ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Ο τελωνισμός των ψυχών

Σχετική με το προηγούμενο είναι και η διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των άγιων Πατέρων για τον τελωνισμό των ψυχών. Στο σημείο αυτό θα εξετάσουμε διεξοδικότερα το θέμα. πού έχει σχέση με το φοβερό μυστήριο του θανάτου. Και, φυσικά, αυτό θα γίνη, αφ' ενός μεν γιατί το συναντούμε σε όλη την βιβλικοπατερική παράδοση και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφ' ετέρου δε για να ετοιμαζόμαστε για την φοβερή ώρα του θανάτου. Τα επόμενα δεν γράφονται για να προκληθή αγωνία, αλλά για να αναπτυχθεί μετάνοια, ή όποια έχει συνέπεια την χαρά, γιατί εκείνος πού έχει την δωρεά του Άγιου Πνεύματος και είναι ενωμένος με τον Χριστό, αποφεύγει την φοβερή παρουσία και ενέργεια των τελωνίων.

Σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, η ψυχή κατά την έξοδο της από το σώμα, αλλά και προηγουμένως, όταν ετοιμάζεται να εξέλθει από αυτό, αισθάνεται την παρουσία των δαιμόνων πού λέγονται τελώνια, και διακατέχεται από φόβο επειδή θα διέλθη δια των τελωνίων. Φυσικά, πρέπει από την αρχή να πούμε ότι τα τελώνια -οι δαίμονες- δεν έχουν κυριαρχία πάνω στους δίκαιους, σε αυτούς πού ενώθηκαν με τον Χριστό. Οι δίκαιοι όχι μόνον δεν θα περάσουν από τα λεγόμενα τελώνια, αλλά και δεν θα διακατέχωνται από τον φόβο τους. Όλα αυτά θα τα δούμε καλύτερα, όταν παραθέσουμε την διδασκαλία των άγιων Πατέρων. Ό χαρακτηρισμός της διόδου της ψυχής δια των δαιμόνων ως τελωνισμός είναι είλημμένος από τους τελώνες της εποχής εκείνης. Είναι καλό να δούμε λίγο αυτό το θέμα, για να κατανοήσουμε γιατί οι Πατέρες χαρακτηρίζουν την διέλευση της ψυχής από τους δαίμονες τελωνισμό.

Τελώνες στην αρχαία εποχή ονομάζονταν εκείνοι πού αγόραζαν τους δημοσίους φόρους από το Κράτος και στην συνέχεια τους εισέπρατταν από τον λαό48. Οι τελώνες χωρίζονταν σε δύο τάξεις. Ή πρώτη τάξη περιελάμβανε τους λεγόμενους «δημοσιώνας ή δεκατευτάς», πού ήταν ή πλουσιότερη τάξη και η ισχύς της εξουσίας, και ή δεύτερη περιελάμβανε τους λεγόμενους δασμολόγους. Οι πρώτοι ήταν οι γενικοί δημόσιοι εισπράκτορες, πού είχαν αγοράσει τους φόρους από την Πολιτεία, ενώ οι δεύτεροι ήταν οι έμμισθοι υπηρέτες των πρώτων, πού εισέπρατταν τους φόρους από τον λαό και τους έδιναν στους δημοσιώνες. Οι δασμολόγοι ήταν άδικοι αφού εισέπρατταν φόρους περισσότερους από όσους έπρεπε να αποδώσουν στους κυρίους τους. Γι' αυτό και είχαν πολύ κακή φήμη στις αρχαίες κοινωνίες. Ο Πλάτων έλεγε ότι είναι βαρείς οι τελώνες, όχι τόσο όταν εισπράττουν τους φόρους από τα εμφανή των εισαγομένων, «αλλά όταν τα κεκρυμμένα ζητούντες, εν αλλοτρίοις σκεύεσι και φορτίοις αναστρέφονται». Γι' αυτό, όταν ο Θεόκριτος ρωτήθηκε ποια είναι τα ωμότερα θηρία, απήντησε: «εν μεν όρεσιν άρκτοι και λέοντες, εν δε πόλεσι τελώναι και συκοφάνται». Οι τελώνες, στην προσπάθειά τους να εισπράξουν όσο το δυνατόν περισσότερους φόρους, και μάλιστα για να μην τους ξεφύγουν μερικοί πού δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στην βαρύτατη και άδικη φορολογία, επινοούσαν διαφόρους τρόπους, δηλαδή, παραμόνευαν σε στενούς δρόμους και συνελάμβαναν τους περαστικούς, εξαναγκάζοντας τους να δώσουν τα οφειλόμενα- Πρόκειται για μια σκηνή πολύ δυσάρεστη και μισητή ατούς ανθρώπους της εποχής εκείνης. Αυτήν ακριβώς την γνώριμη και μισητή εικόνα χρησιμοποιούν οι Πατέρες για να δώσουν στους ανθρώπους της εποχής εκείνης να καταλάβουν σε τι συνίσταται το φοβερό μυστήριο του θανάτου και τι φοβερά πράγματα εκτυλίσσονται κατά την ώρα πού η ψυχή ετοιμάζεται να αποχώρηση, και κυρίως όταν εξέρχεται από το σώμα του ανθρώπου. Ό άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος θα πή πολύ χαρακτηριστικά: «Ώσπερ εισίν οι τελώναι καθεζόμενοι εις τάς στενός οδούς και κατέχοντες τους παριόντας και διασείοντες, ούτω και οι δαίμονες επιτηρούσι και κατέχουοι τάς -ψυχάς και εν τω εξέρχεσθαι αυτάς εκ του σώματος• εάν μη τελείως καθαρισθώσιν, ουκ επιτρέπονται ανελθείν εις τάς μονάς του ουρανού και απαντήσαι τω δεσπότη αυτών• καταφέρονται γαρ υπό των αερίων δαιμόνων»49.

Βέβαια, η εικόνα των τελωνίων ανήκει στην πραγματικότητα της εποχής εκείνης. Όμως η διδασκαλία ότι οι δαίμονες κατά την έξοδο της ψυχής προσπαθούν να καταλάβουν την ψυχή του ανθρώπου αναφέρεται σε πολλά κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας. Ήδη προηγουμένως είδαμε ότι, μετά τον θάνατο, τις μεν ψυχές των δικαίων παραλαμβάνουν οι άγγελοι, τις δε ψυχές των αμαρτωλών και αμετανόητων παραλαμβάνουν οι δαίμονες. Με το μίσος πού έχουν οι δαίμονες εναντίον των ανθρώπων θα ήθελαν όλους να κυριεύσουν και να τους έχουν στην εξουσία τους αιωνίως. Αλλά δεν μπορούν να έχουν εξουσία επάνω στους δικαίους. Βασικό χωρίο το όποιο ερμηνεύουν οι Πατέρες της Εκκλησίας αναφορικά με τα τελώνια είναι το λεγόμενο από τον Χριστό λίγο πριν το Πάθος Του: «έρχεται γαρ ο του κόσμου άρχων και εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ιω. ιδ', 30). Ό άρχων του κόσμου είναι ο κοσμοκράτορας του κόσμου, ο διάβολος. Λέγεται κοσμοκράτορας όχι γιατί είναι πραγματικά ο άρχων και εξουσιαστής όλου του κόσμου, αλλά επειδή εξουσιάζει τον κόσμο της αδικίας. Ό Χριστός διακηρύσσει ότι ο διάβολος δεν έχει εξουσία πάνω Του. Αναφέρεται, βέβαια, εδώ στον διάβολο και τον θάνατο. Ό Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στους νεκρούς πνευματικά ανθρώπους, τους εστερημένους της Χάριτος του Θεού γράφει: «Και υμάς όντας νεκρούς τοις παραπτώμασι και ταις αμαρτίαις, εν αις ποτέ περιεπατήσατε κατά τον αιώνα του κόσμου τούτου, κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος, του πνεύματος του νυν ενεργούντος εν τοις υιοίς της απειθείας» (Εφ. Β’, 1-2). Στο χωρίο αυτό φαίνεται ότι οι άνθρωποι νεκρώνονται με τις αμαρτίες και την ενέργεια του διαβόλου.

Επίσης ο διάβολος χαρακτηρίζεται άρχων της εξουσίας του αέρος γιατί βρίσκεται στην ατμόσφαιρα και συνεχώς πολεμά τους ανθρώπους. Αυτήν ακριβώς την εικόνα έχουν υπ' όψη τους οι Πατέρες και λένε ότι, όταν η ψυχή εξέρχεται από το σώμα και διέρχεται δια του αέρος προς τον ουρανό, συναντάται με τον άρχοντα του αέρος. Ακόμη, στο χωρίο αναφέρεται ότι ο άρχων αυτός ενεργεί και τώρα στους υιούς της απειθείας. Υπάρχουν πολλά χωρία της Παλαιάς Διαθήκης τα όποια χρησιμοποιούνται από τους Πατέρες για να δηλώσουν τον λεγόμενο τελωνισμό των ψυχών, θα ήθελα να αναφέρω δύο από αυτά. Το ένα προέρχεται από ψαλμό του Δαυίδ, όπου εκεί ο Προφητάναξ, αναφερόμενος στον Θεό, λέγει: «Κύριε ο Θεός μου, επί σοι ήλπισα, σωσόν με εκ πάντων των διωκόντων με και ρυσαί με, μήποτε αρπάση ως λέων την ψυχήν μου, μη όντος λυτρουμένου μηδέ σώζοντος» (Ψαλμ. ζ', 2 3). Το άλλο χωρίο υπάρχει στο βιβλίο του Προφήτου Ιερεμίου. Εκεί λέγεται: «και εγένετο ως πυρ καιόμενον φλέγον εν τοις όστέοις μου, και παρείμαι πάντοθεν και ου δύνομαι φέρειν, ότι ήκουσα ψόγον πολλών συναθροιζομένων κυκλόθεν» (Ίερ. κ', 9-10).

Ύστερα από την παράθεση των βασικοτέρων χωρίων πού ερμηνεύουν οι άγιοι Πατέρες, θα προχωρήσουμε στην διδασκαλία τους για τον λεγόμενο τελωνισμό των ψυχών. Πρέπει να πούμε ότι θα παραθέσουμε κατ' αρχάς την διδασκαλία τους για τον τελωνισμό και στην συνέχεια θα αναφέρουμε την μυστική ερμηνεία για την κατάσταση αυτή. Όπως θα φανή καθαρότερα στα επόμενα, οι ψυχές των δικαίων δεν διακατέχονται από φόβο, επειδή έχουν την Χάρη του Θεού και οι δαίμονες δεν έχουν εξουσία πάνω τους. Οι ψυχές των αμετανόητων διακατέχονται από αγωνία και υπόκεινται στην επίδραση των δαιμόνων, αλλά και την ενέργεια των παθών. Υπάρχουν οι δαίμονες, αλλά δια του τελωνισμού εννοείται και ή ενέργεια των παθών. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε αυτό το σημείο, γιατί ή άγνοια του δημιουργεί εσφαλμένες αντιλήψεις. Ό αναγνώστης αυτού του κεφαλαίου πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στην μελέτη της πατερικής διδασκαλίας.

Ό Μ. Βασίλειος, ερμηνεύοντας το ψαλμικό χωρίο «σωσόν με εκ πάντων των διωκόντων με, και ρυσαί με, μήποτε άρπάση ως λέων την ψυχήν μου» (Ψαλμ. ζ', 2- 3) λέγει, ότι οι γενναίοι άνθρωποι πού αγωνίσθηκαν σε ολόκληρη την ζωή τους εναντίον των αοράτων εχθρών, προς το τέλος της ζωής τους «ερευνώνται υπό του άρχοντος του αιώνος», ώστε αν ευρεθούν να έχουν τραύματα ή στίγματα ή αποτυπώματα αμαρτημάτων να τους κρατήσουν αιχμαλώτους. Εάν όμως ευρεθούν άτρωτοι και άσπιλοι, τότε «ως ακράτητοι όντες ως ελεύθεροι υπό Χριστού αναπαύσωνται». Γι' αυτό ο ευρισκόμενος υπό το κράτος του θανάτου, επειδή γνωρίζει ότι «εις ο σώζων, εις ο λυτρούμενος», κράζει προς τον Χριστό τον σώζοντα: «ρύσαι δε με εκεί εν τω καιρώ της ερεύνης, μη ποτέ αρπάση ως λέων την ψυχήν μου». Και ο μεν Χριστός, επειδή ήταν απηλλαγμένος από την αμαρτία, είπε τον λόγο: «νυν ο άρχων του κόσμου τούτου έρχεται, και εν εμοί έξει ουδέν», για τον άνθρωπο, όμως, είναι αρκετό να πή ότι έρχεται ο άρχων του κόσμου και σε μένα «έξει ολίγα και μικρά»50.

Ή ώρα του θανάτου είναι φοβερή γιατί τότε ο άνθρωπος ενθυμείτε τα αμαρτήματα του αλλά και διότι βλέπει φοβερά πράγματα. Ό άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μαρτυρεί ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι πού διηγούνται φοβερές οπτασίες, τις όποιες δεν μπορούν οι απερχόμενοι να αντικρίσουν. Είναι τόσο φοβερές ώστε «και την κλίνην αυτήν μετά πολλής της ρύμης τινάσσουσι κείμενοι, και φοβερόν ένορώσι τοις παρούσι». Δηλαδή, από τον φόβο της ψυχής ταράσσεται και το σώμα, και ο άνθρωπος κάνει ενέργειες πολύ συνταρακτικές. Και ο ιερός Χρυσόστομος προσθέτει ότι εάν φοβόμαστε στην θέα φοβερών ανθρώπων, πόσο μάλλον θα φοβόμαστε, οταν δούμε κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα «αγγέλους απειληφότας (να μας απειλούν) και δυνάμεις απότομους...». Ή ψυχή πού αποχωρίζεται το σώμα θρηνολογεί άσκοπα και μάταια51.

Στο θέμα αυτό αναφέρεται και ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, τονίζοντας ιδιαίτερα ότι εκείνος πού έχει το Φως του Θεού νικά τους δαίμονες πού έρχονται πλησίον του, γιατί οι δαίμονες καίγονται από το θειο Φως. Αυτό γίνεται και τώρα, όσο ο άνθρωπος ευρίσκεται στην θεωρία και ενδύεται το Φως του Θεού. Πολύ περισσότερο θα γίνη κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Λέγει ότι δεν θα υπάρχει κανένα όφελος για τον Χριστιανό από τον πνευματικό αγώνα πού διεξάγει, εάν δεν καταφλεχθή ο διάβολος από το Φως του Θεού. Πράγμα το όποιο σημαίνει ότι η ουσία και ο σκοπός της πνευματικής ζωής είναι να ενωθεί ό άνθρωπος με το Φως. Γράφει ο άγιος Συμεών: «Ει μη ο άρχων έλθοιε του σκότους και την δόξαν ίδοι συνούσα μοι την σήν και αισχυνθή εις άπαν, ό σκοτεινός καταφλεχθείς απροσίτω φωτί σου, και αι δυνάμεις άπασαι συν αυτώ εναντίαι τραπήσονται σημείωσιν σφραγίδος σής ίδουσαι, κάγώ δε διελεύσομαι θαρρών τη χάριτι σου, ατρέμας όλος, και προς σε εγγίσω και προσπέσω, τί μοι των νυν το όφελος εν εμοί γινομένων;»52.

Οι δαίμονες, πού θέλουν έστω και την τελευταία στιγμή να καταλάβουν την ψυχή του ανθρώπου, χαρακτηρίζονται από τον άγιο Διάδοχο Φωτικής ταρτάριοι άρχοντες, δηλαδή άρχοντες του άδου. Ό άνθρωπος πού αγαπά τον Θεό δεν θα διακατέχεται από φόβο, γιατί η αγάπη έξω βάλλει τον φόβο, και θα προσπέραση ελεύθερα «τους ταρταρίους- άρχοντας». Ή ψυχή του ανθρώπου πού χαίρεται με την αγάπη του Θεού, κατά την ώρα της εξόδου, «επάνω πασών των σκοτεινών παρατάξεων συν τοις αγγέλοις της ειρήνης φέρεται»53. Έτσι, οι άγιοι Πατέρες δεν αρκούνται να τονίζουν την ύπαρξη των δαιμόνων και την επιθετική μανία τους εναντίον των ανθρώπων, αλλά τονίζουν και τον τρόπο με τον όποιο μπορούμε να ξεφύγουμε τις απειλές τους. Με την τελεία εξαγόρευση των αμαρτιών απαλλάσσεται κανείς από την δειλία και τον φόβο, γεμίζει από την αγάπη του Χριστού και τότε ελευθερώνεται από την κακία των δαιμόνων. Ό διάβολος δεν έχει καμμιά εξουσία πάνω του.

Ό αββάς Ησαΐας ονομάζει τους δαίμονες, που πλησιάζουν την ψυχή όταν εξέρχεται από το σώμα, «άρχοντας του σκότους» και «άρχοντας της πονηρίας». Διδάσκει ότι όταν η ψυχή του ανθρώπου εξέρχεται από το σώμα πορεύονται μαζί της οι άγγελοι. Τότε, όμως, εξέρχονται και οι δυνάμεις του σκότους για να την συναντήσουν και να την κατακυριεύσουν. Την στιγμή εκείνη οι άγγελοι δεν πολεμούν με τους δαίμονες, αλλά τειχίζουν τον άνθρωπο με τα καλά έργα τα όποια έχει διαπράξει. Όταν ο άνθρωπος νικήσει τους δαίμονες, λόγω των καλών έργων πού έχει διαπράξει στην ζωή του, τότε «χαρήσονται μετ' αυτού οι Άγγελοι, όταν ίδωσιν αυτόν, απαλλαγέντα των εξουσιών του σκότους». Γι' αυτό και ο αβάς Ησαΐας προτρέπει να αγαπήσουμε την ειρήνη, την φιλανθρωπία, την μελέτη του Θεού και την δικαιοσύνη Του, να παραβλέψουμε την χρεία του κόσμου και την τιμή του κ.λ.π.54.

Στο Γεροντικό υπάρχει η διδασκαλία του Θεοφίλου Αρχιεπισκόπου σχετικά με το θέμα πού μας απασχολεί, ο οποίος ισχυρίζεται ότι κατά τον καιρό της εξόδου γίνεται ένα δικαστήριο μεταξύ των αγγέλων και των δαιμόνων. Οι δαίμονες παρουσιάζουν «πάντα τα εν γνώσει και αγνοία αμαρτήματα τα από γενέσεως μέχρι της τελευταίας ώρας αυτής» και κατηγορούν τον άνθρωπο. Επίσης, οι άγγελοι αναφέρουν τα καλά έργα πού έπραξε η ψυχή του συγκεκριμένου ανθρώπου, Τότε η κρινομένη ψυχή βρίσκεται σε μεγάλο φόβο. Αν νικήσουν οι δαίμονες ακούγεται η φωνή: «αρθήτω ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου». Αν όμως εξέλθη νικήτρια και της δοθή η ελευθερία, ντροπιάζονται οι δαίμονες, οι δε άγγελοι παραλαμβάνουν την ψυχή και την οδηγούν «εις την ανεκλάλητον χαράν εκείνην και δόξαν»55.

Τις απόψεις αυτές συναντούμε σε πολλά κείμενα των Πατέρων. Ό Ησύχιος ο Πρεσβύτερος εύχεται, ώστε, όταν έλθει ο άρχων του σκότους, να βρει λίγα ανομήματα και ευτελή56. Διδάσκει δε ότι, όταν η ψυχή έχει μαζί της τον Χριστό, τότε «αυτός ποιήσει την εκδίκησιν αυτής εν τάχει»57. Επίσης, ο όσιος Θεόγνωστος λέγει ότι ο δίκαιος ανέρχεται στον ουρανό με ειρήνη «προς τον υψόθεν ήκοντα φαιδρόν τε και ίλαρόν άγγελον» και με την βοήθεια του διαπερνά ανεμποδίστως τον αέρα, χωρίς καθόλου να παραβλάπτεται «υπό των της πονηρίας πνευμάτων»58. Οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν όλα αυτά όχι από την φαντασία τους, αλλά από αποκαλυπτικές εμπειρίες. Άλλοτε τους τα απεκάλυψαν άλλοι άγιοι άνθρωποι και άλλοτε οι ίδιοι, φωτιζόμενοι από τον Θεό, είχαν τέτοιες φοβερές εμπειρίες.

Ό Μέγας Αντώνιος έφθασε κάποτε στο σημείο να δή προσωπικά τέτοια φοβερά πράγματα. Ευρισκόμενος στο κελλί του, έφθασε σε αρπαγή και τότε είδε τον εαυτό του να βγαίνη από το σώμα του και να πορεύεται στον αέρα, οδηγούμενο προφανώς από αγγέλους. Κάποιοι πικροί και φοβεροί τους εμπόδισαν να ανέλθουν στον ουρανό και ζητούσαν λόγο για μερικές πράξεις. Τότε οι οδηγούντες τον Μ. Αντώνιο πολεμούσαν με τους δεινούς εκείνους δαίμονες, λέγοντας ότι επειδή όσα διέπραξε από την γέννηση του τα συνεχώρησε ο Θεός, να τον κατηγορήσουν μόνον για όσα έπραξε από την στιγμή πού έγινε μοναχός. «Τότε κατηγορούντων και μη ελεγχόντων, ελευθέρα γέγονεν και ακώλυτος η οδός»59.

Σε μια φοβερή διήγηση του Μ. Αντωνίου αναφέρεται το έξης: Κατά την διάρκεια της νύκτας μια φωνή ξύπνησε τον Μ. Αντώνιο και τον προέτρεψε να βγή από το κελλί του για να δη. Τοτε πραγματικά είδε κάποιον «μακρόν, αειδή και φοβερον», πού ήταν ο διάβολος, να στέκεται όρθιος, έχοντας υψωμένα τα χέρια του, και άλλους να εμποδίζει να ανέρχονται, αφού τους κρατούσε, και για άλλους να τρίζη τα δόντια του, γιατί του ξέφυγαν και ανέβαιναν στον ουρανό. Αποκαλύφθηκε δε στον Μ. Αντώνιο ότι αυτό το φοβερό θέαμα «των ψυχών είναι την πάροδον»60.

Ό άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης περιγράφει ένα φοβερό θέαμα, πού είδε ο ερημίτης Στέφανος, πού ησκείτο στο όρος Σινά, κοντά στο σπήλαιο του Προφήτη Ηλία. Την παραμονή του θανάτου του, ενώ είχε τα μάτια του ανοικτά, περιέπεσε σε έκσταση και παρατηρούσε γύρω από την κλίνη του, πότε δεξιά και πότε αριστερά. Τον άκουγαν οι παριστάμενοι να αποκρίνεται σαν να τον ανέκριναν κάποιοι. Άλλοτε έλεγε: «ναι,όντως είναι αλήθεια• άλλ' ένήστευσα τοσούτους χρόνους υπέρ τούτου». Άλλοτε έλεγε: «ουχί• όντως ψεύδεσθε,τούτο ουκ εποίησα». Άλλοτε «ναι,αληθώς τούτο• ναι• άλλ' έκλαυσα• αλλά διηκόνησα». Άλλοτε έλεγε «όντως κατηγορείτε μου». Μερικές φορές έλεγε, «ναι άληθώς,ναι• και προς ταύτα τι ειπείν ουκ έχω• εν τω Θεω εστί το έλεος». Και ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης προσθέτει ότι ήταν ένα θέαμα φρικτό και φοβερό «και αόρατον και ασυγχώρητον λογοθέσιον». Το δε φοβερότερο ήταν ότι τον κατηγορούσαν για πράγματα τα όποια δεν είχε πράξει61.

Από όσα παραθέσαμε φαίνεται ότι σε όλη την παράδοση της Εκκλησίας γίνεται λόγος για την ύπαρξη των τελωνίων, πού είναι τα δαιμόνια, τα εναέρια πνεύματα, τα οποία όχι μόνο σε όλη την ζωή πολεμούν από μίσος και κακία τον άνθρωπο, αλλά κυρίως και προ παντός προ της εξόδου και μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Στην παράδοση, όμως της Εκκλησίας φαίνεται καθαρά ότι οι δαίμονες δεν έχουν κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους του Θεού, γιατί όσοι είναι ενδεδυμένοι τον Θεό δεν περνούν τέτοιο μαρτύριο. Εάν στον Χριστό ο άρχων του κόσμου δεν είχε καμμιά εξουσία, αυτό συμβαίνει και με τους ανθρώπους εκείνους πού είναι ενωμένοι μαζί Του. Γι' αυτό και οι Πατέρες συνιστούν ότι πρέπει να ζούμε εκκλησιαστικά, με μετάνοια, εξομολόγηση και εργασία πνευματική, να ζούμε μέσα στην Εκκλησία και να κοιμηθούμε μέσα στην Εκκλησία με την ορθόδοξη πίστη, τις ευχές των Πατέρων μας, ώστε να μην έχει εξουσία πάνω μας ο άρχων του σκότους και τα πνεύματα της πονηρίας.

Γεγονός πάντως είναι ότι, κατά την έξοδο της ψυχής από το σώμα γίνεται μεγάλη μάχη, κυρίως σε ανθρώπους πού έχουν ελλιπή κάθαρση. Το φοβερό είναι ότι πολλοί άνθρωποι στην εποχή μας πεθαίνουν χωρίς να έχουν συνείδηση της συγκλονιστικής ώρας του θανάτου. Δηλαδή, οι ασθένειες της εποχής μας, αλλά και η δυνατή φαρμακευτική αγωγή αλλοιώνουν την -ψυχοσωματική συγκρότηση του ανθρώπου και τον δυσκολεύουν να περάσει με κατάλληλη προσοχή, φόβο Θεού και προσευχή αυτές τις κρίσιμες ώρες. Και, βέβαια, τα φάρμακα βοηθούν να μην πονούμε από τις ασθένειες, αλλά, όμως, αλλάζουν και όλη την ψυχοσωματική μας συγκρότηση και δεν μας επιτρέπουν να έχουμε συνείδηση αυτών των γεγονότων και να ζητήσουμε το έλεος από τον Θεό. Οι ώρες αυτές είναι πολύ κρίσιμες. Γι' αυτό και όσοι έχουν φόβο Θεού και επίγνωση των κρισίμων στιγμών προσεύχονται να συνειδητοποιήσουν τα γεγονότα της ώρας εκείνης. Πραγματικά, είναι ευκαιρία ο άνθρωπος να μετανοήση για όσα έχει διαπράξει, να ζήτηση το έλεος του Θεού. Ή νήψη, κατά την φρικτή αυτήν ώρα, είναι σπουδαιότατο έργο. Γι' αυτό και η Εκκλησία εύχεται στον Θεό να μας απαλλάξει από «αιφνίδιου θανάτου».

Την ύπαρξη όμως των τελωνίων πρέπει να την δούμε από δύο πλευρές. Ή μια πλευρά είναι το μίσος των δαιμόνων και η άλλη η ύπαρξη των παθών. Στην Πατερική διδασκαλία παρατηρούμε ότι γίνεται και μια άλλη ερμηνεία των τελωνίων. Χωρίς, βέβαια, να παραβλέπεται ή διδασκαλία περί της υπάρξεως των αρχόντων του σκότους και των πνευμάτων της πονηρίας. Θα ήθελα στο σημείο αυτό να στρέψουμε την προσοχή μας και στην μυστική διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας για τα τελώνια.

Είπαμε και προηγουμένως ότι, όταν η ψυχή του άνθρώπου πρόκειται να φυγή από το σώμα, επανέρχεται η ενθύμηση των αμαρτημάτων, τα οποία ο άνθρωπος διέπραξε στην ζωή του. Είναι μια πραγματικά αφόρητη κατάσταση. Ό άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται σε αυτό το γεγονός. Λέγει ότι την τελευταία ημέρα της βιολογικής ζωής του ανθρώπου «συστρέφει ψυχήν αμαρτήματα», δηλαδή, τα αμαρτήματα ανακατεύουν την ψυχή. Πρόκειται περί των παθών τα όποια «κάτωθεν την καρδίαν ανακινεί»62. Τα πάθη ζητούν ικανοποίηση, αλλά ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Πρόκειται για φοβερή κατάσταση.

Ή ανικανοποίητη αυτή επιθυμία της ψυχής εντείνεται ακόμη περισσότερο, όταν αποχωρίζεται από το σώμα. Ό άγιος Γρήγορος ο Νύσσης θέτει στο στόμα της αδελφής του Μακρίνης μια τέτοια ερμηνεία. Λέγει ότι, όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους, πού για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμειναν σέ τόπους βρωμερούς να μην απαλλάσσονται από την αηδία της βρωμιάς, έστω κι αν στην συνέχεια κατοικούν σε καθαρό αέρα, το ίδιο γίνεται με την ψυχή όταν αποχωρίζεται από το σώμα. Οι φιλόσαρκοι άνθρωποι, έστω κι αν στράφηκαν στον αειδή και λεπτό βίο, δεν απαλλάσσονται από την σαρκική δυσωδία. Ακριβώς τότε η ψυχή γίνεται υλωδεστέρα και δι’ αυτού του τρόπου «πλέον αυτοίς η οδύνη βαρύνεται». Και ο άγιος Γρηγόριος προσθέτει ότι, αν είναι αλήθεια αυτό πού λέγουν μερικοί, ότι παρουσιάζονται σκιές φαντασμάτων των νεκρών στους τόπους πού είναι τα σώματα τους αυτό είναι δείγμα ότι η ψυχή δεν θέλει να αποχωρισθεί από τον σαρκικό βίο, έστω κι αν εξήλθε από το σώμα. Ή παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου, όπου φαίνεται ότι ο Πλούσιος ευρισκόμενος στον Άδη ενδιαφερόταν για τους συγγενείς του, αποδεικνύει ότι πραγματικά οι ψυχές των φιλόσαρκων ανθρώπων δεν μπορούν να αποχωρισθούν τα πάθη, πού συνιστούν τον σαρκικό βίο63.

Ξέρουμε από την Ορθόδοξη Παράδοση ότι υπάρχουν πάθη σωματικά και πάθη ψυχικά. Επειδή υπάρχει ενότητα μεταξύ ψυχής και σώματος, γι' αυτό υπάρχει σχέση μεταξύ ψυχικών και σωματικών παθών. Τα ψυχικά πάθη ενεργούν δια των αισθήσεων του σώματος. Όταν η ψυχή απαλλαγή από το σώμα, τότε δεν μπορεί να ικανοποίηση τα πάθη της. Τα ανικανοποίητα πάθη δημιουργούν αφόρητο πόνο και πνιγηρά κατάσταση, πνίγουν την ψυχή. Αυτό συνιστά πραγματική κόλαση και φοβερή οδύνη. Γι' αυτό και οι άγιοι Πατέρες συνιστούν την κάθαρση της ψυχής από τα πάθη όσο καιρό βρίσκεται στον παρόντα βίο, ώστε να είναι απηλλαγμένη και ελεύθερη μετά την έξοδο της. Πρέπει να την ικανοποιεί και την ελκύει αυτός ο ίδιος ο Θεός.

Υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα για την ψυχή μετά την έξοδο της από το σώμα. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης διδάσκει ότι κάθε φύση ελκύεται από τα όμοια τα συγγενή της. Έτσι και η ψυχή ελκύεται προς το θείο και συγγενές της, αφού ο άνθρωπος συγγενεύει με τον Θεό, φέροντας μέσα του τα μιμήματα του αρχετύπου. Ή ψυχή, μετά την έξοδο της από το σώμα είναι ελαφρά από κάθε σωματική αλγηδόνα, γι' αυτό η προσχώρηση προς το επισπώμενο γίνεται εύκολη και ευχάριστη, δηλαδή πορεύεται εύκολα προς τον Θεό. Αν όμως ή ψυχή είναι ενωμένη με τα υλικά και τους ήλους των παθών, τότε υποφέρει και πάσχει, όπως πάσχει και το σώμα κατά την διάρκεια των σεισμών, όταν δεν είναι μόνον καταπλακωμένο από το βάρος των προσχωμάτων, αλλά είναι δυνατόν να κατατρυπάται και από διάφορα αιχμηρά αντικείμενα, πού βρίσκονται μέσα στο χώμα64.

Αυτό ακριβώς συνιστά το μεγάλο μαρτύριο της ψυχής. Βιώνει ένα τρομερό, θα λέγαμε, διχασμό. Αφ' ενός μεν θέλει να ανέλθει προς τον Θεό και να ενωθεί μαζί Του, αφού είναι εικόνα Του, αφ' ετέρου δε δυσκολεύεται από τα πάθη πού την κατατρυπούν, την πιέζουν και την βασανίζουν. Και αυτή η άποψη είναι ένα μέρος της ερμηνείας των αγίων Πατέρων για τα τελώνια.

Το μαρτύριο της ψυχής πού χωρίζεται από το σώμα το περιγράφει κατά τρόπο θαυμάσιο και ρεαλιστικό ο αβάς Δωρόθεος. Λέγει ότι κατά την διάρκεια της ζωής αυτής η ψυχή παρηγορείται δια του περισπασμού της από τα πάθη. Μπορεί να αισθάνεται μεγάλη οδύνη, μεγάλο και τρομερό πόνο άλλα δια του σώματος και των παθών μπορεί να παρακληθεί και να απαλύνει τον πόνο της. Σε μια τέτοια μελαγχολική και φρικτή κατάσταση ο άνθρωπος «τρώγει, πίνει, κοιμάται, συντυγχάνει, απάγεται μετά αγαπητών», δηλαδή ψυχαγωγείται με αγαπητά του πρόσωπα. Έτσι, λοιπόν, παρηγορείται μερικώς και διευκολύνεται να ξεχνά το βαθύτερο πρόβλημα πού τον απασχολεί. Όταν όμως η ψυχή εξέρχεται από το σώμα, «μονούται αυτή και τα πάθη αυτής, και λοιπόν κολάζεται πάντοτε υπ’ αυτών». Τότε η ψυχή φλέγεται από την ενόχληση των παθών, διασπαράσσεται από αυτά και δεν μπορεί να μνημονεύη τον Θεό. Αυτό είναι μια πραγματική τραγωδία, γιατί τότε, λόγω και της μη υπάρξεως του σώματος, δεν μπορεί να αισθανθεί και την παραμικρή παράκληση.

Στην συνέχεια ο αββάς Δωρόθεος χρησιμοποιεί ένα καταπληκτικό παράδειγμα. Αν κάποιος άνθρωπος κλεισθή σε ένα σκοτεινό κελί, χωρίς να φάγει τρεις ημέρες, ούτε να πιει, ούτε να κοιμηθεί, χωρίς να συνομιλήσει με κανέναν, να μη ψάλει, να μην προσεύχεται, ούτε να μνημονεύει καθ' ολοκληρίαν τον Θεό, τότε θα πληροφορηθεί «τι ποιούσιν εις αυτόν τα πάθη». Πραγματικά, σε μια τέτοια κατάσταση εξαγριώνεται η ψυχή και όλος ο άνθρωπος. Αυτό το επιβεβαιώνουν διάφοροι πού δοκιμάζουν το μαρτύριο των βασανιστηρίων και της φρικτής φυλακής. Αν αυτό συμβαίνει και όσο η ψυχή συνδέεται με το σώμα, ποσό μάλλον όταν εξέλθει από το σώμα και απομονωθεί μαζί με τα πάθη. Χρησιμοποιεί ο αβάς Δωρόθεος και την εικόνα του αρρώστου πού καίγεται από τον πυρετό. Αυτό, φυσικά, δημιουργεί και πολλά άλλα προβλήματα, ιδιαιτέρως αν ο άνθρωπος έχει σώμα μελαγχολικό και δύσκρατο. Το ίδιο συμβαίνει και με την εμπαθή ψυχή. «Πάντοτε κολάζεται η αθλία υπό της ιδίας κακοεξίας έχουσα αεί την πικράν μνήμην και την επώδυνον αδολεοχίαν των παθών καιόντων αεί και καταφλεγόντων αυτήν». Αν σε αυτό το βάσανο και μαρτύριο της ψυχής προσθέσει κανείς και τους φοβερούς τόπους της Κολάσεως και τους δαίμονες και το πυρ και το σκότος κ.λ.π. τότε καταλαβαίνει το μαρτύριο και το βάσανο της ψυχής, μετά την έξοδο της και την παραμονή της στον Άδη και την Κόλαση65.

Τα όσα είπαμε μέχρι τώρα δείχνουν τι ακριβώς είναι τα τελώνια, για τα όποια γίνεται λόγος στα πατερικά κείμενα. Αφ' ενός μεν είναι τα πάθη της ψυχής, τα όποια λόγω της μη υπάρξεως του σώματος δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, και, φυσικά, αυτά τα πάθη πνίγουν την ψυχή, αφ' έτερου δε είναι οι πονηροί δαίμονες, οι όποιοι είχαν αποκτήσει κυριαρχία πάνω στους εμπαθείς ανθρώπους και είναι φυσικό μετά την έξοδο της ψυχής να έχουν μεγαλύτερη κυριαρχία πάνω τους. Οι δίκαιοι άνθρωποι, πού κατά την διάρκεια της ζωής τους καθάρισαν την ψυχή και το σώμα από ψυχικά και σωματικά πάθη και έχουν ενδυθεί τον αρραβώνα του Πνεύματος και ενώθηκαν με τον Θεό, αποφεύγουν την εξουσία των τελωνίων, αφού οι δαίμονες δεν έχουν καμία εξουσία πάνω τους. Ή ψυχή των δικαίων οδηγείται ελεύθερη και απερίσπαστη προς τον Θεό, με τον όποιο είναι ενωμένη. Έτσι, λοιπόν, όλο το πρόβλημα δεν είναι να φοβόμαστε τα τελώνια, αλλά να θεραπεύσουμε την ψυχή μας και όλη μας την ύπαρξη, όσο ζούμε στον κόσμο αυτόν, από τα πάθη, να μετέχουμε της άκτίστου Χάριτος του Θεού, ώστε τότε η έξοδος της ψυχής από το σώμα να είναι υπόθεση χαράς και ευφροσύνης*. [*Βλέπε πρόσθετη ανάλυση στην σελίδα 423.]


48. Βλ. εκτενή ανάλυση εις Γ. Κωνσταντίνου; Λεξικόν των αγίων Γραφών, έκδ. Γρηγόρη, σελ. 966
49. Μακαρίου Αιγυπτίου, Φιλοκαλία Νηπτικών και Ασκητικών, εκδ. «Γρηγόριος Παλαμάς», τομος 7ος, σελ. 580
50. Μ. Βασιλείου έργα. 5 ΕΠΕ, σελ. 44-46
51. Ιωάννου Χρυσοστομου έργο. 11 ΕΠΕ, σελ. 170
52. sc 174, σελ. 310
53. Διαδόχου Φωτικής, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», τόμος 9ος, σελ, 286
54. Ευεργετινός, ένθ. άνωτ. σελ.1οι-102
55. ένθ. άνωτ. σελ. 102-103
56. Ησυχίου Πρεσβυτέρου. Φιλοκαλία. έκδ. Παπαδημητρίου, τόμος Α', σελ. 166, ρξα'
57. ένθ. άνωτ. σελ. 164, ρμθ'
58. Οσίου Θεογνώστου, Φιλοκαλία, έκδ. Παπαδημητρίου, τόμος Β'. σελ. 267, ξα'
59. Ευεργετινός, ένθ. άνοτ. σελ. 99
60. ενθ. άνωτ. σελ. 100
61. Κλίμαξ Ιωάννου Σιναϊτου, έκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 67
62. Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, ΕΠΕ. τομος 11, σελ. 168
63. Γρηγορίου Νύσσης έργα. 1 ΕΠΕ, σελ. 298-300
64. ενθ. ανωτ. σελ. 310
65. Άββά Δωροθέου, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», τόμος 12, σελ. 496-498

(Βιβλίο: Η Ζωή μετά τον θάνατο (Β).Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου)

4. Το μυστήριο της εξόδου της ψυχής από το σώμα

Ό θάνατος ονομάζεται στην παράδοση της Εκκλησίας μυστήριο. Και πραγματικά είναι μυστήριο όχι με την έννοια των μυστήριων, δια των όποιων μετέχουμε της ακτίστου Χάριτος του Θεού, αλλά από την άποψη ότι κατά την ώρα του θανάτου και μετά από αυτόν γίνονται μυστήρια πράγματα, τα όποια δεν μπορεί να συλλάβη η λογική του ανθρώπου από τώρα.

Πέρα από αυτό, το μυστήριο του θανάτου έγκειται στο ότι διασπάται ή ενότητα ψυχής και σώματος. Γνωρίζουμε καλά από την διδασκαλία της Εκκλησίας μας ότι υπάρχει στενή σχέση και μεγάλη ενότητα μεταξύ ψυχής και σώματος. Ή ένωση αυτή έγινε με την δημιουργία του ανθρώπου, αμέσως με την σύλληψη του στην κοιλία της μητέρας του και συνεχίζεται μέχρι την ώρα του θανάτου. Ό άνθρωπος είναι ψυχοσωματικό ον, πού σημαίνει ότι ή ψυχή δεν αποτελεί τον όλον άνθρωπο, αλλά ούτε και το σώμα συνιστά τον όλον άνθρωπο. Έτσι, λοιπόν, την στιγμή κατά την οποία, λόγω του θανάτου, χωρίζεται ή ψυχή από το σώμα γίνονται μυστηριώδη πράγματα. Ή ψυχή δεν ζούσε πριν την δημιουργία του σώματος, γι' αυτό και δεν θέλει να ζήση χωρίς αυτό. Ή έξοδος της ψυχής από το σώμα γίνεται βιαίως, και αυτό είναι το μυστήριο του θανάτου. Εμείς, βέβαια, θεωρούμε ότι το μυστήριο του θανάτου είναι φοβερό, γιατί διασπά την ενότητα μεταξύ των αγαπημένων, γιατί χάνουμε ένα αγαπητό μας πρόσωπο. Και αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια, πού την ζουν εκείνοι πού έχασαν τα αγαπητά τους πρόσωπα. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το φοβερό του θανάτου είναι ότι επέρχεται αυτός ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα.

Την αλήθεια αυτήν την βλέπουμε καθαρά σε ένα τροπάριο, πού ψάλλεται κατά την εξόδιο ακολουθία και είναι γραμμένο από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Λέγεται: «Όντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον, πώς ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας, και της συμφυΐας ο φυσικότατος δεσμός, θείω βουλήματι αποτέμενεται»28. Εδώ παρουσιάζονται μερικές μεγάλες αλήθειες. Ή μία, ότι υπάρχει στενός και φυσικότατος δεσμός μεταξύ ψυχής και σώματος και μεγάλη αρμονία. Ή δεύτερη αλήθεια, ότι αυτή ή σχέση διασπάται βιαίως. Και αυτό το βίαιο συνιστά το φοβερό μυστήριο του θανάτου. Γι' αυτό, όπως θα δούμε πιο κάτω, ή ψυχή τρέμει και δείλια. Ή τρίτη αλήθεια, ότι αυτή ή διάσπαση γίνεται με την βούληση του Θεού. Βέβαια, δεν είναι ο Θεός αίτιος του θανάτου, αλλά ο Θεός επέτρεψε να έλθη στην ζωή του ανθρώπου, αφού τίποτε δεν γίνεται στον κόσμο χωρίς το θέλημα Του.

Έτσι, λοιπόν, η ώρα του θανάτου είναι φοβερή για κάθε άνθρωπο. Το φοβερό του θανάτου δεν έγκειται ακόμη στο ότι εγκαταλείπουμε αυτόν τον κόσμο, με τον όποιο είχαμε δεθεί, αλλά στο ότι αρχίζουν να ενεργούν διάφορα μυστήρια, τα όποια προηγουμένως με την παχύτητα των αισθητηρίων οργάνων του σώματος δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε. Τον κρίσιμο εκείνο καιρό ο άνθρωπος, χωρίς να το έχει προγραμματίσει, καταλαβαίνει πολύ καλά τον εαυτό του. Παρουσιάζεται μπροστά του ολόκληρη η ζωή, πού έχει ζήσει, σαν κινηματογραφική ταινία. Ό άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης θα πή ότι οι υπερήφανοι, πού νόμιζαν ότι ήταν απαθείς, «την οικείαν πενίαν εν εξόδω εωράκασιν»29. Δηλαδή, οι υπερήφανοι βλέπουν τότε την εσωτερική πνευματική τους πτώχεια. Πόσο μάλλον όσοι έχουν εμπλακή σε πολλές άλλες πράξεις, πού διαπράττονται με τις δυνάμεις της ψυχής και του σώματος. Ένας σύγχρονος Γέροντας λέγει ότι κατά την ώρα του θανάτου θα δη κανείς και την παραμικρή πράξη πού έκανε στην ζωή του, όπως βλέπει σε κλάσματα δευτερολέπτου κάποια μικρή ακαθαρσία μέσα σε ένα ποτήρι νερό.

Ό φόβος όμως προ του μυστηρίου του θανάτου έγκειται στο ότι αρχίζει μια καινούρια ζωή για τον άνθρωπο. Και, φυσικά, αυτό συνδέεται και με την αιώνια κατάσταση της ψυχής και του σώματος του. Κατά τον όσιο Θεόγνωστο η ώρα του θανάτου είναι μια νέα γέννηση, αφού, ο άνθρωπος, ιδίως ο δίκαιος, εξέρχεται, σαν από κάποια άλλη δεύτερη μήτρα σκοτεινή και πορεύεται προς τα άυλα και φωτεινά. Γι' αυτό συνιστά ότι ο άνθρωπος πρέπει να χαίρεται, επειδή διαπορθμεύεται δια του θανάτου προς τα ελπιζόμενα αγαθά. Παράλληλα όμως συνιστά να είναι προσεκτικός «δια τους κύκλω περιπατούντας ασεβείς δαίμονας», οι οποίοι επιδιώκουν μέχρι την τελευταία στιγμή να τον βλάψουν. Έτσι, ο άνθρωπος πρέπει να χαίρεται, γιατί οδηγείται στην απόλαυση των αιωνίων αγαθών, αλλά και να νήφη, να είναι προσεκτικός για το άδηλο του μέλλοντος, λόγω της τρεπτότητός του30. Είναι πολύ χαρακτηριστικό να λεχθεί ότι όχι μόνο μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα, αλλά και όταν πλησιάζει ο καιρός να εξέλθει η ψυχή, κατά την μαρτυρία αγίων ανθρώπων, ο άνθρωπος βιώνει διάφορες εμπειρίες. Επειδή ζει σε οριακό σημείο, γι' αυτό δικαιολογούνται όλες αυτές οι καταστάσεις. Δηλαδή, μπορεί να δη οπτασίες αγίων ανθρώπων, φως θεϊκό κ.λ.π. αλλά και οπτασίες δαιμόνων, οι όποιοι προσπαθούν να τον φοβίσουν περισσότερο και να τον κατάσχουν. Μέσα στην φιλανθρωπία του Θεού εντάσσεται και το γεγονός ότι οι δίκαιοι βλέπουν οπτασίες αγίων ανθρώπων, ώστε, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος, να μη δειλιάσουν με την έλευση του θανάτου βλέποντας με ποιους πρόκειται να είναι συμμέτοχοι, και έτσι «εκ του δεσμού της σαρκός άνευ πόνου και φόβου απολυθώσι»31. Και εδώ φαίνεται αυτό πού λέγαμε προηγουμένως, ότι δημιουργείται πόνος από τον χωρισμό και δι' αυτού του τρόπου διασκεδάζονται και οι φόβοι και η δειλία.

Αναφέρεται από τον άγιο Γρηγόριο Διάλογο η περίπτωση μιας Ταρσίλας, η όποια, κατά τον καιρό της εξόδου της και ενώ βρίσκονταν πολλοί άνθρωποι πλησίον της, είδε τον Ιησού ερχόμενον. Τότε με μεγάλη προθυμία και κραυγή έλεγε σε όλους τους παρευρισκομένους: «απόστητε, απόστητε, ο Ιησούς έρχεται». Και βλέποντας αυτήν την θεωρία εξήλθε η ψυχή της από το σώμα32. Αναφέρεται επίσης από τον ίδιο άγιο ότι κάποια γυναίκα, ονομαζόμενη Μούσα, πριν εξέλθη η ψυχή της, είδε την Θεοτόκο πού ερχόταν προς αυτήν. Τότε με βλέμμα κατακόκκινο από ντροπή και σεβασμό, και φωνή πραότατη αποκρίθηκε: «Ιδού Κυρία έρχομαι· ιδού Κυρία έρχομαι». Και με αυτόν τον τρόπο παρέδωκε το πνεύμα της33. Ενώ όμως οι δίκαιοι βλέπουν τέτοιες θειες οπτασίες πού τους χαροποιούν και τους δημιουργούν μεγάλη θυμηδία, αντίθετα οι αμαρτωλοί, όσοι δεν είχαν καθαρθή κατά την διάρκεια της ζωής τους, βλέπουν δαιμονικές οπτασίες. Διασώζονται πολλά τέτοια παραδείγματα μέσα στην πατερική διδασκαλία, θα ήθελα να μνημονεύσω δύο από αυτά.

Αναφέρεται από τον άγιο Γρηγόριο τον Διάλογο περίπτωση κάποιου πού βρισκόταν παραπλήσιον του θανάτου και είχαν συγκεντρωθή πολλοί μοναχοί και προσεύχονταν. Ό ετοιμοθάνατος είδε δράκοντα πού ήλθε να τον φάγη, αλλά δεν μπορούσε να το κατορθώση εξ ολοκλήρου, μόνο το κεφάλι του είχε βάλει στο στόμα του, λόγω της παρουσίας των αδελφών. Παρακαλούσε ο ασθενής τους αδελφούς, οι οποίοι τον προέτρεπαν να κάνη τον σταυρό του. Εκείνος όμως απαντούσε ότι, ενώ ήθελε να κάνη τον σταυρό, δεν μπορούσε. Τότε προσευχήθηκαν οι αδελφοί και μετά από λίγο ο άνθρωπος εκείνος είπε: «δότε ευχαριστίαν τω Θεώ ιδού γαρ ο δράκων ο λαβών με εις βρώσιν έφυγε δια των ευχών υμών και στήναι ενταύθα ουκ ηδυνήθη»34.

Το δεύτερο περιστατικό αναφέρεται στο Γεροντικό, κατά το όποιο ένας γέροντας, εξερχόμενος του κελιού του για να πώληση το εργόχειρο του, κάθησε στον πυλώνα κάποιου πλουσίου. Τότε είδε «άνδρας μελανούς και φόβου μεστούς», οι όποιοι επιβαίνοντας σε μαύρους ίππους και κρατώντας τύμπανα, έφθασαν στον πυλώνα και, αφού κατέβηκαν από τους ίππους, εισήλθαν στην οικία εκείνη. Ό άρρωστος μόλις τους είδε φώναξε: «Κύριε, ελέησαν με και βοήθησαν με». Τότε εκείνοι του είπαν ότι ήταν αργά και δεν υπήρχε πια ελπίδα σωτηρίας ούτε παράκληση. «Και ούτω βιαίως ανασπάσαντες αυτού την ψυχήν απήλθον»35. Πολλά μυστήρια διαδραματίζονται την ώρα πού ετοιμάζεται η ψυχή να εξέλθει από το σώμα, τα όποια για μας τώρα είναι άγνωστα και ίσως παράδοξα. Αλλά, όμως, δεν μπορούμε να τα αρνηθούμε, γιατί υπάρχουν μαρτυρίες αγίων ανθρώπων. Άλλωστε, είναι γνωστή η παραβολή του Χριστού πού αναφέρεται στον άφρονα πλούσιο, ο όποιος κατά τον καιρό της εξόδου άκουσε φωνή από τον Θεό: «άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· ά δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. ιβ'. 20). Γι' αυτό και δεν χωράει καμιά αμφισβήτηση. Ό άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος θα πή: «Όταν εξέλθει εκ του σώματος ψυχή ανθρώπου μυστήριον τι μέγα επιτελείται»36. Αυτά τα μυστήρια αρχίζουν να ενεργούνται όταν η ψυχή ετοιμάζεται για την έξοδο.

Δεν συμβαίνουν μυστήρια πράγματα μόνον πριν την έξοδο, αλλά και κατά την διάρκεια πού η ψυχή εξέρχεται από το σώμα. Υπάρχουν κείμενα Πατέρων πού μας φανερώνουν ότι η ψυχή, όταν εξέρχεται από το σώμα μερικές φορές κάνει έκδηλη την αναχώρηση της, αλλά και την παρουσία της στον οίκο πού βρίσκεται ο κεκοιμημένος. Κυρίως αυτό γίνεται στους αγίους ανθρώπους. Τα όσα θα πούμε στην συνέχεια θα δείξουν ότι η ψυχή δεν είναι απλώς μια ενέργεια του σώματος, αλλά το πνευματικό στοιχείο της υπάρξεως του ανθρώπου πού δημιουργήθηκε από τον Θεό, και με την βούληση Του δεν πρόκειται ποτέ να εξαφανιστεί.

Ό άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, περιγράφοντας την μακαριά τελευτή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, λέγει ότι κατά την ώρα της εξόδου της ψυχής του από το σώμα. παράδοξο φως περιέλαμψε το δωμάτιο στο όποιο βρισκόταν το σώμα του αγίου Γρηγορίου, καθώς επίσης κατέλαμψε το πρόσωπο του. Μάλιστα λέγει ότι δύο λογάδες της Θεσσαλονίκης, εκ των οποίων ο ένας ήταν ιερωμένος και ο άλλος μοναχός, με πολλές αρετές και οι δυο τους, είδαν την λαμπρότητα εκείνη «της ψυχής του σώματος απιούοης». Με άλλα λόγια, η ψυχή εξερχομένη του σώματος άφησε μια λαμπρότητα. Όλος όμως ο λαός ήταν μάρτυρας της υπερφυούς αίγλης του προσώπου του. Και ο άγιος Φιλόθεος, θεολογικότατα ερμηνεύοντας αυτό το γεγονός, λέγει ότι οφειλόταν στην Χάρη του Άγιου Πνεύματος πού βρισκόταν και στην ψυχή και στο σώμα37. Φυσικά, η έλλαμψη του φωτός εκείνου ήταν συνέπεια του ότι ο άγιος Γρηγόριος ήταν μέτοχος, αλλά και κήρυξ του Φωτός σε όλη του την ζωή.

Ό όσιος Βενέδικτος, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως άνθρωπος του Θεού, είχε τέτοιες εμπειρίες στην ζωή του. Αναφέρεται ότι ευρισκόμενος στο κελί του και ενατενίσας τους οφθαλμούς του στον ουρανό, είδε την ψυχή της όσιας αδελφής του «ως εν είδει περιστεράς αστραπτούσης αναγομένην εις ουρανόν». Και μια άλλη φορά, προσευχόμενος κατά την διάρκεια της νυκτος είδε ξαφνικά μια μεγάλη φωτοχυσία στον ουρανό. Είδε όλον τον κόσμο συνηθροισμένο σαν να ήταν κάτω από μια ακτίνα του ηλίου και ταυτοχρόνως την αγία ψυχή του Γερμανού, επισκόπου Καπούης, «εν πυρίνη σφαίρα υπό Αγγέλων εν ουρανώ αναλαμβανομένην»38.

Σχεδόν το ίδιο περιστατικό συναντούμε και στον βίο του αγίου Αντωνίου του Μεγάλου. Πορευόμενος ό Μέγας Αντώνιος προς τον άγιο Παύλο τον Θηβαίο για να του προσφέρει την στολή του Μεγάλου Αθανασίου και ενώ πλησίαζε προς το σπήλαιο, είδε στον ουρανό τάγματα αγγέλων, στίφη Αποστόλων, χορούς Προφητών, τάξεις Μαρτύρων και στο μέσον όλων αυτών την ψυχή του όσίου Παύλου να λάμπει περισσότερο από την λαμπρότητα του χιονιού «εις ουρανούς τε μετά πολλής άνιουσαν της ευφροσύνης»39. Το ότι οι δύο άγιοι πού προαναφέραμε είδαν και ανεγνώρισαν την ψυχή των συγκεκριμένων άγιων, δείχνει ότι, παρά την έξοδο της ψυχής από το σώμα και την διάσπαση της ενότητας ψυχής και σώματος, δεν καταργείται ή υπόσταση. Οι άγιοι αναγνωρίζουν τους κεκοιμημένους, βλέποντας την ψυχή τους. Αλλά αυτό το γεγονός, ότι δηλαδή δεν καταργείται ή υπόσταση, θα το αναλύσουμε πιο κάτω. Εδώ απλώς το σημειώνουμε.

Ή έξοδος της ψυχής από το σώμα. Ιδίως των αγίων, συνοδεύεται από πολλά σημεία. Ό άγιος Γρηγόριος ό Διάλογος λέγει ότι είναι συνηθισμένο το φαινόμενο, όταν οι ψυχές των αγίων έξέρχωνται από το σώμα, να ακούν αίνο στους ουρανούς. Και αυτό γίνεται ώστε τον χωρισμό από την σάρκα, «μη αισθάνονται πώς υπομένουσι»40. Κάποιος, ονομαζόμενος Σέρδουλος, κατά τον καιρό της εξόδου άκουγε ύμνους στον ουρανό, ώστε παρακινούσε τους παριστάμενους να σωπάσουν: «σιωπάτε· μη γαρ ουκ ακούετε πώς αντηχούσιν αινέσεις εν τω ουρανώ;». Και μάλιστα λέγεται ότι όταν ή ψυχή του εξήλθε από το σώμα. όλοι οι παριστάμενοι γέμισαν από την όσφρηση της ευωδιάς. Ευωδίασε ολόκληρος εκείνος ό τοπος41. Το ίδιο συνέβη και με την Ταρσίλα. Όταν εξήλθε ή ψυχή από το σώμα, ξεχύθηκε «όσφρησις θαυμαστής ευωδιάς» και όλοι αντελήφθησαν ότι ήταν παρών «ο της ευωδιάς αρχηγός»42. Το ίδιο συνέβη και με κάποια, ονομαζόμενη Ρεδέμπταν, αφού κατά την κοίμηση της εστάλη φως από τον ουρανό και γέμισε όλον τον τόπο του κελλίου. Ακουγόταν ακόμη δυνατος ήχος και έτριζαν οι θύρες του κελλιου, σαν να εισερχόταν πλήθος μέσα στο κελλί43. Αυτό είναι πολύ φυσικό, αφού πιστεύουμε στην Εκκλησία μας ότι υπάρχει κοινωνία ζώντων και κεκοιμημένων. Στην Κοίμηση της Παναγίας βλέπουμε την έλευση όλων των Αποστόλων. Αλλά αυτό παρατηρείται και στην κοίμηση μεγάλων αγίων. Άγιοι και άγγελοι παρευρίσκονται και παραλαμβάνουν την ψυχή τους. Όσο ό βίος είναι ένδοξος, τόσο και η κοίμηση του συγκεκριμένου αγίου είναι ένδοξη.

Μέχρι τώρα είδαμε ότι μεγάλα μυστήρια ενεργούνται όταν πλησιάζει ο θάνατος, και ακόμη ότι οι άγιοι αξιώθηκαν να αισθανθούν με ποικίλους τρόπους την ώρα πού η ψυχή των δικαίων εξέρχεται από το σώμα. Τώρα πρέπει να δούμε πώς οι ψυχές των αγίων οδηγούνται από τους αγγέλους και οι ψυχές των αμετανόητων αμαρτωλών οδηγούνται από τους πονηρούς δαίμονας. Ό άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος διδάσκει ότι αν κάποιος κατά τον καιρό της εξόδου του είναι αμετανόητος, «έρχονται χοροί δαιμόνων και άγγελοι αριστεροί, και δυνάμεις σκότους παραλαμβάνουσι την ψυχήν εκείνην και κρατούσιν εις το ίδιον μέρος». Αντίθετα, οι δούλοι του Θεού, οι όποιοι από τώρα είναι άγγελοι και τους κυκλώνουν πνεύματα αγαθά, αξιώνονται ώστε κατά τον καιρό της εξόδου τους «οι χοροί των αγγέλων παραλαμβάνουοιν αυτάς τάς ψυχάς εις το ίδιον μέρος, εις τον καθαρόν αιώνα, και ούτως αυτούς προάγουσι τω Κυρίω»44. Και σε άλλο σημείο ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος λέγει ότι όταν η ψυχή δεν έχη τον αρραβώνα του Πνεύματος του Αγίου, κατά τον καιρό της εξόδου της από το σώμα, την κατέχουν οι δαίμονες και δεν την αφήνουν να ανέλθει στους ουρανούς45.

Επομένως, όσοι έχουν την σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος και είναι πραγματικοί Χριστιανοί δεν δειλιούν, αλλά χαίρουν, γιατί έχουν τον οίκο τον αχειροποίητο, πού είναι η δύναμη του Πνεύματος πού κατοικεί μέσα τους46. Ή διδασκαλία αυτή, όμως δεν προέρχεται μόνον από τους Πατέρες, αλλά επιμαρτυρείτε από το αδιάψευστο στόμα του Χριστού. Στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου λέγεται ότι ο Λάζαρος οδηγήθηκε από τους αγγέλους στους κόλπους του Αβραάμ. «Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον του Αβραάμ»(Λουκ. ιστ’. 22). Στην παραβολή όμως του άφρονος Πλουσίου μας διδάσκει ο Χριστός ότι την ψυχή των αμετανόητων αμαρτωλών την παραλαμβάνουν οι δαίμονες. Αυτός είναι ο λόγος πού είπε στον άφρονα πλούσιο: «Αφρόν, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου», δηλαδή οι δαίμονες (Λουκ. ιβ'. 20).

Ή παράδοση αυτή πέρασε και στην λατρεία της Εκκλησίας μας. Είναι χαρακτηριστικό ένα τροπάριο κατά την εξόδιο ακολουθία, στο οποίο φαίνεται ο αγώνας της ψυχής κατά την ώρα της εξόδου της από το σώμα. Ή ψυχή του αμαρτωλού ανθρώπου στρέφεται και προς τους αγγέλους και προς τους ανθρώπους και κανείς δεν μπορεί να την βοηθήσει. Λέγεται στο τροπάριο αυτό: «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή, χωριζόμενη εκ του σώματος! Οίμοι, πόσα δακρύει τότε και ούχ υπάρχει ο ελεών αυτήν! Προς τους Αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει· προς τους ανθρώπους τάς χείρας έκτείνουσα ουκ έχει τον βοηθούντα»47. Αυτήν την πραγματικότητα γνωρίζει ο Χριστιανός, γι' αυτό κατά την ακολουθία του Αποδείπνου, πού διαβάζει κάθε βράδυ πριν κοιμηθή, παρακαλεί την Παναγία να τον βοηθήση κατά την ώρα του θανάτου, να αποφυγή τις πονηρές όψεις των δαιμόνων: «Και κατά τον καιρόν της εξόδου μου την αθλίαν μου ψυχήν περιέπουσα και τάς σκοτεινός όψεις των πονηρών δαιμόνων πόρρω αυτής απελαύνουσα». Πραγματικά, μετά την έξοδο της ψυχής από το σώμα γίνονται μυστηριώδη πράγματα, τα όποια δεν μπορούμε τώρα να φαντασθούμε και τα όποια μας απεκάλυψαν οι άγιοι Πατέρες, όχι για να μας τρομάξουν, αλλά για να μας ενθαρρύνουν, ώστε να προετοιμασθούμε για την φρικτή αυτήν ώρα. Όλος ο χριστιανικός βίος είναι ετοιμασία για τον θάνατο. Φυσικά αυτή η ετοιμασία δεν γίνεται με άγχος, αλλά με χαρά και αισιοδοξία, αφού εμπνέεται από την Χάρη του Θεού και κάνει ανθρωπινότερη την ζωή. Γιατί, όποιος ετοιμάζεται για την έξοδο του, γνωρίζει να αντιμετωπίζει κατά τον καλύτερο τρόπο όλα όσα συμβαίνουν στην ζωή και είναι ο πλέον κοινωνικός άνθρωπος.

28. Μικρόν Ευχολόγιον, εδ. Αποστολικής Διακονίας, 1972. σελ. 205
29. Ιωάννου Σιναΐτου: Κλίμαξ. έκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 111
30. Όσιου Θεογνώστου, Φιλοκαλία, τόμος Β', σελ. 268
31. Ευεργετινός, έκδ. Ί. Μ. Μεταμορφώσεως Σωτήρας Αττικής, Αθήνα 1957, τομ. Α'. σελ. 70
32. ένθ. άνωτ, σελ, 74
33. ένθ. άνωτ. σελ. 75
34. ένθ. άνωτ. σελ. 82
35. ένβ. άνωτ. σελ. 86
36. Μακαρίου Αιγυπτίου, Φιλοκαλία Νηστικών και ασκητικών, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», τομ- 7ος, σελ.. 370
37. ΦιλόΘεού Κόκκινου, βίος Γρηγορίου Παλαμά, ΕΠΕ. σελ. 438
38. Εύεργετινός, ενθ. άνωτ. σελ. 94-95
39. Ευεργετινός, ενθ. άνωτ. σελ. 90
40. ένθ. άνωτ- σελ. 71
41. ενθ. άνωτ. σελ. 72
42. ένθ. άνωτ. σελ. 74
44. Μακαρίου Αιγυπτίου, Φιλοκαλία Νηπτικών και ασκητικών,Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», τομ. 7ος, σελ.  370
45. ένβ. άνωτ. σελ. 308
46. ένθ. άνωτ. σελ. 124
47. Μικρόν Εύχολόγιον. Έκδ. Αποστολικής Διακονίας, 1972. ενθ. άνωτ. σελ. 205

(βιβλίο:Η Ζωή μετά τον θάνατο,Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου)

(Χρήστου Σπ. Βούλγαρη,Εισαγωγή στην καινή Διαθήκη, τόμος Β σελ. 1157-1163)

Στην Εκκλησιαστική Γραμματολογία, «Απόκρυφα» χαρακτηρίζονται ψευδεπίγραφα έργα, τα οποία διαπραγματεύονται θέματα όμοια με εκείνα της Αγίας Γραφής.

Τα βιβλία αυτά γραφέντα από του 2ου μ.Χ. αιώνος και εξής, δεν περιλαμβάνονται στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης, αλλά αναγινώσκονται απλώς ή απορρίπτονται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων. Ένεκα τούτου, ο χαρακτηρισμός αυτών ως «Αποκρύφων της Καινής Διαθήκης» ή «Απόκρυφος Καινή Διαθήκη» είναι αδόκιμος, εφ’ όσον αυτά δεν περιβάλλονται με το κύρος της επισήμου Συλλογής των κανονικών βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Δοκιμότερος είναι ο όρος «Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα» τον οποίο έχει καθιερώσει και η προς την μελέτη και έκδοση αυτών ιδρυθείσα το 1995 Εταιρεία εις Λωζάνην της Ελβετίας, υπό την ονομασία «Ascociation pour l’ Etude de la Litterature Apocryphe Chretienne». Η Εταιρεία αυτή εκδίδει και το σχετικό περιοδικό «Apocrypha» και έχει καθιερώσει και την σειρά της εκδόσεως των κειμένων με τον τίτλο  «Corpus Scriptorum Christianorum - Series Apocryphorum».

Αν και έχουν αποβληθεί από τον κανόνα της Καινής Διαθήκης, εν τούτοις τα κείμενα αυτά σχετίζονται με την Καινή Διαθήκη ως προς το φιλολογικό τους είδος, διότι διακρίνονται σε Απόκρυφα Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές, και Αποκαλύψεις, όπως και σε Διαλόγους και Ερωτήσεις, και ως προς το περιεχόμενό τους, καθόσον αναφέρονται σε πρόσωπα και γεγονότα των κανονικών βιβλίων της Καινής Διαθήκης, στα οποία προσδίδουν συνήθως μυθικό χαρακτήρα και περιεχόμενο, ξένον προς την ιστορικώς βεβαιωμένην γνησίαν αποστολικήν παράδοση.

Ο όρος «Απόκρυφα» δηλώνοντας τα κεκρυμμένα ή μυστικά, δηλώνει τα μη προσιτά σε όλους, αλλά μόνον σε όσους έχουν τις προϋποθέσεις για αυτό (Δες Κολ. 2,3), τα υπερφυσικώς διατηρηθέντα μακράν της δημοσιότητας μέχρι του κατάλληλου χρόνου της φανέρωσής τους. Σε κάποιους κύκλους αιρετικών, ο όρος δήλωνε τα καλώς προφυλασσόμενα από την κοινή χρήση λόγω του βάθους των νοημάτων τους, τα οποία δεν μπορούσε να συλλάβει ο οποιοσδήποτε. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς όμως χρησιμοποιούσαν τον όρο με αρνητική έννοια, για δήλωση βιβλίων αμφιβόλου αξίας και πολλάκις αιρετικών, τα οποία και κατονόμαζαν σε καταλόγους.

Σκοπός των βιβλίων τούτων ήταν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η δημοσιοποίηση και κυκλοφορία των απόψεων των συγγραφέων τους, οι οποίοι πίστευαν ότι εξέφραζαν την γνήσια αποστολική παράδοση, γι’ αυτό και απέδιδαν το περιεχόμενό τους σε επιφανή πρόσωπα της ιερής ιστορίας. Πολλά εκ των βιβλίων τούτων είναι προϊόντα αιρετικών ομάδων, ενώ άλλα είναι αντίγραφα παλαιοτέρων, με πολλές προσθήκες. Κατά κανόνα (εκτός ελαχίστων, και πάλι, εξαιρέσεων), κανένα από αυτά δεν διασώζει αυθεντικές και γνήσιες παραδόσεις ή λόγια και έργα των πρωταγωνιστούντων προσώπων.

Ο ισχυρισμός μερικών ερευνητών ότι σε μερικά από αυτά, και μάλιστα τα αρχαιότερα, όπως είναι τα καθ’ Εβραίους και κατ’ Αιγυπτίους Ευαγγέλια, τα οποία μάς είναι γνωστά από παραθέσεις και έμμεσες αναφορές σε πατερικά έργα, υπάρχει υλικό παράλληλο με το υλικό των κανονικών Ευαγγελίων, δεν ευσταθεί, διότι τα έργα αυτά δεν φέρουν τη σφραγίδα της γνησιότητας και αυθεντικότητας εκ μέρους της Εκκλησίας, η οποία είναι, όχι μόνο ο φύλαξ, αλλά και ο αυθεντικός ερμηνευτής της γνήσιας αποστολικής παράδοσης. Ως επί το πλείστον, τα βιβλία αυτά είναι «παράσιτα» των κανονικών, διότι τυγχάνουν επέκταση και φανταστική ανάπτυξη ή διαστολή θεμάτων και επεισοδίων των κανονικών βιβλίων, με μεταφορά υλικού από πρόσωπο σε πρόσωπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας τακτικής είναι η διήγηση της γεννήσεως της Θεοτόκου Μαρίας και της ανατροφής της στο ναό, η οποία αποτελεί επέκταση και εξιδανίκευση της διηγήσεως του Σαμουήλ. Η τακτική αυτή είναι ιδιαιτέρως καταφανής στις απόκρυφες Πράξεις, και μάλιστα τις Πράξεις του Θωμά, χαρακτηριστική επίσης του φιλολογικού αυτού είδους.

Έτσι λοιπόν, τα αίτια της εμφάνισης και ανάπτυξης της αποκρύφου φιλολογίας είναι δύο, δηλαδή

πρώτον η επιθυμία ευσεβών τινών χριστιανών, οι οποίοι καλύπτουν το όνομά τους με πρόσωπα της Καινής Διαθήκης, να συμπληρώσουν τα «κενά», κατ’ αυτούς, της Καινής Διαθήκης, όπως π.χ. της ζωής του Ιησού Χριστού, της Θεοτόκου, των Αποστόλων, κ.α. και με αυτόν τον τρόπο να δώσουν μία πληρέστερη διήγηση της ζωής τους. Και εδώ βεβαίως είναι η πρώτη βασική παρεξήγηση των συγγραφέων αυτών, για το χαρακτήρα των κανονικών βιβλίων, τα οποία δεν αποτελούν «βιογραφίες» των ιστορουμένων προσώπων, αλλά δείγματα του έργου και της διδασκαλίας τους με σκοπό την ενίσχυση της πίστης των αναγνωστών (Δες Ιωάν. 20,30-31.21,25). Με σκοπό, λοιπόν, την κάλυψη των «κενών» αυτών έχουμε τη συγγραφή διαφόρων αποκρύφων, όπως π.χ. η πληροφορία του Παύλου στο Β΄Κορ. 12,2 (οἶδα ἄνθρωπον… ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ… καὶ ἤκουσεν ἄῤῥητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι»), οδήγησε στη συγγραφή της αποκρύφου «Αποκαλύψεως Παύλου».

Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και η ανάδειξη δευτερευόντων ή και ανωνύμων προσώπων των κανονικών βιβλίων στα απόκρυφα, τα οποία διατηρήθηκαν στην εκκλησιαστική, και μάλιστα την λειτουργική παράδοση, όπου καταλαμβάνουν εξέχουσα θέση. Έτσι ο ανώνυμος εκατόνταρχος της σταυρώσεως του Ιησού Χριστού ονομάζεται Λογγίνος στα Απόκρυφα, από τα οποία εισέρχεται και στα Συναξάρια. Οι τρεις Μάγοι φέρουν τα ονόματα Γασπάρ, Βαλτάσαρ και Μελχιώρ, στα απόκρυφα· οι δύο ληστές της Σταυρώσεως ονομάζονται Γέστας και Δυσμάς (ή Δημάς)· η αιμορροούσα γυναίκα ονομάζεται Βερονίκη, κ.ο.κ. Εκεί όμως, όπου οργιάζει η φαντασία των συγγραφέων των αποκρύφων είναι η περίοδος μεταξύ της γεννήσεως και της βαπτίσεως του Χριστού, περί της οποίας ουδέν στοιχείον έχομεν στα κανονικά Ευαγγέλια. Στα απόκρυφα ευαγγέλια, τα οποία καλύπτουν την περίοδο αυτή έχουμε φαντασιώδεις διηγήσεις περί θαυμάτων της παιδικής ηλικίας του Ιησού, περί της γεννήσεως και της παιδικής ηλικίας της Θεοτόκου, περί της φυγής εις την Αίγυπτο, κ.λ.π. στη μεταγενέστερη δε περίοδο της ζωής του έχουμε διηγήσεις περί της καθόδου αυτού στον Άδη, περί της αναστάσεως αυτού, περί της ιεραποστολικής δραστηριότητας των Αποστόλων σε διάφορα μέρη του κόσμου, κλπ.

Αυτού του είδους την τάση συμπληρώσεως των «κενών» των αρχαιοτέρων κειμένων από τα μεταγενέστερα, παρατηρούμε και στα κανονικά κείμενα, κυρίως στα Ευαγγέλια. Έτσι π.χ. ο Ιωάννης παρατηρεί ότι ήταν ο Πέτρος εκείνος, ο οποίος έκοψε με μαχαίρι το αυτί του δούλου του αρχιερέα, και το όνομά του ήταν Μάλχος, ενώ οι Συνοπτικοί κανενός το όνομα δεν αναφέρουν (Ματθ. 26,47 εξ. Μάρκ. 14,43 εξ. Λουκ. 22,47 εξ. Ιωάν. 18,1 εξ). Ομοίως, σε αντίθεση με τον Μάρκο και τον Ματθαίο, ο Λουκάς σημειώνει ότι ο ένας από τους δύο ληστές της σταύρωσης μετανόησε και ζήτησε άφεση από τον Ιησού Χριστό (Λουκ. 23,39-43 παράλ). Το γεγονός αυτό έγινε αφορμή να αναπτυχθούν διάφορες φανταστικές ιστορίες περί των ληστών τούτων και του Ιησού, όπως π.χ. ότι αυτοί συνάντησαν το παιδί Ιησού στην Αίγυπτο, όπου ο Ιησούς προφήτευσε την συνάντησή τους τριάντα έτη αργότερα, την μετάνοια του Δυσμά και την είσοδό του στον Παράδεισο προς κατάπληξιν του Θανάτου και του Άδου, για τα οποία κάνουν λόγο το Αραβικό Ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας του Ιησού και οι Πράξεις Πιλάτου. Εξ’ αφορμής επίσης των διηγήσεων αυτών ο Δυσμάς επέσυρε την προσοχή των ελλήνων και λατίνων πατέρων της Εκκλησίας και μάλιστα ανακηρύχθηκε άγιος εορταζόμενος, εις μεν την Ελληνικήν Εκκλησίαν την 23η Μαρτίου, εις δε την Λατινική την 25η Μαρτίου, και εις την Συριακή, την ενάτη ημέρα μετά την Μεγάλη Παρασκευή. Τέτοια παραδείγματα είναι πολλά.

Το δεύτερο αίτιο της αναπτύξεως της αποκρύφου φιλολογίας ήταν η μέσω των βιβλίων αυτών διάδοση των απόψεων των αιρετικών. Έτσι, με την εμφάνιση των πρώτων Συλλογών ή καταλόγων κανονικών βιβλίων της Καινής Διαθήκης, στα οποία αποτυπωνόταν η καταγεγραμμένη ευαγγελική και αποστολική παράδοση της αρχέγονης εκκλησίας, άρχισαν να εμφανίζονται και τα πρώτα βιβλία των διαφόρων αιρετικών κύκλων, με τα οποία προβαλλόταν η δική τους γραπτή παράδοση, για να αποδείξουν ότι αυτοί σε τίποτα δεν υστερούσαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Για αυτό ακριβώς και η εμφάνιση των αποκρύφων άρχισε από τον 2ο αιώνα. Έτσι ο Ειρηναίος, π.χ. λέει για τους Γνωστικούς ότι «και μαζί με αυτά, φέρνουν κρυφά αμύθητο πλήθος αποκρύφων και νόθων γραφών, τις οποίες αυτοί έπλασαν, για να προκαλέσουν κατάπληξη στους ανόητους και σε αυτούς που δεν γνωρίζουν τα γράμματα της αλήθειας» (Έλεγχος, Α,20,1). Παρόμοιες πληροφορίες διασώζουν πολλοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς και πατέρες, μεταξύ των οποίων οι Ιππόλυτος, Έλεγχος, Ζ,20, Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματείς, Α, 12·15. Ωριγένης, Ομιλ. Α εις Λουκάν. Επιστολή 1,9. Επιφάνιος, Πανάριον, 26,5. 30.3.34,18. 40,2.45,4 47,1 51,3. Ανακεφ., 45. Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστορ. Δ, 22,9. Αθανάσιος, ΛΘ΄ εορτ. Επιστολή, 2. Δίδυμος, Απόσπ. Εις Πράξ. 8, 39. Κύριλλος Ιεροσολ.,Κατήχησις Δ, 35. Βασίλειος, Ασκητικά, 1, κ.α..

Ήδη ο Ευσέβιος, Εκκλ. Ιστ. Γ, 25, διέκρινε τα κατά την εποχή του κυκλοφορούντα βιβλία σε «ομολογούμενα», «αντιλεγόμενα», «νόθα» και «αιρετικά», και μεταξύ των δύο τελευταίων κατηγοριών παραθέτει και τα γνωστά σε μας απόκρυφα, όπως τα Ευαγγέλια του Πέτρου, του Θωμά και του Ματθίου, και τις Πράξεις Ανδρέου και Ιωάννου. Στο αμφιβαλλόμενο έργο του Μ. Αθανασίου «Σύνοψις επίτομος της Θείας Γραφής, Παλαιάς και Νέας Διαθήκης» (ΒΕΠΕΣ, 33,263 εξ), μεταξύ των κανονικών βιβλίων αναφέρονται και: οι Περίοδοι Πέτρου, Ιωάννου, Θωμά, το κατά Θωμάν Ευαγγέλιο, η Διδαχή των Αποστόλων και τα (ψευδο)Κλημέντια. Πλήρης, βεβαίως, κατάλογος των αποκρύφων δεν διασώθηκε, ενώ οι διάφοροι διασωθέντες κατάλογοι κανονικών και αποκρύφων βιβλίων, για τους οποίους θα μιλήσουμε παρακάτω, άλλοτε επικαλύπτονται και άλλοτε διαφέρουν, ενώ πολλά από τα μνημονευόμενα σε αυτούς έχουν χαθεί.

Η χειρόγραφη παράδοση των αποκρύφων έχει μακρά και περίπλοκη ιστορία που οφείλεται, τόσο στις προσθήκες στο αρχικό κείμενο ή αφαιρέσεις από αυτό, όσο και στις μεταφράσεις τους, σε σημείο, ώστε, πολλές φορές, μία μετάφραση να είναι εκτενέστερη ή βραχύτερη του πρωτοτύπου. Πολλές φορές, επίσης, τα χειρόγραφα του ίδιου έργου δεν συμφωνούν απολύτως μεταξύ τους ως προς το περιεχόμενο. Πολλά από αυτά σώζονται στην πρωτότυπη ελληνική γλώσσα τους και σε μεταφράσεις, ενώ άλλα σώζονται μόνο σε μεταφράσεις.

Ως επί το πλείστον, τα απόκρυφα καταδικάστηκαν από την εκκλησία και ιδιαιτέρως στη Δύση, ενώ πολλά από αυτά τροφοδότησαν τη λαϊκή ευσέβεια και ενέπνευσαν έργα τέχνης, όπως είναι π.χ. τα ψηφιδωτά του νάρθηκα της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη και του ναού της Santa Maria Maggiore στη Ρώμη, τα οποία οι καλλιτέχνες εμπνεύστηκαν από το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, γι’ αυτό και αναφέρονται σε θέματα της παιδικής ηλικίας της Θεοτόκου. Ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας των διηγήσεων των αποκρύφων ενέπνευσε πολλές φορές τα μεσαιωνικά θρησκευτικά μυθιστορήματα, ενώ στο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου οφείλεται και η καθιέρωση της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου, η οποία εορτάζεται την 21η Νοεμβρίου.

Αλλά και αρνητικά τυγχάνουν χρήσιμα τα απόκρυφα καθόσον με την αναταραχή και τα προβλήματα, τα οποία δημιούργησαν στους κόλπους της Εκκλησίας, έδωσαν το έναυσμα ή συντέλεσαν ουσιαστικά στην ανάπτυξη της Ορθοδόξου εκκλησιαστικής γραμματείας. Δια του τρόπου τούτου, τα απόκρυφα κείμενα παρέχουν την εικόνα της πνευματικής, ενίοτε δε και της λειτουργικής πραγματικότητας της αρχαίας Εκκλησίας, καθόσον χάρις σε αυτά γνωρίζουμε τα ποικίλα ρεύματα και τις φυγόκεντρες δυνάμεις, οι οποίες προκλήθηκαν στους κόλπους της Εκκλησία, τους κινδύνους τους οποίους αυτή αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει εκ μέρους του ιουδαϊκού και του ελληνιστικού Γνωστικισμού, τις λαϊκές θρησκευτικές και φιλοσοφικές δοξασίες των πιστών, τα ήθη, τα έθιμα και γενικώς τους προβληματισμούς τους, δεδομένου ότι τα περισσότερα από αυτά εγράφησαν από απλοϊκούς και ευφάνταστους ανθρώπους. Από το άλλο μέρος, με τα απόκρυφα αναδεικνύεται με ανάγλυφο τρόπο ο αγώνας και η αγωνία της Εκκλησίας για την περιφρούρηση, τόσο της πίστεώς της, όσο και του ποιμνίου της.

Το μέγεθος και την έκταση του κινδύνου τούτου καταδεικνύει το γεγονός ότι διάφορες τοπικές εκκλησίες, αφού παρασύρθηκαν, χρησιμοποιούσαν διάφορα νόθα και απόκρυφα βιβλία ως κανονικά και θεόπνευστα, όπως π.χ. η τοπική εκκλησία της Ρωσσού, την οποία αναφέρει ο Ευσέβιος (Εκκλ. Ιστ. ΣΤ, 12), η οποία χρησιμοποιούσε το κατά Πέτρον Ευαγγέλιο στη λατρεία και το οποίο αποδοκίμασε ο επίσκοπος Αντιοχείας Σεραπίων, κατά την εκεί επίσκεψή του. Έτσι λοιπόν, όπως παρατηρεί ο Στ. Παπαδόπουλος (Πατρολογία, Α, 1982, σ. 202), «Τα απόκρυφα εκφράζουν με τρόπο συγκλονιστικό την κρίση στους κόλπους τής Εκκλησίας καί την αγωνία της ενώπιον των πολλών τάσεων πού αναπτύχθηκαν μέ σκοπό τήν επέκταση, τήν ερμηνεία καί κάποτε τήν αλλαγή τής αποστολικής Παραδόσεως. Και είναι αξιοθαύμαστο ότι κατώρθωσε τελικά ή Εκκλησία νά εκφράση τήν αυτοσυνειδησία της καί νά προστατεύση τή γνησιότητά της, παραμερίζοντας κάθε κίβδηλη παράδοση καί κακόδοξη ερμηνεία τών καινοδιαθηκικών γεγονότων. Η διαδικασία αυτή υπήρξε μακρά, διήρκεσε γενικά από τις τελευταίες δε­καετίες του Α' μέχρι τις τελευταίες του Β' καί τις πρώτες του Γ' αιώνα». Κατά τον ίδιο συγγραφέα, τα απόκρυφα επηρέασαν ίσως και τα Μαρτυρολόγια, τους Βίους Αγίων και τις διηγήσεις θαυμάτων.

Κατά τους νεωτέρους χρόνους, το ενδιαφέρον των ερευνητών για τα απόκρυφα εμφανίζεται, κατ’ αρχάς, κατά τον Μεσαίωνα και εντοπίζεται κυρίως στο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου (βλ. J. Charlesworth, the new testament Apocrypha and Pseudepigrapha.A Guide to Publications,1987). Γενικώς, κατά την περίοδο αυτή, οι ερευνητές τηρούν αρνητική στάση έναντι αυτών, σε σύγκριση με τα κανονικά βιβλία της Καινής Διαθήκης και σημαντικότερη έκδοση αυτών κατά την περίοδο αυτή είναι η του J.A.Fabricius,Codex Apocryphus Novi Testament,1703. Το εκδοτικό ενδιαφέρον αναζωπυρώνεται κατά τον 19ο αιώνα, κατά την διάρκεια του οποίου εμφανίζονται τα έργα των: J.P. Migne, Dictionnaire des Apocryphes, τ. 1-2, 18 και T. Tiscendorf,Acta Apostolorum Apocrypha,1851, Evangelia Apocrypha,1853,Apocalypses Apocryphae,1866. Τις αρχές του 20ου αιώνα, το ενδιαφέρον εντοπίζεται στη συλλογή των «Αγράφων Λογίων» του Ιησού Χριστού, δηλαδή των μη καταγεγραμμένων στα κανονικά Ευαγγέλια λογίων του Χριστού, από τον A. Resch  και τον D.S. Margoliuth, όπως και στην ανακάλυψη των παπύρων της Οξυρύγχου….

(υπογραμμίσεις δικές μας και η ελαφρά τροποποίηση της γλώσσας προς τη νεοελληνική)

(Χρήστου Σπ. Βούλγαρη,Εισαγωγή στην καινή Διαθήκη, τόμος Β σελ. 1157-1163)

(Πατρολογία,τόμ. Α΄, Στυλιανού Παπαδόπουλου)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τά απόκρυφα χριστιανικά καί γνωστικά ή γνωστικίζοντα κείμενα σπανίως μπορούμε νά χρονολογήσωμε μέ κάποια ακρίβεια. Τά περισσότερα γρά­φηκαν στον Β' αιώνα. Γιά όσα σχετικά κείμενα υπάρχουν ενδείξεις ότι γράφη­καν στο α' ήμισυ του Β' αιώνα, θά κάνωμε λόγο στο σημείο τούτο. Γιά όσα ή ερευνά νομίζει ότι γράφηκαν στο β' ήμισυ του Β' ή στόν Γ' αι. θά γίνη λόγος βραδύτερα (δηλ. μετά τούς συγγραφείς του Β' ή στούς συγγραφείς του Γ' αί., πάλι μέ τον τίτλο: Απόκρυφα), αφού λείπουν ακριβείς χρονολογήσεις τών κειμένων αυτών. Μερικά απόκρυφα πού επηρέασαν περισσότερο τή ζωή τής αρχαίας Εκκλησίας και πού χρονολογούνται ακριβέστερα, καταχωρίσαμε στη χρονολογική τους σειρά. Τέτοια είναι π.χ. ή Διδαχή, η δήθεν Επιστολή του Βαρνάβα, οί Ωδές του Σολομώντα. Επειδή τά απόκρυφα συνιστούν όλως ιδιαίτερη ομάδα στο χώρο τής εκκλησιαστικής γραμματείας, επειδή έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κι επειδή θά είναι πολύ συνοπτική ή παρουσίασή τους, κρίναμε αναγκαία μία σύντομη γενική εισαγωγή εις αυτά.

Τά απόκρυφα βιβλία στη συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν σωθή σέ ανατολικές γλώσσες (Κοπτική, αιθιοπική...), μολονότι τά περισσότερα γράφηκαν αρχικά στήν ελ­ληνική. Για το Γνωστικισμό, από τούς κόλπους του οποίου προέρχονται πολλά από τά μνημονευόμενα εδώ έργα, δεν κάνομε ιδιαίτερο λόγο, διότι κάτι τέτοιο έγινε στην Εισαγωγή (IV 2).

«Βίβλοι απόκρυφοι» χαρακτηρίζονταν αρχικά τά κείμενα πού προορίζονταν για κλειστή ομάδα μυημένων (σέ θρη­σκευτικά μυστήρια ή θρησκευτική γνώση). Στην εκκλησιαστική γραμματεία ονομάστηκαν απόκρυφα τά έργα πού εμφανίστηκαν ώς κείμενα Αποστόλων ή καινοδιαθηκικών και παλαιοδιαθηκικών γενικά προσώπων χωρίς πράγματι νά προέρ­χονται από αύτά. Ιουδαιοχριστιανοί, αιρετικοί, γνωστικίζοντες χριστιανοί, γνωστικοί, ευφάνταστοι, αφελείς καί πάντως όχι γνήσιοι χριστιανοί ισχυρίζονταν ότι κατείχαν απόκρυφα βιβλία ή απόκρυφες παραδόσεις, δηλαδή λόγους, διδασκα­λίες, πληροφορίες (γιά τή ζωή, τή δράση, τά θαύματα) καί αποκαλύψεις προσώπων τής ΚΔ, συμπεριλαμβανομένου καί του Χρίστου. Τέτοιο υλικό περιέχεται στά απόκρυφα βιβλία, τά οποία μάλιστα κυκλοφορούσαν σε μεγάλο αριθμό,

πολύ μεγαλύτερο από τον αριθμό των βιβλίων με γνήσια εκκλησιαστική Παράδοση.

Είναι μάλιστα κοινός τόπος ότι σημαντικό μέρος τής ορθοδόξου εκκλησιαστικής γραμματείας και ό καθορισμός (τό κλείσιμο) του Κανόνα τής Κ.Δ. αποτελούν αντίδραση τής Εκκλησίας στην πληθωρική απόκρυφη γραμματεία. Συνέβη όμως, παρά τον αγώνα τής Εκ­κλησίας, μερικά απόκρυφα να τιμηθούν στους κόλπους της ως κανονικά ή δευτεροκανονικά βιβλία ή τουλάχιστον ωφέλιμα έργα.

Το είδος των αποκρύφων έργων είναι σέ γενικές γραμμές ανάλογο με τό είδος των κανονικών καινοδιαθηκικών βιβλίων. Έτσι έχομε Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές καί Αποκαλύψεις. Η αναλογία αυτή είναι κάποτε πολύ σχετι­κή, διότι π.χ. αποκαλυπτικό υλικό υπάρχει σέ απόκρυφα ευαγγέλια. (Σχετικά πρέπει νά προσθέσωμε ότι οι κύκλοι, πού δημιούργησαν τήν καινοδιαθηκική απόκρυφη γραμματεία, επεξεργάσθηκαν μέ τις ίδιες διαθέσεις καί Ιουδαϊκά από­κρυφα, όπως είναι ή Διαθήκη των 12 Πατριαρχών καί ή Ανάληψις του Ησαΐα).

Οι συντάκτες αποκρύφων έργων διακρίνονται:

εις αυτούς πού μένουν στο χώρο τής συνοπτικής καί καινοδιαθηκικής παραδόσεως, εις αυτούς πού συμπλη­ρώνουν ευρύτερα τήν παράδοση αυτή καί ζητούν νά υποκαταστήσουν τά κανονικά βιβλία, καί εις αυτούς πού δημιουρ­γούν κάτι το τελείως νέο, χωρίς να προϋποθέτουν στοιχεία καινοδιαθηκικής παραδόσεως. Οί τελευταίοι είναι βασικά οί γνωστικοί, των οποίων τά έργα συμβατικά μόνο χαρα­κτηρίζομε απόκρυφα, διότι το μόνο πού διατηρούν από τήν ΚΔ είναι οί επιγραφές (Ευαγγέλιον, Επιστολή...) καί ή απόδοσή τους σέ αποστολικούς άνδρες, κάτι πού δε θεωρείται πάντοτε αναγκαίο.

Σκοπός τών αποκρύφων ήταν ή οικοδομή των πιστών μέ στοιχεία πού ενίσχυαν τήν ευσέβεια, ή συμπλήρωση τών πολλών κενών πού παρουσιάζουν οι περιγραφές καί διηγήσεις γιά τον Κύριο (παιδική ηλικία κλπ.), τα συγγενικά του πρόσωπα (Θεοτόκος, Ιωσήφ) και τούς Αποστόλους, η διάδοση κι επιβολή κακοδοξιών και η προβολή τελείως νέων αποκαλύψεων, κάτι πού ισχύει κυρίως για τα έργα γνωστικής προελεύσεως, δηλ. για τα περισσότερα απόκρυφα έργα.

Η σημασία των αποκρύφων βιβλίων στή ζωή τής Εκκλησίας υπήρξε αρνητική και οπωσδήποτε μεγάλη.

Η πλη­θώρα τους προϋποθέτει αμφιβολίες, πνευματικό αναβρασμό, απώλεια του αποστολικού φρονήματος ή και διάθεση ενσυνείδητης ή ασυνείδητης απορρίψεως του τελευταίου σε μεγάλο αριθμό πιστών. Προϋποθέτει μία Εκκλησία, ή οποία αγωνίζεται σκληρά για τή γνησιότητα καί τήν αλήθειά της, πού κινδυνεύει από ορισμένα μέλη της. Το μέγεθος καί τη σημασία του αγώνα αυτού υπογραμμίζει τό γεγονός ότι το­πικές Εκκλησίες (ή ίδια ή Εκκλησία) για μακρό χρονικό διάστημα εξέλαβαν απόκρυφα βιβλία (τη δήθεν Επιστολή Βαρνάβα, τή Διδαχή...) σαν θεόπνευστα και τα συμπεριέλαβαν στον Κανόνα τής ΚΔ, με αποτέλεσμα τον μερικό αποπροσανατολισμό των πιστών.

Τα απόκρυφα εκφράζουν με τρόπο συγκλονιστικό την κρίση στους κόλπους τής Εκκλησίας καί την αγωνία της ενώπιον των πολλών τάσεων πού αναπτύχθηκαν μέ σκοπό τήν επέκταση, τήν ερμηνεία καί κάποτε τήν αλλαγή τής αποστολικής Παραδόσεως. Και είναι αξιοθαύμαστο ότι κατώρθωσε τελικά ή Εκκλησία νά εκφράση τήν αυτοσυνειδησία της καί νά προστατεύση τή γνησιότητά της, παραμερίζοντας κάθε κίβδηλη παράδοση καί κακόδοξη ερμηνεία τών καινοδιαθηκικών γεγονότων.

Η διαδικασία αυτή υπήρξε μακρά, διήρκεσε γενικά από τις τελευταίες δε­καετίες του Α' μέχρι τις τελευταίες του Β' καί τις πρώτες του Γ' αιώνα. Τό σκοπό της ή Εκκλησία πραγματοποιούσε όσο πετύχαινε ή προσπάθειά της νά φανερώση καί νά εκφράση τήν αλήθειά της, τη γνήσια Παράδοσή της. Τήν επιτυχή αυτή προσπάθεια διαπιστώνομε στήν ορθόδοξη εκκλησιαστική γραμματεία, ή οποία, για νά καταδείξη τήν έλλειψη γνησιότητος στά απόκρυφα, έπρεπε νά φανερώση, νά εκφράση τήν ίδια τή γνησιότητα.

Ο Θεοφόρος Ιγνάτιος αποτελεί τον πρώτο μέγα σταθμό στην αγωνιώδη θεολογική προσπάθεια τής Εκκλησίας νά υπερνικήση τήν κακοδοξία καί τήν παρέκκλιση, φανερώνοντας τήν αλήθεια καί τή γνησιότητα. Όσοι στήν πορεία τής Εκκλησίας ακολούθησαν τό παράδειγμά του και πέτυχαν μέ τό φωτισμό του Πνεύματος να εκφράσουν τήν αλήθεια σέ άλλα θέματα ονομάσθηκαν Πα­τέρες και Διδάσκαλοι.

Η προσφορά των αποκρύφων -πρέπει συγχρόνως νά αναγνωρίσωμε- είναι σημαντική. Διότι αν στήν εποχή πού γράφηκαν δημιούργησαν στήν Εκκλησία μεγάλα προβλήματα καί προκάλεσαν ώς ένα βαθμό τήν ορθόδοξη γραμ­ματεία, σήμερα μας είναι χρήσιμα γιά τούς έξης λόγους:

Μας δίνουν τήν εικόνα τής πνευματικής καί κάποτε τής λειτουργικής καταστάσεως τής αρχαίας Εκκλησίας. Προσφέ­ρουν πολλά στον ιστορικό καί λαογραφικό εμπλουτισμό μας.

Μέ αυτά γνωρίζομε τις ποικίλες τάσεις, τις κεντρόφυγγες δυνάμεις πού γεννήθηκαν στήν Εκκλησία, τις λαϊκώτερες θρησκευτικές καί φιλοσοφικές αντιλήψεις των πιστών, τή διείσδυση του γνωστικισμού, του Ιουδαϊσμού καί τών ελληνιστικών ή κοσμολογικών αντιλήψεων στή ζωή τής εκκλη­σίας.

Μοναδική γίνεται ή προσφορά των αποκρύφων στή γνώση των ηθών καί εθίμων, των προσδοκιών καί τών προβληματισμών, των ονείρων καί τών φόβων, τών πόνων καί τών απογοητεύσεων τών πρώτων χριστιανών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα γιά τά λαϊκώτερα στρώματα, διότι τά περισσότερα απόκρυφα οφείλονται στή γραφίδα αφελών, ασήμων καί ευφάνταστων ανδρών.

Σπανιώτατα στά απόκρυφα βιβλία ανευρίσκει κανείς καί αναφορές ή διηγήσεις, πού κατά παρά­δοση ανταποκρίνονται στά ιστορικά δεδομένα προσώπων καί πραγμάτων τής ΚΔ. Η ακατάσχετη τάση τών αποκρύ­φων νά συμπληρώνουν τά κενά τών βιβλικών διηγήσεων μετέβαλε αυτά σέ μεταλλείο παραδόσεων, ειδήσεων καί εξιστορήσεων, σχετικών μέ τά πρόσωπα τής ΚΔ.

Έτσι τά κείμενα αυτά έχουν συχνά χαρακτήρα θρησκευτικών μυθι­στοριών, πού άπειρες φορές έγιναν πηγή εμπνεύσεως γιά τούς καλλιτέχνες (μωσαϊκά τής Santa Maria Magiore Ρώμης, Δάντης κ.ά.), πρότυπα των μεσαιωνικών θρησκευτικών μυθι­στοριών καί αφορμή για εκκλησιαστικές εορτές (Είσόδια τής Θεοτόκου π.χ., τα όποια εορτάζονται στις 21 Νοεμβρίου). Ιδιαίτερα ή ελευθερία τους στήν αποδοχή άλλα καί τήν κατασκευή παραδόσεων επηρέασε ίσως καί τήν Αγιολογία (Μαρτυρολογία, Βίοι αγίων, διηγήσεις θαυμάτων), πού ήκμασε κυρίως από τον Δ' αιώνα καί έξής.

Υπεράνω όλων όμως ή προσφορά τών αποκρύφων έγκειται στο ότι αυτά συντελούν έμμεσα στήν κατανόηση καί τή συνειδητοποίηση τής αλήθειας, τής ορθοδοξίας καί τής γνησιότητος τής αποστολικής Παραδόσεως.

Ανευρέσεις αποκρύφων καί γνωστικών έργων.

Από τό τέλος του περασμένου αιώνα μέχρι το 1945 /6 ή απόκρυφη καί γνωστική γραμματεία αυξήθηκε μέ ρυθμό εντυπωσιακό, όπως δείχνουν οί παρακάτω σημειούμενες περιπτώσεις ανευρέσεως κωδίκων—παπύρων, οί οποίοι παραδίδουν απόκρυφα καί γνωστικά Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές, Αποκα­λύψεις καί ποικίλης μορφής γνωστικά έργα.

α. Κώδικες (κοπτικοί) Askevianus καί Brucianus. Βρέθηκαν στήν Αγγλία τό β' ήμισυ του ΙΗ αι. καί είναι γραμμένοι τον 4/5 αιωνα.

β. Πάπυρος (κοπτικός) Berolinensis 8502. Βρέθηκε το 1896 καί είναι γραμμένος τον 5 αί.

γ. Πάπυρος Oxyrhynchus 1081.

δ. Χειρόγραφα (κοπτικά) του Nag - Hammadi. Αποτελούν γιά τον αιώ­να μας τήν πλουσιώτερη σέ αριθμό καί σπουδαιότερη σε σημασία ανεύρεση χειρογράφων πού αφορουν τό χριστιανισμό καί τό γνωστικισμό. Τό 1945 /6 στο Nag-Hammadi τής Άνω Αιγύπτου, πλησίον του αρχαίου Χηνοβοσκίου, ανευρέθηκαν 13 κώδικες 1130 σελίδων πού περιλαμβάνουν τουλάχιστον 53 έργα, σέ κοπτική μετάφραση. Τα έργα αυτά, πού αρχικά ήσαν όλα σχεδόν γραμμένα στήν ελληνική, παρέμεναν άγνωστα στήν επιστήμη εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων (Απόκρυφον Ιωάννου, Σοφία Ιησού Χριστού...), ή ήσαν γνωστά μόνον αποσπασματικά ή από τούς τίτλους τους.

(οι υπογραμμίσεις δικές μας)

(Πατρολογία Α, Στυλιανού Παπαδόπουλου σελ. 200-206)

(Εἰσαγωγικὰ περὶ τῶν Ἀποκρύφων Από το βιβλίο Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, τόμος α΄ Απόκρυφα Ευαγγέλια, Θεσσαλονίκη 1999, εκδόσεις Πουρναρά)

«Απόκρυφα χριστιανικά κείμενα» -ή, σύμφωνα με άλλη επικρατούσα ονομασία, «Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης», κατ' αντιδιαστολή προς τα «Απόκρυφα της Παλαιάς Διαθήκης» - ονομάζονται διάφορα ανώνυμα ή ψευδεπίγραφα χριστιανικά κείμενα, γραμμένα απο τον 2ο μ.Χ. αιώνα και εξής, που δεν συμπεριλαμβάνονται στον ‘κανόνα’ της Κ.Δ. αλλά αναγινώσκονται απλώς ή απορρίπτονται απο τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων Σχετίζονται όμως με την Κ.Δ. (και έτσι εξηγείται η επικρατούσα ονομασία τονς) τόσο από πλευράς φιλολογικού είδους (είναι Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές, Αποκαλύψεις, αλλά και Διάλογοι, Ερωτήσεις, κ.ά.π.) όσο και από πλευράς περιεχομένου, διότι τα κείμενα αυτά αναφέρονται σε γεγονότα ή πρόσωπα που περιέχονται στην Κ.Δ., συνήθως τροποποιώντας τα, ή βρίσκονται στην προέκταση αυτών.

Ο όρος «απόκρυφος» σημαίνει αρχικά αυτό που είναι κρυμμένο και φυλαγμένο προσεκτικά. Στην προς Κολοσσαείς επιστολή λέγεται ότι στον Χριστό «εισί πάντες οι θησαυροί της σοφίας και γνώσεωςαπόκρυφοι" (2,3), που σημαίνει ότι οι θησαυροί αυτοί είναι κρυμμένοι στον Χριστό, όχι για να μην φανερωθούν στους ανθρώπους, αλλά ότι είναι φυλαγμένοι με μοναδικό τρόπο σαν σε ‘θησαυροφυλάκιο’ από το οποίο αντλεί ο πιστός. Ο όρος δεν ήταν αρχικά μονοσήμαντος. Σε ορισμένους κύκλους αιρετικών, που χρησιμοποιούσαν ένα ή μερικά απο αυτά τα κείμενα, ο όρος είχε θετική έννοια και δήλωνε τα βιβλία που ήταν προφυλαγμένα από την κοινή χρήση εξαιτίας του βάθους των νοημάτων τους που δεν μπορούσε να συλλάβει ο κοινός αναγνώστης. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς όμως χρησιμοποιούσαν τον ίδιο όρο με αρνητική έννοια, για να δηλώσουν βιβλία αμφίβολης αξίας και προέλευσης και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις αιρετικά, και τα κατονόμαζαν σε λίστες που διασώθηκαν. Με τη δεύτερη αυτή έννοια επικράτησε ο όρος ‘απόκρυφα’ στην εκκλησιαστική και θεολογική γλώσσα. Θα δούμε στη συνέχεια ότι με το πέρασμα των αιώνων διαπιστώθηκε ότι δεν είναι όλα τα διασωθέντα απόκρυφα αιρετικά.

Ποιά ήταν τα αίτια που οδήγησαν στην παραγωγή αυτής της απόκρυφης φιλολογίας;

1) Πρώτα πρώτα η ευσεβής φαντασία ορισμένων αγνώστων συγγραφέων, που απέδωσαν τα έργα τους σε γνωστά πρόσωπα της εκκλησίας, θέλησε να καλύψει τα ‘κενά’ της Κ.Δ., ιδιαίτερα της ζωής του Ιησού και της Παναγίας καθώς και των Αποστόλων, με στόχο μερικές φορές απολογητικό. Η πληροφορία του Ιω 20,30 «πολλά μεν ουν και άλλα σημεία εποίησεν ο Ιησούς ... α ουκ έστιν γεγραμμένα εν τω βιβλίω ταύτω» ήταν ένα επαρκές βιβλικό έρεισμα για τους αποκρυφογράφους. Ορισμένα άλλα χωρία αποτέλεσαν επίσης έναυσμα για τη συγγραφή κάποιου κειμένου. Π.χ. η πληροφορία τον Β' Κορ 12,2 («οίδα άνθρωπον...αρπαγέντα έως τρίτον ουρανόν...και ήκουσεν άρρητα ρήματα α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι») προκάλεσε την αποκρυφη Αποκάλυψη Παύλου.

Πολλές φορές δευτερεύοντα ή ανώνυμα πρόσωπα της Κ.Δ. αναφέρονται με συγκεκριμένο όνομα στα Απόκρυφα -όνομα που επικράτησε στην παράδοση της εκκλησίας, κυρίως στη λειτουργική- και γίνονται πρωταγωνιστές ή διαδραματίζονν ένα πιο σημαντικό ρόλο σ’αυτά. Ο ανώνυμος εκατόνταρχος της σταύρωσης παραδίδεται στα Απόκρυφα με το όνομα Λογγίνος (και έτσι είναι γνωστός στα Συναξάρια και τη λοιπή παράδοση), οι τρεις μάγοι φέρουν τα ονόματα Γασπάρ, Βαλτάσαρ και Μελχιώρ, οι δύο ληστές ονομάζονται Γέστας και Δυσμάς (ή Δημάς), η αιμορροούσα γυναίκα Βερονίκη κ.λπ. Συνήθως παρουσιάζονται μυθώδεις και φανταστικές διηγήσεις για περιόδους της ζωής του Ιησού, για τις οποίες δεν υπάρχονν πληροφορίες στα ευαγγέλια. Έτσι π.χ. γίνεται λόγος για τη γέννηση και την παιδική ηλικία της Παναγίας, για τα θαύματα της παιδικής ηλικίας του Ιησού, για τη φυγή στην Αίγυπτο και την εκεί κατάρρευση των ειδώλων, την κάθοδο στον Άδη και τα εκεί συμβάντα, την Ανάσταση, την ιεραποστολική δραστηριότητα των αποστόλων σε διάφορα μέρη του κόσμου κ.ά.π.

2) Η απόκρυφη φιλολογία έγινε αμέσως το όχημα και το μέσο για τη διατύπωση και τη διάδοση αιρετικών διδασκαλιών. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, ιδιαίτερα των πρώτων αιώνων, κάνουν λόγο για απόκρυφες, γραφές που διατείνονται οτι κατέχουν οι διάφορες ομάδες αιρετικών και ιδίως οι Γνωστικοί, με τις οποίες παρασύρουν τους ανύποπτους και αγράμματους χριστιανούς. Ο Ειρηναίος π.χ. αναφερόμενος στους Γνωστικούς λέγει οτι έχουν «αμύθητον πλήθος αποκρύφων και νόθων γραφών, ας αυτοί έπλασαν» και τις οποίες «παρεισφέρουσιν εις κατάπληξιν των ανοήτων και τα της αλήθείας μη επισταμένων γράμματα» (Έλεγχος Α΄20). Εννοεί άραγε τα γνωστά σήμερα Αποκρυφα;

Για ‘βίβλους αποκρύφους’ των αιρετικών κάνει λόγο και ο Κλήμης Αλεξανδρεύς (Στρωμματείς Α΄15. Γ΄4), ο δε Ωριγένης, σχολιάζοντας τον πρόλογο του κατά Λουκάν ευαγγελίου «επειδήπερ πολλοί επεχείρησαν...», με τους πολλούς εννοεί τους αποκρυφογράφους που ‘επεχείρησαν’ αλλά δεν μπόρεσαν να γράψουν ‘ευαγγέλια’, γιατί έγραψαν ‘χωρίς χαρίσματος’ (Ομιλ. Α΄εις Λουκάν)· ως παραδείγματα αναφέρει το Ευαγγέλιο των Δώδεκα, το κατά Αιγυπτίους, το κατά Βασιλείδην, κατά Θωμάν, κατά Ματθίαν «και άλλα πλείονα». Ωστόσο, κάποιες πληροφορίες για το μαρτυρικό θάνατο του Ησαΐα λέγει οτι τις αντλεί από απόκρυφο κείμενο (Επιστ. Προς Αφρικανόν 11,65), επίσης και για το φόνο του Ζαχαρία μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου (Εις Ματθ 10,18). Ο ιστορικός Ευσέβιος, αναφερόμενος στις συζητήσεις για τον κανόνα της Κ.Δ., διακρίνει τα βιβλία σε ‘ομολογούμενα’, ‘αντιλεγόμενα’, ‘νόθα’ και ‘αιρετικά’. Στις δύο τελευταίες ομάδες απαριθμεί ορισμένα από τα γνωστά σήμερα απόκρυφα κείμενα (Εκκλ. Ιστ. Γ' 25).

Επανειλημμένα αναφέρεται σε αιρετικούς που χρησιμοποιούν απόκρυφα κείμενα ο Επιφάνιος (Πανάριον 26,5. 30,3. 34,18. 40,2. 45,4. 47,1. 55,362,2 κ.ά.). Στο έργο ‘Σύνοψις επίτομος της θείας Γραφής’ που αποδίδεται στο Μ.Αθανάσιο (PG 28, 432 Β) αναφέρονται οι Περίοδοι Πέτρου, Ιωάννου, Θωμά, το Ευαγγέλιο κατά Θωμάν, η Διδαχή Αποστόλων και τα Κλημέντια, και χαρακτηρίζονται ως ‘νόθα και απόβλητα’, που δεν περιέχουν τίποτε το ‘έγκριτον και επωφελές’. Πλήρης κατάλογος των αποκρύφων δεν σώζεται απο κανένα εκκλησιαστικό συγγραφέα. Οι κάποιοι ελλιπείς κατάλογοι που σώζονται απο τους Τιμόθεο τον πρεσβύτερο, Ωριγένη, Μ.Αθανάσιο, Ευσέβιο, και αργότερα απο τον Νικηφόρο Πατριάρχη Κων/πόλεως κ.ά. καθώς και απο το Γελασιανό διάταγμα, επικαλύπτονται εν μέρει μεταξύ τους ή περιέχουν ονομασίες που δεν ανταποκρίνονται σε κανένα από τα γνωστά σήμερα Απόκρυφα.

Για τον αιρετικό ή όχι χαρακτήρα ορισμένων αποκρύφων (π.χ. τον κατά Πέτρον ευαγγελίου) γίνονται συζητήσεις σήμερα στην έρευνα. Πράγματι τα απόκρυφα κείμενα έχουν μια πολύπλοκη ιστορία, είτε διότι όντας αιρετικά υπέστησαν επεγεργασία απο ορθόδοξο χέρι, είτε διότι άλλα, αντίστροφα, όντας αρχικά ορθόδοξα, έτυχαν επεξεργασίας απο αιρετικούς, πον πρόσθεσαν δικές τους διδασκαλίες. Επίσης πολύπλοκη είναι και η ιστορία της χειρόγραφης παράδοσης τους. Συμβαίνει μερικές φορές μια αρχαία μετάφραση ενός ελληνικού πρωτοτύπου να είναι εκτενέστερη ή συντομότερη του πρωτοτύπου. Κι ακόμα ορισμένα απόκρυφα σώζονται σε χειρόγραφα που δεν συμφωνούν πάντα μεταξύ τους σε όλα τα σημεία. Σε κάποιες περιπτώσεις σώζεται ένα απόκρυφο κείμενο σε μια εκτενή μορφή και σε μια συντομότερη. Άλλοτε, η λατινική μετάφραση ενός ελληνικού πρωτοτύπου είναι εκτενέστερη ή, σε άλλες περιπτώσεις συντομότερη. Αρκετά σώζονται στην ελληνική πρωτότυπή τους γλώσσα, αλλά και σε αρχαίες μεταφράσεις (λατινικές, κοπτικές, συριακές, αιθιοπικές, αρμενικές κ.λ.π.). Μερικά διατηρούνται μόνο σε αυτές τις μεταφράσεις.

Στη διάρκεια των αιώνων τα απόκρυφα κείμενα έτυχαν διαφορετικής αντιμετώπισης: Άλλοτε καταδικάστηκαν απο την Εκκλησία (ιδιαίτερα στη Δύση), άλλοτε τροφοδότησαν τη λαϊκή ευσέβεια ή ενέπνευσαν έργα τέχνης. Η βυζαντινή τέχνη έχει σκηνές που η προέλευσή τους βρίσκεται στα Απόκρυφα. Αρκεί να αναφέρουμε εδώ για παράδειγμα τα ψηφιδωτά του νάρθηκα της Μονής της χώρας στην Κωνσταντινούπολη και της εκκλησίας Santa Μaria Maggiore στη Ρώμη, που είναι εμπνευσμένα απο το Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου και περιέχουν σκηνές απο την παιδική ηλικία της Παναγίας. Επίσης τα εικονογραφικά θέματα του σπηλαίου ως τοπου γέννησης του Ιησού, της διάνοιξης του όρους για να σωθεί ο Ιωάννης ο Βαπτιστής απο τους στρατιώτες του Ηρώδη, κ.ά.π. αντλούνται από απόκρυφα κείμενα, τα οποία βέβαια με  τη σειρά τους μπορεί να ενσωματώνουν πρωτοχριστιανικές παραδόσεις.

Τα Απόκρυφα προκάλεσαν κατά καιρούς το ενδιαφέρον της επιστήμης, ιδιαίτερα μάλιστα στην εποχή μας. Ο J.Charlesworth (The New Testament Apocrypha and Pseudepigrapha: Α guide to publications, 1987, 1-4) διακρίνει τις ακόλουθες φάσεις στο ενδιαφέρον της επιστήμης για τα κείμενα αυτά. Η πρώτη φάση συμπίπτει με τον Μεσαίωνα και την έξαρση τον ενδιαφέροντος κυρίως για το Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται απο την αρνητική αξιολόγηση των Αποκρύφων σε σχέση με την υπεροχή των βιβλίων του κανόνα της Κ.Δ. και φθάνει μέχρι τον 18ο αιώνα με τη μνημειώδη έκδοση τον J.A.Fabricius, Codex Apocryphus Novi Testamenti (1703, 21719). Η δεύτερη φάση, κατά το 19ο αιώνα, χαρακτηρίζεται από τη συνεχιζόμενη υποτίμηση των Αποκρύφων και την αντιμετώπισή τους ως νόθων κειμένων. Τα μεγάλα έργα αυτής της εποχής είναι το Dictionnaire des Apocryphes, τον J.P. Migne (τομ. 1-2, 1856), και οι εκδόσεις του C.Tischendorf: Acta Apostolorum Apocrypha (1851), Apocalypses Apocryphae (1866) και Evangelia Apocrypha (1853). H τρίτη φάση τοποθετείται στην αρχή του 20ου αιώνα και σηματοδοτείται με τη συλλογή των ‘Αγράφων’ από τον Reschκαι την ανακάλυψη των παπύρων της Οξυρυγχου. Βασικά έργα αυτής της εποχής είναι, πέρα απο τις διάφορες εκδόσεις Λογίων της Οξυρύγχου, η πρώτη έκδοση τον Ε. Hennecke, Neutestamentliche Apocryphen (1904), πον επρόκειτο να γνωρίσει πολλές επανεκδόσεις μέχρι σήμερα σε συνεργασία με τον W.Schneemelcher, καθώς και η έκδοση του M.R.James, The Apocryphal New Testament (1924) που αναθεωρημένη και επεξεργασμένη έκδοσή της μας έδωσε πρόσφατα ο K.J.Elliott. H τέταρτη φάση της έρευνας, κατά τον Charlesworth πάντοτε, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αρχίζει στη δεκαετία του ΄60 και διακρίνεται για μια θετικότερη εκτίμηση των Αποκρύφων, εφόσον αυτά συνεξετάζονται τώρα παράλληλα προς τη λοιπή χριστιανική παραγωγή των πρώτων αιώνων ως ένα ρεύμα που συνυπάρχει με τα άλλα. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της νέας αυτής περιόδου είναι το πλήθος των επιστημονικών εργασιών που βλέπει διεθνώς το φως της δημοσιότητας, ο προγραμματισμός και η εν μέρει πραγματοποίηση ήδη κριτικών εκδόσεων.

Για την τέταρτη από τις περιόδους που διαπιστώνει ο παραπάνω ερευνητής, μπορούμε να προσθέσουμε τα εξής: Η έρευνα των Αποκρυφων προωθείται σήμερα απο μια επιστημονική Εταιρεία πού πρόσφατα  ιδρύθηκε, την Association pour l’ Etude de la Littérature Apocryphe Chrétienne (AELAC), με έδρα τη Λωζάννη και μέλη απο πολλά άλλα πανεπιστήμια, κυρίως της Ευρώπης και της Αμερικής. Η Εταιρεία οργάνωσε το πρώτο διεθνές συνέδριο για τα Αποκρυφα τον Μάρτιο τον 1995 στη Λωζάννη, εκδίδει το ετήσιο περιοδικό Apocrypha (μέχρι σήμερα 8 τόμοι), προγραμμάτισε και εν μέρει πραγματοποίησε κριτικές εκδόσεις Αποκρύφων στο Corpus Scriptorum Christianorum - Series Apocryphorum (εκδ. οίκος Brepols του Βελγίου) και άρχισε επίσης να εκδίδει σε γαλλική γλώσσα μια σειρά βιβλίων τσέπης με τα Απόκρυφα (σε μετάφραση και με σχόλια) για ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.

Παρόλον ότι τα Απόκρυφα δεν κομίζουν ουσιαστικά κανένα νέο στοιχείο στην χριστιανική αποκάλυψη και παρόλον οτι συγκρίνομενα προς τα κανονικά Καινοδιαθηκικά κείμενα υπολείπονται σαφώς από πλευράς θεολογικής εμβάθυνσης στην ιστορία της θείας Οικονομίας, ιστορικών στοιχείων, πνευματικού πλούτου και ηθικού βάθους, μπορεί κανείς να δικαιολογήσει το ενδιαφέρον τόσο των παλαιοτέρων εποχών όσο και της σύγχρονης έρευνας γι' αυτά. Διασώζουν μερικά απο αυτά παραδόσεις στις οποίες στηρίζονται γιορτές της Εκκλησίας, όπως π.χ. το Γενέσιον, τα Εισόδια της Θεοτόκον, κ.ά.

Άλλωστε, πολλά από αυτά -που δεν προέρχονται απο αιρετικούς- έθρεψαν πολλές γενιές χριστιανών στη διάρκεια της ιστορίας, κι αν δεν βρέθηκαν ποτέ στο κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής, ζούσαν ωστόσο και ως προσφιλή λαϊκά αναγνώσματα επιδρούσαν στην περιφέρεια, η δε σιωπηρή περιφερειακή διαδρομή τους συχνά αναδυδόταν εντονότερα προς το κέντρο και επηρέαζε την τέχνη, τη λατρεία, την ηθική οικοδομή, την απολογητική διάθεση.

Πριν τελειώσουμε αυτή τη σύντομη Εισαγωγή θέλουμε να σημειώσουμε οτι οι ονομασίες ‘Απόκρυφα της Καινής Διαθήκης’ ή ‘Απόκρυφη Καινή Διαθήκη’ είναι μάλλον ατυχείς. Προτιμούμε ως επιτυχέστερη την ονομασία ‘Απόκρυφα Χριστιανικά κείμενα’, που χρησιμοποιεί και η Εταιρεία για τη μελέτη των Αποκρύφων, διότι τα κείμενα αυτά παρόλο που από πλευράς φιλολογικών ειδών αναπαράγουν συνήθως, όπως ήδη είπαμε, τα φιλολογικά είδη της Κ.Δ. και βρίσκονται στην προέκταση των θεμάτων της, χρονικά απομακρύνονται απο αυτήν και καλύπτονν όλη των πρώτη χριστιανική χιλιετία, μερικά μάλιστα είναι ακόμη νεότερα.

Τα ελληνικά πρωτότυπα των Αποκρύφων, όσα σώζονται, μπορεί να τα βρει κανείς στις εκδόσεις που σημειώνουμε στην αμέσως παρακάτω Βιβλιογραφία καθώς και στον Α.de Santos Otero (μονο τα Ευαγγέλια). Δεν συμπεριλαμβάνουμε στην παρούσα έκδοση τα Γνωστικά κείμενα που βρέθηκαν το 1946 στο Nag Hammadi της Αιγύπτου (βλ. Χριστιανικός Γνωστισμός. Τα κοπτικά κείμενα τον Nag Hammadi στην Αίγυπτο, επιμέλεια Σ. Αγουρίδη, εκδ. Άρτος Ζωής, 1989), παρά μόνο ένα εξ αυτών αντιπροσωπευτικό, το κατά Θωμάν ευαγγέλιο, που είναι διαφορετικό από το κατά Θωμάν της παδικής ηλικίας του Ιησού και περιέχει 114 λόγια αποδιδόμενα στον Ιησού.

ΈΝΑΣ ΝΕΟΣ πήγε με βαρειά καρδιά στον Πνευματικό του και εξωμολογήθηκε:

— Ο λογισμός με βασανίζει, Γέροντα, να εγκαταλείψω τον αγώνα, αφού κι ύστερα από την επιστροφή μου στο Χριστό και τη μετανοιά μου, δεν μπορώ ακόμη να βγάλω από πάνω μου όλες τις αδυναμίες.

— Μου θυμίζεις, μ' αυτά που μου λες, κάτι που συνέβη πριν κάμποσο καιρό σ' ένα φίλο μου αγρότη, είπε ο Πνευματικός. Έλα, κάθισε εδώ κοντά, παιδί μου, να σου διηγηθώ τη μικρή του ιστορία.

Ο νέος άκουγε πάντοτε μ' ενδιαφέρον τα χαριτωμένα αυτοσχέδια ανέκδοτα του αγαθού Γέροντα:

— Ο φίλος μου, που λες, είχε ένα χωράφι στην άκρη του χωριού, που είχε μείνει χρόνια ακαλλιέργητο κι ήταν πια γεμάτο αγκάθια και τριβόλια. Μια καλή χρονιά όμως, σκέφτηκε να το σπείρη. Αλλ' έπρεπε πρώτα να καθαριστή. Έστειλε λοιπόν το μεγάλο του γυιό να κάνη τη δουλειά αυτή. Μα σαν είδε το παλληκάρι εκείνα τα πελώρια αγκάθια και τ' αγριοβότανα, έπεσε σ' απελπισία.

— Δε γίνεται να φτιάξη ποτέ τούτο το χωράφι, έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του.  Πώς να ξερριζώσω τόσα αγριόχορτα;

Έτσι έπεισε για τα καλά τον εαυτό του πως ήταν αδύνατο να γίνη η δουλειά. Ξάπλωσε κάτω από ένα θάμνο και κοιμήθηκε. Σαν ξύπνησε ήταν πια μεσημέρι. Έρριξε το νυσταγμένο βλέμμα του στην αγριάδα και τρόμαξε. Έμεινε καρφωμένος στη θέσι του ως το βράδυ χωρίς να κάνη τίποτε. Το ίδιο και την άλλη μέρα και την τρίτη. Χασμουριόταν, στριφογύριζε τεμπέλικα, έπεφτε στον ύπνο, ξύπναγε. Μόνο δουλειά δεν αποφάσιζε να κάνη.

— Τίποτε δεν έκανες τόσες μέρες, του είπε θυμωμένος ο πατέρας του, σαν πήγε κι είδε πως ο γυιός του δεν είχε βγάλει ούτε ένα αγκάθι.

— Βαραίνει η ψυχή μου, πατέρα, ωμολόγησε ο νέος, σαν γυρίζω και βλέπω πόση δουλειά με περιμένει και δε μπορώ να πάρω απόφασι ν' αρχίσω.

— Αν κάθε μέρα, παιδί μου, καθάριζες τόση γη, όση πιάνεις με το μπόι σου σαν ξαπλώνης και κοιμάσαι, θα κόντευες τώρα να τελειώσης.

Ντροπιασμένος για την τεμπελιά του ο γυιός, έβαλε αμέσως σε πράξι τη συμβουλή του πατέρα του. Σε λίγο είδε με τα μάτια του πως δεν ήταν ακατόρθωτο να καθαρίση το χέρσο χωράφι.

Μιμήσου τον κι εσύ, παιδί μου, κι όταν ξανάρθης, θα μου πης, αν στ’ αλήθεια είναι τόσο δύσκολο να ξερριζώσης με υπομονή τα πάθη της ψυχής σου.

Ο νέος έφυγε με καινούργια δύναμι από την εξομολόγησι, αποφασισμένος να συνεχίση τον καλόν αγώνα.


(Γεροντικόν μοναχής Θεοδωρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

ΔΥΟ συνασκηταί βρίσκονταν σε ψυχρότητα μεταξύ τους από κάποια παρεξήγηση. Κάποτε αρρώστησε ο ένας και πήγε κάποιος από τους αδελφούς να τον επισκεφθή. Του εμπιστεύτηκε τότε ο άρρωστος, πως ήταν ψυχραμένος με τον συνασκητή του και τον παρακάλεσε να μεσολαβήση να συμφιλιωθούν, γιατί φοβόταν μη τον βρή έτσι ο θάνατος.

Γυρίζοντας πίσω στο κελλί του ο αδελφός, παρακαλούσε τον Θεό να τον φώτιση να χειριστή σωστά την υπόθεσι, για να μη προξενήση περισσότερη βλάβη παρά ωφέλεια. Μόλις έφτασε, οικονόμησε ο Θεός να του πάη κάποιος φίλος του ένα καλαθάκι σύκα. Διάλεξε τα ωραιότερα και, χωρίς να χάση καιρό, σηκώθηκε και τα πήγε στον συνασκητή του αρρώστου.

— Αββα, του είπε, αυτά σου τα στέλνει ο δείνα Γέροντας.

Ο Αββάς απόρησε.

— Σε μένα τα έστειλε;

— Ναι, είπε ο αδελφός.

Εκείνος τα δέχτηκε συγκινημένος κι ευχαρίστησε τον αδελφό. Ευχαριστημένος ο ειρηνοποιός από την πρώτη επιτυχία, επήγε τα υπόλοιπα σύκα στον άρρωστο.

— Σου τα στέλνει ο συνασκητής σου, του είπε.

— Τι λες, λοιπόν, συμφιλιωθήκαμε; είπε με χαρά ο ασκητής.

— Ναι, Αββά, με την ευχή σου, αποκρίθηκε ο αδελφός.

— Δόξα τω Θεό, έκανε ένθουσιασμένος εκείνος.

Έτσι με λίγα σύκα συμφιλιώθηκαν οι συνασκηταί από τη σύνεσι του αδελφού.


(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ κάποτε να επισκεφθή μια σκήτη ο Όσιος Μακάριος, συνάντησε στο δρόμο το διάβολο φορτωμένο μ' ένα παράξενο φορτίο να πηγαίνη κι εκείνος προς τα εκεί.

— Για που; τον ρώτησε ο Όσιος.

— Πάω να βάλω λογισμούς στους μοναχούς, αποκρίθηκε μ' αναίδεια εκείνος.

— Και τι είναι αυτά που κουβαλάς μαζί σου;

— Τα γεύματα που θα τους προσφέρω.

— Τόσα πολλά; απόρησε ο Όσιος.

— Βέβαια. Αν δεν ικανοποιούνται με το ένα, έχω άλλο έτοιμο κι αν δεν τους αρέση κι αυτό τους δίνω τρίτο. Ένα απ' όλα θα είναι του γούστου τους.

— Έχεις πολλούς εκεί που σε ακολουθούνε; ρώτησε με φρίκη ο Αββάς.

— Όχι, αναγκάστηκε να ομολογήση ο διάβολος. Οι περισσότεροι έχουν άγριέψει εναντίον μου. Έχω όμως κι ένα καλό φίλο.

— Πώς ονομάζεται; ρώτησε μ' ενδιαφέρον ο Όσιος.

— Θεόπεμπτος, αποκρίθηξε ο διάβολος και τράβηξε βιαστικός το δρόμο του.

Συλλογισμένος απο όσα άκουσε ο Αββάς Μακάριος, ανέβηκε στη σκήτη. Οι αδελφοί του έκαναν θερμή υποδοχή και καθένας φιλοτιμήθηκε να τον προσκαλέση στην καλύβα του. Ο  Όσιος όμως ζήτησε τον Θεόπεμπτο και τον παρακάλεσε να τον φιλοξενήση. σαν έφτασαν στο κελλί του, τον ρώτησε πώς περνούσε.

— Καλά με την ευχή σου, Αββά, αποκρίθηκε εκείνος.

— Δε σε πειράζουν οι λογισμοί;

Ο Θεόπεμπτος δίστασε λίγο. Ντρεπόταν να φανερώση στον  Όσιο πως δεχόταν ακαθάρτους λογισμούς.

— Καλά πηγαίνω, ψιθύρισε, προσπαθώντας να φανή αδιάφορος.

— Αχ, αδελφέ μου! Αναστέναξε βαθειά ο Όσιος. Εγώ, τόσα χρόνια ασκητής και γερασμένος πια, πειράζομαι από σαρκικούς λογισμούς κι ας με τιμούν οι άνθρωποι.

Ο Θεόπεμπτος πήρε θάρρος από τα λόγια του Όσιου και του φανέρωσε το δικό του πόλεμο. Εκείνος τότε τον συμβούλεψε πώς ν' αντιστέκεται στους κακούς λογισμούς κι αφού του έδωσε τον κανόνα που έπρεπε, έφυγε να γυρίση στο κελλί του. Στο δρόμο βρήκε πάλι το διάβολο, άλλά τώρα πολύ κατσουφιασμένο.

— Τι νέα; τον ρώτησε ο Αββάς.

— Πολύ άσχημα, αποκρίθηκε εκείνος. Όλοι οι μοναχοί μου εναντιώνονται και πιο πολύ ο παλιός μου φίλος. Γι αυτό κι εγώ ωρκίστηκα να τους αφήσω πολύ καιρό απείραχτους για να γίνουν αμέριμνοι, σαν πρώτα.

Έφριξε ο Όσιος με την πανουργία του διαβόλου και παρακάλεσε θερμά τον Κύριο να προφυλάει απ' αυτή το ποίμνιο Του.

* * *

(Γεροντικόν,Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)

Τον 19ο αιώνα ένας φιλόδοξος Γάλλος, ο Λαρεβεγιέρ-Λεπώ δημιουργεί δική του θρησκεία και οργανώνει κίνημα με το όνομα Θεοφιλανθρωπισμός. Καταβάλλει υπεράνθρωπες προσπάθειες, αγωνίζεται επίμονα, αλλά το κίνημα του δεν ευδοκιμεί.

Πικραμένος κι απογοητευμένος από τη ματαίωση των σχεδίων του, εμπιστεύεται το πρόβλημά του στον μεγάλο και σοφό διπλωμάτη Ταλεϋράνδο. Εκείνος αφού τον άκουσε προσεκτικά, του δίνει μία συμβουλή έξυπνη και πολύ εύστοχη.

- Θα σου υποδείξω εγώ ένα τρόπο που, αν τον εφαρμόσεις , σίγουρα θα στεφθεί με επιτυχία το κίνημά σου. Θα φτιάξεις τη δυνατότερη θρησκεία του κόσμου, θα ξεπεράσεις το Χριστιανισμό και καθετί άλλο. Πρώτα θα κηρύξεις τη θρησκεία σου με πάθος, θα μιλάς με γλώσσα σκληρή, θα ελέγξεις και θα ξεσκεπάσεις κάθε αδικία και παρανομία. Τότε θα σε συλλάβουν, θα σε καταδικάσουν σε θάνατο, θα σε βασανίσουν, θα σε σταυρώσουν κι αφού σ’ ενταφιάσουν, εσύ την τρίτη ημέρα αναστήσου κι έλα να σε δουν. Να είσαι βέβαιος ότι η θρησκεία σου θα επικρατήσει.

Με τήν απάντηση αυτή ο Ταλεϋράνδος ήθελε να πει: Καημένε Λεπώ, το μυστικό της επιτυχίας δεν βρίσκεται στο χρήμα ούτε στη φιλοσοφία ή στην προπαγάνδα αλλά στην ακατάβλητη δύναμη της Αναστάσεως.

Σήμερα, στη σύγχρονη και πολιτισμένη κοινωνία που ζούμε, η ανάσταση του Χριστού πολεμείται από δύο ύπουλους εχθρούς: τον ευδαιμονισμό και την ύβρη, τα δύο πρόσωπα του αντίχριστου. Η Εκκλησία όμως με κεφαλή τον αναστημένο Ιησού οπλίζει τα μέλη της με την πνευματική πανοπλία, ώστε να διεξάγουν τον αγώνα νικηφόρα.

Στεργίου Ν. Σάκκου, «Αληθώς Ανέστη ο Κύριος»

Ο αδελφός μας: Ο ιερώτερος Ναός!

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ομιλία Ν΄στο κατά Ματθαίον (απόσπασμα)

"... Κανένας Ἰούδας, λοιπὸν καὶ κανένας Σίμωνας ἄς μὴν πλησιάση σ’ αὐτὸ τὸ τραπέζι: κι οἱ δὺο χάθηκαν ἀπὸ τὴ φιλαργυρία τους. Ἄς ἀποφύγωμε αὐτὸ τὸ βάραθρο κι ἄς μὴ νομίζωμε ὅτι μᾶς φτάνει γιὰ τὴ σωτηρία μας ἀφοῦ γδύσωμε τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, ποτήριο ἀπὸ χρυσὸ καὶ ἀδαμαντοποίκλιτο νὰ προσφέρωμε στὴν τράπεζα. Ἄν θέλωμε νὰ τιμήσωμε τὴ θυσία, ἄς προσφέρωμε τὴν ψυχή μας ποὺ γι’ αὐτὴν θυσιάστηκε. Αὐτὴ νὰ κάμωμε χρυσῆ. Ἄν αὐτὴ μένει χειρότερη ἀπὸ κόκκαλο καὶ μολύβι κι εἶναι μόνο τὸ σκεῦος χρυσό, ποιὸ τὸ ὄφελος;
Ἄς μὴ προσέχωμε λοιπὸν αὐτὸ μονάχα, πὼς νὰ προσφέρωμε σκεύη χρυσᾶ ἀλλὰ καὶ νὰ προέρχωνται ἀπὸ δίκαιους κόπους. Τότε εἶναι πολυτιμότερα ἀπὸ τὰ χρυσᾶ, ὅταν δὲν ἔχουν πλεονεξία. Δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία χρυσοχοεῖο οὔτε ἀργυροκοπεῖο, ἀλλὰ σύναξη ἀγγέλων. Γι’ αὐτὸ ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ ψυχές. Γιὰ χάρη τῶν ψυχῶν δέχεται ὅλα αὐτὰ ὁ Θεός. Δὲν ἦταν τότε ἐκεῖνο τὸ τραπέζι ἀπὸ ἀσήμι οὔτε τὸ ποτήρι ἀπὸ χρυσό, ποὺ μ’ ἐκεῖνο ἔδωσε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητὰς του τὸ αἷμα του. Ἦσαν ὅλα ἐκεῖνα ἀκριβὰ καὶ φρικτὰ, γιατὶ ἦσαν γεμᾶτα ἀπὸ πνεῦμα.
Θέλεις νὰ τιμήσης τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Μὴν τὸ περιφρονήσης γυμνό. Μήτε νὰ τὸν τιμᾶς ἐδῶ μὲ ροῦχα μεταξωτὰ καὶ ν’ ἀδιαφορήσης, ὅταν τὸν βλέπης νὰ πεθαίνη ἔξω ἀπὸ τὴν παγωνιὰ καὶ τὴ γύμνια.
Ὁ ἴδιος ποὺ εἶπε Αὐτὸ εἶναι τὸ σῶμα μου, καὶ τὸ ἐπιβεβαίωσε μὲ τὸ λόγο του, εἶπε καὶ τὸ ἄλλο· Μὲ εἴδατε πεινασμένο καὶ δὲ μοῦ δώσαστε φαγητό. Καὶ ἀκόμα. Ἀφοῦ δὲν τὸ ἐπράξατε σ’ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀσήμαντους, δὲν τὸ ἐπράξατε οὔτε σ’ ἐμένα. Αὐτὸ δὲν χρειάζεται ροῦχα, ἀλλὰ καθαρὴ ψυχή. Ἐκεῖνο ὅμως χρειάζεται πολλὴ φροντίδα.
Ἄς μάθωμε λοιπὸν νὰ ζοῦμε πνευματικὰ καὶ νὰ τιμοῦμε τὸ Χριστό, ὅπως ἐκεῖνος θέλει. Γιατὶ ἡ πιὸ εὐχάριστη τιμὴ γιὰ τὸν τιμώμενο εἶναι αὐτὴ ποὺ ὁ ἴδιος θέλει, ὄχι αὐτὴ ποὺ ἐμεῖς νομίζομε. Κι ὁ Πέτρος ἀπέδειξε ὅτι τὸν τιμοῦσε ἐμποδίζοντάς τον νὰ τοῦ πλύνη τὰ πόδια· αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὅμως ἦταν ἀντίθετο τῆς τιμῆς. Κι ἐσὺ νὰ τὸν τιμᾶς μὲ τὴν τιμή, ποὺ ὁ ἴδιος ὥρισε· ξοδεύοντας τὸν πλοῦτο σου στοὺς φτωχούς. Δὲν ἔχει ὁ Θεός ἀνάγκη ἀπὸ χρυσᾶ σκεύη ἀλλὰ ἀπὸ ψυχὲς χρυσές.
δ΄. Δὲ θέλω νὰ ἐμποδίσω νὰ κατασκευάζωνται πολύτιμα ἀφιερώματα. Θεωρῶ ὅμως ὅτι μαζὶ μ’ αὐτὰ καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὰ ἀξίζει νὰ ἀσκοῦμε τὴν ἐλεημοσύνη. Κι αὐτὰ τὰ δέχεται, περισσότερο ὅπως ἐκείνη. Σ’ αὐτὰ ὠφελεῖται μόνο αὐτὸς ποὺ προσφέρει, σ’ ἐκείνην ὅμως κι αὐτὸς ποὺ δέχεται. Ἐδῶ μπορεῖ νὰ νομιστῆ τὸ πρᾶγμα σὰν ἀφορμὴ φιλοδοξίας, ἐνῶ ἐκεῖ ὅλα εἶναι ἐλεημοσύνη καὶ φιλανθρωπία.
Ποιὸ τὸ ὄφελος νὰ εἶναι γεμάτη ἡ τράπεζά του ἀπὸ χρυσὰ ποτήρια κι ὁ ἴδιος νὰ πεθαίνει τῆς πείνας;
Χόρτασε πρῶτα τὴν πεῖνα του καὶ τότε ὡς ἐκ περισσοῦ στόλισε καὶ τὴν τράπεζά του.
Ἀφιερώνεις χρυσὸ ποτῆρι καὶ δὲν προσφέρης ἕνα ποτήρι νερό; Τί ὠφελεῖσαι; Κάμεις χρυσοκέντητα σκεπάσματα τῆς τράπεζας καὶ δὲν δίνεις στὸν ἴδιο μέρος ἀπαραίτητο γιὰ κατάλυμα, τί κερδίζεις ἀπ’ αὐτό; Πέστε μου. Ἄν βλέπαμε κάποιον ποῦ στερεῖται τὴν ἀπαραίτητη τροφὴ καὶ ἀφίνοντάς τον νὰ εὔρη τρόπο νὰ ὑπερνικήση τὴ πείνα του, ἐμεῖς ντύναμε μονάχα μὲ ἀσήμι τὸ τραπέζι του, ἆραγε θὰ μᾶς ἀναγνώριζε τὴ χάρη καὶ δὲ θὰ δοκίμαζε μεγαλύτερη ἀγανάκτηση; Κι ἄν τὸν ἐβλέπαμε ντυμένο μὲ κουρέλια καὶ τὸ κρύο νὰ τὸν παγώνη καὶ ἀντὶ νὰ τοῦ δώσωμε ροῦχα τοῦ φτιάχνομαι χρυσοὺς κίονες λέγοντας ὅτι τὸ κάνομε γιὰ νὰ τὸν τιμήσωμε δὲ θὰ ἰσχυριζόταν ὅτι τὸν εἰρωνευόμαστε καὶ δὲ θὰ θεωροῦσε τὸ πρᾶγμα ἔσχατη ὕβρη; Σκέψου το αὐτὸ καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν γυρίζη πλάνης καὶ ξένος, ἔχοντας ἀνάγκη ἀπὸ στέγη, κι ἐσὺ ἀντὶ νὰ τὸν ὑποδεχτῆς στολίζης τὰ πατώματα καὶ τοὺς τοίχους καὶ τὰ κιονόκρανα καὶ κρεμᾶς ἁλυσιδες ἀπὸ λαμπάδες ἀσημένιες καὶ καθόλου δὲ θέλης νὰ κοιτάξης τὸν ἴδιο ποὺ εἶναι ἁλυσοδεμένος στὸ δεσμωτήριο.
Δὲν τὰ λέγω αὐτὰ ἐπειδὴ θέλω νὰ σᾶς ἀνακόψω ἀπὸ τέτοιες φιλοτιμίες, ἀλλὰ νὰ κάμετε αὐτὰ μαζὶ μ’ ἐκεῖνες, ἤ μᾶλλον γιὰ νὰ σᾶς συστήσω νὰ κάνετε αὐτὰ πρὶν ἀπ’ αὐτές.
Κανένας δὲν κατηγορήθηκε, ἐπειδὴ δὲν ἐνδιαφέρθηκε γι’ αὐτά. Γιὰ τὴν παραμέληση ὅμως τῶν ἄλλων αἰωρεῖται ἡ ἀπειλὴ τῆς γέενας καὶ τῆς ἄσβηστης φωτιᾶς καὶ ἡ τιμωρία μαζὶ μὲ τοὺς δαίμονοες.
Μὴ στολίζης λοιπὸν τὸ ναὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀδιαφορεῖς γιὰ τὴ θλίψη τοῦ ἀδελφοῦ σου. Αὐτὸς εἶναι ἀπὸ κεῖνον ἀνώτερος ναός.
Καὶ τὰ κειμήλια αὐτὰ θὰ μπορέσουν νὰ τ’ ἀφαιρέσουν καὶ βασιλιὰδες ἄπιστοι καὶ τύραννοι καὶ λησταί. Ὅσα ὅμως προσφέρεις στὸν πεινασμένο ἀδελφό σου, καὶ τὸν ξένο καὶ τὸν γυμνὸ οὔτε ὁ ἴδιος ὁ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κλέψη, ἀλλὰ παραμένουν σὲ θησαυροφυλάκιο ἀπαραβίαστο.
Γιατὶ λοιπὸν αὐτὸς λέγει "Τοὺς φτωχοὺς πάντα τοὺς ἔχετε μαζί σας, ἐμένα ὄχι πάντα;"(Ματθ. 26,11) Γι’ αὐτὸ περισσότερο νὰ ἐλεοῦμε, γιατὶ δὲ θὰ τὸν ἔχωμε πάντα κοντά μας πεινασμένο ἀλλὰ στὴν παροῦσα ζωὴ μονάχα. Ἄν θέλης μάλιστα νὰ καταλάβης ὅλο τὸ νόημα τοῦ λόγου, μάθε ὅτι αὐτὸ δὲν εἰπώθηκε στοὺς μαθητὰς –κι ἄς νομίζεται ἔτσι-ἀλλὰ στὴν ἄρρωστη γυναῖκα. Ἐπειδὴ δὲν ἦταν ἀκομα σὲ κατάσταση τελειότητας κι οἱ μαθηταί του τῆς ἔφεραν δυσκολίες, θέλοντας νὰ τὴν κερδίση τῆς μιλοῦσε ἔτσι. Ἐπειδὴ τὰ εἶπε αὐτὰ γιὰ νὰ τὴν ἐνισχύση, πρόσθεσε· Γιατὶ ταλαιπωρεῖται τὴν γυναίκα; Κι ἐπειδὴ ἔχομε κι ἐκεῖνον πάντα μαζί μας, λέγει. Ἐγὼ εἶμαι μαζί σας ὅλες τὶς μέρες ὡς τὴν συντέλεια τῆς ζωῆς. Ἀπ’ αὐτὰ φαίνεται, ὅτι γιὰ τίποτ’ ἄλλο δὲν τὰ ἔλεγε αὐτὰ παρὰ μόνο νὰ μὴν καταμαράνη ἡ ἐπιτήμηση τῶν μαθητῶν τὴν πίστη τῆς γυναίκας ποὺ παρουσιάστηκε τότε.
Ἄς μὴ συζητοῦμε τώρα γι’ αὐτὰ ποὺ γιὰ κάποιο λόγο ἔχουν λεχθῆ. Ἀλλὰ ἄς διαβάσωμε ὅλους τοὺς νόμους ποὺ ἔβαλε στὴ Καινὴ καὶ στὴν Παλαιὰ γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη κι ἄς δείξωμε γι’ αὐτὴ μεγάλο ἐνδιαφέρον. Αὐτὸ καθαρίζει ἁμαρτίες. Δῶστε ἐλεημοσύνη κι ὅλα θὰ γίνουν καθαρά. Αὐτὸ εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὴ θυσία. Ἐλεημοσύνη θέλω καὶ ὄχι θυσία. Αὐτὸ ἀνοίγει τοὺς οὐρανοὺς· Οἱ προσευχές σου καὶ οἱ ἐλεημοσύνες σου ἀνέβηκαν κοντὰ στὸ Θεὸ δική σου ὑπόμνηση. Αὐτὸ εἶναι πιὸ ἀπαραίτητο ἀπὸ τὴν παρθενία. Ἔτσι ἀποδώχτηκαν ἐκεῖνες ἀπὸ τὸ νυμφῶνα, ἔτσι οἱ ἄλλες ὡδηγήθηκαν σ’ αὐτόν.
Ὅλα αὐτὰ ἄς τὰ κάνωμε συνείδησή μας κι ἄς σπείρωμε μὲ φιλοτιμία, γιὰ νὰ θερίσωμε μὲ περισσότερη ἀφθονία. Ἔτσι θὰ ἐπιτύχωμε τὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στὸ αἰῶνα. Ἀμήν."
(οι υπογραμμίσεις δικές μας)

Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον, Τόμος Δεύτερος,
Ἀθῆναι 1969, σελ.218-227

katafigioti

lifecoaching