ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
1145. Η ΔΥΣΚΟΛΟΤΕΡΗ ΝΙΚΗ.
Ένας Πέρσης ευγενής, μετά την μάχη των Αρβήλων, συνελήφθη αιχμάλωτος. Ο Μέγας Αλέξανδρος διέταξε να τον μεταχειρίζονται καλά και να μη του λείψει τίποτα απ’ όσα θα έκαναν την κατάσταση του λιγότερο σκληρή. Κατόπιν, τον κάλεσε μπροστά του και του μίλησε μ’ ευγένεια και καλοσύνη. Αλλά ο Πέρσης αποκρίθηκε με περιφρόνηση.
Τότε ο Μ. Αλέξανδρος είπε στους αξιωματικούς του: «Πάρτε τον απ’ εδώ για να μη με κάνει να θυμώσω με τις απαντήσεις του. Νίκησα αυτόν τον άνθρωπο. Αλλά τώρα - πράγμα πολύ πιο δύσκολο – πρέπει να νικήσω και τον εαυτό μου».
1148. ΤΟ ΑΓΡΙΟΤΕΡΟ ΘΗΡΙΟ.
Ρώτησαν έναν φιλόσοφο:
- Ποιο είναι το αγριότερο θηρίο;
Κι εκείνος απάντησε:
- Ο άνθρωπος, όταν θυμώνει.
1152. ΜΗ ΚΑΝΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ ΘΥΜΩΜΕΝΟΣ.
Ήθελε κάποτε ο Πλάτων να τιμωρήσει ένα ατίθασο παιδί, αλλά ήταν θυμωμένος. Γυρνά στο φίλο του Ξενοκράτη και του λέγει:
- Σε παρακαλώ, τιμώρησε συ το παιδί αυτό, γιατί είμαι πολύ θυμωμένος.
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 521-523)
ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ Πατέρες, έλεγε ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός, έτρωγαν μόνο ψωμί κι αλάτι μια φορά την ημέρα κι ούτε απ΄ αυτό χόρταιναν, γι’ αυτό ήταν δυνατοί στο έργο του Θεού.
ΑΦΟΤΟΥ έγινε μοναχός ο Αββάς Διόσκορος, έτρωγε μια φορά την ημέρα λίγο κρίθινο ψωμί η φτιαγμένο από λουπινα.
Κάθε χρόνο επιχειρούσε κι από μια καινούργια άσκηση. Παραδείγματος χάριν, δεν έβγαινε καθόλου από το κελλί του ή έμενε αμίλητος. Έτσι κατόρθωσε να κόψει όλες του τις επιθυμίες.
ΈΝΑΣ αδελφός στο Κοινόβιο του Αγίου Θεοδοσίου, στην Παλαιστίνη, τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια έτρωγε μόνο ψωμί μια φορά την εβδομάδα και δεν έβγαινε από την εκκλησία.
Ο ΑΒΒΑΣ Ιωάννης, που ήταν Ηγούμενος σ’ ένα μεγάλο Κοινόβιο στην Αίγυπτο, πήγε κάποτε βαθιά στην έρημο να συναντήσει τον Όσιο Παΐσιο, τον ξακουσμένο ασκητή, που σαράντα ολόκληρα χρόνια αγωνιζόταν εκεί μόνος του.
- Τί κατόρθωσες ζώντας μακριά από τους ανθρώπους, Πάτερ; τον ρώτησε ο Αββάς Ιωάννης.
- Αφότου ήρθα εδώ δεν με είδε ούτε μια φορά ο ήλιος να τρώω, αποκρίθηκε ο Όσιος.
- Ούτε εμένα οργισμένο, είπε ο Αββάς.
ΈΛΕΓΕ για τον Γέροντά του κάποιος υποτακτικός πως είκοσι ολόκληρα χρόνια δεν ξάπλωσε να κοιμηθεί σε στρώμα, αλλά έπαιρνε λίγο ύπνο καθισμένος στο σκαμνί που εργαζόταν. Κι έτρωγε, όλο εκείνο τον καιρό, κάθε δυο μέρες, άλλοτε κάθε τέσσερις ή πέντε. Συνήθιζε να τρώει με το ένα χέρι το λιτό του φαγητό, ενώ το άλλο το είχε πάντα υψωμένο στον ουρανό και προσευχόταν.
- Γιατί το κάνεις αυτό, Αββά; ρωτούσε ο μαθητής του.
- Έχω μπροστά στα μάτια μου την κρίση του Θεού, παιδί μου, και δεν μπορώ να περιμένω, του εξηγούσε ο αγαθός Γέροντας.
Βγήκε μια μέρα από την καλύβα του ο Αββάς και βρήκε τον μαθητή του ξαπλωμένο στο κατώφλι να κοιμάται. Στάθηκε έκπληκτος από πάνω του και τον κοίταζε, κουνώντας περίλυπος την κεφαλή του.
- Που να βρίσκεται άραγε ο λογισμός του και κοιμάται με τόση αφροντισιά;
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 88-89 )
Όταν πρωτοϊδρύθηκε το κοινόβιο του οσίου Θεοδοσίου (423-529) στην Παλαιστίνη, ήταν πολύ φτωχό και συχνά δεν υπήρχαν ούτε τα αναγκαία για τη συντήρηση των μοναχών.
Μια χρονιά, καθώς περίμεναν να γιορτάσουν το Πάσχα, οι αδελφοί έψαχναν απελπισμένα ολόκληρο το μοναστήρι. Δεν ζητούσαν μεγάλα πράγματα. Για κάτι φαγώσιμο ούτε συζήτηση πια δεν γινόταν. Ένα μικρό πρόσφορο κοίταζαν να βρουν, για να μη στερηθούν τη θεία κοινωνία. Αδύνατον όμως να βρουν! Το ανέφεραν στον γέροντα τους, στον όσιο Θεοδόσιο. Τους άκουσε με απόλυτη ηρεμία, σαν να συνέβαιναν όλα αυτά σε ξένη περιοχή. Ούτε την ανησυχία τους φαινόταν να συμμερίζεται ο ουράνιος εκείνος άνθρωπος. Έδωσε μάλιστα εντολή να είναι έτοιμο για τη νυχτερινή θεία λειτουργία το άγιο βήμα, ακόμη και η τράπεζα για το πασχαλινό γεύμα!
Θαύμασαν οι μοναχοί τη βαθιά πίστη του ηγουμένου τους, μα δεν κατόρθωσαν να τη συμμεριστούν.
Βασίλευε ο ήλιος όταν χτύπησε την πόρτα του μοναστηριού κάποιος άγνωστος. Μαζί του έφερνε δύο καμήλες φορτωμένες!
-Πήγαινα μια μικρή δωρεά σε κάποια σκήτη λίγο πιο πέρα από το μοναστήρι σας, εξήγησε στους αδελφούς. Μα μόλις έφθασα εδώ, τα ζώα μου σταμάτησαν και με κανένα τρόπο δεν μπορούσα να τα κάνω να προχωρήσουν! Λέω, μήπως θέλη ο Θεός ν’ αφήσω σε σας αυτά τα λίγα τρόφιμα;
Λίγα τρόφιμα; Αυτά έφθασαν μέχρι την Πεντηκοστή και πιο πέρα ακόμη. Ούτε προσφορές έλειπαν για τη θεία λειτουργία από την ανέλπιστη δωρεά.
-Πολύ μεγάλη πίστη! Έλεγαν μεταξύ τους οι υποτακτικοί του οσίου Θεοδοσίου, και από τότε σέβονταν περισσότερο τον άγιο γέροντα τους, που τον στόλιζε η αρετή αυτή.
( Γεροντικόν)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄,σελ.189-190
Η καραμέλα του επαίνου
- Γέροντα, άκουσα κάτι επαίνους καί...
- Έ, και τί έγινε; Τελείως κούφιο είσαι, βρέ παιδί; Εμάς τί πρέπει να μας ενδιαφέρη; Πώς μας βλέπουν οι άλλοι ή πώς μας βλέπει ο Χριστός; Οι άλλοι θα είναι για μας η κινητήρια δύναμη ή ο Χριστός; Εσύ έχεις σοβαρότητα· μη γίνεσαι ελαφρούτσικη. Εμένα πολλές φορές, ακόμη και σοβαροί άνθρωποι, μου λένε κάτι επαινετικό και μου έρχεται να κάνω εμετό. Γελώ από μέσα μου και το πετώ πέρα. Κι εσύ κάτι τέτοια να τα πετάς αμέσως. Είναι χαμένα πράγματα! Τί κερδίζουμε, αν μας καμαρώνουν οι άλλοι; Για να μας καμαρώνουν μεθαύριο τα ταγκαλάκια; Όποιος χαίρεται, όταν τον καμαρώνουν οι άνθρωποι, κοροϊδεύεται από τους δαίμονες.
Οι έπαινοι, είτε κοσμικοί είναι είτε πνευματικοί, είτε στο σώμα αναφέρονται είτε στην ψυχή, βλάπτουν, όταν ο άνθρωπος είναι βλαμμένος, όταν δηλαδή έχη υπερηφάνεια ή προδιάθεση υπερηφανείας. Γι’ αυτό να προσέχουμε να μην επαινούμε εύκολα τον άλλον, γιατί, αν τυχόν είναι φιλάσθενος πνευματικά, παθαίνει ζημιά· μπορεί να καταστραφή.
Οι έπαινοι είναι σαν τα ναρκωτικά. Κάποιος, ας υποθέσουμε, που ξεκινά να κάνη κηρύγματα, μπορεί την πρώτη φορά να ρωτήση αν το κήρυγμα ήταν καλό, αν πρέπη κάτι να προσέξη, για να μην κάνη κακό στον κόσμο. Οπότε και ο άλλος, για να τον ενθαρρύνη, του λέει: «Καλά τα είπες· μόνο σ’ εκείνο το σημείο ήθελε λίγο να προσέξης». Ύστερα όμως, αν έχη λίγη προδιάθεση υπερηφανείας, μπορεί να φθάση να ρωτάη αν ήταν καλό το κήρυγμα, μόνον και μόνο για να ακούση ότι ήταν καλό και να αισθανθή ικανοποίηση. Κι αν του πούν: «πολύ καλό ήταν», χαίρεται. «Ά, λένε καλά λόγια για μένα!», σκέφτεται και φουσκώνει. Αν όμως του πούν: «δέν ήταν καλό», στενοχωριέται. Βλέπετε πώς με μια καραμέλα επαίνου τον ξεγελάει το ταγκαλάκι; Στην αρχή ρωτάει με καλό λογισμό, για να διορθωθή, και μετά ρωτάει, για να ακούη επαίνους και να χαίρεται!Αν χαίρεσθε και νιώθετε ικανοποίηση, όταν σάς επαινούν, και στενοχωριέσθε και κατεβάζετε τα μούτρα, όταν σάς κάνουν καμμιά παρατήρηση η σάς πούν ότι μια δουλειά δεν την κάνατε καλά, να ξέρετε ότι αυτό είναι μια κοσμική κατάσταση. Και η στενοχώρια είναι κοσμική και η χαρά είναι κοσμική. Ένας που έχει πνευματική υγεία, και να του πής: «αυτό δεν το έκανες καλό», χαίρεται, γιατί τον βοήθησες να δη το λάθος του. Πιστεύει ότι δεν το έκανε καλό, γι’ αυτό τον φωτίζει ο Θεός και την επόμενη φορά το κάνει πολύ καλό. Αλλά και πάλι αυτό το αποδίδει στον Θεό. «Τί θα έκανα εγώ μόνος μου; λέει. Αν δεν με βοηθούσε ο Θεός, μπανταλομάρες θα έκανα». Όλα δηλαδή τα τοποθετεί σωστά.
- Πώς θα μπορέσουμε, Γέροντα, να αισθανώμαστε το ίδιο, και όταν μας επαινούν και όταν μας προσβάλλουν;
- Αν μισήσετε την κοσμική προβολή, τότε θα δέχεσθε με την ίδια διάθεση και τον έπαινο και την προσβολή.
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 75-77)
ΈΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΙΕΡΕΑΣ, κάθε Κυριακή, μετά την Λειτουργία, μάζευε τους φτωχούς της ενορίας του και τους μοίραζε τα χρήματα που μάζευε το «κιβώτιο των πτωχών».
Μια Κυριακή πήγε μία γυναίκα με παλιά ξεσκισμένα ρούχα και με ύφος κακομοίρικο. Ο ιερέας την λυπήθηκε. Έβαλε το χέρι του στο κιβώτιο, με την πρόθεση να της δώσει όσα χρήματα χωρούσε η παλάμη του.Όταν το τράβηξε έξω, είδε πως είχε πιάσει λίγα κέρματα. Βιάστηκε να της τα δώσει, γιατί πίσω της περίμενε άλλη να πάρει φιλοδώρημα. Αυτή φορούσε περιποιημένα φορέματα. Ο ιερέας σκέφτηκε πως ήταν από κείνες που χωρίς λόγο ζητιανεύουν. Θα της έδινε λίγα, για να μην την αφήσει να φύγει έτσι και της έμενε η ντροπή. Έβαλε πάλι το χέρι του στο κιβώτιο κι η χούφτα του γέμισε χρυσά νομίσματα.
Ως ευλαβής που ήταν, κατάλαβε την θεία επέμβαση. Ζήτησε λοιπόν πληροφορίες και για τις δύο εκείνες γυναίκες. Έμαθε τότε πως η μία, που φαινόταν καλοντυμένη, ήταν από καλή οικογένεια, που τελευταία από διάφορα ατυχήματα φτώχυνε και υπέφερε πολύ. Από αξιοπρέπεια φορούσε περιποιημένα ρούχα. Η άλλη έβαζε κουρέλια, όταν έβγαινε να ζητιανέψει, για να της δίνουν ευκολώτερα.
Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 102-103)
121. Ο Θεός είναι παντοδύναμος και βρίσκεται υπεράνω όλων των υλικών κόσμων. Αλλά, επί πλέον, η παντοδυναμία του βρίσκεται και πάνω από τον πνευματικό κόσμο, δηλαδή τον κόσμο των Αγγέλων και των ανθρώπων. Στο χέρι του είναι όλα τα αγαθά πνεύματα, η ειρήνη τους και τα χαρίσματά τους. Όπως και οι δαίμονες και οι αμετανόητοι άνθρωποι, που βασανίζονται στην Κόλασι.
122. Με τη ρυπωμένη, τη σκοτεινή και κακοποιό ζωή, η ψυχή βλασφημεί τον Παράκλητο (δηλαδή: Παρηγορητή, Στηρικτή). Αντίθετα, υπάρχουν άνθρωποι, που, με την καλοπροαίρετο ψυχή τους, είναι ικανοί να στηρίζουν τους άλλους με τα λόγια τους, δοξάζοντας έτσι τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τον Παράκλητο, «τον παρακαλούντα ημάς εν πάση τη θλίψει ημών, εις το δύνασθαι ημάς παρακαλείν τους εν πάση θλίψει δια της παρακλήσεως ης παρακαλούμεθα αυτοί υπό του Θεού» (Β’ Κορ. α’ 4).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 70-71)
120. Η παρούσα ζωή είναι μια ζωή εξορίας. «Και εξαπέστειλεν αυτόν (δηλαδή: τον άνθρωπο) Κύριος ο Θεός», λέγει η Γραφή, «εκ του παραδείσου της τρυφής» (Γεν. γ’ 23). Και εμείς, έτσι, όλοι, πρέπει να επιδιώκουμε τον γυρισμό στην πατρίδα μας εκείνη, τον Παράδεισο. Πώς; Με τη μετάνοια και με τα έργα της μετανοίας. Γι’ αυτό και η Εκκλησία ψάλλει: «Την ποθητήν πατρίδα παράσχου μοι, Παραδείσου πάλιν ποιών πολίτην με» (νεκρώσιμος Ακολουθία). Ο δρόμος της επιστροφής είναι δρόμος θλίψεων, στερήσεων, κακοπαθειών. Όταν αυτά υπάρχουν στη ζωή μας, σημαίνει ότι βρισκόμαστε στον σωστό δρόμο. Αντίθετα προς τη στενή και τεθλιμμένη αυτή οδό, η φαρδειά οδός της αμαρτίας φέρει στον αιώνιο θάνατο.
Η παρούσα ζωή σημαίνει καθημερινό, σκληρό αγώνα εναντίον των εχθρών της σωτηρίας μας, των αοράτων, υποχθονίων πνευμάτων του κακού, που δεν μας αφήνουν σε ησυχία ούτε μία μέρα, αλλά διαρκώς μας ταλαιπωρούν, πασχίζοντας να μας ξεστρατίσουν από τον δρόμο του Ευαγγελίου. Μην ξεχνάς λοιπόν ότι έχει κηρυχθή εναντίον σου ένας αδιάκοπος πόλεμος. Μη δίνεις σημασία στις απατηλές ανάπαυλες των κοσμικών απολαύσεων. Γνώριζε ότι είσαι αμαρτωλός, ότι είσαι εχθρός του Θεού. Κινδυνεύεις να χάσης την αιώνιο ζωή, αν είσαι αμελής και δεν έχης μετανοήσει ολοκληρωτικά. Η οργή του Θεού κρέμεται πάνω από το κεφάλι σου, αν δεν σπεύσης να προσευχηθής με πνεύμα μετανοίας και συντριβής ενώπιόν του. Αν θέλης χαρές και ανάπαυλες, μην τις ζητείς στον κόσμο. Ζήτησέ τες στην ειρήνη της Εκκλησίας, στον ωραίο και εξυψωτικό κόσμο της θείας λατρείας.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 69-70)
«Στη βασιλεία των ουρανών δε θα μπει ο καθένας που με λέει: “Κύριε, Κύριε”, αλλά όποιος κάνει το θέλημα του Πατέρα μου του ουράνιου» (Ματθαίος 7:21)
Είναι για το αιώνιο συμφέρον της ψυχής μας ν’ αφήσουμε κατά μέρος τα λόγια και τους τύπους και να κάνουμε κάτι πρακτικό για το Θεό μας. Πρώτ’ απ’ όλα ας γονατίσουμε κι ας δεχτούμε με μετάνοια και πίστη τη σωτηρία που μας προσφέρει ο μονάκριβος Γιος του Πατέρα Θεού, με το λυτρωτικό Του θάνατο πάνω στο σταυρό του Γολγοθά. Αυτός είναι ο μόνος Δρόμος επιστροφής στον Πατέρα Θεό. Ο Ιησούς Χριστός! Μετά, μελετώντας το Λόγο Του, την Αγία Γραφή, με προσευχή, και ζητώντας δύναμη από Εκείνον ας εκτελούμε όσα Εκείνος θέλει από τα παιδιά Του… Ποτέ δεν είναι αργά! Μπορείς να ξεκινήσεις από τούτη τη στιγμή. Αν εσύ το θέλεις, γιατί Εκείνος και σε καλεί και το μπορεί!
Κύριε, αφήνω τα εύκολα και χωρίς αντίκρυσμα λόγια κατά μέρος και γονατίζω στην παρουσία Σου. Μετανοώ και Σε δέχομαι στη ζωή μου με πίστη. Σώσε με και οδήγησέ με μέσα από το Λόγο Σου, την Αγία Γραφή, να εκτελώ το θέλημά Σου κάθε μέρα. Σ’ ευχαριστώ.
«Γυρίστε, γυρίστε πίσω από τον κακό σας δρόμο! Γιατί θέλετε να πάτε στην καταστροφή;» (Ιεζ. 33:11)
Κάποτε μια κοπέλα εγκατέλειψε το σπίτι της κι άρχισε να ζει μέσα στην αμαρτία. Η μητέρα της, που δεν έπαψε να την αγαπά, έψαχνε εδώ κι εκεί να τη βρει για πολλά χρόνια. Στο τέλος, απελπισμένη, κρέμασε στα κεντρικά μέρη της πόλης και σε διάφορα καταγώγια τη φωτογραφία της κι από κάτω έγραψε με το χέρι της: «Γύρνα πίσω. Η μητέρα σου σε περιμένει». Ένα βράδυ, ερείπιο από τις ακολασίες, η άσωτη κόρη είδη τη φωτογραφία της και διάβασε το μήνυμα της μητέρας της. Το αποτέλεσμα ήταν να συνέλθει και με συντριβή να γυρίσει στο σπίτι της.
Παρόμοια μιλάει ο Θεός σε κάθε αμαρτωλό. Του δείχνει το Γολγοθά και το έργο που πραγματοποίησε εκεί ο Χριστός για τη σωτηρία του και τον προσκαλεί να επιστρέψει σ’ Αυτόν διαβεβαιώνοντάς τον ότι θα τον δεχτεί. Ο Χριστός δεν κρέμασε καμιά φωτογραφία, αλλά κρεμάστηκε ο ίδιος στο Σταυρό για σένα και τώρα σε περιμένει να γυρίσεις κοντά Του. Θα γυρίσεις;
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
" Ο παλαιός άνθρωπος δε θα μας απασχολεί "
Για να κόβουμε τα πάθη μας, ο Παππούλης μου είπε μία μέρα το εξής παράδειγμα :
Έχουμε, παιδί μου, έναν κήπο που υπάρχουν φυτρωμένα λουλούδια από τη μια μεριά, και αγκάθια από την άλλη. Υπάρχει και μία βρύση σ' αυτό το μέρος που τα ποτίζει. Όταν έχουμε γυρισμένο το νερό της βρύσης προς τη μεριά των λουλουδιών, θα μεγαλώσουν τα λουλούδια. Και τα αγκάθια, λόγω έλλειψης νερού, θα ξεραθούν. Έτσι πρέπει να κάνουμε και με τις πράξεις μας.
Όταν συνεχώς πράττομε το καλό, σιγά σιγά θα εκλείψουν οι κακές συνήθειές μας. Ο παλαιός άνθρωπος που υπάρχει μέσα μας θα φωλιάσει στην κρυψώνα του και δε θα μας απασχολεί. Για να γίνει όμως αυτό, χρειάζεται αδιάλειπτη προσευχή και αγώνας για την αρετή ".
[Τζ 106π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.287-288)
Η αγία τράπεζα στις φλόγες
Τον περασμένο αιώνα στη Μικρασία έζησε ένας άγιος αλλ’ αφανής λευίτης, ο π. Ιωάννης. Ήταν έγγαμος, οικογενειάρχης, από το Γκέλβερι της Καππαδοκίας. Τις καθημερινές εργαζόταν στα χωράφια, ενώ τις Κυριακές και τις γιορτές λειτουργούσε στην εκκλησία. Στη θεία λειτουργία σχεδόν πάντοτε ξεσπούσε σε δάκρυα και αναστεναγμούς. Την ώρα μάλιστα του καθαγιασμού η κατάνυξη του κορυφωνόταν. Οι ψάλτες έψαλλαν το « Σε υμνούμεν…» όσο πιο αργά μπορούσαν, αλλά εκείνος καθυστερούσε πέντε, δέκα, δεκαπέντε λεπτά ή και περισσότερο. Έτσι κι εκείνοι επαναλάμβαναν τον ύμνο μέχρι πέντε ή έξι φορές. Τελικά, πλησίασαν κάποτε τους επιτρόπους και τους είπαν το πρόβλημα τους. Εκείνοι με τη σειρά τους το διαβίβασαν στο λειτουργό.
-Πάτερ Ιωάννη, συχνά καθυστερείς την ώρα του καθαγιασμού. Οι ψάλτες και ο λαός έξω σε περιμένουν πολλή ώρα. Δεν μπορείς να λες πιο σύντομα την ευχή, για να μη γίνεται χασμωδία;
-Πώς θα γίνει αυτό;
-Είναι εύκολο. Εκεί που είσαι πεσμένος μπρούμυτα, να σηκώνεσαι, να σταυρώνεις τα τίμια Δώρα, να λες την ευχή και να τελειώνεις.
-Την ευχή τη γνωρίζω, είναι γραμμένη και στη φυλλάδα, αλλά δεν μπορώ.
-Γιατί δεν μπορείς, πάτερ; Συγχώρεσε μας, αλλά δεν είναι δύσκολο!
-Αυτό δεν εξαρτάται από μένα, απάντησε ο π. Ιωάννης. Μόλις αρχίσω να διαβάζω την ευχή, η αγία τράπεζα κυκλώνεται από θεϊκή φωτιά που φτάνει τα δύο –τρία μέτρα ύψος. Έτσι δεν μπορώ να πλησιάσω και να σφραγίσω τα τίμια Δώρα. Με πιάνει φόβος και τρόμος. Δεν ξέρω τί να κάνω. Πέφτω τότε στο έδαφος, κλαίω, αναστενάζω και ικετεύω τον Κύριο να παραμερίσει τις φλόγες για να συνεχίσω. ΄Υστερα σηκώνω τα μάτια. Αν έχουν χαθεί οι φλόγες, σηκώνομαι και σφραγίζω τα τίμια Δώρα. Αν όχι, τότε συνεχίζω την ικεσία με δάκρυα και στεναγμούς μέχρι να σβήσει η φωτιά ή να βρεθεί άλλος τρόπος, που θα μου επιτρέψει να μην καώ. Πότε- πότε σβήνει η φωτιά και γίνονται όλα όπως πριν. Άλλοτε πάλι χωρίζουν οι φλόγες, δεξιά κι αριστερά σχηματίζοντας καμάρα, οπότε κάνω το τόλμημα, πλησιάζω τρέμοντας και σφραγίζω τα τίμια Δώρα.
Ακούγοντας οι χριστιανοί αυτά τα εξαίσια δεν τον ενόχλησαν άλλη φορά. Ήταν άλλωστε πολύ ευλαβής και εξαιρετικά κατανυκτικός όταν λειτουργούσε. Γι’ αυτό στην ενορία του εκκλησιάζονταν πιστοί κι από γειτονικά χωριά, που περπατούσαν ώρες για να φτάσουν. Μερικές φορές έρχονταν στη λειτουργία χίλιοι και περισσότεροι πιστοί. Και όλοι αυτοί κατανύγονταν κι έκλαιγαν. Στο τέλος μάλιστα της θείας αυτής μυσταγωγίας, το δάπεδο της εκκλησίας ήταν βρεγμένο από τα δάκρυα τους, λες και κάποιος είχε ρίξει νερό!
( Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ.83-85)