλα τα δεινά πια με περικυκλώσουν και με γοητέψει η όψη τους και με καταπονέσουν τότε έξω απ’ όλα βρίσκομαι ξάφνου μαζί μ’ εκείνην, έξω από λύπες και χαρές ή και ηδονές του κόσμου· βαθιά μου νιώθω τη χαρά την άρρητη και θεία» (τ. 19Ε, σ. 229, στιχ. 95-116).

«Χαρά μου του προσώπου σου είναι η θεωρία (όραση)» (τ. 19ΣΤ, σ. 381, στιχ. 14).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (τα παρακάτω είναι και σε άλλα θέματα)

«Η κατανοητώς και αντιληπτώς γινομένη ενοίκησις της τρισυπόστατης θεότητος στους τελείους δεν είναι πλήρωσις πόθου, αλλά μάλλον αρχή και αιτία σφοδροτέρου και μεγαλυτέρου πόθου. Διότι έκτοτε δεν αφήνει τον υποδεξάμενο αυτήν να ηρεμεί, αλλά τον ωθεί, σαν να καίγεται πάντοτε από φωτιά και να πυρώνεται, προς την φλόγα θειοτέρου πόθου. Διότι ο νους, μη μπορώντας να εύρη όρια και τέλος του ποθουμένου, δεν μπορεί να δώση ούτε μέτρα στον πόθο και την αγάπη αλλά βιαζόμενος να φθάση στο ατελείωτο τέλος και να το πιάση, περιφέρει μέσα του διαπαντός τον πόθο ατελείωτο και την αγάπη απλήρωτη. Όποιος έφθασε σ’ αυτό το σημείο δεν νομίζει ότι έχει εύρει μέσα του αρχή πόθου ή αγάπης του Θεού, αλλά φέρεται σαν να μη αγαπά τον Θεό, αφού δεν κατόρθωσε να καταλάβη το πλήρωμα της αγάπης. Για τούτο, θεωρώντας τον εαυτό του ως τον τελευταίο από τους φοβουμένους τον Θεό, θεωρεί εαυτόν από όλην του την ψυχή ανάξιο της σωτηρίας μαζί με τους πιστούς» (τ. 19Α, σελ. 395-7).

«Σκέφτομαι εγώ κι εκείνος είναι εντός μου, στη δόλια μου καρδιά αστραποβολώντας, με φως του τυλίγοντάς με μ’ αίγλη αθάνατη· με τις ακτίνες του όλα μου φωτίζονται τα μέλη όλος, περιπλεγμένος πάνω μου με πνίγει στα φιλιά του και στον ανάξιο εμένα ακέριος παραδίνεται στην ομορφιά και στην αγάπη του βυθίζομαι και πλημμυρίζω από ηδονή και θεία γλυκύτητα. Το φως του κοινωνώ, τη δόξα του μετέχω, ίδια το πρόσωπό μου λάμπει με του ποθητού μου και φως όλα τα μέλη μου ακτινοβολούνε. Και να ’με εγώ και γίνομαι πιο ωραίος απ’ τους ωραίους πιο πλούσιος απ’ τους πλούσιους κι από τους δυνατούς είμαι απ’ όλους δυνατότερος κι από τους βασιλιάδες τρανότερος, κι απ’ όσα βλέπονται πιο απ’ όλα τιμημένος, όχι απ’ τη γη μονάχα και τα γήινα παρά και τ’ ουρανού κι όλα τα ουράνια, όπως κρατώ τον πλάστη όλων» (τ. 19Ε, σ. 167).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

1. Όταν ρίξουμε έστω και μία μόνο ματιά στο Ευαγγέλιο, ακόμη και χωρίς να κάνωμε καμμιά ιδιαίτερη προσπάθεια γι’ αυτό, βλέπομε ποιο ήταν το «ήθος» (δηλ. ο τρόπος συμπεριφοράς) του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού· βλέπομε ότι ο Κύριος δεν τους αποστράφηκε ποτέ τους αμαρτωλούς. Λες και δεν ήταν τίποτε οι αμαρτίες τους! Και οι απόστολοι το ίδιο. Δεν βλέπομε πουθενά, να αποστράφηκαν ποτέ κανένα!
Αντίθετα, οι Φαρισαίοι αποστρέφονται τους πάντες. Αποστρέφονται ακόμη και τον παντέλειο ενανθρωπήσαντα Θεόν. Και τον αποστρέφονται τόσο, ώστε τον καταδικάζουν σαν εγκληματία! Και τον παραδίδουν σε επονείδιστο θάνατο. Και τον σταυρώνουν εν μέσω δύο ληστών.

2. Και αυτό είναι αρκετό. Γιατί από αυτό καταλαβαίνομε ότι η τάση μας να αποστρεφόμαστε τους άλλους είναι μία αρρώστια: Μία σοβαρή αρρώστια της ψυχής. Η αρρώστια αυτή λέγεται φαρισαϊσμός, επειδή αποτελούσε το κύριο χαρακτηριστικό των φαρισαίων.
Η αρρώστια αυτή είναι ένα μάθημα για μας. Μας λέει, ότι την καρδιά μας πρέπει να την παρακολουθούμε με πολλή προσοχή. Και με την πνευματική μας κρίση, που την αντλούμε από το Ευαγγέλιο, να νεκρώνωμε σ’ αυτήν κάθε αίσθημα αποστροφής και καταφρόνησης του πλησίον.

3. Το Ευαγγέλιο είναι βιβλίο ιερό και άγιο. Όπως στα καθαρά νερά καθρεφτίζεται ο ήλιος, έτσι στο Ευαγγέλιο αντικατοπτρίζεται και φαίνεται καθαρά η μορφή του Χριστού. Μα όχι για όλους. Όποιος θέλει να ιδή τον Χριστό, πρέπει πρώτα να καθαρίση τον νου και την καρδιά του. Με την μετάνοια.
Μόνο τότε, στο Ευαγγέλιο θα τον βρη τον Χριστό, τον αληθινό Θεό, τον Σωτήρα του πεπτωκότος ανθρώπου.
Μόνο τότε στο Ευαγγέλιο θα ιδή, τι αρετές πρέπει να έχη ο μαθητής του Ιησού.
Μόνο τότε θα ιδή, ότι καλείται να μάθη από τον ίδιο τον Χριστό την ταπείνωση και την πραότητα. Και ότι μόνο σ’ αυτές τις θεομίμητες αρετές θα εύρη την ανάπαυση της ψυχής του.

(“Ο Φαρισαίος” – επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, εκδόσεις Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, σελ. 9-10)

397. Η Εκκλησία, μες από τον ναό και τη θεία λατρεία, επενεργεί σε ολόκληρο τον άνθρωπο, τον μορφώνει εξ ολοκλήρου. Επενεργεί σε όλες του τις αισθήσεις, στον νου του, στην καρδιά του. Με τη λάμψι των εικόνων και όλου του ναού. Με την ευωδία του θυμιάματος. Με τον ασπασμό του Ευαγγελίου, του Σταυρού και των εικόνων. Με τον γλυκό ήχο των αναγνωσμάτων της Αγίας Γραφής. Με τη θεία κοινωνία. Όρασις, ακοή, γεύσις, όσφρησις, αφή: όλοι οι δρόμοι των σωματικών αισθήσεων φέρουν το Πνεύμα του Θεού μέσα μας.

398. Ο ήλιος λάμπει στη γη. Ο νοητός Ήλιος – ο Θεός – λάμπει αδιάκοπα στις ψυχές των εκλεκτών.

399. Ο Θεός «εν αγίοις αναπαύεται». Η δύναμίς του βρίσκεται και στα ονόματά τους και στις εικόνες τους. Όταν κανείς τους επικαλήται με πίστι, οι εικόνες τους μπορούν να κάμουν θαύματα.

400. Η Θεία Λειτουργία είναι μία ορατή αναπαράστασις –με πρόσωπα, με διάφορα αντικείμενα, λόγια και πράξεις, - της γεννήσεως, της ζωής, της διδασκαλίας, των εντολών, των θαυμάτων και προφητειών, των παθών, της σταυρώσεως, του θανάτου, της αναστάσεως και της εις ουρανούς αναλήψεως του αρχηγού της πίστεώς μας Κυρίου Ιησού Χριστού, του Μονογενούς Υιού του Θεού. Κατά τη Θεία Λειτουργία, παρίσταται ο Ίδιος αοράτως, ο Ίδιος ενεργεί και τελεί τα πάντα μέσω του ιερέως και του διακόνου, που είναι απλώς όργανά του.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 172-173)

396. Η Γέννησις του Χριστού: «Χριστός επί γης!». Ήλθε στη γη Εκείνος που μας έπλασε από το χώμα και μας ενφύσησε τη θεία του πνοή. Ο «διδούς πάσι ζωήν και πνοήν και τα πάντα» (Πραξ. Ιζ’ 25). Εκείνος που με μόνο τον λόγο του κάλεσε τα ορατά και τα αόρατα από την ανυπαρξία στην ύπαρξι και που οι χορείες των Αγγέλων τον διακονούν και τον προσκυνούν με φόβο και χαρά. Και με τι ταπείνωσι ήλθε! Γεννήθηκε από μία φτωχή παρθένο, σ’ ένα σπήλαιο και, τυλιγμένος με φθηνά σπάργανα, ανεκλίθη σε μία φάτνη. Πλούτη, τιμές και δόξες του κόσμου τούτου, προσκυνήστε ταπεινά τον Σωτήρα των ανθρώπων. Μην υπερηφανεύεστε πλέον για τη σημασία που σας δίνει ο κόσμος. Δόξα αυτού του κόσμου, μάθε εδώ, μπροστά σ’ αυτή τη φάτνη, τη ματαιότητα σου. Αλλά και όλοι ας ταπεινωθούμε. Ας προσκυνήσουμε ταπεινά την ανεκλάλητο Ταπεινωσύνη του Βασιλέως των πάντων, του Θεού μας, που ήλθε για να μας γιάνη τις ασθένειες, να μας σώση από την υπερηφάνεια, τη ματαιοδοξία, την εξαχρείωσι και κάθε αμαρτωλό ρύπο.

396. Η αμαρτία, αυτή καθεαυτή, είναι φωτιά. Έτσι και εμείς λέμε ότι κάποιος φλογίζεται από τον σαρκικό οίστρο ή τον καίει η επιθυμία του κακού. Η αμαρτία έχει μέσα της μία πύρινη καταδίκη. Και τι θ’ απογίνη λοιπόν μ’ αυτή τη φωτιά, αν ο αμαρτωλός μείνη αμετανόητος και ο Θεός τον εγκαταλείψη εντελώς; Θα βρεθή στη μεγάλη φωτιά της Κολάσεως, στο ακοίμητο πυρ της Γεένης. Αυτή η φωτιά υπάρχει πραγματικά. Και εμείς, αναίσθητοι μπροστά σ’ αυτό το ενδεχόμενο, δεν φοβόμαστε, δεν τρέμουμε. Σπαταλάμε τη ζωή μας σε διασκεδάσεις. Είμαστε ψυχροί απέναντι της Εκκλησίας. Δεν εκτελούμε τα χριστιανικά μας καθήκοντα. Μένουμε αποτελματωμένοι στην αμαρτία. Αλλοίμονό μας!

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 171-172)

Η προσευχή της:

«Συ Κύριέ μου, έλεγε, εξαφάνισες από μέσα μας το φόβο του θανάτου.

Συ έκανες, για χάρη μας, το τέλος αυτής της πρόσκαιρης ζωής ξεκίνημα της αληθινής και αιώνιας ζωής.

Συ για λίγο καιρό αναπαύεις με τον ύπνο του θανάτου τα σώματά μας και πάλι θα τα ξυπνήσεις με τη σάλπιγγα της δευτέρας παρουσίας Σου.

Συ παραδίδεις σαν περιουσία στης γης τα σπλάχνα πάλι το χωματένιο σώμα μας, που με τα χέρια Σου έπλασες και ξαναπαίρνεις πάλι ό,τι έδωσες στη γη, κάνοντας το θνητό και άσχημο σώμα μας λαμπρό, με την αφθαρσία και τη χάρη Σου.

Συ μας γλύτωσες από την κατάρα και την αμαρτία, αφού δέχθηκες κι έγινες και τα δύο για τη δική μας σωτηρία.

Συ σύντριψες τις κεφαλές του δράκοντα που με το χάσμα, που έφερε η παρακοή των πρωτοπλάστων, κράταγε γερά από το λαιμό τον άνθρωπο.

Συ μας άνοιξες το δρόμο για την Ανάσταση, συντρίβοντας τις πύλες του Άδη και κατάργησες αυτόν, που ως τότε είχε την εξουσία του θανάτου.

Συ έδωσες σε όσους Σε ευλαβούνται, σαν σημείο δυνάμεως, τον τύπο του Παναγίου Σταυρού Σου, για να νικάμε το διάβολο και ν’ ασφαλίζουμε τη ζωή μας.

Θεέ αιώνιε,

Σε Σένα παραδόθηκα από την ώρα που γεννήθηκα,

Εσένα αγάπησε η ψυχή μου, με όλη της τη δύναμη.

Σε Σένα αφιέρωσα και το σώμα και την ψυχή μου από τα νεανικά μου χρόνια μέχρι τώρα.

Συ, Κύριε, βάλε και τώρα στο πλευρό μου φωτεινό άγγελο να με οδηγήσει στον τόπο της αναψυχής, όπου κυλάνε τα δροσερά νερά που αναπαύουν τις ψυχές, μέσα στην αγκάλη των αγίων πατέρων.

Συ που έπαυσες την ισχύ της πύρινης ρομφαίας κι επανέφερες στον Παράδεισο τον άνθρωπο, που σταυρώθηκε μαζί Σου και πρόσπεσε στην ευσπλαχνία Σου, θυμήσου κι εμένα στη Βασιλεία Σου.

Γιατί και ’γω σταυρώθηκα μαζί Σου, αφού για τον άγιο φόβο Σου κάρφωσα τη χωματένια σάρκα μου και σεβάσθηκα τα θελήματά Σου.

Ας μη με χωρίσει το φοβερό χάσμα του θανάτου από τους εκλεκτούς Σου.

Στο δρόμο μου να μη σταθεί ο διάβολος εμπόδιο, ούτε η αμαρτία μου να βρεθεί μπροστά Σου, εάν σε κάτι αμάρτησα από αδυναμία της ανθρώπινης φύσεως με λόγια, με πράξεις ή με λογισμούς.

Συ που έχεις εξουσία να συγχωρείς πάνω στη γη τις αμαρτίες, συγχώρεσέ με, για να αναπαυθώ και να βρεθώ μπροστά Σου, όταν χωρισθώ από το σώμα μου, χωρίς ρύπο ή κηλίδα στης ψυχής μου τη μορφή.

Δώσε να γίνει δεκτή η ψυχή μου στα χέρια Σου, καθαρή και αμόλυντη, ως θυμίαμα ευωδιαστό ενώπιόν Σου».

Προς τα Ουράνια σκηνώματα

Λέγοντας αυτά σφράγιζε συγχρόνως με το σημείο του Σταυρού τα μάτια της, το στόμα της, και το μέρος της καρδιάς της. Σιγά-σιγά και η γλώσσα της, που φρυγάνιασε από τον πυρετό, δεν άρθρωνε πλέον καθαρά τις λέξεις. Η φωνή της χανόταν, και μόνο με το ανοιγόκλεισμα των χειλιών της καταλαβαίναμε πως προσευχόταν ακόμα.

Εν τω μεταξύ όταν σουρούπωσε και κάποια έφερε φως, άνοιξε ορθάνοιχτα τα μάτια της και βλέποντας προς την ανατολή, έδειχνε ολοφάνερα πως επιθυμούσε να πει την εσπερινή ευχαριστία. Επειδή όμως η φωνή της είχε σβήσει, μόνο με την καρδιά και την ικετευτική κίνηση των χεριών της ικανοποιούσε την επιθυμία της και τα χείλη της τα κινούσε σύμφωνα με την εσωτερική της διάθεση. Σαν αποτελείωσε την ευχαριστήρια προσευχή της, σήκωσε το χέρι στο πρόσωπό της κάνοντας το σημείο του σταυρού, για να δηλώσει το τέλος της προσευχής. Έπειτα, αφού ανέπνευσε βαθιά και δυνατά, μαζί με την προσευχή τελείωσε και τη ζωή της.

Καθώς βρισκόταν πλέον ακίνητη και χωρίς πνοή μπροστά μου, θυμήθηκα τις εντολές της, όσες έδωσε ευθύς από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε, λέγοντας πως θέλει τα δικά μου χέρια να της κλείσουν τα μάτια κι από μένα να γίνουν οι κανονισμένες φροντίδες για το νεκρό της σώμα. Πλησίασα τότε το παγωμένο από τη λύπη χέρι μου πάνω στο άγιο πρόσωπό της, όσο για να μη φανεί πως αδιαφόρησα στην εντολή της. Γιατί τα μάτια της δεν είχαν ανάγκη να τα τακτοποιήσει κανείς. Είχαν σκεπασθεί κόσμια με τα βλέφαρά της, όπως γίνεται στην ώρα του φυσικού ύπνου. Τα χείλη της ήταν κλεισμένα όπως έπρεπε και τα χέρια της ήταν ευπρεπώς στο στήθος τοποθετημένα. Και όλο το σώμα της έλαβε από μόνο του την αρμόζουσα θέση, ώστε δεν χρειαζόταν καθόλου ξένο χέρι να το ευτρεπίσει.

(Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, "Εις τον βίον της Οσίας Μακρίνης", εκδ. Ι.Μ. Αγίων Πάντων, Σπέτσαι, -απόσπασμα- σελ. 56-67)

«Ο δε Θεός, που δίνει φωλιά στους νεοσσούς των αετών και άρτο στους ανθρώπους για να φάγουν, ρίχνει σαν βροχή τα χρήματα και στον μακάριο τούτον και του ανοίγει τους θησαυρούς των αρχόντων, και όλοι μαζί, συγγενείς, φίλοι, παιδιά, του χορηγούν ικανή ποσότητα χρυσού. Παίρνοντάς την ο μακάριος, άρχισε το έργο της ανοικοδομήσεως του μοναστηριού με την πεποίθηση στον Θεό, στον οποίο προσευχήθηκε και γι’ αυτό» (τ. 19Α, σελ. 225-227).

«Όταν ο άγιος μετέβαινε κάποτε στην πατρίδα του, στο πατρικό του σπίτι, και έφθασε στον μεγάλο ποταμό της Βιθυνίας, τον Γάλλο, βλέπει στην όχθη να στέκεται ένας αλιεύς που ψάρευε ψάρια με το καλάμι και το δίκτυ. Μόλις τον είδε λοιπόν ο άγιος, τον ερώτησε αν έχη ψάρια να του πωλήση. Αυτός απήντησε "ενώ κοπίασα πολύ από βαθιά χαράγματα, τίμιε πάτερ, έως τώρα που, όπως βλέπεις, είναι ενάτη ώρα της ημέρας, δεν έπιασα κανένα απολύτως είτε να φάγω εγώ ο ίδιος είτε να πωλήσω σε άλλον". Και ο άγιος "ρίξε το αγκίστρι στο όνομά μου και ό,τι πιάσης με την βοήθεια του Θεού θα το πάρω εγώ και συ θα λάβης από εμέ αργυρό νόμισμα για την τιμή του ψαριού". Ο αλιεύς λοιπόν πετά το αγκίστρι όσο γρηγορότερα μπορούσε προς το μέσο του ποταμού, και — Ω Χριστέ, τι θαύματα και τι δύναμι έχουν οι άγιοί σου! — χωρίς να περιμένη καθόλου, το σήκωσε με το χέρι και ανέσυρε από εκεί μεγάλο ψάρι. Μόλις δε ο αλιεύς ανελπίστως είδε το μεγάλο ψάρι που ψάρευσε, το λαμβάνει και το φυλάγει κάτω από το ένδυμά του. Λέγει ο άγιος "πάρε τα χρήματα που συμφωνήσαμε και δώσε μου το ψάρι που αλίευσες στ’ όνομά μου". Αυτός όμως απαντά "το χρεωστώ στον τάδε πατρίκιο και δεν το πωλώ". Ο δε άγιος αντιλαμβανόμενος από αυτό την κακία και την αδικία της ψυχής του, τον εγκατέλειψε και πηγαίνοντας λίγο μακρύτερα καταράσθηκε την αδικία και αμέσως το ψάρι ξέφυγε από το ένδυμα και πηδώντας ψηλά εξακοντίσθηκε στη μέση του ποταμού και αφήνει τον αγνώμονα όπως πρώτα αδειανό» (τ. 19Α, σελ. 253-255).

«Ο Θεός για εκείνους μεν που βλέπουν σωματικώς δεν είναι πουθενά, διότι είναι αόρατος, αλλά για όσους έχουν πνευματική νόηση είναι παντού, διότι είναι παντού παρών. Διότι ευρίσκεται και εις το σύμπαν και εκτός του σύμπαντος· κατά τούτο και αυτός μεν είναι κοντά στους σεβομένους αυτόν, η δε σωτηριώδης ενέργειά του είναι μακριά από τους αμαρτωλούς» (τ. 19Α, σ. 393).

«Πίστις είναι το να αποθάνωμε χάριν του Χριστού, κατά την εντολή του και να πιστεύωμε ότι ο θάνατος αυτός είναι πρόξενος ζωής, να θεωρούμε πλούτο την πτωχεία, δόξα αληθινή και υπερηφάνεια την ευτέλεια και εξουδένωσι, και να πιστεύωμε ότι με το να μην έχωμε τίποτε κατέχομε τα πάντα, μάλλον δε να αποκτήσωμε "τον ανεξιχνίαστο πλούτο της επιγνώσεως του Χριστού", και όλα τα βλεπόμενα να τα αντικρύζωμε ως πηλό ή καπνό. Η πίστις στον Χριστό είναι όχι μόνο η καταφρόνησή των τερπνών, αλλά και η εγκαρτέρησις και υπομονή κάθε πειρασμού που επέρχεται σε λύπες και θλίψεις και συμφορές, έως ότου θελήση να μας επισκεφθή ο Θεός. Διότι, λέγει, "στην υπομονή μου περίμενα τον Κύριο, και με εισήκουσε"» (τ. 19Α, σελ. 397-9).

«Η πίστη στο Χριστό είναι ο νέος παράδεισος» (τ. 19Β, σ. 301).

«Πίστη εδώ δεν εννοεί μόνο αυτήν, ότι δηλαδή ο Χριστός είναι Θεός, αλλά την περιεκτικωτάτη πίστη για όλες τις άγιες εντολές που λέχθηκαν απ’ αυτόν, και που περιέχει και συγκρατεί μέσα της όλες τις θείες του εντολές, και που δέχεται ότι τίποτε σ’ αυτές, ούτε μια κεραία, δεν είναι άχρηστη, αλλά όλα μέχρι και ένα γιώτα είναι ζωή και πρόξενα της αιώνιας ζωής. Ώστε, αυτός που πιστεύει, ότι έτσι είναι αυτές και που υποσχέθηκε με το άγιο βάπτισμα ότι θα τις φυλάγει όλες αυτές και θα τις εφαρμόζει χωρίς διακοπές, θα σωθεί. Αυτός πάλι που απιστεί σε κάποιον από τους λόγους του, έστω και σε μια, όπως λέχθηκε, κεραία ή σ’ ένα γιώτα, θα καταδικασθεί, σαν να τον αρνήθηκε όλον εκείνον» (τ. 19Γ, σ. 527).

«Άνθρωπε, πιστεύεις ότι είναι Θεός ο Χριστός; Εάν λοιπόν πιστεύεις, να φοβάσαι και να φυλάττεις τις εντολές του» (τ. 19Δ, σ. 219).

«Διότι είναι πολλά όσα μας εμποδίζουν ν’ αποκτήσομε την ταπείνωση, όμως τίποτε δεν μας εμποδίζει να βρούμε την πίστη. Πράγματι εάν θελήσομε από το βάθος της ψυχής, και η πίστη ενεργεί αμέσως, διότι είναι δώρο του Δεσπότη και φυσικό πλεονέκτημα, αν και υπόκειται και αυτή στο αυτεξούσιο της προαιρέσεώς μας» (τ. 19Δ, σ. 249).

«Ενώ ήταν (ο Συμεών ως νέος) προσκολλημένος μόνο στα του κόσμου και έβλεπε μόνο τα πρόσκαιρα και ο νους του ποτέ δεν φαντάσθηκε κάτι υψηλότερο από τα γήινα (πόσο θαυμαστά είναι τα κρίματά σου, Κύριε!), μόνο άκουσε γι’ αυτά και αμέσως πίστεψε, και τόσο πολύ, ώστε να επιδείξει και έργα που αρμόζουν στην πίστη, με τα οποία, αφού έλαβε φτερά η διάνοιά του, έφθασε στους ουρανούς και τη Μητέρα του Χριστού προσείλκυσε σε συμπάθεια και εξιλέωσε το θείο με την πρεσβεία εκείνης και κατέβασε μέχρι τον εαυτό του τη χάρη του Πνεύματος, και αυτή τον ενίσχυσε να φθάσει μέχρι τον ουρανό και τον αξίωσε να δει φως, το οποίο όλοι επιθυμούν και πολύ λίγοι το κατορθώνουν» (τ. 19Δ, σ. 259).

«Αν και κρύβονται οι άγιοι, τους φανερώνει ο Θεός, ώστε άλλοι να γίνουν ζηλωτές τους, και άλλοι να μη έχουν δικαιολογία. Και όσοι θέλουν να ζουν μέσα στους θορύβους, σε κοινόβια, στα όρη και σε σπήλαια, αν πολιτεύονται αξίως σώζονται και αξιώνονται μεγάλων αγαθών από τον Θεό από την πίστη μόνο σ’ αυτόν, ώστε, όσοι αποτυγχάνουν εξ αιτίας της αδιαφορίας τους, να μην έχουν τίποτε να πουν κατά την ημέρα της κρίσεως. Διότι είναι αψευδής, αδελφοί μου, εκείνος που υποσχέθηκε τη σωτηρία με βάση την πίστη μόνο σ’ αυτόν» (τ. 19Δ, σ.261).

«Όλα αυτά τα πιστεύομε πραγματικά μόνο με τον λόγο, ενώ με τα έργα τα αρνούμαστε. Δεν διακηρύσσεται παντού το όνομα του Χριστού, στις πόλεις, στις κωμοπόλεις, στα κοινόβια και στα όρη; Αναζήτησε, εάν θέλεις, και ερεύνησε με προσοχή, εάν τηρούν τις εντολές του. Και μόλις θα μπορέσεις, πράγματι, να βρεις μέσα στις χιλιάδες και μυριάδες έναν να είναι Χριστιανός με έργα και λόγια. Δεν είπε ο Κύριός μας και Θεός με το άγιο Ευαγγέλιο, "όποιος πίστεψε σε εμένα, τα έργα που κάμνω εγώ θα τα κάνει και εκείνος, αλλά και περισσότερα από αυτά θα κάνει"; Ποιος λοιπόν από εμάς τολμά να πει, "Εγώ κάμνω έργα του Χριστού και πιστεύω ορθώς στον Χριστό"; Δεν βλέπετε, αδελφοί, ότι πρόκειται να βρεθούμε άπιστοι κατά την ημέρα της κρίσεως και θα υποστούμε χειρότερη τιμωρία από εκείνη που θα υποστούν εκείνοι που δεν γνώρισαν καθόλου τον Κύριο;» (τ. 19δ, σελ. 263-265).

«Ώστε αυτός που τώρα τον ακούει να βοά καθημερινά μέσω των αγίων ευαγγελίων και να κηρύττει το θέλημα του ευλογημένου Πατέρα του, και δεν υπακούει σ’ αυτό με φόβο και τρόμο ούτε φυλάττει τα προστάγματά του, ούτε αν ζούσε τότε και έβλεπε εκείνον τον ίδιο και τον άκουγε να διδάσκει, θα μπορούσε να πιστέψει τελείως σ’ αυτόν, και θα υπήρχε φόβος, απιστώντας τελείως και συλλογιζόμενος ότι αυτός είναι αντίθετος και όχι αληθινός Θεός, να βλασφημούσε» (τ. 19Δ, σ. 395).

«Τι σημαίνει όμως με δισταγμό και διψυχία; Πρόσεχε, αγαπητέ! Δισταγμός καρδιάς σημαίνει το να σκέπτεσαι ή να αναλογίζεσαι μέσα σου γενικά, ‘Θα με ελεήσει ο Θεός ή όχι;’ Αυτό το ‘όχι’ είναι δείγμα απιστίας. Εάν λοιπόν δεν πιστεύεις ότι εκείνος θέλει μάλλον να σε ελεήσει περισσότερο από όσο εσύ προσδοκάς, γιατί προσέρχεσαι και τον παρακαλείς; Διψυχία πάλι είναι το να μη παραδίνει κάποιος τελείως τον εαυτό του στο θάνατο υπέρ της βασιλείας των ουρανών, αλλά να μεριμνά διαρκώς για την επιβίωση της σάρκας του» (τ. 19Δ, σ. 429).

«Σε όλους ομολογώ πως σ’ έχω Θεό μου, αλλά με τα έργα μου σ’ αρνούμαι όλη τη μέρα» (τ. 19Ε, σ. 83, στιχ. 73-74).

«Μόνο ότι υπάρχεις ξέρουμε και βλέπουμε το φως σου, αλλά στ’ αλήθεια τι και ποιος είσαι όλοι τ’ αγνοούμε. Μα την ελπίδα σου έχομε, την πίστη σου κρατούμε και ξέρουμε η αγάπη σου, δώρο σ’ εμάς, πώς είναι άπειρη κι ανεκλάλητη και ξεχειλά τα πάντα, φως είναι, φως απρόσιτο, φως που ενεργεί τα πάντα» (τ. 19Ε, σ. 223, στιχ. 8-13).

«Δέξου τα όλα με την πίστη. Η πίστη δεν αμφιβάλλει, δε διστάζει αυτή καθόλου, κι είναι όλα όπως σου λέω» (τ. 19Ε, σ. 325, στιχ. 180-183).

(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)

(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)

katafigioti

lifecoaching