ΈΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΙΕΡΕΑΣ, κάθε Κυριακή, μετά την Λειτουργία, μάζευε τους φτωχούς της ενορίας του και τους μοίραζε τα χρήματα που μάζευε το «κιβώτιο των πτωχών».
Μια Κυριακή πήγε μία γυναίκα με παλιά ξεσκισμένα ρούχα και με ύφος κακομοίρικο. Ο ιερέας την λυπήθηκε. Έβαλε το χέρι του στο κιβώτιο, με την πρόθεση να της δώσει όσα χρήματα χωρούσε η παλάμη του.Όταν το τράβηξε έξω, είδε πως είχε πιάσει λίγα κέρματα. Βιάστηκε να της τα δώσει, γιατί πίσω της περίμενε άλλη να πάρει φιλοδώρημα. Αυτή φορούσε περιποιημένα φορέματα. Ο ιερέας σκέφτηκε πως ήταν από κείνες που χωρίς λόγο ζητιανεύουν. Θα της έδινε λίγα, για να μην την αφήσει να φύγει έτσι και της έμενε η ντροπή. Έβαλε πάλι το χέρι του στο κιβώτιο κι η χούφτα του γέμισε χρυσά νομίσματα.
Ως ευλαβής που ήταν, κατάλαβε την θεία επέμβαση. Ζήτησε λοιπόν πληροφορίες και για τις δύο εκείνες γυναίκες. Έμαθε τότε πως η μία, που φαινόταν καλοντυμένη, ήταν από καλή οικογένεια, που τελευταία από διάφορα ατυχήματα φτώχυνε και υπέφερε πολύ. Από αξιοπρέπεια φορούσε περιποιημένα ρούχα. Η άλλη έβαζε κουρέλια, όταν έβγαινε να ζητιανέψει, για να της δίνουν ευκολώτερα.
Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 102-103)