Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται
στον Άγιο Σώστη
και
ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.
Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα
1301. ΥΠΑΡΞΙΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ.
Διάσημος ιεροκήρυξ μίλησε για την Θεία Πρόνοια. Στο τέλος της ομιλίας του τον πλησίασε ένας τσαγκάρης και του είπε:
- Θαυμάσια η ομιλία σας, Πάτερ, για την Θεία Πρόνοια, αλλά εγώ δεν πιστεύω καθόλου σε αυτήν. Η Θεία Πρόνοια δεν υπάρχει. Απόδειξις η κατάστασις της οικογένειας μου. Χρόνια με πίστη υπηρετώ το Θεό και τώρα που βρέθηκα στην ανάγκη, παρόλες τις προσευχές μου, δεν έχω καμία βοήθεια. Η Εφορία με κυνηγά και θα με κλείσουν μέσα. Φθάνω μέχρι του σημείου να αυτοκτονήσω.
- Στάσου, απάντησε ο ιεροκήρυξ, να σου αποδείξω πιο απτά ότι υπάρχει η Θεία Πρόνοια. Πάρε αυτό το ποσόν. Μου το έδωσε μια πλούσια κυρία, που παρακολούθησε το κήρυγμά μου και μου είπε να το δώσω στον πρώτο, που θα παρουσιασθεί μπροστά μου και θα έχει ανάγκη. Χωρίς δισταγμό το πήρε ο καλός μας και δόξασε το Θεό.
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 591)
«Σπάζοντας τα δεσμά του θανάτου»
Σε μια από τις επιστολές του ο απόστολος Παύλος λέει ότι, αν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί, τότε εμείς είμαστε οι πλέον αξιοθρήνητοι των ανθρώπων. Πράγματι, αν δεν έχει αναστηθεί, θα ήμαστε αξιολύπητοι, διότι όλη μας η πίστη, όλο αυτό που ονομάζουμε πνευματική εμπειρία μας και όλη η ζωή που οικοδομούμε πάνω σ’ αυτήν δεν θα ήταν τίποτε άλλο παρά μια αυταπάτη, ένα ψέμα, μια ψευδαίσθηση. Εμείς όμως είμαστε οι ευτυχέστεροι των ανθρώπων, επειδή όντως Χριστός Ανέστη. Και αυτό όχι απλώς εκατοντάδες και χιλιάδες αλλά εκατομμύρια ανθρώπων το γνωρίζουν από προσωπική και άμεση εμπειρία. Είναι πάρα πολλοί αυτοί που θα έλεγαν: Ο Θεός υπάρχει διότι τον έχω συναντήσει. « Χριστός Ανέστη» διότι Τον έχω συναντήσει Αναστημένο.
Και όχι μόνο κατά τρόπο πνευματικό, αλλά και σωματικό – έχουμε τη μαρτυρία των Αποστόλων, ανθρώπων απλών που έφυγαν μακριά από τον Γολγοθά, γνωρίζοντας ( νομίζοντας ότι γνωρίζουν) ότι από τη στιγμή που ο Κύριος τους αποκαθηλώθηκε από τον Σταυρό και ετάφη, είχε νικηθεί οριστικά και κάθε ελπίδα τους είχε για πάντα χαθεί. Και όμως, αυτοί οι ίδιοι γίνονται μάρτυρες της Αναστάσεως – απροετοίμαστοι, διστακτικοί και κατόπιν περιχαρείς. Περιχαρείς, διότι οι γυναίκες ήρθαν το πρωί να αλείψουν με μύρα τον Χριστό και διαπίστωσαν ότι το Σώμα Του δεν ήταν πια εκεί.
Ο Ιωάννης και ο Πέτρος έτρεξαν εκεί αργότερα, και ο τάφος ήταν άδειος. Και όταν πήγαν στους άλλους μαθητές, ρωτώντας, αμφιβάλλοντας, διστάζοντας, ο Χριστός τους παρουσιάστηκε και τους είπε: « Μη φοβάστε. Δεν είμαι φάντασμα, δεν είμαι μια ασώματη φιγούρα. Το φάντασμα δεν έχει σάρκα και οστά, καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα»! Συνέφαγε μαζί τους, τους μίλησε, τον άγγιξαν! Και πράγματι, όπως λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Επιστολή του, οι Απόστολοι μαρτυρούν αυτό που είδαν με τα μάτια τους, αυτό που άκουσαν με τα αυτιά τους κι αυτό που με τα ίδια τους τα χέρια ψηλάφισαν: την αλήθεια! Ναι, Χριστός Ανέστη! Ανέστη όχι ως φάντασμα, όχι ως μια πνευματική παρουσία αλλά ως ο ζωντανός Θεός με το σώμα Του, το σώμα με το οποίο ενσαρκώθηκε. Και πράγματι, αν πιστεύουμε ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήταν ο ίδιος ο Θεός που έγινε άνθρωπος για τη σωτηρία του κόσμου, τότε, αυτό που ξεπερνάει τη φαντασία μας, είναι πώς Αυτός που είναι η ίδια η Ζωή, μπόρεσε και να πεθάνει. Και αντίθετα το πιο απλό και προφανές είναι ότι, αυτή η Αιώνια Ζωή εννοείται ότι θα έσπαζε τα δεσμά του θανάτου, θα πατούσε τον θάνατο και θα ανίστατο σωματικά, με τη σάρκα Του, δίνοντας έτσι, και σ’ εμάς υπόσχεση αναστάσεως.
Διότι, αναλαμβάνοντας Εκείνος την ανθρώπινη σάρκα, μας έδειξε ότι ο άνθρωπος είναι κάτι τόσο πελώριο και βαθύ, ώστε μπορεί να γίνει ένα με τον Θεό, να ενωθεί μαζί Του. Μας έδειξε ότι όντως, ένα ανθρώπινο πλάσμα τότε μόνο είναι πλήρες, όταν είναι σε ταύτιση με τον Θεό, όταν γίνεται κοινωνός θείας φύσεως, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του αποστόλου Πέτρου. Η ανάσταση είναι μια αποκάλυψη του ελέους, της δυνάμεως, της αγάπης του Θεού… αλλά και της μεγαλοσύνης του ανθρώπου. Ο θάνατος δεν μάς φοβίζει πια. Έχει γίνει η θύρα μας προς την αιωνιότητα και ξέρουμε ότι θα έρθει μια μέρα που η φωνή Αυτού που έφερε στην ύπαρξη όλα τα όντα, η φωνή του Σωτήρα μας, θα ηχήσει και πάλι. Θα σταθούμε τότε όλοι ενώπιον του Θεού, περιβεβλημένοι την αιωνιότητα, με μια σάρκα που θα είναι μέρος αυτής της αιωνιότητας. Ας εμπιστευθούμε τον λόγο του Θεού, ας ξεπεράσουμε τις αμφιβολίες και τους δισταγμούς μας, ας Τον ακούσουμε να μάς μιλά και ας ανταποκριθούμε στο Λόγο Του και στο γεγονός της Αναστάσεως Του με πίστη και ευγνωμοσύνη! Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!
( Μητρ. Anthony Bloom, « Στο φως της Κρίσης του Θεού», εκδ.Εν πλω)
Μου το βεβαιώνει η συνείδηση μου πριν απ’ όλα. Κατόπιν ο νους μου και η βούληση μου.
Πρώτον, η συνείδηση μου λέει: τόσα πάθη που υπέστη ο Χριστός για το καλό και τη σωτηρία των ανθρώπων δεν θα μπορούσαν να επιβραβευτούν με τίποτε άλλο παρά με την ανάσταση και την υπερκόσμια δόξα. Τα ανείπωτα πάθη του Δικαίου στεφανώθηκαν με την ανείπωτη δόξα. Αυτό μου δίνει ικανοποίηση και ηρεμία.
Δεύτερον, ο νους μου λέει: χωρίς την λαμπρή αναστάσιμη νίκη όλο το έργο του Υιού του Θεού θα παρέμενε στον τάφο, ολόκληρη η αποστολή Του θα ήταν μάταιη.
Τρίτον, η βούληση μου λέει: η ανάσταση του Χριστού με έσωσε από τους ταλαντευόμενους δισταγμούς ανάμεσα στο καλό και το κακό, και με θέτει αποφασιστικά στον δρόμο του καλού. Και αυτό μου φωτίζει τον δρόμο και μου δίνει στήριγμα και δύναμη.
Εκτός από τις τρεις φωνές, οι οποίες από μέσα μου βεβαιώνουν εμένα, υπάρχουν και άλλοι ασφαλώς μάρτυρες που το βεβαιώνουν. Είναι οι ένδοξες μυροφόρες γυναίκες, είναι οι δώδεκα μεγάλοι απόστολοι, και πέντε εκατοντάδες άλλων μαρτύρων, που όλοι μετά την ανάσταση Του, Τον έβλεπαν και Τον άκουγαν, όχι στον ύπνο τους αλλά στην πραγματικότητα, και όχι μόνο για ένα λεπτό αλλά για σαράντα ολόκληρες ημέρες. Μου το βεβαιώνει εκείνος ο πύρινος Σαύλος, ο μεγαλύτερος Εβραίος διώκτης του χριστιανισμού. Μου το μαρτυρεί, ότι είδε εκείνο το φως του αναστηθέντα Κυρίου καταμεσής της ημέρας και ότι άκουσε τη φωνή Του και ότι υπάκουσε την εντολή Του. Αυτήν τη μαρτυρία ο Παύλος δεν ήθελε να την αρνηθεί ούτε μετά από τριάντα χρόνια, ούτε ακόμα και την ώρα που στη Ρώμη του Νέρωνα η μάχαιρα έπεφτε στο κεφάλι του. Μου το βεβαιώνει και ο άγιος Προκόπιος, αρχηγός του Ρωμαϊκού στρατού που ξεκίνησε να αφανίσει τους χριστιανούς στις χώρες της ανατολής, και στον οποίον εμφανίστηκε ξαφνικά ζωντανός ο Χριστός και τον γύρισε με το μέρος Του. Κι αντί να σφάξει ο Προκόπιος τους χριστιανούς, αυτοβούλως παραδόθηκε για να τον σφάξουν στο όνομα του Χριστού. Μου το βεβαιώνουν ακόμα χιλιάδες μαρτύρων του Χριστού στις φυλακές, στους τόπους εκτελέσεων μέσω αιώνων και αιώνων, από τους μάρτυρες των Ιεροσολύμων μέχρι τους μάρτυρες των Βαλκανίων, έως τις μέρες μας, έως τους νεότερους Μοσχοβίτες μάρτυρες.
Μου το βεβαιώνουν και όλες οι δίκαιες και αγαθές ψυχές, τις οποίες συχνά συναντώ στη ζωή και οι οποίες χαίρονται όταν ακούν ότι ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών. Αυτό ανταποκρίνεται στη συνείδηση τους, δονεί την ψυχή τους και ευφραίνει την καρδιά τους. Μαρτυρία παίρνω και από τους αμαρτωλούς και αντιπάλους του Χριστού. Μόνο και μόνο με το ότι αυτοί, ως αμαρτωλοί και μοχθηροί, απορρίπτουν την ανάσταση του Χριστού εγώ βεβαιώνομαι για το αντίθετο. Σε κάθε δικαστήριο τίθεται θέμα της συμπεριφοράς των μαρτύρων και ως εκ τούτου σταθμίζουν την αξία της μαρτυρίας τους. Όταν νηφάλιοι, καθαροί και άγιοι μάρτυρες ισχυρίζονται πως ξέρουν ότι ο Χριστός ανέστη, λαμβάνω με ευχαρίστηση την μαρτυρία τους ως αληθή. Αλλά όταν οι ακάθαρτοι, άδικοι και ασυνείδητοι απορρίπτουν την ανάσταση του Χριστού, μ’ αυτό ενδυναμώνουν τη μαρτυρία των πρώτων και μου βεβαιώνουν ακόμα περισσότερο την αλήθεια της Ανάστασης του Κυρίου μου. Εφόσον αυτοί όσα απορρίπτουν, τα απορρίπτουν από κακεντρέχεια και όχι από γνώση.
Με βεβαιώνουν ακόμα αρκετοί λαοί και φυλές που μόνο η πίστη στην Ανάσταση του Χριστού τους έβγαλε από την άγρια κατάσταση στη διαφώτιση, από τη δουλεία στην ελευθερία, από το βούρκο του αμοραλισμού και του σκοταδισμού στο φως των τέκνων του Θεού. Και η ανάσταση του Σερβικού λαού μου μαρτυρεί την Ανάσταση του Χριστού. Ακόμα και η λέξη «Ανάσταση» εκ νεκρών μου βεβαιώνει το αυτονόητο. Γιατί χωρίς την Ανάσταση του Χριστού δεν θα υπήρχε ούτε καν η λέξη στις ανθρώπινες γλώσσες. Όταν ο Παύλος πρώτη φορά πρόφερε αυτή τη λέξη στην πολιτισμένη Αθήνα, οι Αθηναίοι εξεπλάγησαν και αναστατώθηκαν.
Και έτσι, τέκνα του Θεού, σας χαιρετώ κι εγώ.
Αληθώς Ανέστη ο Χριστός!
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται», εκδ. Εν πλω, 2008, σ.70-72)
Η ημέρα του Κυρίου!
Πολλοί άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν πως υπάρχει άνεμος, μέχρις ότου φυσήξει ο άνεμος. Άλλοι δεν σκέφτονται πως υπάρχει φως, μέχρι να νυχτώσει. Έτσι και πολλοί χριστιανοί δεν πίστευαν πως υπάρχει Θεός, μέχρι που φύσηξε ο δυνατός άνεμος του πολέμου. Μήτε που σκέφτηκαν το Θεό, όσο τους έλουζε το φως της ειρήνης και η ζωή τους χαμογελούσε. Αλλά, σαν ξέσπασε η λαίλαπα του πολέμου και το σκοτάδι του κακού σκέπασε τον κόσμο, τότε θυμήθηκαν το Θεό. Τότε, δεν μπορούσαν να σκεφτούν τίποτε άλλο παρά μόνο το Θεό.
Η ημέρα του Κυρίου! Στην Αγία Γραφή, ημέρα του Κυρίου ονομάζεται η ημέρα εκείνη που για τους ανθρώπους είναι νύχτα φρικτή, γεμάτη αίμα, καπνό, φόβο, τρόμο, πυρετό, κραυγές και φωτιά. Αυτή η ημέρα λέγεται στο ιερό βιβλίο του Θεού ημέρα του Κυρίου. Αναρωτιέστε πώς συμβαίνει αυτό και γιατί έρχεται αυτή η ημέρα; Μέσα στις άγριες συνθήκες του αφόρητου πόνου και της φωτιάς, οι καλοζωισμένοι άνθρωποι οδηγούνται στην πλήρη επίγνωση πως ο Θεός είναι « τα πάντα» και ο άνθρωπος ένα «τίποτε». Οι περήφανοι άνθρωποι γνωρίζουν την ντροπή, οι αλαζόνες σκύβουν το κεφάλι τους κάτω στη γη, οι πλούσιοι περπατούνε με τσέπες άδειες, οι άρχοντες αναζητούν ακόμη και κάποιον δούλο για συντροφιά, οι αξιωματικοί του στρατού χάνουν τα παράσημα τους, οι αμέριμνοι ιερείς κλαίνε μπροστά στους κατεστραμμένους ναούς και οι άπληστες για χρήματα γυναίκες ετοιμάζουν για γεύμα το πιο λιτό φαγητό.
Όλοι τους αναλογίζονται τη μεγαλοσύνη του Δημιουργού και τη μηδαμινότητα του ανθρώπου. Κατανοείτε λοιπόν, για ποιο λόγο αυτή η τρομακτική νύχτα ονομάζεται ημέρα του Κυρίου. Ονομάζεται ημέρα του Κυρίου επειδή φανερώνεται ο Θεός. Όσο καιρό ξημερώνει η απλή καθημερινή ημέρα, ο άνθρωπος δε μνημονεύει το Θεό. Αντιθέτως, τα πάντα βάζει πάνω από το Θεό, ακόμη και τον εαυτό του. Όσο ξημερώνει η απλή καθημερινή ημέρα γελάει περιπαικτικά με όσους εκκλησιάζονται και χλευάζει αυτούς που τον καλούν στην εκκλησία για να προσευχηθεί. Όταν όμως φτάνει η ημέρα του Κυρίου, όλοι επιστρέφουν στο Θεό, αναγνωρίζουν την εξουσία Του, ρωτάνε για το πού βρίσκεται η εκκλησία, δείχνουν σεβασμό στους ιερείς, αναζητούν θεολογικά βιβλία να διαβάσουν, αναστενάζουν, αισχύνονται για το παρελθόν τους, μετανιώνουν για τις αμαρτίες τους. Την ημέρα του Κυρίου οι άνθρωποι προσφέρουν βοήθεια στους φτωχούς, επισκέπτονται τους ασθενείς, νηστεύουν και κοινωνούν. Αρχίζουν να σκέφτονται το θάνατο που πλησιάζει και αναλογίζονται την άλλη ζωή, εκεί που η ημέρα του Κυρίου είναι διαφορετική. Εκεί στην άλλη ζωή, η ημέρα του Κυρίου είναι ευλογημένη, φωτεινή και αιώνια. Την ημέρα του Κυρίου στην άλλη ζωή, ο άνθρωπος θα είναι πιο σπάνιος και πιο ακριβός και από το πιο ατόφιο και πιο ακριβό χρυσάφι.
Αδελφοί μου, αναρωτιέστε για ποιο λόγο επιτρέπει ο Θεός να έρχονται τόσες δυσκολίες στον κόσμο; Ο Θεός επιτρέπει τόσες δυσκολίες για να αποκτήσει ο άνθρωπος πάλι την αξία του, για να αξίζει ο άνθρωπος περισσότερο και από το πιο καθαρό και πιο ακριβό χρυσάφι. Στις μέρες μας η αξία του ανθρώπου είναι μικρότερη από την αξία του χρυσού. Και αυτό είναι κάτι που είναι αντίθετο με το σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο. Και ό,τι δεν είναι σύμφωνο με την πρόνοια του Θεού, πρέπει να ραγίσει, να γκρεμιστεί, να πεθάνει, να χαθεί. Αν το μαθαίναμε αυτό πριν, τότε δεν θα παθαίναμε τίποτε. Θα ήμασταν δυνατοί, θα ζούσαμε ειρηνικά, γαλήνια, με αγάπη, με σεβασμό στον συνάνθρωπο μας, δοξάζοντας τον Τριαδικό Θεό. Αυτού η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς , Επισκόπου Αχρίδος, ‘Μέσα από το παράθυρο της φυλακής – Μηνύματα στο λαό’, εκδ. « Ορθόδοξος Κυψέλη» σελ.31-34)
Ο άγιος Βλαδίμηρος, ο πρώτος χριστιανός ηγεμόνας των Ρώσων, είχε έντεκα γιους. Μετά την κοίμηση του ( 1015) ο μεγαλύτερος, ο Σβιατοπόλκ, αποπειράθηκε ν’ απαλλαγή από τους αδελφούς του και να γίνη ο μόνος άρχοντας της Ρωσίας. Διάλεξε πρώτο στόχο της επιθέσεως του τον πρίγκιπα Βόρι, που δεν ήταν ακόμη είκοσι χρονών.
Ο Βόρις βρισκόταν επικεφαλής ενός στρατεύματος, όταν πληροφορήθηκε τα σχέδια του ετεροθαλούς αδελφού του. Αν και νεαρός, ήταν αγαπητός στους άνδρες του και είχε αναγνωριστή σαν επιδέξιος αρχηγός στην υπεράσπιση της πατρίδος εναντίον των εχθρών. Εν τούτοις, αντί ν’ αντισταθή στον Σβιατοπόλκ, παραδόθηκε και θανατώθηκε χωρίς οίκτο.
Ήταν στην ακμή της νεότητος του και ασφαλώς επιθυμούσε να ζήση σαν καλός χριστιανός. Όμως ένιωσε ότι δεν είχε το δικαίωμα να υπερασπίση τη ζωή του προξενώντας το θάνατο άλλων ανθρώπων. Ήταν πρόθυμος να οδηγήση τα παλληκάρια του στη μάχη, όταν θα προστάτευαν τα σπίτια τους και τις οικογένειες τους από τις βαρβαρικές επιδρομές, αλλ’ αυτή τη φορά η περίπτωση ήταν διαφορετική, γιατί ο εχθρός δεν ήθελε παρά τον δικό του μόνο θάνατο. Ο Βόρις αποφάσισε να θυσιάση τη ζωή του και να διαφυλάξη τους ανθρώπους που τελούσαν κάτω απ’ τις διαταγές του.
Ο αδελφός του Γκλεμπ ακολούθησε το παράδειγμα του και θανατώθηκε με παρόμοιες συνθήκες λίγες μέρες μετά.
Ο ρωσικός λαός συγκινήθηκε βαθύτατα με τη στάση των νεαρών πριγκίπων. Η συμπεριφορά τους δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία. Οι επίσκοποι έκριναν τη θυσία των νέων μάταιη, αλλά η ετυμηγορία των ίδιων των Ρώσων δεν ήταν τέτοια. Αναγνώρισαν ότι ο θεληματικός θάνατος των αδελφών ήταν αγνή χριστιανική πράξη, εκπλήρωση της εντολής του Χριστού, να αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης οι ιεράρχες ενέδωσαν στην αντίθετη τους γνώμη και οι πρίγκιπες Βόρις και Γκλεμπ ήταν οι πρώτοι που ανακηρύχθηκαν άγιοι από τη Ρωσική Εκκκησία (1020).
Παραμένουν μέχρι σήμερα μεταξύ των πιο αγαπητών μελών της χριστιανικής οικογένειας του ρωσικού λαού και το παράδειγμα τους δεν παύει να εμπνέη θαυμασμό. Ο Βόρις και ο Γκλεμπ δεν ονομάστηκαν μάρτυρες γιατί δεν πέθαναν υπερασπίζοντας την πίστη. Ονομάστηκαν « παθοφόροι». Μαρτύρησαν για την αγάπη.
(Οι Ρώσοι και η Εκκλησία τους)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.103-105)
"Η ζωή μας εξαρτάται από το θέλημά μας"
Βρέθηκα σε μια συζήτηση που έχει ανοίξει ο Γέροντας πάνω στον τρόπο ζωής μας.
Είπε τα εξής περίπου, απ' ότι εγώ κατάλαβα: "Η ζωή μας εξαρτάται από το θέλημά μας.
Ό,τι θέλουμε κι όπως θέλουμε μπορούμε να ζήσουμε. Δεν υπάρχουν εμπόδια ούτε δυσκολίες, για να κάνουμε αυτό που θέλουμε.
Αλλά ούτε και δικαιολογίες. Πρέπει να ζούμε κατά Χριστόν, κι αυτό μπορούμε να το κάνουμε.
Η νηστεία είναι ένας σωστός τρόπος ζωής. Δεν κινδυνεύει κανείς από τη νηστεία… Δεν παθαίνουν τίποτα.
Ξέρω πολύ καλά ότι δεν έχουν αρρωστήσει ποτέ". Αρρωσταίνει κανείς όταν δένεται με πρόσωπα και με πράγματα, και όλα αυτά,
τα οποία είπε, μας τα επιβεβαίωσε, επειδή τα έζησε ο ίδιος.
[Ί 194]
"Αρρώστιες από δαιμονική επήρεια"
Βρισκόμουν στο κελί του Γέροντα στα Καλλίσια.
Μιλούσαμε για θέματα υγείας και προσπαθούσε να μου αποσαφηνίσει, ότι οι αρρώστιες οφείλονται σε δαιμονικές ενέργειες, σε αμαρτίες.
Για να με βοηθήσει να τον καταλάβω, μου διηγήθηκε το εξής περιστατικό:
"Με επισκέφθηκε στο κελί μου μία κυρία τελείως απελπισμένη, που κινδύνευε να πεθάνει από τη λύπη της.
Αιτία ήταν ο άνδρας της, που υπέφερε πολύ από άσθμα, όπως μου έλεγε, και τον λυπόταν, αλλά δεν μπορούσε να τον βοηθήσει,
κι αυτό την στενοχωρούσε.Εγώ όμως είδα άλλα πράγματα.Θα σε βοηθήσω, της είπα, εσύ όμως δέχεσαι να κάνεις αυτό που θα σου πώ;
Θα κάνω ό,τι μου πείτε, μου απάντησε. Της λέω: Θα φύγεις τώρα απ' εδώ και θα πας στο σπίτι σου.
Θα μπεις από την κυρία είσοδο και θα πας στο δωμάτιο όπου βρίσκεται ο άρρωστος άνδρας σου.
Θα μείνεις λίγο μαζί του και θα προσέξεις τί θα κάνει. Έπειτα θα σηκωθείς και θα του πείς:
Θέλω να βγω για καμιά ώρα στην αγορά για ψώνια. Εσύ όμως δε θα πας στην αγορά, αλλά θα κάνεις τον κύκλο του σπιτιού
και θα μπείς από την πίσω πόρτα, στην κουζίνα, που συνορεύει με το δωμάτιό του. Πρόσεξε όμως να μη σε αντιληφθεί.
Εκεί στην κουζίνα θα μείνεις περίπου μία ώρα και θα στήσεις αυτί, ν' ακούσεις τί θα κάνει.
Όταν έρθει η ώρα, θα βγείς από την πίσω πόρτα, θα κάνεις πάλι τον κύκλο και θα μπεις από εμπρός από το δωμάτιό του.
Πάλι θα προσέξεις, τί θα κάνει μόλις σε δεί. Η κυρία έκανε όπως της είπα. Την άλλη μέρα ξαναήρθε.
Τί έγινε; τη ρώτησα. Μόλις μπήκα, μου λέει, από την μπροστινή πόρτα, στο δωμάτιο του συζύγου μου, άρχισε να βήχει δυνατά,
να φτύνει κάτω και να μου κάνει πικρά παράπονα, ότι δεν τον αγαπώ, δεν τον λυπάμαι καθόλου και τον αφήνω μόνο του να υποφέρει.
Έπειτα από λίγο του είπα, ότι θα βγώ στην αγορά για καμιά ώρα. Νέα βηξίματα και παράπονα.
Όταν μπήκα στην κουζίνα, παρατήρησα ότι στο δωμάτιο του ανδρός μου επικρατούσε άκρα ησυχία.
Πέρασε μία ώρα και ξαναγύρισα κοντά του. Μόλις άνοιξα την πόρτα και με είδε, άρχισε πάλι ο βήχας και τα παράπονα ότι,
όση ώρα έλειψα, υπέφερε πολύ, έβηχε, φώναζε και βοήθεια και πάρα λίγο να πεθάνει ολομόναχος.
Κατάλαβες τώρα, τί συμβαίνει; τη ρώτησα.Τα έχω μπερδεμένα, δεν ξέρω τί να υποθέσω, μου απάντησε.
Θα σου τα εξηγήσω εγώ, της είπα. Ο άνδρας σου έχει μέσα του δαιμόνιο. Το είδα από τη στιγμή που ήρθες χθες.
Το δαιμόνιο του έφερε το άσθμα του άνδρα σου θέλει να σε ξεκάνει.
Εσύ επειδή είσαι πολύ ευαίσθητη και πονετική, καθώς τον βλέπεις να υποφέρει και να σου κάνει διαρκώς παράπονα ότι δεν ενδιαφέρεσαι γι' αυτόν,
όλο και λιώνεις από τη στενοχώρια σου. Εκείνος όμως δε στεναχωριέται.
Βήχει και φτύνει και σου παραπονιέται, μόνο όταν βρίσκεσαι κοντά του, γιατί έχει βάλει στόχο εσένα.
Μόλις φεύγεις και δε σε βλέπει, ησυχάζει. Η κυρία με κοίταζε και σιγά σιγά καταλάβαινε τί συμβαίνει.
Της είπα τί να κάνει, για να πολεμήσει το δαιμόνιο και να γλιτώσει κι αυτή κι ο άνδρας της.
Με άκουσε και τώρα πάνε καλύτερα". Μου έκανε εντύπωση, από τη μιά πλευρά, η ανθρωποκτόνος δολιότητα του δαιμονίου,
και από την άλλη η οξύτατη διόραση του Γέροντα και η ιαματική παρέμβασή του.
Μου γεννήθηκε η απορία και τον ρώτησα: Γέροντα, το άσθμα αυτό ήταν ψυχολογικό, δηλαδή φανταστικό;
"Όχι" μου απάντησε, "ήταν πραγματικό άσθμα, οργανικό, αλλά προερχόταν από το δαιμόνιο, που το χρησιμοποιούσε σαν φονικό όπλο εναντίον αυτής της γυναίκας".
[Γ 187-90]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ.89-91)
Η ανθρωπαρέσκεια
- Γέροντα, πολλές φορές με πιάνει ένα παράπονο.
- Τί παράπονο έχεις;
- Νά, λέω: «Γιατί δεν αναγνώρισαν τον κόπο μου και μου συμπεριφέρθηκαν
έτσι;».
- Όταν κάποιος κάνη κάτι ταπεινά και με αγάπη, και δεν βρη αναγνώριση, μπορεί να του έρθη και ένα παράπονο. Αυτό είναι ανθρώπινο - όχι φυσικά ότι και αυτό είναι σωστό, αλλά τότε έχει κανείς κάποια ελαφρυντικά. Όταν όμως απαιτή την αναγνώριση, αυτό είναι βαρύ· έχει μέσα εγωισμό, δικαίωμα, ανθρωπαρέσκεια. Όσο μπορείς, να κινήσαι ταπεινά. Ό,τι κάνεις να το κάνης με φιλότιμο, για τον Χριστό, και όχι από ανθρωπαρέσκεια και κενοδοξία, για να ακούσης το «μπράβο» από τους ανθρώπους. Όταν ο άνθρωπος δεν δέχεται τα «μπράβο» από τους ανθρώπους και εργάζεται μόνον για τον Θεό, τότε ανταμείβεται από τον Θεό και σ’ αυτήν την ζωή με την άφθονη Χάρη Του, και στην άλλη με τα αγαθά του Παραδείσου.
- Μπορεί, Γέροντα, μέσα στο φιλότιμο να υπάρχη ανθρωπαρέσκεια;
- Μπορεί ο διάβολος, που όλα θέλει να τα μολύνη, να κλέβη το λίγο φιλότιμο με την ανθρωπαρέσκεια. Έχει δηλαδή ο άνθρωπος λίγο φιλότιμο, αλλά, αν δεν προσέξη, μπαίνει μέσα η ανθρωπαρέσκεια και μετά, ό,τι κι αν κάνη, πάει χαμένο. Είναι σαν να βγάζη νερό με τρύπιο κουβά. Αν όμως καταλάβη πώς ό,τι κάνει από ανθρωπαρέσκεια μολύνεται, μετά δεν θα έχη όρεξη να κάνη κάτι για να επιδειχθή· δεν θα έχη μάτια να δη αν τον καμαρώνουν οι άλλοι ούτε αυτιά να ακούση τί λένε γι’ αυτόν.
- Γέροντα, εγώ δεν μπορώ να ξεχωρίσω αν κάτι το κάνω από καθαρό φιλότιμο ή από ανθρωπαρέσκεια.
- Το καθαρό φαίνεται. Όταν κινήται κανείς με καθαρό φιλότιμο, έχει πληροφορία εσωτερική, έχει δηλαδή μέσα του ανάπαυση, γαλήνη, ενώ η ανθρωπαρέσκεια φέρνει ανησυχία, ταραχή.
- Γέροντα, μου λέει ο λογισμός πώς πέφτω σε πειρασμούς, επειδή η καρδιά μου δεν είναι ολοκληρωτικά δοσμένη στον Θεό.
- Ναί, κλέβεσαι από την ανθρωπαρέσκεια. Προσπάθησε στην κάθε φιλότιμη ενέργειά σου να μη σφηνώνεται η ανθρωπαρέσκεια, για να έχης και καθαρό μισθό, χωρίς κρατήσεις από το ταγκαλάκι, αλλά και περισσότερη εσωτερική ειρήνη. Να εξετάζης τα ελατήρια με τα οποία κινείσαι καί, μόλις αντιληφθής ότι κινείσαι από ανθρωπαρέσκεια, να την χτυπάς αμέσως. Αν κάνης αυτόν τον «καλόν αγώνα», θα αποτοξινωθής από κάθε κοσμικό ελατήριο που έχει κέντρο το εγώ. Τότε θα γίνωνται όλα καλά και δεν θα έχης πειρασμούς ούτε εξωτερικούς ούτε δικούς σου εσωτερικούς, αλλά θα έχης εσωτερική ειρήνη.
- Γέροντα, στενοχωριέμαι για την στασιμότητα που έχω. Θα ήθελα κάθε μέρα να προοδεύω πνευματικά.
- Ξέρεις τί συμβαίνει καμμιά φορά; Μπορεί να θέλουμε να απαλλαγούμε από τα πάθη μας και να γίνουμε καλύτεροι, όχι για να ευαρεστήσουμε τον Θεό, αλλά για να αρέσουμε στους άλλους. Κι εσύ, ας πούμε, θέλεις να γίνης καλύτερη, να προχωρήσης πνευματικά. Εξέτασες όμως γιατί το θέλεις; Το θέλεις, για να πλησιάσης περισσότερο στον Θεό ή για να φαίνεσαι καλύτερη από τις άλλες αδελφές; Βιάζεσαι λ.χ. να πάς στην εκκλησία. Γιατί το κάνεις; για να είσαι από την αρχή στην Ακολουθία, επειδή αυτό είναι το σωστό ή για να πάς πρώτη και να λένε οι αδελφές καλά λόγια για σένα; Ο πνευματικός άνθρωπος ενδιαφέρεται να αρέση στον Θεό, όχι στους ανθρώπους. «Αν ήθελα να αρέσω στους ανθρώπους, λέει ο Απόστολος Παύλος, δεν θα ήμουν δούλος του Χριστού».
- Γέροντα, έχω πάντοτε έναν φόβο μην ξεπέσω στα μάτια των άλλων, ενώ δεν σκέφτομαι πώς με βλέπει ο Θεός. Πώς θα αυξηθή ο φόβος του Θεού;
- Εγρήγορση χρειάζεται. Σε κάθε σου ενέργεια, ακόμη και στην παραμικρή σου κίνηση, κέντρο να είναι ο Θεός. Στρέψε όλον τον εαυτό σου προς τον Θεό. Αν αγαπήσης τον Θεό, ο νούς σου θα είναι συνέχεια στο πώς να ευχαριστήσης τον Θεό, στο πώς να αρέσης στον Θεό, και όχι στο πώς να αρέσης στους ανθρώπους. Αυτό πολύ θα σε βοηθήση να ελευθερωθής από τις βαρειές αλυσίδες της ανθρωπαρέσκειας που σού είναι εμπόδιο για την ανώτερη ζωή. Και όταν θα χαίρεσαι, γιατί ξέπεσες στα μάτια των ανθρώπων, τότε θα γλυκαίνεσαι εσωτερικά από τον Γλυκύ Ιησού.
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 72-75)
ΈΝΑΣ ΑΓΙΟΣ Γέροντας έμενε με τον υποτακτικό του σε μια καλύβη, όχι μακριά από ένα κεφαλοχώρι. Κάποτε έπεσε στον τόπο μεγάλη δυστυχία κι ο φτωχός κόσμος πέθαινε σχεδόν από την πείνα. Πολλοί στην απελπισία τους πήγαιναν και χτυπούσαν στην καλύβη του Ερημίτη. Εκείνος πάλι, που ήταν πολύ ελεήμων, έδινε με την καρδιά του απ’ ό,τι τύχαινε να έχει. Ο υποτακτικός όμως, που έβλεπε με τρόπο το ψωμί τους να λιγοστεύει, είπε μια μέρα στενοχωρημένος στον Γέροντα:
- Αββά, δεν μου ξεχωρίζεις τα ψωμιά που μου αναλογούν; Κι από δώ και πέρα μοίραζε από τα δικά σου έλεημοσύνη. Έτσι όπως πάμε τώρα, γρήγορα θα πεινάσουμε κι οι δυό.
Ο αγαθός Γέροντας χώρισε τα ψωμιά του υποτακτικού του, χωρίς να πει τίποτε κι εξακολούθησε
να δίνει από τα δικά του στους φτωχούς. Ο Θεός που είδε την καλή του προαίρεση τα ευλόγησε κι όσο εκείνος έδινε, τόσο αυτά πληθύνονταν.
Ο υποτακτικός στο μεταξύ έφαγε τα δικά του. Όταν πια δεν του έμειναν παρά λίγα ψίχουλα, πήγε στον Γέροντά του και τον παρακαλούσε να τρώνε πάλι μαζί. Εκείνος τον δέχτηκε χωρίς να φέρει αντίρρηση. Τώρα όμως είχαν αυξηθεί και οι ζητιάνοι, κι ο υποτακτικός άρχισε πάλι να δυσανασχετεί. Μια μέρα χτύπησε η πόρτα. Ηταν ένας φτωχός. Ο υποτακτικός κατσούφιασε.
- Δώσε του ένα καρβέλι, πρόσταξε ο Γέροντας, που έκανε πως δεν είδε τον μορφασμό του.
- Μου φαίνεται πως δεν έχουμε πια να φάμε ούτε εμείς, είπε φωναχτά ο υποτακτικός, για να τον ακούσει κι ο ζητιάνος.
- Πήγαινε και ψάξε καλά, πρόσταξε ο Γέροντας.
Σηκώθηκε εκείνος απρόθυμα να πάει στο κελλαρικό. Μα τρόμαξε ν’ ανοίξει την πόρτα. Το βρήκε γεμάτο ως επάνω από καλοψημένα φρέσκα καρβέλια!
Από την ημέρα εκείνη απόκτησε μεγάλη εμπιστοσύνη στον άγιο Γέροντά του κι έγινε πρόθυμος στο ν’ ανακουφίζει τους φτωχούς.
Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 101-102)
Νοικοκυριό και πνευματική ζωή της μητέρας
-Γέροντα, πώς μπορεί μια νοικοκυρά να ρυθμίση τις δουλειές της, ώστε να έχη χρόνο και για προσευχή;
Τί αναλογία δηλαδή πρέπει να υπάρχη ανάμεσα στην εργασία και στην προσευχή;
-Οι γυναίκες συνήθως δεν έχουν μέτρο στις δουλειές τους. Θέλουν συνέχεια να ανοίγουν δουλειές.
Ενώ έχουν πολλή καρδιά και θα μπορούσαν να κάνουν πολύ καλό νοικοκυριό στην ψυχή τους, ξοδεύουν την καρδιά τους σε ασήμαντα πράγματα.
Ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα ποτήρι με ωραία σχέδια, με γραμμές κ.λπ.
Και αν δεν είχε γραμμές, την δουλειά του πάλι θα την έκανε. Εκείνες όμως πάνε στο κατάστημα και αρχίζουν:
«Όχι, τις θέλω μέχρι εκεί τις γραμμές, όχι έτσι, όχι αλλιώς». Και αν έχη και κανένα λουλούδι, έ, τότε είναι που σκιρτά η καρδιά!
Έτσι η γυναίκα καταστρέφει όλη την δυναμικότητά της. Σπάνια θα βρής κανέναν άνδρα να δώση προσοχή σε κάτι τέτοια.
Και αν ένα πορτατίφ λ.χ. είναι καφέ ή μαύρο, ούτε που το προσέχουν οι άνδρες.
Αλλά η γυναίκα θέλει κάτι όμορφο, χαίρεται, δίνει ένα κομμάτι της καρδιάς της σε αυτό, άλλο κομμάτι σε κάτι άλλο,
οπότε τί μένει για τον Χριστό; Τα χασμουρητά από την κούραση της στην ώρα της προσευχής.
Όσο απομακρύνεται η καρδιά της γυναίκας από τα όμορφα, τόσο πλησιάζει τον Χριστό.
Και όταν η καρδιά δοθή στον Χριστό, τότε έχει μεγάλη δύναμη! Είδα μια ψυχή αυτές τις μέρες που έχει αφεθή τελείως στον Θεό.
Βλέπεις να καίη μέσα της μια γλυκειά φλόγα! Τα παίρνει όλα στα ζεστά.
Ήταν τελείως κοσμική, αλλά είχε καλή διάθεση και κάποια στιγμή τινάχθηκε η σπίθα μέσα της. Χρυσαφικά, λούσα, όλα τα πέταξε.
Τώρα ζη με μια απλότητα! Αγωνίζεται, κάνει δουλειά πνευματική. Με τί θυσία κινείται!
Ζήλεψε τους Αγίους με την καλή έννοια. Τί κομποσχοίνι, τί νηστείες κάνει, τί Ψαλτήρι διαβάζει!... Φοβερό! Αυτή τρέφεται από την άσκηση τώρα.
-Γέροντα, μια μητέρα μου είπε: «Είμαι αδύναμη σωματικά και κουράζομαι πολύ, ούτε τις δουλειές προλαβαίνω να κάνω, ούτε χρόνος μου μένει για προσευχή».
-Να απλοποιήση την ζωή της, για να της μένη χρόνος και για προσευχή. Με την απλότητα μια μητέρα μπορεί να κάνη πολλή προκοπή.
Αν μια μάνα έχη απλοποιήσει την ζωή της, αλλά κοπιάζει, γιατί έχει πολλά παιδιά, δικαιούται να πη «κουράζομαι».
Αν όμως χάνη τον χρόνο της κοιτάζοντας πώς θα παρουσιάση τακτοποιημένο το σπίτι της στους ξένους, τότε τί να πη κανείς;
Μερικές μητέρες, για να τα έχουν όλα τακτοποιημένα στο σπίτι, περιορίζουν ασφυκτικά τα παιδάκια και δεν τα αφήνουν να μετακινήσουν μια καρέκλα ή ένα μαξιλάρι.
Τους επιβάλλουν στρατιωτική πειθαρχία, και έτσι τα παιδιά, ενώ γεννιούνται κανονικά, μεγαλώνουν δυστυχώς βλαμμένα. [...]
Παλιά δεν υπήρχαν πνευματικά βιβλία, για να βοηθηθούν οι μητέρες με την μελέτη.
Τώρα υπάρχουν ένα σωρό Πατερικά, ένα σωρό μεταφράσεις, αλλά δυστυχώς οι περισσότερες μητέρες ή ασχολούνται
με κάτι χαζά ή εργάζονται, για να τα βγάλουν πέρα.
Η μάνα καλύτερα είναι να ασχολήται με την ανατροφή των παιδιών, παρά να καταπιάνεται σχολαστικά με το νοικοκυριό,
με τα άψυχα πράγματα. Να τους μιλάη για τον Χριστό, να τους διαβάζη βίους Αγίων.
Παράλληλα να ασχολήται και με το ξεσκόνισμα της ψυχής της, για να λαμποκοπάη πνευματικά.
Η πνευματική ζωή της μητέρας θα βοηθήση αθόρυβα και τις ψυχές των παιδιών της.
Έτσι και τα παιδιά της θα ζουν χαρούμενα, και εκείνη θα είναι ευτυχισμένη, γιατί μέσα της θα έχη τον Χριστό.
Αν η μάνα δεν ευκαιρή ούτε ένα «Τρισάγιο» να πή, πώς θα αγιασθούν τα παιδιά της;
-Και όταν, Γέροντα, μια μάνα έχη πολλά παιδιά και πολλές δουλειές;
-Όταν κάνη τις δουλειές στο σπίτι, δεν μπορεί συγχρόνως να προσεύχεται;
Εμένα η μητέρα μου μου έμαθε να λέω την ευχή. Όταν σαν παιδιά κάναμε καμμιά αταξία και πήγαινε να θυμώση,
την άκουγα που έλεγε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Όταν έβαζε το ψωμί στον φούρνο, έλεγε: «Εις το όνομα του Χριστού και της Παναγίας».
Και όταν ζύμωνε και όταν μαγείρευε, πάλι έλεγε συνέχεια την ευχή.
Έτσι αγιαζόταν η ίδια, αγιαζόταν και το ψωμί και το φαγητό που έκανε, αγιάζονταν και αυτοί που το έτρωγαν.
Πόσες μητέρες που είχαν αγία ζωή είχαν και αγιασμένα παιδιά! Νά, η μητέρα του Γέροντα Χατζη-Γεώργη.
Ακόμη και το γάλα αυτής της ευλογημένης μάνας, που θήλαζε ο Γαβριήλ - το κατά κόσμον όνομα του Γέροντα Χατζη-Γεώργη - ήταν ασκητικό!
Είχε αποκτήσει δύο παιδιά και ύστερα ζούσαν με τον σύζυγό της εν παρθενία, αγαπημένοι σαν αδέλφια.
Είχε ασκητικό πνεύμα από μικρή, γιατί είχε αδελφή μοναχή, ασκήτρια, την οποία επισκεπτόταν και αργότερα με τα παιδιά της.
Ο πατέρας του Γαβριήλ ήταν και αυτός ευλαβής και ασχολούνταν με το εμπόριο, γι’ αυτό τον περισσότερο καιρό τον περνούσε στα ταξίδια.
Αυτό έδινε την ευκαιρία στην μητέρα του να ζη απλά, να μη «μεριμνά και τυρβάζη περί πολλά» ,
να τον παίρνη μαζί της και να αγρυπνή με άλλες γυναίκες πότε στις σπηλιές και πότε στα εξωκκλήσια.
Γι’ αυτό μετά έφθασε σε τέτοια μέτρα αγιότητος .
Η ευλάβεια της μητέρας έχει μεγάλη σημασία. Αν η μητέρα έχη ταπείνωση, φόβο Θεού, τα πράγματα μέσα στο σπίτι πάνε κανονικά.
Γνωρίζω νέες μητέρες που λάμπει το πρόσωπό τους, αν και δεν έχουν από πουθενά βοήθεια.
Από τα παιδιά καταλαβαίνω σε τί κατάσταση βρίσκονται οι μητέρες.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 87-90)
Άδηλος
ο χρόνος της ζωής
Ο Θεός έκρυψε το χρόνο του τέλους της ζωής μας.
Ε.Π.Ε. 12,54
η μέρα του θανάτου μας
Πολλοί συγκρατούνται απ’ το φόβο του θανάτου και απ’ τον πόθο της ζωής.
Αν όμως καθένας γνώριζε, πως αύριο θα πεθάνη οπωσδήποτε,
τίποτε δεν θα τον σταματούσε την προηγούμενη μέρα
να διαπράξη οποιοδήποτε κακό.
Ε.Π.Ε. 22,526
ξένοι καί παρεπίδημοι
Το «αυτό είναι δικό μου» και το «αυτό είναι δικό σου»,
είναι μόνο λέξεις απλές χωρίς ν’ ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Αν πής, ότι το σπίτι είναι δικό σου, κι αυτό είναι λέξις χωρίς νόημα,
αφού και αέρας και το χώμα και τα υλικά είναι του Δημιουργού,
ακόμα και συ ο ίδιος που λες ότι κατασκεύασες το σπίτι.
Η χρήσις φαίνεται δική σου, αλλά κι αυτή είναι αβέβαιη, όχι μόνο λόγω του θανάτου,
αλλά και πριν απ’ το θάνατο λόγω της αστάθειας των ανθρωπίνων πραγμάτων.
Ε.Π.Ε. 18,276
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 97-98)