«Ο δε Θεός, που δίνει φωλιά στους νεοσσούς των αετών και άρτο στους ανθρώπους για να φάγουν, ρίχνει σαν βροχή τα χρήματα και στον μακάριο τούτον και του ανοίγει τους θησαυρούς των αρχόντων, και όλοι μαζί, συγγενείς, φίλοι, παιδιά, του χορηγούν ικανή ποσότητα χρυσού. Παίρνοντάς την ο μακάριος, άρχισε το έργο της ανοικοδομήσεως του μοναστηριού με την πεποίθηση στον Θεό, στον οποίο προσευχήθηκε και γι’ αυτό» (τ. 19Α, σελ. 225-227).
«Έως τότε δεν έμεινε ποτέ κανείς μαζί του μέσα στο κελλί. Ενώ λοιπόν κοιμόμουν στο πάτωμα, σε μία γωνιά του κελλιού του, κάποτε κατά τα μεσάνυκτα, σαν να αφυπνίσθηκα από κάποιον, είδα με ξύπνιους οφθαλμούς να συμβαίνη σ’ αυτόν ένα φρικτό θέαμα και να το ιδής και να το ακούσης. Πλησίον της στέγης του κελλιού του ήταν από επάνω κρεμασμένη η μεγάλη εικών της Δεήσεως, και εμπρός της εκαιόταν μια κανδήλα. Και ξαφνικά είδα στο ίδιο ύψος της εικόνος να κρεμιέται — μάρτυς μου ο Χριστός, η αλήθεια— στον αέρα ο άγιος έως τέσσερις πήχες, έχοντας τα χέρια προς το ύψος και προσευχόμενος όλος γεμάτος φως, όλος λαμπρότητα. Καθώς είδα τούτο το φρικτό κι’ εξαίσιο θαύμα, άπειρο παιδί από τέτοιες εμπειρίες, φοβισμένος μπήκα κάτω από το στρώμα και σκέπασα την κεφαλή και το πρόσωπό μου. Μόλις ξημέρωσε κατεχόμενος από το φόβο είπα το όραμα στον άγιο ιδιαιτέρως. Αυτός δε με επέπληξε και μου παρήγγειλε να μη το είπω σε κανένα καθόλου» (τ. 19Α, σελ. 245-247).
«Μία νύκτα λοιπόν, καθώς ήμουν ξαπλωμένος σ’ εκείνη την θήκη και απελάμβανα λίγον ύπνο, αφυπνίσθηκα σαν από κάποιο πρόσωπο, όπως είπα και πρωτύτερα, και βλέπω τον μακάριο και ισάγγελο τούτον, τον οποίο μόλις με ένα μηχάνημα κινούσαμε εδώ και εκεί και στρέφαμε επάνω στην κλίνη, καταβεβλημένον από την αρρώστια —οποίον φρικτό θαύμα— να είναι κρεμασμένος πάλι μετέωρος τέσσερις ή και περισσοτέρους πήχεις επάνω από την γη, και να προσεύχεται στον Θεό του σε ανέκφραστο φως. Όταν λοιπόν τον είδα έτσι, αφού θυμόμουν ήδη την μεγάλη αγιοσύνη του από την προηγουμένη οπτασία και την αγγελική του κατάσταση, θαύμαζα γι’ αυτόν, ευρισκόμενος σε ησυχία και γεμάτος φρίκη. Διαλογιζόμουν λοιπόν μέσα μου και έλεγα· άραγε πώς αυτός ο άνθρωπος που χθες και προχθές δεν μπορούσε να στραφή μόνος του επάνω στην κλίνη ούτε καν να σαλευθή καθόλου και να σηκωθή χωρίς την βοήθεια άλλων χεριών, σηκώθηκε έτσι μόνος του από την κλίνη και προσεύχεται αεροβατώντας με αυτόν τον τρόπο, αυτός που φορεί σάρκα επίγεια και είναι άνθρωπος όπως εμείς; Αυτά λοιπόν στρέφοντας στην σκέψι μου και θαυμάζοντας, βυθίστηκα πάλι στον ύπνο χωρίς να το θέλω, αφήνοντας τον άγιο κρεμασμένον ακόμη στον αέρα. Έπειτα, όταν σε λίγο αφυπνίσθηκα ξαφνικά (διότι η καρδιά μου κτυπούσε δυνατά με το παράδοξο και παράξενο εκείνο όραμα), βλέπω τον άγιο να είναι τώρα ξαπλωμένος επί της κλίνης, να έχη σηκώσει μόνος του το σκέπασμα και να έχη σκεπάσει το σώμα του, πράγμα που με κατέπληξε και μου συνεπήρε περισσότερο τον λογισμό... Όταν δε εξημέρωσε και άρχισα την υπηρεσία στον άγιο, πήρα θάρρος και του αποκαλύπτω ιδιαιτέρως το μυστήριο. Αυτός δε λέγει «δεσμεύεσαι από τον Θεό και την ταπεινότητά μου να μη ειπής το όραμα τούτο σε κανένα, πριν με ιδής να εκδημήσω από την σάρκα». Πράγμα που εφύλαξα έως σήμερα και δεν το φανέρωσα σε κανένα» (τ. 19Α, σελ. 267-9).
«Διότι αυτός που αγανακτεί για την συνήθη σύναξη και στενοχωρείται και παραλύουν τα μέλη του για το μάκρος των ψαλλομένων ύμνων, αυτός στ’ αλήθεια δεν γνώρισε πόσο γλυκά είναι τα λόγια του Θεού στον λάρυγγα αυτών που τον αγαπούν, και ανώτερα από μελισσόκερο στο στόμα αυτών που τον αναγνωρίζουν. Αλλ’ επειδή είναι όλος σάρκα και έχει σαρκικό φρόνημα και ακόμη πιο σάρκινη την αίσθηση, δεν μπορεί κατά πνευματικό τρόπο να γεύεται αυτά που για δική μας ευεργεσία μας δόθηκαν από τον Θεό, αλλ’ όλα όσα είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού του φαίνονται πικρά και δεν γνωρίζει το, «γευθείτε και δείτε ότι είναι αγαθός ο Κύριος» (τ.19Γ, σελ.341-343).
«Όταν λοιπόν η συνείδηση του έλεγε, "Κάνε οπωσδήποτε και άλλες μετάνοιες και πρόσθεσε και άλλους ψαλμούς, και λέγε περισσότερο το ‘Κύριε, ελέησον’, διότι μπορείς", υπάκουε σ’ αυτήν με προθυμία και χωρίς δισταγμό, σαν να λεγόταν αυτό από τον ίδιο τον Θεό· έτσι τα έκαμνε όλα. Και από τότε δεν κοιμήθηκε ποτέ με τη συνείδηση να τον ελέγχει και να του λέγει ‘Γιατί δεν το έκανες αυτό;’ Ακολουθώντας λοιπόν αυτήν χωρίς παράλειψη και ενώ εκείνη ημέρα με την ημέρα πρόσθετε και αλλά λόγια, σε λίγες ημέρες αυξήθηκε πολύ η εσπερινή ακολουθία. Την ημέρα βέβαια φρόντιζε την οικία κάποιου πατρικίου και μετέβαινε καθημερινά στο παλάτι, μεριμνώντας για όσα αρμόζουν στον βίο, και για το λόγο αυτό δεν γίνονταν φανερά τα πραττόμενα σε κανένα άνθρωπο. Γι' αυτό κάθε εσπέρα χύνονταν δάκρυα από τα μάτια του και έκαμνε συχνότερα γονυκλισίες πέφτοντας με το πρόσωπο στη γη, έχοντας κολλημένα και αμετακίνητα τα πόδια του μεταξύ τους σε στάση, και διάβαζε ευχές προς την Θεοτόκο με πόνο, με δάκρυα και στεναγμούς και, σαν να ήταν παρών ο Κύριος σωματικώς, έτσι έπεφτε στα άχραντα πόδια του και ζητούσε ως τυφλός να ελεηθεί και ν’ αναβλέψει ψυχικά. Και ενώ η προσευχή αυξανόταν κάθε εσπέρα, διαρκούσε μέχρι το μεσονύκτιο, χωρίς καθόλου να κυριεύεται από χαύνωση ή αδιαφορία κατά την ώρα της προσευχής» (τ. 19Δ, σ. 253).
«Δεν τολμώ να πω, Ελέησέ με, διότι είμαι ανάξιος· εσύ όμως Κύριε, βλέπεις» (τ. 19Δ, σ. 279).
«Στάσου για προσευχή, ψάλλοντας ήσυχα και προσευχόμενος στον Θεό, ώστε να μην ακούεσαι από κανέναν. Στάσου γενναία συγκεντρώνοντας τους λογισμούς σου, χωρίς να τους αφήνεις να περιπλανώνται αλλού, σφίξε τα χέρια σου, ένωσε επίσης ασάλευτα τα πόδια σου σε μία βάση, κλείσε τους οφθαλμούς, ώστε να μη βλέπουν τίποτε άλλο και να μη διασκορπούν το νου, ύψωσε και τον ίδιο το νου και όλη σου την καρδιά στους ουρανούς και στον Θεό, και κάλεσε από εκεί με δάκρυα και στεναγμούς το έλεος» (τ.19Δ, σ.331).
«Θα γονατίσω και θα κλάψω με θλίψη για την αμαρτωλή ψυχή μου και με δάκρυα και στεναγμούς θα πω στον Κύριο· Δέσποτα, Κύριε του ουρανού και της γης, γνωρίζω ότι αμάρτησα ενώπιόν σου περισσότερο από κάθε φύση ανθρώπων και αυτών των άλογων ζώων και των ερπετών, σε σένα τον φοβερό και απρόσιτο Θεό μου, και δεν είμαι άξιος να τύχω ποτέ από σένα καθόλου έλεος. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν τολμούσα να προσέλθω και να γονατίσω μπροστά σου, φιλάνθρωπε βασιλιά, μέχρι που άκουσα την άγια φωνή σου να λέγει «δεν επιθυμώ με τη θέλησή μου τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά το να επιστρέψει και να ζήσει" και πάλι, "χαρά γίνεται στον ουρανό όταν μετανοεί ένας αμαρτωλός". Όμως, Δέσποτα, φέροντας στη μνήμη μου και την παραβολή που είπες για τον άσωτο Υιό, το πώς δηλαδή, ενώ αυτός ερχόταν και προτού σε πλησιάσει, εσύ ο εύσπλαχνος έτρεξες, έπεσες επάνω στον τράχηλό του και τον καταφίλησες, στηρίζοντας το θάρρος μου στο πέλαγος της αγαθότητάς σου, έτρεξα κοντά σου με οδύνη και λύπη και σκυθρωπή καρδιά, όντας πυρωμένος και φοβερά τραυματισμένος και κείμενος φοβερά εξαιτίας των αμαρτιών μου στα έγκατα του άδη. Όμως από τώρα και στο εξής σου δίνω το λόγο μου, Κύριε, ότι όσο προστάζεις ακόμη να βρίσκομαι σ’ αυτή τη ζωή και σ’ αυτό το σώμα, δεν θα σ’ εγκαταλείψω, ούτε θα επιστρέψω πίσω, ούτε επίσης θα πλησιάσω τα μάταια και τα πονηρά. Εσύ όμως, ο Θεός μου, γνωρίζεις καλά την αδυναμία μου, την ταλαιπωρία, την ολιγοψυχία μου και τις προλήψεις που πρόκειται να με τυραννήσουν και να με στενοχωρήσουν. Βοήθησέ με, σε ικετεύω γονατιστός μπροστά σου, και μη μ’ εγκαταλείπεις, ούτε να μ’ αφήσεις για πολύ να περιγελώμαι και να περιπαίζομαι από τον εχθρό, εμένα που από τώρα, αγαθέ, είμαι δούλος σου» (τ. 19Δ, σελ. 419-421).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)